ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
2317/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΑΚ – ΕΑΚ αγωγής: 8900 – 4629/2016
ΓΑΚ – ΕΑΚ κλήσης: 6366 – 2786/2018
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 29 Ιανουαρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Της κυπριακής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία …” που εδρεύει στη Λ. και εκπροσωπείται νόμιμα, και
2) …, κατοίκου …, οι οποίοι προκατέθεσαν προτάσεις διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Κωνσταντίνου ΔΕΔΕ (ΑΜ 24322 ΔΣΑ), δυνάμει του πληρεξουσίου εγγράφου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του Σ. Μ. και δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν, κατά τη συζήτηση, από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) … και
2) …, κατοίκου …, οι οποίοι προκατέθεσαν προτάσεις δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, Μαρίας ΜΑΛΑΜΑ -ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΠΙΟΥ (ΑΜ 32442 ΔΣΑ), δυνάμει των από 13-11-2018 πληρεξουσίων εγγράφων με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής των ανωτέρω δύο διαδίκων και δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, από πληρεξούσιο δικηγόρο.
3) Της εταιρείας με την επωνυμία … η οποία εδρεύει στις Ν. Μ. και εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από το …, για την οποία δεν προκατατέθηκαν προτάσεις, ούτε παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε, κατά τη συζήτηση, από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 4-11-2016 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό-ειδικο αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 8900-4629/10-11-2016, η οποία νομίμως επανήλθε προς συζήτηση μετά παραπομπή στο Ναυτικό Τμήμα του Δικαστηρίου δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2313/2018 απόφασης του με την από 8-6-2018 και με γενικό-ειδικο αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 6366-2786/2018 κλήση, η συζήτηση της οποίας (αγωγής), μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε με την από 21-12-2018 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως αποδεικνύεται από τις νόμιμα προσκομισθείσες μετ’ επίκλησης από τους ενάγοντες υπ’ αριθμ. … και υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης (σε συνδυασμό η δεύτερη με τα από … αποδεικτικά κατάθεσης στο ΑΤ Μοσχάτου – Ταύρου και ΕΛΤΑ Ομονοίας) του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, Δ. Π., ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής και της κλήσης με την οποία επανήλθε αυτή νομίμως προς συζήτηση, αντίστοιχα, επιδόθηκε στην τρίτη εναγόμενη, νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 110, 122, 123, 124, 125, 128§4, 129§§1 (και 2 ως προς την επίδοση της κλήσης), 215§2 του ΚΠολΔ. Επιπρόσθετα, από την επισκόπηση των έγγραφων της δικογραφίας προκύπτει το εμπρόθεσμο [κατά την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 237 του ΚΠολΔ] της κατάθεσης των προτάσεων των λοιπών διαδίκων, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, για τις διενεργηθείσες από αυτήν πράξεις της προδικασίας (άρθρα 96§1, 104, 237§1 του ΚΠολΔ) και την παράστασή τους στο ακροατήριο. Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι, παρότι η υπό κρίση αγωγή επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην τρίτη εναγομένη, η τελευταία δεν έλαβε μέρος στη δίκη με την κατάθεση προτάσεων. Κατ’ ακολουθίαν, η τρίτη εναγόμενη πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 §§1,2 του ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή, η οποία νομίμως επανήλθε προς συζήτηση με την από 8-6-2018 και με γενικό-ειδικο αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 6366-2786/2018 κλήση μετά παραπομπή στο Ναυτικό Τμήμα του Δικαστηρίου δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2313/2018 απόφασης του, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι στις αρχές Αυγούστου του 2010 οι εναγόμενοι προσέγγισαν τον δεύτερο εξ αυτών, με τον οποίο είχαν επαγγελματικές σχέσεις ως ναυλομεσίτη και κεντρικό ναυτικό πράκτορα της … στο λιμένα της Ηγουμενίτσας, με σκοπό να τον πείσουν να συνεργαστεί μαζί τούς, ώστε εκείνος να χρηματοδοτήσει την αγορά του φορτηγού πλοίου διεθνών πλόων με την ονομασία … με αντάλλαγμα τη μεταβίβαση στην πρώτη των εναγόντων, συμφερόντων του δευτέρου εξ αυτών, αντίστοιχο με την αξία της χρηματοδότησης ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας με την επωνυμία … που θα διαχειριζόταν το παραπάνω πλοίο. Ότι οι εναγόμενοι, προκειμένου να επιτύχουν τη συμμετοχή του στο παραπάνω εγχείρημα, διαβεβαίωναν τον δεύτερο των εναγόντων ότι η παραπάνω εταιρεία θα αποκόμιζε αρκετά κέρδη, αφού αυτή η επιχειρηματική ενέργεια, στην οποία οι εναγόμενοι προέβησαν, ήταν μία ολοκληρωμένη και επιτυχημένη εμπορική κίνηση. ‘Οτι, κατόπιν των διαβεβαιώσεων των εναγομένων αλλά και της εμπιστοσύνης που είχε σε αυτούς, λόγω της πολυετούς εμπορικής του συνεργασίας μαζί τους, ο δεύτερος των εναγόντων πείσθηκε και, στη συνέχεια, υπεγράφη, στην Αθήνα, στις 24/08/2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, μεταξύ αφενός της πρώτης των εναγόντων, της οποίας το σύνολο των μετοχών κατέχει ο δεύτερος ενάγων, και αφετέρου της τρίτης των εναγομένων, σύμφωνα με το οποίο, η πρώτη θα λάμβανε ποσοστό 4% επί του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας με την επωνυμία …, ήτοι 20 μετοχές από το σύνολο των 500, αντί τιμήματος 290.000 δολαρίων, συμμετέχοντας με αυτό τον τρόπο κατά την ανωτέρω συμφωνία σε ποσοστό 4% στο μετοχικό κεφάλαιο και στα κέρδη της τελευταίας εταιρίας, που θα προέρχονταν από την εκμετάλλευση του υπό αγορά φορτηγού πλοίου με την ονομασία …. Ότι ο δεύτερος των εναγόντων στις 09/09/2010 κατέθεσε το ποσό των 290.000 δολαρίων (228.000 ευρώ) σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσαν ο πρώτος και δεύτερος των εναγομένων και στο όνομα της ναυτικής εταιρίας τους με την επωνυμία … καθ’ υπόδειξη τους. Ότι στη συνέχεια αγοράστηκε το πλοίο με την ονομασία … τιμήματος 7.250.000 δολαρίων και ξεκίνησε η εμπορική του εκμετάλλευση από την εταιρία με την επωνυμία …, πλην όμως παρά την παρέλευση έτους από την υπογραφή του συμφωνητικού και παρά τις συνεχείς οχλήσεις των εναγόντων για την καταβολή μερίσματος από τα κέρδη, η εταιρεία δεν διένειμε μέρισμα. Ότι στις 6-7-2012 οι ενάγοντες πληροφορήθηκαν από τον δεύτερο των εναγομένων ότι το παραπάνω πλοίο πωλήθηκε με τίμημα σημαντικά χαμηλότερο από εκείνο που είχε καταβληθεί για την αγορά του και δη αντί ποσού 2.712.480 δολαρίων, εκ του οποίου η πρώτη των εναγόντων δικαιούνταν να λάβει το ποσό των 108.499 δολαρίων, το οποίο αντιστοιχούσε στο ποσοστό που κατείχε (4%) επί του κεφαλαίου της εταιρίας … το οποίο, ωστόσο, ουδέποτε της αποδόθηκε. Ότι στις παραπάνω ενέργειες οι εναγόμενοι προχώρησαν με σκοπό να προσπορίσουν στους εαυτούς τους παράνομο περιουσιακό όφελος, ζημιώνοντας αντίστοιχα την περιουσία των εναγόντων, διαπράττοντας την άδικη πράξη της απάτης, παριστώντας ψευδή γεγονότα ως αληθή, αφού γνώριζαν εξ αρχής ότι δεν θα απέδιδαν κανένα ποσό, είτε ως μέρισμα επί των κερδών, είτε ως ποσοστό από την πώληση του παραπάνω πλοίου. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούν, όπως το αγωγικό αίτημα ετράπη παραδεκτώς με τις προτάσεις που κατέθεσαν εξ ολοκλήρου από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρο 223 ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι τους οφείλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, το ποσό των διακοσίων είκοσι οκτώ χιλιάδων ευρώ (228.000€) για την αποκατάσταση της περιουσιακής τους ζημίας, συνεπεία της απατηλής συμπεριφοράς των εναγομένων και το ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €), ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επικουρικώς δε, ζητούν το παραπάνω ποσό των διακοσίων είκοσι οκτώ χιλιάδων ευρώ (228.000 €) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσης με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ακόμη, ζητούν να απαγγελθεί σε βάρος του πρώτου και δεύτερου των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, η οποία ζητούν να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή. Τέλος, ζητούν να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά τους έξοδα και την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου τους.
Η αγωγή αυτή παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου (άρθρα 1, 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2, 46 ΚΠολΔ και 51 παρ.3 του Ν. 2172/1993) και συζητείται κατά την τακτική διαδικασία. Ακολούθως, ενόψει του ότι η ένδικη διαφορά έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου. Λαμβάνοντας υπόψη τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή πραγματικά περιστατικά και δη ότι ο τόπος επελεύσεως της ζημίας της ενάγουσας είναι η Ελλάδα, όπου κατοικεί ο δεύτερος εναγόμενος μοναδικός μέτοχος της πρώτης εναγομένης κι ότι στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό έλαβε χώρα η αποδιδόμενη στους εναγόμενους αδικοπρακτική συμπεριφορά, κατά το άρθρο 4 του Κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11-7-2007 («Ρώμη ΙΙ», τεθείς σε ισχύ κατά το άρθρο 32 αυτού στις αδικοπραξίες που τελέστηκαν από τις 11.1.2009) εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό (βλ. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη – Πασιά/Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, στ΄έκδ., σελ. 344 – 345), δεδομένου ότι στην περίπτωση που τα πραγματικά περιστατικά που υλοποιούν την αδικοπραξία, μεταξύ των οποίων και η επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, συντελούνται στο έδαφος περισσότερων πολιτειών, στο ζημιωθέντα απόκειται η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου (ΑΠ 903/2010, ΧρΙΔ 2011.353, ΑΠ 295/2000, Νόμος). Η αγωγή ως προς τους δύο πρώτους εναγόμενους είναι κατά την κύρια βάση της νόμιμη, ερειδόμενη στα άρθρα 914 σε συνδυασμό με 386 ΠΚ (ΑΠ 1269/2017, Νομος, ΑΠ 816/2013, Νομος), 932, 926, 298, 346, 480 επ. ΑΚ, 907, 908δ΄, 1047 (η επικαλούμενη ηλικία του πρώτου εναγόμενου αφορά το ουσία βάσιμο του αιτήματος προσωποκράτησης και όχι τη νομιμότητα αυτού), 176 ΚΠολΔ και πρέπει να εξεταστεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Ως προς την τρίτη εναγόμενη η αγωγή κατά την κύρια από αδικοπραξία βάση της είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, καθώς οι ενάγοντες επικαλούνται ανθρώπινη και δη απατηλή συμπεριφορά (βλ. Γεωργιάδη σε ΕρμΑΚ, Γεωργιάδη Σταθόπουλου, άρθρο 914, αριθμ.8) και δεν επικαλούνται σχέση πρόστησης μεταξύ των δύο πρώτων εναγομένων και της τρίτης εναγόμενης, οπότε προκύπτει ευθύνη από αδικοπραξία για νομικό πρόσωπο (ΑΠ 1893/1984, ΝοΒ 1985.1555). Ως προς την επικουρική βάση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η αγωγή είναι απορριπτέα ως προς όλους τους εναγόμενους ως αόριστη, διότι η αξίωση κατά τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό προς αναζήτηση της παροχής που καταβλήθηκε στο πλαίσιο σύμβασης μπορεί να ασκηθεί μόνον αν η σύμβαση είναι ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιοδήποτε λόγο και πρέπει τα σχετικά περιστατικά, που συνεπάγονται το ανίσχυρο ή την ανατροπή της σύμβασης και συνιστούν τη βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να τα επικαλείται ο ενάγων με την αγωγή του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, σύμφωνα με το άρθρ. 216 ΚΠολΔ, αλλιώς η αγωγή είναι αόριστη και απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΟλΑΠ 23/2003, ΝοΒ 2004.1179), ενώ, αντίστοιχα και η ύπαρξη αξίωσης αποζημίωσης από αδικοπραξία, εφόσον θεωρηθεί ως αντάλλαγμα ισάξιο προς τον πλουτισμό του υπαίτιου της αδικοπραξίας, αποκλείει τη θεμελίωση εναντίον του αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 338/2016, ΕλλΔνη 2017.1096).
Από όλα τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα εκ των σε ξένη γλώσσα συντεταγμένων νομίμως μεταφρασμένων στην ελληνική γλώσσα, ακόμη δε και των ηλεκτρονικών μηνυμάτων (μηχανικών απεικονίσεων) εξομοιούμενων ρητώς πλέον κατ’ άρθρο 444§2 ΚΠολΔ (μετά τον Ν.3994/2011) με ιδιωτικά έγγραφα, διότι ο καθορισμός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης με τρόπο μοναδικό εκ μέρους του χρήστη έχει τον χαρακτήρα ιδιωτικής υπογραφής (ΜΠρΑθ 1963/2004, Δ 2005.587, Κουσούλης, Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, 1992, σελ. 145, Νίκας, ΕΠολΔ 2017, γνμ. ΕΠολΔ, 2017, σελ. 47 με περαιτέρω παραπομπές), τα οποία λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 1698/2012, Νομος), από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση της Ε. Λ. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ηγουμενίτσας Λουκίας Αθανασίου, η οποία ελήφθη νομίμως και εμπροθέσμως κατόπιν νομίμου κλητεύσεων των εναγομένων (βλ. υπ’ αριθμ. …,… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, Δ. Π. στους πρώτο, δεύτερο και τρίτη των εναγομένων), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο πρώτος εναγόμενος είναι Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και ο δεύτερος των εναγομένων Αντιπρόεδρος της ελληνικής ναυτικής εταιρίας “… εταιρίας, πλοία της οποίας από το 2006 έως το 2012 διενεργούσε πλόες στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πάτρα – Κεφαλονιά – Ηγουμενίτσα – Κέρκυρα – Μπρίντεζι (ασχολούμενος ο πρώτος παλαιόθεν και με την εμπορική ναυτιλία δια της εταιρίας με έδρα τον Παναμά … νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα). Επίσης, ο δεύτερος ενάγων είναι ναυλομεσίτης και κεντρικός ναυτικός πράκτορας της (ανταγωνιστικής τότε προς την εταιρία των δύο πρώτων εναγομένων) ακτοπλοϊκής εταιρίας “…” στο λιμένα της Ηγουμενίτσας και μοναδικός μέτοχος της πρώτης ενάγουσας. Επ’ αφορμή δε της ως άνω επαγγελματικής δραστηριότητας τους τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα είχαν επαγγελματική γνωριμία. Οι δύο πρώτοι εναγόμενοι περί τα μέσα 2010 αποφάσισαν να αγοράσουν το φορτηγό πλοίο με την ονομασία … μετονομασθέν ακολούθως σε …. Προς το σκοπό προσέλκυσης κεφαλαίων – χρηματοδότησης της αγοράς του εν λόγω πλοίου, απευθύνθηκαν στους Ε. Λ., Π. Β. Σ. Μ. (δεύτερο ενάγοντα), με τους οποίους είχαν επαγγελματικές σχέσεις από παλαιά και με τον δεύτερο ενάγοντα κατά τα ειδικότερα προεκτιθέμενα, στους οποίους πρότειναν και εν τέλει συμφωνήθηκε ο καθένας να καταβάλει ένα χρηματικό ποσό προκειμένου να συμμετάσχει στην ανωτέρω επένδυση και να λάβει ως αντάλλαγμα το ποσοστό που αντιστοιχεί στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας με την επωνυμία … η οποία είχε ιδρυθεί προς το σκοπό αυτό στις 9 Απριλίου 2010 με έδρα τα Μ. με σκοπό τη διαχείριση του ανωτέρω πλοίου, προκειμένου να λαμβάνει κάθε μέτοχος το αντίστοιχο κέρδος από το ποσοστό του. Ειδικότερα, μεταξύ της πρώτης ενάγουσας, της οποίας μοναδικός μέτοχος είναι ο δεύτερος ενάγων, εκπροσωπηθείσας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων και της τρίτης εναγομένης, που ιδρύθηκε στις 14.7.2010 στα Μ., εκπροσωπηθείσας από τον δεύτερο εναγόμενο και με μετόχους – διευθύνοντες συμβούλους αμφότερους τους δύο πρώτους εναγόμενους υπεγράφη η από 24 Αυγούστου 2010 συμφωνία μετόχων, δυνάμει της οποίας οι εταιρίες αυτές θα συμμετείχαν στο μετοχικό κεφάλαιο της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία … καταβάλλοντας το ποσό των 290.000 δολαρίων και λαμβάνοντας ποσοστό 4% των μετοχών της εταιρίας …, ενώ το υπόλοιπο 96% ανήκε στην τρίτη εναγόμενη, με σκοπό την αγορά του ανωτέρω επίμαχου πλοίου αφετέρου δε το διορισμό των διαχειριστών του. Σύμφωνα με το άρθρο 4.1 του ανωτέρω συμφωνητικού, η πρώτη ενάγουσα δεν θα εμπλέκετο στη λειτουργία – διαχείριση του πλοίου, ούτε θα συμμετείχε στην λήψη απόφασης πώλησης του πλοίου, στην δανειοδότηση της εταιρείας, στην επιβάρυνση του πλοίου μέσω υποθήκης ή άλλου τρόπου, ενώ, σύμφωνα με τον όρο 4.2 του ίδιου συμφωνητικού, παραχωρήθηκε στην πρώτη ενάγουσα δικαίωμα υπαναχώρησης από την ανωτέρω συμφωνία και επιστροφής του ποσού των 290.000 δολαρίων ΗΠΑ μείον τυχόν μερισμάτων που θα είχε αυτή τυχόν λάβει μεταβιβάζοντας τις μετοχές της προς την τρίτη εναγόμενη και μάλιστα ανεξαρτήτως του ενδεχομένου μείωσης ή αύξησης της εμπορικής αξίας του πλοίου. Τέλος, σύμφωνα με τον όρο 4.3 κάθε 3 ή 4 μήνες θα διανεμόταν μέρος του ελεύθερου αποθεματικού, εφόσον οι λειτουργικές απαιτήσεις του πλοίου το επέτρεπαν (φροντίδα δεξαμενισμού, επισκευές, επιθεωρήσεις κλπ), όχι όμως το κόστος αποπληρωμής του δανείου για την αγορά του πλοίου, το οποίο βάρυνε αποκλειστικά την τρίτη ενάγουσα. Την ίδια ημερομηνία, όμοια συμφωνητικά συντάχθηκαν μεταξύ της τρίτης ενάγουσας και του Π. Β., καθώς και του Ε. Λ., νομίμου εκπροσώπου – διευθυντή της εταιρίας …, με καταστατική έδρα τα Μ.. Ακολούθως, σε εκτέλεση της συμφωνίας εναγόντων – εναγομένων, ο δεύτερος ενάγων κατέθεσε για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας το ποσό των 228.000 ευρώ (ισόποσο τότε των 290.000 δολαρίων ΗΠΑ) στον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό της Τράπεζας …… με δικαιούχο την εταιρίας “… (και μετόχους τους δύο πρώτους εναγόμενους καθ’ υπόδειξη των τελευταίων), ενώ η τρίτη εναγόμενη αγόρασε στις 8 Ιουλίου 2010 το φορτηγό πλοίο με την ονομασία … έτους κατασκευής 1983, σημαίας Παναμά, … μετονομασθέν ακολούθως σε … έναντι του ποσού των 7.100.000 δολαρίων από την εταιρία … Για την αγορά του ανωτέρω πλοίου κατέβαλαν από ίδια κεφάλαια οι εναγόμενοι το ποσό των 6.319.000 δολαρίων, ενώ το υπόλοιπο καλύφθηκε κατά τα ανωτέρω, ήτοι από τους Λ. Ε. (213.000 δολλάρια συμμετέχοντας στο εταιρικό κεφάλαιο με 15 μετοχές), τον Π. Β. (284.0000 δολλάρια συμμετέχοντας στο εταιρικό κεφάλαιο με 20 μετοχές), καθώς και την πρώτη ενάγουσα (290.000 δολλάρια ή 228.000 ευρώ συμμετέχοντας στο εταιρικό κεφάλαιο με 20 μετοχές). Σημειωτέον ότι μέρος των κεφαλαίων των εναγομένων και δη ποσό 2.000.000 δολλαρίων προήλθε από δάνειο που έλαβαν από την Τ. Π., με εγγραφή (πρώτης) υποθήκης επί του πλοίου. Κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους συνεργασίας, η εταιρία … δια του Ε. Λ., νομίμου εκπροσώπου – διευθυντή της, αποφάσισε να μην συμμετάσχει εν τέλει στον επιχειρηματικό κίνδυνο και υπαναχώρησε από τη σύμβαση στις 1-8-2011, κατά τα συμφωνηθέντα, αναμεταβιβάζοντας τις 15 της μετοχές και σε εξόφληση του ποσού των 206.500 δολλαρίων (καθώς είχε ήδη λάβει το ποσό των 11.000 δολλαρίων ως μέρισμα) συμφωνήθηκε η σε αυτήν μεταβίβαση από τον δεύτερο εναγόμενο του συνόλου των μετοχών της βρετανικής εταιρίας … – πλοιοκτήτριας της θαλαμηγού … αξίας 206.500 δολλαρίων ΗΠΑ και σε πλήρη εξόφληση της (εταιρίας του …), κατά τα ειδικότερα συμφωνηθέντα μεταξύ τους στις 7.5.2012 (βλ. προσκομιζόμενη από 7.5.2012 συμφωνία μεταξύ τους και ίδιας ημερομηνίας μεταβίβαση μετοχών εταιρίας … και από 3.5.2012 πρακτικά της εταιρίας …). Ομοίως δε έπραξε και ο Π. Β., προς τον οποίο ο δεύτερος εναγόμενος παραχώρησε προς εξασφάλιση του πρώτου, ενόψει της οφειλής της τρίτης εναγομένης από την εμπρόθεσμη υπαναχώρηση από τη σύμβαση, (συναινετική) προσημείωση ποσού 185.000 ευρώ σε ακίνητο του (αγροτεμάχιο) στον οικισμό Τζανετάτα Κεφαλονιάς (βλ. υπ’ αριθμ. 21/2014 απόφαση Ειρηνοδικείου Σαμαίων). Αντίθετα, οι ενάγοντες επέλεξαν να μην ασκήσουν το δικαίωμα τους υπαναχώρησης, παρά το γεγονός ότι ενημερωνόταν από τους εναγόμενους, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων και από το ηλεκτρονικό μήνυμα της 11ης.4.2011 με το οποίο επισυνάφθηκαν στον δεύτερο ενάγοντα τα αποτελέσματα χρήσεως, ο ισολογισμός, καθώς επίσης και το ισοζύγιο περιόδου 16.9.2010 έως 31.12.2010. Παρά τις προσδοκίες όμως τόσο των εναγουσών όσο και των εναγομένων, λόγω των συσσωρευμένων ζημιών ποσού 3.950.000 δολλαρίων ΗΠΑ τα δύο επόμενα έτη εκμετάλλευσης του πλοίου, οι εναγόμενοι αποφάσισαν στις 12 Μαρτίου του 2012 να πωλήσουν το πλοίο … για σκραπ στην εταιρία … στη Μ. Λ., με τιμή πώλησης (320 δολλαρία ΗΠΑ για κάθε μετρικό τόνο βάρους του πλοίου αφαιρουμένου του έρματος, ήτοι 8.476,50 μετρικοί τόνοι επί 320 δολλαρία ΗΠΑ =) 2.712.480 δολλάρια ΗΠΑ μείον 5% μεσιτική αμοιβή (ενδεικτικό και της κακής οικονομικής συγκυρίας στη ναυτιλία εκείνη την περίοδο), εκ του οποίου (ποσού) καταβλήθηκε ποσό 619.480,32 δολλαρίων ΗΠΑ στην προμηθεύτρια εταιρία …, και ποσό 147.717,59 δολλαρίων ΗΠΑ για την πληρωμή ασφαλίστρων στο … (βλ. από 12-3-2012 μνημόνιο συμφωνίας πώλησης του ανωτέρω πλοίου, όρο 21 αυτού), αφού πρώτα συναίνεσε με την από 23.4.2012 επιστολή της η ενυπόθηκος δανείστρια της τρίτης εναγομένης, Τ. Π., υπό τον όρο κατάθεσης του υπολοίπου από τα οφειλόμενο ποσό του δανείου ποσού 1.515.410,09 δολλαρίων ΗΠΑ σε λογαριασμό που τηρείτο στην ίδια σε εξόφληση της ανωτέρω χορηγηθείσας πίστωσης. Κατά τις διαπραγματεύσεις γιά την πώληση του πλοίου, ο δεύτερος ενάγων ζήτησε και έλαβε τους ισολογισμούς της εταιρείας, ώστε να προβεί σε οικονομικό έλεγχο και του προτάθηκε να του καταβληθεί το ποσό των 108.499 δολλαρίων, που αντιστοιχούσε στην αξία του 4% του μετοχικού κεφαλαίου του οποίο αυτός κατείχε, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατόπιν της πώλησης του πλοίου, την οποία όμως αυτός απέρριψε, ζητώντας την καταβολή του αρχικού ποσού των 290.000 δολλαρίων ΗΠΑ που αρχικά είχε καταβάλει, παρά τη μη άσκηση εκ μέρους του δικαιώματος υπαναχώρησης εντός της συμφωνηθείσας ενιαύσιας προθεσμίας και χωρίς να ασκήσουν οι εναγόμενοι (ούτε και με την κρινόμενη αγωγή) τα δικαιώματα τους από την συμμετοχή τους με ποσοστό 4% στην εταιρία … μετά την πώληση του παραπάνω πλοίου. Συνεπώς, ουδόλως προέκυψε ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι εκμεταλλευόμενοι την πολύχρονη γνωριμία και συνεργασία τους με τον δεύτερο ενάγοντα έπεισαν αυτόν να επενδύσει μέσω της πρώτης ενάγουσας εταιρίας συμφερόντων του στην εταιρεία …, της οποίας ήταν διαχειριστές οι ίδιοι, καταβάλλοντας προς το σκοπό αυτό το ποσό των 290.000 δολαρίων, το οποίο αντιστοιχούσε στο 4% του μετοχικού κεφαλαίου της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας παριστάνοντας ψευδώς ότι με αυτό τον τρόπο θα συμμετείχε σε μια εταιρία που θα απέφερε τεράστια κέρδη, ενώ από την αρχή γνώριζαν ότι δεν πρόκειται να δώσουν κάποιο ποσό είτε ως μέρισμα από τα κέρδη του πλοίου είτε ως αναλογούν ποσοστό από την πώλησή του, όπως ο ενάγων διατείνεται στην αγωγή του, αλλά ότι ο δεύτερος ενάγων, έμπειρος επιχειρηματίας στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις επέλεξε να αναλάβει το επιχειρηματικό ρίσκο, όπως και οι εναγόμενοι, προσδοκώντας υψηλά κέρδη από την εκμετάλλευση του φορτηγού πλοίου …, χωρίς στην απόφασή του αυτή να συμβάλουν οι διαβεβαιώσεις των δύο πρώτων εναγομένων ότι, δήθεν, η επένδυσή του αυτή θα του επέφερε τεράστια κέρδη. Η πώληση δε του πλοίου έλαβε χώρα προς αποτροπή της περαιτέρω ζημίας της εταιρίας από την συνέχιση της λειτουργίας του πλοίου ζημιούμενοι εν τέλει από την όλη επιχειρηματική κίνηση κατά μείζονα λόγο οι εναγόμενοι και δη οι δύο πρώτοι εξ αυτών, καθώς αυτοί και κατέβαλαν εξ ιδίων κεφαλαίων και τραπεζικών χρηματοδοτήσεων το μεγαλύτερο ποσό για την αγορά του πλοίου (6.319.000 δολάρια Η.Π.Α.), κίνηση στην οποία δεν θα προέβαιναν το έτος 2010, εάν γνώριζαν προκαταβολικά ότι η διαχείριση του πλοίου …” δεν θα ήταν κερδοφόρα, ζημιούμενοι κατά το ανωτέρω ποσό, και επομένως, ούτε αντικειμενικώς ούτε υποκειμενικώς αποδείχθηκε απατηλή συμπεριφορά των δύο πρώτων εναγομένων, όπως κρίθηκε και με το υπ’ αριθμ. 775/2017 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο επί συναφούς μήνυσης απεφάνθη ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί αντικειμενικά το έγκλημα της κακουργηματικής απάτης κατά συναυτουργία από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσά των 120.000 ευρώ (αρ. 1, 14, 26 παρ. 1 α, 27, 51, 52, 60, 79, 98 παρ. 2, 386 παρ. 3 εδ. β- 1 Π.Κ.), και επομένως ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά αυτών σύμφωνα με τα άρθρα 309§1α και 310§1α ΚΠοινΔ. Συνεπώς, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα να επιδικαστούν σε βάρος των εναγόντων, εν μέρει μειωμένα, καθώς το ύψος ενός εκ των κονδυλίων (ηθική βλάβη) εξαρτάται από την κρίση του Δικαστηρίου (άρθρα 176, 178§2 ΚΠολΔ) ενιαίως για τους δύο ομοδίκους που δεν εκπροσωπήθηκαν από διαφορετικό συνήγορο και δεν είχαν συμφέρον για διαφορετική εκπροσώπηση (ΑΠ 1248/1976, ΝοΒ 1977.737, ΑΠ 556/1965, ΝοΒ 1966.505, Ορφανίδης σε Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 180, αριθμ.5). Τέλος, λόγω της ερημοδικίας της τρίτης εναγομένης, θα πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από την εναγομένη (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της τρίτης εναγομένης.-
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την τρίτη εναγόμενη στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200€).-
Απορρίπτει την αγωγή.-
Καταδικάζει τους ενάγοντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, τα οποία ορίζει σε τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (4.500€).-
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …..
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ