ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΟ
Αριθμός αποφάσεως 1825/2018
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 3204/1571/2017)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Οκτωβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, … αριθ. …, με ΑΦΜ …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Αρκουμάνης του Ιωάννη (ΑΜ/ΔΣΑ … – βλ. το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος …, οδός … αριθ. …, και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, … αριθ. …, με ΑΦΜ …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Ψυχάρης του Χρήστου (ΑΜ/ΔΣΑ … – βλ. το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος ……., οδός … αριθ. …, και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) Της εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει …, οδός … αριθ. …., καθώς και στον ….., οδός … αριθ. …, με ΑΦΜ …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 21.3.2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 3204/1571/… και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 28.8.2017 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι διάδικοι. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι η ενάγουσα και η πρώτη εναγόμενη έχουν καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις … και η μεν ενάγουσα κατέθεσε προτάσεις στις 30.6.2017, νομίμως υπογεγραμμένες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, δυνάμει του από 30.6.2017 πληρεξουσίου εγγράφου του νόμιμου εκπροσώπου της …, η δε πρώτη εναγόμενη κατέθεσε προτάσεις στις 3.7.2017, νομίμως υπογεγραμμένες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, δυνάμει του από 29.6.2017 πληρεξούσιου εγγράφου του νόμιμου εκπροσώπου της …, σε συνδυασμό με τα από 12.12.2016 Πρακτικά Απόφασης Μοναδικού Μετόχου και Συνεδρίασης Δ.Σ., καθώς και την από 15.2.2017 Βεβαίωση της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιριών. Επομένως, θεωρείται ότι λαμβάνουν κανονικά μέρος στη δίκη και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ). Αντίθετα, η δεύτερη εναγόμενη δεν έχει καταθέσει προτάσεις. Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …, με την κάτωθι αυτής από … απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας του Α.Τ. Καλλίπολης, απόντος του προϊσταμένου αυτού, και την ταυθήμερη βεβαίωση περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, την οποία προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων εντός 100 ημερών, επιδόθηκε στη δεύτερη εναγόμενη νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 126 παρ. 1 γ΄, 128 παρ. 4, 129 παρ. 2, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015). Επομένως, η δεύτερη εναγόμενη πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015).
Από τις διατάξεις των άρθρων 321 και 322 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η δικαστική απόφαση, με την οποία απορρίπτεται η αγωγή για τυπικό λόγο, όπως για αοριστία του δικογράφου της, όταν καταστεί τελεσίδικη δημιουργεί δεδικασμένο μόνο ως προς το δικονομικό αυτό ζήτημα της αοριστίας και όχι ως προς το ουσιαστικό δικαίωμα που είχε καταχθεί σε δίκη με την αγωγή, το οποίο με την απόρριψη της αγωγής ως αόριστης δεν εξετάσθηκε. Το από την κρίση του δικονομικού ζητήματος δεδικασμένο δεσμεύει το δικαστήριο που εξετάζει τη νέα αγωγή, μόνο αν αυτή έχει την ίδια δικονομική έλλειψη που είχε και η προγενέστερη αγωγή που απορρίφθηκε, οπότε, χωρίς να ερευνήσει αν ορθώς ή εσφαλμένως έκρινε το προηγούμενο δικαστήριο, αφού το δεδικασμένο καλύπτει και τα νομικά και πραγματικά σφάλματα της απόφασης, θα απορρίψει ως απαράδεκτη την αγωγή λόγω δεδικασμένου. Ο ενάγων όμως έχει την ευχέρεια να βελτιώσει την αγωγή ως προς τη δικονομική έλλειψη και να την ασκήσει εκ νέου με την επίκληση της ίδιας ιστορικής και νομικής αιτίας και του ιδίου αιτήματος (ΑΠ 1875/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, για να είναι αυτή ορισμένη, αποτελεί κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με τα άρθρα 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, η πληρότητα της ιστορικής βάσης της, δηλαδή η σαφής έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο όλων των γεγονότων, είτε του εξωτερικού είτε του εσωτερικού κόσμου, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 681 και 694 ΑΚ προκύπτει ότι με τη σύμβαση έργου ο ένας συμβαλλόμενος, που καλείται εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο αντισυμβαλλόμενος, που καλείται εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή με την παράδοση του έργου, δηλαδή ο εργολάβος, κατ’ εξαίρεση όσων με τις γενικές διατάξεις ορίζονται για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, υποχρεούται σε προεκπλήρωση της κύριας παροχής του, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, όπως συμβαίνει όταν ορίσθηκε τμηματική παράδοση του έργου με αντίστοιχη τμηματική καταβολή της οφειλόμενης αμοιβής, αφού η υποχρέωση της προεκπλήρωσης αποτελεί ρύθμιση ενδοτικού δικαίου. Ως έργο νοείται κάθε τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και δραστηριότητας του εργολάβου στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη της σύμβασης, ενώ ως παράδοση του έργου νοείται η εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του εργολάβου, που συνίσταται στην εκτέλεση του έργου και στην προσπόρισή του στον εργοδότη, δηλαδή η περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσίασης του εργοδότη, με την προϋπόθεση ότι το έργο είναι αυτό που συμφωνήθηκε και όχι εντελώς διαφορετικό, διότι τότε δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος προεκπλήρωσε την παροχή του (ΑΠ 585/2013 ΝοΒ 2013.1921, ΑΠ 1410/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ώστε να δικαιούται κατά το άρθρο 694 ΑΚ της συμφωνημένης αμοιβής του, η οποία μπορεί κατά την κατάρτιση της σύμβασης να ορισθεί κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, σε ποσοστά ή και να καταλειφθεί ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού της (ΑΠ 119/2014 ΝοΒ 2014.1429, ΑΠ 682/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά το σύστημα καθορισμού της αμοιβής απολογιστικά η αμοιβή του εργολάβου υπολογίζεται σε ποσοστό επί του αθροίσματος των πραγματικών εξόδων του έργου (ΑΠ 257/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, μόνον όταν η αμοιβή του εργολάβου καταλείπεται ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού, ο καθορισμός αυτής θα γίνει είτε κατά τα άρθρα 371 – 373 ΑΚ είτε με αντικειμενικά στοιχεία, όπως με τις τυχόν ισχύουσες διατιμήσεις ή τα εγκεκριμένα αναλυτικά τιμολόγια για τις συγκεκριμένες εργασίες, ή την ειθισμένη αμοιβή, δηλαδή, θα καθοριστεί ως εύλογη αμοιβή εκείνη, που καταβάλλεται από άλλους εργοδότες σε εργολάβους της ίδιας κατηγορίας για όμοιες εργασίες υπό τις ίδιες συνθήκες τόπου, χρόνου κ.λπ. (ΑΠ 1383/2010 ΧρΙΔ 2011.421, ΑΠ 941/2002 ΕλλΔνη 2003.1361, ΕφΠειρ 372/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αναφορικά με τον τρόπο αυτόν καθορισμού της αμοιβής πρέπει να σημειωθούν και τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 682 ΑΚ αμοιβή λογίζεται πως έχει συμφωνηθεί σιωπηρά, αν το έργο συνηθίζεται να εκτελείται μόνο με αμοιβή. Η διάταξη του άρθρου 650 ΑΚ εφαρμόζεται ανάλογα. Από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνη της παρ. 1 του 682 ΑΚ, συνάγεται εκτός των όσων προαναφέρθηκαν περί του ότι η αμοιβή είναι δυνατόν να είναι εκ των προτέρων ορισμένη ή να παραμένει ακαθόριστη, οπότε ο προσδιορισμός της γίνεται με βάση αντικειμενικά κριτήρια, και ότι, εάν στη σύμβαση δεν προβλέφθηκε και δεν ορίσθηκε τίποτε για την αμοιβή του εργολάβου, λογίζεται αυτή κατά τεκμήριο σιωπηρώς συμφωνηθείσα, εφόσον το έργο κατά τις συνήθεις περιστάσεις εκτελείται μόνο με αμοιβή. Το τεκμήριο που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 682 παρ. 1 ΑΚ είναι μαχητό, ο δε εργολάβος οφείλει να επικαλεσθεί και ν’ αποδείξει τις προϋποθέσεις του τεκμηρίου, δηλαδή: α) τη δυνάμει συμβάσεως ανάληψη απ’ αυτόν της εκτελέσεως ορισμένου έργου, β) ότι το έργο αυτό κατά τις συνήθεις περιστάσεις εκτελείται μόνο με αμοιβή και γ) ότι δεν υπάρχει ούτε συνάγεται από τη σύμβαση συμφωνία περί αμοιβής. Επειδή όμως το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό, είναι δυνατή η ανατροπή του από τον εναγόμενο εργοδότη, δια της επικλήσεως και αποδείξεως ότι εξαιρετικά, στη συγκεκριμένη περίπτωση αποκλείσθηκε με τη σύμβαση η καταβολή αμοιβής. Άλλωστε, ως προς το ύψος της αμοιβής που οφείλεται σε μια τέτοια περίπτωση, λαμβάνεται υπόψη, όπως προεκτέθηκε, η νόμιμη, άλλως η ειθισμένη για παρόμοια έργα αμοιβή, ενώ, αν δεν υπάρχει τέτοια, προσδιορίζεται μία εύλογη αμοιβή που καταβάλλεται από άλλους εργοδότες για όμοιες εργασίες (ΑΠ 1383/2010 ό.π., ΑΠ 2004/2007 ΧρΙΔ 2008.730). Εκ των ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι ο εργολάβος ο οποίος ασκεί κατά του εργοδότη αγωγή καταβολής της αμοιβής του, πρέπει να διαλαμβάνει στην αγωγή του, εκτός άλλων, τη συμφωνία για την αμοιβή, κατά έναν από τους προαναφερθέντες τρόπους, και σε περίπτωση που αυτή αφέθηκε ακαθόριστη κατά ποιον από τους πιο πάνω τρόπους θα καθορισθεί (ΑΠ 940/2002 ΕλλΔνη 2003.1360), ενώ στον προσδιορισμό και επιδίκαση της ειθισμένης αμοιβής προσφεύγει το Δικαστήριο μόνο όταν δεν έχει συμφωνηθεί το ύψος της αμοιβής (ΑΠ 941/2002 ό.π., ΕφΘεσ 246/2013 ΕλλΔνη 2014.144,196). Συνακόλουθα η αγωγή, με την οποία ο εργολάβος ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του, είναι ορισμένη κατά τις παραπάνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και το άρθρο 216 ΚΠολΔ, όταν σ’ αυτή περιγράφεται το έργο που συμφωνήθηκε, προσδιορίζεται το είδος και το ύψος της οφειλόμενης αμοιβής και αναφέρεται ότι το έργο εκτελέσθηκε με τον προσήκοντα τρόπο και παραδόθηκε στον εργοδότη (ΑΠ 119/2014 ό.π., ΑΠ 682/2010 ό.π.). Αν η αμοιβή συνίσταται σε χρήματα και δεν πιστώθηκε είναι τοκοφόρα από την παράδοση του έργου. Ο ακριβής χρόνος κατάρτισης της εργολαβικής σύµβασης δεν είναι αναγκαίο, καταρχήν, ν’ αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, εκτός αν ανακύπτει ζήτηµα παραγραφής (ΑΠ 329/2007 ΝοΒ 2008.1839, ΑΠ 381/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8570/2007 ΕλλΔνη 2008.930), ούτε αποτελεί στοιχείο της αγωγής η έγγραφη ή προφορική κατάρτιση της συµβάσεως έργου, εφόσον για την εν λόγω σύµβαση δεν απαιτείται η τήρηση του εγγράφου τύπου, και ο τόπος συνοµολογήσεως αυτής, αν από το στοιχείο αυτό δεν επηρεάζεται η τοπική αρµοδιότητα του δικαστηρίου (ΑΠ 508/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1433/2009 Αρμ 2010.200). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 2810/2016 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου απορρίφθηκε η από 30.12.2015 υπ’ αριθ. κατάθ. 14310/8178/2015 προηγούμενη όμοια αγωγή της κατά των νυν εναγομένων λόγω αοριστίας. Ότι ήδη επιχειρεί να συμπληρώσει τις επισημανθείσες με την ως άνω απόφαση ελλείψεις, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι δυνάμει σύμβασης έργου που συνήψε προφορικά με τη δεύτερη των εναγομένων υπό την ιδιότητά της ως εφοπλίστριας του κάτωθι πλοίου στις αρχές του έτους 2014, ανέλαβε την εκτέλεση του συνόλου των εργασιών επισκευής στο υπό ελληνική σημαία πλοίο Ο/Γ – Ε/Γ “…” με αριθμό νηολογίου ……….. (…), κόρων ολικής χωρητικότητας 1235.5, με διεθνές διακριτικό σήμα …, κυριότητας της πρώτης των εναγόμενων, αντί αμοιβής που θα προέκυπτε από την προτιμολόγηση, μετά το πέρας της επισκευής οποιουδήποτε μέρους των μηχανών του πλοίου και την παραλαβή του από το προσωπικό της δεύτερης εναγόμενης. Ότι αφού η ενάγουσα παρέδωσε και η δεύτερη εναγόμενη παρέλαβε ανεπιφύλακτα το σύνολο των επισκευασθέντων μερών των μηχανών του ως άνω πλοίου, συντάχθηκε στο Πέραμα η από … βεβαίωση παράδοσης – παραλαβής των εργασιών και εκδόθηκε το από … προτιμολόγιο, στο οποίο αναφέρονται αναλυτικά οι εκτελεσθείσες εργασίες και η επιμέρους αξία τους, που ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 72.550 ευρώ πλέον ΦΠΑ 23% 16.686,50 ευρώ, ήτοι 89.236,50 ευρώ, έναντι του οποίου οι εναγόμενες ουδέν έχουν καταβάλει. Ότι επειδή δεν είχε συμφωνηθεί εκ των προτέρων αμοιβή, ο καθορισμός της γίνεται κατά δίκαιη κρίση, με βάση τα άρθρα 371-373 ΑΚ και ότι, με βάση τις διατάξεις περί σύμβασης έργου (άρθρο 682 ΑΚ), όταν δεν έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων αμοιβή, λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της η νόμιμη ή άλλως η ειθισμένη σε παρόμοια έργα αμοιβή. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικουρικά δε κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, η ενάγουσα ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β΄, 297 ΚΠολΔ), ν’ αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον εκάστη (η πρώτη περιορισμένα διά του αναφερθέντος στο σκεπτικό της παρούσας πλοίου και μέχρι της αξίας του), το συνολικό ποσό των ογδόντα εννιά χιλιάδων διακοσίων τριάντα έξι ευρώ και πενήντα λεπτών (89.236,50 €), νομιμότοκα από την ημερομηνία έκδοσης του προτιμολογίου (…), άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, όπως το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας υποβλήθηκε το πρώτον με τις προτάσεις, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική δαπάνη της. Με το ανωτέρω περιεχόµενο και αίτημα η κρινόµενη αγωγή αρµοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 9, 10, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2, 74 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Ββ του ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την τακτική διαδικασία. Είναι, όμως, απορριπτέα ως απαράδεκτη, υπό τις κάτωθι διακρίσεις: Η ως άνω 2810/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που, δικάζοντας ερήμην της δεύτερης εναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, απέρριψε την προηγούμενη όμοια από 30.12.2015 υπ’ αριθ. καταθ. 14310/8178/2015 αγωγή ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, έχει τελεσιδικήσει και παράγει δεδικασμένο ως προς το οριστικώς κριθέν δικονομικό ζήτημα ανάμεσα στην ήδη ενάγουσα και την πρώτη εναγόμενη, η οποία επέδωσε στην ενάγουσα νόμιμα ακριβές αντίγραφο της αποφάσεως αυτής, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …, με συνέπεια ν’ αρχίσει έκτοτε η τριακονθήμερη προθεσμία της εφέσεως (άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ) για τους εν λόγω διαδίκους, χωρίς ν’ ασκηθούν κατ’ αυτής ένδικα μέσα (βλ. το υπ’ αριθ. … πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης τακτικών ή έκτακτων ένδικων μέσων της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά, που προσκομίζει με επίκληση η πρώτη εναγόμενη). Διά της εν λόγω αποφάσεως είχε κριθεί ότι η προγενέστερη αγωγή έπασχε αοριστίας: α) ως προς την ιδιότητα υπό την οποία εναγόταν εκάστη των εναγομένων, καθόσον στη δεύτερη εξ αυτών αποδιδόταν η ιδιότητα τόσο της εφοπλίστριας όσο και της διαχειρίστριας του προαναφερθέντος πλοίου, για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, στην οποία αποδιδόταν η ιδιότητα της πλοιοκτήτριας, παρόλο που δεν είναι νοητή η σύγχρονη αναφορά πλοιοκτησίας και εφοπλισμού επί του αυτού πλοίου, β) ως προς τα επιμέρους στοιχεία της εκτιθέμενης σύμβασης έργου, ήτοι ως προς τον χρόνο σύναψης αυτής, το εάν καταρτίστηκε ξεχωριστή σύμβαση για κάθε επιμέρους εργασία ή το φερόμενο έργο που ανατέθηκε αφορούσε το σύνολο των διαλαμβανόμενων στην αγωγή εργασιών, τον ακριβή χρόνο παράδοσης των εργασιών αυτών, καθώς και το εάν κατά τη σύναψη της ως άνω σύμβασης υπήρξε ή όχι συμφωνία για την αμοιβή και, κατ’ επέκταση, i) εφόσον υπήρξε τέτοια συμφωνία, αν το ύψος της αμοιβής καθορίσθηκε εκ των προτέρων και με ποιον τρόπο ή αν αυτή καταλείφθηκε ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού, οπότε ο προσδιορισμός της από την ενάγουσα έχει γίνει είτε κατά τα άρθρα 371-373 ΑΚ είτε με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ή ii) εφόσον δεν υπήρξε ούτε συνάγεται από τη σύμβαση συμφωνία περί αμοιβής, ότι το έργο αυτό, κατά τις συνήθεις περιστάσεις, εκτελείται μόνο με αμοιβή και ότι η αιτούμενη αμοιβή είναι η ειθισμένη, με βάση τις συνθήκες εκτελέσεως του έργου. Η υπό κρίση αγωγή, η οποία έχει την αυτή ιστορική και νομική βάση και το αυτό αίτημα με εκείνα της υπ’ αριθ. 8178/2015 αγωγής, αν και συμπληρώθηκε ως προς ορισμένα εκ των ανωτέρω στοιχείων (θεμελίωση παθητικής νομιμοποίησης εναγομένων εταιριών, χρόνος κατάρτισης σύμβασης έργου, περικλείουσας το σύνολο των διαλαμβανομένων στην αγωγή εργασιών), εξακολουθεί να έχει τις αυτές δικονομικές ελλείψεις καταρχάς ως προς τον ακριβή χρόνο παράδοσης του έργου, και δη προσηκόντως, καθόσον ουδόλως προσδιορίζεται στην αγωγή ο χρόνος αποπεράτωσης των εκτελεσθεισών εργασιών επισκευής, μη αρκούσης της αναφοράς στην από … βεβαίωση παράδοσης – παραλαβής, αφού ενδιαφέρει εν προκειμένω, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση, η προσπόριση του έργου στον εργοδότη, δηλαδή η περιέλευσή του στη σφαίρα εξουσίασης της «…», ενόψει του ότι η δεύτερη εναγόμενη, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, είχε αποξενωθεί από την κατοχή των επισκευασθέντων πραγμάτων (μηχανών πλοίου). Περαιτέρω, με την υπό κρίση αγωγή δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια ούτε εάν υπήρχε συμφωνία για την αμοιβή (βλ. σελ. 4 αυτής, όπου αναφέρεται επί λέξει «… η αντίδικος εφοπλίστρια ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή, που θα προέκυπτε από την προτιμολόγηση…», καθώς και σελ. 5 in fine «… το ακριβές τίμημα δεν είχε συμφωνηθεί εκ των προτέρων …») ούτε εάν ο προσδιορισμός της αμοιβής από την ενάγουσα έγινε κατά δίκαιη κρίση, με βάση τα άρθρα 371-373 ΑΚ, ή λαμβανομένης υπόψη της νόμιμης, άλλως ειθισμένης σε παρόμοια έργα αμοιβής, δεδομένου ότι στο αγωγικό δικόγραφο αναφέρονται αδιακρίτως οι διατάξεις τόσο των άρθρων 371 – 373 ΑΚ όσο και του άρθρου 682 ΑΚ. Επομένως, η ενάγουσα δεν διαλαμβάνει ορισμένα στην αγωγή της τον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται η εργολαβική αμοιβή της, αν και η εν λόγω δικονομική έλλειψη είχε επισημανθεί και στην προαναφερθείσα 2810/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Τέλος, διά της 2810/2016 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου είχε κριθεί ότι η προηγούμενη υπ’ αριθ. 8178/2015 όμοια αγωγή έπασχε αοριστίας και ως προς την επικουρική της βάση περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείτο ακυρότητα της ένδικης σύμβασης, από την οποία απορρέουν οι αγωγικές αξιώσεις, ουδεμία δε συμπλήρωση της αοριστίας της σημειώνεται με την υπό κρίση αγωγή, η οποία σχετικά επαναλαμβάνει αυτούσιο το περιεχόμενο της προγενέστερης. Επομένως, ως προς την πρώτη εναγόμενη, έναντι της οποίας η 2810/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου έχει τελεσιδικήσει κατά τα προεκτεθέντα ως προς το κριθέν δικονομικό ζήτημα, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου, γενομένου δεκτού ως βάσιμου και του αντίστοιχου ισχυρισμού της πρώτης εναγομένης. Ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, η οποία είναι απλή ομόδικος της πρώτης, με συνέπεια η επίδοση της 2810/2016 απόφασης από την τελευταία προς την ενάγουσα να κινεί την προθεσμία της έφεσης μόνο γι’ αυτήν [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), ΚΠολΔ Ι (2000) 518 αριθ. 5,6], λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι δεν έχει παρέλθει η διετής καταχρηστική προθεσμία έφεσης (518 παρ. 2 ΚΠολΔ) από τη δημοσίευση της ως άνω απόφασης (8.12.2016), η υπό κρίση αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της συνεπεία των προαναφερθεισών δικονομικών ελλείψεων. Σημειώνεται ότι η περιλαμβανόμενη στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής δήλωση παραίτησης από το δικόγραφο της προηγούμενης υπ’ αριθ. κατάθεσης 8178/2015 αγωγής είναι ανίσχυρη και δεν παράγει έννομες συνέπειες, διότι η παραίτηση από το αγωγικό δικόγραφο ή δικαίωμα προϋποθέτει εκκρεμή δίκη, ώστε να επέλθει κατάργησή της [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μακρίδου), ΚΠολΔ Ι (2000) 294 αριθ. 8]. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) για την περίπτωση της εκ μέρους της δεύτερης των εναγομένων άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εξ αυτών (εναγομένων), κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1, 68 παρ. 1 ΚώδΔικηγόρων), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Σημειωτέον ότι δεν διαλαμβάνεται διάταξη περί επιβολής δικαστικής δαπάνης αναφορικά με τη δεύτερη εναγόμενη, διότι λόγω της ερημοδικίας της δεν υποβλήθηκε από αυτή σχετικό αίτημα (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης εναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια (200,00) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της πρώτης εναγόμενης, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ