ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 196/2019
(Γενικός αριθμός κατάθεσης κλήσης: 10402/2017)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης κλήσης: 5127/2017)
(Γενικός αριθμός κατάθεσης αίτησης: 5244/2017)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αίτησης: 2550/2017)
(Γενικός αριθμός κατάθεσης προσεπίκλησης: 10405/2017)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης προσεπίκλησης: 5129/2017)
(Γενικός αριθμός κατάθεσης ανακοίνωσης-προσεπίκληση σε παρέμβαση: 11768/2017)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης ανακοίνωσης-προσεπίκληση σε παρέμβαση: 5809/2017)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔIAΔIKAΣIA ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ
ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Πετρούλα Δαμίγου.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του τη 9ηΙανουαρίου του 2018 για να δικάσει την από 12-5-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 5244/2017 και ΕΑΚ 2550/2017 αίτηση αναγνώρισης ανυπόστατου και της ακυρότητας απόφασης γενικής συνέλευσης ναυτικής εταιρείας που επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 28-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 10402/2017 και ΕΑΚ 5127/2017 κλήση, την από 29-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 10405/2017 και ΕΑΚ 5129/2017 προσεπίκληση, την από 6-11-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 11768/2017 και ΕΑΚ 5809/2017 ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση σε παρέμβαση, μεταξύ:
ΤΟΥΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: …, ΔΟΥ Χ., ο οποίος παραστάθηκε στη συζήτηση της υπόθεσης διά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Αλεξάνδρας Σαλαμέτη(Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3412), κατοίκου …,που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …, εδρεύουσας στον…… , οδός …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ … της Δ.Ο.Υ. ……. και µε αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. … η οποία παραστάθηκε στη συζήτηση της υπόθεσης λόγω αντιδικίας ως προς την εκπροσώπησή της στην παρούσα δίκη, αφενός μεν, από το προηγούμενο ΔΣ διά της πληρεξουσίας δικηγόρου Αναστασίας Στάικου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1725), κατοίκου …… … που κατέθεσε προτάσεις, αφετέρου δε, από το νέο ΔΣ που αναδείχθηκε από τη ΓΣ της 7-12-2016 διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Αριστείδη Καλαμιώτη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1884), κατοίκου Πειραιά, …, που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:…, ΔΟΥ Χ., ο οποίος παραστάθηκε στη συζήτηση της υπόθεσης διά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Αλεξάνδρας Σαλαμέτη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3412), κατοίκου …, που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ: 1) Γ. Λ. Ι., κατοίκου …, 2) Δ. Θ. Ε., κατοίκου …… οδός …, και 3) Σ. Φ. Α., κατοίκου … με ΑΦΜ … οι οποίοι παραστάθηκαν στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Αριστείδη Καλαμιώτη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1884), κατοίκου ……. που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΟΝΤΩΝ ΤΗ ΔΙΚΗ-ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΩΝ ΣΕ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ:1) Γ. Λ. Ι., κατοίκου …, 2) Δ. Θ. Ε., κατοίκου ….οδός …, και 3) Σ. Φ. Α., κατοίκου … με ΑΦΜ … οι οποίοι παραστάθηκαν στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Αριστείδη Καλαμιώτη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1884), κατοίκου Πειραιά, …, που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΠΡΟΣ ΟΥΣ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ-ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΕ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) Θ. Σ. Δ., κατοίκου … με ΑΦΜ … 2) Μ. Σ. Δ., κατοίκου … με ΑΦΜ … 3) Α. Δ. Σ., κατοίκου … με ΑΦΜ …, 4) Δ. Π. Σ., κατοίκου … και 5) …, κατοίκου …, με ΑΦΜ … εκπροσωπούμενης από την Εύα Πουλάκη του Στυλιανού, κατοίκου ομοίως, δυνάμει του υπ’ αριθ. … ειδικού πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Θεοδώρου Βασιλακόπουλου, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στη δίκη και δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Ο αιτών με την από 12-5-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 5244/2017 και ΕΑΚ 2550/2017 αίτηση του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου τη 15-5-2017 και προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 13-6-2017, κατά την οποία συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3503/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά την εκούσια δικαιοδοσία που ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης και διέταξε την προσεπίκληση με επιμέλεια του αιτούντος των Γ. Λ. Ι., Δ. Θ. Ε. και Σ. Φ. Α., και η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 28-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 10402/2017 και ΕΑΚ 5127/2017 κλήση του αιτούντος που κατατέθηκε στις 4-10-2017 και προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 7-11-2017 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο της 9-1-2018 ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις του, η δε καθ’ ης η αίτηση ζητεί με τις προτάσεις της εκπροσωπούμενη, αφενός μεν, διά της πληρεξουσίας δικηγόρου Αναστασίας Στάικου να γίνει δεκτή η αίτηση αυτή, αφετέρου δε, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Αριστείδη Καλαμιώτη να απορριφθεί η αίτηση αυτή. Ο προσεπικαλών με την από 29-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 10405/2017 και ΕΑΚ 5129/2017 προσεπίκλησή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 4-10-2017 και προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 7-11-2017 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο της 9-1-2018ζητεί να προσέλθουν και να παραστούν στη δίκη αυτή οι ως άνω καθ’ ων η προσεπίκληση Γ. Λ. Ι., Δ. Θ. Ε. Σ. Φ. Α.υ. Τέλος, οι ως άνω προσεπικαλούμενοι με την από 6-11-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 11768/2017 και ΕΑΚ 5809/2017 ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση σε παρέμβαση κατά των Θ. Σ. Δ., Μ. Σ. Δ., Α. Δ. Σ., Δ. Π. Σ. και …, εκπροσωπούμενης από την Εύα Πουλάκη του Στυλιανού, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 6-11-2017 και προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 9-1-2018, ζητούν να γίνει αυτή δεκτή και να απορριφθεί η αίτηση συνολικά.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους προφορικά, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και στις προτάσεις που κατέθεσαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο.
MEΛETHΣETH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦTHKE ΣYMΦΩNAMETOΝ NOMO
Νομίμως εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: 1) η από 12-5-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 5244/2017 και ΕΑΚ 2550/2017 αίτηση του Α. Κ. Π. Α. κατά της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …, με ΑΦΜ … της Δ.Ο.Υ. Πλοίων και µε αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. … με αίτημα την αναγνώριση του ανυπόστατου και της ακυρότητας απόφασης της γενικής συνέλευσης της ναυτικής εταιρείας, η οποία κατατέθηκε στις 15-5-2017 και προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 13-6-2017 και επαναφέρεται προς συζήτηση για την έκδοση οριστικής απόφασης στη δικάσιμο της 7-11-2017 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο της 9-1-2018, με την από 28-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 10402/2017 και ΕΑΚ 5127/2017 κλήση του αιτούντος, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 3503/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), η οποία ανέβαλε τη συζήτηση και διέταξε την προσεπίκληση με επιμέλεια του αιτούντος των Γ. Λ. Ι., Δ. Θ. Ε. και Σ. Φ. Α., κατόπιν εκτέλεσης της διάταξης της ως άνω δικαστικής απόφασης εκ μέρους του αιτούντος, 2) η από 29-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 10405/2017 και ΕΑΚ 5129/2017 προσεπίκληση του αιτούντος Α. Κ. Π. Α. κατά των: α) Γ. Λ. Ι., β) Δ. Θ. Ε. και γ) Σ. Φ. Α., με αίτημα την προσεπίκληση στη δίκη των ως άνω καθ’ ων η προσεπίκληση, η οποία κατατέθηκε στις 4-10-2017 και προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 7-11-2017 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο της 9-1-2018και 3) η από6-11-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 11768/2017 και ΕΑΚ 5809/2017 ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση σε παρέμβαση, των: α) Γ. Λ. Ι., β) Δ. Θ. Ε. και γ) Σ. Φ. Α. κατά των: α) Θ. Σ. Δ., β) Μ. Σ. Δ., γ) Α. Δ. Σ., δ) Δ. Π. Σ., και ε) …, με αίτημα την προσεπίκληση στη δίκη των ως άνω καθ’ ων η προσεπίκληση και την απόρριψη της ως άνω αίτησης, η οποία κατατέθηκε στις 6-11-2017 και προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 9-1-2018. Οι ως άνω αίτηση, προσεπίκληση και ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση σε παρέμβαση στη δίκη, που υπάγονται στην ίδια ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, των άρθρων 739επ. ΚΠολΔ, και αφορούν στο ίδιο επίδικο αντικείμενο της αναγνώρισης του ανυπόστατου και της ακυρότητας απόφασης της γενικής συνέλευσης της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …, εδρεύουσας στον Πειραιά, οδός …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ … της Δ.Ο.Υ. Πλοίων και µε αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. … πρέπει να συνεκδικαστούν, κατά τα άρθρα 741, 246 και 31 παρ.1 ΚΠολΔ, διότι εκκρεμούν στο αυτό Δικαστήριο και κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, με την ένωση και συνεκδίκασή τους, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (ΕφΑθ 3111/2000 ΕλλΔνη 42.1361), διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται η μείωση των εξόδων (βλ. 246 ΚΠολΔ, το οποίο κατ’ άρθρο 741 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, διότι δεν είναι αντίθετο προς τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 743 έως 781 ΚΠολΔ-ΠολΠρΑθ 723/1993 ΝοΒ 1994.230)
Ι. Καταρχήν, η έννοια του τυπικού διαδίκου, όπως καθορίζεται στο πλαίσιο της εκούσιας δικαιοδοσίας διαφοροποιείται έναντι αυτής της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αφού δεν υφίσταται καταρχήν αντιδικία, αλλά μετέχουν σ’ αυτήν ενδιαφερόμενοι για την αιτηθείσα ρύθμιση, οι οποίοι προσλαμβάνουν την ιδιότητα του διαδίκου: α) με την υποβολή της αιτήσεως για την εκδίκαση ορισμένης υποθέσεως της εκούσιας δικαιοδοσίας, β) με την κλήτευσή τους στη διαδικασία ύστερα από διαταγή του αρμοδίου δικαστηρίου (άρθρο 748 §3 ΚΠολΔ) και όχι με την απλή απεύθυνση της αιτήσεως εναντίον τους (ΑΠ 646/1975 ΝοΒ 24.50, ΕφΑθ 4621/1981 ΕλλΔνη 22.646), γ) με την προσεπίκληση τρίτων κατόπιν πρωτοβουλίας του διαδίκου ή αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 753 ΚΠολΔ), δ) με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης (ΚΠολΔ 752), και ε) με την άσκηση τριτανακοπής (άρθρα 773, 583επ. ΚΠολΔ) (ΑΠ 1103/2005, ΑΠ 305/2005, ΕφΑθ 211/2016, ΕφΘεσ 292/2009, ΕφΔωδ 120/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΙωαν 154/1982 ΝοΒ 1992.1294, ΕφΑθ 8210/1980 ΝοΒ ΚΘ΄.564). Σύμφωνα με τα παραπάνω ο καθ’ ου η αίτηση δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την κατ’ αυτού απεύθυνση της αίτησης, αλλά με την κατά το άρθρο 748 §3 ΚΠολΔ κλήτευσή του, ως τρίτου θιγόμενου με την αιτούμενη ρύθμιση (βλ. Μπρακατσούλα, Εκούσια Δικαιοδοσία, παρ.9, σελ.37). Η αίτηση διορισμού προσωρινής διοίκησης δεν απευθύνεται εναντίον κάποιου ούτε κλητεύεται κανείς υποχρεωτικά, εκτός αν διατάξει ο αρμόδιος δικαστής την κλήτευση τρίτου που έχει έννομο συμφέρον από τη δίκη κατά το άρθρο 748 §§ 1, 3 και 4 ΚΠολΔ. Στην εκούσια δικαιοδοσία, χωρεί όχι μόνον κύρια παρέμβαση (ΚΠολΔ 752), η οποία ασκείται με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου (προδικασία), αλλά και πρόσθετη παρέμβαση, η οποία ασκείται κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο χωρίς προδικασία, ως προβλέπεται από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 747, 748 και 752 ΚΠολΔ.
ΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 7, 8 και 9 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο αναγκαίος για τον καθορισμό της αρμοδιότητας των δικαστηρίων προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς βασίζεται πρωτίστως στην αποτίμηση του ενάγοντος και για την αντίστοιχη εκτίμηση λαμβάνεται υπόψη το με την αγωγή αιτούμενο ή προσδιοριζόμενο ποσόν (ΑΠ 1241/1977 ΕΕΝ 1978.316, ΑΠ 1162/1974 ΑρχΝ 26.390, ΕφΑθ 29/1995 ΕλλΔνη 36.1587, ΕφΑθ 8752/1989 ΑρχΝ 41.365). Σε περίπτωση ομοδικίας, αν πρόκειται για διαιρετά δικαιώματα, λαμβάνεται υπόψη το αίτημα κάθε ενάγοντος ή το αιτούμενο από κάθε εναγόμενο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 14 παρ.1 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011), ως ίσχυε κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης (15-5-2017), η οποία κατά το άρθρο 221 παρ.1 εδ.β΄ ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς το άρθρο 5 παρ.2 εδ.α΄ του ΕισΝΚΠολΔ επιφέρει το αμετάβλητο της καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητας του δικαστηρίου, στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές, που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα και που η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000 € (ΕφΛαρ 92/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ, βλ. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 14, αρ.5, σελ.153), κατά δε την παρ.2 του άρθρου 14 ΚΠολΔ, ως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 2 του Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011) και εν συνεχεία με την παρ.1 του άρθρου 6 του Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/2012, με έναρξη ισχύος από 2-4-2012)στην αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους είναι πάνω από 20.000 €, δεν υπερβαίνει όμως το ποσό των 250.000 €. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 18 ΚΠολΔ, στην καθ’ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου υπάγονται όλες οι διαφορές, για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα Ειρηνοδικεία ή τα Μονομελή Πρωτοδικεία, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, καθώς και οι αγωγές που το αντικείμενό τους είναι ανεπίδεκτο χρηματικής αποτίμησης, όπως οι αναγνωριστικές ανυπόστατης απόφασης ΓΣ, οι εμπράγματες αρνητικές (ΕφΠατρ 256/2006 ΑχΝομ 2007.149,ΕφΔωδ 306/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 5518/2003 ΕλλΔνη 45.182, ΕφΛαρ 69/2001 Δικ/φία 2001.84, ΕφΑθ 1115/2000 ΕλλΔνη 41.797, ΠολΠρΡοδ 22/2006 ΤΝΠ Νόμος), οι απαγγελίας διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας κλπ. Κατά δε το άρθρο 46 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπο αρμόδιο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως (αναλογικά: 73 ΚΠολΔ), εφόσον πρόκειται για διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης που αφορά τη δημόσια τάξη, και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση (ΑΠ 1392/1987 ΕΕΝ 1988.751, ΑΠ 365/1978 ΝοΒ 27.171, ΕφΑθ 1530/1989 Αρμ 1989.1123, ΕφΑθ 1644/1988 ΕλλΔνη 30.631). Οι συνέπειες που έχει η άσκηση της αγωγής διατηρούνται. Με βάση το άρθρο 47 ΚΠολΔ, απόφαση Πολυμελούς ή Μονομελούς Πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για τον λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου. Η διάταξη αυτή θεωρεί απαράδεκτο τον λόγο ενδίκου μέσου που προσάπτει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι δίκασε υπόθεση που ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου (ΑΠ 1665/1990 ΕλλΔνη 1992.335). Ωστόσο, λειτουργεί μόνο expost, υπό την έννοια ότι το δικαστήριο που κρίνει τη διαφορά δεν επιτρέπεται να παραβεί τους κανόνες της καθ’ ύλην αρμοδιότητας και να δικάσει διαφορά υπαγόμενη σε κατώτερο δικαστήριο (ΕφΑθ 5077/1979 ΝοΒ 1980.301, ΠολΠρΑθ 6220/2011 ΤΝΠ Νόμος,ΠολΠρΚοζ 24/1981 ΝοΒ 1982.91, βλ.Νίκα σε Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 47, σελ.110-111).Το δικαστήριο θα κρίνει εάν είναι υλικά αρμόδιο, στην αντίθετη δε περίπτωση πρέπει να παραπέμψει προς εκδίκαση την υπόθεση στο κατά την κρίση του υλικά και τοπικά αρμόδιο δικαστήριο (ΠολΠρΒολ 355/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ,ΠολΠρΛαρ 579/2000 Δικ/φια 2000.96, ΠολΠρΠειρ 574/1996 ΑρχΝ 1998.127, ΜονΠρΤριπ 1472009, ΜονΠρΡοδ 105/2009 Νόμος, ΜονΠρΣερ 161/2005 Αρμ 2006.1752, ΜονΠρΘεσ 22857/1995 Αρμ 1996.225). Τέλος, η απόφαση περί παραπομπής είναι οριστική, αφού απεκδύει το δικαστήριο που την εξέδωσε από κάθε εξουσία του σχετική με την υπόθεση και για τον λόγο αυτό περιλαμβάνει διάταξη περί δικαστικών εξόδων, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα από την πλευρά των διαδίκων (άρθρο 106 ΚΠολΔ).
ΙΙΙ.Εξάλλου, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης, ή την ακυρότητα μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης, η οποία είναι εκκρεμής σε πολιτικό δικαστήριο, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη συναφής δίκη, από την έκβαση της οποίας εξαρτάται ως παρεμπίπτον ζήτημα η έκβαση της παρούσας δίκης(ΑΠ 1390/2002 ΧρΙΔ 2003.42,ΕφΑθ 370/1993 ΕλλΔνη 35.492). Η αναβολή της δίκης σκοπεί στην αποτροπή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και τη διασφάλιση του κύρους της Δικαιοσύνης, αλλά αποβλέπει και στην ικανοποίηση της αρχής της οικονομίας της δίκης (ΑΠ 1390/2002 ΧρΙΔ 2003.42, ΕφΑθ 6771/1999 ΕλλΔνη 2000.1389). Από τη διατύπωση και την έννοια της διατάξεως αυτής, που έχει θεσπισθεί για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και για την εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης σχετικά με το ίδιο ζήτημα ή από άλλο λόγο, ώστε να επιτευχθεί η ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΑΠ 2066/1984 ΝοΒ 33.1161, ΕφΑθ 370/1993 ΕλλΔνη 1994. 492) και η κατά ταυτόσημο τρόπο επίλυση αυτής ή αξιώσεως που γενεσιουργό αιτία έχουν την (ήδη παραλλήλως κρινομένη ενώπιον άλλου δικαστηρίου) διαφορά και εντεύθεν να διασφαλιστεί το κύρος της Δικαιοσύνης (ΕφΛαρ 42/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 6470/1991 ΕλλΔνη 1993. 910), αλλά και για την οικονομία της δίκης, εκεί όπου δεν βοηθάει η ένσταση της εκκρεμοδικίας, προκύπτει ότι εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς, όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ιδίου ή άλλου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των αυτών ή διαφόρων προσώπων (ΑΠ 2066/1984 ΝοΒ 33. 1161, ΕφΑθ 370/1993 ΕλλΔνη 1994, 492). Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου υπάρχει όταν η διάγνωση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του εξαρτάται ολικά ή ενμέρει από την επίλυση ζητήματος, το οποίο αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον άλλου δικαστηρίου και εμφανίζεται ως προδικαστικό ζήτημα, ήτοι συναρτάται με έννομη σχέση που συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση ή εξακολούθηση ισχύος του επίδικου δικαιώματος και προβλέπεται ότι η διάγνωσή του ζητήματος στη άλλη εκκρεμή δίκη, θα γίνει ασφαλέστερα και θα συντελέσει στη διευκόλυνση και επιτάχυνση της πορείας της παρούσας δίκης, που θα αναβληθεί. Για την εφαρμογή της διατάξεως δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει δέσμευση δεδικασμένου, αλλά αρκεί οποιαδήποτε πραγματική εξάρτηση της προς διάγνωση διαφοράς από την άλλη εκκρεμή δίκη, δηλ. η αναβολή μπορεί να γίνει και σε περίπτωση ακόμη που η απόφαση του άλλου δικαστηρίου θα συνεκτιμηθεί απλώς στα πλαίσια της αποδεικτικής διαδικασίας της παρούσας δίκης (ΕφΑθ 3220/2003 ΕλλΔνη 2003.1410, ΕφΑθ 370/1993 ΕλλΔνη 35.492, ΠολΠρΑθ 238/2011 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Μακρίδου σε Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 249,σελ.522επ.). Η αναβολή της συζήτησης μπορεί να διαταχθεί κι αυτεπαγγέλτως και οριοθετείται χρονικώς έως την περάτωση τελεσιδίκως ή αμετακλήτως της άλλης δίκης, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά συνεκτιμάται και η φύση του αντικειμένου της δίκης (ΕφΑθ 4524/1991 ΕΕργΔ 1992.426). Η απόφαση της αναβολής είναι μη οριστική, δεν υπόκειται σε έφεση, αλλά σε ανάκληση (ΑΠ 1027/1991 ΕλλΔνη 1992.815, ΕφΠατρ 838/1996 Δ 1997.767).
ΙV. Με βάση τις διατάξεις του Ν.959/1979 διαμορφώθηκε ένας νέος τύπος ανώνυμης εταιρείας με ειδικό εμπορικό σκοπό, ήτοι την κυριότητα και εκμετάλλευση ή διαχείριση ελληνικών εμπορικών πλοίων, για τη σύνταξη του οποίου ως βάση ελήφθησαν κυρίως υπόψη ο νόμος περί ΑΕ του Παναμά και οι διατάξεις του Ν.2190/1920 περί ΑΕ. Παρόλο που είναι μια μορφή ανώνυμης εταιρείας εμφανίζει μεγάλες αποκλίσεις από τον τύπο αυτής κατά τον Ν.2190/1920, οι οποίες έγιναν σκοπίμως από τον έλληνα νομοθέτη προκειμένου η ναυτική εταιρεία να είναι ελκυστική για τους έλληνες πλοιοκτήτες (βλ. σχετ. Α.Κιάντου-Παμπούκη, 2003, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος 1, εκδ.Σάκκουλα, σελ.168-169). Η αυτονομία αυτή επιβεβαιώνεται και από το άρθρο 59 του Ν.959/1979 που αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων περί αστικής εταιρείας (ΑΚ 742-784), του άρθρου 76 ΑΚ περί εκκαθάρισης των νομικών προσώπων, των άρθρων 18-64 του Εμπορικού Κώδικα και του Ν.2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών. Παρόλη, όμως, την ιδιαιτερότητα της ναυτικής εταιρείας αναπόφευκτη για την ερμηνεία, καθώς και για τη συμπλήρωση νομοθετικών κενών του Ν.959/1979, είναι η προσφυγή σε έννοιες και διατάξεις τόσο του Ν.2190/1920 περί ΑΕ, όσο και του ΑΚ, δεδομένου ότι ο θεσμός της ναυτικής εταιρείας δεν κείται εκτός του όλου δικαιικού συστήματος (βλ. σχετ. Αλ. Καλαντζή, Ναυτική Εταιρεία, 1990, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.136-137). Η ναυτική εταιρεία αποτελεί ιδιαίτερο τύπο εταιρείας και όχι παραλλαγή της ανώνυμης, όπως επιβεβαιώνει το άρθρο 59 του Ν.959/1979, πλην όμως, ο τελευταίος από τη φύση των πραγμάτων δεν είναι ένα κείμενο πλήρες που προβλέπει τα πάντα για τη ναυτική εταιρεία, αυτοί που καλούνται δε να τον ερμηνεύσουν και να τον εφαρμόσουν είναι αδύνατο να μη συναντήσουν κενά, οπότε και θα προβληματιστούν από το περιεχόμενο του άρθρου 59 του νόμου (βλ. σχετ. Α.Κιάντου-Παμπούκη, Η ναυτική εταιρεία και η σχέση της με την ανώνυμη εταιρεία, σε τόμο Ναυτική Εταιρεία-Σύγχρονα Ζητήματα, του Τμήματος Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών Σχολής Επιστημών της Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, επιμέλεια Κ.Παμπούκη, 2003, εκδ.Σάκκουλα, σελ.17-27, ΕπισκΕμπΔ 2003.653, Τουντόπουλου Β., Παρατηρήσεις στην απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, 129/2002 ΕΕΔ 2002, σελ.400-401, επίσης, ΕφΑθ 7335/1986 ΕλλΔνη 1987.158-159, βλ. όμως και Λ.Γεωργακόπουλου, Η ανώνυμος ναυτική εταιρεία και το περί αυτής σχέδιον νόμου του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, ΝοΒ 1976, σελ.369επ., ο οποίος δέχεται ότι η ναυτική εταιρεία είναι μια ειδική μορφή ανώνυμου εταιρείας και του ιδίου, Πρακτικά και Εισηγήσεις του 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου, σελ.30επ., όπου δέχεται ότι η ναυτική εταιρεία αποτελεί μία εξαιρετικά απλοποιημένη και ευκίνητη μορφή ουσιαστικά ανώνυμης εταιρείας, Αλ.Καλαντζή, Ναυτική Εταιρεία, κατ’ άρθρο ερμηνεία Ν.959/1979, έκδ.1990, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.142, ο οποίος δέχεται τη ναυτική εταιρεία ως μορφή ανώνυμης εταιρείας και ως εταιρικό τύπο με δική του οντότητα). Το άρθρο 59 απαγορεύει προφανώς την αναλογία νόμου και όχι την αναλογία δικαίου, την οποία άλλωστε δεν μπορεί να αποκλείσει (βλ. Σαρλή, Ο νέος θεσμός της ναυτικής εταιρείας και η ελληνική εμπορική ναυτιλία, ΠειρΝομ 1979, σελ.536, Αλ.Καλαντζή, Ναυτική Εταιρεία, , κατ’ άρθρο ερμηνεία Ν.959/1979, έκδ.1990, Νομική Βιβλιοθήκη, άρθρο 59, αριθ.2, σελ.136, Απ.Γεωργιάδη, Γενικές αρχές του αστικού δικαίου, εκδ.3η, 2002, Κεφ.6, αριθ.23επ., ΕφΑθ 7335/1986 ΕλλΔνη 1987.158, ΠολΠρΠειρ 905/1994 ΕΕΔ 1994.636, 640, Μον Πρ Αλεξ 129/2002 ΕΕΔ 2002.395). Ο εφαρμοστής και ο ερμηνευτής του δικαίου οφείλουν από το δίκαιο των κεφαλαιουχικών και σωματειακών εταιρειών, ιδίως μάλιστα της ανώνυμης εταιρείας, να αντλήσουν τις κατάλληλες αρχές, προκειμένου να δώσουν λύση στον ως άνω προβληματισμό τους, χωρίς όμως να αναιρούν την ελαστικότητα των ρυθμίσεων του Ν.959/1979, ώστε να μην εισάγουν σε αυτές κανόνες αυστηρού δικαίου, όπως αυτούς που ισχύουν στην ανώνυμη εταιρεία (βλ. Antapassis, Lasocietemaritime: uneoriginalitedudroithellenique, ΤheDroitMaritimeFrancais, 1987, σελ.367, Α.Κιάντου-Παμπούκη, Η ναυτική εταιρεία και η σχέση της με την ανώνυμη εταιρεία, σε τόμο Ναυτική Εταιρεία-Σύγχρονα Ζητήματα, του Τμήματος Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών Σχολής Επιστημών της Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, επιμέλεια Κ.Παμπούκη, 2003, εκδ.Σάκκουλα, σελ.26). Ειδικότερα, εκ των άρθρων 5 και 26 του Ν.959/1979 συνάγεται ότι η ναυτική εταιρεία πρόκειται περί κεφαλαιουχικής ένωσης στηριζόμενης στην περιουσιακή συμβολή των εταίρων και ο εταιρικός δεσμός εκφράζεται διά των μετοχών στις οποίες διαιρείται το μετοχικό κεφάλαιο. Η κτήση της μετοχής κατά κυριότητα προσδίδει στον κομιστή την ιδιότητα του μετόχου (ΑΠ 275/1997 ΕΕμπΔ 1997.735), από την οποία απορρέουν τα οριζόμενα από τον νόμο δικαιώματα, το σημαντικότερο, από τα οποία είναι να συμμετέχει ο μέτοχος στη διοίκηση της εταιρείας ως δικαιούχος ψήφου στη Γενική Συνέλευση (ΓΣ), αναλόγως του ποσοστού που αντιπροσωπεύει. Σε περιπτώσεις ενώσεων προσώπων, όπως η ναυτική εταιρεία, η βούληση μπορεί να σχηματιστεί μόνο στα όργανα αυτά και κυρίως στη ΓΣ αυτής. Σύμφωνα με το άρθρο 28 εδ.α΄ του Ν.959/1979, η ΓΣ των μετόχων είναι το ανώτατο όργανο της εταιρείας και αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση, στο δε άρθρο 29 ορίζονται περιοριστικά τα θέματα για τα οποία είναι αποκλειστικά αρμόδια να αποφασίζει η ΓΣ των μετόχων της. Η ΓΣ των μετόχων στη ναυτική εταιρεία κατέχει την ίδια θέση όπως και στην ΑΕ (άρθρο 33 του Ν.2190/1920). Η απόφασή της είναι η έκφραση της βούλησης του οργάνου που προκύπτει από μια ψηφοφορία. Τα μέλη του οργάνου-μέτοχοι δηλώνουν τη βούλησή τους αναφορικά με τις υποθέσεις της εταιρείας διά της ψήφου τους και από τις κατ’ ιδίαν δηλώσεις βούλησης των μελών σχηματίζεται συλλογικά η κοινή βούληση που λογίζεται όχι ως βούληση των ψηφισάντων ούτε ως βούληση του συνόλου των μετόχων αλλά ως η βούληση του νομικού προσώπου της ναυτικής εταιρείας στις προς τα έσω σχέσεις τους. Η σημασία δηλαδή της ΓΣ των μετόχων για τη διοίκηση, τη διαχείριση και την εν γένει ζωή της εταιρείας είναι σπουδαία και αποφασιστική. Λόγω της κυρίαρχης θέσης της ΓΣ στην οργάνωση της ναυτικής εταιρείας το θέμα της νομικής σχέσης των αποφάσεών της είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Οι αποφάσεις της ΓΣ της ναυτικής εταιρείας για να αναγνωριστούν από το δίκαιο πρέπει πρώτα να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, θετικές και αρνητικές, τυπικές κι ουσιαστικές, που αναγράφονται στον νόμο και στο καταστατικό της. Εάν λείπει μία εξ αυτών, τότε πρόκειται περί ελαττωματικών αποφάσεων, οι οποίες δεν παράγουν, υπό όρους, τα επιδιωκόμενα έννομα αποτελέσματα. Βεβαίως, αξίζει να επισημανθεί ότι προκειμένου να γίνεται λόγος για ελαττωματικές αποφάσεις πρέπει καταρχήν αυτές να είναι υπαρκτές (υποστατές), καθώς οι ανύπαρκτες αποφάσεις παραμένουν «εσαεί» ανύπαρκτες για το Δίκαιο (βλ. σχετ. Ελ.Λεβαντή, Το δίκαιο των εμπορικών εταιρειών, τόμος Γ΄, Ανώνυμες Εταιρείες, εκδ.Σάκκουλα, 1989, σελ.985, Ν.Ρόκα, Εμπορικές Εταιρείες, εκδ.Σάκκουλα, 1996, σελ.136). Η ιδιαιτερότητα της ναυτικής εταιρείας έγκειται στο γεγονός ότι, παρόλο που στην ανώνυμη εταιρεία του Ν.2190/1920 (πλην εξαιρέσεων π.χ. άρθρο 32 παρ.3 μετά τον Ν.3604/2007), προκειμένου να είναι νομικά υπαρκτή μία απόφαση της ΓΣ, πρέπει να έχει λάβει χώρα συγκέντρωση των μετόχων σε ορισμένο χώρο σύσκεψή τους και ψηφοφορία (ΜονΠρΛαρ 139/1988ΕΕμπΔ 1988.619), στη ναυτική εταιρεία δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση τούτο για τη νομική ύπαρξη της απόφασης της ΓΣ των μετόχων της. Σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ.2 του Ν.959/1979, η προσυπογραφή πρακτικού από όλους τους μετόχουςή τους αντιπροσώπους τους ισοδυναμεί με απόφαση της ΓΣ (παρ.3 άρθρου 33). Η λήψη απόφασης για της προσυπογραφής πρακτικού αναπληροί κατά πάντα τη συνεδρίαση και τις διατυπώσεις σύγκλησης της ΓΣ (βλ. σχετ. Στ.Κιντή, Ο νόμος περί της ναυτικής εταιρείας, ΕΕμπΔ 1979.505, σελ.511), εφόσον όμως οι ίδιοι οι μέτοχοι στο σύνολό τους αποφασίσουν κάτι τέτοιο. Επομένως,οι περιπτώσεις ανύπαρκτων αποφάσεων της ΓΣ των μετόχων της ναυτικής εταιρείας περιορίζονται μόνο σε αυτές που απουσιάζει ο σκοπός των μετόχων να ασκήσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχουν στα πλαίσια της γενικής συνέλευσης ως οργάνου της εταιρείας (ΑΠ 662/1998 ΤΝΠ Νόμος). Εξυπακούεται ότι πρέπει να πρόκειταιγια απόφαση στην οποία συμμετέχουν άπαντες και μόνο οι μέτοχοι ή έστω αντιπρόσωποι αυτών που να αποδεικνύουν τη σχετική εξουσία αντιπροσώπευσης των μετόχων (με προσήκουσα εξουσιοδότηση). Στην ελαττωματικότητα των αποφάσεων της ΓΣ της ναυτικής εταιρείας και στις επερχόμενες κυρώσεις αναφέρεται το άρθρο 31 του Ν.959/1979. Κάθε απόφαση της ΓΣ που αντίκειται στον νόμο ή την εταιρική σύμβαση είναι άκυρη, τη δε ακυρότητα έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν το ΔΣ ή μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/20 του εταιρικού κεφαλαίου, εάν δεν συναίνεσαν στη λήψη της απόφασης ή δεν παραστάθηκαν στη ΓΣ, από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από τη λήψη της απόφασης. Ο νόμος περί ναυτικής εταιρείας δεν απαριθμεί, όπως στην ΑΕ του Ν.2190/1920, συγκεκριμένες περιπτώσεις-λόγους ακύρωσης των αποφάσεων της ΓΣ, αλλά ορίζει ότι κάθε αντίθεση προς τον νόμο ή το καταστατικό καθιστά την απόφαση άκυρη. Θεωρείται άκυρη η απόφαση της ΓΣ ναυτικής εταιρείας στα πλαίσια του άρθρου 31 του Ν.959/1979 εάν λαμβάνεται σε συνέλευση στην οποία συμμετέχει και ψηφίζει πρόσωπο που κατέχει μετοχές, αλλά δεν δικαιούται να ασκεί τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές, η δε έλλειψη δικαιώματος άσκησης του δικαιώματος ψήφου που απορρέει από τη μετοχή, μπορεί να προκύψει είτε λόγω προγενέστερης μεταβίβασης της μετοχής σε τρίτο πρόσωπο (ΑΠ 275/1997 ΤΝΠ Νόμος) είτε λόγω του ότι η κατοχή της έχει αποκλειστικό σκοπό τη φύλαξή της για λογαριασμό του πραγματικού κυρίου (ΑΠ 662/1998 ΕΕμπΔ 1999.368). Η εν ζωή μεταβίβαση της μετοχής ως συνόλου δικαιωμάτων γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 455επ. ΑΚ, περί εκχώρησης απαίτησης και συνεπώς, μετά την αναγγελία της μεταβίβασης της μετοχής στη ναυτική εταιρεία από τον εκδοχέα ή τον εκχωρητή αποκόπτεται κάθε δεσμός του τελευταίου προς την εταιρεία, σύμφωνα με τα άρθρα 460-462 ΑΚ και η μεταβιβασθείσα μετοχή αποκτάται από εκείνον προς τον οποίο έγινε η μεταβίβαση, ο οποίος έκτοτε δικαιούται να ασκεί τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν.Τα νομιμοποιούμενα πρόσωπα για την ακυρότητα της απόφασης της ΓΣ δεν απαιτείται να αποδείξουν την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την έγερση σχετικής αγωγής, ήτοι ζημία προσωπική ή οιονδήποτε συμφέρον από την κήρυξη της ακυρότητας. Στις περιπτώσεις που ο ίδιος ο νόμος δίνει το δικαίωμα ελέγχου της νομιμότητας των αποφάσεων της ΓΣ σε πρόσωπα που έχουν συγκεκριμένη ιδιότητα, θεωρείται δεδομένη η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος σε αυτά, η οποία προκύπτει από μόνη την ιδιότητά τους. Η προθεσμία προς άσκηση της αίτησης ακύρωσης της ελαττωματικής απόφασης της ΓΣ της ναυτικής εταιρείας είναι εξήντα (60) ημέρες από τη λήψη της απόφασης. Η σύντομη ανατρεπτική αυτή προθεσμία –έναντι της προθεσμίας των τριών (3) μηνών, των τριών (3) μηνών, του ενός (1) έτους και των έξι (6) μηνών που τίθενται αντιστοίχως για την ακύρωση των αποφάσεων της ΕΠΕ, της ΓΣ της ΑΕ στον Ν.2190/1920, κατ’ άρθρα 35α παρ.7 και 35β παρ.4, καθώς και στην ΑΚ 101 για τα σωματεία εν γένει- τέθηκε προς χάριν της ισορροπίας των οικονομικών συναλλαγών της ναυτικής εταιρείας, διότι η ανατροπή των στηριζόμενων στην απόφαση της ΓΣ συναλλαγών μετά από πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος επιφέρει μεγάλη αναστάτωση στην οικονομική ναυτιλιακή ζωή. Έντονη κριτική έχει ασκηθεί σχετικά με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας που έχει οριστεί για να κριθεί η ελαττωματικότητα των αποφάσεων της ΓΣ για λόγους ταχύτητας, καθόσον και δικαίως ως ορθότερη και καταλληλότερη προκρίνεται για την επίλυση τέτοιων θεμάτων η επιλογή της τακτικής διαδικασίας (βλ. σχετ. Antapassis, Lasocietemaritime: uneoriginalitedudroithellenique, ΤheDroitMaritimeFrancais, 1987, σελ.435, Αλ.Καλαντζή, ΔΝ, Δικηγόρο, Ναυτική Εταιρεία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν.959/1979, έκδ.1990, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.83). Παρόλο που δεν ορίζεται ρητώς, γίνεται δεκτό ότι η δικαστική απόφαση κήρυξης της ακυρότητας ανατρέχει στον χρόνο λήψης της απόφασης, όπως και κάθε ακυρότητα ή ακύρωση και συνάγεται ότι χωρίς αυτήν την κήρυξη, η απόφαση είναι έγκυρη (βλ. σχετ. Λ.Γεωργακόπουλου, Η Ανώνυμος Ναυτική Εταιρεία, ΝοΒ 24 (1976).369, σελ.373-374). Τα δε μέχρι τότε κτηθέντα δικαιώματα των καλόπιστων τρίτων, που στηρίζονται στην ελαττωματική απόφαση της ΓΣ που ακυρώθηκε δεν θίγονται από τη μετέπειτα ακύρωσή της, σύμφωνα με τη γενική αρχή που καθιερώνεται στο άρθρο 54 παρ.1 του Ν.959/1979.Επισημαίνεται ότι το άρθρο 31 και η εισηγητική έκθεση του Ν.959/1979 (ΕΝΔ 7.606) ομιλούν περί ακυρότητας των αποφάσεων της ΓΣ μετόχων της ναυτικής εταιρείας, που προσκρούουν στον νόμο ή στο καταστατικό, και είναι πράγματι άκυρες μεν επί των κοινών ανώνυμων εταιρειών του Ν.2190/1920, εντούτοις από την ανάλυση του άρθρου 31 παρ.2 ως άνω συνάγεται ότι αναφορικά με τη ναυτική εταιρεία, οι ελαττωματικές λόγω αντίθεσης στον νόμο ή στο καταστατικό αποφάσεις της ΓΣ των μετόχων της, είναι στην πραγματικότητα ακυρώσιμες και όχι άκυρες, γεγονός που έχει σχέση με τη φύση της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθήσει το δικαστήριο, προκειμένου να εξαφανίσει την ελαττωματική απόφαση της ΓΣ, καθώς και με τον περιορισμό του αριθμού των δικαιούχων να ζητήσουν την εξαφάνισή της (βλ. Antapassis, Lasocietemaritime: uneoriginalitedudroithellenique, ΤheDroitMaritimeFrancais, 1987, σελ.435, Σ.Κιντή, Ο νόμος περί ναυτικής εταιρείας, ΕΕμπΔ Λ΄, σελ.511). Ειδικότερα, όταν τίθεται θέμα ακυρότητας αυτή επέρχεται αυτοδικαίως, η απόφαση είναι άκυρη εξ αρχής, εκ των προτέρων και συνεπώς, αγωγή μπορεί να εγερθεί μόνο προς βεβαίωση και όχι προς κήρυξη της ακυρότητας. Στα πλαίσια όμως της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου η κήρυξη της ακυρότητας της απόφασης της ΓΣ, η δικαστική απόφαση έχει χαρακτήρα διαπλαστικό και όχι αναγνωριστικό, όπως θα έπρεπε εάν επρόκειτο περί αυτοδίκαιης ακυρότητας (λ.χ. και στις αποφάσεις που αναγνωρίζονται ως άκυρες ή ανυπόστατες με την τακτική διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου). Κατά τις γενικές αρχές του δικαίου, η ακυρότητα ισχύει υπέρ και κατά παντός, συνεπώς, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον δύναται να την επικαλεσθεί. Σύμφωνα, όμως, με την ειδική διάταξη του νόμου περί ναυτικών εταιρειών, η ακυρότητα μπορεί να προβληθεί μόνο από το ΔΣ, ως συλλογικό όργανο της εταιρείας, και από τη μειοψηφία του 1/20 του εταιρικού κεφαλαίου των μετόχων και όχι από οιονδήποτε τρίτο που έχει έννομο συμφέρον στην εξαφάνιση της απόφασης, όπως θα έπρεπε να ισχύει εάν επρόκειτο περί ακυρότητας. Στα πλαίσια των ιδίων αρχών και επιχειρηματολογίας, εάν επρόκειτο περί αυτοδίκαιης ακυρότητας, θα μπορούσαν να την προβάλουν όχι μόνο οι καταψηφίσαντες (σύμφωνα με όσα ορίζει η οικεία διάταξη του Ν.959/1979), αλλά και οι υπερψηφίσαντες μέτοχοι, διότι η απόφαση αυτή είναι ανίατα άκυρη έναντι και υπέρ πάντων, περίπτωση που όμως δεν συντρέχει και δεν αναγνωρίζεται στις ναυτικές εταιρείες, οπότε μας επιτρέπεται το αντίθετο συμπέρασμα ως προς το είδος ακυρότητας των ελαττωματικών αυτών αποφάσεων (βλ. Αλ.Καλαντζή, ΔΝ, Δικηγόρο, Ναυτική Εταιρεία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν.959/1979, έκδ.1990, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.82-83). Η δε διάταξη του άρθρου 31 του Ν.959/1979 δεν καταλαμβάνει τις ανυπόστατες αποφάσεις γενικής συνέλευσης (βλ. Ε.Λεβαντή, Το δίκαιον των εμπορικών εταιρειών, τόμος Γ΄, 1989, σελ.985, όπου και άλλες παραπομπές, Ν.Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, 1989, σελ.136, Αλ.Καλαντζή, ΔΝ-δικηγόρο, Ναυτική Εταιρεία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν.959/1979, έκδ.1990, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.83). Η επιλογή του νομοθέτη να καθιερώσει την ποινή της ιδιότυπης ακυρότητας/ακυρωσίας στις ελαττωματικές αποφάσεις της ΓΣ μετόχων της ναυτικής εταιρείας, σε αντιδιαστολή με τον περιπτωσιολογικό διαχωρισμό ανυπόστατου, ακυρότητας και ακυρωσίας που γίνεται στις ελαττωματικές αποφάσεις της ΓΣ των μετόχων των κοινών κεφαλαιουχικών εταιρειών ΕΠΕ του Ν.3190/1955 (άρθρο 15) και ΑΕ του Ν.2190/1920 (άρθρα 35α, 35β, 35γ, βλ. ΠολΠρΗρακλ 178/2018 ΤΝΠ Νόμος), δεν είναι τυχαία. Η σκοπιμότητα που εξυπηρετεί η ρύθμιση αυτή, μπορεί να εξευρεθεί μέσα από τη μελέτη των νομικών επιπτώσεων της ακυρότητας και της ακυρωσίας (βλ. σχετ. Απ.Γεωργιάδη-Μ.Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος Ι, Γενικές Αρχές, εκδ.Σάκκουλα, σελ.241-243, 279-281), σε σχέση με τα οικονομικά συμφέροντα που επιδιώκει ή και καλύπτει η μορφή της ναυτικής εταιρείας. Αφενός μεν, η αυτοδίκαιη επερχόμενη ακυρότητα σκοπεί στο να προστατεύσει τα συμφέροντα των μετόχων στις κεφαλαιουχικές εταιρείες, ενώ δεν ικανοποιεί το αίτημα της ασφάλειας στις οικονομικές συναλλαγές, επειδή επικρατεί αβεβαιότητα για το κύρος των αποφάσεων αυτών, που μπορεί να παραταθεί επ’ αόριστον, αφού μπορεί πάντοτε να αμφισβητηθεί ενώπιον των δικαστηρίων, οπότε είναι δυνατόν να ανατρέπονται εκ των υστέρων οι συναλλαγές που στηρίζονται στις κρίσιμες αυτές αποφάσεις της ΓΣκαι να προκληθούν έτσι προσκόμματα στην οικονομική ανάπτυξη και βλάβη στα συμφέροντα της εταιρείας. Αφετέρου δε, η ακυρωσία διά του διαπλαστικού μηχανισμού εξαφάνισης ελαττωματικής απόφασης και του καθορισμού περιορισμένο αριθμού προσώπων που νομιμοποιούνται να ζητήσουν την ακύρωσή της, εναποθέτει την ενεργοποίηση του ελαττώματος και την ανατροπή της κρίσιμης απόφασης της ΓΣ στην κρίση αυτών των οποίων τα συμφέροντα επηρεάζονται από τη διαπραχθείσα παράβαση. Έτσι, η λειτουργία αυτή, σε συνάρτηση με την επιβολή σύντομης ανατρεπτικής προθεσμίας προβολής της ακυρωσίας, εξυπηρετεί έμμεσα την ασφάλεια των συναλλαγών και την απρόσκοπτη εταιρική λειτουργία (βλ. Κ.Παμπούκη, Ελαττωματικότης αποφάσεως γενικής συνέλευσης ανωνύμου εταιρείας.Δικαστικός έλεγχος του κύρους τοιαύτης αποφάσεως τροποποιούσης το καταστατικό, Αρμ 1974.83). Εξάλλου, στο άρθρο 31 του Ν.959/1979 δεν γίνεται λόγος περί αποφάσεων, των οποίων η αντίθεση προς τον νόμο συνιστά κατά το κοινό δίκαιο λόγο ακυρότητας ή ακύρωσης, ωστόσο, δεν συνάγεται ότι η ιδιότυπη ακυρότητα αποτελεί τη μοναδική συνέπεια των ελαττωματικών αποφάσεων της ΓΣ ναυτικής εταιρείας, αφού ο τιθέμενος διά των διατάξεων αυτών κανόνας ακυρωσίας δεν καταλαμβάνει και τις εκ των γενικών λόγων ακυρότητας απολύτως άκυρες αποφάσεις, ήτοι αυτές που εκδόθηκαν πέραν της εξουσίας της ΓΣ ή αντίκεινται σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη, οι οποίες είναι εξαρχής ανίσχυρες χωρίς να υφίσταται ανάγκης δικαστικής ακύρωσής τους και δύναται χωρίς χρονικό περιορισμό να προβληθεί η ακυρότητά τους κατ’ ένσταση ή να επιδιωχθεί η αναγνώριση της υφιστάμενης ήδη ακυρότητάς τους με αγωγή (βλ. σχετ. υπ’ αριθ. 673/1996 Γνωμοδότηση του ΝΣΚ, Τμήμα Γ΄).Οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης οποιουδήποτε νομικού προσώπου, οι οποίες παραβαίνουν κανόνες δημόσιας τάξης ή αντιτίθενται προς τα χρηστά ήθη, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ισχυρές, επειδή δεν προσβλήθηκαν δικαστικώς εντός της νόμιμης προθεσμίας, αφού είναι αυτοδίκαια άκυρες και δεν μπορούν να παράγουν σε καμία περίπτωση έννομα αποτελέσματα (βλ. σχετ. σχολιασμό από Α.Κιάντου-Παμπούκη της υπ’ αριθ. 295/1963 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, ΝοΒ 1965, σελ.828, 836-837). Γίνεται δεκτό ότι όσον αφορά τα ελαττώματα των αποφάσεων της ΓΣ της ναυτικής εταιρείας εφαρμόζονται συμπληρωματικά ή επικουρικά οι γενικές διατάξεις περί δικαιοπραξιών, αφού η απόφαση της ΓΣ έχει καταρχήν χαρακτήρα δικαιοπραξίας (ΑΠ 24/1970 ΝοΒ 18.688). Πρόκειται για ιδιαίτερη κατηγορία πολυμερούς δικαιοπραξίας με την οποία εκδηλώνεται η βούληση του συλλογικού οργάνου της ΓΣ, καθώς οι ψήφοι των μετόχων αποτελούν περισσότερες δηλώσεις βούλησης. Η απόφαση της ΓΣ αποτελεί έκφραση βούληση του νομικού προσώπου της ναυτικής εταιρείας με σκοπό την παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων. Η συμπληρωματική ή επικουρική εφαρμογή των γενικών διατάξεων περί ελαττωματικών δικαιοπραξιών θεωρείται συνέπεια της ατελούς ειδικής ρύθμισης του Ν.959/1979, καθώς και της κρατούσας στο ισχύον εμπορικό δίκαιο ιεράρχησης των πηγών των κανόνων του (ΑΠ 662/1998 ΕΕμπΔ 1999.368). Το γεγονός ότι το άρθρο 59 του Ν.959/1979 αναφέρεται στον αποκλεισμό εφαρμογής κάποιων διατάξεων δεν σημαίνει ότι ο θεσμός της ναυτικής εταιρείας κείται εκτός του ευρύτερου συστήματος του ελληνικού δικαίου, αλλά, αν και είναι ανεξάρτητη από τις υφιστάμενες, παραμένει να αποτελεί οργανικό τμήμα του καθόλου συστήματος του ελληνικού δικαίου και ο ερμηνευτής του νόμου αυτού οφείλει να τον εντάξει στο όλο δικαιικό σύστημα. Συνεπώς, είναι νομικά ορθή η συμπληρωματική εφαρμογή των γενικών διατάξεων περί δικαιοπραξιών του ΑΚ που επιφέρουν την κύρωση της αυτοδίκαιης ακυρότητας ή της αναγνώρισης του ανυπόστατου των αποφάσεων της ΓΣ και στις ναυτικές εταιρείες. Βάσει τούτων, οι αποφάσεις της ΓΣ ως δικαιοπραξίες δύνανται να κηρυχθούν άκυρες λόγω αδικοπρακτικής ανικανότητας των μετόχων ή ως αντίθετες σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη κλπ. (άρθρα 130, 159, 174, 178, 180, 281 ΑΚ κλπ.) (βλ. σχετ. Στ.Κιντή, Ακυρότητα και ακυρωσία των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης της ανωνύμου εταιρίας, Μελέτες Εμπορικού και Ναυτικού Δικαίου Πανεπιστημίου Αθηνών, 1981, σελ.98επ., περί της ερμηνείας της ακυρότητας των αποφάσεων της ΓΣ της ΑΕ του Ν.2190/1920 κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου, που θα μπορούσε να ισχύσει κατ’ αναλογία και στην περίπτωση της ναυτικής εταιρείας, Κ.Παμπούκη, Αντικανονικώς ληφθείσα απόφασις γενικής συνελεύσεως ανωνύμου εταιρείας-Αντικανονικώς γενόμενη συγχώνευσις ανωνύμων εταιρειών, Αρμ 1976, σελ.451-452). Η ακυρωσία που προβλέπεται ως κύρωση στις ελαττωματικές αποφάσεις της ΓΣ της ναυτικής εταιρείας, βάσει του άρθρου 31 του Ν.959/1979, δεν αποκλείει την ακυρότητα σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις περί δικαιοπραξιών του ΑΚ για τα βαρύτερα ελαττώματα των αποφάσεων αυτών (ΑΚ 174επ., 178επ., 180, 159 κ.ά.) (βλ. ΑΠ 662/1998 ΕΕμπΔ 1999.368 και σχολιασμό από Ι.Π.Μάρκου). Ωστόσο, η επιλογή των ελληνικών δικαστηρίων να θέτουν ως βάση των αποφάσεών τους για τις ελαττωματικές αποφάσεις της ΓΣ ναυτικής εταιρείας την ιδιότυπη ακυρότητα του άρθρου 31 του Ν.959/1979, παρόλο που ενδεχομένως να χωρεί και εφαρμογή των γενικών διατάξεων περί δικαιοπραξιών του ΑΚ, πιθανόν να γίνεται διότι στις υποθέσεις που τίθενται υπό την κρίση τους, η επιλογή της μίας ή της άλλης κύρωσης (ακυρωσία ή αυτοδίκαιη ακυρότητα) δεν δημιουργούσε στην πράξη νομικά προβλήματα. Πλην όμως, υπάρχουν και περιπτώσεις που η μονομερής εφαρμογή του άρθρου 31 του Ν.959/1979 δύναται, δεδομένης της σύντομης ανατρεπτικής προθεσμίας άσκησης της σχετικής αίτησης ακύρωσης, να οδηγήσει σε κατάλυση κάθε έννοιας νομιμότητας και σε εξαιρετικά ανεπιεική και ανορθόδοξα αποτελέσματα για τη νομιμότητα και τη λειτουργία της ναυτικής εταιρείας (ΑΠ 275/1997 ΤΝΠ Νόμος). Άλλωστε, αυτός ο χρονικός περιορισμός ανατροπής αποφάσεων της ΓΣ μπορεί να επιδρά έμμεσα –όχι θετικά- και στην ασφάλεια των συναλλαγών και στην επιχειρηματική ανάπτυξη των ναυτικών εταιρειών. Επομένως, η αναγνώριση της διάκρισης των ελαττωματικών αποφάσεων της ΓΣ μετόχων ναυτικής εταιρείας σε ακυρώσιμες και σε αυτοδίκαια άκυρες και ανυπόστατες και η κατά περίπτωση εφαρμογή των γενικών διατάξεων περί δικαιοπραξιών από τα ελληνικά δικαστήρια κρίνεται επιβεβλημένη σε περιπτώσεις που, λόγω της λειτουργίας και των εννόμων αποτελεσμάτων που επιφέρει η ιδιότυπη ακυρότητα του άρθρου 31 του Ν.959/1979, διακυβεύεται η αρχή της νομιμότητας και οι βασικές αρχές του ελληνικού δικαιικού συστήματος (βλ.σχετ. για όλα τα ανωτέρω Ευδ.Φουρνατζοπούλου, δικηγόρου-διδάσκουσας Πανεπιστημίου Αιγαίου, Ελαττωματικές αποφάσεις γενικής συνέλευσης ναυτικών εταιρειών, Η Ναυτική Εταιρεία ως ανώνυμη εταιρεία με αυτόνομη μορφή, σε Ναυτική Εταιρεία-Σύγχρονα Ζητήματα, Επιμέλεια Κ.Παμπούκης, Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών-Σχολή Επιστημών της Διοίκησης, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, εκδ.Σάκκουλα, 2003, σελ.247-265). Η δε διάκριση (κατηγοριοποίηση) αυτών των αποφάσεων που λαμβάνονται από τη ΓΣ της ναυτικής εταιρείας σαφώς και επηρεάζεται, στην έκταση που δεν καλύπτει και τις ανυπόστατες αποφάσεις κατά διάκριση από τις άκυρες ή ακυρώσιμες, από την ταξινόμηση που γίνεται στον νόμο περί ΑΕ (άρθρα 35α, 35β, 35γ του Ν.2190/1920), καθώς και από την αντίστοιχη στον νόμο για τις ΕΠΕ, σύμφωνα με τις γενικότερες αρχές του δικαίου διάκρισης και αντιμετώπισης των ελαττωματικών αποφάσεων που ισχύουν για τα σωματεία (βλ. άρθρα 92επ. και 101 ΑΚ), για τις οποίες ΕΠΕ άλλωστε, καίτοι πρόκειται για κεφαλαιουχικές εταιρείες, υπαγόμενες στην ευρύτερη κατηγορία στην οποία εντάσσονται και οι ναυτικές εταιρείες, δεν συντρέχει η απαγόρευση του άρθρου 59 του Ν.959/1979 περί μη ευθείας εφαρμογής των διατάξεων, καθόσον δεν αποτυπώνεται ρητή απαγόρευση γι’ αυτές, συνακόλουθα, μπορούν να τύχουν σχετικής και ανάλογης σε κάθε περίπτωση εφαρμογής και οι συναφείς διατάξεις του Ν.3190/1955εν προκειμένω (άρθρα 13, 14, 15, βλ. σχετ. ΑΠ 1671/2001 ΕλλΔνη 2002.417, ΕφΠειρ 871/2009 ΔΕΕ 2010.564, ΕφΠειρ 176/2008 ΔΕΕ 2008.723, ΕφΑθ 1084/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006.252, ΕφΑθ 1085/2006 ΔΕΕ 2006.633, ΕφΛαρ 466/2005 ΕπισκΕμπΔ 2005.1023, ΕφΑθ 8343/2005 ΕλλΔνη 2006.571, ΕφΘεσ 2485/2001 ΔΕΕ 2001.1245, ΕφΠειρ 966/1997 ΕλλΔνη 1998.642, ΕφΑθ 3727/1995 ΕΕμπΔ 1995.433, ΕφΑθ 741/1979 Αρμ 1979.1118, ΠολΠρΘεσ 14642/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΑθ 849/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΛαρ 209/2004 ΕπισκΕμπΔ 2005.184, ΠολΠρΘεσ 32105/2003 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Ι.Μάρκου, Καθηγητή Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ακυρωσία και ακυρότητα των αποφάσεων της συνέλευσης των εταίρων στην ΕΠΕ, Μελέτη δημοσιευμένη σε ΑρχΝ 1997.449, Στ.Κιντή, Δ.Ν.-δικηγόρου, Αποφάσεις της συνελεύσεως των εταίρων της ΕΠΕ ληφθείσες κατά παράβαση του νόμου ή του καταστατικού, Μελέτη δημοσιευμένη στο ΝοΒ 1978.331), καθώς επίσης και αυτές των άρθρων 101επ. ΑΚ στο συγκεκριμένο ζήτημα, για λόγους δικαιοπολιτικής τάξης, ενότητας δικαίου, αλλά και προσήκουσας απόδοσης δικαίου στην περίπτωση των ναυτικών εταιρειών. Άλλωστε, ακόμη και στις αποφάσεις που αφορούν τη λειτουργία της ΕΠΕ ισχύουν ομοίως η ίδια διάκριση και οι ίδιες νομοθετικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται με βάση τις γενικότερες διατάξεις του δικαίου στα νομικά πρόσωπα σωματειακής μορφής για τα ζητήματα προσβολής και θεραπείας ελαττωματικών ανυπόστατων, άκυρων κι ακυρώσιμων αποφάσεων, οι οποίες έτσι δεν γίνεται να μην θεωρηθούν εφαρμοστέες και στην περίπτωση των ναυτικών εταιρειών, αφού ο ειδικός Ν.959/1979ουδόλως τις αποκλείει.
- V. Περαιτέρω δε, η απόφαση συλλογικού οργάνου ένωσης προσώπων, όπως είναι και η απόφαση πολυπρόσωπων οργάνων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, ως είδος ιδιόρρυθμης πολυμερούς δικαιοπραξίας, όταν δεν συγκεντρώνει τα απαραίτητα από τον νόμο στοιχεία της νομοτυπικής της μορφής, είναι ανυπόστατη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Επομένως, ανυπόστατη είναι η απόφαση που δεν φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα της απόφασης (βλ. ΑΠ 1489/1999 ΤΝΠ Νόμος, αναφερόμενη και στο γεγονός ότι τέτοια απόφαση δεν υπόκειται σε αποσβεστικές προθεσμίες) ή έχει ληφθεί μόνον κατά φαινόμενο. Ανυπόστατη «φαινομένη» απόφαση είναι εκείνη η οποία, παρότι δεν συγκεντρώνει τα ως άνω στοιχεία και ιδίως δεν έχει συγκεντρώσει την απαραίτητη από τον νόμο ή το καταστατικό πλειοψηφία, έχει εντούτοις ανακοινωθεί προς τα έξω ως νόμιμα ειλημμένη. Από την ανυπόστατη απόφαση ελλείπει οριστικά κάποιο ουσιώδες στοιχείο της νομοτυπικής της μορφής, όταν δηλαδή η απόφαση δεν είναι πλέον «εν τω γίγνεσθαι», αλλά έχει λάβει την τελική της μορφή, περίπτωση που οπωσδήποτε συντρέχει όταν αυτή έχει καταχωρηθεί ως έχει, ενόσω υφίσταται η ως άνω έλλειψη, σε βιβλία που παρέχουν δημόσια πίστη ή δημοσιεύεται κατά νόμο, στις περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται, οπότε και έχει ολοκληρωθεί η πορεία της χωρίς να είναι νοητή πλέον η συμπλήρωσή της. Πιο συγκεκριμένα: ανυπόστατη δικαιοπραξία είναι το περιστατικό που εν όλω ή εν μέρει δεν αντιστοιχεί στη μορφή της δικαιοπραξίας. Το περιστατικό από το οποίο λείπει ένα τουλάχιστον από τα στοιχεία που συνθέτουν την ολότητα -ή το «πραγματικό»- της δικαιοπραξίας. Αντιθέτως, άκυρη ή ακυρώσιμη δικαιοπραξία είναι το περιστατικό το οποίο πληροί εξ ολοκλήρου τη μορφή της δικαιοπραξίας, το οποίο όμως, εξαιτίας κάποιου ελαττώματος, είτε δεν παράγει το αποτέλεσμα της δικαιοπραξίας (ακυρότητα), είτε τα παράγει αλλά αυτά μπορεί να ανατραπούν με δικαστική απόφαση (ακυρωσία). Και ναι μεν το ανυπόστατο και η ακυρότητα συμπίπτουν κατ’ αποτέλεσμα, αφού και τα δύο δεν επιτρέπουν στο «πραγματικό» της δικαιοπραξίας, που πάσχει από ατέλεια ή ελάττωμα, να παραγάγει τις έννομες συνέπειες στις οποίες κατευθύνεται, όμως ορισμένα γεγονότα καλύπτουν -με την έννοια ότι θεραπεύουν- την ακυρότητα (άρθρο 35β παρ.3, 4 και 5 Ν.2190/1920), ενώ το ανυπόστατο δεν επιδέχεται θεραπείας (επιχείρημα από άρθρο 35γ παρ.1) (βλ. Κ.Παμπούκη, Ανυπόστατες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης, ΕπισκΕμπΔ Β/2008, σελ.473-475). Άλλως, οι ανυπόστατες δικαιοπραξίες δεν είναι δεκτικές επικυρώσεως (βλ Μ.Μαρίνο, Ανυπόστατες αποφάσεις Γ.Σ., ΧρΙΔ 2013, σελ.244 με περαιτέρω παραπομπές). Η ανυπόστατη απόφαση διαφοροποιείται από την άκυρη ή την ακυρώσιμη απόφαση, οι οποίες είναι ελαττωματικές μεν, αλλά υποστατές αποφάσεις, έχοντας ολοκληρωμένη τη νομοτυπική τους μορφή, αυτή δε δεν δεσμεύει εξ υπαρχής το νομικό πρόσωπο ή τα μέλη του και δεν διαθέτει τεκμήριο νομιμότητας, βάσει του οποίου, εάν δεν ακυρωθεί εμπρόθεσμα, τρέπεται σε σύννομη. Για τις ανυπόστατες αποφάσεις δεν υφίσταται στο πλαίσιο του ουσιαστικού δικαίου προθεσμία, μετά την παρέλευση της οποίας επέρχεται θεραπεία της έλλειψής τους. Η αγωγή που διώκει την αναγνώριση του ανυπόστατου της απόφασης μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε χωρίς να υφίσταται χρονικός περιορισμός και το ανυπόστατο δεν θεραπεύεται με την πάροδο του χρόνου ή με άλλον τρόπο (βλ. Κ.Παμπούκη, Ανυπόστατες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης, ΕπισκΕμπΔ Β/2008, σελ.476). Επειδή δε η ανυπόστατη απόφαση είναι ανύπαρκτη κατά το δίκαιο, το ανυπόστατό της μπορεί να προβληθεί από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, εξωδίκως ή δικαστικώς, και χωρίς να απαιτείται έκδοση διαπλαστικής απόφασης (ΑΠ 1392/2014 ΤΝΠ Νόμος). Έναντι τρίτων η ανυπόστατη απόφαση δεν μπορεί να δημιουργήσει φαινόμενο δίκαιο, διότι δεν είναι δυνατό να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους σε ένα μόρφωμα που το Δίκαιο δεν αναγνωρίζει. Η δε καταχώρησή της σε τυχόν προβλεπόμενα βιβλία δημόσιας πίστης (ή δημοσίευσή της) δε θεραπεύει το ανυπόστατό της, αλλά απλώς υπόκειται σε διαγραφή δια της δικαστικής ή διοικητικής οδού. Εφόσον η απόφαση είναι ανυπόστατη, δικαιολογημένα κάμπτεται η ασφάλεια των συναλλαγών, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η δικαιική ασφάλεια. Ενόψει δε της γενικότερης αξίας της δικαιικής ασφάλειας, ισχύει, σε κάθε περίπτωση, η αρχή ότι οι ανυπόστατες αποφάσεις δεν θεραπεύονται, ενώ αυτές, σε αντίθεση με τις δυνητικά άκυρες ή ακυρώσιμες αποφάσεις, που διαθέτουν μέχρι την ανατροπή τους με τελεσίδικη δικαστική απόφαση το τεκμήριο νομιμότητας, δεν παράγουν και οποιαδήποτε αποτελέσματα. Αναφορικά δε με τις ανυπόστατες αποφάσεις της ΓΣ πρέπει να επισημανθεί ότι για να γίνει λόγος για θεραπεία τους προϋποτίθεται η ύπαρξη αποφάσεων της ΓΣ, διότι επί ανύπαρκτων αποφάσεων δεν μπορεί να γίνεται λόγος για θεραπεία τους, καθόσον οι ανύπαρκτες αποφάσεις παραμένουν ανύπαρκτες εσαεί για το δίκαιο. Πρέπει να διακρίνουμε σαφώς τις άκυρες αποφάσεις της ΓΣ, οι οποίες προϋποθέτουν πραγματική συγκέντρωση των μετόχων με σκοπό να συσκεφθούν και αποφασίσουν, από τις ανυπόστατες ανύπαρκτες ΓΣ, στις οποίες οι μέτοχοι δεν συγκεντρώθηκαν ως μέτοχοι σε ορισμένο οίκημα για να συσκεφθούν και αποφασίσουν και συνεπώς, δεν έλαβαν αποφάσεις (βλ. ΜονΠρΛαρ 139/1988 ΕΕμπΔ 1988.619). Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για νομικώς ανύπαρκτες αποφάσεις (βλ. σχετ. Α.Κρητικό, Άκυροι αποφάσεις γενικών συνελεύσεων σωματείων, 1977, σε.113, Ν.Ρόκα, Τα όρια της εξουσίας της πλειοψηφίας, σελ.49, Στ.Κιντής, Ακυρότης και ακυρωσία αποφάσεων ΓΣ της ΑΕ, 1981, σελ.18, υποσημ.6 και 7, σελ.19). Υποστηρίζεται ότι ανύπαρκτες αποφάσεις υπάρχουν και όταν η σύγκληση της ΓΣ έγινε από αναρμόδιο πρόσωπο, ως λ.χ. από τον Πρόεδρο του ΔΣ και όχι από το ΔΣ, που δεν ενήργησε συλλογικώς κατόπιν συσκέψεως και λήψης από αυτό απόφασης. Εάν ανακύψουν ζητήματα σχετικά με το ανύπαρκτο απόφασης ΓΣ, δύνανται να προσβληθούν ενώπιον δικαστηρίου με την έγερση αναγνωριστικής αγωγής, οπότε εάν αποδειχθεί η μη συγκέντρωση μετόχων για συνέλευση και η πλαστότητα του πρακτικού που υπεγράφη, δεν θα έχουν νομικώς κύρος και υπόσταση οι εμφανισθείσες ως «αποφάσεις της ΓΣ». Το νομικώς ανύπαρκτο αποφάσεων και η πλαστότητα του συνταχθέντος σχετικού πρακτικού της ΓΣ υποστηρίζεται ευλόγως στην περίπτωση που οι μέτοχοι δεν συγκεντρώθηκαν στον ορισθέντα κατά τον νόμο (έδρα εταιρείας) ή το καταστατικό της εταιρείας τόπο (οίκημα) και χρόνο της ΓΣ για να συσκεφθούν και συναποφασίσουν επί των θεμάτων της ημερήσιας διατάξεως.
- VI. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35γ του Ν.2190/1920, όπως εισήχθησαν με το άρθρο 44 του Ν.3604/2007, μία απόφαση γενικής συνέλευσης ανώνυμης εταιρείας είναι ανυπόστατη, όταν λαμβάνεται με τις ψήφους προσώπων τα οποία: α) δεν είχαν μετοχική ιδιότητα ή β) είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα και σ’ αυτήν δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 35α και 35β του Ν.2190/1920 (περί ακυρώσιμων και άκυρων αποφάσεων). Το γράμμα της διάταξης αυτής υπαινίσσεται τους ακόλουθους δύο κανόνες: α) ότι η ρύθμισή της αναφέρεται σε αποφάσεις που ελήφθησαν με ψηφοφορία σε συνέλευση και β) ότι εφαρμόζεται όταν στην ψηφοφορία έλαβαν μέρος και πρόσωπα που δεν ήσαν μέτοχοι ή δεν αντιπροσώπευαν μετόχους και, παραλλήλως, με τις ψήφους τους σχημάτισαν την απαιτούμενη πλειοψηφία. Ο δεύτερος κανόνας, όμως, αναιρείται από τη νέα διάταξη του άρθρου 35α παρ.5 στοιχ.α΄, σύμφωνα με την οποία είναι ακυρώσιμη η απόφαση της ΓΣ λόγω «συμμετοχής σε αυτή προσώπων που δεν είχαν το δικαίωμα αυτό», εφόσον «η ψήφος τους ήταν αποφασιστική για την επίτευξη πλειοψηφίας». Έτσι, ο νομοθέτης εξέφρασε τη βούλησή του, οι αποφάσεις που δεν εδράζονται στην αναγκαία ψήφο των μετόχων, να εξαιρούνται από το πεδίο της ακυρωσίας, όσο και εκείνο της θεραπεύσιμης ακυρότητας. Το πραγματικό του άρθρου 35γ παρ.2, αναφερόμενο αποκλειστικά και μόνο σε πρόσωπα μη έχοντα μετοχική ιδιότητα, δεν ταυτίζεται με το πραγματικό του άρθρου 35α παρ.5 στοιχ.α’ του Ν.2190/1920 που μπορεί να αφορά πρόσωπα έχοντα μεν τη μετοχική ιδιότητα, αλλά για διάφορους λόγους δεν δικαιούνται να ψηφίσουν ή πρόσωπα χωρίς μετοχική ιδιότητα που παρίστανται στη συνέλευση, αλλά δεν ψηφίζουν (ΑΠ 1340/2017 ΤΝΠ Νόμος). Οι δύο διατάξεις περιγράφουν εντελώς διακριτές πλημμέλειες. Η λιτή διατύπωση της διάταξης του άρθρου 35γ επιβάλει πάντως ορισμένες διευκρινίσεις. Καταρχάς, με βάση τη διατύπωσή της, αλλά και τη συστηματική της ερμηνεία, το ανυπόστατο επέρχεται μόνο σε περίπτωση που η απόφαση λαμβάνεται με τις ψήφους των μη νομιμοποιούμενων προσώπων. Κρίσιμη είναι συνεπώς η ψηφοδοσία των εν λόγω προσώπων. Ζήτημα τίθεται και ως προς την έκταση της συμμετοχής των μη νομιμοποιούμενων προσώπων στη λήψη της απόφασης. Γίνεται δεκτό για τη θεμελίωση του ανυποστάτου ότι δεν αρκεί αποκλειστικά και μόνο η συμμετοχή στη συνέλευση των μη νομιμοποιούμενων προσώπων στην ψηφοφορία, ως μετόχων ή αρυόντων το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα, αλλά απαιτείται επιπλέον η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ψηφοδοσίας τέτοιων προσώπων και λήψης της απόφασης, ήτοι επίτευξης πλειοψηφίας με προσμέτρηση σ’ αυτήν της ψήφου των μη νομιμοποιούμενων προσώπων,η κατάφαση του οποίου (αιτιώδους συνδέσμου) αποτελούσε πάγια παραδοχή στο δίκαιο των ελαττωματικών αποφάσεων Γ.Σ. και καθιερώθηκε πλέον εμμέσως στο άρθρο 35α παρ.5 στοιχ.α΄ και β΄, όσον αφορά τις ακυρώσιμες αποφάσεις. Τούτο καταδεικνύεται και με τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 35γ («λαμβάνεται με τις ψήφους»), υποδηλώνουσα ότι οι ψήφοι των μη νομιμοποιούμενων προσώπων πρέπει να υπήρξαν κρίσιμοι για τη λήψη της απόφασης, δηλαδή για την επίτευξη πλειοψηφίας. Κρίσιμο είναι συνεπώς το στοιχείο αν η κρινόμενη απόφαση θα λαμβανόταν, αν δεν είχαν προσμετρηθεί οι ψήφοι των μη νομιμοποιούμενων προσώπων για τον υπολογισμό της απαιτούμενης πλειοψηφίας. Αν όχι, η απόφαση δεν είναι ανυπόστατη, ακόμη και αν έχουν ψηφίσει μη νομιμοποιούμενα πρόσωπα. Πολύ περισσότερο, βεβαίως, στοιχειοθετείται το ανυπόστατο, όταν το σύνολο ή η συντριπτική πλειοψηφία των ψήφων προέρχεται από μη νομιμοποιούμενα πρόσωπα, μη μετόχους ή αρύοντα το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα (βλ. Ευάγγελου Περάκη, Το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας, Γ΄ έκδοση, τόμος Α΄, άρθρο 35γ, σελ.1383-1384, παρ.7α, ΠολΠρΑθ 259/2013 ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, η πλημμέλεια του άρθρου 35γ αφορά αποκλειστικά στην ψηφοδοσία μη μετόχων ή μη αντλούντων το δικαίωμα ψήφου από μετόχους. Αντιθέτως, η πλημμέλεια του άρθρου 35α παρ.5 στοιχ.α΄ καλύπτει τις εξής περιπτώσεις, στις οποίες η απόφαση της Γ.Σ. είναι απλώς ακυρώσιμη και όχι ανυπόστατη: α) την περίπτωση που τα προαναφερόμενα πρόσωπα παρίστανται μεν στη συνέλευση, οπότε διασφαλίζουν με την παρουσία τους ψευδεπίγραφη απαρτία, αλλά δεν ψηφίζουν σε αυτήν ή ψηφίζουν, χωρίς όμως η ψήφος τους να είναι αποφασιστική για την επίτευξη πλειοψηφίας, ενώ αν η παρουσία των εν λόγω προσώπων δεν είναι αναγκαία ούτε για την επίτευξη απαρτίας, τότε η απόφαση είναι απολύτως έγκυρη, αφού δεν συντρέχει η αρνητική προϋπόθεση του άρθρου 35α παρ.5 στοιχ.α΄, β) την περίπτωση που ορισμένα πρόσωπα στερούνται το δικαίωμα να συμμετάσχουν σε συνέλευση, όχι επειδή δεν είναι μέτοχοι ή δεν έχουν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από μέτοχο, αλλά για άλλους λόγους, λ.χ. επειδή δεν έχουν καταθέσει εμπρόθεσμα τους μετοχικούς τους τίτλους ή τα νομιμοποιητικά έγγραφα της αντιπροσωπείας τους, κατά το άρθρο 28 παρ.1 και 3 και η Γ.Σ. έχει εγκύρως αρνηθεί να τους χορηγήσει άδεια κατά το άρθρο 28 παρ.4, ή επειδή το νομικό πρόσωπο-μέτοχος δεν έχει ορίσει εκπροσώπους στη συνέλευση κατά το άρθρο 28 παρ.1 εδ.β΄ (βλ. Ευάγγελου Περάκη, Το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας, Γ΄ έκδ., τόμος Α΄, υπό αρ. 35γ, σελ.1383-1384, παρ.7α) (ΠολΠρΑθ 259/2013 ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, κατά μία σχηματισθείσα άποψη, η απόφαση γενικής συνέλευσης που λαμβάνεται με ψήφους προσώπων που εκ των υστέρων αποδεικνύεται ότι δεν ήταν εξ αρχής μέτοχοι, φαίνεται να υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 35γ του Ν.2190/1920, κατά τα οριζόμενα δε στην παρ.2 της οποίας, μία απόφαση είναι ανυπόστατη, μεταξύ άλλων, όταν λαμβάνεται με τις ψήφους προσώπων που δεν είχαν εξ αρχής τη μετοχική ιδιότητα, όταν οι μη έχοντες τη μετοχική ιδιότητα αποτελούν το σύνολο ή πάντως την πλειοψηφία των ψηφισάντων, με συνέπεια να μη σχηματίζεται καν απαρτία κατά τη λήψη της κρίσιμης απόφασης από τη ΓΣ της εταιρείας, κατά συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 35γ του Ν.2190/1920 με αντίστοιχη διεύρυνση των λόγων ακυρωσίας, που προβλέπονται κατ’ άρθρο 35α παρ.1 εδ.β΄ και παρ.5 περ.α΄ του ιδίου νόμου, βάσει του οποίου ορίζεται ότι η μη νόμιμη συγκρότηση της ΓΣ, με την έννοια της συμμετοχής σε αυτήν μη μετόχων, ρυθμίζεται ως λόγος ακυρωσίας, όταν η συμμετοχή αυτών ήταν αποφασιστική για την επίτευξη απαρτίας ή η ψήφος τους ήταν αποφασιστική για τον σχηματισμό πλειοψηφίας, γεγονός που προκαλεί σύγχυση στην ένταξη και αντιμετώπιση έκαστης διακριτής περίπτωσης κατά την ορθή νομοθετική διάταξη (βλ. σχετ. Ν.Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, έκδ.2012, σελ.287, υποσημ.78, Σινανιώτη-Μαρούδη, Εταιρίες, έκδ.2012, σελ.204, Κουλορίδα σε Περάκη, ΔικΑΕ, έκδ.2010, άρθρο 28, αριθ.48, Παναγιώτου, Το δικαίωμα ψήφου στις κεφαλαιουχικές εταιρείες, έκδ.2014, σελ.158, Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, εκδ.2012,σελ.392, υποσημ.78, Παμπούκη, Ανυπόστατες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης, ΕπισκΕμπΔ 2008.473, 478 infine). Υπάρχει, πάντως, η ισχυρή αντίθετη άποψη, που προβαίνει σε διασταλτική ερμηνεία της εν λόγω διάταξης του άρθρου 35γ, διευρύνοντας τους λόγους του ανυπόστατου και περιορίζοντας αντιστρόφως τους λόγους ακυρωσίας του άρθρου 35α του Ν.2190/1920, βάσει της οποίας, κρίσιμο είναι το στοιχείο εάν η ελαττωματική απόφαση θα λαμβανόταν, αν δεν είχαν προσμετρηθεί οι ψήφοι των μη νομιμοποιούμενων προσώπων για τον υπολογισμό της απαιτούμενης πλειοψηφίας, χωρίς να είναι καν αναγκαίο ότι τα μη νομιμοποιούμενα πρόσωπα πρέπει να αποτελούν το σύνολο ή τη συντριπτική πλειοψηφία των ψηφισάντων, αφού τα άρθρα 35γ παρ.2 και 35α παρ.5 περιγράφουν εντελώς διακριτές μεταξύ τους πλημμέλειες αποφάσεων, όπου η πλημμέλεια του ανυπόστατου αφορά αποκλειστικά στην ψηφοδοσία μη μετόχων ή μη αντλούντων το δικαίωμα ψήφου από μετόχους, ως διακριτή και ειδική περίπτωση που προβλέπεται στον νόμο, ενώ στην ίδια κατεύθυνση υποστηρίζεται και η άποψη ότι η απόφαση είναι ανυπόστατη αν για τη λήψη της ήταν αναγκαία και η προσμέτρηση των ψήφων των μη νομιμοποιούμενων προσώπων να συμμετέχουν στη ΓΣ, από καμία δε γραμματική διατύπωση ή ερμηνεία δεν προκύπτει ως προϋπόθεση για το ανυπόστατο ότι τα πρόσωπα που στερούνται τη μετοχική ιδιότητα πρέπει να αποτελούν το σύνολο ή έστω τη συντριπτική πλειοψηφία των ψηφισάντων ούτε ότι η διάταξη του άρθρου 35γ περί ανυπόστατων αποφάσεων αναφέρεται μόνο στις περιπτώσεις που καθολικά δεν συμμετέχουν στη λήψη τους πρόσωπα που είναι μέτοχοι ή εκπροσωπούντες μετόχους, σε αντιδιαστολή δε από τις περιπτώσεις των άρθρων 35α και 35β΄ του Ν.2190/1920 που περιορίζονται στην ακυρωσία και την ακυρότητα των αποφάσεων αυτών (βλ. σχετ. Γιοβαννόπουλο σε Περάκη, ΔικΑΕ, έκδ.2010, άρθρο 35γ, αριθ.7α, ιδίου, Ελαττωματικές αποφάσεις γενικής συνέλευσης ΑΕ, έκδ.2012, σελ.262, 264, αριθ.325 και 329, Αντωνόπουλου, Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρίας και ΕΠΕ, έκδ.2012, σελ.538, αριθ.87, Μούζουλα, Ν.3604/2007, έκδ.2008, σελ.474-475, Μπεχλιβάνη σε Αντωνόπουλου/Μούζουλα, Ανώνυμες Εταιρίες, έκδ.2013, άρθρο 35γ, αριθ.4, υποσημ.11, Ν.Τέλλη, Ανυπόστατη απόφαση γενικής συνέλευσης ΑΕ διά περιφοράς, ΕπισκΕμπΔ 2014.67,74). [Για τον ως άνω προβληματισμό βλ. αναλυτικά Β.Τουντόπουλου, Καθηγητή Πανεπιστημίου Αιγαίου, Συμμετοχή και ψηφοδοσία προσώπων μη εχόντων τη μετοχική ιδιότητα σε γενική συνέλευση ανώνυμης εταιρείας. Σκέψεις σχετικά με την έννοια της ανυπόστατης απόφασης γενικής συνέλευσης και την αναδρομική εφαρμογή της απόφασης ανάκλησης ασφαλιστικών μέτρων με αφορμή την ΕφΚρ 107/2014, ΕλλΔνη 2015.1323, ο οποίος υποστηρίζει ότι ανυπόστατη απόφαση γενικής συνέλευσης κατ’ άρθρο 35γ του Ν.2190/1920, πρέπει να θεωρηθεί ότι υπάρχει όταν όλα τα πρόσωπα που συμμετείχαν σε αυτήν δεν είχαν τη μετοχική ιδιότητα, ειδάλλως, το ελάττωμα αυτής θα κριθεί με βάση τις διατάξεις των άρθρων 35α και 35β του Ν.2190/1920. βλ. επίσης σχετικώς με το θέμα: Απ.Καραγκουνίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής Σχολής ΔΠΘ, δικηγόρου, Η ατελέσφορη ρύθμιση των ανυπόστατων αποφάσεων της ΓΣ στην ανώνυμη εταιρεία, Μελέτη στον Αρμ 2017.1875, Θ.Κατσά, Λέκτορα Νομικής Σχολής ΔΠΘ, δικηγόρου, Η ανυπόστατη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων, Μελέτη στο ΝοΒ 2016.783, Χ.Βούσουρα, Οι ανυπόστατες αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων ανώνυμης εταιρείας-Σκέψεις κριτικής και δικαιοπολιτικής προσέγγισης των άρθρων 35β και 35γ του Ν.2190/1920 (άρθρα 43 και 44 του Ν.3604/2007), ΝοΒ 2012.518, Ν.Τέλλη, Καθηγητή ΕΜΠΔ Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Μ.Μαρίνου, Καθηγητή ΔΠΘ-δικηγόρου, Ανυπόστατες αποφάσεις ΓΣ-Συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 35γ του Ν.2190/1920 και στην έννοια της συλλογικής δικαιοπραξίας «απόφαση νομικού προσώπου», Μελέτη δημοσιευμένη σε ΧρΙΔ 2013.241, Ανυπόστατη απόφαση Γενικής Συνέλευσης ΑΕ διά περιφοράς, Γνωμοδότηση δημοσιευμένη σε ΕπισκΕμπΔ 2014.67, Κ.Παμπούκη, Ελαττωματικότης αποφάσεως Γενικής Συνελεύσεως Ανωνύμου Εταιρίας. Δικαστικός έλεγχος του κύρους τοιαύτης αποφάσεως τροποποιούσης το καταστατικόν, Αρμ 1974.81, Π.Γεωργαντόπουλου, ΜΔΕ Εμπορικού Δικαίου-δικηγόρου, Ελαττωματικές αποφάσεις του ΔΣ της ανώνυμης εταιρείας, Μελέτη δημοσιευμένη σε ΧρΙΔ 2015.229, Λ.Κοτσίρη, Ομ.Καθηγητή, Ελαττωματικές αποφάσεις γενικής συνέλευσης ΑΕ μετά τον Ν.3604/2007. Σχέση με διατάξεις ΑΚ. Περιοριστική αναφορά των λόγων ανυποστάτου. Κύρωση σε περίπτωση μη υπογραφής του “δια περιφοράς πρακτικού” από όλους τους μετόχους, Γνωμοδότηση δημοσιευμένη στην ΕΕμπΔ 2015.487].
VII. Επιπλέον, τίθεται το ζήτημα αν η απαρίθμηση των λόγων του ανυπόστατου του άρθρου 35γ παρ.2 είναι εξαντλητική, με την έννοια ότι σε καμία άλλη περίπτωση δεν μπορεί μια απόφαση της ΓΣ να χαρακτηριστεί ως ανυπόστατη, παρά μόνο στις περιπτώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 35γ, η διάταξη του οποίου αναφέρεται στην εντελώς υποθετική περίπτωση, στην οποία η απόφαση ελήφθη με ψηφοφορία σε συνέλευση που δεν συγκροτήθηκε από μετόχους ή αντιπροσώπους μετόχων και έτσι η διάταξη αυτή, όπως και αυτή του άρθρου 35α παρ.5 στοιχ.α΄, είναι από τη φύση τους ξένες προς την περίπτωση του άρθρου 32 παρ.3 (βλ. Κ.Παμπούκη, Αντικανονικώς ληφθείσα απόφασις γενικής συνελεύσεως ανωνύμου εταιρείας-Αντικανονικώς γενόμενη συγχώνευσις ανωνύμων εταιρειών, Αρμ 1976, σελ.478). Ωστόσο, ήδη τείνει να παγιωθεί η άποψη ότι η υπογραφή πρακτικού του άρθρου 32 παρ.3 από πρόσωπο που δεν είναι μέτοχος, επισύρει το ανυπόστατο της λογιζόμενης ως καθολικής ΓΣ (βλ. Γιοβαννόπουλο σε ΔικΑΕ 2010, άρθρο 35γ, αριθ.8 με παραπομπές σε Κ.Παμπούκη, ό.π., Αρμ 1976, σελ.479, Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, σελ.162, Αντωνόπουλου, Δίκαιο ΑΕ και ΕΠΕ, σελ.484 και Μούζουλα, Ν.3604/2007, έκδ.2008, σελ.475-476). Στο ίδιο πλαίσιο, υποστηρίζεται, ότι το ανυπόστατο επέρχεται, ανεξάρτητα από τη συμμετοχή τρίτου μη νομιμοποιούμενου προσώπου, όταν στη συνεδρίαση υποτιθέμενης αυτόκλητης καθολικής γενικής συνέλευσης δεν παρίστανται όλοι οι μέτοχοι ή, όταν, στο πλαίσιο του άρθρου 32 παρ.3, το σχετικό πρακτικό δεν υπογράφεται από όλους τους μετόχους (βλ. Γιοβαννόπουλο σε ΔικΑΕ 2010, άρθρο 35γ, αριθ.8 με παραπομπές σε Κ.Παμπούκη, ό.π., Μπεχλιβάνη, ΕπισκΕμπΔ 2008.856, Μ.Μαρίνο, Ανυπόστατες αποφάσεις ΓΣ, ΧρΙΔ 2013, σελ.248). Ειδικά για την περίπτωση του άρθρου 32 παρ.3, που αποβλέπει αποκλειστικά στις περιπτώσεις που δεν πραγματοποιείται καθόλου συνεδρίαση, η ίδια εν λόγω διάταξη ορίζει την υπογραφή του πρακτικού από όλους τους μετόχους ή τους αντιπροσώπους τους ως προϋπόθεση της ισοδυναμίας του υπογεγραμμένου πρακτικού με απόφαση της ΓΣ. Αναμφίβολα, λοιπόν, η μη πλήρωση αυτής της sinequanon προϋπόθεσης, δηλ. η μη υπογραφή του πρακτικού από όλους τους μετόχους, επιφέρει το ανυπόστατο της απόφασης που περιλαμβάνεται στο ατελές πρακτικό, αφού δεν έχει λάβει χώρα συνέλευση των μετόχων, στην οποία θα μπορούσε να καταλογισθεί, έστω και ως ελαττωματική, η εν λόγω απόφαση (βλ.Γιοβαννόπουλο σε ΔικΑΕ 2010, άρθρο 35γ, αριθ.8 και ιδίου, Ελαττωματικές αποφάσεις γενικής συνέλευσης, τόμος I,σελ.187-188, 327).Ειδικότερα, όσον αφορά στην τυπική ανώνυμη εταιρία, στοιχείο στη μορφή της απόφασης της ΓΣ -στο «πραγματικό» της- είναι η ψηφοφορία σε συνέλευση επί ορισμένης προτάσεως. Στις άτυπες ή προσωπικές ανώνυμες, όμως, η σύνθεση των απόψεων μπορεί να συντελείται κι εκτός συνελεύσεως, με την προσωπική -σχεδόν καθημερινή- επαφή των μετόχων, με μια άτυπη συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων. Και τότε, φυσικά, η απόφαση για τα θέματα που ατύπως συζητήθηκαν διαμορφώνεται με τη διατύπωση της -με την καταγραφή της- στο οικείο βιβλίο πρακτικών. Ευνόητο είναι, εξάλλου, ότι η απόφαση αυτή συνδέεται αρρήκτως με την ιδέα της καθολικής γενικής συνέλευσης -την ειδική μορφή της οποίας προβλέπει το άρθρο 26 παρ.3 του Ν.2190/1920- και ότι συνακόλουθα, στοιχείο στη μορφή της απόφασης αυτής -στο «πραγματικό» της»- είναι η προσυπογραφή του σχετικού πρακτικού από το σύνολο των μετόχων. Η κατασκευή αυτή περιέχεται σήμερα στην παρ.3 του άρθρου 32 του Ν.2190/1920 (που προστέθηκε με το άρθρο 40 του Ν.3604/2007), όπου προβλέπεται ότι -εκτός από την περίπτωση της μονοπρόσωπης ανώνυμης- «στις εταιρίες που δεν έχουν μετοχές εισηγμένες σε χρηματιστήριο, η κατάρτιση και υπογραφή πρακτικού από όλους τους μετόχους ή τους αντιπροσώπους τους ισοδυναμεί με απόφαση της γενικής συνέλευσης, ακόμη και αν δεν έχει προηγηθεί συνεδρίαση». Ενόψει των ανωτέρω, μπορεί να λεχθεί ότι ανυπόστατη είναι η απόφαση, η οποία είτε δεν έχει προέλθει από ψηφοφορία σε συνέλευση είτε δεν έχει διατυπωθεί σε πρακτικό που υπογράφεται από όλους τους μετόχους αυτοπροσώπως ή με αντιπροσώπους (βλ. Κ.Παμπούκη, Ανυπόστατες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης, ΕπισκΕμπΔ Β/2008, σελ. 477-478, ΠολΠρΑθ 259/2013 ΤΝΠ Νόμος). Επιπλέον δε, επισημαίνεται ότι καθιερώνεται για τις ανωτέρω κεφαλαιουχικές εταιρίες, πέραν της συνήθους και προβλεπόμενης κατ’ αρχήν παραδοσιακής διαδικασίας λήψης αποφάσεων γενικής συνέλευσης δια της συμμετοχής και ψηφοφορίας σε πραγματική συγκέντρωση των μετόχων, και η δυνατότητα λήψης τέτοιων αποφάσεων δια της κατάρτισης και υπογραφής από όλους τους μετόχους ή τους αντιπροσώπους, πρακτικού, όπου αποτυπώνονται οι λαμβανόμενες αποφάσεις. Η τήρηση της προαναφερόμενης διαδικασίας, που προϋποθέτει τη συναίνεση όλων των μετόχων, εξομοιώνεται από τον νόμο, ως προς τα αποτελέσματά της, με την κανονική, κατά τις προηγούμενες ρυθμίσεις, διεξαγωγή γενικής συνέλευσης και οι αποφάσεις, που περιλαμβάνονται στο υπογραφόμενο από όλους τους μετόχους πρακτικό, λογίζονται ως αποφάσεις γενικής συνέλευσης. Ενώ δε, επί της τυπικής παραδοσιακής γενικής συνέλευσης δεν είναι απαραίτητη η συμμετοχή όλων των μετόχων κατά τη συγκρότησή της και κατά την ψηφοφορία (γι’ αυτό και προβλέπονται ποσοστά απαρτίας για τη νόμιμη συγκρότηση, εκτός αν πρόκειται για την αυτόκλητη καθολική Γ.Σ., οπότε όμως και πάλι δεν απαιτείται να συμμετάσχουν όλοι στη συνέχεια κατά την ψηφοφορία), επί υπογραφής πρακτικού δια περιφοράς είναι απαραίτητη η υπογραφή του από όλους τους μετόχους (ή τους αντιπροσώπους τους), προκειμένου να πληρούται η τασσόμενη από την ως άνω ρύθμιση αναγκαία προϋπόθεση που καθιστά τις περιλαμβανόμενες στο πρακτικό αποφάσεις ισοδύναμες με αποφάσεις γενικής συνέλευσης. Εάν το παραπάνω πρακτικό δεν υπογραφεί από όλους τους μετόχους ή τους αντιπροσώπους τους, αυτό δεν συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής της πολυμερούς δικαιοπραξίας, που έχει ως αντικείμενο τη λήψη απόφασης δια της υπογραφής “πρακτικού εκ περιφοράς”, και δη απόφασης εξομοιούμενης με απόφαση Γ.Σ. ανώνυμης εταιρίας. Σε αυτήν την περίπτωση, λόγω ακριβώς της έλλειψης ουσιώδους στοιχείου της νομοτυπικής μορφής της σχετικής δικαιοπραξίας, που αποτελεί και απαραίτητο κατά νόμο εξωτερικό γνώρισμά της, η περιλαμβανόμενη στο πρακτικό απόφαση είναι ανυπόστατη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Επί της λήψης δε απόφασης δια υπογραφής του πρακτικού “με περιφορά” δεν είναι δυνατό καν να τύχει ευθείας εφαρμογής το άρθρο 35γ του Ν.2190/1920, σύμφωνα με το οποίο μία απόφαση είναι ανυπόστατη όταν λαμβάνεται με τις ψήφους προσώπων τα οποία: α) δεν είχαν μετοχική ιδιότητα ή β) είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα. Όπως καθίσταται σαφές από τη σχετική διατύπωση, που αναφέρεται σε ψήφους προσώπων, οι προαναφερόμενες προβλέψεις αφορούν αποφάσεις ληφθείσες με ψηφοφορία σε γενική συνέλευση που συγκροτήθηκε βάσει των σχετικών διατάξεων των άρθρων 25, 28 και 29 του Ν.2190/1920, όπως αυτές ισχύουν. Ανάλογη μόνον εφαρμογή του άρθρου 35γ μπορεί να χωρήσει επί αποφάσεων που λήφθηκαν δια απλής προσυπογραφής πρακτικού, όταν αυτό υπογράφηκε από πρόσωπα που δεν ήταν όλα μέτοχοι κλπ. (κατ’ ανάλογη εφαρμογή όσων γίνονται δεκτά για την ως άνω ρύθμιση επί πραγματικών γενικών συνελεύσεων ενόψει και της πρόβλεψης του άρθρου 35α παρ.5α’ του Ν.2190/1920), ενώ δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η σχετική απαρίθμηση ανυποστασίας των αποφάσεων είναι, τουλάχιστον στην ως άνω περίπτωση, περιοριστική. Και αυτό διότι στοιχεία συστατικά της σχετικής, ισοδύναμης με απόφαση της Γ.Σ., απόφασης των μετόχων αποτελούν: α) η ύπαρξη (κατάρτιση) πρακτικού και β) η υπογραφή του από όλους τους μετόχους, αυτά δε είναι και τα ελάχιστα απαιτούμενα στοιχεία για το υποστατό της, με συνέπεια η έλλειψή τους να συνεπάγεται το ανύπαρκτο της σχετικής απόφασης. Η «απόφαση», από την οποία ελλείπουν τα ανωτέρω στοιχεία, δεν αναγνωρίζεται από το δίκαιο ότι έλαβε χώρα σε αντίθεση με τις υπαρκτές αποφάσεις, που λήφθηκαν μη σύννομα και παράτυπα, γεγονός που θα συνεπαγόταν απλή ακυρωσία ή ακυρότητά τους, δυνάμενη εκ των υστέρων να ιαθεί. Ο νομοθέτης, επιλέγοντας να ελαχιστοποιήσει σε μεγάλο βαθμό τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται, για να ισχύει η ως άνω ενσωματούμενη στο πρακτικό απόφαση, κατέστησε ταυτόχρονα ανελαστική ως απόφαση Γ.Σ. την αντιμετώπιση της τυχόν έλλειψής τους. Περαιτέρω, εάν η απόφαση ελήφθη σε πραγματική τυπική γενική συνέλευση των μετόχων με ψηφοφορία κατά τη συνεδρίασή τους ή εάν αυτή ελήφθη με τη διαδικασία της υπογραφής πρακτικού “δια περιφοράς”, δεν εξαρτάται από τον τυχόν χαρακτηρισμό που δίδεται σε αυτό κατά τη σύνταξή του (o οποίος βεβαίως συνεκτιμάται για την κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας), αλλά αποτελεί ζήτημα πραγματικό, του οποίου πρέπει να γίνεται επίκληση από τον διάδικο που υποστηρίζει τη σχετική εκδοχή και να αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία, με βάση τα οποία το δικαστήριο θα καταλήξει στην κρίση του ως προς αυτό που πράγματι συνέβη (ΕφΘεσ 549/2016, ΠολΠρΑγριν 22/2016 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, επισημαίνεται ότι, όπως η απόφαση της ΓΣ, έτσι και η απόφαση του ΔΣ, είναι, κατά την απολύτως κρατούσα άποψη, ιδιόρρυθμη δικαιοπραξία και δη συλλογική πράξη. Το ζήτημα της ελαττωματικότητας των αποφάσεων του ΔΣ είναι αρρύθμιστο από τον Έλληνα νομοθέτη και υποστηρίζεται ότι, του νόμου σιωπούντος, πρέπει για λόγους συστηματικούς και επειδή τούτο επιτάσσεται από τη φύση του πράγματος, να υιοθετηθεί η διάκριση των ελαττωμάτων των αποφάσεων του ΔΣ με βάση τα κριτήρια που προκρίνονται από τις γενικότερες διατάξεις του δικαίου, τον ΑΚ (άρθρο 101), τον Ν.2190/1920 (μετά τη μεταρρύθμισή του με τον Ν.3604/2007), και τον Ν.3190/1955, για τις ελαττωματικές αποφάσεις της ΓΣ, ως άνω. Σε αυτό το πλαίσιο, ανυπόστατη θεωρείται η απόφαση του ΔΣ, η οποία είτε δεν έχει προέλθει από ψηφοφορία σε συνεδρίασή του είτε έχει διατυπωθεί σε πρακτικό, που όμως δεν υπογράφεται από όλα τα μέλη του ΔΣ (βλ. Τριαντ.Σταυρακίδη, Ελαττωματικές αποφάσεις Διοικητικού Συμβουλίου, έκδ.2014, σελ.19, 21-22, με περαιτέρω παραπομπές, και σελ.126επ., για το γενικότερο ζήτημα της αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων του Ν.2190/1920 για τις ελαττωματικές αποφάσεις της ΓΣ ή της προσφυγής στις διατάξεις του κοινού δικαίου, ΠολΠρΘεσ 11678/2015 Αρμ 2015.1319).
VΙΙΙ.Εξάλλου, κατά το άρθρο 10 παρ.1 του Ν. 3190/1955 “περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης”, οι αποφάσεις των εταίρων λαμβάνονται μόνο σε συνέλευση. Συνεπώς, αποφάσεις που λαμβάνονται εκτός συνελεύσεως είναι ανυπόστατες (βλ. Ν.Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, εκδ.δ΄, σελ.340). Κατά το άρθρο 13 του ιδίου νόμου, η συνέλευση των εταίρων είναι το ανώτατο όργανο της εταιρείας και μόνη αρμοδία να αποφασίσει, πλην των άλλων και περί ανακλήσεως των διαχειριστών (ΠολΠρΛαρ 209/2004 ΕπισκΕμπΔ 2005.184). Σύμφωνα δε με την παρ.1 του άρθρου 15 του Ν.3190/1955, οι διαχειριστές και κάθε εταίρος έχουν το δικαίωμα να προσβάλουν τις αποφάσεις τις αποφάσεις της συνελεύσεως των εταίρων, ενώπιον του πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας αν αυτές έχουν ληφθεί κατά παράβαση του νόμου ή του καταστατικού. Κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, η αγωγή απευθύνεται κατά της εταιρείας και ασκείται, μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την απόφαση. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι πρόκειται για αποσβεστική προθεσμία, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και αρχίζει από τη λήψη της απόφασης και όχι από τη γνώση της ή την υποβολή της απόφασης στις διατυπώσεις δημοσιότητας (ΕφΑθ 3727/1995 ΕΕμπΔ 1995.433, βλ. Ν.Ρόκα, Εμπορικές Εταιρείες, εκδ.2005, σελ.367). Από τη διάταξη αυτή παρέχεται σε κάθε εταίρο και στους διαχειριστές της ΕΠΕ ατομικό δικαίωμα (όχι δηλ. δικαίωμα μειοψηφίας όπως επί ΑΕ), διαπλαστικό, να προσβάλλει τις αποφάσεις της γενικής συνέλευσης των εταίρων για παράβαση του νόμου ή του καταστατικού. Με βάση το παραπάνω άρθρο σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις περί δικαιοπραξιών γίνεται δεκτό ότι η παράβαση των διατάξεων του νόμου ή του καταστατικού συνεπάγεται κατά κανόνα την ακυρωσία των σχετικών αποφάσεων και κατ’ εξαίρεση την ακυρότητα (βλ. I.Μάρκου, ΔΕΕ 1996, σελ.1035επ., Στ.Κιντή, ΝοΒ 26.311). Ανακύπτει, επομένως, ζήτημα αναζήτησης του κριτηρίου, με βάση το οποίο θα διαχωρισθούν στην πράξη οι ελαττωματικές αποφάσεις της συνέλευσης, αφενός, σε ακυρώσιμες, οι οποίες εξακολουθούν να είναι ισχυρές μέχρι την ακύρωσή τους με διαπλαστική δικαστική απόφαση και αφετέρου, σε αυτοδικαίως άκυρες, οι οποίες αυτομάτως δεν μπορούν να αναπτύξουν αποτελέσματα. Ειδικώς, κατά τη θεωρία, ως άκυρες θεωρούνται και οι αποφάσεις της συνελεύσεως των εταίρων, που παραβιάζουν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, οι οποίες έχουν τεθεί αποκλειστικώς ή κυρίως για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, όπως αυτές με τις οποίες προστατεύονται οι εταιρικοί δανειστές (π.χ. περί μειώσεως του εταιρικού κεφαλαίου) ή καθορίζεται η δομή και η φύση της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης (π.χ. αυτές που αφορούν τα όργανα της εταιρείας και τις αρμοδιότητες τους). Μεταξύ δε των αποφάσεων που είναι αυτοδικαίως άκυρες είναι αποφάσεις που παραβιάζουν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, με τις οποίες καθορίζονται στον νόμο η δομή και η φύση του νομικού τύπου της ΕΠΕ, όπως ενδεικτικά αυτές που αφορούν τα νόμιμα όργανα της εταιρίας, τη συνέλευση, τους δανειστές, τους διαχειριστές και ενδεχομένου τους ελεγκτές και τις αρμοδιότητες τους ή το ελάχιστο ποσό της μερίδας συμμετοχής των εταίρων (βλ. Στ.Κιντη, ΝοΒ 26.333). Στις προαναφερθείσες περιπτώσεις πρέπει, καταρχήν, να καταταγούν και οι διατάξεις του νόμου περί συγκλήσεως της συνέλευσης και περί προσκλήσεως των εταίρων σ’ αυτήν. Έτσι π.χ., πλην των περιπτώσεων του άρθρου 10 παρ.4 («καθολική συνέλευση των εταίρων»), επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της λαμβανόμενης απόφασης όταν η συνέλευση των εταίρων δε συγκαλείται καθόλου ή δεν συγκαλείται από το προς τούτο αρμόδιο πρόσωπο. Μόνο η «καθολική συνέλευση» καλύπτει ελαττώματα, τόσο όταν δεν προσκαλούνται στη συνέλευση όλοι οι εταίροι, όσο και όταν η συνέλευση δεν συγκαλείται από το αρμόδιο όργανο (βλ. I.Μάρκου, ΔΕΕ 1996, σελ.1039, ΠολΠρΘεσ 14642/2017, ΠολΠρΑθ 849/2011 ΤΝΠ Νόμος). Αν με το περιεχόμενο της απόφασης της συνέλευσης παραβιάζονται διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, με τις οποίες όμως προστατεύονται ιδιωτικά συμφέροντα των εταίρων -είτε αυτές βρίσκονται στο δίκαιο των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης είτε στο κοινό δίκαιο- η απόφαση πρέπει να θεωρηθεί ως ακυρώσιμη και όχι ως άκυρη και οι εταίροι μπορούν να προστατευθούν με την αγωγή ακυρώσεως (ΕφΑθ 1084/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006.252,ΕφΑθ 8343/2005 ΕλλΔνη 2006.571). Τέτοιες διατάξεις, η παραβίαση των οποίων επάγεται ακυρωσία, είναι και εκείνες που αφορούν την αναγκαία για τη λήψη της αποφάσεως αυξημένη ή εξαιρετική -σε σχέση με τη συνηθισμένη απόλυτη του άρθρου 13 του Ν.3190/1955- πλειοψηφία (βλ. I.Μάρκου, ΔΕΕ 1996, σελ.1039, Στ.Κιντή, ΝοΒ 26, σελ.332-333 και, ειδικά ως προς την ακυρωσία για την παραβίαση των διατάξεων περί αυξημένης πλειοψηφίας, ΕφΑθ 3727/1995 ΕΕμπΔ 1995.433). Ακυρωσία, εξάλλου, προκαλεί η απόφαση της ΓΣ των εταίρων ΕΠΕ που δεν στηρίζεται στην προβλεπομένη κατά το καταστατικό της εταιρείας αυξημένη πλειοψηφία των εταίρων και εταιρικών μεριδίων (βλ. Ν.Ρόκα, ό.π., σελ.118, Ι.Μάρκου, Η παράλειψη πρόσκλησης του εταίρου στην ΕΠΕ, σε αφιέρωμα στον Αν.Λουκόπουλο, σελ.183επ., 186, 193 και ιδίου, Δίκαιο της ΕΠΕ, άρθρο 15, αριθ.16, Ελ.Λεβαντή, Περί εταιριών περιωρισμένης ευθύνης, 1978, σελ.74) ή ελήφθη κατά κατάχρηση (ΑΚ 281), Ν.Ρόκα, Τα όρια της εξουσίας της πλειοψηφίας εις το δίκαιον των ΑΕ, 1971, σελ.185επ.). (Για την προβληματική ποίων διατάξεων νόμου η παράβαση επάγεται ακυρότητα σχετική ή απόλυτη και ποίων ακυρωσία βλ. ΕφΠειρ 996/1997 ΕλλΔνη 39.641, ΕφΛαρ 74/1981 ΕΕμπΔ 1982.71, ΕισηγΠολΠρΑθ 1481/1870 ΕΕμπΔ 1971.47 και σχόλιο επ’ αυτής Ν.Ρόκα, Τα όρια της εξουσίας της πλειοψηφίας εις το δίκαιον των ΑΕ, 1971,σελ.177, Μάρκου, ΑρχΝομ 1997.449-492, ιδίως σελ.452, 473, Λεβαντή, Περί εταιριών περιορισμένης ευθύνης, έκδ.στ΄, άρθρο 13 και 15, σελ.149-153 και 160-171, Στ.Κιντή, Αποφάσεις της συνελεύσεως των εταίρων της ΕΠΕ κατά παράβαση του νόμου ή του καταστατικού, ΝοΒ 1978(26).331 επ.). Χαρακτηριστικό της ακυρώσιμης αποφάσεως είναι ότι η προσβολή της πρέπει να γίνει μέσα στην προαναφερόμενη τρίμηνη προθεσμία, η οποία είναι αποσβεστική και επομένως λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αφετηρία της δε, είναι η λήψη της αποφάσεως και όχι η γνώση της (άρθρα 279 και 280 ΑΚ, ΑΠ 24/1970 ΝοΒ 18.688,ΕφΠειρ 871/2009 ΔΕΕ 2010.564, ΕφΑθ 1084/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006.252, ΕφΠειρ 966/1997 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 3727/1995 ΕΕμπΔ 1995.433). Η πάροδος άπρακτης της άνω προθεσμίας συνεπάγεται την απόσβεση του διαπλαστικού προς ακύρωση δικαιώματος πράγμα που αποκλείει πλέον και την παρεμπίπτουσα, μεταγενεστέρα, εξέταση σε άλλη δίκη του κύρους αποφάσεως της ΓΣ της ΕΠΕ, αφού η ακυρωσία, για να έχει ισχύ και αξία, δεν αρκεί απλώς να εξετασθεί, αλλά πρέπει και να απαγγελθεί (ΕφΑθ 3727/1995 ΕΕμπΔ 1995.433).
- IX. Μεγάλος λόγος γίνεται, πάντως, για το εάν και κατά πόσο πρέπει να γίνει δεκτό ότι ισχύουν οι λόγοι διακοπής και αναστολής της παραγραφής και αποσβεστικής προθεσμίας των άρθρων 261 και 263 ΑΚ στην περίπτωση των προθεσμιών που προβλέπονται για την προσβολή των ελαττωματικών άκυρων-ακυρώσιμων αποφάσεων της ΓΣ σε κεφαλαιουχικές εταιρείες και σωματεία εν γένει, ζήτημα για το οποίο οι απόψεις σε θεωρία και νομολογία ερίζουν (ΑΠ 902/1999 ΕΕΝ 2000.736, ΕφΑθ 696/2008 ΕλλΔνη 2009.265), τόσο με βάση τις προβλεπόμενες προθεσμίες στις σχετικές διατάξεις περί σωματείων (ΑΚ 101), όσο και περί ανώνυμων εταιρειών, ναυτικών εταιρειών και ΕΠΕ, αντιστοίχως (άρθρα 35α, 35β, 35γ του Ν.2190/1920, 31 παρ.3 του Ν.959/1979, 15 παρ.2 του Ν.3190/1955), και ενώ για την προσβολή των ανυπόστατων αποφάσεων δεν προβλέπεται ως γνωστόν συγκεκριμένη προθεσμία (βλ. άρθρο 35γ παρ.1 και παρ.2 του Ν.2190/1920) (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 410/1963 ΝοΒ 1963.946, ΑΠ 819/2007 ΝοΒ 2008.350, ΑΠ 902/1999 ΕΔΠ 2007.17, ΑΠ 1489/1999 ΕλλΔνη 2000.128, ΑΠ 668/1999 ΕλλΔνη 2000.124, ΑΠ 410/1967 ΝοΒ 15.1165, ΑΠ 137/1963 ΝοΒ 11.926, ΑΠ 569/1961 ΝοΒ 10.260, ΕφΑθ 696/2008 ΕλλΔνη 2009.265, ΕφΠειρ 432/2004 ΠειρΝομ 2004.291, ΕφΑθ 2256/2003 αδημ. σε νομικό Τύπο). Ενόψει του ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 279 ΑΚ στις περιπτώσεις που ο νόμος ή τα μέρη τάσσουν προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να ασκηθεί το δικαίωμα εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την παραγραφή, προκύπτει, ότι δεν αποκλείεται και σε περίπτωση αποσβεστικής προθεσμίας η εφαρμογή κάποιου λόγου αναστολής ή διακοπής της παραγραφής, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτή δεν προσκρούει στη φύση της συγκεκριμένης προθεσμίας και τον σκοπό που επιδιώκεται με αυτή (ΟλΑΠ 145/1970). Από τη διάταξη του άρθρου 101 ΑΚ προκύπτει, ότι η ακυρότητα της απόφασης της γενικής συνελεύσεως πρέπει να προβάλλεται μόνο με αγωγή, η οποία πρέπει να ασκηθεί μέσα στην αποσβεστική προθεσμία των έξι (6) μηνών, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της και στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών, ανώνυμων και ναυτικών εταιρειών και ΕΠΕ, συντρέχει ο ίδιος σκοπός στον οποίο αποβλέπει η παραπάνω προθεσμία για τα σωματεία, εγκείμενος προδήλως στο ότι μέσα σε σύντομο χρόνο πρέπει να επιλύεται η αμφισβήτηση, που αφορά το κύρος των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης και να αίρεται εντεύθεν κάθε αβεβαιότητα, που πλήττει το κύρος των αποφάσεων, τα συμφέροντα των τρίτων που συναλλάσσονται με την εταιρεία και εν τέλει τα ίδια τα συμφέροντα και την οικονομική ανάπτυξη της εταιρείας. Επομένως, στην περίπτωση της προθεσμίας αυτής τίθεται μέγα ζήτημα εάν μπορούν να εφαρμοσθούν αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 261 εδ.β΄, 263 και 270 πεδ.α΄ ΑΚ για αναστολή και διακοπή της παραγραφής ή εάν μπορεί να παραγραφεί η σχετική αξίωση σε επιδικία μετά την εμπρόθεσμη άσκησή της με αγωγή, διότι δεν συμβιβάζεται προς τη φύση και τον σκοπό της, η δε νομολογία έχει εκφραστεί πολλαπλώς υπέρ της συρρίκνωσης στην ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων σε μία σειρά από προθεσμίες (αποσβεστικές ή παραγραφής) που έχει τάξει ο νομοθέτης σε διάφορες περιπτώσεις άσκησης ιδιωτικής φύσης δικαιωμάτων, χωρίς να υπάρχει ειδική διάταξη για την περίπτωση των ναυτικών εταιρειών, παρότι ο σκοπός του νομοθέτη για ταχεία επίλυση εκκρεμοτήτων ελαττωματικών αποφάσεων των οργάνων τους παραμένει σταθερός και απολύτως ευκρινής, πέραν της ρητής διατύπωσης του άρθρου 31 παρ.3 του Ν.959/1979, και από τη σχετική αιτιολογική έκθεσή του (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 1338/1985 ΝοΒ 34.1574,ΟλΑΠ 170/1980 ΝοΒ 28.1464, ΟλΑΠ 110/1967 ΝοΒ 15.796, ΟλΑΠ 526/1962 ΝοΒ 11.122, ΑΠ 288/2010 ΕΔΠ 2010.189, ΑΠ 528/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 210/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 129/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1449/2009 ΧρΙΔ 2010.434, ΑΠ 910/2008 ΧρΙΔ 2009.155, ΑΠ 404/2008 ΕΕργΔ 2009.176, ΑΠ 902/1999 ΕΔΠ 2007.17, ΑΠ 1167/1999 ΔΕΕ 2000.1017, ΑΠ 1450/1998 ΕλλΔνη 1999.795, ΑΠ 398/1996 ΕλλΔνη 39.366, ΑΠ 229/1987 ΕλλΔνη 29.1353, ΑΠ 1695/1983 ΝοΒ 32.1539, ΑΠ 539/1981 ΝοΒ 30.1058, ΑΠ 423/1975 ΝοΒ 23.1175, ΑΠ 1036/1974 ΝοΒ 23.618, ΑΠ 478/1973 ΝοΒ 1973.1344, ΑΠ 531/1968 ΝοΒ 17.43, ΕφΑθ 1298/2009 ΕλλΔνη 51.191, ΕφΘεσ 443/2009 ΕπισκΕμπΔ 2009.517, ΕφΑθ 696/2008 ΕλλΔνη 2009.265, ΕφΑθ 7754/2006 ΕΕργΔ 66.734, ΕφΘεσ 3029/2006 Αρμ 2007.426, ΕφΑθ 3492/1994 ΕλλΔνη 37.414, ΕφΑθ 9328/1989 ΕλλΔνη 33.325,ΠολΠρΑθ 259/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΧαλκιδ 114/2007 ΔΕΕ 2008.718, ΠολΠρΛαρ 737/1999 Δικ/φια 2000.95, ΠολΠρΑθ 1927/1985 ΕΕμπΔ 1985.284,286, ΠολΠρΑθ 3198/1978 ΕΕμπΔ 1979.577,578, ΠολΠρΑθ 1728/1976 ΕΕμπΔ 1976.241-242, ΜονΠρΑθ 22/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΑθ 7330/1971 ΕΕμπΔ 1972.208,210, βλ. και Ι.Μάρκου, Καθηγητή Εμπορικού Δικαίου Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Η εφαρμογή των διατάξεων περί διακοπής της παραγραφής στις προθεσμίες των άρθρων 35α παρ.7 και 35β του Ν.2190/1920, Μελέτη δημοσιευμένη στην ΕλλΔνη 2013.954, Μ.Μαρίνου, Καθηγητή Νομικής Σχολής Θράκης-δικηγόρου, Εταιρική συμμετοχή και ακυρότητα αποφάσεων γενικής συνέλευσης ανώνυμης εταιρείας, αποσβεστική προθεσμία έγερσης ακυρωτικής αγωγής, άρθρο 35 παρ.2 Ν.2190/1920, Μελέτη δημοσιευμένη σε ΕΕμπΔ 2001.1).
Χ. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 §6 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ 87 Α/23.7.2015) και εφαρμόζεται κατά το άρθρο ένατο §2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα κατατιθέμενα από 1.1.2016 δικόγραφα, αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάσσει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαστήριο έχει την ευχέρεια είτε να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει με την προσήκουσα διαδικασία, με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, εφόσον βεβαίως έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις της προσήκουσας διαδικασίας, τις οποίες δύναται το δικαστήριο να ελέγξει και αυτεπαγγέλτως, είτε, εάν δεν έχουν τηρηθεί οι ως άνω προϋποθέσεις, να την παραπέμψει προς εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο θα δικάσει κατά την προσήκουσα διαδικασία. Δηλαδή, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, η οποία επαναλαμβάνει τη ρύθμιση του προϊσχύσαντος άρθρου 591 §2 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ερευνά το περιεχόμενο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο (ΜονΠρΛαρ 224/2012 Δικογραφία 2013.378), για να κρίνει αν η διαδικασία με την οποία έχει εισαχθεί η υπόθεση καλύπτει τις προϋποθέσεις της διαδικασίας που πρέπει να εφαρμοστεί (π.χ. εφαρμογή διαφορετικών δικονομικών κανόνων, όπως τήρηση της προδικασίας που απαιτεί η διαδικασία κατά την οποία πρέπει να εκδικαστεί η υπόθεση) και σε καταφατική περίπτωση προβαίνει σε εφαρμογή της και εκδικάζει την υπόθεση με την προσήκουσα διαδικασία, ακόμη και μετά την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την έκδοση της απόφασης (ΕφΔωδ 17/2007 ΤΝΠ Νόμος,ΕφΠατρ 157/2002 ΑχαΝομ 2003.256, βλ. Β.Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τόμος Γ΄, άρθρο 591, σελ.743, αριθ.8). Οι νέες ρυθμίσεις του Ν.4335/2015 μεγαλώνουν την απόσταση μεταξύ της τακτικής διαδικασίας και των ειδικών διαδικασιών, καθώς εισάγεται ένας διαφορετικός τρόπος ως προς την άσκηση της αγωγής στην τακτική. Η προδικασία διαφοροποιείται σημαντικά και έτσι δημιουργούνται στεγανά μεταξύ των δύο διαδικασιών. Κι αυτό διότι, ενώ στην τακτική διαδικασία εισήχθη το σύστημα της καταθέσεως και επιδόσεως του δικογράφου της αγωγής εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεση, χωρίς να ακολουθεί κλήτευση των διαδίκων (άρθρο 215 ΚΠολΔ), στις ειδικές διαδικασίες διατηρείται ο παλαιός τρόπος άσκησης της αγωγής, με την κατάθεσή της και κλήτευση των διαδίκων τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση (άρθρο 591 §1 εδ.α΄ ΚΠολΔ). Καθίσταται πλέον φανερό, ότι είναι αδύνατη η εφαρμογή της κρατούσας μέχρι σήμερα νομολογίας ως προς την εφαρμογή από το δικαστήριο της προσήκουσας αντί της εσφαλμένης διαδικασίας κατά την οποία εισήχθη η αγωγή. Είναι σκόπιμο να επισημανθούν τα ακόλουθα: α) Στο πλαίσιο του ισχύοντος δικαίου η εφαρμογή του άρθρου 591 § 6 ΚΠολΔ παρίσταται ευχερής όταν το δικόγραφο εισήχθη κατά τις διατάξεις των ειδικών διαδικασιών και υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής άλλης ειδικής διαδικασίας από εκείνη κατά την οποία προσδιορίστηκε (βλ. σχετ. σε Μακρίδου-Απαλαγάκη-Διαμαντόπουλου, Πολιτική Δικονομία, Επικαιροποιημένη και με τον Ν.4512/2018, έκδ.β΄, 2018, Κεφ.6: Εισαγωγή με εσφαλμένη διαδικασία, σελ.35επ., Μακρίδου, Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις του ΣχΝΚΠολΔ. 2014 ως προς την τακτική διαδικασία, ΕΠολΔ 2014.191, της ιδίας, Ειδικές διαδικασίες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά τον Ν.4335/2015, 2017, σελ.11επ., Μπαμπινιώτη, Η ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατά τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ΕΠολΔ 2014.224-225, Γιαννόπουλο, Οι ειδικές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά τον Ν.4335/2015, ΕΠολΔ 2015.474-475). Στην τελευταία περίπτωση το δικαστήριο είτε θα εφαρμόσει απευθείας την προσήκουσα διαδικασία είτε -αν δεν έχει τηρηθεί αναγκαία προδικασία- θα αναβάλει την έκδοση απόφασης, ώστε να τηρηθεί αυτή (παραπέμποντας σε άλλη συνεδρίαση ενώπιόν του, εφόσον είναι αρμόδιο: ΕφΠειρ 126/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 158/2001 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΘεσ 15438/2015 ΕΠολΔ 2016.300, ΜονΠρΑθ 7025/2015 ΤΝΠ Νόμος). Τα παραπάνω είναι δεκτικά εφαρμογής και στην περίπτωση που η υπόθεση εισήχθη κατά τις διατάξεις ειδικής διαδικασίας ενώ υπαγόταν στην εκούσια δικαιοδοσία και αντίστροφα. β) Σχετικά ευχερής παρίσταται η εφαρμογή του άρθρου 591 §6 ΚΠολΔ και στην περίπτωση της εσφαλμένης εισαγωγής της υπόθεσης κατά την τακτική διαδικασία, ενώ υπαγόταν σε κάποια από τις ειδικές διαδικασίες. Το δικαστήριο θα εκδώσει μη οριστική απόφαση, κατά τα άρθρα 237 §6 και 46 ΚΠολΔ, αναβάλλοντας την έκδοση απόφασης και παραπέμποντας την υπόθεση προς συζήτηση κατά την προσήκουσα διαδικασία, όπου και θα εισαχθεί στη συνέχεια με κλήση (ΜονΠρΧίου 165/2017 ΕλλΔνη 2017.1181, ΜονΠρΛαμ 113/2016ΤΝΠ Νόμος, βλ. σχετ. σε Μακρίδου-Απαλαγάκη-Διαμαντόπουλου, Πολιτική Δικονομία, Επικαιροποιημένη και με τον Ν.4512/2018, έκδ.β΄, 2018, Κεφ.6: Εισαγωγή με εσφαλμένη διαδικασία, σελ.35). Στη νέα συζήτηση οι προτάσεις θα κατατεθούν επί της έδρας, σύμφωνα με το άρθρο 591 §1 περ.γ΄ ΚΠολΔ, και θα εφαρμοστούν οι αντίστοιχες διαδικαστικές ρυθμίσεις. Τα δικόγραφα, που κατατέθηκαν στο πλαίσιο της προδικασίας του άρθρου 237 ΚΠολΔ, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού υποβλήθηκαν ενόψει άλλης συζήτησης, οι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, που λήφθηκαν όμως στο στάδιο της δίκης, η οποία διεξήχθη κατά την τακτική διαδικασία, θα μπορούν να ληφθούν υπόψη δεδομένου ότι λήφθηκαν στο πλαίσιο της ίδιας δίκης. γ) Ζήτημα, όμως, τίθεται στην αντίστροφη περίπτωση της εσφαλμένης εισαγωγής της υπόθεσης σε ειδική διαδικασία, ενώ υπαγόταν στο πεδίο εφαρμογής της τακτικής (ΠολΠρΘεσ 12935/2017, ΠολΠρΤρικ 57/2017 ΤΝΠ Νόμος). Το πρόβλημα στην προκείμενη περίπτωση προκαλείται λόγω της πρακτικής αδυναμίας να εφαρμοστούν οι προβλέψεις των άρθρων 215 § 2 και 237 §§ 1-2 ΚΠολΔ. Αν το δικαστήριο διατάξει την παραπομπή της αγωγής στην τακτική διαδικασία, ο ενάγων οφείλει να καταθέσει κλήση για συνέχιση της δίκης, ώστε να λήξει η εκκρεμοδικία. Όμως, κλήση δεν νοείται, διότι στην τακτική διαδικασία δεν προβλέπεται πλέον κλήτευση των διαδίκων, αλλά μόνον επίδοση της ίδιας της αγωγής, η οποία εν προκειμένω έχει ήδη συντελεστεί (βλ. Ελ.Κώνστα, Πρακτικά ζητήματα μετά την εφαρμογή του Ν.4335/2015 στην ειδική διαδικασία,ΕφΑΔΠολΔ,2017,σελ.615,Μακρίδου-Απαλαγάκη-Διαμαντόπουλου, Πολιτική Δικονομία, Επικαιροποιημένη και με τον Ν.4512/2018, έκδ.β΄, 2018, Κεφ.6: Εισαγωγή με εσφαλμένη διαδικασία, σελ.36, Μακρίδου, Ειδικές διαδικασίες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά τον Ν.4335/2015, 2017, σελ.14-15). Υποστηρίζεται η άποψη ότι η μόνη πρακτική λύση που θα υπηρετούσε την οικονομία της δίκης θα ήταν η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, ώστε ο ενάγων και τα δικαστήρια να μην χάσουν πολύτιμο χρόνο, η δε αγωγή να εισαχθεί χωρίς χρονοτριβή στην τακτική διαδικασία (βλ. Καλ.Μακρίδου, Η διαδικασία των εργατικών διαφορών στον πρώτο και δεύτερο βαθμό μετά τις τροποποιήσεις του Ν.4335/2015, ΔΕΕ 2016.450-455 και Χαρ.Απαλαγάκη, Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, 2017, σελ.749). Όμως, η ανελαστική αξίωση για αυστηρή τήρηση της ανωτέρω προθεσμίας θα ανάγκαζε εν τέλει τον ενάγοντα να προβεί σε παραίτηση από το δικόγραφο της προηγούμενης αγωγής και σε κατάθεση νέας αγωγής κατά τη νέα τακτική διαδικασία, γεγονός που θα επιβάρυνε σημαντικά και κατά τρόπο ανεπιθύμητο τόσο τους διαδίκους, όσο και τα δικαστήρια (βλ. Μακρίδου, Ειδικές διαδικασίες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά τον Ν.4335/2015, 2017, σελ.13).Κατά άλλη άποψη, μπορεί να υπάρξει επαναφορά της υπόθεσης με κλήση εισαγόμενη κατά τις διατάξεις της τακτικής διαδικασίας και υπολογισμό των προθεσμιών των άρθρων 215 και 237 ΚΠολΔ από την κατάθεση της κλήσης (ΠολΠρΘεσ 12935/2017, ΠολΠρΤρικ 57/2017 ΤΝΠ Νόμος), ενώ έχει υποστηριχθεί και η άποψη για τον υπολογισμό των προθεσμιών των άρθρων 215 και 237 ΚΠολΔ από το χρονικό σημείο έκδοσης της απόφασης που διαπιστώνει το εσφαλμένο της διαδικασίας και διατάσσει την παραπομπή (βλ. σχετ. Μακρίδου-Απαλαγάκη-Διαμαντόπουλου, Πολιτική Δικονομία, Επικαιροποιημένη και με τον Ν.4512/2018, έκδ.β΄, 2018, Κεφ.6: Εισαγωγή με εσφαλμένη διαδικασία, σελ.36, Μακρίδου, Ειδικές διαδικασίες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά τον Ν.4335/2015, 2017, σελ.15, Δ.Μπαμπινιώτη, Η ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατά τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ΕΠολΔ 2014.224, Γιαννόπουλο, Οι ειδικές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά τον Ν.4335/2015, ΕΠολΔ 2015.453 και ιδίως σελ.475-476). Λύσεις, όμως, που δεν φαίνεται να έχουν έρεισμα στον νόμο. Μη εναπομένουσας, συνεπώς, έτερης δυνατής ερμηνευτικής προσέγγισης, η οποία να διασώζει τον επιδιωκόμενο νομοθετικό στόχο, με βάση τις ισχύουσες ρυθμίσεις, αναγκαία καθίσταται μία “contralegem” ερμηνεία του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. Μακρίδου, Ειδικές διαδικασίες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά τον Ν.4335/2015, 2017, σελ.14-16). Μόνο κατά τον τρόπο αυτό, άλλωστε, διασώζεται και η πρόβλεψη του άρθρου 591 παρ.6 ΚΠολΔ για την αντιφατικώς κατά τα λοιπά θεσπισθείσα πρόβλεψη περί την εκδίκαση μίας εισαχθείσας με εσφαλμένη (είτε τακτική είτε ειδική) διαδικασία υπόθεσης κατά την προσήκουσα διαδικασία, που άλλως θα καθίστατο πρόβλεψη κενή περιεχομένου στις ανωτέρω περιπτώσεις (ΠολΠρΘεσ 12935/2017 ΤΝΠ Νόμος). Προς αυτήν την άποψη συνηγορεί και η πρόβλεψη του άρθρου 260 §2 ΚΠολΔ, όπου μετά από ματαίωση της υπόθεσης κατά την τακτική διαδικασία, η υπόθεση επαναφέρεται με κλήση που επιδίδεται στον καλούμενο διάδικο εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κατάθεση της κλήσης, εφαρμοζόμενων των διατάξεων των άρθρων 215 §2 και 237 §§1 και 2 ΚΠολΔ (ΠολΠρΘεσ 12935/2017 ΤΝΠ Νόμος). Απόρριψη της αγωγής λόγω μη τήρησης των προθεσμιών του άρθρου 237 ΚΠολΔ δεν φαίνεται να συμβαδίζει προς τον σκοπό του νομοθέτη, όπως αυτός προκύπτει από το άρθρο 591 §6 ΚΠολΔ (βλ. Π.Γιαννόπουλου, Οι ειδικές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά τον Ν.4335/2015, ΕΠολΔ 2015, σελ.475). Παρά το γεγονός ότι strictosensu ούτε η λύση αυτή παρίσταται ικανοποιητική, αφού στερείται επαρκούς ερείσματος στη διατύπωση των άρθρων 215 και 237 ΚΠολΔ, είναι συνεπέστερη προς τη νομοθετική βούληση που εκφράζει η ρύθμιση του άρθρου 591 § 6 ΚΠολΔ, στην οποία είναι διακριτή η πρόθεση διατήρησης του νομικού καθεστώτος της εφαρμογής της προσήκουσας διαδικασίας υπό το πρoϊσχύσαν δίκαιο. Όπως παγίως γινόταν, άλλωστε, δεκτό, η υπό την εφαρμογή του προϊσχύσαντος άρθρου 591 §2 ΚΠολΔ εφαρμογή της προσήκουσας διαδικασίας δεν αποτελούσε διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ούτε συνεπαγόταν την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, αντιθέτως, η απόρριψή της λόγω της μη εισαγωγής της στην προσήκουσα διαδικασία στοιχειοθετούσε λόγο αναίρεσης κατ’ άρθρο 559 αριθ.14 ΚΠολΔ (ΑΠ 1227/1983 ΕλλΔνη 1984.352, ΕφΑθ 131/2008 ΕλλΔνη 2009.853, ΕφΛαρ 352/2004 Δικογραφία 2005.73, ΕφΑθ 426/2002 ΑρχΝ 2003.716, ΕφΛαρ 158/2001 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 2492/2001 Αρμ 2002.67, ΕφΠειρ 108/1997 ΕλλΔνη 1997.1622, ΕφΘεσ 2295/1996 Αρμ 1996.1095,1097, ΠολΠρΘεσ 12935/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΘεσ 15438/2015 ΕΠολΔ 2016.300, ΜονΠρΑΘ 7025/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΑρτ 31/1994 Αρμ 1995.63, βλ. Ποδηματά σε Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚΠολΔ, έκδ.2000, άρθρο 591, σελ.1099-1100, αριθ.9επ.).Τυπολατρική προσέγγιση στο γράμμα των άρθρων 215 και 237 ΚΠολΔ στην προκείμενη περίπτωση, θα απέληγε, εντούτοις, στη defacto αναγόρευση της εισαγωγής της υπόθεσης κατά την προσήκουσα διαδικασία σε διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, καθώς σε περίπτωση παραμέλησής της θα καθίστατο αδύνατη η τήρηση των προθεσμιών των ανωτέρω διατάξεων με περαιτέρω πρακτική συνέπεια την απαγγελία του απαραδέκτου της αγωγής. Το αποτέλεσμα, όμως, αυτό θα αντιστρατευόταν προφανώς τη νομοθετική βούληση που εκφράζει το άρθρο 591 §6 ΚΠολΔ. Ούτε θα μπορούσε να αναζητηθεί η άρση του ερμηνευτικού αδιεξόδου προς την κατεύθυνση μιας ιδιαίτερα περιοριστικής ερμηνευτικής προσέγγισης του άρθρου 591 §6 ΚΠολΔ, υπό την οποία ενδεχομένως θα εξαντλείτο η εμβέλειά του μεταξύ των διαφόρων ειδικών διαδικασιών του ΚΠολΔ, χωρίς να καταλαμβάνει την παραπομπή από την τακτική στις ειδικές διαδικασίες και αντιστρόφως. Αντίθετη ερμηνεία θα κατέληγε επίσης στο αποδοκιμαστέο αποτέλεσμα να ανάγεται η εισαγωγή της υπόθεσης κατά την προσήκουσα διαδικασία σε όρο του παραδεκτού της αγωγής ως προς την τακτική διαδικασία και μόνο, εισάγοντας μια ευμενή διάκριση υπέρ των ειδικών διαδικασιών, η οποία δεν δικαιολογείται από τα εμπειρικά δεδομένα, ενώ -εφόσον συνεκτιμηθεί και η βαρύτητα της δικονομικής κύρωσης του απαραδέκτου- θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως αμφίβολης συμβατότητας προς την αρχή της προβλεπόμενης στο άρθρο 25 παρ.3 του Συντάγματος αναλογικότητας (βλ. για τα ανωτέρω Π.Γιαννόπουλο, Οι ειδικές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά τον Ν.4335/2015, ΕΠολΔ 2015, σελ.453επ., ΠολΠρΤρικ 57/2017 ΕλλΔνη 2017.1528, ΠολΠρΑθ 936/2008 ΕΦΑΔ 2010.585, ΜονΠρΤρικ 70/2016 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, για δε την εφαρμογή της διάταξης αυτής στη σχέση μεταξύ εκούσιας και αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, λεκτέα της εξής: Από το ενιαίο της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων συνάγεται καταρχήν ότι αίτηση που εισάγεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας επί υποθέσεως μη υπαγόμενης σε αυτήν, εφόσον συντρέχουν οι όροι εκδικάσεώς της κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία, λ.χ. έχει κλητευθεί ο αντίδικος εξ αρχής ή κατ’ άρθρο 748 παρ.3 ΚΠολΔ, δικάζεται αμέσως κατά την εκάστοτε προσήκουσα διαδικασία (ΕφΑθ 3537/1992 ΝοΒ 1992.891,893, ΕφΑθ 16108/1988 ΕλλΔνη 1993.1371,1372). Η δικονομική αυτή δυνατότητα κατά έγκυρη άποψη τελεί υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι με το δικόγραφο ζητείται η παροχή εκείνης της μορφής ένδικης προστασίας που μπορεί να παρασχεθεί από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου θα έπρεπε κανονικά να εισαχθεί η υπόθεση (βλ. Μητσόπουλο, ΝΔ 1971.339,340, ΜονΠρΑθ 18430/1994 ΕλλΔνη 1997.943, 944), καθώς και ότι το δικαστήριο όπου εισήχθη είναι καθ’ ύλην αρμόδιο. Αν δεν συντρέχουν οι όροι αυτοί, η αίτηση παραπέμπεται προς εκδίκαση σε άλλη συζήτηση κατά την προσήκουσα διαδικασία(ΕφΑθ 16108/1988 ΕλλΔνη 1993.1371,1372) ή στο αρμόδιο δικαστήριο κατ’ αρθρο 46 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 3063/1980 ΕλλΔνη 1980.420,421), ενώ δεν αποκλείεται και η εφαρμογή του άρθρου 47 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 929/1987 ΕλλΔνη 1988.513,514). Για τον ορθό χαρακτηρισμό πάντως της αιτήσεως χρειάζεται ερμηνεία του δικογράφου (ΑΠ 283/1995 ΕλλΔνη 1998.806,807). Αντιστρόφως δε, σύμφωνα με ευρέως διαδεδομένη άποψη στη νομολογία, η οποία πάντως παρακάμπτει και μάλιστα μονομερώς τον ενιαίο χαρακτήρα της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, αν η υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας εισαχθεί εσφαλμένως κατά τις διατάξεις της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, απορρίπτεται ως απαράδεκτη χωρίς να υπάρχει περιθώριο παραπομπής κατ’ άρθρο 46 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 5722/2011 ΕλλΔνη 2012.822,ΕφΑθ 1199/2008 ΕλλΔνη 2009.246, ΕφΑθ 2169/1997 ΕλλΔνη 1998.905,906, ΕφΑθ 6033/1995 ΕλλΔνη 1996.1145,1147), επειδή η υποβολή της αιτήσεως κατά τα άρθρα 739-781 ΚΠολΔ δεν συνδέεται με δικονομικές ή ουσιαστικές συνέπειες που θα πρέπει διατηρούμενες να προστατευθούν (ΜονΠρΚιλκ 482/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΠειρ 24/1997 Δ 1997.795, ΜονΠρΘεσ 165/1992 Αρμ 1992.632, ΜονΠρΘεσ 366/1991 Αρμ 1992.41, βλ. Αρβανιτάκη σε Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚΠολΔ, έκδ.2000,Εισαγωγικές Παρατηρήσεις άρθρων 739-866, σελ.1457-1458, αριθ.5-6, Β.Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚΠολΔ, τόμος Γ΄, άρθρο 591, σελ.745, αριθ.15).Εξάλλου, πολιτικό δικαστήριο που δικάζει κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία δεν μπορεί να αποφανθεί κυρίως ή παρεμπιπτόντως για ζητήματα υπαγόμενα στην εκούσια δικαιοδοσία (βλ. Γ.Οικονομόπουλο, ΣχΠολΔ, VII, 53).
Με την κρινόμενη αίτηση, ο αιτών εκθέτει ότι η καθ’ ης η αίτηση είναι ναυτική εταιρεία που έχει συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.959/1979 και καταχωρηθεί με αύξοντα αριθμό 4368 στα βιβλία της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής τη 12-1-2008 με αντικείμενο και σκοπό την κυριότητα, εκμετάλλευση και διαχείριση ιδιόκτητων ελληνικών εμπορικών πλοίων και μετοχικό κεφάλαιο 4.500.000 ευρώ, διαιρούμενο σε 4.500.000 ανώνυμες μετοχές, ονομαστικής αξίας 1000 ευρώ έκαστη. Ότι με την από 6-12-2016 εξώδικη δήλωση και πρόσκληση του ο Ι. Τ. Θ. Σ., ως πρόεδρος του ΔΣ και νόμιμος εκπρόσωπος της καθ’ ης προσκάλεσε τους μετόχους να παραλάβουν τις μετοχές τους στις 19, άλλως στις 20, άλλως στις 21-12-2016. Ότι ο ίδιος είναι μέτοχος της καθ’ ης και κύριος 554 ανώνυμων μετοχών που αντιστοιχούν σε ποσοστό 12,32% του εταιρικού κεφαλαίου. Ότι με το από 26-7-2016 πρακτικό συνέχισης έκτακτης επαναληπτικής γενικής συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης, που καταχωρίστηκε την 27-9-2016 στα βιβλία της Υ.Μ.Ν.Ε. του Υπουργείου Ναυτιλίας, εξελέγησαν μέλη του ΔΣ οι Ι. Τ., Ν. Π. Α. Π. Δ. Μ. Τ. Α., εκ των οποίων κατά τη συγκρότηση σε σώμα, ο πρώτος εξελέγη Πρόεδρος του ΔΣ και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας, ο δεύτερος Αντιπρόεδρος του ΔΣ και η τρίτη Γραμματέας του ΔΣ. Ότι την 7-12-2016 κοινοποιήθηκε στον Ι. Τ. η από 7-12-2016 εξώδικη δήλωση του Γ. Λ. Ι. ως διατεινόμενου Προέδρου του ΔΣ της καθ’ ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας, με την οποία αυτός ισχυρίζεται ότι με απόφαση Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης στις 7-12-2016 και με ίδιας ημερομηνίας πρακτικό συγκρότησης του ΔΣ της σε σώμα, ως νέα μέλη του ΔΣ εξελέγησαν ο ίδιος ως Πρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας, … ως Αντιπρόεδρος του ΔΣ και ο Σ. Φ. ως Γραμματέας/Ταμίας του ΔΣ της καθ’ ης. Ότι ο … ζήτησε από την Υ.Μ.Ν.Ε. του Υπουργείου Ναυτιλίας να του χορηγηθεί αντίγραφο του πρακτικού της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας της 7-12-2016, που κατατέθηκε προς έλεγχο από τον Γ. Λ., όπως παρατίθεται στην κρινόμενη αίτηση μαζί με το Παράρτημα-Κατάλογο Παρισταμένων Μετόχων, πλην όμως μέχρι σήμερα δεν έχει καταχωριστεί από αυτήν. Ότι η εν λόγω απόφαση της ΓΣ της εταιρείας είναι ανυπόστατη, άλλως άκυρη για τους ακόλουθους λόγους: 1) Ότι κατά το άρθρο 5.2.3 της σύμβασης σύστασης της καθ’ ης, η ΓΣ συνέρχεται στην έδρα της καθ’ ης και σε κάθε άλλη εφόσον συμφωνούν όλοι οι μέτοχοι, πλην όμως, οι Γ. Λ., Δ. Θ., Σ. Φ. και Β. Γ. παρευρέθηκαν στην έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της καθ’ ης την 7-12-2016 παρά το γεγονός ότι: α) μόνον ο πρώτος είναι μέτοχος της καθ’ ης, ενώ οι λοιποί τρεις όχι, ούτε δήλωσαν πως είχαν ειδικές εξουσιοδοτήσεις έκαστος από μέτοχο που να κατονομάζεται ρητά στο εξώδικο να εκπροσωπήσουν άλλους μετόχους, β) στο κατατεθέν στην ΥΜΝΕ του Υπουργείου Ναυτιλίας από 7-12-2016 πρακτικό έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης, ως μέτοχοι παραστάντες και αντιπροσωπευθέντες φέρονται άλλοι από τους αναφερόμενους στην παραπάνω εξώδικη δήλωση, ήτοι οι Γ. Λ., Δ. Π., Σ. Π., Θ. Σ., Μ. Σ. Α. Σ., επομένως, αφού στην έκτακτη αυτή γενική συνέλευση, με βάση το από 7-12-2016 πρακτικό και εξώδικο που συντάχθηκαν με την υπογραφή του Γ.Λ., εμφανίστηκαν ως μέτοχοι της εταιρείας άτομα που δεν υπήρξαν στην πραγματικότητα μέτοχοί της, η εν λόγω συνέλευση είναι ανυπόστατη (νομικώς ανύπαρκτη), γ) στο από 7-12-2016 πρακτικό έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης αναφέρεται ψευδώς ότι συνήλθε την 11.00 π.μ. στα γραφεία της, στην οδό … στον……, ωστόσο, οι υπογράφοντες την από 7-12-2016 εξώδικη δήλωση δηλώνουν με αυτήν ανεπιφύλακτα ότι η θύρα της εταιρείας ήταν κλειστή από ώρα 10.30 π.μ. μέχρι ώρα 11.45 π.μ., όπως βεβαιώνει επ’ αυτής και ο δικαστικός επιμελητής που προέβη στην επίδοσή της, οπότε αποχώρησαν και συνακόλουθα, δεν έλαβε χώρα γενική συνέλευση των μετόχων της καθ’ ης στα γραφεία της, οπότε, αφού δεν υπήρξε ομόφωνη (όλων των μετόχων) συμφωνία διεξαγωγής της σε άλλο τόπο, τόσο η εν λόγω γενική συνέλευση όσο και οποιαδήποτε απόφαση αυτής είναι ανυπόστατες, άλλως και επικουρικώς άκυρες, δ) αφού, αφενός, άλλα άτομα δηλώνουν με την από 7-12-2016 εξώδικη δήλωσή τους ότι εμφανίστηκαν στην έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της καθ’ ης, ενώ στο από 7-12-2016 πρακτικό αναγράφονται διαφορετικά άτομα ως παραστάντα στη ΓΣ και αφετέρου, με την άνω εξώδικη δήλωση συνομολογείται ότι τα γραφεία της εταιρείας ήταν κλειστά, επομένως, καμία έκτακτη γενική συνέλευση δεν έλαβε χώρα στα γραφεία της στις 7-12-2016 κατά το άρθρο 5.2.3 της σύμβασης σύστασης, τόσο η ΓΣ όσο και οι αποφάσεις της είναι ανυπόστατες, άλλως άκυρες, ε) άλλωστε, πέραν του καθορισμένου από την εταιρική σύμβαση οικήματος συγκέντρωσης των μετόχων για τη σύσκεψη και λήψη αποφάσεών τους, όρος που δεν τηρήθηκε, τα άτομα που εμφανίστηκαν ως μέτοχοι της εταιρείας, στην πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ. 2) Ότι σύμφωνα με το άρθρο 4 της σύμβασης σύστασης της καθ’ ης, τον Πρόεδρο του ΔΣ, όταν απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνει στα καθήκοντά του ο Αντιπρόεδρος, σε περίπτωση δε που απουσιάζει ή κωλύεται και αυτός, τον αναπληρώνει μέλος του ΔΣ που ορίζεται με απόφασή του, ενώ κατ’ άρθρο 5 της ίδιας σύμβασης, η ΓΣ συγκαλείται με απόφαση του ΔΣ με την πρόσκλησή της που υπογράφεται από τον Πρόεδρο του ΔΣ ή τον νόμιμο αναπληρωτή του και πρέπει να αναφέρει τον τόπο, τη χρονολογία και ώρα της συνεδρίασης καθώς και τα θέματα της ημερήσιας διάταξης και επακολουθεί η δημοσίευσή της στον Τύπο, η δε μη τήρηση των διατυπώσεων αυτών καλύπτεται και η ΓΣ συνεδριάζει και λαμβάνει αποφάσεις έγκυρα, εφόσον παρίστανται ή εκπροσωπούνται σε αυτήν όλοι οι μέτοχοι. Πλην όμως, εν προκειμένω, ουδεμία απόφαση ελήφθη από το ΔΣ της καθ’ ης με ημερομηνία 26-10-2016 ή με άλλη ημερομηνία για σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της στις 7-12-2016, οπότε η φερόμενη συνεδρίαση της έκτακτης ΓΣ της καθ’ ης στις 7-12-2016 αντιβαίνει στα οριζόμενα από τη εταιρική σύμβαση περί του τρόπου σύγκλησής της και συνακόλουθα είναι άκυρη κατ’ άρθρο 31 του Ν.959/1979 ούτε και πρόσκληση του ΔΣ της καθ’ ης για σύγκληση της ΓΣ των μετόχων της συντάχθηκε που να έχει υπογραφεί από τον Πρόεδρο του ΔΣ Ι.Τ. ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, Αντιπρόεδρο Ν.Π. ή οποιοδήποτε άλλο μέλος του ΔΣ που ορίστηκε με απόφαση του ΔΣ της καθ’ ης ούτε και παραστάθηκαν εν τέλει ή εκπροσωπήθηκαν στην από 7-12-2016 φερόμενη συνεδρίαση της έκτακτης ΓΣ της καθ’ ης όλοι οι μέτοχοί της, προκειμένου να καλυφθεί αναντίρρητα εκ μέρους τους η μη νόμιμη τήρηση των διατυπώσεων των άρθρων 5.2.2 και 5.2.4 της εταιρικής σύμβασης, συνακόλουθα, δεν έλαβε χώρα έγκυρα η εν λόγω συνεδρίαση της έκτακτης ΓΣ των μετόχων της καθ’ ης στις 7-12-2016.3) Ότι κατά το άρθρο 24 του Ν.959/1979 και το άρθρο 5 της σύμβασης σύστασης της καθ’ ης, κάθε μέτοχος δικαιούται να μετάσχει στη ΓΣ εάν έχει καταθέσει τις μετοχές του προς της συνελεύσεως σε τράπεζα και προσκομίζει τη σχετική απόδειξη ή προσκομίζει τις μετοχές του στη συνέλευση, ενώ το ίδιο αναγράφεται και στην αναφερόμενη στο από 26-10-2016 πρακτικό έκτακτης γενικής συνέλευσης πρόσκληση του ΔΣ της καθ’ ης, αλλά παρά ταύτα, οι δηλούντες ως παραστάντες ή αντιπροσωπευθέντες μέτοχοι στην έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της καθ’ ης στις 7-12-2016 δεν είχαν παραλάβει τις μετοχές τους, ενόψει του ότι με την από 6-12-2016 εξώδικη δήλωση και πρόσκληση του Ι.Τ. ως Προέδρου του ΔΣ και νομίμου εκπροσώπου της καθ’ ης είχαν κληθεί να τις παραλάβουν στις 19, άλλως στις 20 άλλως στις 21 Δεκεμβρίου του 2016 και ώρα 12.00, οπότε δεν είχε προηγηθεί τούτο και συνακόλουθα, δεν είχαν καταθέσει τις μετοχές τους πριν από τη συνέλευση αυτή σε κάποια τράπεζα ούτε και τις προσκόμισαν στις 7-12-2016, επομένως, η συνεδρίαση της ΓΣ της καθ’ ης εκείνη την ημερομηνία, εάν δεν είναι ανυπόστατη, είναι πάντως άκυρη. 4) Ότι σύμφωνα με το άρθρο 5 της σύμβασης σύστασης της καθ’ ης πριν από κάθε συζήτηση σε θέματα ημερησίας διάταξης η ΓΣ με απόφασή της που λαμβάνεται όπως ορίζεται στο άρθρο 5.5.2 της σύμβασης αυτής, εκλέγει από τους παριστάμενους μετόχους ή τους αντιπροσώπους τους τον πρόεδρο και τον γραμματέα της γενικής συνέλευσης, οι αποφάσεις της λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των μετόχων που εκπροσωπούνται σε αυτήν και καταχωρούνται σε πρακτικό που συντάσσεται από τον γραμματέα κι υπογράφεται από τους παρευρισκόμενους μετόχους ή τους αντιπροσώπους τους, πλην όμως, στο από 7-12-2016 πρακτικό έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης διαλαμβάνεται ότι εξελέγη ως γραμματέας της συνέλευσης ο Σ. Φ., παρότι δεν ήταν μέτοχος της εταιρείας ούτε αντιπρόσωπος μετόχου αυτής ειδικά εξουσιοδοτημένος να τον εκπροσωπήσει στη συγκεκριμένη συνεδρίαση με εξουσιοδότηση βέβαιης χρονολογίας, οπότε παράνομα εξελέγη και ενήργησε ως τέτοιος σε αυτήν, συνακόλουθα, το ως άνω πρακτικό έκτακτης γενικής συνέλευσης είτε κατά παράβαση του άρθρου 5.7.1 της εταιρικής σύμβασης συντάχθηκε από έτερο άτομο που δεν είχε εκλεγεί προηγουμένως από την εν λόγω συνεδρίαση ως Γραμματέας της ΓΣ είτε συντάχθηκε μεν από τον Φ. ως Γραμματέα χωρίς να έχει δικαίωμα να το συντάξει, με αποτέλεσμα η από 7-12-2016 απόφαση της ΓΣ των μετόχων της καθ’ ης να είναι άκυρη. 5) Ότι κατά το άρθρο 25 του Ν.959/1979 και κατά το άρθρο 5 της σύμβασης σύστασης της καθ’ ης, η ΓΣτελεί σε απαρτία και συνεδριάζει εγκύρως επί των θεμάτων ημερήσιας διάταξης όταν παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται σε αυτήν μέτοχοι εκπροσωπούντες πλέον του ημίσεως του εταιρικού κεφαλαίου, εντούτοις, στο ως άνω πρακτικό έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης φέρεται ο Γ.Λ.ς να μετέσχε σε αυτήν ως κύριος 1568 μετοχών που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 34,84% του εταιρικού κεφαλαίου και αντιπροσωπεύοντας τους Δ. Π., Σ. Π., Θ. Σ., Μ. Σ. Α. Σ., κυρίους 224, 113, 135, 135 και 90 μετοχών, αντιστοίχως, ήτοι συνολικά 697 μετοχές που αντιστοιχούν σε ποσοστό 15,49% του εταιρικού κεφαλαίου, δυνάμει εξουσιοδότησης-γενικής εντολής τους προς αυτόν περιεχόμενης στα από 21-9-2016 μεταξύ τους καταρτισθέντα ιδιωτικά συμφωνητικά πώλησης μετοχών, οπότε φέρεται ο Γ.Λ.ς να μετέσχε στην έκτακτη αυτή ΓΣ των μετόχων της καθ’ ης με σύνολο 2.265 μετοχών που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 50,33%του εταιρικού κεφαλαίου της. Ωστόσο, μέχρι την πλήρη εξόφληση του τιμήματος (τη 15η-12-2025 κατά τον σχετικό συμβατικό όρο, οι πωλητές των μετοχών αυτών παρακρατούν την κυριότητά τους και επιπλέον, ο Γ.Λ.ς δεν προσκόμισε κατά τη συνεδρίαση ειδική εξουσιοδότηση των εν λόγω πραγματικών κυρίων των μετοχών για να παραστεί και να τους αντιπροσωπεύει στη συγκεκριμένη συνεδρίαση της έκτακτης ΓΣ στις 7-12-2016 και δη με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας γι’ αυτόν τον σκοπό, ενώ δεν προσκόμισε και ξεχωριστό έγγραφο βέβαιης χρονολογίας δυνάμει του όρου 2.2 των ως άνω ιδιωτικών συμφωνητικών πώλησης μετοχών, βάσει του οποίου για το ειδικό θέμα λύσης της εταιρείας ή εκποίησης του μοναδικού πλοίου αυτής με το όνομα …», νηολογίου Πειραιά … απαιτείτο, πέραν της γενικής εντολής και εξουσιοδότησής του προς παράσταση και εκπροσώπησή τους ως πωλητών για το σύνολο των μετοχών τους στις γενικές συνελεύσεις της καθ’ ης και για την άσκηση των δικαιωμάτων τους κατά την απόλυτη κρίση του, όπως απορρέει από τις πωλούμενες μετοχές και τη ψήφιση εξ ονόματός τους, επιπλέον δε, και χωριστό έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Επομένως, η από 7-12-2016 συνεδρίαση της έκτακτης ΓΣ των μετόχων της καθ’ ης εταιρείας ήταν άκυρη και λόγω μη ύπαρξης απαρτίας σε αυτήν, αφού ψευδώς αναγραφόταν επί του πρακτικού της που υποβλήθηκε στην ΥΜΝΕ του Υπουργείου Ναυτιλίας, ο Γ.Λ.ς, ως φερόμενος παραστάς σε αυτήν μέτοχος, ότι εκπροσωπούσε το ποσοστό 50,33% κατέχοντας 2.265 μετοχές του εταιρικού κεφαλαίου, ενώ στην πραγματικότητα εκπροσωπούσε μόλις 1.568 μετοχές, ήτοι ποσοστό 34,84% του εταιρικού της κεφαλαίου, συνακόλουθα, δεν υπήρχε απαρτία λήψης απόφασης στην έκτακτη ΓΣ των μετόχων της εταιρείας. Ότι ο αιτών έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση αυτή ως μέτοχος της εταιρείας και νομιμοποιείται να ζητήσει τη δικαστική αναγνώριση του ανυπόστατου (νομικώς ανύπαρκτου) αυτής, σύμφωνα με τις επιμέρους πλημμέλειες που αναφέρονται ως άνω στον πρώτο λόγο προσβολής της εκ μέρους του, άλλως επικουρικώς, σύμφωνα με τους λόγους δεύτερο έως και πέμπτο, ως άνω, να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητας της απόφασης αυτής με δικαστική απόφαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, επειδή αντίκειται στον Ν.959/1979 και στην εταιρική σύμβαση της καθ’ ης ως ναυτικής εταιρείας, όντας μέτοχος που εκπροσωπεί πλέον του ποσοστού 1/20 του εταιρικού κεφαλαίου της καθ’ ης και που δεν έχει συναινέσει στη λήψη τέτοιας απόφασης ούτε παρέστη στην εν λόγω ΓΣ ούτε κλήθηκε ούτε παρέστη στη ΓΣ για τη λήψη απόφασης εκλογής νέου ΔΣ της εταιρείας, καθόσον ήδη με το από 26-7-2016 πρακτικό συνέχισης έκτακτης επαναληπτικής ΓΣ των μετόχων της καθ’ ης εξελέγησαν νέα μέλη του ΔΣ της και επακολούθησε συγκρότηση του ΔΣ σε σώμα την ίδια ημέρα, τα δε σχετικά πρακτικά καταχωρήθηκαν στις 27-9-2016 στα βιβλία της ΥΜΝΕ του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και ότι άλλωστε το νέο φερόμενο ΔΣ αποτελείται από πρόσωπα εντελώς ξένα προς την εταιρεία, μη έχοντα οποιαδήποτε σχέση ή συμμετοχή σε αυτήν από τη σύστασή της μέχρι σήμερα, ενώ τα δύο εκ των τριών μελών του φερόμενου ως νέου ΔΣ δεν είναι καν μέτοχοι της καθ’ ης. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο αιτών ζητεί να αναγνωριστεί το ανυπόστατο (νομικώς ανύπαρκτο), άλλως και επικουρικώς, να κηρυχθεί η ακυρότητα της από 7-12-2016 έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας και της ληφθείσας απόφασής της περί εκλογής νέου ΔΣ της καθ’ ης, και τέλος, να καταδικαστεί η καθ’ ης η αίτηση στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης του αιτούντος για την παρούσα δίκη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, με την υπό κρίση αίτηση-όμοιου περιεχομένου και αντικείμενου και εν μέρει όμοιου αιτήματος ως προς την κήρυξη της ακυρότητας της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης της ΓΣ της καθ’ ης, με την υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 10516/2016 και ΕΑΚ 5394/2016 αίτηση, που ασκήθηκε από τους Ι. Τ., … (νυν αιτούντα) κατά της καθ’ ης η αίτηση ίδιας ναυτικής εταιρείας και απορρίφθηκε τελεσίδικα ως αόριστη, για τυπικούς λόγους, δυνάμει της υπ’ αριθ. 1818/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας)- εισάγονται με το ίδιο δικόγραφο κατ’ αντικειμενική σώρευση (άρθρα 70, 215, 218, 591, 739επ. ΚΠολΔ) προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δύο αυτοτελείς αιτήσεις, μία αίτηση (αγωγή στην πραγματικότητα) με αντικείμενο την αναγνώριση του ανυπόστατου (νομικώς ανύπαρκτου) της από 7-12-2016 έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας, καθώς και της απόφασης που έλαβε αυτή σχετικά με την εκλογή νέου Δ.Σ. της εν λόγω εταιρείας, στηριζόμενη και επικαλούμενη τους επιμέρους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθ. 1 ως άνω (στο ιστορικό) ενότητα και μία αίτηση (καθ’ εαυτή) με αντικείμενο την κήρυξη της ακυρότητας της από 7-12-2016 έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας, καθώς και της απόφασης που έλαβε αυτή σχετικά με την εκλογή νέου ΔΣ της εν λόγω εταιρείας, στηριζόμενη και επικαλούμενη τους επιμέρους λόγους που αναφέρονται στις υπ’ αριθ. 2 έως και 5 ως άνω (στο ιστορικό) ενότητες. Στην πρώτη περίπτωση, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας και με βάση τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 24, 25 και 31 του Ν.959/1979 κατ’αναλογία και αντιπαραβολή προς τις αντίστοιχες διατάξεις του Ν.2190/1920 «Περί ΑΕ»και του Ν.3190/1955 «Περί ΕΠΕ» (βλ. άρθρο35α “περί ακυρωσίας αποφάσεων της ΓΣ”, όπως αντικ. με το άρθρο 42 του Ν.3604/2007: «με την επιφύλαξη των άρθρων 35β και 35γ, απόφαση της γενικής συνέλευσης που λήφθηκε με τον τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με τον νόμο ή το καταστατικό ακυρώνεται από το δικαστήριο, όπως και οι αποφάσεις τις οποίες έλαβε γενική συνέλευση που δεν είχε νόμιμα συγκληθεί ή συγκροτηθεί, ενώ ακυρώσιμη είναι και η απόφασηπου ελήφθη χωρίς να παρασχεθούν οφειλόμενες πληροφορίες που ζητήθηκαν κατά το άρθρο 39 από μετόχους, οι οποίοι ζητούν την ακύρωση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή κατά κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας, υπό τους όρους του άρθρου 281 ΑΚ», άρθρο 35β “περί ακυρότητας αποφάσεων της ΓΣ”, όπως αντικ. με το άρθρο 43 του Ν.3604/2007: «σε περίπτωση που δεν υπήρξε σύγκληση της γενικής συνέλευσης ή το περιεχόμενο της απόφασης της είναι αντίθετο στον νόμο ή στο καταστατικό, η απόφαση είναι άκυρη», άρθρο 35γ “περί ανυπόστατων αποφάσεων”, όπως αντικ. με το άρθρο 44 του Ν.3604/2007: «οι διατάξεις των άρθρων 34α και 35β δεν εφαρμόζονται στις ανυπόστατες αποφάσεις, ήτοι σε αυτές που λαμβάνονται με τις ψήφους προσώπων που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα ή είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα» / άρθρο 15 “προσβολή αποφάσεων συνελεύσεως” : «Οι διαχειρισταί και πας εταίρος έχουσι το δικαίωμα να προσβάλωσι τας αποφάσεις της συνελεύσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας, εάν αι αποφάσεις αύται ελήφθησαν και παράβασιν του νόμου ή του καταστατικού. Η αγωγή απευθύνεται κατά της εταιρείας, ασκείται δε εντός προθεσμίας τριών μηνών από της αποφάσεως … Η απαγγέλουσα την ακυρότητα δικαστική απόφασις ισχύει έναντι παντός εταίρου και των διαχειριστών»), επισημαίνεται ότι προσβάλλεται ως ανυπόστατη, ήτοι νομικώς ανύπαρκτη, η απόφαση της ΓΣ της ναυτικής εταιρείας, διότι αφορά σε πλημμέλειες στον τρόπο και τη διαδικασία λήψης αυτής, που δεν αντιβαίνουν απλώς στην ειδική νομοθεσία περί ναυτικών εταιρειών ή στη σύμβαση σύστασης της καθ’ ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας, αλλάυπερβαίνουν τα όρια αυτών, αντίκεινται δε στην ίδια την έννοια της ΓΣ και της απόφασής της ως εταιρείας (ν.π.), καθόσον δεν έχει τηρηθεί καν ο τύπος σύγκλησης και συγκρότησης του οργάνου λήψης αυτής (ΟλΑΠ 18/2001 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1179/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 94/1999 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 546/1985 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 199/2017 Αρμ 2017.384,ΕφΠειρ 131/2010 ΔΕΕ 2010.684, ΕφΑθ 8646/2005 ΕλλΔνη 2007.893, ΕφΑθ 4505/2004 ΕΕμπΔ 2004.519, ΕφΑθ 4393/1999 ΕλλΔνη 2006.903, ΕφΘεσ 249/1991 ΕΕμπΔ 1993.61, ΠολΠρΑθ 1074/2016, ΠολΠρΑθ 259/2013 ΤΝΠ Νόμος ΠολΠρΧαλκιδ 114/2007 ΔΕΕ 2008.718, ΜονΠρΛαμ 519/2013 ΤΝΠ Νόμος) ούτε ο τύπος λήψης της απόφασης από το αρμόδιο όργανο. Συγκεκριμένα, εκτίθεται στην αίτηση («πρώτος λόγος») ότι η ΓΣ που έλαβε την επίδικη προσβαλλόμενη από 7-12-2016 απόφαση δεν είχε συγκροτηθεί από μετόχους της εταιρείας, πλην του πρώτου εξ αυτών Γ. Λ., καθώς οι λοιποί τρεις, Δ. Θ., Σ. Φ. και Β. Γ. δεν υπήρξαν ποτέ μέτοχοι της καθ’ ης, αλλά ούτε προκύπτει από το πρακτικό της έκτακτης αυτής ΓΣ ότι αντιπροσώπευαν πραγματικούς μετόχους της καθ’ ης, δυνάμει συγκεκριμένων επικαλούμενων ειδικών εξουσιοδοτήσεών τους (ΟλΑΠ 497/1978 ΝοΒ 26.668, ΑΠ 573/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 40/2018 ΕπισκΕμπΔ 2018.67, ΠολΠρΑθ 1430/2010 ΤΝΠ Νόμος: «από τις διατάξεις των άρθρων 28, 30 και 35α του Ν 2190/1920 συνάγεται, ότι η γενική συνέλευση συγκροτείται μόνο από πρόσωπα, τα οποία έχουν την ιδιότητα του μετόχου κατά τον χρόνο της συγκλήσεώς της. Στη γενική συνέλευση έχουν δικαίωμα συμμετοχής όλοι ανεξαιρέτως οι μέτοχοι της εταιρίας και μόνον αυτοί»,ΠολΠρΠειρ 1720/2007 ΔΕΕ 2010.56, ΠολΠρΡοδ 119/2000 ΔΕΕ 2001.75, με παραπομπές μεταξύ άλλων σε Κ.Παμπούκη, Παρατηρήσεις στην ΕφΘεσ 2401/1998 ΕπισκΕμπΔ 1999.242, βλ. του ιδίου, Η καθολική ΓΣ, ΕλλΔνη 1994.516, Πασσιά, Το Δίκαιος της ΑΕ, τ.Β΄, έκδ.1969, σελ.182), κατά τρόπο δε ώστε άνευ αυτών των μετοχών και της νόμιμης και πραγματικής εκπροσώπησης των μετοχών τους στη ΓΣ να μη σχηματίζεται καν απαρτία κατά την εν λόγω ΓΣ ως προς το εκπροσωπούμενο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, σύμφωνα με τον Ν.959/1979 και τη συστατική σύμβασή της, ενώ επιπλέον προβάλλεται ότι η εν λόγω ΓΣ δεν συγκλήθηκε και δεν συνεδρίασε εν τέλει στον καθορισμένο από τον νόμο και από τη σύμβαση σύστασης τόπο, στον οποίο πρέπει να συνεδριάζει κατά τη λήψη των αποφάσεων, ήτοι στην έδρα της εταιρείας ή έστω σε έναν τόπο κοινής αποδοχής και συμφωνίας όλων των μετόχων της. Η πρώτη ως άνω αιτίαση ως λόγος προσβολής της απόφασης της ΓΣ αφορά το ίδιο το υποστατό της, ώστε εάν δεν έχει ληφθεί από μετόχους της εταιρείας από τη ΓΣ ως οργάνου λήψης της δεν μπορεί να λογίζεται ως υποστατή απόφαση ΓΣ της εν λόγω εταιρείας, ήτοι δεν εκτίθεται ότι απλώς πάσχει κατά τον νόμο ή το καταστατικό της, αλλά ότι δεν αποτελεί καν απόφαση της εταιρείας, με τη νομική έννοια του όρου, δεν φέρει καν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά εκδήλωσης δικαιοπρακτικής βούλησης των πραγματικών μετόχων της, εάν οι δικαιούμενοι δεν συνήλθαν, δεν συγκροτήθηκαν και δεν αποφάσισαν κατά τον προβλεπόμενο στον νόμο και στη συστατική σύμβαση της εταιρείας τρόπο, προδικασία και διαδικασία για θέμα της ημερήσιας διάταξης, για το οποίο συγκλήθηκαν στον νόμιμο και προβλεπόμενο τόπο και χρόνο (ΕφΠατρ 130/1997 ΔΕΕ 1997.712, ΠολΠρΑθ 1074/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΘεσ 3294/2016 ΕπισκΕμπΔ 2016.468, ΠολΠρΑθ 2809/2014 ΤΝΠ Νόμος βλ. Αθ. Κρητικού, Άκυρες αποφάσεις γενικών συνελεύσεων σωματείων, έκδ.1977, σελ.221επ.), σύμφωνα με τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στις σχετικές προηγηθείσες νομικές σκέψεις της παρούσας. Τούτο δε είναι σαφές αν ληφθούν υπόψη συνδυαστικά οι διατάξεις των άρθρων 24, 25 και 31 του Ν.959/1979 «Περί ναυτικών εταιρειών», βάσει των οποίων, μόνο οι μέτοχοι μιας ναυτικής εταιρείας δικαιούνται να μετάσχουν στη γενική συνέλευσή της, αφού καταθέσουν τις μετοχές τους πριν τη συνέλευση σε τράπεζα και προσκομίσουν σχετική απόδειξη ή εάν έστω προσκομίσουν τις μετοχές τους στη γενική συνέλευση ως απόδειξη της ιδιότητάς τους, η δε ΓΣ τελεί σε απαρτία καισυνεδριάζει εγκύρως μόνο όταν παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται οι μέτοχοι (και μόνο) που εκπροσωπούν πλέον του ημίσεως του μετοχικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρείας (βλ. ΑΠ 1340/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 662/1998 ΕΕμπΔ 1999.368, ΕφΚρ 107/2014αδημ. σε νομικό Τύπο). Η δε απόφαση της γενικής συνέλευσης -που έχει προφανώς νομίμως συγκροτηθεί ως όργανο λήψης υποστατών εταιρικών αποφάσεων από μετόχους και μόνον, κατά τα προδιαλαμβανόμενα- είναι άκυρη, όταν αντίκειται στον νόμο ή την εταιρική σύμβαση. Η απόφαση όμως που δεν λαμβάνεται από νομίμως συγκληθείσα και συγκροτημένη ΓΣ-η οποία δηλαδή δεν αποτελείται από μετόχους και μόνον ή από όσους νομίμως αντιπροσωπεύουν μετόχους με ρητή και ειδική εξουσιοδότηση, οι οποίοι μάλιστα εξ αρχής δεν ήταν μέτοχοι κατά την πλειοψηφία τους και εξ αρχής δεν νομιμοποιούνταν με ειδική και ρητή εξουσιοδότηση να ψηφίσουν κατά τον τρόπο αυτόν για το συγκεκριμένο θέμα συζήτησης και λήψης απόφασης της ΓΣ της εταιρείας, μη εκπροσωπώντας τους πραγματικούς μετόχους, αφού δεν εμφάνισαν τέτοια εξουσιοδότηση, ώστε η έλλειψη της νομιμοποίησής τους ως μετόχων ή εκπροσωπούντων πραγματικούς μετόχους δεν ανέκυψε απλώς εκ των υστέρων, κατά το ιστορικό, αλλά προϋπήρχε-δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απλώς αντίκειται στον νόμο ή στην εταιρική σύμβαση, δεν πάσχει ως προς τη νομιμότητά της και μόνο, αλλά έτι περαιτέρω ως προς το υποστατό αυτής, κατά τα αρχικώς αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της απόφασης (ΑΠ 1340/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΑθ 1074/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΛαρ 139/1988 ΕΕμπΔ 1988.619). Ομοίως, μπορεί να υποστηριχθεί και για την περίπτωση που τα αρμόδια όργανα της ναυτικής εταιρείας δεν συνεδριάζουν στον κατά την εταιρική σύμβασή της καθορισμένο τόπο λήψης αποφάσεων και αυτός είναι η έδρα της και μόνον ή έστω ένας τόπος που κατ’ ανάγκην είναι μεν διαφορετικός, αλλά τον γνωρίζουν και έχει συμφωνηθεί από όλους τους παριστάμενους μετόχους της εταιρείας, προκειμένου να λάβει χώρα η συνεδρίαση της ΓΣ για να ληφθούν αποφάσεις για τα ζητήματα της ημερήσιας διάταξης, στα οποία έχουν κληθεί να παραστούν άπαντες οι μέτοχοι και παρίστανται ή έστω εκπροσωπούνται με ειδική εξουσιοδότηση, όπως προβλέπεται στον οικείο νόμο ή στην εταιρική σύμβαση (ΑΠ 662/1998 ΕΕμπΔ 1999.368, ΠολΠρΡοδ 119/2000 ΔΕΕ 2001.75). Και είναι εύλογο τούτο για λόγους ασφάλειας του δικαίου και των εμπορικών συναλλαγών, τόσο έναντι των τρίτων, όσο και μεταξύ των ίδιων των μετόχων της εταιρείας. Μία απόφαση που δεν λαμβάνεται στην έδρα της εταιρείας, αλλά οπουδήποτε αλλού, χωρίς να έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, μπορεί να παραβιάζει την αρχή υποχρεωτικής παρουσίας των μετόχων της, να προσβάλει το δικαίωμα της παρουσίας τους, να στηρίζεται σε αποκλεισμό ορισμένων εξ αυτών, να κλονίζει την εταιρική σχέση και συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων της εταιρείας κλπ., οπότε ευλόγως μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερβαίνει όχι μόνο το σχήμα της νομιμότητας κατά την εταιρική σύμβαση και τον οικείο νόμο, αλλά ότι υπεισέρχεται σε ζητήματα μη υποστατής συγκρότησης του οργάνου λήψης των εν λόγω εταιρικών αποφάσεων, γεγονός που πλήττει επακόλουθα ως ανυπόστατες και τις αποφάσεις του (βλ. ΠολΠρΑγριν 22/2016 ΤΝΠ Νόμος). Επειδή οι ειδικές διατάξεις της νομοθεσίας περί ναυτικών εταιρειών δεν προβλέπουν ειδικά για το ζήτημα του υποστατού ή μη των αποφάσεων που λαμβάνονται από τα όργανα της ναυτικής εταιρείας, αλλά μόνο για το κύρος αυτών (έγκυρες ή άκυρες: άρθρο 31 παρ.1 Ν.959/1979), γι’ αυτό και πρέπει να αναχθούμε στις γενικές νομοθετικές διατάξεις του δικαίου περί των σωματείων και των νομικών προσώπων, κατά τον Αστικό Κώδικα, των δε διατάξεων περί των Α.Ε. (άρθρα 35α, 35β, 35γ του Ν.2190/1920) και περί των ΕΠΕ (άρθρο 15 του Ν.3190/1955) σε κάθε περίπτωση μη αποκλειομένων,κατά τα προδιαλαμβανόμενα, καθώς και στα διδάγματα της σχετικής νομολογίας των πολιτικών δικαστηρίων, προκειμένου να γίνει η προσήκουσα διάκριση και υπαγωγή της προκείμενης περίπτωσης μεταξύ των ανυπόστατων και των άκυρων αποφάσεων. Οι μενείναι εξ αρχής ανύπαρκτες νομικά και δεν χρειάζεται καν να προσβληθούν και να εφαρμοστεί η νομοθεσία περί εταιρειών ή η συστατική πράξη-καταστατικό τους για να κριθεί η πλημμέλειά τους, αρκεί δηλαδή η αναγνώριση της ήδη υφιστάμενης ακυρότητάς τους (extunc) με δικαστική απόφαση αναγνωριστικού χαρακτήρα, κατόπιν άσκησης σχετικής αναγνωριστικής αγωγής (ΟλΑΠ 18/2001 ΕλλΔνη 43.75, ΑΠ 1121/2006 ΧρΙΔ 2006.821, ΑΠ 155/1985 ΕλλΔνη 26.458, ΕφΑθ 4955/2011 ΕλλΔνη 2013.763, ΕφΙωαν 39/2010 ΕΕμπΔ 2010.360, ΕφΠατρ 633/2009 ΑχαΝομ 2010.443, ΕφΑθ 7120/2004 ΔΕΕ 2005.300, ΕφΑθ 1149/1985 ΕλλΔνη 26.276, ΠολΠρΘεσ 14642/2017, ΠολΠρΑθ 1074/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΘεσ 3294/2016 ΕπισκΕμπΔ 2016.468 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΑγριν 22/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΑθ 2809/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΑθ 1430/2010, ΠολΠρΑθ 1888/2010, ΠολΠρΑθ 2847/2010, ΠολΠρΑθ3412/2010, ΠολΠρΡοδ 211/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΧαλκιδ 114/2007 ΔΕΕ 2008.718, ΠολΠρΠειρ 1720/2007 ΔΕΕ 2010.56, ΠολΠρΑθ 5182/2007, ΠολΠρΛασ 83/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΡοδοπ 29/1995 ΕΕμπΔ 997.722). Οι δε είναι έγκυρες μέχρι να προσβληθούν και να διαγνωστούν με έκδοση δικαστικής απόφασης διαπλαστικού χαρακτήρα ότι αντιβαίνουν στον νόμο και στη συστατική πράξη-καταστατικό της εταιρείας, ώστε να πάψουν να επάγουν τα έννομα αποτελέσματά τους ως έγκυρες αποφάσεις, παρά τις πλημμέλειές τους, και να καταστούν (μεταπέσουν) σε άκυρες. Η διάκριση αυτή ισχύει εν γένει σε όλες τις μορφές των εταιρικών αποφάσεων, εκτός εάν έχουν θεσπιστεί ειδικές διατάξεις για τον συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, όπως ισχύει στην περίπτωση της ναυτικής εταιρείας, στην οποία όμως, εφόσον δεν υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά ή ειδική ρύθμιση που να προβλέπει για τις ανυπόστατες αποφάσεις, οι οποίες προδήλως δεν εμπεριέχονται στην κατηγορία των, ως άνω, άκυρων, κρίνεται ότι πρέπει να τύχει εφαρμογής ό,τι ισχύει στην κατηγορία των ανυπόστατων αποφάσεων που εφαρμόζονται εν γένει στα εταιρικά μορφώματα και στις περιπτώσεις που εμπίπτουν, σύμφωνα με τη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων, στην κατηγορία αυτήν, εξ αντιδιαστολής από τη ρύθμιση του άρθρου 31 παρ.1 του Ν.959/1979. Για να είναι υποστατή η εκπεφρασμένη βούληση της γενικής συνέλευσης, πρέπει: α) να έχει λάβει χώρα «πραγματική συνάθροιση των μετόχων» δηλ. η άσκηση του δικαιώματος ψήφου συμμετασχόντων μετόχων να ασκείται σε πραγματική συγκέντρωση, β) να «συμμετέχουν» σε αυτή μέτοχοι, με την έννοια ότι σε όλους τους μετόχους να παρέχεται, σύμφωνα με τον νόμο, η δυνατότητα συμμετοχής σε αυτήν, γ) η απόφαση να έχει προέλθει από πραγματική άσκηση του δικαιώματος ψήφου των μετόχων, ανεξάρτητα αν είναι θετική ή αρνητική, δ) οι μέτοχοι να έχουν συνείδηση ότι συγκεντρούμενοι απαρτίζουν το εταιρικό όργανο με σκοπό τη ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων στα πλαίσια της αρμοδιότητας που ο νόμος και η εσωτερική τάξη της εταιρείας παρέχει στο όργανο αυτό (ΠολΠρΑγριν 22/2016 ΤΝΠ Νόμος, βλ. σχετ. Λ.Κοτσίρη, Ανυπόστατες και άκυρες αποφάσεις οργάνων της ΑΕ, Γνωμοδότηση σε ΕΕμπΔ 1997.842, Ν.Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, έκδ.1996, σελ.191, Στ.Κιντή, Ακυρότης και ακυρωσία των αποφάσεων της ΓΣ της ΑΕ, έκδ.1987, σελ.18 σε ΔικΑΕ, τόμος 4, 2000, Εισαγ.παρατ. στα άρθρα 35α, 35β και 35γ, αριθ.13επ., σελ.229). Όταν το οικείο πρακτικό εμφανίζει ως καθολική μία γενική συνέλευση, χωρίς αυτή να είναι, δεν έχουμε παράνομη σύνθεση της καθολικής γενικής συνελεύσεως, αλλά ανυπαρξία αυτής, αφού λείπει ένα από τα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια της καθολικής γενικής συνελεύσεως και ως εκ τούτου οι αποφάσεις της είναι ανύπαρκτες ή ανυπόστατες (βλ. Κ.Παμπούκη, Καθολική Γενική Συνέλευση, ΕλλΔνη 1994,σελ.516-528). Η διάταξη του άρθρου 35α §2, που αφορά στην ίαση της ακυρότητας των αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως για οποιονδήποτε λόγο, εφαρμόζεται σε περίπτωση ακυρότητας των αποφάσεων, όχι όμως και όταν πρόκειται για «ανυπόστατη» γενική συνέλευση, οπότε είναι ανυπόστατες κι οι «αποφάσεις», που η τελευταία λαμβάνει (βλ.σχετ.Κιντή σε ΔικΑΕ, τόμος 4, 2000, 35α, αριθ.88, Αλεξανδρίδου, Δίκαιο εμπορικών εταιριών, τόμος Β΄, Κεφαλαιουχικές εταιρίες, β` έκδ., 2000, σελ.11, Κόκκινη, ΕΕμπΔ 1997.730). Και είναι αυτό απόλυτα εύλογο, αφού ανυπόστατη απόφαση δεν μπορεί να λογίζεται ως πράξη εταιρικού οργάνου, η δε «ίαση» της, για μόνο τον λόγο ότι κάποιο «πρακτικό» υποβλήθηκε στη Διοίκηση προ ορισμένου χρονικού διαστήματος που ορίζεται εκάστοτε στον νόμο ως αποσβεστική προθεσμία ούτε στην ασφάλεια δικαίου συντείνει ούτε άλλο δικαιολογητικό λόγο μπορεί να έχει. Άλλωστε, το ανυπόστατο τέτοιων αποφάσεων είναι εξίσου αυτονόητο και αναγκαίο, όσο και η ανυπαρξία αποφάσεων που καταχωρίσθηκαν επιτηδείως σε κάποιο πρακτικό, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν ποτέ ληφθεί (ΕφΑθ 4955/2011 ΕλλΔνη 2013.763, ΕφΠατρ 963/2011 Αρμ 2003.348, ΠολΠρΑγριν 22/2016, ΠολΠρΚω 11/2016, ΠολΠρΛασ 83/2004 ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς,οι συγκεκριμένες πλημμέλειες της εν λόγω από 7-12-2016 απόφασης της ΓΣ της καθ’ ης εταιρείας (1ο λόγος) δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των άκυρων αποφάσεων, αλλά των ανυπόστατων, ενόψει του ότι εδώ τίθεται σοβαρό, κρίσιμο και ανυπέρβλητο ζήτημα εάν επρόκειτο καν για σύγκληση και συγκρότηση Γενικής Συνέλευσης της καθ’ ης εταιρείας (ΑΠ 662/1998 ΕΕμπΔ 1999.368, ΠολΠρΘεσ 3294/2016 ΕπισκΕμπΔ 2016.468), σε αντίθεση με τις λοιπές εκτιθέμενες στην υπό κρίση αίτηση πλημμέλειες που εμπεριέχονται στις λοιπές ενότητες (2ος, 3ος, 4ος και 5ος λόγοι) ακυρότητας της απόφασης αυτής. Για μεν αυτές που αφορούν ευκρινώς και αναμφιβόλως το υποστατό της απόφασης πρέπει να εκτιμηθεί το κρινόμενο δικόγραφο ως αγωγή και το αίτημά της ως αναγνωριστικό του ανυπόστατου της απόφασης κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 92επ. και 101 ΑΚ, 35γ του Ν.2190/1920 και 15 του Ν.3190/1955 (ΠολΠρΘεσ 14642/2017, ΠολΠρΑθ 1074/2016, ΠολΠρΚω 11/2016, ΠολΠρΑγριν 22/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΘεσ 10626/2015 ΕπισκΕμπΔ 2016.452, ΠολΠρΑθ 259/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΡοδ 119/2000 ΔΕΕ 2001.75),κατά διάκριση από τους λοιπούς λόγους που αφορούν την κήρυξητης ακυρότητας της απόφασης της ΓΣ ως αντικείμενης στον Ν.959/1979 και στην εταιρική σύμβαση σύστασης της καθ’ ης ναυτικής εταιρείας, οι οποίες προβάλλονται ορθώς με την υπό κρίση αίτηση κατ’ άρθρο 31 παρ.1-2 του Ν.959/1979. Η προσβαλλόμενη με την αγωγή αυτήν απόφαση της ΓΣ, λόγω της βαρύτητας του ελαττώματός της, δεν είναι απλώς ακυρώσιμη, αλλά ανυπόστατη ή απολύτως άκυρη (άρθρο 180 ΑΚ), αφού είτε κατά το περιεχόμενο είτε κατά τη διαδικασία σχηματισμού της αντίκειται σε θεμελιακές διατάξεις δημοσίας τάξης ή αναγκαστικού δικαίου (βλ. Αθ.Κρητικό, ό.π., έκδ.2009, σελ.20, παρ.30), ως προς δε τη μεταχείρισή της ακολουθεί βασικώς την απολύτως άκυρη δικαιοπραξία (ΑΠ 410/2016 ΤΝΠ Νόμος). Τέτοιες αποφάσεις είναι όσες δεν περιβλήθηκαν τα εξωτερικά γνωρίσματα της εταιρικής απόφασης ή που εκδόθηκαν πέρα από την ανήκουσα στη ΓΣ εξουσία ή εμφανίζουν αντίθεση με απαγορευτικό νόμο ή γενικά νόμο δημόσιας τάξης ή τα χρηστά ήθη από την άποψη του περιεχομένου της εκφρασθείσας με αυτές δικαιοπρακτικής βούλησης κατά τα άρθρα 174 και 178 ΑΚ, οπότε στις περιπτώσεις αυτές είναι αυτοδικαίως άκυρες και δεν εφαρμόζεται το άρθρο 101 ΑΚ ούτε οι αντίστοιχες διατάξεις των νόμων περί κεφαλαιουχικών εταιρειών, όπως το άρθρο 31 παρ.1-2 του Ν.959/1979, τα άρθρα 35α΄ και 35β΄ του Ν.2190/1920 και 15 παρ.1 του Ν.3190/1955. Σε αυτές υπάγεται και η απόφαση που ελήφθη χωρίς νόμιμη σύγκληση συνελεύσεως ή εκτός συνελεύσεως από ορισμένα μόνο μέλη, χωρίς να προηγηθεί νόμιμη πρόσκληση από το αρμόδιο όργανο (λεγόμενη «αυτόκλητη σύγκληση της ΓΣ»), η οποία δεν συνιστά στην κυριολεξία γενική συνέλευση, αλλά απλή συνάθροιση των μελών του σωματείου, των οποίων η τυχόν «απόφαση» δεν είναι απλώς ακυρώσιμη, αλλά ανυπόστατη, εφόσον δεν φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα της απόφασης γενικής συνέλευσης, συνδέεται δε με τη συμμετοχή στην ψηφοφορία για τη λήψη απόφασης προσώπων που δεν είχαν τέτοιο δικαίωμα, καθώς η ψήφος τους επηρέασε βάσιμα ή ήταν δυνατόν να επηρεάσει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας (ΟλΑΠ 18/2001 ΤΝΠ Νόμος, ΟλΑΠ 410/1963 ΕΕΝ 1963.872, ΑΠ 819/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1179/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 1489/1999 ΕλλΔνη 2000.128, ΑΠ 94/1999 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 668/1999 ΕλλΔνη 2000.126, ΑΠ 587/1993 ΕλλΔνη 35.1367, ΑΠ 546/1985 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 410/1967 ΝοΒ 15.1165, ΑΠ 137/1963 ΝοΒ 11.926, ΑΠ 569/1961 ΝοΒ 10.260, ΕφΘεσ 199/2017 Αρμ 2017.384, ΕφΠειρ 126/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 1680/2011 ΕλλΔνη 2012.851, ΕφΑθ 2256/2003 αδημ. σε νομικό Τύπο, ΕφΠατρ 130/1997 ΔΕΕ 1997.712, ΕφΠειρ 537/1995 ΕλλΔνη 1998.1414, ΠολΠρΘεσ 4907/2017 ΕπισκΕμπΔ 2018.110, ΠολΠρΚεφαλ 10/2017 ΔΕΕ 2017.1045, ΠολΠρΑγριν 22/2016, ΠολΠρΑθ 259/2013 ΤΝΠ Νόμος ΠολΠρΧαλκιδ 114/2007 ΔΕΕ 2008.718, βλ. Ευάγγελου Περάκη, Το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας, Γ΄ έκδ., τόμος Α`, υπό αρ. 35γ, σελ.1383-1384, παρ.7α). Η απόλυτη αυτή ακυρότητα μπορεί να προβληθεί οποτεδήποτε και από οποιονδήποτε προβάλλει έννομο συμφέρον (ΑΠ 872/2015, ΑΠ 856/2010, ΑΠ 260/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 4505/2004 ΕΕμπΔ 2004.519, ΕφΑθ 4393/1999 ΕλλΔνη 2006.903, ΠολΠρΘεσ 3294/2016 ΕπισκΕμπΔ 2016.468, ΠολΠρΑθ 3058/2010 ΤΝΠ Νόμος). Άλλωστε, το έννομο συμφέρον του μετόχου είναι δεδομένο εκ της ιδιότητάς του αυτής, ενώ είναι άνευ σημασίας αν συναίνεσε στη λήψη τέτοιας απόφασης (βλ. Κρητικός, ό.π., έκδ.2009, σελ.193, παρ.28-29, ΜονΠρΑθ 2258/2016 ΤΝΠ Νόμος). Η αναγνώριση της ανυπαρξίας της (ανυπόστατο) δεν υπόκειται σε προθεσμία,πολύ περισσότερο σε αποσβεστική,και επέρχεται αυτοδικαίως (ΟλΑΠ 410/1963 ΝοΒ 11.946, ΑΠ 548/1977 ΑρχΝ 1977.12, ΑΠ 569/1961 ΝοΒ 10.260, ΕφΛαρ 148/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΠολΠρΑγριν 22/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΑθ 1751/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΣερ 139/2000 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΤριπ 150/1990 ΝοΒ 1991.421, ΜονΠρΑθ 4470/1979 ΝοΒ 28.1784, βλ. Στ.Βλαστό, Αστικά σωματεία, συνδικαλιστικές και εργοδοτικές οργανώσεις, συνεταιρισμοί, έκδ.2002, παρ.260, σελ.270, Αθ.Κρητικό, ό.π., έκδ.2009, σελ.193, παρ.27), λαμβάνεται δε υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, εφόσον υποβληθούν σ’ αυτό όλα τα πραγματικά περιστατικά που τη συγκροτούν. Η ελαττωματική αυτή απόφαση προσβάλλεται με τη γενική αναγνωριστική αγωγή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολΔ, η οποία είναι απρόθεσμη και ασκείται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου με την τακτική διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (ΕφΘεσ 1680/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΘεσ 4907/2017 ΕπισκΕμπΔ 2018.110, ΠολΠρΚεφαλ 10/2017 ΔΕΕ 2017.1045,ΠολΠρΘεσ 11678/2015 Αρμ 2015.1319, ΠολΠρΑθ 3412/2010, ΠολΠρΡοδ 211/2009, ΠολΠρΛασ 83/2004 ΤΝΠ Νόμος). Ως εκ τούτου, η αναγνωριστική αγωγή του ανυποστάτου της απόφασης αυτής για τους σχετικούς εκτιθέμενους στην υπό κρίση αίτηση επιμέρους λόγους ανυποστάτου πρέπει να δικαστεί κατά παραπομπή από το παρόν Δικαστήριο,λόγω καθ’ ύλην αναρμοδιότητάς του,στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), κατά την τακτική διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας,λόγω του ότι το αντικείμενό της είναι ανεπίδεκτο χρηματικής αποτίμησης, κατ’ άρθρα 18 και 70 ΚΠολΔ (ΑΠ 1426/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΘεσ 14642/2017, ΠολΠρΑγριν 22/2016 ΤΝΠ Νόμος)και είναι αναγκαίο να εξεταστεί προεχόντως δε ως προς το παραδεκτό, το νόμω και το ουσία βάσιμο η αγωγή που εμπεριέχει αυτούς τους λόγους προσβολής της επίδικης απόφασης της ΓΣ της καθ’ ης-εναγομένης,προκειμένου να εξοπλιστεί η δικαστική κρίση επ’αυτών με τις ανάλογες εγγυήσεις και συνέπειες δεδικασμένου και εκτελεστότητας μεταξύ των διαδίκων, κατ’ άρθρα 321επ., 331, 904επ. ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΑΠ 662/1998 ΕΕμπΔ 1999.368, ΑΠ 26/1987 ΕλλΔνη 29.119, ΑΠ 1084/1982 ΝοΒ 31.1165, ΕφΚερκ 217/1987 ΕλλΔνη 1988.707, ΠολΠρΑθ 1430/2010 ΤΝΠ Νόμος, Κ.Μπέη, ΠολΔ, Εκούσια Δικαιοδοσία, τεύχος 17, σελ.24-25), ένεκα και της απρόθεσμης προσβολής του ανυποστάτου της απόφασης αυτής (βλ. άρθρο 35γ παρ.1 και παρ.2 του Ν.2190/1920–ΟλΑΠ 410/1963 ΝοΒ 1963.946, ΑΠ 819/2007 ΝοΒ 2008.350, ΑΠ 1489/1999 ΕλλΔνη 2000.128, ΑΠ 668/1999 ΕλλΔνη 2000.124, ΑΠ 410/1967 ΝοΒ 15.1165, ΑΠ 137/1963ΝοΒ 11.926, ΑΠ 569/1961 ΝοΒ 10.260, ΕφΑθ 696/2008 ΕλλΔνη 2009.265, ΕφΑθ 2256/2003 αδημ. σε νομικό Τύπο). Η δε δικαστική κρίση επί της αγωγής αυτής προέχει από κάθε άλλη επί του παρόντος ως προς την αρμοδίως κρατηθείσα εν προκειμένω αίτηση κήρυξης της ακυρότητας της ιδίας απόφασης, για τους λοιπούς ως άνω εκτιθέμενους στο ίδιο δικόγραφο επιμέρους λόγους ακυρότητας, η οποία πρέπει να δικαστεί εν συνεχεία στο σύνολό της, κατ’ άρθρο 31 παρ.2 του Ν.959/1979, από το παρόν αρμόδιο, καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστήριο, (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς), κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, βάσει των άρθρων 739επ. ΚΠολΔ και 31 παρ.2 του Ν.959/1979, του δε αιτούντος ως μετόχου, εκπροσωπούντος ποσοστού άνω του 1/20 του εταιρικού (μετοχικού) κεφαλαίου, μη συναινέσαντος στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και μη παριστάμενου στην εν λόγω Γ.Σ., νομιμοποιούμενου και έχοντος έννομο συμφέρον, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αίτησή του, συντρεχουσών δε των νομίμων προϋποθέσεων του άρθρου 31 παρ.2 του Ν.959/1979. Επομένως, πρέπει να διαταχθεί ο χωρισμός τους, κατ’ άρθρο 218 παρ.1-2 ΚΠολΔ, ώστε να δικαστεί έκαστη των αιτήσεων αυτών αρμοδίως καθ’ ύλην από το αντίστοιχο Δικαστήριο και με την προσήκουσα διαδικασία, κατά τα προδιαλαμβανόμενα. Κατόπιν των ανωτέρω, μη χωρούσης παρέκτασης σε σχέση προς την ερευνώμενη αυτεπαγγέλτως καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τούτου σε κάθε στάση της δίκης, ως διαδικαστικής προϋπόθεσης (ΚΠολΔ 73 – ΕφΛαρ 92/2006 Δικ/φια 2006.304, ΜονΠρΛαρ 217/2001 ΑρχΝ 1981.305), η υπό κρίση ως άνω αγωγή αναρμοδίως καθ’ ύλην εισήχθη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ως ανεπίδεκτη χρηματικής αποτίμησης, ένεκα του αναγνωριστικού της χαρακτήρα (ΚΠολΔ 70), και πρέπει, κατ’ άρθρο 46α΄ ΚΠολΔ, να παραπεμφθεί η εκδίκασή της στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ενιαίως δε με την προσεπίκληση σε δίκη και την ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση σε παρέμβαση, στην έκταση που αφορούν το ίδιο με την αγωγή επίδικο ζήτημα αναγνώρισης του ανυποστάτου της προσβαλλόμενης απόφασης της ΓΣ της εταιρείας, για τους συγκεκριμένους επιμέρους λόγους που εκτίθενται στο δικόγραφο, ενόψει της συνάφειάς τους, κατ’ άρθρα 31, 238, 283-285 ΚΠολΔ (ΕφΔωδ 171/2007 Νόμος, ΕφΑθ 7997/1999 ΕλλΔνη 2001.450, βλ. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 31, αρ.12, 16, σελ. 242-244), για τη ενιαία κρίση επί της ένδικης διαφοράς, για λόγους οικονομίας της δίκης, της δικαστικής ενέργειας και της δαπάνης (ΚΠολΔ 18, 47), καθόσον αφορούν την ίδια έννομη σχέση και το ίδιο βιοτικό συμβάν (ΕφΘεσ 2852/1991 ΕλλΔνη 1992.1274, βλ. Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 31, σελ.75-76), υπάρχει δε σχέση εξάρτησης μεταξύ τους που επιβάλλει την ενιαία παραπομπή τους στο αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο. Σχετικά δε με το ζήτημα της παραπομπής από τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας σε αυτήν της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας και στην τακτική διαδικασία ειδικότερα, επισημαίνονται τα εξής:Η αγωγή αυτή υπό τη ενιαίο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης εισήχθη για να εκδικαστεί κατά την εκούσια δικαιοδοσία, εγγράφηκε, δε, και στο τηρούμενο για τον σκοπό αυτό πινάκιο της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, πλην όμως, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω υπ’ αριθ. Xνομική σκέψη, η υπό κρίση αγωγή (υπό την κύρια βάση της περί αναγνώρισης του ανυποστάτου της προσβαλλόμενης επίδικης απόφασης της ΓΣ της καθ’ ης) εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία είναι εκδικαστέα η ένδικη αυτή διαφορά (άρθρο 70 ΚΠολΔ) ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστηρίου που είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά -άποψη την οποία υιοθετεί το παρόν Δικαστήριο ως ορθότερη- όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίηση του ΚΠολΔ από τον Ν.4335/2015 (ιδίως ως προς τα βασικά άρθρα 215 παρ.2, και 237 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύος από 1-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015), στην οποία τακτική διαδικασία, με την επελθούσα νομοθετική μεταβολή από 1.1.2016, ορίστηκε, κατά την κατάθεση του δικογράφου, ότι «μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται». Έτσι, υπό το ισχύον δίκαιο, με τη νομοθετική μεταβολή της προδικασίας και δη του χρονικού πλαισίου κατάθεσης των προτάσεων των διαδίκων, με τις οποίες προβάλλουν τους ισχυρισμούς τους στην τακτική διαδικασία, αλλά και της έγγραφης πλέον διαδικασίας της συζήτησης στην τακτική διαδικασία έναντι της προφορικής τοιαύτης, που ισχύει στην ειδική διαδικασία και στην εκούσα δικαιοδοσία (άρθρο 591 § 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015, σε συνδ. με άρθρο 741 ΚΠολΔ), το παρόν Δικαστήριο κρίνει ορθότερο, βάσει των ειδικότερων σκέψεων και προβληματισμών που αναπτύχθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη υπ’ αριθ. X και για όλους τους εκεί αναλυτικά διαλαμβανόμενους λόγους, να παραπέμψει την παρούσα υπόθεση στο αρμόδιο ως άνω δικαστήριο, προκειμένου αυτή να εκδικαστεί κατά την τακτική διαδικασία, δεδομένου ότι μία τέτοια παραπομπή από την εκουσία στην τακτική προκρίνεται ως η πλέον ορθή και προσήκουσα στην προκείμενη περίπτωση λύση, καθόλα δε επιτρεπτή από τον νόμο και με βάση την ορθότερη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 215 παρ.2 και 237 ΚΠολΔ, προς αποφυγήν της πλέον προβληματικής οδού της απόρριψης της αγωγής αυτής για λόγους έλλειψης της προσήκουσας διαδικασίας εισαγωγής και εκδίκασης της υπόθεσης αυτής, που θα σήμαινε τη μεταχείρισή της ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, κατά τρόπο νομικά αδόκιμο, που θα εξέθετε την απόφαση στον κίνδυνο εξαφάνισής της ή και σε επόμενο στάδιο αναίρεσής της για τον λόγο αυτό (ΚΠολΔ 559 αριθ.14), σύμφωνα με πάγια νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων κατά τα προγενέστερο του Ν.4335/2015 αλλά και το ισχύον δίκαιο και προς επιβεβαίωση του πνεύματος του νομοθέτη κατ’ άρθρο 591 παρ.6 ΚΠολΔ, γεγονός που εν τέλει θα προκαλούσε σημαντική καθυστέρηση εκ της αναγκαιότητας επανάσκησης της αγωγής αυτής ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστηρίου με την εισαγωγή της απευθείας στην τακτική διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, σε περίπτωση ανελαστικής τήρησης της διαδικασίας αυτής, θα ανάγκαζε εν τέλει τον αιτούντα-ενάγοντα να προβεί σε παραίτηση από το δικόγραφο της προηγούμενης αγωγής και σε κατάθεση νέας αγωγής κατά τη νέα τακτική διαδικασία, γεγονός που θα επιβάρυνε σημαντικά και κατά τρόπο ανεπιθύμητο τόσο τους διαδίκους, όσο και τα δικαστήρια (βλ. Μακρίδου, ό.π., σελ.13). Μάλιστα, εν προκειμένω από τον έλεγχο των δικονομικών προϋποθέσεων της δίκης αι τη στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των διαδίκων, δεν υπάρχει σκοπιμότητα για μια τέτοια καθυστέρηση της διαδικασίας και προσφυγή σε μία τόσο δαπανηρή λύση, διότι πρόκειται για την άσκηση μιας αγωγής υπό το μανδύα του δικογράφου της αίτησης, η οποία αποτελεί μη γνήσια υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας, η αντίδικος του αιτούντος-ενάγοντος ναυτική εταιρεία έχει κληθεί στη δίκη αυτή και της έχει επιδοθεί το εν λόγω δικόγραφο, κατ’ άρθρο 748 παρ.3 ΚΠολΔ, συνακόλουθα, πληρούται και η προϋπόθεση του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραβιάζονται δηλαδή τα δικονομικά δικαιώματα της καθ’ ης ως εναγομένης και επιπλέον θα πρέπει να τηρηθεί η προδικασία του άρθρου 237 ΚΠολΔ από την κλήση επαναφοράς της υπόθεσης κατά παραπομπή από την εκούσια δικαιοδοσία στην αμφισβητούμενη και την τακτική διαδικασία, οι δε προθεσμίες θα τρέχουν από την κατάθεση της κλήσης, για την κατάθεση προτάσεων και προσθήκης-αντίκρουσης και η κλήση θα πρέπει να επιδοθεί στην καθ’ ης-εναγόμενη στην προθεσμία του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ, λύση που παρίσταται ως η βέλτιστη στην προκείμενη περίπτωση -χωρίς άλλωστε να αποκλείεται η τοιαύτη παραπομπή από την εκουσία δικαιοδοσία στην τακτική διαδικασία, το αντίθετο δεν επιτρέπεται κατά τη νομολογία-σύμφωνα με τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στην υπ’ αριθ. X νομική σκέψη της παρούσας (ΠολΠρΤρικ 57/2017, ΠολΠρΘεσ 12935/2017, ΜονΠρΤρικ 70/2016 ΤΝΠ Νόμος). Ενόψει των ανωτέρω, συνεπώς, η υπόθεση (αγωγή και συναφή δικόγραφα προσεπίκλησης σε δίκη και ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση σε παρέμβαση), στην έκταση που αφορά αντικείμενο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας ως άνω, πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στην προσήκουσα νέα τακτική διαδικασία, όπως αυτή διαμορφώνεται με τον Ν.4335/2015, σε νέα συνεδρίαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η δικάσιμος της οποίας θα προσδιορισθεί με την κατάθεση κλήσης εκ μέρους του επιμελέστερου των διαδίκων, από την κατάθεση της οποίας και μετά θα εκκινήσει η τριακονθήμερη προθεσμία για την επίδοσή της στον αντίδικο (κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ) και η σχετική προθεσμία των 100 (ή 130) ημερών, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, για την κατάθεση των προτάσεων, με αφετηρία το χρονικό σημείο της κατάθεσης της κλήσης. Μετά από αυτήν και την τροχειοδρόμηση της διαδικασίας στην κανονικότητα της νέας τακτικής διαδικασίας, απαιτείται η αυστηρή τήρηση των προβλεπομένων προθεσμιών για την περαιτέρω προώθηση της ένδικης διαδικασίας, κατά τα προδιαλαμβανόμενα (βλ. Μακρίδου, Ειδικές διαδικασίες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά τον Ν.4335/2015, έκδ.2017, σελ.14-16). Περαιτέρω δε, επειδή το ζήτημα της αναγνώρισης του ανυποστάτου της απόφασης αυτής για τους συγκεκριμένους προβαλλόμενους επιμέρους λόγους είναι μείζον και κυρίαρχο και προέχει η εξέτασή του, εν προκειμένω, διότι ευλόγως υπερκαλύπτει τις πλημμέλειες κήρυξης της ακυρότητας της ιδίας απόφασης της ΓΣ της καθ’ ης εταιρείας για τους έτερους λόγους πλημμέλειάς της, ενώ και οι συνέπειές της στην πρώτη περίπτωση είναι ευρύτερες και πλέον καταλυτικές, από τις οποίες εξαρτάται η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου επί της διακρατηθείσας αρμοδίως υπόλοιπης αίτησης με αντικείμενο την κήρυξη της ακυρότητας της προσβαλλόμενης απόφασης της ΓΣ της καθ’ ης, ώστε, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η σχετική αγωγή αναγνώρισης του ανυποστάτου της από 7-12-2016 απόφασης της ΓΣ της εταιρείας, να καθίσταται εφεξής άνευ αντικειμένου (αλυσιτελής) η εξέταση της υπό κρίση αίτησης περί κήρυξης της ακυρότητας της ιδίας απόφασης για τους αντίστοιχους ως άνω προβαλλόμενους επιμέρους λόγους ακυρότητας, καθώς επίσης θα ελλείπει πλέον κάθε έννομο συμφέρον του αιτούντος για την εκδίκασή της, απορριπτόμενης ως απαράδεκτης (ΚΠολΔ 68, 73), συνακόλουθα, η πρώτη δίκη επί της αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς είναι η κύρια επί της ένδικης διαφοράς, ενώ η προκείμενη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου σαφώς έπεται και υπολείπεται, είναι δε απολύτως συναφής και εξαρτημένη από την έκβαση της προαναφερθείσας και εν δυνάμει άσκοπη μετά την ολοκλήρωσή της πρώτης, επομένως, κατ’ αναγκαία και προσήκουσα εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 249 ΚΠολΔ (ΠολΠρΘεσ 3294/2016 ΕπισκΕμπΔ 2016.468, ΠολΠρΑθ 1430/2010 ΤΝΠ Νόμος), η οποία τυγχάνει εφαρμοστέα και αυτεπαγγέλτως, συντρεχουσών των προϋποθέσεών της κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δέον όπως διαταχθεί αυτεπαγγέλτως η αναβολή (αναστολή προόδου) της παρούσας δίκης μέχρι την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης επί της ως άνω αγωγής αναγνώρισης του ανυποστάτου της εν λόγω απόφασης, προς αποτροπή του κινδύνου έκδοσης αντιφατικών ή και άσκοπων αποφάσεων των δύο ως άνω Δικαστηρίων που θα επιληφθούν της ίδιας ένδικης διαφοράς μετά τον χωρισμό της υπόθεσης και της εκδίκασης της παραλλήλως κατά το αντίστοιχο επίδικο κεφάλαιο και με την αντίστοιχη προσήκουσα διαδικασία που αρμόζει επί έκαστου αυτοτελούς ενδίκου δικογράφου (ΕφΘεσ 2831/2003 Αρμ 2004.1001, ΕφΑθ 2825/2002 ΕλλΔνη 2003.560), ενώ επιπλέον έτσι προάγεται η ορθότερη εκτίμηση της κρινόμενης διαφοράς ένεκα μόρφωσης πλήρους και ασφαλούς δικανικής πεποίθησης. Επισημαίνεται, επιπλέον, προς την ίδια κατεύθυνση ότι με την αντιμετώπιση του ζητήματος περί ανυποστάτου ή μη της απόφασης αυτής θα πρέπει να ασχοληθεί σε κάθε περίπτωση το παρόν Δικαστήριο στο στάδιο ελέγχου του κατ’ ουσίαν παραδεκτού της παράστασης της καθ’ ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας στην παρούσα δίκη, ενόψει του ότι για την εκπροσώπησή της ως διαδίκου στη δίκη αυτή έχουν δηλώσει παράσταση δύο διαφορετικά ΔΣ αυτής, για τα οποία και σε σφοδρή αντιδικία μεταξύ τους έχουν παρασταθεί δύο δικηγόροι, κατά τα αρχικώς διαλαμβανόμενα στο προοίμιο της απόφασης. Πλην όμως, από το εάν θα κριθεί ή όχι αρμοδίως ανυπόστατη η προσβαλλόμενη απόφαση της ΓΣ της εταιρείας θα καθοριστεί ποιο από τα δύο ΔΣ είναι αυτό που εκπροσωπεί την εταιρεία στην προκείμενη δίκη με τον αντίστοιχο πληρεξούσιο δικηγόρο και τούτο θα επηρεάσει ευλόγως και την έκβαση της δίκης, δεδομένου ότι το «παλαιό» ΔΣ, εκπροσωπούμενο στη δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο Αναστασία Στάικου, κατέθεσε προτάσεις, με τις οποίες αποδέχεται την αίτηση πλήρως κατά το αίτημά της, ενώ το «νέο» ΔΣ που αναδείχθηκε από τη ΓΣ της 7-12-2016, εκπροσωπούμενο στη δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αριστείδη Καλαμιώτη, κατέθεσε προτάσεις, με τις οποίες αρνείται την αίτηση και ζητεί την απόρριψή της (ΚΠολΔ 261, 352, 741). Συνεπώς, είναι αντιληπτό ότι η αποσαφήνιση του ζητήματος αυτού θα παίξει καθοριστικό ρόλο, πλην όμως δεν μπορεί να γίνει παρεμπιπτόντως στην παρούσα δίκη, διότι η αγωγή αυτή εισάγεται με εσφαλμένη διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά και ελλείψει καθ’ ύλην αρμοδιότητάς του, πρέπει δε να κριθεί με την τακτική διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προκειμένου να εξοπλιστεί με δεσμευτικότητα, ισχύ δεδικασμένου και εκτελεστότητα μεταξύ των διαδίκων. Το ζήτημα δε του υποστατού της προσβαλλόμενης απόφασης είναι κρίσιμο τόσο για το ουσία παραδεκτό της παράστασης της καθ’ ης η αίτηση στην παρούσα δίκη, όσο και για το νόμω και την κατ’ ουσίαν εξέταση της αίτησης αυτής, ενόψει του ότι πρόκειται για την κύρια βάση της κρινόμενης αίτησης, σε κάθε περίπτωση, γι’ αυτό προκρίνεται ως η πλέον προσήκουσα λύση η εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ, εν προκειμένω, με βάση τα προδιαλαμβανόμενα.
Κατόπιν των ανωτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 46 εδ.α΄ ΚΠολΔ, μη χωρούσης παρεκτάσεως εν σχέσει προς την αυτεπαγγέλτως ερευνώμενη καθ’ ύλην αρμοδιότητα (ΕφΛαρ 92/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΠολΠρΑθ 233/2011, ΠολΠρΑθ 2640/2011, ΠολΠρΑθ 4079/2010, ΠολΠρΑθ 1760/2010, ΠολΠρΘεσ 9802/2009, ΜονΠρΤριπ 147/2009 Νόμος), πρέπει το παρόν Δικαστήριο να κηρύξει εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής αναγνώρισης του ανυποστάτου της από 7-12-2016 προσβαλλόμενης απόφασης της ΓΣ της καθ’ ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας, η οποία πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 51 του Ν.2172/1993), σε νέα δικάσιμο που θα προσδιορισθεί κατόπιν κατάθεσης κλήσης από τον επιμελέστερο των διαδίκων, κατά τη νέα τακτική διαδικασία, αφού τηρηθούν πλέον και οι νεοεισαχθείσες ρυθμίσεις και διαδικαστικές προϋποθέσεις (νόμιμη προδικασία) των διατάξεων των άρθρων 215, 237 ΚΠολΔ μετά την τροποποίησή τους από τον Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016, διακρατηθείσας δε κατά τους λοιπούς επιμέρους λόγους ακυρότητας της ένδικης υπόθεσης, εκτιμώμενου του δικογράφου αυτής ως αίτησης κήρυξης ακυρότητας της από 7-12-2016 προσβαλλόμενης απόφασης της ΓΣ της καθ’ ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας, εκδικαζόμενης από το παρόν αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστήριο, με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατ’ άρθρο 31 παρ.2 του Ν.959/1979 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 739επ. ΚΠολΔ, η εκδίκαση της οποίας αιτήσεως πρέπει για τους προδιαλαμβανόμενους λόγους εξάρτησης και συνάφειάς της από την προαναφερόμενη μείζονα κύρια δίκη, ως παρεπόμενη και παρακολουθηματική αυτής, να αναβληθεί κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι της έκδοσης αμετάκλητης απόφασης επί της κρινόμενης ως άνω αγωγής μεταξύ των αυτών διαδίκων, ενώ ευλόγως, αντίστοιχη θα είναι και η ένδικη πορεία των λοιπών συνεκδικαζόμενων ενδίκων βοηθημάτων (προσεπίκλησης και ανακοίνωσης δίκης-προσεπίκλησης σε παρέμβαση, που ασκήθηκαν εκ μέρους των λοιπών διαδίκων και εκκρεμούν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, λόγω της παρακολουθηματικής και παρεπόμενης φύσης τους και της εξάρτησής τους από την ένδικη έκβαση της κύριας αίτησης-αγωγής, όπως προεκτέθηκε, τηρουμένης της ιδίας νόμιμης προδικασίας που προβλέπεται και για την αγωγή, βάσει των σχετικών διατάξεων του ΚΠολΔ μετά την τροποποίησή τους με τον Ν.4335/2016 και επί των συναφών δικών και των συνεκδικαζόμενων δικογράφων στην τακτική διαδικασία, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 31, 238 και283-285 ΚΠολΔ. Τέλος, στην παρούσα δίκη ένεκα της αναστολής της εκδίκασης της κρινόμενης αίτησης κήρυξης ακυρότητας της απόφασης της ΓΣ της εταιρείας δεν πρέπει να επιβληθούν δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, επειδή η απόφαση αυτή είναι μη οριστική (ΚΠολΔ 309, 249, 191 παρ.1 – ΑΠ 1709/1995 ΕΕΝ 1997. 360, ΕφΑθ 623/1994 ΕλλΔνη 37.393, ΠολΠρΑθ 238/2011 ΤΝΠ Νόμος), ενώ ως προς την απόφαση του χωρισμού και της παραπομπής της αγωγής αναγνώρισης ανυποστάτου της απόφασης της ΓΣ της εταιρείας θα πρέπει να περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό της παρούσας, δεδομένου ότι η απόφαση με την οποία παραπέμπεται η υπόθεση να δικαστεί κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία είναι μη οριστική μόνον όταν αφορά έτερη συνεδρίαση του ιδίου Δικαστηρίου, που συνεχίζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την προσήκουσα απλώς διαδικασία ως αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (ΑΠ 1711/1980 ΝοΒ 1981.1097,1098, ΕφΠειρ 638/1992 ΑρχΝομ 1993.143-145, ΕφΑθ 11111/1991 ΕλλΔνη 1993.1635, βλ. Μακρίδου, Ειδικές διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά τον Ν.4335/2015, 2017, σελ.11-12, Σινανιώτη, Ειδικές διαδικασίες κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, γ΄ έκδ., 2008, σελ.7-8, Ποδηματά σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚΠολΔ, τ.ΙΙ, άρθρο 591, αριθ.11, ΠολΠρΘεσ 12935/2017 ΤΝΠ Νόμος), αλλά, εν προκειμένω, ενόψει του ότι η παραπεμπτική αυτή απόφαση οφείλεται και σε λόγο καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου τούτου, κατ’ άρθρο 46 ΚΠολΔ, είναι οριστικού χαρακτήρα και επιδέχεται της καταδίκης των διαδίκων σε πληρωμή δικαστικών εξόδων (ΕφΑθ 1514/1999 Αρμ 1999.1580 ,ΕφΑθ 4322/1995 Δ1996.1186, ΕφΘεσ 1824/1994 ΑρχΝ 1995.769), πλην όμως, κρίνεται ότι η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφιστεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στην παρούσα δίκη, κατά διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ
κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων: 1) την από 12-5-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 5244/2017 και ΕΑΚ 2550/2017 αίτηση του Α. Κ. Π. Α. κατά της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …, 2) την από 29-9-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 10405/2017 και ΕΑΚ 5129/2017 προσεπίκληση σε δίκη του αιτούντος Α. Κ. Π. Α. κατά των: α) Γ. Λ. Ι., β) Δ. Θ. Ε. και γ) Σ. Φ. Α. και 3) την από 6-11-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 11768/2017 και ΕΑΚ 5809/2017 ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση σε παρέμβαση, των: α) Γ. Λ. Ι., β) Δ. Θ. Ε. και γ) Σ. Φ. Α. κατά των: α) Θ. Σ. Δ., β) Μ. Σ. Δ., γ) Α. Δ. Σ., δ) Δ. Π. Σ., και ε) …. ΧΩΡΙΖΕΙ,από το ενιαίο δικόγραφο της αίτησης, την αγωγή αναγνώρισης ανυποστάτου της από 7-12-2016 απόφασης της έκτακτης γενικής συνέλευσης της καθ’ ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας από την από 12-5-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 5244/2017 και ΕΑΚ 2550/2017 αίτηση του Α. Κ. Π. Α. κατά της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …, μαζί με την ως άνω προσεπίκληση σε δίκη και της ως άνω ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση σε παρέμβαση, στην έκταση που αφορούν το ίδιο ζήτημα με την αγωγή.ΚΗΡΥΣΣΕΙ εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της ως άνω αγωγής του Α. Κ. Π. Α. κατά της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …, περί αναγνώρισης ανυποστάτου απόφασης, της ως άνω προσεπίκλησης σε δίκη και της ως άνω ανακοίνωσης δίκης-προσεπίκλησης σε παρέμβαση αναφορικά με την προσβολή της επίδικης από 7-12-2016 απόφασης της έκτακτης γενικής συνέλευσης της ναυτικής εταιρείας, στην έκταση που αφορούν το ίδιο ζήτημα με την αγωγή, για το ενιαίο της δικανικής κρίσης. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση ως προς την αγωγή αυτή -και για το ενιαίο της δικανικής κρίσης λόγω πρόδηλης συνάφειας και εξάρτησής τους-και την ως άνω προσεπίκληση σε δίκη και την ως άνω ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση σε παρέμβαση αναφορικά με την προσβολή της επίδικης από 7-12-2016 απόφασης της έκτακτης γενικής συνέλευσης της ναυτικής εταιρείας, στην έκταση που αφορούν το ίδιο ζήτημα με την αγωγή, προς συνεκδίκασή τους ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστηρίου, που είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών,) σε νέα δικάσιμο που θα προσδιορισθεί με την κατάθεση κλήσης από τον επιμελέστερο των διαδίκων, κατά τη νέα τακτική διαδικασία, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τον Ν.4335/2015. ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 12-5-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 5244/2017 και ΕΑΚ 2550/2017 αίτηση του Α. Κ. Π. Α. κατά της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …, περί κήρυξης της ακυρότητας της επίδικης από 7-12-2016 απόφασης της έκτακτης γενικής συνέλευσης της καθ’ ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας, την ως άνω προσεπίκληση σε δίκη και την ως άνω ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση σε παρέμβαση, στην έκταση που αφορούν το ίδιο ζήτημα με την ως άνω υπό κρίση αίτηση, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση της υπόθεσης αναφορικά με την από 12-5-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 5244/2017 και ΕΑΚ 2550/2017 αίτηση του Α. Κ. Π. Α. κατά της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …, περί κήρυξης της ακυρότητας της επίδικης από 7-12-2016 απόφασης της έκτακτης γενικής συνέλευσης της καθ’ ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας, την ως άνω προσεπίκληση σε δίκη και την ως άνω ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση σε παρέμβαση, στην έκταση που αφορούν το ίδιο ζήτημα με την ως άνω υπό κρίση αίτηση, μέχρι να περατωθεί με την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της δίκης που έχει εγερθεί με την άσκηση και παραπομπή της ως άνω αγωγής του Α. Κ. Π. Α. κατά της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …, περί αναγνώρισης ανυποστάτου της επίδικης από 7-12-2016 απόφασης της έκτακτης γενικής συνέλευσης της ναυτικής εταιρείας, της ως άνω προσεπίκλησης σε δίκη και της ως άνω ανακοίνωσης δίκης-προσεπίκλησης σε παρέμβαση, στην έκταση που αφορούν το ίδιο ζήτημα με την αγωγή, οι οποίες παραπέμπονται προς συνεκδίκασή τους ενώπιον του αρμοδίου κατά τόπο και καθ’ ύλην Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την νέα τακτική διαδικασία.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 21-1-2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ