ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 2962 /2019
(Γενικός αριθμός κατάθεσης κλήσης: 11432/2017)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης κλήσης: 5652/2017)
(Αριθμός κατάθεσης έφεσης: 248/2014)
(Γενικός αριθμός προσδιορισμού έφεσης: 40233/2014)
(Ειδικός αριθμός προσδιορισμού έφεσης: 7215/2014)
(Γενικός αριθμός προσδιορισμού αγωγής: 3060/2010)
(Ειδικός αριθμός προσδιορισμού αγωγής: 471/2010)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣYΓΚPΟTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 9η Ιανουαρίου του 2018 για να δικάσει με την τακτική διαδικασία την υπ’ αριθ. καταθέσεως 248/2014 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 40233/2014 και 7215/2014 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 213/2014 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, και με αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης από σύμβαση μεταφοράς και αδικοπραξία, μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, επί της οδού …, αριθ……, που παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Εμμανουήλ Στρογγύλη του Φωτίου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), κατοίκου Πειραιώς, επί της οδού…, αριθ…, που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…» και με τον διακριτικό τίτλο «…», εδρεύουσας στα …, επί της …, αριθ…., διατηρούσας νόμιμο υποκατάστημα και διεύθυνση εμπορικής εκμετάλλευσης στον …. επί της οδού …, αριθ….., με ΑΦΜ … της ΔΟΥ …, νομίμως εκπροσωπουμένης, που παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Αικατερίνης Σταματελοπούλου του Ιωάννη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), κατοίκου …, επί της …, αριθ….., που κατέθεσε προτάσεις.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε την από 15-6-2010 και υπ’ αριθ. καταθέσεως και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς 3060/2010 και 471/2010 αγωγή κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζητούσε ό,τι αναφέρεται σ’ αυτήν. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 213/2014 οριστική απόφασή του κατά την τακτική διαδικασία, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, απέρριψε την αγωγή. Κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται πλέον ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 22-10-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 248/2014 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 40233/2014 και 7215/2014 έφεση, στρεφόμενη κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά-Τμήμα Εφέσεων-τακτική διαδικασία), η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 15-5-2017, κατά την οποία συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3204/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία έκρινε εαυτόν λειτουργικά αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση για την εκδίκασή της ενώπιον του καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμοδίου Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στο οποίο επαναφέρεται με την από 30-10-2017 και υπ‘ αριθ. καταθέσεως υπό γενικό και ειδικό αριθμούς 11432/2017 και 5652/2017 κλήση του εκκαλούντος, που προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 9-1-2018 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 10, ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεσή του για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν, η δε εφεσίβλητη ζητεί την απόρριψή της για όσους λόγους εκθέτει στις προτάσεις της.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης στο ακροατήριο και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται ως άνω, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των οποίων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους προφορικά, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και τις προτάσεις που κατέθεσαν.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦΘHKE ΣYMΦΩNA ME TOΝ NOMO
Ι. Το άρθρο 107 ΚΙΝΔ που ανήκει στο Κεφάλαιο Α΄ αυτού ορίζει ότι: «η σύμβασις ναυλώσεως έχει ως αντικείμενον την έναντι ανταλλάγματος: α) χρησιμοποίησιν του πλοίου εν όλω (ολική ναύλωσις) ή εν μέρει (μερική ναύλωσις) προς ενέργειαν θαλάσσιαςμεταφοράς, β) μεταφοράν πραγμάτων διά θαλάσσης (σύμβασις μεταφοράς πραγμάτων), γ) μεταφοράν επιβατών διά θαλάσσης (σύμβασις μεταφοράς επιβατών). Επί της συμβάσεως μεταφοράς πραγμάτων, εφόσον άλλο τι δεν ορίζεται υπό του νόμου ή δεν συνομολογείται ρητώς ή δεν προκύπτει εκ της φύσεως της σχέσεως, εφαρμόζονται οι διατάξεις περί ολικής ή μερικής ναυλώσεως. Η μεταφορά επιβατών ρυθμίζεται υπό των ειδικών διατάξεων του Κεφαλαίου Ζ του παρόντος τίτλου». Όπως συνάγεται από τη διατύωση του άρθρου, αλλά και από την εισηγητική έκθεση της συντακτικής επιτροπής του Σχεδίου του ΚΙΝΔ, οι διατάξεις του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση διατυπώθηκαν για να εφαρμόζονται κατά πρώτον λόγο στην κατά κυριολεξία ναύλωση (stricto sensu ναύλωση) και υπό τις προϋποθέσεις της παρ.2 στη σύμβαση μεταφοράς πραγμάτων (βλ. Αλ. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τ.ΙΙ, έκδ.2007, σελ.7-8). Κατά την επικρατέστερη άποψη η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη υπάγεται στη lato sensu ναύλωση και ρυθμίζεται, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 174-189 ΚΙΝΔ, συμπληρωματικά και από όσες διατάξεις των άρθρων 107-173 ΚΙΝΔ προσαρμόζονται στη φύση της σχέσης (βλ. Ι.Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τ.2ος, έκδ.2005, άρθρο 107, παρ.4.1, σελ.100, αντιθ. Π.Αγαλοπούλου-Ζερβογιάννη, Ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα για ατύχημα επιβατών, σελ.381-383, που υποστηρίζει ότι εφαρμόζονται συμπληρωματικά στα άρθρα 174-189 ΚΙΝΔ μόνον οι γενικές διατάξεις του Αστικού Δικαίου).
ΙΙ. Οι διατάξεις του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση αποδίδουν στην ουσία τις ρυθμίσεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1924 (Κανόνες Χάγης), που αφορούν τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων. Mε τον Ν.2107/1992 κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25ης-8-1924 (για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές) μαζί με τις τροποποιήσεις του 1963 (Κανόνες του Βίσμπυ) και τα τροποττοιητικά αυτής Πρωτόκολλα της 23ης-2-1968 και της 21ης-12-1979 (Κανόνες “Χάγης-Βίσμπυ”) και συνεπώς οι κανόνες της Διεθνούς αυτής Συμβάσεως αποτελούν σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος αναπόσπαστο τμήμα του ημεδαπού δικαίου και υπερισχύουν κάθε άλλης αντιθέτου διατάξεως νόμου (ΕφΠειρ 560/2007 ΕΝΔ 35.323). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 περ.β’, 2 §§ 1 και 2, 3 § 1, 5 § 2 και 10 § 2, προκύπτει ότι οι διατάξεις της εν λόγω ΔΣ, που εφαρμόζεται στην Ελλάδα από 23/6/1993, έχουν ισχύ στις θαλάσσιες μεταφορές, στις οποίες τα λιμάνια φορτώσεως και εκφορτώσεως βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω μεταφορές καλύπτονται από φορτωτική ή άλλο παρόμοιο έγγραφο, που αποτελεί τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων. Επίσης εφαρμόζονται και στις θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ ελληνικών λιμένων είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι (βλ. σχετ. Α.Κιάντου-Παμπούκη, Κύρωση Κανόνων Χάγης-Βίσμπυ και Δίκαιο Ναυλώσεως, στην ΕΝΔ 21.287επ. και ιδίως σελ.290, Κοροτζή, Η ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα σύμφωνα με τους κανόνες Χάγης-Βίσμπυ, 1994, σελ.12-13, Σωτηροπούλου, Οι κανόνες του “Βίσμπυ”, ΕΕμπΔ 1994 σελ.309-310, Στυλιανού Στ., Η έκταση εφαρμογής στην Ελλάδα της Διεθνούς Σϋμβασης των Βρυξελλών, ΕΝΔ 22.1,7, ΕφΠειρ 76/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 162/2004, ΠειρΝομ 26.323 και στην ΤΝΠ του ΔΣΑ, ΕφΠειρ 305/2005, ΠειρΝομ 27.205). Σύμφωνα με τα ανωτέρω σε περίπτωση διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς, δηλαδή μεταφοράς πραγμάτων δια θαλάσσης που τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, δίχως η μεταφορά αυτή να καλύπτεται από φορτωτική εκδοθείσα από τον θαλάσσιο μεταφορέα σε εκτέλεση του ναυλοσύμφωνου, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Ν.2107/1992 (κανόνες Χάγης-Βίσμπυ), αλλά οι διατάξεις περί ναυλώσεως του ΚΙΝΔ και συγκεκριμένα οι διατάξεις των άρθρων 107επ. του ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝΔ 2009.384). Η φορτωτική που εκδόθηκε πρέπει να είναι σε διαταγή και να κυκλοφόρησε, οπότε αποτελεί τον τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά (βλ. ΕφΛαμ 198/2006 Αρμ 2007.551, ΕφΠειρ 186/2006 ΕΝΔ 2006.275, ΠολΠρΠειρ 3365/2006 ΕΝΔ 2006.283). Εξάλλου, έγγραφο παρόμοιο με τη φορτωτική, το οποίο να αποτελεί τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά, είναι προδήλως το έγγραφο που έχει παρόμοια λειτουργία με τη φορτωτική, δηλαδή που μεταβιβάζεται με οπισθογράφηση και ενσωματώνει την αξίωση του κατόχου (κομιστή) αυτού για την παράδοση των πραγμάτων που φορτώθηκαν στον τόπο προορισμού τους. Τέτοιο πάντως, παρόμοιο με τη φορτωτική, έγγραφο δεν προβλέπεται στην ελληνική νομοθεσία ούτε χρησιμοποιείται στη ναυτιλιακή πρακτική χωρών με μεγάλη ναυτική παράδοση. Επομένως, δεν εφαρμόζεται η παραπάνω Δ.Σ., αλλά οι διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ στις περιπτώσεις που δεν έχει εκδοθεί φορτωτική με την παραπάνω έννοια, αλλά έχει καταρτιστεί ναύλωση που διέπεται μόνο από ναυλοσύμφωνο ή έχει εκδοθεί δελτίο θαλάσσιας μεταφοράς ή εισιτήριο οχήματος ή απόδειξη παραλαβής ή δελτίο επιβίβασης οχήματος, τα οποία εκδίδονται συνήθως στις περιπτώσεις μεταφοράς πραγμάτων με οχηματαγωγά πλοία, εντός εμπορευματοκιβωτίων ή φορτηγών οχημάτων, δηλαδή έγγραφα που δεν έχουν αξιογραφική και εμπράγματη λειτουργία και χρησιμοποιούνται σε μεταφορές στις οποίες δεν υπάρχει ενδεχόμενο να μεταβιβαστούν τα πράγματα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς (ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝΔ 2009.384, ΕφΠειρ 1206/2005 ΕΕμπΔ 2006.693, ΕφΠειρ 286/2004 ΕΝΔ 32.27, ΕφΠειρ 162/2004 ΕΝΔ 32.32, ΕφΠειρ 97/2004 ΕΝΔ 32.41, ΕφΠειρ 300/2004 ΕΝΔ 32.124, ΕφΠειρ 1023/1997,ΕφΠειρ 1030/1997). Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 § 5 εδ.α’ και β΄ των Κανόνων “Χάγης-Βίσμπυ”, καθορίζεται το συνολικό ποσό αποζημιώσεως, που οφείλεται από τον μεταφορέα, για οποιαδήποτε απώλεια ή ζημια σε εμπορεύματα και ο τρόπος υπολογισμού. Επιπλέον, οι αυτοί Κανόνες (“Χάγης-Βίσμττυ”) ρύθμισαν ειδικώς και ρητώς στο άρθρο 4β (που προστέθηκε με το άρθρο 3 του πιο πάνω πρωτοκόλλου της 23ης-2-1968) και τις περιπτώσεις στις οποίες εγείρεται αγωγή από αδικοπραξία είτε κατά του μεταφορέως είτε κατά του προστηθέντος αυτού (βλ. σχετ. Κοροτζή ό.π., σελ.41-43, 59-60, Π.Σωτηροπούλου, ό.π.,Κιάντου-Παμπούκη,ό.π., Θεοχαρίδη, Η αδικοπρακτική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα, 260-288, ΕφΠειρ 160/2003 ΕΝΔ 31.261, ΕφΠειρ 162/2004, ό.π. ΕφΠειρ 305/2005, ό.π., ΠολΠρΠειρ 4675/2006 αδημ. σε Νομικό Τύπο). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 §5 εδ.β’, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης υπολογίζεται σε σχέση με την αξία αυτών των εμπορευμάτων, στον τόπο και στον χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να είχαν εκφορτωθεί, σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή τιμή για το εμπόρευμα ή, αν δεν υπάρχει τέτοια τιμή, σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά ή, αν δεν υπάρχει καμία από τις δύο, με βάση τη συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ιδίου είδους και ποιότητας. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι σε περίπτωση θαλάσσιας μεταφοράς, ο κατά τα ανωτέρω ειδικός προσδιορισμός της αξίας των απολεσθέντων και βλαβέντων πραγμάτων, δηλαδή η αναφορά μιας από τις πιο πάνω αξίες αυτών και όχι υποχρεωτικά της προηγουμένης, είναι ουσιώδες και αναγκαίο στοιχείο της ιστορικής βάσης της σχετικής αγωγής αποζημίωσης, η έλλειψη του οποίου καθιστά το δικόγραφο αυτής αόριστο (βλ. ΑΠ 504/2003 ΕΝΔ 31.257, ΑΠ 310/1994 ΕΝΔ 23.12, ΕφΠειρ 726/2006 αδημ. σε Νομικό Τύπο, ΕφΠειρ 305/2005, ό.π., με σχετικές παραπομπές στη θεωρία και στη νομολογία). Από τη διάταξη του άρθρου 4§5 εδ.β’ της άνω ΔΣ, σε συνδυασμό με την § 1 αυτού, συνάγεται ότι κατά τον προσδιορισμό της καταβλητέας ως άνω αποζημιώσεως και την έκτασή της δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτή οι απαιτήσεις αποκατάστασης διαφυγόντων κερδών, μειώσεως της εμπορικής αξίας, χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή άλλη περαιτέρω ζημία θετική ή αποθετική, προκύπτουσα από τη βλάβη ή την απώλεια του πράγματος ή από τη στέρηση του κέρδους ή της ωφελείας από τη χρησιμοποίησή του, είτε η αγωγή θεμελιώνεται στην ενδοσυμβατική είτε στην εξωσυμβατική ευθύνη (βλ. σχετ. Κοροτζή ό.π., σελ.41, του ιδίου σχόλ. στη Ναυτική Δικαιοσύνη 2001.105,111, ΕφΠειρ 33/1996 ΕΝΔ 25.140, ΠολΠρΠειρ 4675/2006). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 3§6 εδ.4 της άνω Δ.Σ., όπως αυτό τροποποιήθηκε και διαμορφώθηκε από το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της 23ης-2-1968, ορίζεται ότι ο μεταφορέας και το πλοίο θα απαλλάσσεται σε κάθε περίπτωση από οποιαδήποτε ευθύνη σχετικά με τα εμπορεύματα, εφόσον δεν έχει εγερθεί αγωγή εντός έτους από την παράδοσή τους ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να έχουν παραδοθεί. Η ετήσια αυτή αποσβεστική προθεσμία αρχίζει από της παραλαβής ή παραδόσεως των πραγμάτων ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί. Ως παράδοση-παραλαβή νοείται η στιγμή κατά την οποία τα εμπορεύματα τίθενται στην ελεύθερη διάθεση του παραλήπτη, η οποία καθιστά σ’ αυτόν δυνατή την πραγματοποίηση της σωματικής παραλαβής τους. Η προθεσμία αυτή, μετά την ισχύ των Κανόνων της πιο πάνω Δ.Σ. ρυθμίζεται ενιαίως τόσο επί συμβατικής όσο και επί εξωσυμβατικής αξιώσεως και, στην περίπτωση που συρρέουν οι σχετικές αξιώσεις, οι περιορισμοί που ισχύουν για τη συμβατική ευθύνη ισχύουν και για την ευθύνη από αδικοπραξία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 4β §1 της Δ.Σ. (βλ. Κοροτζή ό.π., σελ.59-60, Π.Σωτηροπούλου, ό.π., ΕφΠειρ 162/2004 ό.π., ΜονΠρΠειρ 1381/1999 στην TNΠ ΔΣΑ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 4 των Κανόνων “Χάγης-Βίσμπυ”, προκύπτει ότι στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς ο μεταφορέας (εκναυλωτής) ευθύνεται σε αποζημίωση στην περίπτωση βλάβης ή απώλειας των πραγμάτων που προκλήθηκε κατά τον χρόνο από την παραλαβή προς μεταφορά μέχρι την εκφόρτωση από το πλοίο και την παράδοση στον παραλήπτη, εκτός εάν η απώλεια ή η βλάβη οφείλεται σε περιστατικά που δεν μπορούσαν να αποτραπούν ούτε με την καταβολή της επιμέλειας συνετού εκναυλωτή. Δηλαδή, οι ανωτέρω διατάξεις θεσπίζουν τη νόθο αντικειμενική ευθύνη του μεταφορέα, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα (βλ. ΕφΠειρ 305/2005, ό.π., ΜονΠρΠειρ 1381/1999, ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 εδ.ε’ της ΔΣ, ο όρος “μεταφορά πραγμάτων” καλύπτει την περίοδο από τον χρόνο που φορτώθηκαν τα πράγματα στο πλοίο μέχρι την εκφόρτωσή τους από αυτό. Περαιτέρω, το θεσπιζόμενο σύστημα της ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα στα άρθρα 134 παρ.3 και 135 ΚΙΝΔ βασίζεται στο τεκμαιρόμενο πταίσμα του οφειλέτη, δηλαδή στη νόθο αντικειμενική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα. Ειδικότερα, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα. Η διαβάθμιση του πταίσματος είναι όμοια με αυτή του αστικού δικαίου στη συμβατική ευθύνη (άρθρο 330 και 334 ΑΚ), δηλαδή ο μεταφορέας ευθύνεται για δόλο, βαριά και ελαφρά αφηρημένη αμέλεια. Η ελαφρά αφηρημένη αμέλεια έχει την έννοια της μη καταβολής της επιμέλειας του μέσου συνετού μεταφορέα. Στο άρθρο 138 ΚΙΝΔ ορίζεται ότι «ο εκναυλωτής ευθύνεται δια το πταίσμα των υπ’ αυτού προστηθέντων, ιδία του πλοιάρχου και του πληρώματος, ως δι` ίδιον αυτού πταίσμα. Εάν η ζημία προεκλήθη εκ πράξεως ή παραλείψεως περί την διακυβέρνησιν ή τον χειρισμόν του πλοίου, ο εκναυλωτής ευθύνεται μόνον δι’ ίδιον αυτού πταίσμα. Εις την διακυβέρνησιν ή τον χειρισμόν του πλοίου δεν περιλαμβάνονται μέτρα λαμβανόμενα κυρίως προς το συμφέρον του φορτίου. Εάν η ζημία προήλθεν εκ πυρκαϊάς ο εκναυλωτής ευθύνεται μόνον δι’ ίδιον αυτού πταίσμα». Με την ως άνω διάταξη καθιερώνεται το ανεύθυνο του μεταφορέα για ζημιές, μεταξύ άλλων, από πυρκαγιά, και μόνον όταν η πυρκαγιά οφείλεται σε δικό του προσωπικό πταίσμα αναβιώνει η ευθύνη του. Πταίσμα του πλοιάρχου, του πληρώματος και γενικά των προσώπων που έχουν προστηθεί από τον μεταφορέα δεν αρκεί για τη θεμελίωση της ευθύνης του για ζημιές από πυρκαγιά, αλλά απαιτείται «ίδιον», δηλαδή προσωπικό, πταίσμα του ή, εφόσον πρόκειται για εταιρεία, των προσώπων που την εκπροσωπούν ή ασκούν τη διοίκηση της, αφού η ως άνω διάταξη απαλλάσσει στη συγκεκριμένη περίπτωση το μεταφορέα από την ευθύνη για το πταίσμα των προστηθέντων του. Για τον λόγο αυτό γίνεται δεκτό ότι με τη διάταξη αυτή, εισάγεται μαχητό τεκμήριο υπέρ του μεταφορέα, για την έλλειψη ευθύνης του για ζημιές από πυρκαγιά, το οποίο μπορεί να ανατραπεί με την απόδειξη προσωπικού πταίσματος αυτού, και συνεπώς, ο μεταφορέας για να απαλλαγεί από την ευθύνη, αρκεί να αποδείξει ότι η ζημία οφείλεται σε πυρκαγιά, ενώ ο αντίδικός του που ζημιώθηκε μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό, αποδεικνύοντας ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από προσωπικό πταίσμα του μεταφορέα (ΕφΠειρ 142/2012, ό.π., ΕφΠειρ 835/2010, ό.π., ΕφΠειρ 447/2005, ΕΝΔ 2005.331, βλ. Αλ.Κιάντου-Παμπούκη, ό.π., §108, σελ.390-391). Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 139 του ΚΙΝΔ, που είναι αναγκαστικού δικαίου (jus cogens), εάν υπάρχει ευθύνη του εκναυλωτή (θαλάσσιου μεταφορέα) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 134 του ΚΙΝΔ για ολική ή μερική απώλεια των μεταφερθέντων δια θαλάσσης πραγμάτων, ο εκναυλωτής υποχρεούται να αποζημιώσει τον δικαιούχο αυτών, δηλαδή να αποκαταστήσει την αξία που είχαν τα πράγματα του αυτού γένους και της αυτής ποιότητας στο λιμάνι προορισμού τους, ήτοι στο λιμάνι εκφόρτωσής τους από το πλοίο, κατά το χρόνο έναρξης της εκφόρτωσής τους από αυτό (βλ. Α.Τούση, Εμπορ.Κώδικα 1976, υπ’ άρθρο 139 του ΚΙΝΔ, σελ.343, 344 με παραπομπές στη νομολογία, Νικ.Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, υπ’ άρθρα 139 και 140 του ΚΙΝΔ, σελ.400 έως 402, Ν.Δελούκα, Ναυτικό Δίκαιο,1979, παρ.214, σελ.346 έως 348, Στ.Σταυρόπουλου, Ερμ.Εμπ. και Ναυτ. Δικαίου, υπ’ άρθρο 139, σελ.409, ΑΠ 504/2003 ΕΝΔ 31.257, ΕφΠειρ 762/2002 ΕΝΔ 30.455, ΕφΠειρ 1293/1995 Νομολ.Ναυτ.Τμημ.Εφ.Πειρ 1994-1995, σελ.237, ΕφΠειρ 33/1984 ΕΝΔ 12.481, ΠολΠρΠειρ 1186/1989 ΕΝΔ 1989.507). Τα ανωτέρω εκτεθέντα περί του καθορισμού της αποζημίωσης του παραλήπτη και της ευθύνης του εκναυλωτή σε αποκατάσταση της αξίας των απολεσθέντων πραγμάτων ισχύουν και επί συρροής αξιώσεων από αδικοπραξία και από σύμβαση, λόγω ταυτότητας της νομικής αιτίας καθορισμού της ιδιόμορφης ως άνω αποζημίωσης, καθόσον και η με βάση την αδικοπραξία αξίωση νοείται μόνο εντός των ορίων του συμβατικού πταίσματος, για να μη (άλλως) ματαιώνεται το εκ των προτέρων καθορισμένο όριο ευθύνης με την επιλογή της αγωγής με βάση την αδικοπραξία. Επομένως, οι προϋποθέσεις υπολογισμού της ζημίας και το είδος αυτής δεν είναι άλλες από αυτές που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 139 και 140 του ΚΙΝΔ, σύμφωνα με τις οποίες, εάν υπάρχει ευθύνη του εκναυλωτή για ολική ή μερική απώλεια των πραγμάτων, η αποζημίωση την οποία οφείλει στην περίπτωση συμβατικής ευθύνης είναι ίση με την αξία που έχουν τα πράγματα του αυτού γένους και της αυτής ποσότητας στον τόπο του προορισμού, ήτοι τον τόπο εκφόρτωσης. Σε κάθε περίπτωση συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης, ισχύουν οι περιορισμοί της αποζημίωσης των άρθρων 139 και 140 του ΚΙΝΔ, σύμφωνα με το δεύτερο από τα οποία, εάν υπάρχει ευθύνη του εκναυλωτή για βλάβη των πραγμάτων, η αποζημίωση την οποία οφείλει είναι ίση με τη διαφορά “μεταξύ της τιμής πωλήσεως αυτών και της τιμής εις την οποίαν θα επωλούντο άνευ της βλάβης εις τον τόπον προορισμού κατά τον χρόνον της εκφορτώσεως”. Έτσι, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, στην περίπτωση αγωγής, με την οποία διώκεται η αποκατάσταση τέτοιας ζημίας, είναι απαραίτητο να αναφέρεται σ’ αυτήν ως ουσιώδες και αναγκαίο στοιχείο η τιμή πωλήσεως του βλαβέντος πράγματος (τη θαλάσσια μεταφορά του οποίου ανέλαβε δυνάμει συμβάσεως ο εναγόμενος) πριν και μετά τη βλάβη στον τόπο προορισμού κατά τον χρόνο της εκφορτώσεως, έτσι ώστε να προκύπτει η αποκαταστατέα διαφορά, που αποτελεί και τη ζημία του δικαιούχου (ΕφΠειρ 672/1992 ΕΝΔ 21.54, ΕφΠειρ 430/1991 ΕΝΔ 19.430, ΠολΠρΠειρ 2258/1990 ΕΝΔ 1991.161). Ο δε ναυλωτής ή άλλος νομιμοποιούμενος επί του φορτίου, έναντι του οποίου ευθύνεται κατ’ άρθρο 135 ΚΙΝΔ ο εκναυλωτής, όπως είναι ο ασφαλιστής του φορτίου που αποζημίωσε τη ζημία του ασφαλισμένου και υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα αυτού είτε με διάταξη νόμου είτε με εκχώρηση της σχετικής απαίτησης (βλ. ΕφΠειρ 142/2012 ΔΕΕ 2012.695), εκτός από την παραπάνω διαφορά δεν δικαιούται να αξιώσει άλλη ζημία, έστω και αν επικαλείται εξωσυμβατική ευθύνη του εκναυλωτή. Δεν δικαιούται δηλαδή να αξιώσει ούτε το κατά το άρθρο 298 ΑΚ διαφυγόν κέρδος ούτε άλλη περαιτέρω ζημία, θετική ή αποθετική, προκύπτουσα από τη μη παράδοση ή τη βλάβη του πράγματος ή από τη στέρηση του κέρδους ή της ωφέλειας από τη μη χρησιμοποίηση του, αυτό δε είτε η βλάβη του πράγματος ανέκυψε από την αθέτηση της ναύλωσης ή της σύμβασης μεταφοράς είτε από αδικοπραξία (βλ. Αλ.Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 3η έκδοση, § 100, σελ. 355-357, Ν.Δελούκα, Ιδ.Ναυτ. Δίκαιο, 1982, υπ’ άρθρα 139-140 ΚΙΝΔ, παραγρ.2, σελ.402 με παραπομπές στη νομολογία, Γ.Θεοχαρίδη, Η αδικοπρακτική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα, 2000, σελ.126, 127, ΕφΠειρ 835/2010 ΔΕΕ 2011.483, ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝΔ 2009.384, ΕφΠειρ 603/1998 ΕΝΔ 16.375, ΕφΠειρ 1023/1997 ΕΝΔ 26.13, ΕφΠειρ 1741/1990 ΕΝΔ 19.159, ΕφΠειρ 191/1990 ΕΝΔ 19.158, ΕφΠειρ 506/1988 ΕΝΔ 17.497, ΕφΠειρ 1200/1981 ΕΝΔ 10.13, ΕφΠειρ 805/1979 ΕΝΔ 8.12, ΕφΠειρ 175/1979 ΕΝΔ 7.199, ΠολΠρΠειρ 650/2000 ΕπισκΕμπΔ 2001.212, ΠολΠρΠειρ 942/1993 ΕΝΔ 1994.105). Έτσι για παράδειγμα η αγωγή σε βάρος του εκναυλωτή με βάση την αδικοπραξία θα είναι νόμιμη μόνο κατά το αίτημα αποζημίωσης για την αξία των απωλεσθέντων ή βλαβέντων πραγμάτων και όχι για το διαφυγόν κέρδος (ΕφΠειρ 76/2006 ΕΝΔ 2006.278).
ΙΙΙ. Περαιτέρω, στο μέτρο που συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας ο ναυλωτής μπορεί να στηρίξει τις αξιώσεις του για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στις διατάξεις των άρθρων 914επ. ΑΚ (βλ. Ι.Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, ό.π., άρθρο 174, παρ.3, σελ.471-472), όταν η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, κατ’ άρθρο 914 ΑΚ (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505). Σε τέτοια δε περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης και ο δανειστής έχει δικαίωμα να στηρίξει την αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 1024/2010, ΑΠ 347/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1734/2009 ΧρΙΔ 2011.100). Ειδικότερα, εκτός, όμως, από την παραπάνω ευθύνη που είναι συμβατική, ο εκναυλωτής υπέχει ευθύνη προς αποζημίωση και κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών του Αστικού Κώδικα (άρθρα 26, 914 επ. ΑΚ, ΕφΠειρ 980/1995 ΕΝΔ 24.455), αν η απώλεια ή η βλάβη του φορτίου οφείλεται σε υπαιτιότητα των προστηθέντων από αυτόν πλοιάρχου ή πληρώματος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους ανατέθηκαν (άρθρα 922, 914, 297, 298 ΑΚ, 84 παρ.2 ΚΙΝΔ), κι αν ακόμα η συγκεκριμένη συμπεριφορά που συνθέτει τον δόλο ή την αμέλειά του ή, σε περίπτωση νομικού προσώπου, αυτών που νομίμως το εκπροσωπούν, αποτελεί παράβαση και συμβατικής υποχρέωσης, διότι και στην περίπτωση αυτή η συντέλεση της ζημίας αντίκειται στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ γενικό καθήκον του «μη ζημιούν έτερον» και δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη συμβατικής σχέσης μεταξύ υπαιτίου και ζημιωθέντος, αφού στο πλαίσιο του παραπάνω καθήκοντος ο κάτοχος ή ο μεταφορέας αλλότριου πράγματος υποχρεώνεται από μόνη την ιδιότητα αυτή να απέχει από κάθε ενέργεια ή παράλειψη που θα μπορούσε να προκαλέσει την ολική ή μερική απώλεια ή βλάβη της ουσίας του. Έτσι, επί βλάβης ή απώλειας των πραγμάτων κατά την εκτέλεση της θαλάσσιας μεταφοράς δημιουργείται υπέρ του δανειστή και σε βάρος του εκναυλωτή συρροή αξιώσεων, που μπορούν να ασκηθούν παράλληλα (διακριτική ευχέρεια), ήτοι σχετική αξίωση για αποζημίωση μπορεί να στηριχθεί είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο, αλλά η ικανοποίηση της μίας επιφέρει την απόσβεση της άλλης (ΕφΠειρ 33/1984 ΕλλΔνη 1985.82, ΠολΠρωτΠειρ 911/2002 ΔΕΕ 2003.84, ΠολΠρΠειρ 942/1993 ΕΝΔ 22.105, ΠολΠρΠειρ 2258/1990 ΕΝΔ 1991.161). Κατά την εκτέλεση της σύμβασης είναι δυνατόν να ανακύψει αδικοπραξία των αντισυμβαλλομένων έναντι αλλήλων, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη είναι υπαίτια και παράνομη και χωρίς τη συμβατική σχέση, ήτοι υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση, διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 555/1999 ΕλλΔνη 2000.87, ΑΠ 465/1995 ΝοΒ 43.543, ΑΠ 18/1993 ΝοΒ 41.1069, ΑΠ 1580/1992 ΕλλΔνη 1994.369, ΑΠ 1741/1987 ΕΕΝ 1988.906). Ειδικότερα επί θαλάσσιας μεταφοράς διεπομένης από τις διατάξεις του ΚΙΝΔ η συνηθέστερη περίπτωση κατά την οποία αντιμετωπίζεται συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης του εκναυλωτή-θαλάσσιου μεταφορέα είναι η απώλεια ή βλάβη των μεταφερόμενων πραγμάτων. Κατά την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη η μη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προφύλαξη του φορτίου αποτελεί απλή συμβατική παράλειψη του εκναυλωτή-θαλάσσιου μεταφορέα και των προστηθέντων αυτού οργάνων. Ως εκ τούτου, η συμπεριφορά αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πράξη παράνομη και υπαίτια χωρίς την ύπαρξη της σύμβασης ναύλωσης-θαλάσσιας μεταφοράς, μη υφισταμένης συνεπώς αδικοπραξίας (βλ. Ι.Βρέλλο, Η ευθύνη προς αποζημίωση στο ελληνικό και το διεθνές ναυτικό δίκαιο κατά το 4° Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου από 6 έως 9 Ιουνίου 2001, σελ.56,57, Γ.Θεοχαρίδη, Η αδικοπρακτική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα 2000, σελ.128,129, ΕφΠειρ 76/2006 ΠειρΝομ 2006.466, ΕφΠειρ 76/2006 ό.π., ΕφΠειρ 286/2004 ΕΝΔ 32.27, ΕφΠειρ 106/1994 ΕΝΔ 22.375, ΕφΠειρ 1741/1990, ΕφΠειρ 604/1979 ΕΝΔ 7.540). Στην περίπτωση αυτή για το ορισμένο της αγωγής απαιτείται σαφής αναφορά των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την υπαιτιότητα των παραπάνω προστηθέντων προσώπων από τον εκναυλωτή πλοιάρχου και πληρώματος και δικαιολογούν την ευθύνη τους από την αποδιδόμενη αδικοπραξία (ΑΠ 480/1989 ΕλλΔνη 31.1437, ΕφΠειρ 325/2004 ΕΝΔ 2004.124, ΠολΠρΠειρ 556/2002 ΕΕμπΔ 2003.397). Επιπρόσθετα, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 40, 84 και 138 ΚΙΝΔ προκύπτει ότι ο πλοίαρχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα, επομένως και για ελαφρά αμέλεια, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανατέθηκε. Την ως άνω ευθύνη υπέχει ο πλοίαρχος κυρίως απέναντι στον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, με τους οποίους συνδέεται συμβατικά, ενώ απέναντι στους τρίτους και μάλιστα τους παραλήπτες του φορτίου μπορεί να ευθύνεται μόνο κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, δηλαδή όταν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του προκαλέσει στους τρίτους ζημία με τις προϋποθέσεις των άρθρων 914επ. ΑΚ. Η ευθύνη αυτή είναι δυνατό να συντρέχει παράλληλα με την ευθύνη του πλοιοκτήτη ή να αφορά αποκλειστικά στον πλοίαρχο και είναι σε κάθε περίπτωση απεριόριστη, αφού σε αντίθεση με τον πλοιοκτήτη, για τον οποίο προβλέπεται στο νόμο ότι ευθύνεται περιορισμένα (άρθρα 85 επ., 139, 140, 141 ΚΙΝΔ), δεν υπάρχει παρόμοια πρόβλεψη για τον πλοίαρχο στις περιπτώσεις που εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις του ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 1206/2005, ό.π., ΕφΠειρ 1023/1997 Νομολ.Ναυτ.Δ.ΕφΠειρ 1996-1997, σελ.661 και τις εκεί παραπομπές, ΜονΠρΧαν 457/2015 ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, το άρθρο 138 ορίζει ότι ο εκναυλωτής ευθύνεται για το πταίσμα των προσώπων που έχει προστήσει και ιδίως του πλοιάρχου και του πληρώματος σαν να ήταν δικό του πταίσμα και προβλέπει περαιτέρω ότι αν προκλήθηκε ζημία από πράξεις ή παραλείψεις σχετικές με τη διακυβέρνηση ή τον χειρισμό του πλοίου, δηλαδή στις περιπτώσεις “ναυτικού πταίσματος”, ο εκναυλωτής ευθύνεται μόνον για προσωπικό του πταίσμα “διαχειριστικόν ή διοικητικόν” (εμπορικόν), διευκρινίζοντας τελικά ότι στη διακυβέρνηση ή τον χειρισμό του πλοίου δεν περιλαμβάνονται μέτρα που λαμβάνονται κυρίως προς το συμφέρον του φορτίου. Εξάλλου, πράξεις ή παραλείψεις στη διακυβέρνηση του πλοίου είναι εκείνες που ανάγονται στον καθορισμό της πορείας του, στην επινόηση και εκτέλεση των ενδεικνυόμενων ελιγμών, στη μελέτη του χάρτη και στη γνώση και αντιμετώπιση των μετεωρολογικών συνθηκών, στην είσοδο του πλοίου σε λιμάνια και την έξοδο του από αυτά, στην αγκυροβολία, στη διάπλευση διαύλου ή διώρυγας και γενικά σε κάθε πράξη που αποβλέπει στην ασφαλή πλεύση, προώθηση και οδήγηση του πλοίου, κατά τους κανόνες της ναυτικής τέχνης και εμπειρίας, ενώ πράξεις ή παραλείψεις στο χειρισμό του πλοίου είναι εκείνες που ενδιαφέρουν το πλοίο και όχι το φορτίο και δεν διακρίνονται εύκολα από τις τελευταίες, αφού τα μέτρα που λαμβάνονται ή παραλείπονται προς το συμφέρον του φορτίου αφορούν συνήθως και το συμφέρον του πλοίου (βλ. σχετ. Γ.Βιτάλη, στην ΕΕμπΔ, ΚΑ΄.196. Α.Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δϊκαιο, εκδ.1989, σελ.281, ΕφΠειρ 219/1997 Νομ.Ναυτ.Τμ.ΕφΠειρ 1996-1997, σελ.535). Σε κάθε περίπτωση όμως ο εκναυλωτής ευθύνεται, σύμφωνα με το άρθρο 135 ΚΙΝΔ (σε συνδυασμό και με το άρθρο 914 ΑΚ), για κάθε ζημία, ήτοι και για την απώλεια ή βλάβη του φορτίου, που προέρχεται από ελάττωμα του πλοίου ως προς την καταλληλότητα προς πλουν, ή προς διατήρηση του φορτίου. Εξειδικεύεται δηλαδή η περίπτωση αμελείας, του εκναυλωτή, αποτελούσα την αιτία βλάβης ή απωλείας του φορτίου (βλ.Δ. Καμβύση, ό.π., σχόλια υπ’ αριθ.135, σελ.389επ. με παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία, ΠολΠρΠειρ 556/2002 ΕΕμπΔ 2003.397).
- IV. Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 289 αριθ.4 του ΚΙΝΔ σε ετήσια παραγραφή αρχόμενη σύμφωνα με το άρθρο 291 του ΚΙΝΔ από τη λήξη του έτους κατά το οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, υπόκεινται οι αξιώσεις από τη σύμβαση ναύλωσης, μεταφοράς επιβατών ή πραγμάτων καθώς και από τη μη προσήκουσα εκτέλεση της σύμβασης. Η ενιαύσια παραγραφή ισχύει και σε περίπτωση εξωσυμβατικής ή αδικοπρακτικής ευθύνης για να μη ματαιώνεται ο σκοπός των ρυθμίσεων του ΚΙΝΔ από τη συμβατική νόμιμη αιτία ευθύνης του υπαιτίου για τη βλάβη του φορτίου. Επιπλέον, κατά το άρθρο 148 ΚΙΝΔ, το δικαίωμα προς αποζημίωση για τη μερική απώλεια ή ζημία των φορτωθέντων πραγμάτων αποσβήνεται μόλις περάσει έτος από την παραλαβή τους. Η ετήσια αυτή προθεσμία είναι αποσβεστική και, όπως συνάγεται από τα άρθρα 279, 280, 261 ΑΚ, αφενός λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη και αφετέρου διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 622/1994 ΕΝΔ 23.14, ΕφΠειρ 33/1996 ΔΕΕ 1996.293). Δια της διατάξεως του άρθρου 148 ΚΙΝΔ οριζούσης ότι το δικαίωμα δια τη μερική απώλεια ή ζημίαν των φορτωθέντων πραγμάτων αποσβέννυται μετά παρέλευσιν έτους από της παραλαβής αυτών, θεσπίζεται αποσβεστική προθεσμία του δικαιώματος και όχι παραγραφή της αξιώσεως (ΑΠ 660/1971 ΝοΒ 2.216, 898/1972 ΝοΒ 21. 344, ΕφΑθ 2139/1977 ΝοΒ 25.1202), ισχύουν δε επί της προθεσμίας αυτής κατ’ άρθρο 279 ΑΚ αναλόγως οι περί παραγραφής διατάξεις, υπό την προϋπόθεση όμως ότι συμβιβάζονται προς τη φύση και τον σκοπό της (ΟλΑΠ 145/1970 ΝοΒ 18.826). Η διάταξη όμως του άρθρου 261 περί παραγραφής της αξιώσεως εν επιδικία δεν δύναται να εφαρμοσθεί επί της αποσβεστικής προθεσμίας, τον χαρακτήρα της οποίας κατά τα άνω έχει και η δια του άρθρου 148 ΚΙΝΔ καθιερωμένη, διότι δεν συμβιβάζεται προς τη φύση και τον σκοπό της, ο οποίος πραγματώνεται δια της εγέρσεως της αγωγής και δεν άρχεται νέα εν επιδικία αποσβεστική προθεσμία (ΑΠ 559/1960 ΝοΒ 9.342). Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 289 παρ.4 του ΚΙΝΔ δια της οποίας καθιερώνεται ενιαύσια παραγραφή πάσης αξιώσεως εκ της συμβάσεως ναύλωσης μεταφοράς επιβατών ή πραγμάτων ως και εκ της μη εκτελέσεως ή μη προσήκουσας εκτελέσεως της συμβάσεως, δεν αφορά και τις περιπτώσεις μερικής απώλειας ή ζημίας των φορτωθέντων πραγμάτων, επί των οποίων ισχύει μόνο η ειδικώς δια του ως άνω άρθρου 148 ΚΙΝΔ θεσπισθείσα αποσβεστική προθεσμία του προς αποζημίωση δικαιώματος (μερική απώλειαν ή βλάβη φορτωθέντων πραγμάτων) (βλ. Π.Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιον, υπ’ άρθρο 289, Δελούκα, Ναυτικόν Δίκαιον, παρ.218, ΕφΑθ 2134/1977), μη καθιερωθείσας και παράλληλη προς την προθεσμία αυτή ενιαύσιας παραγραφής της αξιώσεως προς αποζημίωση εκ της ως άνω αιτίας (μερικής απώλειας ή βλάβης των φορτωθέντων πραγμάτων) όπως υποστηρίζεται από ορισμένους (βλ.Μαρκιανό, ΠειρΝομ 1.214, παρ.302). Επομένως δεν δύναται να τεθεί ζήτημα παραγραφής, μετά την εμπρόθεσμη άσκηση, ήτοι εντός έτους από της παραλαβής των προς αποζημίωση δικαιώματος για μερική απώλεια ή βλάβη των φορτωθέντων πραγμάτων, εν επιδικία της προς αποζημίωση αξιώσεως (ΕφΠειρ 1401/1988 ΕΝΔ 1989.11).
- V. Τέλος, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, , με ποινή το απαράδεκτο λόγω αοριστίας (ποιοτική αοριστία) που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως διότι ανάγεται στην προδικασία που αφορά τη δημόσια τάξη, εκτός των άλλων στοιχείων και α) ευκρινή έκθεση όλων των συγκεκριμένων περιστατικών που αντιστοιχούν στα αφηρημένα στοιχεία του πραγματικού ορισμένου κανόνα δικαίου και των συνεπειών που επέρχονται δηλαδή των περιστατικών που αντιστοιχούν στα αφηρημένα στοιχεία του πραγματικού ορισμένου κανόνα δικαίου, δηλαδή των περιστατικών που είναι παραγωγικά του επίδικου δικαιώματος, ήτοι είναι αναγκαία, κατά νόμο, για τη στήριξη του αξιούμενου δικαιώματος και δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου (άρθρο 216 παρ 1α του ΚΠολΔ) β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς (άρθρο 216 παρ 1β του ΚΠολΔ) και ορισμένο αίτημα άρθρο 216 παρ 1γ του ΚΠολΔ) με τρόπο ώστε να καθίσταται εφικτό στον μεν εναγόμενο διάδικο να απαντήσει στο δε δικαστήριο να προβεί στην προσήκουσα απόδειξη. Η αναγραφή των πραγματικών αυτών περιστατικών είναι απαραίτητη, για να μπορέσει τόσο ο εναγόμενος να αμυνθεί, όσο και το δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως και επιφέρει το απαράδεκτο αυτής, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, γιατί ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη. Η αοριστία του δικογράφου της αγωγής, η οποία πρέπει να είναι αυτάρκης, δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, αλλά ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 403/2002 Δ 2003.93, ΑΠ 488/2001 ΕλλΔνη 43.381, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 762/2000 ΕλλΔνη 42.142-143, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 1871/1999 ΕλλΔνη 41.1302, ΑΠ 266/1991 ΕΕΝ 1992.154, ΑΠ 688/1991 ΕΔΠ 1991.96, ΑΠ 1231/1989 ΑρχΝομ 41.700, ΑΠ 912/1988 ΕΕΝ 1989.461, ΑΠ 585/1986 ΝοΒ 25.169, ΑΠ 915/1980 ΝοΒ 29.296, ΕφΠειρ 325/2004 ΕΝΔ 2004.124). Η αοριστία δε αυτή της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με την παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλα έγγραφα ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1322/1992 ΕλλΔνη 35.368, ΑΠ 1408/1983 ΝοΒ 32.1343, ΑΠ 412/1982 ΝοΒ 30.1478, ΕφΠειρ 186/2006 ΕΝΔ 2006.275, ΠολΠρΠειρ 910/2002 Αρμ 2003.1289, ΠολΠρΠειρ 2258/1990 ΕΝΔ 1991.161, ΠολΠρΠειρ 1186/1989 ΕΝΔ 1989.507).
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 213/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 84 και 140 ΚΙΝΔ) ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495 §§1-2, 500, 511, 513 §1β΄, 516 §1, 517, 518 §2, 520, 522, 524, 525, 526, 528, 529, 532, 533, 534, 535 §1, 536 ΚΠολΔ, καθώς από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος Δικαστηρίου, ήτοι του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, στις 20-11-2014, η εκκαλουμένη εκδόθηκε στις 13-5-2014, ενώ δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας εάν έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης μεταξύ των διαδίκων, γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητείται από την πλευρά της εφεσίβλητης, συνακόλουθα, ενεργοποιείται η τριετής καταχρηστική προθεσμία άσκησης της έφεσης, η οποία δεν έχει παρέλθει μέχρι τον χρόνο κατάθεσής της στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, είναι δε παραδεκτή, συντρέχοντος εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος, που ήταν ηττηθείς στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω απόρριψης της κρινόμενης αγωγής του σε βάρος της εναγομένης-εφεσίβλητης, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (ΚΠολΔ 14 παρ.1-2, 25 παρ.2, 17Α, όπως προστ. με την παρ.3 του άρθρου 3 του Ν.3994/2011), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων έφεσης κατά την ίδια τακτική διαδικασία (ΚΠολΔ 533 §1), ενόψει και του ότι κατατέθηκε το οφειλόμενο παράβολο των 200 € υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (βλ. τα υπ’ αριθ. 075764, 075763, 1654706 και 1654705 Σειράς Α παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και Δημοσίου), κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/12-3-2012 (με έναρξη ισχύος από 2-4-2012), που επισυνάπτονται σε αντίγραφα στην κρινόμενη έφεση, για το παραδεκτό της άσκησης της (ΜονΠρΚοριν 214/2013, ΜονΠρεβ 48/2013 Νόμος).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 15-6-2010 και υπ’ αριθ. καταθέσεως και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς 3060/2010 και 471/2010 αγωγή του κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία εξέθετε ότι στις 18-7-2008 κατόπιν της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς, η εναγομένη εταιρεία ανέλαβε τη μεταφορά του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας … αυτοκινήτου του ενάγοντος μάρκας …, μοντέλου …, με το οχηματαγωγό πλοίο «…», πλοιοκτησίας της, από το λιμάνι της Πάτρας στο λιμάνι της Βενετίας, το οποίο φορτώθηκε επί του ανωτέρω πλοίου στις 18-7-2008 και στις 19-7-2008 έφτασε στο λιμάνι της Βενετίας, πλην όμως κατά την εκφόρτωση του αυτοκινήτου της του ενάγοντος από το πλοίο προξενήθηκαν σε αυτό υλικές ζημίες από υπαιτιότητα των προστηθέντων της εναγομένης και ειδικότερα επειδή του αυτοκίνητο του ενάγοντος προσέκρουσε σε ένα κορμό από σίδερο που εξείχε από το ύψος του δαπέδου, τον οποίο δεν μπορούσε να δει, ουδείς των αρμοδίων έδινε οδηγίες για την έξοδο των αυτοκινήτων από το συγκεκριμένο πλοίο και ότι για την επισκευή του αυτοκινήτου αυτού απαιτείται δαπάνη του ποσού 1249,08 ευρώ, με βάση την επικαλούμενη στην αγωγή του από 17-11-2008 προσφορά προς επισκευή. Ότι για τη μεταφορά του από το πλοίο στη Βενετία όφειλε να καταβάλει 60 ευρώ, ότι επήλθε μείωση της αγοραστικής αξίας του συγκεκριμένου αυτοκινήτου σε ποσό 1500 ευρώ και ότι εξαιτίας αυτού του συμβάντος ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη για την οποία δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, ποσού 500 ευρώ. Με αυτό το ιστορικό ζητούσε, κατόπιν περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη εταιρεία οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 3.309,08 ευρώ, από τις ανωτέρω αιτίες, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και τη δικαστική δαπάνη της παρούσας δίκης Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ως παραδεκτώς ασκηθείσα και νόμιμη, μόνο ως προς το αγωγικό κονδύλι της μείωσης της αξίας του επίδικου αυτοκινήτου κατά το ποσό των 1.500 ευρώ, ως διαφοράς της αξίας του ζημιωθέντος αυτοκινήτου μετά την προκληθείσα ζημία, στον τόπο προορισμού, των δε υπολοίπων αιτούμενων αγωγικών κονδυλίων απορριπτομένων ως μη νόμιμων, εν συνεχεία απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, λόγω συμπλήρωσης της ετήσιας παραγραφής της εν λόγω ένδικης αξίωσής του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής του, κατά παραδοχή ως βάσιμης κατ’ ουσίαν της ένστασης της εναγομένης, και τέλος, καταδίκασε τον ενάγοντα να καταβάλει στην εναγομένη το ποσό των 160 ευρώ για τη συνολική δικαστική της δαπάνη στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω της ήττας του και της αντίστοιχης νίκης αυτής.
Ήδη ο εκκαλών ως ηττηθείς στην πρωτοβάθμια δίκη παραπονείται με την από 22-10-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 248/2014 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 40233/2014 και 7215/2014 έφεση, κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό με αριθμό 213/2014 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά-Τμήμα Εφέσεων-τακτική διαδικασία), κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 3204/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που έκρινε εαυτόν λειτουργικά αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση για την εκδίκασή της ενώπιον του καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμοδίου Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στο οποίο επαναφέρεται με την από 30-10-2017 και υπ‘ αριθ. καταθέσεως υπό γενικό και ειδικό αριθμούς 11432/2017 και 5652/2017 κλήση του εκκαλούντος, έναντι της εναγομένης-εφεσίβλητης για τον μοναδικό λόγο έφεσης που αναφέρεται σε αυτήν και ο οποίος ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων της υπόθεσης αναφορικά με την ένσταση παραγραφής της επίδικης ως άνω αξίωσης του ενάγντος κατά της εναγομένης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βάσει των οποίων κατέτεινε στην έκδοση της εκκαλουμένης. Με βάση τον μοναδικό λόγο έφεσης, ο εκκαλών ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του τυπικά και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη στο σύνολό της η από 15-6-2010 και υπ’ αριθ. καταθέσεως και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς 3060/2010 και 471/2010 αγωγή του κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης ενώπιον του Ειρηνοδικείου, κατά παραδοχή του λόγου έφεσής της και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Περαιτέρω, αναφορικά με τον μοναδικό λόγο έφεσης, βάσει του οποίου παραπονείται ο εκκαλών ότι η εκκαλουμένη έσφαλε στην κρίση της αναφορικά με την ένσταση παραγραφής της επίδικης αξίωσής της απορρίπτοντας την αγωγή του σε βάρος της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, και δη λόγω εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων της υπόθεσης, τυγχάνει αβάσιμος κατ’ ουσίαν και ωσαύτως απορριπτέος, διότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι το πλοίο είχε ολοκληρώσει τη μεταφορά του οχήματός του, καθόσον, καίτοι είχε καταπλεύσει στον λιμένα, είχε προσδεθεί στο σταθερό έδαφος αυτού, εντούτοις δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί η θαλάσσια μεταφορά του μέχρι και την αποβίβαση του αυτοκινήτου του εκκαλούντος-ενάγοντος ως φορτίου, αφού δεν είχε ακόμη εκφορτωθεί στον λιμένα, δηλαδή δεν είχε ακόμη παύσει να φέρεται από και στο πλοίο της εναγομένης, παρά τον κατάπλου ήταν ακόμη σε στάδιο πριν την ολοκλήρωση της θαλάσσιας μεταφοράς του όταν έλαβαν χώρα οι επίδικες ζημίες στο όχημα, δεν είχε καν ξεκινήσει η εκφόρτωσή του (και δεν είχε πάντως ολοκληρωθεί) και δεν είχε αποβιβαστεί και τοποθετηθεί στο σταθερό έδαφος της στεριάς του λιμένος, προκειμένου να καταστεί ελεύθερα διαθέσιμο για να παραδοθεί και να παραληφθεί από τον ενάγοντα ως παραλήπτη και ιδιοκτήτη του, ανεξάρτητα και αυτοτελώς ως όχημα για να μετακινηθεί στη στεριά σε άλλη περιοχή πέραν του λιμένος προορισμού και κατάπλου του πλοίου, συνακόλουθα, δεν θεωρείται κατά τα οικεία συναλλακτικά ήθη και τα διδάγματα της θεωρίας και της νομολογίας του Ναυτικού Δικαίου ότι έχει συντελεστεί ο κατάπλους του πλοίου και η αποβίβαση και η εκφόρτωση του μεταφερόμενου φορτίου, ήτοι η ολοκλήρωση της θαλάσσιας μεταφοράς του μετά την πρόσδεση του πλοίου (βλ. σχετ. άρθρο 134 ΚΙΝΔ: «Ο εκναυλωτής υποχρεούται εις πάσαν επιμέλειαν. Τούτο ισχύει ιδία ως προς την φόρτωσιν, την στοιβασίαν, την καλήν διατήρησιν, φύλαξιν, μεταφοράν και εκφόρτωσιν των περί ων η ναύλωσις πραγμάτων. Ο εκναυλωτής ευθύνεται δια πάσαν ζημίαν εκ της απωλείας ή βλάβης των πραγμάτων, προκληθείσαν κατά τον χρόνον από της παραλαβής προς μεταφοράν μέχρι της παραδόσεως αυτών, εκτός αν η απώλεια ή βλάβη οφείλεται εις περιστατικά, τα οποία δεν ηδύναντο να αποτραπούν ουδέ δια της επιμελείας συνετού εκναυλωτού. Ο εκναυλωτής ευθύνεται δια πάσαν ζημίαν, η οποία επήλθεν εξ υπαιτίου χρονοτριβής κατά τον απόπλουν, διαρκούντος του πλου ή κατά την εκφόρτωσιν.» – ΑΠ 504/2003 ΕΝΔ 31.257, ΕφΠειρ 762/2002 ΕΝΔ 30.455, ΕφΠειρ 1293/1995 ό.π.). Κατά την κρατούσα στη θεωρία και στη νομολογία άποψη, η φόρτωση αρχίζει από τη στιγμή που το φορτίο έρχεται σε επαφή και συνδέεται με το ανυψωτικό-φορτωτικό μηχάνημα και η εκφόρτωση τελειώνει από τη στιγμή που το φορτίο αποσυνδέεται από το μηχάνημα και αποτίθεται στην προκυμαία ή σε σταθερό σημείο του λιμένος προς παράδοση στον παραλήπτη του, πραγματικά περιστατικά, τα οποία προσαρμοσμένα στην προκείμενη περίπτωση, δεν έλαβαν χώρα για να γίνεται λόγος εν προκειμένω για ολοκλήρωση της εκφόρτωσης του οχήματος του ενάγοντος, καθόσον το επίδικο και ζημιωθέν όχημα του δεν είχε ακόμη εγκαταλείψει το πλοίο, βγαίνοντας και έξω από τον καταπέλτη αυτού και ακουμπώντας στην προβλήτα του λιμένος, αλλά ευρισκόταν ακόμη στον χώρο στάθμευσης οχημάτων εντός αυτού (γκαράζ). Από το γεγονός δε ότι για το συγκεκριμένο μεταφερόμενο φορτίο (αυτοκίνητο) δεν είχε εκδοθεί φορτωτική ή άλλο αντίστοιχο έγγραφο που επιτελεί παρόμοια λειτουργία με αυτή και αποτελεί τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων (δεν προέκυψε κάτι τέτοιο ούτε ο ενάγων το επικαλείται συγκεκριμένα), αλλά είχε καταρτιστεί σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς πράγματος (ναύλωση) που διέπεται από τον ΚΙΝΔ και έχει εκδοθεί δελτίο θαλάσσιας μεταφοράς ή εισιτήριο οχήματος ή δελτίο επιβίβασης οχήματος, δηλαδή έγγραφο αποδεικτικό της μεταφοράς του που δεν έχει αξιογραφική και εμπράγματη λειτουργία (ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝΔ 2009.384, ΕφΠειρ 76/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 1206/2005 ΕΕμπΔ 2006.693, ΕφΠειρ 286/2004 ΕΝΔ 32.27, ΕφΠειρ 162/2004 ΕΝΔ 32.32, ΕφΠειρ 97/2004 ΕΝΔ 32.41, ΕφΠειρ 300/2004 ΕΝΔ 32.124, ΕφΠειρ 286/2004 ΕΝΔ 32.27, ΕφΠειρ 165/2002 ΕΝΔ 2002.217, ΕφΠειρ 176/2000 ΝαυτΔικ 1.68, ΕφΠειρ 33/1996 ΔΕΕ 1996.293, ΕφΠειρ 1293/1995 Νομολογία Ναυτ.Τμημ.Εφετείου Πειραιά 1994-1995, σελ.238, ΕφΠειρ 1371/1992 Επιθ.Εμπ.Δικ. 1993.278, ΠολΠρΠειρ 910/2002 Αρμ 2003.1289, ΠολΠρΠειρ 911/2002 ΔΕΕ 2003.84, ΠολΠρΠειρ 650/2000 ΕπισκΕμπΔ 2001.212, ΠολΠρΠειρ 942/1993 ΕΝΔ 1994.105, ΠολΠρΠειρ 2258/1990 ΕΝΔ 1991.161), σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν επρόκειτο για εγχώρια θαλάσσια μεταφορά, ήτοι μεταξύ λιμένων εντός της ημεδαπής, αλλά για μεταφορά διεθνή μεταξύ λιμένων φορτώσεως και εκφορτώσεως διαφορετικών χωρών (από ……. στη …), προκύπτει ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η Διεθνής Σύμβαση Βρυξελλών (CMR) που κυρώθηκε με τον Ν.2107/1992 και οι Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ (Τροποποιητικά Πρωτόκολλα αυτής του 1968 και του 1979), αλλά οι οικείες διατάξεις περί ναύλωσης του ΚΙΝΔ προσαρμοσμένες στη φύση της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων (άρθρα 107επ., βλ. σχετ. ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝΔ 2009.384), σύμφωνα με τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στην αρχική μείζονα σκέψη της παρούσας. Επειδή δε, κατ’ εφαρμογήν του ΚΙΝΔ, οι αξιώσεις που πηγάζουν από θαλάσσια μεταφορά είτε υπό τη νομική βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης του μεταφορέα είτε υπό τη νομική βάση της αδικοπρακτικής του ευθύνης προκαλούν την εφαρμογή των διατάξεων του ΚΙΝΔ και όχι του Αστικού Κώδικα, ως ειδικότερου νομοθετήματος (του ΚΙΝΔ), παρεκτός και στοιχειοθετείται αδικοπρακτική ευθύνη από τα ίδια πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και ανεξαρτήτως της συμβατικής σχέσης της θαλάσσιας μεταφοράς μεταξύ των διαδίκων (ζημιωθέντος και ζημιώσαντος), τέτοια ώστε θα συνιστούσε αδικοπραξία σε κάθε περίπτωση ακόμη κι αν δεν υπήρχε η μεταξύ τους συμβατική σχέση, ώστε σε περίπτωση συρροής νόμιμων λόγων ευθύνης και αντίστοιχων νομικών βάσεων και αιτιών, να διατηρείται η αυτοτέλειά τους και η σώρευσή τους, ειδάλλως, η συμβατική βάση ως νόμιμος λόγος ευθύνης, ως νομική βάση και αιτία υπερέχει για τις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος, οι οποίες καθορίζονται από τη συμβατική αυτή σχέση της θαλάσσιας μεταφοράς όπως ορίζεται και διέπεται από τις διατάξεις του ΚΙΝΔ. Εν προκειμένω δε, από τη συρροή της ενδοσυμβατικής ευθύνης και της αδικοπρακτικής ευθύνης, όπως τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης εκτίθενται στην αγωγή, δεν προκύπτει περίπτωση στοιχειοθέτησης αδικοπρακτικής ευθύνης, πέραν της συμβατικής σχέσης της θαλάσσιας μεταφοράς που συνέτρεχε μεταξύ των διαδίκων, δεδομένου ότι η ευθύνη που καταλογίζει ο ενάγων στην εναγομένη δεν στοιχειοθετεί αδικοπρακτική ευθύνη της και δη μέσω της συμπεριφοράς (πράξεων ή παραλείψεων) των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης στο πλοίο, η δε νομική βάση της αδικοπρακτικής ευθύνης που επικαλείται ο ενάγων έναντι της εναγομένης τυγχάνει ολοσχερώς αόριστη αναφορικά με τα αναγκαία στοιχεία-όρους που στοιχειοθετούν την αδικοπρακτική ευθύνη κατά τα άρθρα 914επ. του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης, καθόσον δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά περί της υπαιτιότητας της εναγομένης, διά των προστηθέντων υπαλλήλων της και μελών του πληρώματος του πλοίου, ως προς τις πράξεις ή/και τις παραλείψεις τους που να οδήγησαν αιτιωδώς στο ζημιογόνο αποτέλεσμα (βλάβη) σε βάρος του ενάγοντος (ΕφΠειρ 1206/2005 ό.π., ΕφΠειρ 219/1997 ό.π., ΕφΠειρ 1023/1997 ό.π., ΕφΠειρ 1271/1997 ΕΝΔ 1998.105, ΠολΠρΠειρ 2258/1990 ΕΝΔ 1991.161, ΠολΠρΠειρ 1186/1989 ΕΝΔ 1989.507, ΜονΠρΧαν 457/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΠειρ 500/1991 ΕΕμπΔ 1994.97). Η αοριστία της δε αυτή δεν συμπληρώνεται ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στα αποδεικτικά μέσα της υπόθεσης, κρίνεται δε αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 403/2002 Δ 2003.93, ΑΠ 488/2001 ΕλλΔνη 43.381, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 762/2000 ΕλλΔνη 42.142-143, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 1871/1999 ΕλλΔνη 41.1302, ΕφΠειρ 325/2004 ΕΝΔ 2004.124, ΠολΠρΠειρ 556/2002 ΕΕμπΔ 2003.397, ΠολΠρΠειρ 2258/1990 ΕΝΔ 1991.161, ΠολΠρΠειρ 1186/1989 Αρμ 1989.874). Στην κρινόμενη αγωγή δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι περί αδικοπραξίας διατάξεις, αφού η επικαλούμενη με την αγωγή υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης-εκναυλώτριας δεν εμφανίζει αυτοτέλεια σε σχέση με τις υποχρεώσεις της ως θαλάσσιου μεταφορέα και ότι η επελθούσα κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος ζημία, συνιστά το αποτέλεσμα της παραβάσεως μόνο των συμβατικών υποχρεώσεων της εκναυλώτριας-εναγομένης και όχι άλλης παράνομης και υπαίτιας πράξεως, χωρίς την ύπαρξη της σύμβασης ναύλωσης-θαλάσσιας μεταφοράς, μη υφισταμένης συνεπώς αδικοπραξίας εν προκειμένω (ΑΠ 480/1989 ΕλλΔνη 31.1437, ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝΔ 2009.384, ΕφΠειρ 76/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 325/2004 ΕΝΔ 2004.124, ΕφΠειρ 286/2004 ΕΝΔ 32.27, ΕφΠειρ 106/1994 ΕΝΔ 22.375, ΠολΠρΠειρ 556/2002 ΕΕμπΔ 2003.397). Συνακόλουθα, σε κάθε περίπτωση, δεν τυγχάνει εφαρμογής άλλη περίπτωση πέραν της ενδοσυμβατικής νομικής βάσης ευθύνης (αιτία) εν προκειμένω, διότι τα επικαλούμενα περιστατικά ευθύνης και εξ αυτών αξιώσεων αποζημίωσης του ενάγοντος από την εναγομένη ανάγονται σε ευθύνες της διά των προστηθέντων μελών του πληρώματος του επιδίκου πλοίου της, που συνδέονται αποκλειστικά με τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από τη μεταξύ τους σχέση θαλάσσιας μεταφοράς ως προς το επίδικο αυτοκίνητο του ενάγοντος. Επομένως, θα πρέπει να τύχουν εφαρμογής κατά τα προδιαλαμβανόμενα μόνο οι διατάξεις του ΚΙΝΔ περί ευθύνης συμβατικής της εναγομένης από τη σχέση θαλάσσιας μεταφοράς και μόνον αυτές οι αξιώσεις του θα βρίσκουν νομικό έρεισμα ικανοποίησής του έναντι της εναγομένης, από το συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο και όχι από τον ΑΚ ή από τη Διεθνή Σύμβαση Χάγης-Βίσμπυ. Επομένως, ορθώς απορρίφθηκαν από την εκκαλουμένη ως μη νόμιμες οι επίδικες αξιώσεις του που αφορούσαν τις επικαλούμενες υλικές ζημίες στο όχημά του σχετικά με τις δαπάνες για τις αναγκαίες επισκευές αυτού μετά τις βλάβες που υπέστη από το επίδικο συμβάν εντός του πλοίου, διότι εζητείτο προσδιορισμός της ζημίας με μη νόμιμο τρόπο (ΠολΠρΠατρ 757/1997 ΕΝΔ 1998.28, βλ. σχετ. έξοδα επισκευής από εργατικά για επισκευές και για βαφή, ανταλλακτικά, υλικά βαφής, παρεπόμενα έξοδα, με ΦΠΑ 19%) καθώς και για ηθική βλάβη, διότι κρίθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μη νόμιμες (ΕφΠειρ 835/2010 ΔΕΕ 2011.483, ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝΔ 2009.384, ΕφΠειρ 76/2006 ΕΝΔ 2006.278, ΕφΠειρ 464/2003 ΕπισκΕμπΔ 2003.845, ΕφΠειρ 603/1998 ΕΝΔ 16.375, ΕφΠειρ 1023/1997 ΕΝΔ 26.13, ΕφΠειρ 33/1996 ΕΝΔ 25.140, ΕφΠειρ 159/1996 ΕΝΔ 1996.337, ΕφΠειρ 1293/1995 Νομ.Ναυτ.Τμημ.ΕφΠειρ 1994-1995, σελ.247, ΕφΠειρ 488/1995 αδημ., ΕφΠειρ 984/1993 αδημ., ΕφΠειρ 1835/1990 ΠειρΝομ 1990.330, ΕφΠειρ 1741/1990 ΕΝΔ 19.159, ΕφΠειρ 191/1990 ΕΝΔ 19.158, ΕφΠειρ 506/1988 ΕΝΔ 17.497, ΕφΠειρ 1200/1981 ΕΝΔ 10.13, ΠολΠρΠειρ 4675/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΠειρ 650/2000 ΧρΙΔ 2001.729, ΠολΠρΠειρ 942/1993 ΕΝΔ 1994.105), κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 140 ΚΙΝΔ, σύμφωνα με το οποίο ορίζεται ότι «εν περιπτώσει βλάβης των πραγμάτων ο εκναυλωτής υποχρεούται εις την αποκατάστασιν της διαφοράς μεταξύ της τιμής πωλήσεως αυτών και της τιμής εις την οποίαν θα επωλούντο ταύτα άνευ της βλάβης εις τον τόπον προορισμού κατά τον χρόνον της εκφορτώσεως», (βλ. σχετ. και τη ρύθμιση του άρθρου 4 § 5 εδ. β’ των κανόνων Χάγης-Βίσμπυ) και πράγματι δεν εμπίπτουν οι ως άνω αξιώσεις σε αυτές που αποκαθίστανται με βάση τη διάταξη του άρθρου 138 ΚΙΝΔ σε περίπτωση ζημίας που προέρχεται με ευθύνη του εκναυλωτή από πταίσμα των προστηθέντων του από θαλάσσια μεταφορά σε φορτίο του ναυλωτή. Πλην όμως, το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση του αιτηθέντος αγωγικού κονδυλίου της μείωσης της εμπορικής αξίας (υπαξίας) του βλαβέντος οχήματος του εκκαλούντος, λόγω της ζημίας που υπέστη από το επίδικο συμβάν, σε σχέση με το αγοραστικό ενδιαφέρον και τη μείωση της αγοραστικής αξίας του έναντι των υποψηφίων αγοραστών του, ακόμη και σε περίπτωση πλήρους επισκευής και αποκατάστασής του, διότι και σε αυτήν την περίπτωση που η υπόνοια και το γεγονός της ζημίας που υπέστη το όχημα προκαλούν αμφιβολίες για την ασφάλεια στην οδήγησή του, λόγω τυχόν κρυμμένων πραγματικών ελαττωμάτων του, δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για ζημία που συμπεριλαμβάνεται στην αποκαταστατέα της διάταξης του άρθρου 140 ΚΙΝΔ, ήτοι για αποκατάσταση της διαφοράς μεταξύ της τιμής πωλήσεως του οχήματος και της τιμής στην οποία θα πωλείτο αυτό άνευ της βλάβης στον τόπο προορισμού του κατά τον χρόνο της εκφόρτωσής του, διότι πρόκειται για ζημία δευτερογενή, ήτοι επιγενόμενης που γεννάται και υφίσταται μετά την επισκευή του βλαβέντος οχήματος του εκκαλούντος και όχι για τη ζημία που αυτό υπέστη με το επίδικο ζημιογόνο συμβάν εξαιτίας της θαλάσσιας μεταφοράς του και με πταίσμα του εκναυλωτή, καθότι στη ζημία αυτή εμπίπτει μόνο ό,τι υπέστη από το επίδικο συμβάν, για το οποίο απαιτούνται πλέον επισκευές αποκατάστασής του και εξαιτίας αυτών των ζημιών έχει μειωθεί η εμπορική αξία του από την αρχική τιμή του όπως υφίστατο κατά τον χρόνο πριν λάβει χώρα το ζημιογόνο επίδικο συμβάν σε σύγκριση με τον χρόνο εκφόρτωσής του, όταν και είχε λάβει πλέον χώρα, όμως αφορά τις πρωτογενείς ζημιές του που απαιτούν επισκευές (λ.χ. ανταλλακτικά, βαφή κλπ.) και οι οποίες μείωσαν την αγοραστική του αξία καταρχήν από το ποσό των 15.000 ευρώ. Ωστόσο, στην αγωγή ουδόλως εκτίθεται κατά τρόπο ορισμένο και σαφή ποια ήταν η μείωση της αξίας του οχήματος, ήτοι η τιμή στην οποία θα πωλούταν κατά τον χρόνο εκφόρτωσής του στον τόπο προορισμού του (Βενετία) μετά το επίδικο ζημιογόνο συμβάν, συνεπώς, δεν εκτίθεται ποια ζημία (μείωση της τιμής) υπέστη και κατά ποιο πόσο μειώθηκε η αξία του εν λόγω αυτοκινήτου μετά τις υλικές ζημίες που υπέστη, αλλά το μόνο που εκτίθεται είναι η αρχική τιμή αγοράς του πριν το συμβάν (15.000 ευρώ), όχι όμως και η τελική τιμή μετά το συμβάν (όπως μειώθηκε), προκειμένου να διαπιστωθεί η διαφορά που αποτελεί την αποκαταστατέα αποζημίωση εκ μέρους της εναγόμενης ως υπαίτιας εκναυλώτριας για κάθε πταίσμα των προστηθέντων υπαλλήλων της έναντι του ενάγοντος ζημιωθέντος δικαιούχου. Αντιθέτως, ο ενάγων περιορίζεται στο να εκθέσει την εμπορική υπαξία του οχήματος μετά το επίδικο συμβάν, η οποία όμως αφορά μία δευτερογενή ζημία μετά την αποκατάσταση του βλαβέντος οχήματος αφότου λάβουν χώρα και οι λοιπές επισκευές του, το οποίο δεν έχει συμβεί καν μέχρι σήμερα, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, καθόσον έχει προσκομιστεί εκ μέρους του μόνο μία προσφορά, την οποία και επικαλείται για το αίτημα αποκατάστασης των υλικών ζημιών που υπέστη το όχημά του, ως δαπάνη του (περιουσιακή ζημία), πλην όμως δεν συμπίπτει με την έννοια της αποκαταστατέας αποζημίωσής του έναντι της εκναυλώτριας κατ’ άρθρο 140 ΚΙΝΔ και σε κάθε περίπτωση, δεν είναι πλήρης, σαφής και ορισμένη η αναφορά των κρίσιμων περιστατικών που απαιτούνται για να οριστεί αυτή η διαφορά μεταξύ των τιμών πριν και μετά το επίμαχο συμβάν με τελική τιμή (αξία) κατά τον χρόνο εκφόρτωσης στον τόπο προορισμού, οπότε δεν είναι δυνατόν καν να προσδιοριστεί η αποκαταστατέα αποζημίωση κατ’ αίτημα του ενάγοντος-εκκαλούντος, συνακόλουθα, το αγωγικό αίτημά του τυγχάνει αόριστο και σε κάθε περίπτωση μη νόμιμο, κατ’ άρθρο 140 ΚΙΝΔ (ΑΠ 504/2003 ΕΝΔ 31.257, ΑΠ 310/1994 ΕΝΔ 23.12, ΕφΠειρ 726/2006 αδημ. σε νομικό τύπο, ΕφΠειρ 305/2005 αδημ. σε νομικό τύπο, ΕφΠειρ 672/1992 ΕΝΔ 21.54, ΕφΠειρ 430/1991 ΕΝΔ 19.430, ΕφΠειρ 176/1990 ΕλλΔνη 33.405, ΕφΠειρ 984/1993 αδημ., ΕφΠειρ 33/1984 ΕΝΔ 12.481, ΕφΠειρ 1136/1988 Αρμ 1213, ΠολΠρΠατρ 757/1997 ΕΝΔ 1998.28, ΠολΠρΠειρ 2258/1990 ΕΝΔ 1991.161, ΠολΠρΠειρ 1445/1985 ΕΝΔ 14.116, ΠολΠρΠειρ 2277/1981ΕΝΔ 10.146). Η δε απόρριψη της αγωγής του και ως προς αυτό το αίτημα στο παρόν στάδιο ως αόριστης ή μη νόμιμης δεν καθιστά δυσμενέστερη (επιβλαβέστερη) τη θέση του στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 536 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η απόρριψη της στην πρωτοβάθμια δίκη αφορούσε, πέραν των μη νομίμων ως άνω αξιώσεών του, αναφορικά με την επίδικη αξίωση, στην οποία κατατείνει ο μοναδικός λόγος έφεσής του, την απόρριψή της ως παραγεγραμμένης, ήτοι ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης. Πέραν δε τούτων, όμως, και αναφορικά με την ένσταση παραγραφής που αποτελεί το επίδικο αντικείμενο στη δευτεροβάθμια αυτή δίκη λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, κατ’ άρθρο 522 ΚΠολΔ, ενόψει του μοναδικού ερευνώμενου λόγου έφεσης, λεκτέα τα εξής: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 148 ΚΙΝΔ ορίζεται αποσβεστική προθεσμία για τις αξιώσεις αποζημίωσης του ενάγοντος ναυλωτή από μερική απώλεια ή ζημία των φορτωθέντων πραγμάτων ενός έτους από της παραλαβής αυτών, ενώ κατά τις διατάξεις των άρθρων 289 και 291 ΚΙΝΔ προβλέπεται ότι σε ετήσια παραγραφή υπόκεινται μεταξύ άλλων και οι αξιώσεις εκ της συμβάσεως ναύλωσης, μεταφοράς επιβατών και πραγμάτων καθώς και της μη εκτέλεσης ή μη προσήκουσας εκτέλεσης της σύμβασης αυτής, η δε έναρξη της παραγραφής αυτών των αξιώσεων ορίζεται από τη λήξη του έτους εντός του οποίου συμπίπτει η αφετηρία της (ΑΠ 1567/2018 ΤΝΠ Νόμος). Τούτο δε στον ΚΙΝΔ (άρθρο 289), όπως και στη Διεθνή Σύμβαση Χάγης-Βίσμπυ (άρθρο 4β παρ.1), που αποτέλεσε το πρότυπο και για τον ΚΙΝΔ, ρυθμίζεται ενιαίως τόσο επί συμβατικής όσο και επί εξωσυμβατικής αξιώσεως του ναυλωτή έναντι του εκναυλωτή από ζημία που υπέστη στο μεταφερόμενο φορτίο του κατά τη θαλάσσια μεταφορά του, για να μη ματαιώνεται ο σκοπός των ρυθμίσεων του ΚΙΝΔ από τη συμβατική νόμιμη αιτία ευθύνης του υπαιτίου για τη βλάβη του φορτίου (ΕφΠειρ 162/2004 ΠειρΝομ 26.323, ΜονΠρΠειρ 1381/1999 ΤΝΠ ΔΣΑ). Βάσει αυτών και ενόψει του ότι οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος γεννήθηκαν στις 19-7-2008, οπότε και ήταν εφικτή η δικαστική επιδίωξή τους για τη ένδικη ικανοποίηση του ενάγοντος, η δε κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε στις 16-6-2010 σύμφωνα με την έκθεση κατάθεσης δικογράφου αγωγής του Ειρηνοδικείου Πειραιά και επιδόθηκε στην εναγομένη στις 15-9-2010, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, συνεπώς, τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 289 περ.4 σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 291 εδ.α΄ του ΚΙΝΔ (ομοίως κι αν εφαρμοζόταν η ετήσια αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 148 ΚΙΝΔ εν προκειμένω, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο κατά τις οικείες διατάξεις του ΑΚ, βλ. σχετ. ΑΠ 622/1994 ΕΝΔ 23.14, ΕφΠειρ 33/1996 ΔΕΕ 1996.293) για την παραγραφή της ως άνω επίδικης αξίωσης του ενάγοντος έναντι της εναγομένης εκναυλώτριας από τη μεταξύ τους συμβατική σχέση ναύλωσης αναφορικά με τη βλάβη (ζημία) του μεταφερόμενου οχήματός του, για την οποία και ο ερευνώμενος μοναδικός λόγος έφεσης εν προκειμένω, άρχεται από 1-1-2009 και είχε ήδη συμπληρωθεί την 1-1-2010, αφού δεν είχε ασκηθεί μέχρι και τις 31-12-2009, πριν καν την κατάθεση της κρινόμενης αγωγής και την έναρξη της επιδικίας μεταξύ των διαδίκων, συνεπώς, η επίδικη αξίωση, η οποία διέπεται από τις διατάξεις του ΚΙΝΔ περί ναύλωσης, είχε ήδη υποκύψει σε παραγραφή, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντος-εκκαλούντος ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν, καθόσον εν προκειμένω δεν βρίσκουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξιών του Α.Κ., για τους προδιαλαμβανόμενους λόγους, ως εκ τούτου, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεχόμενο με την εκκαλουμένη απόφασή του, για την ως άνω αιτία, ότι η επίδικη αξίωση έχει ήδη παραγραφεί και τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη, κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης της εναγομένης ως βάσιμης κατ’ ουσίαν και απέρριψε εν συνεχεία την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, και με αντικατάσταση και συμπλήρωση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης από το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, όπως προεκτέθηκε στην παρούσα απόφασή του, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του μοναδικού λόγου έφεσης και των λοιπών ισχυρισμών του εκκαλούντος που διαλαμβάνονται στα δικόγραφά του, ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν στο σύνολό τους και συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, ο εκκαλών πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης για την παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, λόγω της ήττας του και της αντίστοιχης νίκης αυτής, ενόψει της απόρριψης της έφεσής του ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν, όπως ορίζεται αυτή ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης (άρθρα 176, 183, 191 §2 ΚΠολΔ, 63 §1, 68 §1, 69 του Ν.4194/2013-ΚωδΔικ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για την παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, τα οποία ορίζει σε ποσό διακοσίων πενήντα ευρώ (250 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις -8-2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ