Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης

       3553/ 2019        

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 (Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. : 13223/5996/20-12-2018 αγωγή)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 24η  Σεπτεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ενάγουσας :Της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία εδρεύει στη …, με Α.Φ.Μ…., όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τις διαχειρίστριές της … και …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξουσία δικηγόρος της Σοφία Κοφινά (Α.Μ. ΔΣΠ : 3193) και δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια πληρεξουσίου δικηγόρου.

Της εναγομένης :Της ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…», πλοιοκτήτριας άλλως κυρίας του υπό σημαία … τσιμεντοφόρου πλοίου «…» η οποία  εδρεύει  στη …, πραγματικά όμως και ουσιαστικά στον … (…), όπου βρίσκονται τα γραφεία της εγκατεστημένης στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν.89/67 διαχειρίστριας του ανωτέρω πλοίου «… », όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος και δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια πληρεξουσίου δικηγόρου.

.Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 5-12-2018 με Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. : 13223/5996/20-12-2018 αγωγή της, η οποία προσδιορίσθηκε κατά τα ισχύοντα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφθηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, δεν παραστάθηκαν οι διάδικοι δια πληρεξουσίου δικηγόρου αλλά η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας προκατέθεσε προτάσεις τις οποίες ζήτησε να γίνουν δεκτές.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

        Από την υπ’ αριθμ. …/27-12-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …, που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα της κρινόμενης αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εναγομένη στον Π… όπου εδρεύει πραγματικά και βρίσκεται εγκατεστημένο γραφείο της αναφερόμενης στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής διαχειρίστριας του πλοίου της εταιρείας «… », (ΕφΠειρ 299/2006 ΕΝΔ 2007. 39, 1316/1995 Επ.Εμπ.Δικ. 1996. 570), κατ’ άρθρα 126 παρ. 1 περ. γ΄, 127 παρ.1,128 παρ. 3, 129, 228 ΚΠολΔ). Επομένως, δεδομένου ότι η εναγομένη κλήθηκς νόμιμα και εμπρόθεσμα προς συζήτηση της υπόθεσης κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση με τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο, πρέπει να δικασθεί ερήμην (βλ. άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. β’ του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 παρ. 2 του ιδίου Νόμου).

          Ι. Ο ΚΙΝΔ διακρίνει μεταξύ κυριότητας και εκμετάλλευσης του πλοίου (άρθρα 105 και 106 του Ν. 3816/1958), οι οποίες δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκη στο ίδιο πρόσωπο. Πλέον συγκεκριμένα από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105, 106 ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλ. εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Εξάλλου στις διατάξεις αυτές γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Επίσης, προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 84, 85, 105 παρ. 4 και 106 εδ. α΄ του ίδιου κώδικα, ότι ο εφοπλιστής ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες που ο πλοίαρχος συνάπτει, στα πλαίσια της εκτελέσεως των καθηκόντων του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι συμβάσεις ναυτολογήσεως των μελών του πληρώματος (άρθρο 53 του ΚΙΝΔ), από δε τη διάταξη του άρθρου 106 εδ. β΄ ΚΙΝΔ, ότι παράλληλα με εκείνον ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες αυτές και ο κύριος του πλοίου, αλλά μόνο «με το πλοίο» και μπορεί να εναχθεί γι’ αυτές.  Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρο ενοχή (481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαιτήσεως που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο. Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό. Απλώς, μόνο, είναι υποχρεωμένος να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Ενάγεται δε και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνο για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ’ αυτού (βλ. Κ. Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1968 παρ. 43, ΑΠ 624/1968 ΕΕΔ 1969, 243, ΑΠ 214/1968 ΕΕΔ 1968, 429, ΕφΠειρ 37/2011 ΕΝΔ 2011, 114, ΕφΠειρ 516/1986 ΕΝΔ 1986,231). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2 ,118 παρ.4,και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα, ώστε να καθίσταται εφικτό, στον μεν εναγόμενο διάδικο να απαντήσει, στο δε δικαστήριο να προβεί σε προσήκουσα απόδειξη. Αν δεν περιέχονται στην αγωγή τα παραπάνω ή περιέχονται αυτά με ασάφειες ή ελλείψεις, τότε αυτή καθίσταται αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Η αοριστία δε αυτή του δικογράφου δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 496/1990 ΕΕργΔ 50. 235, ΕφΠειρ 714/1999 ΠειρΝ 2000. 41). Περαιτέρω, η αοριστία της αγωγής συνιστά έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης και, γι’ αυτό, οδηγεί στην απόρριψη αυτής (αγωγής) και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, ως απαράδεκτης, γιατί τούτο (απαράδεκτο της αγωγής) ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1629/2001 ΕλλΔνη 43. 418, 365/2000 ΕλλΔνη 41. 301).

ΙΙ.Κατά το άρθρο 10 του ΑΚ η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Τα επί μέρους ζητήματα που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του.  Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής ως έδρα του νομικού προσώπου, από την οποία κρίνεται και η εθνικότητα του νομικού προσώπου (ΟλΑΠ 461/1978 ΝοΒ 27.271, EφΠειρ 811/2013, 376/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και προσδιορίζεται μεταξύ άλλων η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου κατ’ άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 2/2003, ΟλΑΠ 2/1999, ΕφΠειρ 85/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), νοείται η πραγματική έδρα, ο τόπος δηλαδή στον οποίο ασκείται πράγματι η διοίκηση του προσώπου, όπου είναι εγκαταστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, ο τόπος, στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υπόστασής του και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις, και όχι ο τυχόν διάφορος τόπος που κατονομάζεται απλώς ως έδρα στο καταστατικό του (ΟλΑΠ 2/2003, ΟλΑΠ 2/1999, ΟλΑΠ 461/1978 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απόκλιση από τον θεσπιζόμενο με το άρθρο 10 ΑΚ κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου εισάγεται με το άρθρο 1 του ν. 791/1978 για τις ναυτιλιακές εταιρείες (ΑΠ 201/2014, ΕφΠειρ 40/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠειρ 277/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με το οποίο ναυτιλιακές εταιρείες, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων (με εξαίρεση αυτές που είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες σκαφών αναψυχής) υπό ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968, διέπονται ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου, τα της λειτουργίας τους, τις  εσωτερικές τους σχέσεις, τη λύση και εκκαθάρισή τους  από το δίκαιο της καταστατικής τους έδρας κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 10 ΑΚ και 786 του ΚΠολΔ, ήτοι της χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό τους η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους (ΕφΑθ 117/1982 ΤΝΠ ΔΣΑ, Α. Τούση Γεν. Αρχαί έκδ. Β΄ παρ. 13 σελ. 145 σημ. Β. Γεωργιάδη – Σταθοπούλου ΑΚ υπ’ άρθρο 10 παρ. IV).  Το ίδιο ισχύει και ως προς τις αλλοδαπές εταιρίες πλοιοκτήτριες με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (που έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 28 του ν.814/1978, τροποποιηθεί με το άρθρο 75 παρ. 5 του ν.1892/1990 και αντικατασταθεί εκ νέου με το άρθρο 4 του ν.2234/1994, βλ. ΟλΑΠ 2/2003, ΟλΑΠ 2/1999, ΑΠ 201/2014, ΑΠ 186/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ). Η άδεια δε εγκαταστάσεως των εταιρειών αυτών στην Ελλάδα χορηγείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατά το άρθρο 25 του πιο πάνω νόμου, όπως τροποποιηθείς ισχύει, από της δημοσιεύσεως δε αυτής και μόνο επέρχονται οι έννομες συνέπειές της (ΑΠ 803/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ).

          ΙΙΙ.Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών εφόσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποιο στοιχείο θεμελιωτικό της τοπικής αρμοδιότητάς τους, κατά τις διατάξεις περί γενικών και ειδικών δωσιδικιών των άρθρων 22 έως 40 του ΚΠολΔ. Προκειμένου δε να κριθεί αν υπάρχει η διεθνής αυτή δικαιοδοσία, στο μεν δικονομικό πεδίο εφαρμόζεται αποκλειστικά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, στο οποίο και παραπέμπει το άρθρο 3 του ΚΠολΔ, ενώ στο ουσιαστικό πεδίο είναι εφαρμοστέο το δίκαιο (ημεδαπό ή αλλοδαπό), που υποδεικνύεται από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (ΕφΠειρ 77/1985 ΕΝΔ 13.445). Εξάλλου, κατά το άρθρο 36 του ΚΠολΔ, διαφορές από διαχείριση που έγινε χωρίς δικαστική εντολή μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έγινε η διαχείριση. Έτσι, αν η διαχείριση δεν έχει διεξαχθεί με δικαστική εντολή, τότε, ανεξάρτητα από την αιτία της (εντολή, διοίκηση αλλότριων κλπ.), υπάγεται στην συντρέχουσα δωσιδικία του τόπου διεξαγωγής της διαχειρίσεως (άρθρο 36 ΚΠολΔ) ή στη γενική νόμιμη δωσιδικία του τόπου κατοικίας του εναγομένου (άρθρο 22 ΚΠολΔ). Η δε δωσιδικία της διαχειρίσεως εξακολουθεί να υπάρχει και μετά, ή μάλλον κυρίως μετά, το πέρας της διαχειρίσεως (Κ. Μπέη Πολ. Δικονομία, υπ’ άρθρ. 473 σελ. 1773 και υπ’ άρθρ. 36 σελ. 238). Ως τόπος δε διεξαγωγής της διαχειρίσεως είναι εκείνος όπου έλαβαν χώρα οι πράξεις του διαχειριστή, ανεξάρτητα του πού ευρίσκεται η διαχειριζόμενη περιουσία ή του πού θα έπρεπε να είχε γίνει η διαχείριση (Σταυρόπουλο Πολ. Δικ. Υπ’ άρθρ. 36 παρ. 5 σελ. 102).

          ΙV. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ΑΚ και των άρθρων 2, 3 παρ. 1, 4 παρ 1 και 5 της συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980 και η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 1792/1988 και άρχισε να ισχύει στην Ελλάδα από 1 -4-1991 η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τις διατάξεις της συμβάσεως ή τα δεδομένα της υποθέσεως. Στο μέτρο που δεν έχει επιλεγεί το εφαρμοστέο δίκαιο από τα συμβαλλόμενα μέρη, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα. Ειδικότερα, σε σχέση με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις αξιώσεις τρίτων που απορρέουν από τον εφοπλισμό του ή την εκμετάλλευση αυτού από τρίτους θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Η ευθύνη αυτή αποτελεί, στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εξωσυμβατική ενοχή και ειδικότερα ενοχή της οποίας το στήριγμα αναζητείται ευθέως στο νόμο. Ο πραγματοπαγής χαρακτήρας που της δίδεται, δηλαδή ευθύνη του κυρίου του πλοίου με το συγκεκριμένο αυτό περιουσιακό στοιχείο, δεν αναιρεί καθόλου τον ενοχικό χαρακτήρα της υποχρεώσεως αυτής. Ο κύριος του πλοίου έχει δική του αυτοτελή ενοχή της οποίας απλώς το περιεχόμενο προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της συμβατικής απαιτήσεως. Συνακόλουθα, για την προαναφερθείσα υποχρέωση του κυρίου, το εφαρμοστέο δίκαιο, πρέπει να εξευρίσκεται και στην περίπτωση της εν λόγω εξωσυμβατικής ενοχής, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδαφ β’ ΑΚ και του προαναφερθέντος τελευταίου εδαφίου της Συμβάσεως της Ρώμης, δηλαδή να εφαρμόζεται το δίκαιο της Χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέεται στενότερα, για τον ίδιο λόγο που αυτό συμβαίνει και στις ενοχές από σύμβαση, όταν αδρανήσει η βούληση των μερών (πρβλ. σχετ. Γ. Μαριδάκη Ιδ. Διεθνές Δίκαιο παρ. 35, σελ. 50, ΕΑ 10142/ 1981 ΝοΒ 30, 679, ΕΑ 14059/1988 ΝοΒ 38, 458, ΕφΠειρ. 366/1998 ΕΝΔ 26, 420). Το δίκαιο αυτό είναι επίσης εφαρμοστέο και προκειμένου να κριθεί αν το πλοίο είναι υπέγγυο για τα χρέη που συνήψε προς τρίτο ο εφοπλιστής ή ο εξομοιούμενος προς τον εφοπλιστή ναυλωτής (ΕφΠειρ 897/2004 ΤΝΠ ΔΣΑ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα στρεφόμενη κατά της εναγομένης υπό την ιδιότητα αυτής ως πλοιοκτήτριας άλλως κυρίας, εκθέτει ότι, στα πλαίσια της δραστηριοποίησής της με αντικείμενο τον εφοδιασμό πλοίων και λοιπών πλωτών μέσων με κάθε είδους μηχανήματα και αναλώσιμα είδη συνήψε με την εναγομένη αλλοδαπή πλοιοκτήτρια του υπό σημαίας … τσιμεντοφόρου πλοίου «…», δια της διαχειρίστριας αυτού, ήτοι της εγκατεστημένης στην Ελλάδα εταιρείας «…»,η οποία ενεργούσε ως άμεσος αντιπρόσωπος της εναγομένης, από τον Απρίλιο εώς τον Οκτώβριο του 2016 τις διαλαμβανόμενες στο δικόγραφο συμβάσεις πώλησης δυνάμει των οποίων (συμβάσεων) ανέλαβε έναντι συμφωνηθέντος ανταλλάγματος, την πώληση των αναφερομένων αναλυτικά εμπορευμάτων. Ότι κατ’εκτέλεση των διαδοχικών αυτών συμβάσεων πώλησης κατόπιν παραγγελίας της εναγομένης  δια της ως άνω διαχειρίστριάς της πώλησε και παρέδωσε στο πλοίο κυριότητας της εναγομένης τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή ανά ημερομηνία, είδος, ποσότητα και αξία εμπορεύματα  συνολικής αξίας 43.950,14 ευρώ και εξέδωσε προς τούτο τα αναλυτικώς αναφερόμενα και συνημμένα στην αγωγή τιμολόγια-δελτία αποστολής αόριστης πίστωσης επ ονόματι της διαχειρίστριας καθ’υπόδειξη της εναγομένης, τα οποία παρέλαβε ανεπιφύλακτα για λογαριασμό της εναγομένης ο πλοίαρχος του πλοίου υπογράφοντας αυτά υπό την σφραγίδα του πλοίου.Ότι παρά την αρχικώς χορηγηθείσα αόριστη πίστωση, τελικώς συμφώνησε με την εναγομένη η εξόφληση του τιμήματος των ενδίκων πωλήσεων να γίνει το αργότερο μέχρι την 31η-8-2017 κι εν συνεχεία μέχρι την 31-12-2017 πλην όμως ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της και τις υποσχέσεις της εναγομένης, αμφότερες οι ως άνω τεθείσες προθεσμίες παρήλθαν άπρακτες και η εναγομένη εξακολουθεί να οφείλει το ως άνω συνολικό τίμημα των 43.950,14 ευρώ, το οποίο έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Επικαλούμενη ότι η εναγομένη ευθύνεται εκ των επίδικων συμβάσεων ως ιδιοκτήτρια άλλως επικουρικώς κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διότι κατέστη πλουσιώτερη χωρίς νόμιμη αιτία κατά το συνολικό οφειλόμενο ποσό των ένδικων πωλήσεων, με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από παραδεκτή τροπή με τις προτάσεις του αγωγικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό και παραιτούμενη του αιτήματος περί κηρύξεως της εκδοθησομένης απόφασης προσωρινά εκτελεστής,  η ενάγουσα ζητεί να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να  της καταβάλει για την ιστορούμενη αιτία το ποσό των 43.950,14 ευρώ με το νόμιμο τόκο  από την παρέλευση της 31ης-12-2017 (δήλη μέρα πληρωμής) άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, για το παραδεκτό της συζήτησης, της οποίας η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας, προσκόμισε με τις προτάσεις της την από 21-3-2019 εξουσιοδότηση κατά το άρθρο 96 και 237 παρ.1 ΚΠολΔ, ως ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015), κατέθεσε το υπ’αριθμ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΠ (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013) και για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου μετά την παραδεκτή τροπή του αιτήματος αυτής σε αναγνωριστικό, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω ποσού ( άρθρα 1,7,8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 ,14 παρ.2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον λόγω του επικαλουμένου τόπου καταρτίσεως και εκτελέσεως των ενδίκων συμβάσεων πώλησης, της πραγματικής έδρας της εναγομένης και του εγκατεστημένου γραφείου της διαχειρίστριας αυτής στον Π……. (άρθρα 33, 25 παρ. 2 , 37 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Β περ. β΄ Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Συνακολούθως, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στις υπό στοιχεία  IΙ, ΙΙΙ, ΙV νομικές σκέψεις της παρούσας το Δικαστήριο αυτό έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, 4 και 63 του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 που αντικατέστησε τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος αντικατέστησε την από 27.9.1968 Σύμβαση των Βρυξελλών, με βάση τον οποίο καθιερώνεται ως βάση της διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγομένου και τίθενται διαζευκτικά ως κριτήρια για την έδρα που έχει το νομικό πρόσωπο  η καταστατική έδρα ή η κεντρική διοίκηση ή η κύρια εγκατάσταση του νομικού προσώπου, κι εν προκειμένω στον Πειραιά, βρίσκεται σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο η πραγματική έδρα της εναγομένης. Επιπλέον  ενόψει  του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά (Ηλίας Κρίσπης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ. 2, σ. 12 επ.).Προ όμως της εξέτασης της νομιμότητας της αγωγής, πρέπει να εξετασθεί το παραδεκτό και δη το ορισμένο αυτής, που έγκειται στην εφαρμογή  δικονομικών κανόνων, επομένως εξετάζεται κατά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο και δη τα άρθρα 111 παρ. 2 ,118 παρ.4,216 ΚΠολΔ (lex fori).  Σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο Ι μείζονα πρόταση της παρούσας, η υπό κρίση αγωγή κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, καθόσον στο δικόγραφό της δεν προσδιορίζονται επαρκώς, ήτοι με σαφήνεια και συγκεκριμένη εξειδίκευση, τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων νομιμοποιείται η εναγομένη για την εναντίον της άσκηση των ένδικων αξιώσεων της ενάγουσας. Ειδικότερα, η εναγομένη, στα εισαγωγικά του  αγωγικού δικογράφου αναφέρεται ως  «πλοιοκτήτρια άλλως κυρία» του ενδίκου πλοίου, στην σελίδα 1 (στίχος 5ος πριν το τέλος) της αγωγής ως «πλοιοκτήτρια εταιρεία» που έχει στην κυριότητά της το ένδικο πλοίο, ενώ στη σελίδα 12 (στίχος 17 πριν το τέλος)  της αγωγής ότι ευθύνεται ως ιδιοκτήτρια. Επίσης στη σελίδα 1 της αγωγής στον 2ο στίχο πριν από το τέλος, αναφέρεται ότι για τις ανάγκες «διαχείρισης και εφοπλισμού» του πλοίου της είχε ορίσει διαχειρίστρια την ναυτιλιακή εταιρεία «…». Από την επισκόπηση δε των προτάσεων της ενάγουσας, όχι μόνο δεν διασαφηνίζεται η ιδιότητα της εναγομένης,ως κυρίας, πλοιοκτήτριας ή εφοπλίστριας, αλλά προκαλείται μεγαλύτερη ασάφεια καθώς εκτός από τα εισαγωγικά των προτάσεών της, όπου υπάρχει η επικουρική εναγωγή της –ομοίως με την σχετική αναφορά στα εισαγωγικά της αγωγής-ως πλοιοκτήτριας άλλως κυρίας του ενδίκου πλοίου, στο σύνολο του περιεχομένου των προτάσεων η εναγομένη αναφέρεται ως πλοιοκτήτρια του ενδίκου πλοίου. Σημειωτέον επίσης ότι στη σελίδα 5 των προτάσεων της ενάγουσας, αναφέρεται ότι το ένδικο πλοίο είχε πωληθεί από τον Δεκέμβριο του 2016, ενώ  επίσης αξιοσημείωτο είναι ότι και η διαχειρίστρια του πλοίου αναφέρεται στη σελίδα 2 των προτάσεων) ως «παλαιότερη πλοιοκτήτρια και φερόμενη ως διαχειρίστρια» της εναγομένης. Η αντιφατική όμως αυτή έκθεση των ιδιοτήτων υπό τις οποίες ενάγεται η εναγομένη και, συνακόλουθα, η σύγχρονη αναφορά πλοιοκτησίας και κυριότητας της εναγομένης επί του ιδίου πλοίου, αλλοδαπής μάλιστα σημαίας (στοιχείο σημαντικό για την εφαρμογή του κανόνα δικαίου της νομοθεσίας του κράτους σημαίας του πλοίου όσον αφορά την πραγματοπαγή ευθύνη του κυρίου στο πρόσωπο του οποίου η ευθύνη για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό είναι αντικειμενική και πραγματοπαγής), η οποία δεν είναι νοητή κατά τα οριζόμενα στην αρχική σκέψη του νομικού συλλογισμού, καθιστά το υπό κρίση δικόγραφο αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης. Η δε προπεριγραφόμενη αοριστία δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε από τις αποδείξεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης. Λόγω δε της απόρριψης της υπό κρίση αγωγής ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας,  παρέλκει η περαιτέρω εξέτασή της ως προς την βασιμότητά της είτε κατά τα κύρια είτε κατά τα παρεπόμενα αιτήματά της. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση της εκ μέρους της εναγομένης άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της. Όσον αφορά δε τα δικαστικά έξοδα,  λόγω της ήττας της ενάγουσας και της απόρριψης της αγωγής δεν θα περιληφθεί διάταξη σε βάρος της ενάγουσας περί καταβολής των δικαστικών εξόδων υπέρ της εναγομένης, ελλείψει σχετικού αιτήματος της τελευταίας λόγω της ερημοδικίας της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.

 

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσόν των διακοσίων ( 200 ) ευρώ για την εκ μέρους της εναγομένης περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις     29-10-2019,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξουσίας  δικηγόρου της ενάγουσας.

 

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ