ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 2923/2019
(ΓΑΚ/ΑΚ αγωγής 9880/5501/2015)
(ΓΑΚ/ΕΑΚ προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής & ανακοίνωσης δίκης 6429/2818/2018)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Δεκεμβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) Της ενάγουσας: Της εδρεύουσας στον ……. (…) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο … νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε διά των πληρεξούσιων δικηγόρων της Σωτήριου Φέλιου του Αθανασίου (ΑΜ/ΔΣΑ 6921 – βλ. το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κατοίκου …….. (…), και Σωτήριου Μπούρου του Χαριλάου (ΑΜ/ΔΣΠ 2857 – βλ. το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), και υπέβαλε προτάσεις νομίμως υπογεγραμμένες διά του πρώτου εξ αυτών.
Της εναγόμενης: Της εδρεύουσας στη Ρουμανία εταιρείας με την επωνυμία …, νομίμως εκπροσωπουμένης (ναυτικός πράκτορας με την επωνυμία …, που εδρεύει επί της οδού … και εκπροσωπείται νόμιμα), η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Φίλιππου Δίγκα του Αλέξανδρου (ΑΜ/ΔΣΠ 2934 – βλ. το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κατοίκου …… (…, που υπέβαλε προτάσεις.
Β) Της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας και ανακοινώνουσας τη δίκη: Της εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει …), νομίμως εκπροσωπουμένης (στερουμένης ελληνικού ΑΦΜ), η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Φίλιππου Δίγκα του Αλέξανδρου (ΑΜ/ΔΣΠ 2934 – βλ. το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κατοίκου …….. (…, που υπέβαλε προτάσεις.
Των καθ’ ων η προσεπίκληση – ανακοίνωση δίκης & παρεμπιπτόντως εναγόμενων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία …, η οποία εδρεύει στις … όπως εκπροσωπείται νόμιμα (στερουμένης ελληνικού ΑΦΜ), 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στις … όπως εκπροσωπείται νόμιμα (στερουμένης ελληνικού ΑΦΜ), οι οποίες παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Γεώργιου Ασπρούκου του Κωνσταντίνου (ΑΜ/ΔΣΑ 32654 – βλ. το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κατοίκου …….(…), που υπέβαλε προτάσεις.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23.9.2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 9880/5501/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί, κατόπιν διαδοχικών αναβολών από την αρχική δικάσιμο της 31ης.5.2016, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο. Η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα & ανακοινώνουσα τη δίκη ζητεί να γίνει δεκτή η από 8.6.2018 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή & ανακοίνωση δίκης, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 6429/2818/2018, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι οποίες συνεκφωνήθηκαν, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση: Α) η υπ’ αριθ. κατάθεσης 9880/5501/2015 αγωγή, Β) η υπ’ αριθ. κατάθεσης 6429/2818/2018 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή & ανακοίνωση δίκης, οι οποίες, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συναφείας, εφόσον εκκρεμούν ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, υπάγονται στην ίδια διαδικασία [καθόσον οι νέες διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, που εισήχθησαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, εφαρμόζονται για τις κατατιθέμενες μετά την 1.1.2016 αγωγές, κατά το άρθρο ένατο του άρθρου 1 (παρ. 1) του Ν. 4335/2015] και αφορούν σε αξιώσεις απορρέουσες από το ίδιο βιοτικό συμβάν, πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται έτσι και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, ενώ επιπλέον επέρχεται και μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 285 εδ. α΄ ΚΠολΔ).
Α. Ι. Κατά το άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και της εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ο οποίος, με βάση τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1, εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται κατά ή μετά την 10η Ιανουαρίου 2015, ως προς όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. πλην της Δανίας: «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους. 2. Τα πρόσωπα που δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν, υπάγονται, στο κράτος αυτό, στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που εφαρμόζονται στους ημεδαπούς», ενώ, κατά το άρθρο 5: «1. Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος κεφαλαίου. 2. Ειδικότερα, δεν εφαρμόζονται σε βάρος των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 οι εθνικοί κανόνες περί δικαιοδοσίας που κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφος 1 στοιχείο α», κατά δε το άρθρο 63 παρ. 1: «Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει: α) την καταστατική της έδρα, β) την κεντρική της διοίκηση ή γ) την κύρια εγκατάστασή της». Περαιτέρω, με το άρθρο 7 παρ. 1 του ίδιου Κανονισμού ορίζεται ότι: «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: 1) α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή, β) για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης, και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι: -εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων, -εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών, γ) το στοιχείο α) εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β)». Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων. Ο τόπος παράδοσης των εμπορευμάτων, ως αυτοτελές κριτήριο σύνδεσης, εφαρμόζεται για όλες τις αγωγές που έχουν ως βάση τη σύμβαση πώλησης των εμπορευμάτων και όχι μόνο για εκείνες που έχουν ως βάση την υποχρέωση παράδοσης καθεαυτήν [βλ. ΔΕΚ 3.5.2007 (Color Drack) C-386/05, Συλλ 2007.Ι-3699, σκέψη 26]. Από το συνδυασμό όλων των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι οι κανόνες δικαιοδοσίας του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγόμενου, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 4 του Κανονισμού και επί νομικών προσώπων της έδρας τους. Περαιτέρω, με τον παραπάνω Κανονισμό θεσπίζονται ειδικές (συντρέχουσες) βάσεις δικαιοδοσίας, οι οποίες αναφέρονται περιοριστικά, μεταξύ των οποίων και εκείνη επί διαφορών εκ συμβάσεως του άρθρου 7 παρ. 1 του Κανονισμού. Ο δεύτερος αυτός κανόνας, ο οποίος υπαγορεύεται από το σκοπό της εγγύτητας, δικαιολογείται από την ύπαρξη στενού συνδέσμου μεταξύ της σύμβασης και του δικαστηρίου που καλείται να επιληφθεί της σχετικής διαφοράς. Κατ’ εφαρμογή του κανόνα αυτού περί ειδικής διεθνούς δικαιοδοσίας, ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η επίδικη παροχή, καθόσον τεκμαίρεται ότι το δικαστήριο αυτό συνδέεται στενά με τη σύμβαση. Το σύστημα και η εν γένει οικονομία των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 επιβάλλουν τη συσταλτική ερμηνεία των κανόνων του περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο σχετικός με διαφορές εκ συμβάσεως κανόνας του άρθρου 7, οι οποίοι εισάγουν εξαίρεση από τη γενική αρχή της δωσιδικίας των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας του εναγομένου. Η διατύπωση του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 είναι πανομοιότυπη με εκείνη του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, τον οποίο και κατάργησε (άρθρο 80). Ως εκ τούτου ο Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 αποτελεί ουσιαστικά, κατά τη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη, τη συνέχεια της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 και του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, όπως προκύπτει από την 34η αιτιολογική σκέψη του Κανονισμού αυτού και σκοπεί στη διατήρηση της δομής και των θεμελιωδών αρχών τους, καθώς και στη διασφάλιση της συνέχειάς τους [πρβλ. υπό το καθεστώς του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 ΕφΠειρ 479/2015 ΤΝΠ NOMOΣ]. Εξάλλου, ενόψει του ότι οι ρυθμίσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012, με τις οποίες εισάγονται παρεκκλίσεις από την αρχή της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας του εναγόμενου, πρέπει να ερμηνεύονται στενά [πρβλ. ΔΕΚ 27.9.1988 (Καλφέλης) 189/87, Συλλ. 1988.5565, σκέψεις 19-20], όπως προαναφέρθηκε, κατά την προκριτέα άποψη, στην έννοια «διαφορές εκ συμβάσεως», την οποία εισάγει η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 στ. α΄ του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012, δε δύναται να θεωρηθεί ότι εμπίπτει και η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012, «Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 24». ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25 ΑΚ, 3 και 4 παρ. 1 περ. α΄ του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ο οποίος αντικατέστησε την από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης και, με βάση τη διάταξη του άρθρου 28, ισχύει από την 17.12.2009, συνάγεται ότι η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Ελλείψει επιλογής, το εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση πώλησης αγαθών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του. Στο ζήτημα αν ο αντιπρόσωπος δεσμεύει έναντι των τρίτων τον αντιπροσωπευόμενο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του παραπάνω αναφερόμενου Κανονισμού, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. ζ΄ αυτού. Το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται, σύμφωνα με τη γενικώς αποδεκτή σχετική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο αντιπρόσωπος επιχείρησε τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (πρβλ. ΑΠ 777/2015 ΤΝΠ NOMOΣ). ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτιστεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησής του δεν το δεσμεύει. Αν η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου ανατεθεί σε τρίτο μη εταίρο, ο τελευταίος δεν ενεργεί ως καταστατικό όργανο αυτού, αλλά ενδεχομένως ως αντιπρόσωπος ή εντολοδόχος αυτού, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 216 επ. και 713 επ. ΑΚ. Από το συνδυασμό των τελευταίων πιο πάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 229 και 238 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι σύμβαση που έχει καταρτισθεί με πρόσωπα που δεν εκπροσωπούν νόμιμα το νομικό πρόσωπο ή που δεν έχουν αντιπροσωπευτική εξουσία, στερείται κύρους και δεν το δεσμεύει, εκτός αν αυτό ενέκρινε τη σύμβαση, κατά την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 229 ΑΚ, που ορίζει ότι αν μια σύμβαση συνομολογήθηκε στο όνομα άλλου χωρίς την πληρεξουσιότητά του, το κύρος της εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευόμενου. Η έγκριση, αναγόμενη στο χρόνο της δικαιοπραξίας, αναπληρώνει την έλλειψη της εξουσίας αντιπροσώπευσης, γίνεται δε με μονομερή δήλωση απευθυντέα στο άλλο μέρος (άρθρα 236 και 238 ΑΚ), υποβαλλόμενη στον τύπο που προβλέπεται για τη σύμβαση που αφορά αυτή και δυνάμενη, εφόσον για τη σύμβαση αυτή δεν απαιτείται η τήρηση τύπου, να παρασχεθεί και με σιωπηρή δήλωση βούλησης, συναγόμενη από πράξεις του εγκρίνοντος ή περιστάσεις που καθιστούν αναντίρρητη τη βούληση της έγκρισης. Όμως, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής που στρέφεται κατά νομικού προσώπου, η οποία έχει ως αντικείμενο την εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης αναληφθείσας από αυτό, αλλά και σε ένσταση ή αντένσταση, με τις οποίες γίνεται επίκληση τέτοιας σύμβασης για τη θεμελίωση του περιεχόμενου σ’ αυτές αυτοτελούς ισχυρισμού, δεν απαιτείται να αναφέρονται και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν το νομικό πρόσωπο ή ενήργησαν ως αντιπρόσωποι αυτού, κατά τη σύναψη της σύμβασης, καθώς και τα στοιχεία της νόμιμης εκπροσώπησής του, διότι το στοιχείο αυτό δεν ανάγεται στη νομιμοποίηση, αλλά έχει σχέση με την ύπαρξη συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης. Αν όμως αμφισβητείται η σύναψη της σύμβασης ή το κύρος της λόγω έλλειψης νόμιμης εκπροσώπησης του νομικού προσώπου, ο επικαλούμενος τη σύμβαση πρέπει να καθορίσει με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ή αν πρόκειται για ένσταση ή αντένσταση, με την προσθήκη των προτάσεων, το πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, εκπροσώπησε το νομικό πρόσωπο ή ήταν αντιπρόσωπός του, και δήλωσε κατά το νόμιμο τούτο τρόπο τη σχετική βούλησή του, το δε δικαστήριο να προσδιορίσει στην απόφασή του το φυσικό πρόσωπο από το οποίο εκπροσωπήθηκε το νομικό πρόσωπο καθώς και τον τρόπο κατά τον οποίο απέκτησε την εξουσία εκπροσώπησης ή αντιπροσώπευσης, ώστε να καταστεί εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των ως άνω διατάξεων (πρβλ. ΑΠ 2064/2014 ΤΝΠ NOMOΣ). ΙV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Επομένως, δεν είναι, κατά νόμο, δυνατή η σύγχρονη επί του ίδιου πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή. Από δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ συνάγεται ότι αυτός που εκμεταλλεύεται πλοίο που ανήκει σε άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού με τον κύριο του πλοίου στην λιμενική αρχή του τόπου της νηολόγησης. Μη γενομένης αυτής της δήλωσης ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο για τον εαυτό του. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου που γίνεται στο λιμάνι νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, και αν ελλείπει αυτή (δήλωση) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (βλ. ΑΠ 689/2013 ΤΝΠ NOMOΣ). Η ευθύνη του κυρίου του πλοίου από πράξεις του εφοπλιστή, αν και είναι πραγματοπαγής, κατά τα προεκτιθέμενα, στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου αποτελεί εξωσυμβατική ενοχή, το έρεισμα της οποίας αναζητείται στο νόμο (ex lege ενοχή). V. Με τη διάταξη του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ θεσπίζεται η δυνατότητα του ενάγοντος να ενώσει στο ίδιο αγωγικό δικόγραφο περισσότερα αντικείμενα δίκης κατά του ίδιου εναγόμενου, είτε πρόκειται για διάφορα αιτήματα είτε για διάφορες βάσεις που θεμελιώνουν το αυτό αίτημα, υπό τον όρο ότι συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις που τάσσει το παραπάνω άρθρο. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 219 του ίδιου Κώδικα προβλέπεται η επικουρική διάταξη με το δικόγραφο της αγωγής περισσότερων αγωγικών βάσεων. VΙ. Η διεξαγωγή της δίκης μεταξύ των φορέων της επίδικης έννομης σχέσης επιβάλλεται με κριτήριο τους αγωγικούς ισχυρισμούς. Για τη νομιμοποίηση αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή αν αυτός είναι αναληθής (ΕφΠειρ 525/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτό συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει ότι «δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον» και επομένως ένδικη προστασία παρέχεται υπέρ ή κατά εκείνων μόνον των προσώπων, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος αποτελούν τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσεως ή μετέχουν κατά το ουσιαστικό δίκαιο σ’ αυτήν. Έτσι, αν στην αίτηση δικαστικής προστασίας δεν εκτίθενται στοιχεία ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως, πράγμα που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, τότε αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη για έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, πλην όμως στην περίπτωση που εκτίθενται και δεν αποδεικνύονται τα θεμελιωτικά της νομιμοποιήσεως περιστατικά, η αίτηση δικαστικής προστασίας απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη (ΑΠ 351/1979 ΝοΒ 1979.1427, ΕφΠειρ 267/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534, ΕφΑθ 8107/2001 ΕλλΔνη 2003.225, ΕφΑθ 9586/1998 ΕλλΔνη 1999.1179, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372, ΕφΠειρ 151/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και 318/1998 ΕλλΔνη 1998.920). Στην περίπτωση δε που ο αντίδικος του ενάγοντος «αρνείται» είτε γενικά είτε ειδικά και αιτιολογημένα τη νομιμοποίηση, δεν μπορεί να γίνει λόγος για «ένσταση ελλείψεως ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως» (ΑΠ 1318/2007 ΝοΒ 2008.175, ΑΠ 1308/2004 ΧρΙΔ 2005.235, ΑΠ 954/1997 ΕλλΔνη 1999.339, ΕφΠειρ 267/2015 ο.π., ΕφΑθ 1854/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534, ΕφΑθ 5685/1999 ΕλλΔνη 2000.528), αλλά για αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσεως της αγωγής του ενάγοντος (ΕφΛαρ 609/2002 Δικογραφία 2003.84), ο οποίος και φέρει προς τούτο το βάρος απόδειξης (βλ. ΕφΠειρ 525/2015, ΕφΑθ 8107/2001 ο.π.).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, κατά τη δέουσα εκτίμησή της, η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στην εμπορία ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων. Ότι την 31η.10.2014, κατόπιν παραγγελίας από εκπροσώπους της εδρεύουσας στη Μάλτα εταιρείας, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, με την επωνυμία … που ενεργούσε -δυνάμει σιωπηρής εξουσιοδότησης- ως αντιπρόσωπος της εναγόμενης εταιρείας, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία …, υπ’ αριθ. ΙΜΟ …, 25.804 κ.ο.χ. και 11.369 κ.κ.χ., με ΔΔΣ V7MG7, καταρτίστηκε μεταξύ τους σύμβαση πώλησης, δυνάμει της οποίας ανέλαβε τον ανεφοδιασμό του παραπάνω πλοίου με τις αναφερόμενες στο δικόγραφο ποσότητες ναυτιλιακών καυσίμων, έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος. Ότι, σε εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσής της από την ανωτέρω σύμβαση πώλησης, με τη συνδρομή και του αναφερόμενου στο δικόγραφο ναυτικού πράκτορα του πλοίου της εναγόμενης, ο οποίος ενεργούσε κατ’ εντολή και για λογαριασμό της τελευταίας, προέβη στις 3.11.2014 στην παράδοση, διά του από αυτήν ναυλωμένου δεξαμενόπλοιου …», στο προαναφερθέν πλοίο, ενόσω αυτό βρισκόταν εντός των ορίων του λιμένα του Πειραιά, 299,102 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου IFO 380 CST, έναντι συνολικού ποσού 141.415,43 δολ. ΗΠΑ, ήτοι 472,80 δολ. ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, και εξέδωσε το σχετικό υπ’ αριθ. Α… τιμολόγιο, που ήταν πληρωτέο την 24η Νοεμβρίου 2014, συνομολογήθηκε δε περαιτέρω ότι, σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης του συμφωνηθέντος κατά τα ανωτέρω αντιτίμου των καυσίμων αυτών, που παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα από τον Πλοίαρχο του ως άνω πλοίου της εναγόμενης, ο οποίος και υπέγραψε το σχετικό υπ’ αριθ. 0870/3.11.2014 Δελτίο Αποστολής, θα χρεώνονταν τόκοι υπολογιζόμενοι με επιτόκιο 2% μηνιαίως. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, άλλως λόγω της ιδιότητας της εναγόμενης ως κυρίας του προαναφερθέντος πλοίου και της εξ αυτού του λόγου ευθύνης της μέχρι την αξία αυτού για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό του, έτι δε περαιτέρω επικουρικά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζητεί, κατόπιν παραδεκτού κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ περιορισμού του αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να της καταβάλει το ισόποσο του ανεξόφλητου ως άνω συνολικού ποσού των 141.415,43 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ, κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων την ημέρα της πληρωμής, πλέον τόκων υπολογιζόμενων με το συμβατικό επιτόκιο 2% μηνιαίως από την επομένη της 24ης.11.2014, δήλης ημέρας πληρωμής, άλλως με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από την εν λόγω ημερομηνία και μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη.
Η εναγόμενη προέβαλε τον ισχυρισμό περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς [άρθρο 26 παρ. 1 Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012]. Επί του παραπάνω ισχυρισμού της εναγόμενης, ο οποίος προβλήθηκε παραδεκτά με τις προτάσεις της (άρθρο 263 ΚΠολΔ), λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Ως προς την επικουρική βάση της εκ του νόμου πραγματοπαγούς ευθύνης της εναγόμενης, καθώς και ως προς την έτερη επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η κρινόμενη αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατά την εν μέρει παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού που πρόβαλε η εναγόμενη [άρθρο 26 παρ. 1 Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012], διότι με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012, οι οποίες τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμοστέες, λόγω της εγκατάστασης των διαδίκων σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή τους, καθώς για τις παραπάνω αγωγικές βάσεις δε λαμβάνεται υπόψη ο τόπος του κράτους μέλους όπου έγινε η παράδοση των εμπορευμάτων (ναυτιλιακών καυσίμων) δυνάμει της αναφερόμενης με το δικόγραφο σύμβασης πώλησης, διότι δεν εμπίπτουν στην έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως», που ορίζει το άρθρο 7 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012, για τη θεμελίωση ειδικής (συντρέχουσας) δικαιοδοσίας, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην πρώτη νομική σκέψη που προηγήθηκε, αλλά λαμβάνεται υπόψη ο τόπος στον οποίο εδρεύει η εναγόμενη, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση είναι η Κωνστάντζα Ρουμανίας. Περαιτέρω, ως προς την κύρια αγωγική βάση από την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης από τη σύμβαση πώλησης το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού της εναγόμενης, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 7 παρ. 1 στ. α’ – β’ περ. α’ του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012, ο οποίος, με βάση τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1, εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται κατά ή μετά την 10η Ιανουαρίου 2015, όπως στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη αγωγή, η οποία κατατέθηκε την 29.9.2015 και ολοκληρώθηκε η άσκησή της με την εν συνεχεία νόμιμη επίδοσή της στην εναγόμενη, καθώς τόπος παράδοσης των εμπορευμάτων είναι ο Πειραιάς. Επίσης, η κρινόμενη αγωγή, ως προς την παραπάνω αναφερόμενη βάση της, αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται για συζήτηση σ’ αυτό το Δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία [άρθρα 7, 8, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ, 7 παρ. 1 στ. α’ – β’ περ. α’ του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1, 2, 3Α, 3Β περ. ι’ Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς]. Σημειώνεται ότι η αγωγή είναι παραδεκτή όσον αφορά στην ενεργητική και την παθητική νομιμοποίηση των αντιδίκων μερών αντίστοιχα, διότι για τη νομιμοποίηση για τη διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο ίδιος και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσεως, η δε εκ μέρους του εναγόμενου αμφισβήτηση των επικαλούμενων για την τυπική θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού πραγματικών περιστατικών συνιστά άρνηση της αγωγής και όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως (βλ. σχετ. έκτη νομική σκέψη). Ως εκ τούτου οι συναφείς ισχυρισμοί της εναγόμενης για τους ειδικότερους λόγους που εκθέτει με τις προτάσεις της θα εξετασθούν περαιτέρω κατ’ ουσία, σε περίπτωση δε που αποδειχθούν βάσιμοι η υπό κρίση αγωγή θα απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, όπως προαναφέρθηκε, κι όχι ως απαράδεκτη (βλ. και ΑΠ 1510/2011 ΕΠολΔ 2012.234). Εξάλλου, αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ένδικη υπόθεση, η κρινόμενη αγωγή αναφορικά με την ερευνητέα βάση της από τη σύμβαση πώλησης διέπεται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 περ. α΄ του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η ενάγουσα – πωλήτρια έχει τη συνήθη διαμονή της. Αναφορικά με το ζήτημα της αντιπροσώπευσης της εναγόμενης κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πώλησης, ως προς το οποίο δεν εφαρμόζεται ο παραπάνω αναφερόμενος Κανονισμός, κατά ρητή πρόβλεψή του με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. ζ’, εφαρμοστέο δίκαιο είναι, επίσης, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία οι αντιπρόσωποι της εναγόμενης επιχείρησαν τη δικαιοπραξία, σύμφωνα με τη δεύτερη νομική σκέψη που προηγήθηκε (πρβλ. ΑΠ 777/2015 ό.π.). Με βάση λοιπόν το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, η κρινόμενη αγωγή ως προς την ερευνητέα βάση της είναι ορισμένη, καθώς διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωσή της στοιχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4 και 216 ΚΠολΔ, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού της εναγόμενης, και είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216, 291, 292, 317, 341, 345 εδ. α΄, 361, 417, 513, 713 ΑΚ, 1 παρ. 1 Ν. 740/1977, 6 παρ. 1 Ν. 5422/1932, 1 Ν. 2842/2000, πλην του παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος τοκοδοσίας με συμφωνηθέν επιτόκιο υπερημερίας 2% μηνιαίως, ήτοι (12 μήνες Χ 2% =) 24% ετησίως, το οποίο τυγχάνει μη νόμιμο και απορριπτέο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 293 και 294 ΑΚ, καθώς αυτό υπερβαίνει το θεμιτό ποσοστό νόμιμου τόκου υπερημερίας (πρβλ. ΑΠ 272/1994 ΝοΒ 1995.57), το οποίο, κατά μεν το χρονικό διάστημα από 25.11.2014 (επομένη της δήλης ημέρας) έως 15.3.2016 ανερχόταν σε 7,3% ετησίως, κατά δε τον χρόνο από 16.3.2016 και εφεξής ανέρχεται σε 7,25% ετησίως. Συνεπώς, στο μέρος που η αγωγή κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία, δεδομένου ότι μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της κρινόμενης αγωγής σε αναγνωριστικό, για το αντικείμενό της δεν απαιτείται να καταβληθεί τέλος δικαστικού ενσήμου [άρθρο 7 παρ. 3 ν. 1544/1942, όπως είχε αντικατασταθεί αρχικά με το άρθρο 21 παρ. 1 ν. 4055/2012 και στη συνέχεια με το άρθρο 33 παρ. 1 ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016)].
Κατά το άρθρο 289 του ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958), σε ετήσια παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, στις οποίες, σύμφωνα με την τρίτη περίπτωση, περιλαμβάνονται και εκείνες οι οποίες προέρχονται από τη χορήγηση υλικών. Κατά δε το άρθρο 291 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, ήτοι από την πρώτη Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Εξάλλου, κατά το άρθρο 261 εδ. α΄ ΑΚ η παραγραφή διακόπτεται μεταξύ άλλων με την άσκηση της αγωγής, δηλαδή με την επίδοση αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 953/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 261 εδ. β΄ ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013 (ΦΕΚ Α΄ 74/20.3.2013), η παραγραφή που διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου. Έτσι, ως διακοπτική διαδικαστική πράξη θεωρείται κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων των ή του Δικαστηρίου, που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι αναγκαία κατά τον ΚΠολΔ για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. Εξάλλου, η κατά τα ανωτέρω παραγραφή του άρθρου 261 ΑΚ, όπως το άρθρο ίσχυε πριν την ως άνω τροποποίησή του, μπορούσε να συμπληρωθεί «εν επιδικία», αν μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων παρερχόταν χρονικό διάστημα ισόχρονο με την παραγραφή, που διακόπηκε. Όμως, για να αρχίσει εκ νέου η διακοπείσα παραγραφή, από την τελευταία διαδικαστική πράξη του Δικαστηρίου, η οποία παραγραφή είναι ισόχρονη με τη διακοπείσα και να μπορεί να συμπληρωθεί, με την παρέλευση του χρόνου που ισχύει γι’ αυτήν, εφόσον δεν μεσολαβήσει κάποια διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής, πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης, προϋποτίθεται ότι είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υπόθεσης, με πράξεις των διαδίκων, ήτοι αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του. Η νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 261 ΑΚ κινείται, ενόψει του επιδιωκομένου δι’ αυτής σκοπού της εκκαθαρίσεως των συναλλαγών, εντός του πλαισίου της καθιερούμενης με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας (ΑΠ 61/2013 ΝοΒ 2013.949). Ήδη, όμως, με το άρθρο 261 ΑΚ, όπως τούτο αντικαταστάθηκε, ορίζεται πλέον ότι την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής, η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης (παρ. 1), στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι (6) μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης, η δε διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Έτσι ορίστηκε πλέον νομοθετικά η άσκηση της αγωγής ως ειδικό ανασταλτικό γεγονός του χρόνου νέας παραγραφής της αξίωσης, ο οποίος διαφορετικά θα άρχιζε αμέσως μετά τη διακοπή που επέρχεται με την επίδοση της αγωγής, η οποία ήταν ισόχρονη, έστω και βραχυπρόθεσμη, και το ανασταλτικό αυτό αποτέλεσμα εξακολουθεί από το ανώτερο σημείο διακοπής και για όσο διαρκεί η δίκη της αγωγής, αποκλείοντας την παραγραφή της αξίωσης εν επιδικία μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης και επαναφέροντας την παραγραφή εν επιδικία μόνο στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η οποία, όμως, μπορεί εκ νέου να διακοπεί με διαδικαστικές πράξεις διαδίκου (ΑΠ 148/2017, ΑΠ 277/2017, ΕφΛαρ 466/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 277 ΑΚ, το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή που δεν έχει προταθεί ούτε και την αντένσταση περί αναστολής ή διακοπής αυτής (ΑΠ 98/2015, ΑΠ 1667/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), προταθείσης, όμως, της ενστάσεως της παραγραφής, το Δικαστήριο εξετάζει εάν όντως επήλθε η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής με έρευνα των προϋποθέσεων που στοιχειοθετούν αυτή και αναφέρονται στο λόγο της ενστάσεως σε συνδυασμό με τη θέση του καθ’ ου η ένσταση, ο οποίος μπορεί να μην απαντήσει με αντένσταση (η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο αλλά κατόπιν επικλήσεως από τον διάδικο που αποκρούει την παραγραφή), αλλά μπορεί να αρνηθεί μόνο τις προϋποθέσεις της ενστάσεως (ΑΠ 1504/2017, ΑΠ 950/2015, ΑΠ 1667/2014, ΑΠ 1279/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ που έχουν συμπληρωματική εφαρμογή στην παραγραφή αξιώσεων του ΚΙΝΔ, εφόσον στον τελευταίο δεν ορίζεται διαφορετικά, προκύπτει ότι για τις αξιώσεις του άρθρου 289 ΚΙΝΔ η νέα παραγραφή αρχίζει όχι αμέσως μετά την τελευταία διακοπτική αυτής πράξη αλλά από το τέλος του έτους κατά το οποίο επήλθε η διακοπή (ΟλΑΠ 15/1992, ΑΠ 600/2013, ΑΠ 1285/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη, με τις κατατιθέμενες κατά τη συζήτηση προτάσεις, προβάλλει την ένσταση παραγραφής (εν επιδικία) της επίδικης αξίωσης, ισχυριζόμενη ότι αυτή έχει υποκύψει στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 ΚΙΝΔ εν επιδικία, δεδομένου ότι παρήλθε πλέον του ενός έτους από την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου συζήτησης αυτής και της επόμενης μετ’ αναβολή ορισθείσας (δικασίμου). Ο ισχυρισμός της αυτός, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, συνιστά ένσταση καταλυτική της αγωγής, τυγχάνει, όμως, αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 261 ΑΚ, η οποία, μετά την τροποποίηση του άρθρου 261 ΑΚ από το Ν. 4139/2013, συνιστά και τη μόνη προβλεπόμενη περίπτωση παραγραφής εν επιδικία. Συγκεκριμένα, η εναγόμενη συνομολογεί έμμεσα τη διακοπή της ενιαύσιας κατ’ άρθρα 289 και 291 ΚΙΝΔ παραγραφής της αξιώσεως της ενάγουσας με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, αβασίμως δε υποστηρίζει την παραγραφή αυτής εν επιδικία λόγω παρέλευσης πλέον του ένος έτους ανάμεσα στις δύο δικασίμους, αρχική και μετ’ αναβολή, που προσδιορίσθηκαν αντίστοιχα για τις 31.5.2016 και τις 12.6.2018. Σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, με την άσκηση της αγωγής, που συνιστά ειδικό ανασταλτικό γεγονός του χρόνου νέας παραγραφής της αξίωσης, αποκλείεται η παραγραφή της αξίωσης εν επιδικία μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης (άρθρο 261 παρ. 1 ΑΚ), που δεν έχει λάβει χώρα στην υπό κρίση υπόθεση, ενώ δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω η παρ. 2 του άρθρου 261 ΑΚ που προϋποθέτει για την εκ νέου έναρξη της παραγραφής τη μη επίσπευση της προόδου της δίκης από τους διαδίκους. Άλλωστε, η παλαιά διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, ως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το Ν. 4139/2013, που προϋπέθετε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου ή άλλο διακοπτικό γεγονός για τη διακοπή της παραγραφής «εν επιδικία», ήδη έχει αντικατασταθεί, εφαρμοζόμενης μάλιστα της ως άνω νέας ρυθμίσεως και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση (άρθρο 261 παρ. 3 ΑΚ). Επομένως, η προταθείσα από την εναγόμενη ένσταση παραγραφής τυγχάνει αβάσιμη και απορριπτέα.
Β. Από τη διάταξη του άρθρου 88 ΚΠολΔ, κατά την οποία ο εναγόμενος δικαιούται να προσεπικαλέσει στη δίκη εκείνους από τους οποίους σε περίπτωση ήττας δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση, προκύπτει ότι βάση της προσεπίκλησης του λεγόμενου δικονομικού εγγυητή είναι η προϋπάρχουσα της δίκης έννομη σχέση (από το νόμο, από σύμβαση ή από αδικοπραξία) που συνδέει τον προσεπικαλούντα και τον προσεπικαλούμενο, η οποία δικαιολογεί τη μετακύλιση στον προσεπικαλούμενο των συνεπειών της ήττας του προσεπικαλούντος στην κύρια δίκη. Εξελίσσονται έτσι παράλληλα δύο εννομες σχέσεις, της κύριας δίκης και της εξαρτώμενης από αυτήν, που ασκείται με την προσεπίκληση. Η προϋπόθεση αυτή δεν συντρέχει όταν γεννάται δικαίωμα του προσεπικαλούντος προς αποζημίωση από γεγονότα άσχετα με την κυρία δίκη, δηλ. άσχετα με την περίπτωση της ήττας στη δίκη αυτή, από τα οποία μπορεί να θεμελιωθεί απευθείας και αρχικώς εναγωγή του προσεπικαλουμένου (ΕφΠειρ 570/1997 ΕλλΔνη 1997.427). Εξάλλου, εκ του συνδυασμού των άρθρων 69 § 1 περ. ε΄, 88 και 283 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι είναι παραδεκτή η άσκηση παρεμπίπτουσας αγωγής εκ μέρους του δια της κυρίας αγωγής εναγόμενου εναντίον του δικονομικού εγγυητή του, πρέπει, όμως, για να είναι νόμιμη, μεταξύ του εναγομένου – παρεμπιπτόντως ενάγοντος και του δικονομικού του εγγυητή – παρεμπιπτόντως εναγομένου να υπάρχει, δυνάμει του νόμου ή συμβάσεως, έννομη σχέση, η οποία σε περίπτωση ήττας του εναγομένου στην κυρία δίκη – παρεμπιπτόντως ενάγοντος του παρέχει δικαίωμα αποζημιώσεως κατά του παρεμπιπτόντως εναγομένου δικονομικού εγγυητή. Απαιτείται δηλαδή να υπάρχουν δύο έννομες σχέσεις, η μία ως επίδικη στην εκκρεμή δίκη και η άλλη που στηρίζει την παρεμπίπτουσα αγωγή και εξαρτάται από την πρώτη, υπό την έννοια ότι μόνο αν ο εναγόμενος – παρεμπιπτόντως ενάγων ηττηθεί ως προς αυτή αποκτά δικαίωμα αποζημιώσεως κατά του δικονομικού εγγυητή. Έτσι δεν μπορεί να ασκηθεί παρεμπίπτουσα αγωγή εναντίον εκείνου που δεν ενέχεται σε αποζημίωση σε περίπτωση ήττας του παρεμπιπτόντως ενάγοντος ούτε είναι συνεναγόμενος στην κύρια δίκη αλλά είναι κύριος υπόχρεος και έπρεπε να ασκηθεί αγωγή απευθείας εναντίον του [ΠΠρΑθ 4184/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Κεραμεύς/ Κονδύλης/ (-Νίκας), ΚΠολΔ Ι (2000) 88 αριθ. 1,4]. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 91 και 92 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η ανακοίνωση δίκης, η οποία διαφέρει από την προσεπίκληση, που περιέχει ούτως ή άλλως τα στοιχεία της ανακοίνωσης δίκης και τότε μόνο ισχύει ως τέτοια, όταν δεν έχει ασκηθεί παραδεκτώς ως προσεπίκληση, δεν αποτελεί μορφή αιτήσεως παροχής ένδικης προστασίας και δεν δημιουργεί υποχρέωση του Δικαστηρίου ν’ αποφανθεί επ’ αυτής ούτε του προς ον η ανακοίνωση ν’ απαντήσει στην ιστορική βάση αυτής [βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/(-Νίκα), ΚΠολΔ Ι (2000), 91 αρ. 1 και 3]. Στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ του ανακοινούντος και του προς ον η ανακοίνωση θα ερευνηθεί αν αυτή ήταν έγκυρη και προκάλεσε την έκπτωση του προς ον η ανακοίνωση από τη δυνατότητα ν’ ασκήσει το δικαίωμα της τριτανακοπής (ΑΠ 1012/1991 Δ 1992.459). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εκτεθείσας (κυρίας) αγωγής εκθέτει, με την προηγουμένως υπό στοιχείο Β΄ αναφερθείσα προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή & ανακοίνωση δίκης, όπως το περιεχόμενο του δικογράφου της εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, ότι η ανωτέρω ενάγουσα άσκησε εναντίον της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την ανωτέρω με στοιχείο Α΄ αναφερόμενη κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτει κατά λέξη, με την οποία αξιώνει το συνολικό ποσό που εκτίθεται στην κυρία εκείνη αγωγή με αιτία την ευθύνη της (εναγόμενης) από την περιγραφόμενη σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων, άλλως υπό την ιδιότητά της ως πλοιοκτήτριας του επίδικου πλοίου. Ότι η ίδια τυγχάνει διαχειρίστρια του επίδικου πλοίου …», πλοιοκτησίας της εδρεύουσας στις Μ.Ν. εταιρείας με την επωνυμία … η οποία το είχε εκναυλώσει κατά χρόνο στην α΄ καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη εταιρεία, ανήκουσα στον Όμιλο …”, δυνάμει του από 7.12.2012 χρονοναυλοσυμφώνου. Ότι σε εκτέλεση σχετικού όρου του εν λόγω ναυλοσυμφώνου, η τελευταία αγόρασε τα ως άνω ναυτιλιακά καύσιμα για τον ανεφοδιασμό του πλοίου, συναλλασσόμενη με την … Ότι, περαιτέρω, η β΄ καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη εγγυήθηκε προς την ως άνω πλοιοκτήτρια την καλή εκτέλεση των εκ του ως άνω ναυλοσυμφώνου απορρεουσών υποχρεώσεων της ναυλώτριας, δυνάμει της από 5.6.2013 σύμβασης εγγύησης, έχουσας αναδρομική ισχύ από 7.12.2012. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, επικαλούμενη την ιδιότητα των καθ’ων ως δικονομικών εγγυητών της, τις προσεπικαλεί ώστε να παρέμβουν στην υπό στοιχείο Α΄ κυρία δίκη και να υποστηρίξουν τα αιτήματά της σε αυτήν, ζητεί δε, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η εις βάρος της κυρία αγωγή, να υποχρεωθούν αυτές (παρεμπιπτόντως εναγόμενες) να καταβάλουν απευθείας στην κυρίως ενάγουσα, άλλως και επικουρικώς σε αυτήν, οποιοδήποτε ποσό καταβάλει η ίδια στην ενάγουσα της κυρίας αγωγής, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, νομιμοτόκως από την επίδοση της παρεμπίπτουσας αγωγής, άλλως από την επομένη της καταβολής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα στις καθ’ ων η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενες. Με το περιεχόμενο αυτό η προσεπίκληση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι η προσεπικαλούσα δεν επικαλείται κάποια προϋπάρχουσα της δίκης έννομη σχέση που να τη συνδέει με τις προσεπικαλούμενες και η οποία να τις καθιστά δικονομικές εγγυήτριες και να δικαιολογεί τη μετακύλιση σε αυτές των συνεπειών της ήττας της προσεπικαλούσας στην κύρια δίκη, περιοριζόμενη στις έννομες (συμβατικές) σχέσεις που συνδέουν τις καθ’ ων η προσεπίκληση με τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη αλλοδαπή πλοιοκτήτρια εταιρεία του επίδικου πλοίου. Ακολούθως, απαράδεκτη είναι και η παρεμπίπτουσα αγωγή αφού στρέφεται κατά προσώπων που δεν ενέχονται σε αποζημίωση σε περίπτωση ήττας της παρεμπιπτόντως ενάγουσας ούτε είναι συνεναγόμενες στην κύρια δίκη αλλά, κατά τους ισχυρισμούς της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, είναι κυρίως υπόχρεες και έπρεπε να ασκηθεί αγωγή απευθείας εναντίον τους, όπως αναλυτικά αναφέρεται στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει ν’ απορριφθεί η προσεπίκληση και η παρεμπίπτουσα αγωγή ως προδήλως απαράδεκτες παρελκούσης της έρευνας των προταθεισών δικονομικών ενστάσεων. Εξάλλου, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση, το παρόν Δικαστήριο δεν θα προβεί σε περαιτέρω έρευνα ή αξιολόγηση της νομοτύπως ασκηθείσας κατά το άρθρο 91 ΚΠολΔ ανακοίνωσης δίκης προς τις καθ’ ων, οι οποίες δεν άσκησαν παρέμβαση.
Γ. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα έχει ως αντικείμενο της δραστηριότητάς της την εμπορία πετρελαιοειδών προϊόντων και δραστηριοποιείται -μεταξύ άλλων- στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων. Η ίδια είναι κάτοχος της υπ’ αριθ. … άδειας φορολογικής αποθήκης, είναι προμηθεύτρια καυσίμων πλοίων, έχοντας προς τούτο την υπ’ αριθ. … άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή, και, επίσης, είναι κάτοχος της υπ’ αριθ. Δ2/Α/Φ.8/2081/23.5.1997 άδειας εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων κατηγορίας Ε και αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων κατηγορίας Β1. Η εναγόμενη είναι διαχειρίστρια του υπό σημαία Ν. Μ. δεξαμενόπλοιου …», με Αριθμό IMO …, πλοιοκτησίας της εδρεύουσας στο … αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία … δυνάμει της από 27.4.2007 σύμβασης διαχείρισης, βασισμένης στην προδιατυπωμένη συμφωνία διαχείρισης πλοίου της …ε κωδική ονομασία … Δυνάμει της από 7.12.2012 σύμβασης χρονοναύλωσης, η ως άνω πλοιοκτήτρια εταιρεία εκναύλωσε το πλοίο της στην αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία …, εδρεύουσα στο …., την καλή εκτέλεση δε αυτού εγγυήθηκε με την από 6.6.2013 εγγυητική επιστολή της, έχουσα αναδρομική ισχύ από 7.12.2012, η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «….», εδρεύουσα στο ….. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη εταιρία δεν ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου …» κατά τον επίδικο χρόνο, αλλά διαχειρίστρια αυτού, κατά τον βάσιμο σχετικό ισχυρισμό της, πλην, όμως, η παθητική νομιμοποίηση της εναγόμενης εδράζεται εν προκειμένω, κατά την κύρια αγωγική βάση, στην ιδιότητά της ως αντισυμβαλλόμενης της ενάγουσας στην καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση πώλησης – αγοράστριας (αντιπροσωπευόμενης από την εταιρία …, ανεξαρτήτως της ιδιότητας υπό την οποία αυτή συνεβλήθη σε σχέση με το ένδικο πλοίο. Με τον Όρο 7 του (τυποποιημένου) ναυλοσυμφώνου συμφωνήθηκε ότι η ναυλώτρια εταιρία είναι υπεύθυνη -μεταξύ άλλων- για την παραγγελία και την πληρωμή όλων των καυσίμων. Την 31.10.2014 η ως άνω χρονοναυλώτρια, μέσω των συνδεδεμένων με αυτή κατά τα ανωτέρω (βλ. την από 6.6.2013 εγγυητική επιστολή) εταιρειών του ομίλου …”, ήτοι των εταιρειών … …”, … … κ.ά., επικοινώνησε με υπάλληλο της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία …», η οποία κατά τον παραπάνω χρόνο διατηρούσε υποκατάστημα στον…….., και ζήτησε την αποστολή έγγραφης προσφοράς για την αγορά 400 μετρικών τόνων ναυτιλιακών καυσίμων Fuel oil 380 CST, για τον εφοδιασμό του παραπάνω πλοίου στον λιμένα του Πειραιά. Ακολούθως, μεταξύ των παραπάνω μη διαδίκων στην παρούσα δίκη καταρτίστηκε σύμβαση πώλησης των προαναφερόμενων, κατά είδος και ποσότητα, ναυτιλιακών καυσίμων, αντί τιμήματος, το οποίο συμφωνήθηκε σε 472,50 δολλάρια ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο για το καύσιμο Fuel oil 380 CST, πλέον του ποσού των 1.000 δολλαρίων ΗΠΑ ως εξόδων διαπραγμάτευσης, το δε τίμημα της πώλησης συμφωνήθηκε πληρωτέο εντός τριάντα ημερών από την παράδοση των καυσίμων, με την επίδειξη του εκδοθέντος τιμολογίου, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 31.10.2014 έγγραφο επιβεβαίωσης της υπ’ αριθ. … παραγγελίας πώλησης της …», το οποίο προσκομίζει με επίκληση σε αποσπασματική μετάφραση η εναγόμενη από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική. Στην παραπάνω επιβεβαίωση παραγγελίας αναγράφεται ως πωλήτρια η εταιρεία …», ενώ στην πίσω σελίδα του εγγράφου αναφέρεται ότι η αγορά και η παράδοση των καυσίμων διέπονται από τους ισχύοντες για την πώληση ναυτιλιακών καυσίμων όρους συναλλαγών της …». Την ίδια ημέρα (31.10.2014) η παραπάνω εταιρεία …», μέσω του γραφείου που διατηρούσε στον Πειραιά, απευθύνθηκε εγγράφως στην ενάγουσα και της ζήτησε προσφορά για την αγορά 300 μετρικών τόνων του ανωτέρω είδους ναυτιλιακών καυσίμων, τα οποία επρόκειτο να παραδοθούν στο πλοίο της εναγόμενης στον λιμένα του Πειραιά, όπως προκύπτει από το με ίδια ημερομηνία έγγραφο επιβεβαίωσης παραγγελίας αγοράς, το οποίο προσκομίζει με επίκληση σε πλήρη μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική η ενάγουσα. Ακολούθως, η ενάγουσα απέστειλε στην …» την από 31.10.2014 και με αριθμό αναφοράς … επιβεβαίωση πώλησης καυσίμων. Από το παραπάνω έγγραφο προκύπτει ότι το τίμημα της πώλησης των ναυτιλιακών καυσίμων συμφωνήθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της …» σε τιμές FOB MED σε 5 εργάσιμες ημέρες κατά μέσο όρο γύρω από την ημερομηνία φόρτωσης, πλέον 18 δολλαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο καυσίμου, καθώς και ότι αυτό συμφωνήθηκε πληρωτέο εντός 21 ημερών από την ημερομηνία της παράδοσης. Επίσης, από το παραπάνω έγγραφο προκύπτει ότι η …» ενήργησε για δικό της λογαριασμό (Account OW Bunker Ltd) και δεν συμβλήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό της εναγόμενης. Σε εκτέλεση των παραπάνω αναφερόμενων συμβάσεων πώλησης, την 2-3.11.2014 παραδόθηκαν στο πλοίο της εναγόμενης στο λιμένα Πειραιά, από το ναυλωμένο από την ενάγουσα δεξαμενόπλοιο …», 299,102 μετρικοί τόνοι καυσίμων, είδους Fuel oil τύπου 380 CST, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. 0870/3.11.2013 δελτίο αποστολής της ενάγουσας εταιρείας, η οποία ήταν η φυσική προμηθεύτρια των καυσίμων. Περαιτέρω, προκειμένου να διενεργηθεί η ένδικη πετρέλευση στο πλοίο της εναγόμενης, έπρεπε να προηγηθούν οι αναγκαίες διατυπώσεις προς τις αρμόδιες λιμενικές και τελωνειακές αρχές. Στο πλαίσιο αυτό, κατόπιν εντολής που έλαβε από τη χρονοναυλώτρια του πλοίου ο ναυτικός πράκτορας με την επωνυμία … (Ε. Μ.), ο τελευταίος υπέβαλε την από 31.10.2014 αίτηση πετρέλευσης προς την ενάγουσα φυσική προμηθεύτρια, με την οποία της ζήτησε να εφοδιάσει το παραπάνω με καύσιμα. Επίσης, η ενάγουσα υπέβαλε προς το Τελωνείο Κορίνθου – Κλιμάκιο Αγίων Θεοδώρων την από 31.10.2014 δήλωση εφοδιασμού πλοίου. Με βάση τα παραπάνω, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη συμβλήθηκε στην ένδικη σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων ή αντιπροσωπεύθηκε κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης. Ειδικότερα, η κρίση του Δικαστηρίου ότι η εναγόμενη δεν αντιπροσωπεύθηκε κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης από το ναυτικό πράκτορα του πλοίου, τον οποίο είχε ορίσει η χρονοναυλώτρια, δεν αντικρούεται από το γεγονός ότι ο ναυτικός πράκτορας υπέβαλε την από 31.10.2014 αίτηση πετρέλευσης προς τη φυσική προμηθεύτρια των καυσίμων, διότι η ενέργεια αυτή του ναυτικού πράκτορα έγινε αποκλειστικά στο πλαίσιο των απαιτούμενων διατυπώσεων, ώστε να επιτραπεί από το αρμόδιο Τελωνείο η μεταφορά των καυσίμων από το διυλιστήριο στο πλοίο. Ούτε όμως αποδείχθηκε ότι η μη διάδικος εταιρία …» ενήργησε ως αντιπρόσωπος της εναγόμενης στην ένδικη σύμβαση πώλησης, στο όνομα και για λογαριασμό της τελευταίας, ούτε συνάγεται κατ’ αντικειμενική κρίση από τις περιστάσεις κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης ότι η δήλωση βούλησης της παραπάνω εταιρείας έγινε στο όνομα της εναγόμενης, ενώ επίσης δεν προέκυψε η καθ’ οιονδήποτε τρόπο έγκριση ή αποδοχή των όρων της σύμβασης πώλησης εκ μέρους της εναγόμενης. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η παραπάνω εταιρεία ενήργησε στην προκειμένη περίπτωση ως μεσίτρια ναυτιλιακών καυσίμων, καθώς δεν προέκυψε ότι αυτή υπέδειξε στην εναγομένη ευκαιρία για τη σύναψη της ένδικης σύμβασης ή ότι μεσολάβησε για την κατάρτισή της. Αντίθετα, προέκυψε ότι η εταιρία …» αγόρασε από την ενάγουσα τα προαναφερόμενα, κατά είδος και ποσότητα, ναυτιλιακά καύσιμα, τα οποία με αυτοτελή σύμβαση πώλησης πώλησε στη χρονοναυλώτρια εταιρία. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι καταρτίσθηκαν αυτοτελείς συμβάσεις πώλησης ενισχύεται από το γεγονός ότι το συμφωνηθέν τίμημα της σύμβασης πώλησης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της …», το οποίο καθορίσθηκε στο ποσό των 472,80 δολλαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο για το καύσιμο Fuel oil 380 CST και συνολικά στο ποσό των (299,102 μ.τ. Fuel oil 380 CST Χ 472,80 δολλάρια ΗΠΑ ανά μ.τ. =) 141.415,43 δολλαρίων ΗΠΑ, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. Α… τιμολόγιο πώλησης που εξέδωσε η ενάγουσα, είναι διαφορετικό από το τίμημα που καθορίσθηκε στη σύμβαση πώλησης που καταρτίσθηκε μεταξύ της …», ως πωλήτριας, και της ναυλώτριας του πλοίου εταιρείας, ως αγοράστριας, το οποίο συμφωνήθηκε στο ποσό των 472,50 δολλαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο για το καύσιμο Fuel oil 380 CST, πλέον του ποσού των 1.000 δολλαρίων ΗΠΑ ως έξοδα διαπραγμάτευσης, ενώ περαιτέρω αφορούσε σε διαφορετική ποσότητα ναυτιλιακών καυσίμων. Μόνο δε το γεγονός ότι η …» δε διαθέτει άδεια εμπορίας αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 4 περ. Β1 του Ν. 3054/2002, δεν αρκεί για να θεμελιώσει τον ισχυρισμό της ενάγουσας ότι η παραπάνω εταιρεία κατά την ένδικη σύμβαση ενήργησε ως μεσίτης ναυτιλιακών καυσίμων και ως αντιπρόσωπος της εναγόμενης, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι ενόψει της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 9 του Ν. 3054/2002, η οποία ορίζει ότι: «Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάρτιση συμβάσεων πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων είτε απευθείας με τον διαχειριζόμενο το πλοίο είτε με άλλο τρίτο πρόσωπο που συνδέεται συμβατικά με αυτόν, υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των προϊόντων αυτών θα γίνεται στο πλοίο με ευθύνη και παραστατικά παράδοσης αποκλειστικά των κατόχων άδειας εμπορίας, οι οποίοι θα εκδίδουν τα παραστατικά πώλησης είτε προς τον διαχειριζόμενο το πλοίο είτε προς τον τρίτο αντίστοιχα», σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 4 παρ. 1, 16 και 17 του ίδιου νομοθετήματος, προκύπτει ότι η κατάρτιση συμβάσεων πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων χωρίς την απαιτούμενη προς τούτο άδεια είναι έγκυρη υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση αυτών στο πλοίο θα γίνεται με ευθύνη και παραστατικά παράδοσης των κατόχων άδειας εμπορίας (βλ. σχετ. ΑΠ 1479/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, το γεγονός ότι το προαναφερθέν υπ’ αριθ. 0870/3.11.2014 δελτίο αποστολής, που εκδόθηκε από την ενάγουσα ως φυσική προμηθεύτρια των εν λόγω καυσίμων, φέρει τη σφραγίδα του πλοίου και την υπογραφή του Α΄ Μηχανικού … -και όχι του Πλοιάρχου αυτού …, όπως αβασίμως υποστηρίζει η ενάγουσα, προκύπτει δε τούτο από την αντιπαραβολή της υπογραφής που τέθηκε στο δελτίο αποστολής με τις υπογραφές που έχουν θέσει τα ως άνω φυσικά πρόσωπα στις συμβάσεις εργασίας τους και τις οποίες μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η εναγόμενη-, δεν αρκεί για να θεμελιώσει την ευθύνη της εναγόμενης για την πληρωμή του τιμήματος της ένδικης σύμβασης πώλησης, με βάση τον επικαλούμενο από την ενάγουσα Όρο 8 α΄ των Γενικών της Όρων Πώλησης, ο οποίος ορίζει ότι: «Αν για τον ανεφοδιασμό των καυσίμων έχει υπάρξει σύμβαση με αντιπρόσωπο του αγοραστή που δρα για λογαριασμό του εντολέα ή για λογαριασμό προσώπου που δεν αποκαλύπτεται ή από τον ίδιο τον αγοραστή ή από αντιπρόσωπο για λογαριασμό άλλου εντολέα ή εντολέων, ανάλογα με την περίπτωση, εξακολουθούν να ευθύνονται αλληλέγγυα και εις ολόκληρον με τον πραγματικό εντολέα ανάλογα με την περίπτωση, όπως αυτή προσδιορίζεται από τη σχετική σύμβαση», διότι αφενός ο Α΄ Μηχανικός δε διαθέτει εκ του νόμου αντιπροσωπευτική εξουσία για τη σύναψη δικαιοπραξιών στο όνομα της πλοιοκτήτριας, αφετέρου αποδείχθηκε ότι η υπογραφή του επί του σχετικού δελτίου αποστολής τέθηκε μόνο για την πιστοποίηση του πραγματικού γεγονότος της ποσοτικής παραλαβής των ναυτιλιακών καυσίμων, σύμφωνα και με τη ναυτιλιακή πρακτική, χωρίς πρόθεση ανάληψης σχετικής συμβατικής υποχρέωσης για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας (πολλώ δε μάλλον της διαχειρίστριας), κατόπιν σχετικής εντολής του πλοιάρχου του πλοίου. Τέλος, η κρίση του Δικαστηρίου ότι η ένδικη σύμβαση πώλησης δεν καταρτίσθηκε με την εναγόμενη δεν αντικρούεται από το γεγονός ότι στο υπ’ αριθ. Α… τιμολόγιο πώλησης, που εξέδωσε η ενάγουσα, αναφέρεται ότι αυτό εκδόθηκε σε χρέωση «του πλοιάρχου και/ή των πλοιοκτητών και/ή των ναυλωτών και/ή των διαχειριστών του πλοίου …», διότι μόνη η αναφορά μονομερώς στο παραπάνω τιμολόγιο της εναγόμενης – διαχειρίστριας, μεταξύ άλλων φυσικών και νομικών προσώπων, χωρίς μάλιστα αυτή να κατονομάζεται, δεν αρκεί για να θεμελιώσει ευθύνη της έναντι της ενάγουσας για την πληρωμή του τιμήματος πώλησης, από σύμβαση που δεν προκύπτει ότι καταρτίσθηκε με την ίδια. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, πρέπει η κρινόμενη αγωγή αναφορικά με την ερευνητέα βάση της, που ερείδεται στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγόμενης, ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει η κρινόμενη αγωγή ν’ απορριφθεί στο σύνολό της και η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 68 παρ. 1, 63 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων). Τέλος, πρέπει ν’ απορριφθεί η προσεπίκληση και η παρεμπίπτουσα αγωγή και να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως ενάγουσα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των καθ’ ων η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενων, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων: Α) την υπ’ αριθ. κατάθεσης 9880/5501/2015 αγωγή και Β) την υπ’ αριθ. κατάθεσης 6429/2818/2018 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή & ανακοίνωση δίκης.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα (2.450) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την προσεπίκληση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την παρεμπίπτουσα αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την παρεμπιπτόντως ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη των παρεμπιπτόντως εναγομένων, ύψους τετρακοσίων ογδόντα (480,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ