Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης         1728/2019

 (Γενικός αριθμός καταθέσεως αγωγής: 9816/20-9-2017)

(Ειδικός αριθμός καταθέσεως αγωγής: 4837/20-9-2017)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

          ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αντώνιο Σβύνο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη-Εισηγητή και Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.

          ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια και στο ακροατήριό του την 27η Μαρτίου του 2018 για να δικάσει την από 20-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 9816/20-9-2017 και 4837/20-9-2017 αγωγή αναγνώρισης οφειλής και υποχρέωσης καταβολής οφειλής από σύμβαση τραπεζικών δανείων και εγγύησης, μεταξύ:

            ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στο … (…), νομίμως εγκαταστημένης στην Ελλάδα διά υποκαταστήματος εδρεύοντος επί της …, αριθ…., με ΑΦΜ …, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία, δυνάμει της υπ’ αριθ. … συμβολαιογραφικής πράξης παροχής πληρεξουσιότητας που συντάχθηκε από τη συμβολαιογράφο Πειραιά Γεωργία Ντάση, διά του … ως πληρεξουσίου με εξουσία υπεξουσιοδότησης, που χορήγησε την πληρεξουσιότητα, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Νικολάου Κωστίκα  του Θωμά (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), κατοίκου …, επί της …, αριθ…., προκατέθεσε προτάσεις και παραστάθηκε και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, κατοίκου .., …, επί της οδού …, με ΑΦΜ …, ο οποίος, δυνάμει του από 1-12-2017 ιδιωτικού εγγράφου παροχής πληρεξουσιότητας, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του σε αυτό από τη δικηγόρο Μαρία-Αγγελική Βλάχου του Περικλή-Νικολάου, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, προκατέθεσε προτάσεις διά των πληρεξουσίων δικηγόρων του Ιωάννη Τιμαγένη του Γρηγορίου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. …) και Μαρίας-Αγγελικής Βλάχου του Περικλή-Νικολάου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. …), κατοίκων ….., επί των οδών …, αλλά δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση κατά της υπόθεσης.

Η ενάγουσα με την από 20-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 9816/20-9-2017 και 4837/20-9-2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 20-9-2017 και επιδόθηκε στις 21-9-2017 στον εναγόμενο, νομίμως και εμπροθέσμως εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 15-3-2018 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 27-3-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 2, ζητεί δε να γίνει δεκτή για όσους λόγους εκθέτει η ενάγουσα σε αυτήν και στις προτάσεις της, ο δε εναγόμενος ζητεί την απόρριψή της για όσους λόγους εκθέτει στις προτάσεις που προκατέθεσε στη δίκη αυτή.

            ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι προκαταθέσαν τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, όπως ανωτέρω σημειώνεται.

MEΛETHΣE TH  ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦTHKE  ΣYMΦΩNA ME TOΝ  NOMO

Ι. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 221 και 222 παρ.1 ΚΠολΔ, με την άσκηση της αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 215 ΚΠολΔ η κατάθεσή της έχει ως συνέπεια: α) εκκρεμοδικία…. Εκκρεμοδικία συνεπάγεται και η υποβολή ενώ διαρκεί η δίκη αίτησης    στην οποία επιδιώκεται καταψήφιση αναγνώριση ή διάπλαση καθώς και η πρόταση ένστασης συμψηφισμού. Όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κύρια παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της έως ότου περατωθεί η πρώτη δίκη (EφΘεσ 838/1986 Aρμ 41.1041). Οι προϋποθέσεις της ενστάσεως εκκρεμοδικίας κατά την έννοια του άρθρου 222 ΚΠολΔ είναι οι εξής: α) ύπαρξη εκκρεμούς δίκης είτε ενώπιον του ίδιου είτε ενώπιον άλλου δικαστηρίου, β) ταυτότητα προσώπων, ήτοι ταυτότητα διαδίκων που να παρίστανται με την ίδια ιδιότητα, αλλά και όταν υπάρχει εναλλαγή της δικονομικής θέσης τους, αρκεί το δεδικασμένο της πρώτης δίκης να καταλαμβάνει και τους διαδίκους της δεύτερης και υπό την προϋπόθεση ότι και οι δύο δίκες έχουν το αυτό αντικείμενο (ΑΠ 201/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 131/1999 ΕλλΔνη 1999.1089, ΕφΠειρ 130/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 5646/2002 Αρμ 2003.1807, ΕφΑθ 11195/1995 ΕλλΔνη 1996.1123, βλ. Δ.Κονδύλη, Το δεδικασμένο, εκδ.1983, σελ.163, παρ.14, αριθ.4), γ) ταυτότητα διαφοράς, ήτοι ταυτότητα δικαιώματος, αντικειμένου και ιστορικής και νομικής αιτίας, έτσι ώστε να παράγεται δεδικασμένο (άρθρο 321 ΚΠολΔ) από την τελική εκδίκαση της μιας αγωγής ως προς τη διαφορά που εισάγεται με την άλλη αγωγή (ΑΠ 472/1996 ΕλλΔνη 1997.87, ΑΠ 5307/1996 ΕλλΔνη 1998.880, AΠ 1427/1988 EλλΔνη 30.330, ΠολΠρΑθ 1070/2016 ΤΝΠ Νόμος). Ταυτότητα δικαιώματος υπάρχει όταν το προβαλλόμενο δικαίωμα είναι το ίδιο, το οποίο εξετάστηκε και κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη. Ταυτότητα αντικειμένου υπάρχει όταν το ενσώματο ή ασώματο αντικείμενο της νέας δίκης δεν είναι διαφορετικό της προηγούμενης δίκης. Με τον όρο ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας δηλώνεται η ταυτότητα του νομικού γεγονότος του παραγωγικού της έννομης σχέσης, ήτοι σημαίνει ότι με τη δεύτερη αγωγή, ανταγωγή κλπ. πρέπει να προβάλλεται με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά το ίδιο αίτημα. Προϋπόθεση προβολής του από την εκκρεμοδικία απαραδέκτου, το οποίο οδηγεί σε αναστολή εκδικάσεως της επίδικης διαφοράς, είναι εκτός άλλων, να υπάρχει ταυτότητα διαφοράς και στις δύο δίκες δηλαδή στην αρχική και τη δεύτερη που έχει αχθεί ενώπιον του δικαστηρίου, για την οποία έκρινε η απόφαση. Δεν αρκεί δηλαδή η σύμπτωση των αιτημάτων των δύο αγωγών, αλλά απαιτείται και ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, ώστε δεν υπάρχει τέτοια ταυτότητα διαφοράς αν μεταξύ των δύο αγωγών υφίσταται διαφοροποίηση των πραγματικών γεγονότων των παραγωγικών του ίδιου γεγονότος (ΑΠ 751/2017 ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, ως ταυτότητα διαφοράς νοείται να πρόκειται για διαφορά, η οποία θεμελιώνεται στα ίδια κατά βάση πραγματικά περιστατικά, που υπάγονται στον ίδιο κανόνα δικαίου, ενώ ταυτότητα διαδίκων όταν οι διάδικοι παρίστανται και στις δύο δίκες με την ίδια δικονομική ιδιότητα. To εκ της διατάξεως του άρθρου 222 ΚΠολΔ απαράδεκτο λόγω εκκρεμοδικίας αποτελεί εκδήλωση της έννομης σχέσης της δίκης και συνίσταται στο ότι το δικαστήριο δεσμεύεται να μη συζητήσει εκ νέου την ίδια διαφορά μεταξύ των αυτών διαδίκων. Η παρά το νόμο παράλειψη του δικαστηρίου να αναστείλει τη διαδικασία, λόγω εκκρεμοδικίας κατά την προαναφερθείσα διάταξη, μη επιβαλλόμενη από τον νόμο, προς κατοχύρωση του αποτελέσματος δικονομικής ακυρότητας ή προς εξασφάλιση της άσκησης δικονομικού δικαιώματος, δεν συνιστά παράλειψη κηρύξεως δικονομικού απαραδέκτου, υπό την έννοια της διατάξεως του αριθ.14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι η αναστολή αυτή επιβάλλεται από τον νόμο απλώς χάριν οικονομίας χρόνου και δαπάνης, καθώς και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (ΑΠ 712/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1377/2012 ΧΡΙΔ 2013.132, ΑΠ 1276/2011 ΤΝΠ Νόμος). Η εκκρεμοδικία συνιστά δικονομικό απαράδεκτο της αγωγής που ασκήθηκε εκ νέου και έχει ως συνέπεια όχι την απόρριψη της δεύτερης αγωγής κλπ. αλλά την αναστολή της εκδικάσεως αυτής μέχρι την περάτωση ή κατάργηση της πρώτης δίκης (αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης). Η αναστολή διατάσσεται όχι μόνον κατόπιν προβολής ενστάσεως, αλλά και αυτεπαγγέλτως, όπως ρητά ορίζει το άρθρο 222 παρ.2 ΚΠολΔ, το οποίο έχει τεθεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος (ΠολΠρΑθ 3637/1998 ΤΝΠ Νόμος). Για να υπάρχει επομένως εκκρεμοδικία θα πρέπει να συντρέχουν οι κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ προϋποθέσεις, ήτοι του δεδικασμένου (ΑΠ 729/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1640/1999, ΑΠ 590/1992 ΕλλΔνη 35.76, ΑΠ 221/1988 ΕλλΔνη 29.1398, ΕφΠειρ 456/2014 ΤΝΠ Νόμος), χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση που υπάρχει δεδικασμένο, υπάρχει και εκκρεμοδικία. Όταν δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας και αν ακόμη η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται από τη διάγνωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσης, που κρίνεται από άλλο πολιτικό δικαστήριο, δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστηρίου προς αναστολή της εκδικάσεως της τελευταίας, αλλά υπάρχει απλώς η εκ του άρθρου 249 ΚΠολΔ διακριτική του ευχέρεια προς αναστολή ή μη, προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση αντιφατικών ενδεχομένως αποφάσεων (ΠολΠρΑθ 1070/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΠειρ 2637/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΘεσ 20561/1996 Αρμ 1997.273). Ταυτότητα αντικειμένου, ως προϋπόθεση της εκκρεμοδικίας υπάρχει και όταν για το ίδιο δικαίωμα έχει ασκηθεί καταψηφιστική αγωγή και ύστερα αναγνωριστική, γιατί η πρώτη έχει ευρύτερο αντικείμενο που καθιστά περιττή την εκδίκαση της δεύτερης και, συνεπώς, επιτυχώς προβάλλεται ένσταση εκκρεμοδικίας, αφού το αντικείμενο της δεύτερης δίκης αποτελεί εξ ολοκλήρου και αντικείμενο της πρώτης. Στην αντίθετη περίπτωση δεν υπάρχει εκκρεμοδικία, γιατί η παρεχόμενη με τη δεύτερη αγωγή προστασία είναι ευρύτερη και πληρέστερη από εκείνη της πρώτης, αφού εξοπλίζεται με εκτελεστό τίτλο και το αίτημά της δεν καλύπτεται από το αίτημα της πρώτης αγωγής. Έτσι, δεν χωρεί μεν ένσταση εκκρεμοδικίας, αλλά θα πρέπει, προς αποτροπή κινδύνου έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, να αναβάλλεται η συζήτηση, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, της καταψηφιστικής αγωγής που ασκήθηκε μεταγενέστερα (βλ. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 221, αριθ.5 και άρθρο 222 αριθ.9, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 222, αριθ.16, ΕφΑθ 11195/1995 ΕλλΔνη 1996.1122). Επισημαίνεται ότι, κατ’ άρθρα 215, 221 παρ.1 εδ.α΄, 222, 308 παρ.1 και 522 ΚΠολΔ, η εκκρεμοδικία διαρκεί στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και λήγει καταρχήν με την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής, χωρίς μάλιστα να απαιτείται η επίδοση αυτής (ΑΠ 5/1970 ΕλλΔνη 1970.566), ανεξάρτητα από το αν η αγωγή με την οριστική απόφαση γίνεται δεκτή ή απορρίπτεται για λόγο δικονομικό ή ουσιαστικό (ενδεικτικά: ΕφΑθ 4067/1990 ΕΔΠολ 1992.43). Η εκκρεμοδικία της αγωγής αναβιώνει πάλι μόνο με την άσκηση έφεσης κατά της οριστικής απόφασης και εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αυτής αποτελέσματος και ανατρέχει στον χρόνο έκδοσης της προσβληθείσας με την έφεση οριστικής απόφασης (ΑΠ 240/1998 Δ 1998.720, ΑΠ 314/1992 ΕλλΔνη 993.1326, ΕφΑθ 6975/1996 ΕλλΔνη 1998.157, ΕφΑθ 9021/1990 ΝοΒ 39.246), διαρκεί δε στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση επί της εφέσεως (ΑΠ 1048/2009 ΕΠολΔ 2010.439). Αν ληφθεί υπόψη ότι, κατ’ απόκλιση από την αγωγή, η άσκηση του ενδίκου μέσου ολοκληρώνεται μόνο με την κατάθεσή του, χωρίς να απαιτείται επίδοση στον αντίδικο, αλλ’ ούτε και ορισμός δικασίμου, ο οποίος, κατά τη σαφή διατύπωση το άρθρου 498 ΚΠολΔ, γίνεται μετά την άσκησή του, κι ότι οι συνέπειες του ενδίκου μέσου, μεταξύ των οποίων και η εκκρεμοδικία, κατ’ άρθρο 500 ΚΠολΔ, αφετηριάζονται από τη σύνταξη της έκθεσης κατάθεσής του, σαφές καθίσταται ότι η εκκρεμοδικία από ένδικο μέσο δεν έχει ως προϋπόθεση την επίδοσή του και κατ’ ακολουθία τον προσδιορισμό δικασίμου (βλ. Βαθρακοκοίλη, ό.π., άρθρο 221, αριθ.51, Κεραμέως, ό.π., άρθρο 222, αριθ.6, Νίκα, ό.π., σελ.159, σημ.774).

II. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 325, 330, 332 ΚΠολΔ: 321: «όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο», 322:«1.Το δεδικασμένο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για μία έννομη σχέση που έχει προβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Το δικασμένο εκτείνεται επίσης, και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε οριστικά. 2. Αν προβλήθηκε ένσταση συμψηφισμού, η απόφαση που αποφαίνεται για την ύπαρξη ή όχι της ανταπαίτησης, η οποία προτάθηκε σε συμψηφισμό αποτελεί δεδικασμένο μόνο έως το ποσό, για το οποίο προβλήθηκε η ένσταση του συμψηφισμού, εκτός αν κρίθηκε ολόκληρο το ποσό της ανταπαίτησης, οπότε το δεδικασμένο εκτείνεται σ’ αυτό.», 324: «Δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία», 325: «Το δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά των διαδίκων», 330: «Το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή.», 332: «Το δεδικασμένο λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως». Υπό την έννοια των ανωτέρω διατάξεων δεδικασμένο ονομάζεται η δεσμευτική ενέργεια που απορρέει από τη δικαστική κρίση σχετικά με την έκβαση του δικαστικού αγώνα (βλ. Απαλαγάκη, Εφαρμογές Πολ.Δικ., σελ.454, Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο-Γενικό μέρος, 29τ5) ή κατ’ άλλη διατύπωση, η έννομη συνέπεια η οποία προσνέμεται στην απόφαση από το ισχύον δίκαιο (βλ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), η οποία δεσμεύει ορισμένο κύκλο προσώπων (βλ. Απαλαγάκη ό.π., Καλαβρό, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος II, σελ.485). Το δεδικασμένο μ’ αυτή την έννοια -προστατεύει τον νικητή διάδικο από μελλοντική αμφισβήτηση του δικαιώματος του εκ μέρους του εναγομένου, συντελεί στη διατήρηση και εμπέδωση της κοινωνικής ειρήνης και ασφάλειας και κατοχυρώνει το κύρος των δικαστηρίων, ενώ αποτελεί ταυτόχρονα και αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση (ΟλΑΠ 20/2005 ΕλλΔνη 2005.710, βλ. Καλαβρό, ό.π., σελ.486). Έτσι με βάση τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 ΚΠολΔ προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού (βλ. Απαλαγάκη ό.π., σελ.457, Κεραμεύς, ό.π., σελ.302, Καλαβρός, ό.π. σελ.499) έννομη δε σχέση είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσιδίκως και όχι τα πραγματικά περιστατικά που γέννησαν ή απόσβεσαν τις έννομες αυτές συνέπειες (βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ.457, ΑΠ 1460/2012, ΑΠ 1397/2012, ΑΠ 522/2008, ΑΠ 47/2006 ΕλλΔνη 2006.1363,  ΑΠ 649/2004 ΕλλΔνη 2006.166), ενώ δεν υπάρχει δεδικασμένο και όταν το  κρινόμενο στη νέα δίκη δικαίωμα έχει διάφορη ιστορική και νομική αιτία, από  εκείνη που είχε το δικαίωμα που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (βλ. Απαλαγάκη, ό.π., ΑΠ 81/1989 Δ 1990.326), τέτοια δε ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκρότησαν την ιστορική βάσης της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη αγωγή, ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση (βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ.458, ΑΠ 1550/2010, ΑΠ 714/2008, ΑΠ 1881/2005 ΕλλΔνη 2006. 512). Περαιτέρω, το δεδικασμένο παράγεται καταρχήν από το διατακτικό της αποφάσεως, μπορεί όμως να συνάγεται και από το περιεχόμενο της αποφάσεως, όταν το διατακτικό δεν περιέχεται στο τέλος της απόφασης αλλ’ εντάσσεται στο περιεχόμενο αυτής, οπότε εμφανίζει προσόντα διατακτικού (βλ.Απαλαγάκη, ό.π., σελ.459, ΑΠ 128/2008, ΑΠ 1069/2006 ΕλλΔνη 2006.1364).

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις περί εγγύησης των άρθρων 847, 851 και 853 ΑΚ προκύπτει ότι η εγγύηση αποτελεί σύμβαση ετεροβαρή κατ’ αρχήν καταρτιζόμενη μεταξύ δανειστή και εγγυητή, με την οποία ο εγγυητής αναλαμβάνει έναντι του δανειστή την υποχρέωση πληρωμής προς αυτόν οφειλής άλλου που πηγάζει από έγκυρη σχέση, στη δε σχέση αυτή ο οφειλέτης-τρίτος παραμένει νομικά ξένος (ΑΠ 751/2017 ΤΝΠ Νόμος). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων αυτών και του άρθρου 328 ΚΠολΔ συνάγεται ότι από δίκη που έχει διεξαχθεί μεταξύ του δανειστή και είτε του πρωτοφειλέτη είτε του εγγυητή, προκύπτει δεδικασμένο υπέρ του ετέρου μόνο επωφελές και μόνο αν η αγωγή του δανειστή απορρίφθηκε λόγω ανυπαρξίας του χρέους (ΑΠ 1223/1995 ΕλλΔνη 1997.1792, ΑΠ 695/1993 ΕΕN 1994.461 ΕφΛαρ 195/2007 Δικογραφία 2007.275, ΕφΑθ 1917/2002 ΕλλΔνη 2004.1070, ΕφΛαρ 248/2000 Δικογραφία 2000.30, ΕφΑθ 9854/1998 ΕλλΔνη 1999.1180, ΕφΑθ 9401/1997 ΕλλΔνη 1998.1360, ΕφΑθ 9140/1980 ΝοΒ 29.363). Η ρύθμιση αυτή, δηλαδή, της επέκτασης του ευνοϊκού δεδικασμένου υπέρ του εγγυητή ή του πρωτοφειλέτη αντίστοιχα δικαιολογητικό λόγο έχει τον παρακολουθηματικό χαρακτήρα της εγγύησης έναντι της κύριας οφειλής. Έτσι, αν στην χρονικώς προηγούμενη δίκη μεταξύ πρωτοφειλέτη και δανειστή κριθεί η ανυπαρξία της κύριας οφειλής τότε το από την απόφαση δεδικασμένο επεκτείνεται και υπέρ του εγγυητή οπότε στην επακολουθούσα δίκη μεταξύ δανειστή και εγγυητή το δικαστήριο υποχρεούται να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο για την ανυπαρξία της κύριας οφειλής και κατ’ ακολουθία να απορρίψει την αγωγή κατά του εγγυητή ως ουσία αβάσιμη. Αντίθετα, το δυσμενές δεδικασμένο δεν εκτείνεται σε βάρος του εγγυητή καθόσον η διάταξη αναφέρεται ρητώς στο ευνοϊκό δεδικασμένο και ως εκ τούτου, η κρίση του δικαστηρίου στη μεταξύ δανειστή και πρωτοφειλέτη δίκη για την ύπαρξη της κύριας οφειλής δεν εκτείνεται στο εγγυητή. Συνεπώς, στην επακολουθούσα δίκη μεταξύ δανειστή και εγγυητή μπορεί ο τελευταίος να αμφισβητήσει την ύπαρξη της κυρίας οφειλής και να προτείνει οποιοδήποτε ισχυρισμό κατά της ύπαρξής της και αν ακόμη αυτός προτάθηκε στην προηγούμενη δίκη μεταξύ πρωτοφειλέτη και δανειστή και κρίθηκε τελεσιδίκως κατ’ ουσία αβάσιμος (ΕφΑθ 5288/2004 ΕΔΠ 2005.160). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, όταν ασκείται κατ’ αυτών (πρωτοφειλέτη και εγγυητή) κοινή αγωγή, δημιουργείται μεταξύ τους αναγκαστική ομοδικία, καθ’ μέρος αντικείμενο της δίκης, ως προς κάθε ομόδικο, είναι η ύπαρξη της κύριας οφειλής, όντας αδιάφορο αν η επέκταση του δεδικασμένου είναι περιορισμένη, εφαρμοζομένων περιοριστικά των αρχών της εν λόγω αναγκαίας ομοδικίας μόνο στις περιπτώσεις όπου το ζήτημα που πρόκειται να κριθεί αναφέρεται στην κοινή υπεράσπιση πρωτοφειλέτη και εγγυητή ως προς την ύπαρξη του χρέους ενώ, αντίθετα, επιβάλλεται η εφαρμογή των κανόνων της απλής ομοδικίας όταν δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα (ΑΠ 2146/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 764/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 30/2003 ΕλλΔνη 2003.1346,1365, ΕφΑθ 3865/2012 ΔΕΕ 2013.64, ΕφΑθ 6081/2010 ΕλλΔνη 2012.490, ΕφΙωαν 343/2009 Αρμ 2012.731, ΕφΛαρ 195/2007 Δικογραφία 2007.275, ΕφΠειρ 950/2005 ΠειρΝομ 2006.59, ΕφΑθ 1917/2002 ΕλλΔνη 2004.1070, ΕφΘεσ 1028/2002 Αρμ 2003.689, ΕφΛαρ 248/2000 Δικογραφία 2000.30, ΠολΠρΘεσ 18353/2014 Αρμ 2015.570, ΠολΠρΑΘ 2814/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΑθ 18/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΛαρ 3/2001 Δικογραφία 2001.298).

ΙV. Εξάλλου, τα υποκειμενικά όρια της ενστάσεως εκκρεμοδικίας οριοθετούνται με βάση και σε πλήρη ταύτιση με εκείνα του δεδικασμένου. Η ένσταση εκκρεμοδικίας χωρεί και όταν η επέκταση του δεδικασμένου στο πρόσωπο του τρίτου εξαρτάται από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της δικαστικής κρίσεως. Η ταυτότητα μεταξύ του διαδίκου της πρώτης δίκης και του τρίτου επαληθεύεται και όταν το δεδικασμένο της σχετικής αποφάσεως επεκτείνεται στον τελευταίο μόνον όταν είναι ευνοϊκό για τον ίδιο. Η απλή δυνατότητα συγκρούσεως επαρκεί για τη θεμελίωση της ενστάσεως εκκρεμοδικίας, η οποία επεμβαίνει όχι μόνον όταν το ανωτέρω δεδικασμένο αναπτύσσει αμφίπλευρη ενέργεια αλλά και ετερομερή, όταν, δηλαδή, καταλαμβάνει, ενδεχομένως, τον διάδικο της μιας μόνο πλευράς. Έτσι, λόγω ακριβώς της αμφιμερούς ενέργειας του ευνοϊκού δεδικασμένου, η νέα αγωγή του δανειστή κατά του εγγυητή, που ασκείται κατά τη διάρκεια άλλης δίκης, με αντικείμενο το ίδιο χρέος, κατά του πρωτοφειλέτη, δεν μπορεί να συζητηθεί, ακριβώς λόγω εκκρεμοδικίας της πρώτης δίκης κατά του πρωτοφειλέτη. Και, αντιστρόφως, η αγωγή του δανειστή κατά του πρωτοφειλέτη συναντά τον σκόπελο της εκκρεμοδικίας, όταν εκκρεμεί αγωγή για το ίδιο χρέος κατά του εγγυητή. Η συνδρομή των προϋποθέσεων της ενστάσεως εκκρεμοδικίας ερευνάται από το δικαστήριο στο οποίο εισάγεται μεταγενέστερα η ίδια διαφορά και χωρίς συγκεκριμένη επίκληση του εναγόμενου. Αρκεί να προκύπτει από τα στοιχεία της δίκης και ιδίως από τις προτάσεις των διαδίκων, που μνημονεύουν, διηγηματικώς έστω, την ύπαρξη προηγούμενης εκκρεμούς δίκης με το ίδιο αντικείμενο (βλ Ν.Νίκα, Η ένσταση εκκρεμοδικίας στην πολιτική δίκη, 1991, σελ.252, 260-261, 268, ΠολΠρΑθ 1538/2011 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, η εγγύηση θεωρείται ότι έχει πάντοτε και κατ’ ανάγκη παρεπόμενο χαρακτήρα, ο οποίος εκδηλώνεται τόσο στη σύστασή της (άρθρο 850 εδ.α΄ΑΚ), όσο και στη λειτουργία (άρθρα 851-861 ΑΚ) και στην απόσβεσή της (άρθρα 862-869 ΑΚ), αλλά ακόμη και στη δωσιδικία του δικαστηρίου που θα δικάσει τη σχετική αγωγή (άρθρο 31 παρ.1 ΚΠολΔ) (βλ.Βρέλλη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ, άρθρο 847 ΑΚ, σημ.5, σελ.363, Α.Γεωργιάδη, ΕνοχΔ, Ειδ.Μέρος, 2007, τ.Β, §20, σημ.14-16). Μοναδική προϋπόθεση που εισάγεται για την εφαρμογή της αποκλειστικής δωσιδικίας της συνάφειας από απόψεως χρονικών ορίων της διαδικασίας, όταν πρόκειται για δίκες που έχουν μεταξύ τους σχέση κυρίου και παρεπομένου (άρθρο 31 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι η εκκρεμοδικία της χρονικά πρώτα ασκηθείσας αγωγής. Μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης και πριν την άσκηση της έφεσης, ενόψει της μη ύπαρξης εκκρεμοδικίας, δεν μπορεί η παρεπόμενη δίκη να εισαχθεί στο δικαστήριο της κύριας δίκης (ΕφΠατρ 70/1990 ΑχαΝομ 70/1990.85, ΠολΠρΑθ 1538/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΘεσ 1506/1971 Αρμ 1972.683, βλ. Βαθρακοκοίλη Β., Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 31, σημ.6).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα τράπεζα εκθέτει ότι έχει συνολική απαίτηση έναντι το εναγομένου ανερχόμενη σε ποσό 10.399.081,43 δολαρίων ΗΠΑ, με τους νόμιμους τόκους της μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, η οποία συνίσταται αφενός σε επιμέρους απαίτηση ποσού 2.969.076,43 δολαρίων ΗΠΑ, με τους νόμιμους τόκους της μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, που απορρέει από σχέση εγγύησης του εναγομένου υπέρ της εταιρείας με την επωνυμία «…» προς την ενάγουσα Τράπεζα, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην αγωγή της ως προς την αιτία και την εξέλιξή της και αφετέρου σε επιμέρους απαίτηση ποσού 7.430.005,00 δολαρίων ΗΠΑ με τους νόμιμους τόκους της μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, που απορρέει από σχέση εγγύησης του εναγομένου υπέρ της εταιρείας με την επωνυμία «…» προς την ενάγουσα Τράπεζα, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην αγωγή της ως προς την αιτία και την εξέλιξή της. Ότι ο εναγόμενος εγγυήθηκε προσωπικά προς την ενάγουσα Τράπεζα για την αποπληρωμή των δανείων που αυτή χορήγησε στις δανειολήπτριες ως άνω εταιρείες, τα οποία εκείνες έλαβαν με σκοπό τη μερική χρηματοδότηση της ναυπήγησης των πλοίων τους και συγκεκριμένα: α) η μεν εταιρεία «…» συνήψε με την ενάγουσα σύμβαση δανείου ποσού 17.000.000 δολ. ΗΠΑ την 21-6-2011 για τη μερική χρηματοδότηση της ναυπήγησης του πλοίου …, για την εξασφάλιση της οποίας η ενάγουσα έλαβε εγγύηση και ανάληψη υποχρέωσης αποζημίωσης από τη διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία με την επωνυμία «…» με έδρα στη … και υποκατάστημα στον ….. καθώς και προσωπική εγγύηση του εναγομένου υπέρ της τράπεζας, β) η δε εταιρεία «…» συνήψε με την ενάγουσα σύμβαση δανείου ποσού 14.000.000 δολ. ΗΠΑ την 21-7-2011 για τη μερική χρηματοδότηση της ναυπήγησης του πλοίου …, για την εξασφάλιση της οποίας η ενάγουσα έλαβε εγγύηση και ανάληψη υποχρέωσης αποζημίωσης από τη διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία με την επωνυμία «…» με έδρα στη … και υποκατάστημα στον …. καθώς και προσωπική εγγύηση του εναγομένου υπέρ της τράπεζας. Ότι το καλοκαίρι του 2011 οι ανωτέρω μονοβάπορες εταιρείες ειδικού σκοπού προέβησαν στην αγορά των αντίστοιχων φορτηγών πλοίων και ότι τόσο εκείνες όσο και η διαχειρίστρια αυτών εταιρεία ως άνω ανήκουν στην …, των έλεγχο και τη διοίκηση των οποίων ουσιαστικά και αποφασιστικά ασκεί ο εναγόμενος, ο οποίος και εγγυήθηκε προσωπικά έναντι της ενάγουσας τράπεζας για την αποπληρωμή κάθε τυχόν οφειλόμενου ποσού από τα προαναφερόμενα συναφθέντα δάνεια προς τις δανειολήπτριες ως άνω εταιρείες, όπως οι συμβατικοί όροι αυτών ειδικότερα εκτίθενται στην κρινόμενη αγωγή. Ότι τα δύο ως άνω δάνεια εξυπηρετήθηκαν ομαλά κατά τα τρία πρώτα έτη από τη χορήγησή τους, όμως μετά από επανειλημμένες καθυστερήσεις καταβολής δόσεων, οχλήσεις και συναντήσεις με τον εναγόμενο και συνεργάτες του για εξεύρεση λύσεων, παροχή διευκολύνσεων από την τράπεζα και εξάντλησης κάθε δυνατότητας βιωσιμότητάς τους, η ενάγουσα προέβη σε καταγγελία τους δυνάμει των από 30-6-2016 επιστολών της προς τις δανειολήπτριες εταιρείες ως άνω και προς τον εναγόμενο. Ότι ο εναγόμενος πριν από την καταγγελία των δανείων αυτών είχε ήδη καταθέσει την από 16-6-2016 αγωγή του κατά της τράπεζας και ενώ διαπραγματευόταν με βάση τις προτάσεις της για την εξεύρεση τρόπων αποπληρωμής των οφειλόμενων ως άνω δανείων προς την τράπεζα. Ότι δυνάμει των από 21-6-2011 και 21-7-2011 εγγυήσεων, ο εναγόμενος εγγυήθηκε έναντι της ενάγουσας τράπεζας την προσήκουσα και εμπρόθεσμη καταβολή κάθε τμηματικής καταβολής των δανείων των δύο ως άνω εταιρειών και την αποπληρωμή του συνόλου αυτών, με τους ειδικότερους συμβατικούς όρους που εκτίθενται στην αγωγή. Ότι η ενάγουσα, ήδη από το έτος 2014, όταν είχαν αρχίσει οι καθυστερήσεις από τις δανειολήπτριες εταιρείες στην εξυπηρέτηση των δανείων τους προς την τράπεζα, επέδειξε ανοχή και προσπάθεια διευκόλυνσης ως προς το χρονικό πλαίσιο αποπληρωμής τους, τόσο προς τις δανειολήπτριες όσο και προς τον εναγόμενο, προκειμένου να μη διαταραχθεί η ομαλή λειτουργία τους, η επιχειρηματική δραστηριότητα και η βιωσιμότητά τους, όπως τα ειδικότερα πραγματικά περιστατικά εκτίθενται στην αγωγή. Ότι η ενάγουσα απέστειλε τις από 16-2-2015 και 28-9-2015 επιστολές επιφύλαξης δικαιωμάτων αναφορικά με το δάνειο που δόθηκε στην εταιρεία … και έλαβε χώρα συνάντηση με τον εναγόμενο στις 14-8-2015, ενώ πρότεινε και την αναδιάρθρωση των δανείων στα δανειολήπτριες εταιρείες μέσω της από 12-11-2015 επιστολής επιφύλαξης δικαιωμάτων και ότι επακολούθησε η συνάντηση με τον εναγόμενο στις 7-1-2016 και η αποστολή εκ μέρους της των από 8-2-2016 επιστολών της προς τις εταιρείες για τα ως άνω δάνεια. Ότι στις 10-3-2016 προέβη σε νέα παροχή πίστωσης προς τις δανειολήπτριες εταιρείες υπό την εγγύηση του εναγομένου κατόπιν συνάντησής τους στις 8-3-2016. Ότι στις 15-4-2016 έλαβε χώρα η πώληση του πλοίου … για διάλυσή του στο …. Ότι επακολούθησε προσπάθεια για την υπογραφή μεταξύ τους συμφωνίας διακανονισμού με καταληκτική ημερομηνία τη 10-6-2016. Ότι ο εναγόμενος προέβη σε πώληση την 24-4-2017 του ακίνητό του στην … εν μέσω της ανοιγείσας δικαστικής διαδικασίας μεταξύ της τράπεζας και του ιδίου με μοναδικό σκοπό την καταδολίευση και τη βλάβη της. Ότι ο εναγόμενος προέβη σε αντιπρόταση για διακανονισμό των οφειλών και στις 15-6-2016 η τράπεζα απέστειλε τις από 15-6-2016 επιστολές επιφύλαξης δικαιωμάτων της προς αυτόν και στις δανειολήπτριες εταιρείες για αμφότερα τα επίδικα δάνεια, ότι στις 17-6-2016 πραγματοποιήθηκε μεταξύ τους νέα συνάντηση μετά την απόρριψη της αντιπρότασής του, ενώ στις 30-6-2016 έλαβε χώρα η καταγγελία των δανείων από τη τράπεζα, αφού ο εναγόμενος στις 16-6-2016 είχε ήδη καταθέσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 3493/2016 και ΕΑΚ 1926/2016 σχετική αγωγή του εναντίον της, η οποία συζητήθηκε στις 6-12-2016 και εν τέλει απορρίφθηκε στο σύνολό της, δυνάμει της υπ’ αριθ. 2561/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ότι στη συνέχεια ο εναγόμενος άσκησε κατά της τράπεζας παρελκυστικά και κακόπιστα και την από 24-10-2016 με ΓΑΚ 8268/2016 και ΕΑΚ 4310/2016 (δεύτερη) αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία συζητήθηκε στις 25-4-2017, αιτούμενος να αναγνωριστεί ότι έχει ελευθερωθεί από την υποχρέωσή του από τις εγγυήσεις που παραχώρησε στις δανειολήπτριες ως άνω εταιρείες έναντι της τράπεζας και ότι η τελευταία έχει οποιαδήποτε απαίτηση από τον εναγόμενο βάσει αυτών, άλλως ότι η άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος της τράπεζας εναντίον του με βάση τις εγγυήσεις, αλλά και με οποιαδήποτε άλλη βάση, απαγορεύεται ως προφανώς καταχρηστική. Ότι η τράπεζα άσκησε κατά του εναγομένου την από 4-4-2017 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία έγινε δεκτή, δυνάμει της υπ’ αριθ. 1110/2017 απόφασής του, με την οποία πιθανολογήθηκε η απαίτησή της κατά του εναγομένου, απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί του και οι ενστάσεις του και διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του που βρίσκεται στα χέρια του ή στα χέρια τρίτου προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της τράπεζας σε βάρος του έως του ποσού των 11.000.000 δολ. ΗΠΑ και εν συνεχεία, η ενάγουσα επέβαλε συντηρητική κατάσχεση επί των περιουσιακών του στοιχείων, όπως εκτίθενται στην αγωγή. Ότι ο εναγόμενος οφείλει στην τράπεζα από τις επίδικες δύο δανειακές συμβάσεις, λόγω της καταρτισθείσας σε έκαστη εξ αυτών εγγύησης, το ποσό των 2.969.076,43 δολ.ΗΠΑ από το δάνειο στην εταιρεία …, νομίμως εντόκως μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και το ποσό των 7.430.005,00 δολ. ΗΠΑ από το δάνειο στην εταιρεία …, νομίμως εντόκως μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, όπως αναλύονται ειδικότερα στην αγωγή με συνημμένη σε αυτήν και την κίνηση εκάστου αντίστοιχου λογαριασμού δανείου και συνολικά το ποσό των 10.399.081,43 δολ. ΗΠΑ, νομίμως εντόκως μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, αρνείται δε παράνομα και αδικαιολόγητα την εξόφληση του, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της τράπεζας,ενώ έχει παραιτηθεί από την ένσταση διζήσεως και κάθε άλλη ένστασή του κατά της ενάγουσας. Ότι η απαίτηση της ενάγουσας έχει ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμη, εκκαθαρισμένη και απαιτητή έναντι του εναγομένου. Με αυτό το ιστορικό, μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό στο σύνολό του, με τις προτάσεις της, καθώς και τον ποσοτικό περιορισμό του αιτήματός της, ζητεί η ενάγουσα τράπεζα να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει για τις αιτίες που αναφέρονται στο ιστορικό της αγωγής, το συνολικό ποσό των 10.395.010,26 δολ. ΗΠΑ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής της σε αυτόν και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, το οποίο αναλύεται α) σε απαίτηση ποσού 2.965.005,26 δολ. ΗΠΑ, νομιμοτόκως μέχρις της ολοσχερούς εξοφλήσεως, στο οποίο περιορίζεται η αρχική απαίτησή της ποσού 2.969.076,43 δολ. ΗΠΑ, που απορρέει από τη σύμβαση εγγύησής του από τη δανειακή σύμβαση της τράπεζας με την εταιρεία … και β) σε απαίτηση ποσού 7.430.005,00 δολ. ΗΠΑ, νομιμοτόκως μέχρις της ολοσχερούς εξοφλήσεως, που απορρέει από τη σύμβαση εγγύησης από τη δανειακή σύμβαση της τράπεζας με την εταιρεία … και τέλος, μετά την παραίτησή της και από το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, ζητεί την καταδίκη του εναγομένου στην πληρωμή των εν γένει δικαστικών της εξόδων για την παρούσα δίκη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, κατόπιν και του νόμιμου περιορισμού του αρχικού αιτήματος της αγωγής της με τις προτάσεις της με την τροπή του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό στο σύνολό του, καθώς και την ποσοτικό περιορισμό του, κατά τα προδιαλαβανόμενα, τα οποία συνιστούν νομότυπη παραίτησή της κατά το αντίστοιχο μέρος, κατά του εναγομένου, ώστε να θεωρείται ότι ως προς αυτά δεν έχει ασκηθεί εξ αρχής (άρθρα 294, 295 και 297 ΚΠολΔ), η υπό κρίση αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 20-9-2017 και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, στις 21-9-2017, προς τον εναγόμενο διά του διορισθέντος -βάσει των όρων 16.5.2 της από 21-6-2011 σύμβασης εγγυήσεως και 16.5.2 της από 21-7-2011 σύμβασης εγγυήσεως που συνήφθησαν μεταξύ τράπεζας και εναγομένου-αντικλήτου αυτού, …, κατοίκου …, οδός …, αριθ….., και δη προς την ενήλικη σύνοικο αυτού …, λόγω απουσίας του από την κατοικία του (άρθρα 110, 122, 123, 124, 125,   126, 127, 128 παρ.1-3, 142-143, 215, 228, 230, 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν με τον Ν.4335/2015, βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …), η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως, εισάγεται προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο και έχει διεθνή δικαιοδοσία, δεδομένου ότι οι συμβάσεις εγγύησης καταρτίστηκαν σε υποκατάστημα που διατηρεί η ενάγουσα τράπεζα στον ……, καίτοι έχει την καταστατική έδρα της στην αλλοδαπή, ενώ ο εναγόμενος παρίσταται στη δίκη και δεν αμφισβητεί άλλωστε με τις προτάσεις του τη διεθνή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου, θεμελιούμενης και ρητής έγγραφης παρέκτασης, με βάση το άρθρο 25 του Κανονισμού 1215/2012 (άρθρα 10 ΑΚ, 3, 4, 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13 και 14, 18, 25 παρ.2, 33, 40, 42 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 2, 4, 5, 7 παρ.1 περ.α΄, 25, 26, 62, 63, 66, 81 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και το άρθρο 51 παρ.1  περ.α΄, 2 εδ.α΄ και 3Α και Β περ. α΄ και 4 του Ν.2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς, βλ. σχετ. και Νίκα Ν./Σαχπεκίδου Ε., Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, άρθρο 26, αριθ. 1-14, σελ.428–430), ενώ για το αντικείμενο της (αγωγής) δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του, ενόψει του πλέον πλήρους αναγνωριστικού αιτήματός της, ως άνω εκτέθηκε. Περαιτέρω δε, ενόψει του ότι εισάγεται προς επίλυση και διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, αφού η ενάγουσα εταιρεία είναι αλλοδαπή (βλ. Η Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γενικό Μέρος, παρ.2, σελ.12επ., ΠολΠρΠειρ 1569/1992 ΕΝΔ 21.84, ΠολΠρΠειρ 1087/1984 ΕΝΔ 15.310) τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, που διέπει την ένδικη διαφορά και ειδικότερα τη σύμβαση εγγύησης και εγγυοδοσίας λαμβάνοντας δε υπόψη ότι η σύμβαση εγγύησης, καίτοι παρεπόμενη, δεν διέπεται κατ’ ανάγκη από το δίκαιο που διέπει την κύρια ενοχή, αλλά έχει τη δική της lex obligation’s, που καθορίζεται από τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τους Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17-6-2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές) (Ρώμη Ι), το πεδίο εφαρμογής του οποίου καταλαμβάνει τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 του εν λόγω Κανονισμού (βλ. ΕφΠειρ 226/1994 ΕΝΔ 22.118, ΠολΠρΠειρ 1122/1988 ΕΝΔ 1988.446, ΠολΠρΠειρ 957/1986 ΕΝΔ 15.302, Π.Ζέπος, σε ΕρμΑΚ, Εισαγ. Άρθρα 847-870, αριθ.58, 59, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, άρθρο 25, αριθ.11). Υπό τα ως άνω δεδομένα, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να ερευνηθεί ως προς το ορισμένο, το νόμω και ουσία βάσιμο αυτής σύμφωνα με το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμοστέο, κατ’ άρθρο 3 παρ.1 του Κανονισμού Ρώμη Ι, αφού τα μέρη επέλεξαν την υποβολή των διαφορών που πηγάζουν από τη μεταξύ τους συμβατική σχέση σε αυτό, με βάση σχετική ρήτρα που συμπεριλήφθηκε στις ένδικες συμβάσεις εγγύησης που καταρτίστηκαν μεταξύ τους, ανεξάρτητα από τις δανειακές συμβάσεις, ως αυτοτελείς, και συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον όρο 16.1 των συμβάσεων εγγυήσεως είχε οριστεί ότι οι εν λόγω εγγυήσεις εκ μέρους του εναγομένου προς την ενάγουσα και οποιεσδήποτε εξωσυμβατικές υποχρεώσεις απορρέουν από ή σχετίζονται με αυτές διέπονται από κάθε άποψη και θα ερμηνεύονται σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο. Πλην όμως, στην προκείμενη περίπτωση από την επισκόπηση αυτεπαγγέλτως της δικογραφίας και κατόπιν του σχετικού δικονομικού ισχυρισμού (δικονομικού κωλύματος) που εισφέρεται εκ μέρους του εναγομένου στη δίκη, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας μεταξύ της κρινόμενης αγωγής και της δεύτερης εκ των έτερων δύο αγωγών που έχουν ασκηθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων και συγκεκριμένα από τον εναγόμενο κατά της ενάγουσας, με το ίδιο ακριβώς αντικείμενο, την ίδια νομική και ιστορική βάση, με αντιστροφή των δικονομικών ρόλων των διαδίκων, οι οποίοι είναι οι ίδιοι ακριβώς, με ταυτότητα ένδικης διαφοράς (νομικής και ιστορικής αιτίας) και προσώπων και μάλιστα με την ίδια νομική ιδιότητα και στις δύο εκκρεμείς αυτές δίκες, αφενός του δανειστή (τράπεζας) και αφετέρου του οφειλέτη εκ συμβάσεως εγγύησης (εγγυητή). Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος άσκησε αρχικά την από 16-6-2016 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 3493/2016 και ΕΑΚ 1926/2016 σχετική αγωγή του εναντίον της τράπεζας, η οποία συζητήθηκε στις 6-12-2016 και απορρίφθηκε στο σύνολό της ως μη νόμιμη και πρόωρα ασκηθείσα, δυνάμει της υπ’ αριθ. 2561/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με αυτή αιτήθηκε την αναγνώριση της μεταβολής/ αναπροσαρμογής κατ’ άρθρο 288 ΑΚ από τον Φεβρουάριο του 2016 του συνολικού ποσού έκαστης τριμηνιαίας δόσης και των αντίστοιχων ποσών τόκων στο ποσό που ισούταν με το υπόλοιπο του μεικτού ναύλου τριών μηνών μετά την αφαίρεση των εξόδων λειτουργίας και συντήρησης του πλοίου, άλλως την αναπροσαρμογή του συνολικού ποσού της τριμηνιαίας δόσης των δανείων και των αντίστοιχων ποσών τόκων στο ανωτέρω ποσό από τον χρόνο άσκησης της πρώτης αγωγής του και εφεξής, να αναγνωριστεί ότι οποιαδήποτε απαίτηση της τράπεζας μεγαλύτερη από το ανωτέρω ποσό είναι καταχρηστική και να απαγορευτεί στην τράπεζα να διεκδικήσει οποιαδήποτε τέτοια υπερβάλλουσα απαίτηση, να αναγνωριστεί ότι εφόσον οι δανειολήπτριες κατέβαλαν αυτό το ποσό η τράπεζα δεν δικαιούται να καταγγείλει τις επίδικες δανειακές συμβάσεις και να της απαγορευτεί να τις καταγγείλει, καθώς και να αναγνωριστεί ότι οποιαδήποτε απαίτηση της τράπεζας κατά του εναγομένου ως εγγυητή είναι καταχρηστική και τέλος, να απαγορευτεί στην τράπεζα να διεκδικήσει οποιαδήποτε απαίτησή της κατά του εναγομένου με βάση τις προσωπικές του εγγυήσεις ή με οποιαδήποτε άλλη βάση σε σχέση με τις προβαλλόμενες απαιτήσεις της από τις εν λόγω δανειακές συμβάσεις. Εν συνεχεία, άσκησε την από 24-10-2016 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 8268/2016 και ΕΑΚ 4310/2016 αγωγή του κατά της τράπεζας, η οποία συζητήθηκε στις 25-4-2017 και απορρίφθηκε στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, δυνάμει της υπ’ αριθ. 383/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την αγωγή του αυτή ο εναγόμενος, επικαλούμενος ότι συνεπεία της περιγραφόμενης στην αγωγή του αντίθετη στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς της τράπεζας, οφειλόμενης σε δόλο, άλλως σε βαριά αμέλειά της, κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή της από τις πρωτοφειλέτριες-πλοιοκτήτριες, αφού μετά την οικονομική αποδυνάμωσή τους, με την εμμονή της στην τήρηση των αρχικών όρων δανεισμών, παρά την κατάρρευση της ναυλαγοράς και την άκαιρη εκποίηση των πλοίων τους, δεν διέθεταν άλλους πόρους για την εξυπηρέτηση των δανείων, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις ελευθερώσεώς του από τις συμβάσεις εγγυήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 862 ΑΚ, άλλως επικαλούμενη τα ίδια πραγματικά περιστατικά, αλλά και την εκμετάλλευση από την τράπεζα της δεσπόζουσας θέσης της έναντι του Ομίλου, στις συνθήκες της σφοδρής κρίσης που έπληξε και τη ναυτιλιακή αγορά, μετά την κατάρτιση των επίδικων δανείων, καθώς και την εκ προθέσεως παραβίαση των κανόνων του Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος, αιτήθηκε να αναγνωριστεί ότι απαγορεύεται ως καταχρηστική και αντίθετη στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη η άσκηση κάθε αξίωσης της τράπεζας κατά του εναγομένου εγγυητή, στηριζόμενη στις από 21-6-2011 και από 21-7-2011 συμβάσεις εγγύησης ή σε οποιονδήποτε άλλο νόμιμο λόγο ευθύνης. Πλην όμως, ο εναγόμενος εγγυητής άσκησε κατά της απόφασης υπ’ αριθ. 383/2018 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) την από 26-1-2018 έφεσή του με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ 899/2018 και ΕΑΚ 77/2018, αντίγραφο της οποίας προσκομίζεται εκ μέρους του στη δικογραφία, με αίτημα την εξαφάνιση της ως άνω εκκαλουμένης απόφασης και περαιτέρω την παραδοχή της δεύτερης ως άνω αγωγής του κατά της ενάγουσας τράπεζας (από 24-10-2016 με ΓΑΚ 8268/2016 και ΕΑΚ 4310/2016), η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Εφετείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) κατά τον χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αγωγής της τράπεζας σε βάρος του εγγυητή. Κατ’ αντιπαραβολή του περιεχομένου των δύο αυτών αγωγών, ήτοι της δεύτερης ως άνω σε σύγκριση με την κρινόμενη, είναι σαφές και πρόδηλο ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εκκρεμοδικίας στην παρούσα δίκη, κατ’ άρθρο 222 ΚΠολΔ, διότι αφορούν το ίδιο βιοτικό συμβάν, την ίδια ένδικη διαφορά, που βασίζεται στην ίδια νομική και ιστορική αιτία, ήτοι υπάρχει ταυτότητα δίκης, μεταξύ των ιδίων διαδίκων, με αντεστραμμένους έστω δικονομικούς ρόλους (ενάγοντος-εναγομένου), γεγονός που ουδεμία επιρροή ασκεί, αλλά επιβεβαιώνει επακριβώς την ύπαρξη της εκκρεμοδικίας, αφού η αντιστροφή των δικονομικών ρόλων των διαδίκων συνδυάζεται και με ακριβή αντιστροφή των αγωγικών αιτημάτων τους, σύμφωνα και με τα σχετικώς διαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας (βλ. σχετ. Κονδύλη, Το δεδικασμένο, σελ.163 παρ.5, Μπέη, ΠολΔικ, άρθρο 222, παρ.8, σελ.1009, Δεληκωστόπουλου-Σινανιώτη, άρθρο 225 παρ.1, αριθ.2, σελ.173, Απαλαγάκη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 4η έκδ., σελ.680, παρ.16επ., ΑΠ 627/1974 ΑρχΝ 26.112, ΕφΠειρ 30/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 11195/1995 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 230/1987 ΑρχΝ 39.419, ΠολΠρΑθ 1819/2013 ΤΝΠ Νόμος), λαμβάνοντας δε υπόψη ότι μετά την άσκηση (κατάθεση) της έφεσης εκ μέρους του εναγομένου κατά της εκκαλούμενης υπ’ αριθ. 383/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία ήδη εκκρεμεί ενώπιον του Εφετείου Πειραιά στον παρόντα χρόνο, έχει επέλθει αναβίωση της εκκρεμοδικίας της προηγηθείσας δίκης που έχει εγερθεί βάσει της δεύτερης ως άνω αγωγής του εναγομένου κατά της τράπεζας, η οποία προηγείται χρονικά αλλά και από δικονομικής απόψεως, αφού ήδη εκκρεμεί σε δεύτερο βαθμό, σε σχέση με την παρούσα πρωτοβάθμια δίκη μεταξύ των ιδίων διαδίκων. Συνακόλουθα, απαραδέκτως ασκείται στο παρόν χρονικό στάδιο η κρινόμενη αγωγή, καθόσον συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας, κατ’ άρθρο 222 παρ.1 ΚΠολΔ, αφού η απόφαση στην προηγούμενη δίκη που εκκρεμεί σε δεύτερο βαθμό δύναται σαφώς να επηρεάσει την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου και δη δεσμευτικά μεταξύ των ιδίων διαδίκων ως προς τις μεταξύ τους ένδικες αξιώσεις από τις συμβάσεις εγγύησης, διαμορφώνοντας δεδικασμένο, με κίνδυνο έτσι, εάν το παρόν Δικαστήριο προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, να εκδοθούν ακόμη και αντιφατικές αποφάσεις μεταξύ των δύο επιληφθέντων Δικαστηρίων για την ίδια υπόθεση, υπό την ίδια νομική και ιστορική αιτία, καθόσον σε κάθε δίκη εξ αυτών θα κριθεί το ζήτημα της υπάρξεως του ίδιου συμβατικού χρέους προς την ενάγουσα τράπεζα εκ μέρους του εναγομένου ως εγγυητή των επίδικων δανειακών συμβάσεων, γεγονός που δεν μπορεί να αποδεχθεί η έννομη τάξη, αλλά και πλήττει το κύρος της Δικαιοσύνης, προκαλώντας ανασφάλεια, αλλά και κλονισμό στην εμπιστοσύνη των διαδίκων, καθώς και άσκοπη δαπάνη δικαστικής ενέργειας και χρόνου, σε συνδυασμό με την οικονομική δαπάνη και εν γένει επιβάρυνση των διαδίκων. Συντρέχοντος του ως άνω δικονομικού κωλύματος της εκκρεμοδικίας (αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση) στην παρούσα δίκη, λυσιτελές και νόμιμο είναι να ανασταλεί αυτεπάγγελτα κατ’ άρθρο 222 παρ.2 ΚΠολΔ η περαιτέρω εκδίκαση κατά νόμω και κατ’ ουσίαν της κρινόμενης αγωγής ως μεταγενέστερης μέχρι την περάτωση της προηγηθείσας δίκης, η οποία έχει εγερθεί βάσει της από 24-10-2016 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 8268/2016 και ΕΑΚ 4310/2016 αγωγής του εναγομένου εγγυητή κατά της ενάγουσας τράπεζας και ήδη εκκρεμεί, χωρίς να έχει ακόμη εκδοθεί απόφαση –όπως συνομολογείται από τους διαδίκους- σε δεύτερο βαθμό ενώπιον του Εφετείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), κατά την τακτική διαδικασία, για την ίδια ένδικη διαφορά μεταξύ τους, κατά παραδοχή ως βάσιμης και της σχετικής δικονομικής ένστασης του εναγομένου και απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της ενάγουσας στην παρούσα δίκη, καθόσον, αφενός μεν, με την άσκηση (κατάθεση) της έφεσης είναι γνωστό κατά πάγια νομολογία ότι αναβιώνει η εκκρεμοδικία που έχει παύσει με την έκδοση της οριστικής απόφασης και αφετέρου, η εκκρεμοδικία δεν παύει ούτε και αίρεται με την έκδοση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων που αφορά μία άλλη δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων, έστω και εντός του πλαισίου του ιδίου βιοτικού συμβάντος, αλλά και δεν καταργείται το δικαίωμα της τράπεζας να ασκήσει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και έπειτα αγωγή για την παράταση της ισχύος της εκδοθείσας απόφασης συντηρητικής κατάσχεσης στην κινητή και ακίνητη περιουσία του εναγομένου εγγυητή προς εξασφάλιση των ενδίκων απαιτήσεών της, πλην όμως, η εκδίκαση της αγωγής της αυτής θα πρέπει να ανασταλεί –και μόνον- και να μην εκδοθεί απόφαση μέχρι την κατά νόμο περάτωση της προγενέστερης αγωγής του εναγομένου εγγυητή σε βάρος της, κατ’ άρθρο 222 ΚΠολΔ, ουδόλως δε στερείται το δικαίωμά της από το άρθρο 715 παρ.5 ΚΠολΔ, το οποίο συνιστά και υποχρέωσή της, είναι δε άλλωστε εξασφαλισμένη με την παραδοχή του αιτήματός της μετά την έκδοση της υπ’αριθ.1110/2017 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και την άσκηση της αγωγής της εντός της οριζόμενης σε αυτήν νόμιμης προθεσμίας, ουδόλως δε, προκύπτει κατά τρόπο ορισμένο και σαφή εν προκειμένω ότι η άσκηση της έφεσης εκ μέρους του εναγομένου είναι προδήλως καταχρηστική κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, κρίση για την οποία άλλωστε πρέπει να αποφανθεί το αρμόδιο να κρίνει το ένδικο αυτό μέσο Δικαστήριο (ΕφΑθ 7840/1995 ΕλλΔνη 1996.1123, ΠολΠρΑθ 1538/2011 ΤΝΠ Νόμος).Τέλος,δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται στην παρούσα δίκη, καθόσον η απόφαση αυτή δεν είναι οριστική (άρθρο 191 παρ.1 ΚΠολΔ – ΕφΑθ 623/1994 ΕλλΔνη 1996.393, ΕφΑθ 4284/1993 ΑρχΝ 1994.303, βλ. Βαθρακοκοίλη Β., Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, άρθρο 176, σελ.1019επ., με παραπομπές στη νομολογία).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής μέχρι την κατά νόμιμο τρόπο περάτωση της δίκης που έχει ανοιγεί με την ασκηθείσα από 24-10-2016 και υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως ΓΑΚ 8268/2016 και ΕΑΚ 4310/2016 αγωγή του εναγομένου εγγυητή κατά της ενάγουσας τράπεζας, η οποία ήδη εκκρεμεί προς εκδίκασή της ενώπιον του Εφετείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), κατά την τακτική διαδικασία, για την ίδια ένδικη διαφορά μεταξύ των ιδίων διαδίκων, ύστερα από την έκδοση της υπ’ αριθ. 383/2018 εκκαλουμένης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), και μετά την άσκηση της από 26-1-2018 έφεσης του εναγομένου εγγυητή με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ 899/2018 και ΕΑΚ 77/2018 κατ’ αυτής.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στις 11-12-2018 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με την  παρουσία  της  Γραμματέως,  την 14 -5-2019.                              

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ