Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

TMHMA ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

 

Αριθμός Απόφασης

    4319 /2019

 (ΓΑΚ/ΕΑΚ 7863/3455/2018)

ΤΟ  ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 5η Φεβρουαρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… η οποία εδρεύει στον ……… οδός … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αθηνών, δυνάμει του από 20-11-2018 πληρεξουσίου, Ιωάννης Αθανασάς (ΑΜ/ΔΣΑ 28916), που υπέβαλε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αθηνών, δυνάμει του από 16-11-2018 πληρεξουσίου Νικόλαος Σαντιπαντάκης (ΑΜ ΔΣΑ 5051), που υπέβαλε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και ο οποίος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 09-07-2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 7863/2018 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 3455/2018, και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 28-01-2019 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.

Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ζ ΚΠολΔ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση αγωγή της εκθέτει η ενάγουσα ότι δραστηριοποιείται στον τομέα της ναυτιλίας και των μεταφορών και αναλαμβάνει μεταξύ άλλων την πρακτόρευση θαλάσσιων και χερσαίων μεταφορών προϊόντων και εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων. Ότι στο πλαίσιο της ανωτέρω δραστηριότητάς της διατηρούσε με τον εναγόμενο διαρκή επί σειρά ετών συνεργασία, κατά την οποία αναλάμβανε και οργάνωνε για λογαριασμό του αντί αμοιβής (πρακτορικά δικαιώματα) μεταφορές εμπορευμάτων δια θαλάσσης, για τις οποίες συνάπτονταν οι σχετικές συμβάσεις. Ότι πριν την πραγματοποίηση της κάθε μεταφοράς εμπορευμάτων η ίδια υπέβαλε, κατόπιν σχετικού αιτήματος του εναγομένου, οικονομική προσφορά αναφορικά με τον ναύλο, τα πρακτορικά της δικαιώματα κλπ και εν συνεχεία ο εναγόμενος της ανέθετε τη μεταφορά, για την οποία εξέδιδε τα σχετικά τιμολόγια επί πιστώσει και του τα απέστελλε προς πληρωμή, ενώ παράλληλα τηρούσε στο μηχανογραφημένο λογιστήριό της απλό δοσοληπτικό λογαριασμό, όπου χρέωνε το ποσό κάθε τιμολογίου και πίστωνε τις καταβολές, στις οποίες ο τελευταίος προέβαινε. Ότι προς πιστοποίηση των ανωτέρω, (η ενάγουσα) εξέδωσε τα αναλυτικά αναφερόμενα και επισυναπτόμενα αποτελούντα ενιαίο κείμενο στην αγωγή τιμολόγια, και δη για τις συμβάσεις μεταφοράς που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων εκδόθηκαν τα υπ’ αριθμ. … τιμολόγια, συνολικής αξίας 12.718,97 ευρώ, στα οποία αναφέρονται το μεταφορικό μέσο, το λιμάνι αναχώρησης και προορισμού, το ταξίδι και η ημερομηνία του, ο ναύλος, το ποσό της φορτοεκφόρτωσης και η συνοπτική διασάφηση εισόδου με επιπλέον χρέωση, σε όλα δε τα ανωτέρω περιλαμβάνεται ΦΠΑ. Περαιτέρω, (η ενάγουσα) εκθέτει ότι ανέθετε τη μεταφορά των εμπορευμάτων στις ναυτιλιακές εταιρείες που συνεργάζεται, οι οποίες βάσει του μεταξύ τους ναυλοσυμφώνου την επιβάρυναν, σε περίπτωση καθυστέρησης επιστροφής των κοντέινερ ή μη καθαρισμού αυτών από τον εναγόμενο, καθώς τα εν λόγω γεγονότα είχαν ως αποτέλεσμα την μεγαλύτερη παραμονή του πλοίου στο λιμάνι. Ότι τα ανωτέρω ελάμβαναν χώρα συχνά, με συνέπεια να υποχρεωθεί η ίδια να καταβάλει τις αντίστοιχες χρεώσεις στις ναυτιλιακές εταιρείες για λογαριασμό του εναγομένου. Ότι κατά τη συμφωνία της με τον εναγόμενο εξέδιδε τιμολόγια με τις χρεώσεις αυτές, οι οποίες είχαν προκύψει με δική του υπαιτιότητα, προκειμένου να της καταβάλει το αντίστοιχο ποσό. Ότι για τον λόγο αυτό εξέδωσε τιμολόγια προς τις εταιρείες … συνολικής αξίας 23.668,72 ευρώ, τα οποία ενσωματώνει στην αγωγή του και στα οποία αναφέρονται αναλυτικά οι χρεώσεις, οι τιμές μονάδας, ο αριθμός των ημερών και η συνολική χρέωση, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Τέλος, ότι παρότι η ίδια τήρησε τα συμφωνηθέντα, απέστειλε τα αντίστοιχα τιμολόγια στον εναγόμενο, ο τελευταίος δε, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της και παρά την επίδοση σε αυτόν της από 15-06-2018 εξώδικης όχλησής του, αρνείται να της εξοφλήσει το ως άνω συνολικό ποσό των ανωτέρω τιμολογίων. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν παραδεκτής διόρθωσης της αγωγής κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ (ως προς το αιτούμενο ποσό) η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος για την ανωτέρω αιτία να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 36.387,69 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την πάροδο 15 ημερών από την επίδοση της από 15-06-2018 εξώδικης όχλησής του, ήτοι από τις 30-06-2018, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή εν γένει της δικαστικής της δαπάνης. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίσιν αγωγή, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 33 και 321 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου, δοθέντος ότι τα επίδικα τιμολόγια, τα οποία αποτελούν τη βάση της αγωγικής αξίωσης, επισυνάπτονται στην αγωγή και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής, σε αυτά δε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αναφέρονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τον προσδιορισμό της απαίτησης. Ακολούθως, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 346, 681 επ. ΑΚ, 84, 108,119 ΚΙΝΔ, 176, ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, καθώς για το αντικείμενό της καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. το υπ’ αριθμ. … διπλότυπο ηλεκτρονικό παράβολο, σε συνδυασμό με την από 05-12-2018 απόδειξη πληρωμής της τράπεζας …

Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ, το διαπλαστικό δικαίωμα της προτάσεως συμψηφισμού δημιουργείται από τότε που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Από το χρονικό αυτό σημείο, παρέχεται κατά νόμο η δυνατότητα αφενός στο δικαιούχο της (αντ)απαιτήσεως να αποσβέσει μονομερώς την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, αφετέρου στους δανειστές και οφειλέτες να προβούν σε συμβατικό συμψηφισμό (συμβιβασμό). Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων αναδρομικά, δηλαδή από τότε που συνυπήρξαν. Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 262 §1 και 222 §2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού ή η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να γίνεται αναφορά με τρόπο σαφή και ορισμένο των περιστατικών που θεμελιώνουν κατά νόμο την προβλεπόμενη σε συμψηφισμό ληξιπρόθεσμη και ομοειδή ανταπαίτησή του κατά του δανειστή, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα αναπλήρωσης και κατ` ακολουθία θεραπείας της για το λόγο αυτόν αοριστίας της ένστασης με αναφορά σε άλλα έγγραφα, που αναφέρονται τα περιστατικά αυτά, με ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή των όσων ισχύουν για το ορισμένο της αγωγής. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού ή η ένσταση συμψηφισμού, πρέπει να διαλαμβάνεται σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, ήτοι πρέπει να αναφέρεται: α) περιγραφή, χρόνος γέννησης και το ποσό των αμοιβαίων απαιτήσεων που προτείνονται σε συμβιβασμό (ΑΠ 793/2005 Δνη 49. 205), β) ότι οι απαιτήσεις είναι ομοειδείς (ΑΠ 386/1978 ΝοΒ 27. 174), γ) ότι οι απαιτήσεις είναι υποστατές και έγκυρες (ΑΠ 181/1995 Δνη 1996. 1344) και δ) ότι οι αξιώσεις είναι ληξιπρόθεσμες και αγώγιμες (Εφ 390/2014 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ «Η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή». Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με τα άρθρα 106 και 216 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στοιχεία για την πληρότητα του σχετικού περί εξοφλήσεως ισχυρισμού είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος της καταβολής, δηλαδή η αιτία, το ποσό και ο χρόνος της κάθε καταβολής, εάν έγιναν περισσότερες (ΑΠ 882/2013, ΑΠ 191, 192, 193/2011, ΑΠ 339/2011, ΑΠ 250/2002, ΕφΠειρ 597/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 143/2008 ΕΠΙΣΚΕΔ 2008 571).

Επειδή, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού αυτή τείνει στην ανατροπή μιας κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να επιφέρει επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και, μάλιστα, ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγομένη επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην έλασσον του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 10/2012, ΟλΑΠ 8/2001). Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που επιφέρει η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 10/2012, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 351/2011).

O εναγόμενος αρνείται την αγωγή και περαιτέρω προβάλλει ισχυρισμούς. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι κατέβαλε τμηματικά στην ενάγουσα το ποσό των 9.500 ευρώ για εγγυήσεις σταλιών και καλή εκτέλεση των μεταξύ τους συμφωνιών, για το οποίο μάλιστα αναφέρει τον συγκεκριμένο χρόνο και το ύψος κάθε μερικότερης καταβολής και ότι από τις χρηματικές αυτές εγγυήσεις καλύπτεται αντίστοιχο ποσό σταλιών, το οποίο βέβαια αρνείται ότι κατέβαλε η ενάγουσα, ωστόσο προτείνει για το ποσό αυτό την ένσταση συμψηφισμού. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι με κάθε παραγγελία μεταφοράς εμπορευμάτων προς την ενάγουσα, οι εκπρόσωποι της τελευταίας πάντα ελάμβαναν υπόψη το προηγούμενο υπόλοιπό του και ο ίδιος παρέδιδε αντίστοιχες επιταγές του εξάμηνης συνήθως διάρκειας τμηματικά, οι οποίες όλες πληρώνονταν κανονικά. Ότι ο ίδιος καλόπιστα, καταβάλλοντας τα ποσά που η ίδια η ενάγουσα του υποδείκνυε, συμφωνούσε και πίστευε ότι εξοφλούσε πάντοτε τα προηγούμενα υπόλοιπα του λογαριασμού, ώστε να μην οφείλεται τίποτα στο κλείσιμο της συνεργασίας τους. Ότι στα παλαιότερα χρέη, στα οποία καταλογίζονταν οι κατά τα ανωτέρω καταβολές του, περιλαμβάνονται και τα επίδικα. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ο οποίος επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 440 επ. ΑΚ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι δεν περιέχει τα στοιχεία που αναφέρονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη για να είναι παραδεκτή ως ένσταση συμψηφισμού, ήτοι α) περιγραφή, χρόνο γέννησης και το ποσό των αμοιβαίων απαιτήσεων που προτείνονται σε συμβιβασμό, β) ότι οι απαιτήσεις είναι ομοειδείς, γ) ότι οι απαιτήσεις είναι υποστατές και έγκυρες και δ) ότι οι αξιώσεις είναι ληξιπρόθεσμες και αγώγιμες, ενώ πέραν τούτων, ο εναγόμενος αφενός αρνείται ότι η ενάγουσα κατέβαλε ποσό για σταλίες εξαιτίας δικής του καθυστέρησης, αφετέρου εκθέτει, ότι κι αν ακόμη η ενάγουσα έχει καταβάλει τέτοιο ποσό, ο ίδιος το έχει εξοφλήσει, ισχυρισμός ο οποίος είναι αντιφατικός. Εξάλλου, εαν η ένσταση αυτή εκληφθεί ότι συνιστά ένσταση εξόφλησης ομοίως είναι απορριπτέα ως αόριστη, καθόσον δεν γίνεται καμία περαιτέρω εξειδίκευση των περιστατικών που κατά νόμο στηρίζουν την ένσταση εξόφλησης, ήτοι ο εναγόμενος δεν αναφέρει το χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο εξόφλησε την ενάγουσα, δηλαδή με μια ή με περισσότερες καταβολές, πότε έγιναν αυτές, ποιο ποσό αφορούσαν, από ποια αιτία και ποιο από τα περισσότερα αιτούμενα ποσά εξοφλήθηκε με αυτές, ποιες ήταν οι επιταγές, δυνάμει των οποίων εξοφλήθηκαν τα επίδικα τιμολόγια κ.ο.κ. Περαιτέρω, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα ασκεί τις ένδικες αξιώσεις της εκδικητικά, λόγω της διακοπής της πολύχρονης συνεργασίας τους, με σκοπό να τον πλήξει οικονομικά, παρότι από τη μεταξύ τους συνεργασία η ίδια αποκόμιζε περί τα 250.000 – 300.000 ευρώ ετησίως και συνολικά πάνω από 2.000.000 ευρώ. Ο ισχυρισμός ωστόσο αυτός, που τείνει να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι τα πραγματικά περιστατικά που ο εναγόμενος επικαλείται, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να θεμελιώσουν την καταλυτική της αγωγής ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, όπως αυτή αναλύθηκε ανωτέρω.

Από την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει η ενάγουσα, με πρωτοβουλία της οποίας ελήφθη αυτή, ύστερα από προηγούμενη εμπρόθεσμη (πριν από 2 τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ) κλήτευση της αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Μ. Σ.), την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει ο εναγόμενος, με πρωτοβουλία του οποίου ελήφθη αυτή, ύστερα από προηγούμενη εμπρόθεσμη (πριν από 2 τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ) κλήτευση της αντιδίκου του (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Ε. Α.), από την συνεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκόμισαν μετ’ επικλήσεως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφ’ όσον επιτρέπεται η εμμάρτυρος απόδειξη κατά τις διατάξεις των άρθρων 269 παρ. 1, 270 παρ. 2, 393, 394 εδ. α’ και δ’, 395 του ΚΠολΔ, ανεξαρτήτως αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου κατά το άρθρο 270 παρ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 363/2001, ΕλλΔνη 43, σελ. 18, ΑΠ 320/1999, ΕλλΔνη 40, σελ.1310, ΑΠ 1021/1998, ΕλλΔνη 39, σελ.1553), μερικά εκ των οποίων μνημονεύονται ειδικότερα παρακάτω, χωρίς, όμως, να παραλείπεται κανένα απολύτως κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης, καθώς και από τις ομολογίες, που συνάγονται από τις έγγραφες προτάσεις της εναγομένης κατά τις διατάξεις των άρθρων 261 και 352 του ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της ναυτιλίας και των μεταφορών και αναλαμβάνει μεταξύ άλλων την πρακτόρευση θαλάσσιων και χερσαίων μεταφορών προϊόντων και εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων, διατηρούσε με τον εναγόμενο μακροχρόνια συνεργασία, στο πλαίσιο της οποίας αναλάμβανε και οργάνωνε για λογαριασμό του αντί αμοιβής (πρακτορικά δικαιώματα) μεταφορές εμπορευμάτων δια θαλάσσης. Κατά τη συνήθεια των μερών, πριν την πραγματοποίηση της κάθε μεταφοράς εμπορευμάτων η ενάγουσα υπέβαλε, κατόπιν σχετικού αιτήματος του εναγομένου, οικονομική προσφορά αναφορικά με τον ναύλο, τα πρακτορικά της δικαιώματα κλπ και εν συνεχεία ο εναγόμενος της ανέθετε τη μεταφορά, για την οποία εξέδιδε τα σχετικά τιμολόγια επί πιστώσει και του τα απέστελλε προς πληρωμή. Ο εναγόμενος κατέβαλε τμηματικά το τίμημα των εκτελεσθέντων μεταφορών ή εγχείριζε στην ενάγουσα μεταχρονολογημένες επιταγές έναντι πληρωμής των οφειλομένων. Μεταξύ των εκδοθέντων τιμολογίων για τις εκτελεσθείσες από την ενάγουσα μεταφορές κατ’ εντολή του εναγομένου, περιλαμβάνονται και τα τιμολόγια με αριθμούς … ποσού 5.744,73 ευρώ, … ποσού 1.914,91 ευρώ και … ποσού 5.059,33 ευρώ, ήτοι συνολικής αξίας 12.718,97 ευρώ, στα οποία αναφέρονται το μεταφορικό μέσο, το λιμάνι αναχώρησης και προορισμού, το ταξίδι και η ημερομηνία του, ο ναύλος, το ποσό της φορτοεκφόρτωσης και η συνοπτική διασάφηση εισόδου με επιπλέον χρέωση, σε όλα δε τα ανωτέρω περιλαμβάνεται ΦΠΑ. Την αξία των ανωτέρω τιμολογίων δεν κατέβαλε ο εναγόμενος στην ενάγουσα. Περαιτέρω, η ενάγουσα ανέθετε τη μεταφορά των εμπορευμάτων στις ναυτιλιακές εταιρείες που συνεργαζόταν, οι οποίες βάσει του μεταξύ τους ναυλοσυμφώνου, σε περίπτωση που ο εναγόμενος καθυστερούσε να επιστρέψει τα κοντέινερ που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά των εμπορευμάτων του ή επέστρεφε αυτά μη κατάλληλα προς χρήση από τον επόμενο πελάτη τους, επιβάρυναν την ενάγουσα με πρόσθετες χρεώσεις, τις οποίες η τελευταία μετακυλούσε στον εναγόμενο, δοθέντος ότι αυτές προέκυψαν από δική του υπαιτιότητα. Για την ανωτέρω αιτία εξέδωσε η ενάγουσα τιμολόγια προς τις εταιρείες … συνολικής αξίας 23.668,72 ευρώ, τα οποία ενσωματώνονται στην αγωγή και περιλαμβάνονται αναλυτικά οι χρεώσεις, οι τιμές μονάδας, ο αριθμός των ημερών και η συνολική χρέωση, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Συγκεκριμένα η ενάγουσα εξέδωσε προς τον εναγόμενο α) για τις χρεώσεις από την εταιρεία … το υπ’ αριθμ… τιμολόγιο, β) για τις χρεώσεις της εταιρείας … τα υπ’ αριθμ. …, …, … … και … τιμολόγια, γ) για τις χρεώσεις της εταιρείας … τα υπ’ αριθμ. … τιμολόγια, δ) για τις χρεώσεις της εταιρείας … τα υπ’ αριθμ. …, … …, … και ε) για τις χρεώσεις της εταιρείας …α υπ’ αριθμ. ……… τιμολόγια, συνολικού ποσού 23.668,72 ευρώ. Συνολικά επομένως, για όλες τις ανωτέρω αιτίες, ο εναγόμενος οφείλει το ποσό των (12.718,97 + 23.668,72 =) 36.387,69 ευρώ. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, αν και δέχτηκε τις υπηρεσίες της ενάγουσας εκδοθέντων για τον λόγο αυτό των ανωτέρω τιμολογίων δεν κατέβαλε το οφειλόμενο εξ αυτών ποσό, εξακολουθεί επομένως να οφείλει για τις ανωτέρω αιτίες στην ενάγουσα το ποσό των 36.387,69 ευρώ. Η ενάγουσα ισχυρίζεται, ότι απέστειλε στον εναγόμενο την από 15-06-2018 εξώδικη όχλησή της, ωστόσο η εν θέματι όχληση και η έκθεση επίδοσης αυτής δεν προσκομίζονται, προκειμένου να διαπιστωθεί από το δικαστήριο το περιεχόμενό της και εάν αυτή έφερε τα απαραίτητα στοιχεία για την έναρξη της τοκοφορίας της απαίτησης της ενάγουσας κατ’ άρθρο 343 ΑΚ. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει, στην ενάγουσα το ποσό των 36.387,69  ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής. Τέλος, ο εναγόμενος, ο οποίος ηττάται, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας (βλ. άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτι0ον κό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της παρούσας.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το πόσο των τριάντα έξι χιλιάδων, τριακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (36.387,69), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις              31-12-2019.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ