Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

TMHMA ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

  

 

 

 

Αριθμός Απόφασης

   3506 /2019

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 13786/7791/2015)

ΤΟ  ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 23η Οκτωβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

TΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) Της κοινοπραξίας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει …, … αριθμ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει …, … αριθμ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει …, … αριθμ. … και εκπροσωπείται νόμιμα και 4) της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει …, … αριθμ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες παραστάθηκαν στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Τασιόπουλου (ΑΜ ΔΣΠ …).

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στον ….., οδός … αριθμ. … και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) … του … και της …, κατοίκου …, οδός … αριθμ. …., οι οποίοι παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίου δικηγόρου Ελένης Ρούσσου (ΑΜ ΔΣΠ …).

Οι ενάγουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 22-12-2015 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου την 22η-12-2015 με γενικό αριθμό κατάθεσης 13786/2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 7791/2015, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 14ης-06-2016 και κατόπιν αναβολών για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτησή της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στις σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές καθοριστικός είναι ο ρόλος των διαμεσολαβητικών υπηρεσιών που προσφέρουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις στον εντολέα τους ή ευρύτερα στο κοινό, όπως είναι και οι επιχειρήσεις πρακτορείας. Ανάμεσα στα πρόσωπα που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με την εκμετάλλευση του πλοίου ιδιαίτερα σημαντική θέση κατέχει ο ναυτικός πράκτορας. Ναυτικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που με σύμβαση με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή αναλαμβάνει τη διεξαγωγή ναυτικών υποθέσεων για λογαριασμό του τελευταίου έναντι αμοιβής (πράκτορας πλοίου) και μπορεί να αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα του πλοίου δηλαδή να ενεργεί για τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο θαλάσσιο επιχειρηματία (πράκτορας του πλοίου – ship agent –) ή εκείνα του φορτίου, δηλαδή να  ενεργεί για λογαριασμό του ναυλωτή / φορτωτική και του παραλήπτη (πράκτορας του φορτίου – cargo agent). Κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, ο ναυτικός πράκτορας, ως συνδεόμενος μετά της πλοιοκτήτριας εταιρείας δια σχέσεως εντολής, είναι βάσει αυτής αντιπρόσωπος και καθολικός εντολοδόχος αυτής δηλαδή αντιπρόσωπος αυτής (πλοιοκτήτριας), κατ’ άρθρο 211 του ΑΚ και κατά τα συμφωνηθέντα, για ένα ή περισσότερα πλοία της (της πλοιοκτήτριας) σε ένα ή περισσότερα λιμάνια που αυτά προσεγγίζουν, για ένα ή περισσότερα ταξίδια, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο (ΑΠ 1207/2000 ΕΕμπΔ 52/100, ΕφΠειρ 594/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η σχέση που συνδέει το ναυτικό πράκτορα με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή είναι μικτή και μάλιστα είναι η σχέση του καθολικού εντολοδόχου (άρθρο 713 επ. Α.Κ.) όσον αφορά τη διαχείριση των υποθέσεων του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή και του εκμισθωτή  ανεξάρτητων υπηρεσιών όσον αφορά την αμοιβή του, την οποία μπορεί να ζητήσει κατά τις διατάξεις των άρθρων 648 και 649 Α.Κ., που εφαρμόζονται αναλογικώς στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικώς στον Α.Κ. Η μικτή αυτή σύμβαση δεν ενέχει κύρια και δευτερεύουσα παροχή ώστε να απορροφάται η τελευταία από την πρώτη, αλλά καθεμία από τις επιμέρους συμβάσεις διατηρεί την αυτοτέλεια της (βλ. Αλίκης Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1992,  σελ. 236, Δελούκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1979, παρ. 163, Καποδίστρια,  στην Ερμ.Α.Κ. Εισ. αρθρ. 648-680, αριθ. 86, 87 και 122, ΑΠ 1566/1979 ΝοΒ  28,1102, ΑΠ. 570/1964 ΝοΒ 13,182, ΕφΠειρ 579/1995 Νομολ.Ναυτ.Τμ.Εφ.Πειρ.1994-1995, σελ. 351). Επομένως ο ναυτικός πράκτορας υπέχει ευθύνη εντολοδόχου (άρθρο 713 του ΑΚ) έναντι του εντολέως εφοπλιστή ή πλοιοκτήτη ή πλοίαρχου για την πρώτη περίπτωση ή ναυλωτή ή φορτωτή ή παραλήπτη του φορτίου για την δεύτερη περίπτωση σε αποζημίωση για κάθε πταίσμα κατ’ άρθρο 714 του ΑΚ (βλ. Ναυτ. Δικ. Νικ. Δελούκα 1979 παρ. 161 έως και 165 σελ 243 έως και 251- ΑΠ 608/1964 ΝοΒ 13, 304- ΕφΠειρ 579/1995 Νομ Ναυτικού Τμήματος Εφετ Πειραιά και για συντομία ΝΝΤΕΠ 1994-1995 σελ 351- ΕφΠειρ 299/1996 ΝΝΤΕΠ 1996-97 σελ 593- ΕφΠειρ 1198/1996 ΝΝΤΕΠ 1996-1997 σελ 597- ΕφΠειρ 220/1997 ΝΝΤΕΠ 1996-1997 σελ 556). Από τις συμβάσεις αυτές δεν δημιουργούνται δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις σε βάρος του, διότι από τη δραστηριότητά του αυτή δικαιώματα και υποχρεώσεις δημιουργούνται, σύμφωνα με τη διάταξη που προεκτέθηκε, μόνο υπέρ και κατά αυτού που αντιπροσωπεύει, πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, φορτωτή ή παραλήπτη (ΕφΠειρ 54/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Εφόσον ο πράκτορας  συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπός του και δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ` επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της (ΑΠ 134/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ) και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ λόγω έλλειψης ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο (ΑΠ 1988/2014, ΕφΠειρ 110/2014, ΕφΠειρ 5/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις για την αντιπροσωπεία του άρθρου 211 ΑΚ , δήλωση βουλήσεως από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου) μέσα στα όρια εξουσίας αντιπροσωπεύσεως ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου είτε συνάγεται από τις περιστάσεις είτε έγινε στο όνομα του (ΑΠ 134/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι ο πλοιοκτήτης ως το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο ναυτικός πράκτορας με την ιδιότητά του αυτή ως άμεσος αντιπρόσωπος του (πλοιοκτήτη), ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές (ΕφΠειρ 1000/2006, ΕφΠειρ 940/2003, ΕφΠειρ 512/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως ο ναυτικός πράκτορας , όπως και ο διαχειριστής,  έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δε δηλώνει ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι` αυτόν (ΑΠ 57/2002, ΑΠ 476/1991,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Kατ’ εφαρμογή δε των ανωτέρω και βάσει των  γενικών αρχών του δικαίου, ο ναυτικός πράκτορας δεν φέρει συμβατική ευθύνη απέναντι στους τρίτους, κι εφόσον συμβάλλεται ως αντιπρόσωπος του εντολέα του, δεν αποκτά προσωπικώς δικαιώματα και υποχρεώσεις. Γι’ αυτό, άλλωστε, σε περίπτωση παραβάσεως της συμβάσεως για την οποία αντιπροσώπευσε τον εντολέα του ο ναυτικός πράκτορας δεν μπορεί να ενάγεται από τους τρίτους προσωπικώς,με εξαίρεση το άρθρο 1 παρ.1 νΝ. 762/1978 σχετικά με τις συμβάσεις που αφορούν πρόσληψη ναυτικών, υπό τις προϋποθέσεις φυσικά που θέτει το άρθρο αυτό. Από τις προαναφερθείσες αυτές διατάξεις συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, ο ναυτικός πράκτορας ως άμεσος αντιπρόσωπος πρέπει να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσόμενου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει  όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Σύμφωνα δε με τα παραπάνω, ο εναγόμενος προτείνων- προς απόρριψη της κατ` αυτού αγωγής, στηριζομένης σε δικαιοπραξία, που φέρεται ότι έχει συναφθεί στο δικό του όνομα,- ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου ο ίδιος φέρει το βάρος να επικαλεστεί και ν` αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιοπρακτική του δήλωση έγινε ρητώς στο όνομα άλλου, είτε τουλάχιστον ότι η ενέργεια του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο του περιστάσεις (ΑΠ 929/2004 ΕλλΔ 2005.1661, ΕφΠειρ 119/2012   ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 516/2009 ΕΝΔ 2009.389). Εάν πάλι ήθελε υποτεθεί ότι ο ναυτικός πράκτορας έχει συγχρόνως κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που έχει ανατεθεί σ` αυτόν από τον πλοίαρχο ή τον εφοπλιστή και την ιδιότητα του προστηθέντος με την έννοια του βοηθού εκπληρώσεως αυτών στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν γεννάται κατ` αυτού και πάλι καμία αξίωση του τρίτου, αφού δεν υφίσταται μεταξύ τους ενοχικός δεσμός από τη σύμβαση ,η δε δημιουργούμενη ευθύνη προς αποζημίωση του τρίτου ένεκα πταίσματος του ναυτικού πράκτορα, βαρύνει, σύμφωνα με την διάταξη του άρ. 334 του ΑΚ, μόνον τον προστήσαντα αυτόν πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, εκτός εάν το πταίσμα του ναυτικού πράκτορα φέρει τον χαρακτήρα αδικοπραξίας, οπότε δημιουργείται ευθύνη και του ιδίου ως υπαιτίου αδίκου πράξεως, η οποία θεμελιώνεται όχι επί της συμβάσεως  αλλά επί των διατάξεων των άρθρων 914, 922 και 926 ΑΚ (ΕφΠειρ 1198/96 ΔΕΕ 1997, 385 και εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία, ΜΠΠ 4864/2002 ΧΡΙΔ 2003/152). Κατά γενικό κανόνα, επίσης, ο ναυτικός πράκτορας ευθύνεται προσωπικώς απέναντι στους τρίτους με τις προϋποθέσεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ κι, επίσης, όταν κατά την δικαιοπρακτική του δραστηριότητα υπερβαίνει τα όρια της ανιπροσωπευτικής εξουσίας του (άρθρα 231 και 234 ΑΚ). Πάντως, στις περιπτώσεις που ο ναυτικός πράκτορας ευθύνεται από αδικοπραξία, συνυπεύθυνος εις ολόκληρον είναι και ο εντολέας του ως προστήσας αυτόν κατά τα άρθρα 922 και 926 ΑΚ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 719, 721 ΑΚ και 375 ΠΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά κατά την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται σε μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές ή με κατάθεση σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του. Αν πρόκειται για χρήματα, η απόκτηση της κατοχής τους υπό την παραπάνω έννοια δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοσή τους στο δράστη, αλλά και με τη λογιστική μεταφορά τους στον προσωπικό λογαριασμό του δράστη σε τράπεζα, με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωμα αναλήψεώς τους, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν.Δ. της 17.7/17-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών”. Σε περίπτωση μη αναλώσεως των χρημάτων κατά τους σχετικούς όρους της εντολής και επακολουθησάσης παράνομης ιδιοποιήσεως αυτών, ο εντολοδόχος διαπράττει το αξιόποινο αδίκημα της υπεξαιρέσεως του άρθρου 375 ΠΚ. (ΑΠ 65/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ), διότι η μεταξύ τους συμφωνία περιέχει αναγκαίως την πρόσθετη σιωπηρή συμφωνία ότι η κυριότητα των χρημάτων θα περιέλθει στον εντολέα αμέσως με την ανάληψη με προαντιφώνηση της νομής τους διότι μόνον έτσι μπορεί η εντολή να εκτελεσθεί στο όνομα και δια χρημάτων του εντολέα (ΑΠ 1636/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αντιφώνηση αυτή της νομής δεν απαγορεύεται να γίνει και πριν από την κτήση της από το μεταβιβάζοντα στο όνομά του (προαντιφώνηση), οπότε μετά την κτήση της επέρχεται χωρίς άλλο και η μεταβίβασή της στον αποκτώντα (ΑΠ 580/2006  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, ρυμούλκηση είναι η ενέργεια που καταβάλλεται με αμοιβή από το πλοίο, που είναι εφοδιασμένο με κινητήρια δύναμη και έχει ως σκοπό του τη μεταφορά, από τόπο σε τόπο, είτε πλοίου που στερείται γενικά ή κατά ένα μέρος δικής του κινητήριας δύναμης, είτε γενικά οποιουδήποτε επιπλέοντος κατασκευάσματος, με τη βοήθεια ρυμουλκίου (σχοινιού), το οποίο ενώνει το ρυμουλκό με το ρυμουλκούμενο. Η ρυμούλκηση έχει το χαρακτήρα της σύμβασης μίσθωσης έργου, όταν το ρυμουλκούμενο έχει δικό του επαρκές πλήρωμα και είναι κύριο των δικών του κινήσεων, στο πλαίσιο της περιορισμένης δραστηριότητας του και δεν ακολουθεί το ρυμουλκό ως αδρανές σώμα. Στις άλλες περιπτώσεις, όταν δηλαδή το ρυμουλκούμενο δεν έχει δικό του πλήρωμα και δεν είναι κύριο των δικών του κινήσεων, αλλά βρίσκεται στην παραφυλακή του ρυμουλκέα και υπό την εξουσία του πλοιάρχου του ρυμουλκούντος πλοίου και ακολουθεί το ρυμουλκό ως αδρανές σώμα, η ρυμούλκηση χαρακτηρίζεται ως σύμβαση ναύλωσης (ΕφΠειρ 893/2013, ΕφΠειρ 24/2011, ΕφΠειρ 751/2007, ΤΝΠ  ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Εξάλλου, όταν η ρυμούλκηση πλοίου συνίσταται στη μετακίνηση και ετοιμότητα αντιμετώπισης των κινδύνων του μετακινούμενου πλοίου (διάσωση ή σωστική ρυμούλκηση) υπόκειται στις προαναφερόμενες διατάξεις που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου που απορρέουν από την επιθαλάσσια αρωγή, ενώ αν συνίσταται στην απλή μετακίνηση χωρίς στοιχεία αντιμετώπισης κινδύνου δεν υπόκειται στις ανωτέρω διατάξεις (ΕφΠειρ 516/2010, ο.π., ΕφΠειρ 913/2009, ο.π., ΕφΠειρ 830/2008, ο.π., ΕφΠειρ 4/2008, ο.π.). Τέλος, επιθαλάσσια αρωγή θεωρείται και η απλή παραμονή κοντά στο πλοίο που κινδυνεύει ή η συνοδεία για παροχή αναγκαίας ασφάλειας (ΕφΠειρ 831/2009, ο.π.).

Επίσης κατά το άρθρο 70 ΑΚ, δικαιοπραξίες, που επιχείρησε μέσα στο όρια της εξουσίας του το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο και κατά τους ορισμούς του άρθρου 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων του, τα οποία αντιπροσωπεύουν αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 65, 67 και 68 ΑΚ και εκφράζουν τη βούλησή του, εφόσον η πράξη ή παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί, και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως για τον πράξαντα ή τον παραλείψαντα, που ευθύνεται και αυτός σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Η αρχή, δηλαδή, της μη ευθύνης του νομίμου εκπροσώπου δεν ισχύει, όταν υπάρχει ευθύνη αυτού από αδικοπραξία, κατά τις γενικές αρχές, οπότε θεμελιώνεται και ιδιαίτερη ευθύνη αυτού (ΑΠ 1380/2013, ΑΠ 1720/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 418/2007 ΝοΒ 55, 1168).Ειδικότερα δε ο διαχειριστής Ε.Π.Ε. δεν έχει προσωπική ευθύνη, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 1, και 26 του Ν. 3190/1955  και 70  ΑΚ παρά μόνο αν είτε παραβίασε τον Νόμο περί Ε.Π.Ε., το καταστατικό της ή ευθύνεται για πταίσμα κατά την διαχείριση, είτε πρόκειται περί άκυρης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, ισχύουσας αυτής ως έγκυρης –εν τοις πράγμασι Ο.Ε. , οπότε θα ευθύνεται προσωπικά και εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, ως ομόρρυθμος εταίρος αυτής κατά τις διατάξεις των άρθρων 22 ΕμπΝ και 258 παρ.3 Ν 4072/2012. Κατά το άρθρο  δε 71 ΑΚ εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας και μάλιστα ανεξάρτητα από τη μορφή της εταιρείας ως προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, αφού και στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιρειών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικά για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται όμως κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (AΠ 1083/2008,ΑΠ 1051/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (καθ’ου η αίτηση – παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (των λεγομένων μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσεως, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Επίσης, η ως άνω νομιμοποίηση είναι διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και γι’ αυτό εξετάζεται (και) αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και κατά συνέπεια η έλλειψη της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Έτσι, ενόψει της φύσεως της νομιμοποιήσεως ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων για τη θεμελίωση της νομιμοποιήσεως, αν και έχει συνήθως την μορφή ενστάσεως, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσεως της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος και φέρει το σχετικό βάρος της αποδείξεως, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν, όπως προαναφέρθηκε, με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσεως του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξη της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη λόγω ελλείψεως (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά το δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Πάντως, τα θεμελιωτικά, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει ν’ αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής (βλ. ΑΠ 339/2010 ΧρΙΔ 2011 206, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002 1680, ΕφΘεσ 424/2010 ΕΠολΔ 2011 109).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, που συντελείται με την ευκρινή έκθεση όλων των πραγματικών περιστατικών, που είναι αναγκαία, κατά νόμο, για τη στήριξη του αξιούμενου δικαιώματος. Η αναγραφή των πραγματικών αυτών περιστατικών είναι απαραίτητη, για να μπορέσει τόσο ο εναγόμενος να αμυνθεί, όσο και το δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 681, 682 και 694 του ΑΚ συνάγεται ότι ο εργολάβος, όταν ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του ή του υπολοίπου αυτής, οφείλει να επικαλεστεί στην αγωγή του, για το ορισμένο αυτής, τη σύμβαση έργου κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, ήτοι τη σύμβαση που καταρτίστηκε, το έργο που συμφωνήθηκε με αυτή να εκτελεστεί, την εκτέλεση και παράδοση ή την προσφορά του έργου και την αμοιβή που συμφωνήθηκε και, αν αυτή έχει συμφωνηθεί κατά μονάδα κάθε εργασίας, και ποιες ποσότητες στις συμφωνηθείσες μονάδες από κάθε εργασία εκτελέστηκαν (ΑΠ 382/2006, ΑΠ 508/2008, ΑΠ 314/2009, ΕφΛαρ 6079/2011 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 682 ΑΚ, αμοιβή λογίζεται πώς έχει συμφωνηθεί σιωπηρά, αν το έργο συνηθίζεται να εκτελείται μόνο με αμοιβή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης μίσθωσης έργου είναι η συμφωνία για την αμοιβή, ως ανταλλάγματος για την εκτέλεση του έργου, η δε αμοιβή είναι δυνατόν να είναι εκ των προτέρων ορισμένη, να ορίζεται δηλαδή κατά την κατάρτιση της σύμβασης κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα παραγόμενου έργου, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, με ποσοστά ή και να καταλείπεται ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού (ΑΠ 543/2007 ΔΕΕ 2007. 1217, 941/2002 ΕλλΔνη 2003. 1361, ΕφΠειρ 163/2010 ΠειρΝομ 2010. 209), οπότε ο προσδιορισμός της γίνεται είτε κατά τα άρθρα 371 – 373 ΑΚ είτε με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ενώ, εάν στη σύμβαση δεν προβλέφθηκε και δεν ορίσθηκε τίποτε για την αμοιβή του εργολάβου, λογίζεται αυτή, κατά τεκμήριο, σιωπηρώς συμφωνηθείσα, εφόσον το έργο, κατά τις συνήθεις περιστάσεις, εκτελείται μόνο με αμοιβή, το ποσό δε της αμοιβής θα καθορισθεί στην περίπτωση αυτή από την ισχύουσα διατίμηση ή θα καθορισθεί ως εύλογη αμοιβή εκείνη που καταβάλλεται από άλλους εργοδότες για όμοιες εργασίες (ειθισμένη αμοιβή) (ΑΠ 1383/2010 ΧρΙδΔ 2011. 421, 2004/2007 ΧρΙδΔ 2008. 730, ΕφΠειρ 953/2005 ΕΝΔ 2006. 193).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη, από την αιτία του χρέους. Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, διότι η διάταξη του εδ. β’ του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας). Κατά κανόνα όμως σε τέτοιες περιπτώσεις πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας (ΑΚ 361). Αυτή η αιτιώδης αναγνώριση δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο, ούτε όμως παράγεται από αυτήν αυτοτελής αιτία ενοχής, αφού εξαρτάται από την αναφερόμενη αιτία. Η σημασία μιας τέτοιας επιβεβαιωτικής απλώς δήλωσης είναι κατ’ αρχήν αποδεικτική (εξώδικη ομολογία), μπορεί όμως να επάγεται και διακοπή της παραγραφής, ως αναγνώριση (ΑΚ 280) ή να έχει και άλλα νομικά αποτελέσματα ( ΑΚ 272 παρ. 2 εδ. β’, 437, 156). Αν όμως, παρά τη μνεία στη δήλωση της αιτίας του χρέους, προκύπτει ότι οι συμβαλλόμενοι δεν απέβλεψαν στην απλή επιβεβαίωση υπάρχουσας ήδη ενοχής, αλλά θέλησαν την ίδρυση νέας, από την οποία να πηγάζει νέα ενοχή, απαλλαγμένη από τα ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας, απαιτείται έγγραφος τύπος (ΑΚ 873, 361 ΑΠ 654/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο έγγραφος τύπος που απαιτείται για τη σύναψη ετεροβαρούς συμβάσεως κατά το άρθρο 873 ΑΚ είναι συστατικός, όπως και η πληρεξουσιότητα που δίδει κάποιος (αντιπροσωπευόμενος) σε τρίτο (αντιπρόσωπο) για να συνάψει την επ’ ονόματί του σύμβαση, άλλως η μονομερής δικαιοπραξία είναι άκυρη ως μη γενόμενη κατά τα άρθρα 159 και 180 ΑΚ οπότε η επ’ονόματι του αντιπροσωπευόμενου σύναψη της ως άνω συμβάσεως δεν παράγει ως προς αυτόν κανένα έννομο αποτέλεσμα.

Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 847, 850, 471 και 477 του Α.Κ. σαφώς προκύπτει, ότι με την άτυπη, υποσχετική σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, που καταρτίζεται μεταξύ του δανειστή και τρίτου, παράγεται αυθυπόστατη, έναντι της κυρίας οφειλής, ενοχή του τρίτου (αναδοχέα) έναντι του δανειστή, δημιουργουμένης παθητικής εις ολόκληρο ενοχής, δικαιουμένου του δανειστή, κατ΄ επιλογή του, να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής είτε από τον παλαιό οφειλέτη είτε από τον αναδοχέα του χρέους. Η αναδοχή μπορεί να αφορά και μελλοντικό χρέος. Από τη διάταξη του άρθρου 477 ΑΚ προκύπτει ότι σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Έτσι, παράγεται μία πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που μπορεί να καταρτισθεί ακόμη και σιωπηρά, είναι ετεροβαρής και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης χρέους από τον αναδεχόμενο, αλλά ανάληψής του, εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει. Η ευθύνη του αναδοχέα έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Έτσι, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται, έναντι του δανειστή, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (ΑΚ 481), δικαιουμένου του δανειστή να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής μία μόνο φορά, κατ’ επιλογή του, είτε από τον τρίτο που αναδέχθηκε το χρέος του οφειλέτη, με βάση τη σύμβαση αναδοχής, είτε από τον οφειλέτη με βάση την μεταξύ δανειστή και οφειλέτη έννομη σχέση (ΑΠ 306/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγουσες εταιρείες εκθέτουν ότι ασχολούνται κατ’ επάγγελμα – μεταξύ άλλων – με την παροχή ρυμουλκικών υπηρεσιών σε πλοία. Ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων που κατήρτισε η καθεμία εξ αυτών στον …….. με τον δεύτερο των εναγομένων, ο οποίος ενεργούσε ατομικά για ίδιο λογαριασμό και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής και διαχειριστής της, η οποία είναι ναυτική πράκτορας στον ……… των αναφερόμενων αναλυτικώς στην αγωγή πλοίων, παρείχαν η καθεμία εξ αυτών στα εν λόγω πλοία κατά τις εκτιθέμενες ημερομηνίες έναντι συμφωνημένης νόμιμης και ειθισμένης αμοιβής τις λεπτομερώς αναγραφόμενες στο δικόγραφο της αγωγής ρυμουλκικές υπηρεσίες. Ότι μεταξύ άλλων συμφώνησαν με τους εναγομένους να ενέχονται κι αυτοί (οι εναγόμενοι) εις ολόκληρον με τις πλοιοκτήτριες εταιρείες για την καταβολή της αμοιβής τους και η είσπραξη των συμφωνημένων αμοιβών τους από τις πλοιοκτήτριες να γίνεται απευθείας από την πρώτη εναγομένη δια του δευτέρου εναγομένου με την αναγραφόμενη σε έκαστο των εκδοθέντων τιμολογίων έκπτωση επί των ως άνω υπηρεσιών, η οποία (έκπτωση) τελούσε υπό την προϋπόθεση ότι οι εναγόμενοι θα της κατέβαλαν το ποσό εκάστου τιμολογίου εντός 60 ημερών από την ημερομηνία έκδοσής του. Ότι οι παρασχεθείσες ρυμουλκικές υπηρεσίες ανήλθαν α) για την πρώτη ενάγουσα στο συνολικό ποσό των 102.209,21 ευρώ, εκ των οποίων οι εναγόμενοι κατέβαλαν μόνο ποσό 16.852,68 ευρώ, απομένοντος ανεξόφλητου ποσού 85.356,53 ευρώ, β) για τη δεύτερη ενάγουσα στο συνολικό ποσό των 3.440 ευρώ, γ) για την τρίτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 5.775 ευρώ και δ) για την τέταρτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 900 ευρώ, για τα επιμέρους δε ποσά των οποίων εξέδωσαν τα αναφερόμενα αναλυτικά στην αγωγή τιμολόγια, τα οποία, παρότι παρέλαβαν ανεπιφύλακτοι οι εναγόμενοι κι αναγνώρισαν την οφειλή τους έναντί της υποσχόμενοι την εξόφλησή της, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, εξακολουθούν να τους οφείλουν (τα ανωτέρω ποσά), ήτοι 85.356,53 ευρώ στην πρώτη εξ αυτών, 3.440 ευρώ στη δεύτερη εξ αυτών, 5.775 ευρώ στην τρίτη εξ αυτών και 900 ευρώ στην τέταρτη εξ αυτών. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγουσες ζητούν, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν, σε ολόκληρο έκαστος, τα υπόλοιπα ανεξόφλητα ποσά, ήτοι 85.356,53 ευρώ στην πρώτη εξ αυτών, 3.440 ευρώ στη δεύτερη εξ αυτών, 5.775 ευρώ στην τρίτη εξ αυτών και 900 ευρώ στην τέταρτη εξ αυτών, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικασθούν στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας, προσκομίζονται το υπ’ αριθμ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Πειραιώς, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο τόσο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) όσο και κατά τόπον (άρθρα 22, 25 παρ. 2, 33 και 37 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 3 περ. Β΄ στ. ε΄ του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω τυγχάνει ορισμένη κατά τα προαναφερόμενα στις ανωτέρω νομικές σκέψεις της παρούσας, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις περί (μίσθωσης) έργου ως προς την πρώτη εναγομένη, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού αυτής και νόμιμη, ομοίως μόνο καθ’ ο μέρος αφορά την πρώτη εναγομένη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης κατά τις διατάξεις των άρθρων 70, 211, 346, 477 επ., 481 επ., 681 επ. ΑΚ, 176, 907, 908 ΚΠολΔ. Αντιθέτως, καθ’ ο μέρος αφορά τον δεύτερο εναγόμενο, η ένδικη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα πρωτίστως ως αόριστη, λόγω της διττής σωρευτικής αναφοράς περί της ιδιότητάς του και ως διαχειριστή της πρώτης εναγομένης – ναυτικής πράκτορα και ατομικά του ιδίου (ενν. ως ναυτικού πράκτορα) και σε κάθε περίπτωση ως μη νόμιμη λόγω της ιδιότητας που του αποδίδεται και της έλλειψης νομίμου λόγου ευθύνης αυτού, ακόμη κι αληθών υποτιθέμενων των ισχυρισμών των εναγουσών. Ειδικότερα, ο δεύτερος εναγόμενος, νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης – ναυτικής πράκτορας του πλοίου, μη νομίμως ενάγεται, αφού χωρίς κατά τα ιστορούμενα στην ως άνω νομική σκέψη της παρούσας, δεν υπέχει ευθύνη προσωπικά για τα χρέη της έναντι τρίτων. Επίσης δε γίνεται επίκληση στο αγωγικό δικόγραφο ότι η εν λόγω εταιρεία περιορισμένης ευθύνης λειτούργησε ως προσωπική ομόρρυθμη εταιρεία, ώστε να ευθύνεται ο ίδιος, είτε ως άμεσος αντιπρόσωπος (διαχειριστής), είτε ως ομόρρυθμος εταίρος αυτής και προσωπικώς για την καταβολή της ένδικης οφειλής – εταιρικού χρέους της πρώτης εναγόμενης, ούτε όμως αυτός υπέχει προσωπική ευθύνη, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 1, και 26 του Ν. 3190/1955  και 70, 748 ΑΚ), ενώ επιπλέον δεν ενάγεται κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Επομένως η υπό κρίσιν αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς τον δεύτερο εναγόμενο ως μη νόμιμη και να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα αναφορικά με την πρώτη εναγομένη, καθώς για το αντικείμενο αυτής καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. τα υπ’ αριθμ. … e-παράβολα και τις από … αποδείξεις επιτυχούς εκτέλεσης της συναλλαγής της τράπεζας Eurobank).

Έτι περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 281 του AΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ή o κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης για να θεωρηθεί η άσκηση δικαιώματος ως καταχρηστική θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των διαγραφομένων ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, δηλαδή καθαρά αντικειμενικά κριτήρια, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση, που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις, που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει (η άσκηση) στην ανατροπή κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος δεν αρκεί δε μόνο η απλή αδράνεια του δικαιούχου επί μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και αν δημιούργησε στον υπόχρεο την πεποίθηση ότι το δικαίωμα δεν πρόκειται να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Το τελευταίο ισχύει όταν συνδράμουν και άλλα περιστατικά, μεταξύ των οποίων και η διαμόρφωση κατάστασης αντιτιθέμενης στο δικαίωμα, η γνώση της κατάστασης και η ανοχή αυτής από τον δικαιούχο και ακόμη ότι η άρση της δημιουργηθείσας κατάστασης, που αυτή (η κατάσταση), όπως και οι πράξεις του υπόχρεου, τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, θα επιφέρει αφόρητες συνέπειες για τον υπόχρεο και θα προκαλέσει έντονη την εντύπωση της αδικίας, το ζήτημα δε αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησής του δικαιώματός του (βλ. για όλα τα παραπάνω ΟλΑΠ 17/1995, ΝοΒ 44, σελ. 410, ΟλΑΠ 62/1990, ΑΠ 321/2002, ΕλλΔνη 2003, σελ. 143, ΑΠ 803/1996, ΕλλΔνη 38, σελ. 804, ΑΠ 326/1995, ΕΕΝ 1996, σελ. 270, ΑΠ 615/1994, ΔΕΝ 51, σελ. 23). Για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος και το παραδεκτό αυτής από άποψη ορισμένου, πρέπει να προβάλλονται με σαφήνεια τα περιστατικά, που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από τον διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από αυτόν του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και τέλος να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής με την οποία ασκείται το δικαίωμα για αυτόν τον συγκεκριμένο λόγο (ΟλΑΠ 472/1983, ΑΠ 683/1999, ΕλλΔνη 2000, σελ. 376, AΠ 29/1991, ΕΕΝ 92, σελ. 3).

Η πρώτη εναγομένη, με τις έγγραφες προτάσεις της ισχυρίζεται ότι δεν νομιμοποιείται παθητικά στην ένδικη υπόθεση, διότι ενήργησε ως ναυτική πράκτορας – άμεση αντιπρόσωπος των πλοιοκτητριών, στο όνομα και για λογαριασμό αυτών εν γνώσει των εναγουσών. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί άρνηση της αγωγής, που σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην ως άνω νομική σκέψη της παρούσας αφορά στην ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και να κριθεί εάν είναι ουσιαστικά βάσιμος. Περαιτέρω, η πρώτη εναγομένη υπέβαλε με τις προτάσεις της αίτημα επίδειξης εγγράφων και δη των εγγράφων συμβάσεων που κατέχουν και  επικαλούνται οι ενάγουσες, σύμφωνα με τις οποίες (κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς) συμφώνησαν ότι θα φέρει και η ίδια ευθύνη (όπως και ο δεύτερος εναγόμενος) εις ολόκληρον με τις πλοιοκτήτριες. Το αίτημα αυτό παραδεκτώς υποβάλλεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 450 ΚΠολΔ και 902 ΑΚ με τις κοινές προτάσεις των εναγομένων, πλην όμως είναι απορριπτέο ως άνευ αντικειμένου, καθότι από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου δεν προκύπτει αναφορά περί έγγραφης κατάρτισης των συμβάσεων αυτών. Περαιτέρω η πρώτη εναγομένη ισχυρίζεται ότι οι απαιτήσεις των εναγουσών που ερείδονται στα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια ή φορτωτικές, τα οποία έχουν εκδοθεί πέντε έτη πριν την άσκηση της αγωγής (24-12-2015), έχουν υποπέσει στην παραγραφή των διατάξεων του άρθρου 250 εδ. 1, 5 ΑΚ. Ομοίως και οι απαιτήσεις της δεύτερης ενάγουσας, που ερείδονται στις εκδοθείσες το έτος 2013 φορτωτικές, έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά το άρθρο 289 αρ. 4 ΚΙΝΔ, σε συνδ. με το άρθρο 291 ΚΙΝΔ. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι νόμιμοι και βασίζονται στις ως άνω διατάξεις, πρέπει επομένως να ερευνηθούν κατ’ ουσίαν. Εν συνεχεία η πρώτη εναγόμενη ισχυρίζεται επικουρικά, ότι η ένδικη αγωγή ασκείται καταχρηστικά, για το λόγο ότι οι ενάγουσες γνώριζαν τις δικονομικές διατάξεις περί παραγραφής και παραταύτα προέβησαν στην άσκησή της. Ο ισχυρισμός ωστόσο αυτός, που τείνει να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, κρίνεται απορριπτέος ως αόριστος, διότι τα πραγματικά περιστατικά που η πρώτη εναγομένη επικαλείται (ήτοι η γνώση της παραγραφής των αξιώσεων των εναγουσών) και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να θεμελιώσουν την καταλυτική της αγωγής ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, όπως αυτή αναλύθηκε ανωτέρω.

Από την ένορκη εξέταση της μάρτυρος ανταποδείξεως, …, ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου, την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα αποδείξεως, … ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που εξετάσθηκε επιμελεία των εναγουσών κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων (βλ τις υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, …) και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ασχέτως αν μνημονεύονται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων και τα ξενόγλωσσα εξ αυτών και όσα υποβάλλονται σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα και έχουν την έγγραφη αποδεικτική ισχύ κατ’ άρθρο 454 ΚΠολΔ και όσα δεν προσκομίζονται σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται ελεύθερα ως αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΑΠ 1511/2009 ΕΠολΔ 2010.740, ΑΠ 1344/2007 ΝοΒ 2008.905) σε συνδυασμό με τις ομολογίες των διαδίκων και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ),αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη ενάγουσα είναι νόμιμα συσταθείσα Κοινοπραξία, όπως δεν αμφισβητείται από τους εναγομένους και δραστηριοποιείται στη ναυτιλιακή αγορά του ……, κυρίως στον τομέα της παροχής ρυμουλκικών και σωστικών υπηρεσιών σε πλοία και πλωτά ναυπηγήματα. Σε αυτή ήταν ενταγμένα, μεταξύ άλλων, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τα εξής υπό ελληνική σημαία ρυμουλκά πλοία: 1) το Ρ/Κ-Ν/Γ «…», …, 2) το Ρ/Κ-Ν/Γ «…», …, 3) το Ρ/Κ-Ν/Γ «…», …, 4) το Ρ/Κ «…», …, και 5) το Ρ/Κ «…», …. Η δεύτερη, τρίτη και τέταρτη ενάγουσες είναι ναυτικές εταιρείες του Ν. 959/1979 και ασχολούνται κατ’ επάγγελμα με την παροχή ρυμουλκικών υπηρεσιών με λάντζες σε πλοία και είναι πλοιοκτήτριες η δεύτερη εξ αυτών της λάντζας «…» …, η τρίτη της λάντζας «…» … και η τέταρτη εξ αυτών της λάντζας «…», …. Η πρώτη εναγομένη είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με νόμιμο εκπρόσωπο – διαχειριστή τον δεύτερο εναγόμενο και δραστηριοποιείται επαγγελματικά ως ναυτικός πράκτορας, διατηρώντας πρακτορείο στον …… Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων μίσθωσης έργου (ρυμούλκησης) που συνήψαν προφορικά στον ……. οι ενάγουσες, ως εργολάβοι, με την πρώτη εναγομένη υπό την ιδιότητα αυτής ως ναυτικού πράκτορα ως αυτή εκπροσωπείτο δια του νόμιμου εκπρόσωπου της –δεύτερου εναγομένου και ενεργούσε για λογαριασμό των κάτωθι αναφερόμενων πλοιοκτητριών – εργοδοτριών, οι ενάγουσες παρείχαν στα εν λόγω πλοία έναντι συμφωνημένης νόμιμης αμοιβής τις λεπτομερώς αναγραφόμενες στο δικόγραφο της αγωγής ρυμουλκικές υπηρεσίες, οι οποίες δεν αμφισβητούνται  από τους εναγομένους ως προς τις ημερομηνίες εκτέλεσης, τα ρυμουλκά πλοία των εναγουσών που χρησιμοποιήθηκαν και το είδος των παρεχομένων υπηρεσιών. Στο πλαίσιο των συμβάσεων αυτών, οι ενάγουσες εξέδωσαν τα εξής τιμολόγια, στο όνομα και για λογαριασμό των πλοιοκτητριών των εξής πλοίων κατά τις κάτωθι ημερομηνίες και δη η πρώτη ενάγουσα: 1) στις 30-10-2009 και 04-11-2009 στο υπό σημαία … πλοίο «…» με αριθμό … Κ.Ο.Χ. 22.972, πλοιοκτησίας της εταιρείας «…», εκδοθέντων προς τούτο των υπ’ αριθμ. … και … τιμολογίων παροχής υπηρεσιών αξίας 15.328,11 ευρώ και 2.905 ευρώ αντίστοιχα, στα οποία αναγράφεται έκπτωση 60% υπό την αίρεση εξόφλησης του οφειλόμενου ποσού εντός 60 ημερών από την έκδοσή του, έναντι δε του πρώτου εξ αυτών η πρώτη ενάγουσα έλαβε το ποσό των 2.882,50 ευρώ, 2) στις 03-06-2011 στο υπό σημαία … πλοίο «…» με αριθμό … Κ.Ο.Χ.22.972, το οποίο κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης ονομαζόταν «…» υπό σημαία …, πλοιοκτησίας της εταιρείας «…», εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. … τιμολογίου παροχής υπηρεσιών συνολικής αξίας 24.464 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 5.170,18 ευρώ, 3) στις 06-06-2011, στο υπό σημαία … πλοίο «…» με αριθμό ΙΜΟ … Κ.Ο.Χ. 3.208, πλοιοκτησίας της εταιρείας «…», εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. … τιμολογίου παροχής υπηρεσιών συνολικής αξίας 4.450 ευρώ, 4) στις 07-06-2012 και 06-03-2015 στο υπό σημαία … πλοίο «…» με αριθμό … Κ.Ο.Χ. 10.490, πλοιοκτησίας της εταιρείας «… …», εκδοθέντων προς τούτο των υπ’ αριθμ. … τιμολογίων παροχής υπηρεσιών αξίας 19.113,60 και 5.800 ευρώ αντίστοιχα, στο οποίο αναγράφεται έκπτωση 60% υπό την αίρεση εξόφλησης του οφειλόμενου ποσού εντός 60 ημερών από την έκδοσή του, έναντι δε του πρώτου εξ αυτών η πρώτη ενάγουσα έλαβε το ποσό των 6.800 ευρώ, 5) στις 31-03-2013 στο υπό σημαία … πλοίο «…» με αριθμό … Κ.Ο.Χ. 51.255, πλοιοκτησίας της εταιρείας «… …», εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. … τιμολογίου παροχής υπηρεσιών συνολικής αξίας 13.009,50 ευρώ, στο οποίο συμφωνήθηκε έκπτωση 60% υπό την αίρεση εξόφλησης του οφειλόμενου ποσού εντός 60 ημερών από την έκδοσή του, έναντι δε αυτού η πρώτη ενάγουσα έλαβε το ποσό των 1.200 ευρώ, 6) στις 06-08-2014  στο υπό σημαία … πλοίο «…» με αριθμό … Κ.Ο.Χ. 20.122, το οποίο κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης ονομαζόταν «…» υπό σημαία …, πλοιοκτησίας της εταιρείας «….», εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. … τιμολογίου παροχής υπηρεσιών συνολικής αξίας 2.200 ευρώ, 7) στις 07-08-2014 στο υπό σημαία … πλοίο «…» με αριθμό … Κ.Ο.Χ. 3.972, πλοιοκτησίας της εταιρείας «…», εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. … τιμολογίου παροχής υπηρεσιών συνολικής αξίας 7.439 ευρώ, ενώ την ίδια μέρα η πρώτη ενάγουσα εξέδωσε το υπ’ αριθμ. … πιστωτικό τιμολόγιο, στο οποίο αναγράφεται έκπτωση 50% υπό την αίρεση εξόφλησης του οφειλόμενου ποσού εντός 60 ημερών από την έκδοσή του και 8) στις 21-04-2015 στο υπό σημαία … πλοίο «…», με αριθμό … Κ.Ο.Χ. 17.630, πλοιοκτησίας της εταιρείας «…», εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. … τιμολογίου παροχής υπηρεσιών συνολικής αξίας 7.550 ευρώ, ενώ την ίδια μέρα η πρώτη ενάγουσα εξέδωσε το υπ’ αριθμ. … πιστωτικό τιμολόγιο, στο οποίο προβλεπόταν έκπτωση 1.500 ευρώ στο ανωτέρω ποσό, υπό την αίρεση εξόφλησης του οφειλόμενου ποσού εντός 60 ημερών από την έκδοσή του. Η δεύτερη ενάγουσα: 1) στις 23-01-2008 στο υπό σημαία … πλοίο «…» με αριθμό …, πλοιοκτησίας της εταιρείας «…», εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθμ. … φορτωτικής συνολικής αξίας 550 ευρώ, 2) στις 29-02-2008 στο υπό σημαία … πλοίο «…» με αριθμό …, που κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης ονομαζόταν «…» υπό σημαία …, εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθμ. … φορτωτικής συνολικής αξίας 650 ευρώ και 3) στις 21-07-2013 στο υπό σημαία … πλοίο «…» με αριθμό …, που κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης ονομαζόταν «…» υπό σημαία …, πλοιοκτησίας της εταιρείας «…», εκδοθείσας προς τούτο της υπ’ αριθμ. … φορτωτικής συνολικής αξίας 2.240 ευρώ. Η τρίτη ενάγουσα: 1) στις 18-07-2008 στο υπό σημαία … πλοίο «…» με αριθμό …, πλοιοκτησίας της εταιρείας «…», εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. … τιμολογίου συνολικής αξίας 850 ευρώ, 2) στις 03-07-2009 στο υπό σημαία … πλοίο «…» με αριθμό …, πλοιοκτησίας της εταιρείας «…», εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. … τιμολογίου συνολικής αξίας 1.925 ευρώ, 3) στις 03-07-2009 στο υπό σημαία … πλοίο «…» με αριθμό …, πλοιοκτησίας της εταιρείας «…», εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. … τιμολογίου συνολικής αξίας 800 ευρώ, 4) στις 03-07-2009 στο υπό σημαία … πλοίο «…» με αριθμό …, πλοιοκτησίας της εταιρείας «…», εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. … τιμολογίου συνολικής αξίας 1.000 ευρώ, 5) στις 20-08-2008 στο υπό σημαία … πλοίο «…» με αριθμό …, εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. … τιμολογίου συνολικής αξίας 900 ευρώ, έναντι του οποίου η τρίτη ενάγουσα έλαβε το ποσό των 600 ευρώ και 6) στις 20-08-2008 στο πλοίο «…», εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. 1230/20-08-2008 τιμολογίου συνολικής αξίας 900 ευρώ. H τέταρτη ενάγουσα: στις 02-02-2009 στο υπό σημαία … πλοίο «…» με αριθμό …, πλοιοκτησίας της εταιρείας «…», εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. … τιμολογίου συνολικής αξίας 900 ευρώ. Όλα τα ως άνω τιμολόγια που εξέδωσε η πρώτη ενάγουσα ανέγραφαν στην αγγλική γλώσσα στο πάνω δεξιό μέρος τους ότι δίνεται πίστωση εξήντα (60) ημερών για την εξόφλησή του οφειλόμενου ποσού και στο κάτω αριστερό μέρος τους, ομοίως στην αγγλική γλώσσα, ότι η έκπτωση ισχύει για πληρωμή του τιμολογίου που θα γίνει εντός εξήντα (60) ημερών από την έκδοσή του, διαφορετικά η έκπτωση δε θα ισχύει και θα οφείλεται τόκος 1% ανά μήνα επί του πλήρους ποσού του τιμολογίου. Επίσης σε όλα τα ανωτέρω τιμολόγια και φορτωτικές (όλων των εναγουσών) αναφέρεται η εκάστοτε πλοιοκτήτρια και το πλοίο, αναγραφή που ακόμη και αν έγινε για φορολογικούς λόγους, δεν απαλλάσσει τις πλοιοκτήτριες από την ευθύνη καταβολής του οφειλομένου ποσού, πολλώ δε μάλλον δεν αποδίδει άνευ άλλου τινός ευθύνη καταβολής και δη εις ολόκληρον ευθύνη στην πρώτη εναγομένη – ναυτική πράκτορα, η οποία δεν αναγράφεται στα ένδικα τιμολόγια με οποιαδήποτε ιδιότητα. Σημειωτέον επίσης ότι σε όλα τα ως άνω ένδικα τιμολόγια εκδόσεως των εναγουσών, υπάρχει σφραγίδα παραλαβής τους και υπογραφή από τον πλοίαρχο-ως εκπρόσωπο της πλοιοκτήτριας εκάστου πλοίου που αφορούσαν. Αντιθέτως, από την προεπισκόπηση των ως άνω τιμολογίων προκύπτει ότι δεν υπάρχει υπογραφή του δεύτερου εναγομένου ή σφραγίδα της πρώτης εναγομένης, γεγονός που θα αποδείκνυε πάραυτα ως βάσιμο τον αγωγικό ισχυρισμό ότι οι εναγόμενοι παρέλαβαν ανεπιφύλακτα τα ως άνω τιμολόγια. Εκτός δε από την έλλειψη έγγραφης απόδειξης του εν λόγω ισχυρισμού των εναγουσών, η βασιμότητα αυτού δεν αποδεικνύεται ούτε από τα όσα γενικώς και αορίστως ως προς τον χρόνο, τον τρόπο και το πρόσωπο παραλαβής αυτών κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης, …, στην υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωσή του, όπως ειδικότερα θα αναφερθεί κατωτέρω. Ενόψει των ανωτέρω και ελλείψει εγγράφων συμβάσεων, δεν αποδεικνύεται ότι υπήρξε σχετική συμφωνία των διαδίκων και δη έγγραφη περί του ότι η πρώτη εναγομένη συμβλήθηκε στις ένδικες συμβάσεις με τις ενάγουσες και ότι ενήργησε στο όνομά της και για λογαριασμό της ή ότι δήλωσε ρητώς στην ενάγουσα ότι ενεργεί για λογαριασμό της, ώστε να ευθύνεται σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στις νομικές σκέψεις της παρούσας. Ούτε όμως και προφορική συμφωνία για την εις ολόκληρον ενοχή της πρώτης εναγομένης με τις πλοιοκτήτριες των εν λόγω πλοίων στις οποίες οι ενάγουσες παρείχαν τις εργασίες ρυμούλκησης και την απευθείας είσπραξη των συμφωνημένων αμοιβών τους από τις πλοιοκτήτριες από την πρώτη εναγομένη δια του δευτέρου εναγομένου, αποδεικνύεται ότι υπήρξε με βάση τις εκτιθέμενες περιστάσεις, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για άτυπη σωρευτική αναδοχή χρέους, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας. Σημειωτέον επίσης ότι οι εναγόμενοι ουδέποτε ομολόγησαν στις προτάσεις τους ότι είθισται να ενέχεται ο πράκτορας εις ολόκληρον με την πλοιοκτήτρια, αντιθέτως αρνήθηκαν και την ευθύνη τους και την οφειλή τους, απορριπτομένου ως αβάσιμων των αντιθέτων ισχυρισμών των εναγουσών που εισφέρονται με την προσθήκη τους. Ακόμη όμως και αληθής υποτιθέμενος ο ισχυρισμός των εναγουσών, ότι αποτελεί συνήθη πρακτική όταν ο πάροχος υπηρεσιών ρυμούλκησης δεν συναλλάσσεται απευθείας με τον πλοιοκτήτη να προβαίνει σε κατάρτιση συμβάσεων με τον ναυτικό πράκτορα και να θέτει όρο να αναλαμβάνει ατομικά την ευθύνη ο ναυτικός πράκτορας για τη πληρωμή της αμοιβής της, στην προκειμένη περίπτωση που κρίνεται in concreto, δεν απεδείχθη ότι υπήρξε συμφωνία τέτοιου όρου στις ένδικες συμβάσεις, ενώ αλυσιτελώς οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι αν δεν υπήρχε τέτοια συμφωνία θα ζητούσαν εγγύηση και προεξόφληση για τις υπηρεσίες τους προκειμένου να τις παράσχουν και άμεσα θα αιτούντο συντηρητική κατάσχεση και απαγόρευση απόπλου κάθε ένδικου πλοίου. Εξάλλου ομοίως συνήθης είναι και η πρακτική ο πράκτορας να καταβάλει στον τρίτο συναλλασσόμενο με τον πλοιοκτήτη, τον οποίο αντιπροσωπεύει, έχοντας εισπράξει τα οφειλόμενα από αυτόν και αποδίδοντάς τα στον δανειστή τρίτο – εντολέα -αντιπροσωπευόμενο. Άλλωστε και οι ίδιες οι ενάγουσες αναφέρουν την «κακή» πρακτική αρκετών ναυτικών πρακτόρων να εισπράττουν από τους πλοιοκτήτες το ποσό της αμοιβής των ρυμουλκάδων με βάση δικά τους proforma τιμολόγια και να καταβάλουν μεταγενέστερα ή καθόλου ή πολλά χρόνια μετά με την έκπτωση των 60 ημερών, υπολαμβάνοντας, ότι αυτό συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση. Αντίθετη κρίση περί της ανυπαρξίας σχετικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για την εις ολόκληρον ευθύνη των εναγομένων στην ένδικη περίπτωση, δεν μπορεί να προκύψει ούτε από τα όσα κατέθεσε στην υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωσή του ο μάρτυρας απόδειξης, …, ο οποίος εργάσθηκε ως υπάλληλος της πρώτης ενάγουσας για πάνω από είκοσι έτη και ο οποίος, επαναλαμβάνοντας κυρίως τους αγωγικούς ισχυρισμούς, κατέθεσε ότι οι εν λόγω συμβάσεις συνήφθησαν μεταξύ του … και του δευτέρου εναγομένου και ότι οι εναγόμενοι είχαν ρητά αναλάβει, υποσχεθεί και συμφωνήσει ότι οι ίδιοι είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την εξόφληση των τιμολογίων, για το λόγο ότι οι ενάγουσες αυτούς γνωρίζουν και αυτοί τους αναθέτουν τη ρυμούλκηση των πλοίων ή την μεταφορά τροφοεφοδίων και με αυτούς συναλλάσσονται και δεν είναι δυνατόν, αλλά ούτε και τους ενδιαφέρει να γνωρίζουν την εκάστοτε πλοιοκτήτρια εταιρεία κάθε ρυμουλκούμενου και εξυπηρετούμενου πλοίου, που τις περισσότερες φορές είναι μάλιστα αλλοδαπή εταιρεία με έδρα στο εξωτερικό και με την οποία δεν έχουν την παραμικρή επικοινωνία, καθώς και ότι τα ένδικα τιμολόγια παρελήφθησαν από τους εναγόμενους ανεπιφύλακτα με συνημμένα τα πιστωτικά αυτών και τις βεβαιώσεις υπηρεσιών. Η κατάθεση ωστόσο αυτή του μάρτυρα απόδειξης, εκτός του ότι δεν επιβεβαιώνεται από άλλο αποδεικτικό μέσο ώστε να ανατραπεί η έγγραφη απόδειξη που προσδίδουν τα εν λόγω τιμολόγια περί των όσων αναγράφουν, επιπλέον αντικρούεται από την ένορκη κατάθεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της μάρτυρος ανταπόδειξης …, η οποία εργάζεται ως βοηθός λογιστή της πρώτης εναγομένης από το έτος 1997 και κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, κατάθεση που κρίνεται πειστική, καθότι αυτή χωρίς να περιοριστεί σε γενικόλογες αναφορές για τον ρόλο της πρώτης εναγομένης ως ναυτικού πράκτορα γνωρίζει εξ ιδίας αντιλήψεως τη διαδικασία, τον τρόπο που κλείνονταν οι συμφωνίες για την παροχή υπηρεσιών από την ενάγουσα και τις συμφωνημένες εκπτώσεις, διότι ήταν παρούσα στις προφορικές και έγγραφες προσφορές των εναγουσών και στις εκκαθαρίσεις του μεταξύ τους λογαριασμού για το κάθε πλοίο. Πλέον συγκεκριμένα, η εν λόγω μάρτυρας επιβεβαίωσε, μεταξύ άλλων ότι στην προκειμένη περίπτωση η συμφωνία των διαδίκων ήταν η πρώτη εναγομένη να καταβάλλει για λογαριασμό των πλοιοκτητριών  το ποσό του εκάστοτε εκδοθέντος τιμολογίου παροχής υπηρεσιών μείον την έκπτωση του εκάστοτε πιστωτικού τιμολογίου, ότι ποτέ δεν συμφωνήθηκε ούτε ζητήθηκε από την ενάγουσα προς τους εναγομένους η εκ μέρους αυτών καταβολή εις ολόκληρον του ποσού των τιμολογίων με τις πλοιοκτήτριες καθώς και ότι ποτέ δεν ανέλαβε η πρώτη εναγομένη ή ο δεύτερος εναγόμενος εις ολόκληρον να φέρουν ατομική ευθύνη με τις πλοιοκτήτριες, διότι αυτό δεν συνάδει με τον σκοπό της εταιρείας – πρώτης εναγομένης ως ναυτικής πράκτορα ενεργούσας για λογαριασμό των πλοιοκτητριών, πολλώ δε μάλλον διότι δεν υπήρχε λόγος να αναλάβει προσωπική ευθύνη ο δεύτερος εναγόμενος για την πληρωμή τιμολογίων τρίτων για την οποία υπόχρεες ήταν πάντα οι πλοιοκτήτριες στο όνομα των οποίων εκδίδονταν αυτά και ότι ο λόγος που οι εναγόμενοι έκλειναν τις συμφωνίες με τις ενάγουσες, ήταν ότι λόγω της μακροχρόνιας συνεργασίας που διατηρούσαν, πετύχαιναν πολύ καλύτερες τιμές και μεγαλύτερες εκπτώσεις για τα εξυπηρετούμενα πλοία. Τα όσα κατέθεσε η ως άνω μάρτυρας δεν αντικρούονται από τον επικουρικό ισχυρισμό των εναγομένων περί του ύψους της οφειλής και δη ότι ουδόλως ευθύνονται για την καταβολή των ποσών των τιμολογίων χωρίς τη χορηγηθείσα έκπτωση, αφού με αυτές τις συμφωνίες συνεργάζονταν πάντα. Εάν για οποιοδήποτε λόγο υπήρχε συμφωνία περί πληρωμής εντός δύο μηνών κατά την οποία περίοδο και μόνον θα ίσχυε η έκπτωση, η σημείωση αυτή θα γνωστοποιούνταν με κατηγορηματικό τρόπο στον πλοιοκτήτη ώστε να φροντίσει εμπρόθεσμα, καθώς μετά την παρέλευση του διμήνου θα καθίστατο υπεύθυνος ο ίδιος για την εξόφληση του όλου ποσού του τιμολογίου. Επιπλέον, απορριπτομένου του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγουσών ως αβασίμου, δεν μπορεί να συναχθεί ομολογία των εναγομένων περί ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ αυτών και της ενάγουσας περί της εις ολόκληρον ενοχής τους με τις πλοιοκτήτριες από την κατάθεση της ανωτέρω μάρτυρος, ότι οφείλονται στην πρώτη ενάγουσα για την εξυπηρέτηση ή τη ρυμούλκηση πλοίων περί τις 10.000 ευρώ, καθώς, η μάρτυρας ανέφερε αρχικά ότι τα ποσά οφείλονται από τις πλοιοκτήτριες εταιρείες και δεν έχουν αποδοθεί ούτε στους ίδιους (τους εναγόμενους). Επιπλέον, συμβατική δέσμευση της πρώτης εναγομένης προς αποπληρωμή των ενδίκων τιμολογίων δεν μπορεί να προκύψει ακόμη και αληθής ο ισχυρισμός των εναγουσών και του μάρτυρά τους ότι λόγω της μακροχρόνιας συνεργασίας της πρώτης ενάγουσας με τον δεύτερο εναγόμενο – διαχειριστή και νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης, συμφωνήθηκε έκπτωση για εξοφλήσεις που θα γίνονταν εντός 60 ημερών ως αναφέρει ο όρος που είναι προδιατυπωμένος στα τιμολόγια. Άλλωστε στα ένδικα τιμολόγια, πέραν της προαναφερόμενης έκπτωσης, εφόσον το αναγραφόμενο ποσό πληρωθεί εντός 60 ημερών, αναφέρεται επίσης ότι σε περίπτωση που το ποσό δεν εξοφληθεί εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος (60 ημερών), θα ισχύει και θα οφείλεται τόκος 1% ανά μήνα επί του πλήρους ποσού του τιμολογίου, συμφωνία για την οποία οι ενάγουσες δεν έκαναν μνεία, ούτε προέβησαν σε υπολογισμό των φερόμενων ως οφειλομένων ποσών με βάση αυτή την προσαύξηση. Ως εκ του περισσού, ο ισχυρισμός αυτός των εναγουσών αντικρούεται από τα όσα κατέθεσε η μάρτυρας ανταπόδειξης, σύμφωνα με την οποία, στο πλαίσιο της χρόνιας και ουσιαστικά μονοπωλιακής συνεργασίας της πρώτης εναγομένης με την πρώτη ενάγουσα και κυρίως με τον … ήδη προ 20ετίας, ως ανταπόδοση είχε να χορηγηθεί από την πρώτη ενάγουσα στην πρώτη εναγομένη έκπτωση την οποία αυτή τη μετακυλούσε στους πελάτες της – εντολείς της, ήτοι στις πλοιοκτήτριες εταιρίες, αποστέλλοντας τους προς πληρωμή τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που εξέδιδε η πρώτη ενάγουσα. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται και από τις προσκομιζόμενες από τους εναγομένους έγγραφες προσφορές της πρώτης ενάγουσας δεν υπήρχε αναφορά για διακανονισμό της πληρωμής με πίστωση 60 ημερών για την αποπληρωμή του τιμολογίου ώστε να ισχύει η έκπτωση, συμφωνία η οποία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής δεν θα ήταν συμφέρουσα για την πρώτη εναγομένη, λόγω της αμφιβόλου χρονικής διάρκειας και συχνά μεγάλης καθυστέρησης καταβολής των οφειλομένων εκ μέρους των πλοιοκτητριών σε αυτή ώστε ακολούθως να τα καταβάλει και αυτή στις ενάγουσες. Τέλος, ναι μεν η εξόφληση των αιτούμενων ποσών από τις πλοιοκτήτριες προς τους εναγομένους, θα γεννούσε υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν τα εισπραχθέντα ποσά στην ενάγουσα, πλην όμως εν προκειμένω δεν προκύπτει καταβολή της ένδικης οφειλής από τις πλοιοκτήτριες – εντολείς όχι μόνο στις ενάγουσες, αλλά και στην πρώτη εναγομένη – εντολοδόχο και άμεση αντιπρόσωπο αυτών ώστε να υποχρεούται αυτή να την καταβάλει στις ενάγουσες με τις οποίες δεν συνδέεται η ίδια συμβατικά αλλά τυγχάνει τρίτη. Τέλος κατά τη δέουσα εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου βάσει του αποδεικτικού υλικού εν συνόλω, ούτε λόγος για αναγνώριση χρέους εκ μέρους της πρώτης εναγομένης σύμφωνα με το άρθρο 873 ΑΚ κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, μπορεί να γίνει ελλείψει του έγγραφου τύπου υπό την έννοια της ίδρυση νέας σύμβασης μεταξύ των διαδίκων από την οποία να πηγάζει νέα ενοχή, απαλλαγμένη από τα ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας. Ομοίως κατά τα αναφερόμενα στις νομικές σκέψεις της παρούσας δεν εκτίθενται πολλώ μάλλον δεν αποδεικνύονται πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ευθύνη της πρώτης εναγομένης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης να καταβάλει το αιτούμενο ποσό: α) ως βοηθός εκπλήρωσης των πλοιοκτητριών των ένδικων πλοίων, β) ως ευθυνομένη εις ολόκληρον με τις πλοιοκτήτριες κατά τις διατάξεις περί σωρευτικής αναδοχής χρέους και γ) ως ευθυνομένη κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις σύμφωνα με το άρθρο 71 ΑΚ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ` ουσίαν βάσιμη η ένσταση περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης της πρώτης εναγόμενης και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως αβάσιμη κατ` ουσίαν, ως προς αυτήν. Λόγω δε της απόρριψης της ένδικης αγωγής στο σύνολό της και ως προς τους δύο τους εναγομένους, παρέλκει η περαιτέρω εξέτασή της κατά τους επικουρικούς αρνητικούς ισχυρισμούς και ενστάσεις (όπως της μερικής εξόφλησης και καταχρηστικότητας) των εναγομένων. Τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων πρέπει να επιδικαστούν σε βάρος των εναγουσών εξαιτίας της ήττας τους αλλά και κατόπιν σχετικού αιτήματος των πρώτων (176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Απορρίπτει την αγωγή.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγουσών τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις    21-10-2019.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ