ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 2115/2019
(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 5833/2017)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 2836/2017)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ
ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 9η Ιανουαρίου του 2018 για να δικάσει την από 29-5-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 5833/2017 και 2836/2017 αγωγή αναγνώρισης χρέος από ιδιωτικό συμφωνητικό, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … και τον διακριτικό τίτλο … εδρεύουσας στην …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. … και με αριθμό … η οποία προκατέθεσε προτάσεις διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Ουρανίας Βαλεντή του Γεωργίου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2037), κατοίκου … δυνάμει του 2-10-2017 ειδικού ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου-εξουσιοδότησης της Κ. Ζ., το γένος Ν. Κ., ως νομίμου εκπροσώπου, προέδρου του Δ.Σ. και διευθύνουσας συμβούλου της ως άνω εταιρείας, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής από την ανωτέρω δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το από 2-10-2017 πρακτικό Δ.Σ. της εταιρείας με τις υπογραφές των μελών του και με βεβαιωμένο το γνήσιο αυτών, καθώς και τα από 19-5-2016 πρακτικό εκλογής νέου ΔΣ της εταιρείας και από 19-5-2016 πρακτικό συγκρότησης του Δ.Σ. της εταιρείας σε σώμα και νόμιμης εκπροσώπησης της εταιρείας καθώς και την υπ’ αριθ. πρωτ. … Ανακοίνωση στο ΓΕΜΗ περί καταχώρισης της απόφαση αυτής της έκτακτης ΓΣ, η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο στη συζήτηση της υπόθεσης από δικηγόρο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία … εδρεύουσας τυπικά στη Νήσο Μ. Δ. Ν. Μ., στην πραγματικότητα όμως με βάση την άσκηση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας στο Μ. Α., επί της οδού … νομίμως εκπροσωπουμένης από τον … και 2) …, οι οποίοι δεν προκατέθεσαν προτάσεις και δεν παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης από δικηγόρο.
Η ενάγουσα με την από 29-5-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 5833/2017 και 2836/2017 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 30-5-2017 και επιδόθηκε στις 31-5-2017 στους εναγόμενους και δη σε σύνοικο του δεύτερου εναγομένου, λόγω απουσίας του από την κατοικία του, προσωπικά και υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης εταιρείας, εντός εξήντα (60) και τριάντα (30) ημερών, αντιστοίχως, από την κατάθεσή της αγωγής, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 8-12-2017 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 9-1-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τον οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 5, ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις της, οι δε εναγόμενοι δεν προκατέθεσαν προτάσεις και δεν παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν στη δίκη κατά τη συζήτηση.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η ενάγουσα προκατέθεσε τις προτάσεις της και οι διάδικοι παραστάθηκαν στη δίκη, όπως σημειώνεται ανωτέρω.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦTHKE ΣYMΦΩNA ME TOΝ NOMO
Σύμφωνα με το άρθρο 271 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011) και τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, ορίζεται ότι αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά αν ο εναγόμενος δεν κλητεύθηκε νομίμως κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως (ΕφΑθ 4430/1990 ΕλλΔνη 33.910, ΕφΑθ 2143/1990 Δίκη 22.389), δεδομένου ότι υφίσταται τεκμαρτή βλάβη του τελευταίου, λόγω ακριβώς της ερημοδικίας του (άρθρο 271§3 ΚΠολΔ -βλ. σχετ. Σταυρόπουλου, ΕρμΚΠολΔ, έκδ.1979, άρθρο 228 §1ε΄, σελ.335, Μπέη, ΠολΔικ, άρθρο 228 §3, σελ.1043-1044, βλ. αναλόγως και ΕφΑθ 11416/1987 Δίκη 19.333). Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Στην περίπτωση, πάντως, των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, εάν ο εναγόμενος δεν κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή. Ειδικότερα, με την παρ.2 του άρθρου 215 ΚΠολΔ, η οποία αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, από 1-1-2016, ορίζεται ότι, στην περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015,ΦΕΚ Α 87 και σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.1 του αυτού άρθρου και νόμου, εφαρμόζεται για τις κατατιθέμενες μετά την 1.1.2016 αγωγές, μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές….Η παραπάνω προθεσμία παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για όλους τους διαδίκους αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ.2, 126 παρ.1 εδ.δ΄, 127 παρ.1, 128, 129, 130 και 139 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι για να είναι έγκυρη η επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο (εμπορική εταιρεία), πρέπει τούτο να παραδοθεί στον κατά τον νόμο ή το καταστατικό εκπρόσωπό του και σε περίπτωση περισσότερων σε ένα από αυτούς (ΠολΠρΑθ 4416/2010, ΠολΠρΑθ 2916/2010 Νόμος), είτε στην κατοικία του είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου (ΑΠ 378/2013, ΑΠ 325/2010, ΑΠ 1888/2008 Νόμος). Αν ο ως άνω εκπρόσωπος του νομικού προσώπου δε βρίσκεται στην κατοικία του ή στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο κλπ. του νομικού προσώπου, το έγγραφο παραδίδεται στην πρώτη περίπτωση σε ένα από τους συγγενείς, υπηρέτες ή άλλους που συνοικούν με τον παραλήπτη και στη δεύτερη περίπτωση στον διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε ένα από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες του καταστήματος, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επίδοσης. Αν κανένα από τα προαναφερόμενα πρόσωπα δεν βρίσκεται στην κατοικία ή το κατάστημα κλπ. γίνεται θυροκόλληση του προς επίδοση εγγράφου και τηρούνται περαιτέρω οι διατυπώσεις της παρ.4 του άρθρου 128 ΚΠολΔ (ΑΠ 129/2001 ΕλλΔνη 2001.1586, ΑΠ 499/2000 ΕΕργΔ 60.879, ΕφΘεσ 414/2010 ΕΠολΔ 2010.856). Όμως, για την εν λόγω επίδοση δεν έχει σημασία ο τόπος, ο οποίος κατά το καταστατικό φέρεται ως έδρα της εταιρείας, αλλά ο τόπος της εργασίας ή της κατοικίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου που δεν είναι κατά νόμο απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της κατά το καταστατικό έδρας της εταιρείας. Συνεπώς, είναι κατά νόμο δυνατόν το γραφείο, από το οποίο ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου ασκεί τη διοίκηση αυτού, να είναι σε διαφορετικό τόπο από τον αναφερόμενο στο καταστατικό τόπο ως έδρα του νομικού προσώπου. Μάλιστα, η αναγραφόμενη στο προς επίδοση έγγραφο διεύθυνση κατοικίας ή έδρας του προσώπου, στο οποίο απευθύνεται αυτό, δεν δεσμεύει τον δικαστικό επιμελητή, ο οποίος οφείλει εξ επαγγέλματος να ερευνήσει αν πραγματικά αυτός προς τον οποίο διενεργείται η επίδοση κατοικεί στη διεύθυνση αυτή και αν διαπιστώσει ότι δεν κατοικεί εκεί, αλλά σε άλλη διεύθυνση, να διενεργήσει την επίδοση στην πραγματική κατοικία ή έδρα του σχετικού προσώπου και όχι στην αναγραφόμενη στο επιδοτέο έγγραφο (ΑΠ 129/2001 Νόμος, ΑΠ 532/1999 ΕλλΔνη 2000.87, ΕφΠειρ 151/2016 Νόμος, ΕφΑθ 8647/1989 ΕλλΔνη 1990.844).
Όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Γ. Π., την οποία νομίμως προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα, πλήρως αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της αγωγής με την πράξη καταθέσεως επιδόθηκε στις 31-5-5017, νομότυπα και εμπρόθεσμα στους εναγόμενους, εντός εξήντα (60) ημερών για την πρώτη εναγόμενη, που εδρεύει τυπικά κατά το καταστατικό της στην αλλοδαπή, και εντός τριάντα (30) ημερών για τον δεύτερο εναγόμενο που είναι κάτοικος στην ημεδαπή, από την κατάθεσή της, στις 30-5-2017, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και συγκεκριμένα, τόσο για την πρώτη εναγομένη, ως εδρεύουσα τυπικά στην αλλοδαπή, αλλά στην πραγματικότητα στην ημεδαπή, όσο και για τον δεύτερο εναγόμενο, προσωπικά και υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης εταιρείας, στο σύνοικο –κατά δήλωσή του στον δικαστικό επιμελητή- του δεύτερου εναγομένου, Π. Ν., λόγω μη ανεύρεσης του δεύτερου εναγομένου στην ως άνω προσωπική και πραγματική κατοικία του, Ε. Α., επί της οδού … (ΚΠολΔ 110 §2, 122, 123, 124, 125, 126 παρ.1α΄, 127 παρ.1, 128 παρ.1, 2, 3, 129 παρ.1, 139, 215, 226, 228, 237). Από δε τον χρόνο της κατάθεσης της αγωγής (30-5-2017) οι εναγόμενοι έλαβαν γνώση της έναρξης της νόμιμης προθεσμίας των εκατόν τριάντα (130) ημερών και των εκατόν (100) ημερών, αντίστοιχα, για την κατάθεση προτάσεων στη συγκεκριμένη υπόθεση και την προσκομιδή όλων των αποδεικτικών μέσων και των διαδικαστικών εγγράφων τους, πλην όμως δεν προκατέθεσαν τις προτάσεις τους, τα αποδεικτικά τους μέσα και τα διαδικαστικά τους έγγραφα στη δίκη αυτή επί της προκείμενης υποθέσεως, που προσδιορίστηκε προς συζήτηση μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, με την από 8-12-2017 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, ο οποίος όρισε τον τόπο και τον χρόνο συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο στη δικάσιμο της 9-1-2018, ενόψει του ότι η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο από τη Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων στη σημερινή δικάσιμο, η οποία τους γνωστοποιείται νόμιμα κατά τον τρόπο αυτόν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 237 παρ.1-3 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 115 παρ.3, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 με βάση το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, όπου ορίζεται ότι η κατάθεση προτάσεων είναι υποχρεωτική. Σε περίπτωση δε μη προκατάθεσης αυτών, οι εν λόγω διάδικοι πρέπει να θεωρούνται δικονομικά απόντες και επέρχονται οι συνέπειες των διατάξεων του άρθρου 271 παρ.1, 2 εδ.α΄ και 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε αρχικά από το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 και έπειτα από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015 με έναρξη ισχύς από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015. Συνεπώς, πρέπει να συζητηθεί η προκείμενη υπόθεση ερήμην των πρώτης και δεύτερου των εναγομένων και οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας θα θεωρηθούν ομολογημένοι έναντι των ως άνω απολιπομένων διαδίκων, αν η αγωγή κριθεί παραδεκτή και νόμω βάσιμη από το Δικαστήριο.
Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 10 ΑΚ η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα διέπονται ως προς τη νομική προσωπικότητά τους από το δίκαιο της χώρας, όπου ασκείται η κεντρική διοίκηση αυτών και εκπορεύονται οι αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική πολιτική της επιχείρησης (πραγματική έδρα). Τα επιμέρους ζητήματα που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως «έδρα» νοείται στη διάταξη αυτή όχι η καταστατική, αλλά η πραγματική, δηλαδή ο τόπος στον οποίο είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, με άλλα λόγια ο τόπος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις (ΕφΠειρ 269/2016 ό.π.). Αλλοδαπές εταιρείες που έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί σύμφωνα προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρείες του αντίστοιχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες «εν τοις πράγμασι» και οι εταίροι αυτών ευθύνονται απεριόριστα και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, σύμφωνα με τα άρθρα 249 παρ.1 και 258 παρ.3 του Ν.4072/2012 (ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30, ΠολΠρΠειρ 2751/2015 ΤΝΠ Νόμος). Τα ανωτέρω δεν ισχύουν προκειμένου περί: α) εταιρειών των Η.Π.Α. συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24 παρ.3 εδ.2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και ΗΠΑ, κυρωθείσης δια του άρθρου μόνου του Ν.2893/1954), β) εταιρειών συσταθεισών συμφώνως προς τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ε.Ε., εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα αυτών (άρθρα 52 και 58 και εν συνεχεία, μετά την αναρίθμηση που έγινε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, 43 και 48 ΣυνθΕΚ – βλ. σχετ. αποφ.Centros, 9.3.1999, C-212/97 ΔΕΕ 1999.610 και Überseering BV, 5.11.2002, C-208/00), γ) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εξαιρουμένων των εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών μόνο σκαφών αναψυχής, δ) ναυτιλιακών εταιρειών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης στο ΦΕΚ, ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτήν ως άνω (υπό στοιχείο γ΄) εξαίρεση, και ε) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ξένη σημαία ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει όμοιας ως άνω (υπό στοιχείο δ΄) αδείας, ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την ιδία εξαίρεση (άρθρα 1 του Ν.791/1978 και 25 του Ν.27/1975, ως αντικ. δια του άρθρου 4 του Ν.2234/1994, 11Δ του Ν.3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διεύθυνσης των εταιρικών υποθέσεων (ΟλΑΠ 2/2003, ΟλΑΠ 2/1999, ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008, ΕφΠειρ 269/2016, ΕφΠειρ 149/2015 Νόμος, ΕφΠειρ 701/2013 ΕΝΔ 2013.100, ΕφΠειρ 586/2012 ΔΕΕ 2013.145, ΕφΠειρ 40/2010 ΔΕΕ 2011.314). Όταν πρόκειται για τέτοια αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας, αφού δεν υφίσταται καν τέτοια.
ΙΙ. Στα πλαίσια δικαιοπρακτικής ανάπτυξης της αυτονομίας της βούλησης (ΑΚ 361) οι συμβαλλόμενοι μπορούν να καταρτίσουν αναιτιώδεις δικαιοπραξίες (βλ. Ευριγένης, σε ΕρμΑΚ, Εισαγωγικά άρθρα, 873-875, αριθ.11, άρθρο 873, αριθ.22επ.). Προς την κατεύθυνση του χαρακτηρισμού της σύμβασης ως αφηρημένης αναγνώρισης ή όχι, δεν αποφασίζει η αναφορά της αιτίας (βλ. Λιακόπουλο σε ΕρμΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 873-875, αριθ.7επ., αριθ.10επ.), αν τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν σκοπό να θεμελιώσουν αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση κατά την έννοια της ΑΚ 873 (ΑΠ 276/1983 ΕλλΔνη 24.957, ΑΠ 879/1974 ΝοΒ 23.489, ΕφΠειρ 993/1993 ΕλλΔνη 1994.1724, ΕφΑθ 1531/1988 ΕλλΔνη 1990.143). Η αφηρημένη δήλωση αναγνώρισης ως ενοχή είναι ανεξάρτητη από τη βασική σχέση, αποτελεί και αυτοτελή βάση της κρινόμενης αγωγής. Κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, η δυνάμει αυτής έγγραφη (αφηρημένη) αναγνώριση χρέους έχει ως σκοπό να δημιουργήσει ίδιο και αυτοτελή λόγο γένεσης ενοχής, ως γνήσια αφηρημένη-αναιτιώδη αναγνωριστική σύμβαση. Από τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ ορίζεται ότι η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης που δεν αναφέρει αιτία του χρέους λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με τέτοιο σκοπό. Η αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους είναι ετεροβαρής σύμβαση με την οποία ο οφειλέτης υπόσχεται στον δανειστή παροχή ανεξάρτητη από την αιτία της ή αναγνωρίζει ως υφιστάμενο κάποιο χρέος σε βάρος του. Αποβλέπει κυρίως στη διευκόλυνση για τον δανειστή της επιδίωξης των δικαιωμάτων του, στην αποσαφήνιση αμφίβολων απαιτήσεων και στην ασφάλεια των συναλλαγών. Ως αντικείμενό της μπορεί να είναι κάθε παροχή. Για τη θεμελίωσή της απαιτείται συμφωνία των μερών στην οποία η υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης πρέπει να γίνει εγγράφως. Η δημιουργική ενέργεια της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρέωσης ανεξάρτητης από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξιώσεως), όπου το θεμελιωτικό της αξιώσεως πραγματικό εξαντλείται στην έγγραφη αναγνώριση-υπόσχεση παροχής. Αν η αναγνώριση ή η υπόσχεση παρέχεται προς τον σκοπό ενισχύσεως της ενοχής που αποτελεί τον κανόνα, τότε θεμελιώνει νέα αξίωση προσθέτως προς την ασφαλιζόμενη από τη βασική σχέση. Η εκ της αναγνωρίσεως ή εκ της υποσχέσεως ενοχή υπόκειται σε αυτοτελή παραγραφή (ΕφΑθ 2251/11996 ΔΔΕ 5/1998.496). Η παραδοχή της ύπαρξης αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους εξαρτάται από το περιεχόμενο της σχετικής δήλωσης, τον σκοπό της συμφωνίας, την κατάσταση συμφερόντων των μερών και άλλα διαγνωστά περιστατικά. Προς την κατεύθυνση αυτή επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη και εκτός του εγγράφου περιστατικά όπως είναι οι διαπραγματεύσεις και η αφορμή για την αναγνώριση ή υπόσχεση του χρέους.
Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι οι εναγόμενοι οφειλέτες προς αυτήν του συνολικού ποσού των 36.840 ευρώ, από την πώληση εκ μέρους της προς την πρώτη εναγομένη αεροπορικών εισιτηρίων για την εξυπηρέτηση των αναγκών ναυτολόγησης και παλιννόστησης των πληρωμάτων των πλοίων που εκμεταλλεύονται από κοινού, κατά το χρονικό διάστημα των μηνών Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου του έτος 2013, κατήρτισαν την 5-12-2016 στην Αθήνα το ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, ρύθμισης και διακανονισμού του, το οποίο εμπεριέχεται στην αγωγή καθ’ ολοκληρίαν, αποτελώντας ένα σώμα με το περιεχόμενο αυτής, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος έναντι της ενάγουσας για την πληρωμή του ποσού αυτού. Ότι, μεταξύ άλλων, συμφώνησαν, κατά τους ουσιώδεις όρους του, την αναγνώριση της οφειλής αυτής μεταξύ τους ως ληξιπρόθεσμης, απαιτητής και εκκαθαρισμένης, αποδεχόμενοι την ευθύνη τους για άμεση εξόφλησή της εις ολόκληρον και αλληλεγγύως με βάση τον συμφωνηθέντα διακανονισμό της, διά δέκα (10) συνεχών και διαδοχικών μηνιαίων δόσεων ποσού 3.684 ευρώ έκαστης καταβλητέας σε υποδειχθησόμενο λογαριασμό της δανείστριας (ενάγουσας) τη 10η τρέχουσα ημέρα εκάστου ημερολογιακού μηνός, την πρώτης τη 10η Δεκεμβρίου 2016 και μέχρι τη 10η Σεπτεμβρίου του έτους 2017, ενώ συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση που κατά την ημερομηνία λήξης μίας δόσης δεν πληρωθεί νομίμως, προσηκόντως και εμπροθέσμως, το σύνολο της εναπομένουσας οφειλής θα καθίσταται άνευ ετέρου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό εντόκως νομίμως και μέχρις εξοφλήσεώς του. Ότι σε περίπτωση μη τήρησης της παρούσας συμφωνίας, οι οφειλέτες δηλώνουν ότι αποδέχονται η οφειλή τους να επιβαρύνεται με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας. Ότι οι συμβαλλόμενοι δήλωσαν ότι έλαβαν γνώση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου της οφειλέτριας όπως προκύπτει από τα βιβλία της δανείστριας και της οφειλέτριας, το οποίο ρητώς και ανεπιφυλάκτως αποδέχονται πλήρως και ολοσχερώς και συνομολογούν με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό. Ότι οι οφειλέτες δηλώνουν και υπόσχονται προς τη δανείστρια τη εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση της οφειλής προς αυτήν, κατά κεφάλαιο, τόκους σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησής της, επιβαρύνσεις και κάθε έξοδο γενικά καθώς και την προσήκουσα εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν έναντι της δανείστριας με το ιδιωτικό συμφωνητικό, ενεχόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος για την εξόφληση της οφειλής αυτής ως αυτοφειλέτες. Ότι η σύμβαση αυτή διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και κάθε διαφορά που προκύπτει μεταξύ των συμβαλλομένων μερών υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Πειραιά. Ότι οι οφειλέτες δηλώνουν ότι η ακριβής διεύθυνση της έδρας και της κατοικίας τους αντίστοιχα είναι οι δηλούμενες στην αρχή του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, στις οποίες μπορούν να έγκυρα και νομότυπα να ενεργούνται όλες οι επιδόσεις της δανείστριας δικαστικές ή εξώδικες, ήτοι στην έδρα της εταιρείας στη Νήσο Μ. Δ. Ν. Μ. και Ε. Α. (οδός …), αντιστοίχως. Ότι οι εναγόμενοι όφειλαν να είχαν καταβάλει μέχρι σήμερα πέντε (5) δόσεις ποσού 3.687 ευρώ έκαστη, ήτοι το συνολικό ποσό των 18.435 ευρώ, έχοντας καταβάλει μόνο την πρώτη δόση ποσού 3.687 ευρώ και δη τμηματικά και εκπρόθεσμα, ήτοι το ποσό των 2.000 ευρώ στις 15-12-2016 και το υπόλοιπο ποσό των 1.684 ευρώ τις 25-1-2017, και ουδέν έτερον παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας. Ότι δικαιούται η ενάγουσα την καταβολή της διαφοράς του μη καταβληθέντος ποσού των 33.156 ευρώ (=36.840-3.684), για το οποίο έγινε η αναγνώριση ως άνω. Ότι για την επίδικη απαίτηση δεν απαιτείται προηγούμενη όχληση εφόσον με το επίδικο ιδιωτικό συμφωνητικό ρητά συνομολογήθηκε δήλη ημέρα ως ημέρα εξόφλησης της πρώτης δόσης του χρέους κι ότι σε περίπτωση μη εξόφλησής της καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό όλο το επίδικο κεφάλαιο του χρέους, συνεπώς, κατέστη όλη η επίδικη απαίτηση ληξιπρόθεσμη με την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας, ήτοι την 11-12-2016. Με αυτό το ιστορικό, κατ’ εκτίμηση του αγωγικού αιτήματος, η ενάγουσα εταιρεία ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον και αλληλεγγύως, να της καταβάλουν το συνολικό χρηματικό ποσό των 33.156 ευρώ, για την ανωτέρω αιτία που αναφέρεται στο ιστορικό της αγωγής, νομιμοτόκως από την 11-12-2016 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, άλλως και όλως επικουρικώς από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής της και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή στο σύνολό της και τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας στην παρούσα δίκη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου μετά των νομίμων υπέρ τρίτων προσαυξήσεων (βλ. σχετ. το υπ’ αριθ. 16738647395712040002 ηλεκτρονικό e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών υπέρ του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού 351,19 ευρώ, που δεσμεύθηκε), με την οποία εισάγεται προς διάγνωση διαφορά που δεν έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας τη ενάγουσας εταιρείας, της πραγματικής έδρας της πρώτης εναγομένης εταιρείας και της κατοικίας του εναγομένου στην ημεδαπή (Αττική), αλλά και του τόπου σύναψης και λειτουργίας της σύμβασης πώλησης και της σύμβασης αφηρημένης αναγνώρισης χρέους στην ημεδαπή (Αθήνα), ενώ και τα συμβαλλόμενα μέρη και διάδικοι εν προκειμένω έχουν συμφωνήσει άλλωστε ρητώς, εγγράφως και σαφώς με το από 5-12-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, ρύθμισης και διακανονισμού του, που εμπεριέχεται στην αγωγή, αποτελώντας ένα σώμα με το περιεχόμενο αυτής, και δη στον όρο 19 αυτού ότι κάθε διαφορά που προκύπτει μεταξύ τους από την επίδικη συμβατική σχέση υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Πειραιά (ΠολΠρΑθ 4169/2017 ΤΝΠ Νόμος), παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία, όπως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση του ΚΠολΔ από τον Ν.4335/2015, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2, 22, 25, 33, 42 παρ.1, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ.1 περ.α΄- 2, 3 Α και Β περ.ε’ του Ν.2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της ένδικης διαφοράς, επιδόθηκε δε στους εναγόμενους στις 31-5-2017 και δη σε σύνοικο του δεύτερου εναγομένου, λόγω απουσίας του από την κατοικία του, προσωπικά και υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης εταιρείας, εντός της προθεσμίας των εξήντα (60) και τριάντα (30) ημερών, αντιστοίχως, από την κατάθεσή της αγωγής, στις 30-5-2017, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Γ. Π., την οποία νομίμως προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα). Το παρόν Δικαστήριο έχει και διεθνή δικαιοδοσία σε κάθε περίπτωση προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2, 4 παρ.1, 8 παρ.1, 62, 63 παρ.1, 66 παρ.1-2 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθόσον τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία και την έδρα τους στο έδαφος κράτους μέλους, όπως η Ελλάδα, ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων της, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους κι ενόψει του ότι οι εναγόμενοι, σύμφωνα με το εισαγωγικό της αγωγής, έχουν την πραγματική έδρα όπου ασκείται η κεντρική τους διοίκηση και την κατοικία τους στην Αττική (Μαρούσι, οδός … και Ε., οδός …, αντιστοίχως) ο δε Κανονισμός εφαρμόζεται για τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά τη 10η-1-2015. Ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από έννομη σχέση με στοιχείο αλλοδαπότητας ως προ την τυπική καταστατική έδρα της πρώτης εναγομένης οφειλέτριας (βλ. Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ.2, σελ.12επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά, βάσει του οποίου κρίνεται και το ορισμένο και νόμω βάσιμο της αγωγής. Η ένδικη διαφορά διέπεται σαφώς και ρητώς από το ελληνικό δίκαιο ως εφαρμοστέο, καθόσον η έδρα (επαγγελματική εγκατάσταση) της ενάγουσας, αλλά και η έδρα και κατοικία αντίστοιχα των εναγομένων (για την πρώτη εναγομένη η πραγματική έδρα στην οποία ασκείται η πραγματική της διοίκηση σύμφωνα με την αγωγή) βρίσκονται στην περιφέρεια του Δικαστηρίου τούτου (ΑΚ 321) που επιλαμβάνεται για τις ναυτικές διαφορές για όλη την Αττική (άρθρο 51 παρ.2 εδ.α΄ του Ν.2172/1993). Άλλωστε, τα συμβαλλόμενα μέρη-διάδικοι έχουν συμφωνήσει και δη στον όρο 19 του επίδικου ιδιωτικού συμφωνητικού περί αναγνώρισης χρέους που κατήρτισαν μεταξύ τους αυτού ότι για κάθε διαφορά που προκύπτει από την επίδικη συμβατική σχέση μεταξύ τους εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο («διέπεται από το ελληνικό δίκαιο»), σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) υπ’ αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, άλλωστε, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο πρόκειται για το δίκαιο που η μεν ενάγουσα επικαλείται τις διατάξεις του, οι δε εναγόμενοι δεν προβάλλουν αντίρρηση ως προς το ζήτημα αυτό (ΑΠ 1115/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1383/2008 ΕΝΔ 2009.57, ΑΠ 904/2008 ΕΕμπΔ ΝΘ΄.577, ΕφΠειρ 269/2016 ΔΕΕ 2016.1536, ΕφΠειρ 317/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 107/2015 ΕλλΔνη 2016.477, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος, ΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43, ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝΔ 2012.302, ΕφΠειρ 624/2012 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Ζ.Παπασιώπη-Πασιά, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, έκδ.Ε΄, κεφ.15, παρ.2γ΄, σελ.301-302), δεδομένου και ότι η έδρα της ενάγουσας εταιρείας είναι στην ημεδαπή, όπως και η κατοικία του δεύτερου εναγομένου, ενώ η έδρα της πρώτης εναγομένης είναι μεν τυπικά στην αλλοδαπή (Ν. Μ.), πλην όμως, πέραν της ρητής και έγγραφης επιλογής του ελληνικού δικαίου από τους συμβαλλόμενους, επιπλέον, από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι η σύμβαση συνδέεται (προδήλως) στενότερα με την ελληνική έννομη τάξη (ΟλΑΠ 46/1987 ΕλλΔνη 1988.101, ΕφΠειρ 107/2015 ΕλλΔνη 2016.477), διότι υπογράφηκε και εκτελέστηκε στην Ελλάδα (βλ. και παρ.3-4 του άρθρου 4 του Κανονισμού αυτού, καθώς και το άρθρο 25 εδ.β΄ ΑΚ), στην οποία η πρώτη εναγομένη φέρεται από το δικόγραφο να έχει την πραγματική της έδρα, για το οποίο δεν προκύπτουν αντιρρήσεις ή διαφορετικά στοιχεία στην προκείμενη δίκη, ενώ ο σύνδεσμός της με την αλλοδαπή καταστατική της έδρα, όπως εκτίθεται στην αγωγή, είναι χαλαρός (ΟλΑΠ 46/1987 ΕλλΔνη 1988.101), λαμβάνοντας υπόψη για την έννοια της συνήθους διαμονής τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1, βάσει της οποίας, για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ως συνήθης διαμονή εταιρείας με ή χωρίς νομική προσωπικότητα νοείται ο τόπος της κεντρικής διοίκησης, όπου ασκείται η πραγματική διοίκησή της και λαμβάνονται οι αποφάσεις που αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητά της. Επισημαίνεται δε ότι οι διάδικοι κατήρτισαν την επίδικη σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους με σύμπτωση των βουλήσεών τους για τη δημιουργία ενοχής ανεξάρτητης από τη βασική αιτία. Στα γενικά πλαίσια που ορίζει ο νόμος, η επίδικη σύμβαση ως υποσχετική δικαιοπραξία παραδεκτώς καταρτίστηκε κατ’ άρθρο 873 ΑΚ, γεγονός που επιτρέπουν τόσο το ειδικότερο περιεχόμενο των κανόνων δικαίου που τη διέπουν, όσο και η σκοπιμότητά της. Η επίδικη οφειλή των εναγομένων ερείδεται επί της έγγραφης (αφηρημένης) αναγνώρισης εκ μέρους τους του χρέους προς την ενάγουσα, της οποίας η φύση την «αποχρωματίζει» και την καθιστά αυτοτελή και ανεξάρτητη από τη βασική συμβατική σχέση της πώλησης. Κατά τον χρόνο κατάρτισής της, η δυνάμει αυτής έγγραφη (αφηρημένη) αναγνώριση χρέους είχε ως αναμφίβολο σκοπό να δημιουργήσει ίδιο και αυτοτελή λόγο γένεσης ενοχής, ως γνήσια αφηρημένη-αναιτιώδη αναγνωριστική σύμβαση. Συνακόλουθα, δι’ αυτής γεννήθηκε νέα, αυτοτελής, ενοχή που ιδρύει νέα και αυτοτελή βάση υποχρέωσης των εναγομένων για την εκπλήρωση της παροχής και κατά συνέπεια νέα βάση αγωγής ανεξάρτητη από τη βασική σχέση, υποκείμενη σε αυτοτελή δε παραγραφή. Άλλωστε, προκύπτει από το την επισκόπηση του κειμένου του ιδιωτικού συμφωνητικού αναγνώρισης χρέους, ρύθμισης και διακανονισμού του, το οποίο συνήφθη μεταξύ των διαδίκων και εμπεριέχεται στην αγωγή καθ’ ολοκληρίαν, αποτελώντας ένα σώμα με το περιεχόμενο αυτής, ότι υπήρχε σαφής και ρητή πρόθεση και βούληση των συμβαλλομένων μερών να καταρτίσουν αυτό για τη γένεση μίας νέας αυτοτελούς και ανεξάρτητης συμβατικής αξίωσης μεταξύ τους, η οποία θα είναι πλήρως αποσυνδεδεμένη και αποδεσμευμένη από την αιτία γένεσης του χρέους, ήτοι την πώληση των εισιτηρίων εκ μέρους της ενάγουσας προς την πρώτη εναγομένη αεροπορικών εισιτηρίων για την εξυπηρέτηση των αναγκών ναυτολόγησης και παλιννόστησης των πληρωμάτων των πλοίων που εκμεταλλεύονται από κοινού, κατά το χρονικό διάστημα των μηνών Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου του έτος 2013, δημιουργώντας έτσι μία νέα, αυτοτελή ενοχή για την εκπλήρωση καταβολής ποσού 36.840 ευρώ και πλέον 33.156 ευρώ μετά τη μερική εξόφληση οφειλόμενου ποσού-δόσης, κατόπιν της αφηρημένης δήλωσης αναγνώρισης της οφειλής (χρέους) αυτής μεταξύ τους, προβαίνοντας σε ρύθμιση και διακανονισμό της εξόφλησής της. Επίσης, η κρινόμενη αγωγή είναι παθητικά νομιμοποιούμενη έναντι αμφοτέρων των εναγομένων, διότι αμφότεροι έχουν συμβληθεί ως οφειλέτες και έχουν αναγνωρίσει την οφειλή τους από την επίδικη συμβατική αιτία έναντι της ενάγουσας ως δανείστριας καθώς και ότι ενέχοντα εις ολόκληρον και αλληλεγγύως έναντι αυτής για το αιτούμενο με την αγωγή ποσό (ΑΚ 361, ΚΠολΔ 62-63). Περαιτέρω δε, η αγωγή κρίνεται επαρκώς ορισμένη (άρθρα 118, 216 ΚΠολΔ), διότι περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση της ένδικης αξιώσεως της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων για τη νομική βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης (από τη σύμβαση αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους), σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, καθόσον δεν απαιτείται να εκτίθεται για το ορισμένο της αγωγής οτιδήποτε ειδικότερο, οτιδήποτε δε έτερο δύναται να προκύψει και από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελεί αντικείμενο αυτής και όχι στοιχεία του ορισμένου της αγωγής, χωρίς να δυσχεραίνεται η δυνατότητα των εναγομένων να αντιτάξουν τους αμυντικούς και ανταποδεικτικούς τους ισχυρισμούς, καθώς και το Δικαστήριο να τάξει τα αποδεικτέα ζητήματα της ένδικης υπόθεσης, δεδομένου δε ότι οι εναγόμενοι είχαν αναγνωρίσει την οφειλή τους εκ της εκτιθέμενης στην αγωγή αιτίας και είχαν ήδη ξεκινήσει να προβαίνουν σε καταβολές και εξόφληση τμήματος-δόσης αυτής, και νόμιμη τυγχάνει, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 513επ., 873επ., 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 68, 907, 908, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 63, 68 παρ.1 του Ν.4194/2013-Κώδικας Δικηγόρων (ΜονΕφΠειρ 551/2013 ΤΝΠ Νόμος). Νόμιμο είναι και το παρεπόμενο αίτημα περί καταβολής τόκων από την 11-12-2016, διότι για την επίδικη απαίτηση με το επίδικο ιδιωτικό συμφωνητικό ρητά συνομολογήθηκε δήλη ημέρα ως ημέρα εξόφλησης της πρώτης δόσης του χρέους και ότι σε περίπτωση μη εξόφλησής της καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό όλο το επίδικο κεφάλαιο του χρέους, συνεπώς, κατέστη στο σύνολό της η απαίτηση ληξιπρόθεσμη με την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας (καταβολής της πρώτης δόσης), ήτοι την 11-12-2016, όπως συμφωνήθηκε ρητώς, εγγράφως και σαφώς μεταξύ τους στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης οφειλής (ΑΚ 341, 345, 361). Επομένως, πρέπει, η αγωγή αυτή να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
Κατόπιν τούτων, επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 271§§1-3 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 και τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, που καταλαμβάνει και την κρινόμενη αγωγή, οι εναγόμενοι δεν εμφανίστηκαν στη δίκη και κατόπιν αυτεπάγγελτης εξέτασης του Δικαστηρίου, προέκυψε ότι η αγωγή επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως σε αυτούς από την ενάγουσα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, η υπόθεση συζητήθηκε ερήμην τους και οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας σε βάρος τους θεωρούνται ομολογημένοι εκ μέρους τους και αποδεικνύονται πλήρως (ΚΠολΔ 352 παρ.1), εφόσον ερημοδικούν, καθόσον πρόκειται για γεγονότα για τα οποία επιτρέπεται ομολογία και δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, συνεπώς, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ως εις ολόκληρον και αλληλεγγύως ενεχόμενοι, οφειλέτες, να καταβάλουν στην ενάγουσα, ως δανείστρια, το συνολικό (υπόλοιπο οφειλόμενο) ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων εκατόν πενήντα έξι (33.156) ευρώ, νομιμοτόκως από τη συμφωνηθείσα μεταξύ τους δήλη ημέρα της 11-12-2016, σύμφωνα με το από 5-12-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, ρύθμισης και διακανονισμού του, που κατήρτισαν μεταξύ τους, και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Εξάλλου, αναφορικά με το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσίαν, κατ’ ευχέρεια του Δικαστηρίου, όπως ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης, διότι από τις περιστάσεις της προκείμενης υπόθεσης κρίνεται ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο και ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα εταιρεία για τη λειτουργία της και την αντιμετώπιση των τρεχουσών υποχρεώσεών της, ένεκα της επί μακρόν μη ικανοποίησης των βάσιμων αξιώσεών της για το τίμημα από την πώληση των εισιτηρίων εκ μέρους της ενάγουσας προς την πρώτη εναγομένη αεροπορικών εισιτηρίων για την εξυπηρέτηση των αναγκών ναυτολόγησης και παλιννόστησης των πληρωμάτων των πλοίων που εκμεταλλεύονταν από κοινού, κατά το χρονικό διάστημα των μηνών Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου του έτος 2013, καθώς και με βάση το μεταγενέστερο από 5-12-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, ρύθμισης και διακανονισμού του, που συνήψαν μεταξύ τους οι συμβαλλόμενοι διάδικοι, αποδεχόμενοι πλήρως οι εναγόμενοι την οφειλή τους από εμπορικές αξιώσεις έναντι της ενάγουσας, προς την οποία ελάχιστα κατέβαλαν σε εξόφλησή της έκτοτε και ενώ έχει ήδη γίνει χρήση αυτών (της συμβατικής παροχής της ενάγουσας) προ πολλού για την εξυπηρέτηση της ναυτιλιακής επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, εκτιμάται δε με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και τα γνωστά διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (ΚΠολΔ 336 παρ.4), από τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στην οικεία συναλλακτική αγορά, με τις καθυστερήσεις πληρωμών στο εμπόριο και στις εν γένει οικονομικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες, ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση της παρούσας απόφασης τουλάχιστον κατά ένα μέρος του επιδικασθέντος ποσού υπέρ της ενάγουσας, μέχρι την τελεσίδικη δικαστική κρίση επ’ αυτής, μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στην επιχειρηματική λειτουργία της και αδυναμία της να ανταποκριθεί σε τυχόν ανειλημμένες οικονομικές της υποχρεώσεις, αλλά και λόγω κινδύνου οικονομικής αφερεγγυότητας πλέον των εναγομένων, καθώς ο δεύτερος εναγόμενος, που ενέχεται από το ίδιο επίδικο ιδιωτικό συμφωνητικό έναντι της ενάγουσας, φέρεται να έχει ήδη προβεί σε εκποίηση μεγάλου μέρους της ακίνητης περιουσίας του σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ.128/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 907, 908 παρ.1 εδ.α΄ και περ.στ΄ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, πρέπει οι ηττηθέντες στη δίκη εναγόμενοι να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, λόγω της εν όλω ήττας τους και της αντίστοιχης εν όλω νίκης αυτής στην παρούσα δίκη, κατά παραδοχή του σχετικού αγωγικού αιτήματος (άρθρα 176, 180 παρ.3, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 63 παρ.1 (ι) περ.β΄, 68 παρ.1, 84 παρ.1 του Ν.4194/2013/Κώδικας Δικηγόρων), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης. Τέλος, επειδή το έννομο συμφέρον δεν κρίνεται εκ των προτέρων, αλλά ενόψει συγκεκριμένου περιεχομένου προσβαλλόμενης απόφασης -στην έκταση που θα προσβληθεί- σε σύγκριση προς το περιεχόμενο της συγκεκριμένης ανακοπής, λαμβανομένων υπόψη και των ισχυρισμών του ανακόπτοντος, έτσι ώστε να διαπιστωθεί η ύπαρξη βλάβης του από την προσβαλλόμενη απόφαση και να αξιολογηθεί αν η ανακοπή αποτελεί ικανό και αναγκαίο μέσο για την αποτροπή της βλάβης του, με συνέπεια μόνο το δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας να έχει την εξουσία, ερευνώντας το παραδεκτό της, να αποφανθεί για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος (ΟλΑΠ 15/2001 ΤΝΠ Νόμος), πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση που οι ερημοδικαζόμενοι εναγόμενοι ασκήσουν ανακοπή κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.
ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των απολιπομένων εναγομένων κατά της απόφασης αυτής, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους ως εις ολόκληρον και αλληλεγγύως ενεχόμενους, οφειλέτες, να καταβάλουν στην ενάγουσα, ως δανείστρια, το συνολικό (υπόλοιπο οφειλόμενο) ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων εκατόν πενήντα έξι (33.156) ευρώ, νομιμοτόκως από τη συμφωνηθείσα μεταξύ τους δήλη ημέρα της 11-12-2016, σύμφωνα με το από 5-12-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, ρύθμισης και διακανονισμού του, που κατήρτισαν μεταξύ τους, και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή υπέρ της ενάγουσας και κατά των εναγομένων την ως άνω καταψηφιστική διάταξη της παρούσας, έως του ποσού των δεκαεπτά χιλιάδων (17.000) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, την οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων πενήντα (1.350) ευρώ, για την παρούσα δίκη.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις -6-2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ