ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙA
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 33/2019
(Αριθμός Κατάθεσης Δικογράφου 13.041/6469/4-12-2017)
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙA
————————————
Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Δ. Σερετίδη, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Μαρτίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία …, η οποία εδρεύει στο … όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Σταυρούλας Γεωργαλιού.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία … η οποία εδρεύει στην …….στη διεύθυνση … όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Γεωργίου Ζούρου και 2) Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία … η οποία, κατά το καταστατικό της, εδρεύει στις Ν. Μ., πράγματι όμως στην Ελλάδα, επί της οδού … στον ………και εκπροσωπείται νόμιμα., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Ανδρέα –Κωνσταντίνου Τζήμα.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 4-12-2017 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 13041/4-12-2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 6469/4-12-2017, προσδιορίσθηκε, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 16ης Ιανουαρίου 2018, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
- I. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1012§4 ΚΠολΔ, σε περίπτωση πλειστηριασμού κατεσχημένου πλοίου, η σειρά των δανειστών στον πίνακα κατάταξης, γίνεται κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ, κατά δε το άρθρο 9 του τελευταίου κώδικα, το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας την σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει και τα επ’ αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Περαιτέρω, ναι μεν κατά το άρθρο 205 του ίδιου Κώδικα, τα καθοριζόμενα με αυτό προνόμια, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και προηγούνται, σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο του ίδιου άρθρου, της ναυτικής υποθήκης, προκειμένου όμως να προηγηθούν της ίδιας υποθήκης κατά την κατάταξη σε εκλειστηρίασμα που αφορά πλοίο με σημαία αλλοδαπής πολιτείας, πρέπει κατά ρητή επιταγή της προαναφερομένης διατάξεως του άρθρου 9, να έχουν το ίδιο προνομιακό-εμπράγματο χαρακτήρα και κατά το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο (κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα κατάταξης). Η σειρά, όμως, κατατάξεως των εν λόγω προνομίων θα κριθεί κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης (Lex Fori), αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως, αλλ’ αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο. Συνεπώς, αν εκπλειστηριασθεί στην Ελλάδα αλλοδαπό πλοίο, δεν προηγείται της ναυτικής υποθήκης, οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο της σημαίας του πλοίου, παρά μόνο εκείνα που όμοια τους, κατά τη φύση και το χαρακτήρα, προβλέπει το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ (ΑΠ 295/2002, ΑΠ 284/1999). Περαιτέρω, εάν πλοίο με σημαία αλλοδαπή κατασχέθηκε και εκπλειστηριάστηκε στην Ελλάδα, εφόσον οι απαιτήσεις είναι προνομιακές και κατά το δίκαιο της χώρας αυτής, κατατάσσονται, ως προνομιακές, σύμφωνα με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, πριν από την υποθήκη, ανεξάρτητα από τη σειρά κατατάξεώς τους κατά το δίκαιο της εν λόγω χώρας. (ΑΠ 710/1992). Ετσι, αν εκπλειστηριαστεί αλλοδαπό πλοίο στην Ελλάδα, οι απαιτήσεις που είναι εξοπλισμένες με ναυτικό προνόμιο, κατά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, θα καταταγούν στη σειρά που προβλέπει για παρόμοιες, κατά τη φύση και το χαρακτήρα τους απαιτήσεις το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 1012 παρ. 4 του ΚΠολΔ, και μάλιστα πριν από τις απαιτήσεις που εξασφαλίζονται με υποθήκη, μόνον όμως αν το προνόμιο αυτό αναγνωρίζεται από το δίκαιο της χώρας, της οποίας τη σημαία έφερε το πλοίο κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακος κατατάξεως, ενώ στην αντίθετη περίπτωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 του ΚΙΝΔ, δεν θα ληφθεί υπόψη και η αντίστοιχη απαίτηση δεν θα καταταγεί ως προνομιακή, ακόμη και αν η απαίτηση αυτή έχει δημοσιονομικό χαρακτήρα (ΑΠ 466/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 411/2014 ΕλλΔνη 2015.490, ΕφΠειρ 31/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2012.209). Αν η LEX FORI δεν αναγνωρίζει ως προνομιακή την απαίτηση που ασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο κατά το αλλοδαπό δίκαιο της σημαίας, τότε η εν λόγω απαίτηση δεν κατατάσσεται προνομιακά (ΕφΠειρ 270/2006, ΠΕΙΡΝΟΜ 2006. 242, ΕφΠειρ 93/1999, ΕΕμπΔ 1999. 560).
ΙΙ. Κατά το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, «είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξη μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) οι συναφείς προς την ναυσιπλοΐαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, γ) τα έξοδα και αι αμοιβαί λόγω επιθαλασσίου αρωγής διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, δ) αι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμενοι αποζημιώσεις εις τα πλοία, τους επιβάτας και τα φορτία. Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης». Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, προνομιούχες επί του πλοίου και του ναύλου είναι, μεταξύ άλλων και οι απαιτήσεις από συμβάσεως εργασίας του πλοιάρχου και του πληρώματος (ΑΠ 1556/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 533/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 233/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΡΜ 2017.785).
ΙII. Περαιτέρω η Δημοκρατία του Π. (αρ. 1507 Εμπορικού Κώδικα του κράτους αυτού) δεν έχει προσχωρήσει στις Διεθνείς Συμβάσεις των Βρυξελλών της 10-4-1926 και της 27-5-1967 “περί ενοποιήσεως κανόνων τινών αφορώντων στα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες” (International Convention for the Unification of Certain Rules relating to ….and … of 1926 and 1967). Ωστόσο, αρκετές διατάξεις των εν λόγω διεθνών συμβάσεων έχουν περιληφθεί στο εθνικό της δίκαιο, στο οποίο τα συγκεκριμένα ζητήματα διέπονται από τον Κώδικα Ναυτικής Δικονομίας (Maritime Procedural Code, Νόμος No 8 της 30-3-1982) ως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο No 11 της 23-05-1986, το Νόμο No 23 της 01-06-2001 και το Νόμο 12 της 23-01-2009 και ισχύει, καθώς και από το Νόμο 55 του 2008. Σύμφωνα με τον άνω Κώδικα, ένα πλοίο μπορεί να κατασχεθεί (attachment of ship) ή να διαταχθεί δικαστικώς η απαγόρευση του απόπλου του (arrest of ship) για κάθε είδους απαίτηση προερχόμενη από ναυτιλιακή εμπορική συναλλαγή (maritime commerce, maritime trade), υπό τον όρο ότι αυτή στρέφεται σε βάρος του πλοιοκτήτη ή έχει εξασφαλιστεί με ναυτικό προνόμιο επί του πλοίου (…). Αν και στον Κώδικα δεν υπάρχει ρητός ορισμός των ναυτικών προνομίων, ως τέτοια νοούνται οι προνομιούχες απαιτήσεις επί πλοίου ή άλλης ναυτικής περιουσίας αναφορικά με παρασχεθείσες σε αυτό υπηρεσίες ή προκληθείσες από αυτό ζημίες. Το άρθρο 244 του Νόμου 55 του 2008 ορίζει σε περίπτωση πλειστηριασμού πλοίου ως προνομιούχες απαιτήσεις επί αυτού (του πλοίου) και του ναύλου τις εξής: 1) τα δικαστικά έξοδα, τα οποία έγιναν προς το κοινό συμφέρον των ναυτικών πιστωτών, 2) τις δαπάνες αποζημιώσεως και τους μισθούς για την επιθαλάσσια αρωγή και τη διάσωση, οι οποίες οφείλονται για το τελευταίο ταξίδι, 3) τους μισθούς, τις αμοιβές και τις αποζημιώσεις, οι οποίες οφείλονται στον πλοίαρχο και στα μέλη του πληρώματος για το τελευταίο ταξίδι, 4) τη ναυτική υποθήκη, 5) τα ποσά που οφείλονται στο Κράτος για ετήσιους φόρους και τέλη του πλοίου, 6) τους οφειλόμενους στους στοιβαδόρους και στους εργάτες της προκυμαίας μισθούς και αμοιβές, οι οποίοι έχουν συμφωνηθεί αμέσως από τον πλοιοκτήτη, τον εφοπλιστή ή τον πλοίαρχο κατά τη φόρτωση ή εκφόρτωση του πλοίου κατά τον τελευταίο κατάπλου, 7) τις οφειλόμενες αποζημιώσεις για τις ζημίες προκληθείσες από υπαιτιότητα ή από αμέλεια, 8) τα οφειλόμενα ποσά λόγω συνεισφοράς σε κοινές αβαρίες, 9) τα οφειλόμενα ποσά λόγω υποχρεώσεων συναφθεισών για τις ανάγκες ή τον ανεφοδιασμό του πλοίου, 10) το ληφθέν ναυτοδάνειο επί του κύτους του πλοίου και των εξαρτημάτων του για τα εφόδια του εξοπλισμού και την προετοιμασία, εάν η σύμβαση καταρτίστηκε και υπογράφτηκε πριν τον απόπλου του πλοίου από το λιμένα, στον οποίο οι υποχρεώσεις αυτές έχουν συναφθεί, ως και τις ασφαλιστικές εισφορές για τους τελευταίους έξι μήνες, 11) τους μισθούς των πιλότων, των φυλάκων και τις δαπάνες συντηρήσεως και φυλάξεως του πλοίου, των εξαρτημάτων και των εφοδίων του μετά το τελευταίο ταξίδι και την είσοδο στον λιμένα, 12) τις οφειλόμενες αποζημιώσεις στους φορτωτές και τους επιβάτες για πλημμελή παράδοση των φορτωθέντων ή ζημία αυτών, οφειλόμενη στον πλοίαρχο ή το πλήρωμα κατά το τελευταίο ταξίδι και 13) το τίμημα της τελευταίας αγοράς του πλοίου και των οφειλόμενων τόκων των τελευταίων δύο ετών. Σύμφωνα με την άνω διάταξη, προνομιούχες επί του πλοίου και του ναύλου είναι, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις για μισθούς, αμοιβές και αποζημιώσεις, που οφείλονται στον πλοίαρχο και στα μέλη του πληρώματος για το τελευταίο ταξίδι (ΑΠ 1556/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 533/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 233/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΡΜ 2017.785).
III. Σύμφωνα με τα άρθρα 118, 216 και 217 ΚΠολΔ, η από τις διατάξεις των άρθρων 979 παρ. 2, 933 επ. και 585 παρ. 2 ΚΠολΔ ρυθμιζόμενη ανακοπή κατά πίνακα κατατάξεως δανειστών, όπως και κάθε δικόγραφο εισαγωγικό δίκης, πρέπει να είναι σαφής και ορισμένη και να περιέχει τους λόγους της και όλα τα για την πληρότητα της απαιτούμενα στοιχεία, μεταξύ των οποίων και τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν και εξειδικεύουν την απαίτηση του ανακόπτοντος και δικαιολογούν την εκ μέρους αυτού άσκηση της κατά του καθ` ου αυτή απευθύνεται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον τελευταίο να αμυνθεί και στο δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα και την ουσιαστική βασιμότητα της εν λόγω απαίτησης, καθώς και την τυχόν ύπαρξη προνομίου. Στην αντίθετη περίπτωση, η ανακοπή είναι απορριπτέα και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη, η δε αοριστία της δεν είναι δυνατό να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με άλλα έγγραφα και μάλιστα από το περιεχόμενο της αναγγελίας και των εγγράφων που κατατίθενται μέσα στην ίδια με την επίδοση αυτής προθεσμία και αποδεικνύουν την απαίτηση. Οι λόγοι της ανακοπής μπορεί να αναφέρονται: α) στην ύπαρξη τις απαίτησης του δανειστή ή του προνομίου της, οπότε, αν αυτή δεν έχει καταταγεί καθόλου ή ως προνομιακή στον πίνακα κατατάξεως, ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτηση ή το προνόμιο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου, η ουσιαστική βασιμότητα του κατά την απόδειξη και η άμυνα του καθ` ου, β) σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της καταταχθείσης απαιτήσεως του καθ’ ου, γ) σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαιτήσεως του καθ` ου που έχει καταταγεί ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος βαρύνεται με την επίκληση διά των προτάσεων (και με την απόδειξη) των παραγωγικών της απαιτήσεως ή του προνομίου των πραγματικών γεγονότων. Στην τελευταία περίπτωση αρκεί η άρνηση αυτή και μόνο για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, αφού ο καθ` ου πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη, το μέγεθος και τον τυχόν προνομιακό χαρακτήρα της καταταχθείσης απαιτήσεως του (ΕφΠειρ 361/2010, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.236, με εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι σε άσκηση ανακοπής, κατά του πίνακα κατάταξης, νομιμοποιούνται μόνον ο επισπεύδων, οι αναγγελθέντες δανειστές και ο καθ’ ου η εκτέλεση, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον. Τέτοιο συμφέρον θεωρείται ότι έχει ο ανακόπτων, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής του δεν εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου, αλλά συνδέεται συγχρόνως και με τη δυνατότητα κατάταξης του στον πίνακα. Αίτημα της ανακοπής είναι όχι μόνο η ακύρωση, αλλά και η κατάταξη. Γι’ αυτό, το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος, προς άσκηση της ανακοπής, δεν περιορίζεται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου η ανακοπή, αλλά συνδέεται και με τη δυνατότητα κατάταξης του. Έτσι, αν παρά την ακύρωση της κατάταξης και την εξαιτίας αυτής αποβολή του καθ’ ου κριθεί ότι ο ανακόπτων δεν δικαιούται να καταταγεί, η ανακοπή απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της (ΑΠ 1023/2009, ΑΠ 1229/2008 Δίκη 2008, σ.1050, ΑΠ 120/2005 ΝοΒ 2005, σ. 1430, ΕφΠειρ 147/2010, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.241).
- IV. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 979 παρ.2 933 και 585 παρ.2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 216 παρ.1 και 217 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 και 120 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους αυτής, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον καθ’ ου να αμυνθεί και στο δικαστήριο να ελέγξει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της απαιτήσεως καθώς και την ύπαρξη του προνομίου της. Ειδικότερα η ανακοπή, ως εισαγωγικό δικόγραφο της περί την εκτέλεση δίκης, πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαιτήσεως της οποίας ζητείται η κατάταξη και του προνομίου της, δηλαδή παράθεση των πραγματικών περιστατικών τα οποία κατά νόμο θεμελιώνουν την απαίτηση και το προνόμιό της. Η ελλιπής παράθεση των περιστατικών τούτων καθιστά την ανακοπή αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, μη δυνάμενη να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με την αναφορά σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 172/94, 337/98, 1351/98, 1783/2001).
- V. Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη από 4-12-2007 ανακοπή της η ανακόπτουσα εκθέτει ότι στις 25-10-2017 στην Ελευσίνα, διενεργήθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς Χρήστου Γκορίτσα, με επίσπευση της πρώτης των καθ’ ων η ανακοπή και για ικανοποίηση σχετικών απαιτήσεών της, αναγκαστικός πλειστηριασμός του κατασχεθέντος, κατά την 4-4-2017 υπό σημαία Π., πλοίου με την ονομασία … αριθμό νηολογίου Π. …, αριθμό …, κυρία του οποίου ετύγχανε η οφειλέτιδά της (της ανακόπτουσας) αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία … που εδρεύει τυπικά μεν στις Μ., στην πραγματικότητα, όμως, στην…… . Εν συνεχεία, αναφέρει ότι, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος ποσού 3.142.000,10 δολαρίων Η.Π.Α, που επιτεύχθηκε κατά τον πλειστηριασμό, συντάχθηκε από τον προαναφερόμενο υπάλληλο του πλειστηριασμού ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθ… πίνακας κατάταξης δανειστών, σύμφωνα με τον οποίο, αφού αφαιρέθηκαν τα έξοδα της εκτέλεσης, κατατάχθηκαν στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, ως έχουσα ειδικό προνόμιο προνομιακά και τυχαία η δεύτερη των καθ’ ων, για ποσό 120.146,47 ΔολΗΠΑ, προς εξόφληση της αναγγελθείσας απαιτήσεως της και ως ενυπόθηκη δανείστρια προνομιακά και οριστικά η πρώτη των καθ’ ων, για ποσό 3.017.021,64 δολαρίων Η.Π.Α., που αντιστοιχεί σε μέρος της απαίτησής της από δανειακή σύμβαση που συνήψε κατά τη 2-10-2014 με την καθ’ ης η εκτέλεση, για την εξασφάλιση της οποίας ενεγράφη την ίδια ημέρα υποθήκη επί του πλειστηριασθέντος πλοίου. Ακολούθως, ιστορεί ότι στον ίδιο πλειστηριασμό είχε αναγγελθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, χωρίς όμως να καταταγεί, και η ίδια (η ανακόπτουσα) για απαίτηση της κατά της ως άνω πλοιοκτήτριας που απέρρεαν από σύμβαση πώλησης καυσίμων, 48.546 δολαρίων Η.Π.Α., όσο δηλαδή και το μη εξοφληθέν τίμημα της ανωτέρω πωλήσεως, πλέον νομίμων τόκων υπερημερίας και εξόδων. Κατόπιν αυτών, επικαλούμενη ότι η ανωτέρω απαίτηση της είναι εξοπλισμένη με ναυτικό προνόμιο τόσο κατά το δίκαιο της σημαίας του ανωτέρω πλοίου, όσο και κατά το ελληνικό δίκαιο, ζητεί, για τους λόγους που αναφέρει ειδικότερα στο δικόγραφο της ανακοπής της, να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε να καταταγεί αυτή για το σύνολο της προαναφερόμενης αναγγελθείσας απαιτήσεώς της οριστικά και προνομιακά, αφού προηγουμένως αποβληθούν απ’ αυτόν εξολοκλήρου οι καθ’ ων, άλλως κατά το μέρος που οι ανωτέρω απαιτήσεις τους είναι αβάσιμες, επικουρικά δε συμμέτρως για ολόκληρο το ποσό της ανωτέρω αναγγελθείσας απαιτήσεως της.
- VI. Με το περιεχόμενο αυτό η ένδικη ανακοπή, ως προς το κύριο αίτημα της για προνομιακή κατάταξη στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης, είναι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο (III) νομική σκέψη της παρούσας, αόριστη και εκ τούτου απορριπτέα ως απαράδεκτη. Και τούτο, διότι στο δικόγραφο αυτής δεν εκτίθενται με πληρότητα τα θεμελιωτικά και εξειδικεύοντα την απαίτηση της ανακόπτουσας πραγματικά περιστατικά, βάσει της οποίας ζητεί την προνομιακή της κατάταξη στον προσβαλλόμενο πίνακα. Ειδικότερα, καίτοι γίνεται επίκληση της έννομης σχέσης από την οποία πηγάζει η απαίτησή της (πώληση καυσίμων), δεν εξειδικεύονται κατά τρόπο συγκεκριμένο γιατί η εν λόγω απαίτηση από την επικαλούμενη πώληση καυσίμων αποτελεί και κατά το ημεδαπό δίκαιο προνομιούχα απαίτηση, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ. Επισημαίνεται δε ότι μόνη η αναφορά της προαναφερθείσας διατάξεως δεν αρκεί για την πληρότητα της ανακοπής και για να είναι εφικτό στο Δικαστήριο να σχηματίσει δικανική πεποίθηση περί του αν αυτή (απαίτηση) πρέπει και μπορεί να καταταγούν προνομιακά. Η αοριστία δε του δικογράφου της ανακοπής ενισχύεται ακόμα περισσότερο από την αμφισβήτηση της δεύτερης των καθ’ ων ως προς τον προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησης της ανακόπτουσας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ. Κατά τα λοιπά ως προς το επικουρικό της αίτημα η υπό κρίσιν ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 979§2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της πρόσκλησης προς την ανακόπτουσα για να λάβει γνώση του πίνακα κατάταξης εκ μέρους του συμβολαιογράφου που συνέταξε τον πίνακα διενεργήθηκε στις … και η ανακοπή ασκήθηκε την 4-12-2017 [βλ. την από … σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Σ. Α., που διενήργησε την επίδοση επί της επιδοθείσας στην ανακόπτουσα υπ’ αριθ. … πρόσκλησης σε συνδυασμό με τις υπ’ αριθ… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Ι. Χ. προς τους Γ. Ζ., δικηγόρο και κάτοικο Πειραιώς …, και …, δικηγόρο και κάτοικο …….(οδός …), οι οποίοι είχαν διορισθεί αντίκλητοι της πρώτης και δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή αντιστοίχως, ήτοι εντός της οριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 979§2 ΚΠολΔ προθεσμίας των δώδεκα εργάσιμων ημερών, στην οποία δεν υπολογίζονται οι Κυριακές και λοιπές αργίες και τα Σάββατα, αφού δεν είναι εργάσιμες ημέρες (άρθρο 144§3 ΚΠολΔ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 του ν. 3994/2011, βλ. και ΑΠ 1760/2006, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), επιπλέον δε, έχει κοινοποιηθεί αντίγραφό της στον ως άνω συντάκτη του πίνακα, συμβολαιογράφο Πειραιώς Χρήστο Γκορίτσα (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Ι. Χ.), παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς (άρθρο 51 ν. 2172/1993), για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου όχι όμως με την προσήκουσα διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 937§3 του KΠολΔ, ως ισχύει μετά τη τροποποίηση του με το ν. 4335/2015 (ΦΕΚ …), αλλά με την τακτική διαδικασία. Επομένως πρέπει να διαταχθεί η εκδίκασή της στην ίδια δικάσιμο σύμφωνα με την προσήκουσα, ως άνω, ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 591§2 του ΚΠολΔ), εφαρμοζόμενων όμως και των ειδικών κανόνων των άρθρων 933 επ. του KΠολΔ. Περαιτέρω είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προμνησθείσες διατάξεις, καθώς και σ’ εκείνες των άρθρων 979, 933 και 176 του KΠολΔ. Επομένως, πρέπει η ένδικη ανακοπή να ερευνηθεί στη συνέχεια ως προς το ορισμένο και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
VII. Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της πρώτης των καθ’ ων εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικώς, στις 25-10-2017, δυνάμει της από 4-10-2017 δήλωσης επισπεύσεως νέου πλειστηριασμού της ανωτέρω επισπεύδουσας, το κατασχεθέν με την υπ’ αριθ. … έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς Σ. Α., υπό σημαία Π., πλοίο με την ονομασία … αριθμό νηολογίου Π. …, αριθμό …, πλοιοκτησίας της οφειλέτιδας – καθ’ ής η εκτέλεση εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει τυπικά μεν στο Μ. της Δημοκρατίας των Ν. Μ., στην πραγματικότητα, όμως, στην Αθήνα, ο δε πλειστηριασμός διενεργήθηκε ενώπιον του επί του πλειστηριασμού ορισθέντος υπαλλήλου, συμβολαιογράφου Πειραιώς, Χρήστου Γκορίτσα. Το ως άνω πλοίο κατακυρώθηκε επ’ ονόματι της υπερθεματίστριας, εδρεύουσας στο Μ. της Δημοκρατίας των Ν. Μ., εταιρείας με την επωνυμία … αντί πλειστηριάσματος 3.142.000,10 ΔολΗΠΑ. Στον ως άνω πλειστηριασμό αναγγέλθηκε, μεταξύ άλλων, η ανακόπτουσα µε την επιδοθείσα στον ως άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού στις 11-5-2017, από 9-5-2017 αναγγελία της, µε την οποία αιτήθηκε την προνομιακή και επικουρικά την τυχαία κατάταξή της, για την απαίτησή της από πώληση καυσίμων, κατά της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας συνολικού ποσού 48.546,80 ΔολΗΠΑ ευρώ µε το νόµιµο τόκο από την επομένη της της παρόδου 30 ημερών από τη παράδοση των παραγγελθέντων καυσίμων και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, άλλως μέχρι την ημέρα συντάξεως του πίνακα κατατάξεως. Ο προαναφερόμενος υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ανακοπτόμενο υπ’ αριθ… πίνακα κατατάξεως, κατατάσσοντας (μετά από προαφαίρεση του ποσού των 388,15 δολΗΠΑ για δικαιώματα και έξοδα του υπάλληλου του πλειστηριασμού και του ποσού των 4.443,84 δολΗΠΑ για δικαιώματα και έξοδα του Δικαστικού Επιμελητή), προνομιακά και τυχαία, τη δεύτερη των καθ’ ων, για ποσό 120.146,47 δολ. Η.Π.Α. σε πλήρη εξόφληση της αναγγελθείσας απαίτησης της και προνομιακά και οριστικά την επισπεύδουσα πρώτη των καθ’ ων για ποσό 3.017.021,64 δολ. Η.Π.Α. για την ενυπόθηκη απαίτησή της, ασφαλισμένη µε προτιμώμενη υποθήκη επί του ως άνω εκπλειστηριασθέντος πλοίου για συνολικό ποσό υποθήκης 38.000.000 ΔολΗΠΑ., σε μερική εξόφλησή της, καθώς το πλειστηρίασμα δεν αρκούσε για την πλήρη ικανοποίησή της. Όσον αφορά στην δια της ως άνω αναγγελίας της ανακόπτουσας αναγγελθείσα απαίτησή της, δεν κατέταξε αυτή (απαίτηση).
VIII. Η διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 περιπτ. β` του ΚΠολΔ., ορίζει ότι η αναγγελία πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων, και περιγραφή της απαιτήσεως (κύριας και παρεπόμενης) του δανειστή που αναγγέλλεται. Η διάταξη δε του άρθρου 159 αριθμ. 3 του ίδιου κώδικα, ορίζει ότι η παράβαση διατάξεως που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξεως συνεπάγεται ακυρότητα, αν η παράβαση προκάλεσε στον διάδικο που την προτείνει βλάβη η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Περαιτέρω, η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική πράξη της κατατάξεως και το αρχικό δικόγραφο με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και ειδικότερα της κατατάξεως η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή, στο περιεχόμενο δε του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν, με τις παρατηρήσεις τους (άρθρο 974 του Κ.Πολ.Δ.) και την ανακοπή (αρθρ. 979 του Κ.Πολ.Δ.), ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που έχουν αναγγελθεί και με βάση το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το Δικαστήριο της ανακοπής να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της αναγγελθείσας απαιτήσεως. Συνεπώς, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και τους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνα τους στοιχεία, στο δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότατα της απαιτήσεως. Ανάμεσα στις προϋποθέσεις αυτές είναι και η ύπαρξη του προνομίου, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου, πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση (ΟλΑΠ 1783/2001, ΕΝΑΥΤΔ 30.310, ΑΠ 618/2001, ΕλλΔνη 43.1389, ΑΠ 52/1995, ΕΕμπΔ 95. 467, ΑΠ 14/1995, ΕλλΔνη 37. 108). Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυρο λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαιτήσεως μόνον όταν η περιγραφή αυτής καθώς και του τυχόν υφισταμένου προνομίου της είναι τόσον ελλιπής ώστε να μην μπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπερασπίσεως τους κατά τα άρθρα 974 και 979 του ΚΠολΔ. και να υφίστανται έτσι βλάβη. Τούτο όμως προφανώς δεν συμβαίνει όταν η υπάρχουσα εμπράγματη ασφάλεια για το χρέος δεν περιγράφεται μεν στο αναγγελτήριο, προκύπτει όμως από δημόσιο έγγραφο, που είναι ήδη κατατεθειμένα, έστω και από άλλο πρόσωπο, στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και είναι προσιτό σε όλους, οπότε ο ενυπόθηκος δανειστής νόμιμα κατατάσσεται προνομιακά βάσει του πράγματι υφιστάμενου προνομίου της απαιτήσεώς του (ΑΠ 545/2006, αδημ.). Εξάλλου, κατά τα προαναφερόμενα, δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που αυτή απαιτείται επί της αγωγής και της ανακοπής (άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ), διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αιτήσεως για δικαστική προστασία κατά την έννοια του άρθρου 111 του Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 1783/2001, ΑΠ 387/2001, αδημ.).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτού, ότι ο πίνακας κατάταξης είναι εσφαλμένος και πρέπει να μεταρρυθμισθεί ως προς το ποσό των 3.017.021,64 ΔολΗΠΑ, για το οποίο εσφαλμένα κατατάχθηκε η πρώτη των καθ’ ων, διότι η αναγγελία αυτής τυγχάνει αόριστη, καθώς: α) δεν αναφέρεται σ’ αυτή η προβλεπόμενη από τη δανειακή σύμβαση διάρθρωση των οφειλομένων δόσεων, βάσει των οποίων θα επέρχετο η εξόφληση του ρηθέντος δανείου κατά κεφάλαιο και συμβατικούς τόκους, ούτως ώστε να καταστεί δυνατός ο υπολογισμός του συνολικού αποπληρωτέου ποσού και κατ’ επέκταση, η νομιμότητα της δανειακής σύμβασης, β) δεν αναφέρεται σ’ αυτή ο τρόπος αποπληρωμής, από τις δανειολήπτριες, του υπολοίπου ύψους 11.110.000 ΔολΗΠΑ, το οποίο αντιστοιχεί στη «Δεύτερη Δόση», καθώς και στην «Επαναχορηγούμενη Πιστωτική Διευκόλυνση», γ) δεν επεξηγείται περαιτέρω η διαφορά των 1.300.000 ΔολΗΠΑ, η οποία προκύπτει μεταξύ του ποσού αυτού και της αποπληρωτέας «Πρώτης Δόσης» (28.190.000 – 26.890.000), δ) δεν αναφέρεται σ’ αυτή το επιτόκιο βάσει του οποίου προέκυψαν οι συμβατικοί τόκοι υπερημερίας ύψους 163.576,21 ΔολΗΠΑ (141.676,13 + 5.328,49 + 16.571,59), οι οποίοι, δήθεν, οφείλοντο στις 31/1/2017, επί των ληξιπρόθεσμων δόσεων αποπληρωμής, στο ποιες ήταν αυτές οι δόσεις, καθώς και στο ποιες ήταν οι σχετικές περίοδοι τοκοφορίας επί των δόσεων αυτών, ε) δεν αναφέρεται σ’ αυτή ποιες και πόσες δόσεις αποπληρωμής του εν λόγω δανείου κατεβλήθησαν και από ποιες δανειζόμενες, καθώς και πότε αυτές κατεβλήθησαν, ούτως ώστε να καταστεί δυνατός ο έλεγχος και η εξακρίβωση του αληθούς των αιτούμενων κονδυλίων και στ) δεν αναφέρεται σ’ αυτή ότι τα πλοία «…», κυριότητος των δανειοληπτριών εταιρειών “…, επί των οποίων (πλοίων), είχαν επίσης παραχωρηθεί σε εκείνην πρώτες προτιμώμενες ναυτικές υποθήκες, ποσού 38.000.000 ΔολΗΠΑ έκαστη, έχουν ήδη εκπλειστηριαστεί κατόπιν δικής της επισπεύσεως, γεγονός που σημαίνει, ότι μετά απολύτου βεβαιότητας, η πρώτη των καθ’ ων έχει ήδη εισπράξει σημαντικότατα ποσά από τα επιτευχθέντα εκπλειστηριάσματα. Αποδείχθηκε όμως ότι η αναγγελία της πρώτης των καθ’ ων περιέχει ακριβή περιγραφή της αναγγελλόμενης απαιτήσεως κατ’ είδος και ποσό, καθώς επίσης και αναφορά των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το προνόμιο της, κατά την έννοια που προεκτέθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της από 2 Δεκεμβρίου 2014 συμβάσεως διευκολύνσεως (Facility Agreement), που συνήφθη στον Πειραιά μεταξύ αφενός της πρώτης των καθ’ ων, ως δανείστριας και αφετέρου της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας, καθώς και των αλλοδαπών εταιρειών … ως εις ολόκληρον δανειζομένων, η πρώτη των καθ’ ων συμφώνησε να χορηγήσει στις ανωτέρω εταιρείες α) μια δανειακή διευκόλυνση μέχρι του ποσού των τριάντα τεσσάρων εκατομμυρίων οκτακόσιων ενενήντα χιλιάδων Δολαρίων ΗΠΑ (34·890.000 $), σε δύο δόσεις, η πρώτη ποσού είκοσι έξι εκατομμυρίων οκτακόσιων ενενήντα χιλιάδων Δολαρίων ΗΠΑ (26.890.000 $) και η δεύτερη ποσού οκτώ εκατομμυρίων Δολαρίων ΗΠΑ (8.000.000 $) , και β) μια επαναχορηγούμενη πιστωτική διευκόλυνση (Revolving Credit Facility) μέχρι του ποσού των δύο εκατομμυρίων εκατόν δέκα χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (2.110.000 $). Περαιτέρω, δυνάμει των με ημερομηνία 20-10-2014, 19-502914 και 2-10-2015 συμπληρωματικών συμφωνιών μεταξύ των ανωτέρω συμβαλλομένων, οι δανειολήπτριες εταιρείες αναγνώρισαν και επιβεβαίωσαν ότι του σύνολο του οφειλόμενου ποσού εκ του ανωτέρω δανείου ανερχόταν στις 20-10-2014 στο ποσό των 37.000.000 ΔολΗΠΑ και παρέμενε ανεξόφλητο, στις 19-5-2014 στο ποσό των 37.000.000 ΔολΗΠΑ με ταυτόχρονη συμφωνία για αύξηση του ποσού του δάνειο κατά 750.000.000 ΔολΗΠΑ, και στις 2-10-2015 ΣΤΟ ΠΟΣΌ ΤΩΝ 37.750.000 ΔολΗΠΑ και παρέμενε ανεξόφλητο, με ταυτόχρονη συμφωνία για αύξηση του ποσού του δάνειο κατά 250.000.000 ΔολΗΠΑ. Περαιτέρω, προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της πρώτης των καθ’ ων η ανακοπή εκ της Συμβάσεως Δανείου η καθ’ ης η εκτέλεση «… παραχώρησε υπέρ της πρώτης την από 24 Οκτωβρίου 2014 Πρώτης Τάξεως Προτιμώμενη Ναυτική Υποθήκη επί του ανωτέρω πλοίου για το ποσό των τριάντα επτά εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (37.000.000 $), η οποία καταχωρήθηκε αυθημερόν στα υποθηκικά βιβλία του Νηολογίου της Δημοκρατίας του Π., ενώ με την υπό ημερομηνία 19 Μάιου 2015 Πρώτη Τροποποίηση της Υποθήκης και την υπό ημερομηνία 5 Οκτωβρίου 2015 Δεύτερη Τροποποίηση της Υποθήκης, το ποσό της απαίτησης του ασφαλιζόταν με την ανωτέρω υποθήκη αυξήθηκε διαδοχικά σε τριάντα επτά εκατομμύρια επτακόσιες χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ (37.750.000 $) και τελικώς σε τριάντα οκτώ εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (38.000.000 $) αντιστοίχως, οι δε τροποποιήσεις της Υποθήκης σημειώθηκαν προσηκόντως στα υποθηκικά βιβλία του Νηολογίου των Ν. Μ.. Κατόπιν και επειδή οι ανωτέρω δανειολήπτριες δεν τήρησαν του όρους των δανείων η πρώτη των καθ’ ων κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου και αίτηση όλο το ανεξόφλητο ποσό αυτού, το οποίο στις 7-3-2017 ανερχόταν στο ποσό των 37.271.056,27 ΔολΗΠΑ. Στη συνέχεια δε για τμήμα του ανωτέρω κεφαλαίου και συγκεκριμένα για το ποσό των 1.000.000 ΔολΗΠΑ η πρώτη των καθ’ ων πέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθ. -… Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας επίσπευσε σε βάρος της καθ’ ης η εκτέλεση αναγκαστική εκτέλεση, που οδήγηση κατά τα ανωτέρω στην αναγκαστική κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου και στον πλειστηριασμό του, ενώ με την από 11-5-2017 αναγγελία της προς τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, ζήτησε την κατάταξη της ανωτέρω απαίτησης της, ποσού 37.271.056,27 ΔολΗΠΑ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στην παράγραφο 2 της ως αναγγελίας της καθ’ ης αναφέρεται η διάρθρωση των δόσεων αποπληρωμής του δανείου. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η πρώτη των καθ’ ων η ανακοπή με την κρινόμενη αναγγελία της επικαλέστηκε την υπερημερία της καθ’ ης η εκτέλεση ως προς την αποπληρωμή της πρώτης δόσης με βάση την ένδικη δανειακή σύμβαση, που οδήγησε στην καταγγελία της τελευταίας, χωρίς να είναι απαραίτητη για το ορισμένο της αναγγελίας η αναφορά σ’ αυτή του τρόπου αποπληρωμής των υπολοίπων δόσεων, καθώς με την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της πρώτης των καθ’ ων η ανακοπή κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και οι υπόλοιπες, σύμφωνα με τους όρους της δανειακής σύμβασης, δόσεις. Εξάλλου, όπως ήδη προαναφέρθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη στην αναγγελία δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό, που αυτή απαιτείται επί αγωγής και ανακοπής. Επιπρόσθετα, αποδείχθηκε ότι δεν υφίσταται διαφορά μεταξύ του οφειλόμενου ποσού της πρώτη δόσης της ένδικης σύμβασης δανείου και του αθροίσματος των περιγραφόμενων στην αναγγελία της πρώτης των καθ’ ων η ανακοπή δόσεων αποπληρωμής της πρώτης δόσης, καθώς όπως προκύπτει από την παράγραφο 2 τη αναγγελίας της πρώτης των καθ’ ων το άθροισμα των ποσών καθεμίας εκ των επιμέρους δόσεων αποπληρωμής ισούται με το ποσό της πρώτη δόσης του δανείου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στην ένδικη αναγγελία στις παραγράφους 3 και 4 αυτής αναφέρονται εκ περισσού οι προβλέψεις της ένδικης συμβάσεως δανείου για τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας και συμβατικών, δεδομένου ότι με την ένδικη αναγγελία προβάλλεται απαίτηση της πρώτης των καθ’ ων η ανακοπή, που αφορά αποκλειστικά στο ανεξόφλητο κεφάλαιο του χορηγηθέντος δανείου. Ομοίως, αποδείχθηκε ότι το ακριβές ύψος της αναγγελθείσας απαίτησης της πρώτης των καθ’ ων η ανακοπή αποδεικνύεται πλήρως από το από 17-3-2017 Πιστοποιητικό Οφειλής, το οποίο έχει εκδοθεί απ’ την προαναφερθείσα και αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς το ακριβές ύψος της απαίτησης αυτής, σύμφωνα με τον 5.6 όρο της ένδικης σύμβασης δανείου, ο οποίος όρος ως δικονομική σύμβαση είναι ισχυρή και κατά το αγγλικό δίκαιο που διέπει τη σύμβαση. Τέλος, αποδείχθηκε ότι τα πλοία «…», κυριότητος των δανειοληπτριών εταιρειών «…”, επί των οποίων (πλοίων), επί των οποίων είχαν επίσης παραχωρηθεί υπέρ της πρώτης των καθ’ ων πρώτες προτιμώμενες ναυτικές υποθήκες, ποσού 38.000.000 ΔολΗΠΑ έκαστη, εκπλειστηριάσθηκαν σε χρόνους μεταγενέστερους της ένδικης αναγγελίας. Σε κάθε όμως περίπτωση από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 972, 979 και 980 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η τυχόν προγενέστερη κατάσχεση ή αναγγελία και γενικά η συμμετοχή του αναγγελλομένου σε άλλη διαδικασία κατατάξεως ή εκτελέσεως κατά του ίδιου οφειλέτη ή άλλου συνοφειλέτη δεν αποστερεί το δανειστή από την ευχέρεια να αναγγελθεί για την ίδια απαίτησή του σε άλλο πλειστηριασμό, αφού με μόνη την κατάταξη δεν επέρχεται απόσβεση της απαιτήσεώς του. Μόνο αν στη συνέχεια ο δανειστής κατατάχθηκε σε ορισμένο πίνακα και η κατάταξή του αυτή έγινε τελικά απρόσβλητη (με την έννοια της εκτελεστότητας του πίνακα τούτου) τότε, ενόψει και του ότι το πλειστηρίασμα έχει ήδη κατατεθεί δημοσίως υπέρ των δανειστών, επέρχεται απόσβεση της σχετικής απαιτήσεώς του, σύμφωνα με το άρθρο 432 ΑΚ, γεγονός το οποίο δεν επικαλείται εν προκειμένω η ανακόπτουσα. Συνεπώς, σύμφωνα και με τα προαναφερόμενα, νόμιμα η υπάλληλος επί του πλειστηριασμού κατέταξε προνομιακά και οριστικά την πρώτη των καθ’ ων για το ανωτέρω ποσό και ο σχετικός λόγος της κρινόμενης ανακοπής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Κατόπιν τούτων, παρέλκει η εξέταση της βασιμότητας των λοιπών λόγων ανακοπής της ανακόπτουσας, με τους οποίους προσβάλλεται η κατάταξη της δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή, ελλείψει εννόμου συμφέροντος της τελευταίας, διότι, ακόμη και σε περίπτωση που γίνουν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι ανακοπής, που αναφέρονται στην άρνηση του προνομίου της απαίτησης της δεύτερης των καθ’ ων, καθώς επίσης και στην αοριστία της αναγγελίας αυτής και αποβληθεί η τελευταία από το πίνακα κατάταξης, ενόψει του ότι η απαίτηση της ανακόπτουσας δεν είναι κατά τα προαναφερόμενα εξοπλισμένη με προνόμιο, θα επέλθει προσαύξηση της καταταγείσης πρώτης των καθ’ ων, προς μερική εξόφληση της προνομιακής ενυπόθηκης απαίτησής της, χωρίς να απομένει και πάλι υπόλοιπο πλειστηριάσματος για την κατάταξη της ανακόπτουσας, λαμβανομένου υπόψη του ύψους της αναγγελθείσας ενυπόθηκης απαίτησης αυτής (37.271.056,27 ΔολΗΠΑ). Ενόψει των ανωτέρω και της απόρριψης των λόγων ανακοπής, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να απορριφθεί στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η ανακοπή, όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό, βαρύνουν την ανακόπτουσα λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Διατάσσει την εκδίκαση της ανακοπής κατά την προσήκουσα διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Απορρίπτει την ανακοπή.
Επιβάλλει σε βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η ανακοπή, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, 8-1-2018.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ