ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 2961 /2019
(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 6473/2017)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 3160/2017)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ
ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 9η Ιανουαρίου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως 6473/2017 και 3160/2017 αγωγή καταβολής αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …), κατοίκου Αυστρίας, επί της οδού …, με ΑΦΜ Αυστρίας …, η οποία προκατέθεσε προτάσεις και παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, δυνάμει του από 18-9-2017 ειδικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου της που συντάχθηκε από τον συμβολαιογράφο Μag. Gerald Enzmann στην Αυστρία, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής της σε αυτό από την κάτωθι αναφερόμενη δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, μεταφρασμένου από τη γερμανική στην ελληνική γλώσσα, διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Αλεξάνδρας Τάμπαλη του Γ. (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1566), κατοίκου Αθηνών, επί της οδού ….
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…» («…»), εδρεύουσας στον Π….., επί της οδού …,με ΑΦΜ …,νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία προκατέθεσε προτάσεις και παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, δυνάμει του υπ’ αριθ. …/10-10-2017 18-9-2017 ειδικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου των Αντωνίου Αγαπητού του Βασιλείου και της Αικατερίνης και Βασιλείου Κατσαρη του Φιλίππου και της Αλεξάνδρας προς τον κάτωθι αναφερόμενο πληρεξούσιο δικηγόρο, που συντάχθηκε από τον συμβολαιογράφο Γεώργιο Βιτσαρά του Μιχαήλ, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ευάγγελου Λιούσκου του Γεωργίου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3547), κατοίκου Πειραιά, επί της οδού Ακτής Μιαούλη, αριθ.47-49.
Η ενάγουσα με την από 14-6-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 6473/2017 και 3160/2017 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 15-6-2017 και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στις 16-6-2017 στην εναγομένη, εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 8-12-2017 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 9-1-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τον οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 2, ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις της, η δε εναγομένη ζητεί την απόρριψή της όπως ισχυρίζεται στις προτάσεις της.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στη δίκη, όπως σημειώνεται ανωτέρω.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦTHKE ΣYMΦΩNA ME TOΝ NOMO
Aπό τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ.2, 118 εδ.δ΄, 216 παρ.1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη θεωρία του ουσιαστικού προσδιορισμού ή της λειτουργίας του κανόνα δικαίου που υιοθετεί ο ΚΠολΔ (ΑΠ 768/1985 ΕΕΝ 1986.275,ΕφΑθ 5788/1992 Δ 1993.686,ΕφΛαρ 233/1992 ΕλλΔνη 1992.1500), προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο, ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτιμήσεως και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σε αυτή και γ) ορισμένο αίτημα και επιπλέον σαφή έκθεση των ειδικών παραγωγικών γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, η δε έλλειψη ή ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από αυτά (αοριστία) συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλομένης προδικασίας, η οποία ως αναγόμενη στη δημοσία τάξη, εξετάζεται από το δικαστήριο κι αυτεπαγγέλτως. Η αναγραφή στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία για την αξίωση που απορρέει απ’ αυτά, είναι απαραίτητη ώστε να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1073/1993 ΕλλΔνη 35.1582). Το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να είναι αυτάρκες, δηλαδή να περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο το αξιούμενο δικαίωμα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα να συμπληρωθούν αυτά από το περιεχόμενο άλλου εγγράφου (διαδικαστικού ή εξωδίκου), αφού η τυχόν αόριστη αγωγή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με την παραπομπή της στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝαυτΔ 2005.97, ΕφΠειρ 860/1997 ΕΝαυτΔ1998.9, βλ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, άρθρο 216, αριθ.2-3). Η έλλειψη, η ανεπαρκής ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα στοιχεία αυτά, καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού λόγω αοριστίας, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία (ΚΠολΔ 111,159), η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως (ΑΠ 250/2011 ΕΕμπΔ 2011.591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011.1594, ΑΠ 1297/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη 42.1318, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 718/1998 ΕλλΔνη 40.575, ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 1998.325, ΕφΑθ 8609/1999 ΕλλΔνη 42.13954, ΕφΘεσ 690/1997 ΕπισκΕμπΔ 1998.189). Ποιά είναι ακριβώς τα γεγονότα που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής, που η ελλιπής αναφορά τους οδηγεί σε απόρριψή της ως αόριστης, εξαρτάται από το περιεχόμενο του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έννομη συνέπεια του οποίου αποτελεί το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 412/1986 ΕλλΔνη 28.440, ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161,ΠολΠρΘεσ 21205/1996 Αρμ 1997.239). Εξάλλου, κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρεώσεως προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε τρίτους. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΕφΠειρ 60/2015 ΤΝΠ Νόμος). Κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της ως άνω διατάξεως προϋποθέτει: 1) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας. Άλλωστε, πρέπει να σημειωθεί ότι, εφόσον στην αγωγή αναφέρεται ιστορικά η αναμφίβολα γνωστή έννοια της προστήσεως, θεωρείται ότι προβάλλονται με αυτή (αγωγή) τα χαρακτηριστικά για την εξειδίκευση και περιγραφή της εννοίας αυτής γεγονότα, μεταξύ των οποίων και η διατήρηση από τον προστήσαντα του δικαιώματος να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του (ΑΠ 838/2011 ΧρΙΔ 2012.114, ΑΠ 1198/2009 ΕΕμπΔ 2010.419, ΑΠ 1507/2005 ΕλλΔνη 2006.94, ΕφΠειρ 60/2015 ΤΝΠ Νόμος). Με το άρθρο 926 ΑΚ καθορίζονται, στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων στις οποίες αναγνωρίζεται από τον νόμο ευθύνη περισσότερων προσώπων. Η πρώτη κατηγορία αφορά την περίπτωση της επέλευσης της ζημίας από κοινή πράξη περισσότερων προσώπων. Ως κοινή πράξη, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξης ή την επαγωγή της ζημίας, ανεξαρτήτως του αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά. Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας. Ο βαθμός δε της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε με δόλο και ο άλλος από αμέλεια, δεν ενδιαφέρει για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών κατ’ άρθρο 927 ΑΚ (ΑΠ 1124/2015, ΑΠ 1804/2014). Τέλος, από δε τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2, 118 παρ.4, 216 ΚΠολΔ, 914, 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, όσα παρέλειψε, από τον νόμο, τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Πρέπει, περαιτέρω, να αναφέρονται τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας (ζημιογόνου αποτελέσματος), που επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του (ΑΠ 59/2019 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 838/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 641/2011 ΤΝΠ Νόμος).
Με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι κατά τη διάρκεια των διακοπών της στην Ελλάδα με τον σύζυγό της το καλοκαίρι του έτους 2016, πριν την επιβίβασή της στο Ε/Ο πλοίο “…”, κυριότητας της εναγομένης πλοιοκτήτριας ναυτιλιακής εταιρείας, για το ταξίδι της επιστροφής τους από την Πάρο προς τη Θήρα στις 6-7-2016 με προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης 10.40 και άφιξης 12.45, έναντι εκδοθέντος εισιτηρίου με αντίτιμο ποσού 44,50 ευρώ, όταν το πλοίο έφτασε στο λιμάνι της Πάρου με δίωρη καθυστέρηση υπό την πίεση από την πλευρά των μελών του πληρώματος για τάχιστη επιβίβαση των επιβατών σε αυτό και με συνεχείς αναγγελίες, βιάστηκε να επιβιβαστεί τρέχοντας πάνω στη ράμπα εισόδου και εξόδου οχημάτων και επιβατών του καταπέλτη του πλοίου κρατώντας δε και τις αποσκευές της, με αποτέλεσμα να σκοντάψει σε μία ράβδο που προεξείχε χωρίς σήμανση, να πέσει στο σιδερένιο δάπεδο, χτυπώντας στο πρόσωπο δυνατά, χάνοντας τις αισθήσεις της προσωρινά, παθαίνοντας αιμορραγία και σωματικές βλάβες σε διάφορα σημεία του σώματός της, όπως θλαστικό τραύμα στο μέτωπο πάνω από τον αριστερό οφθαλμό, θλαστικό τραύμα αριστερού ζυγωματικού, εγκεφαλική διάσειση, θλάση ρινικού οστού, εκδορές στην αριστερή ωμοπλάτη, στο επάνω τμήμα της αριστερής παλάμης και στο αριστερό γόνατο. Ότι της παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες εντός του πλοίου αυτοσχέδια, καθόσον το πλοίο στερούταν ιατρικού υλικού καθώς και ιατρού, ο οποίος αναζητήθηκε και ευρέθηκε κάποιος μεταξύ των επιβατών, αλλά και ειδικού χώρου ανάπαυσης, με συνέπεια, η παθούσα να ταξιδέψει κανονικά στο κάθισμά της. Ότι για το εν λόγω ατύχημα συντάχθηκε πρωτόκολλο από τους αρμοδίους του πλοίο, το οποίο δεν της παραδόθηκε σε αντίγραφο. Ότι υπαίτιοι για τον τραυματισμό της αυτόν είναι οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης πλοιοκτήτριας εταιρείας, λόγω της αμέλειάς τους να σηματοδοτήσουν τη ράβδο αυτήν, για να καταστήσουν τη διέλευση των επιβατών κατά την επιβίβασή τους ασφαλή και ανεμπόδιστη με αποτέλεσμα κατά την εσπευσμένη επιβίβασή της στο πλοίο να μην την αντιληφθεί η ενάγουσα και τρέχοντας να σκοντάψει και να τραυματιστεί, ως ανωτέρω. Ότι την ίδια μέρα επέστρεψε στην Αυστρία αεροπορικώς και εισήλθε στο Νοσοκομείο … στο Χειρουργικό Τμήμα, παρέμεινε 6 ώρες για απολύμανση και συρραφή των τραυμάτων της, της χορηγήθηκε φαρμακευτική αναλγητική και αντιβιοτική αγωγή με εντολή επανεξέτασης στις 8-7-2016. Ότι λόγω έντονων και συνεχών πόνων στην αριστερή ωμοπλάτη και το αριστερό τμήμα του προσώπου της και πονοκεφάλους, επισκέφθηκε στις 26-9-2016 παθολόγο που της χορήγησε εντονότερη αναλγητική φαρμακευτική αγωγή. Ότι έχει παραμείνει στη μετωπική αριστερή υπερόφρυα χώρα μια ουλή μήκους 3εκ. και πλάτους 1,5 εκ., που έχει αλλοιώσει την εμφάνιση και έκφραση του προσώπου της και χρήζει αποκατάστασης μελλοντικά μέσω χειρουργικής πλαστικής επέμβασης. Ότι από το επίδικο ατύχημα υπέστη και θετική ζημία ποσού 340 ευρώ, καθώς καταστράφηκε το παντελόνι και η ζακέτα της, αξίας 160 ευρώ, τα οποία λερώθηκαν ανεπανόρθωτα από την αιμορραγία που υπέστη, ενώ έσπασαν και τα γυαλιά ηλίου που φορούσε κατά την επιβίβασή της στο πλοίο, αξίας 180 ευρώ. Ότι υπέστη και ηθική βλάβη λόγω της μεγάλης σωματικής και ψυχικής της ταλαιπωρίας από το επίδικο ατύχημα και τον τραυματισμό της, των πόνων, του πρόωρου τερματισμού των διακοπών της, της νοσηλείας της και της δυσμενούς κατάστασης της υγείας της στο παρόν και στο μέλλον αφού χρήζει χειρουργικής επέμβασης επανόρθωσής της, για την αποκατάσταση της οποίας ηθικής βλάβης τη δικαιούται το εύλογο χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ. Ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) υπ’ αριθ. 1177/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 για τα δικαιώματα των επιβατών στις θαλάσσιες μεταφορές και για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αριθ. 2006/2004, δικαιούται αποζημίωσης από την εναγομένη θαλάσσια μεταφορέα και πλοιοκτήτρια λόγω καθυστέρησης κατά την άφιξη του πλοίου στον τελικό προορισμό του, βάσει της σύμβασης μεταφοράς, χωρίς να συντρέχει λόγος εξαίρεσης από την υποχρέωσή της εναγομένης κατ’ άρθρο 20 του εν λόγω Κανονισμού, ισόποσης δε με το αντίτιμο του εισιτηρίου του πλοίου από Πάρο προς Θήρα, ποσού 44,50 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη για τις παραπάνω συμβατικές ή νόμιμες αιτίες, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 20.384,50 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής της και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστής και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας για την παρούσα δίκη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, στις 16-6-2017, στην εναγομένη (στην εντεταλμένη για την παραλαβή δικογράφων δικηγόρο της Μαρία Αναστασπούλου, στην έδρα της), εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, στις 15-6-2017, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. …΄/16-6-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα), αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2, 25 παρ.2, 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ.α΄, 2 εδ.α΄, 3 περ.Α και περ.Β υποπερ.δ΄ και ιζ΄ του Ν.2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς), το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, ένεκα του στοιχείου της αλλοδαπής ιθαγένειας της ενάγουσας (Αυστρία), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2, 4 παρ.1, 27, 62, 63 παρ.1, 66 παρ.1 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, κατά την τακτική διαδικασία, καθόσον τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία και την έδρα τους στο έδαφος κράτους μέλους, όπως η Ελλάδα, ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων της, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους κι ενόψει του ότι η εναγομένη, σύμφωνα με το εισαγωγικό του αγωγικού δικογράφου, έχουν την πραγματική έδρα της όπου ασκείται η κεντρική της διοίκηση στον Πειραιά (οδός …), ο δε ως άνω Κανονισμός εφαρμόζεται για τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 10-1-2015, ως εν προκειμένω. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ.2, σελ.12επ.), αφού η ενάγουσα είναι υπήκοος Αυστρίας, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά, καθόσον είναι σαφές και ουδεμία αντίρρηση υπάρχει ούτε εκ μέρους της εναγομένης ότι εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο εν προκειμένω τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, ως το πλέον αρμόζον από τις ειδικές συνθήκες της κρινόμενης υπόθεσης, βάσει του οποίου κρίνεται και το ορισμένο και νόμω βάσιμο της αγωγής, εφόσον σε κάθε περίπτωση από το σύνολο των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης, με βάση τα εκτιθέμενα στην κρινόμενη αγωγή, προκύπτει ότι συνδέεται (προδήλως) στενότερα με την ελληνική έννομη τάξη, αφού στην ημεδαπή έχει την έδρα της η εναγομένη και στην ημεδαπή έλαβε χώρα και η αδικοπραξία που επικαλείται η ενάγουσα ως τελεσθείσα σε βάρος της από την εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία και τους προστηθέντες της, μέλη του πληρώματος του πλοίου της. Ωστόσο, η αγωγή, τυγχάνει προεχόντως απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω πρόδηλης αοριστίας της, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 216 ΚΠολΔ και 914επ. ΑΚ, διότι: καταρχήν δεν εκτίθεται κατά τρόπο ειδικό, ορισμένο και σαφή τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για το ορισμένο της αγωγικής βάσης που αφορά ευθύνη της εναγομένης από αδικοπραξία λόγω πταίσματος των προστηθέντων υπαλλήλων της, καθόσον όλως γενικώς και αορίστως εκτίθεται το επίμαχο περιστατικό (ατύχημα), από το οποίο προκλήθηκε ο τραυματισμός της ενάγουσας, για τον οποίο ζητεί την αποζημίωσή της λόγω περιουσιακής ζημίας και τη χρηματική ικανοποίησή της λόγω ηθικής βλάβης. Ειδικότερα, δεν αναφέρονται ποιες οι συμβατικές υποχρεώσεις που παραβιάστηκαν από τα μέλη του πληρώματος στο πλαίσιο της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς της ενάγουσας ούτε οι υποχρεώσεις επιμέλειας που παραβιάστηκαν επίσης από τους ιδίου προστηθέντες, ποιες πράξεις ή παραλείψεις τους συνιστούν αδικοπραξία σε βάρος της ενάγουσας, οι οποίες να συνδέονται αιτιωδώς με την επέλευση του επίδικου ατυχήματος, την πρόκληση του τραυματισμού της (σωματικών βλαβών) και εξ αυτού της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης της, το βασικότερο, δεν ιστορείται στην αγωγή επαρκώς ορισμένα ποια είναι η υπαιτιότητα, ήτοι η αμέλεια των προστηθέντων μελών του πληρώματος, η οποία εν τέλει καταλογίζεται στην εναγομένη ως εκμεταλλευόμενη (κυρία ή πλοιοκτήτρια ή εφοπλίστρια) του επίδικου πλοίου. Εκτίθεται μόνο ότι στον καταπέλτη του πλοίου (ράμπα εισόδου και εξόδου των επιβατών και των οχημάτων) υπήρχε μία ράβδος που προεξείχε, χωρίς να υπάρχει ειδική σήμανση ασφαλείας για να καταστήσει τη διέλευση των επιβατών κατά την επιβίβασή τους ασφαλή και ανεμπόδιστη με αποτέλεσμα να μην την αντιληφθεί η ενάγουσα να σκοντάψει κατά την εσπευσμένη επιβίβασή της στο πλοίο, να πέσει στο σιδερένιο δάπεδο και να τραυματιστεί και υποστεί περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη από αδικοπραξία της εναγομένης ναυτιλιακής εταιρείας του πλοίου αυτού. Έτσι, όμως, δεν προκύπτει καν ποια ήταν η ευθύνη της εναγομένης διά των προστηθέντων της έναντι της ενάγουσας, ποιος κανόνας επιμέλειας παραβιάστηκε σε σχέση με τη ράβδο αυτή, από ποιόν, ποία ήταν η πράξη ή η παράλειψη των μελών του πληρώματος και ποίου συγκεκριμένα, ανάλογα με τα υπηρεσιακά καθήκοντά του στο πλοίο, γεγονός που έχει αντίκτυπο στη στοιχειοθέτηση τυχόν ευθύνης της εναγομένης ως νομικού προσώπου έναντι της ενάγουσας παθούσας, ιδίως όμως, δεν προκύπτει καν από το ιστορικό της αγωγής τι είδους ράβδος ήταν αυτή, ποία ήταν και ποία έπρεπε να είναι η θέση της στο πλοίο, ανάλογα με τη λειτουργία της, γιατί ήταν επικίνδυνη όπως είχε τοποθετηθεί, ώστε να διευκρινιστεί και τι είδους σήμανση ασφαλείας ή αποφυγής έπρεπε να είχε τοποθετηθεί και από ποιόν από τα μέλη του πληρώματος του πλοίου της εναγομένης (προστηθέντες), ποία συγκεκριμένα η αμέλειά τους σε σχέση με αυτήν τη ράβδο, διότι ευλόγως διαμορφώνονται αναλόγως και τα καθήκοντα επιμελείας και η ευθύνη για τη θαλάσσια μεταφορέα (εκναυλώτρια) ή κυρία ή πλοιοκτήτρια ή εφοπλίστρια του πλοίου (εναγομένη) μέσω των ως άνω προστηθέντων της, ενώ διαφωτίζεται και το Δικαστήριο σε τι έγκειται ως ερευνητέο αι αποδεικτέο ζήτημα της δίκης αυτής η υπαιτιότητα (ευθύνη) της εναγομένης και των προστηθέντων της συγκεκριμένα, σε σχέση με την ύπαρξη της ράβδου αυτή στη θέση αυτή, αν επιτελούσε κάποια λειτουργία του πλοίου ή της επιβίβασης των επιβατών ή των οχημάτων στο πλοίο, εάν ήταν επικίνδυνη, εάν έπρεπε να υπήρχε τυχόν σήμανση και τι είδους ή αν έπρεπε να υπήρχαν οδηγίες παρουσία μέλους του πληρώματος σε σχέση με αυτήν τη ράβδο στο σημείο (τόπο) αυτό και στον συγκεκριμένο χρόνο επιβίβασης των επιβατών στο πλοίο. Περαιτέρω, έτσι θα διαφωτιζόταν το Δικαστήριο και για το γεγονός της τυχόν υπαιτιότητας αποκλειστικής ή συντρέχουσας της ίδιας της ενάγουσας, καθόσον μόνη εκείνη υπέστη το ατύχημα αυτό, ενώ ιστορείται από την ίδια ότι εισήλθε τρέχοντας στο πλοίο, με βιασύνη, κρατώντας μάλιστα και τις αποσκευές της, οπότε τα χέρια της ήταν δεσμευμένα και δεν μπορούσε καν να τα χρησιμοποιήσει αποτρεπτικά και προφυλακτικά για τον εαυτό της, κατά την πτώση της, όταν εκείνη μάλιστα ήταν που σκόνταψε στην εν λόγω ράβδο, καθόσον δε το ζήτημα της επιβολής πίεσης εκ μέρους των μελών του πληρώματος και της διοίκησης του πλοίου, το ζήτημα του τόπου που έλαβε χώρα το επίδικο ατύχημα, ήτοι επί του καταπέλτη του πλοίου ή επί του προβλήτα του λιμένος σε απόσταση πριν την επιβίβαση και με κατεύθυνση προς τον καταπέλτη του πλοίου, καθώς και το ζήτημα της καθυστέρησης του πλοίου ως αιτία για την επίσπευσης της επιβίβασης των επιβατών και των οχημάτων σε αυτό για την αναχώρηση από τον λιμένα της Πάρου προς τον λιμένα της Θήρας ερείζονται και αμφισβητούνται έντονα μεταξύ των διαδίκων, με βάση τα δικόγραφά τους, είναι δε κρίσιμα για την έκβαση της υπόθεσης κατ’ ουσίαν και ουσιώδη για τη διαμόρφωση της ουσιαστικής κρίσης του Δικαστηρίου, ενώ εξαιτίας της αοριστίας αυτής είναι δυσχερής η υπαγωγή της περίπτωσης στους εφαρμοστέους κατ’ επίκληση της ενάγουσας κανόνες δικαίου. Οπότε έτσι θα μπορούσε να ελεγχθεί καλύτερα τόσο η ευθύνη της εναγομένης, όσο και η συντρέχουσα αμέλεια (συντρέχον πταίσμα) της ενάγουσας από πλευράς υπαιτιότητας υπό τη νομική βάση της αδικοπραξίας (ΑΚ 914), αλλά και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος σε βάρος της, ένεκα και της ένστασης της εναγομένης περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας στην πρόκληση του τραυματισμού της και εξ αυτού της περιουσιακής της ζημίας και της ηθικής της βλάβης σε ποσοστό 95%, η δε εναγομένη λόγω και της αοριστίας αυτής δυσχεραίνεται να αντιτάξει τους αμυντικούς ισχυρισμούς της προς ανταπόδειξη της αγωγικής βάσης και των αιτημάτων της ενάγουσας. Επισημαίνεται άλλωστε ότι για τη συγκεκριμένη ράβδο ουδέν αναφέρει και ο σύζυγος ακόμη της παθούσας, ως μοναδικός μάρτυρας αποδείξεως για την ενίσχυση της ιστορικής βάσης της αγωγής της. Ως εκ τούτου, καθίσταται εξαιρετικά αόριστη και ωσαύτως απορριπτέα η ιστορική και νομική βάση της αγωγής από αδικοπραξία αναφορικά με τα αιτήματα της αποζημίωσης της ενάγουσας για την περιουσιακή ζημία της και της χρηματικής ικανοποίησής της λόγω ηθικής βλάβης της, τα οποία στηρίζονται στην αδικοπρακτική νομική βάση και αιτία της αγωγής της. Περαιτέρω δε, αναφορικά με το αγωγικό αίτημα της ενάγουσας για αποζημίωσή της λόγω της καθυστέρησης άφιξης του δρομολογίου του πλοίου στον τελικό προορισμό του, στο λιμάνι της Θήρας, βάσει της σύμβασης μεταφοράς, με υπαιτιότητα της εναγομένης ως θαλάσσιου μεταφορέα, άλλως ως κυρίας η πλοιοκτήτριας του πλοίου, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) υπ’ αριθ. 1177/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 για τα δικαιώματα των επιβατών στις θαλάσσιες μεταφορές και για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αριθ. 2006/2004, κρίνεται ομοίως αόριστο και ως εκ τούτου, τυγχάνει απορριπτέο ως απαράδεκτο, διότι στην αγωγή δεν εκτίθεται καν ποία ήταν η καθυστέρηση του πλοίου όταν έφτασε στον λιμένα της Πάρου, πότε ξεκίνησε το δρομολόγιο από τον λιμένα της Πάρου για τον λιμένα της Θήρας και ποία ήταν η καθυστέρησή του σε σχέση με τον χρόνο αναχώρησης του προγραμματισμένου δρομολογίου από Πάρο προς Θήρα και ιδίως, ποία ήταν η ώρα που έφτασε στον λιμένα της Θήρας και ποία ήταν η καθυστέρησή του σε σχέση με τον προγραμματισμένο χρόνο άφιξής του εκεί. Επίσης, δεν εκτίθεται στην αγωγή κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο ποία ήταν η υπαιτιότητα της εναγομένης ναυτιλιακής εταιρείας του εν λόγω πλοίου σε σχέση με την καθυστέρηση άφιξης του πλοίου στον τόπο τελικού προορισμού του, ήτοι στον λιμένα της Θήρας, ήτοι υπό ποίες περιστάσεις έλαβε χώρα η επικαλούμενη αυτή καθυστέρηση αι ποία διάρκεια είχε εν τέλει, προκειμένου να ελεγχθεί εάν τυχόν εμπίπτει ως περιστατικό σε κάποια από τις περιπτώσεις εξαίρεσης του ως άνω Κανονισμού σε σχέση με την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης εκ μέρους της εναγομένης προς την ενάγουσα ως επιβάτη, όπως αυτές οι εξαιρέσεις προβλέπονται στον ίδιο Κανονισμό (άρθρο 20 παρ.1 δ΄: για δυσμενείς καιρικές συνθήκες και έκτακτες περιστάσεις), καθόσον ο ίδιος ο Κανονισμός θέτει προϋποθέσεις και διακρίνει περιπτώσεις, καθώς και εξαιρέσεις από τη σχετική υποχρέωση για τον θαλάσσιο μεταφορέα (εναγομένη), ενώ και η αποζημίωση διαμορφώνεται κατά ποσό διαφορετικά σε κάθε περίπτωση και αναλόγως του είδους, της αιτίας και της διάρκειας της καθυστέρησης αυτής, σε συνδυασμό με την υπαιτιότητα του υποχρέου προς αποζημίωση. Πλην όμως, ενόψει του ότι δεν εκτίθενται ειδικά και σαφή τα πραγματικά περιστατικά, ήτοι κατά τρόπο ορισμένο, όπως ο νόμο απαιτεί, είναι δυσχερής η υπαγωγή της περίπτωσης στον νόμο (Κανονισμό) για τη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης του Δικαστηρίου επί του ελεγχόμενου αγωγικού κονδυλίου, ενόψει δε του ότι και η εναγομένη προβάλει σχετικές ενστάσεις και αντίθετους ισχυρισμούς επί της καθυστέρησης αυτής που επικαλείται η ενάγουσα, όπως ανωτέρω έγινε σχετική μνεία, με βάση τα προδιαλαμβανόμενα, η δε εναγομένη λόγω και της αοριστίας αυτής δυσχεραίνεται να αντιτάξει τους αμυντικούς ισχυρισμούς της προς ανταπόδειξη της αγωγικής βάσης και των αιτημάτων της ενάγουσας. Κατόπιν των ανωτέρω, για το ορισμένο της αγωγής απαιτείτο ορισμένη έκθεση των αναγκαίων πραγματικών περιστατικών κατά τους κανόνες δικαίου που επικαλείται ως άνω η ενάγουσα για τη στοιχειοθέτηση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των επίδικων αξιώσεών της κατά της εναγομένης και τους οποίους και το παρόν Δικαστήριο έκρινε εφαρμοστέους εν προκειμένω, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, τούτο δε, ανεξαρτήτως του εάν η εναγομένη παρίσταται ή όχι στη δίκη, διότι αφορά ζήτημα προδικασίας που ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Ο δε τρόπος που εκτίθενται στην αγωγή τα αναγκαία κατά νόμο πραγματικά περιστατικά είναι τόσο ελλιπής, ώστε δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους οι επίδικες αξιώσεις, όπως έχει ήδη επισημανθεί ως άνω. Η παράλειψη αυτών, κατά πάγια θέση της νομολογίας, προκαλεί εμφανή αοριστία, ασάφεια και σύγχυση στην ιστορική βάση της αγωγής, που δεν θεραπεύεται ούτε με τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση ούτε με την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και καθιστά την αγωγή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και απορριπτέα αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ελλείψει τήρησης της νόμιμης προδικασίας, ως ζητήματος δημόσιας τάξης (ΑΠ 1255/2010, ΑΠ 682/2010, ΑΠ 314/2009, ΑΠ 1635/2008, ΑΠ 1056/2002, ΑΠ 216/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 29/2013 Δικ/φια 2013.83, ΕφΘεσ 246/2013 ΕλλΔνη 2014.144,196, ΕφΠειρ 163/2010 ΠειρΝομ 2010.209, ΕφΑθ 7466/2007 ΕλλΔνη 2008.933, ΕφΑθ 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534, ΠολΠρΑθ 4495/2010). Διότι με τον τρόπο αυτό όχι μόνο καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής για το Δικαστήριο η δυνατότητα αποδεικτικού ελέγχου της αγωγής υπό τις εκτιθέμενες νομικές βάσεις και αγωγικά αιτήματα, αλλά αποστερείται και η εναγομένη της δυνατότητας να αντιτάξει εγκαίρως και πλήρως τους ανταποδεικτικούς ισχυρισμούς της επ’ αυτών, σε οποιονδήποτε βαθμό δικαιοδοσίας. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, με βάση το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και ανεπίδεκτη δικανικής εκτίμησης, διότι δεν διαλαμβάνονται τα αναγκαία δικαιοπαραγωγικά ειδικά πραγματικά περιστατικά για τη θεμελίωση των ενδίκων αξιώσεων της ενάγουσας έναντι της εναγομένης κατά τις διατάξεις των άρθρων 216 ΚΠολΔ, 914επ. ΑΚ και τις οικείες του Κανονισμού (Ε.Ε.) υπ’ αριθ. 1177/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 για τα δικαιώματα των επιβατών στις θαλάσσιες μεταφορές και για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αριθ. 2006/2004, και τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στην παρούσα δίκη (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις -8-2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ