ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 3412/2019
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 9139/4074/2018)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Προέδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 19η Φεβρουαρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …), για τον οποίο κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Αλέξανδρος Τσάπελης του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΑ 27006), κάτοικος … δυνάμει του από 10.12.2018 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής βεβαιώθηκε από δικηγόρο, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο παραπάνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε τα υπ’ αριθ. …/11.12.2018 και …/13.02.2019 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «….» και τον διακριτικό τίτλο «….», με Α.Φ.Μ. …, Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιώς, που εδρεύει στα … (….), διατηρεί υποκατάστημα στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ανδρέας Κωνσταντίνος Νασίκας του Χρήστου (ΑΜ/ΔΣΠ 1305), κάτοικος … δυνάμει του από 6.6.2016 πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με το υπ’ αριθ. 1546/2016 συμβολαιογραφικό έγγραφο ενώπιον του συμβολαιογράφου Χανίων Ιωάννη Μετζιδάκη, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο παραπάνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/11.12.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 3.9.2018 με Γ.Α.Κ. 9139/2018 και με Ε.Α.Κ. 4074/2018 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 3η.9.2018, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με την από 4.2.2019 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 221 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ συνάγεται ότι με την άσκηση της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 215, η κατάθεσή της έχει ως συνέπεια την εκκρεμοδικία, ενώ κατά το άρθρο 222 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, «1. Όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά, ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. 2. Αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κύρια παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η έναρξη της εκκρεμοδικίας, που αποτελεί την πρώτη κατά σειρά δικονομική συνέπεια άσκησης της αγωγής, εντοπίζεται στο χρονικό σημείο κατάθεσης του αγωγικού δικογράφου, εφόσον όμως η άσκησή της ολοκληρώθηκε με επίδοση αντιγράφου της αγωγής στον αντίδικο. Η εκκρεμοδικία λήγει με την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής, ανεξαρτήτως αν η απόφαση τη δέχεται ή την απορρίπτει για λόγο δικονομικό ή ουσιαστικό. Αναβιώνει δε η εκκρεμοδικία της αγωγής με την άσκηση έφεσης και, ειδικότερα, από τη στιγμή της σύνταξης της έκθεσης κατάθεσης του εν λόγω ένδικου μέσου, χωρίς να απαιτείται ο προσδιορισμός δικασίμου και ανατρέχει στο χρόνο έκδοσης της οριστικής απόφασης (βλ. ΑΠ 88/2015, ΑΠ 1048/2009, ΑΠ 1528/2008, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOΣ). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη με τις προτάσεις της ισχυρίζεται ότι για το ίδιο βιοτικό συμβάν ο ενάγων έχει εγείρει σε βάρος της την από 27.12.2016 αγωγή, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 357/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Ισχυριζόμενη, περαιτέρω, αφενός ότι η παραπάνω απόφαση δεν έχει τελεσιδικήσει, αφετέρου ότι ο αντίδικός της δεν έχει παραιτηθεί από το δικόγραφο της προηγούμενης αγωγής, η εναγόμενη προβάλλει ισχυρισμό εκκρεμοδικίας και ζητεί την απόρριψη της κρινόμενης αγωγής για τον λόγο αυτόν. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται στο παρόν στάδιο έρευνας της επικαλούμενης από την εναγόμενη αρνητικής διαδικαστικής προϋπόθεσης της παρούσας δίκης, προκύπτει ότι ο ενάγων είχε εγείρει σε βάρος της εναγόμενης για το ίδιο βιοτικό συμβάν την από 27.12.2016 με Γ.Α.Κ. 10876/2016 και με Ε.Α.Κ. 5612/2016 αγωγή. Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στη δικάσιμο της 23ης.5.2017, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 357/2018 απόφαση, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Σε βάρος της απόφασης αυτής, η οποία επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος στις 2.2.2018 (βλ. τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Πειραιώς … στο προσαγόμενο από τον ενάγοντα αντίγραφο της ως άνω απόφασης), δεν έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα (βλ. το υπ’ αριθ. …/27.12.2018 πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης τακτικών ή έκτακτων ενδίκων μέσων της Γραμματέως του Πρωτοδικείου). Με βάση τα παραπάνω, ο ισχυρισμός της εναγόμενης τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, διότι με την έκδοση της προαναφερόμενης υπ’ αριθ. 357/2018 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου έληξε η εκκρεμοδικία, η οποία δεν αναβίωσε, καθώς σε βάρος της απόφασης αυτής δεν ασκήθηκε έφεση, ούτε, άλλωστε, απαιτούνταν παραίτηση από το δικόγραφο της προηγούμενης αγωγής, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η εναγόμενη.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 295 παρ. 2 και 263 περ. δ΄ ΚΠολΔ συνάγεται ότι η δικονομική αναβλητική ένσταση της μη καταβολής των εξόδων της προηγούμενης δίκης παρέχεται μόνο στην περίπτωση που υπήρξε κατά το άρθρο 295 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και στη συνέχεια εγέρθηκε πάλι η ίδια αγωγή στηριζόμενη στην ίδια νομική βάση, και όχι και σε άλλες περιπτώσεις, όπως σε περίπτωση απόρριψης της προηγούμενης αγωγής ως απαράδεκτης [βλ. ΕφΘεσ 179/2010 Αρμ 2013.312· Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Μακρίδου), ΚΠολΔ Ι (2000), 263 αριθ. 6]. Στην προκείμενη περίπτωση η εναγόμενη ισχυριζόμενη με τις προτάσεις της ότι ο ενάγων είχε εγείρει σε βάρος της για το ίδιο βιοτικό συμβάν την προηγούμενη από 27.12.2016 αγωγή, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την υπ’ αριθ. 357/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς και ότι ο ενάγων δεν της έχει καταβάλει τα δικαστικά έξοδα, ποσού 3.800 ευρώ, που επιδικάσθηκαν υπέρ της με την παραπάνω απόφαση, αρνείται να απαντήσει στην κρινόμενη αγωγή, μέχρι να της καταβληθούν τα δικαστικά έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο, η προβληθείσα από την εναγόμενη δικονομική ένσταση περί μη καταβολής των εξόδων της προηγούμενης δίκης τυγχάνει μη νόμιμη και απορριπτέα, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, διότι αυτή δεν δύναται να προταθεί σε περίπτωση απόρριψης της προηγούμενης αγωγής ως απαράδεκτης.
Ι. Η διεθνής μεταφορά επιβατών διέπεται στην Ελλάδα από τη Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974 «σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους» (εφεξής «Σύμβαση των Αθηνών»), όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της 19ης Νοεμβρίου 1976 και το Πρωτόκολλο της 1ης Νοεμβρίου 2002, που κυρώθηκαν με τους Ν. 1922/1991 (ΦΕΚ Α΄ 15/15.2.1991) και 4195/2013 (ΦΕΚ Α΄ 211/10.10.2013) αντίστοιχα, καθώς και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», ο οποίος, με βάση το άρθρο 2, ισχύει από την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι από την 29.5.2009, η δε εφαρμογή του αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της Σύμβασης των Αθηνών, όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι όμως αργότερα από την 31.12.2012. Ειδικότερα, ο παραπάνω Κανονισμός θεσπίζει -μεταξύ άλλων- το ενωσιακό καθεστώς σχετικά με την ευθύνη και την ασφάλιση για τις θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, όπως ορίζουν οι συναφείς διατάξεις: α) της Σύμβασης των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 2002 και β) των επιφυλάξεων και των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, που υιοθέτησε η νομική επιτροπή του ΙΜΟ στις 19 Οκτωβρίου 2006 (άρθρο 1 παρ. 1). Ο Κανονισμός εφαρμόζεται -μεταξύ άλλων- σε οποιαδήποτε διεθνή μεταφορά, κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 9 της Σύμβασης των Αθηνών, δηλαδή σε οποιαδήποτε μεταφορά στην οποία σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού βρίσκονται σε δύο διαφορετικά κράτη ή σε ένα μόνο κράτος εάν, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς ή το προγραμματισμένο δρομολόγιο, υπάρχει ενδιάμεσο λιμάνι προσέγγισης σε άλλο κράτος, εφόσον: α) το πλοίο φέρει σημαία κράτους μέλους ή είναι νηολογημένο σε κράτος μέλοςή β) η σύμβαση μεταφοράς έχει συναφθεί σε κράτος μέλοςή γ) ο τόπος αναχώρησης ή προορισμού, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς βρίσκεται σε κράτος μέλος. Κατά ρητή πρόβλεψη του Κανονισμού, το καθεστώς ευθύνης ως προς τους επιβάτες, τις αποσκευές τους και τα οχήματά τους διέπεται από τα άρθρα 1 και 1α, 2 παράγραφος 2, 3 έως 16, 18, 20 και 21 της Σύμβασης των Αθηνών, που ενσωματώνονται σ’ αυτόν ως παράρτημα Ι (άρθρο 3 παρ. 1). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. α΄ της Σύμβασης των Αθηνών, ως «μεταφορέας» ορίζεται το πρόσωπο με το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου καταρτίζεται η σύμβαση μεταφοράς, ανεξάρτητα αν η μεταφορά πραγματοποιείται από τον ίδιο ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του. Έκδηλο είναι ότι ο παραπάνω εννοιολογικός προσδιορισμός υπαινίσσεται τον συμβατικό μεταφορέα. Συνεπώς, συμβατικός μεταφορέας είναι το πρόσωπο που καταρτίζει στο όνομά του τη σύμβαση μεταφοράς με τον επιβάτη, χωρίς απαραιτήτως να εκτελεί και ο ίδιος τη μεταφορά. Συνακόλουθα, κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του συμβατικού μεταφορέα αποτελεί η κατάρτιση της σύμβασης με τον επιβάτη˙ αντίθετα, η ενδεχόμενη εκτέλεση της μεταφοράς απ’ αυτόν δεν αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της έννοιάς του. Από τη διατύπωση της παραπάνω διάταξης συνάγεται ότι για την κατάρτιση της σύμβασης χωρεί και αντιπροσώπευση του συμβατικού μεταφορέα. Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β΄ της ίδιας Σύμβασης ορίζονται τα εξής: «Πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα» σημαίνει ένα πρόσωπο διαφορετικό από το μεταφορέα, ήτοι τον πλοιοκτήτη, το ναυλωτή ή το διαχειριστή ενός πλοίου, ο οποίος εκτελεί, πραγματικά, ολόκληρη ή μέρος της μεταφοράς. Ο όρος «performing carrier», τον οποίο χρησιμοποιεί το αυθεντικό αγγλικό κείμενο της Σύμβασης, στο οποίο στηρίχθηκε η ελληνική μετάφραση, αποδίδεται περιφραστικά ως «πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα». Με βάση τα παραπάνω, δύναται να οριστεί ως «πραγματικός μεταφορέας» το διαφορετικό από τον συμβατικό μεταφορέα πρόσωπο, που είναι ο πλοιοκτήτης, ναυλωτής ή διαχειριστής ενός πλοίου, και το οποίο εκτελεί το σύνολο ή μέρος της μεταφοράς για λογαριασμό του συμβατικού μεταφορέα. Συνεπώς, αυτό εκτελεί τη μεταφορά που συμφώνησε ο συμβατικός μεταφορέας με τον επιβάτη, η οποία (συμβατική μεταφορά) αποδεικνύεται με την έκδοση του εισιτηρίου. Έτσι, καθοριστικό στοιχείο της έννοιας του πραγματικού μεταφορέα αποτελεί το πραγματικό γεγονός της εκτέλεσης της μεταφοράς, ενώ δεν αποκλείεται ο συμβατικός μεταφορέας να φέρει και την ιδιότητα του πραγματικού μεταφορέα, στο μέτρο που αυτός εκτελεί πράγματι τη μεταφορά, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 2 παρ. 1 περ. γ΄ του Πρωτοκόλλου 2002. Εξάλλου, ο όρος «πλοιοκτήτης», που περιλαμβάνεται μεταξύ των προσώπων που αναφέρονται στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β΄ της Σύμβασης των Αθηνών, αποτελεί απόδοση του όρου «owner of a ship», που χρησιμοποιείται στο αγγλικό αυθεντικό κείμενο της Σύμβασης (βλ. Γκολογκίνα – Οικονόμου Ε., Αστική Ευθύνη στη Διεθνή Θαλάσσια Μεταφορά Επιβατών και Αποσκευών, 2007, σελ. 66 έως 73). Στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού, όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 ΚΙΝΔ. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε, όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται, να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό (βλ. AΠ 689/2013 ΤΝΠ NOMOΣ, ΕφΠειρ 269/2016 ΤΝΠ NOMOΣ). Περαιτέρω, ο όρος «ναυλωτής», που περιλαμβάνεται μεταξύ των προσώπων που αναφέρονται στην παραπάνω αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β΄ της Σύμβασης των Αθηνών, αποτελεί απόδοση του όρου «charterer», ο οποίος χρησιμοποιείται στο αγγλικό αυθεντικό κείμενο της Σύμβασης και κατονομάζεται χωρίς περαιτέρω εννοιολογικό προσδιορισμό. Στο εθνικό δίκαιο ναυλωτής γενικώς θεωρείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται η χρήση του πλοίου έναντι ανταλλάγματος. Στη σύμβαση ναύλωσης σε στενή έννοια, με βάση το άρθρο 107 ΚΙΝΔ, υπάγονται τρεις βασικές μορφές σύμβασης ναύλωσης, ανάλογα με το είδος και τον βαθμό εξουσιών που παραχωρούνται σχετικά με το πλοίο. Ειδικότερα, όταν το πλοίο παραχωρείται «γυμνό», χωρίς επάνδρωση και εξοπλισμό, πρόκειται για ναύλωση γυμνού σκάφους (bareboat charter ή charter by demise). Με τη ναύλωση γυμνού πλοίου ο «γυμνός» ναυλωτής (disponent owner) αποκτά τον πλήρη έλεγχο της θαλάσσιας αποστολής (ναυτική διεύθυνση και εμπορική διαχείριση), με την πρόσληψη του πλοιάρχου και του πληρώματος. Στη μεν έννοια της ναυτικής διεύθυνσης υπάγεται η διακυβέρνηση του πλοίου διά του πλοιάρχου και των μελών του πληρώματος, τα οποία συνδέονται συμβατικά μαζί του, ενώ στην έννοια της εμπορικής διαχείρισης υπάγεται η οικονομική εκμετάλλευση του πλοίου, την οποία ο ναυλωτής ασκεί στο δικό του όνομα, επωμιζόμενος τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή, ο πλοίαρχος και το πλήρωμα αποτελούν βοηθούς εκπλήρωσης και αντίστοιχα προστηθέντες του «γυμνού» ναυλωτή. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι κατά το ημεδαπό δίκαιο η σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου καθιστά το «γυμνό» ναυλωτή, εφοπλιστή, κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 ΚΙΝΔ, ευθυνόμενο για τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις των προστηθέντων του (πλοιάρχου και λοιπών μελών του πληρώματος). Επίσης, όταν το πλοίο παραχωρείται επανδρωμένο και εξοπλισμένο για ορισμένο χρόνο ή ταξίδι, πρόκειται, αντίστοιχα, για ναύλωση κατά χρόνο ή χροναύλωση (time charter) ή ναύλωση κατά ταξίδι ή κατά πλου (voyage charter). Με τη χρονοναύλωση το πλοίο τίθεται στη διάθεση του ναυλωτή, πλήρως εξοπλισμένο, μαζί με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος, ώστε αυτός να μπορεί να το χρησιμοποιήσει για την άσκηση της εμπορικής του δραστηριότητας για το χρονικό διάστημα που έχει συμφωνηθεί. Έτσι, στον χρονοναυλωτή παραχωρείται το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται το πλοίο, ως οργανωμένη επιχείρηση, ενώ η ναυτική (τεχνική) διαχείριση του πλοίου παραμένει στον εκναυλωτή. Μόνο, όμως, το γεγονός ότι ο εκναυλωτής παρέχει τον πλοίαρχο και το πλήρωμα δεν αρκεί για την ύπαρξη της ναυτικής διεύθυνσης εκ μέρους του, αφού οι παραπάνω μπορεί να τίθενται υπό τις αποκλειστικές εντολές του ναυλωτή, και αυτό αποτελεί το κριτήριο για τη διάκριση ανάμεσα στη «γυμνή» ναύλωση και την εφοπλιστική χρονοναύλωση (βλ. Κιάντου – Παμπούκη Α., Ναυτικό Δίκαιο, 2007, Τόμος Δεύτερος, παρ. 114 έως 115, 117 έως 119, Ρόκα Ι./Θεοχαρίδη Γ., Ναυτικό Δίκαιο, 2015, παρ. 247 έως 251). Με βάση τα παραπάνω, στο πλαίσιο της Σύμβασης των Αθηνών πραγματικός μεταφορέας είναι και ο χρονοναυλωτής, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι πρόκειται για εφοπλιστική χρονοναύλωση, δηλαδή για ναύλωση στην οποία ο ναυλωτής διατηρεί την εκμετάλλευση και τη ναυτική (τεχνική) διαχείριση του πλοίου, χορηγώντας στον πλοίαρχο και το πλήρωμα τις σχετικές εντολές και οδηγίες (βλ. Γκολογκίνα – Οικονόμου Ε., ό.π., σελ. 77 – 78, πρβλ. ως προς την έννοια της εφοπλιστικής χρονοναύλωσης ΑΠ 777/2015, ΜονΕφΠειρ 375/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOΣ). Εξάλλου, το άρθρο 1 παρ. 5 της Σύμβασης των Αθηνών ορίζει ότι «Αποσκευές» σημαίνει: «Κάθε πράγμα ή όχημα που μεταφέρεται από το μεταφορέα βάσει σύμβασης μεταφοράς και στην οποία δεν περιλαμβάνονται: (α) πράγματα και οχήματα που μεταφέρονται με βάση ναυλοσύμφωνο, φορτωτική ή άλλη σύμβαση που αφορά πρωταρχικά τη μεταφορά πραγμάτων και (β) ζωντανά κτήνη», ενώ η παράγραφος 6 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι: «“Aποσκευές καμπίνας” σημαίνει αποσκευές που έχει ο επιβάτης στην καμπίνα του ή βρίσκονται με άλλο τρόπο στην κατοχή του, υπό την επιτήρηση ή τον έλεγχό του. Στις αποσκευές καμπίνας περιλαμβάνονται και οι αποσκευές που έχει ο επιβάτης μέσα ή πάνω στο όχημά του, εκτός από τις περιπτώσεις που εφαρμόζεται η παράγραφος 8 του άρθρου αυτού και το άρθρο 8». Περαιτέρω, τα άρθρα 3 και 4 της Σύμβασης των Αθηνών ορίζουν -μεταξύ άλλων- τα εξής: «Άρθρο 3 – Ευθύνη του μεταφορέα. (1) Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης επιβάτη, λόγω ναυτικού συμβάντος, ο μεταφορέας θα ευθύνεται στο μέτρο που η εν λόγω ζημία σε σχέση με τον εν λόγω επιβάτη, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση δεν υπερβαίνει τις 250.000 λογιστικές μονάδες, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν: α) υπήρξε αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου, έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα, ή β) προκλήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη που έγινε από τρίτο με πρόθεση την πρόκληση του συμβάντος. Αν και στο βαθμό που η ζημία υπερβαίνει το ανωτέρω όριο, ο μεταφορέας ευθύνεται περαιτέρω, εκτός αν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν που προκάλεσε τη ζημία δεν οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του μεταφορέα… (3) Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα της απώλειας ή φθοράς αποσκευών καμπίνας, ο μεταφορέας θα ευθύνεται εφόσον το συμβάν που προκάλεσε τη ζημία οφειλόταν σε δόλο ή αμέλεια του μεταφορέα. Ο δόλος ή η αμέλεια του μεταφορέα θα τεκμαίρονται για τη ζημία που προκλήθηκε από ναυτικό συμβάν… (5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου: (α) ο όρος «ναυτικό συμβάν» σημαίνει το ναυάγιο, την ανατροπή, τη σύγκρουση ή την προσάραξη του πλοίου, την έκρηξη ή πυρκαγιά στο πλοίο ή το ελάττωμα του πλοίου, (β) ο όρος «δόλος ή αμέλεια του μεταφορέα» περιλαμβάνει και τον δόλο ή αμέλεια του προσωπικού του μεταφορέα, το οποίο ενεργεί στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας του, (γ) ο όρος «ελάττωμα του πλοίου» σημαίνει οποιαδήποτε δυσλειτουργία, αστοχία ή μη συμμόρφωση με τους ισχύοντες κανονισμούς ασφαλείας σε σχέση με οποιοδήποτε μέρος του πλοίου ή του εξοπλισμού του, όταν χρησιμοποιείται για τη διαφυγή, εκκένωση, επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών, ή όταν χρησιμοποιείται για την ώθηση, πηδαλιούχηση, ασφαλή πλεύση, πρόσδεση, αγκυροβολία, άφιξη ή αναχώρηση από προκυμαία ή αγκυροβόλιο, ή τον έλεγχο βλάβης μετά από πλημμύρα, ή όταν χρησιμοποιείται για την καθέλκυση σωστικών μέσων, και (δ) ο όρος «ζημία» περιλαμβάνει αποζημιώσεις ποινικού ή παραδειγματικού χαρακτήρα. (6) Η ευθύνη του μεταφορέα, βάσει του παρόντος άρθρου, σχετίζεται μόνο με ζημία, η οποία προκύπτει από συμβάντα, τα οποία έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. Το βάρος της απόδειξης ότι το συμβάν έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, καθώς και την έκταση της ζημίας φέρει ο ενάγων… Άρθρο 4 – Πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα. (1) Εάν η διενέργεια της μεταφοράς ή μέρος αυτής έχει ανατεθεί σε πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, ο μεταφορέας θα παραμένει παρά ταύτα υπεύθυνος για το σύνολο της μεταφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης. Επιπλέον, το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα θα υπόκειται και θα μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης για το μέρος της μεταφοράς που διενεργήθηκε από αυτόν. (2) Σχετικά με τη μεταφορά που διενεργήθηκε από το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα ο τελευταίος θα είναι υπεύθυνος για τις πράξεις και παραλείψεις του προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα και των υπαλλήλων και πρακτόρων του που ενεργούν μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς των. (3)… (4)… (5)…». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 της Σύμβασης, «Ο μεταφορέας δεν είναι υπεύθυνος για απώλεια ή ζημία σε χρήματα, διαπραγματεύσιμα χρεόγραφα, χρυσό, ασημικά, κοσμήματα, στολίδια, έργα τέχνης, ή άλλα τιμαλφή, εκτός από τις περιπτώσεις που αυτά παραδόθηκαν με συμφωνία στον μεταφορέα με σκοπό τη φύλαξή τους, οπότε σ’ αυτήν την περίπτωση ο μεταφορέας θα ευθύνεται μέχρι του ποσού που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3, εκτός εάν συμφωνήθηκε υψηλότερο όριο ευθύνης σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1». Εξάλλου, κατά το άρθρο 14 της Σύμβασης: «Καμία αγωγή αποζημίωσης για το θάνατο ή τις σωματικές βλάβες επιβάτη, ή για την απώλεια ή τη ζημία αποσκευών δεν εγείρεται κατά του μεταφορέα ή του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα ή με άλλο τρόπο εκτός από αυτόν που προβλέπεται από την παρούσα Σύμβαση». Από τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις συνάγονται -μεταξύ άλλων- τα ακόλουθα: Α) Ότι τόσο ο συμβατικός όσο και ο πραγματικός μεταφορέας είναι συνυπεύθυνοι είτε για το σύνολο της μεταφοράς, όταν αυτή διενεργείται στο σύνολό της από τον πραγματικό μεταφορέα, είτε για το τμήμα που διενεργήθηκε από τον τελευταίο. Β) Ότι η ευθύνη του συμβατικού μεταφορέα επεκτείνεται στις πράξεις ή παραλείψεις τόσο του πραγματικού μεταφορέα, στον οποίο ανέθεσε την εκτέλεση του συνόλου της μεταφοράς ή τμήματος αυτής, όσο και των υπαλλήλων ή των πρακτόρων αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί ενήργησαν στο πλαίσιο των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων. Γ) Ότι καλύπτεται η ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης του επιβάτη, η οποία δεν εξειδικεύεται με τη Σύμβαση. Από την ευρεία διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της Σύμβασης αναφορικά με την αποκαταστατέα ζημία ως αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης, η οποία στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο αποδίδεται με τον όρο «for the damage suffered as a result of personal injury to a passenger» (βλ. σε αντιπαραβολή τη Σύμβαση του Μόντρεαλ της 28ης Μαΐου 1999 για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων για τις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, που κυρώθηκε στη χώρα με το Ν. 3006/2002, η οποία στην αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 17 αναφέρεται σε ζημία που προκλήθηκε σε περίπτωση σωματικού τραυματισμού επιβάτη, όρος που στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο αποδίδεται ως «bodily injury of a passenger») συνάγεται ο σκοπός του διεθνούς νομοθέτη να συμπεριλάβει υπό τον όρο «personal injury» κάθε ζημία που απορρέει από προσωπική βλάβη του επιβάτη˙ άρα, ο όρος επεκτείνεται και στη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα της ψυχικής βλάβης του επιβάτη, είτε αυτή συναρτάται με τη σωματική του βλάβη είτε έχει επέλθει ανεξάρτητα απ’ αυτήν (βλ. Γκολογκίνα – Οικονόμου Ε., ό.π., σελ. 129 έως 131, πρβλ. ως προς το συμπέρασμα με διασταλτική ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, Αθανασίου Λ., Ευθύνη Θαλάσσιου Μεταφορέα προς Αποζημίωση Επιβαινόντων σε περίπτωση ναυαγίου του πλοίου, ΝοΒ 51(2003).1582 επ., ιδίως σελ. 1590-1591). Δ) Ότι η ευθύνη του μεταφορέα για ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης επιβάτη λόγω ναυτικού (συλλογικού) ατυχήματος στη Σύμβαση των Αθηνών, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο της 1ης Νοεμβρίου 2002, είναι αντικειμενική μέχρι το ανώτατο όριο των 250.000 λογιστικών μονάδων, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει προς απαλλαγή του ότι το συμβάν: α) υπήρξε αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου, έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα, ή β) προκλήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη που έγινε από τρίτο με πρόθεση την πρόκληση του συμβάντος. Ότι ως προς το ποσό της αποζημίωσης που υπερβαίνει τις 250.000 λογιστικές μονάδες και μέχρι το ανώτατο όριο ευθύνης των 400.000 λογιστικών μονάδων, η ευθύνη του μεταφορέα είναι νόθος αντικειμενική, δηλαδή υποκειμενική και τεκμήριο πταίσματος. Επομένως, το πταίσμα του μεταφορέα τεκμαίρεται και για την απαλλαγή από την ευθύνη του πρέπει ο ίδιος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα δικό του ή των προστηθέντων του (βλ. Γκολογκίνα – Οικονόμου, ό.π., σελ. 174 έως 178). Ε) Ότι σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για συμβατική είτε για εξωσυμβατική ευθύνη, οι σχέσεις του επιβάτη διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς και του μεταφορέα ρυθμίζονται από τους διεθνείς κανόνες που περιλαμβάνονται στη Σύμβαση (βλ. ΑΠ 1002/2002 ΔΕΕ 2002.1269, ΕφΠειρ 12/2003 ΕΝαυτΔ 2003.141). ΣΤ) Ότι ο μεταφορέας ευθύνεται για την απώλεια των χρημάτων του επιβάτη υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ότι τα χρήματα παραδόθηκαν προς φύλαξη στον μεταφορέα και β) ότι η παράδοσή τους συνοδεύθηκε από συμφωνία ότι τη φύλαξή τους αναλαμβάνει ο μεταφορέας. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι ο μεταφορέας δεν υπέχει ευθύνη για την απώλεια των χρημάτων που βρίσκονται στην κατοχή του επιβάτη (βλ. Γκολογκίνα – Οικονόμου, ό.π., σελ. 150 – 151). II. Mε τον Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α΄ 86/11.4.2012) ρυθμίστηκε η κοινοπραξία ως μορφή εταιρείας και, ειδικότερα, το άρθρο 293 παρ. 1 ορίζει ότι: «Η κοινοπραξία είναι εταιρεία χωρίς νομική προσωπικότητα. Εφόσον καταχωρισθεί στο Γ.Ε.ΜΗ. ή εμφανίζεται προς τα έξω, αποκτά, ως ένωση προσώπων, ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα», ενώ η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου ορίζει: «Εφόσον η κοινοπραξία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο Γ.Ε.ΜΗ. και εφαρμόζονται ως προς αυτήν αναλόγως οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρεία». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι για την ευθύνη των μελών της κοινοπραξίας που ασκεί εμπορική δραστηριότητα και της οποίας τα μέλη μπορεί να είναι είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που διέπουν την ευθύνη των μελών της ομόρρυθμης εταιρείας και, επομένως, τα μέλη μίας τέτοιας κοινοπραξίας ευθύνονται αλληλεγγύως, απεριόριστα και εις ολόκληρον με βάση τη διάταξη του άρθρου 249 παρ. 1 Ν. 4072/2012, που ορίζει ότι: «Ομόρρυθμη είναι η εταιρεία με νομική προσωπικότητα που επιδιώκει εμπορικό σκοπό και για τα χρέη της οποίας ευθύνονται παράλληλα όλοι οι εταίροι απεριόριστα και εις ολόκληρον». Από την προαναφερόμενη ρύθμιση του άρθρου 249 παρ. 1 Ν. 4072/2012 συνάγεται ότι κάθε δανειστής έχει δικαίωμα, κατ’ επιλογήν του, να απαιτήσει την παροχή από οποιονδήποτε των εις ολόκληρον συνοφειλετών (κοινοπραξίας ή μελών της), χωρίς να υποχρεούται να τηρήσει κάποια σειρά ούτε να στραφεί πρώτα σε βάρος της κοινοπραξίας, διότι η παράλληλη ευθύνη της κοινοπραξίας και των μελών της είναι αυτοτελής (πρβλ. ΑΠ 797/1999 ΕΕμπΔ 2000.80, ΠΠρΑθ 535/2008 ΤΝΠ NOMOΣ). Επομένως, ο δανειστής δικαιούται να στραφεί προς ικανοποίησή του μόνο σε βάρος της κοινοπραξίας ή συγχρόνως σε βάρος της κοινοπραξίας και των μελών της ή και μόνο σε βάρος των μελών της [πρβλ. Καραγκουνίδη Α. σε Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών (2017), άρθρο 249, αριθ. 10, σελ. 63]. Οι παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις εφαρμόζονται και στις εταιρείες, οι οποίες κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 4072/2012 (11.4.2012) δεν τελούν σε εκκαθάριση ή πτώχευση, με βάση τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 294 παρ. 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 330 παρ. 2 του ίδιου νομοθετήματος. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, εκτίθεται ότι κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο χρόνο ο ενάγων επιβιβάσθηκε στον λιμένα της Ηγουμενίτσας επί του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…», κυριότητας της μη διαδίκου εταιρείας με την επωνυμία «….», με προορισμό την Ανκόνα Ιταλίας. Ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο πλοίο. Ότι ο εξοπλισμός, τα συστήματα πυρανίχνευσης και τα ηλεκτρικά συστήματα του πλοίου ήταν ελαττωματικά, καθώς και ότι ο πλοίαρχος και τα μέλη του πληρώματος του πλοίου παρέλειψαν να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους με βάση τον Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM Code) και τα πρότυπα ασφαλείας που προβλέπονται από τη Διεθνή Σύμβαση για την Ασφάλεια της ζωής στη θάλασσα (SOLAS), ούτε προέβησαν στις ενδεδειγμένες ενέργειες για την αποτροπή, τον περιορισμό, την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς και την εγκατάλειψη του πλοίου, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο. Ότι εξαιτίας του περιγραφόμενου ναυτικού συμβάντος ο ενάγων απώλεσε, λόγω ολοσχερούς καταστροφής, τα μεταφερόμενα με το πλοίο πράγματα, κυριότητάς του, τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή του, υπό την επιτήρηση και τον έλεγχό του, και, συγκεκριμένα, απώλεσε: α) δύο μπουφάν και δύο πανωφόρια, συνολικής αξίας 600 ευρώ, β) τρία ζεύγη υποδημάτων, συνολικής αξίας 450 ευρώ, γ) μία αποσκευή μάρκας Samsonite, αξίας 150 ευρώ, δ) πέντε μπλούζες, πέντε παντελόνια, τρία πουλόβερ, δύο ζακέτες και τρία πουκάμισα, συνολικής αξίας 780 ευρώ, ε) ένα κινητό τηλέφωνο, τύπου Samsung Galaxy, αξίας 700 ευρώ, στ) μία φωτογραφική μηχανή μάρκας Nikon, αξίας 750 ευρώ, ζ) διάφορα προσωπικά αντικείμενα, όπως είδη περιποίησης, κλειδιά, διαβατήριο, φάρμακα κ.λπ., συνολικής αξίας 500 ευρώ, και η) μετρητά, ποσού 2.000 ευρώ. Ότι, περαιτέρω, εξαιτίας του ναυτικού συμβάντος, κλονίστηκε η ψυχική υγεία του ενάγοντος, καθόσον υπέστη μετατραυματικό σύνδρομο, διακατέχεται από φοβίες και ο ύπνος του διαταράσσεται από εφιάλτες, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο. Ότι η εναγόμενη ευθύνεται έναντι του ενάγοντος, κυρίως με την ιδιότητά της ως μέλος της Κοινοπραξίας με την επωνυμία «…. – …», με την οποία ο ενάγων κατήρτισε τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς, άλλως, με την ιδιότητα της πραγματικής μεταφορέα, ως υποναυλώτρια του πλοίου «…», στο πλαίσιο εφοπλιστικής χρονοναύλωσης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ίδιας και της μη διαδίκου εταιρείας «…», γυμνής ναυλώτριας του πλοίου. Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του κύριου σωρευόμενου αγωγικού αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, με την εν μέρει τροπή του σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις του ενάγοντος (άρθρα 223 εδ. β΄, 295 παρ. 1 εδ. β΄, 297 ΚΠολΔ), ζητείται: Α) Να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα: α) το συνολικό ποσό των (600 + 450 + 150 + 780 + 700 + 750 + 500 + 2.000 =) πέντε χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα (5.930) ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική του ζημία, και β) το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από το περιγραφόμενο ναυτικό συμβάν, ήτοι συνολικά το ποσό των (5.930 + 120.000 =) εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα (125.930) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Β) Να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το επιπλέον ποσό των εκατόν τριάντα χιλιάδων (130.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζητείται να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, με την οποία εισάγεται προς διάγνωση διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της κατοικίας του ενάγοντος στην αλλοδαπή και, συγκεκριμένα, στην … Τουρκίας, παραδεκτά εισάγεται για συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία στο παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο και έχει διεθνή προς τούτο δικαιοδοσία, με βάση τα άρθρα 7, 9 εδ. α΄ έως γ΄, 12 παρ. 1, 13, 18, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1 περ. α΄ – 2 εδ. β΄, 3 Α και Β περ. ε΄ και ιζ΄ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, καθώς και με εκείνες των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 62 παρ. 1, 63 παρ. 1α΄, 80, 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος, με βάση τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1, εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται κατά ή μετά τις 10.1.2015, όπως στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη αγωγή, λόγω της καταστατικής έδρας της εναγόμενης στην ημεδαπή και, συγκεκριμένα, στον Νομό … (με την επισήμανση ότι οι διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 της Σύμβασης των Αθηνών, που ορίζουν τα αρμόδια δικαστήρια για την έγερση αγωγής βάσει των άρθρων 3 και 4, δεν συμπεριλήφθηκαν στο κείμενο του Κανονισμού (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος» – βλ. Κοροτζή Ι., Ο Νέος Κανονισμός (ΕΚ) 392/2009 για την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα επιβατών σε περίπτωση ατυχήματος, ό.π., σελ. 264). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα ημέρων από την κατάθεσή της, καθώς, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 3η.9.2018, και επιδόθηκε στην εναγόμενη την 4η.9.2018 (βλ. την προσαγόμενη με επίκληση από τον ενάγοντα υπ’ αριθ. …΄/4.9.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …). Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 2 περ. α΄, β΄ και γ΄ του Κανονισμού (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», καθώς, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους: α) το πλοίο φέρει τη σημαία κράτους μέλους (Ιταλίας) και είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος (… Ιταλίας), β) η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς έχει συναφθεί σε κράτος μέλος (Ελλάδα), και γ) ο τόπος αναχώρησης (Ηγουμενίτσα) και ο τόπος προορισμού (Ανκόνα), σύμφωνα με τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς, βρίσκονται σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περαιτέρω, για τα ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από την παραπάνω Διεθνή Σύμβαση, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, όπως προαναφέρθηκε, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, ως προς το οποίο πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Α) Αναφορικά με την κύρια αγωγική βάση, την οποία ο ενάγων διώκει να θεμελιώσει στην ευθύνη της εναγόμενης ως μέλους της Κοινοπραξίας – συμβατικής μεταφορέα, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό, με βάση το άρθρο 10 ΑΚ, ως το δίκαιο της έδρας της εναγόμενης. Β) Τα παρεπόμενα αιτήματα περί επιδίκασης τόκων επιδικίας και περί προσωρινής εκτελεστότητας, κρίνονται, επίσης, κατά το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori). Με βάση, λοιπόν, το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, με το αγωγικό δικόγραφο προκύπτουν καταρχήν τα θεμελιωτικά στοιχεία της παθητικής νομιμοποίησης για τη συγκεκριμένη δίκη, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγόμενης, διότι, με βάση τα ιστορούμενα, η τελευταία ενάγεται κυρίως με την ιδιότητα του μέλους της Κοινοπραξίας με την επωνυμία «…. – …», η οποία κατά τα ιστορούμενα ήταν η συμβατική μεταφορέας, άλλως με την ιδιότητα της πραγματικής μεταφορέα, ως υποναυλώτρια του πλοίου «…», στο πλαίσιο εφοπλιστικής χρονοναύλωσης, ώστε η μη απόδειξη των επικαλούμενων από τον ενάγοντα κατά δικονομική επικουρικότητα ιδιοτήτων της εναγόμενης να έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1, 293 Ν. 4072/2012, 1, 3 παρ. 1, 3, 4 παρ. 1 και 2, 14 της Σύμβασης Αθηνών, 1, 3 και 12 του Κανονισμού (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», 297 εδ. α΄, 298 εδ. α΄, 299, 345, 346, 482, 932 ΑΚ, 70, 176, 907, 908 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός από: α) το επιμέρους αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης του ποσού των 500 ευρώ για την απώλεια προσωπικών αντικειμένων, το οποίο τυγχάνει απαράδεκτο λόγω αοριστίας και απορριπτέο, διότι ο ενάγων δεν εξειδικεύει τα προσωπικά του αντικείμενα, χωρίς να αρκεί η ενδεικτική απαρίθμηση αυτών (με τη χρήση της λέξης «όπως»), σε «είδη περιποίησης, κλειδιά, διαβατήριο, φάρμακα κ.λπ.» και β) το επιμέρους αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης ποσού 2.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε απωλεσθέντα χρήματα, το οποίο είναι μη νόμιμο και απορριπτέο, διότι, εφόσον ο ενάγων δεν επικαλείται ότι τα μετρητά αυτά παραδόθηκαν κατόπιν συμφωνίας στην εναγόμενη προς φύλαξη, το αιτούμενο ποσό δεν συνιστά αποκαταστατέα ζημία, με βάση το άρθρο 5 της Σύμβασης των Αθηνών, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην πρώτη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Επίσης, το παρεπόμενο αίτημα προσωρινής εκτελεστότητας, μετά τη μερική τροπή του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, καθίσταται κατά το αντίστοιχο μέρος νόμω αβάσιμο και απορριπτέο, δεδομένου ότι δεκτικές εκτέλεσης είναι μόνο οι καταψηφιστικές και όχι oι αναγνωριστικές αποφάσεις (ΕφΑθ 628/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, πρέπει η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον για το καταψηφιστικό της αντικείμενο καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. τα υπ’ αριθ… e-παράβολα, σε συνδυασμό με τα από 22.5.2017 αποδεικτικά πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος).
Με το άρθρο 16 της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974 «σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους», όπως η παράγραφος 3 ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου της 1ης Νοεμβρίου 2002, που κυρώθηκε με το Ν. 4195/2013 (ΦΕΚ Α΄ 211/ 10.10.2013), υπό τον τίτλο «Παραγραφή αγωγών» προβλέπεται ότι: «1. Οποιαδήποτε αγωγή αποζημίωσης, που προέρχεται από θάνατο ή σωματικές βλάβες σε επιβάτη ή απώλεια ή ζημία σε αποσκευές του, θα παραγράφεται μετά από πάροδο δύο ετών. 2. Ο χρόνος παραγραφής υπολογίζεται ως ακολούθως: (α) σε περίπτωση σωματικής βλάβης, από την ημερομηνία που αποβιβάσθηκε ο επιβάτης, (β) σε περίπτωση θανάτου που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, από την ημερομηνία που ο επιβάτης θα έπρεπε να είχε αποβιβασθεί, και σε περίπτωση σωματικής βλάβης που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς και είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατο του επιβάτη μετά την αποβίβαση, από την ημερομηνία του θανάτου, υπό την προϋπόθεση ότι η περίοδος αυτή δεν θα υπερβαίνει τα τρία χρόνια από την ημερομηνία της αποβίβασης, (γ) σε περίπτωση απώλειας ή ζημίας σε αποσκευές, από την ημερομηνία της αποβίβασης ή από την ημερομηνία που η αποβίβαση θα έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί, οποιαδήποτε από τις δύο είναι μεταγενέστερη. 3. Το δίκαιο του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υπόθεσης θα διέπει τα θέματα αναστολής και διακοπής του χρόνου παραγραφής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα επιτρέπεται η άσκηση αγωγής, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, μετά τη λήξη οποιασδήποτε από τις ακόλουθες χρονικές περιόδους: (α) περιόδου πέντε ετών από την ημερομηνία αποβίβασης του επιβάτη ή από την ημερομηνία που η αποβίβαση θα έπρεπε να λάβει χώρα, ανάλογα με το ποια είναι μεταγενέστερη ή, εάν προηγείται χρονικά, (β) διαστήματος τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων έλαβε γνώση ή όφειλε, ευλόγως, να έχει λάβει γνώση της σωματικής βλάβης, απώλειας ή φθοράς που προκλήθηκε από το συμβάν». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι κάθε αξίωση του επιβάτη διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς κατά του μεταφορέα προς αποκατάσταση της ζημίας του (περιουσιακής ή μη περιουσιακής) ασκείται αποκλειστικά με τον τρόπο που προβλέπεται στην ως άνω Διεθνή Σύμβαση και παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την ημερομηνία που αποβιβάστηκε ο επιβάτης, ανεξάρτητα από τη θεμελίωση του δικαιώματος αυτού στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς ή σε αδικοπραξία. Η αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία η παραπάνω βραχυπρόθεσμη παραγραφή εφαρμόζεται μόνο στη συμβατική και όχι στην εξωσυμβατική ευθύνη του μεταφορέα, που διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζει το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υπόθεσης, δεν στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις και ειδικότερα σε εκείνες των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 16 της ως άνω Σύμβασης, από τις οποίες η πρώτη ορίζει γενικώς και χωρίς διάκριση ότι «οποιαδήποτε αγωγή αποζημίωσης, που προέρχεται από θάνατο ή σωματικές βλάβες σε επιβάτη ή απώλεια ή ζημία σε αποσκευές του, θα παραγράφεται μετά από πάροδο δύο ετών», ενώ η δεύτερη ρητώς προβλέπει ότι μόνο τα θέματα αναστολής και διακοπής του χρόνου παραγραφής ρυθμίζονται από το δίκαιο που εφαρμόζει το επιληφθέν της υπόθεσης δικαστήριο. Άλλωστε, υπό την αντίθετη εκδοχή θα ματαιωνόταν ο σκοπός για τον οποίο η Σύμβαση, αποβλέποντας στην ενοποίηση των σχετικών με την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα κανόνων, καθιέρωσε την πιο πάνω σύντομη παραγραφή για τη συγκεκριμένη έννομη σχέση (πρβλ. ΑΠ 1002/2002, ΕφΠειρ 12/2003, ΜονΕφΠειρ 455/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, «κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή». Απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς κατά την έννοια της πρώτης από τις παραπάνω διατάξεις υπάρχει σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η παροχή δικαστικής προστασίας ματαιώνεται για λόγο που δεν ανάγεται στη νομική ή ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαίτησης. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, η έλλειψη της ικανότητας δικαστικής παράστασης, η αοριστία της αγωγής και γενικότερα οι λόγοι εκείνοι οι οποίοι, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξίωσης και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωσή της. Ως επανέγερση της αγωγής νοείται η υποβολή νέου αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας από τον ίδιο ενάγοντα ή, σε περίπτωση που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή, από τον διάδοχό του κατά του ίδιου εναγομένου ή των διαδόχων εκείνου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στην προηγούμενη δίκη είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της νομικής διάταξης που πρόκειται να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη. Η ταυτότητα αυτή υπάρχει και όταν με τη νέα αγωγή επέρχονται οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις με τις οποίες συμπληρώνονται οι ασάφειες ή οι ελλείψεις που προκάλεσαν το δικονομικό απαράδεκτο της προηγούμενης αγωγής, αρκεί να μη μεταβάλλεται η ταυτότητα της αξίωσης υπέρ της οποίας πρέπει να παρασχεθεί δικαστική προστασία (ΑΠ 768/2016, AΠ 252/2016, ΑΠ 215/2011, ΑΠ 190/2008, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOΣ). Επομένως, εάν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι μηνών από της τελεσιδικίας της απόφασης που απέρριψε για λόγους μη ουσιαστικούς την προηγούμενη αγωγή του λογίζεται ότι η παραγραφή έχει διακοπεί με την έγερση της αρχικής αγωγής (βλ. ΑΠ 113/2019 ΤΝΠ NOMOΣ). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη, προς αντίκρουση της αγωγής, προβάλλει με τις προτάσεις της ισχυρισμό περί συμπλήρωσης της προβλεπόμενης στο άρθρο 16 παρ. 1 της Σύμβασης των Αθηνών διετούς παραγραφής των αξιώσεων του αντιδίκου της, αλλά και περί συμπλήρωσης τριετίας από την ημερομηνία που ο αντίδικός της έλαβε γνώση της βλάβης και της απώλειας από το ναυτικό συμβάν, με επίκληση του άρθρου 16 παρ. 3 περ. β΄ της παραπάνω Διεθνούς Σύμβασης. Ειδικότερα, η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η διετής παραγραφή συμπληρώθηκε την 1.1.2017, δηλαδή σε χρόνο πριν από την έγερση της κρινόμενης αγωγής, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 3.9.2018 και επιδόθηκε σε αυτήν την επόμενη ημέρα, καθώς και ότι, ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η παραγραφή διακόπηκε με την από 27.12.2016 προγενέστερη αγωγή του αντιδίκου της, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, οι ένδικες αξιώσεις έχουν υποκύψει σε τριετή παραγραφή, η οποία συμπληρώθηκε την 1.1.2018. Με αυτό το περιεχόμενο ο ως άνω περί παραγραφής ισχυρισμός τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Ειδικότερα, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων που προσάγονται με επίκληση από τους διαδίκους προκύπτει ότι ο ενάγων είχε εγείρει σε βάρος της εναγόμενης για το ίδιο βιοτικό συμβάν την από 27.12.2016 με Γ.Α.Κ. 10876/2016 και με Ε.Α.Κ. 5612/2016 προγενέστερη αγωγή, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στη δικάσιμο της 23ης.5.2017. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 357/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Σε βάρος της απόφασης αυτής, η οποία επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος στις 2.2.2018, δεν ασκήθηκε έφεση, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω κατά την έρευνα της ένστασης εκκρεμοδικίας που προβλήθηκε από την εναγόμενη. Επομένως, η παραπάνω απόφαση κατέστη τελεσίδικη την 4η.4.2018, με την άπρακτη παρέλευση της προβλεπόμενης στο άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των εξήντα ημερών που είχε ο διαμένων στο εξωτερικό ενάγων για την κατάθεση έφεσης. Ο ενάγων επανήγειρε την αγωγή εντός έξι μηνών από την τελεσιδικία της παραπάνω απορριπτικής απόφασης, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 3η.9.2018 και επιδόθηκε στην εναγόμενη την 4η.9.2018 (βλ. την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. …΄/4.9.2018 έκθεση επίδοσης). Περαιτέρω, από την επισκόπηση του περιεχομένου της νέας αγωγής και την αντιπαραβολή της με το περιεχόμενο της προηγούμενης αγωγής, προκύπτει ταυτότητα ιστορικής και νομικής βάσης, με συμπλήρωση των ελλείψεων που προκάλεσαν το δικονομικό απαράδεκτο της πρώτης αγωγής, καθώς και ταυτότητα των αγωγικών αξιώσεων. Επομένως, η παραγραφή των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος έχει διακοπεί με την προηγούμενη από 27.12.2016 αγωγή, κατά το άρθρο 263 εδ. β΄ ΑΚ, η οποία είχε ασκηθεί εντός δύο ετών από την ημερομηνία που αποβιβάσθηκε ο ενάγων από το πλοίο «…» (βλ. την υπ’ αριθ. …/27.12.2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων), σύμφωνα με όσα προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 και 2 περ. α΄ και γ΄ της Σύμβασης των Αθηνών, γενομένου δεκτού και ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού του ενάγοντος, που προβλήθηκε καθ’ υποφοράν με το αγωγικό δικόγραφο. Ούτε όμως συντρέχει πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου 16 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η εναγόμενη, διότι η προβλεπόμενη τριετής προθεσμία, με βάση και το δικαιολογητικό λόγο της ρύθμισης, καταλαμβάνει την άσκηση πρώτης αγωγής και όχι την επανέγερση αγωγής, η οποία εν προκειμένω συνιστά αναβίωση της προγενέστερης αγωγής, συμπληρωμένης ως προς τις ελλείψεις που την καθιστούσαν αόριστη. Υπό την αντίθετη εκδοχή ο δικαιούχος οποιασδήποτε αξίωσης από τη θαλάσσια μεταφορά επιβάτη, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ενάγων, θα διέτρεχε πάντοτε τον κίνδυνο συμπλήρωσης της παραγραφής στην περίπτωση επανέγερσης αγωγής κατόπιν τελεσίδικης απόρριψης της πρώτης αγωγής του για λόγο που δεν αναγόταν στη νομική ή ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησής του, με αποτέλεσμα τη ματαίωση της έννομης προστασίας του χωρίς να έχει εισέτι κριθεί το υποστατό της αξίωσής του.
Από τις υπ’ αριθ. …/26.10.2018 και …/26.10.2018 ένορκες βεβαιώσεις της … και του …, αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον της συμβολαιογράφου Ξάνθης Ευαγγελίας Παντερμαλή, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης, κατά το άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. …΄/23.10.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων: α) τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί στην αγγλική, την ιταλική και την τουρκική γλώσσα και προσάγονται από τους διαδίκους σε νόμιμη πλήρη ή αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική, και β) οι φωτογραφίες και ο ψηφιακός πολυμορφικός δίσκος (DVD) απεικόνισης εικόνας και ήχου, που προσάγει με επίκληση ο ενάγων, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από την αντίδικό του (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ΄ και 2, 448 παρ. 2 και 3, 457 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ), καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 27.12.2014 ο ενάγων, κάτοικος … Τουρκίας, ο οποίος συμμετείχε με τη σύζυγό του … σε ταξίδι που είχε διοργανώσει το τουριστικό πρακτορείο «…» με τελικό προορισμό τη Ρώμη Ιταλίας, επιβιβάσθηκε στον λιμένα της Ηγουμενίτσας επί του υπό σημαία Ιταλίας Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…», νηολογίου … υπ’ αριθ. … (ΙΜΟ 9435466), το οποίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πάτρα – Ηγουμενίτσα – Ανκόνα. Οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν ήταν δυσμενείς, με ακατάπαυστη βροχή, θυελλώδεις ανέμους εντάσεως 8-9 μποφόρ και χαμηλές θερμοκρασίες. Κατά τον παραπάνω χρόνο κυρία του πλοίου ήταν η εδρεύουσα στο … Ιταλίας μη διάδικος εταιρεία με την επωνυμία «….». Η παραπάνω εταιρεία είχε εκναυλώσει το πλοίο της με την από 31.7.2009 σύμβαση γυμνής ναύλωσης στην επίσης εδρεύουσα στο … Ιταλίας μη διάδικο εταιρεία με την επωνυμία «….» (βλ. το προσαγόμενο από την εναγόμενη έγγραφο εθνικότητας στο οποίο έχει σημειωθεί η από 4.9.2009 δήλωση εφοπλισμού). Η τελευταία αυτή εταιρεία υπεκναύλωσε κατά χρόνο το πλοίο στην εναγόμενη εταιρεία, η οποία το εισέφερε στην κοινοπραξία με την επωνυμία «…. – …», γεγονότα που συνομολογούνται από την εναγόμενη με τις προτάσεις της (άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η ως άνω κοινοπραξία, μέλος της οποίας τυγχάνει η εναγόμενη εταιρεία, ήταν η συμβατική μεταφορέας στην εν λόγω σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 περ. α΄ της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών, καθώς στο όνομά της καταρτίσθηκε η σύμβαση με τον ενάγοντα [βλ. το με στοιχεία … εισιτήριο επιβάτη (του ενάγοντος), που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγόμενη], γεγονός, άλλωστε, που συνομολογείται από τους διαδίκους (άρθρα 261 εδ. β΄, 352 παρ. 1 ΚΠολΔ). Περί ώρα 1.30 της 28ης.12.2014 το «…» απέπλευσε από την Ηγουμενίτσα και τις επόμενες ώρες, πάντως πριν τις 4.00, ενώ το πλοίο είχε ολοκληρώσει τον διάπλου του στενού της Κέρκυρας και έπλεε προς την Αδριατική, εκδηλώθηκε πυρκαγιά σε κλειστό χώρο στάθμευσης οχημάτων, η οποία εξαπλώθηκε ραγδαία στους υπόλοιπους χώρους και τα καταστρώματα του πλοίου, γεγονότα που είναι πασίγνωστα, ώστε να μην καταλείπεται οποιαδήποτε αμφιβολία ότι αυτά είναι αληθινά (άρθρο 336 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ο ενάγων με τη σύζυγό του, οι οποίοι βρίσκονταν στο κυρίως σαλόνι του πλοίου, όταν αντιλήφθηκαν περί τις 4.00 π.μ. έντονη οσμή καμμένων καλωδίων, αρχικά αποφάσισαν να μετακινηθούν προς τον χώρο υποδοχής (ρεσεψιόν), προκειμένου να λάβουν σχετική ενημέρωση από το πλήρωμα. Κατευθυνόμενοι προς τον χώρο υποδοχής είδαν φλόγες προερχόμενες από κατώτερο κατάστρωμα του πλοίου και έσπευσαν να μετακινηθούν προς το ανώτερο κατάστρωμα, αφού βρήκαν μόνοι τους και φόρεσαν σωσίβια. Σημειώνεται ότι ο ενάγων μόλις αντελήφθη τις φλόγες έσπευσε να θραύσει το προστατευτικό τζαμάκι έμπροσθεν κώδωνος κινδύνου που ήταν τοποθετημένος στο πλάι εξόδου κινδύνου και να τον πιέσει, για να διαπιστώσει ότι δε λειτουργούσε, όπως δε λειτουργούσαν εν γένει τα ηλεκτρικά συστήματα συναγερμού στο πλοίο. Άλλωστε, δεν είχε ενεργοποιηθεί σύστημα πυρόσβεσης στο πλοίο, παρά την ένταση της πυρκαγιάς. Όταν έφτασαν στο ανώτερο κατάστρωμα, εντόπισαν έναν κλειστό χώρο, επιφάνειας 10 – 15 τ.μ., στον οποίο εισήλθαν προκειμένου να προφυλαχθούν από τις επικρατούσες δυσμενείς καιρικές συνθήκες, συνωστιζόμενοι με άλλους συνεπιβάτες. Ωστόσο, λόγω των αναθυμιάσεων από τον καπνό που εκλυόταν, που προκάλεσε και τη λιποθυμία του ενάγοντος, αφού ο τελευταίος συνήλθε, εξήλθαν με τη σύζυγό του από τον κλειστό χώρο και κατευθύνθηκαν προς τη γέφυρα του πλοίου. Στο κυβερνείο είχε επίσης συνωστισθεί, απόντος του Πλοιάρχου, μεγάλος αριθμός συνεπιβατών τους, ενώ καπνός εισερχόταν και στον χώρο αυτό προκαλώντας αποπνικτική ατμόσφαιρα. Αν και έσπασαν τα εμπρόσθια τζάμια της γέφυρας, προκειμένου να απελευθερωθεί ο καπνός και να εισρεύσει καθαρός αέρας, ο κίνδυνος δηλητηρίασης και αναπνευστικών προβλημάτων εξαιτίας της μεγάλης ποσότητας καπνού που εισέπνεαν οι συνωστιζόμενοι στον περιορισμένο αυτό χώρο επιβάτες ήταν μεγάλος. Γι’ αυτό τον λόγο, ο ενάγων με τη σύζυγό του μετέβησαν στη συνέχεια σε ανοικτό χώρο του καταστρώματος, έκθετοι πλέον στα καιρικά φαινόμενα και με τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες που είχε αναπτύξει το μεταλλικό πάτωμα να καίει τα παπούτσια τους, ενώ παράλληλα εκρήξεις ακούγονταν από διάφορα σημεία του φλεγόμενου πλοίου. Πρέπει να σημειωθεί ότι η απουσία των μελών του πληρώματος και του Πλοιάρχου καθ’ όλη τη διάρκεια του ένδικου συμβάντος ήταν πλήρης, καθώς εξέλειπε οποιοσδήποτε συντονισμός των ενεργειών κατάσβεσης της πυρκαϊάς και διάσωσης – εκκένωσης των επιβατών. Περί τις 13.00 της 28ης.12.2014 και ενώ το πλοίο είχε ήδη ξεκινήσει να παίρνει κλίση 20 περίπου μοιρών, φάνηκε το πρώτο ελικόπτερο διάσωσης, το οποίο έδωσε προτεραιότητα σε παιδιά και τραυματίες, ανασύροντας 2-3 άτομα κάθε φορά. Σημειώνεται ότι, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών, ήταν αδύνατο να προσεγγίσουν το φλεγόμενο “…” άλλα πλοία και ο μόνος τρόπος διάσωσης των επιβατών ήταν από αέρος. Αφού βράδιασε, εμφανίστηκε έτερο, πιο μεγάλο ελικόπτερο, το οποίο είχε τη δυνατότητα ν’ ανασύρει 10-15 άτομα κάθε φορά. Τελικά, ο ενάγων διεσώθη 19 περίπου ώρες μετά το ατύχημα, ήτοι περί τις 23.00 της 28ης.12.2014, αφού πρώτα οι διασώστες, 1 ώρα πριν, είχαν παραλάβει τη σύζυγό του, μεταφέρθηκαν δε αμφότεροι σε πλοίο του ιταλικού πολεμικού ναυτικού. Κατά την παραμονή του στο παραπάνω πλοίο, για σαράντα έξι περίπου ώρες, ο ενάγων έλαβε φροντίδες για την αφυδάτωση και τα εγκαύματα των κάτω άκρων που είχε υποστεί και, ακολούθως, αποβιβάσθηκε μαζί με άλλους συνεπιβάτες στο Μπρίντιζι, όπου ανέλαβε τη φροντίδα του ο Ερυθρός Σταυρός. Την επομένη ημέρα (31.12.2014), μεταφέρθηκε μαζί με τη σύζυγό του σε ξενοδοχείο και το βράδυ της 1ης.1.2015 αναχώρησε αεροπορικώς από την Ιταλία με προορισμό την … με ιδιωτική πτήση που ναύλωσε η τουρκική κυβέρνηση για τη μεταφορά των επιβατών. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, επήλθε ναυτικό συμβάν, κατά τον ορισμό του άρθρου 3 παρ. 5 περ. α΄ και γ΄ της Σύμβασης των Αθηνών, στον οποίο (ορισμό) περιλαμβάνεται τόσο η πυρκαγιά όσο και το ελάττωμα του πλοίου. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την τεχνική έκθεση της ομάδας Ιταλών εμπειρογνωμόνων που διενήργησε πραγματογνωμοσύνη σχετικά με την πυρκαγιά στο επίδικο πλοίο κατόπιν διορισμού της από το Δικαστήριο του …, «το συνολικό σύστημα διαχείρισης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης από την πυρκαγιά στο γκαράζ του πλοίου “…” παρουσίαζε εμφανή και εγγενή ελαττώματα», οι σωστικές λέμβοι που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία εκκένωσης, όσες έμειναν ανέπαφες από τις φλόγες, «δεν χρησιμοποιήθηκαν όπως προβλέπεται από τους κανονισμούς» και «η ενεργοποίηση της γλίστρας διάσωσης δεν έγινε με σωστό τρόπο, θέτοντας σε κίνδυνο όσους τη χρησιμοποίησαν» (βλ. τα σχετικά χωρία του πορίσματος στην από 11.2.2017 δημοσίευση του portal “e-nautilia.gr”, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων). Ελαττώματα του πλοίου κατά την έννοια της προαναφερθείσας διάταξης της Σύμβασης των Αθηνών είχαν άλλωστε εντοπιστεί και καταγραφεί και κατά την από 19.12.2014 επιθεώρηση (Paris MoU) του πλοίου “…” που είχε λάβει χώρα στον λιμένα της Πάτρας, στους τομείς της ασφάλειας πυρόσβεσης, της πιστοποίησης, των συστημάτων έκτακτης ανάγκης, των δομικών συνθηκών και των σωστικών συσκευών· ειδικότερα είχε διαπιστωθεί μη σωστή λειτουργία των θυρών ασφαλείας – ανοίγματα σε πυρίμαχα τμήματα, απουσία εγκεκριμένου από λιμενική αρχή σχεδίου SAR (Search and Rescue), ήτοι Σχεδίου Συνεργασίας για επιβατηγά πλοία για περιστατικά έρευνας και διάσωσης, ανυπαρξία μπαταριών και διακοπτών φώτων και συστημάτων εκτάκτου ανάγκης, μη ενδεδειγμένη λειτουργία του κλεισίματος των συσκευών / υδατοστεγών θυρών και διάφορες δυσλειτουργίες στις σωστικές συσκευές. Ως προς δε την έλλειψη του επιβαλλόμενου βάσει του Κανονισμού V/73 της SOLAS (Διεθνούς Σύμβασης για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα), όπως κυρώθηκε με το π.δ. 160/1997, «σχεδίου συνεργασίας για περιστατικά έρευνας διάσωσης», είχε χορηγηθεί στο επίδικο πλοίο παράταση 14 ημερών, ήτοι έως την 2.1.2015, για την αποκατάστασή του, από το Κ.Λ. Πάτρας. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το πιστοποιητικό κλάσεως του πλοίου υπ’ αριθ. 84513-V028-001/1.9.2014, με ισχύ έως την 21η.9.2019, σύμφωνα με το οποίο αυτό ήταν κλάσεως C*, εξοπλισμένο προς μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων, εγκεκριμένο γι’ «απεριόριστη ναυσιπλοΐα» ούτε από την από 21.3.2014 «έκθεση επί των υφάλων – κατάσταση στεγανότητας κατά την ανανέωση», που συντάχθηκε κατόπιν ολοκλήρωσης της επιθεωρήσεως των αναρροφήσεων θαλασσίου ύδατος και των πλεγμάτων των, των συνδέσεων προς τη θάλασσα κ.λπ., καθώς τα πιστοποιητικά αυτά δεν αποκλείουν τα προαναφερθέντα ελαττώματα του πλοίου, που εντοπίζονται ιδίως στη διαφυγή και εκκένωση των επιβατών, την καθέλκυση σωστικών μέσων, αλλά και εν γένει στην ασφαλή πλεύση του πλοίου. Από τα προσκομιζόμενα, βέβαια, αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύονται τα ακριβή αίτια εκδηλώσεως της πυρκαϊάς και της ραγδαίας επεκτάσεώς της σε όλους τους χώρους του πλοίου, πλην όμως η εναγόμενη, που φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν απέδειξε ότι συντρέχει κάποιος από τους λόγους πλήρους απαλλαγής της, που προβλέπονται στο άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α’ και β’ της Συμβάσεως ή ότι η πυρκαγιά δεν οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια της πραγματικής μεταφορέα ή των μελών του πληρώματος (άρθρο 3 παρ. 3 της Συμβάσεως). Περαιτέρω, εξαιτίας του περιγραφόμενου ναυτικού ατυχήματος και κατά τη μεταφορά του ο ενάγων απώλεσε, λόγω ολοσχερούς καταστροφής, μεταχειρισμένα πράγματα, συνολικής αξίας 3.430 ευρώ, κυριότητάς του, τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή του, υπό την επιτήρηση και τον έλεγχό του, αποτελώντας αποσκευές καμπίνας, κατά τους ορισμούς του άρθρου 1 παρ. 5 και 6 της Σύμβασης των Αθηνών, και, συγκεκριμένα, ο ενάγων απώλεσε τα ακόλουθα πράγματα: α) μπουφάν και πανωφόρια, αξίας 600 ευρώ, β) υποδήματα, αξίας 450 ευρώ, γ) μία αποσκευή, μάρκας Samsonite, αξίας 150 ευρώ, δ) είδη ένδυσης (μπλούζες, παντελόνια, πουλόβερ, ζακέτες και πουκάμισα), αξίας 780 ευρώ, ε) ένα κινητό τηλέφωνο, τύπου Samsung Galaxy, αξίας 700 ευρώ και στ) μία φωτογραφική μηχανή, αξίας 750 ευρώ. Εξάλλου, εξαιτίας του ναυτικού ατυχήματος, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, λόγω της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας, του ισχυρού συναισθηματικού τρόμου (σοκ) και της θλίψης που βίωσε, για την ικανοποίηση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Το παραδεκτά υποβαλλόμενο με τις προτάσεις του πληρεξούσιου δικηγόρου της εναγόμενης αίτημα διεξαγωγής ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί η δημιουργία και εξακολούθηση έως και τη σήμερον ψυχικών διαταραχών στον ενάγοντα συνεπεία του συμβάντος, η ειδικότερη φύση και η αναμενόμενη διάρκειά τους, όπως και η τυχόν επίδρασή τους στην εργασία του, το οποίο είναι νόμιμο κατ’ άρθρο 368 παρ. 2 ΚΠολΔ, τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμο και απορριπτέο, καθόσον το Δικαστήριο έχει σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση τόσο περί του ότι το προπεριγραφέν ναυτικό ατύχημα επέδρασε στον ψυχικό κόσμο του ενάγοντος όσο και για την έκταση των συνεπειών στον ψυχισμό του και την εξέλιξή του, χωρίς ν’ απαιτούνται ως προς αυτό ιδιάζουσες γνώσεις, υπάρχοντος και του λοιπού αποδεικτικού υλικού. Λαμβάνοντας, επομένως, υπόψη το σύνολο των περιστάσεων και ιδίως τις συνθήκες του ναυτικού ατυχήματος, για το οποίο η συμβατική μεταφορέας – κοινοπραξία με την επωνυμία «…. – …», στην οποία η εναγόμενη είναι μέλος, ευθύνεται αντικειμενικά μέχρι του ισόποσου σε ευρώ των 250.000 λογιστικών μονάδων, τη μεγάλη ταλαιπωρία που υπέστη και τον κίνδυνο ζωής στον οποίο υπεβλήθη ο ενάγων, καθώς και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 30.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρα 2 παρ. 1, 25 Σ.), προκειμένου να καταστεί δυνατή η ηθική παρηγοριά και ψυχική ανακούφιση του ενάγοντος, ο οποίος έτσι υποβοηθείται να εξισορροπήσει τις δυσμενείς ψυχολογικές συνέπειες που του δημιουργήθηκαν από το ένδικο ναυτικό συμβάν. Σημειώνεται ότι η εναγόμενη δεν επικαλείται την ανήκουσα σε αυτήν ένσταση περί περιορισμού της ευθύνης της ως προς τις σωματικές βλάβες και τις αποσκευές καμπίνας κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 7 και 8 της Συμβάσεως όρια (πρβλ. ως προς την ένσταση περιορισμού της ευθύνης κατά το άρθρο 4 παρ. 5 των Κανόνων Χάγης-Βίσμπυ σε ΕφΠειρ 428/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνακόλουθα, παρέλκει η έρευνα της προβαλλόμενης από τον ενάγοντα καθ’ υποφοράν με την αγωγή του αντένστασης του άρθρου 13 παρ. 1, 2 της Συμβάσεως των Αθηνών. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εναγόμενη, υπό την ιδιότητά της ως μέλους της κοινοπραξίας με την επωνυμία «…. – …», ευθύνεται για την αποκατάσταση της ζημίας (περιουσιακής και μη περιουσιακής) του ενάγοντος, απορριπτομένων ως κατ’ ουσία αβάσιμων των αντίθετων περί τούτου ισχυρισμών της εναγόμενης, και η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη κατά την κύρια αγωγική της βάση, παρελκούσης της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας της επικουρικής βάσης της ευθύνης της ως πραγματικής μεταφορέα. Επομένως, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των (3.430 + 30.000 =) 33.430 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, το παρεπόμενο αίτημα προσωρινής εκτελεστότητας πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό και ως ουσιαστικά βάσιμο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό, διότι κρίνεται ότι συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι και ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει ζημία στον ενάγοντα (άρθρα 907, 908 ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει να επιβληθεί εις βάρος της εναγόμενης [άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 58, 61, 63 παρ. 1, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013)], κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα (33.430) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 8.10.2019, και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την …10.2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ