Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

TMHMA ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αριθμός Απόφασης

 

    4162 /2019

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 9849/4425/2018)

ΤΟ  ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 22η Ιανουαρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός …, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Μυτιλήνης Εμμανουήλ Γρηγοράκη (Α.Μ. ΔΣΜ 317).

Του εφεσίβλητου: … του …, κατοίκου …, οδός …, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Βασιλείου Σαξώνη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1600), βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 04-05-2015 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ 2145/204/08-05-2015) αγωγή του κατά της εδώ εκκαλούσας και: α) της εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στα …, β) του … του …, κατοίκου … και γ) του … …, κατοίκου … και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 219/2018 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την ανωτέρω αγωγή ως προς την εκκαλούσα, την υπό στοιχ. α) εταιρεία και τον … και απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον … …. Ήδη η εκκαλούσα με την από 18-09-2018 (αριθμ. εκθ. καταθ. του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 9290/214/24-09-2018) έφεσή του προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ 9849/4425/24-09-2018, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 04-05-2015 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ 2145/204/08-05-2015) αγωγή του, o ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου ότι την 19η-07-2013 επιβιβάσθηκε μαζί με τη σύζυγό του στο Λιμάνι του Λαυρίου στο με ελληνική σημαία πλοίο «…», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …, εφοπλισμού της εκκαλούσας και κυριότητας της δεύτερης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στα … και του οποίου πλοίαρχος ήταν ο τρίτος εναγόμενος …, με προορισμό τα …. Ότι κατά τη διάρκεια του πλου και περί ώρα 15:30, πλέοντας στη θαλάσσια περιοχή Άνδρου – Καρύστου υπό ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες, χρειάστηκε να συνοδεύσει τη σύζυγό του στις τουαλέτες του πλοίου. Ότι καθώς άνοιξε την πόρτα για να εισέλθει στις γυναικείες τουαλέτες και κατέβηκε το πρώτο σκαλοπάτι, στήριξε το δεξί του χέρι στο κάσωμα της πόρτας στην προσπάθειά του να διατηρήσει την ισορροπία του λόγω του έντονου κλυδωνισμού του πλοίου, και, επειδή η πόρτα δε διέθετε κάποιο μηχανισμό που να τη διατηρεί ανοιχτή με ασφάλεια, έκλεισε απότομα και με βιαιότητα, με αποτέλεσμα να χτυπήσει και να παγιδεύσει τον αντίχειρα του δεξιού χεριού του, ο οποίος αποκόπηκε εντελώς και έπεσε στο πάτωμα. Ότι παρά την άμεση κινητοποίηση του πληρώματος και την μεταφορά του στο νοσοκομείο .., όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και έγινε προσπάθεια συγκόλλησης του αντίχειρά του, δεν κατέστη δυνατό να αντιμετωπισθεί ο τραυματισμός του, με αποτέλεσμα να εξέλθει με «πλήρη ακρωτηριασμό στο ύψος της φάλαγγα – φαλαγγικής αντίχειρα δεξιά». Ότι ο περιγραφόμενος τραυματισμός του οφείλεται σε παραλείψεις των προστηθέντων της πρώτης εναγομένης εφοπλίστρας εταιρείας, μεταξύ των οποίων και του τρίτου εναγομένου και ήδη εκκαλούντα πλοιάρχου, οι οποίοι δεν μερίμνησαν, ώστε οι πόρτες εισόδου στον προθάλαμο των τουαλετών να ανοίγουν και να κλείνουν με ασφάλεια είτε με σύστημα επιβράδυνσης κλεισίματος, είτε, σε περίπτωση που μένουν ανοιχτές, να υπάρχει κάποιος μηχανισμός, που να τις διατηρεί σταθερά ανοιχτές, ώστε να μην ανοιγοκλείνουν λόγω του κλυδωνισμού του σκάφους από κύματα και λόγω της αιφνίδιας κλίσης. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε, μετά από σχετική διόρθωση κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, µε βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, καθώς και τις διατάξεις του ΒΔ 683/1960, να υποχρεωθούν οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι (ήτοι η εκκαλούσα εφοπλίστρια και η πλοιοκτήτρια εταιρεία και ο πλοίαρχος του πλοίου) να του καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το ποσό των 19.956 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τον ανωτέρω ακρωτηριασμό του, µε τον νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωρινή κράτηση διάρκειας ενός έτους κατά των τρίτου εναγομένου … και τετάρτου εναγομένου … … και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθµιο Δικαστήριο, µε την εκκαλουµένη υπ’ αριθμ. 219/2018 οριστική απόφασή του, έκανε εν µέρει δεκτή την ως άνω αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιµη και υποχρέωσε τους τρεις πρώτους των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 15.000 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 3.000 ευρώ κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστό και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον τέταρτο εναγόμενο … …. Ήδη µε την υπό κρίσιν εφεσή του, ο πρώτη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα ζητεί για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους, που αφορούν εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της εκκαλουµένης και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της.

Η άνω έφεση, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης ούτε παρήλθε τριετία από τη δημοσίευση της τελευταίας (άρθρα 495 παρ.1,2, 511,513 παρ.1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της καταβλήθηκε παράβολο ποσού 75 ευρώ κατ’ άρθρο 495 παρ.4 εδ.α΄ ΚΠολΔ (βλ. το υπ’ αριθμ. 23510670495811230081 ηλεκτρονικό παράβολο). Πρέπει, επομένως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298,330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης κα της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωση του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, πράγμα που υπάρχει ιδίως, όταν ο υπαίτιος με ενέργειες του δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση από την οποία είναι δυνατό να προκύψει ζημία σε τρίτους. Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε, τέτοια δε νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη (ΕφΠειρ 161/2004 ΕΝΔ 2004.3), η οποία (αρχή) σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, του επιβάλλει να επιχειρήσει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποφυγή της ζημίας (ΑΠ 2247/2009 δημ.«ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 380/2008 ΧρΙΔ 2008.880). Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. Από τη διάταξη δε του άρθρου 298 εδ. β` του ΑΚ προκύπτει, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση αξιώσεως αποζημιώσεως αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ): α) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και β) επέφερε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1396/2010, ΑΠ 605/2009, Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 2247/2009 ο.π). Εξάλλου, από το άρθρο 922 ΑΚ που ορίζει ότι ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα, κατά την υπηρεσία του, προκύπτει ότι για την ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από την αδικοπραξία του προστηθέντος πρέπει ο τελευταίος να τελεί υπό τις εντολές και οδηγίες του προστήσαντος ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως των καθηκόντων του, προς τις οποίες και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται. Από την ίδια διάταξη συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστεθείς σε τρίτους όχι μόνον κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ` αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, η οποία υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ` ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ` αυτόν ή καθ` υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ` αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια. Ειδικότερα, για την ευθύνη του προστηθέντος απαιτείται η πράξη του να μην είναι άσχετη ή ξένη, αλλά να βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη συνάφεια με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανατέθηκε, υπό την έννοια ότι η επιβλαβής επενέργεια δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την επιχείρηση της ζημιογόνου πράξεως. Επιρρίπτονται δηλαδή στον προστήσαντα όλοι οι τυπικοί κίνδυνοι που συνδέονται οργανικά με τη δραστηριότητα, την οποία ανέθεσε στον προστηθέντα, και αν ακόμη προήλθαν επ` ευκαιρία της εκτελέσεως της υπηρεσίας του ή κατά κατάχρηση αυτής και κατά παράβαση των διαταγών ή οδηγιών που του δόθηκαν, καθώς και από κάθε άλλη πράξη, η οποία προήλθε από τη δυνατότητα που παρέσχε η πρόστηση στον προστηθέντα προς χρησιμοποίηση για άλλον σκοπό των μέσων που του διατέθηκαν για την εκτέλεση της υπηρεσίας του (ΑΠ 651 /2001 Αρμ 2001.1475, ΑΠ 765/1984 ΝοΒ 33.607, ΕφΑΘ 2909/2002 ΔΕΕ 2002.10). Δεν ευθύνεται όμως ο προστήσας, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος οφείλεται σε προσωπικούς του λόγους, άσχετους με την υπηρεσία που του ανατέθηκε, αφού η ύπαρξη των λόγων αυτών διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στη βλαπτική πράξη του προστηθέντος και την άσκηση ή την κατάχρηση της υπηρεσίας του. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση που υπάρχει μεν τοπικός ή χρονικός σύνδεσμος της επιβλαβούς συμπεριφοράς του προστηθέντος με την υπηρεσία του, δηλαδή η συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε με την ευκαιρία της υπηρεσίας, οφείλεται όμως σε αίτια ανεξάρτητα από αυτή και συγκεκριμένα σε προσωπικό πταίσμα του προστηθέντος, τον κίνδυνο του οποίου δεν μπορεί αν φέρει ο προστήσας (ΑΠ 957/2003 ΕλΔ 2003.1558, ΑΠ 779/2001 ΕΕργΔ 62.37). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 84 εδ. β` του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), ο πλοιοκτήτης ευθύνεται από τις αδικοπραξίες, που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί.Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις ανωτέρω γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 922 ΑΚ συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης (προστήσας) ευθύνεται, όταν η αδικοπραξία μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την υπηρεσία αυτή, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 864/2009 ΕΝΔ 2009.184, ΑΠ 1711 /2008 ΕΕμπΔ 2009.875, ΑΠ 380/2008 ΧρΙΔ 2008.880). Τέλος, από το συνδυασμό και των διατάξεων των άρθρων 481, 483-486, 922 και 926 ΑΚ συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται εις ολόκληρον με τον προστηθέντα, που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε την περιουσιακή ή τη μη περιουσιακή ζημία, δημιουργούμενης έτσι παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (ΑΠ 181/2011 ΧρΙΔ 2011.664, ΑΠ 72/2007 ΧρΙΔ 2007.411, ΑΠ 160/2001 ΑρχΝ 2001.868, Γεωργιάδη στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σαταθόπουλου Τομ.IV, εκδ.1982, υπ`αρθρ. 922αρ.41, υπ` αρθρ.926 αρ. 16 ) με τις εξ αυτής συνέπειες (ΕφΠειρ 1042/1986 ΕΝΔ 1989.456). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 481 ΑΚ οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει, όταν σε περίπτωση περισσότερων οφειλετών της ιδίας παροχής καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής, όμως, έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μία φορά. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι προϋπόθεση για την ύπαρξη οφειλής εις ολόκληρον αποτελεί η ταυτότητα της παροχής που οφείλουν περισσότεροι οφειλέτες. Ως ταυτότητα παροχής νοείται η ταυτότητα του σκοπού της παροχής, ο οποίος είναι το συμφέρον του δανειστή για εκπλήρωση της. Η ταυτότητα αυτή της παροχής δεν προϋποθέτει αναγκαστικά ταυτότητα του νομικού και πραγματικού παραγωγικού λόγου γενέσεως της και για το λόγο αυτό η υποχρέωση ή η κοινή ευθύνη του συνοφειλετών μπορεί να πηγάζει από διαφορετική αιτία και να γεννήθηκε σε διαφορετικό χρόνο, αρκεί η ικανοποίηση του ίδιου συμφέροντος του δανειστή (ΑΠ 1489/2008 δημ. «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, από τα άρθρα 481 και 483 παρ. 1 ΑΚ προκύπτει ότι επί παθητικής εις ολόκληρον οφειλής η καταβολή που έγινε από ένα των συνοφειλετών απαλλάσσει και τους λοιπούς (ΑΠ 22/2004 ΝοΒ 2004.1206). Περαιτέρω το άρθρο 107 ΚΙΝΔ ορίζει τα ακόλουθα: «Η σύμβασις ναυλώσεως έχει ως αντικείμενον την έναντι ανταλλάγματος: α) χρησιμοποίησιν του πλοίου εν όλω (ολική ναύλωσις) ή εν μέρει (μερική ναύλωσις) προς ενέργειαν θαλάσσιας μεταφοράς, β) μεταφοράν πραγμάτων δια θαλάσσης (σύμβασις μεταφοράς πραγμάτων), γ) μεταφοράν επιβατών δια θαλάσσης (σύμβασις μεταφοράς επιβατών). Επί της συμβάσεως μεταφοράς πραγμάτων, εφ` όσον άλλο τι δεν ορίζεται υπό του νόμου ή δεν συνομολογείται ρητώς ή δεν προκύπτει εκ της φύσεως της σχέσεως, εφαρμόζονται αι διατάξεις περί ολικής ή μερικής ναυλώσεως. Η μεταφορά επιβατών ρυθμίζεται υπό των ειδικών διατάξεων του Κεφαλαίου Ζ του παρόντος τίτλου». Όπως συνάγεται από τη διατύπωση του ανωτέρω άρθρου, αλλά και από την Εισηγητική Έκθεση της Συντακτικής Επιτροπής του Σχεδίου του ΚΙΝΔ, οι διατάξεις του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση διατυπώθηκαν για να εφαρμόζονται κατά πρώτον λόγο στην κατά κυριολεξία ναύλωση (strictu sensu ναύλωση, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση) και, υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 2, στη σύμβαση μεταφοράς πραγμάτων (Αλ. Κιάντου-Παμπούκη «Ναυτικό Δίκαιο», τομ. II, εκδ.2007, σελ. 7-8). Κατά την επικρατέστερη άποψη η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη υπάγεται στη latu sensu ναύλωση και ρυθμίζεται, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 174-189 ΚΙΝΔ, συμπληρωματικά και απ` όσες διατάξεις των άρθρων 107-173 ΚΙΝΔ προσαρμόζονται στη φύση της σχέσης (Ιω. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τομ. 2ος, εκδ. 2005, υπ` αρθρ. 107, παρ.4.1, σελ. 100, αντιθ. Πην.Αγαλλοπούλου- Ζερβογιάννη «Ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα για ατύχημα επιβατών» σελ. 381-383, που θεωρεί ότι εφαρμόζονται συμπληρωματικά στα άρθρα 174-189 ΚΙΝΔ μόνον οι γενικές διατάξεις του αστικού δικαίου). Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διατάξεις του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση αποδίδουν στην ουσία τις ρυθμίσεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1924 για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές (Κανόνες Χάγης), που αφορούν τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων, η οποία κυρώθηκε, μαζί με τις τροποποιήσεις του 1963 (Κανόνες του Βίσμπυ) και τα δύο τροποποιητικά της Πρωτόκολλα των ετών 1968 και 1979, με το Ν. 2107/1992. Περαιτέρω, οι ρυθμίζουσες την ενδοσυμβατική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα από τη μεταφορά επιβατών διατάξεις του Κεφαλαίου Ζ` ΚΙΝΔ (174-189), εφαρμόζονται όταν η μεταφορά αυτών είναι εσωτερική και δεν υπόκεινται στη ρύθμιση της Σύμβασης των Αθηνών 1974/1976 που κυρώθηκε με το Ν. 1922/1991, που αφορά, όπως προκύπτει από τα άρθρα 1 παρ.9 και 2 παρ.1 αυτής, μόνο διεθνείς μεταφορές, μη εφαρμοζόμενες αν ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού καθώς και οι ενδιάμεσοι λιμένες προορισμού βρίσκονται στο ίδιο κράτος (ΑΠ 1002/2002 ΕΝΔ 2002.273) ούτε επεκτεινόμενες και επί των εσωτερικών μεταφορών (ΕφΠειρ 161/2004 ΕΝΔ 32.3). Στο μέτρο, όμως, που συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας ο επιβάτης μπορεί να στηρίξει τις αξιώσεις του για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στις διατάξεις των άρθρων 914 επ.,932 ΑΚ (Ιω. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» ο.π., υπ` αρθρ. 174, παρ.3, σελ. 471-472). Τούτο συμβαίνει όταν η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως αντικειμενική στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22. 505). Σε μία τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει την αξίωση του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 1024/2010, ΑΠ 347/2010 δημ. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1734/2009 ΧριΔ 2011.100, Εφ Πειρ 53/2012, δημ.ΝΟΜΟΣ).Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος απόδειξης … και του μάρτυρα ανταπόδειξης …, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και οι καταθέσεις περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου, από την υπ’ αριθμ. …/14-11-2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Ρόδου Νικόλαου Νεόφυτου, η οποία ελήφθη με επιμέλεια της πρώτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμ. …/08-11-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …), από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, λαμβανόμενα υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων οι καταθέσεις που δόθηκαν κατά την προανάκριση για την ποινική διερεύνηση της υπόθεσης (βλ. Βασ. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ, άρθρο 336 αρ. 29) και οι φωτογραφίες που προσκομίζονται από τους διαδίκους (άρθρα 444 παρ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ) των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται, από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), οι οποίες θα αναφερθούν ειδικότερα κατωτέρω, σε συνδυασμό προς τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: την 19η-07-2013 ο ενάγων – εφεσίβλητος επιβιβάσθηκε, δυνάμει σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς επιβατών, με τη σύζυγό του και την κουνιάδα του στο Λιμάνι του Λαυρίου στο με ελληνική σημαία επιβατηγό πλοίο «…» με αριθμό νηολογίου Πειραιά …, εφοπλισμού της πρώτης εναγομένης – εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Πειραιά και κυριότητας της δεύτερης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στα … και του οποίου πλοίαρχος ήταν ο τρίτος εναγόμενος …, με προορισμό τα …. Κατά τη διάρκεια του πλου και περί ώρα 15:30 κι ενώ το πλοίο έπλεε στη θαλάσσια περιοχή Άνδρου – Καρύστου υπό ιδιαίτερα δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ο ενάγων – εφεσίβλητος χρειάστηκε να συνοδεύσει τη σύζυγό του στις γυναικείες τουαλέτες του πλοίου, για την πρόσβαση στις οποίες ο επιβάτης χρειαζόταν να κατέβει δύο σκαλοπάτια, καθώς βρίσκονταν σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με το κατάστρωμα. Καθώς άνοιξε την πόρτα για να εισέλθει στις γυναικείες τουαλέτες και κατέβηκε το πρώτο σκαλοπάτι, στήριξε το δεξί του χέρι στο κάσωμα της πόρτας στην προσπάθειά του να διατηρήσει την ισορροπία του λόγω του έντονου κλυδωνισμού του πλοίου και τότε η πόρτα έκλεισε απότομα και με βιαιότητα, εξαιτίας και των έντονων κλυδωνισμών, με αποτέλεσμα να χτυπήσει και να παγιδεύσει τον αντίχειρα του δεξιού χεριού του, ο οποίος αποκόπηκε εντελώς και έπεσε στο πάτωμα. Άμεσα κινητοποιήθηκε το πλήρωμα του πλοίου, το οποίο παρείχε στον ενάγοντα τις πρώτες βοήθειες, ενώ παράλληλα κλήθηκε ελικόπτερο «Σούπερ Πούμα» της πολεμικής αεροπορίας, το οποίο τον παρέλαβε από το πλοίο, που ήταν ακόμη εν πλω και τον μετέφερε στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας, απ’ όπου μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο νοσοκομείο του …. Εκεί, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία έγινε προσπάθεια συγκόλλησης του αντίχειρά του, η οποία ωστόσο απέβη άκαρπη, με αποτέλεσμα να εξέλθει ο ενάγων με «πλήρη ακρωτηριασμό στο ύψος της φάλαγγα – φαλαγγικής αντίχειρα δεξιά», όπως βεβαιώνεται και στο από 22-07-2013 Εξιτήριο του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής …. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο περιγραφόμενος τραυματισμός του οφείλεται σε παραλείψεις των προστηθέντων της πρώτης εναγομένης – εκκαλούσας εφοπλίστρας εταιρείας, μεταξύ των οποίων και του τρίτου εναγομένου πλοιάρχου, οι οποίοι δεν μερίμνησαν, ώστε οι πόρτες εισόδου στον προθάλαμο των τουαλετών να ανοίγουν και να κλείνουν με ασφάλεια είτε με σύστημα επιβράδυνσης κλεισίματος, είτε, σε περίπτωση που μένουν ανοιχτές, να υπάρχει κάποιος μηχανισμός, που να τις διατηρεί σταθερά ανοιχτές, ώστε να μην ανοιγοκλείνουν λόγω του κλυδωνισμού του πλοίου από κύματα και λόγω της αιφνίδιας κλίσης. Οι εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (και ο ισχυρισμός αυτός επανέρχεται από την εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο έφεσής της), ότι δεν υφίσταται τέτοια περίπτωση, καθώς το πλοίο είχε προσφάτως, σε σχέση με το ένδικο περιστατικό, ήτοι την 26η-03-2013, υποβληθεί σε ενδελεχή έλεγχο όλων των χώρων του από τους επιθεωρητές του Κλάδου Ελέγχου Εμπορικών Πλοίων του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και είχε βρεθεί ότι πληρούσε παντού, συμπεριλαμβανομένων των τουαλετών, όλες τις προβλεπόμενες προδιαγραφές ασφαλείας για τους επιβάτες του και για το λόγο αυτό ήταν εφοδιασμένο με το υπ’ αριθμ. 96/13 Πιστοποιητικό Ασφαλείας Επιβατηγού Πλοίου με ισχύ έως 27-12-2013, δίχως τη διατύπωση της παραμικρής παρατήρησης, επιπλέον δε καθημερινά γίνονταν έλεγχοι από το πλήρωμα, αλλά και απροειδοποίητοι έλεγχοι από το Λιμενικό Σώμα. Ισχυρίσθηκαν επιπλέον, ότι ολοκληρωτικά υπαίτιος, άλλως συνυπαίτιος κατά ποσοστό 99% για την πρόκληση του τραυματισμού του ήταν ο ίδιος ο ενάγων (ισχυρισμός, ο οποίος μεταξύ άλλων αποτελεί και το περιεχόμενο του δεύτερου λόγου έφεσης), ο οποίος από βαρύτατη αμέλειά του επέλεξε να στηριχθεί εντός κλυδωνιζόμενου πλοίου και εν μέσω σφοδρής θαλασσοταραχής, όχι στις διαθέσιμες και απολύτως προσιτές σε αυτόν ειδικές χειρολαβές ασφαλείας, οι οποίες βρίσκονταν εκατέρωθεν της πόρτας εισόδου στις γυναικείες τουαλέτες. Επ’ αυτών λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: η πόρτα των γυναικείων τουαλετών διέθετε μεν μηχανισμό ελεγχόμενου κλεισίματος, όπως αποδεικνύεται και από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, χωρίς ωστόσο να δύναται να διαπιστωθεί, εάν κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος ο μηχανισμός αυτός λειτουργούσε σωστά. Γεγονός ωστόσο είναι, ότι η πόρτα έκλεισε πάνω στον αντίχειρα του ενάγοντος με ιδιαίτερη ταχύτητα και βιαιότητα, γι’ αυτό άλλωστε και ακρωτηριάσθηκε άμεσα και έπεσε στο πάτωμα του πλοίου. Η πόρτα των γυναικείων τουαλετών διέθετε στο πλάι γάντζο, από τον οποίο θα μπορούσε να στηριχθεί και να μένει ανοιχτή κατά τη διάρκεια της θαλασσοταραχής και των έντονων κλυδωνισμών, ώστε να είναι απρόσκοπτη η είσοδος και έξοδος των επιβατών. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται, ότι μία τέτοια λύση δεν είναι η ενδεδειγμένη και ότι μάλιστα αντενδείκνυται για λόγους υγιεινής. Ωστόσο, η πόρτα των παρακείμενων ανδρικών τουαλετών ήταν, κατά την ώρα του ένδικου ατυχήματος, συνεχώς ανοιχτή, είχε μάλιστα δεθεί το χερούλι της με σκοινί και είχε στηριχθεί σε κάποια κοντινή κολώνα, ώστε να μην κλείνει, όπως εμφαίνεται και στις προσκομιζόμενες από τον εφεσίβλητο φωτογραφίες. Τα ανωτέρω καταδεικνύουν τη γνώση του πληρώματος περί του προβλήματος που ανέκυπτε κατά την είσοδο των επιβατών στις τουαλέτες εν ώρα θαλασσοταραχής και για τον λόγο αυτό οδηγήθηκαν στην πρόχειρη αντιμετώπισή του με το δέσιμο της πόρτας με σχοινί, προκειμένου αυτή να μην κλείνει απότομα. Καταρρίπτεται επομένως ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι απαγορεύεται οι πόρτες των τουαλετών να παραμένουν ανοιχτές κατά τη διάρκεια του πλου. Τούτων δοθέντων, συμπεραίνεται ότι το πλήρωμα γνώριζε περί της δυσλειτουργίας του μηχανισμού ελεγχόμενου κλεισίματος και για τον λόγο αυτό προέβαινε στην πρόσκαιρη έστω αντιμετώπισή του, ακόμη και με μη ενδεδειγμένες πρακτικές, τις οποίες ωστόσο δεν εφάρμοσε και στις γυναικείες τουαλέτες, γεγονός που οδήγησε στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος. Επιπλέον, από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων φωτογραφιών, προκύπτει ότι η πόρτα των γυναικείων τουαλετών έφερε στο επάνω μέρος της την ένδειξη «ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΑΣ» με κεφαλαία γράμματα και σε σημείο μάλιστα που βρίσκεται κατά πολύ ψηλότερα από το ύψος του μέσου επιβάτη, ενώ στο κάτω μέρος της (έφερε) την ένδειξη «ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΠΟΥ ΠΑΤΑΤΕ», με κεφαλαία γράμματα, στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα. Σε κανένα σημείο της πόρτας, ούτε ακόμη και στο κάσωμα αυτής ή δίπλα στους μεντεσέδες της δεν υπήρχε ένδειξη περί αποφυγής τοποθέτησης των χεριών στο σημείο αυτό. Ως εκ τούτων ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, ακόμη κι αν βρισκόταν σε ήρεμη κατάσταση, δεν θα μπορούσε να προβλέψει τις συνέπειες τις εντελώς μηχανικής κίνησής του να στηριχθεί στην πόρτα της τουαλέτας, κατά τη διάρκεια των έντονων κλυδωνισμών και στην προσπάθειά του να κρατηθεί όρθιος. Επιπλέον δε, εφόσον ο ενάγων είχε ήδη ανοίξει την πόρτα και είχε κατεβεί το πρώτο σκαλοπάτι, προκειμένου να εισέλθει στις τουαλέτες, δεν έφτανε να πιαστεί από τις πλαϊνές της πόρτας χειρολαβές, οι οποίες βρίσκονταν στην εξωτερική μόνο μεριά της. Επομένως καμία υπαιτιότητα δεν βαρύνει τον ενάγοντα – εφεσίβλητο, ο οποίος ακόμη και υπό συνθήκες άκρας επιμέλειας, δε θα μπορούσε να προβλέψει και να αποφύγει τον ένδικο τραυματισμό του. Εξάλλου απεδείχθη ότι ο ενάγων υπέστη ιδιαίτερη ταλαιπωρία και πόνο, τόσο κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα ο τραυματισμός του, όσο και αργότερα, στην προσπάθειά του να αναρρώσει και να καταφέρει να προσαρμόσει τη ζωή και την καθημερινότητά του στη διαμορφωθείσα γι’ αυτόν κατάσταση. Έτσι, ενόψει των συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε το ατύχημα, της αποκλειστικής υπαιτιότητας των εναγομένων, του είδους, της φύσης και της εκτάσεως του τραυματισμού που προκλήθηκε στον ενάγοντα, του σωματικού πόνου και της ψυχικής ταλαιπωρίας που αυτός δοκίμασε κατά τις επισκέψεις του στο Νοσοκομείο, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να επιδικαστεί σ’ αυτόν ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 15.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται ως εύλογο κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, σταθμίζοντας το είδος της προσβολής και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Πρέπει επομένως να απορριφθούν ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Ακολούθως η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο έφεσης ισχυρίζεται, ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη απόφαση επιδίκασε στον εφεσίβλητο ποσό 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, ενώ αν ελάμβανε υπόψη το ποσοστό συνυπαιτιότητάς του, το οποίο ανέρχεται σε 99%, θα έπρεπε να του επιδικάσει το ποσό των 150 ευρώ. Και αυτός ο λόγος ωστόσο πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, δοθέντος ότι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο εφεσίβλητος δεν είναι συνυπαίτιος στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Με διόρθωση λοιπόν και συμπλήρωση των σχετικών αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγος της κρινόμενης έφεσης. Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση, η δε εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί λόγω της ήττας της στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του υπ’ αριθ. 23510670495811230081 παραβόλου, ποσού 75 ευρώ, που κατέθεσε η εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που αναφέρεται στο σκεπτικό.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την       –    -2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ