ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2010 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Γεώργιο Δ. Σερετίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 12 Ιουνίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Παναγιώτη Πατουλιώτη, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στο … αρ. … και … αρ. …. (…), νομίμως εκπροσωπουμένης, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δικαίου Χασανάκου.
Η εφεσίβλητη-εναγομένη άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς τη με γενικό αριθμό κατάθεσης 2098/2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 196/2015 αγωγή της κατά της εκκαλούσας – εναγομένης, με την οποία ζήτησε ό, τι αναφέρει σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 558/2017 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έκανε δεκτή την ανωτέρω αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 3123/52/22-3-20186), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 3272/2018 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1426/2018 και προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 558/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων (τακτική διαδικασία), με την οποία έγινε δεκτή στο σύνολο της η με γενικό αριθμό κατάθεσης 2098/2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 196/2015 αγωγή της εφεσίβλητης κατά της εκκαλούσας, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις {άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 495 και η παρ. 2 του άρθ. 518 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθ. τρίτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015)}. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω (τακτική) διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
II. Με την ως άνω αγωγή της η εφεσίβλητη- ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί η εκκαλούσα-εναγομένη, ως πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Μάλτας και με αριθμό νηολογίου Μάλτας … φορτηγού πλοίου (τύπου bulk carier) «….», να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 5.300,00 ευρώ ως υπόλοιπο της εργολαβικής αμοιβής της, αναφορικά με τις διαλαμβανόμενες στο δικόγραφο εργασίες, που εκτέλεσε στο ανωτέρω πλοίο, κατά τους διαλαμβανομένους επίσης στο δικόγραφο χρόνους, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, η οποία κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή στο σύνολο της, έκανε δεκτή την ανωτέρω ως ουσία βάσιμη και υποχρέωσε την εκκαλούσα εναγομένη, να καταβάλλει στην εφεσίβλητη ενάγουσα το ανωτέρω ποσό των 5.300,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η εκκαλούσα παραπονείται τώρα, κατά της εν λόγω απόφασης, με τους λόγους της ένδικης έφεσης της, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί αυτή, ώστε να απορριφθεί η ανωτέρω αγωγή της εφεσίβλητης.
III. Λόγους έφεσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 ΚΠολΔ, που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικηγόρο της έφεσης, μπορούν να αποτελέσουν κυρίως σφάλματα του δικαστηρίου πάνω στα οποία θεμελιώνεται το διατακτικό της απόφασης, του οποίου η εξαφάνιση διώκεται με την έφεση, ή νέα πραγματικά περιστατικά ή νέα αποδεικτικά μέσα (που λαμβάνονται υπόψη από το εφετείο με τις προϋποθέσεις των άρθρων 521 και 526 ΚΠολΔ), τα οποία αποκαλύπτονται μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης ή, τέλος, σφάλματα του ίδιου του διαδίκου, τα οποία, αν και μπορούν να διορθωθούν, από το νόμο, δεν διορθώθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 940/1981 ΕΕΝ 49.594). Με την παραπάνω έννοια δεν θεμελιώνει λόγο έφεσης μόνη η απόρριψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του αιτήματος του διαδίκου, που ενδιαφέρεται για αναβολή της συζήτησης μέχρι να περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα άλλη δίκη, που εκκρεμεί σε άλλο πολιτικό ή ποινικό δικαστήριο και από την οποία εξαρτάται η διάγνωση της διαφοράς στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, γιατί δεν αποτελεί σφάλμα του δικαστηρίου, το οποίο, έχοντας σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει το αίτημα αυτό, δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης ν’ αποφανθεί, ούτε σφάλμα του διαδίκου, που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ περισσότερο αφού το διατακτικό της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν θεμελιώνεται στην παροχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού. Επομένως, ο λόγος της έφεσης σύμφωνα με τον οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έχει σφάλει γιατί δεν έκρινε, άλλως απέρριψε σιγή την αίτησή της εκκαλούσας-εναγομένης για αναβολή της δίκης μέχρι αμετάκλητης κρίσης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο εκκρεμεί η από 19-9-2016 με γενικό αριθμό κατάθεσης 6812/2016 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης 3568/2016 αγωγή της για αναγνώριση της έννομης σχέσης που τη συνδέει με την ενάγουσα –εφεσίβλητη είναι εκείνη της ενιαίας σύμβασης έργου με εργολαβική αμοιβή προσδιοριζόμενη απολογιστικώς και ότι από το συνολικό εργολαβικό λογαριασμό προκύπτει χρεωστικό υπόλοιπο για τις πλοιοκτήτριες εταιρείες που ανέρχεται στο ποσό των 36.233,69 ευρώ και όχι στο ποσό των 466.264,70 ευρώ, κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτος, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη.
-
- IV. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 527 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ` έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης, 2) γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, 3) συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή: α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία, β) αν προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ) αν αποδεικνύονται εγγράφως και το δικαστήριο κρίνει ότι ο διάδικος δεν γνώριζε ούτε μπορούσε να είχε πληροφορηθεί εγκαίρως την ύπαρξη των εγγράφων. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι το εφετείο δεν μπορεί να λάβει υπόψη αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό παρά μόνο αν προτάθηκε παραδεκτώς στον πρώτο βαθμό και επαναφέρεται νομίμως, κατά τη διάταξη του άρθρου 240 ΚΠολΔ ή αν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ (ΑΠ 442/2014, ΑΠ 9/2014, ΑΠ 571/2011, ΑΠ 443/2011, ΕφΠειρ 52/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τα άρθρα 115§3, ως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του από το νόμο 4335/2015 και 256§1δ ΚΠολΔ προκύπτει, ότι στη διαδικασία ενώπιον του Ειρηνοδικείου, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς τους, προφορικά, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί να καταχωριστούν στα πρακτικά, με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουν κατατεθεί προτάσεις, στις οποίες περιέχονται οι εν λόγω ισχυρισμοί, προφορική πρόταση των ισχυρισμών αυτών, που, «ως γενόμενο κατά τη συζήτηση», σημειώνεται στα πρακτικά. Από τη δεύτερη δε των ως άνω διατάξεων (του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠολΔ) συνάγεται ότι η σημείωση της προφορικής πρότασης του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα των πρακτικών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της πρότασης αυτών (ισχυρισμών), είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων έγγραφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 442/2014, ΑΠ 9/2014, ΑΠ 450/2013, ΕφΠειρ 31/2013, ΠΕΙΡΝΟΜ 2013, σ.108, ΕφΠειρ 319/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.216). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα- εναγομένη, με τους ένδικους λόγους έφεσης ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του δεν έλαβε υπόψη του, ούτε εκτίμησε ορθά του ισχυρισμούς ότι: α) η επίδικη απαίτηση έχει εξοφληθεί μερικώς δυνάμει πιστώσεων (γενόμενων καταβολών) που καταχωρίζονταν σε ένα ανοικτό δοσοληπτικό λογαριασμό {το κατάλοιπο του οποίου θα διαπιστωνόταν κατά την εκκαθάριση (κλείσιμο) αυτού (λογαριασμού)}, έναντι των αντίστοιχων χρεώσεων εκ μέρους της ενάγουσας (κόστος υλικών, εργατικά), δυνάμει σχετικής ενιαίας συμφωνίας με την τελευταία για τη διενέργεια επισκευών επί των αναφερόμενων στις προτάσεις της (εναγομένης) έντεκα πλοίων, που διαχειριζόταν η εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία ανήκε μαζί με τις πλοιοκτήτριες αυτών (πλοίων) εταιρείες στον εφοπλιστικό Όμιλο …, έναντι αμοιβής συμφωνηθείσας να προσδιορίζεται απολογιστικώς, και β) ότι προτείνει σε συμψηφισμό τις εκ του προαναφερθέντος δοσοληπτικού λογαριασμού απαιτήσεις της εναντίον της ενάγουσας. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί της εναγομένης, οι οποίοι, κατά τα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας, συνιστούν ένσταση, επί της προκείμενης υπόθεσης, στη διαδικασία ενώπιον του Ειρηνοδικείου, όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, δεν προτάθηκαν παραδεκτώς ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ήτοι προφορικώς κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, με συνοπτική ανάπτυξη των γεγονότων που τις θεμελιώνουν και καταχώρηση στα πρακτικά (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από αμφοτέρους τους διαδίκους, πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά), μη αρκούσης της αναφοράς στις κατατεθείσες προτάσεις και τους ισχυρισμούς, που αυτές εμπεριέχουν και, συνακόλουθα, απαραδέκτως προβάλλεται ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, δεδομένου ότι δε γίνεται επίκληση των λόγω της βραδείας προβολής της σχετικής ένστασης, για να είναι δυνατόν να κριθεί, αν οι λόγοι αυτοί εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις του παραδεκτού της βραδείας προβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 269 παρ.2 και 527 KΠολΔ, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην νομική σκέψη, που προηγήθηκε.
- V. Σύμφωνα με το άρθρο 289§3 του ΚΙΝΔ, οι αξιώσεις που προέρχονται από χορήγηση υλικών ή τροφίμων και από την εκτέλεση εργασιών για την ναυπήγηση, επισκευή ή εξοπλισμό του πλοίου, υπόκεινται στην ετήσια παραγραφή του άρθρου αυτού, η οποία αρχίζει από την λήξη του έτους κατά το οποίο συμπίπτει η αφετηρία της. Ως υλικά, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, θεωρούνται όλα τα χρήσιμα για το πλοίο αντικείμενα και τα προοριζόμενα να χρησιμεύσουν ως συστατικά ή παραρτήματα του ή ανταλλακτικά, ενώ αξιώσεις που προέρχονται από τον εξοπλισμό του (πλοίου) είναι εκείνες που αφορούν ουσιαστικά μέρη του τελευταίου, τα παραρτήματα και παρακολουθήματά του, τις μηχανές του, κύριες και βοηθητικές, σωσίβια μέσα και τεχνικά όργανα (ΕφΠειρ 36/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.302). Η παραγραφή αυτή των ανωτέρω αξιώσεων, αρχίζει μόλις λήξει το έτος, εντός του οποίου συμπίπτει η αφετηρία αυτής, διακόπτεται δε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 264 και 270 παρ. 1 ΑΚ με την έγερση της αγωγής, σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 260 ΑΚ με την αναγνώριση της αξίωσης από τον υπόχρεο με οποιοδήποτε τρόπο (ΑΠ 1445/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ691/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.454 ΕφΠειρ 36/2012, ο.π., ΕφΠειρ 872/2003 ΕΝΔ 2003, σ.441) Τέλος, στο άρθρο 270 παρ. 2 ΑΚ ορίζεται ότι για τις αξιώσεις ειδικότερα του άρθρου 250 ΑΚ η νέα παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος, μέσα στο οποίο περατώθηκε η διακοπή. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ, οι τελευταίες από τις οποίες (του ΑΚ) έχουν συμπληρωματική εφαρμογή και στην παραγραφή αξιώσεων του ΚΙΝΔ, εφόσον ο τελευταίος δεν ορίζει διαφορετικά, συνάγεται σαφώς, ότι για τις αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 289 ΚΙΝΔ και συμπίπτουν ως προς το περιεχόμενο τους με εκείνες του άρθρου 250 ΑΚ, σε περίπτωση διακοπής της παραπάνω ετήσιας παραγραφής αυτών, η νέα παραγραφή αρχίζει όχι αμέσως από το πέρας του λόγου της διακοπής αλλά από τη λήξη του έτους, κατά το οποίο έλαβε χώρα αυτός (ο λόγος της διακοπής), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και στην προκειμένη περίπτωση συμπληρωματικά, λόγω του υφιστάμενου ως προς το θέμα αυτό κενού του ΚΙΝΔ, στον οποίο δεν προβλέπεται αντίστοιχη διάταξη, που να αναφέρεται στην έναρξη της νέας προθεσμίας μετά τη διακοπή της προαναφερόμενης παραγραφής (ΟλΑΠ 15/1992, ΑΠ 684/1998, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 691/2013, ο.π., ΕφΠειρ 36/2012, ο.π.). Περαιτέρω, από το άρθρο 260 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι η παραγραφή διακόπτεται όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιοδήποτε τρόπο, συνάγεται ότι αρκεί, για τη διακοπή της παραγραφής, οποιαδήποτε συμπεριφορά ή ενέργεια του οφειλέτη προς το δανειστή, με την οποία εκφράζεται ρητώς ή σιωπηρώς, αλλά σαφώς, η πεποίθηση του οφειλέτη, που έχει πλήρη επίγνωση για την ύπαρξη της υποχρέωσης του και της αξίωσης του δανειστή, κατά τρόπο, ώστε να μην παρίσταται αναγκαία η έγερση της οικείας αγωγής, χωρίς να είναι απαραίτητο η συμπεριφορά αυτή ή ενέργεια του οφειλέτη να έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα και χωρίς να εξετάζεται αν συνιστά συμβατική ή μονομερή αναγνώριση της αξιώσεως ή σύμβαση αναγνωρίσεως χρέους κατά την έννοια του άρθρου 873 ΑΚ ή γίνεται με σκοπό αναλήψεως υποχρεώσεως ή να έγινε αποδεκτή από το δανειστή (ΑΠ 1018/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η έχουσα τα παραπάνω στοιχεία συμπεριφορά πρέπει να επιδεικνύεται πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής, έναντι του δανειστή και όχι έναντι τρίτου προσώπου, ο ισχυρισμός δε για διακοπή της παραγραφής αποτελεί αντένσταση, κατά της τελευταίας, προτεινόμενη από το δικαιούχο της αξίωσης (ΑΠ 232/2010 Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 691/2013, ο.π., ΕφΠειρ 36/2012, ο.π., ΕφΠειρ 749/2012, ΕλλΔνη 2013, σ.776, με εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η από το λόγο τούτο (αναγνώριση αξίωσης) αντένσταση διακοπής της παραγραφής πρέπει, για να είναι ορισμένη, να αναφέρει το χρόνο που έγινε η αναγνώριση της αξίωσης (ΕφΘεσ. 1732/2003, Αρμεν. 2004, σ.1396).
VI. Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και, ειδικότερα, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων και όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι προσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως και έργου, καταρτισθεισών κατά το χρονικό διάστημα από τις 9-7-2013 έως τις 5-12-2013, στον Πειραιά, μεταξύ αφενός της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», ενεργούσας υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας του υπό σημαία Μάλτας πλοίου «….» (…), πλοιοκτησίας της εναγομένης, κατ’ εντολή και για λογαριασμό της τελευταίας και αφετέρου της ενάγουσας, η οποία έχει ως συνήθη δραστηριότητα και επιχειρησιακό αντικείμενο εργασιών τις γενικές επισκευές πλοίων και τον εξοπλισμό τους (αγορά και τοποθέτηση) με όλα τα απαραίτητα ανταλλακτικά και μηχανήματα, η τελευταία, κατά το χρονικό διάστημα από τις 9-8-2013 έως τις 5-12-2013, πώλησε και παρέδωσε εμπορεύματά της στην εναγομένη και εκτέλεσε εργασίες στο ως άνω πλοίο της, συνολικής αξίας 12.300,00 ευρώ, εκδοθέντων για τις αιτίες αυτές α) του υπ’ αριθ. … τιμολογίου πώλησης αγαθών, ποσού 300,00 ευρώ και του σχετικού υπ’ αριθ. … δελτίου αποστολής, β) του υπ’ αριθ. … τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, ποσού 11.120,00 ευρώ και γ) του υπ’ αριθ. … τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, ποσού 880,00 ευρώ, η έκδοση και το περιεχόμενο των οποίων, ως προς τα είδη και τις ποσότητες των εμπορευμάτων και το τίμημα, τους χρόνους και τους τόπους παράδοσης, το είδος των εργασιών και το εργολαβικό αντάλλαγμα, δεν αμφισβητείται ρητώς από την εναγομένη, συναγομένης, ως προς αυτά, ενόψει και των λοιπών ισχυρισμών της, σχετικής ομολογίας αυτής, κατ’ άρθρο 261 εδ. β΄ ΚΠολΔ. Έναντι του ως άνω συνολικώς οφειλόμενου ποσού, η εναγομένη προέβη σε τμηματικές καταβολές προς την ενάγουσα και πιο συγκεκριμένα κατέβαλε την 19-11-2013, το ποσό των 3.000,00 ευρώ και την 22-11-2013 το ποσό των 4.000,00 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 7.000,00 ευρώ. Οι ως άνω καταβολές πρέπει, κατ’ άρθρο 422 ΑΚ, αφού δεν ορίστηκε κάτι άλλο, να καταλογιστούν στις αρχαιότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές της εναγομένης προς την ενάγουσα, ήτοι στις ανωτέρω αναφερόμενη υπό στοιχεία (α) και από το ποσό της υπό στοιχ. (β) οφειλής σε μέρος αυτής, που ανέρχεται σε 6.700,00 ευρώ, με συνέπεια να οφείλεται στην ενάγουσα το υπόλοιπο εκ της οφειλής αυτής (β) ύψους (11.120,00 – 6.700 =) 4.420 ευρώ, καθώς και η υπό στοιχείο (γ) οφειλή, ήτοι συνολικά το ποσό των (4.420 + 880,00 =) 5.300,00 ευρώ. Περαιτέρω, η εκκαλούσα-εναγομένη, με τις κατατεθείσες προτάσεις της, αλλά και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά ισχυρίστηκε ότι η ανωτέρω απαίτηση της ενάγουσας-εφεσίβλητης, η οποία κατέστη απαιτητή και δικαστικά επιδιώξιμη από την έκδοση των ανωτέρω επίδικων τιμολογίων και την ολοκλήρωση των αναφερόμενων εργασιών, ήτοι κατά το διάστημα από 9-8-2013 έως 5-12-2013, έχει υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 298 περ. 3 του ΚΙΝΔ, καθόσον την 1-1-2015 συμπληρώθηκε ο χρόνος παραγραφής, ο οποίος άρχισε την 1-1-2014 και συνεπληρώθη στις 1-1-2015, ενώ το πρώτο διακοπτικό της παραγραφής γεγονός, ήτοι η άσκηση της υπό κρίση αγωγής, έλαβε χώρα την 23-6-2015, ήτοι μετά την συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής. Ο ισχυρισμός αυτός, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη, συνιστά νόμιμη ένσταση παραγραφής, στηριζόμενη στα άρθρα 298 παρ.3, 291 παρ.1 ΚΙΝΔ, 247, 272 ΑΚ. Περαιτέρω, κατά του ως άνω ισχυρισμού της εκκαλούσας-εναγομένης, η εφεσίβλητη ενάγουσα, αμυνόμενη, με την προσθήκη των προτάσεών της, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου πρότεινε ότι επήλθε διακοπή της παραγραφής, δυνάμει προφορικών, από μέρους της εναγομένης, αναγνωρίσεων της απαίτησής της κατά τη διάρκεια του έτους 2014 και του έτους 2015. Ο ισχυρισμός αυτός, συνιστά νόμιμη αντένσταση διακοπής της παραγραφής, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 260, 270 παρ.1 και 2 ΑΚ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα-εναγομένη, λόγω της συνεχιζόμενης συνεργασίας με την εφεσίβλητη ενάγουσα, δια των νομίμων εκπροσώπων της ανωτέρω διαχειρίστριας εταιρείας σε σχετικές οχλήσεις της εργολάβου ενάγουσας, εντός του έτους 2014, ήτοι προ της συμπληρώσεως της ανωτέρω ενιαύσιας παραγραφής, αναγνώρισε επανειλημμένα, τη προαναφερόμενη οφειλή της και παράλληλα υποσχόταν ότι θα προβεί στην εξόφληση της. Η συμπεριφορά όμως αυτής της εκκαλούσας-ενάγουσας, η οποία έλαβε χώρα πριν τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής της ένδικης αξιώσεως, η οποία είχε γεννηθεί εντός του έτους 2013 και ο χρόνος παραγραφής αυτής εκκινούσε την 1-1-2014, κατά τα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη, διαλαμβανόμενα, είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της παραγραφής αυτής (της αξιώσεως της ενάγουσας) και την εκ νέου έναρξη αυτής στις 1-1-2015, με χρόνο λήξη στις 31-12-2015, πλην όμως, με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, η οποία ολοκληρώθηκε με την επίδοσή της, στις 23-6-2015, διεκόπη εκ νέου η παραγραφή των ενδίκων αξιώσεων. Συνακόλουθα, η προβαλλόμενη από την εκκαλούσα-εναγομένη ένσταση παραγραφής, τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη, κατά παραδοχή ως βάσιμης από ουσιαστική άποψη της αντένστασης διακοπής της παραγραφής, που προέβαλε ως άνω η εφεσίβλητη-ενάγουσα.
VII. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την ένδικη αγωγή κατ’ ουσίαν κατέληξε σε ορθό κατ’ αποτέλεσμα διατακτικό και όσα υποστηρίζει για το αντίθετο η εκκαλούσα με τους λόγους της έφεσης της είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 534 ΚΠολΔ, να αντικατασταθεί η παραπάνω εσφαλμένη αιτιολογία της εκκαλουμένης, με τη σχετική αιτιολογία της παρούσας απόφασης, ενόψει του ότι ουσιώδες μέρος της απόφασης δεν είναι οι αιτιολογίες, αλλά το διατακτικό, το οποίο με τις παραδοχές της απόφασης αυτής, δεν καθίσταται διάφορο (βλ. ΕφΑθ 107/1994 Αρμ 48, 825, ΕφΑθ 5317/1990 ΕλλΔνη 33, 583, ΕφΑθ 2616/1987 ΕλλΔνη 29, 150) και να απορριφθεί η έφεση ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 10-6-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ