ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
3910 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και την Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 19-3-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», με ΑΦΜ …, που εδρεύει στον Π…… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Νικόλαου Λυγουρη.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ – ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο … και 2) Της … του …, κατοίκου …, οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Δημητρίου Λουβερδή για την υποβολή αιτήματος αναβολής, χωρίς να καταθέσουν προτάσεις.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 9-3-2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 3073/1349/2018, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 13ης-11-2018 οπότε και συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5327/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο παρέπεμψε προς εκδίκαση την υπόθεση σε άλλη συνεδρίαση του Δικαστηρίου τούτου κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών. Ήδη με την από 17-12-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 13298/6046/2018 κλήση της ενάγουσας εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ως άνω αγωγή, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφθηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως φέρεται με την από 17-12-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 13298/6046/2018 κλήση προς συζήτηση η από 9-3-2018 και με αριθμό κατάθεσης 3073/1349/2018 9-3-2018 αγωγή.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 124, 126 και 129 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, προκειμένου να γίνει επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο (εμπορική εταιρία), αυτή γίνεται προς τον κατά νόμο ή το καταστατικό νόμιμο εκπρόσωπό της είτε στην κατοικία του, είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, όταν δε ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο εγχειρίζεται σε συνοικούντα με αυτόν συγγενή ή υπηρέτη και σε περίπτωση απουσίας τους σε ένα από τους λοιπούς συνοίκους, ενώ στην περίπτωση που ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, το έγγραφο εγχειρίζεται στο διευθυντή ή σε κάποιον από τους υπηρέτες ή υπαλλήλους του καταστήματος. Όμως, για την εν λόγω επίδοση δεν έχει σημασία ο τόπος ο οποίος κατά το καταστατικό φέρεται ως έδρα της εταιρείας, αλλά ο τόπος της εργασίας ή της κατοικίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου που δεν είναι κατά νόμο απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της κατά το καταστατικό έδρας της εταιρίας (151/2016 ΕφΠειρ, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από τις υπ’ αριθ. …΄και …΄/28-12-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …, που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτησή της, καθώς και της κλήσης για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις εναγόμενες (άρθρα 126 παρ. 1 περ. α΄ και δ΄, 228 και 229 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η δεύτερη εναγομένη είναι νόμιμη εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης εταιρείας. Οι τελευταίες, όμως, δεν παραστάθηκαν κατά την ως άνω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, συνεπώς, πρέπει να δικασθούν ερήμην [άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ].
Κατά το άρθρο 29 § 1 του Ν. 2160/1993 «Ρυθμίσεις για τον Τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 118/19.7.1993) τουριστικός λιμένας είναι ο χερσαίος και θαλάσσιος χώρος που προορίζεται κατά κύριο λόγο για τον ελλιμενισμό σκαφών αναψυχής και ναυταθλητισμού, τον οποίο και υποστηρίζει λειτουργικά. Η σύμβαση ελλιμενισμού σκαφών σε τέτοιους λιμένες (Μαρίνες) θεωρείται σύμβαση μίσθωσης ακινήτου (ΔΕΚ 3.3.2005, C – 428/2002, Fonden Marselisborg Lystbadehavn κατά Skatteministeriet και Skatteministeriet κατά Fonden Marselisborg Lystbadehavn, σκέψη 36, Συλλογή 2005.Ι.1527, δημοσιευμένη και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ) και κατά τη νομική της φύση αποτελεί σύμβαση ενοχική, διαρκή και αμφοτεροβαρή, διεπόμενη από τις περί μισθώσεως διατάξεις του ΑΚ (ΤριμΕφΠειρ. 126/2017, ΔΕΕ 2017/801, ΜονΕφΠειρ. 585/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 734/2013, ΔΕΕ 2014/984, ΕφΑθ. 10868/1988, ΑρχΝ 1989/426) και από το Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας και έχει ισχύ νόμου (ΕφΠειρ. 605/2010, ΔΕΕ 2011/220, Μ. Μπάκαβου/Φ. Φωτόπουλος, Περί Λιμένων, Μαρίνες – Αγκυροβόλια – Τουριστικά – Αλιευτικά καταφύγια, 2017, σελ. 223), δεδομένου ότι εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 του Ν. 3105/2003 «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 29/10.2.2003) και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β 1323/16.9.2003), οι δε από αυτήν απορρέουσες διαφορές εκδικάζονται από το δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 § 1 εδαφ. β, 16 αρ. 1 και 29 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνες του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993 και κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (ΜονΕφΠειρ. 847/2014, ΔΕΕ 2015/411) των άρθρων, πιο πριν 648 επομ. και ήδη, μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015, 614 περ. 1 και 615 επομ. του ΚΠολΔ. Για τη σύναψη της σύμβασης ελλιμενισμού οι, ειδικότερες των κοινών, διατάξεις του ως άνω Γενικού Κανονισμού προβλέπουν ότι «Η δυνατότητα ελλιμενισμού παρέχεται κατόπιν αποδοχής από το φορέα διαχείρισης [δηλαδή το νομικό πρόσωπο που έχει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του τουριστικού λιμένα] σχετικού αιτήματος και σύναψης σχετικής συμφωνίας κατά την οποία ο αιτών αποδέχεται τον παρόντα Κανονισμό, τον Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας του τουριστικού λιμένα και το εγκεκριμένο τιμολόγιο αυτού» (άρθρο 7.2) και ότι «Η παραχώρηση, εκ μέρους του φορέα διαχείρισης τουριστικού λιμένα, του δικαιώματος ελλιμενισμού σκάφους, αποκτάται μόνο μετά από έγγραφη έγκριση του φορέα διαχείρισης, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τα προς τούτο απαραίτητα έγγραφα» (άρθρο 8.2). Αντικείμενο της σύμβασης που συνάπτεται είναι η έναντι ανταλλάγματος παραχώρηση του δικαιώματος ελλιμενισμού ενός σκάφους στον τουριστικό λιμένα (Μαρίνα) και η παροχή προς αυτό των υπηρεσιών, ευκολιών και εξυπηρετήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2.1 του Γενικού Κανονισμού, ενώ αντισυμβαλλόμενος του φορέα διαχείρισης είναι ο πλοιοκτήτης, ο κυβερνήτης, ο εκπρόσωπος ή ο χρήστης του σκάφους (σημεία 1 και 4 του άρθρου 8). Η σύμβαση καταρτίζεται εγγράφως και, καταρχήν, έχει ορισμένη διάρκεια, αφού η θέση ελλιμενισμού μπορεί να μισθώνεται είτε για ένα έτος είτε επί μηνιαίας βάσεως είτε ακόμη για βραχύτερη περίοδο, δηλαδή για μία ή και περισσότερες ημέρες (ΔΕΚ 3.3.2005, C – 428/2002, ο.π., σκέψεις 8 – 14), δύναται, όμως, μετά τη λήξη της ορισμένης διάρκειάς της να παραταθεί και με άτυπη ακόμα συμφωνία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εφόσον ο φορέας διαχείρισης εξακολουθεί να παρέχει τη δυνατότητα ελλιμενισμού του σκάφους στις εγκαταστάσεις του τουριστικού λιμένα και ο αντισυμβαλλόμενος εξακολουθεί να αποδέχεται τους όρους της λειτουργίας της Μαρίνας και το εγκεκριμένο τιμολόγιο για την παροχή των υπηρεσιών που απολαμβάνει. Το αντάλλαγμα που οφείλεται για την παραχώρηση στο σκάφος της χρήσης των εγκαταστάσεων του τουριστικού λιμένα, που καλείται τέλος ελλιμενισμού, αποτελεί αντικειμενικώς ουσιώδες στοιχείο (essentiale) της ομώνυμης σύμβασης και καθορίζεται βάσει τιμολογίου, το οποίο καταρτίζει ο φορέας διαχείρισης της Μαρίνας και εγκρίνεται με υπουργική απόφαση (άρθρο 2.3 εδαφ. β). Το τιμολόγιο αυτό καθορίζει το τέλος για κάθε ελλιμενιζόμενο σκάφος με κριτήρια το μέγεθός του σε μέτρα ολικού μήκους ή πλάτους, τη διάρκεια της σύμβασης, την εποχή του ελλιμενισμού, την κατηγορία του σκάφους και τις λοιπές παρεχόμενες από το λιμένα εξυπηρετήσεις (βλ. σχετ. Β. Κορμπή, Οι τουριστικοί λιμένες – Το θεσμικό πλαίσιο και η σχετική νομολογία, σε ΝοΒ 2004/1960 επομ. [1968]), η δε διοίκηση του φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα νομιμοποιείται να προβαίνει σε εκπτώσεις όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν και το κρίνει απαραίτητο. Υπόχρεος για την καταβολή των τελών ελλιμενισμού και των λοιπών δικαιωμάτων του φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα είναι ο πλοιοκτήτης ή, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, και ο νόμιμος εκπρόσωπός του ατομικά, καθώς και ο χρήστης του σκάφους, που ευθύνεται εις ολόκληρον με τον πλοιοκτήτη ως πρωτοφειλέτης (άρθρο 2.4 του Γενικού Κανονισμού). Η ευθύνη των προσώπων αυτών για την καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος ανακύπτει από την παράδοση της χρήσης του πράγματος και, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 574, 595 και 596 ΑΚ, εξακολουθεί καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που παραμένει υφιστάμενη η δυνατότητα της χρήσεώς του, ανεξαρτήτως αν ο μισθωτής χρησιμοποιεί πράγματι τη θέση ελλιμενισμού ή αν, για λόγους που αφορούν τον ίδιο, αδυνατεί ή δεν θέλει να τη χρησιμοποιήσει (ΑΠ 208/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1730/2013, ΧρΙΔ 2014/277, ΑΠ 2035/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 585/1997, Δνη 1998/112, ΤριμΕφΠειρ. 126/2017, ο.π., ΤριμΕφΛαρ. 95/2012, Δικογραφία 2012/494, ΕφΠειρ. 481/2001, ΕΔΠ 2003/352, Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, ΙΙ, 2013, § 28.3, αρ. 18, σελ. 90 επομ., Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τόμος Ι, 2004, § 24, αρ. 34, σελ. 327, Κ. Καυκάς, Ενοχικόν Δίκαιον, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, Ειδικόν Μέρος, τόμος Α, 1955, άρθρο 596, § 2, σελ. 269).
Από τη διάταξη του άρθρου 477 ΑΚ προκύπτει ότι σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Έτσι, παράγεται μία πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που μπορεί να καταρτισθεί ακόμη και σιωπηρά, είναι ετεροβαρής και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης χρέους από τον αναδεχόμενο, αλλά ανάληψής του, εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει, μπορεί δε να αφορά και μελλοντικό χρέος, ως τέτοιου νοουμένου, τόσο εκείνου του χρέους που ο νομικός λόγος παραγωγής του υπάρχει κατά την κατάρτιση της σύμβασης αναδοχής, αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμη (περιορισμένη μελλοντική απαίτηση), όσο και εκείνου του οποίου, ούτε λόγος παραγωγής, ούτε η απαίτηση υπάρχει κατά την κατάρτιση της σύμβασης, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι, και στις δύο περιπτώσεις το μελλοντικό χρέος είναι ορατό, μπορεί δηλαδή να προσδιοριστεί, κατά το χρόνο που γεννάται η σχετική αξίωση έναντι του οφειλέτη. Η ευθύνη του αναδοχέα έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη (βλ. ΑΠ 306/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 81/2014ΕφΠειρ)
Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι, δυνάμει της από 23.12.2002 σύμβασης μίσθωσης και παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης του Τουριστικού Λιμένα Ζέας, μίσθωσε από την εταιρεία με την επωνυμία «…» τον τουριστικό λιμένα Ζέας και ανέλαβε τη διαχείριση και εκμετάλλευσή του από την 01.01.2003 και για σαράντα έτη· ότι την 1.1.2010 κατήρτισε άτυπα με την εναγόμενη εταιρεία, σύμβαση ελλιμενισμού του ανήκοντος στην πλοιοκτησία της υπό αγγλική σημαία ιδιωτικού σκάφους αναψυχής με το όνομα «….», νηολογημένου στο Λονδίνο με αριθμό νηολογίου …, μήκους 23,50 μ., σε εκτέλεση δε της σύμβασης αυτής, παρείχε, κατά τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας, υπηρεσίες ελλιμενισμού του ως άνω σκάφους, έναντι μηνιαίων τελών ύψους 1.372,00 ευρώ πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. ύψους 24%, τα οποία ορίσθηκαν καταβλητέα εντός του πρώτο πενθημέρου εκάστου μηνός. Ότι, ο δεύτερος των εναγομένων, εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εταιρείας, βάσει σχετικού όρου της σύμβασης αλλά και δυνάμει διατάξεως νόμου ενέχεται εις ολόκληρον για την καταβολή των ένδικων μισθωμάτων. Ότι, παρά την παροχή χώρου ελλιμενισμού στο ως άνω σκάφος, οι εναγόμενοι δεν της έχουν καταβάλει τα αναφερόμενα αναλυτικά στο δικόγραφο τέλη ελλιμενισμού, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή σχετικά τιμολόγια, που προσδιορίζονται και εγκρίνονται με Αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης, για το χρονικό διάστημα από 1-10-2017 έως σήμερα, συνολικού ύψους 10.207,68 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος Φ.Π.Α.. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητεί, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλουν, εις ολόκληρο ευθυνόμενοι, το ποσό των 10.207,68 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται το οφειλόμενο υπόλοιπο τελών ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους, νομιμοτόκως από την πάροδο του πρώτου πενθημέρου κάθε αντίστοιχου μήνα ελλιμενισμού, κατά την επικαλούμενη συμφωνία δήλης ημέρας για την καταβολή των οφειλομένων τελών, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Η υπό κρίση αγωγή ερείδεται, σε αξιώσεις που απορρέουν από καταρτισθείσα σύμβαση μίσθωσης καθώς και σε εκείνες της σωρευτικής αναδοχής χρέους. Ενόψει των ανωτέρω, η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δεδομένου ότι το επικαλούμενο μηνιαίο συμφωνηθέν μίσθωμα υπερβαίνει το ποσό των 600 ευρώ (άρθρα 14 παρ. 1 περ. β΄, 22, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 14 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 Ν. 3994/2011 ΦΕΚ Α 165/25.7.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2, 24 παρ.1, 8 παρ.1, 62, 63 παρ.1, 66 παρ.1-2 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, η οποία αφορά σε ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, ήτοι σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Σ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2001, σελ. 1-2, Ηλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθνές δίκαιο, σελ. 12), είναι ερευνητέα, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση σχετικής ειδικότερης συμφωνίας, κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 2, 19 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), που τέθηκε σε ισχύ την 24-7-2008 και αφορά συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17-12-2009 (άρθρο 28 άνω Κανονισμού), ως το δίκαιο της χώρας της συνήθους διαμονής της εκμισθώτριας (ενάγουσας), η οποία οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή της ένδικης σύμβασης. Κατ’ ακολουθίαν, η αγωγή είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 574, 595, 478 του ΑΚ, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. στ΄, 176 ΚΠολΔ, καθώς και στο άρθρο 2 παρ.4 της υπ’ αριθ. Τ/9803/2003 Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. … ηλεκτρονικό παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ. σε συνδυασμό με την από 22-6-2018 απόδειξη ηλεκτρονικής συναλλαγής της τράπεζας …).
Από την εκτίμηση όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 23.12.2002 συμβάσεως μισθώσεως και παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης του Τουριστικού Λιμένα Ζέας, που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας με την επωνυμία «…..», όπως ήδη έχει μετονομαστεί σε «….», η πρώτη μίσθωσε τον τουριστικό λιμένα Ζέας και ανέλαβε τη διαχείριση και εκμετάλλευση του χερσαίου και θαλάσσιου χώρου της Μαρίνας Ζέας από 1.1.2003 για σαράντα έτη, υπό τους ειδικότερους όρους που διαλαμβάνονται στην εν λόγω σύμβαση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, δυνάμει της από 1.1.2010 άτυπης συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, ως πλοιοκτήτριας του υπό αγγλική σημαία ιδιωτικού σκάφους αναψυχής με το όνομα «….», νηολογημένου στο Λονδίνο με αριθμό νηολογίου …, μήκους 23,50 μ., συμφωνήθηκε η παραχώρηση θέσης ελλιμενισμού στη Μαρίνα Ζέας του ανωτέρου σκάφους για το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως 31.12.2010, μετά την παρέλευση του οποίου η επίδικη σύμβαση κατέστη αορίστου χρόνου, έναντι μηνιαίου μισθώματος ποσού 1.372,00 ευρώ πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. ύψους 24%, καταβλητέου εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα ελλιμενισμού, σύμφωνα με το τιμολόγιο που ορίσθηκε με υπ’ αριθ. 104/17.11.2015 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ενάγουσας, όπως τα τέλη αυτή είχαν εγκριθεί με την υπ’ αριθ. 2714/2011 Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β 421/16-3-2011), σε εκτέλεση δε της εν λόγω σύμβασης η ενάγουσα παρείχε τις προεκτιθέμενες υπηρεσίες για την περίοδο από 1-1-2017 έως 31-12-2017 και εξέδωσε τις νομίμως προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την ίδια υπ’ αριθ. 6406/13-10-2017 και 6845/7-11-2017 και 7225/5-12-2017 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών συνολικού ύψους 5.103,84 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ 24%, ενώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-2018 έως 31-1-2018 εξέδωσε τις υπ’ αριθ. 7887/20-1-2018, 8214/14-2-2018 και 8446/6-3-2018 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών συνολικού ύψους 5.103,84 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ 24%, ποσά τα οποία η πρώτη εναγομένη εξακολουθεί να οφείλει. Επίσης, αποδείχθηκε ότι κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης μίσθωσης η δεύτερη εναγομένη αναδέχθηκε εκ του νόμου σωρευτικά το μελλοντικό χρέος που τυχόν θα δημιουργούνταν. Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθούν οι εναγομένες, εις ολόκληρον ευθυνόμενες, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ως άνω ποσό των 10.207,68 ευρώ, νομιμοτόκως από την πάροδο του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα ελλιμενισμού για έκαστη μηνιαία οφειλή, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Ωστόσο, το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, γιατί η καθυστέρηση της εκτέλεσης δεν θα επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 653 παρ. 1, 591 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση της εκ μέρους των εναγομένων άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της, η δε δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος των εναγομένων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες, εις ολόκληρον ευθυνόμενες, να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των δέκα χιλιάδων διακοσίων επτά ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (10.207,68), με το νόμιμο τόκο από την πάροδο του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα για έκαστη μηνιαία οφειλή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 26-11-2019.
, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ