Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης            659/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Διαδικασία περιουσιακών διαφορών

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο την 10η Δεκεμβρίου 2019 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

  1. A) ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Eταιρίας με την επωνυμία «….», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στον …. και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μάριο Χαλιακόπουλο (ΑΜΔΣΠ 4166), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Ανώνυμης εταιρίας … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Α. Ο. του Δ., 3) …, … …. (…), 4) … 5) …, 6) …, 7) …, 8) …, 9) … …… …), 10) … (…), 11) …), 12, 13) …, 14) 15) … 16) …, 17), 18) …, 19) …, 20) …, 21) …, 22) …, 23) …, 24) …, 25) …, 26) …, 27) …, 28) …, … …, 29) …, … …, 30) …, … …, 31) ……, 32) …, … …, 33) …, … …, 34) …, … ……, 35) ……, 36) …, … …, 37) …, … …, 38) …, … …, 39) …, … … (οδός …), 40) …, … …, 41) …, … …, 42) …, ο οποίος δεν παραστάθηκε, και για τον οποίο εμφανίσθηκε στο ακροατήριο ο δικηγόρος Νικόλαος Μακρής (ΑΜΔΣΠ 2569), ο οποίος γνωστοποίησε τον θάνατο του ως άνω διαδίκου και δήλωσε ότι η δίκη συνεχίζεται από τους νόμιμους κληρονόμους του:  1) …, χήρα …, … …, ατομικά και με την ιδιότητά της ως ασκούσα τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων της, … και … του …, 2) … του … και της …, … …, 3) … του …, … …, 4) … του …, … …, και 5) … του …, … …, 43) …, … …, 44) … του …, … …, 45) …, … …, 46) …, … …, 47) … του …, … …, 48) …, … …, 49) … του …, … …, 50) …, … …, 51) …, … ……, 52) …, … … (…), 53) …, … …, 54) …, … …, 55) …, … …, 56) …, … …, 57) …, … … (…), 58) …, … …, 59) …, … … (οδός …), 60) …, … … (…), 61) …, … …, 62) …, … … …, 63) …, … … …, 64) …, … … (…), 65) …, … …, 66) …, … …, 67) …, … …, 68) …, … …, 69) …, … … … (…), 70) …, … …, 71) … …, … …), και 72) …, … …, από τους οποίους η 1η εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Αθανασίου (ΑΜΔΣΑ 17620), η οποία κατέθεσε προτάσεις, οι 2ος, 5ος, 6ος, 7ος και 18ος έως 72η εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Μακρή (ΑΜΔΣΠ 2569), ο οποίος κατέθεσε για τους παραπάνω διαδίκους πλην του 27ου κοινές προτάσεις, οι 3ος και 8η έως 17η εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Δαμίγου (ΑΜΔΣΠ 3931), η οποία κατέθεσε κοινές προτάσεις, ενώ ο 4ος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 01.04.2019 με Γ.Α.Κ. 3048/2019 και με Ε.Α.Κ. 1476/2019 ανακ οπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί, μετά από αναβολή από την αρχική δικάσιμο της 17ης.09.2019, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Β) ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: …, με Α.Φ.Μ. …, … …, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Γεωργιλά (ΑΜΔΣΑ 5324), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Α. Ο. του Δ., 2) …, … …….., 3) …, 4) … …… (…), 5) … του …, … … (…), 6) …), 7) … , 8) …, 9) του , … 10) … 11) …, 12) 13) … … Α. Ά., 14) …, 15) …, 16) …, 17) …, 18) …, 19) …,  20) …, 21) …, 22) …, 23) …, 24) …, 25) …, 26) … του …, 27) …, 28) …, 29) …, 30) …, 31) …, 32) …, 33) …, 34) …, 35) …, 36) …, 37) …, 38) …, 39) …, 40) …, 41) …, 42) …, 43) … του …, 44) …, 45) …, 46) … του …, 47) …, 48) … του …, 49) …, 50) …, 51) …, 52) …, 53) …, 54) …, 55) …, 56) …, 57) …, 58) …, 59) …, 60) …, 61) …, 62) …, 63) …, 64) …, 65) …, 66) …, 67) …, 68) …, 69) …, 70) … …, και 71) …, από τους οποίους, οι 2ος έως 12η των καθ’ ων εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Δαμίγου (ΑΜΔΣΠ 3931), η οποία κατέθεσε προτάσεις, και οι λοιποί καθ’ ων δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο καλών – ανακόπτων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 28.03.2019 με Γ.Α.Κ. 2848/2019 και με Ε.Α.Κ. 1366/2019 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 4ης.10.2019, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε. Ήδη, με την από 24.10.2019 με Γ.Α.Κ. 9692/2019 και με Ε.Α.Κ. 4895/2019 κλήση του καλούντος – ανακόπτοντος, η ως άνω ανακοπή προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Γ) ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) … του …, με Α.Φ.Μ. …, … … 6), 2) …, με Α.Φ.Μ. …, … …, και 3) …, … …, που εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Ανδρουλάκη (ΑΜΔΣΠ 1637), η οποία κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Ανώνυμης εταιρίας … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Α. Ο. του Δ., … …, 3) …, … …. (…), 4) … 5) …, 6) …, 7) …, 8) …, 9) … …… …), 10) … …), 11) …), 12) … , 13) …, 14) , … 15) … 16) …, 17) Ι 18) …, 19) …, 20) …, 21) …, 22) …, 23) …, 24) …, 25) …, 26) …, 27) …, 28) …, … …, 29) …, … …, 30) …, … …, 31) … , 32) …, … …, 33) …, … …, 34) …, … ……, 35) …, … …, 36) …, … …, 37) …, … …, 38) …, … …, 39) …, … … (οδός …), 40) …, … …, 41) …, … …, 42) …, ο οποίος δεν παραστάθηκε, και για τον οποίο εμφανίσθηκε στο ακροατήριο η δικηγόρος Αικατερίνη Καπούδα (ΑΜΔΣΑ 15003), η οποία γνωστοποίησε τον θάνατό του και δήλωσε ότι η δίκη συνεχίζεται από τους νόμιμους κληρονόμους του: 1) …, χήρα …, … …, ατομικά και με την ιδιότητά της ως ασκούσα τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων της, … και … του …, 2) … του … και της …, … …, 3) … του …, … …, 4) … του …, … …, και 5) … του …, … … …, 43) …, … …, 44) … του …, … …, 45) …, … …, 46) …, … …, 47) … του …, … …, 48) …, … …, 49) … του …, … …, 50) …, … …, 51) …, … ……, 52) …, … … (…), 53) …, … …, 54) …, … …, 55) …, … …, 56) …, … …, 57) …, … … (…), 58) …, … …, 59) …, … … (οδός …), 60) …, … … (…), 61) …, … …, 62) …, … … …, 63) …, … … …, 64) …, … … (…), 65) …, … …, 66) …, … …, 67) …, … …, 68) …, … …, 69) …, … … … (…), 70) …, … …, 71) … …, … …), και 72) …, … …, από τους οποίους η 1η των καθ’ ων εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Μαρκάκη (ΑΜΔΣΑ 18299), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, οι 2ος, 5ος έως 7ος και 18ος έως 72η των καθ’ ων εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αικατερίνη Καπούδα (ΑΜΔΣΑ 15003), η οποία κατέθεσε προτάσεις για λογαριασμό τους, εκτός από τον 27ο των καθ’ ων, οι 3ος και 8η έως 17η εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Δαμίγου (ΑΜΔΣΠ 3931), η οποία κατέθεσε κοινές προτάσεις, και ο 4ος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 23.03.2019 με Γ.Α.Κ. 2835/2019 και με Ε.Α.Κ. 1355/2019 ανακοπή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί, μετά από αναβολή από την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Δ) ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) …, με Α.Φ.Μ. …, … …, 2) …, με Α.Φ.Μ. …, … … (…), 3) …, … …, 4) …, … …, 5) …, με Α.Φ.Μ. …, … …, 6) …, με Α.Φ.Μ. …, … …, 7) …, … ……, 8) …, με Α.Φ.Μ. …, … …, 9) …, με Α.Φ.Μ. …, … …), 10) …, με Α.Φ.Μ. …, … …, 11) …, με Α.Φ.Μ. …, … …), 12) …, με Α.Φ.Μ. …, … … (οδός …), 13) …, με Α.Φ.Μ. …, … … …), 14) …, με Α.Φ.Μ. …, … …), 15) …, με Α.Φ.Μ. …, … …, 16) …, με Α.Φ.Μ. …, … …, 17) … …, χήρας …, με Α.Φ.Μ. …, … …, ατομικά και με την ιδιότητά της ως ασκούσα τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων της, …, με Α.Φ.Μ. …, και … του …, με Α.Φ.Μ. …, 18) … του … και της …, με Α.Φ.Μ. …, … …, 19) … του …, με Α.Φ.Μ. …6, … …, 20) … του …, με Α.Φ.Μ. …8, … …, 21) … του …, με Α.Φ.Μ. …, … … …, 22) …, με Α.Φ.Μ. …, … … …, 23) … του …, με Α.Φ.Μ. …, … … (οδός …), 24) …, με Α.Φ.Μ. …, … … (…), και 25) …, … …, που εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αικατερίνη Καπούδα (ΑΜΔΣΑ 15003), η οποία κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Ανώνυμης εταιρίας … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Α. Ο. του Δ., … …, 3) …, … …. (…), 4) … … Α. Ά., που δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 5) …, 6) …, 7) …, … ……, 8) …, … … …, 9) … …… …), 10) … του …, … …, 11) …), 12) … , 13) …, 14) , … 15) … 16) …, 17) Ι 18) …, 19) …, 20) …, 21) …, 22) …, 23) …, … …, 24) …, 25) …, 26) …, … …, 27) … του …, … …, 28) …, … …, 29) …, … …, 30) …, … …, 31) …, … …), 32) … του …, … …, 33) …, … …, 34) … του …, … …), 35) …, … …), 36) …, … ……, 37) …, … … (…), 38) …, … … … (…), 39) …, … …, 40) …, … …, 41) …, … … … (…), 42) …, … … … (…), 43) …, … …, 44) …, … … (οδός …), 45) …, … … (…), 46) …, … …, 47) …, … … …, 48) …, … … …, 49) …, … … (…), 50) …, … … …, 51) …, … … …, 52) …, … …, 53) …, … …, 54) …, … … …, 55) …, … …, και 56) … …, … …), από τους οποίους η 1η των καθ’ ων εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Μαρκάκη (ΑΜΔΣΑ 18299), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, οι 3ος και 8η έως 17η των καθ’ ων εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Δαμίγου (ΑΜΔΣΠ 3931), η οποία κατέθεσε κοινές προτάσεις, ενώ οι λοιποί δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 26.03.2019 με Γ.Α.Κ. 2884/2019 και με Ε.Α.Κ. 1382/2019 ανακοπή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί, μετά από αναβολή από την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Ε) ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κίμωνα Γκιουλιστάνη (ΑΜΔΣΠ 2562), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Α. Ο. του Δ., 2) …, … …. (…), 3) … 4) …, 5) …, 6) …, 7) …, 8) … …… …), 9) … …), 10) …), 11) … , 12) …, 13) , … 14) … 15) …, 16) Ι 17) …, 18) …, 19) …, 20) …, 21) …, 22) …, 23) …, 24) …, 25) …, 26) …, 27) …, … …, 28) …, … …, 29) …, … …, 30) … , 31) …, … …, 32) …, … …, 33) …, … ……, 34) ……, 35) …, … …, 36) …, … …, 37) …, … …, 38) …, … … (οδός …), 39) …, … …, 40) …, … …, 41) …, ο οποίος δεν παραστάθηκε, και για τον οποίο εμφανίσθηκε στο ακροατήριο ο δικηγόρος Νικόλαος Μακρής (ΑΜΔΣΠ 2569), ο οποίος γνωστοποίησε τον θάνατό του και δήλωσε ότι η δίκη συνεχίζεται από τους νόμιμους κληρονόμους του:  1) …, χήρα …, … …, ατομικά και με την ιδιότητά της ως ασκούσα τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων της, … και … του …, 2) … του … και της …, … …, 3) … του …, … …, 4) … του …, … …, και 5) … του …, … … …, για τους οποίους κατέθεσε προτάσεις, 42) …, … …, 43) … του …, … …, 44) …, … …, 45) …, … …, 46) … του …, … …, 47) …, … …, 48) … του …, … …, 49) …, … …, 50) …, … ……, 51) …, … … (…), 52) …, … …, 53) …, … …, 54) …, … …, 55) …, … …, 56) …, … … (…), 57) …, … …, 58) …, … … (οδός …), 59) …, … … (…), 60) …, … …, 61) …, … … …, 62) …, … … …, 63) …, … … (…), 64) …, … …, 65) …, … …, 66) …, … …, 67) …, … …, 68) …, … … … (…), 69) …, … …, 70) … …, … …), και 71) …, … …, από τους οποίους ο 3ος των καθ’ ων δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, οι 1ος, 4ος έως 6ος και 17ος έως 71η των καθ’ ων εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Μακρή (ΑΜΔΣΠ 2569), ο οποίος κατέθεσε για λογαριασμό τους -πλην του 26ου– κοινές προτάσεις, και οι 2ος και 7η έως 16η εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Δαμίγου (ΑΜΔΣΠ 3931), η οποία κατέθεσε κοινές προτάσεις.

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 28.03.2019 με Γ.Α.Κ. 2894/2019 και με Ε.Α.Κ. 1389/2019 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί, μετά από αναβολή από την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

ΣΤ) ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) …, … …, 2) …, … …, 3) … του …, … …, 4) …, … …, 5) … του …, … …, 6) …, … …, 7) …, … ……, 8) …, … … (…), 9) …, … …, 10) …, … …, 11) …, … …, 12) …, … … (…), 13) …, … … (…), 14) …, … …, 15) …, … … (οδός …), 16) …, … … (…), 17) …, … …, 18) …, … … …, 19) …, … … …, 20) …, … … (…), 21) …, … …, 22) …, … …, 23) …, … … …, 24) …, … … … (…), 25) …, … …, και 26) … …, … …), που εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Μακρή (ΑΜΔΣΠ 2569), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης εταιρίας … και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Μαρκάκη (ΑΜΔΣΑ 18299), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 28.03.2019 με Γ.Α.Κ. 2914/2019 και με Ε.Α.Κ. 1404/2019 ανακοπή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί, μετά από αναβολή από την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Ζ) ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: …, με Α.Φ.Μ. …, … …, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ελευθέριο Καούτσκη (ΑΜΔΣΠ 2473), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Ανώνυμης εταιρίας … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Α. Ο. του Δ., … …, 3) …, … …. (…), 4) … … Α. Ά., 5) …, 6) …, 7) …, … ……, 8) …, … … …, 9) … …… …), 10) … του …, … …, 11) …), 12) … , 13) …, 14)  … 15) … 16) …, 17) 18) …, 19) …, 20) …, 21) …, 22) …, 23) …, … …, 24) …, 25) …, 26) …, … …, 27) … του …, … …, 28) …, … …, 29) …, … …, 30) …, … …, 31) …, … … (…), 32) …, … …, 33) …, … …, 34) …, … ……, 35) …, … …, 36) …, … …, 37) …, … …, 38) …, … …, 39) …, … … (οδός …), 40) …, … …, 41) …, … …, 42) …, … …, 43) …, … …, 44) … του …, … …, 45) …, … …, 46) …, … …, 47) … του …, … …, 48) …, … …, 49) … του …, … …, 50) …, … …, 51) …, … ……, 52) …, … … (…), 53) …, … …, 54) …, … …, 55) …, … …, 56) …, … …, 57) …, … … (…), 58) …, … …, 59) …, … … (οδός …), 60) …, … … (…), 61) …, … …, 62) …, … … …, 63) …, … … …, 64) …, … … (…), 65) …, … …, 66) …, … …, 67) …, … … …, 68) …, … … … (…), 69) …, … …, 70) … …, … …), και 71) …, … …, από τους οποίους η 1η των καθ’ ων εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Μαρκάκη (ΑΜΔΣΑ 18299), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, οι 3ος και 8η έως 17η των καθ’ ων εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Δαμίγου (ΑΜΔΣΠ 3931), ενώ οι υπόλοιποι δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από 28.03.2019 με Γ.Α.Κ. 2918/2019 και με Ε.Α.Κ. 1407/2019 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί, μετά από αναβολή από την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Η) ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον …, με Α.Φ.Μ. …, και ήδη από την 01.01.2017 από την …, που εδρεύει στην Α. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Α. (…), με Α.Φ.Μ. …, και εν προκειμένω από τον …, που κατοικοεδρεύει στον …), καθώς και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. …, που κατοικοεδρεύει στο … (οδός Σταμαθιουδάκη αριθ. 8), που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ. Μυρσίνη Δεληγιαννίδου (ΑΜ 563), η οποία κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Α. Ο. του Δ., 2) …, … …. (…), 3) … 4) …, 5) …, 6) …, 7) …, 8) … …… …), 9) … …), 10) …), 11) … , 12) …, 13) ……., … 14) … 15) …, 16) Ι 17) …, 18) …, 19) …, 20) …, 21) …, 22) …, 23) …, 24) …, 25) …, 26) …, 27) …, … …, 28) …, … …, 29) …, … …, 30) … , 31) …, … …, 32) …, … …, 33) …, … ……, 34) ……, 35) …, … …, 36) …, … …, 37) …, … …, 38) …, … … (οδός …), 39) …, … …, 40) …, … …, 41) …, ο οποίος δεν παραστάθηκε, και για τον οποίο εμφανίσθηκε στο ακροατήριο η δικηγόρος Αικατερίνη Καπούδα (ΑΜΔΣΑ 15003), η οποία γνωστοποίησε τον θάνατό του και δήλωσε ότι η δίκη συνεχίζεται από τους νόμιμους κληρονόμους του: 1) …, χήρα …, … …, ατομικά και με την ιδιότητά της ως ασκούσα τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων της, … και … του …, 2) … του … και της …, … …, 3) … του …, … …, 4) … του …, … …, και 5) … του …, … …, για τους οποίους κατέθεσε προτάσεις, 42) …, … …, 43) … του …, … …, 44) …, … …, 45) …, … …, 46) … του …, … …, 47) …, … …, 48) … του …, … …, 49) …, … …, 50) …, … ……, 51) …, … … (…), 52) …, … …, 53) …, … …, 54) …, … …, 55) …, … …, 56) …, … … (…), 57) …, … …, 58) …, … … (οδός …), 59) …, … … (…), 60) …, … …, 61) …, … … …, 62) …, … … …, 63) …, … … (…), 64) …, … …, 65) …, … …, 66) …, … …, 67) …, … …, 68) …, … … … (…), 69) …, … …, 70) … …, … …), 71) …, … …, και 72) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην Α. (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, από τους οποίους ο 3ος των καθ’ ων δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, οι 1ος, 4ος έως 6ος, και 17ος έως 71η των καθ’ ων εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αικατερίνη Καπούδα (ΑΜΔΣΑ 15003), η οποία κατέθεσε για λογαριασμό τους -πλην του 26ου– προτάσεις, οι 2ος και 7η έως 16η των καθ’ ων εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Δαμίγου (ΑΜΔΣΠ 3931), και η 72η εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Μαρκάκη (ΑΜΔΣΑ 18299), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Το ανακόπτον ζητεί να γίνει δεκτή η από 02.04.2019 με Γ.Α.Κ. 3143/2019 και με Ε.Α.Κ. 1503/2019 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί, μετά από αναβολή από την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Θ) ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «…, με την ιδιότητα του οιονεί καθολικού διαδόχου του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «…), με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στην Α. (οδός …) και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ρωξάνη Παπαπούλου (ΑΜΔΣΑ 24312), η οποία κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ:  1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην Α. (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Α. Ο. του Δ., 3) …, … …. (…), 4) … 5) …, 6) …, 7) …, 8) …, 9) … …… …), 10) … …), 11) …), 12) … , 13) …, 14)   … 15) … 16) …, 17) Ι 18) …, 19) …, 20) …, 21) …, 22) …, 23) …, 24) …, 25) …, 26) …, 27) …, 28) …, … …, 29) …, … …, 30) …, … …, 31) … , 32) …, … …, 33) …, … …, 34) …, … ……, 35) ……, 36) …, … …, 37) …, … …, 38) …, … …, 39) …, … … (οδός …), 40) …, … …, 41) …, … …, 42) …, ο οποίος δεν παραστάθηκε, και για τον οποίο εμφανίσθηκε στο ακροατήριο η δικηγόρος Αικατερίνη Καπούδα (ΑΜΔΣΑ 15003), η οποία γνωστοποίησε τον θάνατό του και δήλωσε ότι η δίκη συνεχίζεται από τους νόμιμους κληρονόμους του: 1) …, χήρα …, … …, ατομικά και με την ιδιότητά της ως ασκούσα τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων της, … και … του …, 2) … του … και της …, … …, 3) … του …, … … …, 4) … του …, … … …, και 5) … του …, … … …, 43) …, … …, 44) … του …, … …, 45) …, … …, 46) …, … …, 47) … του …, … …, 48) …, … …, 49) … του …, … …, 50) …, … …, 51) …, … ……, 52) …, … … (…), 53) …, … …, 54) …, … …, 55) …, … …, 56) …, … …, 57) …, … … (…), 58) …, … …, 59) …, … … (οδός …), 60) …, … … (…), 61) …, … …, 62) …, … … …, 63) …, … … …, 64) …, … … (…), 65) …, … …, 66) …, … …, 67) …, … …, 68) …, … …, 69) …, … … … (…), 70) …, … …, 71) … …, … …), 72) …, … …, και 73) του υπαλλήλου του πλειστηριασμού …, συμβολαιογράφου Πειραιά …, από τους οποίους ο 4ος και ο 73ος δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, η 1η των καθ’ ων εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Αθανασίου (ΑΜΔΣΑ 17620), η οποία κατέθεσε προτάσεις, οι 2ος, 5ος έως 7ος και 18ος έως 72η εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αικατερίνη Καπούδα, η οποία κατέθεσε για λογαριασμό τους -πλην του 27ου– προτάσεις, και οι 3ος και 8η έως 17η εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Δαμίγου (ΑΜΔΣΠ 3931), η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Το ανακόπτον ζήτησε να γίνει δεκτή η από 05.04.2019 με Γ.Α.Κ. 3225/2019 και με Ε.Α.Κ. 1555/2019 ανακοπή του, που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί, μετά από αναβολή από την αρχική δικάσιμο της 12ης.11.2019, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Οι υποθέσεις συνεκφωνήθηκαν και συζητήθηκαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

               Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας συνεκφωνήθηκαν και συζητήθηκαν οι ακόλουθες ανακοπές με τις οποίες προσβάλλεται ο υπ’ αριθ. …/01.03.2019 πίνακας κατάταξης του συμβολαιογράφου Πειραιώς Στέφανου Βασιλάκη: α) Η από 02.04.2019 με Γ.Α.Κ. 3048/2019 και με Ε.Α.Κ. 1476/2019 ανακοπή (εφεξής η υπό στοιχείο Α’ ανακοπή), β) Η από 28.03.2019 με Γ.Α.Κ. 2848/2019 και με Ε.Α.Κ. 1366/2019 ανακοπή, που επανεισήχθη προς συζήτηση με την από 24.10.2019 με Γ.Α.Κ. 9692/2019 και με Ε.Α.Κ. 4895/2019 κλήση, κατόπιν ματαίωσης της συζήτησής της κατά τη δικάσιμο της 4ης.10.2019 (εφεξής η υπό στοιχείο Β’ ανακοπή), γ) Η από 23.03.2019 με Γ.Α.Κ. 2835/2019 και με Ε.Α.Κ. 1355/2019 ανακοπή (εφεξής η υπό στοιχείο Γ’ ανακοπή),  δ) Η από 26.03.2019 με Γ.Α.Κ. 2884/2019 και με Ε.Α.Κ. 1382/2019 ανακοπή (εφεξής η υπό στοιχείο Δ’ ανακοπή), ε) Η από 28.03.2019 με Γ.Α.Κ. 2894/2019 και με Ε.Α.Κ. 1389/2019 ανακοπή (εφεξής η υπό στοιχείο Ε’ ανακοπή), στ) Η από 28.03.2019 με Γ.Α.Κ. 2914/2019 και με Ε.Α.Κ. 1404/2019 ανακοπή (εφεξής η υπό στοιχείο ΣΤ’ ανακοπή), ζ) Η από 28.03.2019 με Γ.Α.Κ. 2918/2019 και με Ε.Α.Κ. 1407/2019 ανακοπή (εφεξής η υπό στοιχείο Ζ’ ανακοπή), η) Η από 02.04.2019 με Γ.Α.Κ. 3143/2019 και με Ε.Α.Κ. 1503/2019 ανακοπή (εφεξής η υπό στοιχείο Η’ ανακοπή), και θ) Η από 05.04.2019 με Γ.Α.Κ. 3225/2019 και με Ε.Α.Κ. 1555/2019 ανακοπή (εφεξής η υπό στοιχείο Θ’ ανακοπή), οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία, είναι συναφείς, καθώς με αυτές προσβάλλεται ο ίδιος πίνακας κατάταξης, και με τη συνεκδίκαση διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, και επέρχεται μείωση των εξόδων της (άρθρα 246, 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ).

Kατά το άρθρο 62 εδ. α’ ΚΠολΔ, «όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος». Η ικανότητα αυτή, η οποία ως διαδικαστική προϋπόθεση εξετάζεται κατά το άρθρο 73 ΚΠολΔ αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, παύει να υπάρχει για το φυσικό πρόσωπο με το θάνατό του (άρθρο 35 ΑΚ). Περαιτέρω, από το άρθρο 313 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠολΔ συνάγεται ότι η απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη έχει διεξαχθεί κατά ανύπαρκτου φυσικού προσώπου, όπως είναι και αυτό που απεβίωσε, δεν έχει υπόσταση και ρητά χαρακτηρίζεται ως ανύπαρκτη. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις εφαρμοζόμενες και σε δίκη επί ανακοπής διατάξεις των άρθρων 286 επ. ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις οποίες διακοπή της δίκης συνεπεία μεταβολής στο πρόσωπο διαδίκου επέρχεται, με τη συνδρομή και των λοιπών νόμιμων προϋποθέσεων, μόνον αν η μεταβολή συμβεί έως ότου τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, συνάγεται ότι εάν ο διάδικος είναι στη ζωή κατά την έναρξη της δίκης, αποβιώσει όμως στη συνέχεια (προτού αποπερατωθεί η δίκη αμετάκλητα), αν μεν ο θάνατός του επήλθε μέχρι πέρατος της προφορικής συζήτησης, μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση, τότε τηρουμένων και των λοιπών νόμιμων διατυπώσεων, μεταξύ των οποίων και εκείνη της γνωστοποίησης του θανάτου προς τον αντίδικο, επέρχεται διακοπή της δίκης, με συνέπεια όλες οι επιχειρούμενες στο μεταξύ και μέχρι της νόμιμης επανάληψης διαδικαστικές πράξεις, εκτός της τυχόν εκδιδόμενης απόφασης, να λογίζονται άκυρες (Βλ. ΑΠ 729/2019 ΤΝΠ NOMOS). Επομένως, το δικόγραφο της αγωγής -και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και το δικόγραφο της ανακοπής- που έχει ασκηθεί σε βάρος προαποβιώσαντος φυσικού προσώπου πάσχει από ακυρότητα, λόγω έλλειψης της προαναφερόμενης δικονομικής προϋπόθεσης της ικανότητας διαδίκου, και η ανακοπή απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη, αποκλειομένης στην περίπτωση αυτή της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 286 επ. ΚΠολΔ περί βίαιης διακοπής και επανάληψης της δίκης, οι οποίες προϋποθέτουν νόμιμα αρξάμενη εκκρεμή δίκη (πρβλ. ΑΠ 234/2018, ΑΠ 147/2006 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS, Μαργαρίτη Μ., Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Τόμος Ι, 2012, άρθρο 62, αριθ. 3 έως 5). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά την εκφώνηση των υπό τα στοιχεία Α’, Γ’, Ε’, Η’ και Θ’ ανακοπών οι δικηγόροι Νικόλαος Μακρής και Αικατερίνη Καπούδα, γνωστοποίησαν το θάνατο του καθ’ ου, …, … εν ζωή …, και δήλωσαν ότι η δίκη συνεχίζεται με τους νόμιμους κληρονόμους του αποβιώσαντος: 1) …, χήρα …, … …, ατομικά και με την ιδιότητά της ως ασκούσα τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων της, … και … του …, 2) … του … και της …, … …, 3) … του …, … …, 4) … του …, … …, και 5) … του …, … … …, για τους οποίους κατέθεσαν προτάσεις. Ο θάνατος του παραπάνω διαδίκου αποδεικνύεται από το προσαγόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. …/11.08.2017 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιαρχείου Δ.Ε. Αρκαδίου …, ενώ η ιδιότητα των παραπάνω ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων (σύζυγος και τέκνα, αντίστοιχα) αποδεικνύεται από το υπ’ αριθ. πρωτ. …/25.09.2017 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών που εκδόθηκε από το Γραφείο Δημοτικής Κατάστασης του Δήμου …, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. πρωτ. …/2019 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου … περί μη δημοσίευσης διαθήκης, καθώς και το υπ’ αριθ. 380/2019 πιστοποιητικό της Γραμματέα του Πρωτοδικείου … περί μη αμφισβήτησης κληρονομικού δικαιώματος. Όπως, όμως, προκύπτει από την παραπάνω ληξιαρχική πράξη, ο ως άνω διάδικος απεβίωσε πριν την άσκηση των ανακοπών, και, συγκεκριμένα την 11.08.2017. Συνεπώς, οι ως άνω υπό στοιχεία Α’, Γ’, Ε’, Η’ και Θ’ ανακοπές πάσχουν ακυρότητας ως προς αυτόν, λόγω έλλειψης της ικανότητας διαδίκου κατά τον χρόνο άσκησής τους, με αποτέλεσμα οι δηλώσεις των κληρονόμων του ότι επαναλαμβάνουν τη δίκη να στερούνται έννομων συνεπειών, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω (πρβλ. και ΑΠ 234/2018 ΤΝΠ NOMOS). Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες οι υπό στοιχεία Α’, Γ’, Ε’, Η’ και Θ’ ανακοπές, κατά το σκέλος που στρέφονται σε βάρος του …, … εν ζωή …. Για τον ίδιο λόγο, πρέπει, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, να απορριφθούν ως απαράδεκτες ως προς τον παραπάνω διάδικο και οι υπό στοιχεία Β’ και Ζ’ ανακοπές, οι οποίες ασκήθηκαν σε βάρος του, σε χρόνο μεταγενέστερο του θανάτου του.

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, «1. Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. 2. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγόμενου. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή». Ως «μη κανονική παράσταση» του διαδίκου νοείται στις ειδικές διαδικασίες και η περίπτωση της μη κατάθεσης προτάσεων κατά τη συζήτηση, η οποία, με βάση τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 περ. γ’ ΚΠολΔ, είναι υποχρεωτική [Βλ. Απαλαγάκη Χ. (-Πλεύρη Αντ.), ΚΠολΔ, 5η έκδοση, άρθρο 591, αριθ. περιθ. 14, σελ. 1675]. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των απομαγνητοφωνημένων πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κατά την εκφώνηση της υπό στοιχείο Α’ ανακοπής ο 4ος των καθ’ ων η ανακοπή, …, δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ από τα έγγραφα που προσάγει με επίκληση η ανακόπτουσα της υπό στοιχείο Α’ ανακοπής δεν προκύπτει επίδοση του δικογράφου στον ως άνω διάδικο. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπό στοιχείο Α’ ανακοπής ως προς τον 4ο των καθ’ ων η ανακοπή, … (άρθρα 271 παρ. 1 και 2 εδ. β’, 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από την επισκόπηση των απομαγνητοφωνημένων πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κατά την εκφώνηση της υπό στοιχείο Α’ ανακοπής ο 27ος καθ’ ου η ανακοπή, …, εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μακρή (ΑΜΔΣΠ 2569), ο οποίος, όμως, από την έρευνα του φακέλου της δικογραφίας, δεν προκύπτει 0ότι κατέθεσε για τον παραπάνω διάδικο προτάσεις. Από την υπ’ αριθ. …’/02.04.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …, προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Α’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης για την αρχική δικάσιμο της 17ης.09.2019, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια της ανακόπτουσας στην αντίκλητο δικηγόρο του ως άνω διαδίκου, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 129, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Κατά την παραπάνω δικάσιμο, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης του ως άνω διαδίκου (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. δ’ ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η υπό στοιχείο Α’ ανακοπή να συζητηθεί ερήμην του 27ου καθ’ ου η ανακοπή, … (άρθρα 271 παρ. 2 εδ. α’, 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, από την υπ’ αριθ. …’/30.10.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, την οποία προσάγει με επίκληση ο καλών – ανακόπτων της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 24.10.2019 κλήσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση και κλήση για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια του ανακόπτοντος της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής, στον Βασίλειο Τσιαντή, αντίκλητο δικηγόρο του 1ου των καθ’ ων η υπό στοιχείο Β’ ανακοπή, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Επίσης, από την υπ’ αριθ. …’/28.03.2019 έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, την οποία προσάγει με επίκληση ο καλών – ανακόπτων, προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 4ης.10.2019, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια του ανακόπτοντος, Βασίλειο Τσιαντή, αντίκλητο δικηγόρο του 1ου των καθ’ ων η υπό στοιχείο Β’ ανακοπή, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 128 παρ. 4, 129 παρ. 2, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Εξάλλου, από την υπ’ αριθ. …/31.10.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Άρτας, …, την οποία προσάγει με επίκληση ο καλών – ανακόπτων, προκύπτει ότι αντίγραφο της από 24.10.2019 κλήσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση και κλήση για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια του ανακόπτοντος της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής, στον 13ο των καθ’ ων η υπό στοιχείο Β’ ανακοπή, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Επίσης, από την υπ’ αριθ. …/29.03.2019 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, την οποία προσάγει με επίκληση ο καλών – ανακόπτων, προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 4ης.10.2019, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον 13ο των καθ’ ων η υπό στοιχείο Β’ ανακοπή, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από την υπ’ αριθ. …/30.10.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …, την οποία προσάγει με επίκληση ο καλών – ανακόπτων, προκύπτει ότι αντίγραφο της από 24.10.2019 κλήσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση και κλήση για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια του καλούντος – ανακόπτοντος στην …, αντίκλητο δικηγόρο του 14ου των καθ’ ων, …, του 15ου των καθ’ ων, …, του 16ου των καθ’ ων, …, του 17ου των καθ’ ων, …, του 18ου των καθ’ ων, …, του 19ου των καθ’ ων, …, του 20ου των καθ’ ων, …, του 21ου των καθ’ ων, …, του 22ου των καθ’ ων, …, του 23ου των καθ’ ων, …, του 24ου των καθ’ ων, …, του 25ου των καθ’ ων, …, του 26ου των καθ’ ων, …, του 27ου των καθ’ ων, …, και του 28ου των καθ’ ων, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 128 παρ. 4, 129 παρ. 2, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Επίσης, από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, την οποία προσάγει με επίκληση ο καλών – ανακόπτων, προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 4ης.10.2019, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια του καλούντος – ανακόπτοντος, στην …, αντίκλητο δικηγόρο του 14ου των καθ’ ων, …, του 15ου των καθ’ ων, …, του 16ου των καθ’ ων, …, του 17ου των καθ’ ων, …, του 18ου των καθ’ ων, …, του 19ου των καθ’ ων, …, του 20ου των καθ’ ων, …, του 21ου των καθ’ ων, …, του 22ου των καθ’ ων, …, του 23ου των καθ’ ων, …, του 24ου των καθ’ ων, …, του 25ου των καθ’ ων, …, του 26ου των καθ’ ων, …, του 27ου των καθ’ ων, …, και του 28ου των καθ’ ων, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 128 παρ. 4, 129 παρ. 2, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Εξάλλου, από την υπ’ αριθ. …/30.10.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, την οποία προσάγει με επίκληση ο καλών – ανακόπτων, προκύπτει ότι αντίγραφο της από 24.10.2019 κλήσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση και κλήση για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια του καλούντος – ανακόπτοντος στην Αικατερίνη Καπούδα, αντίκλητο δικηγόρο του 29ου των καθ’ ων, …, του 30ου των καθ’ ων, …, του 31ου των καθ’ ων, …, του 32ου των καθ’ ων, …, του 33ου των καθ’ ων, …, του 34ου των καθ’ ων, …, του 35ου των καθ’ ων, …, του 36ου των καθ’ ων …, του 37ου των καθ’ ων …, του 38ου των καθ’ ων, …, του 39ου των καθ’ ων, …, του 40ου των καθ’ ων, …, του 42ου των καθ’ ων, …, και του 43ου των καθ’ ων, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Επίσης, από την υπ’ αριθ. 4713 Δ’/29.03.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, την οποία προσάγει με επίκληση ο καλών – ανακόπτων, προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 4ης.10.2019, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια του καλούντος – ανακόπτοντος, στην Αικατερίνη Καπούδα, αντίκλητο δικηγόρο του 29ου των καθ’ ων, …, του 30ου των καθ’ ων, …, του 31ου των καθ’ ων, …, του 32ου των καθ’ ων, …, του 33ου των καθ’ ων, …, του 34ου των καθ’ ων, …, του 35ου των καθ’ ων, …, του 36ου των καθ’ ων …, του 37ου των καθ’ ων …, του 38ου των καθ’ ων, …, του 39ου των καθ’ ων, …, του 40ου των καθ’ ων, …, του 42ου των καθ’ ων, …, και του 43ου των καθ’ ων, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 128 παρ. 4, 129 παρ. 2, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από την υπ’ αριθ. …/30.10.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, την οποία προσάγει με επίκληση ο καλών – ανακόπτων, προκύπτει ότι αντίγραφο της από 24.10.2019 κλήσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση και κλήση για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια του καλούντος – ανακόπτοντος στον Νικόλαο Μακρή, αντίκλητο δικηγόρο του 44ου των καθ’ ων, …, του 45ου των καθ’ ων, …ή, του 46ου των καθ’ ων, …, του 47ου των καθ’ ων, …, του 48ου των καθ’ ων, …, του 49ου των καθ’ ων, …, του 50ου των καθ’ ων, …, του 51ου των καθ’ ων, …, του 52ου των καθ’ ων, …, του 53ου των καθ’ ων, …, του 54ου των καθ’ ων, …, του 55ου των καθ’ ων, …, του 56ου των καθ’ ων, …, του 57ου των καθ’ ων, …, του 58ου των καθ’ ων, …, του 59ου των καθ’ ων, …, του 60ου των καθ’ ων, …, του 61ου των καθ’ ων, …, του 62ου των καθ’ ων, …, του 63ου των καθ’ ων, …, του 64ου των καθ’ ων, …, του 65ου των καθ’ ων, …, της 66ης των καθ’ ων, …, του 67ου των καθ’ ων, …, του 68ου των καθ’ ων, …, του 69ου των καθ’ ων, …, και του 70ου των καθ’ ων, … … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Επίσης, από την υπ’ αριθ. …’/28.03.2019 έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, την οποία προσάγει με επίκληση ο καλών – ανακόπτων, προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 4ης.10.2019, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια του καλούντος – ανακόπτοντος, στον Νικόλαο Μακρή, αντίκλητο δικηγόρο του 44ου των καθ’ ων, …, του 45ου των καθ’ ων, …ή, του 46ου των καθ’ ων, …, του 47ου των καθ’ ων, …, του 48ου των καθ’ ων, …, του 49ου των καθ’ ων, …, του 50ου των καθ’ ων, …, του 51ου των καθ’ ων, …, του 52ου των καθ’ ων, …, του 53ου των καθ’ ων, …, του 54ου των καθ’ ων, …, του 55ου των καθ’ ων, …, του 56ου των καθ’ ων, …, του 57ου των καθ’ ων, …, του 58ου των καθ’ ων, …, του 59ου των καθ’ ων, …, του 60ου των καθ’ ων, …, του 61ου των καθ’ ων, …, του 62ου των καθ’ ων, …, του 63ου των καθ’ ων, …, του 64ου των καθ’ ων, …, του 65ου των καθ’ ων, …, της 66ης των καθ’ ων, …, του 67ου των καθ’ ων, …, του 68ου των καθ’ ων, …, του 69ου των καθ’ ων, …, και του 70ου των καθ’ ων, … … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 128 παρ. 4, 129 παρ. 2, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Τέλος, από την υπ’ αριθ. …’/30.10.2019 έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, την οποία προσάγει με επίκληση ο καλών – ανακόπτων, προκύπτει ότι αντίγραφο της από 24.10.2019 κλήσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση και κλήση για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια του καλούντος – ανακόπτοντος, στην Μαρία Λειβιδιώτου – Σαξώνη, αντίκλητο δικηγόρο της 71ης των καθ’ ων, …, και, επίσης, από την υπ’ αριθ. …’/29.03.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 4ης.10.2019, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια του καλούντος – ανακόπτοντος, στην Μαρία Λειβιδιώτου – Σαξώνη, αντίκλητο δικηγόρο της 71ης των καθ’ ων, …. Από τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου προκύπτει ότι όλοι οι παραπάνω διάδικοι δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Πρέπει, επομένως, η υπό στοιχείο Β’ ανακοπή να συζητηθεί ερήμην τους (άρθρα 271 παρ. 2 εδ. α’, 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, από την υπ’ αριθ. …/28.03.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …, την οποία προσάγουν με επίκληση οι ανακόπτοντες της υπό στοιχείο Γ’ ανακοπής,  προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Γ’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια των ανακοπτόντων στον Στέφανο Λύρα, αντίκλητο δικηγόρο του 4ου των καθ’ ων η ανακοπή, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 129 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Κατά την παραπάνω δικάσιμο, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης του ως άνω διαδίκου (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. δ’ ΚΠολΔ). Από τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι ο ως άνω διάδικος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπό στοιχείο Γ’ ανακοπής. Επίσης, από την επισκόπηση των ίδιων πρακτικών προκύπτει ότι κατά την εκφώνηση της υπό στοιχείο Γ’ ανακοπής ο 27ος των καθ’ ων η ανακοπή, …, εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Καπούδα (ΑΜΔΣΠ 15003), η οποία, όμως, όπως προκύπτει από την έρευνα του φακέλου της δικογραφίας, δεν κατέθεσε για τον παραπάνω διάδικο προτάσεις. Από την υπ’ αριθ. …’/28.03.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …, προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Γ’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια των ανακοπτόντων στον …, αντίκλητο δικηγόρο του 27ου των καθ’ ων η ανακοπή (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 129 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Κατά την παραπάνω δικάσιμο, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης του ως άνω διαδίκου (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. δ’ ΚΠολΔ). Κατόπιν τούτων, πρέπει η υπό στοιχείο Γ’ ανακοπή να συζητηθεί ερήμην του 4ου και του 27ου των καθ’ ων η ανακοπή, … και …, αντίστοιχα (άρθρα 271 παρ. 2 εδ. α’, 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ).

Εξάλλου, από την υπ’ αριθ. …/29.03.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, … …, την οποία προσάγουν με επίκληση οι ανακόπτοντες της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια των ανακοπτόντων στον Βασίλειο Τσιαντή, αντίκλητο δικηγόρο του 2ου των καθ’ ων η ανακοπή, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από την υπ’ αριθ. …/29.03.2019 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, την οποία προσάγουν με επίκληση οι ανακόπτοντες, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια των ανακοπτόντων στον Στέφανο Λύρα, αντίκλητο δικηγόρο του 4ου των καθ’ ων η ανακοπή, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Επίσης, από την υπ’ αριθ. …/29.03.2019 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια των ανακοπτόντων στον …, αντίκλητο δικηγόρο του 5ου των καθ’ ων, …, του 6ου των καθ’ ων, …, του 7ου των καθ’ ων, …, του 18ου των καθ’ ων, …, του 19ου των καθ’ ων, …, του 20ου των καθ’ ων, …, του 21ου των καθ’ ων, …, του 22ου των καθ’ ων, …, του 23ου των καθ’ ων, …, του 24ου των καθ’ ων, …, του 25ου των καθ’ ων, …, του 26ου των καθ’ ων, …, του 27ου των καθ’ ων, …, του 28ου των καθ’ ων, …, και του 29ου των καθ’ ων, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Εξάλλου, από την υπ’ αριθ. …/29.03.2019 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, την οποία προσάγουν με επίκληση οι ανακόπτοντες, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλειά τους στον Νικόλαο Μακρή, αντίκλητο δικηγόρο του 30ου καθ’ ου, …, του 31ου καθ’ ου, …ή, του 32ου καθ’ ου, …, του 33ου καθ’ ου, …, του 34ου καθ’ ου, …, του 35ου καθ’ ου, …, του 36ου καθ’ ου, …, του 37ου καθ’ ου, …, του 38ου καθ’ ου, …, του 39ου καθ’ ου, …, του 40ου καθ’ ου, …, του 41ου καθ’ ου, …, του 42ου καθ’ ου, …, του 43ου καθ’ ου, …, του 44ου καθ’ ου, …, του 45ου καθ’ ου, …, του 46ου καθ’ ου, …, του 47ου καθ’ ου, …, του 48ου καθ’ ου, …, του 49ου καθ’ ου, …, του 50ου καθ’ ου, …, του 51ου καθ’ ου, …, της 52ης καθ’ ης, …, του 53ου καθ’ ου, …, του 54ου καθ’ ου, …, του 55ου καθ’ ου, …, και του 56ου καθ’ ου, … … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Κατά την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης των παραπάνω διαδίκων (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. δ’ ΚΠολΔ), οι οποίοι, όπως προκύπτει από τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει, επομένως, η υπό στοιχείο Δ’ ανακοπή να συζητηθεί ερήμην των παραπάνω διαδίκων (άρθρα 271 παρ. 2 εδ. α’, 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, από την υπ’ αριθ. …/29.03.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, την οποία προσάγει με επίκληση η ανακόπτουσα της υπό στοιχείο Ε’ ανακοπής, προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Ε’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια της ανακόπτουσας στον Στέφανο Λύρα, αντίκλητο δικηγόρο του 3ου των καθ’ ων η ανακοπή, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 129 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Κατά την παραπάνω δικάσιμο, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης του ως άνω διαδίκου (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. δ’ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο ως άνω διάδικος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπό στοιχείο Ε’ ανακοπής. Επίσης, από την επισκόπηση των ίδιων πρακτικών προκύπτει ότι κατά την εκφώνηση της ίδιας υπό στοιχείο Ε’ ανακοπής ο 26ος των καθ’ ων η ανακοπή, …, εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μακρή (ΑΜΔΣΠ 2569), ο οποίος, όμως, όπως προκύπτει από την έρευνα του φακέλου της δικογραφίας, δεν κατέθεσε για τον παραπάνω διάδικο προτάσεις. Από την υπ’ αριθ. …/29.03.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, την οποία προσάγει με επίκληση η ανακόπτουσα της υπό στοιχείο Ε’ ανακοπής, προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Ε’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια της ανακόπτουσας στον …, αντίκλητο δικηγόρο του 26ου των καθ’ ων η ανακοπή, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 129 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Κατά την παραπάνω δικάσιμο, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης του ως άνω διαδίκου (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. δ’ ΚΠολΔ). Κατόπιν τούτων, πρέπει η υπό στοιχείο Ε’ ανακοπή να συζητηθεί ερήμην του 3ου και του 26ου των καθ’ ων η ανακοπή, … και …, αντίστοιχα (άρθρα 271 παρ. 2 εδ. α’, 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ).

Εξάλλου, από την υπ’ αριθ. …/01.04.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, … …, την οποία προσάγει με επίκληση ο ανακόπτων της υπό στοιχείο Ζ’ ανακοπής, προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Ζ’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια του ανακόπτοντος στον Βασίλειο Τσιαντή, αντίκλητο δικηγόρο του 2ου των καθ’ ων η ανακοπή, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 129 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από την υπ’ αριθ. …/01.04.2019 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Ζ’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια του ανακόπτοντος στον Στέφανο Λύρα, αντίκλητο δικηγόρο του 4ου των καθ’ ων η ανακοπή, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Εξάλλου, από την υπ’ αριθ. …/01.04.2019 έκθεση επίδοσης του ίδιου επιμελητή προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Ζ’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια του ανακόπτοντος στον …, αντίκλητο δικηγόρο του 5ου, 6ου, 7ου, 18ου, 19ου, 20ου, 21ου, 22ου, 23ου, 24ου, 25ου, 26ου, 27ου, 28ου και 29ου των καθ’ ων η ανακοπή, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, και … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από την υπ’ αριθ. …/01.04.2019 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Ζ’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια του ανακόπτοντος στην Αικατερίνη Καπούδα, αντίκλητο δικηγόρο του 30ου, 31ου, 32ου, 33ου, 34ου, 35ου, 36ου, 37ου, 38ου, 39ου, 40ου, 41ου, 43ου, και 44ου των καθ’ ων η ανακοπή, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, … και … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Επίσης, από την υπ’ αριθ. …/01.04.2019 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Ζ’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια του ανακόπτοντος στον Νικόλαο Μακρή, αντίκλητο δικηγόρο του 45ου, 46ου, 47ου, 48ου, 49ου, 50ου, 51ου, 52ου, 53ου, 54ου, 55ου, 56ου, 57ου, 58ου, 59ου, 60ου, 61ου, 62ου, 63ου, 64ου, 65ου, 66ου, 67ης, 68ου, 69ου και 70ου των καθ’ ων η ανακοπή, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …υ, …,  …, …, …, και … … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Τέλος, από την υπ’ αριθ. …/01.04.2019 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Ζ’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια του ανακόπτοντος στην Μαρία Λειβιδιώτου – Σαξώνη, αντίκλητο δικηγόρο της 71ης καθ’ ης η ανακοπή, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Κατά την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης των ως άνω διαδίκων (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. δ’ ΚΠολΔ), οι οποίοι, όπως προκύπτει από τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει, επομένως, η υπό στοιχείο Ζ’ ανακοπή να συζητηθεί ερήμην των παραπάνω διαδίκων (άρθρα 271 παρ. 2 εδ. α’, 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, από την υπ’ αριθ. …/04.04.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, την οποία προσάγει με επίκληση το ανακόπτον της υπό στοιχείο Η’ ανακοπής, προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Η’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια του ανακόπτοντος στον Στέφανο Λύρα, αντίκλητο δικηγόρο του 3ου των καθ’ ων η ανακοπή, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Κατά την παραπάνω δικάσιμο, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης του ως άνω διαδίκου (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. δ’ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο ως άνω διάδικος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπό στοιχείο Η’ ανακοπής. Επίσης, από την επισκόπηση των ίδιων πρακτικών προκύπτει ότι κατά την εκφώνηση της υπό στοιχείο Η’ ανακοπής ο 26ος των καθ’ ων η ανακοπή, …, εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Καπούδα (ΑΜΔΣΠ 15003), η οποία, όμως, όπως προκύπτει από την έρευνα του φακέλου της δικογραφίας, δεν κατέθεσε για τον παραπάνω διάδικο προτάσεις. Από την υπ’ αριθ. …’/04.04.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, την οποία προσάγει με επίκληση το ανακόπτον της υπό στοιχείο Η’ ανακοπής, προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό στοιχείο Η’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 5ης.11.2019, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια του ανακόπτοντος στην …, αντίκλητο δικηγόρο του 26ου των καθ’ ων η ανακοπή, … (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Κατόπιν τούτων, πρέπει η υπό στοιχείο Η’ ανακοπή να συζητηθεί ερήμην του 3ου και του 26ου των καθ’ ων η ανακοπή, … και …, αντίστοιχα (άρθρα 271 παρ. 2 εδ. α’, 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ).

Από την επισκόπηση των απομαγνητοφωνημένων πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι κατά την εκφώνηση της υπό στοιχείο Θ’ ανακοπής ο 4ος των καθ’ ων η ανακοπή, …, δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ το ανακόπτον δεν επικαλείται με τις προτάσεις του ότι η ανακοπή του επιδόθηκε στον ως άνω διάδικο, ούτε άλλωστε προσκομίζει σχετική έκθεση επίδοσης. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπό στοιχείο Θ’ ανακοπής ως προς τον 4ο των καθ’ ων η ανακοπή, … (άρθρα 271 παρ. 1 και 2 εδ. β’, 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από την επισκόπηση των απομαγνητοφωνημένων πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κατά την εκφώνηση της υπό στοιχείο Θ’ ανακοπής δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο ο 73ος των καθ’ ων, υπάλληλος του πλειστηριασμού, Στέφανος Βασιλάκης, ενώ ο 27ος των καθ’ ων, …, εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Καπούδα (ΑΜΔΣΑ 15003), η οποία όμως, όπως προκύπτει από την έρευνα του φακέλου της δικογραφίας, δεν κατέθεσε για τον παραπάνω διάδικο προτάσεις. Από τις υπ’ αριθ. …/08.04.2019 και …/08.04.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …, τις οποίες προσάγει με επίκληση το ανακόπτον της υπό στοιχείο Θ’ ανακοπής, προκύπτει ότι αντίγραφα της υπό στοιχείο Θ’ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης για την αρχική δικάσιμο της 12ης.11.2019, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για συζήτηση, επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια του ανακόπτοντος στον 73ο των καθ’ ων η ανακοπή και στην …, αντίκλητο δικηγόρο του 27ου των καθ’ ων η ανακοπή (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 129 παρ. 1, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Κατά την παραπάνω δικάσιμο, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης των ως άνω διαδίκων (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. δ’ ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η υπό στοιχείο Θ’ ανακοπή να συζητηθεί ερήμην του 27ου και του 73ου των καθ’ ων η ανακοπή, … και … (άρθρα 271 παρ. 2 εδ. α’, 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ).

Α) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 585, 933 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους της ανακοπής που αποτελούν την ιστορική της βάση. Οι λόγοι αυτοί μπορεί να αφορούν είτε (α) στην ύπαρξη της ίδιας της απαίτησης του ανακόπτοντος δανειστή ή του προνομίου της, στην περίπτωση που αυτή δεν κατατάχθηκε καθόλου ή ως προνομιακή στον προσβαλλόμενο πίνακα, οπότε ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει στην ανακοπή του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτησή του ή το προνόμιό της, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου της ανακοπής του και η άμυνα του καθ’ ου, δεν επιτρέπεται δε η συμπλήρωση των απαιτούμενων για τη θεμελίωση της απαίτησής του περιστατικών με τις προτάσεις του ή με άλλα έγγραφα και μάλιστα με το περιεχόμενο της αναγγελίας και των εγγράφων που κατατίθενται μέσα στην ίδια με την επίδοση αυτής προθεσμία και αποδεικνύουν την απαίτηση, είτε (β) σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της απαίτησης του καθ’ ου, που κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα, είτε (γ) σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της καταταχθείσας απαίτησης του καθ’ ου ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος υποχρεούται να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του και να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του ή του προνομίου της πραγματικά περιστατικά, αρκεί δε στην περίπτωση αυτή μόνη η άρνηση της απαίτησης του καθ’ ου από τον ανακόπτοντα για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος της ανακοπής, αφού ο καθ’ ου βαρύνεται πλέον αυτός να αποδείξει την ύπαρξη, το μέγεθος και τον τυχόν προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησής του. Όμως, ακόμη και όταν ο λόγος της ανακοπής δεν αφορά την απαίτηση του ανακόπτοντος ή του προνομίου της, υποχρεούται αυτός να προσδιορίσει με την ανακοπή του την απαίτησή του κατά το είδος, το ποσό και τα θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά, διότι η ύπαρξη της απαίτησής του είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία για τη θεμελίωση του έννομου συμφέροντός του και κατ’ επέκταση της ενεργητικής νομιμοποίησής του για την άσκηση της ανακοπής (ΑΠ 1281/2011). Επίσης, η ως άνω εξειδίκευση της απαίτησης του ανακόπτοντος απαιτείται και όταν αυτός τη στηρίζει αποδεικτικά σε έγγραφα ή σε δεδικασμένο απόφασης, αφού η αποδεικτική δύναμη των εγγράφων αυτών, καθώς και το δεδικασμένο απόφασης που εκδόθηκε μεταξύ του ανακόπτοντος και του καθού η εκτέλεση, δεν δεσμεύουν τρίτους, όπως είναι οι λοιποί δανειστές που αναγγέλθηκαν (Βλ. ΑΠ 129/2018 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό στοιχείο Α’ ανακοπή εκτίθεται ότι με επίσπευση της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή στον αναφερόμενο με το δικόγραφο χρόνο διενεργήθηκε ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του υπό σημαία Κύπρου Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…», στον οποίο αναγγέλθηκε η ανακόπτουσα, δυνάμει των από 04.01.2017 και 05.07.2018 αναγγελιών της, για το συνολικό ποσό του 1.089.452,47 ευρώ, για τις ακόλουθες απαιτήσεις της: Α) Για απαίτηση, ποσού 587.500 ευρώ, που πηγάζει από υπηρεσίες θαλάσσιας αρωγής, τις οποίες παρείχε στο πλειστηριασθέν πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 23.12.2015 έως 20.01.2016, Β) Για απαίτηση, ποσού 398.302,45 ευρώ, για παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού, φύλαξης και συντήρησης του πλειστηριασθέντος πλοίου στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου της κατά το χρονικό διάστημα από 27.04.2014 έως 04.01.2017, και Γ) Για απαίτηση, ποσού 402.021,44 ευρώ, για παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού, φύλαξης και συντήρησης του πλειστηριασθέντος πλοίου στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου της κατά το χρονικό διάστημα από 27.04.2014 έως 03.11.2017. Ότι λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος, ποσού 813.001 ευρώ, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, με τον οποίο, κατόπιν αφαίρεσης των εξόδων εκτέλεσης, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος κατέταξε τους 2ο έως 72η των καθ’ ων η ανακοπή. Ότι οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας, η οποία δεν κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα, έπρεπε να προαφαιρεθούν, ως έξοδα εκτέλεσης, άλλως έπρεπε να καταταχθούν στον προσβαλλόμενο πίνακα ως προνομιακές. Με βάση το ιστορικό αυτό, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους, ζητείται: Α) Να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε να καταταγεί σε αυτόν προνομιακά η ανακόπτουσα, με αντίστοιχη αποβολή των καταταχθέντων αντιδίκων της, και Β) Να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας ως προς τα προαφαιρετέα έξοδα εκτέλεσης στο ποσό των 182.354,40 ευρώ αντί για το ποσό των 317.763,60 ευρώ, το οποίο εσφαλμένα προαφαιρέθηκε υπέρ της επισπεύδουσας δανείστριας – πρώτης καθ’ ης η ανακοπή. Με αυτό το περιεχόμενο και κύρια αιτήματα, η υπό στοιχείο Α’ ανακοπή αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 979 παρ. 2 εδ. α’, 933 παρ. 1 εδ. α’ και 3, 937 παρ. 3, 614 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’ και 3 Α – Β περ. ε’ και ιε’ Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς γνώση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 14.03.2019 (Βλ. την με ίδια ημερομηνία επισημείωση του δικαστικού επιμελητή … επί της υπ’ αριθ. …/01.03.2019 πρόσκλησης δανειστών του συμβολαιογράφου …), η δε ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 02.04.2019 (Βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου), και επιδόθηκε στους καθ’ ων η ανακοπή την ίδια ημέρα (Βλ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …). Επομένως, η υπό στοιχείο Α’ ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 3, 979 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ. Επίσης, αντίγραφο της ανακοπής επιδόθηκε την 02.04.2019 και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (Βλ. την υπ’ αριθ. …/02.04.2019 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, …). Ωστόσο, η ως άνω ανακοπή τυγχάνει απαράδεκτη λόγω αοριστίας και είναι ως εκ τούτου απορριπτέα, διότι με το δικόγραφο δεν εκτίθενται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τις απαιτήσεις της ανακόπτουσας, ενώ δεν είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση των απαιτούμενων για τη θεμελίωση των απαιτήσεων της ανακόπτουσας περιστατικών με τις προτάσεις της ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα -μεταξύ των οποίων και οι αναφερόμενες στο δικόγραφο αναγγελίες της, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω. Ειδικότερα, αναφορικά με τις απαιτήσεις για ελλιμενισμό, φύλαξη και συντήρηση του πλειστηριασθέντος πλοίου, οι οποίες, με βάση τα ιστορούμενα, πηγάζουν από την ημερομηνία 22.11.2013 σύμβαση που καταρτίσθηκε μεταξύ της ανακόπτουσας και της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας, η ίδια αρκείται στην αναφορά ότι αυτές ανέρχονται στο ποσό των 398.302,45 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 27.04.2014 έως 04.01.2017 και στο ποσό των 402.021,44 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 27.04.2014 έως 03.11.2017, χωρίς όμως οποιαδήποτε ανάλυση και εξειδίκευση των ως άνω συνολικών ποσών. Η εξειδίκευση των ως άνω συνολικών ποσών παρίσταται αναγκαία και για τον πρόσθετο λόγο ότι, όπως ιστορείται με το δικόγραφο της ανακοπής, με βάση όρο της από 22.11.2013 σύμβασης που καταρτίσθηκε με τη διαχειρίστρια του πλοίου, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης πληρωμής των τελών ελλιμενισμού η ανακόπτουσα δικαιούνταν να επιβάλλει προσαύξηση σε ποσοστό 50% επί του οφειλόμενου ποσού, και ο όρος αυτός συνιστά συνομολόγηση αθέμιτης ποινικής ρήτρας, κατά το σκέλος που υπερβαίνει το νόμιμο τόκο υπερημερίας επί χρηματικής οφειλής, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 293, 294, 345 και 404 ΑΚ (Βλ. ΑΠ 1438/1997 ΕλλΔνη 1998.381, ΕΑ 9469/2001 ΕλλΔνη 9469/2001 ΕλλΔνη 2002.1082, ΜονΕΠ 31/2015 ΤΝΠ NOMOS, ΜΠΠ 783/2019, αδημ. στο νομικό τύπο, προσαγόμενη από την ανακόπτουσα), και εν προκειμένω η ανακόπτουσα δεν εκθέτει εάν στις απαιτήσεις της, ποσών 398.302,45 ευρώ και 402.021,44 ευρώ, περιλαμβάνονται και προσαυξήσεις δυνάμει του ως άνω συμφωνηθέντος όρου. Περαιτέρω, το δικόγραφο της ανακοπής δεν περιέχει τα θεμελιωτικά περιστατικά ούτε ως προς την απαίτηση της ανακόπτουσας, ποσού 587.500 ευρώ, καθώς πέραν της αναφοράς ότι το ποσό αυτό αποτελεί αμοιβή για υπηρεσίες θαλάσσιας αρωγής που παρείχε η ανακόπτουσα στο πλειστηριασθέν πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 23.12.2015 έως 21.01.2016, δεν εκτίθενται οι συνθήκες που υποδηλώνουν τον κίνδυνο που διέτρεξε το πλοίο, ούτε οι ενέργειες στις οποίες προέβη η ανακόπτουσα για την αποτροπή του εν λόγω κινδύνου, χωρίς να αρκεί η παραπομπή στο περιεχόμενο της αναγγελίας. Επιπλέον, το αίτημα της ανακόπτουσας για μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα ως προς το ποσό των προαφαιρετέων εξόδων εκτέλεσης, με επαναπροσδιορισμό τους (μείωση) στο ποσό των 182.354,40 ευρώ, αντί για το ποσό των 317.763,60 ευρώ, χωρίς υποβολή σχετικού αιτήματος περί κατάταξής της στο αποδεσμευόμενο ποσό, προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον από την ανακόπτουσα και τυγχάνει για τον λόγο αυτόν απορριπτέο, καθώς τυχόν παραδοχή του αιτήματος αυτού δεν ωφελεί, ούτε βλάπτει την ανακόπτουσα. Κατόπιν τούτων, πρέπει η υπό στοιχείο Α’ ανακοπή να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Β) Με την υπό στοιχείο Β’ ανακοπή εκτίθεται ότι με επίσπευση της εταιρίας με την επωνυμία «….» στον αναφερόμενο με το δικόγραφο χρόνο διενεργήθηκε ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του υπό σημαία Κύπρου Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…», στον οποίο αναγγέλθηκε εμπρόθεσμα ο ανακόπτων με την από 10.07.2018 αναγγελία του, για το συνολικό ποσό των 17.683,47 ευρώ (κεφάλαιο, τόκοι από την επίδοση της από 23.12.2013 αγωγής του και δικαστική δαπάνη), για απαιτήσεις του που πηγάζουν από την παροχή ναυτικής εργασίας στο πλειστηριασθέν πλοίο, για τις οποίες εκδόθηκε η αναφερόμενη στο δικόγραφο απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών). Ότι λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος, ποσού 813.001 ευρώ, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, με τον οποίο, κατόπιν αφαίρεσης των εξόδων εκτέλεσης, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος κατέταξε σύμμετρα τους καθ’ ων η ανακοπή και δεν κατέταξε τον ανακόπτοντα. Με βάση το ιστορικό αυτό, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους, ζητείται να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε να καταταγεί σε αυτόν ο ανακόπτων προνομιακά και σύμμετρα με τους καθ’ ων η ανακοπή, με αντίστοιχη μείωση του ποσού για το οποίο κατατάχθηκαν. Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα, η υπό στοιχείο Β’ ανακοπή αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 979 παρ. 2 εδ. α’, 933 παρ. 1 εδ. α’ και 3, 937 παρ. 3, 614 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’ και 3 Α – Β περ. ε’ Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς γνώση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης επιδόθηκε στον ανακόπτοντα την 12.03.2019 (Βλ. την με ίδια ημερομηνία επισημείωση του δικαστικού επιμελητή … επί της υπ’ αριθ. …/01.03.2019 πρόσκλησης δανειστών του συμβολαιογράφου …), η δε ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 28.03.2019 (Βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου), και επιδόθηκε στους καθ’ ων η ανακοπή την 28.03.2019 και την 29.03.2019, αντίστοιχα (Βλ. τις υπ’ αριθ. …’/28.03.2019, …… και … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, την υπ’ αριθ. …/29.03.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Άρτας, …, καθώς και τις υπ’ αριθ. 4713 Δ’/29.03.2019 και …’/29.03.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …). Επομένως, η υπό στοιχείο Β’ ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 3, 979 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ. Επίσης, αντίγραφο της ανακοπής επιδόθηκε την 28.03.2019 και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (Βλ. την υπ’ αριθ. …’/28.03.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …). Πρέπει, επομένως, η ως άνω ανακοπή, με το δικόγραφο της οποίας παρατίθενται όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση του ανακόπτοντος, αλλά και τη συγκεκριμένη έννομη σχέση (παροχή ναυτικής εργασίας) από την οποία πηγάζουν οι απαιτήσεις και το προνόμιό του (πρβλ. ΑΠ 1281/2011, ΑΠ 1949/2009, ΑΠ 1101/2006, ΜονΕΠ 295/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), και, ειδικότερα, προσδιορίζεται το είδος των απαιτήσεων, με αναφορά του διαστήματος ναυτολόγησης του ανακόπτοντος, της ειδικότητάς του, και οι μηνιαίες αποδοχές του, με βάση την ισχύουσα ΣΣΝΕ, καθώς και το οφειλόμενο ποσό, μετά την αφαίρεση του ήδη καταβληθέντος (πρβλ. ΑΠ 108/2018 ΤΝΠ NOMOS), απορριπτομένων ως αβάσιμων των ενάντια υποστηριζόμενων από τους παρασταθέντες καθ’ ων η ανακοπή, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, καθώς και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της.

Γ) Με την υπό στοιχείο Γ’ ανακοπή εκτίθεται ότι με επίσπευση της 1ης των καθ’ ων στον αναφερόμενο με το δικόγραφο χρόνο διενεργήθηκε ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του υπό σημαία Κύπρου Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…», στον οποίο αναγγέλθηκαν και οι ανακόπτοντες με την από 04.01.2017 αναγγελία τους, της οποίας το περιεχόμενο ενσωματώνεται στο δικόγραφο, για τις απαιτήσεις τους από παροχή ναυτικής εργασίας στο πλειστηριασθέν πλοίο. Ότι λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, με τον οποίο, κατόπιν αφαίρεσης των εξόδων εκτέλεσης -μεταξύ των οποίων- και το ποσό των 317.763,60 ευρώ, το οποίο προαφαιρέθηκε υπέρ της 1ης καθ’ ης – επισπεύδουσας για έξοδα φύλαξης του πλειστηριασθέντος πλοίου, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος κατέταξε σύμμετρα τους λοιπούς καθ’ ων η ανακοπή, ενώ εσφαλμένα δεν κατέταξε τους ανακόπτοντες. Με βάση το ιστορικό αυτό, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους, ζητείται η μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα, ώστε να καταταχθούν σε αυτόν προνομιακά οι ανακόπτοντες για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις τους, με αντίστοιχη αποβολή των καθ’ ων η ανακοπή, άλλως, ζητείται η σύμμετρη κατάταξή τους με τους λοιπούς καταχθέντες δανειστές. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα (κύριο και επικουρικό), η υπό στοιχείο Γ’ ανακοπή, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της ενεργητικής και παθητικής ομοδικίας, διότι ασκείται από τους ανακόπτοντες κατά πλειόνων καταταχθέντων, οι οποίοι συνδέονται με το δεσμό της απλής ομοδικίας κατά το άρθρο 74 περ. 2 ΚΠολΔ, αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 979 παρ. 2 εδ. α’, 933 παρ. 1 εδ. α’ και 3, 937 παρ. 3, 614 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’ και 3 Α Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς γνώση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης επιδόθηκε στους ανακόπτοντες την 12.03.2019 (Βλ. την με ίδια ημερομηνία επισημείωση του δικαστικού επιμελητή … επί της υπ’ αριθ. …/01.03.2019 πρόσκλησης δανειστών του συμβολαιογράφου …), η δε ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 28.03.2019 (Βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου), και επιδόθηκε στην 1η καθ’ ης την 29.03.2019 και στους λοιπούς καθ’ ων την 28.03.2019 (Βλ. τις υπ’ αριθ. …/28.03.2019, … ΣΤ/28.03.2019, … ΣΤ/28.03.2019, ….. ΣΤ/28.03.2019, …/28.03.2019, …/28.03.2019, και …/29.03.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, καθώς και την υπ’ αριθ. …/28.03.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …). Επομένως, η υπό στοιχείο Γ’ ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 3, 979 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ. Επίσης, αντίγραφο της ανακοπής επιδόθηκε την 28.03.2019 και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (Βλ. την υπ’ αριθ. …/28.03.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή, …). Πρέπει, επομένως, η ως άνω ανακοπή με το δικόγραφο της οποίας παρατίθενται όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση των ανακοπτόντων, αλλά και τη συγκεκριμένη έννομη σχέση (παροχή ναυτικής εργασίας) από την οποία πηγάζουν οι απαιτήσεις και το προνόμιό τους (πρβλ. ΑΠ 1281/2011, ΑΠ 1949/2009, ΑΠ 1101/2006, ΜονΕΠ 295/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), και, ειδικότερα, προσδιορίζονται το είδος των απαιτήσεων, με αναφορά του διαστήματος ναυτολόγησης κάθε ανακόπτοντος, η ειδικότητά τους, και οι μηνιαίες αποδοχές τους, με βάση την ισχύουσα ΣΣΝΕ, καθώς και το επιμέρους οφειλόμενο ποσό για κάθε αιτία (πρβλ. ΑΠ 108/2018 ΤΝΠ NOMOS), απορριπτομένων ως αβάσιμων των ενάντια υποστηριζόμενων από τους παρασταθέντες καθ’ ων η ανακοπή, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, καθώς και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της.

Δ) Με την υπό στοιχείο Δ’ ανακοπή εκτίθεται ότι με επίσπευση της 1ης των καθ’ ων στον αναφερόμενο με το δικόγραφο χρόνο διενεργήθηκε ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του υπό σημαία Κύπρου Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…», στον οποίο αναγγέλθηκαν με τις αναφερόμενες αναγγελίες τους, οι οποίες ενσωματώνονται στο δικόγραφο, οι 1ος έως 16ος και οι 22ος έως 25ος των ανακοπτόντων, καθώς και ο …ς …, ο οποίος απεβίωσε την 11.08.2017, καταλείποντας ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους λοιπούς ανακόπτοντες, για τις περιγραφόμενες απαιτήσεις τους από παροχή ναυτικής εργασίας στο πλειστηριασθέν πλοίο. Ότι λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, με τον οποίο, κατόπιν αφαίρεσης των εξόδων εκτέλεσης -μεταξύ των οποίων και το ποσό των 317.763,60 ευρώ, το οποίο προαφαιρέθηκε υπέρ της επισπεύδουσας για έξοδα φύλαξης του πλειστηριασθέντος πλοίου, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος δεν κατέταξε τους 3ο, 4ο, 11ο, 14ο και 24ο των ανακοπτόντων, και κατέταξε σύμμετρα με τους καθ’ ων η ανακοπή -πλην της 1ης καθ’ ης – επισπεύδουσας δανείστριας- για μέρος των απαιτήσεών τους τους 1ο, 2ο, 5ο έως 10ο, 12ο, 13ο, 15ο, 16ο, 22ο, 23ο, 25η ανακόπτοντες, καθώς και τον αποβιώσαντα …. Με βάση το ιστορικό αυτό, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους, ζητείται η μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα, ώστε να καταταχθούν σε αυτόν προνομιακά οι ανακόπτοντες για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις τους, με αντίστοιχη αποβολή των καθ’ ων η ανακοπή, άλλως, ζητείται η σύμμετρη κατάταξή τους με τους λοιπούς καταχθέντες δανειστές. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα (κύριο και επικουρικό), η υπό στοιχείο Δ’ ανακοπή, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της ενεργητικής και παθητικής ομοδικίας, διότι ασκείται από τους ανακόπτοντες κατά πλειόνων καταταχθέντων, οι οποίοι συνδέονται με το δεσμό της απλής ομοδικίας κατά το άρθρο 74 περ. 2 ΚΠολΔ, αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 979 παρ. 2 εδ. α’, 933 παρ. 1 εδ. α’ και 3, 937 παρ. 3, 614 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’ και 3 Α Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς γνώση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης επιδόθηκε στους ανακόπτοντες την 13.03.2019 (Βλ. την με ίδια ημερομηνία επισημείωση του δικαστικού επιμελητή … επί της υπ’ αριθ. …/01.03.2019 πρόσκλησης δανειστών του συμβολαιογράφου …), η δε ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 29.03.2019 (Βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου), και επιδόθηκε στους καθ’ ων η ανακοπή την ίδια ημέρα (Βλ. τις υπ’ αριθ. …/29.03.2019, …/29.03.2019, …/29.03.2019, …/29.03.2019, …/29.03.2019, και …/29.03.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, … …). Επομένως, η υπό στοιχείο Δ’ ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 3, 979 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ. Επίσης, αντίγραφο της ανακοπής επιδόθηκε την 29.03.2019 και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (Βλ. την υπ’ αριθ. …/29.03.2019 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή). Πρέπει, επομένως, η ως άνω ανακοπή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της.

Ε) Με την υπό στοιχείο Ε’ ανακοπή εκτίθεται ότι με επίσπευση της «….» στον αναφερόμενο με το δικόγραφο χρόνο διενεργήθηκε ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του υπό σημαία Κύπρου Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…», στον οποίο αναγγέλθηκε η ανακόπτουσα, δυνάμει των από 21.12.2016 και 07.11.2017 αναγγελιών της, για το συνολικό ποσό των 869.897,83 ευρώ, για απαιτήσεις της σε βάρος της καθ’ ης η εκτέλεση που αφορούν σε δικαιώματα προσόρμισης, τέλη παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, πρυμνοδέτησης, χρεώσεις αυθαίρετης παραμονής, καθώς και σε δικαιώματα παραβολής του πλειστηριασθέντος πλοίου σε ιδιωτικό ναυπηγείο, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα. Ότι λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος, ποσού 813.001 ευρώ, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, με τον οποίο, κατόπιν αφαίρεσης των εξόδων εκτέλεσης, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος κατέταξε τους καθ’ ων η ανακοπή. Με βάση το ιστορικό αυτό, για τον αναφερόμενο στο δικόγραφο της ανακοπής λόγο, ζητείται η ακύρωση, άλλως η μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα, ώστε να καταταγεί σε αυτόν οριστικά και προνομιακά η ανακόπτουσα για το σύνολο των απαιτήσεών της, με αντίστοιχη αποβολή των καθ’ ων η ανακοπή.  Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα, η υπό στοιχείο Ε’ ανακοπή αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 979 παρ. 2 εδ. α’, 933 παρ. 1 εδ. α’ και 3, 937 παρ. 3, 614 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’ και 3 Α Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς γνώση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 12.03.2019 (Βλ. την με ίδια ημερομηνία επισημείωση του δικαστικού επιμελητή … επί της υπ’ αριθ. …/01.03.2019 πρόσκλησης δανειστών του συμβολαιογράφου …), η δε ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 29.03.2019 (Βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου), και επιδόθηκε στους καθ’ ων η ανακοπή την ίδια ημέρα (Βλ. τις υπ’ αριθ. …’/29.03.2019, …’/29.03.2019, …’/29.03.2019, …’/29.03.2019, …’/29.03.2019, …/29.03.2019, …/29.03.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …). Επομένως, η υπό στοιχείο Ε’ ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 3, 979 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ. Επίσης, αντίγραφο της ανακοπής επιδόθηκε την 29.03.2019 και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (Βλ. την υπ’ αριθ. …’/29.03.2019 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή). Πρέπει, επομένως, η ως άνω ανακοπή, η οποία τυγχάνει ορισμένη, απορριπτομένων ως αβάσιμων των ενάντια υποστηριζόμενων από τους καθ’ ων η ανακοπή, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα του προβαλλόμενου λόγου της.

Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 1012 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015), συνάγεται ότι σε περίπτωση πλειστηριασμού κατασχεμένου πλοίου η σειρά των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται κατά πρώτο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ, κατά δε το άρθρο 9 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου, το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας τη σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει και τα επ’ αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Περαιτέρω, ναι μεν κατά το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, τα καθοριζόμενα με αυτό προνόμια, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο, έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και προηγούνται, σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο του ίδιου άρθρου, της ναυτικής υποθήκης, προκειμένου όμως να προηγηθούν της υποθήκης κατά την κατάταξη σε εκπλειστηρίασμα που αφορά πλοίο με σημαία αλλοδαπής πολιτείας, πρέπει, κατά ρητή επιταγή της προαναφερομένης διάταξης του άρθρου 9, να έχουν τον ίδιο προνομιακό – εμπράγματο χαρακτήρα και κατά το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο (lex navis) κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης. Η σειρά, όμως, κατάταξης των εν λόγω προνομίων θα κριθεί κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης (lex loci executionis), αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο (Βλ. ΑΠ 1556/2017, AΠ 533/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Πάντως, αν μαζί με την ενυπόθηκη απαίτηση έχουν αναγγελθεί και άλλες, που φέρονται ως προνομιακές κατά τη lex navis, πρέπει να γίνει διάκριση ανάλογα με το αν πρόκειται για ναυτικό προνόμιο ή για προνόμιο χωρίς εμπράγματο χαρακτήρα, καθόσον κατά το εφαρμοστέο δίκαιο του ημεδαπού forum, οι απαιτήσεις αυτές δεν θα καταταγούν πριν την ενυπόθηκη, παρά μόνο αν συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις και, συγκεκριμένα, αφενός συνιστούν ναυτικά προνόμια και, αφετέρου προσομοιάζουν κατά τη φύση, το περιεχόμενο και το χαρακτήρα τους προς τις προνομιούχες απαιτήσεις του άρθρου 205 ΚΙΝΔ. Και τούτο διότι, κατά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, το προνόμιο της εμπράγματης ασφάλειας υποχωρεί μόνο έναντι απαιτήσεων που αποτελούν και αυτές εμπράγματα βάρη του πλοίου, εξοπλισμένες όχι μόνο με δύναμη απώθησης των λοιπών συντρεχουσών ετεροειδών απαιτήσεων, αλλά και με εξουσία παρακολούθησης του πλοίου στα χέρια του ειδικού διαδόχου του κυρίου. Ο προνομιακός – εμπράγματος χαρακτήρας του προνομίου που αναγνωρίζει σε κάποια ναυτική απαίτηση η αλλοδαπή έννομη τάξη θα καταφαθεί μόνο αν οι εξουσίες με τις οποίες εξοπλίζει την απαίτηση το δίκαιο της σημαίας ταυτίζονται κατά περιεχόμενο με την έννοια του εμπράγματου βάρους επί πλοίου, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή κατά το δίκαιο του ημεδαπού forum, που σε κάθε περίπτωση είναι παρόμοιο με τις ναυτικές νομοθεσίες διεθνώς, κατά τις οποίες η υποθήκη έπεται μόνο των ναυτικών προνομίων, δηλαδή των δικαιωμάτων των δανειστών με τα οποία ο αντίστοιχος νομοθέτης επιβαρύνει το πλοίο ανεξάρτητα από τη βούληση του κυρίου του (ακόμα δηλαδή και όταν προσωπικός οφειλέτης είναι τρίτος, όπως, ως συνήθως, ο εφοπλιστής), για την εξασφάλιση ορισμένων απαιτήσεων που πηγάζουν από τη λειτουργία ή τη χρησιμοποίησή του και των οποίων η εξουσία εκδηλώνεται κυρίως στη δυνατότητα εκποίησης του πλοίου με αναγκαστικό πλειστηριασμό, ακόμη και όταν αυτό έχει μεταβιβασθεί παράγωγα σε τρίτον ή έχει επιβαρυνθεί με (άλλο) εμπράγματο δικαίωμα. Αν λοιπόν κατά τη lex navis η αναγγελθείσα απαίτηση δεν εξοπλίζεται με ναυτικό προνόμιο, κατά την παραπάνω έννοια, αλλά πρόκειται απλά για εγχειρόγραφη (ναυτική) απαίτηση, δεν θα ληφθεί υπόψη και δεν θα καταταγεί προνομιακά, αφού δεν κατισχύει της υποθήκης κατά τη lex fori, ανεξαρτήτως αν υπερτερεί αυτής κατά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, πολύ δε περισσότερο αν έπεται στη σειρά και κατά το δίκαιο αυτό. Σε τούτη μάλιστα την περίπτωση θα επικρατήσει το δίκαιο της σημαίας του πλοίου με αντίστοιχη κατάταξη των δανειστών στον πίνακα διανομής του πλειστηριάσματος, χωρίς ανάγκη προσφυγής στο άρθρο 9 ΚΙΝΔ, το οποίο εισάγει κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, αφού η επικαλούμενη προτίμηση ετεροειδούς προς την υποθήκη δικαιώματος είναι ξένη προς τη φύση και την αποστολή του εμπράγματου δικαιώματος (Βλ. ΜονΕΠ 472/2019, βάση δεδομένων ιστοσελίδας Εφετείου Πειραιώς). II. Κατά το άρθρο 33 ΑΚ, «Διάταξη αλλοδαπού δικαίου δεν εφαρμόζεται, αν η εφαρμογή της προσκρούει στα χρηστά ήθη ή γενικά στη δημόσια τάξη». Δημόσια τάξη, υπό την αναφερόμενη στο παραπάνω άρθρο έννοια, είναι το σύνολο των θεμελιωδών κανόνων και αρχών που κρατούν κατά ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν το βιοτικό ρυθμό αυτής και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η οποία μπορεί να προξενήσει διαταραχή στο βιοτικό ρυθμό, ο οποίος κυριαρχεί στη χώρα και διέπεται από τις εν λόγω αρχές (ΟλΑΠ 6/1990). Η δημόσια τάξη, ως ανασχετικός παράγοντας εφαρμογής του αλλοδαπού δικαίου, λειτουργεί περιπτωσιολογικά, και μόνη η άγνοια ή η απαγόρευση αυτή καθ’ εαυτή ενός γνωστού σε εμάς θεσμού από το αλλοδαπό δίκαιο δεν μπορεί να οδηγήσει στην κρίση ότι η εφαρμογή του δικαίου αυτού κατ’ ανάγκη προσκρούει στην ελληνική δημόσια τάξη, δηλαδή αυτό που προσκρούει ή όχι στη δημόσια τάξη δεν είναι ο κανόνας του αλλοδαπού δικαίου, αλλά η συγκεκριμένη εκάστοτε εφαρμογή του. Ειδικότερα, ο δικάζων δικαστής δεν αξιολογεί το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο ούτε τον ειδικότερο εφαρμοστέο αλλοδαπό κανόνα δικαίου κατά τρόπο απόλυτο, γενικό και αφηρημένο. Εξετάζει μόνο κατά πόσο οι έννομες συνέπειες, οι οποίες θα παραχθούν στην ημεδαπή από την εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου επί των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών της κάθε ειδικότερης περίπτωσης, γίνονται ή όχι ανεκτές από τον κρατούντα στη χώρα μας βιοτικό κοινωνικό ρυθμό (Βλ. ΟλΑΠ 9/2016 ΤΝΠ NOMOS). Η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης εμποδίζει την εφαρμογή της αλλοδαπής διάταξης που προσκρούει στη δημόσια τάξη του forum.  Συνεπώς, η λειτουργία της είναι κατ’ αρχήν αρνητική. Η αρνητική αυτή λειτουργία είναι ενδεχόμενο να εξυπηρετεί πλήρως τον σκοπό της, να αρκεί δηλαδή η μη εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης του αλλοδαπού εφαρμοστέου δικαίου και κατά τα λοιπά να μπορούν να εφαρμοστούν όλες οι υπόλοιπες διατάξεις του. Είναι όμως ενδεχόμενο το στοιχείο του αλλοδαπού δικαίου που προσκρούει στη δημόσια τάξη να μην είναι η ύπαρξη ορισμένου κανόνα, αλλά η έλλειψή του. Στην περίπτωση αυτή η δημόσια τάξη έχει θετική λειτουργία. Σχετικά με τη θετική λειτουργία της δημόσιας τάξης έχουν διατυπωθεί στη θεωρία δύο απόψεις. Κατά την πρώτη άποψη, μόλις το δικαστήριο διαπιστώσει ότι η έλλειψη ορισμένου κανόνα στο εφαρμοστέο δίκαιο προσκρούει στη δημόσια τάξη, πρέπει να αναζητήσει την ύπαρξη παρεμφερούς ρύθμισης στο αλλοδαπό δίκαιο, η οποία κατάλληλα προσαρμοσμένη θα μπορούσε να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση και επικουρικά (στην περίπτωση που τέτοια ρύθμιση δεν προβλέπεται) να προσφύγει στην εφαρμογή της lex fori (Κρίσπη, ΙΔΔ, Γενικό Μέρος, σελ. 395 – 396, Ευρυγένη Δ., ΙΔΔ, σελ. 175 – 176). Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη, στην περίπτωση της θετικής λειτουργίας της δημόσιας τάξης, ο δικαστής πρέπει να προσφύγει απευθείας στη lex fori [Βλ. Γεωργιάδη Α. (-Μεταλληνό), ΣΕΑΚ, άρθρο 33, αριθ. περιθ. 7 – 9, σελ. 91]. Στην προκειμένη περίπτωση με τους λόγους της υπό στοιχείο Ε’ ανακοπής, οι οποίοι εκτιμώνται ως ένας ενιαίος λόγος, η ανακόπτουσα, χωρίς να αμφισβητεί ότι οι απαιτήσεις της δεν τυγχάνουν προνομιακές με βάση το δίκαιο της Κύπρου, της οποίας τη σημαία έφερε το πλειστηριασθέν πλοίο, αλλά και χωρίς, επίσης, να αμφισβητεί τις απαιτήσεις και το προνόμιο των αντιδίκων της, επικαλούμενη το δημοσιονομικό χαρακτήρα των απαιτήσεών της, ισχυρίζεται ότι για τις απαιτήσεις της αυτές έχει υπέρτερο προνόμιο από εκείνο των αντιδίκων της, το οποίο εντάσσεται στην πρώτη τάξη προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, καθώς και ότι η κατάταξή της έπρεπε να γίνει αποκλειστικά με βάση το ημεδαπό δίκαιο, χωρίς να εφαρμοστεί το δίκαιο της Κύπρου, λόγω της αντίθεσής του στη δημόσια τάξη. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, αφενός, διότι ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας έχουν δημοσιονομικό χαρακτήρα και εμπίπτουν στην πρώτη τάξη προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, όπως η ίδια ισχυρίζεται, αυτές δεν κατατάσσονται άνευ ετέρου ως προνομιακές, με βάση το δίκαιο του τόπου της εκτέλεσης, κατ’ εξαίρεση από τον κανόνα που εισάγει το άρθρο 9 ΚΙΝΔ, εφόσον αυτές δεν αναγνωρίζονται ως προνομιακές και από το δίκαιο της σημαίας (Βλ. ΑΠ 466/1996 ΤΝΠ NOMOS, ΕΠ 519/2009 ΕΝΔ 37.439, 447), απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού της ανακόπτουσας. Αφετέρου, η έλλειψη διατάξης στο δίκαιο της Κύπρου (lex navis) που να απονέμει προνόμιο σε απαιτήσεις που αφορούν τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλειστηριασθέν πλοίο δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη, κατά το άρθρο 33 ΑΚ, με την έννοια που διατυπώνεται στη δεύτερη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η ανακόπτουσα, για να θεμελιώσει τον λόγο της ανακοπής της. Και τούτο διότι η κατά το περιεχόμενο αυτό αντίθεση του δικαίου της Κύπρου (lex navis) προς την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 205 περ. α’ ΚΙΝΔ, με την οποία αναγνωρίζεται προνόμιο πρώτης τάξης για τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο, δεν συνεπάγεται την μη εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου, στο πλαίσιο της θετικής λειτουργίας της δημόσιας τάξης, με βάση το άρθρο 33 ΑΚ. Δηλαδή, η μη αναγνώριση προνομίου για τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο, κατ’ εφαρμογή του δίκαιου της Κύπρου (lex navis), με βάση τη διάταξη του άρθρου 9 ΚΙΝΔ, δεν προσκρούει στις θεμελιώδεις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές και ηθικές αρχές της ελληνικής έννομης τάξης, ενόψει μάλιστα του ότι η αναγνώριση προνομίου ανάγεται στη δράση νομοθετικής πολιτικής, που αντιμάχεται άλλες κατηγορίες αξιώσεων (πρβλ. ΑΠ 1762/1998 ΔΕΕ 1999.769, δημοσιευμένη και σε ΤΝΠ NOMOS). Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, κατόπιν απόρριψης ως νόμω αβάσιμου του λόγου της ανακοπής, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη υπό στοιχείο Ε’ ανακοπή.

ΣΤ) Με την υπό στοιχείο ΣΤ’ ανακοπή, που στρέφεται σε βάρος της επισπεύδουσας, εκτίθεται ότι στον αναφερόμενο με το δικόγραφο χρόνο διενεργήθηκε ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του υπό σημαία Κύπρου Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…», στον οποίο αναγγέλθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα οι ανακόπτοντες με την από 04.01.2017 κοινή αναγγελία τους, το περιεχόμενο της οποίας επισυνάπτεται στο δικόγραφο, για τις αναφερόμενες στο δικόγραφο απαιτήσεις τους από παροχή ναυτικής εργασίας στο πλειστηριασθέν πλοίο. Ότι λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος, ποσού 813.001 ευρώ, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, με τον οποίο, κατόπιν αφαίρεσης των εξόδων εκτέλεσης, ποσού 328.459,02 ευρώ, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος κατέταξε σύμμετρα -μεταξύ άλλων αναγγελθέντων- και τους ανακόπτοντες, για μέρος των απαιτήσεών τους, όπως αυτές εξειδικεύονται, κατά είδος και ποσό, με το δικόγραφο της ανακοπής. Με βάση το ιστορικό αυτό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, επικαλούμενοι ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα προαφαίρεσε υπέρ της επισπεύδουσας – καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 317.763,60 ευρώ, οι ανακόπτοντες ζητούν τη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, ώστε να καταταγούν σε αυτόν για το σύνολο των απαιτήσεών τους. Επικουρικά, σε περίπτωση μη επάρκειας του πλειστηριάσματος, οι ανακόπτοντες αιτούνται τη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα, ώστε να καταταχθούν σε αυτόν σύμμετρα με τους λοιπούς καταταγέντες στο πλειστηρίασμα που θα προκύψει μετά από την αποδέσμευση του ποσού των εξόδων εκτέλεσης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα (κύριο και επικουρικό), η υπό στοιχείο ΣΤ’ ανακοπή αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 979 παρ. 2 εδ. α’, 933 παρ. 1 εδ. α’ και 3, 937 παρ. 3, 614 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’ και 3 Α Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς γνώση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης επιδόθηκε στους ανακόπτοντες την 13.03.2019 (Βλ. την με ίδια ημερομηνία επισημείωση του δικαστικού επιμελητή … επί της υπ’ αριθ. …/01.03.2019 πρόσκλησης δανειστών του συμβολαιογράφου …), η δε ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 29.03.2019 (Βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου), και επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή την 01.04.2019 (Βλ. την υπ’ αριθ. …/01.04.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, … …). Επομένως, η υπό στοιχείο ΣΤ’ ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 3, 979 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ. Επίσης, αντίγραφο της ανακοπής επιδόθηκε την 01.04.2019 και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (Βλ. την υπ’ αριθ. …/01.04.2019 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, … …). Πρέπει, επομένως, η ως άνω ανακοπή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, καθώς και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα του προβαλλόμενου λόγου της.

Ζ) Με την υπό στοιχείο Ζ’ ανακοπή εκτίθεται ότι με επίσπευση της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή στον αναφερόμενο με το δικόγραφο χρόνο διενεργήθηκε ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του υπό σημαία Κύπρου Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…», στον οποίο αναγγέλθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ο ανακόπτων με την από 04.01.2017 αναγγελία του, της οποίας το περιεχόμενο επισυνάπτεται στο δικόγραφο, για το συνολικό ποσό των 34.193,07 ευρώ, που αφορά σε απαιτήσεις του από παροχή ναυτικής εργασίας στο πλειστηριασθέν πλοίο, ποσού 26.343,80 ευρώ, σε τόκους επιδικίας, ποσού 7.474,27 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 25.12.2013 (επομένη της επίδοσης της αναφερόμενης στο δικόγραφο αγωγής του) έως την 04.01.2017 (ημερομηνία της αναγγελίας), καθώς και σε δικαστική δαπάνη, ποσού 375 ευρώ, που επιδικάσθηκε σε αυτόν δυνάμει της αναφερόμενης στο δικόγραφο απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ότι λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος, ποσού 813.001 ευρώ, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, με τον οποίο, κατόπιν αφαίρεσης των εξόδων εκτέλεσης, ποσού 328.459,02 ευρώ, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος κατέταξε σύμμετρα τον ανακόπτοντα και τους 2ο έως και την 71η των καθ’ ων η ανακοπή. Με βάση το ιστορικό αυτό, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους, και επικαλούμενος ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα προαφαίρεσε από το πλειστηρίασμα υπέρ της επισπεύδουσας – 1ης καθ’ ης  η ανακοπή το ποσό των 317.763,60 ευρώ, ο ανακόπτων ζητεί τη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα, ώστε να καταταγεί σε αυτόν προνομιακά για το σύνολο των απαιτήσεών του, ποσού 34.193,07 ευρώ, άλλως για το ποσό των 26.343,80 ευρώ. Επικουρικά, ζητείται η μεταρρύθμιση του πίνακα, ώστε να καταταγεί προνομιακά σε αυτόν ο ανακόπτων για το ποσό των 26.343,80 ευρώ, σύμμετρα με τους λοιπούς καταταγέντες – 2ο έως 71η των καθ’ ων η ανακοπή, με αντίστοιχη μείωση του ποσού των αντιδίκων του. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα (κύριο και επικουρικό), η υπό στοιχείο Ζ’ ανακοπή αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 979 παρ. 2 εδ. α’, 933 παρ. 1 εδ. α’ και 3, 937 παρ. 3, 614 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’ και 3 Α Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς γνώση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης επιδόθηκε στον ανακόπτοντα την 13.03.2019 (Βλ. την με ίδια ημερομηνία επισημείωση του δικαστικού επιμελητή … επί της υπ’ αριθ. …/01.03.2019 πρόσκλησης δανειστών του συμβολαιογράφου …), η δε ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 29.03.2019 (Βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου), και επιδόθηκε στους καθ’ ων η ανακοπή την 01.04.2019 (Βλ. τις υπ’ αριθ. …/01.04.2019, …/01.04.2019, …/01.04.2019, …/01.04.2019, …/01.04.2019, …/01.04.2019, …/01.04.2019 και …/01.04.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, … …). Επομένως, η υπό στοιχείο Ζ’ ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 3, 979 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ. Επίσης, αντίγραφο της ανακοπής επιδόθηκε την 01.04.2019 και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (Βλ. την υπ’ αριθ. …/01.04.2019 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, … …). Πρέπει, επομένως, η ως άνω ανακοπή, η οποία τυγχάνει ορισμένη, απορριπτομένων των ενάντια υποστηριζόμενων από τους 3ο και 8η έως 17η των καθ’ ων η ανακοπή, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, καθώς και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της.

Η) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 585, 933 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους της ανακοπής που αποτελούν την ιστορική της βάση. Οι λόγοι αυτοί μπορεί να αφορούν είτε (α) την ύπαρξη της ίδιας της απαίτησης του ανακόπτοντος δανειστή ή του προνομίου της, στην περίπτωση που αυτή δεν κατατάχθηκε καθόλου ή ως προνομιακή στον προσβαλλόμενο πίνακα, οπότε ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει στην ανακοπή του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτησή του ή το προνόμιό της, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου της ανακοπής του και η άμυνα του καθ’ ου, δεν επιτρέπεται δε η συμπλήρωση των απαιτούμενων για τη θεμελίωση της απαίτησής του περιστατικών με τις προτάσεις του ή με άλλα έγγραφα και μάλιστα με το περιεχόμενο της αναγγελίας και των εγγράφων που κατατίθενται μέσα στην ίδια με την επίδοση αυτής προθεσμία και αποδεικνύουν την απαίτηση, είτε (β) σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της απαίτησης του καθ’ ου, που κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα, είτε (γ) σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της καταταχθείσας απαίτησης του καθ’ ου ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος υποχρεούται να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του και να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του ή του προνομίου της πραγματικά περιστατικά, αρκεί δε στην περίπτωση αυτή μόνη η άρνηση της απαίτησης του καθ’ ου από τον ανακόπτοντα για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος της ανακοπής του, αφού ο καθ’ ου βαρύνεται πλέον αυτός να αποδείξει την ύπαρξη, το μέγεθος και τον τυχόν προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησής του. Όμως, ακόμη και όταν ο λόγος της ανακοπής δεν αφορά την απαίτηση του ανακόπτοντος ή του προνομίου της, υποχρεούται αυτός να προσδιορίσει με την ανακοπή του την απαίτησή του κατά το είδος, το ποσό και τα θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά, διότι η ύπαρξη απαίτησής του είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία για τη θεμελίωση του έννομου συμφέροντός του και κατ’ επέκταση της ενεργητικής νομιμοποίησής του για την άσκηση της ανακοπής. Επίσης, η ως άνω εξειδίκευση της απαίτησης του ανακόπτοντος απαιτείται και όταν αυτός τη στηρίζει αποδεικτικά σε έγγραφα ή σε δεδικασμένο απόφασης, αφού η αποδεικτική δύναμη των εγγράφων αυτών, καθώς και το δεδικασμένο απόφασης που εκδόθηκε μεταξύ του ανακόπτοντος και του καθού η εκτέλεση, δεν δεσμεύουν τρίτους, όπως είναι οι λοιποί δανειστές που αναγγέλθηκαν (ΑΠ 270/2012). Κατά την έννοια αυτή, αρκεί να προσδιορίζεται στην ανακοπή η απαίτηση με βάση εκείνα τα στοιχεία, που είναι αναγκαία για την αναγγελία της κατά το άρθρο 55 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974), σύμφωνα με το οποίο ο πίνακας χρεών, που συνοδεύει την αναγγελία, πρέπει να περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη, το είδος και το ποσό των χρεών, το οικονομικό έτος στο οποίο ανήκουν, τη χρονολογία της βεβαίωσής τους, καθώς και μνεία της τυχόν υπάρχουσας για κάθε χρέος ασφάλειας (Βλ. ΑΠ 129/2018, ΑΠ 1353/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό στοιχείο Η’ ανακοπή εκτίθεται ότι με επίσπευση της 72ης των καθ’ ων η ανακοπή στον αναφερόμενο με το δικόγραφο χρόνο διενεργήθηκε ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του υπό σημαία Κύπρου Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…», στον οποίο αναγγέλθηκε το ανακόπτον, δυνάμει της από 29.06.2018 αναγγελίας του Προϊστάμενου της Δ.Ο.Υ. Πλοίων και της από 03.07.2018 αναγγελίας του Προϊστάμενου της Δ.Ο.Υ. …, για τα ποσά των 480.350,24 ευρώ και του 1.684.129,22 ευρώ, αντίστοιχα. Ότι λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος, ποσού 813.001 ευρώ, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, με τον οποίο, αφού προαφαίρεσε τα έξοδα εκτέλεσης -μεταξύ των οποίων- και το ποσό των 317.763,60 ευρώ, το οποίο προαφαίρεσε υπέρ της επισπεύδουσας – 72ης των καθ’ ων η ανακοπή, για τη φύλαξη του πλειστηριασθέντος πλοίου κατά το διάστημα από 10.06.2016 έως 28.06.2018, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος κατέταξε τους 1ο έως 71η των καθ’ ων η ανακοπή. Με βάση το ιστορικό, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους, ζητείται η μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, ώστε το ανακόπτον να καταταγεί σε αυτόν οριστικά και προνομιακά, ως γενικός προνομιούχος δανειστής, στο ποσό των 317.763,60 ευρώ, το οποίο εσφαλμένα προαφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα υπέρ της 72ης των καθ’ ων, καθώς και στο ποσό των 484.541,98 ευρώ, με αποβολή ως προς το αντίστοιχο ποσό των καταταγέντων δανειστών, 1ου έως και 71ης των καθ’ ων η ανακοπή. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό στοιχείο Η’ ανακοπή, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας, διότι ασκείται κατά πλειόνων καταταχθέντων προσώπων, τα οποία συνδέονται με το δεσμό της απλής ομοδικίας κατ’ άρθρο 74 περ. 2 ΚΠολΔ (Βλ. ΑΠ 1083/2013 ΕΝΔ 2013.226, δημοσιευθείσα και σε ΤΝΠ NOMOS), αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 979 παρ. 2 εδ. α’, 933 παρ. 1 εδ. α’ και 3, 937 παρ. 3, 614 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’ και 3 Α – Β περ. ε’ Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς γνώση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης επιδόθηκε στο ανακόπτον την 05.03.2019 (Βλ. την με ίδια ημερομηνία επισημείωση του δικαστικού επιμελητή … επί της υπ’ αριθ. …/01.03.2019 πρόσκλησης δανειστών του συμβολαιογράφου …), η δε ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 04.04.2019 (Βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου), και επιδόθηκε στους καθ’ ων η ανακοπή την ίδια ημέρα (Βλ. τις υπ’ αριθ. …/ 04.04.2019, …’/04.04.2019, …’/04.04.2019, …/04.04.2019, …’/04.04.2019, …’/04.04.2019 και …’/04.04.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …). Επομένως, η υπό στοιχείο Η’ ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών που προβλέπει το άρθρο 10 του ν.δ. της 26-06/10-07-1944 «Περί κώδικος των νόμων περί Δικών του Δημοσίου», το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ (Βλ. ΕΑ 267/2012 ΤΝΠ NOMOS). Επίσης, αντίγραφο της ανακοπής επιδόθηκε την 04.04.2019 και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (Βλ. την υπ’ αριθ. …/04.04.2019 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, …). Ωστόσο, με αυτό το περιεχόμενο, η ανακοπή τυγχάνει απαράδεκτη λόγω αοριστίας, και για τον λόγο αυτόν απορριπτέα, διότι δεν εκτίθενται με πληρότητα τα περιστατικά που εξειδικεύουν την απαίτηση του ανακόπτοντος σε βάρος της καθ’ ης η εκτέλεση, εταιρίας με την επωνυμία «…», με βάση τα οποία θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον και κατ’ επέκταση η ενεργητική νομιμοποίηση για την προσβολή του πίνακα κατάταξης, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω. Ειδικότερα, με το δικόγραφο της ανακοπής, στο οποίο ενσωματώνονται η από από 29.06.2018 αναγγελία του Προϊστάμενου της Δ.Ο.Υ. Πλοίων, καθώς και η από 03.07.2018 αναγγελία του Προϊστάμενου της Δ.Ο.Υ. …, με τους συνημμένους σε αυτές πίνακες χρεών, δεν εξειδικεύονται τα στοιχεία της απαίτησης του ανακόπτοντος σε βάρος της καθ’ ης η εκτέλεση – εταιρίας («…»), ενόψει του ότι στις παραπάνω αναγγελίες και τους συνημμένους σε αυτές πίνακες χρεών αναγράφονται οι επωνυμίες και οι Α.Φ.Μ. άλλων εταιριών, και όχι της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρίας, και, συγκεκριμένα, στην από 29.06.2018 αναγγελία της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά και τον συνημμένο σε αυτήν πίνακα χρεών αναγράφεται η επωνυμία και ο Α.Φ.Μ. της εταιρίας με την επωνυμία «…», ενώ στην από 03.07.2018 αναγγελία της Δ.Ο.Υ. … αναγράφεται η επωνυμία της εταιρίας «…» και ο Α.Φ.Μ. της. Μόνη δε η αναφορά με το δικόγραφο της ανακοπής ότι οι αναγγελθείσες απαιτήσεις αφορούν την καθ’ ης η εκτέλεση εταιρία, χωρίς οποιαδήποτε άλλη εξειδίκευση, δεν αρκεί. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, γενομένου δεκτού και ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού που προβλήθηκε από τους καθ’ ων η ανακοπή, ο οποίος άλλωστε ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, πρέπει η υπό στοιχείο Η’ ανακοπή να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας.

Θ) Με την υπό στοιχείο Θ’ ανακοπή εκτίθεται, κατά την εκτίμηση του περιεχομένου της, ότι με επίσπευση της 1ης καθ’ ης η ανακοπή στον αναφερόμενο με το δικόγραφο χρόνο διενεργήθηκε ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του υπό σημαία Κύπρου Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…». Ότι στον πλειστηριασμό αναγγέλθηκε το Ν.Α.Τ., που αποτελεί οιονεί καθολικό διάδοχο του ανακόπτοντος, με την από 02.01.2017 αρχική αναγγελία του. Ότι το ανακόπτον αναγγέλθηκε και με την από 28.06.2018 συμπληρωματική αναγγελία του. Ότι οι απαιτήσεις σε βάρος της καθ’ ης η εκτέλεση ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 514.835 ευρώ, και αφορούν σε οφειλόμενες εισφορές και πρόσθετα τέλη υπέρ του Ν.Α.Τ. και των Ταμείων και λογαριασμών που συνδέονται με αυτό, κατά το χρονικό διάστημα από 04.07.2012 έως 02.04.2013, σύμφωνα με τα εκδοθέντα φύλλα εκκαθάρισης, που επισυνάπτονται στο δικόγραφο. Ότι λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος, ποσού 813.001 ευρώ, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, με τον οποίο, αφού προαφαίρεσε τα έξοδα εκτέλεσης -μεταξύ των οποίων- και το ποσό των 317.763,60 ευρώ, το οποίο προαφαίρεσε υπέρ της επισπεύδουσας – 1ης καθ’ ης η ανακοπή για τη φύλαξη του πλειστηριασθέντος πλοίου κατά το διάστημα από 10.06.2016 έως 28.06.2018, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος κατέταξε τους 2ο έως και 72η των καθ’ ων και δεν κατέταξε το ανακόπτον. Με βάση το ιστορικό αυτό, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους, ζητείται η μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα, ώστε το ανακόπτον να καταταγεί σε αυτόν οριστικά και προνομιακά, ως γενικός προνομιούχος δανειστής, για το συνολικό ποσό των 694.005,58 ευρώ, με αντίστοιχη αποβολή των καθ’ ων η ανακοπή. Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα η υπό στοιχείο Θ’ ανακοπή αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 979 παρ. 2 εδ. α’, 933 παρ. 1 εδ. α’ και 3, 937 παρ. 3, 614 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’ και 3 Α – Β περ. ε’ Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς γνώση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης επιδόθηκε στο ανακόπτον την 08.03.2019 (Βλ. την με ίδια ημερομηνία επισημείωση του δικαστικού επιμελητή … επί της υπ’ αριθ. …/01.03.2019 πρόσκλησης δανειστών του συμβολαιογράφου …), η δε ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 05.04.2019 (Βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου), και επιδόθηκε στους καθ’ ων η ανακοπή (πλην του 4ου των καθ’ ων, … ως προς τον οποίο κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της ανακοπής) την 08.04.2019 (Βλ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …). Επομένως, η υπό στοιχείο Θ’ ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών που προβλέπει το άρθρο 10 του ν.δ. της 26-06/10-07-1944 «Περί κώδικος των νόμων περί Δικών του Δημοσίου», η οποία (προθεσμία) εφαρμόζεται και για το ανακόπτον, το οποίο απολαμβάνει τα διαδικαστικά προνόμια του Δημοσίου (πρβλ. ΑΠ 295/1997 ΤΝΠ NOMOS). Επίσης, αντίγραφο της ανακοπής επιδόθηκε την 08.04.2019 και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (Βλ. την υπ’ αριθ. …/08.04.2019 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, …). Ωστόσο, η ανακοπή, κατά το σκέλος που στρέφεται σε βάρος του 73ου των καθ’ ων, υπαλλήλου του πλειστηριασμού, τυγχάνει απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, διότι, εφόσον με την ανακοπή αμφισβητείται ότι το προαφαιρεθέν υπέρ της επισπεύδουσας ποσό των 317.763,60 ευρώ για έξοδα φύλαξης του πλειστηριασθέντος πλοίου δεν αποτελεί έξοδα εκτέλεσης, και ότι σε κάθε περίπτωση για την αιτία αυτή έπρεπε να προαφαιρεθεί μόνο το ποσό των 108.300 ευρώ, νομιμοποιούμενη στη σχετική δίκη κατά το σκέλος αυτό είναι μόνο η επισπεύδουσα δανείστρια, 1η καθ’ ης η ανακοπή (πρβλ. ΑΠ 1644/2018, ΑΠ 658/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Επίσης, κατά το σκέλος που το ανακόπτον ζητεί τη μεταρρύθμιση του πίνακα ώστε να καταταγεί σε αυτόν για ποσό πέραν της απαίτησής του, η οποία (απαίτηση), με βάση τα ιστορούμενα και το περιεχόμενο της ενσωματωμένης στο δικόγραφο συμπληρωματικής αναγγελίας, ανέρχεται συνολικά σε 514.835 ευρώ, τυγχάνει απαράδεκτη λόγω έλλειψης νομιμοποίησης του ανακόπτοντος. Κατά τα λοιπά η υπό στοιχείο Θ’ ανακοπή είναι ορισμένη, καθώς με το δικόγραφο, στο οποίο, όπως προαναφέρθηκε, ενσωματώνονται η από 02.01.2017 αρχική και η από 28.06.2018 συμπληρωματική αναγγελία, καθώς και τα εκδοθέντα φύλλα εκκαθάρισης, εξειδικεύονται, κατά είδος, ποσό και χρονικό διάστημα, οι απαιτήσεις του ανακόπτοντος, οι οποίες προέρχονται από οφειλόμενες εισφορές βάσει του ναυτολογίου υπέρ του ΝΑΤ και των ταμείων και λογαριασμών που συνδέονται με αυτό (πρβλ. ΜονΕΠ 16/2013 ΤΝΠ NOMOS), χωρίς να απαιτείται με το δικόγραφο της ανακοπής να προσδιορίζεται ο αριθμός των μελών του πληρώματος, η ειδικότητα καθενός από αυτά και η διάρκεια της ναυτολόγησής τους στο πλειστηριασθέν πλοίο, όπως αντίθετα ισχυρίζονται με τις προτάσεις τους ο 2ος και οι 18ος έως 26ος και 28ος έως 72η των καθ’ ων η ανακοπή, καθώς υποχρέωση για προσδιορισμό των ως άνω στοιχείων υφίσταται στη δίκη της ανακοπής, μόνο εάν αμφισβητηθούν οι εν λόγω απαιτήσεις (Βλ. ΑΠ 1297/2005, ΜονΕΠ 577/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Πρέπει, επομένως, η υπό στοιχείο Θ’ ανακοπή, κατά το σκέλος που κρίθηκε παραδεκτή, να ερευνηθεί περαιτέρω ως το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Ι) Από τη διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αναγγελία, ως πράξη που αποσκοπεί στην παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της συμμετοχής του αναγγελλόμενου δανειστή στη διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος και την ικανοποίηση της απαίτησής του από αυτό, αποτελεί διαδικαστική πράξη και ότι, αντίστοιχα, το αναγγελτήριο έχει το χαρακτήρα δικογράφου κατά την έννοια του άρθρου 118 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, η αναγγελία αποτελεί το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της κατάταξης η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή και στο περιεχόμενο του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους, κατά το άρθρο 974 ΚΠολΔ, αλλά και την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που αναγγέλθηκαν, με βάση δε το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής οφείλουν να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της απαιτήσεως που αναγγέλθηκε. Συνεπώς, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και τους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να δύναται να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης. Στις προϋποθέσεις αυτές συγκαταλέγεται και η ύπαρξη του τυχόν προνομίου της απαίτησης, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα που στηρίζουν την απαίτηση. Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι έτσι άκυρο, κατά το άρθρο 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ, λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαίτησης, όταν η αοριστία προκαλεί σε αυτόν που την προτείνει βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Αυτό συμβαίνει μόνο όταν η περιγραφή της απαίτησης στο αναγγελτήριο, καθώς και του τυχόν προνομίου της, είναι τόσον ελλιπή, ώστε να μη μπορούν ο μεν οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ, ο δε υπάλληλος του πλειστηριασμού να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης και να προβεί στην κατάταξή της συγκριτικά και με τις λοιπές αναγγελλόμενες απαιτήσεις. Δεν είναι όμως αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που αυτή απαιτείται κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, όταν πρόκειται για αγωγή η ανακοπή, διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αιτήσεως για παροχή δικαστικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ, αφού αφενός μεν η αναγκαστική εκτέλεση είναι διαδικασία και όχι δίκη, αφετέρου δε με την αναγγελία, το δικόγραφο της οποίας απλώς επιδίδεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, δεν γίνεται παράσταση ενώπιον δικαστικής αρχής, αλλά ανακοίνωση της σχετικής με την κατάταξή του βούλησης του αναγγελλόμενου δανειστή ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Αντίστοιχα, αυτός δεν αποτελεί δικαστική αρχή ούτε ειδικό δικαιοδοτικό όργανο, αλλά ενεργεί ως βοηθητικό όργανο κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, συντάσσοντας εν τέλει τον πίνακα κατάταξης των δανειστών στους οποίους θα διανεμηθεί το πλειστηρίασμα (άρθρο 974 ΚΠολΔ), χωρίς όμως δεσμευτική διάγνωση των σχετικών απαιτήσεών τους, γι’ αυτό και η κατάταξή τους υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με την προβλεπόμενη στο άρθρο 979 ΚΠολΔ ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης (Βλ. ΑΠ 474/2019 ΤΝΠ NOMOS). Κατά συνέπεια, για την πληρότητα της περιγραφής της αναγγελλόμενης απαίτησης, αρκεί η μορφολογική εξατομίκευσή της ως προς το είδος και το προνόμιο κατάταξής της, μπορεί δε να συμπληρώνεται νομίμως από δημόσια έγγραφα που είναι κατατεθειμένα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και είναι προσιτά σε όλους (Βλ. ΑΠ 885/2019 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της ιστορικής της βάσης, τα οποία πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί και να αποδείξει, είναι, κατά τη διάταξη του άρθρου 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον εργοδότη (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η Σ.Σ.Ν.Ε. που αρμόζει (Βλ. ΜονΕΠ 176/2016 ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, για το ορισμένο της αγωγής για απαιτήσεις από σύμβαση ναυτικής εργασίας δεν απαιτείται η χωριστή αναγραφή των ποσών που έλαβε ο ενάγων για κάθε ένα επιμέρους αγωγικό κονδύλιο, διότι οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν την κατά το άρθρο 416 ΑΚ ένσταση εξόφλησης του εναγόμενου. Η αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής του συνολικού ποσού που λήφθηκε, ενέχει καθ’ υποφοράν άρνηση του ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου περί περαιτέρω καταβολών και δεν καθιστά αόριστη και, συνεπώς, απαράδεκτη την αγωγή, στην οποία αναφέρονται συνολικές μόνο καταβολές έναντι των αγωγικών αξιώσεων, χωρίς επιμερισμό των καταβολών ανά κονδύλιο. Και τούτο διότι οι καταβολές αυτές αποτελούν μέρος του συνόλου των αγωγικών αξιώσεων από διάφορες αιτίες, που θεμελιώνουν και την ιστορική βάση της αγωγής, από το άθροισμα δε όλων των επίδικων απαιτήσεων του ενάγοντος που θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς, θα αφαιρεθεί το συνολικό ποσό που στην αγωγή αναγράφεται ότι καταβλήθηκε και κατά συνέπεια δεν ζητείται από τον ενάγοντα.  Η παράλειψη της μνείας του ύψους των εν λόγω καταβολών χωριστά για κάθε κονδύλιο, δεν επάγεται αδυναμία άμυνας του εναγομένου, αφού οι καταβολές αυτές στηρίζουν ισχυρισμό αυτού περί ολικής ή μερικής εξόφλησης (άρθρα 416 και 422 εδ. α’ ΑΚ) και όχι ισχυρισμό του ενάγοντος (πρβλ. ΑΠ 424/2018, ΑΠ 1004/2017, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής ο ανακόπτων, …, προβάλλει την αιτίαση ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα δεν τον κατέταξε στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, διατυπώνοντας την κρίση ότι η από 10.07.2018 αναγγελία του ήταν αόριστη. Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Γ’ ανακοπής οι ανακόπτοντες, …, … και …, ισχυρίζονται, επίσης, ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα δεν τους κατέταξε στον προσβαλλόμενο πίνακα, διατυπώνοντας την κρίση ότι η από 04.01.2017 κοινή αναγγελία τους ήταν αόριστη. Επίσης, με τον τρίτο λόγο της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής προβάλλεται η αιτίαση ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα έκρινε ότι ήταν αόριστη η από 04.01.2017 αναγγελία ως προς τους τρίτο και τέταρτο των ανακοπτόντων, … και …, και δεν τους κατέταξε. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός των υπό στοιχεία Β’, Γ’ και Δ’ ανακοπών παραδεκτά προβάλλεται από τους ως άνω ανακόπτοντες και είναι νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 118, 972 και 979 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι των υπό στοιχεία Β’, Γ’ και Δ’ ανακοπών και σχετίζονται με τον ως άνω προβαλλόμενο λόγο ανακοπής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «….», σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. 312/2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την 29.11.2016 κατασχέθηκε αναγκαστικά το υπό σημαία Κύπρου Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «…», με Αριθμό ΙΜΟ 7432733 και με Δ.Δ.Σ. 5BJJ3, κυριότητας της εδρεύουσας στη … εταιρίας με την επωνυμία «…», συνταχθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. …/29.11.2016 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …. Την 27.06.2018 το παραπάνω πλοίο πλειστηριάσθηκε αναγκαστικά με ηλεκτρονικά μέσα ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς, …, συνταχθείσας της υπ’ αριθ. …/27.06.2018 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού. Επειδή το πλειστηρίασμα, ποσού 813.001 ευρώ, δεν αρκούσε για την ικανοποίηση της επισπεύδουσας δανείστριας και των αναγγελθέντων δανειστών, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. …/01.03.2019 πίνακα κατάταξης, με τον οποίο κατόπιν προαφαίρεσης των εξόδων εκτέλεσης, συνολικού ποσού 328.459,02 ευρώ, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος κατέταξε σύμμετρα και προνομιακά, κατά το άρθρο 205 περ. β’ ΚΙΝΔ, για μέρος των απαιτήσεών τους από την παροχή ναυτικής εργασίας στο πλειστηριασθέν πλοίο τους αναφερόμενους στον προσβαλλόμενο πίνακα διαδίκους. Στον πλειστηριασμό αναγγέλθηκαν -μεταξύ άλλων- και ζήτησαν την προνομιακή τους κατάταξη οι ναυτικοί, …, ανακόπτων της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής, …ς, … και …, ανακόπτοντες της υπό στοιχείο Γ’ ανακοπής, … και …, 3ος και 4ος των ανακοπτόντων της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής, οι οποίοι δεν κατατάχθηκαν. Από την επισκόπηση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης (σελ. 115 έως 131, 133 έως 136, 180 έως 186) προκύπτει ότι αναφορικά με τους παραπάνω αναγγελθέντες διαδίκους ο υπάλληλος του πλειστηριασμού έκρινε ότι οι αναγγελίες τους ήταν αόριστες. Ειδικότερα, αναφορικά με την από 10.07.2018 αναγγελία του ανακόπτοντος της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής, Γεώργιου Τραϊφόρου, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού έκρινε ότι οι αναγγελθείσες απαιτήσεις του είναι αόριστες, για τον λόγο ότι με την αναγγελία αναγραφόταν ότι έναντι του οφειλόμενου από την καθ’ ης η εκτέλεση συνολικού ποσού των 18.259,84 ευρώ, το οποίο έπρεπε να του καταβληθεί από την παροχή ναυτικής εργασίας του στο πλειστηριασθέν πλοίο, καταβλήθηκε το ποσό των 5.200 ευρώ, χωρίς να αναφέρεται πότε και έναντι ποιων από τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του καταλογίσθηκε η εν λόγω καταβολή. Από την επισκόπηση του περιεχομένου της ως άνω αναγγελίας προκύπτει ότι με αυτήν αναφέρεται η κατάρτιση της από 04.07.2012 σύμβασης ναυτικής εργασίας, η εκ μέρους του ανακόπτοντος παροχή της εργασίας του με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του και προσδιορίζεται το είδος των απαιτήσεών του, οι μηνιαίες αποδοχές του με βάση τη Σ.Σ.Ν.Ε., καθώς και ο αριθμός των ωρών υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές. Επίσης, με την αναγγελία αναφέρεται η ύπαρξη προνομίου για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις τόσο με βάση το δίκαιο της σημαίας όσο και με βάση το ελληνικό δίκαιο. Με αυτό το περιεχόμενο, η αναγγελία του ανακόπτοντος της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής, ήταν ορισμένη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 118 και 972 ΚΠολΔ, αρκούσε δε για το ορισμένο της η αναφορά του συνολικού ποσού (5.200 ευρώ), που καταβλήθηκε έναντι της οφειλής, χωρίς να απαιτούνταν η χωριστή αναγραφή των ποσών που έλαβε ο ανακόπτων για κάθε επιμέρους αναγγελθείσα απαίτηση, στοιχείο άλλωστε που δεν απαιτείται ούτε για το ορισμένο της σχετικής αγωγής, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω. Έσφαλε, επομένως, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού που έκρινε ότι η ως άνω αναγγελία ήταν αόριστη, γενομένου δεκτού και ως ουσιαστικά βάσιμου του πρώτου λόγου της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής. Περαιτέρω, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού έκρινε ότι οι αναγγελθείσες απαιτήσεις των ανακοπτόντων της υπό στοιχείο Γ’ ανακοπής, …, Γεώργιου Πολυλογίδη και …, ήταν αόριστες. Από την επισκόπηση της από 04.01.2017 κοινής αναγγελίας των παραπάνω διαδίκων προκύπτει ότι προσδιορίζονται επαρκώς οι αναγγελθείσες απαιτήσεις τους, κατά τρόπο ώστε να παρέχονται στον μεν οφειλέτη και τους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να ελέγξει τη βασιμότητά τους. Ειδικότερα, με την αναγγελία, στην οποία ενσωματώνεται αυτούσιο το περιεχόμενο της από 29.04.2013 αγωγής τους, οι ως άνω διάδικοι αναφέρουν την κατάρτιση των συμβάσεων ναυτικής εργασίας, την παροχή εργασίας τους επί του πλειστηριασθέντος πλοίου με την ειδικότητα του ναύτη κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, καθώς και ότι οι μηνιαίες αποδοχές τους είχαν συμφωνηθεί με βάση την Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2011. Επίσης, προσδιορίζουν, κατά είδος και ποσό, τις επιμέρους απαιτήσεις τους για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών, επίδομα έχμασης, αντίτιμο τροφής, αναλογία επιδομάτων εορτών, διαφορά υπερωριακής αμοιβής και υπερωριακή εργασία τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, για αποζημίωση απόλυσης, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας προσβολής της προσωπικότητάς τους από την απόλυσή τους, που έλαβε χώρα υπό τις περιγραφόμενες συνθήκες. Με αυτό το περιεχόμενο, η αναγγελία των ανακοπτόντων της υπό στοιχείο Γ’ ανακοπής ήταν ορισμένη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 118 και 972 ΚΠολΔ. Έσφαλε, επομένως, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, που έκρινε ότι οι αναγγελθείσες απαιτήσεις είναι αόριστες, με την αιτιολογία, αφενός ότι οι ανακόπτοντες έχουν προσβάλει στο σύνολό της την υπ’ αριθ. 6804/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της προαναφερόμενης από 29.04.2013 αγωγής τους, αφετέρου ότι οι ανακόπτοντες δεν καταλογίζουν χωριστά έναντι των οφειλόμενων τις καταβολές που έγιναν σε αυτούς, ποσών 17.008,44 ευρώ, 17.173,23 ευρώ και 17.173,23 ευρώ, αντίστοιχα, διότι τέτοια χωριστή αναγραφή και καταλογισμός δεν απαιτείται για το ορισμένο της αναγγελίας, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Πρέπει, επομένως, ο σχετικός λόγος της υπό στοιχείο Γ’ ανακοπής να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος. Εξάλλου, αναφορικά με την από 04.01.2017 αναγγελία του 3ου και 4ου των ανακοπτόντων της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής, … και …, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού έκρινε ότι οι αναγγελθείσες απαιτήσεις τους είναι αόριστες. Ειδικότερα, αναφορικά με τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του … ο υπάλληλος του πλειστηριασμού έκρινε ότι είναι αόριστες, για τον λόγο ότι με την αναγγελία αναγραφόταν ότι από το συνολικά οφειλόμενο ποσό των 34.126,49 ευρώ από την παροχή της ναυτικής εργασίας του στο πλειστηριασθέν πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 01.07.2012 έως 26.02.2013, με την ειδικότητα του Β’ μηχανικού, το οποίο αναλύεται ως εξής: α) ποσό 15.427,40 ευρώ για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών από 01.07.2012 μέχρι 12.11.2012, β) ποσό 8.064,35 ευρώ για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών από 19.12.2012 έως 26.12.2013, γ) ποσό 8.969 ευρώ για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, και δ) ποσό 1.665,74 ευρώ για αποζημίωση απόλυσης, τα οποία έχουν αναγνωρισθεί και επιδικασθεί με την υπ’ αριθ. 3206/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών), που έχει καταστεί τελεσίδικη, έχει καταβληθεί έναντι το συνολικό ποσό των 10.000 ευρώ, χωρίς το ποσό αυτό να καταλογίζεται χωριστά έναντι του οφειλόμενου ποσού. Επίσης, αναφορικά με τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του … ο υπάλληλος του πλειστηριασμού έκρινε ότι είναι αόριστες, για τον λόγο ότι με την αναγγελία αναγραφόταν ότι το συνολικά οφειλόμενο ποσό των 28.913,91 ευρώ από την παροχή της ναυτικής εργασίας του στο πλειστηριασθέν πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 04.07.2012 έως 02.10.2013, με την ειδικότητα του Β’ και στη συνέχεια του Α’ μηχανοδηγού, για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών, υπερωριακή απασχόληση και μισθούς ασθενείας, για το οποίο έχει εκδοθεί η υπ’ αριθ. 3206/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών), που έχει καταστεί τελεσίδικη, με την οποία αφενός υποχρεώθηκε η καθ’ ης η εκτέλεση να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ και αφετέρου αναγνωρίσθηκε η υποχρέωσή της να του καταβάλει το επιπλέον ποσό των 8.913,91 ευρώ, παρόλο που αναφέρεται ότι έναντι των αξιώσεών του είχε λάβει το συνολικό ποσό των 8.000 ευρώ, και, επομένως, εξακολουθεί να διατηρεί απαιτήσεις, συνολικού ποσού 28.913,91 ευρώ, καταλογίζει συγκεντρωτικά και όχι χωριστά την καταβολή. Περαιτέρω, από το περιεχόμενο της από 04.01.2017 αναγγελίας προκύπτει ότι οι ως άνω διάδικοι αναφέρουν την κατάρτιση των συμβάσεων ναυτικής εργασίας, την παροχή εργασίας τους επί του πλειστηριασθέντος πλοίου με την ειδικότητα, ο πρώτος από αυτούς του Β’ μηχανικού, και ο δεύτερος του Β’ μηχανοδηγού και στη συνέχεια του Α’ μηχανοδηγού κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, καθώς και ότι οι μηνιαίες αποδοχές τους είχαν συμφωνηθεί με βάση την Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2011. Επίσης, προσδιορίζουν, κατά είδος και ποσό, τις επιμέρους απαιτήσεις τους για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών, δεδουλευμένες αποδοχές, αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, αποζημίωση απόλυσης, και μισθούς ασθενείας. Με αυτό το περιεχόμενο, η αναγγελία των ως άνω ανακοπτόντων της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής, ήταν ορισμένη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 118 και 972 ΚΠολΔ, αρκούσε δε για το ορισμένο της η αναφορά του συνολικού ποσού που καταβλήθηκε σε αυτούς έναντι της οφειλής, χωρίς να απαιτούνταν ο επιμερισμός των εν λόγω καταβολών ανά κονδύλιο, στοιχείο άλλωστε που δεν απαιτείται ούτε για το ορισμένο της σχετικής αγωγής, όπως προαναφέρθηκε. Έσφαλε, επομένως, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού που έκρινε ότι η ως άνω αναγγελία ήταν αόριστη, γενομένου δεκτού και ως ουσιαστικά βάσιμου του τρίτου λόγου της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής.

ΙΑ) Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 972 παρ. 1 και 974 έως 979 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα κατάταξης προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατάταξης, που μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή η οποία έχει αναγγελθεί είτε στο δικονομικό δίκαιο και αναφέρονται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατάταξης. Έννομο συμφέρον για την άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης εκείνου κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου που κατετάγη στον πίνακα και επιδιώκει την αποβολή εκείνου και την κατάταξη στη θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλόμενη απαίτηση και την κατάταξη του καθ’ ου η ανακοπή. Δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους δανειστές που δεν μετέχουν στη δίκη. Αν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή. Στην περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι του ενός μη καταταγέντες δανειστές βάλλουν με συνεκδικαζόμενες ανακοπές κατά της κατάταξης του ίδιου δανειστή για την αποβολή του, θα υπολογισθούν οι απαιτήσεις των περισσότερων ανακοπτόντων, και αν η απαίτηση του αποβαλλόμενου δανειστή δεν καλύπτει το σύνολο των απαιτήσεων των ανακοπτόντων που νικούν, θα γίνει σύγκριση μεταξύ των τελευταίων από το δικαστήριο και προτίμηση των δανειστών εκείνων που έχουν ισχυρότερο προνόμιο ή ανάλογη μεταξύ των ισόβαθμων κατάταξη. Στο πλαίσιο της εν λόγω συνεκδίκασης των περισσοτέρων ανακοπών και της επιβαλλόμενης κατά τα παραπάνω σύγκρισης των απαιτήσεων των ανακοπτόντων, οι οποίες δεν ικανοποιούνται πλήρως δια της αποβολής του καθ’ ου η ανακοπή δανειστή, διαμορφώνεται επιγενομένη αναγκαστική ομοδικία μεταξύ των περισσοτέρων ανακοπτόντων (άρθρο 76 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠολΔ), διότι η από την ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου κατάταξή τους επιδέχεται μόνο ενιαία ρύθμιση (ΑΠ 189/2016, ΑΠ 175/2011, ΑΠ 1229/2008), αφού για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της απαίτησης, η κατάταξη της οποίας προσβάλλεται, δεν είναι λογικό να εκδοθούν αντίθετες αποφάσεις, υπάρχει δε, όπως αναφέρθηκε, και ανάγκη αντιπαραβολής και σύγκρισης των απαιτήσεων των περισσότερων ανακοπτόντων μεταξύ τους και με τις απαιτήσεις των περισσότερων από τους καθ’ ων οι ανακοπές. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι σε περίπτωση που το δικαστήριο δεχθεί ως βάσιμες τις συνεκδικαζόμενες ξεχωριστές ανακοπές, με τις οποίες προσβάλλεται η κατάταξη της ίδιας απαίτησης, θα προσδιορίσει ποιες απαιτήσεις, ποιων ανακοπτόντων και σε ποια έκταση θα καταταγούν, περιοριζόμενο, όμως, πάντοτε μέσα στα όρια του αιτήματος κάθε ανακοπής. Επομένως, αν με τη μία ανακοπή προσβάλλεται η κατάταξη της απαίτησης του καθ’ ου δανειστή στο σύνολό της, ενώ με άλλη συνεκδικαζόμενη ανακοπή προσβάλλεται η ίδια μεν απαίτηση, αλλά μόνο κατά ένα μέρος, ο ανακόπτων στην τελευταία αυτή ανακοπή δεν θα καταταγεί στο αποδεσμευόμενο αλλά μη προσβαλλόμενο με την ανακοπή του μέρος της απαίτησης του καθ’ ου, αλλά, αποκλειστικά, στο μέρος αυτό θα καταταγεί μόνον ο ανακόπτων που προσέβαλε με την ανακοπή του το σύνολο της καταταγείσας απαίτησης, αφού ως προς το κονδύλι αυτό δεν υφίσταται αναγκαστική ομοδικία (Βλ. ΑΠ 1048/2019 ΤΝΠ NOMOS). ΙΙ. Κατά το άρθρο 932 ΚΠολΔ, «Τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει», ενώ από τη διάταξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται αφού αφαιρεθούν τα έξοδα εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 975 ΚΠολΔ, όπου γίνεται διάκριση μεταξύ αφαίρεσης των εξόδων και κατάταξης των απαιτήσεων, προκύπτει ότι υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, καθώς και ότι τα έξοδα εκτέλεσης δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων, ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά μόνο προαφαιρούνται για να γίνει η κατάταξη των δανειστών στο εναπομένον πλειστηρίασμα. Η αφαίρεση των εξόδων γίνεται με βάση τα έγγραφα και τις αποδείξεις που κατατίθενται από τον δικαιούχο αυτών και βρίσκονται στο φάκελο του πλειστηριασμού. Η εκκαθάριση των εξόδων εκτέλεσης, αν και δεν αποτελεί κατάταξη, προσβάλλεται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 979 ΚΠολΔ, με την προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης. Εάν γίνει δεκτός ο λόγος της ανακοπής με τον οποίο επιδιώκεται η μείωση των εξόδων ή αμφισβητείται το ύψος τους, το δικαστήριο επαναπροσδιορίζει το διανεμητέο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος στο οποίο και κατατάσσεται ο ανακόπτων που έχει υποβάλει το σχετικό αίτημα, όχι δε και άλλος δανειστής, που δεν έχει προσβάλει τον πίνακα για τα προαφαιρεθέντα έξοδα, εφόσον το προνόμιο του ανακόπτοντος παρέχει σε αυτόν τη δυνατότητα να καταταγεί στον πίνακα για την ικανοποίηση της αναγγελθείσας απαίτησής του από το πλειστηρίασμα (πρβλ. ΑΠ 1518/2018 ΤΝΠ NOMOS). Η άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή ή του μεγέθους της, η οποία αφορά τα προαφαιρεθέντα έξοδα εκτέλεσης, αποτελεί παραδεκτό και ορισμένο λόγο ανακοπής, στον καθ’ ου δε εναπόκειται να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του και του μεγέθους της περιστατικά. Δηλαδή, και στην περίπτωση αυτή ο καθ’ ου η ανακοπή οφείλει κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζήτηση να επικαλεσθεί κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει) την ύπαρξη, το περιεχόμενο και το μέγεθος της απαίτησής του, για την οποία έχει καταταγεί. Αν ο καθ’ ου η ανακοπή δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, η ανακοπή γίνεται δεκτή. Σε περίπτωση που ο ανακόπτων αμφισβητεί τη νομιμότητα της σχετικής εκκαθαριστικής πράξης των εξόδων εκτέλεσης και ειδικότερα αν αμφισβητεί ότι τα έξοδα που προαφαιρέθηκαν έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών, ο μόνος νομιμοποιούμενος παθητικά στη σχετική δίκη είναι ο επισπεύδων δανειστής, ο οποίος θα ζημιωθεί αν ανατραπεί η εκκαθάριση των εξόδων (πρβλ. ΑΠ 626/2018, ΑΠ 658/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 979 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι σε άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης νομιμοποιούνται μόνο ο επισπεύδων, οι αναγγελθέντες δανειστές και ο καθ’ ου η εκτέλεση, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον. Τέτοιο συμφέρον του ανακόπτοντος θεωρείται ότι υπάρχει όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής δεν εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου, αλλά συνδέεται συγχρόνως και με τη δυνατότητα κατάταξης του ανακόπτοντος. Έτσι, αν παρά την ακύρωση της κατάταξης και την εξαιτίας αυτής αποβολή του καθ’ ου κριθεί ότι ο ανακόπτων δεν δικαιούται να καταταγεί, η ανακοπή απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος. Ο παραπάνω κανόνας ισχύει και όταν με την ανακοπή προσβάλλεται η προαφαίρεση των εξόδων της εκτελέσεως από το πλειστηρίασμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 932, 971 και 975 ΚΠολΔ. Αν ο λόγος της ανακοπής, με τον οποίο επιδιώκεται η μείωση των εξόδων ή αμφισβητείται το ύψος αυτών, γίνει δεκτός ως βάσιμος, τότε το δικαστήριο επαναπροσδιορίζει το προς διανομή υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, στο οποίο κατατάσσεται ο ανακόπτων που έχει υποβάλλει σχετικό αίτημα, έστω και αν το προνόμιο του ανακόπτοντος είναι ασθενέστερο του προνομίου του καθ’ ου η ανακοπή, εφόσον όμως τούτο του παρέχει τη δυνατότητα να καταταγεί στον πίνακα προς ικανοποίηση της αναγγελθείσας απαίτησής του από το πλειστηρίασμα αυτό, και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή δεν αμφισβητείται το προνόμιο του καθ’ ου η ανακοπή αλλά η ίδια η απαίτησή του για τα έξοδα εκτέλεσης. Αν όμως λόγω ειδικού προνομίου του καθ’ ου η ανακοπή δεν επιτρέπεται η κατάταξη στο πλειστηρίασμα της αναγγελθείσας απαίτησης του ανακόπτοντος, τότε αυτός δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της ανωτέρω ανακοπής (πρβλ. ΑΠ 1644/2018 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, ως έξοδα εκτέλεσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 932 και 975 ΚΠολΔ, νοούνται όλες οι δαπάνες που γίνονται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών, εφόσον είναι αναγκαίες για τη διαδικασία της εκτέλεσης από την έναρξη της μέχρι και την παράτασή της, δηλαδή ανάγονται στη προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, στην κατάσχεση, στη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγματος, στον πλειστηριασμό και την κατάταξη των δανειστών. Αντίθετα, δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα που έγιναν προς το αποκλειστικό συμφέρον είτε του επισπεύδοντος είτε των αναγγελθέντων δανειστών ούτε επίσης όσα έγιναν από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος (Βλ. ΑΠ 2057/2014, ΑΠ 300/2013, ΜονΕΠ 191/2017, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS, Νίκα Ν., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙ, Ειδικό Μέρος, Β’ έκδοση, σελ. 558 – 559, αριθ. 21). Εξάλλου, το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α’ και β’ του π.δ. 280/2000 «Υποχρέωση πρόσληψης φυλάκων στα πλοία που τελούν υπό απαγόρευση απόπλου λόγω αναγκαστικής ή συντηρητικής κατάσχεσης ή προσωρινής διαταγής των δικαστηρίων και κάθε άλλη αναγκαία με το θέμα αυτό λεπτομέρεια» (Α’ 232), το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης του άρθρου 15 παρ. 11 περ. η’ του Ν. 2743/1999 (Α’ 211), ορίζει ότι: «Κάθε επισπεύδων δανειστής αμέσως μετά την επιβολή του μέτρου της απαγόρευσης απόπλου πλοίου συνεπεία κατάσχεσης (αναγκαστικής ή συντηρητικής) ή προσωρινής διαταγής του Δικαστηρίου προσλαμβάνει και εγκαθιστά επί του πλοίου τουλάχιστον ένα (1) φύλακα και σε περίπτωση παρατεταμένης παραμονής ή συνδρομής ειδικών συνθηκών σχετικών με τη φύλαξη, προσηκόντως εκτιμωμένων από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, μέχρι και τρεις (3). Η φύλαξη είναι υποχρεωτική καθ’ όλο το 24ωρο», ενώ το άρθρο 2 του ίδιου π.δ. ορίζει ότι: «1. Οι φύλακες των ανωτέρω πλοίων α) λαμβάνουν κάθε πρόσφορο και ενδεδειγμένο μέτρο για την αποφυγή κλοπών, βλαβών ή φθορών, για την αποφυγή απόκρυψης ή λάθρα απόπλου του πλοίου, καθώς και την πλήρη και διαρκή ενημέρωση των επισπευδόντων δανειστών και των Λιμενικών Αρχών για κάθε θέμα που αφορά τη διατήρηση της αξίας και της κατάστασης του πλοίου, β) ελέγχουν προσεκτικά όλους τους χώρους του πλοίου και ειδοποιούν τη Λιμενική Αρχή για οποιαδήποτε μεταβολή που θα παρατηρήσουν στην κατάστασή τους, γ) τηρούν ανελλιπώς «Ημερολόγιο Φύλακα», το οποίο φυλλομετρείται και θεωρείται στην τελευταία σελίδα από τη Λιμενική Αρχή πριν από την έναρξη συμπλήρωσής του. 2. Εάν επί του υπό απαγόρευση απόπλου πλοίου δεν επιβαίνει «συγκεκροτημένο πλήρωμα» οι ανωτέρω φύλακες παρακολουθούν και τη γενική κατάσταση του πλοίου και αναφέρουν άμεσα στη Λιμενική Αρχή οποιοσδήποτε μορφής ανωμαλία εντοπίσουν (κλίση του πλοίου, χαλάρωση λύσεων ή σχοινιών πρόσδεσης, εστίες ρύπανσης ή πυρκαϊάς κ.λπ). 3. Στο ημερολόγιο του φύλακα καταχωρίζεται κάθε θέμα που έχει σχέση με το διορισμό του, την εκτέλεση εργασιών στο πλοίο και τα ειδικά καθήκοντα του φύλακα όπως αυτά προβλέπονται στο Διάταγμα αυτό καθώς και τα στοιχεία κάθε ανερχόμενου στο πλοίο προσώπου. Το ημερολόγιο αυτό κάθε εβδομάδα υποβάλλεται προς θεώρηση στη Λιμενική Αρχή και σε περίπτωση εκτάκτων περιστατικών υποβάλλεται αυθημερόν». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι ο θεσμός του ναυτικού φύλακα αποτελεί μέτρο προστασίας των τρίτων, που έχει ως σκοπό τη διαφύλαξη του πλοίου και τη διατήρηση της οικονομικής του ταυτότητας από τον κίνδυνο καταστροφών και κλοπών. Έτσι, ο θεσμός του φύλακα, όπως οριοθετείται με το παραπάνω προεδρικό διάταγμα, εκτός του ότι συντελεί στην υποβοήθηση των λιμενικών αρχών σε θέματα που άπτονται αρμοδιοτήτων τους, όπως αρμοδιότητα για ναυάγια, για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος από ρύπανση κ.λ.π., αποσκοπεί, δηλαδή, στην προστασία του δημόσιου συμφέροντος, εξυπηρετεί και το συμφέρον της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, με τη διαφύλαξη της αξίας του κατασχεθέντος πλοίου (Βλ. ΓνμδΝΣΚ 55/2019, αναρτημένη στην ιστοσελίδα ΝΣΚ www.nsk.gr). Στην προκειμένη περίπτωση με τις υπό στοιχεία Γ’, Δ’, ΣΤ’, Ζ’ και Θ’ ανακοπές οι ανακόπτοντες προσβάλλουν την προαφαίρεση εξόδων, ποσού 317.763,60 ευρώ, που έγινε από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού υπέρ της καθ’ ης – επισπεύδουσας δανείστριας, με σχετική αναγραφή επί του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, και ζητούν τον επαναπροσδιορισμό του προς διανομή υπολοίπου του πλειστηριάσματος, ώστε να καταταχθούν αυτοί στο αποδεσμευόμενο ποσό. Ειδικότερα, με το δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Γ’ ανακοπής, με το σχετικό σκέλος του πρώτου λόγου της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής, με το σχετικό σκέλος του μοναδικού λόγου της υπό στοιχείο ΣΤ’ ανακοπής, με το σχετικό σκέλος του πρώτου λόγου της υπό στοιχείο Ζ’ ανακοπής, καθώς και με το σχετικό σκέλος του τρίτου λόγου της υπό στοιχείο Θ’ ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα προαφαίρεσε υπέρ της επισπεύδουσας δανείστριας το ποσό των 317.763,60 ευρώ, αφενός διότι το ποσό αυτό, το οποίο αφορά σε έξοδα φύλαξης του πλειστηριασθέντος πλοίου, δεν περιλαμβάνεται στα έξοδα εκτέλεσης, καθώς η επισπεύδουσα υποβλήθηκε στη σχετική δαπάνη προς συμμόρφωσή της με τις διατάξεις του π.δ. 288/2000, αφετέρου διότι με βάση το δίκαιο της σημαίας του πλοίου δεν υφίσταται στάδιο προαφαίρεσης εξόδων, ούτε όμως τυγχάνουν προνομιακές οι απαιτήσεις για την φύλαξη του πλειστηριασθέντος πλοίου. Περαιτέρω, με τον τρίτο και τέταρτο λόγο της υπό στοιχείο Γ’ ανακοπής, με το σχετικό σκέλος του πρώτου λόγου της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής, με το σχετικό σκέλος του μοναδικού λόγου της υπό στοιχείο ΣΤ’ ανακοπής, με το σχετικό σκέλος του πρώτου λόγου της υπό στοιχείο Ζ’ ανακοπής, καθώς και με το σχετικό σκέλος του τρίτου λόγου της υπό στοιχείο Θ’ ανακοπής, οι ανακόπτοντες προβάλλουν ισχυρισμό περί εσφαλμένου υπολογισμού των εξόδων εκτέλεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, επικαλούμενοι, αφενός ότι στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνονται και τα έξοδα φύλαξης του πλειστηριασθέντος πλοίου που αφορούν σε προγενέστερο της αναγκαστικής κατάσχεσής του χρονικό διάστημα και σε μεταγενέστερο του πλειστηριασμού διάστημα, αφετέρου ότι, με βάση τα προσαγόμενα από την επισπεύδουσα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, το ύψος των εξόδων ανέρχεται στο αναφερόμενο με τον σχετικό λόγο των ανακοπών τους ποσό και όχι στο ποσό που προαφαιρέθηκε, κατόπιν εσφαλμένου υπολογισμού από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Με αυτό το περιεχόμενο, ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχείο Γ’ ανακοπής, καθώς και ο λόγος των λοιπών ως άνω ανακοπών, κατά το σκέλος που προβάλλεται η αιτίαση ότι τα προαφαιρεθέντα υπέρ της επισπεύδουσας έξοδα δεν εξοπλίζονται με ναυτικό προνόμιο κατά το δίκαιο της σημαίας (κυπριακό δίκαιο), προβάλλεται αλυσιτελώς από τους ανακόπτοντες και είναι απορριπτέος, διότι η εκκαθάριση των εξόδων, παρόλο που προσβάλλεται με ανακοπή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 979 ΚΠολΔ, δεν αποτελεί κατάταξη, καθώς τα έξοδα εκτέλεσης δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων, ούτε κατατάσσονται στον πίνακα (Βλ. ΑΠ 1518/2018, ό.π.), και εν προκειμένω, με βάση τα ιστορούμενα, η επισπεύδουσα δανείστρια δεν κατατάχθηκε προνομιακά για το ποσό των 317.763,60 ευρώ, ώστε να τίθεται ζήτημα προνομιακής ή μη κατάταξής της, με βάση το δίκαιο της σημαίας, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι ανακόπτοντες, αλλά το ποσό αυτό προαφαιρέθηκε από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού για έξοδα εκτέλεσης, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 932 και 975 ΚΠολΔ. Επίσης, κατά το σκέλος που με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής προβάλλεται η αιτίαση ότι κατά το δίκαιο της σημαίας δεν υφίσταται στάδιο προαφαίρεσης εξόδων, ο λόγος αυτός είναι νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, διότι η προαφαίρεση εξόδων, που έχει δικονομικό χαρακτήρα, κρίνεται με βάση το δίκαιο του τόπου της εκτέλεσης (lex loci executionis). Ειδικότερα, εφόσον ο πλειστηριασμός εν προκειμένω διενεργήθηκε από ελληνικές δικαιοδοτικές αρχές, η προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης κρίνεται με βάση το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, και, συγκεκριμένα, σύμφωνα τις διατάξεις των άρθρων 932 και 975 ΚΠολΔ, και είναι νομικά αδιάφορο εάν υφίσταται στάδιο προαφαίρεσης εξόδων κατά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου. Επίσης, κατά το σκέλος που προβάλλεται η αιτίαση ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού προαφαίρεσε το εν λόγω ποσό για έξοδα εκτέλεσης, χωρίς σχετικό αίτημα της επισπεύδουσας, η οποία, κατά τα ιστορούμενα, για τη σχετική δαπάνη είχε ζητήσει την προνομιακή της κατάταξη, ο λόγος είναι νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, διότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού προβαίνει αυτεπαγγέλτως στην εκκαθάριση των εξόδων, με βάση τα κατατεθειμένα σε αυτόν έγγραφα και αποδείξεις, ακόμη και εάν δεν έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα (Βλ. Μπρίνια Ι., Αναγκαστική Εκτέλεσις, Τόμος δεύτερος, Β’ έκδοση, άρθρο 975, παρ. 406, αριθ. IV, σελ. 1072). Περαιτέρω, κατά το σκέλος που οι ανακόπτοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι τα έξοδα φύλαξης του πλειστηριασθέντος πλοίου δεν περιλαμβάνονται στα έξοδα εκτέλεσης, διότι διενεργήθηκαν από την επισπεύδουσα προς συμμόρφωσή της με το π.δ. 288/2000, το οποίο προβλέπει τον διορισμό φύλακα επί κατασχεμένου πλοίου, ο λόγος των ανακοπών είναι, επίσης, νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, διότι ως έξοδα εκτέλεσης, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 932 και 975 ΚΠολΔ, νοούνται όλες οι δαπάνες που γίνονται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών, -μεταξύ των οποίων και οι δαπάνες που διενεργήθηκαν για τη συντήρηση του κατασχεθέντος-, και εν προκειμένω, με βάση τα ιστορούμενα, οι δαπάνες της επισπεύδουσας δανείστριας για τη φύλαξη του πλοίου εξυπηρετούν τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και εν γένει το συμφέρον των αναγγελθέντων δανειστών, καθώς είναι αναγκαίες για την συντήρηση του κατασχεθέντος πλοίου και τη διαφύλαξη της αξίας του, ως οικονομικής ενότητας, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη δεύτερη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, και μάλιστα ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο διορισμός ναυτικού φύλακα έγινε προς συμμόρφωση της επισπεύδουσας με τις διατάξεις του π.δ. 288/2000, απορριπτομένων ως αβάσιμων των ενάντια υποστηριζόμενων από τους ανακόπτοντες. Κατά τα λοιπά, κατά το σκέλος που με τους λόγους των ανακοπών προβάλλεται ως αιτίαση ο εσφαλμένος υπολογισμός των προαφαιρετέων εξόδων, τόσο ως προς το ύψος τους όσο και ως προς το χρονικό διάστημα που αυτά αφορούν, και, ειδικότερα, κατά το σκέλος που προβάλλεται, αφενός ότι με βάση τα προσαγόμενα από την επισπεύδουσα δανείστρια τιμολόγια παροχής υπηρεσιών το ύψος των εξόδων φύλαξης δεν ανέρχεται στο ποσό που προαφαιρέθηκε από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, κατ’ εσφαλμένο μαθηματικό υπολογισμό, αλλά σε μικρότερο, αφετέρου ότι τα εν λόγω έξοδα φύλαξης αφορούν και σε προγενέστερο της αναγκαστικής κατάσχεσης, δηλαδή πριν την 29.11.2016, αλλά και σε μεταγενέστερο του πλειστηριασμού χρονικό διάστημα, δηλαδή μετά την 27.06.2018, οι λόγοι αυτοί προβάλλονται παραδεκτά και είναι νόμιμοι ερειδόμενοι στις διατάξεις των άρθρων 932, 975 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, κατά το σκέλος που κρίθηκαν παραδεκτοί και νόμιμοι, οι λόγοι αυτοί να ερευνηθούν περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.

Από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι των υπό στοιχεία Γ’, Δ’, ΣΤ’, Ζ’ και Θ’ ανακοπών και σχετίζονται με τον ως άνω προβαλλόμενο λόγο ανακοπής, τα οποία (έγγραφα), κατά την αρχή της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 346 ΚΠολΔ, λαμβάνονται υπόψη υπέρ όλων των διαδίκων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «….», σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. 312/2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την 29.11.2016 κατασχέθηκε αναγκαστικά το υπό σημαία Κύπρου Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «…», με Αριθμό ΙΜΟ 7432733 και με Δ.Δ.Σ. 5BJJ3, κυριότητας της εδρεύουσας στη … εταιρίας με την επωνυμία «…», συνταχθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. …/29.11.2016 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …, με την οποία ορίσθηκε τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό του 1.175.000 ευρώ. Κατόπιν ματαίωσης του πλειστηριασμού του ως άνω πλοίου, λόγω μη προσέλευσης πλειοδοτών, ο οποίος (πλειστηριασμός) είχε οριστεί για να διενεργηθεί στο Ειρηνοδικείο Σαλαμίνας αρχικά την 11.01.2017 και ακολούθως την 08.02.2017, συνταχθεισών προς τούτο των υπ’ αριθ. …/11.01.2017 και …/08.02.2017 πράξεων του συμβολαιογράφου Πειραιώς, …, το πλοίο πλειστηριάσθηκε την 27.06.2018 ενώπιον του ως άνω συμβολαιογράφου, συνταχθείσας της υπ’ αριθ. …/27.06.2018 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού. Είχαν προηγηθεί οι από 13.10.2017, 28.11.2017, 06.02.2018 και 30.05.2018 δηλώσεις συνέχισης πλειστηριασμού από την επισπεύδουσα, για τις οποίες συντάχθηκαν, αντίστοιχα, οι υπ’ αριθ. … πράξεις του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου. Επίσης, κατόπιν αίτησης της επισπεύδουσας είχαν εκδοθεί οι υπ’ αριθ. 1467/2017 και 842/2018 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με τις οποίες η τιμή της πρώτης προσφοράς μειώθηκε αρχικά στο ποσό των 900.000 ευρώ και, ακολούθως, στο ποσό των 700.000 ευρώ. Στον πλειστηριασμό αναγγέλθηκαν -μεταξύ άλλων- ο … …, δικαιοπάροχος των 17ης έως 21ης των ανακοπτόντων της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής, καθώς και οι λοιποί διάδικοι των υπό στοιχεία Γ’, Δ’, ΣΤ’, Ζ’ και Θ’ ανακοπών. Επειδή το πλειστηρίασμα, ποσού 813.001 ευρώ, δεν αρκούσε για την ικανοποίηση της επισπεύδουσας δανείστριας και των αναγγελθέντων δανειστών, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. …/01.03.2019 πίνακα κατάταξης, με τον οποίο κατόπιν προαφαίρεσης των εξόδων εκτέλεσης, συνολικού ποσού 328.459,02 ευρώ, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος κατέταξε σύμμετρα και προνομιακά, κατά το άρθρο 205 περ. β’ ΚΙΝΔ, για μέρος των απαιτήσεών τους από την παροχή ναυτικής εργασίας στο πλειστηριασθέν πλοίο τους διαδίκους: 1. … για το ποσό των 4.018,35 ευρώ, 2. … για το ποσό των 10.682,16 ευρώ, 3. … για το ποσό των 39.951,51 ευρώ, 4. … για το ποσό των 7.156,04 ευρώ, 5. … για το ποσό των 11.296,98 ευρώ, 6. … για το ποσό των 9.584,30 ευρώ, 7. … για το ποσό των 8.735,37 ευρώ, 8. … για το ποσό των 15.377,92 ευρώ, 9. … για το ποσό των 6.755,07 ευρώ, 10. … για το ποσό των 8.389,32 ευρώ, 11. … για το ποσό των 3.664,85 ευρώ, 12. … για το ποσό των 4.087,44 ευρώ, 13. … για το ποσό των 5.837,50 ευρώ, 14. … για το ποσό των 8.656,51 ευρώ, 15. … για το ποσό των 3.029,64 ευρώ, 16. … για το ποσό των 2.204,66 ευρώ, 17. … για το ποσό 145,98 ευρώ, 18. … για το ποσό των 228,35 ευρώ, 19. … για το ποσό των 145,98 ευρώ, 20. … για το ποσό των 145,98 ευρώ, 21. … για το ποσό των 102,45 ευρώ, 22. … για το ποσό των 213,75 ευρώ, 23. … για το ποσό των 213,75 ευρώ, 24. … για το ποσό των 145,98 ευρώ, 25. … για το ποσό των 260,85 ευρώ, 26. … για το ποσό των 145,98 ευρώ, 27. … για το ποσό των 145,98 ευρώ, 28. … για το ποσό των 145,98 ευρώ, 29. … για το ποσό των 68.476,42 ευρώ, 30. … για το ποσό των 9.866,68 ευρώ, 31. … για το ποσό των 9.206,85 ευρώ, 32. … για το ποσό των 3.011,23 ευρώ, 33. … για το ποσό των 3.011,23 ευρώ, 34. … για το ποσό των 2.547,96 ευρώ, 35. … για το ποσό των 2.663,78 ευρώ, 36. … για το ποσό των 1.853,06 ευρώ, 37. … για το ποσό των 4.149,11 ευρώ, 38. … για το ποσό των 8.220,94 ευρώ, 39. … για το ποσό των 3.167,40 ευρώ, 40. … για το ποσό των 3.122,55 ευρώ, 41. … για το ποσό των 3.871,08 ευρώ, 42. … για το ποσό των 6.099,92 ευρώ, 43. … για το ποσό των 2.360,85 ευρώ, 44. … για το ποσό των 30.226,76 ευρώ, 45. … για το ποσό των 8.116,12 ευρώ, 46. … για το ποσό των 7.736,58 ευρώ, 47. … για το ποσό των 17.446,46 ευρώ, 48. … για το ποσό των 5.525,42 ευρώ, 49. … για το ποσό των 2.887,94 ευρώ, 50. … για το ποσό των 4.144,91 ευρώ, 51. … για το ποσό των 3.260,14 ευρώ, 52. … για το ποσό των 5.309,76 ευρώ, 53. … για το ποσό των 4.398,44 ευρώ, 54. … για το ποσό των 5.032,03 ευρώ, 55. … για το ποσό των 6.009,23 ευρώ, 56. … για το ποσό των 5.335,80 ευρώ, 57. … για το ποσό των 8.478,55 ευρώ, 58. … για το ποσό των 3.364,75 ευρώ, 59. … για το ποσό των 14.742,84 ευρώ, 60. … για το ποσό των 9.383,12 ευρώ, 61. … για το ποσό των 5.459,37 ευρώ, 62. … για το ποσό των 5.580,69 ευρώ, 63. … για το ποσό των 3.551,95 ευρώ, 64. … για το ποσό των 3.137,70 ευρώ, 65. … για το ποσό των 3.994,30 ευρώ, 66. … για το ποσό των 4.543,31 ευρώ, 67. … για το ποσό των 2.939,58 ευρώ, 68. … για το ποσό των 10.785,42 ευρώ, 69. … για το ποσό των 8.234,30 ευρώ, 70. … … για το ποσό των 8.647,35 ευρώ και 71. … για το ποσό των 2.971,47 ευρώ. Στον προσβαλλόμενο πίνακα δεν κατατάχθηκαν ο ανακόπτων της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής, …, οι ανακόπτοντες της υπό στοιχείο Γ’ ανακοπής, …, … και …, οι ανακόπτοντες της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής, …, …, …, … και …, το ανακόπτον της υπό στοιχείο Θ’ ανακοπής, ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «…», ούτε η καθ’ ης – επισπεύδουσα δανείστρια. Περαιτέρω, με σύμβαση που καταρτίσθηκε εγγράφως την 10.06.2016 μεταξύ της εδρεύουσας στα Αμπελάκια Σαλαμίνας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «….» και της επισπεύδουσας δανείστριας η πρώτη ανέλαβε τη φύλαξη του ως άνω πλοίου από την ημερομηνία κατάρτισης της σύμβασης, αντί αμοιβής που συμφωνήθηκε στο ποσό των 5.700 ευρώ μηνιαίως πλέον Φ.Π.Α., γεγονός που προκύπτει από την επισκόπηση του από 10.06.2016 εγγράφου που προσάγει με επίκληση η καθ’ ης – επισπεύδουσα δανείστρια και δεν αμφισβητείται ειδικά από τους ανακόπτοντες (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ).  Από τα προσαγόμενα με επίκληση από την επισπεύδουσα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε η «….», και συγκεκριμένα, από την επισκόπηση των υπ’ αριθ. …, …, …, …, …, …, …, και … τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, προκύπτει ότι για την παραπάνω αιτία η επισπεύδουσα δανείστρια κατέβαλε στην ως άνω αντισυμβαλλομένη της το συνολικό ποσό των [(49 τιμολόγια Χ 3.534 ευρώ =) 173.166 ευρώ + 2.827,20 ευρώ + 2.120,40 ευρώ =] 178.113,60 ευρώ, καθώς και ότι το καταβληθέν αυτό ποσό αφορά σε έξοδα φύλαξης του πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από την 10.06.2016 έως την 06.07.2018. Με την από 09.07.2018 συμπληρωματική αναγγελία της η επισπεύδουσα ανήγγειλε -μεταξύ άλλων- τις απαιτήσεις της για δαπάνες φύλαξης του πλοίου, επικαλούμενη τα παραπάνω αναφερόμενα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, τα οποία προσκόμισε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Εξαιτίας εσφαλμένου μαθηματικού υπολογισμού, γεγονός που συνομολογείται από την επισπεύδουσα με τις προτάσεις της, η ίδια αναγγέλθηκε για την παραπάνω αιτία για το ποσό των 317.763,60 ευρώ, αντί για του ορθού ποσού των 178.113,60 ευρώ, που προκύπτει από την άθροιση των ποσών των ως άνω τιμολογίων. Ακολούθως, με τον προσβαλλόμενο πίνακα ο υπάλληλος του πλειστηριασμού προέβη αυτεπαγγέλτως στην προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 932 και 975 ΚΠολΔ, και μεταξύ αυτών, κατ’ εσφαλμένο μαθηματικό υπολογισμό, προαφαίρεσε υπέρ της επισπεύδουσας το ποσό των 317.763,60 ευρώ, ενώ, με βάση τα προσαγόμενα από την επισπεύδουσα τιμολόγια, το ποσό ανερχόταν μόνο σε 178.113,60 ευρώ. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, το ως άνω ποσό περιλαμβάνει έξοδα φύλαξης του πλοίου για χρονικό διάστημα προγενέστερο της αναγκαστικής κατάσχεσης, η οποία επιβλήθηκε την 29.11.2016, καθώς από την επισκόπηση των προαναφερόμενων υπ’ αριθ. …, … τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, συνολικού ποσού (3.534 ευρώ Χ 11 τιμολόγια =) 38.874 ευρώ, προκύπτει ότι αυτά αφορούν το χρονικό διάστημα από 10.06.2016 έως 21.11.2016, 07.12.2016, ενώ το υπ’ αριθ. …./22.11.2016 τιμολόγιο, συνολικού ποσού 3.534 ευρώ, που αφορά σε έξοδα φύλαξης για το χρονικό διάστημα από 22.11.2016 έως 07.12.2016, επίσης, περιλαμβάνει έξοδα φύλαξης πριν την επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης, τα οποία ανέρχονται σε (7 ημέρες Χ 190 ευρώ ανά ημέρα = 1.330 ευρώ + 319,20 ευρώ για αναλογούντα Φ.Π.Α. 24% =) 1.649,20 ευρώ. Επιπλέον, το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, συνολικού ποσού 2.120 ευρώ, αφορά σε έξοδα φύλαξης του πλοίου για χρονικό διάστημα μεταγενέστερο του πλειστηριασμού, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε διενεργήθηκε την 27.06.2018, καθώς το τιμολόγιο εκδόθηκε για το χρονικό διάστημα από 28.06.2018 έως 06.07.2018. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, γενομένων δεκτών και ως ουσιαστικά βάσιμων των σχετικών αιτιάσεων που προβλήθηκαν από τους ανακόπτοντες των υπό στοιχεία Γ’, Δ’, ΣΤ’, Ζ’ και Θ’ ανακοπών, το ποσό που έπρεπε να προαφαιρεθεί από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού υπέρ της επισπεύδουσας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 932 και 975 ΚΠολΔ, για έξοδα φύλαξης του πλοίου ανέρχεται σε (178.113,60 – 38.874 – 1.649,20 – 2.120 =) 135.470,40 ευρώ. Κατόπιν τούτων, στο επιπλέον προς διανομή ποσό του πλειστηριάσματος, το οποίο επαναπροσδιορίζεται σε (317.763,60 – 135.470,40 =) 182.293,20 ευρώ, θα καταταχθούν μόνο οι ανακόπτοντες των παραπάνω ανακοπών, οι οποίοι έχουν υποβάλει το σχετικό αίτημα, κατόπιν σύγκρισης των προνομίων τους, δηλαδή θα καταταχθούν αυτοί που έχουν υπέρτερο προνόμιο, ενώ δεν θα καταταχθούν οι δανειστές που δεν πρόσβαλαν τον πίνακα κατάταξης για τα ως άνω προαφαιρεθέντα έξοδα υπέρ της επισπεύδουσας, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην πρώτη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω (Βλ. ΑΠ 1518/2018, ΑΠ 1644/2018, ό.π.).

ΙΒ) Με το δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής ο ανακόπτων, …, προβάλλει την αιτίαση ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα έκρινε ότι το κονδύλιο των τόκων στερείται προνομίου. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής, προβάλλεται απαράδεκτα από τον ανακόπτοντα, λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, και τυγχάνει απορριπτέος, καθώς, όπως προκύπτει με βάση τα ιστορούμενα, ο ίδιος δεν κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα, επειδή η αναγγελία του κρίθηκε από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού αόριστη. Έννομο συμφέρον για την προβολή του συγκεκριμένου λόγου έχουν οι δανειστές που κατατάχθηκαν για μέρος των απαιτήσεών τους, όχι όμως και ο ανακόπτων, ο οποίος δεν κατατάχθηκε, επειδή ο υπάλληλος του πλειστηριασμού έκρινε ότι η αναγγελία του ήταν αόριστη.

ΙΓ) Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 972, 974 έως 980 ΚΠολΔ προκύπτουν, πλην άλλων και τα εξής: Η διαδικασία της κατάταξης των πιστωτών, η οποία ακολουθεί και συναρτάται με τον πλειστηριασμό, αποτελεί ιδιαίτερο και το τελευταίο στάδιο της εκτελεστικής διαδικασίας προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, με κύριο όργανο τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, του οποίου οι πράξεις υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Προς τούτο, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, μετά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης, καλεί με έγγραφο εκείνον, υπέρ του οποίου έγινε και εκείνον κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση, καθώς και τους δανειστές, που αναγγέλθηκαν, για να λάβουν γνώση του τελευταίου, έτσι ώστε όποιος έχει έννομο συμφέρον, να ασκήσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 979 ΚΠολΔ ανακοπή κατ’ αυτού. Ειδικότερα, η διαδικασία της κατάταξης, που απολήγει στη σύνταξη του πίνακα κατάταξης, αφετηρία έχει τις αναγγελίες των δανειστών, τις οποίες συνοδεύει η κατάθεση των νομιμοποιητικών των απαιτήσεων εγγράφων, συνεχίζεται με τη σύνταξη του πίνακα και τις κατ’ αυτού ανακοπές και λήγει με την πληρωμή των δανειστών. Η κατάταξη των τελευταίων, ανεξάρτητα αν πρόκειται για προνομιούχους ή όχι, μπορεί να είναι οριστική, αν από τα στοιχεία που έχει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού αποδεικνύεται πλήρως η απαίτηση του δανειστή ή τυχαία, αν η απαίτηση του δανειστή τελεί υπό αίρεση (αναβλητική ή διαλυτική) ή κριθεί ως αμφίβολη, (δηλαδή όχι πλήρως αποδεικνυόμενη), ή επικουρική (άρθρο 978 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση που θα ματαιωθεί η ικανοποίηση του δανειστή, ο οποίος είχε καταταγεί τυχαία, οπότε καθορίζεται ο τρόπος διανομής του ποσού που αναλογεί στην απαίτηση αυτή. Συνακόλουθα τούτων, ο συμβολαιογράφος, ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, κύριο όργανο της διαδικασίας κατάταξης, προβαίνει σε νομική και ουσιαστική αξιολόγηση των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν, το δε δικαστήριο ελέγχει τις ενέργειές του, μετά από άσκηση ανακοπής και χάριν της αρχής της οικονομίας της δίκης, ως οιονεί όργανο εκτέλεσης, προβαίνει στη διόρθωση του πίνακα και δεν αναπέμπει την υπόθεση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Έτσι, η διαδικασία κατάταξης διαχωρίζεται σε δύο στάδια, το ένα ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού και το άλλο ενώπιον του δικαστηρίου. Η σύνταξη του πίνακα κατάταξης ανήκει, κατά το νόμο, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, ο οποίος δεν δικαιοδοτεί, αλλά ενεργεί ως όργανο της εκτέλεσης, με βάση τα αναγγελτήρια, τα επιστηρίζοντα αυτά έγγραφα και τις τυχόν εκατέρωθεν παρατηρήσεις. Έργο του είναι η σύνταξη του πίνακα κατάταξης (άρθρο 974 παρ. 2 ΚΠολΔ) και με αυτόν η κατάταξη με τη σειρά, το ποσοστό και τους όρους ικανοποίησης των απαιτήσεων του επισπεύδοντος και των αναγγελμένων δανειστών, μετά από προηγούμενη αιτιολογημένη αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης. Ο πίνακας κατάταξης προσομοιάζει, αλλά δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, ούτε ενέχει διάγνωση της απαίτησης που αναγγέλθηκε, καθόσον ο συντάκτης του, υπάλληλος του πλειστηριασμού, δεν δικαιοδοτεί, αλλά ενεργεί ως όργανο της εκτέλεσης. Αποτελεί απλώς διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που καθορίζει τη σειρά, το ποσοστό και τους όρους ικανοποίησης των απαιτήσεων του επισπεύδοντος και των αναγγελομένων δανειστών, παράγει τις συνέπειες του από την έκδοσή του και την καταχώρησή του στο οικείο βιβλίο του συμβολαιογράφου και τελεί υπό την αίρεση της μη εμπρόθεσμης προσβολής του με ανακοπή (άρθρο 979 ΚΠολΔ) ή της μη ανατροπής του με την απόφαση του δικαστηρίου, που θα εκδοθεί επί της ανακοπής αυτής (Βλ. ΑΠ 399/2019 ΤΝΠ NOMOS). ΙΙ. Από το άρθρο 1012 παρ. 3 ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση πλειστηριασμού κατασχεμένου πλοίου, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα της κατάταξης γίνεται κατά πρώτο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ. Επίσης, κατά το άρθρο 9 του ΚΙΝΔ, το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας τη σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει και τα επ’ αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι το δίκαιο της σημαίας του πλοίου ρυθμίζει και τα ναυτικά προνόμια, τα οποία, λόγω της φύσης τους, δημιουργούν βάρος εμπράγματου χαρακτήρα επί του πλοίου. Ειδικότερα, με το άρθρο 205 ΚΙΝΔ καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζεται κατ’ αποκλειστικότητα και προτεραιότητα η κατάταξη των ναυτικών προνομίων, τα οποία, ως αποκλειστικά, εκτοπίζουν κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικονομικού δικαίου. Τα γενικά και ειδικά προνόμια των διατάξεων του ΚΠολΔ δεν στερούνται σημασίας στην κατάταξη επί πλειστηριασμού πλοίου, αλλά ακολουθούν μετά την κατάταξη των ναυτικών προνομίων και της ναυτικής υποθήκης επί του υπολοίπου κατά την έκταση που οι απαιτήσεις αυτές δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ (Βλ. ΜονΕΠ 577/2015 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Θ’ ανακοπής, το ανακόπτον προβάλλει την αιτίαση ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού χωρίς καμία αιτιολογία δεν το κατέταξε για τις απαιτήσεις του. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της υπό στοιχείο Θ’ ανακοπής είναι νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, διότι ο πίνακας κατάταξης δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, ενώ ο συντάκτης τούτου, υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν δικαιοδοτεί, αλλά ενεργεί ως όργανο της εκτέλεσης, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι και ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του προσβαλλόμενου πίνακα (σελ. 95 έως 97), ο υπάλληλος του πλειστηριασμού αιτιολογημένα έκρινε ότι επειδή οι αναγγελθείσες απαιτήσεις του ανακόπτοντος δεν απολαμβάνουν προνομιακής κατάταξης κατά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά με λόγο ανακοπής από το ανακόπτον, αυτές θα ικανοποιούνταν μόνο εφόσον απέμενε υπόλοιπο προς διανομή, μετά την ικανοποίηση των προνομιακών με βάση τις διατάξεις του δίκαιου της σημαίας και του ΚΙΝΔ απαιτήσεων των δανειστών.

ΙΔ) Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 1012 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015), συνάγεται ότι σε περίπτωση πλειστηριασμού κατασχεμένου πλοίου η σειρά των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται κατά πρώτο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ, κατά δε το άρθρο 9 ΚΙΝΔ, το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας τη σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει και τα επ’ αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Περαιτέρω, ναι μεν κατά το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, τα καθοριζόμενα με αυτό προνόμια, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο, έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και προηγούνται, σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο του ίδιου άρθρου, της ναυτικής υποθήκης, προκειμένου όμως να προηγηθούν της υποθήκης κατά την κατάταξη σε εκπλειστηρίασμα που αφορά πλοίο με σημαία αλλοδαπής πολιτείας, πρέπει, κατά ρητή επιταγή της προαναφερομένης διάταξης του άρθρου 9, να έχουν τον ίδιο προνομιακό – εμπράγματο χαρακτήρα και κατά το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο (lex navis) κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης. Η σειρά, όμως, κατάταξης των εν λόγω προνομίων θα κριθεί κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης (lex loci executionis), αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο (Βλ. ΑΠ 1556/2017, AΠ 533/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). ΙΙ. Η Κύπρος δεν έχει προσχωρήσει ούτε έχει κυρώσει τις Διεθνείς Συμβάσεις των Βρυξελλών της 10ης.04.1926 και της 27ης.05.1967 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών αφορώντων στα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες» (International Convention for the unification of certain rules relating to maritime liens and mortgages of 1926 and 1967) (Βλ. CMI Yearbook 2017 – 2018, status of ratifications of and accessions to the Brussels International Maritime Law Conventions – comitemaritime.org), ούτε τη Διεθνή Σύμβαση της Γενεύης της 6ης.05.1993 «για τα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες» (Βλ. ιστοσελίδα UNTC United Nations Treaty Collection status on 11.02.2020, Chapter XI – treaties.un.org). Περαιτέρω, το δίκαιο της Κύπρου ως προς τον καθορισμό των ναυτικών προνομίων εφαρμόζει το αγγλικό δίκαιο. Η έννοια των ναυτικών προνομίων αναφέρεται στην παράγραφο 3 (3) του αγγλικού νόμου περί διοικήσεως της δικαιοσύνης του 1956 (Administration of Justice Act 1956). Παρόλο που το νομοθέτημα αυτό δεν περιλαμβάνει ορισμό των ναυτικών προνομίων, συνάγεται ότι ως τέτοια νοούνται οι προνομιούχες απαιτήσεις επί πλοίου ή άλλης ναυτικής περιουσίας αναφορικά με τις παρασχεθείσες στο πλοίο υπηρεσίες ή τις προκληθείσες από αυτό ζημίες. Κατ’ εφαρμογή των αρχών του αγγλικού δικαίου, τα δικαστήρια της Κύπρου έχουν ορίσει τα ναυτικά προνόμια ως δικαιώματα που «ταξιδεύουν» με το πλοίο και το συνοδεύουν, ανεξαρτήτως σε ποιου την κατοχή ή κυριότητα ενδέχεται να περιέλθει αυτό. Συνιστούν δε ναυτικά προνόμια οι ακόλουθες κατηγορίες απαιτήσεων: α) οι απαιτήσεις για καταβολή αποζημίωσης σε πρόσωπο που πρόσφερε τις υπηρεσίες του για τη διάσωση του πλοίου, όταν αυτό βρισκόταν σε κίνδυνο (claims for salvage), β) οι απαιτήσεις από ζημίες που προκλήθηκαν από το πλοίο (the «damage lien»), γ) οι μισθοί του πληρώματος (crew’s wages), δ) οι απαιτήσεις από την ενεχύραση του πλοίου (bottomry) και από ναυτικό δάνειο με εξασφάλιση το φορτίο (respondentia), και ε) οι μισθοί και τα έξοδα του πλοιάρχου που προέρχονται από την υπηρεσία στο πλοίο (master’s wages, disbursements and liabilities) (Βλ. ΕΠ 131/2012 ΕΝΔ 2012.209, δημοσιευμένη και σε ΤΝΠ NOMOS, καθώς και την υπ’ αριθ. πρωτ. 252/2002/26.01.2005 νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, την οποία προσάγει με επίκληση η καθ’ ης – επισπεύδουσα δανείστρια). ΙΙΙ. Το άρθρο 205 ΚΙΝΔ κατατάσσει στη δεύτερη τάξη ναυτικών προνομίων τις απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος που πηγάζουν από τη σύμβαση εργασίας. Ο νόμος εκλαμβάνει με ευρύτητα τον όρο «πλήρωμα» και περιλαμβάνει σε αυτόν όλα τα πρόσωπα που, ανεξάρτητα από το βαθμό και την ειδικότητά τους, παρέχουν με βάση σύμβαση διαρκείς υπηρεσίες έναντι ανταλλάγματος (μισθού) πάνω στο πλοίο και έχουν οργανωθεί σε κοινότητα για την παροχή των υπηρεσιών τους και την εκπλήρωση του σκοπού της ναυτικής αποστολής, αδιάφορα από το εάν έχουν εγγραφεί στο ναυτολόγιο, από το εάν έχουν ασφαλισθεί στο Ν.Α.Τ. και από το εάν η εργασία που παρέχουν είναι καθαρώς ναυτικής φύσης ή γενικής ή άλλης ειδικής φύσης. Έτσι, την ιδιότητα αυτή δεν αποβάλλει ο ναυτικός και όταν το πλοίο παραμένει στο λιμάνι, αν εξακολουθεί να είναι μέλος του συγκροτημένου πληρώματός του με επαρκή σύνθεση και έτσι συμβάλλει στην ετοιμότητα του πλοίου για την πραγματοποίηση, μόλις καταστεί εφικτό, του πλου (Βλ. ΜονΕΠ 577/2015 ΤΝΠ NOMOS, Αντάπαση Α./Αθανασίου Λ., Ναυτικό Δίκαιο, 2020, σελ. 301 – 302, αριθ. περιθ. 599). Ειδικότερα, κατά τις γενικές αρχές του ναυτεργατικού δικαίου και κατά την έννοια των άρθρων 1, 37 επ. και 53 ΚΙΝΔ, ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου, ανεξαρτήτως του είδους της παρεχόμενης εργασίας, είτε δηλαδή πρόκειται για καθαρά ναυτική είτε για άλλη εργασία, που θα μπορούσε να εκτελεστεί και στην ξηρά. Η πραγματική εκτέλεση πλόων και η αντιμετώπιση θαλάσσιων κινδύνων δεν είναι απαραίτητη, αρκεί να διατηρείται η ναυτική αποστολή του πλοίου (Βλ. ΜονΕΠ 281/2015, ΜονΕΠ 147/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), αφού χωρίς αυτήν δεν νοείται πλήρωμα ούτε ναυτικός. Έτσι, η σύμβαση δεν αποβάλλει το χαρακτήρα της ως ναυτική, ούτε μεταλλάσσεται σε σύμβαση χερσαίας εργασίας, αν το πλοίο για οποιονδήποτε λόγο παραμένει αργό στο λιμάνι ή συντηρείται ή επισκευάζεται, έχει όμως συγκροτημένο πλήρωμα και τελεί σε διαρκή ετοιμότητα προς πλου μόλις περατωθεί η συντήρηση ή η επισκευή του και αποφασίσει τούτο ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής (Βλ. ΑΠ 1602/2012 ΕΝΔ 2013.17, ΑΠ 1252/2002 ΕλλΔνη 2002.1662). Στην περίπτωση αυτή ο προσλαμβανόμενος για να παράσχει υπηρεσίες στο πλοίο, ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, έστω και αν δεν παρέχει αμιγώς ναυτική εργασία, θεωρείται ναυτικός και η σύμβασή του έχει ως αντικείμενο την παροχή ναυτικής και όχι χερσαίας εργασίας (Βλ. ΜονΕΠ 86/2017 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, εκτός από τον πλοίαρχο, που αναφέρεται ρητά στη διάταξη του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, στο πλήρωμα ανήκουν όχι μόνο τα πρόσωπα που παρέχουν αυστηρά ναυτική εργασία, όπως ο ναύκληρος, οι ναύτες, οι μηχανικοί κ.ά. (πλήρωμα με στενή έννοια), αλλά και εκείνα τα πρόσωπα που απασχολούνται στο πλοίο σε γενικές ή συμπληρωματικές εργασίες για την εκπλήρωση του ειδικού προορισμού του, όπως για παράδειγμα οι θαλαμηπόλοι (πλήρωμα με ευρεία έννοια) (Βλ. Αντάπαση Α./Αθανασίου Λ., ό.π.). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 205 παρ. 1 περ. β’ ΚΙΝΔ, η οποία ορίζει ότι «είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος» προκύπτει ότι με προνόμιο καλύπτονται όχι μόνο οι μισθοί, αλλά και κάθε άλλη απαίτηση που πηγάζει από τη σύμβαση ναυτολόγησης. Έτσι, το προνόμιο καλύπτει όχι μόνο την αντιπαροχή που καθορίζει η σύμβαση εργασίας ή αναγκαστικός κανόνας δικαίου για την από μέρους του πλοιάρχου και του πληρώματος παρεχόμενη εργασία στο πλοίο (βασικός μισθός), αλλά και κάθε άλλη πρόσθετη ή συμπληρωματική στον μισθό αντιπαροχή, είτε αυτή προστίθεται τακτικά και ενσωματώνεται σε αυτόν (προσαύξηση) είτε καταβάλλεται τακτικά ή έκτακτα για ορισμένη ειδική αιτία (επίδομα). Επίσης, το προνόμιο καλύπτει τον μισθό ασθενείας, ανεξάρτητα από το εάν είναι ή όχι ειδικός (άρθρο 66 παρ. 3 ΚΙΝΔ), καθώς και τις δαπάνες νοσηλείας. Περαιτέρω, το εν λόγω προνόμιο καλύπτει την οφειλόμενη από το Ν. 551/1915 αποζημίωση, αλλά και την αποζημίωση που οφείλεται στον ναυτικό με βάση τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις. Επίσης, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από τον πλοίαρχο, κατά το άρθρο 72 ΚΙΝΔ, η οφειλόμενη στον ναυτικό αποζημίωση, με βάση το άρθρο 75 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, καλύπτεται από το προνόμιο του άρθρου 205 παρ. 1 περ. β’ ΚΙΝΔ (Βλ. Αντάπαση Α./Αθανασίου Λ., ό.π., σελ. 304 – 307, αριθ. περιθ. 602 – 606 και 608). Στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτοντες της υπό στοιχείο Γ’ ανακοπής, ισχυρίζονται ότι -μεταξύ άλλων- διατηρούν απαιτήσεις σε βάρος της καθ’ ης η εκτέλεση και για αποζημίωση λόγω απόλυσης, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστησαν εξαιτίας της καταχρηστικής τους απόλυσης, υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στην ανακοπή τους, στην οποία ενσωματώνεται το κείμενο της αναγγελίας τους και της από 29.04.2013 αγωγής τους. Οι ίδιοι ως άνω διάδικοι με το σχετικό σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής τους αμφισβητούν τις απαιτήσεις, καθώς και το προνόμιο των καταταχθέντων αντιδίκων τους, ισχυριζόμενοι ότι αυτοί δεν αποτελούσαν μέλη συγκροτημένου πληρώματος του πλειστηριασθέντος πλοίου, ενώ με τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους ισχυρίζονται ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού έκρινε εσφαλμένα ότι ο 3ος των καθ’ ων η ανακοπή, …, ότι τυγχάνουν προνομιακής κατάταξης οι απαιτήσεις του για αποζημίωση, με βάση τις διατάξεις του Ν. 551/1915, καθώς και για μισθούς ασθενείας και έξοδα νοσηλείας, οι οποίες δεν είναι προνομιακές, με βάση το δίκαιο της Κύπρου (lex navis). Επίσης, με το δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής προβάλλεται η αιτίαση ότι ο 11ος ανακόπτων, …, εξαιτίας προφανούς παραδρομής εσφαλμένα δεν κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα για τις απαιτήσεις του, συνολικού ποσού 20.512,24 ευρώ, για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών και για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, οι οποίες πηγάζουν από την παροχή ναυτικής εργασίας του στο πλειστηριασθέν πλοίο με την ειδικότητα του Β’ μηχανοδηγού. Περαιτέρω, με τον τέταρτο λόγο της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής προβάλλεται η αιτίαση ότι οι ανακόπτοντες …, …, …, …, … και …, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 480 ΑΚ, κατατάχθηκαν σύμμετρα μόνο για το μισό των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους, που πηγάζουν από την παροχή ναυτικής εργασίας στο πλειστηριασθέν πλοίο. Εξάλλου, με τον πέμπτο λόγο της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής προβάλλεται η αιτίαση ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα απέρριψε το σύνολο των απαιτήσεων του …, ο οποίος ναυτολογήθηκε στο πλειστηριασθέν πλοίο, καθώς και μέρος των απαιτήσεων των …, …, του αποβιώσαντος … και του …. Περαιτέρω, με τον έκτο λόγο της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής προβάλλεται η αιτίαση ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα δεν κατέταξε τον ανακόπτοντα, …, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Περαιτέρω, με τον έβδομο λόγο της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής προβάλλεται η αιτίαση ότι εσφαλμένα ο υπάλληλος του πλειστηριασμού έκρινε ότι οι απαιτήσεις του ανακόπτοντος … από την παροχή της ναυτικής εργασίας του στο πλειστηριασθέν πλοίο είχαν αποσβεσθεί, κατά το άρθρο 207 ΚΙΝΔ, άλλως ότι είχαν παραγραφεί εν επιδικία, λόγω παρόδου της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 289 ΚΙΝΔ. Επίσης, με τον όγδοο λόγο της υπό στοιχείο Δ’ ανακοπής η ανακόπτουσα … προβάλλει την αιτίαση ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα δεν την κατέταξε για τις απαιτήσεις της από υπερωριακή αμοιβή, καθώς και ότι εσφαλμένα δεν κατατάχθηκε η απαίτησή της για τόκους. Εξάλλου, με το δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Ζ’ ανακοπής ο ανακόπτων, …, ο οποίος, με βάση τα ιστορούμενα, διατηρεί απαιτήσεις σε βάρος της καθ’ ης η εκτέλεση από την παροχή εργασίας στο πλοίο με την ειδικότητα του βοηθού ηλεκτρολόγου, για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών, αμοιβή υπερωριακής εργασίας, πρόσθετη αμοιβή λόγω δρομολογίων εξπρές, αποζημίωση διανυκτερεύσεων, αντίτιμο τροφής, αναλογία δώρων και αποζημίωση απόλυσης, οι οποίες επιδικάσθηκαν και αναγνωρίσθηκαν με την υπ’ αριθ. 334/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών) προβάλλει την αιτίαση ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού από προφανή παραδρομή τον κατέταξε για την αναγνωριστική διάταξη της ως άνω απόφασης, ποσού 6.345,36 ευρώ, παραλείποντας να τον κατατάξει για την καταψηφιστική διάταξη, ποσού 19.998,44 ευρώ. Τέλος, με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Θ’ ανακοπής το ανακόπτον, ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «…» αμφισβητεί τις απαιτήσεις και το προνόμιο των καταταχθέντων αντιδίκων του.

Το Δικαστήριο τούτο αγνοεί και δεν δύναται να πληροφορηθεί, αφενός εάν με βάση το δίκαιο της σημαίας του πλειστηριασθέντος πλοίου (δίκαιο της Κύπρου) υπό τον όρο πλήρωμα (crew), το οποίο απολαμβάνει προνόμιο, περιλαμβάνεται κάθε πρόσωπο που προσλαμβάνεται για να παρέχει υπηρεσίες σε πλοίο, ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, έστω και εάν δεν παρέχει αμιγώς ναυτική εργασία, δηλαδή ακόμη και εάν απασχολείται σε γενικές ή συμπληρωματικές εργασίες για την εκπλήρωση του ειδικού προορισμού του πλοίου (π.χ. θαλαμηπόλος), αφετέρου εάν με βάση το ως άνω δίκαιο καλύπτονται με προνόμιο, εκτός από τις δεδουλευμένες αποδοχές, κάθε είδους επιδόματα, η αποζημίωση απόλυσης, οι μισθοί ασθενείας, τα έξοδα νοσηλείας, η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας παράνομης ή καταχρηστικής απόλυσης, η αποζημίωση λόγω εργατικού ατυχήματος, καθώς και οι τόκοι. Πρέπει, επομένως, να αναζητηθούν οι σχετικές προβλέψεις του δικαίου της Κύπρου, και για τον λόγο αυτόν συντρέχει περίπτωση να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης των υπό στοιχεία Β’, Γ’, Δ’, ΣΤ’, Ζ’ και Θ’ ανακοπών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 254 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, προκειμένου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 337 του ίδιου Κώδικα, να προσκομιστεί, με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, έγγραφο υπό τη μορφή της νομικής πληροφορίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου ή γνωμοδότηση νομομαθών σχετικά με τα ακόλουθα: Α) Εάν με βάση το δίκαιο της Κύπρου εξοπλίζονται με ναυτικό προνόμιο οι απαιτήσεις κάθε προσώπου που προσλαμβάνεται για να παρέχει υπηρεσίες σε πλοίο, ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, έστω και εάν δεν παρέχει αμιγώς ναυτική εργασία, δηλαδή ακόμη και εάν αυτό απασχολείται σε γενικές ή συμπληρωματικές εργασίες για την εκπλήρωση του ειδικού προορισμού του πλοίου (π.χ. ως θαλαμηπόλος), Β) Εάν με βάση το δίκαιο της Κύπρου καλύπτονται με προνόμιο πέραν, εκτός από τις δεδουλευμένες αποδοχές, κάθε είδους επιδόματα, η αποζημίωση απόλυσης, οι μισθοί ασθενείας, τα έξοδα νοσηλείας, η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας παράνομης ή καταχρηστικής απόλυσης, η αποζημίωση λόγω εργατικού ατυχήματος, καθώς και οι τόκοι, και Γ) Nομολογία των δικαστηρίων της Κύπρου ως προς την ερμηνεία των υπό προαναφερόμενων υπό τα στοιχεία Α’ και Β’ ζητημάτων.

Περαιτέρω, πρέπει οι ανακόπτοντες των υπό στοιχεία Α’, Ε’ και Η’ ανακοπών, λόγω της ήττας τους, να καταδικασθούν στην πληρωμή των δικαστικών έξοδων των παρασταθέντων αντιδίκων τους, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό, κατά παραδοχή και ως βάσιμου του σχετικού αιτήματος των καθ’ ων η ανακοπή με τις προτάσεις τους, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 176 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 180 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, που εφαρμόζεται αναλογικά, με την επισήμανση ότι ως προς το ανακόπτον της υπό στοιχείο Η’ ανακοπής, τα δικαστικά έξοδα ορίζονται μειωμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 1 και 2 του Ν. 3693/1957, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 7429/16-02-1988 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987, και την υπ’ αριθ. 134423/1992 Κ.Υ.Α.. Εξάλλου, δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται υπέρ του 73ου των καθ’ ων η υπό στοιχείο Θ’ ανακοπή, ως προς τον οποίο αυτή απορρίφθηκε, διότι λόγω της ερημοδικίας του παραπάνω διαδίκου δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα. Τέλος, παράβολο ανακοπής ερημοδικίας ως προς τους ερημοδικασθέντες καθ’ ων δεν ορίζεται, διότι σε δίκες περί την εκτέλεση δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 937 παρ. 1 περ. β και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις ανακοπές που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση των υπό στοιχεία Α’ και Θ’ ανακοπών ως προς τον 4ο των καθ’ ων οι παραπάνω ανακοπές, ….

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτες τις υπό στοιχεία Α’, Β’, Γ’, Ε’, Ζ’, Η’ και Θ’ ανακοπές ως προς τον καθ’ ου, …, κάτοικο εν ζωή ….

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην: Α) του 27ου των καθ’ ων η υπό στοιχείο Α’ ανακοπή, …, Β) του 1ου, 13ου, 14ου, 15ου, 16ου, 17ου, 18ου, 19ου, 20ου, 21ου, 22ου, 23ου, 24ου, 25ου, 26ου, 27ου, 28ου, 29ου, 30ου, 31ου, 32ου, 33ου, 34ου, 35ου, 36ου, 37ου, 38ου, 39ου, 40ου, 42ου, 43ου, 44ου, 45ου, 46ου, 47ου, 48ου, 49ου, 50ου, 51ου, 52ου, 53ου, 54ου, 55ου, 56ου, 57ου, 58ου, 59ου, 60ου, 61ου, 62ου, 63ου, 64ου, 65ου, 66ης, 67ου, 68ου, 69ου, 70ου και 71ης των καθ’ ων η υπό στοιχείο Β’ ανακοπή, …, … …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …ή, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, … …, και …, Γ) του 4ου και του 27ου των καθ’ ων η υπό στοιχείο Γ’ ανακοπή, … και …, Δ) του 2ου, 4ου, 5ου, 6ου, 7ου, 18ου, 19ου, 20ου, 21ου, 22ου, 23ου, 24ου, 25ου, 26ου, 27ου, 28ου, 29ου, 30ου, 31ου, 32ου, 33ου, 34ου, 35ου, 36ου, 37ου, 38ου, 39ου, 40ου, 41ου, 42ου, 43ου, 44ου, 45ου, 46ου, 47ου, 48ου, 49ου, 50ου, 51ου, 52ης, 53ου, 54ου, 55ου, και 56ου των καθ’ ων η υπό στοιχείο Δ’ ανακοπή, …, … …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …ή, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, και … …, Ε) του 3ου και του 26ου των καθ’ ων η υπό στοιχείο Ε’ ανακοπή, … και …, ΣΤ) του 2ου, 4ου, 5ου, 6ου, 7ου, 18ου, 19ου, 20ου, 21ου, 22ου, 23ου, 24ου, 25ου, 26ου, 27ου, 28ου, 29ου, 30ου, 31ου, 32ου, 33ου, 34ου, 35ου, 36ου, 37ου, 38ου, 39ου, 40ου, 41ου, 43ου, 44ου, 45ου, 46ου, 47ου, 48ου, 49ου, 50ου, 51ου, 52ου, 53ου, 54ου, 55ου, 56ου, 57ου, 58ου, 59ου, 60ου, 61ου, 62ου, 63ου, 64ου, 65ου, 66ου, 67ης, 68ου, 69ου , 70ου και 71ης των καθ’ ων η υπό στοιχείο Ζ’ ανακοπή, …, … …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …,  …, …ή, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, … … και …, Ζ) του 3ου και του 26ου των καθ’ ων η υπό στοιχείο Η’ ανακοπή, … και …, Η) του 27ου και του 73ου των καθ’ ων η υπό στοιχείο Θ’ ανακοπή, … και …, και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις υπό στοιχεία Α’, Ε’ και Η’ ανακοπές.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα της υπό στοιχείο Α’ ανακοπής στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των παρασταθέντων καθ’ ων η ανακοπή, το ύψος των οποίων ορίζει ως εξής: Α) Για την 1η καθ’ ης η ανακοπή στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ, Β) Για τους 2ο, 5ο, 6ο, 7ο, 18ο έως 26ο και 28ο έως 72η των καθ’ ων η ανακοπή στο συνολικό ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ, και Γ) Για τους 3ο και 8η έως 17η των καθ’ ων η ανακοπή στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα της υπό στοιχείο Ε’ ανακοπής στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των παρασταθέντων καθ’ ων η ανακοπή, το ύψος των οποίων ορίζει ως εξής: Α) Για τους 1ο, 4ο έως 6ο, 17ο έως 25ο και 27ο έως 71η των καθ΄ων η ανακοπή στο συνολικό ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ, και Β) Για τους 2ο και 7η έως 16η των καθ΄ων η ανακοπή στο συνολικό ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το ανακόπτον της υπό στοιχείο Η’ ανακοπής στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των παρασταθέντων καθ’ ων η ανακοπή, το ύψος των οποίων ορίζει ως εξής: Α) Για τους 1ο, 4ο έως 6ο, 17ο έως 25ο και 27ο έως 71η των καθ΄ων η ανακοπή στο συνολικό ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ, Β) Για τους 2ο και 7η έως 16η των καθ΄ων η ανακοπή στο συνολικό ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ, και Γ) Για την 72η των καθ’ ων η ανακοπή στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό στοιχείο Θ’ ανακοπή, κατά το σκέλος που στρέφεται σε βάρος του 73ου των καθ’ ων, ….

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης των υπό στοιχεία Β’, Γ’, Δ’, ΣΤ’, Ζ’ και Θ’ ανακοπών, προκειμένου να προσκομιστεί έγγραφο υπό τη μορφή της νομικής πληροφορίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου ή γνωμοδότηση νομομαθών σχετικά με τα ακόλουθα: Α) Εάν με βάση το δίκαιο της Κύπρου εξοπλίζονται με ναυτικό προνόμιο οι απαιτήσεις κάθε προσώπου που προσλαμβάνεται για να παρέχει υπηρεσίες σε πλοίο, ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, έστω και εάν δεν παρέχει αμιγώς ναυτική εργασία, δηλαδή ακόμη και εάν αυτό απασχολείται σε γενικές ή συμπληρωματικές εργασίες για την εκπλήρωση του ειδικού προορισμού του πλοίου (π.χ. ως θαλαμηπόλος), Β) Εάν με βάση το δίκαιο της Κύπρου καλύπτονται με προνόμιο, εκτός από τις δεδουλευμένες αποδοχές, κάθε είδους επιδόματα, η αποζημίωση απόλυσης, οι μισθοί ασθενείας, τα έξοδα νοσηλείας, η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας παράνομης ή καταχρηστικής απόλυσης, η αποζημίωση λόγω εργατικού ατυχήματος, καθώς και οι τόκοι, και Γ) Nομολογία των δικαστηρίων της Κύπρου ως προς την ερμηνεία των υπό προαναφερόμενων υπό τα στοιχεία Α’ και Β’ ζητημάτων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 13.02.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, των πληρεξούσιων δικηγόρων τους και της δικαστικής πληρεξούσιας του Ν.Σ.Κ..

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ