Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

  

 

 

 

 

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης      645 /2020

(Γενικός αριθμός κατάθεσης 1ης κλήσης: 10192/2015)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης 1ης κλήσης: 5720/2015)

(Γενικός αριθμός κατάθεσης 1ης αγωγής: 335/2015)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης 1ης αγωγής: 194/2015)

(Γενικός αριθμός κατάθεσης 2ης κλήσης: 11325/2015)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης 2ης κλήσης: 6429/2015)

(Γενικός αριθμός κατάθεσης 2ης αγωγής: 8092/2015)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης 2ης αγωγής: 4418/2015)

 

 

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ  ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ

 

            ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή  Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

            ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 9η Ιανουαρίου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως 335/2015 και 194/2015 αγωγή καταβολής αμοιβής-αποζημίωσης από παροχή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής και διάσωσης και την υπ’ αριθ. καταθέσεως 8092/2015 και 4418/2015 αγωγή καταβολής αμοιβής-αποζημίωσης από παροχή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής και διάσωσης, μεταξύ:

 

 

             1η Αγωγή:

            ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία … εδρεύουσας στον …….. επί της οδού … νομίμως εκπροσωπουμένης, … και 2) Ι. Κ.  Γ., κατοίκου Α. Α., επί της συμβολής των οδών … της Δ.Ο.Υ., ο οποίος ενεργεί για τον εαυτό του ατομικά ως πλοίαρχος και κυβερνήτης του υπό ελληνική σημαία νηολογίου Πειραιά με αριθμό … Ε/Γ-Τ/Ρ πλοίου με το όνομα …» και ως νόμιμος εκπρόσωπος και αντιπρόσωπος των τεσσάρων μελών του πληρώματος του πλοίου αυτού, αποτελουμένου από τους ναύτες …  και τον ναυτόπαιδα Χ. Λ., οι οποίοι παραστάθηκαν στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Χρήστου Στέφα του Η. (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1334), κατοίκου ……. επί της οδού …, και κατέθεσαν προτάσεις.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία … εδρεύουσας στην … …….. πλοιοκτήτριας του με αριθμό … νηολογίου Πειραιά Ε/Γ-Τ/Ρ πλοίου με το όνομα … νομίμως εκπροσωπουμένης από τον Μ. Μ.  Γ., κάτοικο …, επί της … που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Εμμανουήλ Στεφανάκη του Ι. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 9439), κατοίκου ……. επί της …, και κατέθεσε προτάσεις.

             2η Αγωγή:

            ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία … εδρεύουσας στο … νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στη δίκη διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Ειρήνης Σκορδιαλού του Ι. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 13799), κατοίκου ………επί της οδού … και κατέθεσει προτάσεις.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία … εδρεύουσας στην … Πειραιά, πλοιοκτήτριας του με αριθμό … νηολογίου Πειραιά Ε/Γ-Τ/Ρ πλοίου με το όνομα … νομίμως εκπροσωπουμένης από τον Μ. Μ.  Γ., κάτοικο …, επί της … η οποία παραστάθηκε στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Εμμανουήλ Στεφανάκη του Ι. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 9439), κατοίκου Πειραιά, επί της …, και κατέθεσε προτάσεις.

Οι μεν ενάγοντες (της πρώτης αγωγής) με την από 2-10-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 10192/2015 και ΕΑΚ 5720/2015 κλήση τους νομίμως επανέφεραν προς συζήτηση αρχικά στη δικάσιμο της 29-3-2016 και μετ’ αναβολή στην παρούσα δικάσιμο της 9-1-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε με αύξοντα αριθμό οικείου πινακίου 1, την από 12-1-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 335/2015 και ΕΑΚ 194/2015 αγωγή τους που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και προσδιορίστηκε αρχικά προς συζήτηση στη δικάσιμο της 22-9-2015, κατά την οποία ματαιώθηκε λόγω διενέργειας των εθνικών βουλευτικών εκλογών, με την οποία αγωγή τους ζητούν όσα εκθέτουν σε αυτήν και στις προτάσεις τους, η δε εναγομένη αρνείται αυτή και ζητεί την απόρριψή της για όσους λόγους ισχυρίζεται στις προτάσεις της. Η δε ενάγουσα (της δεύτερης αγωγής) με την από 20-10-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 11325/2015 και ΕΑΚ 6429/2015 κλήση τους νομίμως επανέφερε προς συζήτηση αρχικά στη δικάσιμο της 29-3-2016 και μετ’ αναβολή στην παρούσα δικάσιμο της 9-1-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε με αύξοντα αριθμό οικείου πινακίου 4, την από 15-7-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 8092/2015 και ΕΑΚ 4418/2015 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου και προσδιορίστηκε αρχικά προς συζήτηση στη δικάσιμο της 22-9-2015, κατά την οποία ματαιώθηκε λόγω διενέργειας των εθνικών βουλευτικών εκλογών, με την οποία αγωγή της ζητεί όσα εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις της, η δε εναγομένη αρνείται αυτή και ζητεί την απόρριψή της για όσους λόγους ισχυρίζεται στις προτάσεις της.

           ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ και κατά την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, αντιστοίχως, οι διάδικοι παραστάθηκαν στη δίκη όπως ανωτέρω αναφέρεται και κατέθεσαν τις προτάσεις τους στην παρούσα δίκη.

MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦTHKE  ΣYMΦΩNA ME TOΝ  NOMO

              Νομίμως επαναφέρονται προς περαιτέρω συζήτηση και έκδοση οριστικής απόφασης αφενός μεν με την από 2-10-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 10192/2015 και ΕΑΚ 5720/2015 κλήση των εναγόντων της πρώτης αγωγής, αφετέρου δε με την από με την από 20-10-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 11325/2015 και ΕΑΚ 6429/2015 κλήση της ενάγουσας της δεύτερης αγωγής, αρχικά στη δικάσιμο της 29-3-2016 και μετ’ αναβολή στην παρούσα δικάσιμο της 9-1-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκαν με αύξοντες αριθμούς οικείου πινακίου 1 και 4, αντιστοίχως, η από 12-1-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 335/2015 και ΕΑΚ 194/2015 αγωγή και η από 15-7-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 8092/2015 και ΕΑΚ 4418/2015 αγωγή, αντιστοίχως, οι οποίες (αγωγές) είχαν κατατεθεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και προσδιορίστηκαν αρχικά προς συζήτηση στη δικάσιμο της 22-9-2015, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή τους λόγω διενέργειας των εθνικών βουλευτικών εκλογών της 20-9-2015.

Σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ, το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιόν του δικών ανάμεσα στους ιδίους ή διαφορετικούς διαδίκους αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Στην κρίση του Δικαστηρίου τούτου υπόκεινται: Α) η από 12-1-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 335/2015 και ΕΑΚ 194/2015 αγωγή των: 1) Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία … εδρεύουσας στον ……. επί της οδού … νομίμως εκπροσωπουμένης, και 2) Ι. Κ.  Γ., κατοίκου Α. Α., επί της συμβολής των οδών … κατά της Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία … εδρεύουσας στην Κ. Α., επί της … πλοιοκτήτριας του με αριθμό … νηολογίου Πειραιά Ε/Γ-Τ/Ρ πλοίου με το όνομα … νομίμως εκπροσωπουμένης από τον Μ. Μ.  Γ., κάτοικο ομοίως, και Β) η από 15-7-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 8092/2015 και ΕΑΚ 4418/2015 αγωγή της Ανώνυμης Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία … εδρεύουσας στο … νομίμως εκπροσωπουμένης, κατά της Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία … εδρεύουσας στην Κ. Α., επί της … πλοιοκτήτριας του με αριθμό … νηολογίου Πειραιά Ε/Γ-Τ/Ρ πλοίου με το όνομα … νομίμως εκπροσωπουμένης από τον Μ. Μ.  Γ., κάτοικο ομοίως, οι οποίες ως εκκρεμείς ενώπιον του υπάγονται στην ίδια τακτική διαδικασία των ναυτικών διαφορών, έχουν το ίδιο αντικείμενο (αξίωση καταβολής αμοιβής-αποζημίωσης από παροχή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής και διάσωσης), τους ιδίους εν μέρει διαδίκους (εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία), είναι ως εκ τούτου συναφείς και πρέπει να συνεκδικασθούν, διότι από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται η μείωση των δικαστικών εξόδων (άρθρα 246,31 ΚΠολΔ).

Ι. Στην ελληνική νομοθεσία υπάρχουν τρία νομοθετικά κείμενα που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου που απορρέουν από την επιθαλάσσια αρωγή. Αυτά είναι κατά χρονολογική σειρά: α) η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του 1910 για την επιθαλάσσια αρωγή και τη ναυαγιαίρεση, η οποία κυρώθηκε με τον Ν.ΓΩΠΣΤ/1911, β) οι διατάξεις του δέκατου τρίτου τίτλου του ΚΙΝΔ «περί των εκ της επιθαλασσίου αρωγής απαιτήσεων» και γ) η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου του 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή, με τις συνημμένες δύο ερμηνευτικές δηλώσεις, οι οποίες κυρώθηκαν με τον Ν.2391/1996. Η τελευταία Διεθνής Σύμβαση άρχισε να ισχύει διεθνώς και στην Ελλάδα στις 3 Ιουνίου 1997, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 αυτής (βλ. ανακοίνωση ΥΠΕΞ της 19-6/4-7-1996 στον ΚΝοΒ 1996, σελ.978). Κατά το άρθρο 2 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, αυτή καταλαμβάνει τις δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες, που αφορούν θέματα που ρυθμίζονται από αυτήν, οποτεδήποτε οι διαδικασίες αυτές εισάγονται σε κράτος – μέλος, δηλαδή διέπει, μεταξύ άλλων, και τις σχετικές υποθέσεις που εισάγονται στα ελληνικά δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του αρωγού ή του βοηθούμενου πλοίου και χωρίς να απαιτείται άλλο στοιχείο αλλοδαπότητας της διαφοράς (βλ. Α.Αντάπαση, Θαλάσσια αρωγή και διάσωση, εκδ.1992, Ι,  σελ.151). Εξάλλου, εφόσον η Ελλάδα δεν διατύπωσε καμία επιφύλαξη από αυτές που προβλέπει το άρθρο της Σύμβασης (βλ. CMI Yearbook 1999, σελ.457-459), οι διατάξεις αυτές διέπουν και τις εσωτερικές θαλάσσιες αρωγές, δηλαδή αυτές που παρέχονται σε εσωτερικά ύδατα και από (ή σε) πλοία εσωτερικής ναυσιπλοΐας. Η διεθνής αυτή σύμβαση καταργεί το δίκαιο της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1910 και όσες διατάξεις του ΚΙΝΔ ρυθμίζουν τα θέματα, τα οποία υπάγονται στη ρύθμιση της νέας Σύμβασης (ΕφΠειρ 516/2010 ΕΝΔ 2010.442, σχόλια Ι. Κοροτζή σε Ναυτική Δικαιοσύνη 2002, σελ.54-55). Για τους σκοπούς της Διεθνούς Συμβάσεως αυτής κατ’ άρθρο 1, επιχείρηση θαλάσσιας αρωγής σημαίνει κάθε πράξη ή δραστηριότητα, που αποσκοπεί στην παροχή βοήθειας σε πλοίο ή οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο, που βρίσκεται σε κίνδυνο πραγματικό, άμεσο ή έστω πιθανολογούμενο που προϋπάρχει των σωστικών υπηρεσιών σε ύδατα κατάλληλα για ναυσιπλοΐα ή σε οποιαδήποτε άλλα ύδατα, παρέχει δε δικαίωμα αμοιβής, εφόσον είχε ωφέλιμο αποτέλεσμα. Διακρίνεται σε αρωγή διεπόμενη από (μόνο) τον νόμο, αρωγή διεπόμενη από σύμβαση συναφθείσα υπό την επήρεια του κινδύνου και αρωγή διεπόμενη από σύμβαση προγενέστερη του κινδύνου. Η διεπόμενη από τον νόμο (τη Διεθνή Σύμβαση) αρωγή δημιουργεί υπέρ του αρωγού αξίωση αμοιβής. Η εκ του νόμου αξίωση αμοιβής κατ’ άρθρα 12, 13 παρ.3 προϋποθέτει ωφέλιμο αποτέλεσμα της αρωγής και περιορίζει την αξίωση αμοιβής μέχρι της αξίας των διασωθέντων. Ο περιορισμός δεν ισχύει για τη σύμβαση αρωγής που μπορεί να συναφθεί ελεύθερα. Η σύμβαση αρωγής κατ’ άρθρα 6, 14 και 17 αποκλείει τη μεταξύ των συμβαλλομένων γένεση των εκ του νόμου υποχρεώσεων ή αξιώσεων αμοιβής και εξόδων, εκτός αν η σύμβαση ορίζει διαφορετικά (ΕφΠειρ 55/2008 ΕΝΔ 2008.136). Ο καθορισμός του ύψους της εκ του νόμου αμοιβής από το δικαστήριο γίνεται με βάση τα κριτήρια που περιέχονται στο άρθρο 13 §1, άσχετα με τη σειρά με την οποία αναφέρονται (ΕφΠειρ 297/2009 ΕπισκΕμπΔ 2010.513). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1, 12 και 13 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να γεννηθεί το δικαίωμα αμοιβής από πράξεις επιθαλάσσιας αρωγής είναι πράξη ή δραστηριότητα παροχής βοήθειας σε πλοίο ή οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο σε ύδατα κατάλληλα για ναυσιπλοΐα ή σε οποιαδήποτε άλλα ύδατα, κίνδυνος απώλειας ή βλάβης και ωφέλιμο αποτέλεσμα και πιο συγκεκριμένα: α) ο κίνδυνος απώλειας ή βλάβης σε πλοίο ή πλωτό ναυπήγημα, β) παροχή υπηρεσιών για την αντιμετώπιση  του κινδύνου και γ) αποτροπή κινδύνου, διάσωση (ωφέλιμο αποτέλεσμα). Ο κίνδυνος είναι απαραίτητο δομικό στοιχείο της έννοιας της θαλάσσιας αρωγής. Την προσδιορίζει και τη διαφοροποιεί από τη ρυμούλκηση. Ωστόσο, ορισμός γι’ αυτήν δεν περιέχεται σε κάποια από τις δύο Διεθνείς Συμβάσεις του 1910 και του 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή. Η φύση και η έκταση του κινδύνου αποτελεί κριτήριο για τον καθορισμό της αμοιβής του διασώστη (άρθρο 13 παρ.1δ΄) αφού ληφθεί υπόψη η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλαν οι αρωγοί για να αποτρέψουν ή να ελαχιστοποιήσουν βλάβη του περιβάλλοντος (άρθρο 13 παρ.1β΄). Ο κίνδυνος αφορά το αντικείμενο της αρωγής, είτε το πλοίο είτε περιουσιακό στοιχείο, και συνίσταται στην πιθανή επέλευση φυσικής ή και οικονομικής ζημιάς ή βλάβης σε αυτά. Το δεχόμενο την αρωγή πλοίο πρέπει να διατρέχει κίνδυνο (άμεσο ή έμμεσο) απώλειας ή βλάβης πραγματικό, έστω και μη άμεσο, αλλά αναμενόμενο με πιθανότητα που προϋπάρχει από τις σωστικές υπηρεσίες και δεν προκαλείται από αυτές, χωρίς να απαιτείται αδυναμία ελκτικής ικανότητας ή αυτοδύναμης πρόωσης του πλοίου που κινδυνεύει (ΑΠ 86/1977 ΝοΒ 25.1125, ΕφΠειρ 4/2008 ΕΝΔ 2008.129, ΕφΠειρ 961/2000 ΕΝΔ 2001.50, ΕφΠειρ 961/2000 ΕΝΔ 2001.50, ΕφΑθ 3864/1994 ΕΝΔ 22.337, Αντ.Χαρλαύτη, Επιθαλάσσια αρωγή και διάσωσις, ΕΕμπΔ ΚΞ΄.165). Δεν γεννάται δικαίωμα ειδικής αποζημίωσης σε περίπτωση που ο διασώστης παρέχει υπηρεσίες αρωγής σε φορτίο και όχι σε πλοίο. Επίσης, είναι αρκετό το γεγονός ότι κατά τον χρόνο που δόθηκε η βοήθεια, το αντικείμενο της να αντιμετώπισε οποιαδήποτε ατυχία ή πιθανότητα ατυχίας, η οποία θα μπορούσε να το εκθέσει σε απώλεια ή βλάβη, εάν οι υπηρεσίες της αρωγής δεν παρέχονταν. Ο κίνδυνος πρέπει ακόμη να είναι υπαρκτός, σοβαρός και αναπότρεπτος, ήτοι να αναμένεται με πιθανότητα (όχι αναγκαίως άμεσος και επικείμενος), η ύπαρξη δε, η φύση και ο βαθμός (έκταση) αυτού πρέπει να εκτιμηθούν με τη συνολική εξέταση των περιστάσεων που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση και συνεκτιμώνται με τα λοιπά κριτήρια που αναφέρονται παρακάτω προς καθορισμό της αμοιβής του αρωγού (ΕφΠειρ 6/2009 ΕΝΔ 2009.42, ΕφΠειρ 751/2007 ΕΝΔ 36.52, ΕφΠειρ 953/2005 ΕΝΔ 34.193). Τέτοιες περιστάσεις, που ενδεικτικά μπορούν να υποδηλώσουν κίνδυνο είναι: 1) η εγκατάλειψη του ταξιδιού, 2) η χρήση των σημάτων κινδύνου, εφόσον με αυτά ζητείται βοήθεια εξαιτίας π.χ. των βλαβών του πλοίου, 3) ολική ή ουσιώδης απώλεια των μέσων προώθησης με την παρούσα μείωση της ικανότητας του πλοίου να αντιπαρέλθει δυσκολίες, 4) η απώλεια αγκύρων και αλυσίδων, 5) το γεγονός ότι οι υπηρεσίες ζητούνται επειγόντως, 6) η αποδοχή των υπηρεσιών που προσφέρονται, 7) ο κίνδυνος προσάραξης, 8) η εγκατάλειψη ή η προετοιμασία για την εγκατάλειψη του πλοίου, 9) η εισροή υδάτων στο σκάφος λόγω ζημίας κ.α. (βλ. Ι.Κοροτζή, Το Δίκαιο της Επιθαλάσσιας Αρωγής κατά τον ΚΙΝΔ και τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1910, έκδ.1988, σελ.46-48, 52-53, 57-58, “The Pubnico Virgo 1975”, LR448). To ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό και όταν η πραγματική κατάσταση του πλοίου δεν είναι καλή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, όταν ένα πλοίο δεν μπορεί να κινηθεί αυτοδύναμα εξαιτίας βλάβης στο πηδάλιο, βρίσκεται σε κίνδυνο έως ότου επισκευαστεί (“The Troilus 1951”, A.C.820). Συνεπώς, η εκτίμηση της κατάστασης γίνεται με αντικειμενικά (πραγματικό ζήτημα) και όχι με υποκειμενικά κριτήρια. Συνοψίζοντας, θα μπορούσε να λεχθεί ότι για την αιτιολόγηση της υπάρξεως σωστικών υπηρεσιών πρέπει να υπάρχει τέτοιος εύλογος φόβος κινδύνου, ώστε με τον σκοπό να αποφευχθεί, κανένας φρόνιμος και επιτήδειος άνθρωπος, που είναι επικεφαλής πλοίου στην ώρα του κινδύνου, δεν θα αρνιόταν τη βοήθεια του επιθαλάσσιου αρωγού, εάν αυτή προσφερόταν και με την προϋπόθεση βέβαια πληρωμής σώστρων (βλ. Ι. Κοροτζή, ό.π., σελ.47). Ο κίνδυνος προϋποθέτει την ύπαρξη μιας μη κανονικής κατάστασης περιστατικών, κυρίως στη θάλασσα, και τη συναγωγή εξ αυτής κρίσης ότι η επέλευση του επιζήμιου αποτελέσματος είναι κατά την κοινή πείρα δυνατή. Αποτελώντας ο κίνδυνος ενεργητική δυνατότητα πρόκλησης ζημίας δεν ταυτίζεται με το βλαπτικό αποτέλεσμα, ήτοι την απώλεια ή βλάβη του πλοίου. Η δυνατότητα πρόκλησης της ζημίας δεν αποκλείεται να οφείλεται στις ιδιομορφίες της συγκεκριμένης περίπτωσης (ΕφΠειρ 73/2008 ΕΝΔ 2008.132). Δεν αρκεί, πάντως, το γεγονός ότι το πλοίο περιήλθε σε μία ασυνήθιστη κατάσταση από την οποία και αδυνατεί να εξέλθει με ίδια μέσα. Απαιτείται αυτή η κατάσταση να καθιστά ενεργητικώς δυνατή την απώλεια ή βλάβη του (βλ. σχετ. Λουκά Ζυγούρου, Η ειδική αποζημίωση στο δίκαιο της θαλάσσιας αρωγής, έκδ.2015, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.83-86). Εξάλλου, η ως άνω Διεθνής Σύμβαση εφαρμόζεται και σε επιχειρήσεις αρωγής σε εσωτερικά ύδατα, δεδομένου ότι η χώρα μας δεν διατύπωσε σχετική επιφύλαξη, κατά το άρθρο 30§1 της Σύμβασης αυτής. Η αμοιβή θα καθορίζεται με στόχο την ενθάρρυνση των επιχειρήσεων αρωγής λαμβάνοντας υπόψη και τα κριτήρια του νόμου. Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία των μερών για την αμοιβή, το ποσό αυτό καθορίζεται από το δικαστήριο, κριτήρια δε, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν κατά τον καθορισμό της αμοιβής για επιθαλάσσια αρωγή είναι κατ’ άρθρο 13 παρ.1 της ανωτέρω Συμβάσεως τα εξής, άσχετα με τη σειρά τους: α) η διασωθείσα αξία του πλοίου και των άλλων περιουσιακών στοιχείων, β) η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο αρωγός για να αποτρέψει ή να ελαχιστοποιήσει βλάβη του περιβάλλοντος, γ) το μέγεθος της επιτυχίας που επιτεύχθηκε από τον αρωγό, δ) η φύση και η έκταση του κινδύνου, ε) η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο αρωγός για να σώσει το πλοίο, τυχόν άλλα περιουσιακά στοιχεία και ζωές, στ) ο χρόνος που διατέθηκε, οι δαπάνες και οι απώλειες που είχε ο αρωγός, ζ) ο κίνδυνος ευθύνης και άλλοι κίνδυνοι τους οποίους διέτρεξε ο αρωγός ή ο εξοπλισμός του, η) το έγκαιρο των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν, θ) η δυνατότητα διάθεσης και χρησιμοποίησης πλοίων ή άλλου εξοπλισμού που προορίζονται για επιχειρήσεις αρωγής και ι) ο βαθμός ετοιμότητας και επάρκειας του εξοπλισμού του αρωγού και η αξία αυτού (ΕφΠειρ 504/2015, ΕφΠειρ 480/2014, ΕφΠειρ 254/2014, ΕφΠειρ 24/2011, ΕφΠειρ 516/2010, ΕφΠειρ 831/2009, ΕφΠειρ 6/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 830/2008 ΕΝΔ 2009.50, ΕφΠειρ 4/2008 ΕΝΔ 2008.139, ΕφΠειρ 751/2007 ΕΝΔ 2008.52, ΕφΠειρ 322/2007 ΕΝΔ 2007.297, ΕφΠειρ 1013/2006 ΕΝΔ 2007.131, ΕφΠειρ 953/2005 ΕΝΔ 2006.193, ΕφΠειρ 1172/2005 ΕΝΔ 2006.187, ΕφΠειρ 696/2000 ΕΕμπΔ 2001.578, ΕφΠειρ 66/1997 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996-1997, ΕφΠειρ 625/1999 ΕΝΔ 1999.176, ΕφΠειρ 779/1994 ΕΝΔ 1999.179, ΠολΠρΠειρ 655/2001 αδημ., ΠολΠρΠειρ 6693/2000 αδημ., Ι.Κοροτζή, Το Δίκαιο της Επιθαλάσσιας Αρωγής κατά τον ΚΙΝΔ και τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1910, έκδ.1988, σελ.210επ. και σχόλια του ιδίου σε Ναυτ.Δικ. 2001.136επ.). Το σπουδαιότερο στις επιχειρήσεις θαλάσσιας αρωγής (που στην πραγματικότητα αποτελούν νομικά ειδικές συμβάσεις μίσθωσης έργου), είναι εκτός από τη διάθεση για παροχή βοήθειας, η ύπαρξη σαφούς οικονομικού κινήτρου, το οποίο θα δίνει πράγματι ώθηση στον διασώστη να συνδράμει με κάθε τρόπο και όποτε χρειάζεται και με κάθε τρόπο στη διάσωση του πλοίου ή του πλωτού ναυπηγήματος που κινδυνεύει αι θα του παρέχει, εφόσον όμως υπάρχει ωφέλιμο αποτέλεσμα, δικαίωμα για αμοιβή (οικονομική επιβράβευση). Ως εκ τούτου, είτε πρόκειται για συμβατική παροχή αρωγής είτε για αυτόκλητη παροχή αρωγής, ο αρωγός δικαιούται καταρχάς να αξιώσει την εύλογη αμοιβή του για τις παρασχεθείσες από αυτόν υπηρεσίες διάσωσης υπό την αυτονόητη προϋπόθεση βέβαια ότι έχει επιτευχθεί ωφέλιμο αποτέλεσμα (no cure – no pay) (βλ. σχετ. Λουκά Ζυγούρου, Η ειδική αποζημίωση στο δίκαιο της θαλάσσιας αρωγής, έκδ.2015, Νομική Βιβλιοθήκη, Εισαγωγή, σελ.4επ.). Εξάλλου, οι συντάκτες της Διεθνούς Σύβασης του 1989 επεδίωξαν με τη ρύθμιση της ειδικής αποζημίωσης στο άρθρο 14 να εξωθήσουν τους διασώστες να αναλάβουν έργα διάσωσης με μικρές πιθανότητες επιτυχίας και σοβαρούς κινδύνους για το περιβάλλον, αποζημιώνοντάς τους και στην περίπτωση που οι υπηρεσίες τους δεν θα απέτρεπαν την απώλεια του πλοίου και του φορτίου (βλ. σχετ. Αντάπαση, Θαλάσσια αρωγή και διάσωση, Ι, 1992, σελ.159). Ο αρωγός σύμφωνα με το άρθρο 8 περ.α΄ και β΄ της Σύμβασης του 1989 οφείλει να εκτελεί την επιχείρηση της θαλάσσιας αρωγής με την οφειλόμενη επιμέλεια και να λαμβάνει την απαραίτητη μέριμνα αποτροπής ή ελαχιστοποίησης της βλάβης προς το περιβάλλον. Προς την ίδια κατεύθυνση είναι προσανατολισμένο και το άρθρο 13 παρ.1 της Σύμβασης του 1989 που ορίζει ότι η αμοιβή θα καθορίζεται με στόχο την ενθάρρυνση των επιχειρήσεων αρωγής. Πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπάρχει η βεβαιότητα ότι κι αν ακόμη δεν υπάρχει αποτελεσματική αντιμετώπιση της απειλής της βλάβης του περιβάλλοντος δηλαδή της ρύπανσης θα λάβει ο αρωγός ως αποζημίωση τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε. Έτσι, ανταποκρινόμενοι οι συντάκτες της Σύμβασης στο ολοένα και διεθνώς αυξανόμενο ενδιαφέρον προστασίας του περιβάλλοντος προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα από τον κανόνα “no cure no pay” και καθιέρωσαν ένα σημαντικό οικονομικό κίνητρο για τους διασώστες: την ειδική αποζημίωση. Τούτο δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίσει και να θεωρηθεί ότι μετατοπίστηκε η προσοχή από την παροχή των υπηρεσιών διάσωσης αποκλειστικά και μόνο στην προστασία περιβάλλοντος. Το κύριο βάρος και ο σκοπός των επιχειρήσεων θαλάσσιας αρωγής ήταν και εξακολουθεί να είναι η διάσωση της περιουσίας που κινδυνεύει στη θάλασσα, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για να λάβει ο αρωγός την αμοιβή-αποζημίωση της Διεθνούς Σύμβασης του 1989, για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε κατά τη διεξαγωγή της επιχείρησης διάσωσης. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι παράλληλα με την επιχείρηση θαλάσσιας αρωγής ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να επιδεικνύει ο διασώστης επιπρόσθετα και στην αποτροπή ή την ελαχιστοποίηση της βλάβης του θαλασσίου περιβάλλοντος. Χαρακτηριστικό άλλωστε είναι ότι αυτή η ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνει τη μορφή της νομικής υποχρέωσης κατ’ άρθρο 8 παρ.1 της Σύμβασης του 1989 (βλ. σχετ. Λουκά Ζυγούρου, Η ειδική αποζημίωση στο δίκαιο της θαλάσσιας αρωγής, έκδ.2015, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.41-61). Επιπλέον, δικαιούται και ένα εύλογο ποσοστό για τον εξοπλισμό και το προσωπικό που πραγματικά και εύλογα χρησιμοποίησε στην επιχείρηση της αρωγής λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που καθορίστηκαν από το άρθρο 13 παρ.1, η, θ και ι της ίδιας Σύμβασης (βλ. σχετ. Λουκά Ζυγούρου, Η ειδική αποζημίωση στο δίκαιο της θαλάσσιας αρωγής, έκδ.2015, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.25-27). Επισημαίνεται πάντως ότι η προστασία του περιβάλλοντος δεν αποτελεί κατά τον ΚΙΝΔ και κατά στη Σύμβαση του 1910 προϋπόθεση για την ύπαρξη θαλάσσιας αρωγής ούτε και καταβάλλεται αμοιβή στον δισώστη γι’ αυτό, δεδομένου ότι το περιβάλλον δεν αποτελεί περιουσιακό στοιχείο κατά την έννοια του άρθρου 1 της Σύμβασης του 1989, αλλά είναι res communis. Η ειδική αποζημίωση αποτελεί εξαίρεση ή απόκλιση και όχι κατάργηση του, κανόνα “no cure-no pay” (= «καμία αμοιβή χωρίς ωφέλιμο αποτέλεσμα») καθόσον η υποχρέωση του διασώστη ήταν και παραμένει η παροχή σωστικών υπηρεσιών στην περιουσία που κινδυνεύει.Η καθιέρωση των προϋποθέσεων της ειδικής αποζημίωσης μαρτυρά από μόνη της τη σημασία που θέλησε ο νομοθέτης να δώσει στην προστασία του περιβάλλοντος και την παροχή σωστικών υπηρεσιών σε πλοίο ή άλλο περιουσιακό στοιχείο που κινδυνεύει αλλά και την ουσιαστική ανατροπή του έως τότε ισχύοντος δικαίου της θαλάσσιας αρωγής με την αναγνώριση ενός σαφούς οικονομικού κινήτρου που θα ωθεί τον διασώστη να προβεί κατά την παροχή των υπηρεσιών του σε όλες εκείνες τις απαραίτητες πράξεις που θα περιορίζουν ή θα αποτρέπουν τη βλάβη του περιβάλλοντος (βλ. σχετ. Λουκά Ζυγούρου, Η ειδική αποζημίωση στο δίκαιο της θαλάσσιας αρωγής, έκδ.2015, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.42, 51).Περαιτέρω, είναι δυνατό να υπάρξει μερική συμβολή στη διατήρηση του πράγματος, όταν οι σωστικές υπηρεσίες παρασχέθηκαν από περισσότερους από έναν αρωγούς και συνέβαλαν στο ωφέλιμο αποτέλεσμα, έστω και αν καθεμία από αυτές δεν θα μπορούσε από μόνη της να οδηγήσει σε αυτό (ΕφΠειρ 625/1999 ΕΝΔ 27.176), κατανεμόμενη μεταξύ τους ανάλογα με τη συμβολή καθενός απ’ αυτούς στη διάσωση του κινδυνεύοντος πλοίου (ΕφΛαρ 570/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 1083/1999 ΝαυτΔικ 1.133, ΕφΠειρ 1171/1997 ΕΝΔ 26.39, ΜονΠρΠειρ 356/2019 αδημ. στον Νομικό Τύπο). Οι σωστικές υπηρεσίες στη συμβατική παροχή σωστικών υπηρεσιών παρέχονται από πλοία ειδικής διασκευής και εξοπλισμού (ναυαγοσωστικά) τα οποία σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο πρέπει να διαθέτουν άδεια της λιμενικής αρχής (ΚΔΝΔ 11ββ, 189 παρ.1). Εξάλλου, ρυμούλκηση από τεχνικής απόψεως είναι η πράξη (εργασία) με την οποία ένα πλοίο, το ρυμουλκούμενο, μετακινείται από ένα άλλο, το ρυμουλκό, το οποίο χρησιμοποιεί ωθητική ενέργεια και σχοινί (ρυμούλκιο) με το οποίο συνδέονται και τα δύο πλοία. Από νομικής απόψεως η σύβαση θαλάσσιας ρυμούλκησης ενδέχεται να έχει το εξής περιεχόμενο: α) είτε θα πρόκειται για λιμένια ρυμούλκηση, εφόσον το περιεχόμενο της σύμβασης είναι η έναντι αμοιβής παροχή της κινητήριας δύναμης του ρυμουλκού για την ασφαλή ενέργεια από το ρυμουλκούμενο πλοίο των κατάλληλων χειρισμών κατά την είσοδο ή έξοδο του λιμανιού και την παραβολή στην αποβάθρα ή την απομάκρυνση από αυτή, β) είτε θα πρόκειται αντίθετα για ρυμούλκηση-μεταφορά εφόσον το περιεχόμενο της σύμβασης θα είναι η ανάληψη από πλοίο ή πλωτό ναυπήγημα αυτοδύναμα κινούμενο έναντι αντιπαροχής της υποχρέωσης για την έλξη άλλου πλοίου ή πλωτού ναυπηγήματος που δεν έχει αυτοδύναμη κίνηση ή έχει ανεπαρκή κίνηση από έναν λιμένα σε άλλον ή σε τοποθεσία του ιδίου λιμένος. Αντίθετα, περιεχόμενο της σύμβασης θαλάσσιας αρωγής είναι η παροχή βοήθειας και άρα η διάσωση πλοίου ή πλωτού ναυπηγήματος ή κάθε κατασκευής ικανής για ναυσιπλοϊα που κινδυνεύει σε ύδατα κατάλληλα για ναυσιπλοϊα καθώς και των μεταφερόμενων με αυτό πραγμάτων και του ναύλου. Η διαφορά της θαλάσσιας αρωγής από την απλή ρυμούλκηση έγκειται ακριβώς στο ότι η πρώτη προϋποθέτει τη συνδρομή σοβαρού κινδύνου απώλειας ή βλάβης του πλοίου (ΕφΠειρ 73/2008 ΕΝΔ 36.133, ΕφΠειρ 4/2008 ΕΝΔ 36.141, βλ. σχετ. Αντάπαση, Η ελευθερία των μερών στις συμβάσεις θαλάσσιας αρωγής, σε 2ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου, Εκμετάλλευση του πλοίου και συμβατική ελευθερία, έκδ.2000, σελ.381), ο οποίος (κίνδυνος) δεν είναι ανάγκη να είναι επικείμενος (άμεσος), αλλά αρκεί να είναι ενδεχόμενος και πιθανός, ενώ στη δεύτερη (ρυμούλκηση) το πλοίο απλώς δεν μπορεί από άλλο λόγο (στέρηση γενικά ή κατά ένα μέρος της δικής του κινητήριας δύναμης) να συνεχίσει τον πλου του και ζητεί τη συνδρομή άλλου πλοίου για να συνεχίσει (ΕφΠειρ 893/2011 ΕΝΔ 2013.311, ΕφΠειρ 24/2011 ΕΕμπΔ 2011.654, ΕφΠειρ 830/2008 ΕΝΔ 37.53, ΠολΠρΠειρ 3044/2017, ΜονΠρΠειρ 356/2019 αδημ. στον Νομικό Τύπο). Κριτήρια διακρίσεως μεταξύ επιθαλασσίου αρωγής και ρυμουλκήσεως είναι ο κίνδυνος του ρυμουλκούμενου, εν υπάρξει του οποίου η παρεχόμενη υπό του ρυμουλκού υπηρεσία χαρακτηρίζεται διάσωση και όχι ρυμούλκηση. Ειδικότερα, η εξ ορισμένων ελαφρών ή προσωρινών κινδύνων απαλλαγή του πλοίου η πραγματοποιούμενη δι’ υπηρεσιών απλής μεταφοράς τούτου από ενός τόπου εις άλλον δι’ έλξεως υπό άλλου πλοίου δεν συνιστά διάσωση, αλλά ρυμούλκηση, αντιθέτως δε, συνιστά επιθαλάσσιον αρωγή η απαλλαγή του πλοίου εκ πραγματικού και σοβαρού κινδύνου η πραγματοποίηση της οποίας γίνεται δια ρυμουλκήσεως, εμφανισθέντος του κινδύνου. Θα πρόκειται για επιθαλάσσια αρωγή αν το πλοίο που κινδυνεύει συμφωνήσει με άλλο για την παροχή βοήθειας κι αν ακόμη η απαλλαγή του πλοίου από τον κίνδυνο γίνει με απλή ρυμούλκηση σε ασφαλές αγκυροβόλιο (ΕφΠειρ 73/2008 ΕΝΔ 2008.132). Παρά ταύτα, η ρυμούλκηση θα έχει παρεπόμενο χαρακτήρα αν την αρωγή ακολούθησε η ρυμούλκηση του βοηθηθέντος πλοίου, η οποία όμως ήταν απαραίτητη για την ολοκλήρωση της αρωγής, ενώ αν οι εργασίες της θαλάσσιας αρωγής περατώθηκαν και στη συνέχεια συμφωνήθηκε η ρυμούλκηση του βοηθηθέντος πλοίου, η οποία δεν ήταν απαραίτητη για την ολοκλήρωση της αρωγής του, θα πρόκειται για δύο διακεκριμένες και αυτοτελείς συμβάσεις ή για δίδυμες συμβάσεις (βλ. σχετ. Αντάπαση, Θαλάσσια αρωγή και διάσωση, Ι, έκδ.1992, σελ.262, Λουκά Ζυγούρου, Η ειδική αποζημίωση στο δίκαιο της θαλάσσιας αρωγής, έκδ.2015, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.67-68). Σημασία όχι μόνο από νομικής αλλά και από πρακτικής πλευράς έχουν βέβαια εκείνες οι πράξεις που άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται με την παροχή βοήθειας προς τον λήπτη της αρωγής. Δε θα πρέπει να προσδώσει κάποιος ιδιαίτερη βαρύτητα σε τυχόν υποκειμενικές κρίσεις του λήπτη της αρωγής ή του αρωγού αναφορικά με την παρασχεθείσα βοήθεια, ήτοι εάν όντως κρίνεται σημαντική και αποφασιστική για την εξάλειψη του κινδύνου ή εάν πρόκειται για επουσιώδη ή μη άξια αναφοράς. Το ενδιαφέρον πρέπει να εστιάζει στις ουσιώδεις από κάθε άποψη πράξεις ή δραστηριότητες του διασώστη που έχουν ως αποτέλεσμα την παροχή βοήθειας και τη διάσωση της περιουσίας σε κάθε περίπτωση χωριστά. Υφίσταται μια πραγματικά σημαντική διαφορά μεταξύ του αποτελέσματος της παροχής βοήθειας και της πρόθεσης του διασώστη, καθόσον η πρώτη αφορά τετελεσμένη ενέργεια ευχερώς διαπιστώσιμη με πρακτικά-ορατά αποτελέσματα, σε αντίθεση με τη δεύτερη που η στόχευσή της είναι εντελώς διαφορετική. Η εξακρίβωση της πραγματικής πρόθεσης του διασώστη είναι κρίσιμη για την εφαρμογή ή μη του άρθρου 14 και όχι αδύνατη, από τη στιγμή που η εξωτερίκευση της βούλησης του διασώστη συνεπάγεται ότι οι πράξεις του υπάγονται είτε στην έννοια της αρωγής είτε στην έννοια των προληπτικών μέτρων αυτής. Ο διασώστης δεν αμείβεται με μία εκ των προτέρων καθορισμένη πάγια αμοιβή, αλλά αντίθετα, μεταξύ άλλων, για τον καθορισμό της λαμβάνεται υπόψη και το μέγεθος της επιτυχίας του, εάν δηλαδή κατάφερε με τις ενέργειές του να διασώσει μέρος ή ολόκληρη την περιουσία που κινδυνεύει. Επομένως, η διάσωση της περιουσίας δεν γίνεται με βάση την αξία της, αλλά εφόσον εξαλειφθεί πλήρως ο κίνδυνος από τις σωστικές υπηρεσίες του αρωγού. Κάθε επιχείρηση θαλάσσιας αρωγής παρέχει δικαίωμα αμοιβής εφόσον υπάρχει ωφέλιμο αποτέλεσμα (άρθρο 12 της Σύμβασης του 1989). Σε περίπτωση που αυτό δεν επιτευχθεί, δεν οφείλεται καμία πληρωμή. Το επιτυχές αποτέλεσμα της αρωγής αποτελεί προϋπόθεση της πληρωμής. Συνακόλουθα, για τη λήψη της αμοιβής απαιτείται αφενός επιχείρηση αρωγής και αφετέρου επίτευξη αποτελέσματος ωφέλιμου. Η εκ του νόμου αξίωση αμοιβής προϋποθέτει ωφέλιμο αποτέλεσμα της αρωγής και περιορίζει την αξίωση αμοιβής μέχρι της αξίας των σωθέντων (άρθρα 12, 13 παρ.3), ενώ η αμοιβή αρωγής είναι το εκ του νόμου οφειλόμενο και υπό του δικαστηρίου καθοριζόμενο αντάλλαγμα, καταβλητέο στον ή στους αρωγούς από τους κυρίους των διασωθέντων περιουσιακών στοιχείων (άρθρα 13, 15 παρ.1). Η αξία της περιουσίας λαμβάνεται υπόψη για τον συνυπολογισμό της αμοιβής και όχι για τη διεξαγωγή ή μη της θαλάσσιας αρωγής. Συνεπώς, για να εκτιμηθεί με ασφάλεια εάν υπάρχει επιχείρηση αρωγής, το ενδιαφέρον πρέπει να εστιάζεται όχι στην αξία της διασωθείσας περιουσίας, αλλά στην ύπαρξη ή μη του κινδύνου (πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την παροχή των υπηρεσιών αρωγής, για τις οποίες ζητείται η αμοιβή) (βλ. σχετ. Kennedy & Rose, The Law of salvage, 2002, αριθ.19, 352-353, Λουκά Ζυγούρου, Η ειδική αποζημίωση στο δίκαιο της θαλάσσιας αρωγής, έκδ.2015, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.67-76). Σημειωτέον ότι στην έννοια του περιουσιακού στοιχείου προς διάσωση με την αρωγή πρέπει να θεωρηθεί ότι συμπεριλαμβάνονται: το φορτίο, οι αποσκευές των επιβατών ή του πληρώματος, τα καύσιμα, τα αλιευτικά όργανα, τα εμπορευματοκιβώτια που βρίσκονται στη θάλασσα, τα εμπορεύματα ανεξαρτήτως του αν σχετίζονται με το πλοίο ή όχι, καθώς και τα ναυάγια των πλοίων ή των φορτίων (βλ. σχετ. Αντάπαση, Θαλάσσια αρωγή και διάσωση, Ι, έκδ.1992, σελ.153, Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο ΙΙΙ, έκδ.2007, σελ.357, White, Australian Maritime Law, έκδ. 2000, σελ.246). Περαιτέρω, οι δαπάνες αποτελούν οικονομική θυσία, την οποία υφίσταται ο διασώστης κατά την επιχείρηση της αρωγής και συνδέεται άμεσα με τη μείωση του ενεργητικού ή αντίστροφα με την αύξηση του παθητικού της περιουσίας του. Στις δαπάνες του αρωγού περιλαμβάνονται μόνον οι έκτακτης φύσεως είτε αυτές πραγματοποιήθηκαν είτε οφείλονται (βλ. σχετ. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.2007, ΙΙΙ, σελ.417). Οι δαπάνες του διασώστη στο άρθρο 14 παρ.3 της Σύμβασης δεν νοούνται με ευρύτητα, είναι περιορισμένες. Οι τελευταίες, κατά τη διατύπωση του άρθρου, πρέπει να έχουν καταβληθεί ευλόγως (reasonably), ήτοι βάσιμα, λογικά και δικαιολογημένα και κατά την επιχείρηση της αρωγής. Δεν νοούνται ως εύλογες δαπάνες οι δυσανάλογες με την επιχείρηση της αρωγής ή οι υπερβολικές ή οι από υπερβάλλοντα ζήλο δαπάνες του διασώστη που σκοπό έχουν να «εκβιάσουν» την καταβολή όσο το δυνατόν μεγαλύτερου ποσού αποζημίωσης. Η έννοια των εκτάκτων δαπανών αντιδιαστέλλεται από τα συνήθη έξοδα δεδομένου ότι πρώτες λαμβάνουν χώρα σε ειδικές συνθήκες, ήτοι τον τόπο και τον χρόνο της αρωγής σε πλοίο ή σε φορτίο που βρίσκονται σε κίνδυνο, και εκτός του συνηθισμένου προγράμματος μιας ναυαγοσωστικής επιχείρησης όταν δεν επιχειρεί. Σύμφωνα με τη θεωρία (βλ. σχετ. Brice, Maritime law of salvage, 2012, 6-115), τα συνήθη λειτουργικά έξοδα της εμπορικής δραστηριότητας ή εκμετάλλευσης μιας ναυτιλιακής επιχείρησης, οι μισθοί του πληρώματος και τα έξοδα για την προμήθεια των καυσίμων του πλοίου π.χ. πετρέλαιο και λιπαντικά δεν αποτελούν έκτακτες δαπάνες. Το ίδιο και η τροφοδοσία του πληρώματος. Οι προαναφερθείσες δαπάνες καταβάλλονται από τον επιχειρηματία-διασώστη τόσο κατά τη διάρκεια διεξαγωγής μιας επιχείρησης αρωγής όσο και στην αντίστροφη περίπτωση, όταν τα ναυαγοσωστικά πλοία ναυλοχούν σε ένα λιμένα ή στον σταθμό βάσης τους. Αντιθέτως, το κόστος και η καταβολή των υπερωριών στο πλήρωμα, η χρησιμοποίηση απολύτως εξειδικευμένου προσωπικού για τον σκοπό της διάσωσης και η χρήση των καυσίμων του πλοίου για να πλεύσει στον τόπο του ατυχήματος αλλά και για να επιχειρήσει σε αυτόν συγκαταλέγονται στις έκτακτες δαπάνες. Δεν ενδιαφέρει εάν οι έκτακτες δαπάνες έγιναν: α) εκούσια από τον αρωγό, διότι επιβάλλονταν από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της διάσωσης ή από τις συνθήκες που είχαν εν τω μεταξύ διαμορφωθεί π.χ. χειροτέρευση καιρικών συνθηκών και ανάγκη για ναύλωση ή υποναύλωση και δεύτερου ναυαγοσωστικού σκάφους για την επικουρία του αρχικού που εν τέλει δεν συνδράμει και β) κατόπιν σαφούς συμβατικής πρόβλεψης π.χ. ότι δηλαδή η επιχείρηση διάσωσης θα γίνει κατόπιν συντονισμένων ενεργειών και με εναέρια και με θαλάσσια μέσα ή συνεργεία. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για έκτακτες δαπάνες πρέπει να είναι υπαρκτές-πραγματικές και να αφορούν άμεσα ή έμμεσα στην επιχείρηση της θαλάσσιας αρωγής (αιτιώδης σύνδεσμος). Τούτου έπεται ότι οι δαπάνες ακόμη κι αν είναι εύλογες, οι οποίες όμως δεν σχετίζονται με την παροχή σωστικών υπηρεσιών στο πλοίο ή στο φορτίο του που βρίσκονται σε κίνδυνο, δεν πληρούν την προϋπόθεση του άρθρου 14, δεν αποτελούν έκτακτες δαπάνες και δεν αποκαθίστανται κατά το άρθρο αυτό της Σύμβασης. Οι υπό έκτακτες συνθήκες καταβολή έκτακτων δαπανών που είναι εύλογες συνάδει με το άρθρο 14 παρ.3 της Σύμβασης του 1989, ενώ η υπό έκτακτες συνθήκες καταβολή έκτακτων δαπανών που δεν είναι εύλογες, όχι. Ο αρωγός πρέπει να πείσει το δικαστήριο ή τη διαιτησία για το εύλογο των δαπανών του και πρέπει να υπάρχει αναλογία δαπάνης-επιδιωκόμενου σκοπού. Πρέπει δε να διακριθούν οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο αρωγός από το λογικό ποσοστό για τον εξοπλισμό και το προσωπικό που πραγματικά και εύλογα χρησιμοποίησε στην επιχείρηση της αρωγής. Στις δαπάνες περιλαμβάνονται εκείνες που πραγματοποιήθηκαν καθόλη τη διάρκεια της διεξαγωγής της επιχείρησης διάσωσης. Στη Σύμβαση του 1989 πουθενά δεν αναφέρεται ότι οφείλεται αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη ή για επαύξηση της αποζημίωσης στη βάση της αρχής της επιείκειας ή λόγω της ρευστής οικονομικής συγκυρίας ή επειδή δεν είναι ικανοποιητικό το ποσό που επιδικάζεται. Η επιδίωξη του κέρδους θα αντιστρατευόταν τον αποκλειστικό σκοπό της αποζημίωσης, ήτοι την αποζημίωση για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε πράγματι ο αρωγός. Το στοιχείο του κέρδους δεν εννοείται ότι συμπεριλαμβάνεται στις δαπάνες που αποζημιώνονται με βάση τη Σύμβαση. Το άρθρο 14 παρ.3 της Σύμβασης κάνει λόγο για τρία συγκεκριμένα κριτήρια του άρθρου 13 (περ. η, θ και ι), τα οποία πρέπει κατά τον προσδιορισμό των δαπανών που υποβλήθηκε ο αρωγός (συμπεριλαμβανομένου και του λογικού ποσοστού για τον εξοπλισμό και το προσωπικό που χρησιμοποιήθηκε) να λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο, τακτικό ή διαιτητικό, για τον καθορισμό της αποζημίωσης. Δεν επηρεάζει για τον καθορισμό της αμοιβής και της ειδικής αποζημίωσης η σειρά με την οποία αναφέρονται τα κριτήρια σε αυτές, αλλά η ύπαρξή τους ή μη. Πάντως, η άμεση επέμβαση ενός κατάλληλα και πλήρως εξοπλισμένου αρωγού μπορεί σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα ή σε κάθε περίπτωση στον απαιτούμενο χρόνο να εξουδετερώσει τον κίνδυνο και να διασώσει το πλοίο ή το φορτίο που βρίσκονται σε κίνδυνο συγκριτικά με έναν άλλον λιγότερο ικανό ή μη επαρκώς εξοπλισμένο διασώστη. Ως επαγγελματίες διασώστες δεν νοούνται όσοι διαφημίζουν ότι παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες, αλλά εκείνοι που με σκοπό την επίτευξη κέρδους διατηρούν σε μόνιμη βάση ειδικά εξοπλισμένα ναυαγοσωστικά πλοία (Ν.792/1978 άρθρο 1 εδ.γ΄), αντλίες και άλλο συναφή και κατάλληλο τεχνικό εξοπλισμό και εξειδικευμένο προσωπικό σε κατάσταση συνεχούς ετοιμότητας, ώστε να είναι σε θέση άμεσης ανταπόκρισης για την παροχή σωστικών υπηρεσιών σε περίπτωση ναυτικού συμβάντος. Βαρύτητα και προτεραιότητα πρέπει να δίνεται στους επαγγελματίες αρωγούς που διατηρούν έναντι υψηλού λειτουργικού κόστους σε μόνιμη και διαρκή βάση ναυαγοσωστικά πλοία ή άλλα μέσα που είναι μαζί με τα πληρώματά τους άμεσα διαθέσιμα αποκλειστικά για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων αρωγής. Εξίσου σημαντικός παράγοντας κατ’ άρθρο 14 της Σύμβασης του 1989 για τον καθορισμό των δαπανών είναι η ετοιμότητα και η επάρκεια του εξοπλισμού του αρωγού καθώς και η αξία του εξοπλισμού. Η διαφοροποίηση της ετοιμότητας αποτελεί βάσιμο λόγο για τη μείωση της αμοιβής που δικαιούται ο διασώστης. Ένας περιστασιακός διασώστης συγκριτικά με έναν επαγγελματία ασφαλώς και δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί άμεσα όταν του ζητηθεί δεδομένου ότι δεν είναι απολύτως προσανατολισμένος στην παροχή υπηρεσιών αρωγής. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο από προσωπικό που είναι εξειδικευμένο και βρίσκεται σε εγρήγορση, που διαθέτει τον απολύτως κατάλληλο εξοπλισμό και είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμο να επιχειρήσει με αυστηρώς καθορισμένες αρμοδιότητες κάνοντας χρήση των προβλεπόμενων μέσων. Ο επαγγελματίας επιχειρηματίας-διασώστης με σκοπό την αρτιότερη παροχή υπηρεσιών κατανέμει ή πρέπει να κατανείμει το τεχνικό ή άλλο προσωπικό που θα παράσχει υπηρεσίες τόσο με βάση συγκεκριμένες αρμοδιότητες όσο και σε ομάδες δράσης που θα εναλλάσσονται σε τακτικά χρονικά διαστήματα μεταξύ τους, ώστε να μπορούν να παράσχουν σωστικές υπηρεσίες οποτεδήποτε χρειαστεί. Απαιτείται, ως εκ τούτου, η διάθεση πλήρως επανδρωμένων και εξοπλισμένων σκαφών καθώς και η ταχύτητα και η σοβαρότητα, με την οποία θα αντιμετωπιστεί το καθένα ατύχημα χωριστά. Συνακόλουθα, τα κριτήρια του άρθρου 14 παρ.3 της Σύμβασης αφορούν στον επαγγελματία διασώστη και όχι στον περιστασιακό ή ευκαιριακό αρωγό (βλ. σχετ. Λουκά Ζυγούρου, Η ειδική αποζημίωση στο δίκαιο της θαλάσσιας αρωγής, Οι δαπάνες του αρωγού, έκδ.2015, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.133-152). Εξάλλου, υπόχρεος για την καταβολή της αμοιβής, δηλαδή παθητικό υποκείμενο της δημιουργούμενης από την παροχή της αρωγής σχέσης, είναι μόνο οι δικαιούχοι των αντικειμένων της διάσωσης, καθόσον μάλιστα μόνο ως προς αυτούς μπορεί να λεχθεί ότι η θαλάσσια αρωγή είχε ωφέλιμο αποτέλεσμα. Έτσι, παθητικά υποκείμενα της θαλάσσιας αρωγής είναι κατά κανόνα ο κύριος του διασωθέντος πλοίου είτε το εκμεταλλεύεται ο ίδιος είτε όχι (βλ. σχετ. Α. Αντάπαση, όπ.π., σελ.450), ο εφοπλιστής, ο μισθωτής, γυμνού πλοίου (βλ. σχετ. Ι. Κοροτζή, όπ.π., σελ.216). Ειδικότερα, όταν ο πλοίαρχος του κινδυνεύοντος πλοίου αποδεχθεί ρητά ή σιωπηρά την αρωγή ή συνάψει ρητά ή σιωπηρά σύμβαση ρυμούλκησης ενεργεί για λογαριασμό και του κυρίου του πλοίου και του μισθωτή, καθόσον με τη σύμβαση της ναυτολόγησης του αναλαμβάνει την «επιμέλεια αλλότριας υπόθεσης», κύριο χαρακτηριστικό των ρυθμίσεων της εντολής (βλ. σχετ. Α.Αντάπαση, όπ.π., σελ.451 και σημ.41, Ι.Κοροτζή, όπ.π., σελ.85-86, ΕφΠειρ 516/2010, ΕφΠειρ 4/2008 ΤΝΠ Νόμος).Κατά τις διατάξεις των άρθρων 247, 248,249, 251 παρ.3 και 254 ΚΙΝΔ, οι οποίες εφαρμόζονται παράλληλα με την ως άνω Διεθνή Σύμβαση, αλλά και του άρθρου 13 αυτής, αμοιβή αρωγής (σώστpα) είvαι το εκ του νόμου οφειλόμενο και από το δικαστήριο καθοριζόμενο αντάλλαγμα (αν δεν επιτευχθεί συμφωνία), το καταβλητέο στον αρωγό από τους κυρίους των διασωθέντων περιουσιακών στοιχείων, το οποίο (δικαστήριο), για τον καθορισμό του, λαμβάνει ως βάση, κατά πρώτο λόγο, το αποτέλεσμα που επιτεύχθηκε, τις προσπάθειες και το ζήλο εκείνων που βοήθησαν, τον κίνδυνο τον οποίο διέτρεξαν το πλοίο το οποίο βοηθήθηκε, οι επιβάτες, το πλήρωμα και το φορτίο, οι σώστες και το αρωγό πλοίο, το χρόνο που διατέθηκε, τα έξοδα, στα οποία υποβλήθηκε και κατά δεύτερο λόγο την αξία των πραγμάτων που διασώθηκαν μετά την πάροδο του κινδύνου η οποία, (αμοιβή), δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί την αξία των πραγμάτων που διασώθηκαν (ΕφΠειρ 194/2009, ΕφΠειρ 751/2007 ΤΝΠ Νόμος). Αν η αρωγή παρασχέθηκε από περισσότερους αρωγούς και δεν υπάρχει συμφωνία των μερών που ορίζει διαφορετικά, το άρθρο 15 παρ.1 της Διεθνούς Συμβάσεως ορίζει ότι ο επιμερισμός της αμοιβής μεταξύ των αρωγών γίνεται με βάση τα κριτήρια του άρθρου 13. Δεν κάνει λόγο το άρθρο 15 παρ.1 για την περίπτωση που τα μέρη έχουν συμφωνήσει διαφορετικά. Όμως, γενικότερα, η συμφωνία των μερών επικρατεί της εφαρμογής των κριτηρίων του άρθρου 13, δυναμένη πάντως να προσβληθεί με βάση τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της Διεθνούς Συμβάσεως (ΕφΠειρ 318/2010 ΤΝΠ Νόμος), η δε οφειλόμενη γι’ αυτήν αμοιβή κατανέμεται μεταξύ τους, ανάλογα με τη συμβολή του καθενός από αυτά στη διάσωση του πλοίου που κινδύνευσε (ΕφΠειρ 906/2009 ΕΝΔ 2010.68, ΕφΠειρ 4/2008 ΕΝΔ 2008.139). Από τις διατάξεις του άρθρου 251 παρ.1, 3 του ΚΙΝΔ, οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικώς κατά τη διάταξη του άρθρου 15 παρ.2 εδ.α΄ της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως, εφόσον η αρωγή παρασχέθηκε από πλοίο και αυτό είναι υπό ελληνική σημαία (και δεν είναι πλοίο επαγγελματικής διενέργειας διασώσεων), συνάγεται ότι το μισό της αμοιβής ανήκει στον πλοιοκτήτη, το τέταρτο αυτής στον πλοίαρχο και το υπόλοιπο τέταρτο στο πλήρωμα (ΕφΠειρ 308/2010 αδημ.). Η συμμετοχή στην αμοιβή ορίζεται από το εθνικό δίκαιο και όχι από τη Διεθνή Σύμβαση, κατά τα προεκτεθέντα (βλ. σχετ. και Λ.Γεωργακόπουλου, Ναυτικό Δίκαιο, §§ 32,35). Κάθε φορέας δικαιωμάτων από τη νομική σχέση της αρωγής νομιμοποιείται προς έγερση αγωγής. Ο πλοιοκτήτης του βοηθήσαντος πλοίου δικαιούται αυτοτελώς να εγείρει αγωγή για το μέρος της αμοιβής που ανήκει σ’ αυτόν κατά των υποχρέων κατά νόμο προς πληρωμή της αμοιβής. Τα ίδια δικαιώματα έχουν και ο πλοίαρχος και το πλήρωμα. Οι τελευταίοι έχουν ευθεία αγωγή κατά των υποχρεών σε καταβολή της αμοιβής, διότι το δικαίωμα τούτο αναγνωρίζεται σ’ αυτούς ρητώς από το άρθρο 255 του ΚΙΝΔ, το οποίο ορίζει ότι ο πλοίαρχος εκπροσωπεί και τα μέλη του πληρώματος ενώπιον του δικαστηρίου, εφόσον αυτά δεν παρίστανται άλλως, ήτοι αυτοπροσώπως ή με οποιονδήποτε άλλο αντιπρόσωπο. Σε περίπτωση κατά την οποία το πλήρωμα δεν εγείρει αγωγή αυτοτελή, είτε αυτοπροσώπως κάθε μέλος χωριστά είτε ομαδικώς δι’ αντιπροσώπου (πλοιοκτήτη ή οποιουδήποτε τρίτου) ο πλοίαρχος, δυνάμει του άρθρου 255 του ΚΙΝΔ εκπροσωπεί και τα μέλη του πληρώματος και συνεπώς, μπορεί να εγείρει, ως νόμιμος υποκαταστάτης του πληρώματος, αγωγή επ’ ονόματι αυτού κατά των υποχρέων (βλ. Ν.Παπαπολίτη, Επιθαλάσσια αρωγή και διάσωση, σελ. 266, 360-362) (ΕφΠειρ 297/2009 αδημ.). Τέλος, σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 23 της Διεθνούς Σύμβασης: Κάθε αξίωση σχετική με αμοιβή η οποία προβλέπεται από τη Σύμβαση παραγράφεται,εάν μέσα σε μία περίοδο δύο (2) ετών δεν ασκήθηκε αγωγή ή δεν κινήθηκε διοικητική διαδικασία. Ο χρόνος της παραγραφής αρχίζει από την ημέρα του τερματισμού της επιχείρησης αρωγής.

ΙΙ. Περαιτέρω δε, κατά το προηγούμενο του Ν.4055/2012 νομικό καθεστώς είχε πάγια νομολογηθεί, αναφορικά με τις διατάξεις των άρθρων 345 και 346 ΑΚ (τόκοι υπερημερίας και επιδικίας), ότι: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ, 215 παρ.1 εδ.α’, 221 και 295 παρ.1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, αν το καταψηφιστικό αίτημα αγωγής με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής απαίτησης περιοριστεί σε αναγνωριστικό, δεν οφείλονται μεν δικονομικοί τόκοι κατά το άρθρο 346 ΑΚ, δηλαδή από την επίδοση της καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 989/2007), αφού η αγωγή αυτή θεωρείται από τότε ότι δεν ασκήθηκε κατά το καταψηφιστικό αίτημά της, δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επίδοσης της αγωγής ως όχλησης, που καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο κατά τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 ΑΚ, δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο καταψηφιστικής αγωγής για χρηματική απαίτηση δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και τον χαρακτήρα οιονεί όχλησης του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής του (ΟλΑΠ 23-24/2004,ΟλΑΠ 13/1994, ΑΠ 423/2012, ΑΠ 1520/2010 ΤΝΠ Νόμος). Ήδη, το άρθρο 346 ΑΚ, που όριζε ότι ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν.4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού, από 2-4-2012, σύμφωνα με το οποίο, ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από τον νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με τον νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης. Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στον δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση Ν.4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Ν.4055/2012, αντιθέτως με το προηγούμενο νομικό καθεστώς για το οποίο βλ. ενδεικτικά: ΑΠ 423/2012 ΤΝΠ Νόμος). Ο τόκος επιδικίας (του άρθρου 346 ΑΚ) αφορά προδήλως, του νόμου μη διακρίνοντος, σε κάθε αγομένη δι’ αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου και εντόκως επιδικαζόμενη χρηματική απαίτηση, είτε ζητείται η καταψήφιση είτε η αναγνώριση της οφειλής της (ΑΠ 1207/2017 ΤΝΠ Νόμος).

Με την υπό κρίση πρώτη αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι η μεν πρώτη εξ αυτών είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία και νηολογίου Πειραιά Ε/Γ-Τ/Ρ πλοίου με το όνομα …», ο δε δεύτερος εξ αυτών ήταν πλοίαρχος του ιδίου πλοίου κατά το επίδικο συμβάν, με τετραμελές πλήρωμα αποτελούμενο από τους ναύτες … και τον ναυτόπαιδα Χ. Λ., ενώ η εναγομένη ήταν πλοιοκτήτρια του ιστιοφόρου Ε/Γ-Τ/Ρ πλοίου με το όνομα … στο οποίο οι ενάγοντες στις 16-8-2014 προσέφεραν με το ως άνω πλοίο τους θετικές, ωφέλιμες και αποτελεσματικές υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής, όπως ειδικότερα και αναλυτικά εκτίθενται στην αγωγή τους. Ότι στις 16-8-2014 το πλοίο με το όνομα …», που ήταν ναυλωμένο στην εταιρεία με την επωνυμία … για το χρονικό διάστημα από 10 έως 17-8-2014 δυνάμει του από 29-7-2014 ναυλοσυμφώνου μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και αυτής, με κυβερνήτη τον δεύτερο ενάγοντα και το τετραμελές πλήρωμα του και με επιβαίνοντες 12 αλλοδαπούς Αμερικάνους τουρίστες, απέπλευσε από τον λιμένα Λαυρίου με προορισμό τον όρμο Βουλιαγμένης και περί ώρα 10.05 έλαβε σήμα κινδύνου MAY DAY που εξέπεμψε ο κυβερνήτης του σκάφους της εναγομένης με το όνομα … ενώ βρισκόταν σε απόσταση 2,7 ν.μ. από τη νησίδα Αρσίδα του Σαρωνικού και σε απόσταση 1,5 ν.μ. από το πλοίο της πρώτης ενάγουσας, το οποίο σήμα ελήφθη και από το Ενιαίο Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (ΕΚΣΕΔ). Ότι στην περιοχή έπνεαν βορειοδυτικοί άνεμοι 4-5 μποφόρ. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος ως κυβερνήτης του πλοίου της πρώτης εναγομένης ενημέρωσε τον κυβερνήτη του κινδυνεύοντος πλοίου ότι σπεύδει προς παροχή βοήθειας, καθόσον στο τελευταίο εισέρεαν ύδατα λόγω ρήγματος στην περιοχή του πηδαλίου πλοήγησής του, με σοβαρό, άμεσο και πραγματικό –και όχι μόνο ενδεχόμενο- κίνδυνο βύθισής του, έχοντας ενημερώσει σχετικώς και το ΕΚΣΕΔ, ενώ είχε ενημερωθεί και το σκάφος … του Λιμενικού Σώματος. Όταν κατέφθασε το πλοίο διάσωσης, το κινδυνεύον πλοίο είχε μετακινηθεί από το στίγμα του παρασυρόμενο από τους πνέοντες κατά ριπάς ανέμους και τα κύματα προς τις παρακείμενες βραχώδεις ακτές. Ότι το κινδυνεύον πλοίο είχε μείνει ακυβέρνητο λόγω μηχανικής βλάβης που προκλήθηκε από την πτώση του πηδαλίου από τη βάση του και black out, με συνέπεια την εισροή υδάτων στο εσωτερικό του από ρήγμα/σχισμή (κρακ) μήκους περίπου 20εκ. και πλάτους μερικών χιλιοστών και με αυξημένο κίνδυνο βύθισής του λόγω και του κατακλυσμού των υδάτων, ενώ δεν είχε ούτε πηδάλιο για τη μετακίνησή του αλλά ούτε και μηχανική υποστήριξη, ώστε να κάνει χρήση των ιστίων του, έχοντας υποστεί black out και «ξέσερνε» παρασυρόμενο από τους ριπαίους πνέοντες ανέμους και τον θαλάσσιο κυματισμό, με απώτερο κίνδυνο λόγω της ενδεχόμενης βύθισής του να συμπαρασύρει και τους 10 επιβαίνοντες σε αυτό στον βυθό καθώς και τις αποσκευές τους, αλλά και να προκληθεί εκτός της ολικής απώλειας το σκάφους περαιτέρω και ρύπανση  στο θαλάσσιο περιβάλλον από τη διαρροή των καυσίμων, των λιπαντέλαιων και των βρώμικων σεντινόνερων, γεγονός που θα επιβάρυνε ιδιαίτερα την πλοιοκτήτρια οικονομικά καθώς θα απαιτούσε δαπάνη εκ μέρους της για μέτρα αντιρρύπανσης και προστασίας προς απορρύπανση της θαλάσσιας περιοχής, πληρωμή σοβαρών προστίμων και ναυαγιαίρεση του σκάφους της, με κόστος που θα υπερέβαινε και την αξία του πλοίου της μετά την ανέλκυσή του. Ότι οι δυσμενείς αυτές συνέπειες αποφεύχθηκαν λόγω της έγκαιρης και αποτελεσματικής παροχής διασωστικών υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής εκ μέρους του πλοίου των εναγόντων προς το κινδυνεύον πλοίο της εναγομένης. Ότι ειδικότερα κατάφεραν να διασώσουν τους επιβαίνοντες και τις αποσκευές τους με την καθέλκυση της βοηθητικής λέμβου (tender) από το πλοίο τους, ενώ ο κυβερνήτης και ο συγκυβερνήτης παρέμειναν στο κινδυνεύον σκάφος προκειμένου να προβούν σε απάντληση των εισρεόντων υδάτων στο εσωτερικό του σκάφους με τη χρήση κουβάδων και μιας σταθερής χειροκίνητης αντλίας, ενώ με την αποφόρτωσή του, το πλοίο ελάφρυνε, με συνέπεια να ανέλθει η ίσαλος γραμμή του σε κανονική θέση, γεγονός που συνέδραμε ουσιαστικά στη διάσωσή του. Ότι η διάσωση έγινε με τρόπο άψογο και ασφαλή σύμφωνα με τους κανόνες της ναυτικής τέχνης και εμπειρίας. Ότι το πλοίο των εναγόντων προσδέθηκε με το κινδυνεύον σκάφος, με σκοπό την ασφαλή και προσήκουσα ρυμούλκησή του με προορισμό τον όρμο της Βουλιαγμένης, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος προσάραξής του στα βραχώδη αβαθή, διαθέτοντας και τις κατάλληλες αντλίες απαντλητικής ικανότητας σε περίπτωση σχετικού κινδύνου, καθώς επίσης και τσιμέντα ταχείας πήξεως προκειμένου σε περίπτωση κινδύνου να τοποθετηθούν στο ρήγμα του πλοίου επιτυγχάνοντας την απόλυτη σφράγισή του κα τη διάσωσή του από την καταβύθιση. Ότι η προσπάθεια ήταν δυσχερής λόγω της έλλειψης πηδαλίου του κινδυνεύοντος σκάφους και των ανέμων που έπνεαν, ενώ και ο κυματισμός της θάλασσας ήταν έντονος. Ότι ο δεύτερος ενάγων ως κυβερνήτης του διασωστικού πλοίου διέθετε διεθνές δίπλωμα ελεύθερης κατάδυσης μέχρι βάθους 18μ. και άδεια χειριστή ταχύπλοου σκάφους σε περίπτωση που χρειαζόταν να σφραγιστεί το ρήγμα στο πηδάλιο του κινδυνεύοντος σκάφους με πετσέτα αντί για την κάλυψη με τσιμέντα ταχείας πήξεως προκειμένου για τον περιορισμό της εισροής υδάτων στο εσωτερικό του πλοίου, ενώ επιπλέον η πρώτη ενάγουσα διέθετε όλα τα αναγκαία σωστικά μέσα για την παροχή αποτελεσματικών υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής, τα οποία είχαν γνωστοποιηθεί και στους κυβερνήτη και συγκυβερνήτη του κινδυνεύοντος σκάφους, για την ψυχική ηρεμία και στήριξη και την πρόκληση ασφάλειας προς αυτούς, ώστε να συνεχίσουν το έργο τους για την απάντληση υδάτων από το εσωτερικό του κινδυνεύοντος πλοίου με την χειροκίνητη αντλία και τους κουβάδες. Ότι στον κρίσιμο χώρο του συμβάντος κατέπλευσαν το σκάφος … που παρακολουθούσε τη ρυμούλκηση καθώς και το παραπλέον φουσκωτό σκάφος … με τρεις επιβαίνοντες, χωρίς να προσφέρουν υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής, η οποία συνεχίστηκε από το σκάφος των εναγόντων χωρίς διακοπή μέχρι τον όρμο της Βουλιαγμένης, ενώ στο μεταξύ ο δεύτερος ενάγων επέτρεψε να πέσει στη θάλασσα και να τοποθετηθεί ένα σεντόνι από επιβαίνοντα του ς άνω σκάφους … για να περιοριστεί κάπως η εισροή υδάτων στο κινδυνεύον πλοίο, υπό τις περιστάσεις ασφαλείας που εξασφάλιζε μόνη η συνδρομή του διασωστικού πλοίου της πρώτης ενάγουσας. Ότι οι επιβάτες του τελευταίου ζήτησαν να λήξει πρόωρα η σύμβαση ναύλωσής του και να αποβιβαστούν, προκειμένου να παρασχεθεί η κατάλληλη αρωγή στο κινδυνεύον πλοίο. Ότι η ρυμούλκησή του έγινε με όλες τις προδιαγραφές ασφαλείας αναφορικά με την απόσταση του ρυμουλκίου και των σχοινιών, καθώς και τα προστατευτικά μέσα στις εφαπτόμενες πλευρές των δύο πλοίων, ενώ η ρυμούλκηση συνεχίστηκε από τη Βουλιαγμένη μέχρι τη Μαρίνα Αλίμου προκειμένου να παραδοθεί το εν λόγω πλοίο στους γερανούς προς ανέλκυσή του στην ξηρά, στο πλαίσιο της επιθαλάσσιας αρωγής, καθόσον το κινδυνεύον πλοίο ήταν ακυβέρνητο, δεν μπορούσε να πλεύσει αυτοδύναμα μέχρι τη μαρίνα και η εισροή υδάτων στο εσωτερικό του συνεχιζόταν. Ότι η επιθαλάσσια αρωγή ολοκληρώθηκε με την ασφαλή άφιξη, πρόσδεση και ανέλκυση στην ξηρά του κινδυνεύοντος πλοίου στη Μαρίνα Αλίμου, οπότε και αποβιβάστηκαν από το διασωστικό πλοίο οι 8 διασωθέντες επιβάτες μετά των αποσκευών τους, οπότε και αναχώρησε το πλοίο των εναγόντων για τη Μαρίνα Ζέας. Ότι βάσει των περιγραφόμενων στην αγωγή ενεργειών των εναγόντων που διήρκεσαν περίπου 12 ώρες, παρασχέθηκαν εκ μέρους τους εγκαίρως και αποτελεσματικώς οι αναγκαίες υπηρεσίες αρωγής και διάσωσης του πλοίου και του φορτίου της εναγομένης από κατάλληλο και έμπειρο πλήρωμα με ωφέλιμο αποτέλεσμα για το κινδυνεύον πλοίο και το φορτίο του (επιβάτες και αποσκευές), καθόσον απέφυγε τον πραγματικό και άμεσο κίνδυνο και τη δυσχερέστατη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ένεκα και των καιρικών συνθηκών, από την οποία δεν μπορούσε άλλως να απεγκλωβιστεί με ίδια μέσα παρά μόνο με εξωτερική βοήθεια, και για τις οποίες υπηρεσίες τους παρέχεται δικαίωμα εύλογης αμοιβής έναντι του υποχρέου κυρίου του διασωθέντος πλοίου και φορτίου. Ότι επειδή δεν επιτεύχθηκε συμφωνία για την καταβολή της αμοιβής τους από την εναγομένη, πρέπει αυτή να οριστεί δικαστικά με τα κριτήρια που αναφέρονται στη Διεθνή Σύμβαση του Λονδίνου του 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή, η οποία κυρώθηκε με τον Ν.2391/1996, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ. Ότι επιπλέον, οι ενάγοντες υπέστησαν απώλεια του ναύλου μίας ημέρας που ανέρχεται στο ποσό των 1.913,67 ευρώ, καθόσον το πλοίο ήταν εκναυλωμένο για χρονικό διάστημα 7 ημερών στην εταιρεία … έναντι συνολικού ναύλου 15.309,37 ευρώ, εξαιτίας της κλήσης τους προς παροχή επιθαλάσσιας αρωγής προς το κινδυνεύον σκάφος, με συνέπεια την πρόωρη λήξη της σύμβασης ναύλωσης, γεγονός που δε θα είχε συμβεί εάν δεν είχε συμβεί το επίδικο γεγονός και θα είχε πληρωθεί η σύμβαση κατά τον προγραμματισμό την επόμενη ημέρα με την άφιξη του διασωστικού και ναυλωμένου σκάφους στη Μαρίνα Ζέας και συνακόλουθα θα είχε καταβληθεί το σύνολο του συμφωνηθέντος ναύλου. Ότι οι ενάγοντες υποβλήθηκαν σε έξοδα αιτιωδώς κατά την παροχή υπηρεσιών στο επίδικο συμβάν επιθαλάσσιας αρωγής για τα καύσιμα και τα λιπαντέλαια που καταναλώθηκαν από το διασωστικό πλοίο της πρώτης, ποσού 1000 ευρώ. Ότι η αξία του διασωστικού πλοίου της πρώτης ενάγουσας ανέρχεται σε ποσό 3.000.000 δολ. ΗΠΑ, ενώ η αξία του διασωθέντος πολυτελούς πλοίου της εναγομένης με τα εξαρτήματα και τον εξοπλισμό του ανερχόταν κατά τον χρόνο διάσωσής τους σε ποσό 250.000 ευρώ, η δε αξία των διασωθεισών αποσκευών των επιβατών του ανερχόταν σε ποσό 25.000 ευρώ τουλάχιστον. Ότι η οφειλόμενη εύλογη αμοιβή για τις προσφερθείσες υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής στο πλοίο της εναγομένης και στις αποσκευές των επιβατών του, τα οποία διασώθηκαν, συνεκτιμωμένης και της διάσωσης των ιδίων των επιβατών του, ανέρχεται σε συνολικό ποσό 125.000 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 62.500 ευρώ δικαιούται η πρώτη ενάγουσα ως πλοιοκτήτρια του διασωστικού πλοίου, ποσό 31.250 ευρώ ο δεύτερος ενάγων ως πλοίαρχος αυτού και ποσό 31.250 ευρώ ο ίδιος ως νόμιμος αντιπρόσωπος και εκπρόσωπος ενεργών για λογαριασμό των προαναφερθέντων μελών του πληρώματος του εν λόγω διασωστικού πλοίου, κατ’ άρθρο 255 ΚΙΝΔ, στους οποίους θα διανεμηθεί νομίμως βάσει συνταγέντος σχετικού πίνακα από τον δεύτερο ενάγοντα κατ’ άρθρο 251 ΚΙΝΔ, νομιμοτόκως από την επομένη του επίδικου συμβάντος, κατ’ άρθρο 111 ΕισΝΑΚ, ένεκα της εμπορικής ιδιότητας των διαδίκων εταιρειών, άλλως από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Ότι το συμφέρον τη ναυτιλίας και το δημόσιο συμφέρον επιβάλει η αμοιβή σε περίπτωση επιθαλάσσιας αρωγής να είναι γενναιόδωρη, για να προσελκύει την προσφορά βοήθειας από τρίτους σε περίπτωση κινδυνεύοντος πλοίου, καθόσον και ο διασώστης διακινδυνεύει την ασφάλεια της περιουσίας του, του πλοίου και του εξοπλισμού του, καθώς και του πληρώματός του, για την ενθάρρυνση των επιχειρήσεων επιθαλάσσιας αρωγής. Με αυτό το ιστορικό, οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθεί η εναγομένη, με κήρυξη της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, να καταβάλει σε αυτούς ποσό 125.000 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 62.500 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα ως πλοιοκτήτρια του διασωστικού πλοίου, ποσό 31.250 ευρώ στον δεύτερο ενάγοντα ως πλοίαρχο αυτού και ποσό 31.250 ευρώ στον ίδιο ως νόμιμο αντιπρόσωπο των προαναφερθέντων μελών του πληρώματος του διασωστικού πλοίου ενεργούντος για λογαριασμό τους, κατά τον νόμο, κατανεμητέου σύμφωνα με τον υπ’ αυτού καταρτισθέντα πίνακα, νομιμοτόκως από την επομένη του επίδικου συμβάντος, ήτοι τη 17-8-2014, άλλως και όλως επικουρικώς από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης των εναγόντων για την παρούσα δίκη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση πρώτη αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου μετά των νομίμων υπέρ τρίτων προσαυξήσεων (βλ. σχετ. το υπ’ αριθ. … ηλεκτρονικό e-παράβολο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού 662 ευρώ, που δεσμεύθηκε), με την οποία εισάγεται προς διάγνωση διαφορά που δεν έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας και της κατοικίας των διαδίκων στην ημεδαπή, αλλά και του τόπου σύναψης και εκτέλεσης της σύμβασης επιθαλάσσιας αρωγής (μίσθωσης έργου-υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής) και επέλευσης των αποτελεσμάτων αυτής, επίσης στην ημεδαπή, παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 4, 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2, 25 παρ.2, 33, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ.1 περ.α΄- 2, 3 Α και Β περ.ε’ του Ν.2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της ένδικης διαφοράς και της κατά τόπο αρμοδιότητας των Δικαστηρίων του Πειραιά για ολόκληρη την Αττική, έχοντας και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ, 1 παρ.1, 2, 4 παρ.1, 62, 63 παρ.1, 66 παρ.1-2 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, σε συνδυασμό και με το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης του 1989, κατά τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, καθόσον τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία και την έδρα τους στο έδαφος κράτους μέλους, όπως η Ελλάδα, ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων της, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους κι ενόψει του ότι το εναγόμενο ν.π., σύμφωνα με το εισαγωγικό της αγωγής, έχει την πραγματική έδρα όπου ασκείται η κεντρική του διοίκηση και την κατοικία τους στην …), ο δε Κανονισμός εφαρμόζεται για τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά τη 10η-1-2015. Εφόσον δε, εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από έννομη σχέση που δεν έχει στοιχείο αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ.2, σελ.12επ.), εφαρμοστέο δίκαιο, που διέπει την επίδικη διαφορά, βάσει του οποίου κρίνεται και το ορισμένο και νόμω βάσιμο της αγωγής, τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο. Η ένδικη διαφορά διέπεται σαφώς από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο ως εφαρμοστέο, ειδικότερα δε το δίκαιο της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης για την επιθαλάσσια αρωγή του 1989 που υπεγράφη στο Λονδίνο και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν.2391/1996, ως το αρμόζον από το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδ. β΄ του ΑΚ και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 4 παρ.1 περ.β΄, παρ.2, 19 και 29 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17-6-2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), αφού ελληνική σημαία φέρει το φερόμενο ως αρωγό πλοίο και είναι αυτό το πιο οικείο δίκαιο στην ενάγουσα–διασώστρια (βλ. Αντ.Αντάπαση, Θαλάσσια αρωγή και διάσωση, σελ.193),καθόσον η έδρα (επαγγελματική εγκατάσταση) της πρώτης ενάγουσας εταιρείας ως παρόχου υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής εν τοις πράγμασι (……. Αττικής, …), αλλά και της εναγομένης εταιρείας (Κ. Α., … καθώς και η κατοικία του δεύτερου ενάγοντος (…), βρίσκονται στην περιφέρεια του Δικαστηρίου τούτου (ΚΠολΔ 33, ΑΚ 321) που επιλαμβάνεται για τις ναυτικές διαφορές για όλη την Αττική (άρθρο 51 παρ.2 εδ.α΄ του Ν.2172/1993). Άλλωστε, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο πρόκειται για το δίκαιο που οι ενάγοντες επικαλούνται στην αγωγή τους, η δε εναγόμενη εταιρεία δεν προβάλλει αντίρρηση ως προς το ζήτημα αυτό, συνακόλουθα, υπάρχει και περίπτωση μετασυμβατικού καθορισμού του (ΑΠ 1115/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1383/2008 ΕΝΔ 2009.57, ΑΠ 904/2008 ΕΕμπΔ ΝΘ΄.577, ΕφΠειρ 269/2016 ΔΕΕ 2016.1536, ΕφΠειρ 317/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 107/2015 ΕλλΔνη 2016.477, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος, ΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43, ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝΔ 2012.302, ΕφΠειρ 624/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 18/1998 ΕΕμπΔ 1998.836, ΕφΠειρ 128/1994 ΕΝΔ 22.457, ΕφΠειρ 672/1992 ΕΝΔ 20.481, βλ. Ζ.Παπασιώπη-Πασιά, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, έκδ.Ε΄, κεφ.15, παρ.2γ΄, σελ.301-302, Δ.Ευρυγένη, I.Δ.Δ.Δ., εκδ.1968, παρ.136, σελ.175, Μελέτη του ιδίου σε Αρμ 24.1066, Γ.Μαριδάκη, Ι.Δ.Δ., έκδ.Β΄, τομ.Β΄ σελ.28 σημ.17). Σε κάθε δε περίπτωση, από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι η σύμβαση συνδέεται (προδήλως) στενότερα με την ελληνική έννομη τάξη (ΟλΑΠ 46/1987 ΕλλΔνη 1988.101, ΕφΠειρ 107/2015 ΕλλΔνη 2016.477), διότι καταρτίστηκε προφορικά ή έστω και σιωπηρά και εκτελέστηκε στην Ελλάδα (βλ. και παρ.3-4 του άρθρου 4 του Κανονισμού αυτού, καθώς και το άρθρο 25 εδ.β΄ ΑΚ), όπου άπαντες οι διάδικοι φέρονται από το δικόγραφο να έχουν την πραγματική και καταστατική τους έδρα και την κατοικία τους, αντιστοίχως, για τα οποία δεν προκύπτουν αντιρρήσεις ή διαφορετικά στοιχεία στην προκείμενη δίκη (ΟλΑΠ 46/1987 ΕλλΔνη 1988.101), λαμβάνοντας υπόψη για την έννοια της συνήθους διαμονής τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1, βάσει της οποίας, για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ως συνήθης διαμονή εταιρείας με ή χωρίς νομική προσωπικότητα νοείται ο τόπος της κεντρικής διοίκησης, όπου ασκείται η πραγματική διοίκησή της και λαμβάνονται οι αποφάσεις που αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητά της. Περαιτέρω δε, η αγωγή κρίνεται επαρκώς ορισμένη (άρθρα 118, 216 ΚΠολΔ), διότι περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση της ένδικης αξιώσεως των εναγόντων σε βάρος της εναγομένης για τη νομική βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, καθόσον δεν απαιτείται να εκτίθεται για το ορισμένο της οτιδήποτε ειδικότερο, αφού προσδιορίζονται επαρκώς τα στοιχεία της ενεργητικής νομιμοποίησης των εναγόντων, καθόσον αναφέρεται ότι εκτέλεσαν υπηρεσίες αρωγής (ΕφΠειρ 318/2010 ΕΝΔ 39.49, βλ. Αντ. Αντάπαση, Θαλάσσια αρωγή και διάσωση, έκδ.1992, σελ.246-253), αναφέρονται οι περιστάσεις που υποδηλώνουν τον κίνδυνο που διέτρεξε το πλοίο της εναγομένης (βλ. Αντ. Αντάπαση, Θαλάσσια αρωγή και διάσωση, έκδ.1992, σελ.427), οι ενέργειες στις οποίες προέβησαν με το διασωστικό πλοίου τους για την αποτροπή του κινδύνου, καθώς και το ωφέλιμο αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών και εξειδικεύονται τα κριτήρια που καθορίζουν κατά τον νόμο την αιτούμενη αμοιβή λόγω επιθαλάσσιας αρωγής (ΠολΠρΠειρ 3044/2017), ενώ τυχόν λοιπά στοιχεία δύνανται να προκύψουν και από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελούν αντικείμενο αυτής και όχι στοιχεία του ορισμένου, χωρίς να δυσχεραίνεται η δυνατότητα της εναγομένης να αντιτάξει τους αμυντικούς και ανταποδεικτικούς του ισχυρισμούς και το Δικαστήριο να τάξει τα αποδεικτέα ζητήματα της ένδικης υπόθεσης, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης περί αοριστίας της. Η αγωγή περαιτέρω, τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 6, 8, 10, 12, 13, 15, 16, 24, 28 29, 30 της Διεθνούς Συμβάσεως του Λονδίνου του 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή (εφόσον, κατά τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, η επιθαλάσσια αρωγή έλαβε χώρα στις 16-8-2014, ήτοι μετά την έναρξη της ισχύος της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως (στις 3-6-1996, βλ. Αντ. Αντάπαση, Θαλάσσια αρωγή και διάσωση, τ. Ι, σελ.151), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 246, 247, 248, 250, 251, 252, 254, 255 και 256 του ΚΙΝΔ, που εφαρμόζονται συμπληρωματικά κατ’ άρθρο 13 παρ.2 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως, εφ’ όσον το αναφερόμενο ως αρωγό πλοίο της πρώτης ενάγουσας έχει ελληνική σημαία (ΕφΠειρ 1132/1981 ΕΝΔ 10.212, ΕφΑθ 8817/1976 ΕΝΔ 16.70, ΠολΠρΠειρ 3647/2001 ΕΝΔ 30.37, ΠολΠρΠειρ 1635/1980 ΕΝΔ 9.145) και είναι κατά περιεχόμενο όμοιες με αυτές της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως, καθώς επίσης και στις διατάξεις των άρθρων 361, 681επ., 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 111 παρ.1 ΕισΝΑΚ, 68, 176, 191 παρ.2, 907, 908 ΚΠολΔ, 63, 68 παρ.1 του Ν.4194/2013-Κώδικας Δικηγόρων, πλην του αγωγικού αιτήματος για καταβολή διαφυγόντος κέρδους στην πρώτη ενάγουσα επειδή υπέστη απώλεια του ναύλου μίας ημέρας που ανέρχεται στο ποσό των 1.913,67 ευρώ, εξαιτίας της κλήσης του πλοίου της προς παροχή επιθαλάσσιας αρωγής προς το κινδυνεύον σκάφος, με συνέπεια την πρόωρη λήξη της σύμβασης ναύλωσης, το οποίο τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αρχική νομική σκέψη, η Διεθνής Σύμβαση του 1989 δεν καλύπτει ως αποζημίωση για παροχή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής τα διαφυγόντα κέρδη της επιχείρησης του αρωγού, καθόσον δεν πρόκειται για δαπάνη που έγινε λόγω της παροχής υπηρεσιών αρωγής στο κινδυνεύον πλοίο που να συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την παροχή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής εκ μέρους του, δεν αποτελεί δαπάνη στην οποία προέβη μειώνοντας το ενεργητικό της περιουσίας του ή αυξάνοντας το παθητικό αυτής, που συνδέεται κατ’ αιτιώδη σύνδεσμο με την παροχή αρωγής, αλλά αποτελεί απλώς διαφυγόν κέρδος του. Δεν πρόκειται δηλαδή για δαπάνη εύλογη ούτε έκτακτη, η οποία να σχετίζεται με την παροχή σωστικών υπηρεσιών στο πλοίο ή στο φορτίο του που βρίσκονται σε κίνδυνο, συνακόλουθα, δεν πληροί την προϋπόθεση της αποζημίωσης-αμοιβής για υπηρεσίες αρωγής, δεν συμπεριλαμβάνεται στην έννοια αυτής και δεν αποκαθίστανται κατά τη Διεθνή Σύμβαση του 1989. Σε κάθε περίπτωση αορίστως εκτίθεται το συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλι και τυγχάνει απορριπτέο ως απαράδεκτο. Επισημαίνεται ότι το αιτούμενο ποσό αμοιβής για παροχή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής παραδεκτώς και νομίμως ζητείται να επιδικασθεί στον δεύτερο ενάγοντα, ως πλοίαρχο του αρωγού πλοίου, όχι μόνο το μέρος της αμοιβής που ανήκει σ’ αυτόν αλλά και το μέρος της αμοιβής που ανήκει στο υπόλοιπο πλήρωμα (ήτοι το ¼ της συνολικής αμοιβής με την υπό κρίση αγωγή), τα μέλη του οποίου (πληρώματος) ο πλοίαρχος, δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 255 του ΚΙΝΔ, εκπροσωπεί ως νόμιμος υποκατάστατός τους εφόσον αυτά δεν παρίστανται αυτοπροσώπως ή με οποιονδήποτε άλλο αντιπρόσωπο (άρθρο 15 παρ.2 εδ.α΄ της Διεθνούς Συμβάσεως του Λονδίνου του 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή), κατ’ εφαρμογή δε του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου επίσης αφού το εν λόγω πλοίο αρωγής έχει ελληνική σημαία. Το δικαίωμα για την καταβολή της αμοιβής στο σύνολό του γεννιέται από τη σύμβαση αρωγής, που είναι μια ιδιότυπη σύμβαση μίσθωσης έργου που καταρτίζεται και σιωπηρά (ΕφΑθ 8817/1986 ΕΝΔ 16.70, ΠολΠρΠειρ 1825/1991 ΕΝΔ 20.372, ΠολΠρΠειρ 201/1991 ΕΕμπΔ 1992.277, βλ. σχετ. Αναστασιάδη, Ναυτικό Δίκαιο, παρ.364-365, Παπαπολίτη, Eπιθαλάσσιος Αρωγή, σελ.289, άλλως, ότι δηλαδή πρόκειται για ενοχή από τον νόμο ΕφΠειρ 1132/1982 ΕΝΔ 10.212, βλ. σχετ.Χαρλαύτη, Επιθαλάσσιος Αρωγή – Διάσωσις κατά τον ΚΙΝΔ, ΕΕμπΔ ΚΕ΄.167επ.) και η οποία είναι αμφιμερώς εμπορική κατά την έννοια του άρθρου 3 του από 2/14.5.1835 Β.Δ. «Περί αρμοδιότητος των Εμποροδικείων» (βλ. σχετ. Καραβά, Εγχειρίδιο Εμπορικού Δικαίου, παρ.27, σελ.35, Σταυροπούλου, Ερμηνεία Εμπορικού και Ναυτικού Δικαίου, σελ.498). Επιπλέον, όσον αφορά την ευθύνη της εναγομένης για καταβολή τόκων, εφαρμοστέο είναι επίσης το ελληνικό δίκαιο κατ’ άρθρο 24 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, κατά το οποίο «το δικαίωμα του αρωγού για τόκους σε κάθε πληρωμή αμοιβής που οφείλεται, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση θα καθορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους, που εδρεύει το Δικαστήριο που επιλήφθηκε της υπόθεσης». Επιπλέον, το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής είναι νόμιμο, στηριζόμενο στις διατάξεις του άρθρου 111 παρ.1 ΕισΝΑΚ, αναφορικά με την επιδίκαση νομίμων τόκων από την επόμενη της ημερομηνίας παροχής της επιθαλάσσιας αρωγής, κατά την οποία το επίδικο χρέος κατέστη απαιτητό, δηλαδή από τη γένεσή του (ΑΠ 1715/2007), εφόσον πρόκειται για απαίτηση μεταξύ εμπόρων αμφιμερώς εμπορική και από εμπορική αιτία προερχόμενη (άρθρο 3 εδ.ε΄ του Β.Δ. 2/14-5-1835 «Περί αρμοδιότητας Εμποροδικείων» σε συνδυασμό με άρθρο 1 ΕμπΝ και 2 ΚΙΝΔ, ΕφΠειρ 318/2010 ΕΝΔ 39.49, ΕφΠειρ 939/1980 ΕΝΔ 9.139, ΠολΠρΠειρ 3044/2017 αδημ. στον νομικό τύπο, ΠολΠρΠειρ 3647/2001 ΕΝΔ 30.37, βλ. σχετ. Κοροτζή, ό.π., σελ.208, 209επ., Καμβύση, ό.π,σελ.649) και 346 ΑΚ σε συνδυασμό πάντα με το άρθρο 24 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης. Κατόπιν τούτων, πρέπει, η αγωγή αυτή, στην έκταση που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.

Περαιτέρω δε, η εναγόμενη με τις νομότυπα κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις της, αρνείται αιτιολογημένα την παροχή εκ μέρους των εναγόντων υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής στο σκάφος της, ισχυριζόμενη ότι οι όποιες υπηρεσίες τους μέσω του Ε/Γ-Τ/Π σκάφους του με το όνομα …», πλοιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας και με πλοίαρχο τον δεύτερο ενάγοντα,  περιορίστηκαν σε απλή ρυμούλκηση αυτού ως αδρανούς σώματος, έχοντας δε τούτο απολέσει τη μηχανή και το πηδάλιο πλοήγησής του, και ότι ουδόλως επρόκειτο για υπηρεσίες ουσιαστικής αρωγής εκ μέρους αυτών, σύμφωνα και με την επικαλούμενη εκ μέρους της εναγομένης έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του Ι. Μ.,   , καθόσον αφενός μεν, πέραν της αποβίβασης των οκτώ (8) επιβαινόντων στο κινδυνεύον σκάφος της και τη απλής ρυμούλκησής τους, το πλοίο …» δεν χρησιμοποίησε οποιοδήποτε άλλο μέσο για την παροχή των αναγκαίων εν προκειμένω υπηρεσιών αρωγής στο κινδυνεύον σκάφος, αφετέρου δε, στο σκάφος παρέμεινε ο κυβερνήτης και ο συγκυβερνήτης, οι οποίοι και μόνο μερίμνησαν αρχικώς για την απάντληση των θαλασσίων υδάτων που είχαν εισρεύσει εντός αυτού από την οπή-ρήγμα που είχε προκληθεί από την πτώση του πηδαλίου, ουδεμία δε συνδρομή παρείχαν προς τούτο οι ενάγοντες, εν συνεχεία δε, επειδή δεν μπορούσε να επιτευχθεί ωφέλιμο αποτέλεσμα έτσι, με τη σωστική και εν τέλει ωφέλιμη παρέμβαση του πλωτού ναυαγοσωστικού σκάφους με το όνομα … και του πληρώματος (καταδυτικού συνεργείου) και του διασωστικού εξοπλισμού της εταιρείας … το οποίο μερίμνησε σωτήρια και για την τοποθέτηση επιθεμάτων στο ρήγμα του κινδυνεύοντος σκάφους με το όνομα …, μείωσε σημαντικά και εν τέλει στεγανοποίησε το ρήγμα-οπή στο ως άνω σκάφος και σταμάτησε πλήρως την εισροή των υδάτων, σταθεροποίησε το πηδάλιο πλοήγησης του σκάφους, παραχώρησε και έθεσε σε λειτουργία την πετρελαιοκίνητη αντλία του αρωγού σκάφους για τη συνδρομή στην απάντληση υδάτων από το κινδυνεύον σκάφος, επιτυγχάνοντας την επαναφορά του κινδυνεύοντος σκάφους σε πλεύσιμη κατάσταση και καθιστώντας πλέον ωφέλιμη και ασφαλή τη ρυμούλκησή του προς τη Μαρίνα Αλίμου, την οποία διενεργούσε έως τότε χωρίς ωφέλιμο αποτέλεσμα το προαναφερόμενο σκάφος των εναγόντων, συνακόλουθα, δεν δικαιούνται οποιασδήποτε αμοιβής για την αιτία αυτή οι ενάγοντες, υποστηρίζοντας ότι σε κάθε περίπτωση το επιτευχθέν ωφέλιμο αποτέλεσμα δεν επήλθε εκ μέρους αυτών και ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτιμηθεί η επικαλούμενη ρυμούλκηση-αρωγή τους, σύμφωνα με τον νόμο, στα επίπεδα του αξιούμενου από αυτούς ύψους αμοιβής, καθόσον δε, η τελική αμοιβή για το σύνολο των υπηρεσιών  σε αντίστοιχες περιπτώσεις δεν υπερβαίνει εμπειρικά το ποσοστό 10-15% της διασωθείσας αξίας ενώ εν προκειμένω θα πρέπει να ανέρχεται σε ποσοστό από 2% έως 5% περίπου της αξίας του διασωθέντος πλοίου, που εκτιμάται περί τις 150.000 ευρώ, ενόψει του ότι το τελικό κόστος αποκατάστασης της ζημίας του σκάφους της εναγομένης ανήλθε σε ποσό 59.138.59 ευρώ, σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα εκ μέρους της αποδείξεις, τιμολόγια και προσφορές. Βάσει δε τούτων, η εναγομένη ζητεί την απόρριψη της σε βάρος της ασκηθείσας ως άνω (πρώτης) αγωγής κατά το μείζον μέρος του αγωγικού αιτήματος και εν τέλει, την καταδίκη των εναγόντων στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης για την παρούσα δίκη. Κατόπιν τούτων, ενόψει της άρνησης της κρινόμενης αγωγής εκ μέρους της εναγομένης, οι ενάγοντες φέρουν το βάρος απόδειξής της (άρθρα 261, 262, 335, 338 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση δεύτερη αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι ναυτική εταιρεία με κύριο αντικείμενο της διά της πλοιοκτησίας ή εκμετάλλευσης ταχύπλοων σκαφών διάσωσης, ρυμουλκών, λαντζών κλπ. παροχή υπηρεσιών με εξειδικευμένο τεχνικό προσωπικό, διάσωσης, ανέλκυσης, ρυμούλκησης, πλοήγησης, παροπλισμού, ελλιμενισμού πλοίων, την παροχή υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών με λέμβους και θαλασσίων και παράκτιων μεταφορών ξηρών εμπορευμάτων χύδην. Ότι μεταξύ των σκαφών της ανήκει και το ταχύπλοο διασωστικό σκάφος κυριότητάς της … νηολογίου … ……..Ότι η εναγομένη είναι πλοιοκτήτρια ενός τουριστικού επαγγελματικού ιστιοφόρου σκάφους αναψυχής με το όνομα …, υπό ελληνική σημαία, νηολογίου Πειραιά …, αξίας 220.000 ευρώ. Ότι στις 16-8-2014 περί ώρα 10.20 εκπέμφθηκε έκτακτο σήμα κινδύνου (MAY DAY) για το εν λόγω σκάφος που κινδύνευε λόγω εισροής υδάτων στο μηχανοστάσιό του, παραπλέον βορειοδυτικά της νησίδας Αρσίδα στον Σαρωνικό κόλπο και η ενάγουσα επικοινώνησε άμεσα με τον θάλαμο επιχειρήσεων του Υπουργείου και ενημέρωσε το Κεντρικό Λιμεναρχείο Λαυρίου και τον Λιμενικό Σταθμό Φώκαιας και απέπλευσαν για το Λαύριο τα σκάφη της … στο οποίο επιβιβάστηκαν δύο επαγγελματίες εξειδικευμένης εμπειρίας δύτες Σ. Σ.  Δ. Π.) και ο νόμιμος εκπρόσωπός της Ι. Χ., Α΄ μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού και επιθεωρητής του νηογνώμονα … εξειδικευμένος στη διάσωση πλοιαρίων με εμπειρία 8 ετών. Ότι το τελευταίο σκάφος προσέγγισε το κινδυνεύον, περί ώρα 11.50, το οποίο ρυμουλκείτο από το τουριστικό ιστιοφόρο σκάφος αναψυχής με το όνομα …», νηολογίου Πειραιά, με αριθμό … και ήταν έτοιμο να βυθιστεί λόγω συνεχιζόμενης εισροής υδάτων, τα οποία, όπως διέγνωσαν οι δύτες της ενάγουσας μετά από κατάδυση, εισέρρεαν από τον άξονα του πηδαλίου του σκάφους λόγω πτώσης του, στο δε ρυμουλκό είχαν επιβιβαστεί 8 επιβάτες τουρίστες από το κινδυνεύον πλοίο, στο οποίο είχαν παραμείνει μόνο 3 άτομα. Ότι περί ώρα 12.10 η εισροή υδάτων από τον μηχανισμό του πηδαλίου συνεχιζόταν και μάλιστα ο όγκος αυτών αυξανόταν συνεχώς εξαιτίας της ρυμούλκησής του, την οποία εσφαλμένα επιχείρησε το ως άνω σκάφος αναψυχής, διότι ενώ βρισκόταν σε κίνηση το ρυμουλκούμενο πλοίο, εισέρρεε από τον άξονα του πηδαλίου μεγαλύτερος όγκος υδάτων με αποτέλεσμα να έχει κατακλυστεί, έτοιμο να βυθιστεί, όπως διαπίστωσε και το πλήρωμα του σκάφους του Λιμενικού Σώματος …, που είχε σπεύσει στο κινδυνεύον σκάφος για παροχή συνδρομής κα συνοδεία. Ότι το ρυμουλκό ως άνω πλοίο σταμάτησε τη ρυμούλκηση προκειμένου να επέμβει το συνεργείο της ενάγουσας που προέβη στις αναφερόμενες στην αγωγή θετικές και αποτελεσματικές ενέργειες επιθαλάσσιας αρωγής που συνετέλεσαν αποκλειστικά στη διάσωση του εν λόγω κινδυνεύοντος σκάφους της εναγομένης πλοιοκτήτριας εταιρείας. Ότι ειδικότερα το καταδυτικό συνεργείο της ενάγουσας με δύο δύτες διαπίστωσε το σημείο εισροής υδάτων που ήταν ο άξονας του πηδαλίου και σταμάτησε την εισροή στο σκάφος με την κάλυψη του ρήγματος διά της τοποθέτησης ειδικών αδιάβροχων επιθεμάτων ταχείας διόγκωσης και σφηνών στεγανοποίησης, υπό δυσμενείς συνθήκες. Ότι οι εργασίες αυτές πραγματοποιήθηκαν υπό δύσκολες συνθήκες υποβρυχίως και με ειδικό τεχνικό τρόπο από δύτες με φιάλες οξυγόνου και εξοπλισμό (εργαλεία στεγανοποίησης) που διέθετε η ενάγουσα για τον σκοπό αυτόν. Ότι επιπλέον η ενάγουσα προέβη σε εργασίες απάντλησης θαλασσίων υδάτων από το εσωτερικό του κινδυνεύοντος σκάφους με αντλία απάντλησης, με τρόπο αποτελεσματικό κατά τον χειρισμό του νομίμου εκπροσώπου της Ι.Χ., με συνέπεια το σκάφος σύντομα να επανέλθει σε πλεύσιμη κατάσταση. Ότι το κινδυνεύον σκάφος στη συνέχεια με την αντλία σε λειτουργία εντός αυτού συνέχισε να ρυμουλκείται από το ιστιοφόρο με το όνομα …» και αγκυροβόλησε στον όρμο Βουλιαγμένης συνοδευόμενο από το ταχύπλοο σκάφος … …και το σκάφος …. Ότι στον όρμο Βουλιαγμένης το καταδυτικό συνεργείο της ενάγουσας αποκατέστησε πλήρως τη διαρροή τοποθετώντας σφήνες στεγανοποίησης (ξυλόταπες), σταθεροποίησε το πηδάλιο του πλοίου και πρότεινε τη ρυμούλκησή του από το ρυμουλκό σκάφος της ενάγουσας … αλλά η πλοιοκτήτρια δεν το δέχθηκε. Ότι εξαιτίας αποκλειστικά των έγκαιρων, αποτελεσματικών και ωφέλιμων ενεργειών του εξειδικευμένου και έμπειρου προσωπικού της ενάγουσας και της ετοιμότητας και του άρτιου εξοπλισμού του ταχύπλοου σκάφους της διασώθηκε το ιστιοφόρο σκάφος της εναγομένης από βέβαιη βύθιση, η οποία θα την επιβάρυνε σημαντικά λόγω πρόκλησης θαλάσσιας ρύπανσης από τη διαρροή των λιπαντικών και πετρελαίων, αλλά και λόγω ολοσχερούς καταστροφής του σκάφους της. Ότι η ρυμούλκηση του πλοίου της από το ιστιοφόρο με όνομα …» ήταν άστοχη και επικίνδυνη, διότι θα οδηγούσε αυτό με βεβαιότητα σε βύθιση, αφού δεν ήταν ακυβέρνητο, καθώς ένα ιστιοφόρο χρησιμοποιεί ως κύριο μέσο πρόωσης τα πανιά του, τα οποία δεν είχαν υποστεί βλάβη και δευτερευόντως τη μηχανή του, ενώ και το πηδάλιο μπορεί να υποκατασταθεί από την κατάλληλη θέση των πανιών ακόμη και με τον εμποτισμό οποιουδήποτε ογκώδους αντικειμένου αριστερά ή δεξιά του σκάφους, ο δε χειριστής του παρέμεινε στο ιστιοπλοϊκό καθόλη τη διάρκεια της επιχείρησης. Ότι ουδείς κίνδυνος υπήρχε να προσαράξει το κινδυνεύον σκάφος σε πλησιέστερες ακτές, επειδή είχε άγκυρα και καδένα τουλάχιστον 80μ. ικανή να το συγκρατήσει ασφαλώς με τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες, ώστε εάν πλησίαζε σε βραχώδεις ακτές με μειωμένο βύθισμα, θα αγκυροβολούσε ασφαλώς με το μήκος αυτό της καδένας και επιπλέον, διέθετε σχοινί μήκους 100μ. για την άρση των πανιών, τα οποία ο χειριστής θα μπορούσε να ενώσει με την καδένα αγκυροβολίας και να αγκυροβολήσει ακόμη και στο σημείο του συμβάντος. Ότι και ο τρόπος ρυμούλκησης του σκάφους ήταν εσφαλμένος, διότι επειδή σε αυτό ελάμβανε χώρα μεγάλη εισροή υδάτων, έπρεπε το ρυμουλκό σκάφος να το κρατούσε κοντά του για να ελέγχει το βύθισμά του και να εξασφαλίζει ότι δε θα βουλιάζει πολύ, ώστε δένοντάς το σφιχτά με το ρυμουλκό σκάφος, θα το συγκρατούσε με την πλευστότητά του. Ότι με την καρίνα του κατά τη ρυμούλκησή του, ως «παρατίμονο» και με τον κίνδυνο να μετακινείται το σκάφος άλλοτε δεξιά και άλλοτε αριστερά, θα υπήρχε κίνδυνος ανατροπής του λόγω απότομης μετατόπισης του φορτίου του, γι’ αυτό επιβαλλόταν το έκταμα να είναι τόσο κοντό, όσο το μήκος του σκάφους, ώστε να περιορίζεται η τάση αυτή. Ότι σε περίπτωση ρυμούλκησης του σκάφους σε κατάσταση κινδύνου βύθισης, ο δέων προορισμός του είναι ο πλησιέστερος ασφαλής όρμος, ήτοι εν προκειμένω ο όρμος Παλαιάς Φώκαιας-Αναβύσσου και όχι ο όρμος Βουλιαγμένης, που οδηγείτο το κινδυνεύον σκάφος. Ότι η αποβίβαση των 8 επιβαινόντων από το σκάφος αυτό δεν βοήθησε ιδιαίτερα στη διάσωσή του, διότι η ανύψωσή του λόγω ελάφρυνσής του υπήρξε αμελητέα, της τάξης του 1,5 εκατοστού. Ότι επειδή το σκάφος εξακολουθούσε λόγω της εισροής των υδάτων να βυθίζεται, ο πλοίαρχος του ως άνω ρυμουλκού αναγκάστηκε να σταματήσει τη ρυμούλκησή του και να επιστρέψει στο πλοίο της ενάγουσας να επέμβει, όπως απαιτήθηκε και από το σκάφος … που ακολουθούσε και επέβλεπε τη διαδικασία διάσωσής. Ότι ούτε το κινδυνεύον σκάφος ούτε το τουριστικό ιστιοφόρο που το ρυμουλκούσε διέθεταν υποδομή (εξοπλισμό και προσωπικό) για την απάντληση των υδάτων και τη στεγανοποίηση του ανοίγματος νε ενδεδειγμένα υλικά, με συνέπεια λόγω κατάκλυσης του εσωτερικού του με θαλάσσια ύδατα να οδηγείται σε άμεση βύθιση. Ότι επειδή οι πράξεις αρωγής και διάσωσης του πλοίου της εναγομένης από το πλοίο της ενάγουσας είχαν ωφέλιμο αποτέλεσμα, δικαιούται εύλογης αμοιβής σε βάρος της. Ότι για τον δικαστικό υπολογισμό της πρέπει να σταθμιστούν: α) ο άμεσος, σοβαρός, βέβαιος και πραγματικός κίνδυνος που διέτρεξε το κινδυνεύον πλοίο, ο οποίος δεν ήταν απλώς ενδεχόμενος, υπό την απειλή βύθισής του λόγω κατάκλυσης του εσωτερικού του από θαλάσσια ύδατα, η οποία απετράπη λόγω των υπηρεσιών που προσέφερε το πλοίο της ενάγουσας, η δε βύθισή του θα προκαλούσε την ολική απώλειά του και τη θαλάσσια ρύπανση από τη διαρροή καυσίμων και λιπαντέλαιων στη θάλασσα, ενώ η δαπάνη ανέλκυσής του θα υπερέβαινε την αξία του μετά την ανέλκυσή του και θα επιβαρυνόταν η εναγομένη με πρόστιμα από τις αρμόδιες αρχές, αλλά και την υποχρέωση δαπάνης της για τη λήψη μέτρων αντιρρύπανσης και προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος, β) το έγκαιρο των υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής, γ) το ωφέλιμο αποτέλεσμα που επήλθε, καθώς η μηχανή του σκάφους ήταν εκτός λειτουργίας και η αποτελεσματική απάντληση των υδάτων έγινε αποκλειστικά από το πλοίο της ενάγουσας με πετρελαιοκίνητη αντλία, καθώς επίσης και η διάγνωση και επισκευή του άξονα του πηδαλίου, δ) ο κίνδυνος στον οποίο εκτέθηκε το σκάφος της ενάγουσας και οι επιβαίνοντες σε αυτό κατά την παροχή των υπηρεσιών τους σε συνδυασμό με τις καιρικές συνθήκες, ε) η διάρκεια παροχής των υπηρεσιών περίπου 4 ½ ωρών, στ) τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ενάγουσα κατά την παροχή της επιθαλάσσιας αρωγής, που ανήλθα σε ποσό 300 ευρώ για τα πετρέλαια και τα λιπαντικά που καταναλώθηκαν από το διασωστικό σκάφος της κατά την παροχή των υπηρεσιών του, ζ) η αξία του διασωθέντος τουριστικού ιστιοφόρου σκάφους με τον εξοπλισμό του, που ανερχόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο της διάσωσής τους στο ποσό των 220.000 ευρώ. Ότι η οφειλόμενη εύλογη αμοιβή για τη διάσωσή του ανέρχεται σε ποσό 50% της διασωθείσας αξίας του, ήτοι ποσό 110.000 ευρώ, από την επομένη της επίδοσης της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων στην εναγομένη, ήτοι από τη 2-3-2015, άλλως από την επίδοση της αγωγής στην εναγομένη και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Ότι η αμοιβή πρέπει να είναι γενναιόδωρη στο διασώστη που διακινδυνεύει ευκολότερα έτσι την περιουσία, για την ενθάρρυνση των επιχειρήσεων επιθαλάσσιας αρωγής. Με αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί, κατόπιν περιορισμού του αρχικού αγωγικού αιτήματος εν μέρει από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και δη μέχρι του ποσού των 50.000 ευρώ σε καταψηφιστικό και από το ποσό των 50.000 ευρώ και μέχρι του ποσού των 110.000 ευρώ σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί η εναγομένη, με κήρυξη της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, να καταβάλει σε αυτήν ποσό 50.000 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να καταβάλει σε αυτήν ποσό 60.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη του επίδικου συμβάντος, ήτοι από τις 16-8-2014, άλλως και επικουρικώς από την επίδοση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων στην εναγομένη, ήτοι από τη 2-3-2015, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής στην εναγομένη και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας για την παρούσα δίκη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση δεύτερη αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας -κατόπιν παραδεκτού, κατά τις διατάξεις των άρθρων 223 σε συνδ., με 294, 295 και 297 ΚΠολΔ, με τις προτάσεις της ενάγουσας περιορισμού του αρχικού καταψηφιστικού αιτήματός της σε εν μέρει αναγνωριστικό, ήτοι μέχρι του ποσού των 50.000 ευρώ ως καταψηφιστικού και από του ποσού των 50.000 ευρώ και μέχρι του ποσού των 110.000 ευρώ ως αναγνωριστικού- έχει καταβληθεί το νόμιμο αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου μετά των νομίμων υπέρ τρίτων προσαυξήσεων (βλ. σχετ. το υπ’ αριθ. … ηλεκτρονικό e-παράβολο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού 530 ευρώ, που δεσμεύθηκε), με την οποία εισάγεται προς διάγνωση διαφορά που δεν έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας των διαδίκων στην ημεδαπή, αλλά και του τόπου σύναψης και εκτέλεσης της σύμβασης επιθαλάσσιας αρωγής (μίσθωσης έργου-υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής) και επέλευσης των αποτελεσμάτων αυτής, επίσης στην ημεδαπή, παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 4, 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2, 25 παρ.2, 33, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ.1 περ.α΄-2, 3 Α και Β περ.ε’ του Ν.2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της ένδικης διαφοράς και της κατά τόπο αρμοδιότητας των Δικαστηρίων του Πειραιά για ολόκληρη την Αττική, έχοντας και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ, 1 παρ.1, 2, 4 παρ.1, 62, 63 παρ.1, 66 παρ.1-2 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, σε συνδυασμό και με το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης του 1989, κατά τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, καθόσον τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία και την έδρα τους στο έδαφος κράτους μέλους, όπως η Ελλάδα, ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων της, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους κι ενόψει του ότι το εναγόμενο ν.π., σύμφωνα με το εισαγωγικό της αγωγής, έχει την πραγματική έδρα όπου ασκείται η κεντρική του διοίκηση και την κατοικία τους στην …), ο δε Κανονισμός εφαρμόζεται για τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά τη 10η-1-2015. Εφόσον δε, εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από έννομη σχέση που δεν έχει στοιχείο αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ.2, σελ.12επ.), εφαρμοστέο δίκαιο, που διέπει την επίδικη διαφορά, βάσει του οποίου κρίνεται και το ορισμένο και νόμω βάσιμο της αγωγής, τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο. Η ένδικη διαφορά διέπεται σαφώς από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο ως εφαρμοστέο, ειδικότερα δε το δίκαιο της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης για την επιθαλάσσια αρωγή του 1989 που υπεγράφη στο Λονδίνο και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν.2391/1996, ως το αρμόζον από το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδ. β΄ του ΑΚ και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 4 παρ.1 περ.β΄, παρ.2, 19 και 29 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17-6-2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), αφού ελληνική σημαία φέρει το φερόμενο ως αρωγό πλοίο και είναι αυτό το πιο οικείο δίκαιο στην ενάγουσα–διασώστρια (βλ. Αντ.Αντάπαση, Θαλάσσια αρωγή και διάσωση, σελ.193),καθόσον η έδρα (επαγγελματική εγκατάσταση) της ενάγουσας εταιρείας ως παρόχου υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής εν τοις πράγμασι (Λ. Α.ς, οδός …), αλλά και της εναγομένης εταιρείας (Κ. Α., … βρίσκονται στην περιφέρεια του Δικαστηρίου τούτου (ΚΠολΔ 33, ΑΚ 321) που επιλαμβάνεται για τις ναυτικές διαφορές για όλη την Αττική (άρθρο 51 παρ.2 εδ.α΄ του Ν.2172/1993). Άλλωστε, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο πρόκειται για το δίκαιο που η ενάγουσα εταιρεία επικαλείται στην αγωγή της, η δε εναγόμενη εταιρεία δεν προβάλλει αντίρρηση ως προς το ζήτημα αυτό, συνακόλουθα, υπάρχει και περίπτωση μετασυμβατικού καθορισμού του (ΑΠ 1115/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1383/2008 ΕΝΔ 2009.57, ΑΠ 904/2008 ΕΕμπΔ ΝΘ΄.577, ΕφΠειρ 269/2016 ΔΕΕ 2016.1536, ΕφΠειρ 317/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 107/2015 ΕλλΔνη 2016.477, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος, ΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43, ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝΔ 2012.302, ΕφΠειρ 624/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 18/1998 ΕΕμπΔ 1998.836, ΕφΠειρ 128/1994 ΕΝΔ 22.457, ΕφΠειρ 672/1992 ΕΝΔ 20.481, βλ. Ζ.Παπασιώπη-Πασιά, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, έκδ.Ε΄, κεφ.15, παρ.2γ΄, σελ.301-302, Δ.Ευρυγένη, I.Δ.Δ.Δ., εκδ.1968, παρ.136, σελ.175, Μελέτη του ιδίου σε Αρμ 24.1066, Γ.Μαριδάκη, Ι.Δ.Δ., έκδ.Β΄, τομ.Β΄ σελ.28 σημ.17). Σε κάθε δε περίπτωση, από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι η σύμβαση συνδέεται (προδήλως) στενότερα με την ελληνική έννομη τάξη (ΟλΑΠ 46/1987 ΕλλΔνη 1988.101,ΕφΠειρ 107/2015 ΕλλΔνη 2016.477),διότι καταρτίστηκε προφορικά ή έστω και σιωπηρά και εκτελέστηκε στην Ελλάδα (βλ. και παρ.3-4 του άρθρου 4 του Κανονισμού αυτού, καθώς και το άρθρο 25 εδ.β΄ ΑΚ), όπου άπαντες οι διάδικοι φέρονται από το δικόγραφο να έχουν την πραγματική και καταστατική τους έδρα, για το οποίο δεν προκύπτουν αντιρρήσεις ή διαφορετικά στοιχεία στην προκείμενη δίκη (ΟλΑΠ 46/1987 ΕλλΔνη 1988.101), λαμβάνοντας υπόψη για την έννοια της συνήθους διαμονής τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1, βάσει της οποίας, για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ως συνήθης διαμονή εταιρείας με ή χωρίς νομική προσωπικότητα νοείται ο τόπος της κεντρικής διοίκησης, όπου ασκείται η πραγματική διοίκησή της και λαμβάνονται οι αποφάσεις που αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητά της. Περαιτέρω δε, η αγωγή κρίνεται επαρκώς ορισμένη (άρθρα 118, 216 ΚΠολΔ), διότι περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση της ένδικης αξιώσεως της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης για τη νομική βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, καθόσον δεν απαιτείται να εκτίθεται για το ορισμένο της οτιδήποτε ειδικότερο, αφού προσδιορίζονται επαρκώς τα στοιχεία της ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας, καθόσον αναφέρεται ότι ασκεί κατ’ επάγγελμα ναυαγοσωστικές υπηρεσίες (ΕφΠειρ 318/2010 ΕΝΔ 39.49, βλ. Αντ. Αντάπαση, Θαλάσσια αρωγή και διάσωση, έκδ.1992, σελ.246-253), αναφέρονται οι περιστάσεις που υποδηλώνουν τον κίνδυνο που διέτρεξε το πλοίο της εναγομένης (βλ. Αντ. Αντάπαση, Θαλάσσια αρωγή και διάσωση, έκδ.1992, σελ.427), οι ενέργειες στις οποίες προέβη το πλήρωμα του διασωστικού πλοίου της ενάγουσας για την αποτροπή του κινδύνου, καθώς και το ωφέλιμο αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών και εξειδικεύονται τα κριτήρια που καθορίζουν κατά τον νόμο την αιτούμενη αμοιβή λόγω επιθαλάσσιας αρωγής (ΠολΠρΠειρ 3044/2017), ενώ τυχόν λοιπά στοιχεία δύνανται να προκύψουν και από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελούν αντικείμενο αυτής και όχι στοιχεία του ορισμένου, χωρίς να δυσχεραίνεται η δυνατότητα της εναγομένης να αντιτάξει τους αμυντικούς και ανταποδεικτικούς της ισχυρισμούς και το Δικαστήριο να τάξει τα αποδεικτέα ζητήματα της ένδικης υπόθεσης, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης περί αοριστίας της. Η αγωγή περαιτέρω, τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 6, 8, 10, 12, 13, 24, 28 29, 30 της Διεθνούς Συμβάσεως του Λονδίνου του 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή (εφόσον, κατά τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, η επιθαλάσσια αρωγή έλαβε χώρα στις 16-8-2014, ήτοι μετά την έναρξη της ισχύος της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως (στις 3-6-1996, βλ. Αντ. Αντάπαση, Θαλάσσια αρωγή και διάσωση, τ. Ι, σελ.151), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 246, 247, 248, 251, 252, 254 και 256 του ΚΙΝΔ, που εφαρμόζονται συμπληρωματικά κατ’ άρθρο 13 παρ.2 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως, εφ’ όσον το αναφερόμενο ως αρωγό πλοίο της ενάγουσας έχει ελληνική σημαία και φέρεται ως κατ’ επάγγελμα ναυαγοσωστικό πλοίο (ΕφΠειρ 1132/1981 ΕΝΔ 10.212, ΕφΑθ 8817/1976 ΕΝΔ 16.70, ΠολΠρΠειρ 3647/2001 ΕΝΔ 30.37, ΠολΠρΠειρ 1635/1980 ΕΝΔ 9.145) και είναι κατά περιεχόμενο όμοιες με αυτές της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως, καθώς επίσης και στις διατάξεις των άρθρων 361, 681επ., 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 111 παρ.1 ΕισΝΑΚ, 68, 70, 176, 191 παρ.2, 907, 908 ΚΠολΔ, 63, 68 παρ.1 του Ν.4194/2013-Κώδικας Δικηγόρων, πλην του παρεπόμενου δικονομικού αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής στο σύνολό της, το οποίο, μετά την τροπή μέρους του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε (εν μέρει) αναγνωριστικό (άρθρα 70, 223, 294, 295 παρ.1β΄, 297 ΚΠολΔ), κατέστη μη νόμιμο και απορριπτέο ως προς το μέρος που αντιστοιχεί στο αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής, καθόσον προσωρινά εκτελεστές κηρύσσονται μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις, που περιέχουν διάταξη για καταδίκη, η δε απόφαση που θα εκδοθεί εν προκειμένω στην έκταση που θα έχει τυχόν αναγνωριστικό χαρακτήρα και μόνο δεν δύναται να κηρυχθεί κατά τον νόμο προσωρινώς εκτελεστή (άρθρα 907, 908 §1 ΚΠολΔ – ΑΠ 491/1995, ΕφΠειρ 766/2005, ΕφΘεσ 2413/1996, ΕφΑθ 9517/1995 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 356/1994 Αρμ 1994.1389, ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986.706, ΠολΠρΘεσ 14356/2003 ΤΝΠ Νόμος). Επισημαίνεται δε επίσης ότι το δικαίωμα για την καταβολή της αμοιβής στο σύνολό του γεννιέται από τη σύμβαση αρωγής, που είναι μια ιδιότυπη σύμβαση μίσθωσης έργου που καταρτίζεται και σιωπηρά (ΕφΑθ 8817/1986 ΕΝΔ 16.70, ΠολΠρΠειρ 1825/1991 ΕΝΔ 20.372, ΠολΠρΠειρ 201/1991 ΕΕμπΔ 1992.277, βλ. σχετ. Αναστασιάδη, Ναυτικό Δίκαιο, παρ.364-365, Παπαπολίτη, Eπιθαλάσσιος Αρωγή, σελ.289, άλλως, ότι δηλαδή πρόκειται για ενοχή από τον νόμο ΕφΠειρ 1132/1982 ΕΝΔ 10.212, βλ. σχετ.Χαρλαύτη, Επιθαλάσσιος Αρωγή – Διάσωσις κατά τον ΚΙΝΔ, ΕΕμπΔ ΚΕ΄.167επ.) και η οποία είναι αμφιμερώς εμπορική κατά την έννοια του άρθρου 3 του από 2/14.5.1835 Β.Δ.«Περί αρμοδιότητος των Εμποροδικείων» (βλ. σχετ. Καραβά, Εγχειρίδιο Εμπορικού Δικαίου, παρ.27, σελ.35, Σταυροπούλου, Ερμηνεία Εμπορικού και Ναυτικού Δικαίου, σελ.498). Επιπλέον, όσον αφορά την ευθύνη της εναγομένης για καταβολή τόκων, εφαρμοστέο είναι επίσης το ελληνικό δίκαιο κατ’ άρθρο 24 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, κατά το οποίο «το δικαίωμα του αρωγού για τόκους σε κάθε πληρωμή αμοιβής που οφείλεται, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση θα καθορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους, που εδρεύει το Δικαστήριο που επιλήφθηκε της υπόθεσης». Επιπλέον, το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής είναι νόμιμο, στηριζόμενο στις διατάξεις του άρθρου 111 παρ.1 ΕισΝΑΚ, αναφορικά με την επιδίκαση νομίμων τόκων από την επόμενη της ημερομηνίας παροχής της επιθαλάσσιας αρωγής, κατά την οποία το επίδικο χρέος κατέστη απαιτητό, δηλαδή από τη γένεσή του (ΑΠ 1715/2007), εφόσον πρόκειται για απαίτηση μεταξύ εμπόρων αμφιμερώς εμπορική και από εμπορική αιτία προερχόμενη (άρθρο 3 εδ.ε΄ του Β.Δ. 2/14-5-1835 «Περί αρμοδιότητας Εμποροδικείων» σε συνδυασμό με άρθρο 1 ΕμπΝ και 2 ΚΙΝΔ, ΕφΠειρ 318/2010 ΕΝΔ 39.49, ΕφΠειρ 939/1980 ΕΝΔ 9.139, ΠολΠρΠειρ 3044/2017 αδημ. στον νομικό τύπο, ΠολΠρΠειρ 3647/2001 ΕΝΔ 30.37, βλ. σχετ. Κοροτζή, ό.π., σελ.208, 209επ., Καμβύση, ό.π,σελ.649) και 346 ΑΚ σε συνδυασμό πάντα με το άρθρο 24 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης. Επισημαίνεται δε επιπλέον αναφορικά με το αίτημα της τοκοφορίας ότι είναι νόμιμο για μεν τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από την επομένη ημέρα του επίδικου συμβάντος, της διάσωσης του πλοίου της εναγομένης, ήτοι από τις 16-8-2014, και μέχρι την επίδοση της κρινόμενης αγωγής ως άνω, για δε τους νόμιμους τόκους επιδικίας που καταβάλλονται και σε περίπτωση αναγνωριστικής αγωγής πλέον, κατά το νέο άρθρο 346 ΑΚ, ως ισχύει μετά τον Ν.4055/2012, από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και εντεύθεν και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως (ΑΚ 346), διότι καίτοι το αίτημα της αγωγής έχει καταστεί πλέον αναγνωριστικό μετά τον εν μέρει περιορισμό του με την εν μέρει τροπή του από το αρχικά συνολικά καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, οφείλονται και επιδικάζονται τόκοι επιδικίας κατά την ΑΚ 346, ως ισχύει μετά τον Ν.4055/2012 (άρθρα 2 και 113), και εφόσον δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εύλογης αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων, συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ούτε σχετικό ρητό αίτημα έχει υποβληθεί από την εναγομένη με τις προτάσεις της, συνακόλουθα, δεν τυγχάνει εφαρμογής η κατ’ εξαίρεση επιδίκαση τόκων υπερημερίας, νόμιμων ή συμβατικά καθορισθέντων, κατ’ άρθρο 345 ΑΚ (ΟλΑΠ 24/2004 Δ 2005.139, ΟλΑΠ 23/2004 ΝοΒ 2005.74, ΟλΑΠ 13/1994 ΕλλΔνη 1994.1259, ΑΠ 1207/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 178/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1286/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 2033/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 248/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 742/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΔυτΜακ 144/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2281/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 841/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 131/2013 Δικογραφία 2013.338, ΜονΠρΑθ 1296/2018, ΜονΠρΑθ 8775/2017 ΤΝΠ Νόμος, (ΜονΠρΛαμ 158/2017, ΜονΠρΑθ 189/2016 ΝοΒ 2016.887, ΜονΠρΠειρ 3971/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΑθ 3271/2015 & ΜονΠρΑθ 2309/2015 αδημ., βλ. άρθρα 2 και 113 και σελ.2 της Αιτιολογικής Έκθεσης Ν.4055/2010, Ρίζου, Τόκος επιδικίας (ΑΚ 346) επί αναγνωριστικών αγωγών μετά τον Ν.4055/2012, Μελέτη στον Αρμ 2017.1502). Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει, η αγωγή αυτή, στην έκταση που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, να ερευνηθεί, περαιτέρω, και κατ’ ουσίαν.

Περαιτέρω δε, η εναγόμενη με τις νομότυπα κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις της, συνομολογεί μεν παροχή εκ μέρους της ενάγουσας υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής στο σκάφος της, ισχυριζόμενη ότι οι όποιες υπηρεσίες της εταιρείας με την επωνυμία … μέσω του Ε/Γ-Τ/Π σκάφους της με το όνομα …», πλοιοκτησίας της και με πλοίαρχο τον Ι. Κ.  Γ.,  περιορίστηκαν σε απλή ρυμούλκηση αυτού ως αδρανούς σώματος, έχοντας δε τούτο απολέσει τη μηχανή και το πηδάλιο πλοήγησής του, και ότι ουδόλως επρόκειτο για υπηρεσίες ουσιαστικής αρωγής εκ μέρους αυτών, σύμφωνα και με την επικαλούμενη εκ μέρους της εναγομένης έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του Ι. Μ.,   , καθόσον αφενός μεν, πέραν της αποβίβασης των οκτώ (8) επιβαινόντων στο κινδυνεύον σκάφος της και τη απλής ρυμούλκησής τους, το πλοίο …» δεν χρησιμοποίησε οποιοδήποτε άλλο μέσο για την παροχή των αναγκαίων εν προκειμένω υπηρεσιών αρωγής στο κινδυνεύον σκάφος, αφετέρου δε, στο σκάφος παρέμεινε ο κυβερνήτης και ο συγκυβερνήτης, οι οποίοι και μόνο μερίμνησαν αρχικώς για την απάντληση των θαλασσίων υδάτων που είχαν εισρεύσει εντός αυτού από την οπή-ρήγμα που είχε προκληθεί από την πτώση του πηδαλίου, ουδεμία δε συνδρομή παρείχαν προς τούτο οι τελευταίοι, εν συνεχεία δε, επειδή δεν μπορούσε να επιτευχθεί ωφέλιμο αποτέλεσμα έτσι, με τη σωστική και εν τέλει ωφέλιμη παρέμβαση του πλωτού ναυαγοσωστικού σκάφους με το όνομα … και του πληρώματος (καταδυτικού συνεργείου) και του διασωστικού εξοπλισμού της εν προκειμένω ενάγουσας εταιρείας … το οποίο μερίμνησε σωτήρια και για την τοποθέτηση επιθεμάτων στο ρήγμα του κινδυνεύοντος σκάφους με το όνομα …, μείωσε σημαντικά και εν τέλει στεγανοποίησε το ρήγμα-οπή στο ως άνω σκάφος και σταμάτησε πλήρως την εισροή των υδάτων, σταθεροποίησε το πηδάλιο πλοήγησης του σκάφους, παραχώρησε και έθεσε σε λειτουργία την πετρελαιοκίνητη αντλία του αρωγού σκάφους για τη συνδρομή στην απάντληση υδάτων από το κινδυνεύον σκάφος, επιτυγχάνοντας την επαναφορά του κινδυνεύοντος σκάφους σε πλεύσιμη κατάσταση και καθιστώντας πλέον ωφέλιμη και ασφαλή τη ρυμούλκησή του (και μόνο από το του Ε/Γ-Τ/Π σκάφος …» της εταιρείας με την επωνυμία …) προς τη Μαρίνα Αλίμου, την οποία διενεργούσε έως τότε χωρίς ωφέλιμο αποτέλεσμα, συνακόλουθα, δεν δικαιούνται η εταιρεία … και ο Ι. Κ. οποιασδήποτε αμοιβής για την αιτία αυτή, αλλά η ενάγουσα εταιρεία, υποστηρίζοντας ότι σε κάθε περίπτωση το επιτευχθέν ωφέλιμο αποτέλεσμα δεν επήλθε εκ μέρους των τελευταίων, αλλά της ενάγουσας εταιρείας … η οποία πραγματοποίησε με επιτυχία και ωφέλιμο αποτέλεσμα αποκλειστικά διά του σκάφους της με το όνομα … και του ναυαγοσωστικού εξοπλισμού και του συνεργείου της όλες τις προδιαλαμβανόμενες πράξεις επιθαλάσσιας αρωγής στο κινδυνεύον ως άνω σκάφος της εναγομένης, πλην όμως αρνείται αιτιολογημένα η εναγομένη εν τέλει ότι μπορεί να αποτιμηθεί η επικαλούμενη αρωγή της ενάγουσας, σύμφωνα με τον νόμο, στα επίπεδα του αξιούμενου από αυτήν ύψος αμοιβής, καθόσον δε, η τελική αμοιβή για το σύνολο των υπηρεσιών  σε αντίστοιχες περιπτώσεις δεν υπερβαίνει εμπειρικά το ποσοστό 10-15% της διασωθείσας αξίας ενώ εν προκειμένω θα πρέπει να ανέρχεται σε ποσοστό από 2% έως 5% περίπου της αξίας του διασωθέντος πλοίου, που εκτιμάται περί τις 150.000 ευρώ, ενόψει του ότι το τελικό κόστος αποκατάστασης της ζημίας του σκάφους της εναγομένης ανήλθε σε ποσό 59.138.59 ευρώ, σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα εκ μέρους της αποδείξεις, τιμολόγια και προσφορές. Βάσει δε τούτων, η εναγομένη ζητεί την απόρριψη της σε βάρος της ασκηθείσας ως άνω (δεύτερης) αγωγής κατά το μείζον μέρος του αγωγικού αιτήματος και εν τέλει, την καταδίκη της ενάγουσας στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης για την παρούσα δίκη. Κατόπιν τούτων, ενόψει της άρνησης της κρινόμενης αγωγής εκ μέρους της εναγομένης, η ενάγουσα φέρει το βάρος απόδειξής της (άρθρα 261, 262, 335, 338 παρ.1 ΚΠολΔ).

Από την εκτίμηση του συνόλου των νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους μετ’ επικλήσεως εγγράφων, για μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα από την κρίση του Δικαστηρίου για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτοτελώς προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, εφόσον επιτρέπεται το αποδει­κτικό μέσο των μαρτύρων (άρθρα 339, 340 §1 εδ.β΄ και 395 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 393 και 394 ΚΠολΔ), (ΠολΠρΠατρ 222/2017 ΕλλΔνη 2017.1492), συμπεριλαμβανομένων των δικογράφων και της απόφασης από τη μεταξύ των διαδίκων προηγηθείσα δίκη ασφαλιστικών μέτρων (βλ. σχετ. υπ’ αριθ. 549/2015 και 1528/2015 αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), καθώς και έτερων δικαστικών αποφάσεων που προσκομίζονται από τους διαδίκους για να εκτιμηθούν ως νομολογιακά προηγούμενα, ενισχύοντας τους αποδεικτικούς και ανταποδεικτικούς τους ισχυρισμούς, καθώς επίσης και τα συντεταγμένα σε ξένη γλώσσα έγγραφα, ορισμένα εκ των οποίων προσκομίζονται σε αποσπασματική μετάφραση που λαμβάνονται υπόψη ως μη πληρούντα τον νόμο, κατ’ άρθρο 340 ΚΠολΔ στο μέτρο που γίνονται κατανοητά από το Δικαστήριο πέραν της προσκομιζόμενης μετάφρασής τους στην ελληνική γλώσσα (ΑΠ 1344/2007 ΤΝΠ Νόμος), από την προσκομιζόμενη από τους διαδίκους από 19-9-2014 τεχνική έκθεση επιθεώρησης επί του κινδυνεύοντος ιστιοπλοϊκού σκάφους της εναγομένης με το όνομα …, την οποία συνέταξε κατόπιν εντολής της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “… για τη διερεύνηση των συνθηκών που οδήγησαν στην εισροή υδάτων επ’ αυτού τη 16-8-2014 και για την παρακολούθηση των αναγκαίων επισκευών και του κόστους αυτών,  κατόπιν επιθεώρησης, ο     Ι. Μ., της εταιρείας με την επωνυμία “…, από τους προσκομιζόμενους χάρτες της ευρύτερης περιοχής και τα σκαριφήματα πλοίων, από τα προσκομιζόμενα ημερολόγια συμβάντων των πλοίων, από τις προσκομιζόμενες εκ μέρους των διαδίκων φωτογραφίες από το επίδικο πλοίο, οι οποίες αφορούν την υπόθεση, η γνησιότητα των οποίων ουδόλως αμφισβητήθηκε μεταξύ των διαδίκων (ΚΠολΔ 444 παρ.3, 445, 448 παρ.2, 457 παρ.4 – ΑΠ 378/1997 ΕλλΔνη 1997.1789, ΑΠ 1265/1995 ΕλλΔνη 1997.808, ΕφΘεσ 3136/2000 Νόμος, ΕφΑθ 4020/1999 ΑρχΝ 2001.419, ΕφΛαρ 459/1998 ΑρχΝ 1999.369), από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση των Θ. Κ.  Δ.   Α.  Γ. Μ.  Μ.   Ε., που ελήφθη νομότυπα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς Γεωργίας Μπιτσάκου, με επιμέλεια της εναγομένης, ενόψει της εκδίκασης και προς ανταπόδειξη των σε βάρος της ασκηθεισών ως άνω αγωγών, πριν τη συζήτησή τους, κατόπιν της από 29-12-2017 γνωστοποίησης και κλήσης εξέτασης μαρτύρων προς παράσταση στους ενάγοντες των ως άνω κρινόμενων αγωγών, για λογαριασμό των οποίων επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στις 3-1-2018, δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήψη τους, στους πληρεξούσιους δικηγόρους και αντικλήτους αυτών (εναγόντων) Χρήστο Στέφα, κατοίκου Πειραιά, επί της οδού …, και Ειρήνη Σκορδιαλού, κατοίκου Πειραιά, επί της οδού … αντιστοίχως, (βλ. σχετ. άρθρα 94, 96, 97, 142, 143 ΚΠολΔ), με επίδοση στην αρμόδια υπάλληλο για την παραλαβή δικογράφων κατά δήλωσή της Α. Δ. για λογαριασμό του πρώτου και στην αρμόδια υπάλληλο για την παραλαβή δικογράφων κατά δήλωσή της Ε. Γ., στην οποία γνωστοποίηση-κλήση αναφέρεται ο τόπος, η ημέρα και η ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση της κατοικίας των ως άνω μαρτύρων, οπότε πληρούνται οι όροι του παραδεκτού αυτών κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, χωρίς να παρασταθούν οι ενάγοντες (βλ. υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Γ. Κ., αντιστοίχως), από την υπ’αριθ…. ένορκη βεβαίωση των Α.-Γ. Φ.  Δ.   Η., που ελήφθη νομότυπα ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ιωάννας Κανελλοπούλου του Γεωργίου, με επιμέλεια των εναγόντων της πρώτης αγωγής, ενόψει της εκδίκασης και προς απόδειξη της ασκηθείσας ως άνω πρώτης αγωγής, πριν τη συζήτησή της, κατόπιν της από 3-1-2018 γνωστοποίησης και κλήσης εξέτασης μάρτυρα προς παράσταση στην εναγομένη, η οποία επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στις 3-1-2018, δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήψη της, για λογαριασμό της στον αρμόδιο υπάλληλο για την παραλαβή δικογράφων κατά δήλωσή του Γ. Μ., στην οποία γνωστοποίηση-κλήση αναφέρεται ο τόπος, η ημέρα και η ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση της κατοικίας του ως άνω μάρτυρα, οπότε πληρούνται οι όροι του παραδεκτού αυτών κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, χωρίς να παρασταθεί η εναγομένη (βλ. υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς Β. Α. Χ.), καθώς επίσης και από τα όσα συνομολογούν εν γένει οι διάδικοι, όπως διατυπώνονται στα δικόγραφα που κατέθεσαν και προέκυψαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με βάση τα πρακτικά της δίκης, όπως αναφέρονται ειδικότερα και περιοριστικά παρακάτω (άρθρα 261, 352 §1 ΚΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 §4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Στις 16-8-2014, ημέρα Σάββατο, περί ώρα 9:30 με 10:00, ο κυβερνήτης του επαγγελματικού ιστιοφόρου σκάφους, Ε/Γ-Τ/Ρ …, υπό ελληνική σημαία, νηολογίου Πειραιά …, πλάτους 5,15μ., μήκους 17,30μ., βάθους 2,16μ., κοχ 41,20, κκχ 39,08, με προωστήρια μηχανή πετρελαίου εσωτερικής καύσης YANMAR 4LHA STP SN 56216, ιπποδύναμης 190 ΒΗP, κατσκευής από ενισχυμένο πλαστικό, [που ναυπηγήθηκε το έτος 2005, αξίας 220.000 ευρώ, Scongor Dani, Ουγγρικής υπηκοότητας, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Θ. Κ., ο οποίος είχε μεσολαβήσει για τη ναύλωση του σκάφος για χρονικό διάστημα δύο (2) εβδομάδων από τις 9 έως τις 23-8-2014 και του ζήτησε να του αποστείλει εν πλω πετρέλαιο, ώστε να μπορέσει συνεχίσει τον πλου του σκάφους μέχρι τη Μαρίνα Αλίμου, όπου σκόπευε να προμηθευτεί μεγαλύτερη ποσότητα καυσίμων, ενώ τον πληροφόρησε επίσης ότι δεν λειτουργούσε το τιμόνι του σκάφους και ότι από το σημείο αυτού στην πρύμνη εισέρρεαν θαλάσσια ύδατα στο σκάφος, το οποίο βρισκόταν στην περιοχή της νησίδας Αρσίδα στον Σαρωνικό Κόλπο. Ο Θωμάς Κεραμίδας επικοινώνησε τηλεφωνικά στις 10:15 π.μ. με το Ενιαίο Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (Ε.Κ.Σ.Ε.Δ.) του Υ.Ε.Ν. και ανέφερε το πρόβλημα του σκάφους, ενημερώνοντας ότι ο ίδιος έχει ήδη αποστείλει το ιδιόκτητο σκάφος του με το όνομα «ΜΕΛΙΑ», το οποίο υπολόγιζε ότι θα έφθανε σε 1 ½ ώρα στο σκάφος, το οποίο σύμφωνα με το ημερολόγιό του βρισκόταν στις 10:20 σε απόσταση 2,3 ναυτικών μιλίων νοτιοδυτικά της νησίδας Αρσίδας, ότι ανταποκρίθηκε το Ε/Γ-Τ/Ρ πλοίο με το όνομα …», νηολογίου Πειραιά … ΔΔΣ SY 2675, μήκους 41,07μ., πλάτους 7,61μ., κοχ 141, κκχ 42, με δύο εξακύλινδρες προωστήριες μηχανές εσωτερικής καύσης IVECO AIFO 8210SRM36, ιπποδύναμης 720 BHP, κατασκευής με χάλυβα το 1966, ιδιοκτησίας της ενάγουσας εταιρείας της πρώτης αγωγής με την επωνυμία … με πλοίαρχο τον δεύτερο ενάγοντα Ι. Κ.  Γ., και προσέγγισε το κινδυνεύον σκάφος. Επί τόπου προσέγγισε κατόπιν του σήματος και πλωτό σκάφος του Λιμενικού Σώματος με μεγάλη ταχύτητα. Ο κυβερνήτης του κινδυνεύοντος πλοίου … εξέπεμψε στα VHF σήμα κινδύνου για έκτακτη βοήθεια “MAY DAY” κι ενημέρωσε τον Θ. Κ. γι’ αυτό, καθώς επίσης και για το γεγονός ότι από τις 10:47 π.μ.. με βοηθητική λέμβο του καταπλεύσαντος Ε/Γ-Τ/Π πλοίου …» οι οκτώ (8) επιβαίνοντες στο κινδυνεύον σκάφος το εγκατέλειψαν και επιβιβάστηκαν στο προαναφερόμενο, ενώ στο κινδυνεύον παρέμειναν ο κυβερνήτης και ο συγκυβερνήτης του … Ουγγρικής υπηκοότητας, επίσης. Το Ε/Γ-Τ/Π πλοίο« …» περί ώρα 10.55 π.μ. -κινούμενο δε προς την κατεύθυνση που ήταν ήδη προγραμματισμένο να καταπλεύσει και να ολοκληρώσει τον ναύλο του- άρχισε να ρυμουλκεί το πλοίο …, έχοντας προσδέσει ένα σχοινί από την πρύμνη του στην πλώρη αυτού, χωρίς, όμως, να έχει κάνει προηγούμενα κανένα έλεγχο για την εκτίμηση της κατάστασης και χωρίς να έχει προβεί σε άλλη ενέργεια για την αποτροπή ή τη μείωση της εισροής των θαλασσίων υδάτων εντός αυτού. Ο δε κυβερνήτης με τον συγκυβερνήτη που έμειναν πάνω στο πλοίο … προσπαθούσαν να απαντλήσουν και αδειάσουν τα διαρκώς εισρέοντα ύδατα από το σκάφος με τη χρήση πλαστικών δοχείων (κουβάδων), μαζί με τις αντλίες του σκάφους που είχαν θέσει σε λειτουργία. Στις 10:55 π.μ., λίγο μετά την έναρξη της ρυμούλκησης, το πλωτό σκάφος του Λιμενικού Σώματος με αριθμό … έφθασε στο σημείο και επόπτευε τις εργασίες ρυμούλκησης του … από το Ε/Γ-Τ/Π πλοίο …» καθώς και τις εργασίες απάντλησης των θαλασσίων υδάτων από τις αντλίες του … και τις προσπάθειες του πληρώματός του, ως άνω, ενώ στις 11:45 η ώρα της ίδιας ημέρας, 50 λεπτά μετά την έναρξη της ρυμούλκησης, κατέπλευσε στην περιοχή μετά την αποστολή του ως άνω σήματος κινδύνου (MAY DAY) του κυβερνήτη του …, το πλωτό φουσκωτό ταχύπλοο ναυαγοσωστικό σκάφος με το όνομα  …, νηολογίου …, πλοιοκτησίας της ενάγουσας εταιρείας της δεύτερης αγωγής με την επωνυμία ….», από το Λ. Α.ς. Στις 11:47, το πλωτό σκάφος του Λιμενικού Σώματος με αριθμό … διέταξε την επιθεώρηση του ρήγματος του κινδυνεύοντος πλοίου …  από το πλωτό αυτό σκάφος, διακόπτοντας τη ρυμούλκησή του από το Ε/Γ-Τ/Π πλοίο …», καθώς, εάν συνεχιζόταν κατά τον τρόπο αυτόν χωρίς την αποκατάσταση του ρήγματος αυτού, τη διακοπή εισροής των θαλασσίων υδάτων, τη στεγανοποίηση του ρήγματος από την πτώση του πηδαλίου και την απάντληση της ήδη μεγάλης ποσότητας αυτών στο σκάφος, αυτό θα βυθιζόταν στη διάρκεια της ρυμούλκησής του μέχρι να φθάσει στην πλησιέστερη ακτή σε ασφαλές σημείο για το ρυμουλκούμενο σκάφος. Σύμφωνα με μαρτυρίες των επιβαινόντων του σκάφους …, σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, το σκάφος … βρέθηκε σε ημιπλεύσιμη κατάσταση, έτοιμο να βυθιστεί με άμεση την ανάγκη περιορισμού-εξάλειψης της εισροής των υδάτων, αλλά και απάντλησης της ποσότητας των θαλασσίων υδάτων, που είχε ήδη κατακλύσει το μηχανοστάσιο και τους χώρους ενδιαίτησης. Μόλις περί ώρα 12:30 μ.μ. και έπειτα από τη σχετική εντολή των μελών του πληρώματος του Λιμενικού Σκάφους 605, παρευρισκόμενου καθ’ όλη τη διάρκεια της ρυμούλκησης, επετράπη από τον κυβερνήτη του …» -που επέμενε στη συνέχιση της ρυμούλκησης του- η άνοδος στο … των επαγγελματιών ναυαγιαιρετών του …, ώστε να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, καθώς η εισροή υδάτων στο σκάφος ήταν συνεχόμενη. Εν συνεχεία, το πλήρωμα του ως άνω πλωτού ναυαγοσωστικού σκάφους …, αφού ενημέρωσε το σκάφος του Λιμενικού Σώματος, προέβη, με το καταδυτικό του συνεργείο, σε τοποθέτηση επιθεμάτων (σεντονιών από τις καμπίνες του …) και ξύλινων σφηνών (δικής τους προμήθειας) τοπικά στον ελαττωματικό (από την πτώση του πηδαλίου) στεγανοποιητικό μηχανισμό του πηδαλίου, τόσο από τον χώρο εσωτερικά του σκάφους, αλλά και εξωτερικά (έπειτα από κατάδυση), κατάφερε να περιορίσει σε μεγάλο βαθμό την εισροή των υδάτων στο ρήγμα του σκάφους …, ενώ γινόταν συνεχής απάντληση αυτών με χρήση μια φορητής πετρελαιοκίνητης αντλίας (παροχής 60 κυβικά μέτρα ανά ώρα) προμήθειας του συνεργείου του σκάφους …, με τη βοήθεια και των κυβερνήτη και συγκυβερνήτη που επέβαιναν στο πλοίο … καθώς και του Στέφανου Κρίνσκι, μέλους του πληρώματος του καταπλεύσαντος σκάφους «ΜΕΛΙΑ», που στο μεταξύ είχε επιβιβαστεί σ’ αυτό μετά από σχετική άδεια του πλωτού σκάφους με αριθμό …, με αποτέλεσμα το … σταδιακά να επανέλθει σε πλεύσιμη κατάσταση. Ακολούθως, περί ώρα 12.45 μ.μ. συνεχίστηκε η ρυμούλκηση  του σκάφους … από το Ε/Γ-Τ/Π πλοίο …» προς τον όρμο της Βουλιαγμένης, όπου και έφτασαν περί ώρα 13:30 μ.μ. και αγκυροβόλησαν ασφαλώς, για να αποβιβάσει το ρυμουλκό σκάφος εκεί τους επιβάτες του. Κατά τη διάρκεια της αγκυροβολίας αυτής, το καταδυτικό συνεργείο του σκάφους … σταθεροποίησε το πηδάλιο (ελεύθερο μέχρι εκείνη τη στιγμή/κρεμάμενο), με αποτέλεσμα να σταματήσει πλήρως η εισροή υδάτων. Έπειτα από έλεγχο 20 λεπτών από το καταδυτικό συνεργείο του σκάφους …, αφού εξασφαλίστηκε η στεγανότητα του μηχανισμού του πηδαλίου και σταμάτησε πλήρως η εισροή των θαλασσίων υδάτων, οπότε κατέστη ασφαλής η συνέχιση της ρυμούλκησής του προς τη Μαρίνα Αλίμου, το ναυαγοσωστικό σκάφος … επέστρεψε στη βάση του στο Λ. Α.ς, έχοντας επιτύχει πλήρως ωφέλιμο αποτέλεσμα με τις υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής που παρείχε στο ως άνω κινδυνεύον σκάφος. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά που γίνεται στο έντυπο σήμα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Λαυρίου, το οποίο μεταξύ άλλων αναφέρει: «…λόγω της συνεχόμενης εισροής υδάτων από τον μηχανισμό του πηδαλίου συνέδραμε το σκάφος … Τ.Λ. 462 με την παροχή δύτη και την παροχή πετρελαιοκίνητης αντλίας απάντλησης υδάτων. Αφού ο δύτης αποκατέστησε τη βλάβη και με τη συνεχή λειτουργία της πετρελαιοκίνητης αντλίας επί του σκάφους … η ρυμούλκηση ξανάρχισε…». Το ως άνω πλωτό ναυαγοσωστικό σκάφος … πρότεινε τη ρυμούλκηση του σκάφους … μέχρι τη Μαρίνα Αλίμου, την οποία όμως η εναγομένη πλοιοκτήτρια αυτού εταιρεία εν τέλει δεν αποδέχθηκε για οικονομικούς λόγους, συνεχίστηκε δε αυτή από το ίδιο σκάφος …»,καθώς ο πλοίαρχός του επέμεινε. Παρά ταύτα, το πλωτό ναυαγοσωστικό σκάφος … άφησε σε λειτουργία πάνω στο κινδυνεύον σκάφος την ως άνω πετρελαιοκίνητη αντλία παροχής 60 κ.μ./ώρα για την περίπτωση τυχόν νέας εισροής υδάτων μέχρι τη Μαρίνα Αλίμου. Έτσι το Ε/Γ-Τ/Π πλοίο …» και ο πλοίαρχος αυτού δεν απέσυραν το ρυμούλκιο σχοινί από το σκάφος …, περί ώρα 16:55 μ.μ. αφού είχαν αποβιβαστεί στη Βουλιαγμένη όλοι οι επιβάτες του …» (τελικός προορισμός τους) και του …, συνεχίστηκε με μόνο τους δυο κυβερνήτες του … πάνω σε αυτό η ρυμούλκησή του προς τη Μαρίνα Αλίμου, έξω από το λιμάνι της οποίας αγκυροβόλησαν και παρέδωσαν το … σε πλωτή λέμβο της ίδιας Μαρίνας περί ώρα 20:20 μ.μ., η οποία το ρυμούλκησε -με υποβοήθηση και από το βοηθητικό σκάφος του …»- μέσα στη Μαρίνα σε προβλήτα, όπου είχε ήδη σπεύσει γερανός, ο οποίος προέβη στην ανέλκυση του στον χερσαίο χώρο της Μαρίνας για την επιθεώρησή του από τον νηογνώμονα και την επιδιόρθωση της βλάβης για λόγους ασφαλείας. Περί ώρα 21:30 μ.μ., το σκάφος με βοήθεια γερανού δεξαμενίστηκε στο χερσαίο χώρο της Μαρίνας Αλίμου. Είχε δε υποστεί ζημιές από εισροή υδάτων, η οποία προκλήθηκε από την εξάρμωση του άξονα του πηδαλίου από τη θέση στερέωσής του στο κατάστρωμα, με αποτέλεσμα κατά την πτώση του προς τη θάλασσα να προκαλέσει τη θραύση της κυλινδρικής προέκτασης της βάσης του πηδαλίου, καθώς και την εξάρμωση/βλάβη στον στεγανοποιητικό μηχανισμό του πηδαλίου και στο ρουλεμάν περιστροφής του, τα οποία ήταν προσαρμοσμένα στη βάση στήριξης αυτού στη γάστρα. Από την εισροή υδάτων καταστράφηκε η μηχανή πρόωσης του σκάφους, όλα τα ηλεκτρικά μηχανήματα, που ήταν τοποθετημένα κάτω από τα δάπεδα (πανιόλα), το σύστημα κλιματισμού, μέρη του ηλεκτρικού δικτύου, καθώς και μέρη της επιπλοποιίας τα οποία εμβαπτίστηκαν στο θαλάσσιο νερό. Από την εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων που καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα πρακτικά της δίκης, των ενόρκων βεβαιώσεων που προσκομίζουν οι διάδικοι και των αποδεικτικών εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι η διαδικασία της απλής ρυμούλκησης στην οποία προέβη το σκάφος …» της ενάγουσας της πρώτης ως άνω αγωγής, εταιρείας με την επωνυμία … με πλοίαρχο τον δεύτερο ενάγοντα Ι. Κ.  Γ., δεν μπορεί εν προκειμένω να εξομοιωθεί με επιχείρηση θαλάσσιας αρωγής, καθόσον αφενός μεν, είναι εμφανές ότι δεν οδήγησε από μόνη της σε ορισμένο σωστικό και ωφέλιμο αποτέλεσμα για το κινδυνεύον σκάφος …, της εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «… αλλά χρειάστηκε οπωσδήποτε η σωστική παρέμβαση του πλωτού ναυαγοσωστικού σκάφους … της ενάγουσας εταιρείας της δεύτερης ως άνω αγωγής με την επωνυμία … η οποία παρείχε τόσο το καταδυτικό της συνεργείο, όσο και τον διασωστικό εξοπλισμό της για την πρόοδο και ολοκλήρωση της διαδικασίας αρωγής και διάσωσης του κινδυνεύοντος σκάφους, και πιο συγκεκριμένα, μέλη του εξειδικευμένου πληρώματός του σκάφους αυτού, που είχε ακριβώς σωστικό χαρακτήρα, προορισμό και αντικείμενο επιχειρείν, καταδύθηκαν και με τη χρήση σεντονιών που τοποθέτησαν στην οπή/ρήγμα που είχε προκληθεί από την πτώση και απώλεια του πηδαλίου πλοήγησης του κινδυνεύοντος σκάφους αυτού, αρχικά μειώνοντας σημαντικά και εν συνεχεία σταματώντας πλήρως την εισροή θαλασσίων υδάτων εντός του σκάφους, το οποίο αποτελούσε και το μείζον πρόβλημα και τον ενεργό κίνδυνο για την επικείμενη καταβύθισή του εντός ολίγου χρόνου, γεγονός που διέβλεπαν τόσο οι κυβερνήτες του και τα μέλη του πληρώματός του και οι πλοιοκτήτες του, καθώς επίσης, και το πλήρωμα του σκάφους … του Λιμενικού Σώματος, που έσπευσε και παρακολουθούσε η διαδικασία αρωγής και διάσωσης μετά την εκπομπή σήματος κινδύνου εκ μέρους των κυβερνόντων αυτό (…) και με δική τους διαταγή σταμάτησε η ρυμούλκησή του, μάλιστα, προκειμένου να επέμβει το ειδικό ναυαγοσωστικό σκάφος … με το εξειδικευμένο σε ζητήματα επιθαλάσσιας αρωγής πλήρωμα και εξοπλισμό του, ώστε να διενεργηθεί η ως άνω διαδικασία εντοπισμού του προβλήματος-κινδύνου και στεγανοποίησης του σκάφους με τη διακοπή εισροής θαλασσίων υδάτων, που ήδη είχαν προκαλέσει σημαντική βύθισή του και ο κίνδυνος για την πλήρη καταβύθισή του ήταν πολύ σοβαρός και επικείμενος, ιδίως δε εάν συνεχιζόταν η ρυμούλκησή του χωρίς την πρόκληση εν των μεταξύ της στεγανοποίησής του, κατά προδιαλαμβανόμενα. Αφετέρου δε, αυτή καθεαυτή η πράξη της ρυμούλκησής του από το σκάφος …» ουδόλως πράξη αρωγής συνιστούσε και ουδέν ωφέλιμο αποτέλεσμα είχε για τη διάσωση του κινδυνεύοντος σκάφους, καθόσον ο συγκεκριμένο σκάφος όχι μόνο δεν προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης ότι διέθεσε εξοπλισμό ή και πλήρωμα για την αποκατάσταση του κυρίου προβλήματος του βυθιζόμενου εν κινδύνω σκάφους της εναγομένης, ως άνω, αλλά πολύ περισσότερο, προέκυψε ότι η ενέργειά του για τη ρυμούλκηση του σκάφους … δεν ήταν η πλέον ενδεδειγμένη για την παροχή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής και διάσωσης του εν λόγω σκάφους, δεδομένου ότι αυτό με μόνη τη διαδικασία ρυμούλκησής του δεν έπαψε να βυθίζεται, αλλά αντιθέτως, συνεχιζόταν, εάν δεν επιδεινωνόταν κιόλας η διαδικασία καταβύθισής του με τη διαρκή και ακατάπαυστη εισροή ανεξέλεγκτων θαλασσίων υδάτων εντός του σκάφου από την οπή/ρήγμα που είχε προκληθεί από την απώλεια του πηδαλίου του, καθόσον ουδόλως είχε αντιμετωπιστεί αυτό που αποτελούσε τον πλέον σοβαρό κίνδυνο που απειλούσε τη διάσωση του εν λόγω σκάφους μέχρι την κατάπλευση του εξειδικευμένου ναυαγοσωστικού σκάφους «ΣΗ ΣΟ 5» στο σημείο. Μάλιστα, με τη ρυμούλκηση αυτή, χωρίς τη απόφραξη του εν λόγω ρήγματος για τη στεγανοποίηση του σκάφους και παράλληλα την απάντληση των εισερχόμενων θαλασσίων υδάτων εντός αυτού, σύμφωνα με την τεχνική έκθεση του ναυπηγού μηχανολόγου μηχανικού-πραγματογνώμονα Ι.Μ. προκύπτει ότι ο κίνδυνος καταβύθισης διατηρούταν ίσως και επαυξανόταν, αφού η ρυμούλκηση από μόνη της δεν ευνοούσε τη διακοπή εισροής υδάτων στο σκάφος. Η ρυμούλκηση αυτή θα μπορούσε να συνδράμει τη διαδικασία διάσωσης μόνο εάν συνδυαζόταν με την ενέργεια εντοπισμού του προβλήματος, της οπής εισόδου υδάτων εντός του σκάφους και της στεγανοποίησης αυτής σε συνδυασμό με τη σταθεροποίηση του πηδαλίου και την απάντληση των ήδη εισελθόντων θαλασσίων υδάτων στο σκάφος, που είχε αρχίσει ήδη σταδιακά και επικίνδυνα να καταβυθίζεται. Πλην όμως, το ρυμουλκό σκάφος και το πλήρωμα αυτού ουδόλως ασχολήθηκαν με τη στεγανοποίηση του σκάφους και με την απάντληση των θαλασσίων υδάτων παρά μόνο με τη ρυμούλκησή του, ενέργεια που από μόνη της ουδόλως ωφέλιμη ήταν για τη διάσωση του κινδυνεύοντος σκάφους. Τις κρίσιμες σωστικές ενέργειες που προαναφέρθηκαν εκτέλεσε το ναυαγοσωστικό σκάφος … με το εξειδικευμένο πλήρωμα και το καταδυτικό συνεργείο του, ώστε γι’ αυτές πρέπει να γίνεται βάσιμα λόγος για παροχή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής και μόνον, δεδομένου ότι τη ρυμούλκησή του προς ασφαλή λιμένα θα μπορούσε να πραγματοποιήσει και το ναυαγοσωστικό αυτό σκάφος, αφού ολοκληρωνόταν η διαδικασία στεγανοποίησης και απάντλησης των θαλασσίων υδάτων από το κινδυνεύον σκάφος. Αντιθέτως, η απλή ρυμούλκησή του δεν συνιστά από μόνη της εν προκειμένω πράξη αρωγής για το κινδυνεύον σκάφος, πλην όμως σε συνδυασμό με τις κρίσιμες διασωστικές ενέργειες  της στεγανοποίησης και της απάντλησης θαλασσίων υδάτων από αυτό, που συνέδραμαν προδήλως προς τη διαδικασία ολοκλήρωσης της αρωγής και διάσωσής του, επιφέροντας ωφέλιμο αποτέλεσμα, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτέλεσε ενέργεια αρωγής συμπληρωματικά και παρακολουθηματικά προς τις ως άνω. Σημειωτέον ότι το ίδιο σκάφος …» αποβίβασε με μικρότερο σκάφος του και επιβίβασε στο ίδιο με ασφάλεια τους οκτώ (8) επιβαίνοντες και τις αποσκευές τους από το κινδυνεύον σκάφος, γεγονός που συνεκτιμάται με την απλή ρυμούλκησή του στη διαδικασία διάσωσής του, παρότι δεν προκύπτει ότι οι επιβαίνοντες, οι οποίοι οπωσδήποτε ανησύχησαν, τελούσαν σε κατάσταση πραγματικού κινδύνου στο χρονικό αυτό σημείο, ενώ ουδόλως κρίνεται πέραν των προσώπων αυτών ότι το εν λόγω ρυμουλκό σκάφος συνέδραμε ως αρωγός στο διαδικασία διάσωσης και αρωγής του κινδυνεύοντος σκάφους, το οποίο είναι το πλέον κρίσιμο σε ανάλογες περιπτώσεις για να γίνεται λόγος για συνδρομή με παροχή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής σε πλοίο που κινδυνεύει στη θάλασσα. Επισημαίνεται δε, άλλωστε, ότι σύμφωνα και με την τεχνική έκθεση επιθεώρησης του προαναφερόμενου εμπειρογνώμονα ότι η αποβίβαση των οκτώ (8) επιβαινόντων και των αποσκευών τους από το κινδυνεύον σκάφος στο σκάφος …» (συνολικά 700-800 κιλά μετατόπιση) δεν εκτιμάται ότι συνέδραμε ιδιαίτερα αιτιωδώς στην αποτροπή της καταβύθισής του, δοθέντος ότι η ανύψωση του (αύξηση του ύψους των εξάλλων) του … καθαρού βάρους 21 τόνων) ήταν μόλις λίγα εκατοστά, η οποία είναι αμελητέα για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν, καθώς η εισροή υδάτων ως κύρια αιτία βύθισής του ήταν συνεχής και δεν επηρεάστηκε από την «ελάφρυνση» αυτή, καθότι η συνδρομή για την αποτροπή καταβύθισής του απαιτούσε τη διακοπή της εισροής θαλασσίων υδάτων στο σκάφος και η στεγανοποίησή του με την απάντληση και των ήδη εισερχόμενων εντός αυτού θαλασσίων υδάτων, στα οποία ουδόλως προσέτρεξε να συνδράμει το σκάφος …» και το πλήρωμα αυτού, τα οποία δεν φαίνεται να διέθεταν ούτε την προσήκουσα εμπειρία και εξειδίκευση στο αντικείμενο αυτό ούτε τον κατάλληλο εξοπλισμό ούτε και έδειξαν διάθεση και γνώση να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα και την αιτία του κινδύνου που διέτρεχε το σκάφος … στη ρίζα του. Τα όποια σωστικά μέσα τυχόν διέθετε το σκάφος …» ουδέποτε τέθηκαν στην υπηρεσία της αρωγής του κινδυνεύντος σκάφους και ενώ υπήρχε σοβαρό πρόβλημα λόγω του άμεσου και ενεργού κινδύνου καταβύθισής του από την εισροή θαλασσίων υδάτων εντός αυτού, το οποίο αντιμετώπιζε μόνο του το ναυαγοσωστικό σκάφος … υπό την εποπτεία του λιμενικού σκάφους …, χωρίς συνδρομή σε τεχνικά μέσα, εξοπλισμό ή σε προσωπικό από το ρυμουλκό σκάφος, το οποίο περιορίστηκε μόνο ση ρυμούλκησή του, η οποία όμως από μόνη της δεν αποτελούσε εν προκειμένω μία διασωστική υπηρεσία παροχής αρωγής προς το κινδυνεύον σκάφος. Σύμφωνα με τον ίδιο ως άνω μάρτυρα-πραγματογνώμονα, ο οποίος εκθέτει στην προσκομιζόμενη τεχνική έκθεση επιθεώρηση του σκάφους και καταθέτει μετά λόγους γνώσης και από ιδία αντίληψη με βάση την επιστημονική και πρακτική του εμπειρία, η ρυμούλκηση δεν ήταν η ενδεδειγμένη ωφέλιμη ενέργεια αρωγής προς το σκάφος που κινδύνευε να βυθιστεί λόγω της εισροής μεγάλου όγκου θαλασσίου ύδατος εντός αυτού, το δε ωφέλιμο αποτέλεσμα της διάσωσης του σκάφους, όπως προαναφέρθηκε, δεν συνδέεται αιτιωδώς με την ενέργεια της ρυμούλκησής του, τουλάχιστον χωρίς την πραγματικά ωφέλιμη παρέμβαση και παροχή υπηρεσιών αρωγής κατά τα προδιαλαμβανόμενα από το εξειδικευμένο σκάφος … με τον ανάλογο εξοπλισμό και το έμπειρο πλήρωμά του. Άλλωστε, οι ενάγοντες της πρώτης ως άνω αγωγής όφειλαν να αποδείξουν το ωφέλιμο αποτέλεσμα αιτιωδώς από τις επικαλούμενες ως διασωστικές ενέργειές τους για το κινδυνεύον σκάφος, χωρίς αν ανταποκριθούν στο σχετικό βάρος απόδειξης (άρθρο 338 παρ.1 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, ουδείς σαφής λόγος γίνεται στην (πρώτη) αγωγή τους για τις επιμέρους ενέργειες που μετήλθαν αναφορικά με τις υπηρεσίες, που ήταν αναγκαίες εν προκειμένω για την αρωγή και τη διάσωση του επιδίκου σκάφους από τον κίνδυνο που άμεσα το απειλούσε,  ήτοι την απάντληση των ήδη συσσωρευμένων στο εσωτερικό του ποσοτήτων θαλασσίων υδάτων, τη στεγανοποίηση των ανοιγμάτων στον πυθμένα του σκάφους και εν συνεχεία την ανέλκυσή του στην ξηρά, πράξεις και ενέργειες, που τελικά διενεργήθηκαν επιτυχώς και με ωφέλιμο αποτέλεσμα μετά την παρέμβαση του ως άνω πλωτού σκάφους του Λιμενικού Σώματος με αριθμό …, το οποίο διέταξε την επιθεώρηση του ρήγματος  του κινδυνεύοντος σκάφους από το πλωτό ναυαγοσωστικό σκάφος “… ….”, ιδιοκτησίας της ενάγουσας της δεύτερης ως άνω αγωγής, μετά από διακοπή της ρυμούλκησής του από  το Ε/Γ-Τ/Π πλοίο της ενάγουσας της πρώτης ως άνω αγωγής …», καθώς, εάν συνεχιζόταν η ρυμούλκηση χωρίς την αποκατάσταση του ρήγματος, τη διακοπή εισροής των θαλασσίων υδάτων και την απάντληση της ήδη μεγάλης ποσότητας αυτών στο σκάφος, τούτο κατά πάσα πιθανότητα θα βυθιζόταν στη διάρκεια της ρυμούλκησής του μέχρι να φτάσει και ελλιμενιστεί στην πλησιέστερη ακτή σε ασφαλές σημείο, γεγονός που προκύπτει ότι έλαβε χώρα 43 λεπτά αργότερα, με βάση τα προσκομιζόμενα στοιχεία από το ημερολόγιο πλοίου, το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους (ΚΠολΔ 261, 352). Αντιθέτως, όπως προέκυψε από την προσκομιζόμενη τεχνική έκθεση επιθεώρησης του σκάφους, που συντάχθηκε υπό του Ιωάννη Μπαλαούρα, ναυπηγού μηχανολόγου μηχανικού-πραγματογνώμονα της ασφαλιστικής εταιρείας του σκάφους, το πλοίο …» δεν προσέφερε υπηρεσίες ναυαγιαιρεσίας, αλλά μόνο, αυτές της απλής ρυμούλκησης και της αποβίβασης από το πλοίο … και της επιβίβασης σε αυτό των ως άνω οκτώ (8) επιβατών, δεν προσέφερε καμία ουσιαστική αρωγή, όσον αφορά τη διάσωση του πλοίου …, δεν χρησιμοποίησε κάποιο από τα αποδεδειγμένα αναγκαία για τη διάσωση του βυθιζόμενου σκάφους σωστικά μέσα, που πιθανόν να διέθετε για τη βελτίωση της πλευστότητας του κινδυνεύοντος πλοίου (π.χ. φορητές αντλίες για την απάντληση υδάτων, τσιμέντο ταχείας πήξεως στη περιοχή του ρήγματος, πλήρωμα με δίπλωμα δύτη κλπ.), παρά μόνο πραγματοποίησε μια απλή ρυμούλκηση από την περιοχή της νήσου Αρσίδας προς τον Όρμο Βουλιαγμένης, που ήταν και ο τελικός προορισμός του ναύλου του και μετέπειτα στη Μαρίνα Αλίμου. Σημειωτέον δε, δεν προέκυψε ότι οι καιρικές συνθήκες ήταν τόσο δυσμενείς, καθώς σύμφωνα με επίσημο πιστοποιητικό από την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία στην περιοχή μεταξύ νήσου Φλεβών και Αρσίδας, τη 16η-8-2014 και από ώρα 08:00 π.μ. έως ώρα 12:00μ.μ. έπνεαν άνεμοι αρχικά από βόρειες διευθύνσεις σχεδόν μέτριοι (4) με ριπές έως μέτριους (5) που στράφηκαν σε νότιους σχεδόν μέτριους (4), με ριπές έως μέτριους (5), ώστε το σκάφος να διατρέχει άμεσο κίνδυνο μετατόπισης και προσάραξης, προκειμένου να δικαιολογείται η άμεση ρυμούλκησή του σε ένα πιο ασφαλές σημείο, ενώ και η κατεύθυνση των ανέμων δεν αύξανε το ρίσκο προσάραξης του ακυβέρνητου σκάφους σε αβαθή νερά, καθώς η πιο κοντινή στεριά βρισκόταν σε απόσταση περίπου 3 ναυτικά μίλια στα ανατολικά (νήσος Αρσίδα), άλλωστε, η επιλογή της αγκυροβολίας ήταν διαθέσιμη σε περίπτωση απότομης επιδείνωσης των καιρικών συνθηκών, ακόμα και στην περίπτωση της μετατόπισής του προς αβαθή ύδατα, καθώς θα μπορούσε να ποντίσει την άγκυρά του πριν κινδυνεύσει άμεσα με προσάραξη. Αντιθέτως, το σκάφος διέτρεχε άμεσο κίνδυνο βύθισης με άμεση ανάγκη περιορισμού και εξάλειψης εν τέλει της εισροής των υδάτων και απάντλησης της ποσότητας νερού από τους κατακλυσμένους χώρους, καθώς όσο περνούσε η ώρα, το βύθισμά του μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Θα είχε δε βυθιστεί αν συνεχιζόταν απλά και μόνο η συγκεκριμένη ρυμούλκηση, χωρίς να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες για την αποκατάσταση της πλευστότητάς του, καθώς το πλοίο …», το οποίο δεν ήταν ένα εξειδικευμένο ναυαγοσωστικό αλλά τουριστικό σκάφος, δεν μπορούσε να προσφέρει ουσιαστική και λυσιτελή βοήθεια αρωγής προς την κατεύθυνση αυτή, πλην της απλής ρυμούλκησής του, η οποία όμως ως ενέργεια δεν ήταν η πλέον πρόσφορη και δη από μόνη της για να αποτρέψει τη βύθιση του πλοίου και να λειτουργήσει προς τον σκοπό αρωγής και διάσωσής του, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα. Επιπλέον δε, τη στιγμή που ο κυβερνήτης του εξέπεμψε το σήμα κινδύνου, η δεξαμενή του σκάφους είχε περί τα 10 λίτρα βενζίνης κινήσεως της μηχανής, ένα σφραγισμένο δοχείο λαδιού 4 λίτρων, συν την ποσότητα λαδιού μέσα στη μηχανή που δεν ξεπερνούσε τα 5-6 λίτρα. Συνεπώς, ακόμη και σε περίπτωση ολικής απώλειας του σκάφους και ελευθέρωσης των ανωτέρω ποσοτήτων πετρελαίου και λαδιού, η πιθανή ρύπανση θα ήταν ευλόγως περιορισμένη, γεγονός απευκταίο σε κάθε περίπτωση, αν ληφθεί υπόψη ότι ρύπανση δεν προέρχεται μόνο από τη διαρροή πετρελαίων και λαδιών στη θάλασσα αλλά και από τη βύθιση του ιδίου του σκάφους που φέρει τοξικά μέρη και χημικές ουσίες ακατάλληλες, επιβαρυντικές και εν γένει ρυπογόνες για το θαλάσσιο περιβάλλον, χωρίς να παραγνωρίζεται και το σοβαρό ενδεχόμενο ότι η πλοιοκτήτρια θα έπρεπε πάντως να υποστεί το σχετικό πρόστιμο. Η ρυμούλκηση του … από το …» θα μπορούσε να «βοηθήσει» μόνο σε περίπτωση που θα έπρεπε να μετατοπιστεί άμεσα το κινδυνεύον σκάφος σε κάποια περιοχή με μικρό βάθος θάλασσας, ώστε να «ακουμπήσει» η γάστρα του και να αποφευχθεί έτσι η επερχόμενη βύθιση, καθώς η εισροή θαλασσίων υδάτων ήταν συνεχής, πλην όμως, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο στην προκείμενη περίπτωση, καθώς το βύθισμα του …» είναι το διπλάσιο συγκριτικά με αυτό του … και θα προσάραζε πρώτο. Παρόλα ταύτα, ξεκίνησε τη ρυμούλκησή του προς τον Όρμο Βουλιαγμένης, με συνεχόμενη εισροή των θαλασσίων υδάτων, καθόλη τη διάρκεια της οποίας δεν είχε γίνει τίποτα ουσιαστικό ούτε για την αντιμετώπιση της εισροής (η ελάφρυνση από την αποβίβαση των επιβατών ήταν ελάχιστη) ούτε για την απάντλησή τους, πλην της χρήσης κουβάδων από τους δυο κυβερνήτες του κινδυνεύοντος σκάφους. Όπως αποδεικνύεται από τα επίσημα έγγραφα, η κατάσταση του σκάφους σταθεροποιήθηκε, μόνο μετά την άνοδο σε αυτό των επαγγελματιών ναυαγιαιρετών από το πλήρωμα του σκάφους …, οι οποίοι περιόρισαν και σχεδόν εξάλειψαν την εισροή των θαλασσίων υδάτων, ενώ με την χρήση της φορητής πετρελαιοκίνητης αντλίας που έφεραν, έγινε απάντληση αυτών που είχαν κατακλύσει το μηχανοστάσιο και τους χώρους ενδιαίτησης. Έτσι οι προπεριγραφείσες ενέργειες του τουριστικού σκάφους …» δεν επέφεραν κάποιο ωφέλιμο, για το κινδυνεύον σκάφος, αποτέλεσμα, πλην της απλής ρυμούλκησης, από το σημείο όπου συνέβη το ατύχημα έως τον Όρμο της Βουλιαγμένης και στη συνέχεια στη Μαρίνα Αλίμου. Στην κατάσταση που τελούσε το κινδυνεύον σκάφος δεν διέτρεχε άμεσο κίνδυνο έκπτωσής του στην ακτή, ή σε ξέρες ή σε αβαθή ύδατα. αλλά κίνδυνο ολοσχερούς κατάκλυσής του με θαλάσσια ύδατα, μέσω των ανοιγμάτων στη γάστρα του, με αποτέλεσμα την καθολική βύθισή του, καθώς με την παρέλευση της ώρας το βύθισμά του μεγάλωνε όλο και αυξανόταν. Οι υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής, που ήταν αναγκαίες για τη λύτρωσή του από τον κίνδυνο που άμεσα το απειλούσε, ήταν η απάντληση των ήδη συσσωρευμένων στο εσωτερικό του ποσοτήτων θαλασσίων υδάτων, η στεγανοποίηση των ανοιγμάτων στον πυθμένα του για την αποκατάσταση της πλευστότητάς του και εν συνεχεία η ανέλκυσή του στην ξηρά. Για την απάντληση των ήδη συσσωρευμένων θαλασσίων υδάτων ήταν αναγκαία η χρήση ισχυρών φορητών απαντλητικών εξαρτημάτων, για τη στεγανοποίηση του ρήγματος ήταν αναγκαία η εκτέλεση υποβρύχιας επιχείρησης με τη χρήση στεγανοποιητικών υλικών, ενώ για την ανέλκυσή του στην ξηρά ήταν αναγκαία η μεταφορά του σε τόπο όπου διέθετε τις απαραίτητες, για τέτοιες εργασίες, εγκαταστάσεις, μέσα και υποδομές. Ο πλησιέστερος τόπος, που διέθετε τα κατάλληλα μέσα για την ανέλκυση του σκάφους στην ξηρά βρισκόταν στη Μαρίνα Αλίμου, σε απόσταση περίπου 18 ν.μ. από τον τόπο του συμβάντος, όπου και εν τέλει ρυμουλκήθηκε το σκάφος της εναγομένης από το σκάφος …», αφού προηγουμένως είχε διασωθεί με τις κατάλληλες και έγκαιρες, ήτοι ωφέλιμες ενέργειες και υπηρεσίες αρωγής που του παρείχε το ναυαγοσωστικό σκάφος …, με τον προσήκοντα τεχνικό εξοπλισμό και το εξειδικευμένο συνεργείο του, κατά τα προδιαλαμβανόμενα. Επομένως, το αξιούμενο ποσό εκ μέρους των εναγόντων της πρώτης αγωγής, ως αμοιβή επιθαλάσσιας αρωγής, ύψους 125.000 ευρώ, δεν συνάδει προς το είδος, την ποιότητα και την έκταση των σωστικών υπηρεσιών που επικαλείται ότι παρείχε σε σύγκριση με αυτές που πράγματι παρασχέθηκαν από το αρωγό σκάφος … και οδήγησαν αιτιωδώς στην αποτροπή του κινδύνου που απειλούσε το επίδικο σκάφος …, καθότι και μετά την προσφερθείσα ρυμούλκηση από το προαναφερθέν πλοίο της ενάγουσας της πρώτης ως άνω αγωγής, το σκάφος της εναγομένης συνέχισε να τελεί σε κίνδυνο, τον οποίο τελικά απέτρεψαν άλλοι διασώστες και δη το πλοίο της ενάγουσας της δεύτερης ως άνω αγωγής με τον εξοπλισμό και το πλήρωμά του. Συνακόλουθα, ενόψει και της άρνησης της συμβολής στη διάσωση του πλοίου της εκ μέρους της εναγομένης, που ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες (πλοιοκτήτρια και πλοίαρχος) της πρώτης ως άνω αγωγής παρείχαν με το σκάφος …» μόνο υπηρεσίες απλής ρυμούλκησης και όχι αρωγής, δεν αποδείχθηκε εκ μέρους τους, καίτοι έφεραν στο σχετικό βάρος απόδειξης, ότι οι υπηρεσίες τους αποτελούν αρωγή προς το κινδυνεύον σκάφος …, αλλά μόνο απλή ρυμούλκηση αυτού που δεν συνδέεται αμέσως με το ωφέλιμο αποτέλεσμα, αλλά μόνο συμπληρωματικά-επικουρικά προς τις ωφέλιμες και επιτυχείς ατ’ αποτέλεσμα υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής που πράγματι παρείχε σε αυτό η ενάγουσα-πλοιοκτήτρια της δεύτερης ως άνω αγωγής με το σκάφος … (άρθρο 247 παρ.1 ΚΙΝΔ), χωρίς τη συνδρομή των οποίων δεν θα ηδύνατο το σκάφος της εναγομένης με ίδια μέσα και αυτοδύναμα –ούτε και με τη συνδρομή του σκάφους των εναγόντων της πρώτης αγωγής- να διασωθεί, γεγονός που ρητώς συνομολογείται εκ μέρους της εναγομένης και αποδείχθηκε ως βάσιμο, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, από την εκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού της υπόθεσης (ΜονΠρΠειρ 356/2019 ΤΝΠ Νόμος). Πρόκειται δηλαδή για ρυμούλκηση, που όπως αποδείχθηκε ανωτέρω, δεν αποτελούσε πράξη επιθαλάσσιας αρωγής, εν προκειμένω, καθόσον δεν συνδέεται αιτιωδώς ούτε με ωφέλιμη συνδρομή ούτε με ωφέλιμο αποτέλεσμα προς το κινδυνεύον σκάφος, διότι δεν αποτελούσε παροχή υπηρεσιών αρωγής εκ μέρους του ρυμουλκού σκάφους προς μείωση ή εξάλειψη της κατάστασης ενεργού, άμεσου και πραγματικού κινδύνου, στην οποία τελούσε το εν λόγω ρυμουλκούμενο σκάφος …, και η οποία αφορούσε το γεγονός ότι κινδύνευε να καταβυθιστεί λόγω της ανεξέλεγκτης και συνεχούς εισροής θαλασσίων υδάτων στο εσωτερικού του από την οπή-ρήγμα που είχε προκληθεί λόγω της πτώσης και απώλειας του πηδαλίου πλοήγησής του, δεδομένου ότι το ρυμουλκό σκάφος ουδόλως συνέδραμε στη διαδικασία διάσωσης αναφορικά με τη στεγανοποίηση του εν λόγω ρήγματος, ούτε διέθεσε τυχόν μέσα εξοπλισμού ή πλήρωμα προς τον σκοπό αυτόν, ένεκα του επαπειλούμενου κινδύνου, αλλά περιορίστηκε στη ρυμούλκησή του, αφού αποβίβασε από το κινδυνεύον σκάφος και επιβίβασε στο ίδιο το ρυμουλκό τους επιβαίνοντες πλην του κυβερνήτη και του συγκυβερνήτη καθώς και τις αποσκευές τους και εν συνεχεία τους μετέφερε στη Μαρίνα Αλίμου, τούτο όμως δεν συνιστούσε από μόνο του παροχή υπηρεσιών αρωγής αλλά συμπληρωματικά-επικουρικά προς τις ως άνω υπηρεσίες αρωγής του ναυαγοσωστικού σκάφους «…», το οποίο αιτιωδώς ενήργησε διασωστικά και επέτυχε ωφέλιμο αποτέλεσμα με τη στεγανοποίηση του ρήγματος του σκάφους από την εισροή υδάτων και την απάντληση με σχετικές αντλίες των ήδη εισερχομένων θαλασσίων υδάτων για την αποκατάσταση εν τέλει της πλευστότητάς του. Εάν δεν είχαν λάβει χώρα αυτές οι πράξεις αρωγής ουδόλως θα μπορούσε να έχει ωφέλιμο αποτέλεσμα από μόνη της η ρυμούλκηση του κινδυνεύοντος σκάφους για το ίδιο καθεαυτό, τούτο δε ανεξάρτητα από τη μεταφορά (διά ρυμουλκήσεως) των επιβαινόντων και των αποσκευών τους. Η συνδρομή δηλαδή του ρυμουλκού διά της ρυμουλκύσεως ήταν αιτιωδώς προς το σκάφος που προσέφερε υπηρεσίες αρωγής στο κινδυνεύον σκάφος και εν τέλει επέτυχε το ωφέλιμο αποτέλεσμα της διάσωσής του και όχι αιτιωδώς άμεσα προς το ίδιο το κινδυνεύον σκάφος. Η δε υπεύθυνη δήλωση που υπογράφηκε υπό του Θ.Κ. προς το Λιμενικό Τμήμα Αλίμου και αναφέρει αφενός μεν περί του ρήγματος και της τεχνικής βλάβης του σκάφους …, αφετέρου δε, περί διάσωσης των επιβαινόντων και της ρυμούλκησής του από το σκάφος …» ουδέν διαφορετικό επιβεβαιώνει πέραν των ανωτέρω, ενώ δεν αποδείχθηκε σε καμία περίπτωση στην πράξη ότι το τελευταίο σκάφος εκτέλεσε οποιαδήποτε πράξη ναυαγιαιρεσίας ούτε και επιθαλάσσιας αρωγής (παρά μόνο απλής ρυμούλκησης) προς το κινδυνεύον ως άνω σκάφος, πλην του σκάφους …, εν σχέσει και με το επελθόν αιτιωδώς ωφέλιμο αποτέλεσμα διάσωσης του σκάφους …, ώστε να δικαιούται εύλογης αμοιβής ένεκα επιθαλάσσιας αρωγής. Συνακόλουθα, δεν εμπίπτει η ρυμούλκηση αυτή στις διατάξεις περί επιθαλάσσιας αρωγής, αλλά ούτε και σ’ αυτές βάσει των οποίων καθιερώνεται και καθορίζονται κριτήρια για τον προσδιορισμό του ποσού της αμοιβής λόγω παροχής επιθαλάσσιας αρωγής, δυνάμει της Διεθνούς Σύμβασης του 1989, αλλά και του ΚΙΝΔ, κατά τα διαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας. Αντιθέτως, εκτιμάται από τις ανωτέρω περιστάσεις της υπόθεσης όπως αποδείχθηκαν ότι εν προκειμένω συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 256 ΚΙΝΔ, που παραμένει εν ισχύ και μετά τη θέσπιση της Διεθνούς Σύμβασης του 1989, όπως κυρώθηκε με τον Ν.2391/1996, σε συνδυασμό και με το άρθρο 16 του ισχύοντος Ν.2391/1996 «Περί κύρωσης Διεθνούς Σύμβασης για την Επιθαλάσσια Αρωγή του 1989». Τούτο δε, διότι το σκάφος …», πέραν της ανωτέρω ρυμουλκήσεως, η οποία δεν αποδείχθηκε ότι αποτέλεσε ωφέλιμη ενέργεια ούτε επέφερε ωφέλιμο αποτέλεσμα αιτιωδώς στη διάσωση του κινδυνεύοντος σκάφους, αφού δεν κατέτεινε ως ενέργεια στη μείωση ή εξάλειψη του προαναφερόμενου επαπειλούμενου κινδύνου καταβύθισής του, ήταν δηλαδή άσχετη με τη στεγανοποίηση του σκάφους αυτού από την εισροή θαλασσίων υδάτων και την απάντληση των ήδη εισερχομένων εντός αυτού, που αποτελούσαν πράξεις αρωγής που προσέφερε το εξειδικευμένο σκάφος … σε αυτό, συνακόλουθα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πράξη αρωγής (η ρυμούλκηση), επιπλέον προέβη στη μεταφορά των επιβαινόντων στο κινδυνεύον σκάφος και των αποσκευών τους σε ασφαλή τοποθεσία, πράξη που επίσης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, παρά την αδιαμφισβήτητη σημασία της, ως πράξη αρωγής, καθότι δεν κατέτεινε αιτιωδώς στη διάσωση του κινδυνεύοντος σκάφους, σύμφωνα με τη σχετική ως άνω νομοθεσία περί αρωγής και την ερμηνεία της, όπως στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας διαλαμβάνεται. Σύμφωνα με την ερμηνεία δε του άρθρου 16 του Ν.2391/1996, τόσο η Σύμβαση των Βρυξελλών (άρθρο 9) και αντίστοιχα και ο ΚΙΝΔ (άρθρο 256) ακολουθώντας τα πορίσματα της παλαιάς ευρωπαϊκής νομολογίας καθιέρωσαν την αρχή ότι η διάσωση ανθρώπινης ζωής δεν αποτελεί αυτοτελώς αμειβόμενη υπηρεσία, αλλά αμείβεται μόνο όταν συνδέεται με τη διάσωση περιουσιακού στοιχείου. Το δε πρόσωπο του οποίου διασώθηκε η ζωή δεν οφείλει αποζημίωση στον θαλάσσιο αρωγό κατά την παρ.1 του άρθρου 16, αλλά με την παρ.2 επέρχεται διασταλτική ερμηνεία, καθόσον συνάγεται ότι ανυπόχρεοι για καταβολή αμοιβής είναι όχι μόνο το πρόσωπο που διασώθηκε, αλλά και οι λοιποί δέκτες της αρωγής, πλην εκτός εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ.2, ήτοι: α) να υφίσταται περίπτωση καταβολής αμοιβής για διάσωση περιουσιακών στοιχείων ή αποζημίωσης σε σχέση με την αποτροπή ή ελαχιστοποίηση περιβαλλοντολογικής βλάβης και β) η συμμετοχή του αρωγού στις υπηρεσίες διάσωσης συγκεκριμένου ατυχήματος που αποτέλεσε αιτία παροχής θαλάσσιας αρωγής, ο δε αρωγός που διέσωσε την ανθρώπινη ζωή δεν είναι αναγκαίο να συμμετέσχε στις επιχειρήσεις που οδήγησαν στη διάσωση του πλοίου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου ή στην αποτροπή ή ελαχιστοποίηση της βλάβης του περιβάλλοντος, αρκεί δε ότι η διάσωση ζωής ανέκυψε από το ίδιο περιστατικό που οδήγησε στη διάσωση του πλοίου ή του περιουσιακού στοιχείου ή της περιβαλλοντολογικής βλάβης. Αμφότερες δε οι προϋποθέσεις αυτές συντρέχουν στο πρόσωπο των εναγόντων της πρώτης αγωγής ένεκα της διάσωσης των επιβαινόντων και των αποσκευών τους από το κινδυνεύον πλοίο, μέσω του ρυμουλκού πλοίου …». Κατ’ αποτέλεσμα δε, ο διασώστης ανθρώπινης ζωής δικαιούται να λάβει εύλογο μέρος της αμοιβής που επιδικάστηκε και δόθηκε στον αρωγό, ο οποίος παρέσχε υπηρεσίες για τη διάσωση περιουσιακού στοιχείου ή της αποζημίωσής του για την αποτροπή ή ελαχιστοποίηση της βλάβης του περιβάλλοντος και η οποία αμοιβή του ένεκα της επιθαλάσσιας αρωγής καθορίζεται από το δικαστήριο με βάση τα κριτήρια του άρθρου 13 παρ.1 της Διεθνούς Σύμβασης του 1989, περίπτωση που επίσης συντρέχει εν προκειμένω στο πρόσωπο της ενάγουσας της δεύτερης αγωγής, αναφορικά με το διασωστικό και αρωγό πλοίο της … που παρέσχε τέτοιες υπηρεσίες αρωγής στο κινδυνεύον πλοίο …, δικαιούμενη εξ αυτής της αιτίας σχετική αμοιβή ένεκα επιθαλάσσιας αρωγής στο πλοίο αυτό. Από την άλλη, ασφαλώς, η διάσωση των προσώπων των επιβαινόντων και των αποσκευών τους από το κινδυνεύον σκάφος αποτελεί ενέργεια, για την οποία οι ενάγοντες της πρώτης ως άνω αγωγής δεν δικαιούνται μεν αμοιβής λόγω επιθαλάσσιας αρωγής (άρθρα 12, 13, 15 του Ν.2391/1996) από τα ίδια τα πρόσωπα αυτά των οποίων σώθηκε η ζωή ή τα εν λόγω περιουσιακά αγαθά τους, ωστόσο τους αναγνωρίζεται από τον νόμο δικαίωμα για εύλογο μέρος της αμοιβής που δόθηκε στον αρωγό (εν προκειμένω στην ενάγουσα της δεύτερης ως άνω αγωγής για το διασωστικό σκάφος της «…» που επέτυχε ωφέλιμο αποτέλεσμα διάσωσης για το κινδυνεύον σκάφος αποκλειστικώς και αιτιωδώς με τις ενέργειές του, ως άνω), για τη διάσωση του κινδυνεύοντος πλοίου … και για την αποτροπή ακόμη βλάβης προς το θαλάσσιο περιβάλλον, εν προκειμένω, κατ’ αποτέλεσμα, κατ’ άρθρο 16 του Ν.2391/1996. Η ανθρώπινη ζωή αποτελεί ιδιόρρυθμο πλασματικό αντικείμενο αφού λογιστικά η αξία της –που μπορεί να εκτιμηθεί- δεν αποτελεί μέρος της αξίας που θα αποτελέσει τη δευτερεύουσα βάση του καθορισμού της αμοιβής, αξίας που θα καθοριστεί με βάση τα πράγματα που διασώθηκαν (ΚΙΝΔ 254 παρ.2 εδ.β΄). Πλην όμως, κατά την ορθότερη ερμηνεία που και το παρόν Δικαστήριο αποδέχεται εν προκειμένω, σκοπός του νόμου (άρθρο 256 του ΚΙΝΔ και άρθρο 9 της Σύμβασης Βρυξελλών του 1910) είναι όχι να επιβληθεί περιορισμός του ποσού που παρέχεται στον επιθαλάσσιο αρωγό των περιουσιακών στοιχείων αναφορικά δηλαδή με τη διάσωση του επίδικου πλοίου (της ενάγουσας της δεύτερης αγωγής), αλλά να διευρυνθεί το ποσό της αμοιβής που παρέχεται για τη διάσωση εις βάρος του κυρίου της περιουσίας που διασώθηκε, ήτοι της εναγομένης. Εξάλλου, εάν περισσότεροι διασώστες συμμετείχαν στη διάσωση προσώπων και πραγμάτων, ως εν προκειμένω, όλοι αυτοί οι διασώστες πρέπει να ωφεληθούν-αποζημιωθούν για τις υπηρεσίες τους, ώστε εάν γίνεται καθορισμός του ποσού της αμοιβής από επιθαλάσσια αρωγή από το δικαστήριο, καθορίζεται ένα ενιαίο ποσό αμοιβής, στο οποίο συμμετέχουν άπαντες οι ως άνω επιμέρους δικαιούμενοι διασώστες, ήτοι εάν όλες οι διασωστικές εργασίες είναι ταυτόχρονες, πρέπει να συγκροτηθεί μία ενιαία μονάδα σωστικών μέσων, τα οποία μετέχουν παράλληλα στις υλικές αξίες που διασώθηκαν, έκαστος δε διασώστης στο αντίστοιχο ποσό για το αντίστοιχο αντικείμενο διάσωσης, κατά τα προδιαλαμβανόμενα. Ως εκ τούτου, στους ενάγοντες της πρώτης ως άνω αγωγής λόγω διασώσεως των προσώπων των επιβαινόντων στο κινδυνεύον σκάφος ουδεμία πρέπει καταβάλλεται αμοιβή, βάσει των διατάξεων της επιθαλάσσιας αρωγής, απευθείας και εξ αυτής της αιτίας, πλην όμως, ως παρεμβάντες και διασώσαντες τις ανθρώπινες υπάρξεις δικαιούνται σε εύλογον μέρος εκ της αμοιβής που προσήκει να επιδικαστεί με την παρούσα απόφαση, ένεκα του ότι δεν είχαν συμφωνήσει συγκεκριμένα σε ορισμένο ποσό τα εμπλεκόμενα μέρη στην εκτέλεση της διαδικασίας παροχής της επίδικης επιθαλάσσιας αρωγής (διάδικοι δεύτερης ως άνω αγωγής), κατά τας διατάξεις των προαναφερόμενων σχετικών άρθρων του ΚΙΝΔ περί καθορισμού του δικαιώματος και των κριτηρίων προσδιορισμού αυτής για το πρόσωπο του αρωγού και μόνο, κατ’ εφαρμογή δε του άρθρου 256 του Ν.3816/1958-ΚΙΝΔ. Άλλωστε, και ο μάρτυρας ανταπόδειξης, Ι. Μ.,   – της ασφαλιστικής εταιρείας του κινδυνεύοντος σκάφους, κατέθεσε πειστικά και μετά λόγου γνώσης από την εμπειρία του στο ερευνώμενο αντικείμενο, με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο, ότι πρόκειται εν προκειμένω περί απλής ρυμούλκησης και όχι για περίπτωση θαλάσσιας αρωγής, ενώ ο μάρτυρας των εναγόντων της πρώτης αγωγής αναφερόμενος στο αντικείμενο της δίκης κατέθεσε ευθαρσώς ότι η όποια γνώση του προέρχεται από την πληροφόρηση για το περιστατικό που είχε από τον ενάγοντα Ι. Κ. και πλοίαρχο του ρυμουλκού πλοίου …», δεν έδωσε όμως πειστικές εξηγήσεις ούτε και οι ίδιοι οι ενάγοντες πάντως σχετικά με το γεγονός ότι, πλην της απλής ρυμούλκησης του κινδυνεύοντος σκάφους και της αποβίβασης-επιβίβασης των επιβαινόντων και των αποσκευών τους -που σε καμία περίπτωση δεν εξομοιώνεται ούτε εμπίπτει στην έννοια της αρωγής, εφόσον αυτή δεν παρασχέθηκε προς το ίδιο το κινδυνεύον σκάφος, κατά τον σκοπό των ως άνω νόμων (Διεθνής Σύμβαση 1989, Ν.2391/1996, ΚΙΝΔ κλπ.) ώστε δεν συνιστά αρωγή ούτε οφείλεται αμοιβή εξ αυτής της αιτίας, αλλά αντιμετωπίζεται νομικά με τις διατάξεις των άρθρων 16 του Ν.2391/1996 και 256 του ΚΙΝΔ- δεν παρασχέθηκε άλλη υπηρεσία επιθαλάσσιας αρωγής από αυτές που αιτιωδώς συνδέονταν με τον επαπειλούμενο για το εν λόγω σκάφος … κίνδυνο, δυνάμενες να επιφέρουν ωφέλιμο αποτέλεσμα, ήτοι στεγανοποίηση του σκάφους από τη συνεχή και ανεξέλεγκτη εισροή θαλασσίων υδάτων και την αποκατάσταση της πλευστότητάς του με την απάντληση των ήδη εισρεόντων εντός αυτού που θαλασσίων υδάτων με τη χρήση αντλιών, ήτοι με τη χρήση πρόσφορου τεχνικού ναυαγοσωστικού εξοπλισμού και εξειδικευμένου συνεργείου-πληρώματος. Επισημαίνεται δε το επιπλέον αφενός μεν, ότι δεν επιδικάζεται αμοιβή ένεκα επιθαλάσσιας αρωγής για σωτηρία ανθρώπινης ζωής αν τα μόνα που διασώθηκαν μαζί με τους ανθρώπους ήταν τα προσωπικά τους αντικείμενα των επιβαινόντων, ως εν προκειμένω οι αποσκευές τους, ώστε παραμένει η εφαρμογή του ‘άρθρου 256 του ΚΙΝΔ και του άρθρου 16 του Ν,.2391/1996 ως η πλέον αρμόζουσα στην προκείμενη υπόθεση για τα πρόσωπα των εναγόντων της πρώτης αγωγής, παρά τη διάσωση και των αποσκευών μαζί με τους επιβαίνοντες από το ρυμουλκό ως άνω πλοίο τους, αφετέρου δε, κατά την πλέον κρατούσα άποψη της νομολογίας, η ύπαρξη ανθρώπινης ζωής στο αρωγό πλοίο και στο πλοίο που διασώζεται λαμβάνεται σταθερά υπόψη για τον δικαστικό καθορισμό της αμοιβής της επιθαλάσσιας αρωγής κατά τον προδιαλαμβανόμενο κατά τον νόμο τρόπο, και δη, αναγνωρίζεται η προέχουσα σημασία της διάσωσης της ανθρώπινης ζωής ως κίνητρο και αιτία, στα πλαίσια των ανωτέρω νομοθετικών ρυθμίσεων. Περαιτέρω δε, αποδείχθηκε ότι με βάση τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως εκ μέρους της εναγομένης πλοιοκτήτριας του κινδυνεύοντος και εν τέλει διασωθέντος πλοίου αποδείξεις, τιμολόγια και προσφορές, το τελικό κόστος της αποκατάστασης της ζημιάς του ανήλθε σε ποσό 59,138,59 ευρώ, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους (ΚΠολΔ 261, 352). Ειδικότερα δε, σύμφωνα με την προαναφερόμενη τεχνική έκθεση επιθεώρησης του Ι.Μ. επί του κινδυνεύοντος σκάφους …, προκύπτει ότι όλες οι αναγκαίες επισκευές επί του σκάφους ολοκληρώθηκαν την 29-8-2014 και αφορούσαν τα εξής: α) αποκατάσταση της δομής της κατασκευής της βάσης στήριξης του πηδαλίου του σκάφους, β) αποκατάσταση της στερέωσης του πηδαλίου σύμφωνα με τις προδιαγραφές του κατασκευαστή, γ) αντικατάσταση της μηχανής πρόωσης με νέα, δ) αντικατάσταση όλων των μερών του ηλεκτρικού δικτύου και του συστήματος κλιματισμού που είχαν υποστεί βλάβη, ε) αντικατάσταση όλων των μερών επιπλοποιίας που είχαν υποστεί βλάβη. Επισημαίνεται δε ότι σύμφωνα με την ερμηνεία των προαναφερόμενων κρίσιμων νομοθετικών διατάξεων που επιχειρείται από τη θεωρία, αλλά και τα διδάγματα της νομολογίας των δικαστηρίων, η αμοιβή για επιθαλάσσια αρωγή δεν μπορεί να υπερβαίνει την αξία των στοιχείων που διασώθηκαν, κανόνας που στηρίζεται στην αρχή της επιείκειας και της ύπαρξης ωφέλιμου αποτελέσματος, καθώς δε η επιθαλάσσια αρωγή πρέπει μεν να ενθαρρύνεται αλλά όχι και να οδηγεί στην κατάλυση της οικονομικής αξίας του πράγματος που απομένει στον δικαιούχο μετά την αφαίρεσή της (βλ. σχετ. Κοροτζή, ό.π., παρ.251, ΜονΠρΠειρ 3479/1978 ΕλλΔνη 20.631). Στη νομολογία δε απαντάται το σύνηθες ποσοστό αμοιής αν ανέρχεται σε ποσοστό από 25% έως 40%  και πάντως δεν υπερβαίνει το ποσοστό του 50% της διασωθείσας αξίας του σκάφους. Η διασωθείσα δε αξία του κινδυνεύοντος σκάφους ανέρχεται σε ποσό 160.000 ευρώ, κατ’ εκτίμηση, λαμβάνοντας δε υπόψη και το γεγονός ότι το κόστος της επισκευής του ανήλθε σε συνολικό ποσό περί τις 60.000 ευρώ, ήτοι η συνολική αξία του σκάφους … πριν το εν λόγω ναυτικό ατύχημα υπολογιζόταν σε ποσό περί τις 220.000 ευρώ, πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους κατά τρόπο ορισμένο, ειδικό και σαφή με αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία (ΚΠολΔ 261, 352). Επίσης, η αξία του σκάφους των εναγόντων της πρώτης ως άνω αγωγής εκτιμάται σε ποσό 2.000.000 δολ. ΗΠΑ, όπως προκύπτει κατ’ εκτίμηση των συνθηκών και της κατάστασης του εν λόγω σκάφους, λαμβανομένων υπόψη του έτους κατασκευής και των τεχνικών χαρακτηριστικών του, χωρίς τούτο να αμφισβητείται από τους διαδίκους κατά τρόπο ρητό, ειδικό και σαφή (ΚΠολΔ 261, 352). Περαιτέρω δε, δεδομένου ότι δεν επετεύχθη συμφωνία περί του επιδίκου ζητήματος μεταξύ των εμπλεκομένων μερών, αφού ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια του άρθρου 13 της Διεθνούς Σύμβασης του του Λονδίνου του έτους 1989 για τον καθορισμό της οφειλόμενης συνολικής αμοιβής ένεκα παροχής υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής, ήτοι: α) η παραπάνω αξία του κινδυνεύοντος σκάφους της εναγομένης, β) ο κίνδυνος που διέτρεξε αυτό, ο οποίος ήταν σοβαρός, άμεσος και πραγματικός, για τυχόν ολική απώλεια με την καταβύθιση του σκάφους …, της εναγομένης, και με την επακόλουθη ρύπανση του θαλασσίου περιβάλλοντος, έστω και σε περιορισμένο βαθμό, γεγονός που συνεπάγεται υποχρέωση και δαπάνη απορρύπανσης της περιοχής και καταβολής προστίμων, καθώς και ανέλκυσης του σκάφους, γ) το έγκαιρο των παρασχεθεισών υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής εκ μέρους του ναυαγοσωστικού σκάφους της ενάγουσας της δεύτερης αγωγής …, δ) την ετοιμότητα με την οποία το διασωστικό αυτό σκάφος έσπευσε προς παροχή βοήθειας προς το κινδυνεύον σκάφος …, της εναγομένης, ε) την επιτηδειότητα, τις προσπάθειες και τον ζήλο που επέδειξαν το πλήρωμα του διασωστικού αυτού σκάφους κατά την παροχή των υπηρεσιών τους αρωγής στο κινδυνεύον σκάφος για τη διάσωσή του, αναφορικά με τη στεγανοποίησή του από τη ανεξέλεγκτη και διαρκή εισροή θαλασσίων υδάτων και ταυτόχρονα την απάντληση των θαλασσίων υδάτων που είχαν ήδη εισέλθει στο σκάφος με επικείμενο κίνδυνο καταβύθισής του και μέχρις αποκατάστασης της πλευστότητάς του, τόσο με τις προσπάθειες του εξειδικευμένου προσωπικού (συνεργείου-πληρώματος), όσο και με τη χρήση των πρόσφορων τεχνικών σωστικών μέσων εξοπλισμού του, καθώς επίσης και για την αποτροπή βλάβης (ρύπανσης) στο θαλάσσιο περιβάλλον, στ) η φύση και η έκταση του κινδύνου στον οποίον εκτέθηκαν τόσο το ως άνω διασωστικό πλοίο …, όσο και το πλήρωμα αυτού κατά την παροχή των σωστικών υπηρεσιών τους ως προς την ασφάλεια της ζωής και της σωματικής του ακεραιότητας, σε αντιπαραβολή και με τον οπωσδήποτε ασθενέστερο κίνδυνο για το έτερο σκάφος …» και το πλήρωμά του, τα διαθέσιμα διασωστικά μέσα εξοπλισμού και το πλήρωμά του, χωρίς να είναι ιδιαίτερα έντονος σε κάθε περίπτωση με βάση τις περιστάσεις που αποδείχθηκαν ως άνω, ζ) το ωφέλιμο αποτέλεσμα που επέτυχαν με τη διάσωση του κινδυνεύοντος πλοίου της εναγομένης, μέσω της στεγανοποίησής του από την εισροή θαλασσίων υδάτων και της απάντλησης των ήδη εισερχομένων υδάτων στο σκάφος με τη χρήση απαντλητικών πετρελαιοκίνητων αντλιών και την εντεύθεν αποκατάσταση της πλευστότητάς του, λαμβάνοντας υπόψη όμως εν γένει και τη διάσωση των επιβαινόντων σε αυτό και των αποσκευών τους από το ρυμουλκό εν προκειμένω πλοίο …», το οποίο εκτέλεσε και τη ρυμούλκησή του μέχρι τη Μαρίνα Αλίμου για λόγους ασφαλείας και ελέγχου αυτού, η) τον αρκετό χρόνο που διήρκεσαν οι σωστικές υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής εκ μέρους του διασωστικού σκάφους προς το κινδυνεύον σκάφος, κατά ως άνω διαλαμβανόμενα, περίπου 4 ½ ώρες, η δε ρυμούλκησή του παράλληλα περί τις 12 ώρες, θ) τα έξοδα που υποβλήθηκε κατά την παροχή των υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής η ενάγουσα της δεύτερης αγωγής προς το κινδυνεύον σκάφος της εναγομένης, για τα καύσιμα και τα λιπαντέλαια που κατανάλωσε, αξίας περίπου 300 ευρώ, το οποίο δεν θα είχε συμβεί, συνακόλουθα, δεν θα είχε υποστεί τη σχετική περιουσιακή ζημία, εάν δεν παρείχε τις σωστικές υπηρεσίες της στο επαπειλούμενο να καταβυθιστεί πλοίο της εναγομένης, …, αντιστοίχως δε, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε λόγω της ρυμούλκησης του κινδυνεύοντος σκάφους το έτερο σκάφος …», στα οποία υπολογίζονται μεν καύσιμα και λιπαντέλαια που καταναλώθηκαν, αξίας περίπου 500 ευρώ, αλλά όχι η απώλεια ναύλου, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε ως βάσιμη από πρόσφορα και πειστικά αποδεικτικά στοιχεία στην παρούσα δίκη, αφού οι μεταφερόμενοι τουρίστες επιβάτες αποβιβάστηκαν αυτοβούλως στη Βουλιαγμένη, άλλωστε, το ταξίδι τους έληγε την επομένη (17/8) και ουδόλως προέκυψε ότι δεν κατέβαλαν πλήρη τον οφειλόμενο συμφωνημένο ναύλο ή ότι απαίτησαν την επιστροφή του για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα μίας (1) ημέρας, συνακόλουθα,  η εύλογη αμοιβή που οφείλεται για την επιθαλάσσια αρωγή που παρασχέθηκε στο κινδυνεύον σκάφος ανέρχεται σε ποσοστό περίπου 36% της συνολικής αξίας του που διασώθηκε, ήτοι των 220.000 ευρώ και μετά τις επισκευές του, ως άνω, ήτοι συνολικό ποσό 80.000 ευρώ, το οποίο δικαιούται ως ενιαία μονάδα αποζημίωσης-αμοιβής να εισπράξει η ενάγουσα της δεύτερης ως άνω αγωγής, πλην όμως σε αυτήν πρέπει να συμμετάσχουν και οι ενάγοντες της πρώτης ως άνω αγωγής, ένεκα της παροχής υπηρεσιών ρυμούλκησης του κινδυνεύοντος σκάφους και διάσωσης των επιβαινόντων και των αποσκευών τους, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 16 του Ν.2391/1996 που κύρωσε τη Διεθνή Σύμβαση του 1989 και 256 του ΚΙΝΔ, και πιο συγκεκριμένα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πρέπει, κατ’ επιμερισμό σε ποσοστά 66% και 34%, αντιστοίχως, να καθοριστεί σε ποσό 52.800 ευρώ για την ενάγουσα της δεύτερης ως άνω αγωγής εταιρεία … ως πλοιοκτήτρια για τις προαναφερόμενες υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής του σωστικού αρωγού πλοίου της … προς το κινδυνεύον ως άνω σκάφος, και σε ποσό 27.800 ευρώ για τους ενάγοντες της πρώτης ως άνω αγωγής και δη κατ’ επιμερισμό και νόμιμη διανομή μεταξύ τους ως ακολούθως, σύμφωνα με το αγωγικό αίτημά τους και τον προσκομιζόμενο πίνακα του πλοιάρχου, κατ’ άρθρα 13 και 15 του Ν.2391/1996 και 251, 255 του ΚΙΝΔ: α) σε ποσοστό ½ στην εταιρεία … ως πλοιοκτήτρια για τις προαναφερόμενες υπηρεσίες ρυμούλκησης και διάσωσης προσώπων και αποσκευών από το κινδυνεύον ως άνω σκάφος, ήτοι ποσό 13.900 ευρώ, β) σε ποσοστό ¼ στον πλοίαρχο Ι. Κ.  Γ., ήτοι ποσό 6.950 ευρώ, γ) σε ποσοστό 5% (=1/4 x 20%) για τον ναύτη …, ήτοι ποσό 1.390 ευρώ, δ) σε ποσοστό 5% (=1/4 x 20%) για τον ναύτη …, ήτοι ποσό 1.390 ευρώ, ε) σε ποσοστό 6,25% (=1/4 x 25%) για τον ναύτη … ήτοι ποσό 1.737,5 ευρώ και στ) σε ποσοστό 8,75% (=1/4 x 35%) για τον ναύτη Χ. Λ., ήτοι ποσό 2.432,5 ευρώ, άπαντα δε τα παραπάνω καθορισθέντα ποσά νομιμοτόκως κατ’ άρθρο 111 παρ.1 του ΕισΝΑΚ (βλ. σχετ. ΕφΔωδ  127/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 893/2013 ΕΝΔ 2013.311, ΕφΠειρ 24/2011 ΕΝΔ 39.45, ΕφΠειρ 318/2010 ΕΝΔ 39.49, ΕφΠειρ 6/2009 ΕΝΔ 2009.42, ΕφΠειρ 830/2008 ΕΝΔ 37.50, ΕφΠειρ 4/2008 ΕΝΔ 36.139, ΕφΠειρ 89/2008 ΕΝΔ 2013.325, ΕφΠειρ 540/1994 ΕΝΔ 22.430, ΕφΘεσ 786/1976 Αρμ ΛΑ΄.465, ΠολΠρΠειρ 3044/2017, ΜονΠρΠειρ 356/2019 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΠειρ 549/2015, ΜονΠρΠειρ 1528/2015, ΜονΠρΠειρ 1785/2007, ΜονΠρΠειρ 713/2007, ΜονΠρΠειρ 713/1995, ΜονΠρΠειρ 2256/1993 αδημ. στον νομικό τύπο).

Κατόπιν τούτων, πρέπει οι υπό κρίση αγωγές, για τις προαναφερόμενες νόμιμες αιτίες, να γίνουν εν μέρει δεκτές ως βάσιμες κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί και να αναγνωριστεί ότι έχει την υποχρέωση -αντιστοίχως ως ακολούθως ορίζεται- η εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία …ως πλοιοκτήτρια του κινδυνεύοντος και δεχόμενο με ωφέλιμο αποτέλεσμα τις σωστικές υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής και ρυμούλκησης, διάσωσης προσώπων επιβαινόντων και αποσκευών τους, επί του σκάφους της …, να καταβάλει το συνολικό ποσό αμοιβής των ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ προς τους ενάγοντες των δύο ως άνω αγωγών και πιο συγκεκριμένα: 1) α) να υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα της δεύτερης ως άνω αγωγής εταιρεία με την επωνυμία … ως πλοιοκτήτρια το σωστικού αρωγού σκάφους …, το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να καταβάλει στην ίδια ως άνω δικαιούχο το ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων (2.800) ευρώ, και 2) να υποχρεωθεί να καταβάλει στους ενάγοντες της πρώτης ως άνω αγωγής το συνολικό ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων οκτακοσίων (27.800) ευρώ και δη κατ’ επιμερισμό και νόμιμη διανομή μεταξύ τους ως ακολούθως, σύμφωνα με το αγωγικό αίτημά τους και τον προσκομιζόμενο πίνακα του πλοιάρχου (άρθρα 13 και 15 του Ν.2391/1996 και 251, 255 του ΚΙΝΔ): α) στην εταιρεία με την επωνυμία … ως πλοιοκτήτρια του ρυμουλκού σκάφους …», για τις υπηρεσίες ρυμούλκησης και διάσωσης προσώπων και αποσκευών από το κινδυνεύον ως άνω σκάφος, το ποσό των δεκατριών χιλιάδων εννιακοσίων (13.900) ευρώ, β) στον Ι. Κ.  Γ., ως πλοίαρχο του προαναφερόμενου σκάφους, το ποσό των έξι χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα (6.950) ευρώ, γ) στον ναύτη …, ως μέλος του πληρώματος του προαναφερόμενου σκάφους, το ποσό των χιλίων τριακοσίων ενενήντα (1.390) ευρώ, δ) στον ναύτη …, ως μέλος του πληρώματος του προαναφερόμενου σκάφους, το ποσό των χιλίων τριακοσίων ενενήντα (1.390) ευρώ, ε) στον ναύτη … ως μέλος του πληρώματος του προαναφερόμενου σκάφους, το ποσό των χιλίων επτακοσίων τριάντα επτά ευρώ και πενήντα λεπτών του ευρώ (1.737,5 Ε) και στ) στον ναύτη Χ. Λ., ως μέλος του πληρώματος του προαναφερόμενου σκάφους, το ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα δύο ευρώ και πενήντα λεπτών του ευρώ (2.432,5 Ε), άπαντα δε τα παραπάνω καθορισθέντα ποσά νομιμοτόκως δε από την επομένη του επίδικου συμβάντος (που έλαβε χώρα στις 16-8-2014) κατά το οποίο παρασχέθηκαν οι ως άνω υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής και ρυμούλκησης εκ μέρους των εναγόντων προς την εναγομένη, ήτοι από τη 17-8-2014, κατ’ άρθρο 111 παρ.1 του ΕισΝΑΚ, καθόσον πρόκειται για απαιτήσεις μεταξύ εμπόρων από αμφιμερώς εμπορική αιτία (ΠολΠρΠειρ 3044/2017,  ΜονΠρΠειρ 1785/2007, ΜονΠρΠειρ 713/2007 αδημ. στον νομικό τύπο) και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, με την επισήμανση ότι για μεν τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από την επομένη ημέρα του επίδικου συμβάντος, της διάσωσης του πλοίου της εναγομένης, ήτοι από τις 16-8-2014, και μέχρι την επίδοση έκαστης των κρινόμενων αγωγών ως άνω (ΑΚ 345), για δε τους νόμιμους τόκους επιδικίας, που καταβάλλονται και σε περίπτωση αναγνωριστικής αγωγής πλέον, κατά το νέο άρθρο 346 ΑΚ, ως ισχύει μετά τον Ν.4055/2012, από την επομένη της επίδοσης έκαστης των κρινόμενων αγωγών και εντεύθεν μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως (ΑΚ 346), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, αφού δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω η κατ’ εξαίρεση επιδίκαση τόκου υπερημερίας, κατ’ άρθρο 345 ΑΚ, κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπ’ αριθ. ΙΙ αρχική νομική σκέψη της παρούσας (ΟλΑΠ 24/2004 Δ 2005.139, ΟλΑΠ 23/2004 ΝοΒ 2005.74, ΟλΑΠ 13/1994 ΕλλΔνη 1994.1259, ΑΠ 1207/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 178/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1286/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 2033/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 248/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 742/2012 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω δε, η απόφαση αυτή πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, κατά τις καταψηφιστικές της διατάξεις, στην έκταση που ορίζεται στο διατακτικό της, προκειμένου να αποφευχθεί σημαντική ζημία των εναγόντων από ενδεχόμενη καθυστέρηση της εκτέλεσής της, ενόψει της παλαιότητας της οφειλής της εναγομένης προς αυτούς (από 17-8-2014), την οποία μάλιστα δεν αμφισβητεί κατά το μείζον μέρος της η εναγομένη αναφορικά με την ενάγουσα της δεύτερης αγωγής, αλλά ούτε και τη φύση και την έκταση των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν από τους ενάγοντες της πρώτης αγωγής προς το σκάφος της αμφισβητεί η εναγομένη, όπως ανωτέρω αποδείχθηκαν, ενώ επιπλέον εκτιμάται ότι με βάση τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και τα γνωστά διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (ΚΠολΔ 336 παρ.4), από τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στην οικεία συναλλακτική αγορά, με τις καθυστερήσεις πληρωμών στο εμπόριο και στις εν γένει οικονομικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες, καθυστέρηση στην εκτέλεση της παρούσας απόφασης τουλάχιστον κατά ένα μέρος του επιδικασθέντος ποσού υπέρ των εναγόντων, μέχρι την τελεσίδικη δικαστική κρίση επί της υπόθεσης, μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στην επιχειρηματική λειτουργία των εν λόγω ναυτικών εταιρειών και αδυναμία τους να ανταποκριθούν σε τυχόν ανειλημμένες οικονομικές τους υποχρεώσεις, ενώ η εναγομένη ουδόλως απέδειξε ούτε καν ισχυρίστηκε αντιστρόφως αντίστοιχη δική της αδυναμία πληρωμής ή κίνδυνο για την εμπορική και οικονομική της κατάσταση από τη μερική έστω εξόφληση των ως άνω επιδικασθέντων ποσών σε βάρος της προς τους δικαιούχους και νικήσαντες διαδίκους στη δίκη αυτή, ένεκα και της φύσης των επίδικων αξιώσεων των εναγόντων από εμπορική διαφορά και επειδή αφορά και εργαζόμενους ναύτες στο πλήρωμα του ρυμουλκού σκάφους της ενάγουσας της πρώτης αγωγής (άρθρο 907, 908 παρ.1 περ.στ΄ και παρ.2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα της δίκης να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό τους λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στην παρούσα δίκη, συνεκτιμώντας και το γεγονός της μερικής νίκης και μερικής ήττας μεταξύ των διαδίκων με βάση τα αγωγικά αιτήματα και τα ποσά που εν τέλει τους επιδικάστηκαν ως άνω (άρθρα 176, 178 παρ.1, 179, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, ΜονΠρΠειρ 356/2019 ΕπισκΕμπΔ 2019.336), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

         ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων: 1) την από 12-1-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 335/2015 και ΕΑΚ 194/2015 αγωγή των: α) Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία … και β) Ι. Κ.  Γ., κατά της Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία … και 2) την από 15-7-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 8092/2015 και ΕΑΚ 4418/2015 αγωγή της Ανώνυμης Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία … κατά της Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία …

       ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την πρώτη ως άνω αγωγή.

       ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία … ως πλοιοκτήτρια του κινδυνεύοντος και ρυμουλκούμενου σκάφους της …, να καταβάλει στους ενάγοντες της πρώτης ως άνω αγωγής το συνολικό ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων οκτακοσίων (27.800) ευρώ και δη κατ’ επιμερισμό και νόμιμη διανομή μεταξύ τους ως ακολούθως, σύμφωνα με το αγωγικό αίτημά τους και τον προσκομιζόμενο πίνακα του πλοιάρχου:α)στην εταιρεία με την επωνυμία … ως πλοιοκτήτρια του ρυμουλκού σκάφους …», για τις υπηρεσίες ρυμούλκησης και διάσωσης προσώπων και αποσκευών από το κινδυνεύον ως άνω σκάφος, το ποσό των δεκατριών χιλιάδων εννιακοσίων (13.900) ευρώ, β) στον Ι. Κ.  Γ., ως πλοίαρχο του ρυμουλκού σκάφους, το ποσό των έξι χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα (6.950) ευρώ, γ) στον ναύτη …, ως μέλος του πληρώματος του ρυμουλκού σκάφους, το ποσό των χιλίων τριακοσίων ενενήντα (1.390) ευρώ, δ) στον ναύτη …, ως μέλος του πληρώματος του ρυμουλκού σκάφους, το ποσό των χιλίων τριακοσίων ενενήντα (1.390) ευρώ, ε) στον ναύτη … ως μέλος του πληρώματος του ρυμουλκού σκάφους, το ποσό των χιλίων επτακοσίων τριάντα επτά ευρώ και πενήντα λεπτών του ευρώ (1.737,5 Ε) και στ) στον ναύτη Χ. Λ., ως μέλος του πληρώματος του ρυμουλκού σκάφους, το ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα δύο ευρώ και πενήντα λεπτών του ευρώ (2.432,5 Ε), άπαντα δε τα παραπάνω ποσά νομιμοτόκως δε από την επομένη του επίδικου συμβάντος (που έλαβε χώρα στις 16-8-2014) κατά το οποίο παρασχέθηκαν οι ως άνω υπηρεσίες ρυμούλκησης εκ μέρους των εναγόντων προς την εναγομένη, ήτοι από τη 17-8-2014 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, και δη για μεν τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από την επομένη ημέρα του επίδικου συμβάντος της διάσωσης του πλοίου της εναγομένης, ήτοι από τις 16-8-2014 και μέχρι την επίδοση της κρινόμενης αυτής αγωγής, για δε τους νόμιμους τόκους επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αυτής αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.

       ΚΗΡΥΣΣΕΙ εν μέρει την απόφαση κατά την ως άνω καταψηφιστική της διάταξη προσωρινώς εκτελεστή υπέρ των εναγόντων της πρώτης ως άνω αγωγής, και δη ως ακολούθως: α) για την πλοιοκτήτρια εταιρεία με την επωνυμία … μέχρι του ποσού των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ, β) για τον πλοίαρχο Ι. Κ.  Γ. μέχρι του ποσού των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ, γ) για τον ναύτη … μέχρι του ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ, δ) για τον ναύτη … μέχρι του ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ, ε) για τον ναύτη Armin Arifuddin μέχρι του ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ και στ) για τον ναύτη Χρήστο Λάλο μέχρι του ποσού των δύο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

       ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει τη δεύτερη ως άνω αγωγή.

       ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία … ως πλοιοκτήτρια του κινδυνεύοντος και δεχόμενο με ωφέλιμο αποτέλεσμα τις σωστικές υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής επί του σκάφους της …, να καταβάλει στην ενάγουσα της δεύτερης ως άνω αγωγής εταιρεία με την επωνυμία … ως πλοιοκτήτρια του σωστικού αρωγού σκάφους …, το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, ως αμοιβή ένεκα επιθαλάσσιας αρωγής, νομιμοτόκως δε από την επομένη του επίδικου συμβάντος (που έλαβε χώρα στις 16-8-2014) κατά το οποίο παρασχέθηκαν οι ως άνω υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής εκ μέρους της ενάγουσας προς την εναγομένη, ήτοι από τη 17-8-2014 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, και δη για μεν τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από την επομένη ημέρα του επίδικου συμβάντος της διάσωσης του πλοίου της εναγομένης, ήτοι από τις 16-8-2014 και μέχρι την επίδοση της κρινόμενης αυτής αγωγής, για δε τους νόμιμους τόκους επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αυτής αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.

       ΚΗΡΥΣΣΕΙ εν μέρει την απόφαση κατά την ως άνω καταψηφιστική της διάταξη προσωρινώς εκτελεστή υπέρ της ενάγουσας της δεύτερης ως άνω αγωγής, μέχρι του ποσού των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ.

       ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης εταιρεία με την επωνυμία … ως πλοιοκτήτριας του κινδυνεύοντος και δεχόμενου με ωφέλιμο αποτέλεσμα τις σωστικές υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής επί του σκάφους της …, να καταβάλει στην ενάγουσα της δεύτερης ως άνω αγωγής εταιρεία με την επωνυμία … ως πλοιοκτήτρια του σωστικού αρωγού σκάφους …, το ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων (2.800) ευρώ, ως αμοιβή ένεκα επιθαλάσσιας αρωγής, νομιμοτόκως δε από την επομένη του επίδικου συμβάντος (που έλαβε χώρα στις 16-8-2014) κατά το οποίο παρασχέθηκαν οι ως άνω υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής εκ μέρους της ενάγουσας προς την εναγομένη, ήτοι από τη 17-8-2014 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, και δη για μεν τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από την επομένη ημέρα του επίδικου συμβάντος της διάσωσης του πλοίου της εναγομένης, ήτοι από τις 16-8-2014 και μέχρι την επίδοση της κρινόμενης αυτής αγωγής, για δε τους νόμιμους τόκους επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αυτής αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως..

       ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό τους.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις      -2-2020.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ