Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης  4109 /2019

(Γενικός αριθμός κατάθεσης κλήσης: 9182/2018)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης κλήσης: 4097/2018)

(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 11122/2016)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 5788/2016)

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ  ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ

            ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή  Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

            ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 30η Οκτωβρίου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως 11122/2016 και 5788/2016 αγωγή καταβολής τιμήματος από πώληση με βάση τιμολόγια, μεταξύ:

            ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στo … στερούμενης ως αλλοδαπής εταιρείας Α.Φ.Μ. στην Ελλάδα, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ.1 εδ.α΄ ΚΠολΔ, όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, δυνάμει του από 24-3-2017 δικαστικού πληρεξουσίου της ενάγουσας εταιρείας που συνάχθηκε παρουσία του …, διευθυντή και μετόχου αυτής και προσκομίζεται σε ακριβή εκ της αγγλικής στην ελληνική γλώσσα αποσπασματική μετάφραση που βεβαιώνεται από τη δικηγόρο του ΔΣΑ Σταυρούλα Γεωργάτου (Α.Μ. 35261), με τη σφραγίδα του συμβολαιογράφου V.ARIVAZAKHAN, Τσεννάι, Tamil Nadu, αριθ.μητρώου 6876, σφραγίδα του Προϊσταμένου της Γραμματείας,…, του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στο Νέο Δελχί με ημερομηνία 28-3-2017 και θεώρηση από …, Προϊστάμενο Γραμματείας, στην Ι., υπό τους όρους της Σύμβασης της Χάγης της 5-10-1961, επικυρωμένο από τον Τμηματάρχη του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων την 29-3-2017 στο Νέο Δελχί, Ι.ς, με αριθ. πρωτ. …, σφραγίδα του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων και υπογραφή …, κατ’ άρθρο 96 §1 ΚΠολΔ, και παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημητρίου Δημητρίου του Ιωάννου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3485), κατοίκου Αθηνών, οδός Γρανικού, αριθ.18.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία «….», εδρεύουσας τυπικά κατά το καταστατικό της στη Λ., στην πραγματικότητα όμως στην … στερούμενης ως αλλοδαπής εταιρείας Α.Φ.Μ. στην Ελλάδα, νομίμως εκπροσωπουμένης, και 2) Γ. Σ. του Ξ., κατοίκου …, οι οποίοι προκατέθεσαν προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ.1 εδ.α΄ ΚΠολΔ, όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Γ. Σ. του Ξ. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), κατοίκου …,  (ο δεύτερος αυτοπρόσωπα ως δικηγόρος και μέλος του Δ.Σ.Α.), εκ των οποίων η πρώτη δεν παραστάθηκε αυτοπρόσωπα στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και ο δεύτερος παραστάθηκε αυτοπρόσωπα στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.

Η ενάγουσα άσκησε την από 30-12-2016 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 11122/2016 και 5788/2016 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 30-12-2016 και επιδόθηκε στις 30-12-2016 στους εναγόμενους στην κοινή πραγματική τους έδρα (…, για αμφότερους), εντός τριάντα (30) ημερών και εντός εξήντα (60) ημερών από την κατάθεσή της, αντιστοίχως, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 2-8-2017 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 26-9-2017, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τον οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 10 και εκδόθηκε επ’ αυτής η υπ’ αριθ.3733/2018 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάχθηκε επανάληψη της συζήτησης, για τη συμπλήρωση της έλλειψης της νόμιμης δικαστικής πληρεξουσιότητας της πρώτης εναγομένης εταιρείας προς το πρόσωπο του δεύτερου εναγομένου ως πληρεξούσιου δικηγόρου της, προκειμένου να προσκομιστεί πληρεξούσιο εκ μέρους της προς αυτόν ως παριστάμενο για λογαριασμό της κατά τη συζήτηση της αγωγής, εντός προθεσμίας 60 ημερών από την επίδοση της μη οριστικής απόφασης. Με την από 4-9-2018 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 9182/2018 και 4097/2018 κλήση της ενάγουσας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 4-9-2018 και επιδόθηκε στις 5-9-2018 στους εναγόμενους στην κοινή πραγματική τους έδρα (…, για αμφότερους), εντός τριάντα (30) ημερών και εντός εξήντα (60) ημερών από την κατάθεσή της, αντιστοίχως, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, επαναφέρεται προς συζήτηση η παραπάνω αγωγή για την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ένδικης διαφοράς, χωρίς να προσκομίζεται ωστόσο στη δίκη το δικαστικό πληρεξούσιο της πρώτης εναγομένης εταιρείας προς τον δεύτερο εναγόμενο, όπως είχε διαταχθεί. Η μεν ενάγουσα ζητεί δε να γίνει η αγωγή της δεκτή για όσους λόγους εκθέτει σ’ αυτήν και στις προτάσεις της, οι δε ως άνω εναγόμενοι που προκατέθεσαν προτάσεις στη δίκη, αλλά παραστάθηκε μόνο ο δεύτερος εξ αυτών στη συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, ζητούν την απόρριψή της για όσους λόγους επικαλούνται στις προτάσεις που προκατέθεσαν στη δίκη.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στη δίκη, όπως σημειώνεται ανωτέρω.

MEΛETHΣE  TH  ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦTHKE  ΣYMΦΩNA ME TOΝ  NOMO

               Νομίμως επαναφέρεται στην παρούσα δικάσιμο της 30-10-2018 με την από 4-9-2018 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 9182/2018 και 4097/2018 κλήση της ενάγουσας, η οποία κατατέθηκε στις 4-9-2018 και επιδόθηκε νομίμως στις 5-9-2018 στους εναγόμενους στην κοινή πραγματική τους έδρα (…, για αμφότερους), η από 30-12-2016 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 11122/2016 και 5788/2016 αγωγή της για την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ένδικης διαφοράς, η οποία κατατέθηκε και επιδόθηκε νομίμως στις 30-12-2016 στους εναγόμενους στην κοινή πραγματική τους έδρα (…, για αμφότερους), προσδιορίσθηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 26-9-2017 και εκδόθηκε επ’ αυτής η υπ’ αριθ.3733/2018 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάχθηκε επανάληψη της συζήτησης, για τη συμπλήρωση της έλλειψης της νόμιμης δικαστικής πληρεξουσιότητας της πρώτης εναγομένης εταιρείας προς το πρόσωπο του δεύτερου εναγομένου ως πληρεξούσιου δικηγόρου της, παριστάμενου για λογαριασμό της κατά τη συζήτηση της αγωγής, εντός προθεσμίας 60 ημερών από την επίδοση της μη οριστικής απόφασης, η οποία δεν προσκομίστηκε, ωστόσο, στη δίκη αυτή, όπως είχε διαταχθεί. Ειδικότερα, ενώ η ενάγουσα εκπροσωπήθηκε από τον υπογράφοντα το δικόγραφο των προτάσεων πληρεξούσιο δικηγόρο της που προκατέθεσε προτάσεις για λογαριασμό της, οι δε εναγόμενοι προκατέθεσαν τις προτάσεις τους διά του παριστάμενου και αυτοπροσώπως δεύτερου εξ αυτών, ως δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …) Γ. Σ., μετά την προθεσμία των εκατόν (100) ημερών (10-4-2017), αλλά εντός της νόμιμης προθεσμίας των εκατόν τριάντα (130) ημερών (10-5-2017), η οποία παρατείνεται για όλους τους διαδίκους και δη τους ομοδίκους εναγομένους, ενόψει του ότι η πρώτη εναγομένη πρόκειται για αλλοδαπή εταιρεία, με καταστατική δε έδρα στην αλλοδαπή (…), το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, καθόσον δε η νέα διάταξη του άρθρου 237 παρ.1 τελ.εδάφιο ΚΠολΔ (για τις 130 μέρες) αναφέρεται όχι στην κατοικία ή πραγματική έδρα κάποιου εναγομένου αλλά στην ευρύτερη έννοια της διαμονής που προκειμένου περί νομικών προσώπων καταλαμβάνει και την καταστατική έδρα του νομικού προσώπου, αλλά και κάθε σχέση του με την αλλοδαπή από την οποία θα χρειαστούν στοιχεία ή λήξη αποφάσεων κι ενόψει του ότι η ίδια η ενάγουσα αναγράφει στα δικόγραφά της ότι η πρώτη εναγομένη πρόκειται για αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία που κατά το καταστατικό της εδρεύει στη Λ., έχει δε πλήρως τηρήσει τις προθεσμίας των 60 ημερών για την επίδοση της αγωγής και της κλήσης της προς τους εναγομένους σε σχέση με τον χρόνο κατάθεσής τους εκ μέρους της, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄ ΚΠολΔ, συνακόλουθα, οι προκατατεθειμένες κοινές προτάσεις των εναγομένων θεωρούνται νομίμως κι εμπροθέσμως κατατεθειμένες, κατ’ άρθρο 237 παρ.1 τελ.εδ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015, με έναρξη ισχύος από 1-1-2016, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, ωστόσο, από την έρευνα του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι, παρά τη ρητώς και σαφώς προβλεπόμενη στο άρθρο 237 παρ.1 εδ.β΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, υποχρέωση των πληρεξούσιων δικηγόρων των διαδίκων προς απόδειξη της δικαστικής τους πληρεξουσιότητας με προσαγωγή νόμιμου, κατ’ άρθρο 96 ΚΠολΔ, πληρεξουσίου, ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας, Δημήτριος Δημητρίου του Ιωάννου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3485) προσκόμισε μαζί με τις προτάσεις, τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγραφα που επικαλείται, και το από 24-3-2017 δικαστικό πληρεξούσιο της ενάγουσας εταιρείας προς το πρόσωπό του, το οποίο συνάχθηκε παρουσία του …, διευθυντή και μετόχου αυτής, σε ακριβή εκ της αγγλικής στην ελληνική γλώσσα αποσπασματική μετάφραση που βεβαιώνεται από τη δικηγόρο του ΔΣΑ Σταυρούλα Γεωργάτου (Α.Μ.35261), με τη σφραγίδα του συμβολαιογράφου V.ARIVAZAKHAN, Τσεννάι, Tamil Nadu, αριθ.μητρώου 6876, σφραγίδα του Προϊσταμένου της Γραμματείας, …, του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στο Νέο Δελχί με ημερομηνία 28-3-2017 και θεώρηση από …, Προϊστάμενο Γραμματείας, στην Ι., υπό τους όρους της Σύμβασης της Χάγης της 5-10-1961, επικυρωμένο από τον Τμηματάρχη του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων την 29-3-2017 στο Νέο Δελχί, Ι.ς, με αριθ. πρωτ. …, σφραγίδα του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων και υπογραφή …, υπό τους όρους του άρθρου 96 παρ.1 ΚΠολΔ, ενώ εκ των εναγομένων, που κατέθεσαν κοινές προτάσεις, ως άνω, δεν προσκόμισαν μαζί με τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται και το αναγκαίο κατ’ άρθρα 96 παρ.1 και 237 παρ.1 εδ.β΄ ΚΠολΔ, πληρεξούσιο έγγραφο της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας προς τον δικηγόρο της του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Γ. Σ. του Ξ. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος παρίσταται αυτοπροσώπως, ατομικά για τον εαυτό του, στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με τον Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.4194/2013), χωρίς όμως να νομιμοποιείται να παρασταθεί στη δίκη ως πληρεξούσιος δικηγόρος της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας, στο όνομα και για λογαριασμό της, εκπροσωπώντας την έναντι της ενάγουσας κατά την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης μετά την έγερση της κρινόμενης αγωγής (και) σε βάρος της, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 237 παρ.1 εδ.β΄, συνδυασμό με τα άρθρα 62, 63, 64, 65, 66, 67 ΚΠολΔ. Από κανένα προσκομιζόμενο έγγραφο της δικογραφίας, από την αυτεπάγγελτη έρευνα περί της δικαστικής πληρεξουσιότητας, στην οποία υποχρεούται το παρόν Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, δεν προκύπτει ότι ο δεύτερος εναγόμενος είναι νόμιμος εκπρόσωπος ή αντίκλητος της πρώτης εναγομένης εταιρείας (άρθρα 142-143 ΚΠολΔ), λαμβάνοντας δε υπόψη και το γεγονός ότι η επίδοση της αγωγής εκ μέρους της ενάγουσας προς την πρώτη εναγομένη αντίδικό της έγινε στη διεύθυνση φερόμενης κατοικίας του δεύτερου εναγομένου, που συμπίπτει με την επαγγελματική του έδρα, ως διεύθυνση των γραφείων της πρώτη εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας στην ημεδαπή, επί της …, και δη με νόμιμη θυροκόλληση με παρουσία μάρτυρα (Γ. Π. του Β., κατοίκου … λόγω απουσίας του δευτέρου εναγομένου ως νομίμου εκπροσώπου της, καθώς και έτερου προσώπου ως και εργαζομένου υπαλλήλου αρμοδίου για την παραλαβή δικογράφων κλπ., επακολουθούσης και της παράδοσης αντιγράφου της αγωγής στο ΑΤ Αμπελοκήπων Αττικής καθώς και ταχυδρομικής αποστολής της προς τους εναγομένους την 30-12-2016, κατ’ άρθρο 128 παρ.1-4 ΚΠολΔ, και όχι στη διεύθυνση της καταστατικής της έδρας στην αλλοδαπή (….), όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ…./30-12-2016 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Α. Κ., που προσκομίζονται στη δικογραφία (ΟλΑΠ 8/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΟλΑΠ 16/2000 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 74/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1208/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 129/2001 ΕλλΔνη 2001.1586, ΑΠ 499/2000 ΕΕργΔ 60.879, ΑΠ 532/1999 ΕλλΔνη 2000.87, ΕφΠειρ 151/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 414/2010 ΕΠολΔ 2010.856), προκειμένου να πληρούνται οι νόμιμοι όροι άσκησης της κρινόμενης αγωγής, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.β΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύος από 1-1-2016, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, ενώ επισημαίνεται επίσης ότι η επίδοση της κλήσης επαναφοράς της αγωγής προς συζήτηση εκ μέρους της ενάγουσας προς την πρώτη εναγομένη αντίδικό της έγινε στη νέα διεύθυνση φερόμενης κατοικίας του δεύτερου εναγομένου, που συμπίπτει με την επαγγελματική του έδρα, ως διεύθυνση των γραφείων της πρώτη εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας στην ημεδαπή, επί της …, και δη με νόμιμη θυροκόλληση με παρουσία μάρτυρα (Δ. Α., κατοίκου …, …), λόγω απουσίας του ιδίου του δεύτερου εναγομένου ως νομίμου εκπροσώπου της κλπ. και άρνησης της εργαζομένης υπαλλήλου Α. Κ., να παραλάβει το δικόγραφο και να υπογράψει τη σχετική έκθεση επίδοσής του για λογαριασμό του δεύτερου εναγομένου, και όχι στη διεύθυνση της καταστατικής της έδρας στην αλλοδαπή (….), όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ…. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Δ. Δ., που προσκομίζονται στη δικογραφία, προκειμένου να πληρούνται οι νόμιμοι όροι άσκησης της κρινόμενης κλήσης, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.β΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύος από 1-1-2016, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015. Περαιτέρω δε, η υπ’ αριθ. 3733/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εκδόθηκε στις 6-8-2018 και επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 31-8-2018 με νόμιμη θυροκόλληση στη νέα διεύθυνση φερόμενης κατοικίας του δεύτερου εναγομένου, που συμπίπτει με την επαγγελματική του έδρα, ως διεύθυνση των γραφείων της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας στην ημεδαπή, επί της …, με παρουσία μάρτυρα (Δ. Α., κατοίκου …, …), λόγω απουσίας του ιδίου του δεύτερου εναγομένου ως νομίμου εκπροσώπου της κλπ., επακολουθούσης και της παράδοσης αντιγράφου της αγωγής στο ΑΤ Αμπελοκήπων Αττικής καθώς και ταχυδρομικής αποστολής της προς τους εναγομένους την 31-8-2018, κατ’ άρθρο 128 παρ.1-4 ΚΠολΔ, (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Δ. Δ.). Έκτοτε και μέχρι την παρούσα δικάσιμο της μετ’ επανάληψη συζήτησης της κρινόμενης αγωγής (30-10-2018) παρήλθε η ταχθείσα από το παρόν Δικαστήριο προθεσμία των (60) ημερών, δυνάμει της υπ’ αριθ. 3733/2018 μη οριστικής απόφασής του, πλην όμως δεν προσκομίστηκε εκ μέρους του δεύτερου εναγομένου, που παρίσταται αυτοπρόσωπα στη δίκη ως δικηγόρος για τον εαυτό του ατομικά, έγγραφη δικαστική πληρεξουσιότητα που να δηλώνει ότι έχει την εξουσιοδότηση για να παρίσταται και να εκπροσωπεί στην παρούσα δίκη ως πληρεξούσιος δικηγόρος της την πρώτη εναγομένη αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, η οποία προκατέθεσε μεν τυπικά (κοινές) προτάσεις διά του δεύτερου εναγομένου, αλλά δεν παρίσταται στη δίκη αυτή νομοτύπως, ελλείψει νόμιμης προκατάθεσής τους και συνακόλουθα παράστασης και εκπροσώπησής της στη δίκη διά του εν λόγω πληρεξουσίου δικηγόρου, ο οποίος στερείται οποιασδήποτε τέτοιας νόμιμης εξουσιοδότησης τόσο για την εκπροσώπησή της κατά την προκατάθεση των εν λόγω προτάσεων για λογαριασμό της, όσο και για την παράσταση αυτής στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής σε βάρος της. Οι εναγόμενοι ούτε αποδεικνύουν ούτε καν επικαλούνται στις προτάσεις τους την αναγκαία κατά νόμο πληρεξουσιότητα της πρώτης εναγομένης για την προκατάθεση προτάσεων και παράσταση του δεύτερου εναγομένου ως πληρεξουσίου δικηγόρου της πρώτης εναγομένης, αλλοδαπής εταιρείας, για λογαριασμό της στην παρούσα δίκη, καίτοι η παροχή πληρεξουσιότητας υπό τον τύπο του άρθρου 96 ΚΠολΔ προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας, δεύτερο εναγόμενο, πρέπει να είναι ρητή και σαφής και να αποδεικνύεται με συγκεκριμένο έγγραφο που να υπάρχει στη δικογραφία. Επομένως, εφόσον δεν παρίσταται με πληρεξούσιο δικηγόρο στερείται νόμιμης παράστασης και αφού δεν λαμβάνει μέρος κανονικά στη δίκη, ενώ της έχουν επιδοθεί νομίμως και εμπροθέσμως η αγωγή και η κλήση επαναφοράς της προς συζήτηση, η εν λόγω διάδικος πρέπει να θεωρηθεί δικονομικά απούσα και η παρούσα  υπόθεση πρέπει να συζητηθεί ερήμην της, σύμφωνα με τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63, 64, 65, 66, 67, 271 παρ.1-2 ΚΠολΔ, επέρχονται δε οι συνέπειες της διάταξης του άρθρου 271 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε αρχικά από το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 και έπειτα από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015 με έναρξη ισχύς από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, ήτοι οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας θεωρούνται ομολογημένοι, έναντι της ως άνω απολιπομένης διαδίκου, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται παραδεκτή και νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο.

Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 ΑΚ, με τη σύμβαση πώλησης ο πωλητής αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα και να παραδώσει τη νομή του πράγματος και αντίστοιχα ο αγοραστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα που συμφωνήθηκε. Οι συμβαλλόμενοι επί πωλήσεως είναι δυνατόν να συμφωνήσουν ότι το τίμημα θα πιστώνεται για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 516 και 522 ΑΚ, ορίζεται ότι, αν ο πωλητής δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του, ο αγοραστής έχει όσα δικαιώματα έχει ο δανειστής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις και ιδίως σε περίπτωση υπερημερίας ή υπαίτιας αδυναμίας του οφειλέτη. Αφότου παραδοθεί το πράγμα που πουλήθηκε, τον κίνδυνο για την τυχαία καταστροφή ή τη χειροτέρευσή του φέρει ο αγοραστής. Με την κατάρτιση της αμφοτεροβαρούς υποσχετικής συμβάσεως της πωλήσεως γεννώνται εκατέρωθεν πρωτογενείς, δηλαδή μη συναρτώμενες προς άλλη προϋφιστάμενη ενοχή, αξιώσεις και συγκεκριμένα, αφενός μεν του αγοραστή για τη μεταβίβαση της κυριότητας και την παράδοση του πωληθέντος πράγματος και αφετέρου του πωλητή για την καταβολή του συμφωνημένου τιμήματος. Η χρηματική αξίωση του πωλητή είναι αμέσως απαιτητή (ΑΠ 1121/2006 ΤΝΠ Νόμος), εκτός αν το τίμημα πιστωθεί και οριστεί προθεσμία για την καταβολή του (άρθρο 531 ΑΚ), οπότε καθίσταται αυτοδικαίως ληξιπρόθεσμο με μόνη την παρέλευση της συμφωνημένης προθεσμίας (άρθρο 341 ΑΚ) και μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξή του και με αναγκαστική εκτέλεση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 904επ.ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι η αξίωση του πωλητή θα εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο (ΑΠ 305/2004 ΕλλΔνη 2004.433). Αν ο αγοραστής δεν εκπληρώσει τη συμβατική του υποχρέωση προς καταβολή του τιμήματος, ο πωλητής έχει όσα δικαιώματα έχει ο δανειστής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη, δεδομένου ότι λόγω της φύσης της οφειλής του αγοραστή ως χρηματικής δεν νοείται αδυναμία παροχής του τιμήματος (βλ σχετ. Απ.Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, τόμος I, 2004, σελ.62, αριθ.19-20, Γ. Ταμπάκης σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, τόμος II, άρθρο 291, αριθ.6). Τα δικαιώματα αυτά προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 383 ΑΚ, που ορίζει ότι αν ο ένας από τους συμβαλλομένους βρίσκεται σε υπερημερία ως προς την παροχή που οφείλει, έχει δικαίωμα ο άλλος να του τάξει εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση δηλώνοντας συνάμα ότι μετά την πάροδό της αποκρούει την παροχή. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, ο τελευταίος έχει δικαίωμα ή να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, όχι όμως να απαιτήσει την παροχή, κατά δε το άρθρο 385 ΑΚ δεν απαιτείται να ταχθεί προθεσμία στον υπερήμερο οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής αν από την όλη στάση του προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο ή αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης. Αν οι όροι αυτοί (θέση προθεσμίας προς εκπλήρωση και δήλωση περί αποκρούσεως της παροχής μετά την άπρακτη παρέλευσή της) δεν συντρέξουν, ο πωλητής δικαιούται, κατ’ εφαρμογή των γενικών περί καθυστερήσεως της παροχής διατάξεων του ΑΚ και ειδικότερα των άρθρων 340επ., να ζητήσει από τον υπερήμερο αγοραστή την εκτέλεση της συμβάσεως, δηλαδή την καταβολή του οφειλόμενου τιμήματος και, εκτός από αυτή, αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την καθυστέρηση (άρθρο 343 παρ.1 ΑΚ). Επειδή δε, η παροχή του τιμήματος συνιστά χρηματική οφειλή, οι συνέπειες της υπερημερίας του αγοραστή ρυθμίζονται ειδικώς στη διάταξη του άρθρου 345 ΑΚ (ΑΠ 1801/2014 ΕΕμπΔ 2015.361), κατά την οποία ως αποζημίωσή του για την καθυστέρηση της καταβολής του τιμήματος ο δανειστής δικαιούται καταρχήν μόνον τον τόκο υπερημερίας, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή την έκταση της πραγματικής του ζημίας, την οποία και δεν χρειάζεται να αποδείξει (ΑΠ 653/2011 ΝοΒ 2011.2121), προσθέτως δε και κάθε άλλη περαιτέρω θετική ζημία, από την επελθούσα μείωση της περιουσίας του (ΑΠ 344/2014 ΧρΙΔ 2014.499), εφόσον όμως, αντιθέτως, τη ζημία αυτή την αποδείξει. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 292 παρ.1 ΑΚ, που, ορίζοντας ότι επί υπερημερίας του οφειλέτη χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα, που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή, ισχύει ό,τι και επί μη έγκαιρης εκπλήρωσης κάθε χρηματικής οφειλής, παραπέμπει ουσιαστικά στο άρθρο 345 ΑΚ. Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι ο δανειστής πιστωθέντος τιμήματος, που οφείλεται από διεπόμενη από το ελληνικό δίκαιο σύμβαση πωλήσεως, συνομολογήθηκε (in obligatione) σε αλλοδαπό νόμισμα και έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο, δικαιούται κατ’ επιλογή του (ΕφΑθ 4861/2006 ΕπισκΕΔ 2006.841, ΕφΝαυπλ 121/1998 ΕλλΔνη 1998.1408) είτε να εμμείνει στη σύμβαση και να απαιτήσει από τον υπερήμερο αγοραστή την πρωτογενή συμβατική χρηματική παροχή, δηλαδή το συμφωνηθέν τίμημα είτε, υπό τους όρους του άρθρου 383 ΑΚ, να αποκρούσει την παροχή αυτή και να αξιώσει αποζημίωση για μη εκπλήρωση της συμβάσεως. Εάν επιλέξει τη δευτερογενή παροχή (αποζημίωση), ο οφειλέτης θα την παράσχει και πάλι σε χρήμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 297 εδ.α’ ΑΚ, η οποία ως τέτοιο νοεί το χρήμα με τη στενή του έννοια, δηλαδή το επίσημο ελληνικό νόμισμα, που αποτελεί το υποχρεωτικό μέσο εξόφλησης των χρηματικών οφειλών στην ημεδαπή κατ’ άρθρο 4 του Α.Ν.362/1945 «Περί νομισματικής διαρρυθμίσεως» (ΦΕΚ Α’ 138/4.6.1945), συγκεκριμένα δε, μετά την ισχύ του Ν.2842/2000 «Λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των Κανονισμών (ΕΚ) 1103/1997, 974/1998 και 2866/1998 του Συμβουλίου, ως ισχύουν σχετικά με την εισαγωγή του ευρώ από 1-1-2002» (ΦΕΚ Α’ 207/27.9.2000), το ευρώ. Η ίδια διάταξη εφαρμόζεται επί πάσης αξιώσεως προς αποζημίωση που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο είτε αυτή απορρέει από αθέτηση συμβάσεως είτε από αδικοπραξία είτε από τον νόμο (ΑΠ 686/2015 σε www.areiospagos.gr, ΑΠ 536/2004 ΕλλΔνη 2006.480) και έχει την έννοια ότι η ζημία αποτιμάται και εκφράζεται εξ αρχής, δηλαδή κατά το χρόνο επελεύσεώς της, σε χρήμα, η δε σχετική αποζημιωτική ενοχή έχει από τη γέννησή της ως περιεχόμενο την οφειλή-παροχή χρηματικής ποσότητας εθνικού νομίσματος (ΑΠ 124/2014 ΧρΙΔ 2014.422). Επομένως, σε περίπτωση ζημίας από απώλεια ξένου νομίσματος για τον υπολογισμό της ζημίας και για τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης, θα ληφθεί υπόψη η αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά τον χρόνο επελεύσεως της ζημίας, δηλαδή κατά τον χρόνο της απώλειας. Δηλαδή θα αναχθεί η ποσότητα αλλοδαπών νομισμάτων που απωλέστηκε σε ευρώ με βάση την ισοτιμία του χρόνου της απώλειας (ΑΠ 1203/2010 ΕλλΔνη 2011.804, ΑΠ 1379/2004 ΤΝΠ Νόμος). Διαφορετική εκδοχή, ότι δηλαδή θα ληφθεί υπόψη η ισοτιμία κατά την ημέρα της καταψήφισης ή της εξόφλησης, είναι ασυμβίβαστη με τον εξαρχής καθορισμό της ζημίας στο εθνικό νόμισμα και, επιπλέον, θα κατέληγε στο άτοπο να τελούν υπό τιμαριθμική ρήτρα ξένου νομίσματος οι οφειλές αποζημίωσης από τη μη εκπλήρωση ή τη μη προσήκουσα εκτέλεση της συμβάσεως, όταν ο δικαιούχος είναι αλλοδαπός ή κατοικεί στην αλλοδαπή ή συνέβη στην αλλοδαπή η απώλεια των χρημάτων, ενώ τέτοια ειδική μεταχείριση, εξ αιτίας των συγκυριακών αυτών περιστάσεων, δεν δικαιολογείται (ΤρΕφΠειρ 390/2014 & 6/2013 & 88/2013 & 383/2013 όλες σε ΤΝΠ Νόμος, βλ. ΟλΑΠ 14/1997 ΕλλΔνη 1997.1036 ΟλΑΠ 15/1996 ΕλλΔνη 1996.25, ΟλΑΠ 9/1995 ΕλλΔνη 1995.1520). Άλλως, όμως, έχει το πράγμα όταν ο πωλητής επιλέξει να αξιώσει την πρωτογενή παροχή, δηλαδή το καθυστερούμενο τίμημα, το οποίο έχει συνομολογηθεί (in obligatione) σε αυτούσιο αλλοδαπό νόμισμα. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ.1 του Ν.5422/1932, οι οποίες καθιερώνουν η μεν πρώτη ευχέρεια και η δεύτερη, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 20 ΕισΝΑΚ, υποχρέωση του οφειλέτη για εξόφληση (in solutione) χρηματικών οφειλών σε αλλοδαπό νόμισμα βάσει της αντιστοιχίας του με το εθνικό νόμισμα κατά τον χρόνο της πραγματικής πληρωμής, η οποία μπορεί να είναι είτε εκούσια, κατά το ληξιπρόθεσμο της χρηματικής απαιτήσεως, οπότε η ενοχή αποσβήνεται ομαλώς είτε εξαναγκασμένη, όταν η ενοχή έχει εξελιχθεί ανώμαλα και η οφειλή εξοφλείται στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, διά της πραγματικής πληρωμής, οπότε κρίσιμη είναι η (άγνωστη κατά τον χρόνο εγέρσεως της σχετικής αγωγής) ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά τον χρόνο της κατασχέσεως και όχι καθ’ οιονδήποτε άλλο χρόνο, όπως τον χρόνο έκδοσης των τιμολογίων, από τα οποία αποδεικνύεται το συνομολογημένο τίμημα (ΜΕφΠειρ 863/2014 ΤΝΠ Νόμος) ή τον χρόνο του ληξιπροθέσμου της οφειλής (ΤρΕφΠειρ 35/2014 ΤΝΠ Nόμος), ο οποίος, όταν το τίμημα έχει πιστωθεί, έπεται της εκδόσεως των τιμολογίων και έχει ήδη κατά τον χρόνο έναρξης της αναγκαστικής εκτελέσεως παρέλθει άπρακτος. Έτσι οι ανωτέρω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ με την συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξοφλήσεως, η οποία δεν συμπίπτει με το χρόνο λήξεως του χρέους αλλά, σε περίπτωση επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης, με τον χρόνο της κατάσχεσης (βλ. Γεώργιο Ταμπάκη, ΕρμΑΚ Γεωργιάδη– Σταθόπουλου, άρθρο 291, αριθ.12). Οι διατάξεις αυτές προϋποθέτουν έγκυρη συμβατική οφειλή σε ξένο νόμισμα (ΑΠ 1884/2013 ΕΕμπΔ 2014.698, ΑΠ 678/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1614/2006 ΝοΒ 2007.848, ΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝΔ 2012.302, ΕφΠειρ 145/2011 ΠειρΝομ 2011.194, ΕφΠειρ 287/2011 ΕΝΔ 2011.401, ΕφΠειρ 153/2011 ΤΝΠ Νόμος, 548/2010 ΕΝΔ 2011.28, ΕφΠειρ 546/2010 ΕΝΔ 2010.397, ΕφΠειρ 966/2007 ΔΕΕ 2008.341), εφαρμόζονται δε και στις (πρωτογενείς) αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στον νόμο (ΣτΕ 1351/2015 & 2423/2015 & 4030/2015 & 4401/2015 όλες σε ΤΝΠ Nόμος), όπως συμβαίνει και με την αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στην περίπτωση που η υποχρέωση του λήπτη της ωφέλειας συνιστά οφειλή σε ξένο νόμισμα (ΑΠ 698/2006 ΝοΒ 2007.2061), όχι, όμως, στις αποζημιωτικές από ενδοσυμβατική ευθύνη αξιώσεις, αφού επ’ αυτών ισχύει η διάταξη του άρθρου 297 ΑΚ κατά τα προαναφερθέντα (βλ. Ηλ.Κρίσπη, Η χρηματική οφειλή κατά το ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, 1964, παρ.20, σελ.182, αντιθ. όμως, οι ΕφΠειρ 481/2014 και 432/2014 σε ΕλλΔνη 2015.770 και ΤΝΠ Νόμος, αντίστοιχα). Σημειωτέον ότι, η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ περιέχει λανθάνοντα κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που ορίζει ότι το είδος του νομίσματος πληρωμής διέπεται από το δίκαιο του τόπου εκπληρώσεως της χρηματικής οφειλής (βλ. Σπ.Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ.213επ., Β.Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 291, αριθ.1, ΕφΠειρ 541/2016 ΔΕΕ 2017.401) σύμβαση με διαδοχικές παροχές υπάρχει, όταν ο ένας συμβαλλόμενος υποχρεούται να παράσχει για ορισμένο χρόνο στον άλλο μία ποσότητα πραγμάτων παραδοτέα τμηματικά κατά διαστήματα, ο δε άλλος υποχρεούται να παραλάβει την ποσότητα καταβάλλοντος για κάθε τμήμα της χωριστό αντάλλαγμα. Βασικά γνωρίσματα της σύμβασης αυτής είναι αφενός μεν η ύπαρξη ενιαίας ενοχικής σχέσεως, με την οποία αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται σε διαδοχική τμηματική εκτέλεση, αφετέρου δε η αυτοτέλεια και ανεξαρτησία κάθε τμηματικής παροχής (ΕφΑθ 6655/1997 Αρμ 1998.1474).                 ΙΙ. Συνήθης μορφή ναυτιλιακής επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι και εκείνη που ο επιχειρηματίας, μη θέλοντας να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά σπουδαίως και όχι εικονικώς μία ή περισσότερες εταιρείες στην ημεδαπή ή αλλοδαπή, για την εκμετάλλευση των πλοίων για δικό τους λογαριασμό, είτε άμεσα είτε με την ανάθεση της διαχειρίσεως των πλοίων τους σε άλλη εταιρεία που προϋπάρχει ή ιδρύεται για τον λόγο αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά κατά κανόνα και της διαχειρίστριας εταιρείας, διατηρεί το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που συμμετέχει συνήθως στη διοίκησή τους και το οποίο έτσι κερδοσκοπεί έμμεσα, ως αποκλειστικός μέτοχος, με την απόληψη κερδών και την οικονομική ανάπτυξη της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο επιχειρηματία, που έχοντας συνάμα και την ιδιότητα του αποκλειστικού μετόχου, ελέγχει ή διοικεί την πλοιοκτήτρια ή και τη διαχειρίστρια. Στην περίπτωση αυτή ό,τι ακριβώς δεν θέλει να έχει και δεν έχει ο εν λόγω επιχειρηματίας είναι η βούληση της εκμεταλλεύσεως του πλοίου (άμεσα) για λογαριασμό του (ΑΠ 689/2013 ΕΝαυτΔ 2013.183). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου συνάγεται ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Ο εφοπλιστής, δηλαδή, ευθύνεται μόνο για τις δικαιοπραξίες του ιδίου ή του πληρεξουσίου του και του πλοιάρχου, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, όπως και για τις αδικοπραξίες των προστηθέντων του πλοιάρχου και πληρώματος κατ’ άρθρο 84 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 408/2008 ΕΝΔ 2009.19, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.388, βλ. Κ.Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1975,σελ.165, Δ.Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1982, σελ.292, Γεωργακόπουλου Λ., Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.2006, παρ.19), αλλά όχι παραλλήλως με τον πλοιοκτήτη, αφού δεν είναι κατά νόμο δυνατή (νοητή) η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια παράλληλη ευθύνη τους, καθότι η ανάληψη τέτοιων υποχρεώσεων από τον κύριο του πλοίου αντιστρατεύεται την ίδια την έννοια του εφοπλισμού (ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 408/2008 ό.π.). Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013.183). Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη (παθητική εις ολόκληρον ενοχή κατ’ άρθρο 481 ΑΚ) του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, εφόσον ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και παραρτημάτων του, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού, o oποίος είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (ΑΠ 776/2010 ΕΝΔ 2011.314, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.1436, ΕφΠειρ 479/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝαυτΔ 2012.269, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, βλ. και Ι.Ρόκα/Γ.Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2015, σελ.71, §135, όπου προκρίνεται ως ορθότερη η άποψη της πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου, από την οποία πηγάζει αξίωση in rem scriptae, που έχει ενοχική φύση). Συνέπεια των προδιαλαμβανομένων είναι ότι η παραπάνω ευθύνη του κυρίου του πλοίου θεμελιώνεται μόνο εφόσον αυτός εξακολουθεί να είναι κύριος του πλοίου κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της αγωγής, ενώ παύει να υπάρχει όταν κατά τον εν λόγω χρόνο έχει ήδη αποξενωθεί από την κυριότητα του πλοίου με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με τη συμβατική μεταβίβαση της κυριότητάς του, τον πλειστηριασμό του, την απώλειά του, λόγω ναυαγίου κ.λπ., οπότε δεν νομιμοποιείται πλέον παθητικά, αφού έκτοτε παύει τούτο να είναι υπέγγυο (ΑΠ 271/1998 ΕΝΔ 1998.279, ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 1992.70, ΑΠ 591/1988 ΕλλΔνη 1989/30.84, ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος,ΕφΠειρ 228/2013 ΕΝΔ 2014.46, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΠειρ 736/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004.926, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 1394/1997 ΕΝΔ 1997.89, ΕφΠειρ 1177/1997 ΕΝΔ 1997.85, ΕφΠειρ 184/1997 ΕΝΔ 1997.58, ΕφΠειρ 54/1996 ΕΝΔ 1997.31,ΠολΠρΠειρ 395/1992 ΕΕμπΔ 1992.469). Συνακόλουθα δε, είναι δυνατή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 74 αριθ.1 εδ.β΄ ΚΠολΔ, η με τη μορφή της παθητικής ομοδικίας εναγωγή του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου για την επιδίκαση απαίτησης που προήλθε από τον εφοπλισμό του πλοίου, στο πλαίσιο θεμελίωσης νόθου παθητικής εις ολόκληρον ενοχής και προκειμένου να υπάρξει εκτελεστός τίτλος επί του πλοίου (ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.390, ΕφΠειρ 1270/1997 ΕΝΔ 1997.438, ΕφΠειρ 72/1993 ΕΝΔ 1995.43, ΕφΠειρ 293/1990 ΕΝΔ 1990.199, ΜονΠρΠειρ 4068/2013 ΕΝΔ 2013.193). Εξάλλου, για να έχουν εφαρμογή όσα παραπάνω εκτίθενται αναφορικά με την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό του απαιτήσεις, όταν η εισαγόμενη στο δικαστήριο υπόθεση περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας, θα πρέπει κατ’ επιταγή συγκεκριμένου κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου να είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο. Για εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 106 εδ.β΄ ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει λόγος, αφού αυτή δεν αποτελεί στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνα άμεσης εφαρμογής, ενόψει του ότι δεν υπάρχει στο πλαίσιο αυτό κανένα συμφέρον ή κάποιος άλλος λόγος που να δικαιολογεί έναν τέτοιο χαρακτήρα. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει ειδικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που να ρυθμίζει το θέμα. Ενόψει των ανωτέρω και σε σχέση με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις αξιώσεις τρίτων που απορρέουν από τον εφοπλισμό του ή την εκμετάλλευση αυτού στα πλαίσια χρονοναυλώσεως από τρίτους θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Η ευθύνη αυτή αποτελεί, στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εξωσυμβατική ενοχή και ειδικότερα ενοχή της οποίας το στήριγμα αναζητείται ευθέως στον νόμο. Ο πραγματοπαγής χαρακτήρας που της δίδεται, δηλαδή ευθύνη του κυρίου του πλοίου με το συγκεκριμένο αυτό περιουσιακό στοιχείο, δεν αναιρεί καθόλου τον ενοχικό χαρακτήρα της υποχρεώσεως αυτής (ΑΠ 669/1989 ΝοΒ 38.994 και σημείωση κάτω από αυτή Φ.Δωρή). Ο κύριος του πλοίου έχει δική του αυτοτελή ενοχή της οποίας απλώς το περιεχόμενο προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της συμβατικής απαιτήσεως. Συνακόλουθα, για την προαναφερθείσα υποχρέωση του κυρίου, το εφαρμοστέο δίκαιο πρέπει να εξευρίσκεται και στην περίπτωση της εν λόγω εξωσυμβατικής ενοχής, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδαφ.β΄ ΑΚ και του άρθρου 4 §4 του Κανονισμού (ΕΚ) με αριθμό 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), με έναρξη εφαρμογής τη 17η.12.2009, που αντικατέστησε την Κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 (Ν.1792/1988), δηλαδή να εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέεται στενότερα, για τον ίδιο λόγο που αυτό συμβαίνει και στις ενοχές από σύμβαση, όταν αδρανήσει η βούληση των μερών. Τέτοιες δε ειδικές συνθήκες αποτελούν η σημαία του πλοίου, η έδρα των εμπλεκόμενων μερών, ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών, αλλά και η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή, περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης Πολιτείας (ΑΠ 384/2005 ΕΕμπΔ 2005.375). Το δίκαιο αυτό είναι επίσης εφαρμοστέο και προκειμένου να κριθεί αν το πλοίο είναι υπέγγυο για τα χρέη που συνήψε προς τρίτο ο εφοπλιστής ή ο εξομοιούμενος προς τον εφοπλιστή ναυλωτής (ΜονΠρΠειρ 4068/2013 ΕΝΔ 2013.193). Από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 περ.στ’ του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος εφαρμόζεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης -πλην της Δανίας- στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17-12-2009 (άρθρο 28) και έχει οικουμενικό χαρακτήρα, με βάση τη διάταξη του άρθρου 2, με την έννοια ότι μπορεί να οδηγήσει και στην εφαρμογή του δικαίου ενός κράτους που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνάγεται ότι από το πεδίο εφαρμογής του αποκλείονται τα ζητήματα που ανάγονται στο δίκαιο των εταιρειών -μεταξύ των οποίων- και το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης των εταίρων και των οργάνων τους για τις υποχρεώσεις της εταιρείας.                  ΙΙΙ. Από τον συνδυασμό των άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω ελλείψεως ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει, όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Ο εναγόμενος προτείνων, κατ’ ένσταση, προς απόρριψη της κατ’ αυτού αγωγής, στηριζομένης σε δικαιοπραξία, που φέρεται ότι έχει συναφθεί στο δικό του όνομα, ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, ο ίδιος φέρει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιοπρακτική του δήλωση έγινε ρητώς στο όνομα άλλου, είτε τουλάχιστον ότι η ενέργειά του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενό του περιστάσεις (ΑΠ 1422/2007 ΕλλΔνη 2009.103, ΑΠ 929/2004 ΕλλΔνη 46.1661). Εξάλλου, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχειρίσεως πλοίων άλλων. Ειδικότερα, έχουν εμφανιστεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και τη στελέχωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναυλώσεως, της εισπράξεως των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρείες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σχετικά το Baltic and International Maritime Council (BIMCO) δημοσίευσε το έτος 1988 ειδικό τύπο συμβάσεως για τη διαχείριση πλοίων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, τον διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει τη συναίνεσή του όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξή τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση που συνδέει τον διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπός του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, τον διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Εφόσον, συνεπώς, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έτσι, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικά με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπός του (ΕφΠειρ 497/2013 ΕΝαυτΔ 2013.110, ΕφΠειρ 77/2008 ΕΝαυτΔ 2008.211, ΕφΠειρ 574/2004 ΕΕμπΔ 2005.373, ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕΔ 2004.931), έχει δε προσωπική ευθύνη μόνο όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114, ΕφΠειρ 5/2012 ΕΝαυτΔ 2013.12, όπου και παρατηρήσεις Σ.Κουμάνη, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝαυτΔ 2011.39, όπου και παρατηρήσεις Α.Μπεχλιβάνη, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝαυτΔ 2009.13). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος, κατ’ άρθρο 105 §1 ΚΙΝΔ, εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομά του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από τον διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος ευθύνεται προς τους δανειστές του. Τα πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1.500 κόρους, νηολογούνται συνήθως στην Ελλάδα ως κεφάλαια εξωτερικού (άρθρο 1 του Ν.Δ.2687/1953) και ανήκουν τις πιο πολλές φορές σε αλλοδαπές εταιρείες, δηλαδή εταιρείες που έχουν συσταθεί με βάση το δίκαιο αλλοδαπής Πολιτείας και έχουν, σύμφωνα με το καταστατικό τους, την έδρα τους σε αυτήν (άρθρο 1 του Ν.791/1978). Τη διαχείριση και αντιπροσώπευση των πλοίων των εταιρειών αυτών συνήθως έχει αλλοδαπή εταιρία, που έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.27/1975 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28 του Ν.814/1978) ή των Α.Ν.89/1967 και 378/1968 (ΕφΠειρ 269/2016 ΔΕΕ 2016.1536, ΕφΠειρ 77/2008 ΕΝΔ 2008.211, βλ. Αντάπαση, Εκμετάλλευση του πλοίου από τον τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, Εισήγηση στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου με θέμα «Η προστασία των ναυτικών δανειστών», έκδ.Δ.Σ.Πειραιά, σελ.437επ.). Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προσλαμβάνει τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, διαθέτει τα αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για τον έλεγχο του πλοίου και τη διατήρησή του σε κατάσταση αξιοπλοïας, μεριμνά για την επιθεώρησή του και την εκτέλεση των απαραίτητων επισκευών, συνάπτει συμβάσεις εφοδιασμού του με καύσιμα, τρόφιμα, ανταλλακτικά, λιπαντικά και άλλα αναγκαία υλικά. Η ανάγκη συντονισμού της διαχείρισης και περιορισμού των εξόδων της ελληνικής πλοιοκτησίας επιδιώκεται να ικανοποιηθεί με την ανάθεση της διαχείρισης και εκπροσώπησης των πλοίων που ανήκουν σε εταιρείες ελεγχόμενες από τα ίδια φυσικά πρόσωπα, σε άλλη ιδρυόμενη για τον σκοπό αυτό από τα εν λόγω πρόσωπα. Η ενοχική σχέση που συνδέει τον διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Η κατά τα ανωτέρω ανάθεση της διαχείρισης δεν αποτελεί ενέργεια παράνομη ή αθέμιτη ούτε προσδίδει την ιδιότητα του εκμεταλλευόμενου το πλοίο στη διαχειρίστρια εταιρεία ή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει κατά κύριο λόγο αυτή και την πλοιοκτήτρια εταιρεία. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, ως άμεσος αντιπρόσωπός του (ΑΠ 689/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 497/2013 ΕΝΔ 2013.110, ΕφΠειρ 77/2008 ό.π., ΕφΠειρ 574/2004 ΕΕμπΔ 2005.373). Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον, συνεπώς, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έχει δε προσωπική ευθύνη μόνο όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 689/2013ό.π., ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114, ΕφΠειρ 548/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 5/2012 ΕΝΔ 2013.12, με παρατηρήσεις Σ.Κουμάνη, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2011.39, με παρατηρήσεις Α.Μπεχλιβάνη, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004.931). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος, κατ’ άρθρο 105 §1 ΚΙΝΔ, εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομά του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Ο διαχειριστής διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εκμετάλλευση του πλοίου, δεν έχει όμως τη βούληση να ασκήσει και δεν ασκεί εκμετάλλευση για δικό του λογαριασμό. Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από τον διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή, αυτός επωμίζεται τους οικονομικούς κινδύνους, απολαμβάνει τα κέρδη και ευθύνεται προς τους δανειστές του. Αυτοί δύνανται να στραφούν κατά του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή και να αξιώσουν την εκτέλεση της σύμβασης ή την καταβολή αποζημίωσης για τη μη εκτέλεσή της, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν από τον διαχειριστή την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους (ΕφΠειρ 832/2008 ό.π.).                  ΙV. Σύμφωνα με το άρθρο 10 ΑΚ η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα διέπονται ως προς τη νομική προσωπικότητά τους από το δίκαιο της χώρας, όπου ασκείται η κεντρική διοίκηση αυτών και εκπορεύονται οι αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική πολιτική της επιχείρησης (πραγματική έδρα). Τα επιμέρους ζητήματα που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως «έδρα» νοείται στη διάταξη αυτή όχι η καταστατική, αλλά η πραγματική, δηλαδή ο τόπος στον οποίο είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, με άλλα λόγια ο τόπος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις (ΕφΠειρ 269/2016 ό.π.). Αλλοδαπές εταιρείες που έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί σύμφωνα προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρείες του αντίστοιχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες «εν τοις πράγμασι» και οι εταίροι αυτών ευθύνονται απεριόριστα και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, σύμφωνα με τα άρθρα 249 παρ.1 και 258 παρ.3 του Ν.4072/2012 (ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30, ΠολΠρΠειρ 2751/2015 ΤΝΠ Νόμος). Τα ανωτέρω δεν ισχύουν προκειμένου περί: α) εταιρειών των Η.Π.Α. συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24 παρ.3 εδ.2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και ΗΠΑ, κυρωθείσης δια του άρθρου μόνου του Ν.2893/1954), β) εταιρειών συσταθεισών συμφώνως προς τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ε.Ε., εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα αυτών (άρθρα 52 και 58 και εν συνεχεία, μετά την αναρίθμηση που έγινε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, 43 και 48 ΣυνθΕΚ – βλ. σχετ. αποφ.Centros, 9.3.1999, C-212/97 ΔΕΕ 1999.610 και Überseering BV, 5.11.2002, C-208/00), γ) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εξαιρουμένων των εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών μόνο σκαφών αναψυχής, δ) ναυτιλιακών εταιρειών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης στο ΦΕΚ, ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτήν ως άνω (υπό στοιχείο γ΄) εξαίρεση, και ε) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ξένη σημαία ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει όμοιας ως άνω (υπό στοιχείο δ΄) αδείας, ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την ιδία εξαίρεση (άρθρα 1 του Ν.791/1978 και 25 του Ν.27/1975, ως αντικ. δια του άρθρου 4 του Ν.2234/1994, 11Δ του Ν.3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διεύθυνσης των εταιρικών υποθέσεων (ΟλΑΠ 2/2003, ΟλΑΠ 2/1999, ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008, ΕφΠειρ 269/2016, ΕφΠειρ 149/2015, ΕφΠειρ 701/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 586/2012 ΔΕΕ 2013.145, ΕφΠειρ 40/2010 ΔΕΕ 2011.314). Όταν πρόκειται για τέτοια περίπτωση αλλοδαπής ναυτιλιακή εταιρεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητάς της.                  V. Οι ισχύουσες αρχές του εμπορικού δικαίου για την άσκηση εμπορίας μέσω παρένθετου προσώπου δεν προσήκουν στην περίπτωση, κατά την οποία ο παρένθετος είναι μία εταιρία του εμπορικού δικαίου, διότι έτσι επέρχεται κατάλυση της νομικής προσωπικότητας. Τέτοια κατάλυση μπορεί να επέλθει για συγκεκριμένους από τον νόμο προβλεπόμενους λόγους, ήτοι της συστάσεως του νομικού προσώπου όχι σπουδαίως, αλλά εικονικώς ή της άρσεως της αυτοτέλειας αυτού, λόγω καταχρηστικότητας (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2012.39, ΕφΠειρ 565/2011 ΕΝΔ 2011.378, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13). Στην πρώτη περίπτωση οι υποχρεώσεις από συγκεκριμένη συναλλαγή ή από καθορισμένο πλαίσιο συναλλακτικών σχέσεων μεταφέρονται (μετακυλίονται) στο φυσικό πρόσωπο, το οποίο και μόνο υπέχει ευθύνη (ΕφΠειρ 217/2007 ΕΝΔ 35.57), ενώ εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της δεύτερης περίπτωσης ευθύνονται εις ολόκληρον το νομικό πρόσωπο με τον εταίρο ή τους εταίρους ή τους μετόχους που ενεργούν καταχρηστικά (ΟλΑΠ 2/2013 ΠειρΝομ 1/2013.48). Ο βασικός αυτός κανόνας υποχωρεί μόνο όταν, μετά από γενικότερη και συνεχή στάθμιση συμφερόντων και σκοπιμοτήτων (οικονομικών και κοινωνικών), επιβάλλεται μία άλλη νομική επιλογή (βλ. Αθ.Λιακόπουλο,Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, 1988, σελ.11επ., Λ.Γεωργακόπουλο, Το δίκαιο των εταιριών, Ι, σελ.41). Περαιτέρω, στην ελληνική ναυτιλία αποτελεί συνηθισμένη επιχειρηματική δραστηριότητα εκείνη που ο επιχειρηματίας, μη θέλοντας να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά σπουδαίως και όχι εικονικώς μία ή περισσότερες εταιρείες στην ημεδαπή ή αλλοδαπή, για την εκμετάλλευση των πλοίων για δικό τους λογαριασμό είτε άμεσα είτε με την ανάθεση της διαχειρίσεως των πλοίων τους σε άλλη εταιρεία που προϋπάρχει ή ιδρύεται για τον λόγο αυτό και ενεργεί για λογαριασμό της. Τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά κατά κανόνα και της διαχειρίστριας εταιρείας, διατηρεί το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που συμμετέχει συνήθως στη διοίκησή τους και το οποίο έτσι κερδοσκοπεί έμμεσα, ως αποκλειστικός μέτοχος, με την απόληψη κερδών και την οικονομική ανάπτυξη της πλοιοκτήτριας εταιρείας (ΟλΑΠ 2/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 905/2010 ΔΕΕ 2010.1056). Η τελευταία αποτελεί αυτοτελή φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ΕφΠειρ 940/2003 ΤΝΠ Νόμος), αφού διατηρεί νομική προσωπικότητα χωριστή των εταίρων ή μετόχων της, από την οποία απορρέει η περιουσιακή της αυτοτέλεια αλλά και η συνακόλουθη αποκλειστική και χωριστή από εκείνη των μελών της ευθύνη της για την αποπληρωμή των χρεών που δημιουργούνται από την εμπορική της δραστηριότητα διά της δικής της περιουσίας, η οποία και μόνον είναι υπέγγυα στους δανειστές της. Η χωριστή προσωπικότητα και η περιουσιακή αυτοτέλεια αποτελεί δημιούργημα του δικαίου και απονέμεται στα νομικά πρόσωπα, επειδή εξυπηρετεί οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ’ αυτήν. Σύμφωνα με την αρχή του χωρισμού, που ακολουθείται στο ελληνικό δίκαιο, κάθε νομικό πρόσωπο είναι φορέας μόνο των δικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ο αυστηρός διαχωρισμός νομικού προσώπου και μελών έχει ως συνέπεια την περιουσιακή αυτοτέλεια αυτού, αλλά και άλλες νομικές συνέπειες, όπως χωριστή ικανότητα δικαίου του νομικού προσώπου (άρθρο 62 ΑΚ) και χωριστή ικανότητα για δικαιοπραξία και αδικοπραξία (άρθρα 70 και 71 ΑΚ). Το νομικό πρόσωπο της εταιρείας αποτελεί ένα τεχνητό δημιούργημα του νομοθέτη με το οποίο η ισχύουσα έννομη τάξη προσδίδει προσωπικότητα σε ένα υπάρχον κοινωνικό μόρφωμα ή μια κοινωνική πραγματικότητα, τα οποία, ιδίως μέσω της σύμπραξης και της συνεργασίας των εταίρων, που αναπτύσσονται στη βάση συγκεκριμένης έννομης τάξης, αποτελούν αυτόνομη και πρωτογενή πηγή παραγωγής κοινωνικού πλούτου. Στην ένωση προσώπων το δίκαιο εξασφαλίζει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στον χρόνο οντότητα, ενώ διακρίνει απολύτως αυτήν από τα πρόσωπα που την αποτελούν. Μεταξύ των βασικών συνεπειών της νομικής προσωπικότητας είναι η ικανότητα δικαίου την οποία αποκτά το νομικό πρόσωπο, η ικανότητα δηλαδή να είναι αυτό, φορέας περιουσίας χωρισμένης από τις περιουσίες των μελών του, από την οποία απορρέει περαιτέρω και η ικανότητα ευθύνης, και δη αποκλειστικής, που σημαίνει διακριτής από την ευθύνη των μελών του νομικού προσώπου, με πρακτική συνέπεια να είναι υπέγγυα στους εταιρικούς δανειστές μόνο η περιουσία του νομικού προσώπου και όχι η περιουσία των μελών του. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του νομικού προσώπου ή αδυναμίας του ως προς την ικανοποίηση των περιουσιακών αξιώσεων των δανειστών του, οι σκοποί της χωριστής νομικής προσωπικότητας καταρχήν δεν αναιρούνται. Έτσι, η νομική προσωπικότητα δεν κάμπτεται, προκειμένου να ανακύψει ευθύνη και του φυσικού προσώπου, του οποίου τα επιχειρηματικά συμφέροντα το νομικό πρόσωπο εξυπηρετεί, από μόνο τον λόγο ότι το φυσικό πρόσωπο επέλεξε τον τύπο μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας, προκειμένου να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας που ασκεί μέσω αυτής, αφού η επιλογή του δεν είναι αθέμιτη, ώστε να δικαιολογείται η μεταφορά στον επιχειρηματία της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, δεδομένου ότι κάθε τύπος κεφαλαιουχικής εταιρείας θεσμοθετήθηκε γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, προκειμένου δηλαδή να εξυπηρετούνται οι άνω οικονομικές ανάγκες των φυσικών προσώπων (ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013.694, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657). Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο επιχειρηματία, που έχοντας συνάμα και την ιδιότητα του αποκλειστικού μετόχου, ελέγχει ή διοικεί την πλοιοκτήτρια ή και τη διαχειρίστρια, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του. Στην περίπτωση αυτή ό,τι ακριβώς δεν θέλει να έχει και δεν έχει ο εν λόγω επιχειρηματίας είναι η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου (άμεσα) για λογαριασμό του (ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013.183). Αντίθετα, θα είναι και εφοπλιστής, κατά την έννοια του άρθρου 105 του ΚΙΝΔ, αν αποδειχθεί ότι οι παραπάνω εταιρείες είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται κυρίως για λογαριασμό του και ότι αυτός ασκεί συνεπώς στην πραγματικότητα για τον εαυτό του την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οπότε εκτός από την απολαβή των κερδών πρέπει να επωμίζεται ο ίδιος και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΟλΑΠ 2/2013 ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, το γεγονός ότι ένας επιχειρηματίας διοχετεύει την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε μια μία κεφαλαιουχική εταιρεία, ΑΕ (άρθρο 47α παρ.2 του Ν.2190/1920) ή ΕΠΕ (άρθρο 43α του Ν.3190/1955) ή ναυτική εταιρεία (άρθρο 41 παρ.2 του Ν.959/1979), οι οποίες προσφέρουν σε αυτόν το πλεονέκτημα του περιορισμού του επιχειρηματικού κινδύνου μόνο στα κεφάλαια της εταιρείας, δεν δικαιολογεί την ταύτιση του επιχειρηματία αυτού με την εταιρεία και τη μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, δοθέντος ότι τα πλεονεκτήματα αυτά δόθηκαν στην περίπτωση της ναυτικής εταιρείας σκόπιμα, ώστε τα ελληνικά πλοία να προσέλθουν στην ελληνική σημαία. Και όταν ο επιχειρηματίας αξιοποιεί τους εταιρικούς αυτούς τύπους δεν ενεργεί αθέμιτα για να υποστεί ως κύρωση τη μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας (ΟλΑΠ 5/1996, ΟλΑΠ 17/1994, ΑΠ 149/2013 ΤΝΠ Νόμος). Διαφορετικά βέβαια έχει το ζήτημα αν αποδειχθεί ότι οι εταιρείες αυτές: 1) είναι εικονικές, 2) ή χρησιμοποιήθηκαν ως παρένθετο πρόσωπο, με την έννοια της κάλυψης υποκρυπτόμενου προσώπου και 3) ότι δεν έχουν αναπτύξει καθόλου συναλλακτική οργάνωση και δράση ή επιχειρηματική δραστηριότητα, ότι στην πραγματικότητα τη νομή του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση ασκεί ο ως άνω επιχειρηματίας για λογαριασμό του, πράγμα το οποίο συμβαίνει ιδίως, όταν συμβάλλεται στο δικό του όνομα και αναλαμβάνει προσωπικά και απεριόριστα τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Από τις πιο πάνω τρείς διακριτές περιπτώσεις, η συνδρομή μεμονωμένα της δεύτερης, δηλαδή η άσκηση εμπορίας αφανώς από φυσικό πρόσωπο δια παρένθετου νομικού προσώπου, χωρίς άλλο, δεν αποδοκιμάζεται ως εμπορική πρακτική από την έννομη τάξη και αφετηριάζει μόνο τις έννομες συνέπειες: 1) της απόκτησης της εμπορικής ιδιότητας και από το κρυπτόμενο αφενός φυσικό πρόσωπο πίσω από το νομικό πρόσωπο που ενεργεί εμφανώς τις εμπορικές πράξεις και 2) την εις ολόκληρο ενοχή τόσο του φαινόμενου νομικού προσώπου σαν εμπόρου, όσο και του κρυπτόμενου πίσω από αυτό φυσικού προσώπου, για τις δημιουργούμενες από τη δράση του φαινόμενου εμπόρου ενοχές, χωρίς η καθιερούμενη αυτή εις ολόκληρον ενοχή να αποτελεί “επέκταση-μετακύλιση” των εννόμων συνεπειών του φαινόμενου νομικού προσώπου στο πλαίσιο “της παραχώρησης της νομικής προσωπικότητας” ή “της άρσης-κάμψης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου” ή “της άρσης του πέπλου-νομικού ενδύματος του φαινόμενου νομικού προσώπου” που θεμελιώνεται μόνον όταν μεσολαβεί κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξής του νομικού προσώπου με τη συνδρομή των στοιχείων που παρατίθενται κατωτέρω. Η άρση, όμως, της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου προσωρινά και περιορισμένα δεν σημαίνει ταυτόχρονα και “κατάργηση” ή “άρση” της νομικής προσωπικότητας, με την έννοια ότι το εμφανές νομικό πρόσωπο ευθύνεται σε ολόκληρο με το κυρίαρχο μέλος-μέτοχο του φυσικού προσώπου, αφού παρά την προσωρινή άρση-κάμψη της αυτοτέλειάς του, το νομικό πρόσωπο παραμένει οφειλέτης και αντισυμβαλλόμενος. Για να υποστεί τις συνέπειες της άρσης ο επιχειρηματίας (φ.π.) πρέπει να συντρέχουν, να προτείνονται και να αποδεικνύονται συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία να μαρτυρούν ότι έγινε κακή χρήση των εταιρικών τύπων, ακριβέστερα ότι έγινε κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς τους, ειδικότερα στην περίπτωση κατά την οποία η επίκληση αυτής και του χωρισμού που αυτή συνεπάγεται, παρίσταται είτε ως κατάχρηση της εταιρικής σχέσης ως θεσμού άσκησης επαγγελματικής-επιχειρηματικής δράσης στο πεδίο της εφαρμογής του Συνταγματικού Δικαίου (άρθρα 5 παρ.1, 12 παρ.1, 3 και 25 παρ.1γ Συντάγματος) είτε ως κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρείας αποτελούν στην πραγματικότητα πράξεις του κυριάρχου μετόχου ή εταίρου της, οι οποίες σκοπίμως παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται προς την εταιρεία από την οποία αθεμίτως επιχειρούν να αποκοπούν. Ο κανόνας αυτός απορρέει από τη θεωρία της παραμέρισης της νομικής προσωπικότητας ή άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ή ακόμη της ταυτίσεως του νομικού προσώπου με τον υποκείμενο οργανισμό του. Η θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητας νομίμως συσταθέντος και λειτουργούντος νομικού προσώπου δεν δικαιολογείται μόνο από τη συγκέντρωση του συνόλου ή των περισσοτέρων μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης στο πρόσωπο ενός ή από τη συμμετοχή μόνο τούτου στα όργανα της εταιρείας και την εντεύθεν καθοριστική συμβολή του στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων, ακόμη και αν το ίδιο είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρίας και την ελέγχει έτσι τυπικά (ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 1996.1046, ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 1994.1263, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009.804, ΕφΑθ 4717/2004 ΔΕΕ 2004.1161), αφού το δίκαιο αναγνωρίζει διαφόρων τύπων μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (βλ. άρθρο 1§3 Κ.Ν.2190/1920, όπως αντικ. με το άρθρο 3 του Ν.3604/2007, 47α παρ.2 του Ν.2190/1920, πριν την αντικ. με το άρθρο 55 του Ν.3604/2007, 41 §2 του Ν.959/1979, 43α του Ν.3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του Π.Δ.279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική της αυτοτέλεια ως νομικό πρόσωπο έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της (ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013.964, ΕφΠειρ 111/2017 ΤΝΠ Νόμος). Δεν ενεργούν αθέμιτα οι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προσφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι’ αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων, που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 70 ΑΚ, υποχωρεί, όμως, όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Σε αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προβάλλει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας και η μετακύληση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως ή μετακύληση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ήτοι των συνεπειών της αφερεγγυότητας (ΑΚ 335, 343, 345, 382, 383), ιδιαίτερα όταν οι αντισυμβαλλόμενοι δανειστές οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ’ αυτούς κατάστασης, στην οποία δεν θα προέβαιναν αν γνώριζαν την πραγματικότητα και την πρόθεση καταστρατήγησης του κυρίαρχου μετόχου (ΟλΑΠ 2/2013, ΑΠ 689/2013, ΑΠ 149/2013, ΑΠ 330/2010, ΑΠ 5/2009, ΑΠ 11/2009 ΤΝΠ Νόμος). Η θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητας νομίμως συσταθείσας και λειτουργούσας εταιρείας δεν δικαιολογείται μόνο από την ταύτιση των συμφερόντων της προς τα αυτά του κυρίου μετόχου ή από τη συστηματική παροχή εγγυήσεων του προσώπου αυτού για λογαριασμό της εταιρείας ή τέλος από την εμφάνιση τούτου ως του ουσιαστικού φορέα της επιχείρησης με καθοριστική συμβολή στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων (ΑΠ 149/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 348/2005 ΠειρΝομ 2005.310), αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά τρόπο ασφαλώς θεμιτό (ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800) ούτε όταν το φυσικό πρόσωπο εμφανίζεται ως ουσιαστικός φορέας της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού τούτο είναι αλληλένδετο με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου. Η διατήρηση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του, έστω και αφερέγγυου, νομικού προσώπου δικαιολογείται στις περιπτώσεις αυτές, επειδή οι σκοποί για τους οποίους θεσπίστηκε εξακολουθούν να συμπορεύονται με τους σκοπούς της έννομης τάξης. Όταν, όμως, η επίκληση της χωριστής προσωπικότητας (και περιουσίας του) αντιτίθεται στις γενικές αρχές και στις αξιολογήσεις του δικαίου (ΕφΑθ 1702/2006 ΕΕμπΔ 2008.538) και υπερβαίνει τους κοινωνικούς σκοπούς, που ενόψει και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 παρ.1, 12 παρ.1, 3 και 25 παρ.1γ οφείλει κυρίως να υπηρετεί το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, το οποίο, αντιθέτως, χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, ανακύπτει περίπτωση απαγορευμένης κατάχρησης του εταιρικού θεσμού, η οποία ναι μεν δεν ρυθμίζεται ειδικά στον νόμο, υπάγεται όμως στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και οι συνέπειές της αντιμετωπίζονται σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΠ 330/2010 ΕπισκΕΔ 2010.761, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657). Η χρησιμοποίηση της εταιρείας για την εξυπηρέτηση διαφορετικών σκοπών, αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, συνιστά απαγορευμένη από τον νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Ενδεικτικά, κριτήρια τέτοιας κατάχρησης αποτελούν η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας σε αντίθεση με προηγούμενη συμπεριφορά του, η σύγχυση της νομικής και εταιρικής περιουσίας, η αποφυγή παροχής εγγυήσεων του κυρίου ή μοναδικού μετόχου υπέρ του νομικού προσώπου παρά την προηγούμενη αντίθετη πρακτική του. Αλλά και η ταύτιση των συμφερόντων νομικού και φυσικού προσώπου, η κυρίαρχη θέση του φυσικού προσώπου στην εταιρεία, την οποία επιβεβαιώνει ο ίδιος με αντίστοιχη δηλωτική συμπεριφορά του, όταν συντρέχουν και με τα προαναφερθέντα ειδικά αντικειμενικά και υποκειμενικά κριτήρια, θεμελιώνουν κατάχρηση του θεσμού της νομικής προσωπικότητας, εάν ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει τον νόμο και να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτους δανειστές του, με την αποφυγή εκπλήρωσης έναντι εκείνων των κατ’ ουσίαν ατομικών υποχρεώσεών του, ιδίως δε, όταν σκοπίμως παραλλάσσονται οι πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου, ώστε να εμφανιστούν ως πράξεις της αφερέγγυας εταιρείας και γίνεται επίκληση της χωριστής προσωπικότητας της για να αποφευχθεί η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών δυνατοτήτων (ΟλΑΠ 2/2013 ΕφΑΔ 2013.228,με παρατηρήσεις Κλ.Ρούσσου, με παρατηρήσεις Σ.Μανουσάκη=ΕΕμπΔ 2013.78, με σημείωμα Ν.Ελευθεριάδη=ΕπισκΕΔ 2013.573, με σημείωμα Κ.Παμπούκη). Ενδεικτικά κριτήρια καταχρήσεως είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1) και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του βασικού μετόχου ή εταίρου (ΑΠ 1910/2009 ΕΝΔ 2010.164, βλ. Αθ.Λιακόπουλο, ό.π, σελ.92, Λ.Γεωργακόπουλος, ό.π, σελ.550, Σπ.Μούζουλα, Η ευθύνη της μητρικής επιχειρήσεως για τις υποχρεώσεις της θυγατρικής της, ΕΕμπΔ 1991.404), αφού εξαιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες. Άλλα κριτήρια είναι το μέγεθος της οικονομικής συμμετοχής του εταίρου και η συνολική συμπεριφορά του φυσικού προσώπου, όταν δρα προς τα έξω, αγνοώντας την ύπαρξη της εταιρείας ή δηλώνοντας ατομικώς την εφοπλιστική ιδιότητα (ΕφΠειρ 1253/1988 ΕΝΔ 19.106) ή παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις για λογαριασμό της εταιρείας (ΕφΑθ 11452/1986 ΕΝΔ 15.243). Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος (ΟλΑΠ 2/2013 ΝοΒ 2013.363, ΑΠ 1910/2009 ΕφΑΔ 2010.913, με παρατηρήσεις Κ.Ρήγα, ΕφΑθ 4801/2009 ΕλλΔνη 2010.245, ΜονΕφΠειρ 598/2014 ΔΕΕ 2015.537, με παρατηρήσεις Μ.Βαρελά, ΜονΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43, ΕφΠειρ 1605/1988 ΕΝΔ 17.514, βλ. Β.Αθανασοπούλου, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας στις ναυτιλιακές εταιρίες, σε ΠειρΝομ 2005.389επ., I.Μάρκου, Η «άρση της αυτοτέλειας» του νομικού προσώπου ως πηγή ανασφάλειας δικαίου-Συμβολή στην ερμηνεία των διατάξεων περί εταιρικής ευθύνης, σε ΕΕμπΔ 2003.257επ., τον ίδιο, Η κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των κεφαλαιουχικών εταιρειών ως κατάχρηση της εταιρικής σχέσης, σε Αρμ 2003.601επ., Δ.Αυγητίδη, Η αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στις ναυτιλιακές εταιρίες, ΕπισκΕμπΔ 1999.75επ., Κ.Παμπούκη, Κάμψη της νομικής προσωπικότητας σε αλλοδαπή ανώνυμη εταιρία, ΕπισκΕμπΔ 2009.19επ., Α.Κιάντου-Παμπούκη, Η προστασία των δανειστών στις ναυτιλιακές εταιρίες με παραμέριση της νομικής προσωπικότητας, Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ.44επ., Κ.Αλεπάκο, Ο παραμερισμός (κάμψη) της νομικής προσωπικότητας της ΑΕ στη νομολογία, 1994, Αθ.Λιακόπουλο, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, 1993, Κ.Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των μονοβάπορων εταιριών, σε ΝοΒ 2014.5επ., τον ίδιο, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, 2008, I.Πιτσιρίκο, Άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ΑΕ και καταλογισμός ευθύνης του για υποχρεώσεις του κυρίου ή του μοναδικού μετόχου του, σε ΕΕμπΔ 2007.482επ., Ν.Ελευθεριάδη, Η προστασία των δανειστών κεφαλαιουχικής εταιρίας ως πρόβλημα ευθύνης των εταίρων, 2012, Ε.Περάκη, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας και η νομολογιακή τυποποίηση, σε ΔΕΕ 1996.374επ., Ε.Καραμανάκου, σημείωμα κάτω από την ΕφΠειρ 567/2008, σε ΔΕΕ 2010.792, Δ.Τζουγανάτο, Ανεπαρκής κεφαλαιοδότηση κεφαλαιουχικών εταιριών – Μορφές εμφάνισης και έννομες συνέπειες, 1994). Ενόψει των ανωτέρω, για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου κεφαλαιουχικής εταιρίας έναντι του βασικού μετόχου ή εταίρου της δεν αρκεί απλώς η ιδιότητα του φυσικού προσώπου ως μοναδικού μετόχου ή εταίρου ή κατόχου του μεγαλυτέρου μέρους των μετοχών ή των εταιρικών μεριδίων αυτής, αλλά ούτε και το γεγονός ότι από τη συμμετοχή του φυσικού αυτού προσώπου στην εταιρεία εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθηση αυτής, αλλά απαιτείται η συνδρομή ιδιαίτερων και σοβαρών ή εξαιρετικών προϋποθέσεων και συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, που καταδεικνύουν τις αθέμιτες επιδιώξεις του βασικού μετόχου ή εταίρου κατά προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων ιδίως της καλής πίστης, κατά καταστρατήγηση των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, τα οποία πρέπει να παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία επιχειρείται η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης του μόνου μετόχου ή εταίρου κεφαλαιουχικής εταιρίας για τα χρέη αυτής, ώστε να είναι αυτό ορισμένο κατ’ άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ Για να υποστεί τις συνέπειες αυτές, πρέπει να συντρέχουν, να προτείνονται και να αποδεικνύονται, συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία να μαρτυρούν, ότι έγινε κακή χρήση των εταιρικών τύπων και δη της νομικής προσωπικότητας αυτών στην περίπτωση κατά την οποίαν η επίκληση αυτής και του χωρισμού που αυτή συνεπάγεται παρίσταται ως κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ. Αναγκαία είναι η ειδική μνεία στην αγωγή των συγκεκριμένων περιστατικών που ενδεικνύουν την εκ μέρους του εναγομένου κατάχρηση νομικής προσωπικότητας της εταιρείας, όπως ως άνω εξειδικεύθηκαν (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 149/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 905/2010 ΕΕμπΔ ΞΒ΄.86, ΑΠ 330/2010 ΕΕμπΔ ΞΑ΄.915, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 15.804, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 811/2013 ΕΝΔ 2014.40, ΕφΠειρ 110/2013 Αρμ 2013.2400, ΕφΠειρ 586/2012 ΕΝΔ 2012.409, ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012.661, ΕφΑθ 4801/2009 ΕλλΔνη 2010.250, ΕφΠειρ 567/2008 ΔΕΕ 2010.792, ΕφΠειρ 213/2007 ΔΕΕ 2007.1074, ΕφΠειρ 403/2002 ΕΝΔ 2002.129, με παρατηρήσεις Α.Μαρκάκη, ΠολΠρΑθ 141/2011 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Κ.Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των μονοβάπορων εταιριών, ΝοΒ 2014.5επ. [27]). Ο μόνος ή σχεδόν μόνος κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος και νόμιμος εκπρόσωπος πλοιοκτήτριας εταιρίας δύναται να εναχθεί διά τις εκ της διαχειρίσεως του πλοίου απαιτήσεις, μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι ασκεί τον εφοπλισμό του πλοίου ή ότι συντρέχει περίπτωση άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της πλοιοκτήτριας ή εφοπλίστριας εταιρείας. Στην πρώτη περίπτωση ο ενάγων οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει, πλην άλλων, ότι ο εναγόμενος έχει την ιδιότητα του εφοπλιστή, ενώ στη δεύτερη δεν αρνείται ότι την ιδιότητα του πλοιοκτήτη ή εφοπλισμού έχει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, μετά της οποίας καταρτίσθηκε και η σύμβαση, στην οποία ο ενάγων στηρίζει τις απαιτήσεις του, αλλά υποστηρίζει ότι ο κυρίαρχος εταίρος-εναγόμενος χρησιμοποίησε τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας, για να αποφύγει δολίως την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Στην πρώτη περίπτωση, ενδεχομένως υπάρχει εικονικότητα του νομικού προσώπου, όπου ο ενάγων δύναται να υποστηρίξει ότι τον εφοπλισμό του πλοίου ασκεί ο εναγόμενος και όχι το νομικό πρόσωπο το φερόμενο ως πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, το νομικό πρόσωπο του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή υφίσταται πραγματικά, πλην προβάλλεται ότι συντρέχει περίπτωση άρσης της αυτοτέλειάς του λόγω καταχρηστικότητας (ΕφΠειρ 213/2007 ΔΕΕ 2007.1074, ΕφΠειρ 403/2002 ΕΝΔ 30.129). Σημειωτέον, η κάμψη είναι προσωρινή και περιορισμένη, δεν εξικνείται δηλαδή μέχρι του σημείου καταλύσεως της ίδιας της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας, η οποία, όπως και η περιουσιακή της αυτοτέλεια, απλώς παραμερίζονται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή, με την έννοια ότι ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της ευθύνεται πλέον από κοινού κι εις ολόκληρον κατ’ άρθρο 481 ΑΚ για την εκπλήρωση των εκ της ζημιογόνου συναλλαγής υποχρεώσεων (ΑΚ 926), δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς τον βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση (ΟλΑΠ 2/2013 Νόμος, ΑΠ 9/2009 ΕλλΔνη 2009.767, ΕφΠειρ 945/2013 ΔΕΕ 2014.138, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝΔ 2011.32).                  VI. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των άρθρων 111 παρ.2, 118 αρ.4, 216 παρ.1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη θεωρία του ουσιαστικού προσδιορισμού ή της λειτουργίας του κανόνα δικαίου που υιοθετεί ο ΚΠολΔ (ΑΠ 768/1985 ΕΕΝ 1986.275, ΕφΑθ 5788/1992 Δ 1993.686,ΕφΛαρ 233/1992 ΕλλΔνη 1992.1500), προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός της ακριβούς περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς και το ορισμένο αίτημά της, επιπλέον σαφή έκθεση των ειδικών παραγωγικών γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, η δε έλλειψη ή ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από αυτά (αοριστία) συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλομένης προδικασίας, η οποία ως αναγόμενη στη δημοσία τάξη, εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Υπό τον ΚΠολΔ απαιτείται να τίθενται υπόψη του Δικαστηρίου κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα γεγονότα, τα οποία, κατά τον νόμο, θεμελιώνουν το δικαίωμα του οποίου ζητείται η προστασία με την αγωγή, κατά τρόπο σαφή και ειδικό, ώστε να παρέχεται στον μεν εναγόμενο η ευχέρεια άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου της αγωγής, για να τάξει τις αναγκαίες αποδείξεις (ΑΠ 1073/1993 ΕλλΔνη 35.1582). Όταν στην αγωγή δεν περιέχονται τα ανωτέρω γεγονότα ή περιέχονται μεν, πλην όμως ασαφή ή ελλιπή, τότε η έλλειψη καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και εντεύθεν απορριπτέα, ως απαράδεκτη,λόγω αοριστίας είτε κατόπιν προβολής ένστασης είτε αυτεπαγγέλτως, ως ζήτημα αναγόμενο στην προδικασία (ΚΠολΔ 111, 159 – ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 718/1998 ΕλλΔνη 40.575, ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161). Η αοριστία δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο εγγράφων ή τους μάρτυρες της δίκης ούτε από εκτίμηση αποδείξεων (ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη 42.1318, ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 1998.325, ΕφΑθ 8609/1999 ΕλλΔνη 42.13954, ΕφΘεσ 690/1997 ΕπισκΕμπΔ 1998.189). Ποιά είναι ακριβώς τα γεγονότα που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής, που η ελλιπής αναφορά τους οδηγεί σε απόρριψή της ως αόριστης, εξαρτάται από το περιεχόμενο του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έννομη συνέπεια του οποίου αποτελεί το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 412/1986 ΕλλΔνη 28.440,ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161, ΠολΠρΘεσ 21205/1996 Αρμ 1997.239). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Με τη διάταξη αυτή καθορίζονται ως ουσιώδη στοιχεία της αγωγής, η ιστορική της βάση, η οποία εξασφαλίζει στον μεν εναγόμενο τη δυνατότητα αποτελεσματικής άμυνας, στο δε δικαστήριο τη δυνατότητα ελέγχου της νομικής βασιμότητας της αγωγής (ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, βλ. Κεραμέα Κ., Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ.204-205, Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία, τ.ΙΙ, σελ.143), τα πραγματικά γεγονότα που θεμελιώνουν την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, καθώς και συγκεκριμένο αίτημα. H νομιμοποίηση καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσης, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Ενόψει της φύσης της νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση της νομιμοποίησής του, αν και έχει συνήθως την μορφή ένστασης, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσης της αγωγής, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξή της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ελλείψει (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά τον δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Από δε τον συνδυασμό των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για νομιμοποίηση του διαδίκου, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι, αφού η έλλειψη συνδρομής της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης συνεπάγεται απόρριψη της αγωγής, ως νομικά μεν αβάσιμης, στο στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητάς της, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης σε περίπτωση μη απόδειξης, στο στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας των επικληθέντων προς θεμελίωσή της πραγματικών περιστατικών (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1157/2017, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος). Συνεπώς, πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής να αναγράφονται –μεταξύ άλλων- τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, η οποία, ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ερευνάται αυτεπαγγέλτως (άρθρα 68, 73 ΚΠολΔ), ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγόμενου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, όπως προαναφέρθηκε, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής (ΑΠ 339/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002.1680, ΑΠ 954/1997 ΕλλΔνη 40.339, ΕφΠειρ 149/2015, ΕφΠειρ 689/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 424/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1854/2009 ΕλλΔνη 2009.1427, ΕφΙωαν 37/2005 Αρμ 2005.1774, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372, ΕφΑθ 7138/2003 ΕλλΔνη 45.821). Το απαράδεκτο αυτό ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, διότι αποτελεί ζήτημα αναγόμενο στην τήρηση της προδικασίας, που αφορά τη δημόσια τάξη. Η αοριστία αυτή της αγωγής δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, αλλά ούτε και με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 187/2006 Δ 2006.907, ΑΠ 252/2006 Δ 2006.1066, ΑΠ 524/2002, ΕφΑθ 1778/2011, ΕφΠειρ 689/2011 ΤΝΠ Νόμος).               VII. Τέλος, κατά το προηγούμενο του Ν.4055/2012 νομικό καθεστώς είχε πάγια νομολογηθεί, αναφορικά με τις διατάξεις των άρθρων 345 και 346 ΑΚ (τόκοι υπερημερίας και επιδικίας), ότι: από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ, 215 παρ.1 εδ.α’, 221 και 295 παρ.1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, αν το καταψηφιστικό αίτημα αγωγής με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής απαίτησης περιοριστεί σε αναγνωριστικό, δεν οφείλονται μεν δικονομικοί τόκοι κατά το άρθρο 346 ΑΚ, δηλαδή από την επίδοση της καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 989/2007), αφού η αγωγή αυτή θεωρείται από τότε ότι δεν ασκήθηκε κατά το καταψηφιστικό αίτημά της, δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επίδοσης της αγωγής ως όχλησης, που καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο κατά τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 ΑΚ, δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο καταψηφιστικής αγωγής για χρηματική απαίτηση δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και το χαρακτήρα οιονεί όχλησης του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής του (ΟλΑΠ 23-24/2004,ΟλΑΠ 13/1994,ΑΠ 423/2012, ΑΠ 1520/2010 ΤΝΠ Νόμος). Ήδη, το άρθρο 346 ΑΚ, που όριζε ότι ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν.4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού, από 2-4-2012, σύμφωνα με το οποίο, ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από τον νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με τον νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης. Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στον δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση Ν.4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Ν.4055/2012, αντιθέτως με το προηγούμενο νομικό καθεστώς ως προς το οποίο βλ. ενδεικτικά: ΑΠ 423/2012 ΤΝΠ Νόμος). Ο τόκος επιδικίας (του άρθρου 346 ΑΚ) αφορά προδήλως, του νόμου μη διακρίνοντος, σε κάθε αγομένη δι’ αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου και εντόκως επιδικαζόμενη χρηματική απαίτηση, είτε ζητείται η καταψήφισή της είτε η αναγνώριση της οφειλής της (ΑΠ 1207/2017 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, επισημαίνεται ότι κατά τις διατάξεις της παραγράφου Ζ΄ υποπαραγράφου Ζ.4, παρ.1 & 3 του Ν.4152/2013 «Περί προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2011/7 της 16-2-2011 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές», ορίζεται ότι στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, ο δανειστής δικαιούται τόκο υπερημερίας χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις και δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εμπρόθεσμα, εκτός και εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση….Στην περίπτωση συνδρομής των όρων της περίπτωσης αυτής, ο δανειστής έχει δικαίωμα τόκου υπερημερίας από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της προθεσμίας πληρωμής που ορίζει η σύμβαση. Εάν η ημερομηνία ή η προθεσμία πληρωμής δεν ορίζεται στη σύμβαση, ο δανειστής έχει δικαίωμα τόκου υπερημερίας κατά την εκπνοή οποιουδήποτε από τα εξής χρονικά όρια: α) τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής από τον οφειλέτη του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου προς πληρωμή εγγράφου, β) εφόσον η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου δεν είναι βέβαιη, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή παροχής των υπηρεσιών, γ) εφόσον ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο πριν από τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών και  δ) εφόσον προβλέπεται από το νόμο ή τη σύμβαση διαδικασία αποδοχής ή επαλήθευσης, με την οποία διαπιστώνεται η αντιστοιχία των αγαθών ή υπηρεσιών με τα οριζόμενα στη σύμβαση, και εάν ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή το ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο νωρίτερα από την ημερομηνία ή την ίδια ημερομηνία που συντελείται η αποδοχή ή η επαλήθευση, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία αυτή.                Με την κρινόμενη αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι αλλοδαπή εταιρεία εδρεύουσα στην Ι. που δραστηριοποιείται στον τομέα του εφοδιασμού ποντοπόρων πλοίων με τροφοεφόδια, υλικά και ανταλλακτικά κατά τον κατάπλου τους σε τοπικούς λιμένες, ενώ η πρώτη εναγομένη είναι αλλοδαπή μονοβάπορη εταιρεία κυρία, άλλως και επικουρικώς πλοιοκτήτρια του υπό σημαία . φορτηγού πλοίου με το όνομα “…”, νηολογίου …, εδρεύουσα στην πραγματικότητα στην Α. επί της …, η οποία υφίσταται μόνο τυπικά χωρίς διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και στερούμενη λειτουργικής δομής και οργάνωσης, υπαγόμενη στα συμφέροντα του δεύτερου εναγομένου, ο οποίος ελέγχει ολόκληρο, άλλως την πλειοψηφία του μετοχικού της κεφαλαίου, τυγχάνει δε μοναδικός διευθυντής, εκπρόσωπος εταίρος και μέτοχος αυτής. Ότι διά της διαχειρίστριας του ως άνω πλοίου εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία με νομίμως εγκατεστημένο γραφείο στην ημεδαπή κατά το άρθρο 25 του Ν.27/1975, την οποία ελέγχει κατ’ αποκλειστικότητα επίσης ο δεύτερος εναγόμενος, εκμεταλλευόμενος το ως άνω πλοίο για δικό του λογαριασμό και όφελος, κερδοσκοπώντας έμμεσα και καρπούμενος τα κέρδη από τη λειτουργία του και εμφανιζόμενος εκείνος στους τρίτους προμηθευτές παρέχοντας εγγυήσεις και υποσχέσεις περί της αξιοπιστίας και της φερεγγυότητας του ιδίου και των εταιρειών του, προκειμένου να λάβει πίστωση ή να επιτύχει ευνοϊκούς όρους στις συναλλαγές που αφορούσαν το πλοίο αυτό. Ότι στα τέλη Αυγούστου του έτους 2015 η ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία επικοινώνησε με την ενάγουσα μέσω της αντιπροσώπου της στην Ελλάδα εταιρείας με την επωνυμία “….”, ζητώντας οικονομική προσφορά για το εφοδιασμό με υλικά, τροφοεφόδια και ανταλλακτικά του επίδικου φορτηγού πλοίου κατά τον επικείμενο κατάπλου του στο λιμένα Haldia της Ινδίας και καταρτίστηκε συμφωνία τους, με την οποία η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να εφοδιάσει το εν λόγω πλοίο με τα προαναφερόμενα, συνολικής αξίας 3.904,05 δολαρίων ΗΠΑ, η δε πρώτη εναγομένη εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση μέσω της διαχειρίστριάς της εταιρείας να εξοφλήσει το συμφωνηθέν τίμημα. Ότι η ενάγουσα της χορήγησε πίστωση εξήντα (60) ημερών από την εκ μέρους της έκδοση των σχετικών τιμολογίων πώλησης εμπορευμάτων, καθώς και έκπτωση ποσοστού 10% επί της αξίας των εμπορευμάτων, ως bonus για την έγκαιρη εξόφληση του τιμήματος από την αγοράστρια εντός της ορισθείσας προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών, ενώ σε περίπτωση μη εξόφλησής τους εμπροθέσμως, συμφωνήθηκε ότι η έκπτωση αυτή θα ανακαλούταν αυτόματα και αυτοδίκαια. Ότι τους ευνοϊκούς αυτούς όρους πληρωμής παραχώρησε η ενάγουσα λόγω της διαβεβαίωσης από την αντιπρόσωπό της στην Ελλάδα ότι το πλοίο ανήκει στον δεύτερο εναγόμενο και στον αδελφό του, οι οποίοι ήταν γνωστοί της προσωπικά και τη διαβεβαίωσαν περί της αξιοπιστίας και της φερεγγυότητάς τους. Ότι η ενάγουσα προέβη σε πώληση και παράδοση στον λιμένα Haldia της Ινδίας μεταξύ τις 30-8-2015 και τις 4-9-2015 τροφοεφοδίων, υλικών και ανταλλακτικών, συνολικής αξίας συνολικής αξίας 3.904,05 δολαρίων ΗΠΑ, όπως αυτά περιγράφονται ειδικότερα κατ’ είδος, ποσότητα και αξία στα εκδοθέντα εκ μέρους της τιμολόγια πώλησης, τα οποία εμπεριέχονται στην αγωγή, σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα. Ότι στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2015 η ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου επικοινώνησε και πάλι με την ενάγουσα και ζήτησε εκ νέου τον εφοδιασμό του πλοίου κατά τον επικείμενο κατάπλου του στον ίδιο λιμένα και καταρτίστηκε νέα συμφωνία, βάσει της οποίας η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στον πλοίαρχο του ίδιου πλοίου στις 12-9-2015 υλικά και ανταλλακτικά συνολικής αξίας 3.139,05 δολαρίων ΗΠΑ, όπως αυτά περιγράφονται ειδικότερα κατ’ είδος, ποσότητα και αξία στα εκδοθέντα εκ μέρους της τιμολόγια πώλησης, τα οποία εμπεριέχονται στην αγωγή, σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα. Ότι στις αρχές Οκτωβρίου του 2015 η ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου επικοινώνησε και πάλι με την ενάγουσα και ζήτησε εκ νέου τον εφοδιασμό του πλοίου κατά τον επικείμενο κατάπλου του στον ίδιο λιμένα και καταρτίστηκε νέα συμφωνία, βάσει της οποίας η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στον πλοίαρχο του ίδιου πλοίου στις 2-10-2015 υλικά, τροφοεφόδια και ανταλλακτικά συνολικής αξίας 19.229,95 δολαρίων ΗΠΑ, όπως αυτά περιγράφονται ειδικότερα κατ’ είδος, ποσότητα και αξία στα εκδοθέντα εκ μέρους της τιμολόγια πώλησης, τα οποία εμπεριέχονται στην αγωγή, σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα. Ότι μέχρι σήμερα ουδέν ποσό της έχει καταβληθεί εκ μέρους της πρώτης εναγομένης αγοράστριας σε εξόφληση της ως άνω οφειλής της, συνολικού ποσού 26.273,05 δολαρίων ΗΠΑ, παρότι έχει προ πολλού παρέλθει η προθεσμία των εξήντα (60) ημερών από την έκδοση των τιμολογίων και ως εκ τούτου κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά τα ως άνω επιμέρους ποσά οφειλής της έναντι της ενάγουσας. Ότι λόγω της μη εμπρόθεσμης εξόφλησης της οφειλής αυτής (τιμήματος), απωλέσθη η εκ μέρους της ενάγουσας χορηγηθείσα έκπτωση ύψους 10% επί της αξίας των ανωτέρω τιμολογίων και συνακόλουθα, οφείλεται εκ μέρους της πρώτης εναγομένης αγοράστριας ολόκληρο το ποσό των εκδοθέντων τιμολογίων πώλησης, ως άνω, προ εκπτώσεως, νομιμοτόκως από την παρέλευση των 60 ημερών από την έκδοση εκάστου των τιμολογίων (δήλη ημέρα) και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Ότι η πρώτη εναγομένη ευθύνεται έναντι της ενάγουσας για την εξόφληση της οφειλής αυτής ως κυρίας, άλλως ως πλοιοκτήτρια του πλοίου, για λογαριασμό της οποίας η ως άνω διαχειρίστρια συνήψε με την ενάγουσα τις επίδικες συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων εφοδιασμού του πλοίου, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος ευθύνεται ως εφοπλιστής του ιδίου πλοίου, το οποίο εκμεταλλεύεται για δικό του όφελος και λογαριασμό, διά της πρώτης εναγομένης και της διαχειρίστριάς του εταιρείας, με βούληση να αναλάβει τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του, κατά τα προδιαλαμβανόμενα. Με αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί, όπως το αίτημα της αγωγής της περιορίστηκε και ετράπη καθ’ ολοκληρίαν από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό παραδεκτώς με τις προτάσεις της, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι, η μεν πρώτη ως κυρία, άλλως και επικουρικώς ως πλοιοκτήτρια του επίδικου εφοδιασθέντος πλοίου, ο δε δεύτερος ως εφοπλιστής αυτού, είναι υπόχρεοι εις ολόκληρον και απεριορίστως, να της καταβάλουν ως τίμημα από τις επίδικες επιμέρους συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων στο εν λόγω πλοίο, το συνολικό ποσό των 26.273,05 δολαρίων ΗΠΑ ή το ισάξιο αυτού ποσό σε ευρώ κατά την ισοτιμία που ίσχυε κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής της, ήτοι ποσό 24.171,20 ευρώ (1 δολ. ΗΠΑ = 0,92 ευρώ), άλλως το ισάξιο αυτού σε ευρώ κατά τη ισοτιμία που θα ισχύει κατά τον χρόνο πληρωμής των επίδικων τιμολογίων, νομιμοτόκως από την έκδοση εκάστου τιμολογίου, ως δήλη ημέρα, και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας για την παρούσα δίκη.                  Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, όπως περιορίστηκε και ετράπη καθ’ ολοκληρίαν από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό παραδεκτώς με τις προτάσεις της ενάγουσας   κατ’ άρθρα 223, 294, 295, 297 ΚΠολΔ, (ΑΠ 368/2016, ΑΠ 291/2015, ΑΠ 25/2013, ΑΠ 1572/2013, ΕφΠειρ 548/2014 ΤΝΠ Νόμος), η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στις 30-12-2016 στους εναγόμενους με νόμιμη θυροκόλληση στην κοινή πραγματική τους έδρα (…, για αμφότερους), με παρουσία μάρτυρα, λόγω απουσίας του δευτέρου εναγομένου ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας, καθώς και έτερου προσώπου ή εργαζομένου υπαλλήλου αρμοδίου για την παραλαβή δικογράφων κλπ., επακολουθούσης και της παράδοσης αντιγράφου της αγωγής στο ΑΤ Αμπελοκήπων Αττικής καθώς και ταχυδρομικής αποστολής της προς τους εναγομένους την 30-12-2016, κατ’ άρθρο 128 παρ.1-4 ΚΠολΔ, εντός τριάντα (30) ημερών και εντός εξήντα (60) ημερών από την κατάθεσή της, αντιστοίχως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015 (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ…./30-12-2016 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Α. Κ.), κατόπιν δε έκδοσης της υπ’ αριθ. 3733/2018 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που διέταξε επανάληψη της συζήτησης για συμπλήρωση της έλλειψης της νόμιμης δικαστικής πληρεξουσιότητας της πρώτης εναγομένης εταιρείας προς το πρόσωπο του δεύτερου εναγομένου ως πληρεξούσιου δικηγόρου της, εντός προθεσμίας 60 ημερών από την επίδοση της μη οριστικής απόφασης, επαναφέρεται προς συζήτηση για την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ένδικης διαφοράς με την από 4-9-2018 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 9182/2018 και 4097/2018 κλήση της ενάγουσας, που επιδόθηκε στις 5-9-2018 στους εναγόμενους με νόμιμη θυροκόλληση στη νέα διεύθυνση φερόμενης κατοικίας του δεύτερου εναγομένου, που συμπίπτει με την επαγγελματική του έδρα, ως διεύθυνση των γραφείων της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας στην ημεδαπή, επί της …, με παρουσία μάρτυρα, λόγω απουσίας του ιδίου του δεύτερου εναγομένου ως νομίμου εκπροσώπου της κλπ. και άρνησης της εργαζομένης υπαλλήλου Α. Κ., να παραλάβει το δικόγραφο και να υπογράψει τη σχετική έκθεση επίδοσής του για λογαριασμό του δεύτερου εναγομένου, εντός τριάντα (30) ημερών και εντός εξήντα (60) ημερών από την κατάθεσή της, αντιστοίχως, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.β΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύος από 1-1-2016, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015 (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Δ. Δ.), και για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου μετά και τον παραδεκτό με τις προτάσεις της περιορισμό εκ μέρους της ενάγουσας με τη συνολική τροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, που συνιστά αναδρομικά παραίτησή της εξ αυτού, παραδεκτώς και αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου για να εκδικασθεί με την τακτική διαδικασία (άρθρα 7, 9, 10, 12 §1, 13, 14 §2 και 22, 25 §2, 37 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ.α΄, 2, 3 περ.Α και Β υποπερ.γ΄, ε΄, ι΄ και 4 του Ν.2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς), το οποίο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκασή της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2, 4 παρ.1, 8 παρ.1, 9, 62, 63 παρ.1, 66 παρ.1-2 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθόσον τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία και την έδρα τους στο έδαφος κράτους μέλους, όπως η Ελλάδα, ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων της, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους κι ενόψει του ότι οι εναγόμενοι, σύμφωνα με το εισαγωγικό της αγωγής, έχουν την πραγματική έδρα όπου ασκείται η κεντρική τους διοίκηση και την κατοικία τους στην Α. (…), και το Πρωτοδικείο Πειραιά εκδικάζει τις ναυτικές διαφορές αποκλειστικώς εντός της δικαστικής περιφέρειας Αττικής, ο δε Κανονισμός εφαρμόζεται για τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά τη 10η-1-2015, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων. Επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 118 ΚΠολΔ, δεν απαιτείται να αναφέρονται στο εισαγωγικό δικόγραφο τα στοιχεία του νομίμου εκπροσώπου του ενάγοντος νομικού προσώπου, αρκούσης της αναγραφής της επωνυμίας του νομικού προσώπου, της διεύθυνσης της έδρας του και, μετά την τροποποίηση του άρθρου αυτού με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, και του αριθμού φορολογικού μητρώου του.

Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ.2, σελ.12επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο, βάσει του οποίου κρίνεται και το ορισμένο και νόμω βάσιμο της αγωγής, λεκτέα τα ακόλουθα: 1) Ως προς τις επιμέρους συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων-τροφοεφοδίων στο επίδικο πλοίο εκ μέρους της ενάγουσας προς την πρώτη εναγομένη, ωε αγοράστρια (και κυρία άλλως πλοιοκτήτρια του πλοίου κατά την αγωγή), και την εξ αυτών απορρέουσα ευθύνη των ως άνω αντισυμβαλλομένων της ενάγουσας, εφόσον δεν γίνεται επίκληση συμφωνημένου δικαίου από τα συμβαλλόμενα μέρη, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο που προκύπτει από μετασυμβατικό καθορισμό, καθώς η μεν ενάγουσα επικαλείται τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, οι δε εναγόμενοι δεν προβάλλουν οποιαδήποτε αντίρρηση ως προς το ζήτημα αυτό (ΑΠ 1115/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1383/2008 ΕΝΔ 2009.57, ΑΠ 904/2008 ΕΕμπΔ ΝΘ΄.577, ΕφΠειρ 317/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 107/2015 ΕλλΔνη 2016.477, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος, ΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43, ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝΔ 2012.302, ΕφΠειρ 624/2012 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Ζ.Παπασιώπη-Πασιά, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, έκδ.Ε΄, κεφ.15, παρ.2γ΄, σελ.301-302), δεδομένου ότι η έδρα-συνήθης διαμονή της ενάγουσας πωλήτριας εταιρείας είναι στην αλλοδαπή (……….) κατ’ άρθρο 4 παρ.1 περ.α΄ του Κανονισμού καθώς επίσης και η χώρα στην οποία οφείλεται να εκπληρωθεί η χαρακτηριστική παροχή των επίδικων συμβάσεων πώλησης (λεμπορεύματα-τροεφόδια, υλικά, ανταλλακτικά κλπ.), κατ’ άρθρο 4 παρ.2 του Κανονισμού, συνακόλουθα, τυγχάνει εφαρμογής είτε η παρ.3 είτε η παρ.4 του άρθρου 4 του Κανονισμού αυτού, βάσει των οποίων από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι η σύμβαση συνδέεται (προδήλως) στενότερα με χώρα άλλη από αυτή στην οποία αναφέρονται οι παρ.1 και 2 του ιδίου άρθρου και έτσι η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας αυτής με την οποία συνδέεται στενότερα, ήτοι την Ελλάδα, ενόψει του ότι οι εναγόμενοι φέρονται να έχουν την πραγματική τους έδρα και κατοικία στην Α. (…, αντιστοίχως), και δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο Πειραιά εκδικάζει τις ναυτικές διαφορές αποκλειστικώς εντός της δικαστικής περιφέρειας Αττικής, για το οποίο δεν προβάλουν οποιαδήποτε αντίρρηση στην προκείμενη δίκη, ενώ ο σύνδεσμός τους με την αλλοδαπή καταστατική της έδρα για την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, όπως εκτίθεται στην αγωγή, είναι χαλαρός (ΟλΑΠ 46/1987 ΕλλΔνη 1988.101), λαμβάνοντας υπόψη για την έννοια της συνήθους διαμονής τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1, βάσει της οποίας, για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ως συνήθης διαμονή εταιρείας με ή χωρίς νομική προσωπικότητα νοείται ο τόπος της κεντρικής διοίκησης, όπου ασκείται η πραγματική διοίκησή τους και λαμβάνονται οι αποφάσεις που αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητά τους. 2) Περαιτέρω δε, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας, η νομική βάση περί ευθύνης των εναγομένων ως κυρίας και ως εφοπλιστή, αντιστοίχως, του επιδίκου πλοίου, η οποία παραδεκτώς σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 παρ.1 ΚΠολΔ), θα κριθεί με βάση τα προβλεπόμενα στο εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο (άρθρα 105, 106 ΚΙΝΔ), ως το δίκαιο του τόπου πραγματικής έδρας και κατοικίας αυτών, αντιστοίχως, καθώς και η κυρία ή πλοιοκτήτρια διατηρεί νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο διαχειρίστριας εταιρείας και εκπροσώπου στην ημεδαπή (“….”) σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.27/1975. Συνακόλουθα, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 25 εδ.β΄ ΑΚ και του άρθρου 4 παρ.3 και 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ως το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέονται στενότερα, είναι το ελληνικό δίκαιο (ΟλΑΠ 46/1987 ΕλλΔνη 1988.101, ΕφΠειρ 107/2015 ΕλλΔνη 2016.477, υπό τις αντίστοιχες διατάξεις της προγενέστερης Σύμβασης της Ρώμης 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές). Εξάλλου, από τα εκτιθέμενα στην αγωγή και τα έγγραφα που προσκομίζει η ενάγουσα προκύπτει ότι η εναγόμενη εταιρεία ως νομικό πρόσωπο εδρεύει στην αλλοδαπή (….ς), μόνο κατά το καταστατικό τους, αλλά πραγματικά στην Α. (…), από όπου ασκείται η διοίκησή της και αναπτύσσεται η επιχειρηματική και εταιρική δραστηριότητά της, ενόψει του ότι ο δεύτερος εναγόμενος που φέρεται ως νόμιμος εκπρόσωπός τους έχει την επαγγελματική έδρα και την κατοικία του επίσης στην Α., όπως προαναφέρθηκε, χωρίς μεν η πρώτη εναγομένη ως κυρία ή πλοιοκτήτρια του πλοίου εταιρεία να έχει η ίδια νόμιμα εγκατασταθεί στην Ελλάδα, πλην όμως έχει εγκαταστήσει νόμιμα γραφείο στην ημεδαπή, για λογαριασμό της, η ως άνω διαχειρίστριά της εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.27/1975, οπότε εμπίπτει στην αναφερόμενη στην υπ’ αριθ. IV νομική σκέψη της απόφασης εξαίρεση υπό στοιχείο ε’, αφού πρόκειται για ναυτιλιακή εταιρεία που έχει πλοίο που διαχειρίζεται γραφείο της διαχειρίστριας νόμιμα εγκατεστημένο στην ημεδαπή, δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (άρθρα 1 του Ν.791/1978 και 25 του Ν.27/1975, ως έχει αντικατασταθεί διά του άρθρου 4 του Ν.2234/1994, 11Δ  του Ν.3816/2010), οπότε εκπροσωπείται στην ελληνική έννομη τάξη για τις συναλλαγές και τις ναυτικές δραστηριότητές τους από τη διαχειρίστριά της, με νόμιμο εκπρόσωπο αυτής τον πρώτο εναγόμενο. Επομένως, εφαρμοστέο δίκαιο, συνεπεία της αιτούμενης άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της εναγομένης αυτής εταιρείας, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ, τυγχάνει εν προκειμένω το δίκαιο της καταστατικής έδρας της, κατά το άρθρο 1 παρ.1 του Ν.791/1978, ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου, ήτοι του δικαίου της χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό της η έδρα της, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο πράγματι διευθύνονται οι υποθέσεις της (Ελλάδα), λαμβάνοντας υπόψη ότι η εξαιρετική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1 του Ν.791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρείες, πλοιοκτήτριες πλοίων με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους διαχειρίζονται γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του Ν.27/1975, όπως αυτό αντικαταστάθηκε και ισχύει (ΟλΑΠ 2/2003 ΕλλΔνη 2003.388, ΟλΑΠ 2/1999 ΝοΒ 47.1113, ΑΠ 1699/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 201/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 803/2010 ΕΝΔ 2010.148, ΑΠ 812/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 269/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 149/2015 ΔΕΕ 2015.1025, ΕφΠειρ 266/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 701/2013 ΕΝαυτΔ 2013.100, ΕφΠειρ 945/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 586/2012 ΕΝΔ 2012.409, ΕφΠειρ 287/2011 ΕΝΔ 2011.401, ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30, ΕφΠειρ 40/2010 ΕΝΔ 2010.149, ΕφΠειρ 961/2005 ΕΕμπΔ 2005.799, ΕφΠειρ 849/2004 ΕΝΔ 33.26, ΕφΠειρ 618/2004 ΕΝΔ 33.32). Έτσι, παρότι η πρώτη εναγομένη δεν συστάθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, οπότε θα ήταν άκυρη ως εταιρεία του αντίστοιχου εταιρικού τύπου και θα θεωρούταν ότι λειτουργεί στην Ελλάδα ως ομόρρυθμη εταιρεία «εν τοις πράγμασι», με απεριόριστη ευθύνη των εμφανιζομένων ως εταίρων της (ΟλΑΠ 2/2003 ΕλλΔνη 2003.388, ΟλΑΠ 2/1999 ΕλλΔνη 1999.271, ΑΠ 803/2010 ΕΝΔ 2010.148, ΑΠ 186/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 812/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 2751/2005 ΕΕμπΔ 2006.202), εντούτοις, επειδή κατά το επίδικο χρονικό διάστημα εκπροσωπείται στην ημεδαπή από διαχειρίστρια εταιρεία, η οποία διατηρεί νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα (Α., …), συνεπώς, υπάγεται στο εξαιρετικό καθεστώς του άρθρου 1 παρ.1 του Ν.791/1978, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 25 παρ.7 του Ν.27/1975, δεν θεωρείται «ομόρρυθμη εταιρεία εν τοις πράγμασι» και ο δεύτερος δεν πρέπει να θεωρείται ομόρρυθμος εταίρος της, οπότε πάσχει η συγκεκριμένη νομική βάση της αγωγής κατά νόμο και κατ’ ουσίαν, ανεξάρτητα της πραγματικής έδρας των εναγομένων στην ημεδαπή. Πλην όμως, σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο κατά την επικουρική αυτή βάση της αγωγής, εφόσον η ενάγουσα στηρίζει την αγωγή της στο ελληνικό δίκαιο και μόνον, αποκλείοντας την προσφυγή σε κάποιο άλλο δίκαιο, το Δικαστήριο θα κρίνει την αγωγή με αυτό και όχι με το δίκαιο του τόπου της καταστατικής έδρας της πρώτης εναγομένης, ενόψει της επιλογής της κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 269/2016 ΔΕΕ 2016.1536), για την οποία άλλωστε οι εναγόμενοι δεν προβάλλουν οποιαδήποτε αντίρρηση.

Ωστόσο, αναφορικά με τη νομιμοποίηση των διαδίκων, υπό τις ανωτέρω νομικές βάσεις της αγωγής, λεκτέα τα εξής: α) Για την πρώτη συμβατική βάση της αγωγής νομιμοποιείται ως αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας μόνο η πρώτη εναγόμενη, που είναι και η μόνη που αναγράφεται ρητώς με την επωνυμία της στα επίδικα τιμολόγια, για δε τον δεύτερο εναγόμενο η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης (μη νόμιμη στην πραγματικότητα). Ειδικότερα, γι’ αυτόν αξίζει να σημειωθεί ότι δεν εκτίθεται στην αγωγή ότι υπήρξε αντισυμβαλλόμενος της ενάγουσας στις επίδικες συμβάσεις πώλησης, ενόψει του ότι αναγράφεται ότι η διαχειρίστρια εταιρεία “….” ενήργησε την παραγγελία και την προσωπική επικοινωνία προς την ενάγουσα εταιρεία στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, ως αγοράστριας, ενώ ουδόλως εμπλέκεται στις συμβάσεις πώλησης των επίδικων εμπορευμάτων (τροφοεφοδίων, υλικών, ανταλλακτικών κλπ.)  ο δεύτερος εναγόμενος, καθώς και κατά το στάδιο της εξόφλησης των τιμολογίων και πληρωμής του τιμήματος η ανάμειξή του στις συμβάσεις πώλησης αφορά τη λειτουργία του ως εκπροσώπου της αγοράστριας εταιρείας, καθόσον έτσι συνάγεται ότι ενήργησε για λογαριασμό της και όχι αυτοτελώς ως αγοραστής, δεδομένου ότι η πρώτη εναγομένη διατηρεί τη νομική της προσωπικότητα ως εταιρεία και αποτελεί αυτοτελώς αντισυμβαλλομένη αγοράστρια έναντι της ενάγουσας. Από δε την παραδεκτή επισκόπηση των επίδικων τιμολογίων δεν προκύπτει οτιδήποτε διαφορετικό για το πρόσωπο του δεύτερου εναγομένου -χωρίς κι αυτό άλλωστε να είναι δεσμευτικό- αλλά και από τα εκτιθέμενα στην αγωγή δεν προκύπτει ορισμένα ότι ήταν αντισυμβαλλόμενος της ενάγουσας, δεν αναφέρεται ότι έδωσε οδηγίες, εντολές και ότι υπήρξε αγοραστής για τον εαυτό του, αφού τα εμπορεύματα παραγγέλθηκαν και αγοράστηκαν από την πρώτη εναγομένη εταιρεία ως κυρία ή πλοιοκτήτρια του επιδίκου πλοίου, διαμέσου της διαχειρίστριάς του αλλοδαπής εταιρείας με εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ουδεμία ανάμειξή του προκύπτει από το ιστορικό της αγωγής στη σύναψη των επίδικων συμβάσεων πώλησης  και ουδόλως υπήρξε αντισυμβαλλόμενος της ενάγουσας ατομικώς εκείνος, αλλά η πραγματική και μόνη αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας ήταν η πρώτη εναγομένη εταιρεία ως πλοιοκτήτρια του εφοδιασθέντος πλοίου, οπότε δεν μπορεί να ενέχεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο προσωπικά και ατομικά ο δεύτερος εναγόμενος με την ατομική περιουσία του, λαμβάνοντας υπόψη τον αυστηρό διαχωρισμό του νομικού προσώπου αυτής και του φυσικού προσώπου του διευθυντή ή εταίρου ή μετόχου ή νομίμου εκπροσώπου της, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας με βάση όσα εκτίθενται στο ιστορικό της αγωγής. Στην έκταση που για τον δεύτερο εναγόμενο επιδιώκεται εκ μέρους της ενάγουσας η άρση της νομικής προσωπικότητας της προαναφερόμενης αγοράστριας εταιρείας για να συνδεθεί ήδη από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης ως οφειλέτης αγοραστής έναντι αυτής ως πωλήτριας, πλην όμως ανεπιτυχώς, αφού ουδόλως εκτίθενται τα αναγκαία περιστατικά για το ορισμένο της αγωγής ως προς τη συγκεκριμένη συμβατική βάση της και για την παθητική νομιμοποίησή του βάσει της ενδοσυμβατικής ευθύνης. Ως εκ τούτου, απορριπτέα τυγχάνει η συγκεκριμένη νομική βάση της αγωγής έναντι του δεύτερου εναγομένου ελλείψει παθητικής νομιμοποίησής του, αφού δεν είναι αντισυμβαλλόμενος και λόγω αοριστίας ως προς τη θεμελίωση ενδοσυμβατικής του ευθύνης από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης, για τις οποίες ασαφώς συνάγεται ότι τόσο η διαχειρίστρια εταιρεία όσο και εκείνος ενήργησαν αντιστοίχως ως νόμιμος αντιπρόσωπος και ως όργανο του νομικού προσώπου της πρώτης εναγομένης αγοράστριας και όχι αυτοτελώς ως αντισυμβαλλόμενοι (ΑΚ 70-71), λαμβάνοντας υπόψη τον αυστηρό διαχωρισμό του νομικού προσώπου αυτής και του φυσικού προσώπου του νομίμου εκπροσώπου της, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις (ΑΚ 513επ., ΚΠολΔ 62, 63, 73).

β) Για δε δεύτερη βάση της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΚΙΝΔ (Ν.3816/1958), παθητικά νομιμοποιούμενη θα ήταν μόνο η πρώτη εναγομένη ως κυρία, άλλως ως πλοιοκτήτρια, πλην όμως στη δεύτερη περίπτωση δεν θα μπορούσε να είναι εφοπλιστής ο δεύτερος εναγόμενος, διότι το πλοίο θα εκμεταλλευόταν στο όνομα και για λογαριασμό της η πρώτη εναγομένη για ίδια συμφέροντά και κέρδη (ως πλοιοκτήτρια), ενώ σε περίπτωση που ήταν κυρία και αναφορικά με την επικαλούμενη ιδιότητα του εφοπλιστή για το πρόσωπο του δεύτερου εναγομένου, ώστε να ευθύνεται απεριόριστα και εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη κυρία(στο νόμιμο όριο ευθύνης της βεβαίως, προσωπικής και πραγματοπαγούς) για τις απαιτήσεις της ενάγουσας που προέρχονται από την εκμετάλλευση του επίδικου πλοίου στο πλαίσιο της άσκησης του εφοπλισμού εκ μέρους του, σε περίπτωση και μόνο που για τον δεύτερο εναγόμενο γίνει δεκτή η άρση της νομικής προσωπικότητας της πρώτης εναγομένης, ειδάλλως θα ενέχεται μόνον αυτή, διότι, όταν μεσολαβεί η νομική προσωπικότητα της εταιρείας κατά την άσκηση του εφοπλισμού (άρθρο 105 ΚΙΝΔ-Ν.3816/1958) ο δεύτερος εναγόμενος ενεργεί ως όργανό αυτής, ως νόμιμος εκπρόσωπος (ΑΚ 70-71) και όχι αυτοτελώς ως φυσικό πρόσωπο με ξεχωριστή προσωπικότητα ενεχόμενος εκ του νόμου ως εφοπλιστής για τα χρέη του πλοίου που εκμεταλλεύεται η εν λόγω εταιρεία υπό τον δικό της νομικό μανδύα-πέπλο. Άλλωστε, για την επίκληση του δεύτερου εναγομένου ως εφοπλιστή του επίδικου πλοίου με κυρία αυτού την πρώτη εναγομένη (και όχι πλοιοκτήτριά του), ουδόλως εκτίθεται στην αγωγή ότι έχει τηρηθεί η βασική προϋπόθεση του άρθρου 105 ΚΙΝΔ της έγγραφης δήλωσης περί εφοπλισμού εκ μέρους του δεύτερου εναγομένου (ΕφΠειρ 153/2008 ΕΝΔ 2008.315), ενώ αντιθέτως, από τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο ιστορικό της αγωγής είναι σαφές ότι η πρώτη εναγομένη ενεργούσε τουλάχιστον ως πλοιοκτήτρια  του πλοίου –όπως και επικουρικώς εκτίθεται στο ιστορικό της αγωγής- καθόσον παρήγγειλε συμβατικά τα τροφοεφόδια μέσω της διαχειρίστριας εταιρείας του πλοίου προς τη ενάγουσα για τη λειτουργία του πλοίου, με εντολές και οδηγίες της, οπότε ο ρόλος της δεν ήταν απλώς αυτός της κυρίας του πλοίου και μόνο, ούτε του δεύτερου εναγομένου ήταν αυτός του εφοπλιστή, αλλά ήταν ταυτόχρονα κυρία και ενεργούσε ως εφοπλίστρια εκμεταλλευόμενη το πλοίο προς ίδιον όφελος, στο όνομα και για λογαριασμό της διαμέσου της διαχειρίστριας εταιρείας “…”, βλ. σχετ. και υπ’ αριθ.1065/2016 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επί της ίδιας ένδικης διαφοράς). Αντιφατική και συνακόλουθα απαράδεκτη ως αόριστη είναι η αναφορά στην αγωγή ότι ο δεύτερος εναγόμενος ενέχεται ως εφοπλιστής του εν λόγω πλοίου, ενόψει του ότι ουδόλως εκτίθενται πραγματικά περιστατικά στο ιστορικό που να δικαιολογούν την εκτίμηση του δικογράφου κατά τρόπο που να αποδίδεται τέτοια ιδιότητα σε αυτόν καθώς και της κυρίας (μόνο) του πλοίου στην πρώτη εναγομένη, η οποία κατονομάζεται άλλοτε ως κυρία και άλλοτε ως πλοιοκτήτρια του πλοίου, γεγονός που αναιρεί και την επίκληση του δεύτερου εναγομένου ως εφοπλιστή του πλοίου, αφού ως γνωστόν δεν γίνεται να συνυπάρχουν πλοιοκτήτης και εφοπλιστής στο ίδιο πλοίο, καθώς οι ιδιότητες αυτές αλληλοαντικρούονται και αλληλοαναιρούνται (ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 20.71, ΕφΠειρ 762/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 672/2010 αδημ., ΕφΠειρ 350/1996 ΝομΝαυτΤμ ΕφΠειρ 1996-1997, σελ.199), συνακόλουθα, τίθεται εν αμφιβόλω και η ιδιότητα αυτού ως εφοπλιστή, ενώ αντιθέτως συνάδει με την επίκληση της πρώτης εναγομένης ως πλοιοκτήτριας ή εφοπλίστριας του επίδικου πλοίου (εάν είχε προβεί στη δήλωση του άρθρου 105 ΚΙΝΔ) η ύπαρξη της ιδιότητας του δεύτερου εναγομένου ως νόμιμου εκπρόσωπου της, της δε έτερης αλλοδαπής εταιρείας “….”, ως διαχειρίστριας του ιδίου πλοίου. Επισημαίνεται δε ότι σύγχυση προκαλείται από το περιεχόμενο της αγωγής αναφορικά με την οφειλέτρια πρώτη εναγομένη, καθόσον αναφέρεται είτε ως κυρία είτε ως πλοιοκτήτρια του επίδικου πλοίου, πλην όμως, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν οι νομικοί αυτοί όροι να συνυπάρχουν στο ίδιο νομικό πρόσωπο, διότι συνδέονται με άλλα πραγματικά περιστατικά και συνεπάγονται άλλες έννομες συνέπειες κατά την εφαρμογή της οικείας νομοθεσίας, τόσο για την ίδια, όσο και για τον δεύτερο εναγόμενο ως φ.π. επαγωγικά σε κάθε περίπτωση, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, γεγονός που καθίσταται κρίσιμο για την παθητική νομιμοποίησή της έναντι της ενάγουσας σε σχέση με τις επίδικες συμβατικές απαιτήσεις της, αφού δεν εκτίθεται κατά τρόπο ορισμένο, ειδικό και σαφή, με βάση συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και με την ανάλογη έγγραφη δήλωση του άρθρου 105 ΚΙΝΔ προς την αρμόδια λιμενική αρχή του τόπου νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον δεύτερο εναγόμενο, εάν είχε την εκμετάλλευση του πλοίου ως κυρία ή ως πλοιοκτήτρια ή ως εφοπλίστρια, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις διατάξεις των άρθρων 105-106 του ΚΙΝΔ, αναλόγως δε επηρεάζεται και το ορισμένο για την ιδιότητα του εφοπλιστή που επικαλείται η ενάγουσα στο πρόσωπο του δεύτερου εναγομένου (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΕφΠειρ 548/2010 ΕΝΔ 2011.28, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13). Έτσι, όμως, δεν είναι εφικτό να διακριθεί η νομική σχέση των εναγομένων με το επίδικο πλοίο, ήτοι η διάγνωση του νόμιμου λόγου ευθύνης εκάστου για την καταβολή των αιτουμένων αγωγικών κονδυλίων, συνακόλουθα δε, να ελεγχθεί υπό την ιδιότητα εκάστου η παθητική τους νομιμοποίηση και ιδίως για τον δεύτερο εναγόμενο που είναι το κυρίως ζητούμενο για την επίδικη διαφορά, με βάση το αγωγικό δικόγραφο, ώστε να αποσαφηνιστεί η έννομη σχέση του έναντι της ενάγουσας σε σχέση με τις επίδικες αξιώσεις της, δεδομένου ότι η παθητική νομιμοποίησή του και το έννομο συμφέρον της ενάγουσας έναντι αυτού δεν είναι δεδομένα εν προκειμένω και δεν εκτίθενται επαρκή πραγματικά περιστατικά στην αγωγή για τον έλεγχό τους αυτεπαγγέλτως υπό του Δικαστηρίου, ως διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, ενόψει και του ότι, όπως ήδη επισημάνθηκε, ούτε αναφέρεται ως αντισυμβαλλόμενος της ενάγουσας, αφού δεν εκτίθενται τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά περί του ότι κατ’ εντολήν και υπό τις οδηγίες του εκτελέστηκαν οι επίδικες συμβάσεις πώλησης εκ μέρους της ενάγουσας επ’ ωφελεία της πρώτης εναγομένης εταιρείας ούτε και τα αναγκαία στοιχεία περί της ενδοσυμβατικής ευθύνης του σε μία έκαστη των συμβάσεων αυτών, για τον έλεγχο της νομιμοποίησης μεταξύ τους (ενεργητικής και παθητικής) για τον σχηματισμό ασφαλούς και πλήρους δικανικής κρίσης στην προκείμενη υπόθεση (άρθρα 216, 62επ., 73 ΚΠολΔ), σχετικά με την ευθύνη του δεύτερου εναγομένου για την καταβολή των οφειλομένων απαιτήσεων ως τιμήματος εκ της πωλήσεως των εμπορευμάτων στην πρώτη εναγομένη εταιρεία εκ μέρους της ενάγουσας. Συνακόλουθα, η αγωγή ως προς τη νομική αυτή βάση της τυγχάνει απορριπτέα ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης του δεύτερου εναγομένου.

γ) Αναφορικά δε με το αίτημα που συνοδεύει τη δεύτερη αγωγική βάση κατά τα άρθρα 105 και 106 ΚΠολΔ, περί άρσης της νομικής προσωπικότητας της πρώτης εναγομένης εταιρείας στο πρόσωπο του δεύτερου εναγομένου, κρίνεται απορριπτέο ως αόριστο, διότι δεν δικαιολογείται με πραγματικά περιστατικά η επικαλούμενη κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εν λόγω αλλοδαπής εταιρείας από τον ανωτέρω εναγόμενο ως φυσικό πρόσωπο, αφού στην αγωγή απλώς αναφέρεται αφηγηματικά και σε θεωρητικό επίπεδο ούτε εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από την ενάγουσα που να καταδεικνύουν κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς της εταιρείας από τον εναγόμενο, ως διευθυντή, νόμιμου εκπροσώπου-εταίρου και μετόχου της, για την πρόκληση ζημίας σε βάρος της και αποφυγή εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του προς αυτήν, καθώς επίσης και έναντι των δανειστών της εταιρείας. Ειδικότερα, από τα εκτιθέμενα στην αγωγή ουδόλως προκύπτει η ιδιότητα αυτού ως κυρίαρχου μετόχου της εναγόμενης εταιρείας ούτε προσδιορίζονται ειδικότερα οι πράξεις του με συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά αναφορικά με την επίκληση πράξεων κυρίαρχης διοίκησης και διαχείρισης επί της εναγομένης εταιρείας, παρά μόνο επαναλαμβάνονται θεωρητικά, γενικόλογα και επιφανειακά τα πρόσφορα και γνωστά πορίσματα της νομολογίας για την επίτευξη της δικανικής παραδοχής της άρσης ή κάμψης της νομικής προσωπικότητας της εν λόγω εταιρείας από τη δράση του ως κυρίαρχου –κατ’ επίκληση- για τη διοίκηση και λειτουργία της, χωρίς όμως να εκτίθεται ορισμένα και εξειδικευμένα τέτοια περίπτωση, άξια για να διερευνηθεί λυσιτελώς και κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο. Δηλαδή δεν εκτίθενται ορισμένα, με σαφή και ειδικό τρόπο, τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά σχετικά με την επικαλούμενη εκ μέρους της ενάγουσας κατάχρηση νομικής προσωπικότητας της εναγόμενης εταιρείας και τη σχέση απόλυτης κυριαρχικής εξάρτησης, από οικονομικής και διοικητικής απόψεως, αυτής από τον δεύτερο εναγόμενο, αλλά απλώς γίνεται επιγραμματικά μνεία και σε θεωρητικό επίπεδο, χωρίς καν να προκύπτει συγκεκριμένα η ιδιότητα ή η καταχρηστικότητα των πράξεών του ως αποκλειστικού και κυρίαρχου μετόχου της εταιρείας, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, ώστε να δικαιολογείται η αιτούμενη άρση του μανδύα της νομικής προσωπικότητάς της για τη στοιχειοθέτηση προσωπικής ευθύνης του, όπως απαιτείται κατά πάγια νομολογία (ΟλΑΠ 2/2013 ΕΦΑΔ 2013.228, ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 1996.1046, ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 1994.1263, ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013.694, ΑΠ 905/2010 ΔΕΕ 2010.1056, ΑΠ 330/2010 ΕπισκΕμπΔ 2010.761, ΑΠ 9/2009 ΕλλΔνη 2009.767, ΑΠ 1910/2009 ΕΦΑΔ 2010.2013, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009.804, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 15.800, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657, ΕφΠειρ 598/2014 ΔΕΕ 2015.537, ΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43, ΕφΠειρ 945/2013 ΔΕΕ 2014.138, ΕφΠειρ 586/2012 ΕΝΔ 2012.409, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012.661, ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝΔ 2011.32, ΕφΑθ 4801/2009 ΕλλΔνη 2010.250, ΕφΠειρ 567/2008 ΔΕΕ 2010.792, ΕφΠειρ 213/2007 ΕΝΔ 2007.57, ΕφΑθ 172/2006 ΔΕΕ 2007.322, ΕφΠειρ 348/2005 ΝοΒ 2006.246, βλ. Β.Αθανασοπούλου, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας στις ναυτιλιακές εταιρίες, σε ΠειρΝομ 2005.389, I.Μάρκου, Η «άρση της αυτοτέλειας» του νομικού προσώπου ως πηγή ανασφάλειας δικαίου – Συμβολή στην ερμηνεία των διατάξεων περί εταιρικής ευθύνης, σε ΕΕμπΔ 2003.257, τον ίδιο, Η κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των κεφαλαιουχικών εταιριών ως κατάχρηση της εταιρικής σχέσης, σε Αρμ 2003.601, Δ.Αυγητίδη, Η αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στις ναυτιλιακές εταιρίες, σε ΕπισκΕΔ 1999.75, Κ.Παμπούκη, Κάμψη της νομικής προσωπικότητας σε αλλοδαπή ανώνυμη εταιρία, σε ΕπισκΕΔ 2009.19, Α.Κιάντου-Παμπούκη, Η προστασία των δανειστών στις ναυτιλιακές εταιρίες με παραμέριση της νομικής προσωπικότητας, σε «Η προστασία των ναυτικών δανειστών»-Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ.44επ., Αρμ 1993.877, Κ.Αλεπάκο, Ο παραμερισμός (κάμψη) νομικής προσωπικότητας της ΑΕ στη νομολογία, 1994, Λιακόπουλου Αθ., Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, 1993, σελ.82, Χ.Παμπούκη, Νομικά πρόσωπα και ιδίως εταιρίες στις συγκρούσεις νόμων, 2004, σελ.152, Κ.Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, 2008, σελ.177, Κ. Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των μονοβάπορων εταιριών, σε ΝοΒ 2014.5, I.Πιτσιρίκο, Άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ΑΕ και καταλογισμός ευθύνης του για υποχρεώσεις του κυρίου ή του μοναδικού μετόχου του, σε ΕΕμπΔ 2007.482, Ν.Ελευθεριάδη, Η προστασία των δανειστών κεφαλαιουχικής εταιρίας ως πρόβλημα ευθύνης των εταίρων, 2012, Ε.Περάκη, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας και η νομολογιακή τυποποίηση, σε ΔΕΕ 1996.374, Ε.Καραμανάκου, σημείωμα κάτω από την ΕφΠειρ 567/2008 σε ΔΕΕ 2010.792, Δ.Τζουγανάτο, Ανεπαρκής κεφαλαιοδότηση κεφαλαιουχικών εταιριών-Μορφές εμφάνισης και έννομες συνέπειες, 1994). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι πρέπει να λάβει χώρα άρση της αυτοτέλειας των εναγομένων εταιρειών έναντι του δεύτερου εναγομένου ως νομίμου εκπροσώπου, διευθυντή και κυρίαρχου εταίρου και μετόχου, λόγω κατάχρησης του θεσμού του νομικού προσώπου κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, χωρίς όμως να εκθέτει ότι ο τελευταίος έχει την εταιρική ιδιότητα, πολλώ δε μάλλον ότι τυγχάνει ο κυρίαρχος εταίρος, εάν υφίσταται μονομετοχική ιδιότητα (μοναδικός μέτοχος ή ο κάτοχος του μεγαλυτέρου μέρους των μετοχών) ή ότι από τη συμμετοχή του σε αυτήν εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθησή της, με την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που να θεμελιώνουν την κυρίαρχη θέση του. Επίσης, δεν εκθέτει ορισμένα περιστατικά που να ανταποκρίνονται στα ενδεικτικά κριτήρια συνδρομής τέτοιας περίπτωσης, όπως είναι η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας εκ μέρους του φ.π., η σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας μεταξύ του ν.π. και του φ.π., το μέγεθος της οικονομικής συμμετοχής του φ.π. ως εταίρου, η εικονικότητα του νομικού προσώπου ή η έλλειψη συναλλακτικής οργάνωσης και δράσης του, καθόσον δεν εκτίθεται ότι στην πραγματικότητα η συγκεκριμένη εταιρεία δεν είχε ναυτιλιακή επιχειρηματική δραστηριότητα κατά τα επίδικα έτη,ποιές συγκεκριμένα ήταν οι εγγυήσεις που έδινε ο δεύτερος εναγόμενος για τα τραπεζικά δάνεια ή τα χρέη της έναντι τρίτων για λογαριασμό της εταιρείας, πώς ενεργούσε κατά κατάχρηση και καταστρατήγηση της νομικής προσωπικότητας και αυτοτέλειάς της (ΕφΠειρ 1000/2006 ΤΝΠ Νόμος). Έπρεπε, αντιθέτως, να διαλαμβάνει για το ορισμένο κατ’ άρθρο 216 §1 ΚΠολΔ της αγωγικής αυτής βάσης, σαφή αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που καταδεικνύουν είτε την ανεπαρκή χρηματοδότησή της εκ μέρους του (με συγκεκριμένη αναφορά σε έλλειψη εσόδων οποιασδήποτε μορφής, διαφορετικών από τα ίδια κεφάλαια), εξαιτίας της οποίας ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα είτε τη σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας (ιδίως με παράθεση των περιουσιακών στοιχείων της εναγομένης εταιρείας και του συγκεκριμένου τρόπου συγχύσεως αυτών), στην οποία χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών είτε την εικονικότητα των νομικών προσώπων είτε την έλλειψη συναλλακτικής οργάνωσης και δράσης τους ως ν.π. είτε συγκεκριμένη συμπεριφορά των φ.π. όταν δρουν προς τα έξω, αγνοώντας την ύπαρξη των εταιρειών αυτών ως ν.π. ή και παρουσιάζοντας οι ίδιοι παραπλανητικά και απατηλά ότι βρίσκονται πίσω από την εν λόγω εταιρεία και εγγυάται προσωπικά με την ατομική του περιουσία για τη φερεγγυότητά της και την τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεών της αναφορικά με την πλήρη εξόφληση του τιμήματος από την αγορά των συγκεκριμένων εμπορευμάτων για το εν λόγω πλοίο, κατά τρόπο ότι έτσι παρέπεισε την ενάγουσα να προβεί στην πώληση και παράδοση αυτών, γεγονός που δεν θα είχε πράξει ως πωλήτρια, εάν δεν της είχε παρουσιάσει ο εν λόγω εναγόμενος ότι εγγυάται προσωπικά με την επαρκή και φερέγγυα ατομική του περιουσία για την πλήρη συμβατική ικανοποίησή της από την αιτία αυτή, βασιζόμενη στις υποσχέσεις του και στο κλίμα σύγχυσης και ενότητας περιουσιών και επιχειρηματικής βούλησης που της είχε προβάλει παραπειστικά και δολίως ο εναγόμενος ως πραγματικός αντισυμβαλλόμενός της, στοιχεία τα οποία ωστόσο ουδόλως εκτίθενται ορισμένα στο δικόγραφο της αγωγής της (ΟλΑΠ 2/2013 ΤΝΠ Νόμος). Η ενάγουσα δεν επικαλέσθηκε ότι οδηγήθηκε στις συγκεκριμένες συναλλαγές εξαιτίας της φαινόμενης κατάστασης, με την προϋπόθεση που αφορά τη χρήση του νομικού αυτού προσώπου ως παρένθετου, στις οποίες δεν θα προέβαινε, αν γνώριζε την πραγματικότητα (ΕφΠειρ 1000/2006 ΕΝΔ 2007.187). Δεν εκτίθεται συγκεκριμένα ότι η παρουσία του εναγομένου φ.π. αποτελούσε εγγύηση, όχι διότι θα ήταν προσωπικώς υπεύθυνος, αλλά διότι η επιτυχημένη επιχειρηματική δράση του εξασφάλιζε την ομαλή πορεία των εταιρικών υποθέσεων της εναγομένης εταιρείας, την οικονομική ευρωστία, εντεύθεν τη δυνατότητα εκπληρώσεως των αναληφθεισών υποχρεώσεών της έναντι της ενάγουσας. Επίσης, δεν εκτίθεται ότι κατά τον χρόνο των σχετικών συναλλαγών η εν λόγω εταιρεία αντιμετώπιζε τυχόν σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες, ήταν δηλαδή ελλιπώς χρηματοδοτημένη (υποκεφαλαιοδοτημένη) και οι κρίσιμες συναλλαγές καταρτίσθηκαν μόνον ύστερα από τις συνεχείς διαβεβαιώσεις του εναγομένου φ.π. ότι το τίμημα της πώλησης των λιπαντικών θα εξοφλείτο εμπρόθεσμα, οδηγήθηκε δε η ενάγουσα στη συγκεκριμένη συναλλαγή βασιζόμενη κυρίως στις ως άνω διαβεβαιώσεις του εναγομένου, ο οποίος έτσι μετέφερε αθέμιτα στην ενάγουσα, εξαιτίας της ελλιπούς χρηματοδότησης της εταιρείας τον κίνδυνο από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, προκειμένου η υποχρέωσή του προς εξόφληση του παραπάνω χρέους (τιμήματος) έναντι της ενάγουσας να επεκταθεί και στον ίδιο στο πλαίσιο της εις ολόκληρον ενοχής του (ΟλΑΠ 2/2013 ΕΝΔ 2013.1). Η τυχόν νόμιμη εκπροσώπηση και διαμεσολάβησή του στη σύναψη των συμβάσεων πώλησης, οι παραγγελίες των υλικών, εμπορευμάτων, τροφοεφοδίων, ανταλλακτικών για το πλοίο, η διαπραγμάτευση των τιμών, ακόμη και η εμφάνισή του στις συναλλαγές στη ναυτιλιακή αγορά, η ανάθεση της διαχείρισής του σε άλλη διαχειρίστρια εταιρεία και η παροχή υπηρεσιών του σε αυτήν και δη ως δικηγόρου δεν συνιστούν περιστατικά που από μόνα τους συνάδουν σε καταστρατήγηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας για να δικαιολογούν την άρση του νομικού πέπλου της, για τη θεμελίωση προσωπικής του ευθύνης με την υπεγγυότητα της ατομικής του περιουσίας για τα χρέη του νομικού αυτού προσώπου. Θα μπορούσαν ευλόγως να θεωρηθούν και πράξεις νομίμου εκπροσώπου ή και διαχειριστή που εκτελούνται για λογαριασμό άλλου προσώπου, νομικού ή φυσικού και όχι, άνευ ετέρου, στο πλαίσιο εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του ως εφοπλιστή, ως πράξεις κυριάρχου μετόχου ή εταίρου που ενεργεί για τον εαυτό του, επιχειρώντας να αποκοπεί αθέμιτα από την εταιρεία έναντι των λοιπών εταίρων ή και των τρίτων δανειστών της, επί ζημία αυτών, συνακόλουθα μέσω αυτών δεν εκτίθεται ορισμένα ιδιότητα εφοπλιστή για το πρόσωπο του εναγομένου. Ούτε εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά, που να καταδεικνύουν βούλησή του για καταστρατήγηση των διατάξεων του νομικού προσώπου των εταιρειών σε βάρος της ενάγουσας (ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013.183) ούτε ότι η εταιρεία αυτή δεν έχει αναπτύξει συναλλακτική οργάνωση και δράση και ότι την νομή του εν λόγω πλοίου και τη ναυτιλιακή του επιχείρηση ασκεί ο ως άνω εναγόμενος ως επιχειρηματίας για λογαριασμό του, ήτοι ότι συμβάλλεται στο δικό του όνομα και αναλαμβάνει αυτός προσωπικά και απεριόριστα τον επιχειρηματικό κίνδυνο από την εκμετάλλευση του επίδικου πλοίου (ΕφΠειρ 153/2008 ΕΝΔ 2008.315, ΕφΠειρ 1000/2006 ΕΝΔ 2007.187,ΕφΠειρ 574/2003, ΕφΠειρ 403/2002 ΕΝΔ 30.129, ΕφΠειρ 1394/1997 ΕΝΔ 26.89, ΕφΠειρ 247/1995 ΕΝΔ 23.483). Άλλωστε, η παραμέριση της νομικής προσωπικότητας δεν δικαιολογείται μόνο από τη συγκέντρωση του συνόλου ή των περισσοτέρων μετοχών στο πρόσωπό του ή από τη συμμετοχή μόνο αυτού στα όργανά της και την εντεύθεν καθοριστική συμβολή του στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων, ακόμη κι αν είναι ο διευθύνων σύμβουλος που την ελέγχει τυπικά, αφού η εταιρεία τότε διατηρεί τη νομική και οικονομική της αυτοτέλεια, προκειμένου να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας που ασκεί μέσω αυτής, η δε επιλογή του αυτή δεν είναι αθέμιτη, ώστε να δικαιολογείται η μεταφορά στον επιχειρηματία της ευθύνης που βαρύνει το ν.π., δεδομένου ότι οι διάφοροι τύποι των εταιρειών γι’ αυτόν τον λόγο θεσμοθετήθηκαν, προκειμένου να εξυπηρετούνται οι οικονομικές και εμπορικές ανάγκες και σκοποί των φ.π. (ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 1996.1046, ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 1994.1263, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009.804, ΕφΠειρ 111/2017, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος). Διότι δεν αρκεί και μόνο η κυρίαρχη θέση του υποκρυπτόμενου φυσικού προσώπου (τούτο συμβαίνει και στην αφανή εταιρεία) ούτε και η προσπάθεια απορρόφησης των κινδύνων του φυσικού προσώπου ως επιχειρηματία για την ατομική περιουσία του με την ίδρυση και λειτουργία περισσότερων εταιρειών, με αυτοτελή νομική προσωπικότητα, περιουσία και δράση, τις οποίες εκμεταλλεύεται και διαχειρίζεται στην πραγματικότητα ο ίδιος (τούτο συμβαίνει σε όλες τις κεφαλαιουχικές εταιρείες, στις ναυτικές εταιρείες, ΑΕ, ΕΠΕ, μονοβάπορες εταιρείες κλπ.), ακόμη κι αν είναι ο μοναδικός μέτοχος ή κάτοχος του μείζονος τμήματος των μετοχών του κεφαλαίου της ή κι αν από τη συμμετοχή του στην εταιρεία εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθηση αυτής, καθόσον πρόκειται όχι μόνο για θεμιτή, αλλά και νόμιμη πρακτική, την οποία το ελληνικό εμπορικό δίκαιο αναγνώρισε προς διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας και στήριξη της ελληνικής ναυτιλίας και οικονομίας με την προσέλκυση επιχειρηματιών φ.π. στα πλοία ελληνικής σημαίας. Η εύκολη κατάλυση της νομικής προσωπικότητάς τους και μόνο από το γεγονός ότι ανέκυψαν χρέη από τη ναυτιλιακή δραστηριότητα των εταιρειών, προκειμένου να τα επωμιστούν τα φυσικά πρόσωπα-επιχειρηματίες που βρίσκονται πίσω από τα νομικά αυτά πρόσωπα με τα κεφάλαια και την επιχειρηματική τους δράση, πλήττει τον ίδιο τον θεσμό της νομικής προσωπικότητας των εταιρειών, που αποτελεί θεμελιώδη βάση του ελληνικού εμπορικού και ναυτικού δικαίου και της ίδιας της ναυτιλίας. Κατ’ εξαίρεση, όπως και στην υπ’ αριθ. V νομική σκέψη επισημάνθηκε, τούτο είναι επιτρεπτό, μόνο όταν διαπιστώνεται καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (ΑΚ 281), ήτοι καταστρατήγηση και κατάχρηση της αρχής της αυτοτέλειας και προστασίας της νομικής προσωπικότητας των εμπορικών και ναυτικών εταιρειών, το οποίο δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου από μόνη της η γένεση –ακόμη και βάσιμων- χρεών από την επιχειρηματική-εφοπλιστική εκμετάλλευση ενός πλοίου. Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα αποπειράται ακριβώς να συνδέσει με την αγωγή της αναπόσπαστα το γεγονός της μη εξόφλησης του οφειλόμενου τιμήματος από την αγορά  εμπορευμάτων από την πρώτη εναγομένη εταιρεία στο πλαίσιο της εφοπλιστικής εκμετάλλευσης του επίδικου πλοίου με το φυσικό πρόσωπο του δεύτερου εναγομένου μέσω της άρσης της νομικής προσωπικότητάς της, χωρίς να επικαλείται, όμως, τέτοια περιστατικά κατάχρησης και καταστρατήγησης της σχετικής νομοθεσίας, παρά μόνο το γεγονός της μη εξόφλησης της οφειλής από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης. Πλην όμως, εάν τούτο γινόταν δεκτό, θα είχε γίνει κανόνας η διάρρηξη του κελύφους της νομικής προσωπικότητας (άλλως, η άρση του νομικού πέπλου) για όλες τις καταχρεωμένες ναυτικές και εμπορικές εταιρείες σε βάρος της ατομικής περιουσίας των επιχειρηματιών φυσικών προσώπων που δραστηριοποιούνται και επιχειρούν πίσω από αυτές, με όλες τις δυσμενείς συνέπειες στην ελληνική ναυτιλία και εν γένει στην επιχειρηματικότητα και τις εμπορικές συναλλαγές, πράγμα που ο νομοθέτης ήθελε να αποτρέψει και να ρυθμίσει ως εξαιρετική περίπτωση. Επομένως, ουδόλως εκτίθενται στην αγωγή ορισμένα, κατ’ άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, συγκεκριμένα σοβαρά ή εξαιρετικά πραγματικά περιστατικά, που να καταδεικνύουν τις αθέμιτες επιδιώξεις του δεύτερου εναγομένου κατά προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων της καλής πίστης και των γενικών αξιολογήσεων του δικαίου για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, κατά καταστρατήγηση των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, βάσει των συνταγματικών άρθρων 5 παρ.1, 12 παρ.1, 3 και 25 παρ.1γ, για να δικαιολογηθεί η διωκόμενη άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, που συνιστά προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης του ως φ.π. για τα χρέη αυτού, τα δε εκτιθέμενα δεν εμπίπτουν προδήλως στους όρους της κατάχρησης δικαιώματος βάσει του άρθρου 281 ΑΚ, σύμφωνα με τα διδάγματα της νομολογίας και τα αναφερόμενα στην υπ’ αριθ. V νομική σκέψη της απόφασης (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 149/2013, ΑΠ 905/2010, ΑΠ 330/2010, ΕφΠειρ 149/2015, ΕφΠειρ 811/2013, ΕφΠειρ 110/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012 661, ΕφΠειρ 567/2008 ΔΕΕ 2010 792). Με βάση τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν, δεν εκτίθεται ορισμένα η ιδιότητα του εναγομένου φ.π. ως εφοπλιστή του επιδίκου πλοίου, ενώ αντιθέτως ορισμένα εκτίθεται η ιδιότητα της εναγομένης εταιρείας ως πλοιοκτήτριας αυτού, η δε επικαλούμενη από την ενάγουσα επιχειρηματική δραστηριότητα του εναγομένου φ.π. δεν είναι ικανή μόνη αυτή να προσδώσει σ’ αυτόν την ιδιότητα και τις συνέπειες του εφοπλιστή, έστω κι αν ασκούσε τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας εταιρειών, λαμβανομένου υπόψη, ότι, όπως ρητά αναφέρεται στην αγωγή, σε σχέση με την εκμετάλλευση του πλοίου δεν συμβαλλόταν ο εν λόγω εναγόμενος (φ.π.) στο δικό του όνομα, αναλαμβάνοντας έτσι προσωπικά και απεριόριστα τον επιχειρηματικό κίνδυνο, αλλά η ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία στο όνομα και για λογαριασμό της ως άνω πλοιοκτήτριας εταιρείας, στα πλαίσια της διαχείρισης του επιδίκου πλοίου της (ΕφΠειρ 1000/2006 ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, η κύρια βάση της αγωγής που εδράζεται στη θεμελίωση της ιδιότητας του δεύτερου εναγομένου ως υποκρυπτόμενου πίσω από την εναγόμενη εταιρεία διοικούντος αυτήν ή ως εφοπλιστή, σε συνδυασμό με την άρση της αυτοτέλειας του ν.π. της, κατά το μέρος που αναφέρεται σε κατάχρηση θεσμού, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, μη αρκούσης της αόριστης και γενικόλογης αναφοράς στην αγωγή περί της λειτουργίας αυτής υπό την εν τοις πράγμασι διοίκηση του εναγομένου φ.π., κατά κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς της (ΕφΠειρ 149/2015, ΜονΠρΠειρ 5261/2013 ΤΝΠ Νόμος).

Κατόπιν των ανωτέρω, στην έκταση που η αγωγή κρίθηκε ως άνω παραδεκτή και ορισμένη (ΚΠολΔ 216) έναντι της πρώτης εναγομένης εταιρείας και μόνον, απορριπτομένης έναντι του δεύτερου εναγομένου στο σύνολό της, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, είναι και νόμιμη κατά την πρώτη και τη δεύτερη νομικές βάσεις της (ενδοσυμβατική ευθύνη από σύμβαση πώλησης και ευθύνη εκ του νόμου ως πλοιοκτήτριας του επιδίκου πλοίου) έναντι της πρώτης εναγομένης εταιρείας, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 200, 288, 297, 298, 361, 513επ., 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 68, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 63, 68 παρ.1 του Ν.4194/2013-Κώδικας Δικηγόρων, 105-106 ΚΙΝΔ (Ν.3816/1958), πλην του παρεπόμενου δικονομικού αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο, μετά την τροπή του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, στο σύνολό του, (άρθρα 70, 294, 295 παρ.1β΄, 297 ΚΠολΔ), κατέστη μη νόμιμο και απορριπτέο, καθόσον προσωρινά εκτελεστές κηρύσσονται μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις, που περιέχουν διάταξη για καταδίκη, η δε απόφαση που θα εκδοθεί εν προκειμένω θα έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα και μόνο (άρθρα 907, 908 §1 ΚΠολΔ – ΑΠ 491/1995, ΕφΠειρ 766/2005, ΕφΘεσ 2413/1996, ΕφΑθ 9517/1995 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 356/1994 Αρμ 1994.1389, ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986.706, ΠολΠρΘεσ 14356/2003 ΤΝΠ Νόμος), η δε αγωγή πρέπει, στην έκταση που κρίθηκε νόμιμη ως άνω, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, ενώ αναφορικά με το αίτημα της τοκοφορίας, είναι νόμιμο για μεν τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από την επομένη ημέρα της παρέλευσης της δήλης ημέρας πληρωμής των επιδίκων τιμολογίων, ήτοι από την 60η ημέρα από την έκδοση εκάστου, αντιστοίχως, κατά τη μεταξύ τους συμφωνία αγοραπωλησίας των εμπορευμάτων, και μέχρι την επίδοση της κρινόμενης αγωγής ως άνω, καθόσον είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους πληρωτέο έκαστο τιμολόγιο και καταβλητέο το ποσό του τιμήματος που αναγραφόταν σε αυτό ως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό από την παρέλευση 60νθήμερης προθεσμίας εκ της εκδόσεώς του από την ενάγουσα και την παραλαβή αυτού ή των πωληθέντων εμπορευμάτων από την πλευρά της αγοράστριας ή τους νόμιμους εκπροσώπους της (πλοίαρχο, διαχειρίστρια κλπ.) για λογαριασμό της (ΑΚ 345, 361), γεγονός για το οποίο ουδεμία αντίρρηση προβάλουν οι εναγόμενοι, άρα το συνομολογούν (ΚΠολΔ 261, 352), για δε τους νόμιμους τόκους επιδικίας που καταβάλλονται και σε περίπτωση αναγνωριστικής αγωγής πλέον, κατά το νέο άρθρο 346 ΑΚ, ως ισχύει μετά τον Ν.4055/2012, από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και εντεύθεν και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως (ΑΚ 346), διότι καίτοι το αίτημα της αγωγής έχει καταστεί πλέον αναγνωριστικό μετά τον συνολικό περιορισμό του και την τροπή του από το αρχικά καταψηφιστικό, οφείλονται και επιδικάζονται τόκοι επιδικίας κατά την ΑΚ 346, ως ισχύει μετά τον Ν.4055/2012 (άρθρα 2 και 113), κι εφόσον δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εύλογης αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων και δη έναντι της οφειλέτριας της επίδικης χρηματικής απαίτησης συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ούτε σχετικό ρητό αίτημα έχει υποβληθεί από τους εναγόμενους με τις προτάσεις τους, συνακόλουθα, δεν τυγχάνει εφαρμογής η κατ’ εξαίρεση επιδίκαση τόκων υπερημερίας, νόμιμων ή συμβατικά καθορισθέντων, κατ’ άρθρο 345 ΑΚ (ΟλΑΠ 24/2004 Δ 2005.139, ΟλΑΠ 23/2004 ΝοΒ 2005.74, ΟλΑΠ 13/1994 ΕλλΔνη 1994.1259, ΑΠ 1207/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 178/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1286/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 2033/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 248/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 742/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΔυτΜακ 144/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2281/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 841/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 131/2013 Δικογραφία 2013.338, ΜονΠρΑθ 1296/2018, ΜονΠρΑθ 8775/2017 ΤΝΠ Νόμος, (ΜονΠρΛαμ 158/2017, ΜονΠρΑθ 189/2016 ΝοΒ 2016.887, ΜονΠρΠειρ 3971/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΑθ 3271/2015 & ΜονΠρΑθ 2309/2015 αδημ., βλ. άρθρα 2 και 113 και σελ.2 της Αιτιολογικής Έκθεσης Ν.4055/2010, Ρίζου, Τόκος επιδικίας (ΑΚ 346) επί αναγνωριστικών αγωγών μετά τον Ν.4055/2012, Μελέτη στον Αρμ 2017.1502). Σημειωτέον ότι, αναφορικά με το αίτημα περί επιδίκασης του αιτούμενου ποσού κατά τα ισόποσο με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο ΗΠΑ κατά τον χρόνο πληρωμής του, είναι νόμιμο, διότι σύμφωνα με τις διατάξεις του εφαρμοστέου εν προκειμένω ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχεία VIΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, δυνάμει του άρθρου 291 ΑΚ σε συνδ. με το άρθρο 6 παρ.1 του Ν.5422/1932, η ενάγουσα δικαιούται αυτούσιο το εν λόγω ποσό δολαρίων Η.Π.Α. όχι κατά τον χρόνο σύνταξης ή κατάθεσης ή άσκησης ή συζήτησης της αγωγής, αλλά ισάξιο σε ευρώ του κατά τον μελλοντικό χρόνο πληρωμής του, το οποίο δεν δύναται να υπολογιστεί εκ των προτέρων, αλλά μόνο κατά τον χρόνο επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους της σε βάρος των εναγομένων για την ικανοποίηση των ενδίκων αξιώσεών της έναντι αυτών (ΑΠ 678/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 698/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1614/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 89/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 541/2016 ΔΕΕ 2017.401, ΕφΠειρ 548/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 481/2014 ΕλλΔνη 2015.770, ΕφΠειρ 35/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43, ΕφΠειρ 432/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 863/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 190/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝΔ 2012.302, ΕφΠειρ 145/2011 ΠειρΝομ 2011.194, ΕφΠειρ 287/2011 ΕΝΔ 2011.401, ΕφΠειρ 966/2007 ΔΕΕ 2008.341, ΠολΠρΠειρ 1/2017 ΔΕΕ 2018.224, ΠολΠρΑθ 5328/2010 ΤΝΠ Νόμος). Τα ανωτέρω δε, επισημαίνοντας ότι αναφορικά με το αίτημα επιδίκασης τόκων ανεξόφλητου κεφαλαίου, που αφορά οφειλή τόκων από την υπερημερία των επίδικων απαιτήσεων και επέκεινα, κατά τα προδιαλαμβανόμενα (δήλη ημέρα), τυγχάνει νόμω βάσιμο κατά το μέρος που δεν υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό του τόκου υπερημερίας, όπως αυτό ορίζεται στην ΠΥΣ 26/1990, σύμφωνα με την οποία καθορίζεται το ποσοστό του νομίμου και εξ υπερημερίας τόκου, με τον οποίον βαρύνονται οφειλές σε συνάλλαγμα που εκπληρώνονται στην Ελλάδα, ως ίσο με το μεγαλύτερο από τα κάτωθι επιτόκια: α) το προεξοφλητικό ή το αντίστοιχο αυτού επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδος, στο νόμισμα της οποίας είναι εκφρασμένη η οφειλή, προσαυξημένο κατά τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες ή β) το επιτόκιο που προσφέρεται στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου (LIBOR) για καταθέσεις διάρκειας 6 μηνών στο νόμισμα που εκφράζεται η οφειλή, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και ορίζεται περαιτέρω ότι σε περίπτωση νομίσματος για το οποίο υπάρχει μόνο το ένα εκ των δύο πιο πάνω επιτοκίων, το ποσοστό του νόμιμου και εξ υπερημερίας τόκου καθορίζεται με βάση το επιτόκιο αυτό (βλ. Μ. & Α. Μαργαρίτη, «Επίτομη Ερμηνεία Αστικού Δικαίου και ΕισΝΑΚ», εκδ.2016, άρθρο 292 ΑΚ, αριθ.8, ΑΠ 287/2005 ΤΝΠ Νόμος, πρβλ.Γνωμοδότηση ΝΣΚ 428/2012 ΤΝΠ Νόμος), απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος της αγωγής κατά το υπερβάλλον τούτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 293, 294 ΑΚ και 109 ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη και δεν μπορεί να καλυφθεί με αναγνώριση του υπόχρεου ή έμπρακτη καταβολή (βλ. Μ.Μαργαρίτη-Α.Μαργαρίτη, ό.π.,  άρθρα 293-296 ΑΚ, αριθ.7, ΑΠ 1438/1997 ΕλλΔνη 1998.381, ΕφΑθ 6743/1999 ΕλλΔνη 42.494). Κατά τα λοιπά, κατά το μέρος που με την αγωγή η ενάγουσα αιτείται τόκους επί του οφειλομένου ποσού τόκων υπερημερίας ενόψει του ότι η εν λόγω αξίωση ανατοκισμού αφορά εμπόρους, από εμπορική και για τους δύο αιτία (ΕισΝΑΚ 111) και οφειλή καθυστερούμενων τόκων πέραν ενός εξαμήνου, τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 346, 296 παρ.1, 111 παρ.2 ΕισΝΑΚ, 218 παρ.1 ΚΠολΔ, διότι είναι νόμιμη η υποβολή με το δικόγραφο της αγωγής για την κύρια απαίτηση και του αιτήματος για την καταβολή τόκων επί των καθυστερούμενων τόκων του κεφαλαίου (ΑΠ 517/2012 ΕΠολΔ 2012.645, ΑΠ 2319/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΔυτΜακ 62/2011 Αρμ 2012.1082).

Κατόπιν τούτων, επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 271§§1-3 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 και τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, που καταλαμβάνει και την κρινόμενη αγωγή, η πρώτη εναγομένη εταιρεία δεν εμφανίστηκε νομοτύπως στη δίκη (ελλείψει νόμιμης παράστασής της) και κατόπιν αυτεπάγγελτης εξέτασης του Δικαστηρίου, προέκυψε ότι η αγωγή και η κλήση επαναφοράς της προς (μετ’ επανάληψη) συζήτηση -μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 3733/2018 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά- επιδόθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως σε αυτήν από την ενάγουσα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, η υπόθεση συζητήθηκε ερήμην της και οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας σε βάρος της θεωρούνται ομολογημένοι εκ μέρους της και αποδεικνύονται πλήρως (ΚΠολΔ 352 παρ.1), εφόσον ερημοδικεί, καθόσον πρόκειται για γεγονότα για τα οποία επιτρέπεται ομολογία και δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, συνεπώς, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή εν μέρει και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη κατά της πρώτης εναγομένης εταιρείας και να αναγνωριστεί ότι αυτή ως αγοράστρια-αντισυμβαλλομένη που αντιπροσωπεύτηκε στις επίδικες συμβάσεις πώλησης, κατά την κατάρτιση και εκτέλεσή τους, από τη διαχειρίστριά του πλοίου της εταιρεία “….” ως άμεση αντιπρόσωπό της (άρθρο 211 ΑΚ), καθώς και πλοιοκτήτρια του επίδικου εφοδιασθέντος με τα πωληθέντα εμπορεύματα πλοίου  (άρθρα 105-106 ΚΙΝΔ), –έναντι της οποίας και μόνο κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη η κρινόμενη αγωγή- υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα πωλήτρια εταιρεία ως τίμημα από τις επίδικες επιμέρους συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων στο εν λόγω πλοίο, το συνολικό ποσό των 26.273,05 δολαρίων ΗΠΑ ή το ισάξιο αυτού ποσό σε ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ-δολαρίου ΗΠΑ που θα ισχύει κατά τον χρόνο πληρωμής των επίδικων τιμολογίων, ως άνω, ως οφειλόμενο τίμημα από τις μεταξύ τους επίδικες συμβάσεις πώλησης, με βάση τα αντίστοιχα επίδικα τιμολόγια, νομιμοτόκως αφότου έκαστο εκ των επιμέρους αναφερομένων σε έκαστο τιμολόγιο ποσό τιμήματος πώλησης κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, για μεν τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από την επομένη ημέρα της παρέλευσης της δήλης ημέρας πληρωμής των επιδίκων τιμολογίων, ήτοι από την επομένη ημέρα της παρέλευσης της 60νθήμερης προθεσμίας εκ της εκδόσεως εκάστου από την ενάγουσα, όπως εκτίθενται οι ημερομηνίες εκδόσεώς τους στην αγωγή, προηγηθείσας της παραλαβής αυτών ή των πωληθέντων εμπορευμάτων από την πλευρά της αγοράστριας εταιρείας, αντιστοίχως (ΑΚ 345, 361), για δε τους νόμιμους τόκους επιδικίας που καταβάλλονται και σε περίπτωση αναγνωριστικής αγωγής, κατ’ άρθρο 346 ΑΚ, ως ισχύει μετά τον Ν.4055/2012 -χωρίς να συντρέχει η αντίθετη εξαιρετική περίπτωση υπό τους όρους του άρθρου αυτού- από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και εντεύθεν και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης, επισημαίνοντας ότι εφόσον πρόκειται για οφειλή σε αλλοδαπό νόμισμα, ο τόκος, ως παροχή ομοειδής προς το κεφάλαιο, υπολογίζεται στο οφειλόμενο αλλοδαπό νόμισμα (δολάριο ΗΠΑ), όμως στην Ελλάδα καταβάλλεται σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ευρώ στον χρόνο και τον τόπο της πληρωμής (ΑΠ 1169/1997 ΕλλΔνη 40.347, ΠολΠρΠειρ 236/2017 αδημ. στον νομικό Τύπο). Εξάλλου, πρέπει τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στην παρούσα δίκη (άρθρο 179 ΚΠολΔ), κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ενόψει δε και της μερικής νίκης και μερικής ήττας μεταξύ των διαδίκων πλευρών, ανάλογα με την έκτασης της νίκης και της ήττας τους, αντιστοίχως (άρθρο 178 παρ.1 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης, καθόσον δε οι εναγόμενοι (εκ των οποίων η πρώτη ηττήθηκε, αλλά ο δεύτερος νίκησε έναντι της ενάγουσας) παραστάθηκαν με κοινό δικόγραφο προτάσεων στη δίκη. Τέλος, επειδή το έννομο συμφέρον δεν κρίνεται εκ των προτέρων, αλλά ενόψει συγκεκριμένου περιεχομένου προσβαλλόμενης απόφασης -στην έκταση που προσβληθεί- σε σύγκριση προς το περιεχόμενο της συγκεκριμένης ανακοπής, λαμβανομένων υπόψη και των ισχυρισμών του ανακόπτοντος, έτσι ώστε να διαπιστωθεί η ύπαρξη βλάβης του από την προσβαλλόμενη απόφαση και να αξιολογηθεί αν η ανακοπή αποτελεί ικανό και αναγκαίο μέσο για την αποτροπή της βλάβης του, με συνέπεια μόνο το δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας να έχει την εξουσία, ερευνώντας το παραδεκτό της, να αποφανθεί για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος (ΟλΑΠ 15/2001 ΤΝΠ Νόμος), πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση που η ερημοδικαζόμενη πρώτη εναγομένη ασκήσει ανακοπή κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης εναγομένης και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.

            ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της απολιπομένης πρώτης εναγομένης κατά της απόφασης αυτής, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς όλες τις νομικές βάσεις της έναντι του δεύτερου εναγόμενου.

            ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της απόφασης, έναντι της πρώτης εναγομένης.

            ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή έναντι της πρώτης εναγομένης εταιρείας.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης εταιρείας ως αγοράστριας-αντισυμβαλλομένης στις επίδικες συμβάσεις πώλησης, στις οποίες αντιπροσωπεύτηκε από τη διαχειρίστριά εταιρεία “….” ως άμεση αντιπρόσωπό της, καθώς και ως πλοιοκτήτριας του υπό σημαία .. φορτηγού πλοίου με το όνομα “…”, νηολογίου …, εφοδιασθέντος με τα πωληθέντα εμπορεύματα, να καταβάλει στην ενάγουσα εταιρεία, ως πωλήτρια των επίδικων εμπορευμάτων, το συνολικό ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα τριών και πέντε σεντς (26.273,05) δολαρίων ΗΠΑ ή το ισάξιο αυτού ποσό σε ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ-δολαρίου ΗΠΑ που θα ισχύει κατά τον χρόνο πληρωμής των επίδικων τιμολογίων, ως οφειλόμενο τίμημα από τις μεταξύ τους επίδικες επιμέρους συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων στο εν λόγω πλοίο, με βάση τα αντίστοιχα επίδικα τιμολόγια, νομιμοτόκως αφότου έκαστο εκ των επιμέρους αναφερομένων σε έκαστο τιμολόγιο ποσό τιμήματος πώλησης κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, για μεν τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από την επομένη ημέρα της παρέλευσης της δήλης ημέρας πληρωμής των επιδίκων τιμολογίων, ήτοι από την επομένη ημέρα της παρέλευσης της 60νθήμερης προθεσμίας εκ της εκδόσεως εκάστου από την ενάγουσα, όπως εκτίθενται οι ημερομηνίες εκδόσεώς τους στην αγωγή, προηγηθείσας της παραλαβής αυτών ή των πωληθέντων εμπορευμάτων από την πλευρά της αγοράστριας εταιρείας, αντιστοίχως, για δε τους νόμιμους τόκους επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και εντεύθεν, και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως,

 ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ  στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις      -12-2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ