Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης

1254/ 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 7711/3384/9-7-2018 Κλήση)

 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 6369/3117/13-6-2017 Αγωγή)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 9 Οκτωβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στον Π……. (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. …  Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Πειραιά,  η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Νικόλαου Λύγουρη (Α.Μ. ΔΣΑ : 17426) .

ΤΩΝ ΚΑΘ’ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Της ναυτιλιακής εταιρείας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «….», που εδρεύει στον Π…… (οδός …) ,νομίμως εκπροσωπουμένης από τον … του … και της …, κατοίκου Π…… (οδός … και 2) … του … και της …, κατοίκου Π….. (οδός …, που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο η μεν πρώτη δια, ο δε δεύτερος μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ευάγγελου Παπαλάμπρου (Α.Μ. ΔΣΑ : 18774).

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-5-2017 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :6369/3177/13-6-2017, προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 28ης-11-2017, ότε συζητήθηκε και εξεδόθη η υπ’αριθμ.2926/2018 παραπεμπτική-μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 2-7-2018 με Γ.Α.Κ./ΕΑ.Κ. : 7711/3384/9-7-2018 κλήση της ενάγουσας, η οποία προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο όπως προαναφέρθηκε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Στην προκειμένη περίπτωση νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 2-7-2018 με Γ.Α.Κ./ΕΑ.Κ. : 7711/3384/9-7-2018 κλήση της ενάγουσας, -η οποία προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο-, η υπό κρίση από 23-5-2017 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :6369/3177/13-6-2017, προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 28ης-11-2017, ότε συζητήθηκε και εξεδόθη η υπ’αριθμ.2926/2018 παραπεμπτική-μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου.

         Ι. Κατ’άρθρο 1011 Α επ. ΚΠολΔ, προβλέπεται ο πλειστηριασμός πλοίου ενώ από τις διατάξεις 1017 επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1005 ΚΠολΔ και 199, 514 και 533 ΑΚ,συνάγεται ότι ο αναγκαστικός πλειστηριασμός, που αποτελεί αιτία παραγώγου κτήσεως της κυριότητας του πλειστηριαζομένου πράγματος, είναι ιδιόρρυθμη σύμβαση εξισούμενη προς πώληση, η οποία περατούται με την αναγκαστική κατακύρωση και στην οποία λογίζεται ως πωλητής μεν ο επισπεύδων, ως αγοραστής δε ο υπερθεματιστής, ο οποίος δεσμεύεται όπως ορίζει το άρθρο 199 ΑΚ και έχει υποχρέωση να καταβάλει το πλειστηρίασμα (ΑΠ 605/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μετά την επιτευχθείσα μεταβίβαση του δικαιώματος επί του πλειστηριασθέντος ο υπερθεματιστής καθίσταται φορέας του με τις εντεύθεν συνέπειες κατά το αξίωμα res petit domino (Ζέπου, Ενοχ. Δ’ Β’ μέρος, παρ. IV, ΑΠ 872/1973 ΝοΒ 22,352). Ειδικότερα,με τη διάταξη του άρθρου 1005 παρ. 1 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι «Από τη στιγμή που ο υπερθεματιστής καταβάλει το πλειστηρίασμα, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού του δίνει περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την κατακύρωση, και αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα που είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση», ο υπερθεματιστής θεωρείται ειδικός διάδοχος του καθ’ού η εκτέλεση, τον οποίο και διαδέχεται στα δικαιώματά του.Έτσι, με τον πλειστηριασμό δεν δημιουργείται νέο δικαίωμα υπέρ του υπερθερματιστή, αλλά αυτός ως ειδικός διάδοχος παραλαμβάνει το πράγμα με όσα δικαιώματα σ’ αυτό κατά το χρόνο του πλειστηριασμού είχε ο καθ’ού η εκτέλεση (ΑΠ 1036/2009, ΑΠ 242/2000,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) τον οποίο ο υπερθεματιστής διαδέχεται στο δικαίωμα, χωρίς ωστόσο να βαρύνεται και με τις ενοχικές υποχρεώσεις του καθ’ού η εκτέλεση, με βάση τις οποίες τρίτος έχει δικαίωμα κατοχής και χρήσης, ή κάρπωσης του πλειστηριαζόμενου πράγματος, αφού αυτός ο ίδιος δεν συνδέεται ενοχικά με τον δικαιούχο (κατ’αντιδιαστολή από το άρθρο 1009 ΚΠολΔ).Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 1017 παρ.4 ΚΠολΔ, ο υπερθεματιστής παίρνει τα ωφελήματα και φέρει τα βάρη του πράγματος από την κατακύρωση, όπου βάρη εννοούνται τα αναφερόμενα στο άρθρο 965 ΑΚ όπως φόροι και εισφορές, κλπ, ενώ στα ωφελήματα περιλαμβάνονται και τα μισθώματα (άρθρο 963 ΑΚ). Διαφορετική των ανωτέρω είναι η διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ που εφαρμόζεται και επί μεταβίβασης πλοίου ως ομάδα περιουσίας και δη ως μοναδικού περιουσιακού στοιχείου, βάσει της οποίας δημιουργείται από το νόμο ακόμη και χωρίς τη θέληση των μερών, ευθύνη του αποκτώντος για τα χρέη της περιουσίας ή επιχείρησης μέχρι της αξίας που είχαν τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία κατά το χρόνο της μεταβίβασης και η εκ του νόμου απαίτηση του δανειστή κατά του αποκτώντος το πλοίο ως σύνολο περιουσίας είναι εξωσυμβατική ενοχή.

ΙΙ. Περαιτέρω, η διοίκηση αλλότριων ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 730-739 ΑΚ ως ενοχή εξωδικαιοπρακτική, που παράγεται αμέσως από το νόμο μεταξύ του διοικητή και του κυρίου της υπόθεσης και μάλιστα από μόνο το γεγονός ότι ο διοικητής χειρίζεται και διοικεί ξένη υπόθεση χωρίς να έχει δικαίωμα ή σχετική υποχρέωση. Οι διατάξεις αυτές διακρίνουν μεταξύ γνήσιας και μη γνήσιας διοίκησης αλλότριων, ενώ και η γνήσια διοίκηση αλλότριων διακρίνεται σε θεμιτή και αθέμιτη (ΑΠ 784/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η έννοια της γνήσιας διοίκησης αλλότριων δίνεται από τη διάταξη του άρθρου 730 επ.ΑΚ, κατά την οποία όποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να τη διεξάγει προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέλησή του, δεν λαμβάνεται δε υπόψη αντίθετη θέληση του τελευταίου για τη διοίκηση της υπόθεσής του, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στα χρηστά ήθη. Εφόσον ο διοικητής ανέλαβε τη διοίκηση της ξένης υπόθεσης προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση κυρίου πρόκειται για γνήσια θεμιτή διοίκηση αλλότριων και ο διοικητής έχει κατά το άρθρο 736 ΑΚ το δικαίωμα να ζητήσει από τον κύριο τις δαπάνες της διοίκησης και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως. Πραγματική μεν βούληση υπάρχει, όταν ο κύριος της υπόθεσης έχει εκφρασθεί περί της ανάγκης διενέργειας των πράξεων. Εικαζόμενη δε, βούληση είναι όχι εκείνη την οποία μπορεί να εικάσει ο διοικητής, αλλά η βούληση που μπορεί να θεωρηθεί σε παρόμοιες περιστάσεις, αντικειμενικά ερευνώμενες, ως τέτοια του κυρίου της υπόθεσης διαφορετικά πρόκειται για γνήσια μεν, αθέμιτη όμως διοίκηση αλλότριων και ο διοικητής δικαιούται κατά το άρθρο 737 ΑΚ να ζητήσει μόνο την απόδοση των δαπανών του κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Αντίθετα πρόκειται για μη γνήσια διοίκηση αλλότριων όταν ο διοικητής διοικεί την ξένη υπόθεση σαν δική του, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για ξένη, οπότε κατά το άρθρο 739 ΑΚ και με την επιφύλαξη της τυχόν ευθύνης του από αδικοπραξία έχει και πάλι τις υποχρεώσεις από τη διοίκηση αλλότριων, ενώ δαπάνες έχει δικαίωμα να απαιτήσει μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Η διοικούμενη υπόθεση μπορεί να είναι εν μέρει ίδια του διοικητή και εν μέρει αλλότρια. Αντικειμενικώς δε λογίζεται αλλότρια η υπόθεση όταν ανήκει, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, στον κύκλο των συμφερόντων τρίτου προσώπου. Ενόψει αυτών, στοιχεία της αγωγής, στην πρώτη περίπτωση (της γνήσιας διοίκησης) είναι: 1) η αυθόρμητη ανάληψη της διοικήσεως αλλότριας υπόθεσης, χωρίς τη ρητή εντολή του κυρίου αυτής, 2) η, κατά το συμφέρον του κυρίου και κατά την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση αυτού, διεξαγωγή της υπόθεσης και 3) οι δαπάνες που υποβλήθηκε κατά την κανονική διεξαγωγή της υπόθεσης. Αντίθετα ο εναγόμενος (κύριος της υπόθεσης), μπορεί να επικαλεσθεί, κατ’ ένσταση, είτε ότι δεν υπήρξε διοίκηση αλλά εντολή ή νόμιμος λόγος διαχείρισης, είτε ότι η διοίκηση δεν έγινε προς το συμφέρον του, αλλά ότι ο διοικητής ενήργησε ιδιοτελώς προς ίδιο συμφέρον, είτε ότι υπήρχε αντίθετη (πραγματική ή εικαζόμενη) βούλησή του την οποία ο διοικητής είχε διαγνώσει ή μπορούσε να διαγνώσει. Την τελευταία ένσταση μπορεί να αντικρούσει ο διοικητής, αντενιστάμενος ότι η αντίθετη θέληση του κυρίου ήταν ενάντια στο νόμο ή τα χρηστά ήθη.

ΙΙΙ. Τέλος, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216 ΚΠολΔ η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη. Η αοριστία δε αυτή με την έννοια της ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε μπορεί σε αυτή να γίνει επιφύλαξη διόρθωσης ή συμπλήρωσης από την προσαγωγή ή εκτίμηση αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο .Αν δε το δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή ως αόριστη μολονότι το δικόγραφό της σε ότι αφορά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική αιτία, είναι ορισμένο και δεν προβαίνει στην κατ’ ουσία εξέτασή της, κατά παράβαση της ως άνω δικονομικής διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ. κηρύσσει ακυρότητα του δικογράφου και ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθ.14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1330/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όχι από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., που δημιουργεί λόγο αναίρεσης στην περίπτωση μόνο της νομικής αοριστίας της αγωγής, σε συνδυασμό με ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, και όχι δικονομικού τοιούτου, όπως εκείνη του άρθρου 216 του ΚΠολΔ (ΑΠ 910/2017, ΑΠ 788/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου ναι μεν κατά το άρθρ. 216 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με τα άρθρα 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, αναγκαίο στοιχείο της αγωγής για να είναι αυτή ορισμένη είναι και η πληρότητα της ιστορικής βάσης της, δηλαδή η σαφής έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο όλων των γεγονότων, είτε του εξωτερικού είτε του εσωτερικού κόσμου, που σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια, όμως νομική βάση δεν είναι ανάγκη να περιέχει η αγωγή ούτε η υπαγωγή μ’ αυτή των επικαλούμενων περιστατικών σε συγκεκριμένη νομική διάταξη είναι δεσμευτική για το δικαστήριο, το οποίο αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει το νόμο και προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής, χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις των διαδίκων (ΑΠ 2091/2013, ΑΠ 488/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι, δυνάμει της από 23-12-2002 συμβάσεως μισθώσεως και παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης του …, μίσθωσε από την εταιρεία με την επωνυμία «….» (ήδη μετονομασθείσα ως «….») τον τουριστικό λιμένα Ζέας και ανέλαβε τη διαχείριση και εκμετάλλευσή του από την 1-1-2003 και για σαράντα έτη·. Ότι σύμφωνα με τα άρθρα 28.1 και 28.2 της ως άνω συμβάσεως η εκμισθώτρια εταιρεία εκχώρησε στην ίδια (ενάγουσα) τις απαιτήσεις της για την καταβολή από 1-1-2003 των τελών ελλιμενισμού όλων των σκαφών που περιγράφονται στο παράρτημα  Χ της σύμβασης και τις απαιτήσεις της κατά των μισθωτών για την καταβολή από 1-1-2003 των μισθωμάτων που οφείλουν οι μισθωτές δυνάμει των αντίστοιχων συμβάσεων μίσθωσης που περιγράφονται στο παράρτημα V της σύμβασης. Ότι μεταξύ των σκαφών που ελλιμενίζονταν στον τουριστικό λιμένα Ζέας, συμπεριλαμβανόταν και το υπό ελληνική σημαία επαγγελματικό σκάφος αναψυχής «…», νηολογημένου στο λιμάνι της … με αριθμό νηολογίου …, μήκους 21,44 μ., πλάτους 5,50 μ., βυθίσματος 2,85 μ., ολικής χωρητικότητας 93,24 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 58,02 κόρων που μέχρι την 23-11-2016 που εκπλειστηριάστηκε, ανήκε στην πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή της μονοπρόσωπης ναυτιλιακής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….», νομίμως εκπροσωπουμένης από τον …. Ότι επειδή η ως άνω πλοιοκτήτρια εταιρεία αρνήθηκε να της καταβάλει τα οφειλόμενα τέλη ελλιμενισμού, (η ενάγουσα) πέτυχε την έκδοση της υπ’αριθμ. 86/2010 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί του σκάφους, απαγορεύθηκε ο απόπλους του σκάφους από τον τουριστικό λιμένα της Ζέας και στις 23-11-2016 το σκάφος εκπλειστηριάστηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά Γεώργιου Τριανταφυλλάκη και κατακυρώθηκε έναντι πλειστηριάσματος 121.101 ευρώ στην πρώτη εναγομένη εταιρεία, η οποία το κατέβαλε τμηματικά λαμβάνοντας έκτοτε τα ωφελήματα και τα βάρη του σκάφους. Ότι κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την ανάδειξη της εναγομένης ως υπερθεματίστριας και την κατακύρωση σε αυτή του εκπλειστηριασθέντος σκάφους και ως τις 24-2-2017 που η τελευταία απομάκρυνε το σκάφος από τον τουριστικό λιμένα Ζέας, η ίδια (ενάγουσα) παρείχε προσηκόντως τις κατά το νόμο και τη σύμβαση, υπηρεσίες ελλιμενισμού στο σκάφος , για λογαριασμό κι επωφελεία της εναγομένης προκειμένου αυτό να μην υποστεί βλάβη και να διατηρηθεί στην κατάσταση που βρισκόταν προς εκπλήρωση του προορισμού του, ήτοι από τις 23-11-2016 έως τις 24-2-2017. Ότι τα μηνιαία τέλη ελλιμενισμού του σκάφους σύμφωνα με το τιμολόγιο του … και τις διαστάσεις αυτού καθορίστηκαν δυνάμει του υπ’αριθμ. …/17-11-2015 πρακτικού του Δ.Σ. της (ενάγουσας) και ανήλθαν στο ύψος των 1.264 ευρώ το μήνα πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. 24 % για τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2016 έως 31-12-2016 και από 1-1-2017 έως 31-12-2017, τα οποία ήταν καταβλητέα τοις μετρητοίς εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, όπως αναλυτικώς αναφέρονται στην αγωγή.  Επίσης ότι για τα έτη 2011 έως 2014 τα τέλη ελλιμενισμού για τον τουριστικό λιμένα Ζέας εγκρίθηκαν με την υπ’αριθμ. 2714/2011 απόφαση του Υφυπουργού Τουρισμού και Πολιτισμού, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 421/16-3-2011. Τέλος ότι παρότι η ίδια τήρησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις και παρείχε αδιακώλυτο ελλιμενισμό και λοιπές συναφείς υπηρεσίες ελλιμενισμού στο  ένδικο σκάφος, οι εναγόμενοι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της (ενάγουσας) και την από 28-2-2017 εξώδικη δήλωση που τους κοινοποίησε, δεν της έχουν εξοφλήσει τα αντιστοιχούντα για το χρονικό διάστημα από την 23-11-2016 έως και 24-2-2017 σχετικά τέλη ελλιμενισμού συνολικού ποσού συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 24 %,  5.172,29 ευρώ, όπως τα επιμέρους ποσά προσδιορίζονται αναλυτικώς στην αγωγή κατά τα επιμέρους  χρονικά διαστήματα και τις σχετικές αποδείξεις παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε (η ενάγουσα). Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι,  η  μεν πρώτη ως πλοιοκτήτρια, ο δε δεύτερος ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος εξ αυτών το συνολικό ποσό των 5.172,29 ευρώ, εντόκως από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο ήταν καταβλητέο, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή του και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην δικαστική της δαπάνη . Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, για το παραδεκτό της παράστασης της οποίας, προσκομίζονται τα υπ’αριθμ. … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Πειραιώς και τα υπ’αριθμ. …/17-10-2018 πληρεξούσια της συμβολαιογράφου Αθηνών Αγγελικής Παντελάκη και από 17-10-2017 και 18-10-2017 πληρεξούσια από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων (άρθρα 61 παρ.4 Ν.4194/2013 και 237 παρ.1 σε συνδ.με 96 ΚΠολΔ) και για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε από την ενάγουσα το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. το υπ’ αριθμ.κωδικού e-παράβολο … με την  συνημμένη από 16-10-2017 απόδειξη εκτέλεσης συναλλαγής της Τράπεζας Πειραιώς), παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση προκειμένου να εκδικασθεί κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών των άρθρων 614 επ.ΚΠολΔ παρ.1 , ως ισχύει από 1-1-2016 με το Ν. 4335/2015, καθώς ερείδεται σε αξιώσεις που απορρέουν από σύμβαση με προέχοντα χαρακτήρα αυτό της μίσθωσης καθώς με τον ελλιμενισμό του σκάφους υπήρξε πρωτίστως παραχώρηση της χρήσης του χώρου της Μαρίνας Ζέας ως βασική υποχρέωση της ενάγουσας και ακολούθως φύλαξη αυτού (σκάφους) και  παροχή επιπρόσθετων υπηρεσιών εκ μέρους της (βλ. και ΕφΠειρ 605/2010 ΔΕΕ 2011. 220, ΕφΑθ 10868/1988 ΑρχΝ 1989. 426) στο παρόν Δικαστήριο, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 1β και 2 ΚΠολΔ) απορριπτομένης ως αβάσιμης της ένστασης καθ’ύλην αναρμοδιότητας που προέβαλαν οι εναγόμενοι δεδομένου ότι αναφέρεται ως μηνιαίο μίσθωμα και δη ως μηνιαία τέλη ελλιμενισμού (σελ.3 παρ.Ι.4. της αγωγής) για το επίδικο διάστημα το ποσό των 1.264 ευρώ πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. 24 % και κατά τόπον (άρθρα 25 παρ.2, 33, 37 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Με το περιεχόμενο αυτό όμως και τα αιτήματά της η υπό κρίση αγωγή καθ’ο μέρος αφορά την πρώτη εναγομένη είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη κατά τις διατάξεις περί μίσθωσης, αφενός ελλείψει σχετικής συμβάσεως ελλιμενισμού –μισθώσεως συναφθείσας μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης που να δεσμεύει την τελευταία και να θεμελιώνει ευθύνη της κατά τα άρθρα 574, 595 του ΑΚ- γεγονός άλλωστε που δεν επικαλείται ούτε αρνείται η ενάγουσα- κατά τους γενικούς όρους της αλλά και τους όρους του Ειδικού Κανονισμού λειτουργίας του …, αφετέρου ελλείψει ευθύνης της πρώτης εναγομένης –υπερθεματίστριας-κυρίας αυτού από την από  23-11-2016  καταβολή του πλειστηριάσματος ως ειδικής διαδόχου της προκατόχου της –καθ’ης η εκτέλεση κατά τα άρθρα 1005, 10011Α και 1017 ΚΠολΔ, όσον αφορά τα οφειλόμενα τέλη ελλιμενισμού, τα οποία δεν αφορούν βάρη του εκπλειστηριασθέντος κατά την έννοια των άρθρων 1017 παρ.4 ΚΠολΔ και  965 ΑΚ αλλά ενοχικές υποχρεώσεις της καθ’ής η εκτέλεση που σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας, δεν επιβαρύνουν την πρώτη εναγομένη υπερθεματίστρια. Επίσης ναι μεν σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχεία ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας δεν υπάρχει απαράδεκτη μεταβολή της βάσεως της αγωγής καθ’ο μέρος αφορά τη νομική της βάση, ήτοι τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, πλην όμως η ενάγουσα δεν επικαλείται πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν την αγωγική βάση είτε στο άρθρο 479 ΑΚ, ήτοι ότι υπήρξε μεταβίβαση του ενδίκου πλοίου ως ομάδα περιουσίας και δη ως μοναδικού περιουσιακού στοιχείου της καθ’ής η εκτέλεση στην υπερθεματίστρια πρώτη εναγομένη  βάσει οποίας θα  δημιουργείτο από το νόμο ακόμη και χωρίς τη θέληση των μερών, πραγματοπαγής –εξωσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγομένης ως αποκτούσας, για τα χρέη της περιουσίας (εν προκειμένω του ενδίκου πλοίου από τη σύμβαση ελλιμενισμού) μέχρι της αξίας που είχε κατά το χρόνο της μεταβίβασής του το πλοίο  από και δια του πλοίου, είτε στα άρθρα 730 επ.ΑΚ περί διοίκησης αλλοτρίων, όπως αυτά εκτίθενται στην υπό στοιχεία ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας και στην προκειμένη περίπτωση (της γνήσιας διοίκησης) είναι: 1) η αυθόρμητη ανάληψη της διοικήσεως αλλότριας υπόθεσης, χωρίς τη ρητή εντολή του κυρίου αυτής, 2) η, κατά το συμφέρον του κυρίου και κατά την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση αυτού, διεξαγωγή της υπόθεσης και 3) οι δαπάνες που υποβλήθηκε κατά την κανονική διεξαγωγή της υπόθεσης. Αντίθετη κρίση του Δικαστηρίου δεν μπορεί να προκύψει από την αναφορά της  ενάγουσας το πρώτον στην από 6-11-2017 προσθήκη των προτάσεών της, την οποία ενσωματώνει αυτούσια στις από 9-10-2018 προτάσεις, στις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων, όπου απλώς επαναλαμβάνει τη διατύπωση του νόμου χωρίς τα αντίστοιχα πραγματικά περιστατικά.  Ειρήσθω δε εκ του περισσού ότι, αν η αγωγή τύγχανε ορισμένη και νόμω βάσιμη κατά τις ανωτέρω αγωγικές βάσεις (κατά τα άρθρα 479 ΑΚ ,730 επ.ΑΚ), το παρόν Δικαστήριο θα ήταν καθ’ύλην αναρμόδιο λόγω του αιτούμενου συνολικού ποσού ύψους 5.172,29 ποσού (άρθρο14 παρ.1α ΚΠολΔ) που ανήκει στην υλική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου και δεν θα αφορούσε μισθωτική διαφορά εκδικαζόμενη κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών αλλά κατά την τακτική διαδικασία, ενώ η αντικειμενική  κατά άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ σώρευση ενδοσυμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης των εναγομένων λόγω αντιφατικότητας μεταξύ τους (περ.α) και υπαγωγής  τους σε διαφορετικά καθ’ύλην δικαστήρια και σε διαφορετικό είδος διαδικασίας (περ.δ), θα οδηγούσε στον χωρισμό της εκδίκασης της προκείμενης υπόθεσης. Περαιτέρω, καθ’ο μέρος η υπό κρίση αγωγή αφορά τον δεύτερο εναγόμενο, νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης, φερόμενο ως ευθυνόμενο ενδοσυμβατικώς, είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέα ως παθητικώς ανομιμοποίητη κατά το άρθρο 70 ΑΚ σε συνδ. με τις διατάξεις περί αντιπροσωπεύσεως 211 επ.ΑΚ, ενώ δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν τυχόν εις ολόκληρον εξωσυμβατική ευθύνη του με το νομικό πρόσωπο της πρώτης εναγομένης κατά το άρθρο 71 ΑΚ. Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή στο σύνολό της για αμφότερους τους εναγομένους στο σύνολό της. Λόγω δε  της απόρριψης της αγωγής, παρέλκει η εξέταση των λοιπών αρνητικών ισχυρισμών των εναγομένων (περί αποκλειστικής υπαιτιότητας της ενάγουσας) και  των ενστάσεων αυτών (περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας και περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος) ενώ λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 180, 189 παρ.1 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

          ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

           ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις………………..

χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους .

 

 

          Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ