Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

Αριθμός Απόφασης  2849 /2019

(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 6391/13-6-2017)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 3128/13-7-2017)

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

TAKTΙΚΗ ΔIAΔIKAΣIA

            ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

            ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό την 9η Ιανουαρίου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως 6391/13-7-2017 και 3128/13-7-2017 αγωγή καταβολής αποζημίωσης από τιμολόγια, μεταξύ:

           ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», μετατραπείσας ήδη σε ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στον Π……., επί της οδού … νομίμως εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ … και ΓΕΜΗ … (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. πρωτ. …/29-9-2016 Ανακοίνωση καταχώρισης της Υπηρεσίας ΓΕΜΗ του Τμήματος Μητρώου του Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς), δυνάμει της υπ’ αριθ. …/21-12-2015 πράξης της συμβολαιογράφου Πειραιά Κοραλίας Μαυροπλή, η οποία εταιρεία, δυνάμει του από 19-10-2017 εγγράφου ιδιωτικού πληρεξουσίου της … του …, κατοίκου … με …/10-11-1994, εκδ. ΙΕ΄ Τ.Α. Πειραιώς, ως νομίμου εκπροσώπου και διαχειρίστριας της ενάγουσας εταιρείας, προς τον δικηγόρο Γεώργιο Μιχαηλίδη του Ιωάννη και της Μαρίας, (ΑΜ. Δ.Σ.Π. 2893), κάτοικο Π……, επί της οδού …, με ΑΔΤ …/14-11-2003 του ΤΑ Π……, και με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής της από το ΚΕΠ του Δήμου Αθηναίων, προκατέθεσε προτάσεις διά του ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου της προτάσεις και παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της αγωγής της.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στη …, επί της οδού …, και διατηρούσας γραφείο στον Π……, επί της οδού …, ως διαχειρίστριας των Ε/Γ-Ο/Γ πλοίων με όνομα «…», «…» και «…», με ΑΦΜ …, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις ούτε παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της αγωγής.

Η ενάγουσα με την από 30-5-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 6391/13-7-2017 και 3128/13-7-2017 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 13-6-2017 και επιδόθηκε στην εναγομένη εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, στις 14-6-2017, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. …/14-6-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς … και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 8-12-2017 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 9-1-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 1, ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει, η δε εναγόμενη δεν παραστάθηκε στη δίκη ούτε προκατέθεσε προτάσεις.

               ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ, και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η ενάγουσα προκατέθεσε τις προτάσεις της και παραστάθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, ενώ η εναγομένη δεν προκατέθεσε προτάσεις ούτε παραστάθηκε κατά τη συζήτηση στη δίκη αυτή, όπως ανωτέρω σημειώνεται.

MEΛETHΣE TH  ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦTHKE  ΣYMΦΩNA ME TOΝ  NOMO

 

Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 215, 226, 237, 260 και 271 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015 και εφαρμόζονται επί αγωγών που κατατίθενται κατά την τακτική διαδικασία μετά την 1.1.2016, προκύπτει -μεταξύ άλλων- ότι, αν ένας διάδικος δεν κατέθεσε προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως και δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, θα επέρχονται κατά περίπτωση οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Το ίδιο ισχύει και αν ο διάδικος, που δεν κατέθεσε προτάσεις, παρίσταται κατά τη συζήτηση, οπότε και πάλι θα επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι βασική για την έννοια της ερημοδικίας στην τακτική διαδικασία είναι στο ισχύον δίκαιο η έννοια της κανονικής ή μη συμμετοχής του διαδίκου στη δίκη, η οποία λόγω του κυρίως έγγραφου χαρακτήρα της τακτικής διαδικασίας σημαίνει την κατάθεση των προτάσεων υπό τους όρους του άρθρου 237 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή κατάθεση προτάσεων νομίμως και εμπροθέσμως. Ο διάδικος, ο οποίος δεν καταθέτει προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ δικάζεται ερήμην, είτε παρίσταται είτε δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Και η μεν εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ενώ η νόμιμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από άλλες διατάξεις, προϋποθέτει λ.χ. την υπογραφή των προτάσεων από πληρεξούσιο δικηγόρο κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 271 ΚΠολΔ,όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015) και ισχύει από 1-1-2016 κατά το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 Ν.4335/2015 αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για τη συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή. Από τις διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ προκύπτει ότι συνέπεια της ερημοδικίας του εναγομένου και του ενάγοντος στην τακτική διαδικασία είναι το πλάσμα της δικαστικής ομολογίας και της παραιτήσεώς του, αντίστοιχα. Προτού όμως κριθεί ότι ο εναγόμενος δεν έλαβε μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή επιδόθηκε νομίμως στον εναγόμενο. Κατά την ορθότερη ερμηνεία στην τακτική διαδικασία προβλέπεται μόνο η επίδοση της αγωγής, ενώ η διατήρηση του όρου «κλήση» στη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 2, αφορά μόνο τις περιπτώσεις που υπάρχει κλήση προς συζήτηση, όπως λ.χ. στις ειδικές διαδικασίες, στον προσδιορισμό νέας συζήτησης με κλήση μετά από τη ματαίωση της αγωγής (260 παρ.2) ή στην επανάληψη της συζήτησης (254) και όχι στην τακτική αγωγή (βλ. Καλαβρό Κ.,Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος–Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 4η έκδ., σελ.87, 343, 533επ., Μακρίδου-Απαλαγάκη-Διαμαντόπουλου, Πολιτική Δικονομία, έκδ.2016, σελ.9, Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄ έκδ., σελ.472επ.).

Από την υπ’ αριθ. …/14-6-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …, που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτησή της για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εναγόμενη με θυροκόλληση στην έδρα της, μπροστά σε υπάλληλο της εναγομένης κατά δήλωσή του …, ο οποίος αρνήθηκε να παραλάβει το δικόγραφο, και μπροστά στον μάρτυρα …, κάτοικο …, αριθ…, ο οποίος προσλήφθηκε γι’ αυτόν τον σκοπό, συνακόλουθα έγινε νομότυπα κατά τη διάταξη του άρθρου 130 παρ.1 του ΚΠολΔ (άρθρα 110, 122, 123, 124, 125, 126 παρ.1 περ.γ΄, 127 παρ.1, 128 παρ.1, 2, 3, 130 παρ.1, 228, 230 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ.2, 226 παρ.1 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015). Από τον χρόνο δε της κατάθεσης της αγωγής (13-6-2017) η εναγομένη έλαβε γνώση νομίμως της έναρξης της νόμιμης προθεσμίας των εκατόν (100) ημερών για την κατάθεση προτάσεων στη συγκεκριμένη υπόθεση και την προσκομιδή όλων των αποδεικτικών μέσων και των διαδικαστικών εγγράφων της, πλην όμως ούτε προκατέθεσε τις προτάσεις της ούτε και τα αποδεικτικά της μέσα και τα διαδικαστικά της έγγραφα, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, προσκόμισε στη δίκη αυτή ούτε παραστάθηκε κατά την εκφώνηση από το πινάκιο της υπό κρίση υποθέσεως, που προσδιορίστηκε προς συζήτηση μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, με την από 8-12-2017 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, ο οποίος όρισε τον τόπο και τον χρόνο συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο στη δικάσιμο της 9-1-2018, ενόψει του ότι η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο από τη Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων στη σημερινή δικάσιμο, η οποία τους γνωστοποιείται νόμιμα κατά τον τρόπο αυτόν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 237 παρ.1-3 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 115 παρ.3, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 με βάση το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, όπου ορίζεται ότι η κατάθεση προτάσεων είναι υποχρεωτική. Ενόψει δε μη προκατάθεσης αυτών, η εν λόγω διάδικος πρέπει να θεωρείται δικονομικά απούσα και επέρχονται οι συνέπειες των διατάξεων του άρθρου 271 παρ.1, 2 εδ.α΄ και 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε αρχικά από το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 και έπειτα από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύς από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015. Συνεπώς, πρέπει να συζητηθεί η προκείμενη υπόθεση ερήμην της εναγομένης και οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας θα θεωρηθούν ομολογημένοι, αν η αγωγή κριθεί παραδεκτή και νόμω βάσιμη από το Δικαστήριο.

Περαιτέρω δε: Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ) συνάγεται ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης (ΑΠ 1988/2014 ΕΕμπΔ 2016.139, ΑΠ 776/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕΠ 954/2004 ΕΝΔ 32.342, ΕφΠειρ 110/2013 ΕΝΔ 2013.10). Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής (ΕφΠειρ 762/2013 ΕΝΔ 2013.190). Είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΕφΠειρ 228/2013 ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση της ύπαρξης εφοπλισμού του πλοίου, η έννοια του εφοπλιστή δεν έχει συνέπεια την υποβολή του στις ευθύνες του πλοιοκτήτη, αλλά ο κύριος του πλοίου ευθύνεται δια του πλοίου για τις υποχρεώσεις του εφοπλιστή, όχι, όμως, και το αντίστροφο. Ο εφοπλιστής, δηλαδή, ευθύνεται μόνο για τις δικαιοπραξίες του ιδίου ή του πληρεξουσίου του και του πλοιάρχου, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, όπως και για τις αδικοπραξίες των προστηθέντων του πλοιάρχου και πληρώματος κατ’ άρθρο 84 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 408/2008 ΕΝΔ 2009.19, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.388, βλ. Κ.Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1975,σελ.165, Δ.Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1982, σελ.292, Γεωργακόπουλου Λ., Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.2006, παρ.19), αλλά όχι παραλλήλως με τον πλοιοκτήτη, αφού δεν είναι κατά νόμο δυνατή (νοητή) η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια παράλληλη ευθύνη τους, καθότι η ανάληψη τέτοιων υποχρεώσεων από τον κύριο του πλοίου αντιστρατεύεται την ίδια την έννοια του εφοπλισμού (ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 408/2008 ό.π.). Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013.183, ΕφΠειρ 412/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 811/2013 ΕΝΔ 2014.40, ΕφΠειρ 259/2012 ΕΝΔ 2012.170). Στην περίπτωση που ο δανειστής στρέφεται κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και παραρτημάτων του. Έτσι, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού, o oποίος είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (ΑΠ 776/2010 ΕΝΔ 2011.314, ΑΠ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.1436, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 479/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 827/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 582/2014, ΕφΠειρ 110/2013 ΕΝΔ 2013.10, ΕφΠειρ 228/2013 ΕΝΔ 2014.46, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝΔ 2012.107, ΕφΠειρ 327/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 37/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝΔ 2011.32, ΕφΠειρ 795/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 82/2006 ΕΝΔ 2006.290, ΕφΠειρ 961/2005 ΕΕμπΔ 2005.799, ΕφΠειρ 574/2004 ΔΕΕ 2004.1162, ΕφΠειρ 504/2003 ΕΝΔ 2003.369, ΕφΠειρ 736/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004.926, ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003.365, ΕφΠειρ 1119/2001 ΠειρΝομ 2002.45, ΕφΑθ 7998/2001 ΕλλΔνη 2002.1474, ΕφΠειρ 114/2000 ΠειρΝομ 2000.177, ΕφΠειρ 308/1998 ΠειρΝομ 1998.196, Εφπειρ 19/1998 ΠειρΝομ 1998.58, ΠολΠρΠειρ 3105/2007 ΕΦΑΔ 2008.521, βλ. και Ι.Ρόκα/Γ.Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2015, σελ.71, §135, όπου προκρίνεται ως ορθότερη η άποψη της πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου, από την οποία πηγάζει αξίωση inremscriptae, που έχει ενοχική φύση, βλ.ΑΠ 669/1989 ΝοΒ 38.994, με σημείωση Φ.Δωρή). Η δε αγωγή για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός για την ικανοποίηση του δανειστή από το πλοίο πρέπει να στρέφεται και κατά του κυρίου του πλοίου (ΑΠ 5/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 1236/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΑΠ 1103/1996 ΕλλΔνη 38.1134, ΑΠ 581/1996 ΕλλΔνη 1998.573, ΑΠ 991/1991 ΕΕμπΔ 1992.369, ΕφΠειρ 229/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 228/2013, ΕφΠειρ 764/2012 ΕΝΔ 2013.22, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 37/2011 ΕΝΔ 2011.114, ΕφΠειρ 795/2010 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝΔ 2011.32, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 2/2008 ΕΝΔ 2008.113, ΕφΠατρ 114/2008 ΑχαΝομ 2009.423, ΕφΠειρ 408/2008 ΕΝΔ 2009.19, ΕφΠειρ 402/2007 ΕΝΔ 2007.177, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝΔ 2007.385, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.390). Συνέπεια των προδιαλαμβανομένων είναι ότι η παραπάνω ευθύνη του κυρίου του πλοίου θεμελιώνεται μόνο εφόσον αυτός εξακολουθεί να είναι κύριος του πλοίου κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της αγωγής, ενώ παύει να υπάρχει όταν κατά τον εν λόγω χρόνο έχει ήδη αποξενωθεί από την κυριότητα του πλοίου με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με τη συμβατική μεταβίβαση της κυριότητάς του, τον πλειστηριασμό του, την απώλειά του, λόγω ναυαγίου κ.λπ., οπότε δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο εάν το πλοίο φύγει από τα χέρια του λόγω μεταβίβασης της κυριότητας και δεν νομιμοποιείται πλέον παθητικά, αφού έκτοτε παύει τούτο να είναι υπέγγυο (ΑΠ 271/1998 ΕΝΔ 1998.279, ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 1992.70, ΑΠ 591/1988 ΕλλΔνη 1989/30.84, ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 228/2013 ΕΝΔ 2014.46, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΠειρ 736/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004.926, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 1394/1997 ΕΝΔ 1997.89, ΕφΠειρ 1177/1997 ΕΝΔ 1997.85, ΕφΠειρ 184/1997 ΕΝΔ 1997.58, ΕφΠειρ 54/1996 ΕΝΔ 1997.31, ΠολΠρΠειρ 395/1992 ΕΕμπΔ 1992.469). Συνακόλουθα δε,είναι δυνατή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 74 αριθ.1 εδ.β΄ ΚΠολΔ, η με τη μορφή της παθητικής ομοδικίας εναγωγή του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου για την επιδίκαση απαίτησης που προήλθε από τον εφοπλισμό του πλοίου, στο πλαίσιο θεμελίωσης νόθου παθητικής εις ολόκληρον ενοχής και προκειμένου να υπάρξει εκτελεστός τίτλος επί του πλοίου (ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.390, ΕφΠειρ 1270/1997 ΕΝΔ 1997.438, ΕφΠειρ 72/1993 ΕΝΔ 1995.43, ΕφΠειρ 293/1990 ΕΝΔ 1990.199, ΜονΠρΠειρ 4068/2013 ΕΝΔ 2013.193). Επομένως, οι δανειστές των απαιτήσεων που πηγάζουν από τον εφοπλισμό του πλοίου (εάν δεν έχουν ναυτικό προνόμιο ή δεν συντρέχει περίπτωση του 939 ΑΚ) δεν μπορούν να στραφούν κατά του πλοίου στα χέρια του νέου κυρίου, διότι δεν υπάρχει πλέον δικαίωμα παρακολουθήσεώς του. Κατά του νέου κυρίου του πλοίου δεν μπορούν να στραφούν οι πιο πάνω δανειστές ούτε βάσει της διατάξεως του άρθρου 479 παρ.1 ΑΚ, διότι η διάταξη αυτή προϋποθέτει ενοχική οφειλή και προσωπική ευθύνη του αρχικού κυρίου, η οποία όμως, όπως εκτέθηκε ήδη, δεν υπάρχει στο πρόσωπο του κυρίου του πλοίου, η ευθύνη του οποίου για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό είναι αντικειμενική και πραγματοπαγής (βλ. Κ.Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1968, παρ.43, Δ.Καμβύση,Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, υπ’ άρθρο 106, παρ.2, ΕφΠειρ 582/2014 ΕλλΔνη 2015.532, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΘεσ 1563/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΙωανν 335/2004 Αρμ 2005.1234, ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003.365, με σημείωση Γ.Θεοχαρίδη, ΕΝΔ 2003.368, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 31.453, ΕφΠειρ 503/2001 ΠειρΝομ 23.428, ΕφΠειρ 114/2000 ΠειρΝομ 22.177, ΕφΠειρ 263/1990 ΕΝΔ 20.509, ΕφΠειρ 1862/1988 ΕΝΔ 1989.183, ΕφΠειρ 1468/1987 ΕλλΔνη 29.754, ΕφΠειρ 516/1986 ΕΝΔ 14.231, ΕφΠειρ 1220/1982 ΕΝΔ 11.366, ΠολΠρΠειρ 395/1992 ΕΕμπΔ 1992.469, ΜονΠρΠειρ 3965/2005 ΕΝΔ 2006.206). Κατά συνέπεια, κρίσιμη για τη θεμελίωση της ευθύνης του αποκτώντος πλοίο, το οποίο αποτελεί “περιουσία” ή “επιχείρηση” κατά την έννοια του άρθρου 479 ΑΚ, είναι η διερεύνηση του εάν η απαίτηση του τρίτου δανειστή προέρχεται από τον εφοπλισμό του πλοίου, δηλαδή από την οικονομική εκμετάλλευση αυτού από τρίτο πρόσωπο ή από την αυτή εκμετάλλευση του από τον κύριο του πλοίου, ο οποίος καλείται στην περίπτωση αυτή πλοιοκτήτης (ΜονΠρΠειρ 3965/2005 ΕΝΔ 2006.206). Εξάλλου, για να έχουν εφαρμογή όσα παραπάνω εκτίθενται αναφορικά με την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό του απαιτήσεις, όταν η εισαγόμενη στο δικαστήριο υπόθεση περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας, θα πρέπει κατ’ επιταγή συγκεκριμένου κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου να είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο. Για εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 106 εδ.β΄ ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει λόγος, αφού αυτή δεν αποτελεί στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνα άμεσης εφαρμογής, ενόψει του ότι δεν υπάρχει στο πλαίσιο αυτό κανένα συμφέρον ή κάποιος άλλος λόγος που να δικαιολογεί έναν τέτοιο χαρακτήρα. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει ειδικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που να ρυθμίζει το θέμα. Ενόψει των ανωτέρω και σε σχέση με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις αξιώσεις τρίτων που απορρέουν από τον εφοπλισμό του ή την εκμετάλλευση αυτού στα πλαίσια χρονοναυλώσεως από τρίτους θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Η ευθύνη αυτή αποτελεί, στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εξωσυμβατική ενοχή και ειδικότερα ενοχή της οποίας το στήριγμα αναζητείται ευθέως στον νόμο. Ο πραγματοπαγής (όχι εμπράγματο) χαρακτήρας που της δίδεται, δηλαδή ευθύνη του κυρίου του πλοίου με το συγκεκριμένο αυτό περιουσιακό στοιχείο, δεν αναιρεί καθόλου τον ενοχικό χαρακτήρα της υποχρεώσεως αυτής (ΑΠ 669/1989 ΝοΒ 38.994 και σημείωση κάτω από αυτή Φ.Δωρή). Ο κύριος του πλοίου έχει δική του αυτοτελή ενοχή της οποίας απλώς το περιεχόμενο προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της συμβατικής απαιτήσεως. Συνακόλουθα, για την υποχρέωση του κυρίου, το εφαρμοστέο δίκαιο πρέπει να εξευρίσκεται και στην περίπτωση της εν λόγω εξωσυμβατικής ενοχής, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδ.β΄ ΑΚ και του άρθρου 4 §4 του Κανονισμού (ΕΚ) με αριθμό 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), με έναρξη εφαρμογής τη 17η.12.2009, που αντικατέστησε την Κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 (Ν.1792/1988), δηλαδή να εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέεται στενότερα, για τον ίδιο λόγο που συμβαίνει και στις ενοχές από σύμβαση,όταν αδρανήσει η βούληση των μερών (ΕφΠειρ 366/1998 ΕΝΔ 26.420, ΕφΑθ 14059/1988 ΝοΒ 38.458). Τέτοιες δε ειδικές συνθήκες αποτελούν η σημαία του πλοίου, η έδρα των εμπλεκόμενων μερών, ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών, αλλά και η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή, περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης Πολιτείας (ΑΠ 384/2005 ΕΕμπΔ 2005.375). Το δίκαιο αυτό είναι επίσης εφαρμοστέο και προκειμένου να κριθεί αν το πλοίο είναι υπέγγυο για τα χρέη που συνήψε προς τρίτο ο εφοπλιστής ή ο εξομοιούμενος προς τον εφοπλιστή ναυλωτής (ΜονΠρΠειρ 4068/2013 ΕΝΔ 2013.193).

ΙΙ. Από τον συνδυασμό των άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω ελλείψεως ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει, όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Ο εναγόμενος προτείνων, κατ’ ένσταση, προς απόρριψη της κατ’ αυτού αγωγής, στηριζομένης σε δικαιοπραξία, που φέρεται ότι έχει συναφθεί στο δικό του όνομα, ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, ο ίδιος φέρει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιοπρακτική του δήλωση έγινε ρητώς στο όνομα άλλου, είτε τουλάχιστον ότι η ενέργειά του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενό του περιστάσεις (ΑΠ 1422/2007 ΕλλΔνη 2009.103, ΑΠ 929/2004 ΕλλΔνη 46.1661, ΕφΑθ 2044/1998 ΕλλΔνη 39.606, ΕφΑθ 6693/1997 ΝοΒ 46.650). Εξάλλου, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχειρίσεως πλοίων άλλων. Ειδικότερα, έχουν εμφανιστεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και τη στελέχωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναυλώσεως, της εισπράξεως των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρείες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, τον διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Τα πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1.500 κόρους, νηολογούνται συνήθως στην Ελλάδα ως κεφάλαια εξωτερικού (άρθρο 1 του Ν.Δ.2687/1953) και ανήκουν τις πιο πολλές φορές σε αλλοδαπές εταιρείες, δηλαδή εταιρείες που έχουν συσταθεί με βάση το δίκαιο αλλοδαπής Πολιτείας και έχουν, σύμφωνα με το καταστατικό τους, την έδρα τους σε αυτήν (άρθρο 1 του Ν.791/1978). Τη διαχείριση και αντιπροσώπευση των πλοίων των εταιρειών αυτών συνήθως έχει αλλοδαπή εταιρία, που έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.27/1975 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28 του Ν.814/1978) ή των Α.Ν.89/1967 και 378/1968 (ΑΠ 1988/2014 ΕΕμπΔ 2016.139, ΕφΠειρ 269/2016 ΔΕΕ 2016.1536, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 77/2008 ΕΝΔ 2008.211, βλ. Αντάπαση, Εκμετάλλευση του πλοίου από τον τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, Εισήγηση στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου με θέμα «Η προστασία των ναυτικών δανειστών», έκδ.Δ.Σ.Πειραιά, σελ.437επ.). Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προσλαμβάνει τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, διαθέτει τα αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για τον έλεγχο του πλοίου και τη διατήρησή του σε κατάσταση αξιοπλοïας, μεριμνά για την επιθεώρησή του και την εκτέλεση των απαραίτητων επισκευών, συνάπτει συμβάσεις εφοδιασμού του με καύσιμα, τρόφιμα, ανταλλακτικά, λιπαντικά και άλλα αναγκαία υλικά. Η ανάγκη συντονισμού της διαχείρισης και περιορισμού των εξόδων της ελληνικής πλοιοκτησίας επιδιώκεται να ικανοποιηθεί με την ανάθεση της διαχείρισης και εκπροσώπησης των πλοίων που ανήκουν σε εταιρείες ελεγχόμενες από τα ίδια φυσικά πρόσωπα, σε άλλη ιδρυόμενη για τον σκοπό αυτό από τα εν λόγω πρόσωπα. Η ενοχική σχέση που συνδέει τον διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Η κατά τα ανωτέρω ανάθεση της διαχείρισης δεν αποτελεί ενέργεια παράνομη ή αθέμιτη ούτε προσδίδει την ιδιότητα του εκμεταλλευόμενου το πλοίο στη διαχειρίστρια εταιρεία ή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει κατά κύριο λόγο αυτή και την πλοιοκτήτρια εταιρεία. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, ως άμεσος αντιπρόσωπός του (ΑΠ 689/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 497/2013 ΕΝΔ 2013.110, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΕφΠειρ 77/2008 ό.π., ΕφΠειρ 574/2004 ΕΕμπΔ 2005.373). Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον, συνεπώς, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έχει δε προσωπική ευθύνη μόνο όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 689/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114, ΕφΠειρ 548/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 5/2012 ΕΝΔ 2013.12, με παρατηρήσεις Σ.Κουμάνη, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2011.39, με παρατηρήσεις Α.Μπεχλιβάνη, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004.931). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος, κατ’ άρθρο 105 §1 ΚΙΝΔ, εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομά του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Ο διαχειριστής διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εκμετάλλευση του πλοίου, δεν έχει όμως τη βούληση να ασκήσει και δεν ασκεί εκμετάλλευση για δικό του λογαριασμό.Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από τον διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή, αυτός επωμίζεται τους οικονομικούς κινδύνους, απολαμβάνει τα κέρδη και ευθύνεται προς τους δανειστές του. Αυτοί δύνανται να στραφούν κατά του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή και να αξιώσουν την εκτέλεση της σύμβασης ή την καταβολή αποζημίωσης για τη μη εκτέλεσή της, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν από τον διαχειριστή την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους (ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13).

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσεως, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Η νομιμοποίηση είναι διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και γι’ αυτό εξετάζεται (και) αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και κατά συνέπεια η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Έτσι, ενόψει της φύσεως της νομιμοποιήσεως ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση της νομιμοποίησής του, αν και έχει συνήθως την μορφή ένστασης, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσης της αγωγής, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξή της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ελλείψει (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά το δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Πάντως, τα θεμελιωτικά, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο (ΑΠ 339/2010 Νόμος, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002.1680, ΕφΠειρ 149/2015, ΕφΘεσ 424/2010 Νόμος, ΕφΑθ 1854/2009 ΕλλΔνη 2009.1427, ΕφΙωαν 37/2005 Αρμ 2005.1774, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372). Από τον συνδυασμό των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για νομιμοποίηση του διαδίκου, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι, αφού η έλλειψη συνδρομής της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης συνεπάγεται απόρριψη της αγωγής, ως νομικά μεν αβάσιμης, στο στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητάς της, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης σε περίπτωση μη απόδειξης, στο στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας των επικληθέντων προς θεμελίωσή της πραγματικών περιστατικών (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1157/2017, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος).

Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι στα πλαίσια της εμπορικής δραστηριότητάς της κατά τον μήνα Μάιο του έτους 2013 προήλθε σε διαδοχικές συμφωνίες πώλησης με την εναγομένη, ως διαχειρίστρια των πλοίων με όνομα «…», «…» και «…», προκειμένου να τα προμηθεύσει με διάφορα εφόδια και υπηρεσίες για τις ανάγκες τους, σε εκτέλεση των οποίων συμφωνιών, παρέδωσε τα πωληθέντα αυτά προϊόντα στα πλοία, όπως αναλυτικά αναγράφονται στα επίδικα τιμολόγια και δελτία αποστολής κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδος πώλησης, τα οποία εξέδωσε στο όνομα της εναγομένης διαχειρίστριας και εμπεριέχονται στην αγωγή, τεθέντων σε έκαστον των δελτίων αποστολής της υπογραφής του πλοιάρχου των ως άνω πλοίων και της σφραγίδας αυτού. Ότι αν και τα ανωτέρω τιμολόγια-δελτία αποστολής έπρεπε να είχαν πληρωθεί κατά την αναγραφόμενη σε αυτά ημερομηνία έκδοσης εκάστου, εντούτοις δεν εξοφλήθηκαν, παρά τις επανειλημμένες έγγραφες και προφορικές οχλήσεις της ενάγουσας προς αυτήν, ως υπόχρεη προς πληρωμή τους. Ότι η εναγομένη οφείλει ως αντίτιμο των τιμολογίων-δελτίων αποστολής αυτών το συνολικό ποσό των 45.519,97 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της ημερομηνίας έκδοσης εκάστου εξ αυτών και μέχρι την εξόφλησή τους, το οποίο αρνείται να της καταβάλει έχοντας καταστεί υπερήμερη ως προς την εκπλήρωση της παροχής της για την αξία των τιμολογίων-δελτίων αποστολής  από την επομένη της αναγραφόμενης σε αυτά ημέρας έκδοσής τους, άλλως και επικουρικώς σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, το ίδιο ποσό των 45.519,97 ευρώ, νομιμοτόκως, καθόσον η εναγομένη κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας κατά το αντίστοιχο συνολικό ποσό των τιμολογίων-δελτίων αποστολής, χωρίς νόμιμης αιτία και πρέπει να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή η παρούσα απόφαση, διότι από την επιβράδυνση στην εκτέλεσή της η ενάγουσα θα υποστεί σημαντική περιουσιακή ζημία, αφού τα τιμολόγια οφείλονται από το έτος 2013 και η εναγομένη είναι παντελώς αφερέγγυα και μειωμένης περιουσιακής κατάστασης. Με αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 45.519,97 ευρώ, για τις ανωτέρω αιτίες, νομιμοτόκως από την επομένη της αναγραφόμενης σε έκαστο τιμολόγιο-δελτίο αποστολής ημερομηνίας έκδοσης και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, άλλως και επικουρικώς σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας για την παρούσα δίκη, όπως ειδικότερα ορίζεται στην αγωγή εκ μέρους της ενάγουσας.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) από την κατάθεσή της, στις 13-6-2017, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. …/14-6-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …, που νομίμως προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα), και για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το e-παράβολο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού 482,14 ευρώ, που δεσμεύθηκε), αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται προς εκδίκαση με την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13 και 14 παρ.2, 25 παρ.2, 37 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ.α΄, 2 εδ.α΄, 3 περ.Α και Β στοιχ.ι΄ του Ν.2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς), το οποίο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκασή της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2, 4 παρ.1, 7 παρ.1 και 2, 62 παρ.1, 63 παρ.1, 66 παρ.1-2 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθόσον τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία και την έδρα τους στο έδαφος κράτους μέλους, όπως η Ελλάδα, ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων της, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους κι ενόψει του ότι οι εναγόμενοι, σύμφωνα με το εισαγωγικό της αγωγής, έχουν την πραγματική έδρα όπου ασκείται η κεντρική τους διοίκηση και την κατοικία τους στον ….1), αντιστοίχως, ο δε ως άνω Κανονισμός εφαρμόζεται για τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά τη 10η-1-2015. Περαιτέρω, ενόψει του ότι δεν εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο εν προκειμένω τυγχάνει προδήλως το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, που διέπει την επίδικη διαφορά, βάσει του οποίου κρίνεται και το ορισμένο, το κατά νόμο και κατ’ ουσίαν βάσιμο της αγωγής (βλ. Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ.2, σελ.12επ.), ως το δίκαιο, άλλωστε, της χώρας που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών στη συγκεκριμένη περίπτωση στην ένδικη διαφορά, και με την οποία συνδέονται στενότερα οι διάδικοι που έχουν τη έδρα τους στην ημεδαπή. Ωστόσο, αναφορικά με τη νομιμοποίηση των διαδίκων, υπό τις ανωτέρω νομικές βάσεις της αγωγής, η εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία σε καμία περίπτωση δεν νομιμοποιείται παθητικά για την άσκηση της κρινόμενης αγωγής σε βάρος της εκ μέρους της ενάγουσας, ούτε υπό τη συμβατική βάση ούτε υπό τη βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, διότι ενάγεται υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια των εν λόγω πλοίων και όχι ως εφοπλίστρια ή πλοιοκτήτρια ούτε καν ως κυρία αυτών, συνακόλουθα, δεν μπορεί να είναι ούτε αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας πωλήτριας των επίδικων αγαθών (προϊόντων) με τα οποία προμήθευσε τα ως άνω πλοία, τα οποία η εναγομένη απλώς διαχειρίζεται, δεν της ανήκουν κατά κυριότητα ούτε και προέβη σε εφοπλισμό αυτών, κάτι τέτοιο ουδόλως εκτίθεται στην αγωγή, ούτε σε ναύλωση αυτών ούτε εκτίθεται καν ότι τα διαχειριζόταν κατά την κρίσιμη επίδικη περίοδο αγοράς των ως άνω επίδικων πωληθέντων προϊόντων στο όνομά τους και για δικό της λογαριασμό, καθόσον είναι σαφής η αναφορά ότι επρόκειτο μόνο για διαχειρίστρια των εν λόγω πλοίων, με ό,τι συνεπάγεται τούτο, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα στις υπό στοιχ. Ι και ΙΙ νομικές σκέψεις της παρούσας. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν εκτίθεται στην αγωγή με συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ότι η εναγομένη υπήρξε αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας στις επίδικες συμβάσεις πώλησης, αλλά ούτε και ότι η ενάγουσα από τη συμπεριφορά της απέναντί της απεκόμισε την εντύπωση ότι η εναγομένη λειτουργούσε στο όνομα και για λογαριασμό της και όχι για λογαριασμό άλλου ή έστω ότι αγνοούσε ότι η εναγομένη ενεργούσε για λογαριασμό άλλου κατά την προμήθεια (αγοραπωλησία) των ν λόγω προϊόντων στ προαναφερόμενα πλοία, ώστε να ενέχεται η ίδια απέναντί της ως αντισυμβαλλόμενη (αγοράστρια αυτών), κατά τις διατάξεις των άρθρων 211-212 ΑΚ, ενόψει δε του ότι τη χαρακτηρίζει ως διαχειρίστρια των πλοίων που προμηθεύτηκαν τα πωληθέντα προϊόντα και είναι γνωστό στους ναυτιλιακούς κύκλους βεβαίως ότι η διαχειρίστρια δεν είναι κυρία ή πλοιοκτήτρια ή εφοπλίστρια του πλοίου, αλλά ότι ενεργεί για λογαριασμό άλλου και δη του κυρίου, εφοπλιστή, πλοιοκτήτη, ναυλωτή κλπ. Και γενικώς ως διαχειρίστρια ενεργεί ναυτικές και θαλάσσιες εργασίες για λογαριασμό άλλου και όχι του εαυτού της, συνακόλουθα, δεν αντλεί οφέλη από την προμήθεια των εν λόγω προϊόντων (υλικών, υπηρεσιών κλπ.), αλλά ούτε και ενέχεται συμβατικά ή έστω από αδικαιολόγητο πλουτισμό για όσα απέκτησε με νόμιμη ή όχι αιτία ως συμβατικό αντάλλαγμα ή ως αδικαιολόγητο πλουτισμό στα πλοία, τα οποία δεν εκτίθεται συγκεκριμένα ότι είναι δικά της, αλλά ότι απλώς τα διαχειρίζεται, ήτοι τα εκμεταλλεύεται στο όνομα και για λογαριασμό άλλου, ο οποίος ουδόλως κατονομάζεται στην αγωγή ποιος είναι, εάν το πράτει η εναγομένη για λογαριασμό κυρίου, πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή ή οποιουδήποτε άλλου, αφού ενάγεται μόνο ως διαχειρίστρια των εφοδιαζόμενων ως άνω πλοίων, καθόσον έτσι συνάγεται ότι ενήργησε για λογαριασμό άλλου και όχι αυτοτελώς ως αγοράστρια, αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας. Από δε την παραδεκτή επισκόπηση των επίδικων τιμολογίων και δελτίων αποστολής δεν προκύπτει οτιδήποτε διαφορετικό, καθώς ακόμη και η αναγραφή της επωνυμίας της εναγομένης και του ονόματος εκάστου πλοίου δεν είναι δεσμευτική ούτε και αποκλειστικώς δηλωτική της ιδιότητάς της ως αντισυμβαλλομένης, αγοράστριας, κυρίας, πλοιοκτήτριας ή εφοπλίστριας των προαναφερόμενων πλοίων, αλλά κάλλιστα κατά τις ισχύοντα και ειωθότα στις ναυτιλιακές συναλλαγές μπορεί η εναγομένη να αναγράφεται και ως διαχειρίστρια ακόμη των εν λόγω εφοδιαζόμενων και υπ’ αυτήν διαχειριζόμενων πλοίων. Άλλωστε ούτε σαφές είναι ούτε ορισμένα εκτίθεται στην αγωγή ότι επιδιώκεται εκ μέρους της ενάγουσας η άρση της νομικής προσωπικότητας της παραπάνω εναγομένης εταιρείας για να συνδεθεί ήδη από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης ως οφειλέτης αγοραστής έναντι αυτής ως πωλήτριας, αφού ουδόλως εκτίθενται τα αναγκαία περιστατικά για το ορισμένο της αγωγής ως προς τη συγκεκριμένη συμβατική βάση της και για την παθητική νομιμοποίησή της βάσει της ενδοσυμβατικής ευθύνης. Ως εκ τούτου, απορριπτέα τυγχάνει η συγκεκριμένη νομική βάση της αγωγής έναντι της εναγομένης ελλείψει παθητικής νομιμοποίησής της, αφού δεν είναι αντισυμβαλλόμενη και λόγω αοριστίας ως προς τη θεμελίωση ενδοσυμβατικής της ευθύνης από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης, για τις οποίες ασαφώς συνάγεται ότι ενήργησε ως όργανο του νομικού προσώπου έτερου αγοραστή και όχι αυτοτελώς ως αντισυμβαλλόμενη (ΑΚ 70-71), λαμβάνοντας υπόψη τον αυστηρό διαχωρισμό του νομικού προσώπου αυτής ως διαχειρίστριας και μόνο σε σχέση με την πραγματική αντισυμβαλλόμενη για λογαριασμό της οποίας ενήργησε και η οποία έχει νομική σχέση κυριότητας ή πλοιοκτησίας ή εφοπλισμού ή εκναύλωσης ή ναύλωσης ή οποιαδήποτε άλλη με τα επίδικα ως άνω πλοία, οπότε δεν μπορεί να ενέχεται νομικά καθ’ οιονδήποτε τρόπο, προσωπικά και ατομικά, συμβατικά ή από τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, η ίδια με την ατομική περιουσία της, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αρχική υπ’ αριθ. ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας και ενώ ουδόλως ορισμένα εκτίθεται στην αγωγή ποιος φέρει την ιδιότητα συγκεκριμένα του κυρίου ή πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή ή εκναυλωτή ή ναυλωτή κλπ. στα επίδικα πλοία, για λογαριασμό του οποίου ενήργησε η εναγομένη ως διαχειρίστρια αυτών, ώστε αυτοί να φέρουν και την αντίστοιχη συμβατική ή εκ του νόμου ευθύνη έναντι της ενάγουσας ως πωλήτριας των προμηθευόμενων προϊόντων, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αρχική υπ’ αριθ. Ι νομική σκέψη της απόφασης, συνακόλουθα, η αγωγή τυγχάνει και αόριστη σε αυτό το σημείο (άρθρα 216 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 105-106 ΚΙΝΔ). Επομένως, η αγωγή ως προς τη νομική αυτή βάση της τυγχάνει στο σύνολό της απορριπτέα ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης (μη νόμιμη στην πραγματικότητα), στην έκταση που αυτή εκτίθεται στην αγωγή ως διαχειρίστρια των επιδίκων πλοίων, διότι ο διαχειριστής δεν αναλαμβάνει προσωπική ευθύνη και δεν ενέχεται έναντι της πωλήτριας ενάγουσας, αφού ενεργεί μόνον και εμφανώς στο όνομα και για λογαριασμό των κυρίου ή πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή ή ναυλωτή ή εκναυλωτή των πλοίων που διαχειρίζεται ως άμεσος αντιπρόσωπός τους, υπό τις διατάξεις των άρθρων 211επ. ΑΚ, παρά μόνο εάν δεν είναι τούτο εμφανές και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ή εάν οι δικαιοπραξίες του υπερβαίνουν τα όρια της δοθείσας εντολής και εξουσίας τους εξ αυτών, οπότε ανακύπτει και προσωπική ευθύνη του, τα οποία ουδόλως εκτίθεται κατά τρόπο ορισμένο και σαφή στην κρινόμενη αγωγή με το σχετικό δικονομικό βάρος να φέρει η ίδια η ενάγουσα (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114, ΑΠ 476/1991 ΕΕΝ 1992.291, ΕφΠειρ 269/2016 ΔΕΕ 2016.1536, ΕφΠειρ 5/2012 ΕΝΔ 2013.12, ΕφΠειρ 586/2012 ΕΝΔ 2012.409, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2011.39, ΕφΠειρ 838/2008 ΕΝΔ 2009.13). Δικαστική δαπάνη δεν επιβάλλεται εν προκειμένω σε βάρος της ενάγουσας, διότι η εναγομένη δεν υποβλήθηκε σε τέτοια ως απολιπόμενη στην παρούσα δίκη και άλλωστε ούτε σχετικό αίτημα έχει υποβληθεί εκ μέρους της προς το Δικαστήριο (άρθρα 106, 176επ., 191 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καθοριστεί το παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της απολιπομένης εναγομένης κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ.2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, η δε ύπαρξη ή μη ειδικού εννόμου συμφέροντος για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας δεν κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο, αλλά από το δικαστήριο που θα εκδικάσει την τυχόν ασκηθησόμενη ανακοπή ερημοδικίας, ερευνώντας το παραδεκτό της ανακοπής (ΟλΑΠ 15/2001 ΤΝΠ Νόμος).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

               ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.

             ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της απολιπομένης εναγομένης κατά της απόφασης αυτής, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή στο σύνολό της.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις     -8-2019.

                      Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ