ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 3289 /2019
(Γενικός αριθμός κατάθεσης κλήσης: 12240/2015)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης κλήσης: 6938/2015)
(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 40703/2014)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 7470/2014)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ
TAKTΙΚΗ ΔIAΔIKAΣIA
ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του τη 17η Απριλίου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως 40703/2014 και 7470/2014 αγωγή καταβολής τιμήματος από πώληση καυσίμων από τιμολόγια, που επαναφέρεται προς συζήτηση με την υπ’ αριθ. καταθέσεως 12240/2015 και 6938/2015 κλήση της ενάγουσας, μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… εδρεύουσας στη … και έχει εγκατασταθεί στον Π…., επί της … κατά τις διατάξεις του Α.Ν.89/1967, όπως τροπ. με τον Ν.3427/2005 και διατηρεί υποκατάστημα (γραφείο) στη … επί της …, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη-Διονυσίου Φιλιώτη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 4026), κατοίκου …, επί της …, και κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στις Νήσους …, ως πλοιοκτήτριας του πλοίου “…”, νομίμως εμπροσωπουμένης, που δεν παραστάθηκε στη δίκη ούτε εκπροσωπήθηκε στη συζήτηση από πληρεξούσιο δικηγόρο και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ενάγουσα με την από 4-12-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 40703/2014 και 7470/2014 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και προσδιορίστηκε για συζήτηση στη δικάσιμο της 22-9-2015, οπότε και ματαιώθηκε λόγω της διεξαγωγής των εθνικών και βουλευτικών εκλογών και επαναφέρεται προς συζήτηση για την έκδοση οριστικής απόφασης με την από 25-9-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 12240/2015 και 6938/2015 κλήση της ενάγουσας, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και προσδιορίστηκε για συζήτηση στη δικάσιμο της 10-5-2016 και μετ’ αναβολή, λόγω της αποχής των δικηγόρων, στη δικάσιμο της 17-4-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου με αριθμό 2, ζητεί δε να γίνει η αγωγή της αυτή δεκτή, για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις της, η δε εναγομένη δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε στη δίκη.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται ανωτέρω.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦTHKE ΣYMΦΩNAMETOΝ NOMO
Νομίμως επαναφέρεται για την έκδοση οριστικής απόφασης με την από 25-9-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 12240/2015 και 6938/2015 κλήση της ενάγουσας, η οποία προσδιορίστηκε για συζήτηση στη δικάσιμο της 10-5-2016 και μετ’ αναβολή, λόγω της αποχής των δικηγόρων, στη δικάσιμο της 17-4-2018, η από 4-12-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 40703/2014 και 7470/2014 αγωγή της που προσδιορίστηκε για συζήτηση στη δικάσιμο της 22-9-2015, οπότε και ματαιώθηκε λόγω της διεξαγωγής των εθνικών και βουλευτικών εκλογών.
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 20 Συντάγματος και 110 παρ.2 του ΚΠολΔ, οι οποίες αποβλέπουν κυρίως στην εξασφάλιση της γνώσης των εμπλεκομένων στη δίκη μερών για τη διεξαγόμενη διαδικασία, συνάγεται ότι κάθε διάδικος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ακουστεί πριν από την έκδοση δικαστικής απόφασης που αφορά στην προσωπική ή περιουσιακή κατάστασή του και, συνεπώς, καμία συζήτηση της σχετικής υπόθεσης στο ακροατήριο δεν μπορεί να λάβει χώρα αν δεν παρίσταται ή δεν αποδεικνύεται η νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευσή του να παραστεί σε αυτήν, την δε κλήτευσή του μάλιστα, όταν ο τελευταίος απουσιάζει, οφείλει το δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως. Μάλιστα, το εν λόγω δικαίωμα της ακρόασης ισχύει σε όλα τα είδη της διαγνωστικής διαδικασίας. Ακόμη, από την προαναφερόμενη διάταξη, καθώς και εκείνες των άρθρων 110 παρ.2, 111 παρ.2 και 271 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, εάν ο εναγόμενος δεν παρασταθεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει το νόμιμο και εμπρόθεσμο της σε αυτόν επίδοσης της αγωγής και της κλήσης προς συζήτηση και, εφόσον διαπιστωθεί ότι η επίδοση δεν πάσχει, δικάζει το συγκεκριμένο απολειπόμενο διάδικο ερήμην, ειδάλλως αν διαπιστώσει την παράλειψη ή τυπικά ελαττώματα της επίδοσης, δηλαδή σε περίπτωση μη νόμιμης ή μη εμπρόθεσμης κλήτευσης, η οποία σημειωτέον κατά τα άρθρα 117 και 139 ΚΠολΔ, αποδεικνύεται μόνο με την έκθεση επίδοσης, αποτελούσα, σύμφωνα με τα άρθρα 438 και 440 ΚΠολΔ, δημόσιο έγγραφο, που ελέγχεται από το Δικαστήριο, κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη και δη χωρίς τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης λόγω μη τήρησης της απαιτούμενης προδικασίας, η δε υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με νέα κλήση. Η αποδοχή της αντίθετης θέσης θα οδηγούσε τόσο σε καταστρατήγηση της ρητά εκφραζόμενης στις προηγηθείσες διατάξεις βούλησης του νομοθέτη όσο και στην έμμεση παραγκώνιση του προβλεπόμενου από τις προμνημονευόμενες διατάξεις δικαιώματος ακρόασης, που ισχύει σε όλα τα είδη της διαγνωστικής διαδικασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 271 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 29 Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011), αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν όχι, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως (ΕφΑθ 4430/1990 ΕλλΔνη 33.910, ΕφΑθ 2143/1990 Δίκη 22.389), δεδομένου ότι υφίσταται τεκμαρτή βλάβη του τελευταίου, λόγω ακριβώς της ερημοδικίας του (άρθρο 271§3 ΚΠολΔ -βλ. σχετ. Σταυρόπουλου, ΕρμΚΠολΔ, έκδ.1979, άρθρο 228 §1ε΄, σελ.335, Μπέη, ΠολΔικ, άρθρο 228 §3, σελ.1043-1044, βλ. αναλόγως και ΕφΑθ 11416/1987 Δίκη 19.333).. Διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγομένου. Στην περίπτωση ερημοδικίας αυτού, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως.
ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 126 παρ.1 περ.γ’ ΚΠολΔ συνάγεται ότι όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, παραλήπτης του εγγράφου που επιδίδεται είναι το ίδιο το νομικό πρόσωπο στο οποίο το έγγραφο απευθύνεται, το οποίο (νομικό πρόσωπο) αναφέρεται ως παραλήπτης και στην παραγγελία προς επίδοση, απλώς η εγχείριση του εγγράφου γίνεται στο φυσικό πρόσωπο που το εκπροσωπεί σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό (Βλ. Ορφανίδη σε Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 126, σημ.4, σελ.288). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό της παραπάνω διάταξης με εκείνες των άρθρων 96, 142, 143 ΚΠολΔ συνάγεται ότι όταν εναγόμενο είναι νομικό πρόσωπο, η επίδοση του δικογράφου μπορεί να γίνει είτε στον εκπρόσωπό του, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, είτε στον αντίκλητο που διορίσθηκε με σχετική δήλωση στη γραμματεία του αρμόδιου πρωτοδικείου είτε με ρήτρα σε σύμβαση είτε στο διορισθέντα πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη στην οποία είναι πληρεξούσιος έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Επίδοση αγωγής σε τρίτο πρόσωπο για τον εναγόμενο μόνον κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, όταν τούτο προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου που το καθιστά αντίκλητο του εναγόμενου (ΑΠ 1207/2000 ΧΡΙΔ 2001.351). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 139 παρ.1 περ.β’ ΚΠολΔ συνάγεται ότι η έκθεση που συντάσσεται για την επίδοση πρέπει να περιέχει -μεταξύ άλλων- σαφή καθορισμό του εγγράφου που επιδόθηκε και των προσώπων που αφορά. Κατά το άρθρο 134 παρ.1 εδ.α’ και 3 ΚΠολΔ, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση, διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση και για δίκες στο ειρηνοδικείο, στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 η παραγγελία για επίδοση πρέπει να περιέχει με ακρίβεια τον τόπο και τη διεύθυνση του παραλήπτη της επίδοσης. Η πρώτη ως άνω διάταξη, με την οποία καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εφαρμόζεται όταν πρόκειται για πρόσωπα με διαμονή ή έδρα σε χώρα, η οποία δεν έχει προσχωρήσει σε διεθνή σύμβαση (διμερή ή πολυμερή) που έχει κυρώσει η χώρα και είναι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση, εκτός εάν πρόκειται για δίκες στο ειρηνοδικείο, οπότε η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο, και αν πρόκειται για έγγραφα που αφορούν την εκτέλεση, στον εισαγγελέα πρωτοδικών στην περιφέρεια του οποίου γίνεται η εκτέλεση. Ο αρμόδιος κατά τα παραπάνω εισαγγελέας οφείλει να αποστείλει το έγγραφο χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον υπουργό των εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει στον αποδέκτη της επίδοσης. Από τον συνδυασμό της παραπάνω διάταξης με εκείνη του άρθρου 136 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι όταν πρόκειται για επίδοση στην αλλοδαπή σε πρόσωπα που διαμένουν ή εδρεύουν σε χώρα που δεν έχει προσχωρήσει σε διεθνή σύμβαση (διμερή ή πολυμερή) που έχει κυρώσει η χώρα και είναι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτή (επίδοση) θεωρείται ότι συντελείται με την επίδοση στον εισαγγελέα. Οι παραπάνω διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν ο αποδέκτης της επίδοσης έχει γνωστή διαμονή ή έδρα στο εξωτερικό, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κύρωση με τον Ν.1334/1983 της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις. Η διεθνής αυτή σύμβαση δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των χωρών που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί η πλασματική επίδοση ως ολοκληρωθείσα με την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου ισοδύναμου δικογράφου στον εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ.1 ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλήφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, κατά τον οριζόμενο στο άρθρο 15 της συμβάσεως τρόπο. Και τούτο, για να εξασφαλίζεται η περιέλευση του εγγράφου στον παραλήπτη του, ώστε να διασφαλίζεται η θεμελιώδης αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, να αποφεύγονται έτσι οι πλασματικές επιδόσεις και η ερήμην του διαδίκου διεξαγωγή της δίκης. Ειδικότερα, με τις διατάξεις της άνω Διεθνούς Συμβάσεως, η οποία, σύμφωνα με την από 3/17-8-1983 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα από 18-9-1983, έχοντας την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος και την οποία έχει επικυρώσει και η Δημοκρατία των …, ρυθμίστηκαν τα της επιδόσεως και κοινοποιήσεως στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, όταν το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το έγγραφο έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 5 και 6 της εν λόγω Σύμβασης, αν μια πράξη δίκης ή ισοδύναμη πράξη χρειαστεί να διαβιβαστεί για τον σκοπό επίδοσης ή κοινοποίησης στο εξωτερικό σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης αυτής, όταν πρόκειται να γίνει επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει σε συμβαλλόμενο κράτος, η σχετική αίτηση απευθύνεται προς την αρμόδια αρχή της χώρας στην οποία γίνεται η επίδοση, η δε επίδοση διενεργείται είτε σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο γίνεται είτε σύμφωνα με τον τύπο ή τη διαδικασία που επιθυμεί ο επισπεύδων αρκεί να μην αντιβαίνει στη νομοθεσία του κράτους στο οποίο γίνεται η επίδοση και αποδεικνύεται από βεβαίωση που συντάσσει η αρμόδια αρχή του κράτους όπου έγινε η επίδοση, σύμφωνα με την οποία (βεβαίωση) θα προσδιορίζεται ο τύπος, η ημερομηνία εκτέλεσης της επίδοσης και το πρόσωπο που παρέλαβε το επιδοτέο έγγραφο. Επομένως, κατά τις διατάξεις της άνω Διεθνούς Σύμβασης, η επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει στην επικράτεια ενός από τα συμβαλλόμενα κράτη, που γίνεται με επίσπευση υπηκόου του άλλου κράτους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντελέστηκε από την παράδοση στον Εισαγγελέα του επιδοτέου εγγράφου, αλλά απαιτείται και η κατά τον άνω τρόπο απόδειξη ότι πράγματι η επίδοση έγινε στο πρόσωπο προς το οποίο απευθυνόταν. Κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 15 της Συμβάσεως αυτής, αν μία πράξη δίκης ή ισοδύναμη πράξη χρειαστεί να διαβιβαστεί για τον σκοπό επίδοσης ή κοινοποίησης στο εξωτερικό σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης και ο εναγόμενος δεν προσέλθει, ο δικαστής υποχρεούται να αναβάλει την έκδοση αποφάσεως για όσο χρόνο δεν διαπιστώνεται: α) είτε ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύμφωνα με τον τύπο τον προδιαγραφόμενο από τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων που συντάχθηκαν σ’ αυτό το κράτος και που προορίζονται για άτομο που βρίσκονται στο έδαφός του, β) είτε ότι η πράξη επιδόθηκε πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του σύμφωνα με άλλη διαδικασία που προβλέπεται στη σύμβαση αυτή και ότι σε καθεμία απ’ αυτές τις περιπτώσεις είτε η επίδοση είτε η κοινοποίηση ή η παράδοση έγιναν έγκαιρα, ώστε να μπορέσει ο εναγόμενος να υπερασπιστεί τον εαυτό του, η απόδειξη δηλαδή της επιδόσεως των διαβιβαζόμενων, για σκοπό επίδοσης ή κοινοποίησης στο εξωτερικό εγγράφων, πρέπει να προκύπτει είτε από το χρονολογημένο και δεόντως επικυρωμένο αποδεικτικό παραλαβής, από αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται, είτε με πιστοποιητικό της αρχής του κράτους προς το οποίο η αίτηση, που να εμφαίνει το γεγονός, τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης, έτσι που να βεβαιώνεται, όπως ήδη έχει προαναφερθεί, ότι αυτός προς τον οποίο γίνεται η επίδοση ή η κοινοποίηση έλαβε γνώση του προς επίδοση εγγράφου (AΠ 1342/2007 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου ως άνω άρθρου, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του, παρά την παρ.1, μπορούν να εκδώσουν απόφαση, ακόμη και αν δεν έχει παραληφθεί βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης, δηλαδή για την αποφυγή αναστολής της διαδικασίας επ’ αόριστον παρασχέθηκε η κατ’ εξαίρεση δυνατότητα έκδοσης απόφασης και χωρίς την προσκομιδή βεβαίωσης για την επίδοση ή την κοινοποίηση ή την παράδοση (άρθρο 15 παρ. 2), εφόσον, όμως, συντρέχουν σωρευτικά (σύμφωνα με σχετική Δήλωση της Ελλάδος κατά την προσχώρησή της στη Σύμβαση, βλ. σχετικές πληροφορίες στην ιστοσελίδα της Συνδιάσκεψης της Χάγης για το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο) οι εξής προϋποθέσεις: α) η πράξη διαβιβάσθηκε σύμφωνα με ένα από τους τρόπους που προβλέπονται σ` αυτή τη σύμβαση, β) μια προθεσμία, που ο δικαστής θα εκτιμά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και που δεν θα είναι μικρότερη από έξι μήνες, έχει παρέλθει από την ημερομηνία αποστολής της πράξης, γ) παρ’ όλες τις επίμονες ενέργειες από τις αρμόδιες αρχές του κράτους στο οποίο απευθύνεται, δεν μπορεί να ληφθεί καμιά βεβαίωση. Η προβλεπόμενη από την πιο πάνω διάταξη της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 15 της Σύμβασης δήλωση έγινε για λογαριασμό της Ελλάδος με τη ρηματική διακοίνωση από 23.11.1989 της Ελληνικής Πρεσβείας της Χάγης προς το Υπουργείο Εξωτερικών των Κάτω Χωρών. Ως εκ τούτου, συζήτηση αγωγής δεν επιτρέπεται να γίνει, εάν λείπει ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση, ο οποίος κατοικεί σε γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εφόσον δεν αποδεικνύεται η επίδοση των διαβιβαζόμενων για σκοπό επίδοσης ή κοινοποίησης στο εξωτερικό εγγράφων, η οποία πρέπει να προκύπτει είτε από το χρονολογημένο και δεόντως επικυρωμένο αποδεικτικό παραλαβής, από αυτόν προς οποίο απευθύνεται είτε με πιστοποιητικό της αρχής του κράτους προς το οποίο η αίτηση, που να εμφαίνει το γεγονός, τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης, έτσι που να πιστοποιείται ότι αυτός προς τον οποίο γίνεται η επίδοση ή η κοινοποίηση έλαβε γνώση του προς επίδοση εγγράφου, ήτοι πρέπει να βεβαιώνεται ότι η σχετική κλήση έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί σε αυτόν σύμφωνα με ένα από τους τρόπους που προβλέπονται στην πρώτη παράγραφο των άρθρων 5 και 15 της σύμβασης αυτής, ή, σε περίπτωση που δεν υπάρχει σχετική βεβαίωση, εάν δεν έχει περάσει τουλάχιστον διάστημα έξι μηνών από την παράδοση του σχετικού δικογράφου στον εισαγγελέα ή, αν, έστω και αν έχει περάσει η προθεσμία αυτή, δεν διαπιστωθεί η συνδρομή των υπόλοιπων προϋποθέσεων που σωρευτικά προβλέπονται στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου (βλ. σχετ.Β.Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, άρθρο 134, αριθ.19 έως 22, σελ.813 έως 815, τόμο Α’, έτος έκδοσης 1996, Ορφανίδη σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ, έτος έκδοσης 2000, τόμος I, άρθρο 134, αριθ.11, σελ.311-312, ΟλΑΠ 22-26/2009, ΑΠ 571/2016, ΑΠ 501/2014, ΑΠ 221/2012, ΑΠ 1305/2011, ΑΠ 34/2009, ΑΠ 1658/2009, ΑΠ 1689/2009, ΑΠ 1223/2009, ΑΠ 1342/2007, ΑΠ 144/2001 ΤΝΠ Νόμος). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η επίδοση της αγωγής με κλήση για συζήτηση αυτής, όταν στρέφεται κατά διαδίκου που είναι γνωστής διαμονής σε κράτος που έχει επικυρώσει την εν λόγω Σύμβαση ολοκληρώνεται με την πραγματική επίδοση αυτών στον εναγόμενο, η οποία αποδεικνύεται με την κατά το άνω άρθρο 15 της Συμβάσεως βεβαίωση και δεν αρκεί η κατά τα άρθρα 134 και 136 ΚΠολΔ πλασματική επίδοση στον Εισαγγελέα (ΑΠ 1396/2009 ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκείμενη περίπτωση από την επισκόπηση των ταυτάριθμων με την παρούσα απομαγνητοφωνημένων πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης προκύπτει ότι κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο η εναγόμενη εταιρεία δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε στη δίκη από πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε κατέθεσε προτάσεις, συνεπώς, δεν παραστάθηκε. Για την απόδειξη της νόμιμης κλήτευσης της, η ενάγουσα εταιρεία, που επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης, προσκομίζει μετ’ επικλήσεως στην ελληνική γλώσσα: α) την υπ’ αριθ. …/17-12-2014 έκθεση επίδοσης της αγωγής εκ μέρους του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά … προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, για την εναγομένη εταιρεία που έχει την καταστατική της έδρα στις …, β) την υπ’ αριθ. …/30-12-2015 έκθεση επίδοσης της κλήσης εκ μέρους του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά … προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, για την εναγομένη εταιρεία που έχει την καταστατική της έδρα στις …, γ) το υπ’ αριθ. πρωτ. …/10-5-2016 έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος προς την Πρεσβεία/Προξενικό Γραφείο της Ελλάδος στο Τόκυο Ιαπωνίας με θέμα επίδοση δικογράφου στην αλλοδαπή που αφορά το υπ’ αριθ. πρωτ. …/2015 από 11-1-2016 έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά για την επίδοση της συνημμένης αγωγής και για την επιστροφή του σχετικού αποδεικτικού επίδοσης απευθείας στην εισαγγελική αρχή, ενώ προσκομίζονται και τρία (3) έγγραφα στην ιαπωνική γλώσσα ως αποδεικτικά δέματος και έρευνας, ενδεχομένως, χωρίς μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, χωρίς να προκύπτει εξ αυτών εάν έγινε πραγματική επίδοση στην καταστατική έδρα της εναγομένης εταιρείας, όπως αναγράφεται στο δικόγραφο της αγωγής και στο προοίμιο της παρούσας απόφασης, άλλωστε, η ενάγουσα δεν εκθέτει κάτι πιο συγκεκριμένο και σαφές στις προτάσεις της περί τούτου, επικαλούμενη τα έγγραφα αυτά ούτε και το αποδεικνύει προσκομίζοντάς τα. Μάλιστα, ενώ επικαλείται επίδοση της κλήσης επαναφοράς της αγωγής της προς συζήτηση, μετά τη ματαίωση της αρχικώς προσδιορισθείσας συζήτησής της στη δικάσιμο της 22-9-2015, λόγω διεξαγωγής των εθνικών και βουλευτικών εκλογών που έλαβαν χώρα τότε στη χώρας μας, από κανένα έγγραφο δεν προκύπτει καν ότι η εν λόγω κλήση ως δικόγραφο απεστάλη με σχετικό έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος προς την Πρεσβεία/Προξενικό Γραφείο της Ελλάδος στο Τόκυο Ιαπωνίας με θέμα επίδοση δικογράφου στην αλλοδαπή που να αφορά το αντίστοιχο έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά για την επίδοση της συνημμένης κλήσης και για την επιστροφή του σχετικού αποδεικτικού επίδοσης απευθείας στην εισαγγελική αρχή, όπως συνέβη αντιστοίχως ως άνω για το δικόγραφο τη αγωγής. Επιπλέον δε, δεν προκύπτει τόσο για το δικόγραφο της αγωγής, όσο και γι’ αυτό της κλήσης επαναφοράς της προς συζήτηση εκ μέρους της ενάγουσας ότι τα εν λόγω δικόγραφα πράγματι επιδόθηκαν από την αρμόδια αρχή επίδοσης σύμφωνα με το δίκαιο των … στην εναγομένη και εδρεύουσα σε αυτά εταιρεία, η οποία και τα παρέλαβε για να λάβει γνώση των ως άνω δικασίμων, της αρχικώς και της μετέπειτα, κατόπιν ματαίωσής της, προσδιορισθείσας, προς εκδίκαση της αγωγής της ενάγουσας σε βάρος της, καθόσον ουδόλως προσκομίζεται καν έγγραφο από την Πρεσβεία της Ελλάδος στο Τόκυο προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά με κοινοποίηση στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος με θέμα αποστολή αποδεικτικού επίδοσης δικογράφου Υπ.Εξ., βάσει του οποίου να αναγράφεται ότι αποστέλλεται συνημμένως αποδεικτικό επίδοσης των δικογράφων της αγωγής και της κλήσης στο Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα των …, ως αρμόδιο όργανο προς επιμέλεια της επίδοσης δικογράφων κατά το δίκαιο της εν λόγω χώρας ούτε όμως και από έτερο έγγραφο ειδικότερο προκύπτει ότι η εναγομένη εταιρεία πραγματικά έλαβε τα προς επίδοση δικόγραφα στην έδρα της ή έστω ότι έγινε προσπάθεια πραγματικής επίδοσής τους σε αυτήν. Αυτό που προκύπτει σαφώς από τα προδιαλαμβανόμενα είναι ότι το δικόγραφο της αγωγής παραδόθηκε μεν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά και απεστάλη στην Πρεσβεία/Προξενικό Γραφείο της Ελλάδος στο Τόκυο Ιαπωνίας μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος, δεν προκύπτει εάν συνέβη το ίδιο και για την κλήση επαναφοράς της συζήτησης της αγωγής, ενώ δεν προκύπτει και εάν στη συνέχεια έγινε αποστολή των δικογράφων στην αρμόδια αρχή επίδοσης δικογράφων των …, ενώ πολύ περισσότερο από κανένα αποδεικτικό στοιχείο μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα δεν προκύπτει ότι έγινε πραγματική επίδοσή τους στην καταστατική έδρα της εναγομένης εταιρείας (…), διότι δεν επιστρέφεται τέτοιο αποδεικτικό ούτε και οποιαδήποτε βεβαίωση παραλαβής του εγγράφου από τον Γενικό Εισαγγελέα των … ή από κάθε άλλο αρμόδιο όργανο για την επίδοση των δικογράφων όπως έχει θεσπιστεί και ισχύει στην έννομη τάξη των …. Σε κάθε δε περίπτωση πρέπει, σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση της Χάγης, μέλος της οποίας είναι και η εν λόγω χώρα, η οποία την έχει υπογράψει, να προσκομιστεί (επιστραφεί) σχετικό έγγραφο αποδεικτικό νόμιμης επίδοσης στην έδρα της εταιρείας αυτής με βάση τις διατάξεις του εγχώριου δικαίου της περί των επιδόσεων δικογράφων, σύμφωνα με τα σχετικώς διαλαμβανόμενα στα αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας. Μάλιστα, πρέπει να προκύπτει και ο ακριβής χρόνος πραγματικής επίδοσης των δικογράφων της αγωγής και της κλήσης, διότι θα πρέπει να ελεγχθεί με βάση το χρονικό διάστημα (έξι μήνες) που απαιτείται από τη Σύμβαση της Χάγης να έχει προηγηθεί ως προϋπόθεση νόμιμης επίδοσης για να υπάρχει επαρκής χρόνος του καθ’ ου η επίδοση διαδίκου να προετοιμάσει την άμυνα και υπεράσπισή του για την ανοιγείσα με τα δικόγραφα αυτά δίκη. Επισημαίνεται ότι εν προκειμένω, ούτε καν προσκομίζεται βεβαίωση που επιστρέφεται προς απόδειξη της πραγματικής επίδοσης, αλλά αντιθέτως, η ενάγουσα αρκείται μόνο να αναφέρει επιγραμματικά στις προτάσεις της ότι έγινε επαναφορά της αγωγής με την κλήση της, μετά τη ματαίωσή της λόγω των εκλογών, την οποία επέδωσε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, ενώ στην προσθήκη-αντίκρουσή της επισημαίνει ότι η εναγομένη έλαβε γνώση της επίδοσης της αγωγής και της κλήσης της, παραλαμβάνοντας την αγωγή και την κλήση της πριν την αρχικώς προσδιορισθείσα δικάσιμο της κλήσης της, στις 10-5-2016, αλλά επέλεξε να μην παρασταθεί ή εκπροσωπηθεί, οπότε δικάστηκε η αγωγή της ερήμην της, πλην όμως από κανένα πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας που προσκομίζεται εκ μέρους δεν προκύπτουν τα κρίσιμα αυτά περιστατικά για το παραδεκτό της παρούσας συζήτησης. Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω είναι να δικάζεται εν προκειμένω ερήμην η εναγομένη, η οποία δεν παραστάθηκε στη δίκη, δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και δεν προκύπτει ολοκληρωμένη πραγματική επίδοση του δικογράφου της αγωγής και της κλήσης προς αυτήν στην καταστατική της έδρα, συνεπώς, είναι απούσα στη προκείμενη δίκη με όλες τις δικονομικές συνέπειες σε βάρος της κατ’ άρθρο 271 ΚΠολΔ, όπως στις αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης διαλαμβάνονται, ήτοι πρέπει να συζητηθεί η υπόθεση ερήμην της (άρθρο 271 §§1-2 ΚΠολΔ) και οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας θα θεωρηθούν ομολογημένοι, αν η αγωγή κριθεί παραδεκτή και νόμω βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 271 §3 ΚΠολΔ). Πλην όμως, εν προκειμένω, κατά τα προδιαλαμβανόμενα δεν προκύπτει σαφώς ότι η αγωγή επιδόθηκε εμπρόθεσμα και νόμιμα στην εναγομένη, αλλά τούτο είναι ασαφές και αβέβαιο με βάση τα προσκομιζόμενα έγγραφα και όσα εκθέτει στα δικόγραφά της η ενάγουσα, καθόσον δεν προκύπτει ότι η όλη νόμιμη προβλεπόμενη διαδικασία έχει ολοκληρωθεί κατά τις διατάξεις των άρθρων του ΚΠολΔ και της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης, βάσει των οποίων απαιτείται πραγματική επίδοση και δεν επαρκεί η πλασματική επίδοση στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, αφού η χώρα των …, που δεν αποτελεί μέλος της Ε.Ε., έχει προσχωρήσει στη Διεθνή Σύμβαση της Χάγης της 15ης-11-1965 σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, για τα οποία καμία βεβαίωση (απόδειξη) δεν προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως ούτε όμως προκύπτει από οποιοδήποτε από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, ήτοι δεν αποδεικνύεται ούτε η παρισταμένη ενάγουσα επικαλείται ή προσκομίζει βεβαίωση από την οποία να προκύπτει ότι αντίγραφο της αγωγής με κλήση προς συζήτηση κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 22-9-2015 ή της κλήσης επαναφοράς της προς συζήτηση κατά τη μετά τη ματαίωση συζήτησή της λόγω των εθνικών και βουλευτικών εκλογών κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 10-5-2016 ή κατά την παρούσα μετ’ αναβολή δικάσιμο (17-4-2018), επιδόθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως στη γνωστής διεύθυνσης στην αλλοδαπή εναγομένη εταιρεία, συνεπώς, δεν προσκομίζεται οποιαδήποτε βεβαίωση περί πραγματικής επίδοσης ούτε προκύπτει από κανένα έγγραφο ότι τα προς επίδοση δικόγραφα διαβιβάσθηκαν σε αυτήν με έναν από τους αναφερόμενους στην ως άνω Σύμβαση τρόπους. Ενόψει των προαναφερομένων, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να διακριβώσει με ασφάλεια εάν η επίδοση της κρινόμενης αγωγής στην εναγομένη έγινε νόμιμα, αφού δεν αποδείχθηκε με ασφάλεια ότι παρελήφθησαν πράγματι τα δικόγραφα της υπό κρίση αγωγής και της κλήσης επαναφοράς της με κλήση προς συζήτηση από την εναγομένη και μάλιστα εγκαίρως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ώστε να μπορέσει να προπαρασκευάσει την άμυνα της και δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα σχετικά προδιαλαμβανόμενα, πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ.1 του άρθρου 15 της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης, χωρίς, ταυτόχρονα, να πληρούνται οι όροι της παρ.2 του άρθρου αυτού, που παρέχει δυνατότητα εκδίκασης της υπόθεσης, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας εκ μέρους του Δικαστηρίου, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 271 παρ.1, 2 και ιδίως 3 ΚΠολΔ και των έννομων συνεπειών σε βάρος της εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας, να κηρυχθεί απαράδεκτη η παρούσα συζήτηση της υπόθεσης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης. Τέλος, αφενός παράβολο ανακοπής ερημοδικίας ως προς τη εναγομένη δεν ορίζεται, διότι η παρούσα λόγω του μη οριστικού χαρακτήρα της δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, και αφετέρου, δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 191 παρ.1 ΚΠολΔ, ως ισχύει, δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, όταν η απόφαση είναι μη οριστική, όπως εν προκειμένω, καθώς η κατανομή των δικαστικών εξόδων γίνεται μόνο με την έκδοση οριστικής απόφασης (βλ. σχετ. Ορφανίδη, σε Κεραμέα Κονδύλη Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, τόμο Ι, έτος έκδοσης 2000, άρθρο 191 αριθ.1, Β.Βαθρακοκοίλη, ό.π., τόμο Α’, έτος έκδοσης 1996, άρθρο 176, αριθ.8, σελ.1013, άρθρο 191, αριθ.1 και 2, σελ.1055 και 1056, Μ.Μαργαρίτη, σε Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Θεωρία-Νομολογία, τόμο Ι, έτος έκδοσης 2012, άρθρο 191, αριθ.2, σελ.332, ΕφΑθ 5011/2009 ΕλλΔνη 2010.525, ΕφΑθ 2340/2002 ΕλλΔνη 2002.1442).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης-καθ’ ης η κλήση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της από 4-12-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 40703/2014 και 7470/2014 αγωγής, που επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 25-9-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 12240/2015 και 6938/2015 κλήση της ενάγουσας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις -9-2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ