Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

TMHMA ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

 

 

 

Αριθμός Απόφασης

    3505 /2019

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 2930/1282/2018)

ΤΟ  ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 23η Οκτωβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στον …., οδός … αριθμ. …., και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 24.502/05-07-2018 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Νάκου – Μανίσαλη, Άννα Παπακωνσταντίνου (ΑΜ/ΔΣΠ …), που υπέβαλε το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, οδό … αριθμ. …. και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 5078/11-04-2014 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Μαυρουδή, Φώτιος Σαρρής (ΑΜ/ΔΣΑ …), που υπέβαλε το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-02-2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 2930/2018 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1282/2018, και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 24-09-2018 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.

Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ζ ΚΠολΔ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 ή 117 του ίδιου Κώδικα: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου (ιστορική βάση της αγωγής], β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Τα πραγματικά περιστατικά πρέπει να είναι τόσα, όσα απαιτούνται για τη θεμελίωση της αξίωσης, να αναφέρονται αυτά με τέτοια σαφήνεια, ώστε όχι μόνο να μην αφήνεται αμφιβολία για την αξίωση του ενάγοντος που απορρέει από αυτά, αλλά ακόμη και κατά τρόπο ώστε ο εναγόμενος να έχει τη δυνατότητα άμυνας με ανταπόδειξη ή ένσταση κατά της αξίωσης του ενάγοντος. Αν λείπουν αυτά τα στοιχεία, το δικόγραφο της αγωγής είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, το απαράδεκτο δε αυτό ερευνάται και αυτεπάγγελτα, ως αναγόμενο στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη, γι` αυτό η αοριστία αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις, ούτε με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων. Διότι ναι μεν ο ενάγων μπορεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 224 εδ. β` σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 236 ΚΠολΔ, να συμπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών του, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής που αναφέρεται στην εξειδίκευση των θεμελιωτικών της αγωγής γεγονότων, δεν μπορεί, όμως, να ανα­πληρώσει περιστατικά, τα οποία, παρόλο ότι είναι αναγκαία για τη νομική της θεμελίωση, την παραγωγή, δηλαδή, του αγωγικού δικαιώματος, δεν περιλαμβάνονται στην αγωγή, δεν μπορεί, δηλαδή, να αναπληρώσει τη νομική αοριστία της αγωγής (ΑΠ 47/2017, ΑΠ 462/2017, ΑΠ 517/2017, ΑΠ 576/2017, ΑΠ 1678/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 1185/2012, ΑΠ 407/2009 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1611/2008, Δ 2008/1131, ΑΠ 1635/2008, ΔΕΕ 2009/46, ΑΠ 300/2002, ΕλλΔ/νη 2003/152, ΕφΛαμ 122/2011 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2190/2010, ΕλλΔ/νη 2011/181, ΕφΑθ 5632/2010 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 6952/2009, ΕλλΔ/νη 2011/895, ΜΕφΠειρ 144/2016 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑθ 3069/2017, ΠΠρΑθ 5910/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι προϋποθέσεις για τη γένεση ευθύνης για αποζημίωση ή (και) χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης λόγω αδικοπραξίας είναι: α) η ύπαρξη ζημιογόνου συμπεριφο­ράς (πράξης ή παράλειψης), β) ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) η υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, και δ) η κατάφαση πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, είτε ως θετική ενέργεια, είτε ως παράλειψη ορισμένης ενέργειας, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό Κανόνα Δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος. Γίνεται, ωστόσο, δεκτό ότι για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Ετσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινω­νικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα-αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 1284/2017 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νό­μος, ΑΠ 449/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκρά­της, ΑΠ 457/2011, ΧρΙΔ 2012/33, ΑΠ 405/2007, Αρμ 2008/239, ΕφΛαμ 186/2011 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 37/2009, ΕφΑΔ 2009/593). Επί τη βάσει δε των προεκτεθέντων, η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ δεν περιέχει επιταγή ή απαγόρευση, αλλά καθορίζει απλώς την κύρωση (δηλαδή την υποχρέωση αποζημίωσης), για την περίπτωση που ορισμένη πράξη είναι παράνομη λόγω της παραβίασης κάποιου Κανόνα Δικαίου. Υπ’ αυτή την έννοια, η ΑΚ 914 δεν είναι «ουσιαστικός», αλλά «λευκός» Κανόνας Δικαίου, καθώς δεν ορίζει τι επιτρέπεται ή απαγορεύεται, αλλά παραπέμπει για το χαρακτηρισμό μιας πράξης ως παράνομης ή σύννομης στο σύνολο της νομοθεσίας (αστικής, ποινικής, διοικητικής κ.λπ.), ώστε, εφόσον ορισμένη πράξη χαρακτηρισθεί βάσει της Νομοθεσίας αυτής παράνομη, η ΑΚ 914 επιβάλλει ως κύρωση την υποχρέωση για αποζημίωση, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της (ΕφΘεσ 147/2005, ΕπισκΕμπΔ 2005/168, ΕφΠειρ 25/2003, ΔΕΕ 2003/634, ΕφΑθ 4351/2002, ΕλλΔ/νη 2003/200, ΕφΑθ 4944/1993, Ελ­λΔ/νη 1996/1613, Α. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος (2η έκδοση – 2015), § 60 αριθ. 10, Γ. Γεωργιάδης, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 914 αριθ. 8). Εξάλλου, για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης προς αποζημίωση, δεν αρκεί μόνον ο χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος ως παράνομης. Περαιτέρω αυτοτελής προϋπόθεση είναι η υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, δηλαδή απαιτείται να μπορεί η συμπεριφορά του αυτή να αποδοθεί σε μια ιδιαίτερη ψυχική στάση που θεωρείται επιλήψιμη και αποδοκιμάζεται από το δίκαιο. Με τον όρο πταίσμα ή υπαιτιότητα, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ευθύνης κατά το σύστημα του ΑΚ (άρθρο 300 αυτού), εννοείται ο ψυχικός δεσμός του προσώ­που προς μια ενέργειά του ή προς το αποτέλεσμά της, ο οποίος (δεσμός) δικαιολογεί τη σε βάρος του μομφή από την έννομη τάξη με τη γένεση στο πρόσωπό του ευθύνης προς αποζημίωση. Ο ψυχικός αυτός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργειά του συνίσταται, είτε στο ότι επιδίωξε την ενέργεια αυτήν (δόλος), είτε στο ότι δεν έλαβε τα επιβαλλόμενα μέτρα, έτσι ώστε να την αποφύγει (αμέλεια). Η προϋπόθεση της υπαιτιότητας πληρούται, αν στο πρόσωπο του ζημιώσαντος υπάρχει οποιαδήποτε μορφή δόλου ή αμέλειας (βαριά ή ελαφρά). Η υπαιτιότητα προϋποθέτει ικανότητα προς καταλογισμό (ή ικανότητα προς αδικοπραξία ή ικανότητα προς πταίσμα). Η ικανότητα προς καταλογισμό είναι απαραίτητη για την κατάφαση της υπαιτιότητας και περαιτέρω της αδικοπρακτικής ευθύνης. Απαιτείται, δηλαδή, η παράνομη συμπεριφορά να μπορεί να καταλογιστεί προσωπικά στο δράστη (ΑΠ 1284/2017, ό.π., ΕφΑθ 1475/2016 ΔΕΕ 2016, 709, ΕφΘεσ 2582/2001 Αρμ 2003, 208, Α. Γεωργιάδης, ό.π., § 21 αριθ. 4 και 7, § 60 αρ. 41 και 46, Γ. Γεωργιάδης, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 914 αριθ. 34-35, 39). Δεδομένου δε, ότι η υπαιτιότητα, η οποία ορίζεται ως “η επιλήψιμη ψυχική κατάσταση ενός προσώπου απέναντι στην παράνομη εξωτερική συμπεριφορά του” προσήκει μόνο σε φυσικά πρόσωπα, το νομικό πρόσωπο δεν αδικοπρακτεί, αλλά ευθύνεται για την αδικοπραξία είτε των οργάνων του, κατ’ άρθρο 71 ΑΚ, είτε των προστηθέντων απ` αυτό, κατ` άρθρο 922 ΑΚ (ΑΠ 1885/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 4436/2015, ΔΕΕ 2016/894, ΕφΑθ 6675/2014, ΕλλΔ/νη 2016/811, ΜΕφΠειρ 144/2016, ό.π., ΠΠρΑθ 4216/2011 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΠΠΡεθυμν 96/2005 Delege 2006/83).

Τέλος, προϋπόθεση για τη γένεση ευθύνης κατ’ άρθρο 914 ΑΚ είναι και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Ως αιτιώδης συνάφεια εννοείται η σχέση αιτίας και αποτελέσματος μεταξύ του νομίμου λόγου ευθύνης (παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του δράστη) και του αποτελέσματος (ζημίας). Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, επομένως, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, από μόνη της ικανή και μπορούσε αντικειμενικά, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να επιφέ­ρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (Ολ. ΑΠ 18/2004, ΔΕΕ 2004/927, ΑΠ 1284/2017 ό.π., ΑΠ 331/2014, ΑΠ 860/2013 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 999/2010, ΕφΑΔ 2011/79, ΑΠ 177/2008, ΑΠ 427/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Η αναγκαιότητα της ύπαρξης αυτής της προϋπόθεσης για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση δεν ορίζεται μεν ρητά στο Νόμο, προκύπτει, όμως, από τη γενική θεώρηση των διατάξεων που καθιερώνουν αυτή την ευθύνη (ΕφΑθ 1475/2016 ό.π., Α. Γεωργιάδης, ό.π., § 10 αριθ. 22). Για την εφαρμογή, εξάλλου, της ΑΚ 932 προϋποτίθε­ται, όπως προαναφέρθηκε, η τέλεση αδικοπραξίας, δηλαδή η τέλεση, είτε παράνομης και υπαίτιας πράξης κατά την ΑΚ 914, είτε και απλώς παράνομης πράξης, εφόσον δημιουργείται υποχρέωση αποζημίωσης (π.χ. περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης), χωρίς να είναι αναγκαστικά και ποινικά κολάσιμη (ΑΠ 1284/2017 ό.π.).

Περαιτέρω, από τις προμνησθείσες διατάξεις προκύπτει ότι η υπαίτια ζημιογόνος πράξη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέραν των αξιώσεων από τη σύμ­βαση, να στηρίξει και αξίωση για αποζημίωση ή και χρη­ματική ικανοποίηση, σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ, μόνο αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον του να μη ζημιώνει κανείς άλλον υπαιτίως (Ολ. ΑΠ 967/1973, ΝοΒ 22, 505, ΑΠ 1273/2017, ΑΠ 1298/2017, ΑΠ 804/2015, ΑΠ 985/2015, ΑΠ 1671/2014, ΑΠ 2144/2013 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα, που επέφερε τη ζημία, ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την παράβαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας (ΑΠ 1667/2009, ΕΔΠ 2010/64, ΕφΛαρ 156/2017 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΕφΛαρ 74/2012, Δικογραφία 2012/282, ΜΕφΘεσ 304/2016, ΕλλΔ/νη 2016/1407, ΜΕφΘεσ 1505/2013 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος).

Από το συνδυασμό δε των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση και το ορισμένο της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας (άρθρα 914, 297, 298 ΑΚ), πρέπει στο δικόγραφό της να αναφέρονται, κατ` άρθρο 216 ΚΠολΔ, όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημίωσης και κυρίως η παράνομη ενέργεια ή παράλειψη (συμπεριφορά) του υποχρέου, η υπαιτιότητα αυτού, η ζημία και ο αιτιώδης Σύνδεσμος μεταξύ αυτής και της παράνο­μης συμπεριφοράς του, καθώς και τα αναγκαία στοιχεία για τον προσδιορισμό της θετικής και αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος (ΑΠ 462/2017, ό.π., ΑΠ 926/2004, Ελ­λΔ/νη 2005/ 1659, ΕφΛαρ 307/2015, Δικογραφία 2015/670, ΕφΛαμ 186/2011 ό.π., ΕφΑθ 6184/2010, ΔΕΕ 2011/460, Γεωργιάδης- Σταθόπουλος, ΑΚ, άρθρα 914-938, αριθ. 7 και εκεί παραπομπές). Ιδιαίτερα, απαιτείται να αναφέρονται στην αγωγή, εκτός των άλλων προϋποθέσεων, και τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν τόσο το παράνομο της συμπεριφοράς, όσο και την υπαιτιότητα του δράστη, υπό τη μορφή του δόλου ή της αμέλειας, δηλαδή δεν αρκεί απλώς η επανάληψη στην αγωγή των λέξεων, με τις οποίες δηλώνονται τα στοιχεία του Κανόνα Δικαίου, ήτοι ότι «συνέπεια της παράνομης και υπαίτιας πράξης του εναγομένου επήλθε η ζημία», αλλά απαιτείται και η αναγραφή εκείνη των πραγματικών περιστατικών, με τα οποία διαπιστώ­νεται η πραγμάτωση των στοιχείων αυτών (ΑΠ 554/1979, ΝοΒ 27, 1596, ΕφΠατρ 1017/2008, ΑχαΝομ 2009/157, ΕφΔωδ 115/2005 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 965/2003, Αρμ 2004/1410, ΕφΔωδ 58/2002, ΔωδΝομ 2003/52, ΜΕφΠειρ 144/2016 ό.π., ΠΠρΑθ 436/2011 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΡεθυμν 96/2005 ό.π., ΜΠρΑθ 5713/2015, ΜΠρΑθ 4215/2013 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος).

Εξάλλου, δεδομένου ότι η υπαιτιότητα, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, ορίζεται ως «η επιλήψιμη ψυχική στάση ενός προσώπου απέναντι στην παράνομη εξωτερική συ­μπεριφορά του», προσήκει μόνο σε φυσικά πρόσωπα, το νομικό πρόσωπο δεν αδικοπρακτεί, αλλά ευθύνεταιγια την αδικοπραξία είτε των οργάνων του, κατ’ άρθρο 71 ΑΚ, είτε των προστηθέντων από αυτό προσώπων (υπαλλήλων, εργατών κ.λπ.), κατ` άρθρο 922 ΑΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με την πρώτη από τις παραπάνω διατάξεις, το νομικό πρόσωπο έχει αδικοπρακτική ευθύνη στην περίπτωση πράξης ή παράλειψης των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, που έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ως όργανα του νομικού προσώπου νοούνται όχι μόνον τα πρόσωπα που το διοικούν κατά τους ορισμούς των άρθρων 65 έως 70 ΑΚ (καταστατικά όργανα), αλλά και εκείνα, των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη ή τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ακόμη και αν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου, όπως λ.χ. είναι ο διευθυντής υποκαταστήματος (ΑΠ 752/2017, ΑΠ 1633/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1615/1999, ΕλλΔ/νη 2000/429, ΜΕφΠειρ 144/2016 ό.π.). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, το Νομικό Πρόσωπο θα ευθύνεται για τη ζημία που προκάλεσε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του ο προστηθείς από αυτόν σε μια υπηρεσία. Προϋπόθεση της ευθύνης του αυτής, είναι ο προστηθείς, κατά την τέλεση της άδικης πράξης, να τελεί υπό τις οδηγίες και εντολές του προστήσαντος ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του. Επίσης, προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση του προστήσαντος, αποτελεί η παράνομη και συνάμα υπαίτια κατ’ αρχήν πράξη του προστηθέντος. Για το ορισμένο δε της ερειδομένης στη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ αγωγής, εκείνος που ζημιώθηκε από τη συμπεριφορά του προστηθέντος οφείλει, προκειμένου να θεμελιώσει το δικαίωμά του προς αποζημίωση, να επικαλεστεί (και να αποδείξει) τη συνδρομή των προϋποθέσεων ευθύνης του προστήσαντος σύμφωνα με το άρθρο 922 ΑΚ (ΕφΑθ 5632/2010 ό.π., ΕφΘεσ 435/1983, Αρμ 1983/579, ΠΠρΑθ 1930/2018, ΠΠρΑθ 436/2011, ΠΠρΑθ 685/2011, ΠΠρΑθ 1280/2011, ΠΠρΑθ 5890/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΡεθ 96/2005 ό.π., ΠΠρΛαρ 589/2001, Δι­κογραφία 2002/100, ΜΠρΑθ 76/2010, ΜΠρΑθ 226/2010, ΜΠρΡόδ 41/2007 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος), ιδίως δε να περιλάβει στο δικόγραφο της αγωγής του τα συνιστώντα το παράνομο της συμπεριφοράς και την υπαιτιότητα του προστηθέντος περιστατικά (ΕφΠατρ 208/2008, ΑχαΝομ 2009/437, ΕφΛαρ 23/2004, ΕλλΔ/νη 2004/827, ΕφΛαρ 100/2004, Δικογραφία 2004/311, ΕφΔωδ 279/2003, ΕΕμπΔ 2005/581, ΕφΔωδ 58/2002 ό.π., ΕφΑθ 6676/1998, ΕλλΔ/νη 1999/1155, ΜΠρΡόδ 41/2007 ό.π.), όχι, όμως, και τα παραγωγικά της προστήσεως γεγονότα, διότι εφόσον στην αγωγή αναφέρεται ιστορικά η αναμφίβολα γνωστή έννοια της πρόστησης. Θεωρείται ότι προβάλλονται με αυτή (αγωγή) τα χαρακτηριστικά για την εξειδίκευση και περιγραφή της έννοιας αυτής γεγονότα, μεταξύ των οποίων και η διατήρηση από τον προστήσαντα του δικαιώματος να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρω­σης της υπηρεσίας του, η δε συγκεκριμενοποίηση των εν λόγω γεγονότων μπορεί να γίνει με Βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και αν δεν τα έχει επικαλεσθεί ο ενάγων (ΑΠ 866/2017, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1440/2014, ΔΕΕ 2015/162, ΑΠ 1625/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νό­μος, ΑΠ 1198/2009, ΕΕμπΔ 2010/419, ΑΠ 1224/2008 δη­μοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1966/2008, ΕΠολΔ 2009/625, ΕφΑθ 6034/2005, ΔΕΕ 2006/290, ΕφΑθ 6676/1998 ό.π., ΠΠρΑθ 5967/2011 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, Μ. Μαργαρίτης – Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας – Τόμος I – Εκδοση 2η (2018), άρθρο 216 αριθ. 29, σελ 351). Θα πρέπει, επίσης, να διευκρινίζει (προκειμένου περί Νομικού Προσώπου) την ιδιότητα του Φυσικού Προσώπου, σε παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη του οποίου οφείλεται η ζημία του, δηλαδή ως οργάνου του Νομικού Προσώπου ή ως προστηθέντος αυτού (ΕφΑθ 6675/2014 ό.π., ΕφΔωδ 58/2002 ό.π., ΜΕφΠειρ 144/2016 ό.π., ΠΠρΑθ 1930/2018 ό.π., ΠΠρΑθ 436/2011 ό.π., ΠΠρΑθ 685/2011 ό.π., ΠΠρΑθ 1280/2011 ό.π., ΠΠρΑθ 5890/2010 ό.π., ΠΠρΡεθ 96/2005 ό.π., ΠΠρΛαρ 589/2001 ό.π., ΜΠρΑθ 76/2010 ό.π., ΜΠρΑθ 226/2010 ό.π., ΜΠρΡόδ 41/2007 ό.π.).

Με την υπό κρίση αγωγή και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, εκθέτει η ενάγουσα, η οποία δραστηριοποιείται στον χώρο των διεθνών διαμεταφορών, την αντιπροσώπευση στην Ελλάδα ναυτιλιακών εταιρειών και την πρακτόρευση πλοίων σε λιμένες της Ελλάδος, ότι με την εναγομένη διατηρεί σταθερή συνεργασία ήδη από το έτος 2007, καθώς σε αυτήν τηρούνται οι τραπεζικοί της λογαριασμοί και μέσω αυτής συναλλάσσεται με τρίτους και εκπληρώνει οικονομικές υποχρεώσεις της. Ότι ο εκ των υπαλλήλων της … διατέλεσε από το έτος 2005 υπεύθυνος του λογιστηρίου της, με βάση σχετική πρόβλεψη του καταστατικού της και ότι μεταξύ των αρμοδιοτήτων του περιλαμβανόταν και το άνοιγμα λογαριασμών στο όνομα της εταιρείας, η εξόφληση ή προεξόφληση συναλλαγματικών, επιταγών και άλλων αξιογράφων, η ανάληψη χρηματικών χρεωγράφων που έχουν κατατεθεί από οποιονδήποτε στο όνομα της εταιρείας κλπ. Ότι τον Φεβρουάριο του έτους 2013, με ενέργειες που έγιναν από τον ανωτέρω υπάλληλο και δη κατόπιν της από 07-02-2013 αίτησής του και χωρίς να λάβει γνώση κανείς άλλος από την εταιρεία, η εναγομένη προέβη στην έκδοση της υπ’ αριθμ. … εταιρικής χρεωστικής κάρτας, τριετούς διάρκειας, τύπου EUROBANK BUSINESS DEBIT στο όνομά του και συνέδεσε αυτήν (επίσης κατ’ αίτηση του ανωτέρω υπαλλήλου) με τον υπ’ αριθμ. … εταιρικό τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε η εναγομένη στο όνομα της ιδίας (ενάγουσας). Ότι στη σύμβαση αυτή χρεωστικής κάρτας, ο υπάλληλός της … υπέγραψε κάτω από την εταιρική σφραγίδα, στα στοιχεία πελάτη ανέγραψε τη δική της επωνυμία, ΑΦΜ, διεύθυνση αλληλογραφίας, τηλέφωνα κλπ και στα στοιχεία κατόχου το δικό του ονοματεπώνυμο, αριθμό ταυτότητος, ΑΦΜ και ως διεύθυνση αλληλογραφίας τη διεύθυνση της κατοικίας του, ενώ ο απαιτούμενος αριθμός ΡΙΝ περιήλθε στον υπάλληλο χωρίς η ίδια να λάβει σχετική γνώση. Ότι την ύπαρξη της επίδικης πιστωτικής κάρτας δεν γνώριζε κανένας από την εταιρεία, τη διοίκηση ή το προσωπικό, αλλά χρησιμοποιείτο από τον ανωτέρω υπάλληλο μόνο για την κάλυψη προσωπικών του αναγκών. Ότι τον Ιούνιο του 2013 τροποποιήθηκε το καταστατικό της και η εκπροσώπησή της έπαυσε να ανήκει αποκλειστικά στον …, αλλά ο ίδιος μπορούσε την εκπροσωπεί και να τη δεσμεύει μόνο με τη σύμπραξη ενός εκ των …. Ότι τον Νοέμβριο του 2016, η εναγομένη απέστειλε νέα πιστωτική κάρτα στον …, ανανεωμένη για το χρονικό διάστημα μέχρι τα τέλη του 2019, χωρίς να λάβει υπόψη της την από Ιουνίου 2013 τροποποίηση του καταστατικού της, δυνάμει της οποίας ο … είχε παύσει ήδη από τον Ιούνιο του 2013 να ενεργεί ως μοναδικός διαχειριστής και εκπρόσωπός της (ενάγουσας), αλλά μόνο από κοινού με κάποιον από τους ανωτέρω συνδιαχειριστές, παρότι οι σχετικές με την εκπροσώπηση της εταιρείας της ενάγουσας τροποποιήσεις είχαν σταλεί στην εναγομένη. Ότι την ύπαρξη της ένδικης χρεωστικής κάρτας πληροφορήθηκε στις 30-12-2016 ο … από ένα εντελώς τυχαίο περιστατικό, και, μετά από σχετική έρευνα που διεξήγαγε, ανακάλυψε ότι συνδεόταν με τον εταιρικό λογαριασμό και ότι κατά το χρονικό διάστημα από 08-10-2014 μέχρι 30-12-2016 ο … είχε πραγματοποιήσει συναλλαγές ύψους 66.770,79 ευρώ, όπως προέκυψε από αντίγραφα της κίνησης του λογαριασμού της που της χορήγησε η εναγομένη. Ότι με την αμέλεια που επέδειξε η εναγομένη επέτρεψε στον ανωτέρω υπάλληλο να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τη συνδεδεμένη με τον τραπεζικό της λογαριασμό χρεωστική κάρτα και να προβαίνει σε μη εξουσιοδοτημένες από την ίδια (την ενάγουσα) συναλλαγές, οι οποίες μάλιστα δεν την αφορούσαν. Ότι οι ανωτέρω ενέργειες του … συνιστούν το αδίκημα της υπεξαίρεσης, ωστόσο σε αυτό συνήργησε και η εναγομένη, καθότι αυτή θα έπρεπε, μόλις διαπίστωσε την τροποποίηση στην εκπροσώπηση της εταιρείας της ενάγουσας, να ανακαλέσει και να ακυρώσει πάραυτα την επίδικη χρεωστική κάρτα που ήταν συνδεδεμένη με τον λογαριασμό της. Ότι αντ’ αυτού η εναγομένη αδιαφόρησε και από βαρύτατη αμέλεια παρέλειψε να πράξει ο,τιδήποτε προς αυτή την κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να επιτρέψει στον ανωτέρω υπάλληλο να συνεχίσει να πραγματοποιεί την εν λόγω κάρτα, χρεώνοντας τον τραπεζικό της λογαριασμό εν αγνοία και σε βάρος της, ενώ τον Νοέμβριο του 2016 η εναγομένη δε θα έπρεπε να ανανεώσει την ένδικη κάρτα λόγω της λήξης της. Ότι οι ανωτέρω παραλείψεις της εναγομένης συνδέονται αιτιωδώς με την επελθούσα ζημία της, φέρει επομένως ίδια και αυτοτελή ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη κατ’ άρθρο 914 ΑΚ. Ότι περί της ανωτέρω ευθύνη της η ενάγουσα ενημέρωσε την εναγομένη με την από 25-01-2017 επιστολή της, ωστόσο η τελευταία αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή της. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ζητεί η ενάγουσα να καταδικαστεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 66.770,79 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2, 33, 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 3Β περ. ι΄ Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της υπόθεσης), κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, πλην, όμως, είναι στο σύνολό της απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Και τούτο διότι, ενώ πρόκειται για αγωγή, που στρέφεται κατά νομικού προσώπου, επί τη βάσει της επικαλούμενης παραβίασης των περί αδικοπραξιών διατάξεων, δεδομένου ότι το νομικό πρόσωπο, όπως προαναφέρθηκε, δεν αδικοπρακτεί, αλλά ευθύνεται για την αδικοπραξία είτε των οργάνων του είτε των προστηθέντων από αυτό προσώπων (υπαλλήλων, εργατών κ.λπ.), η ενάγουσα ουδόλως αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής τα φυσικά πρόσωπα που προέβησαν στις παράνομες πράξεις, εξαιτίας των οποίων υπέστη την επικαλούμενη ζημία, ενώ επίσης δεν αναφέρει την ειδικότερη σχέση των προσώπων αυτών με την εναγομένη, αν, δηλαδή, ενήργησαν ως όργανα αυτής ή ως εργάτες ή υπάλληλοι ή υπό οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα, καθώς και αν ενήργησαν εντός των ορίων των καθηκόντων τους ή των εντολών που είχαν από την εναγομένη. Ειδικότερα η ενάγουσα δεν εκθέτει, με ποιον υπάλληλο εκ του καταστήματος της εναγομένης στον …. συνεργαζόταν ο υπάλληλός της …, ή ποιος ήταν υπεύθυνος για την επεξεργασία της αίτησής του για έκδοση χρεωστικής κάρτας, η οποία έφερε ως υπόχρεη την ενάγουσα, καθώς συνδεόταν με τον δικό της τραπεζικό λογαριασμό. Ομοίως η ενάγουσα δεν εκθέτει επαρκώς ποια ακριβώς ήταν η επιδειχθείσα αμελής συμπεριφορά των προστηθέντων της εναγομένης. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι η ενάγουσα επιχειρεί τη θεμελίωση της υπό κρίση αγωγής της στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, ελλείπει η εκτενής αναφορά στο αγωγικό δικόγραφο σε παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης (ορθότερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, των οργάνων ή προστηθέντων από αυτή προσώπων), ως γενεσιουργού προϋπόθεσης της αδικοπρακτικής της ευθύνης. Δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα εκτενώς διαλαμβανόμενα στην παρατιθέμενη στην αρχή της παρούσας νομική σκέψη, για την πλήρωση της προϋπόθεσης του παρανόμου απαιτείται συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, ή στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης, μόνη η αναφορά στο δικόγραφο στο «ότι η εναγομένη αδιαφόρησε και από βαρύτατη αμέλεια παρέλειψε να πράξει ο,τιδήποτε προς αυτή την κατεύθυνση (ήτοι την ακύρωση ή την ανάκληση της ένδικης ένδικης χρεωστικής κάρτας), με αποτέλεσμα να επιτρέψει κατ’ αυτόν τον τρόπο στον … να συνεχίσει να χρησιμοποιεί την εν λόγω κάρτα, χρεώνοντας τον τραπεζικό μου λογαριασμό εν αγνοία μου και σε βάρος μου» δεν αρκεί για τη θεμελίωση, στο επίπεδο του ορισμένου, της υπό κρίση αγωγής, καθότι, η εν λόγω αναφορά, η οποία, σημειωτέον, ουδόλως ενισχύεται μέσω της επίκλησης συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, δεν δύναται να υπαχθεί σε κάποιον παραβιασθέντα κανόνα δικαίου ή σε παραβιασθείσα γενικότερη δικαιϊκή υποχρέωση της εναγομένης. Ειδικότερα, δεν δύναται να συναχθεί εάν η επικαλούμενη ζημιογόνος συμπεριφορά έγκειται στην πλημμελή εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της εναγομένης στο πλαίσιο της συναφθείσας με την ενάγουσα, με ενέργειες του υπαλλήλου της, σύμβασης χρεωστικής κάρτας, μη θεμελιουμένης εν τοιαύτη περιπτώσει αδικοπρακτικής της ευθύνης, ή στην παραβίαση συγκεκριμένων κανόνων δικαίου. Η ενάγουσα χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά της εναγομένης ως συνέργεια σε υπεξαίρεση, αναφέρει δε, όλως διηγηματικώς, ότι ο δράστης της φερόμενης σε βάρος της τελεσθείσας υπεξαίρεσης είναι ο ίδιος ο υπάλληλός της …. Ωστόσο καμία αναφορά δεν γίνεται στην ενότητα του δόλου του αυτουργού (…) και του συνεργού – προστηθέντος της εναγομένης για την διάπραξη της σε βάρος της υπεξαίρεσης και πως αυτό συνδέεται με τη δική της ζημία, ενώ επιπλέον δεν εκτίθενται οι ενέργειές της εναντίον του υπαλλήλου της, προς ανόρθωση της ζημίας της. Επιπλέον η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο υπάλληλός της … έπαψε να έχει την πλήρη εξουσία εκπροσώπησης και διαχείρησής της τον Ιούνιο του 2013, μετά από σχετική τροποποίηση του καταστατικού της. Η ένδικη χρεωστική κάρτα εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 2013, χρόνος κατά τον οποίο ο υπάλληλος της ενάγουσας είχε την πλήρη εξουσία διαχείρησης των υποθέσεων της ενάγουσας, επομένως ορθώς η εναγομένη προέβη στην έκδοση της ένδικης κάρτας, όπως και η ίδια η ενάγουσα συνομολογεί. Ωστόσο η ενάγουσα δεν αιτιολογεί για ποιο λόγο θεωρεί υπεύθυνη την εναγομένη για τις χρεώσεις που έλαβαν χώρα πριν την τροποποίηση του καταστατικού της, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα που ο υπάλληλός της είχε την πλήρη εξουσία διαχείρισης των υποθέσεών της, ούτε και αφαιρεί τα ποσά αυτά από τη φερόμενη ως συνολική της ζημία, αλλά ούτε και εξειδικεύει με ποιον τρόπο η εναγομένη έλαβε γνώση της συντελεσθείσας τροποποίησης του καταστατικού της (ενάγουσας) και εντούτοις, από δόλο ή αμέλεια αγνόησε αυτήν. Επιπροσθέτως η ενάγουσα παραθέτει τα ποσά που χρεώθηκαν στο λογαριασμό της με τη χρήση της ένδικης πιστωτικής κάρτας εκθέτοντας ότι επρόκειτο για «μη εξουσιοδοτημένες από την ίδια συναλλαγές, οι οποίες μάλιστα, εξ αντικειμένου, ουδόλως την αφορούσαν», χωρίς ωστόσο να κάνει καμία ειδικότερη αναφορά στις συναλλαγές αυτές, ώστε να δύναται να κριθεί εάν είχαν σχέση με το αντικείμενό της ή όχι. Σε συνέχεια δε της κατά τα ανωτέρω αοριστίας, εγκείμενης στην αδυναμία προσδιορισμού της παράνομης και υπαίτιας ζημιογόνου συμπεριφοράς, αόριστη παρίσταται και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της επικαλούμενης από την ενάγουσα ζημίας αυτής. Ενόψει δε των προεκτεθεισών παραλείψεων, το δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στη νομική θεμελίωση της αγωγής, όσον αφορά στην ευθύνη του εναγομένου νομικού προσώπου, και να τάξει τα ανάλογα θέματα απόδειξης, η δε εναγομένη να αμυνθεί κατά της αγωγής. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή, επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στην περί αδικοπραξίας ευθύνη της εναγομένης, πρέπει να απορριφθεί λόγω αοριστίας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμως υποβληθέντος αιτήματος της, να επιβληθούν εις βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρα 63 παρ. 1 και 68 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 – Κώδικα Δικηγόρων) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Απορρίπτει την αγωγή.

Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους,       στις    21-10-2019.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ