ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 3507/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 17η Σεπτεμβρίου 2019 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α) ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ – ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: 1) Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «….», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) …, με Α.Φ.Μ. …, 3) …, με Α.Φ.Μ. …, 4) …, με Α.Φ.Μ. …, και 5) …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκων …, που εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ευγενία Στάμου (ΑΜΔΣΑ 26003), η οποία κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/16.09.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ – ΚΑΘ’ ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως μη δικαιούχος διάδικος, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 και της υπ’ αριθ. …/2017 Πράξης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, που ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…» και με διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, καθολικής διαδόχου της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «….», λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη (ΦΕΚ 2950/Α.Ε. και Ε.Π.Ε./26.04.2000, ΦΕΚ 3173/Α.Ε. ΚΑΙ Ε.Π.Ε./10.05.2000), που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κοσμά Τσαούσογλου (ΑΜΔΣΑ 38427), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/16.09.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Οι καλούντες – ανακόπτοντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπής ζήτησαν να γίνουν δεκτά το από 10.12.2014 δικόγραφο της ανακοπής και το από 10.05.2018 δικόγραφο των πρόσθετων λόγων της, που είχαν κατατεθεί στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίστοιχα, με Γ.Α.Κ. 138797/2014 και Α.Κ. 19529/2014 και με Γ.Α.Κ. 45429/2018 και Ε.Α.Κ. 4554/2018. Επί της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων της, που συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία) κατά τη δικάσιμο της 5ης.06.2018, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 14273/2018 απόφαση, με την οποία το παραπάνω Δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε τις υποθέσεις, κηρύχθηκε αναρμόδιο για την εκδίκασή τους για τον λόγο που αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης και παρέπεμψε αυτές προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο. Ήδη, με την από 15.02.2019 με Γ.Α.Κ. 1630/2019 και με Ε.Α.Κ. 785/2019 κλήση των καλούντων – ανακοπτόντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους ανακοπής, οι ως άνω υποθέσεις εισάγονται προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατόπιν αναβολής από την αρχική δικάσιμο της 9ης.04.2019, και εγγράφηκαν στο πινάκιο.
Β) ΤΩΝ ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: 1) Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «….», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) …, με Α.Φ.Μ. …, 3) …, με Α.Φ.Μ. …, 4) …, με Α.Φ.Μ. …, και 5) …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκων …, που εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ευγενία Στάμου (ΑΜΔΣΑ 26003), η οποία κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/16.09.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως μη δικαιούχος διάδικος, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 και της υπ’ αριθ. …/2017 Πράξης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, που ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…» και με διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, καθολικής διαδόχου της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «….», λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη (ΦΕΚ 2950/Α.Ε. και Ε.Π.Ε./26.04.2000, ΦΕΚ 3173/Α.Ε. ΚΑΙ Ε.Π.Ε./10.05.2000), που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κοσμά Τσαούσογλου (ΑΜΔΣΑ 38427), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/16.09.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Οι ασκούντες την από 10.12.2014 ανακοπή ζητούν να γίνει δεκτό το δικόγραφο των από 01.03.2019 πρόσθετων λόγων της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Πρωτοδικείου με Γ.Α.Κ. 2124/2019 και με Ε.Α.Κ. 1021/2019, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά από αναβολή από την αρχική δικάσιμο της 9ης.04.2019, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Οι υποθέσεις συνεκφωνήθηκαν και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 46 εδ. α’ και β’ ΚΠολΔ, «Αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν τελεσιδικήσει, είναι υποχρεωτική, τόσο για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή». Κατά την προκριτέα άποψη, από την προαναφερόμενη διάταξη του εδαφίου β’ του παραπάνω άρθρου συνάγεται ότι η δέσμευση του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή από την τελεσίδικη απόφαση παραπομπής, δεν αποκλείει, χωρίς να δημιουργεί δικονομικό απαράδεκτο, την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο της παραπομπής, στο οποίο αυτοδικαίως έχει μετατεθεί η εκκρεμοδικία, πριν από την τελεσιδικία της απόφασης παραπομπής. Επομένως, το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή και εισάγεται προς συζήτηση η υπόθεση μπορεί ν’ αποφανθεί για τη δική του αρμοδιότητα και ακόμη, όχι μόνο να δικάσει την υπόθεση, αλλά και να την αναπέμψει στο δικαστήριο που την παρέπεμψε, καθώς και να την παραπέμψει περαιτέρω σε άλλο δικαστήριο (Βλ. ΕΠ 59/2016, ΕΘ 168/2012, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS, ΕΑ 513/1997 ΕλλΔνη 1997.1604). Πάντως, η εισαγωγή από τον ένα διάδικο της αγωγής (ή ανακοπής) με κλήση στο δικαστήριο, στο οποίο αυτή έχει παραπεμφθεί, συνιστά σιωπηρή αποδοχή της παραπεμπτικής απόφασης και, επομένως, παραίτηση από το δικαίωμα για άσκηση έφεσης τόσο για τον επισπεύδοντα τη συζήτηση, όσο και για τον αντίδικό του, εφόσον αυτός δεν αντιλέγει (Βλ. ΕΔωδ 185/2009 ΤΝΠ NOMOS, ΕΠατρ 719/2003 AXANOM 2004.267, ΠΠΑ 133/2014 ΤΝΠ NOMOS). Η παραίτηση αυτή είναι έγκυρη και χωρίς να τηρηθεί ο προβλεπόμενος με το άρθρο 297 ΚΠολΔ τύπος (Βλ. ΟλΑΠ 626/1980). Στην προκειμένη περίπτωση νόμιμα εισάγονται για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 15.02.2019 με Γ.Α.Κ. 1630/2019 και με Ε.Α.Κ. 785/2019 κλήση των καλούντων – ανακοπτόντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους ανακοπής η από 10.12.2014 ανακοπή και οι από 10.05.2018 πρόσθετοι λόγοι της, κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 14273/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το Δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων τα ως άνω (ανακοπή και πρόσθετους λόγους), κηρύχθηκε αναρμόδιο για την εκδίκασή τους για τον λόγο που αναφέρεται στο σκεπτικό της και παρέπεμψε αυτές προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, καθώς, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η ως άνω παραπεμπτική απόφαση, σε βάρος της οποίας οι διάδικοι δεν ισχυρίζονται ότι έχει ασκηθεί έφεση, κατέστη ήδη τελεσίδικη με την αποδοχή της από τους διαδίκους, καθώς με επιμέλεια των καλούντων – ανακοπτόντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους ανακοπής εισάγεται η υπόθεση προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο, χωρίς να αντιλέγει ειδικά προς τούτο η καθ’ ης η κλήση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου των προτάσεων της τελευταίας.
Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν: α) H από 10.12.2014 ανακοπή, που είχε κατατεθεί στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με Γ.Α.Κ. 138797/2014 και Α.Κ. 19529/2014, β) Οι από 10.05.2018 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, που είχαν κατατεθεί στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με Γ.Α.Κ. 45429/2018 και Ε.Α.Κ. 4554/2018, και γ) Οι από 01.03.2019 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με Γ.Α.Κ. 2124/2019 και με Ε.Α.Κ. 1021/2019, που πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, καθώς υπάγονται στην ίδια διαδικασία και από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων της (άρθρα 246, 585 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 4055/2012, «Η άσκηση της ανακοπής, η συζήτηση της οποίας προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός εξήντα (60) ημερών ή εντός ενενήντα (90) ημερών αν ο διάδικος διαμένει στην αλλοδαπή ή έχει άγνωστη διανομή, και εκδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ», ενώ κατά το άρθρο 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 19 παρ. 4 του Ν. 4055/2012, «Στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση των ανακοπών εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ». Στο άρθρο 14 της Αιτιολογικής Έκθεσης του παραπάνω νόμου προτείνεται ότι η ανακοπή θα συζητηθεί εντός εξήντα ημερών με τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων και η απόφαση θα εκδοθεί εντός εξήντα ημερών από τη συζήτηση, ότι με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται όχι μόνο η επιτάχυνση των σχετικών δικών αλλά επέρχεται η αποσυμφόρηση των υποθέσεων και ότι τα ίδια ισχύουν και για τις ανακοπές του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Στο δε άρθρο 19 της ίδιας Αιτιολογικής Έκθεσης προτείνεται η συντόμευση της εκδίκασης των ανακοπών κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης με την προσθήκη της παραγράφου 3 στο άρθρο 937 ΚΠολΔ, δηλαδή με εφαρμογή του άρθρου 643 ΚΠολΔ ανεξάρτητα από το είδος της εκτελούμενης αξίωσης, αποσκοπώντας στην ταχύτατη απονομή της δικαιοσύνης και στην εκδίκαση των διαφορών που προκύπτουν από τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού διαφορετικά παραβιάζεται σε βάρος του δανειστή η αρχή της ισότητας στη διαδικασία παροχής έννομης προστασίας. Με βάση τα παραπάνω, σκοπός του νομοθέτη είναι η επιτάχυνση των δικών που ανοίγονται με τις ανακοπές κατά διαταγής πληρωμής και κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης και προς τούτο θεσπίστηκε με τις προαναφερόμενες τροποποιήσεις ο σύντομος προσδιορισμός τους και η κατά την εκδίκασή τους εφαρμογή των κανόνων των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ, ανεξάρτητα από το είδος και τη φύση της απαίτησης. Όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με τις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 2 και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους και την τροποποίησή τους, αντίστοιχα, με το Ν. 4055/2012 εφαρμόζονται άνευ ετέρου οι διατάξεις των άρθρων 635 επ. ΚΠολΔ της ειδικής διαδικασίας των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, όπως αυτές ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.07.2015), ούτε ότι καθιερώνεται αυτοτελής ειδική διαδικασία, διότι τα άρθρα 643 και 591 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ, στα οποία αυτές παραπέμπουν, ρυθμίζουν μόνο την προθεσμία κλήτευσης και τη συζήτηση στο ακροατήριο και αφήνουν αρρύθμιστα ζητήματα, όπως η εγγραφή στο πινάκιο, η άσκηση ένδικων μέσων και η διαδικασία ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων. Εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε να θεσπίσει τέτοιου είδους μεταβολές και να ισχύσει ανεξαιρέτως η ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (635 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015) σε όλες τις ανακοπές κατά διαταγής πληρωμής και κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, ανεξάρτητα από το είδος της απαίτησης, θα το ρύθμιζε ρητά και δεν θα ανέφερε μόνο τις διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής και κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, εκτός εάν η απαίτηση για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής ή εν γένει ο εκτελεστός τίτλος δικάζεται με ειδική διαδικασία, οπότε με τη διαδικασία αυτή θα εκδικαστεί και η ανακοπή, σε κάθε όμως περίπτωση, με τις αποκλίσεις που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση με την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους της οι ανακόπτοντες ζητούν να ακυρωθούν: α) η υπ’ αριθ. …/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώνονται να καταβάλουν στην τράπεζα «…», εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 518.177,60 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, ποσού 8.810 ευρώ, για απαίτηση που πηγάζει από σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, και β) η από 20.11.2014 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε στο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής. Με αυτό το περιεχόμενο, η ανακοπή, με την οποία παραδεκτά σωρεύονται ανακοπές των άρθρων 632 και 933 ΚΠολΔ (άρθρα 218 παρ. 1, 585 παρ. 1 ΚΠολΔ), αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 46 εδ. β’ ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, με βάση το άρθρο 591 παρ. 6 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η εκδίκαση της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων της κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία με τις αποκλίσεις των διατάξεων των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις αυτές ίσχυαν κατά τον χρόνο κατάθεσης της ανακοπής (15.12.2014), δηλαδή πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015. Περαιτέρω, η ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 1 και 934 παρ. 1 περ. α’ και β’ ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015, καθώς επικυρωμένο αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής με την κάτωθι αυτού προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στους ανακόπτοντες την 15.12.2014 (στην πρώτη ανακόπτουσα) και την 25.11.2014 (στους λοιπούς ανακόπτοντες), όπως προκύπτει από τις προσαγόμενες υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών, …, και η ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών την 15.12.2014 και επιδόθηκε την 16.12.2014 (Βλ. την υπ’ αριθ. …’/16.12.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Πειραιώς, …). Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής έχουν παρακολουθηματικό χαρακτήρα, ώστε ως προς αυτούς να εφαρμόζεται το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο άσκησης της ανακοπής, οι από 10.05.2018 και από 01.03.2019 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα, με βάση το άρθρο 585 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε πριν την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, καθώς τα δικόγραφα των πρόσθετων λόγων κατατέθηκαν, αντίστοιχα, στη γραμματεία των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς την 11.05.2018 και την 07.03.2019, και επιδόθηκαν την 11.05.2018 (Βλ. την υπ’ αριθ. …/11.05.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …) και την 08.03.2019 (Βλ. την υπ’ αριθ. …/08.03.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, …). Πρέπει, επομένως, η ανακοπή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, και, στη συνέχεια να ερευνηθούν οι πρόσθετοι λόγοι της.
1) Σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 6 και 8 του N. 2251/1994 και 181, 200 και 371 ΑΚ: «6. Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται 7…8. Ο προμηθευτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί» (άρθρο 2 παρ. 6 και 8 του Ν. 2251/1994), «η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος» (άρθρο 181 ΑΚ), «οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη» (άρθρο 200 ΑΚ) και «αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλόμενους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν γίνεται με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, πρέπει να γίνεται από το δικαστήριο» (άρθρο 371 ΑΚ). Από τις παραπάνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις προκύπτει ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ’ αυτήν ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται κατ’ αρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης, κατά το άρθρο 200 ΑΚ. Ως εκ τούτου, όταν ο όρος δανειακής σύμβασης που αφορά το κυμαινόμενο επιτόκιο και τον τρόπο αναπροσαρμογής του είναι ασαφής, τότε η σύμβαση αυτή πάσχει από μερική ακυρότητα, δηλαδή μόνον ως προς αυτόν τον όρο της. Η πλήρωση του αναφυόμενου κενού θεραπεύεται με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 371 ΑΚ και την ιδέα της «δίκαιης κρίσης» που διέπει το εν λόγω άρθρο, με στόχο τη δίκαιη επαναφορά της συμβατικής ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Έτσι, η αναπροσαρμογή του κυμαινόμενου επιτοκίου γίνεται σύμφωνα με τα ορθά κριτήρια, κατόπιν σχετικής συμφωνίας των μερών, διαφορετικά γίνεται από το δικαστήριο (άρθρο 371 ΑΚ). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 585 παρ. 2, 632 και 633 ΚΠολΔ, λόγο ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής αποτελεί και η επίκληση ουσιαστικής ένστασης (διακωλυτικής ή αποσβεστικής εν όλω ή εν μέρει), εξαιτίας της οποίας, όταν εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, είτε είχε καταλυθεί η οφειλή την οποία αυτή αφορά είτε ήταν άκυρη η δικαιοπραξία από την οποία πήγαζε. Στην περίπτωση αυτή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ένστασης) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας, αφού κανένας λόγος, νομικός ή άλλος, δεν επιβάλλει την καθολική ακύρωσή της. Ενόψει όλων αυτών, επί διαταγής πληρωμής την οποία πέτυχε μία τράπεζα με βάση σύμβαση δανείου συναφθείσα μεταξύ αυτής και του καθ’ ου η διαταγή (δανειολήπτη), ο οποίος με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ προβάλλει ότι η δανειακή σύμβαση πάσχει ως προς έναν ή περισσότερους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) από ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας, η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του λόγου της, ο οποίος στηρίζεται στην προαναφερόμενη ένσταση, επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωσή της και, συγκεκριμένα, μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ή των ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (Βλ. ΑΠ 105/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής, όπως το περιεχόμενό του εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, επικαλούμενοι ότι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί οι όροι που περιλήφθηκαν στην από 31.01.2000 σύμβαση δανείου και την από 14.09.2000 πρόσθετη πράξη της, με βάση τους οποίους προβλέφθηκε το δικαίωμα της τράπεζας να καθορίζει ελεύθερα το επιτόκιο και να μεταβάλει αυτό μονομερώς, με κριτήρια ασαφή και αδιαφανή. Ότι, ειδικότερα, είναι άκυροι ως καταχρηστικοί οι ακόλουθοι όροι: Α) Ο όρος 1.2 της αρχικής σύμβασης που ορίζει ότι: «Η Τράπεζα σε όλη τη διάρκεια της ισχύος της παρούσας συμβάσεως διατηρεί το δικαίωμα περιοδικής αναπροσαρμογής, δι’ αυξομειώσεως του παραπάνω επιτοκίου ή του τρόπου υπολογισμού τους, χωρίς σύμπραξη του πιστούχου. Οι αναπροσαρμογές αυτές θα γίνονται κάθε φορά ενόψει και των συνθηκών της αγοράς ή και βάσει τραπεζικών κριτηρίων…», Β) Ο όρος 2.1 της αρχικής σύμβασης που ορίζει ότι: «…Τα ανωτέρω επιτόκια θα προσαυξάνονται κατά 4 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως. Το επιπλέον αυτό ποσοστό (περιθώριο), θα δικαιούται η Τράπεζα να το αναπροσαρμόζει μονομερώς, κατά την ελεύθερη κρίση της και θα γνωστοποιείται εγγράφως στον πιστούχο…», Γ) Ο όρος 3.1 της αρχικής σύμβασης που ορίζει ότι: «Η Τράπεζα επιφυλάσσεται του δικαιώματος αυξομειώσεως των παραπάνω εκατοστιαίων μονάδων», Δ) Ο όρος 6.4 της αρχικής σύμβασης που ορίζει ότι: «Η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα της περιοδικής αναπροσαρμογής, ήτοι της αυξήσεως ή μειώσεως του ελάχιστου δανειστικού επιτοκίου, χωρίς τη σύμπραξη του πιστούχου. Η αναπροσαρμογή του ελάχιστου δανειστικού επιτοκίου θα γίνεται κάθε φορά ανάλογα με τις συνθήκες της χρηματαγοράς και το κόστος του χρήματος για την Τράπεζα…», Ε) Ο όρος 6.5 της αρχικής σύμβασης που ορίζει ότι: «Η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα, λαμβάνουσα υπόψη τα εκάστοτε οικονομικά στοιχεία του πιστούχου και την αποδοτικότητα της ευρύτερης μ’ αυτόν συνεργασίας, γεγονότα οικονομικής φύσεως που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων και η αύξηση του κόστους του χρήματος γενικότερα και ειδικότερα στη διατραπεζική αγορά, τα οποία επιβάλλουν σ’ αυτή αλλαγή της πιστωτικής πολιτικής και του ύψους των επιτοκίων, να αυξάνει, να μειώνει ή να καταργεί το ισχύον κάθε φορά περιθώριο», και ΣΤ) Ο όρος 2.3 της πρόσθετης πράξης που ορίζει ότι: «…Το ως άνω οριζόμενο περιθώριο θα δικαιούται η Τράπεζα να το αναπροσαρμόζει μονομερώς κατά την ελεύθερη κρίση της…». Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής, κατά το πρώτο σκέλος του, τυγχάνει απαράδεκτος λόγω αοριστίας και ως εκ τούτου απορριπτέος, προεχόντως διότι οι ανακόπτοντες, παρόλο που επικαλούνται μερική ακυρότητα της σύμβασης δανείου, από την οποία πηγάζουν οι απαιτήσεις για τις οποίες εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, δεν εκθέτουν ότι η υποθετική βούληση των συμβαλλομένων κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης θα ήταν αυτή να μην ισχύσει, εάν οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν την ακυρότητα των παρατιθέμενων όρων, με βάση τους οποίους προβλέφθηκε το δικαίωμα της τράπεζας να καθορίζει το επιτόκιο (πρβλ. ΑΠ 772/2014, ΕΘρ 21/2017, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου Κώδικα και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 245/2016, ΑΠ 1652/2014). Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 1/2017, ΑΠ 991/2007, ΑΠ 339/2006), βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζήτησης, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 370/2012). Με την ανακοπή αυτή ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 259/2002). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαίτησης, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστή στοιχεία), είτε γνήσιων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 624 βεβαιότητα της αξίωσης και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (ΑΠ 911/2005). Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ’ αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1943/2017). Ειδικότερα, σε περίπτωση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, στην περίπτωση δε αυτή φέρει και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 916/2002). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 2210/2013), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (Βλ. ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 904, 915 και 916 ΚΠολΔ συνάγεται ότι δεν μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση με βάση εκτελεστό τίτλο, όπως, κατά το άρθρο 904 ΚΠολΔ, είναι και η διαταγή πληρωμής, αν από τον τίτλο δεν προκύπτει το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης. Δεν είναι βέβαιη η απαίτηση όταν από τον τίτλο προκύπτει ότι αυτή τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, πριν την πλήρωση της αίρεσης ή την πάροδο της προθεσμίας, αφού μέχρι τη συντέλεση των γεγονότων αυτών δεν υφίσταται υποχρέωση του οφειλέτη και αντίστοιχο δικαίωμα του δανειστή προς ικανοποίηση του οποίου αποσκοπεί η αναγκαστική εκτέλεση. Η πλήρωση της αίρεσης ή η πάροδος της προθεσμίας, εφόσον στην τελευταία περίπτωση δεν μπορεί να βρεθεί ημερολογιακά, πρέπει να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, που έχει αποδεικτική δύναμη, έναντι του οφειλέτη, σύμφωνα με τα άρθρα 432 επ. του ΚΠολΔ, και το οποίο πρέπει να επιδίδεται στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, ως συμπλήρωμα του εκτελεστού τίτλου, μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση, προκειμένου αυτός να μπορεί να εναντιωθεί, ασκώντας ανακοπή κατά της εκτέλεσης. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον τίτλο προκύπτει κατά ποσόν και ποιόν, είναι δε εκκαθαρισμένη η χρηματική απαίτηση όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (Βλ. ΑΠ 1543/2014 ΤΝΠ NOMOS). Η απαίτηση του δανειστή πρέπει να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, παρέχεται δε στον οφειλέτη, όταν εκδόθηκε σε βάρος του διαταγή πληρωμής ή επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση προς είσπραξη χρηματικών απαιτήσεων, με ανακοπή του, κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ή αντίστοιχα κατά το 933 ΚΠολΔ, να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι το ποσό της απαίτησης, όπως αυτή προσδιορίζεται από την αιτούσα την έκδοση διαταγής πληρωμής, δεν είναι εκείνο που προκύπτει ως οφειλόμενο, και δεν οφείλεται κανένα ποσό ή οφείλεται μικρότερο εκείνου που δηλώνει η αιτούσα. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής, όπως το περιεχόμενό του εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, επικαλούμενοι ότι η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής δεν είναι εκκαθαρισμένη, διότι ενσωματώνει τόκους που επιβλήθηκαν με βάση τους άκυρους ως καταχρηστικούς όρους που περιλήφθηκαν στην από 31.01.2000 σύμβαση δανείου και την από 14.09.2000 πρόσθετη πράξη της (και παρατίθενται παραπάνω στο πλαίσιο της έρευνας του πρώτου σκέλους της ανακοπής), με βάση τους οποίους προβλέφθηκε το δικαίωμα της τράπεζας να καθορίζει ελεύθερα το επιτόκιο και να μεταβάλει αυτό μονομερώς, με κριτήρια ασαφή και αδιαφανή. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής, κατά το δεύτερο σκέλος του, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι οι ανακόπτοντες αμφισβητούν γενικά την ορθότητα του χρεωστικού καταλοίπου, χωρίς να προσβάλλουν συγκεκριμένο κονδύλιο του τηρηθέντος λογαριασμού, και χωρίς να προσδιορίζουν το ποσό με το οποίο επιβαρύνθηκαν εξαιτίας του υπολογισμού των τόκων, με βάση τους σχετικούς όρους της σύμβασης και της πρόσθετης πράξης της, ούτε το ποσό στο οποίο θα έπρεπε να είχε διαμορφωθεί το χρεωστικό κατάλοιπο και τελικά η οφειλή τους.
2) Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής, όπως το περιεχόμενό του εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, για τον λόγο ότι στην επίδικη σύμβαση, η οποία αποτέλεσε την αιτία για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, συμπεριλήφθηκαν οι ακόλουθοι όροι, οι οποίοι, κατά τους ισχυρισμούς τους, είναι άκυροι, ως αντικείμενοι στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 περ. κζ’ και κη’ του Ν. 2251/1994, και, συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι στην επίδικη σύμβαση περιλήφθηκαν οι ακόλουθοι άκυροι όροι: Α) Ο όρος 5.9 της σύμβασης δανείου που ορίζει ότι: «Απόσπασμα που θα εξάγει η Τράπεζα από τα βιβλία της, και που θα εμφανίζει την κίνησή του ή των λογαριασμών της πιστώσεως, σε περίπτωση δε αναγνωρίσεως από την τελευταία αναγνώριση του πιστούχου και μετά, αποτελεί πλήρη απόδειξη του ποσού που οφείλει ο πιστούχος στην Τράπεζα από το κλείσιμο του ή των λογαριασμών του, ο δε πιστούχος αναγνωρίζει από τώρα κάθε οφειλή του που θα αποδεικνύεται με τον τρόπο αυτό και παραιτείται ρητά από κάθε δικαίωμά του να την αμφισβητήσει για οποιοδήποτε λόγο ή αιτία», Β) Ο όρος 9.5 της σύμβασης δανείου που ορίζει ότι: «Συμφωνείται ότι η παράλειψη του πιστούχου να γνωστοποιήσει στην Τράπεζα εγγράφως μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ταχυδρόμηση προς αυτόν αντιγράφου του λογαριασμού ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου, τυχόν αντιρρήσεις ή διαφωνία του, θεωρείται ως αναγνώριση από τον πιστούχο της ακρίβειας του λογαριασμού ή του εγγράφου που του ταχυδρομήθηκε», Γ) Ο όρος 9.1 της δανειακής σύμβασης που ορίζει ότι: «Στο τέλος κάθε τριμήνου η Τράπεζα θα αποστέλλει στον πιστούχο αντίγραφο του ή των λογαριασμών που θα αποδεικνύουν την κίνησή τους κατά το τρίμηνο αυτό, καθώς και το υπόλοιπο που θα προκύπτει κάθε τρίμηνο κατά το περιοδικό κλείσιμό τους.(…) Ο πιστούχος οφείλει, αφού ελέγξει τα κονδύλια του λογαριασμού, να αναγνωρίσει το υπόλοιπό του», Δ) Ο όρος 9.2 της δανειακής σύμβασης που ορίζει ότι: «Ο πιστούχος συμφωνεί ότι οφείλει μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το τέλος κάθε τριμήνου να γνωστοποιεί εγγράφως κατά τρόπο που να εξασφαλίζει απόδειξη, ότι δεν έλαβε αντίγραφο του ή των λογαριασμών ή ότι δεν διαφωνεί με το περιεχόμενο του αντιγράφου που παρέλαβε», και Ε) Ο όρος 9.4 της δανειακής σύμβασης, με βάση τον οποίο: «Ρητά συμφωνείται ότι τα αντίγραφα ή τα αποσπάσματα από τα βιβλία της Τραπέζης που εμφανίζουν την κίνηση του ή των λογαριασμών της πιστώσεως (…) αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της Τραπέζης». Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος της ανακοπής είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι οι ανακόπτοντες δεν εκθέτουν τις συνέπειες της συνομολόγησης των παραπάνω όρων στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης, και, ειδικότερα, δεν εκθέτουν εάν ενεργοποιήθηκαν οι ως άνω όροι, και σε καταφατική περίπτωση, εάν η ενεργοποίησή τους επέδρασε στη διαμόρφωση του χρεωστικού σε βάρος τους καταλοίπου (με πλασματική αναγνώριση υπολοίπου κατά το προσωρινό ή οριστικό κλείσιμο), ούτε αναφέρουν ποιο είναι το κατ’ αυτούς ορθό ύψος της οφειλής, όπως αυτό διαμορφώνεται σε σχέση με την πλασματική αναγνώριση και τη στέρηση της δυνατότητάς τους να εναντιωθούν (πρβλ. ΜονΕΘ 2613/2017, ΜονΕΠ 401/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Επίσης, κατά το σκέλος που προβάλλεται η αιτίαση ότι ο Δικαστής που εξέδωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δεν προέβη αυτεπαγγέλτως σε έρευνα της καταχρηστικότητας των παραπάνω παρατιθέμενων όρων, αλλά και της αιτίασης περί παραβίασης της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, ο λόγος της ανακοπής είναι, επίσης, απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι οι ανακόπτοντες δεν εκθέτουν εάν ενεργοποιήθηκαν οι όροι αυτοί και, σε καταφατική περίπτωση, εάν η ενεργοποίηση των όρων αυτών επηρέασε τη διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης και του τελικά οφειλόμενου ποσού.
3) Με την Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης.2.1998 «σχετικά με την τροποποίηση της Οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη», το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες. Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ’ αριθ. Ζ1-178/13.2.2001 των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 255 Β/9.3.2001) και την ΥΑ υπ’ αριθ. Ζ1-798/25.6.2008 του υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1353 Β/11.7.2008), από τις οποίες η πρώτη δεν αφορά επαγγελματικά αλλά καταναλωτικά δάνεια και ειδικότερα τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη, στην παρ. 1 περ. στ’ της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 1331/2012). Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 23-4-2008 «για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου», με βάση την οποία εκδόθηκε η ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-6-2017), σκοπός της οποίας είναι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της, «η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου». Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, στο άρθρο 2 της ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται ότι οι διατάξεις αυτής εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης, πλην όμως ρητά εξαιρούνται πολλές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και «οι συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000 ευρώ», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται οι ορισμοί, που ισχύουν για την εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ, ως «καταναλωτής» θεωρείται «κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του». Εξάλλου, με το άρθρο 24 αυτής, καταργήθηκε από την έναρξης ισχύος της η κοινή υπουργική απόφαση Φ1983/1991 (ΦΕΚ 172 Β’), όπως τροποποιήθηκε από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις Φ15353/1994 (ΦΕΚ 947 Β’) και Ζ1178/2001 (ΦΕΚ 255 Β’). Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι και η ανωτέρω ΚΥΑ αφορά μόνον καταναλωτικά δάνεια, με την προϋπόθεση μάλιστα οι σχετικές δικαιοπραξίες να καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής αυτής, και όχι επαγγελματικά, όπως είναι σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Περαιτέρω, ο Γ.Ο.Σ που προβλέπει ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ’ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του δανειολήπτη, ο οποίος πλέον -όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών- για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με κατά 1,3889% περισσότερο τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ’ επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής Οδηγίας 2008/48/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23.6.2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-6-2017) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 430/2005). Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 Ν. 2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη, ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά ούτε και από την υπ’ αριθ. 30/14.2.2000 (ΦΕΚ Α’ 43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, αφού οι ανωτέρω διατάξεις δεν αφορούν τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του Ν. 2251/1994, και, συνεπώς, είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με τις τράπεζες, δεδομένου ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις αναφέρεται στο επιτόκιο Euribor, το οποίο αποτελεί το μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στον χώρο της Ευρωζώνης, ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ επί τη βάση των ανακοινώσεων επιλεγμένων τραπεζών, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις υποχρεωτικές καταθέσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, καταργώντας τη μέχρι τότε διάκριση μεταξύ εντόκου και ατόκου τμήματος των εν λόγω καταθέσεων, και όρισε ότι το επιτόκιο θα καθορίζεται με πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, οι δε τόκοι θα λογίζονται με βάση το έτος των 360 ημερών και θα καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στις καταθέτριες τράπεζες τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος εκάστης περιόδου τήρησης. Πάντως, η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωση αυτής κατά το μέρος που η ακυρότητα του Γ.Ο.Σ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (Βλ. ΑΠ 368/2019, ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της ανακοπής, όπως το περιεχόμενό του εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, επικαλούμενοι ότι οι αναφερόμενοι όροι της επίδικης σύμβασης δανείου και των πρόσθετων σ’ αυτήν πράξεων που προβλέπουν ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούουν στην αρχή της διαφάνειας του άρθρου 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994, καθώς και ότι λόγω του υπολογισμού αυτού η επιβάρυνση ανέρχεται σε 1,3889% ανά ημέρα, με αποτέλεσμα το επιτασσόμενο ποσό να είναι ανεκκαθάριστο και να θίγεται η αρχή της έγγραφης απόδειξης. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι δεν προσδιορίζεται με ποιο ποσό επιβαρύνθηκε η επιτασσόμενη απαίτηση εξαιτίας του υπολογισμού με βάση έτος 360 ημερών σε σχέση με τον υπολογισμό τόκων με βάση έτος 365 ημερών (Βλ. ΜονΕΘ 2613/2017, ΜονΕΔωδ 45/2017, ΜονΕΠ 638/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), ενόψει, μάλιστα, του ότι η τυχόν ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής θα επέφερε μόνο τη μερική ακύρωση αυτής, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω. 4) Σύμφωνα με το άρθρο 623 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφου εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ενώ κατά το άρθρο 624 παρ. 1 ΚΠολΔ, «η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνο αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρημάτων ή χρεογράφων που οφείλεται είναι ορισμένο», δηλαδή εκκαθαρισμένο. Είναι δε εκκαθαρισμένο το ποσό της απαίτησης και όταν αυτό δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων. Περαιτέρω, με το άρθρο 30 παρ. 1 του Ν. 2789/2000 «Προσαρμογή του ελληνικού δικαίου με την οδηγία 98/26/ΕΚ της 19.5.1998», όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 47 του Ν. 2873/2000 και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 42 του Ν. 2912/2001, ορίζονται τα εξής: «Κατ’ εξαίρεση των κειμένων διατάξεων η συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά ή αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, από τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31-12-2000, δεν δύναται να υπερβεί το παρακάτω πολλαπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων περισσότερων δανείων ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς όρους μέχρι το 50% του ληφθέντος κεφαλαίου κατ’ ανώτατο όριο. Προκειμένου για τον καθορισμό της βάσης του ποσού της οφειλής μετά την προσαύξηση των συμβατικών τόκων, τυχόν υπερβάλλον ποσό πέραν του 50% του ληφθέντος κεφαλαίου δεν υπολογίζεται πριν πολλαπλασιαστεί κατά περίπτωση: α) το τετραπλάσιο, εάν οι σχετικές συμβάσεις έχουν συναφθεί μέχρι τις 31-12-1985 ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, η λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου έγινε μέχρι την ημερομηνία αυτή, β) το τριπλάσιο, εάν τα άνω περιστατικά συνέβησαν μετά την υπό (α) ημερομηνία και μέχρι τις 31-12- 1990, γ) το διπλάσιο, εάν συνέβησαν μετά την υπό (β) ημερομηνία και μέχρι τις 31-12- 2000. Σε κάθε περίπτωση στο ποσό που λαμβάνεται ως βάση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπολογίζονται τόκοι εξ ανατοκισμού. Όλες οι καταβολές που έχουν γίνει οποτεδήποτε, ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, μετά από τη λήψη του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, υπό των οφειλετών ή τρίτων χάριν αυτών, αφαιρούνται από την συνολική οφειλή, όπως αυτή θα προσδιορισθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος». Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 1 του Ν. 3259/2004 «Περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, ρύθμιση ληξιπρόθεσμων χρεών και άλλες διατάζεις», ορίστηκαν τα εξής: «1. Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου έκαστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσότερων δανείων ή πιστώσεων κεφαλαίων περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου. 2. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεών τους σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να μην προχωρήσουν σε έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη των απαιτήσεων τους, ούτε στην συνέχιση διαδικασιών που έχουν ήδη αρχίσει μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2004 ή εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος. Μέχρι την 31 Οκτωβρίου 2004 οι οφειλέτες και οι εγγυητές πρέπει να υποβάλλουν στα πιστωτικά ιδρύματα αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση. Η αποπληρωμή της προκύπτουσας κατά τα ως άνω οφειλής πρέπει να έχει διάρκεια πέντε (5) έως επτά (7) ετών, εκ των οποίων δύο (2) έτη θα αποτελούν περίοδο χάριτος και η αποπληρωμή θα γίνεται σε ισόποσες περιοδικές δόσεις, εκτός και αν τα δύο μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Η οφειλή θα είναι έντοκη με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο της ενήμερης οφειλής για όμοιες χρηματοδοτήσεις. 3. Παρέλευση της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου άπρακτης ή καθυστέρηση στην εξόφληση δόσης που έχει συμφωνηθεί με ρύθμιση πέραν των ενενήντα (90) ημερών παρέχει το δικαίωμα στο πιστωτικό ίδρυμα να αρχίσει ή να συνεχίσει τις διαδικασίες της αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω. Στην περίπτωση αυτή η οφειλή θα εκτοκίζεται με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης … 8. Όλες οι καταβολές που έχουν γίνει οποτεδήποτε από τον οφειλέτη, τον εγγυητή ή τρίτο και αφορούν σε οφειλές ρυθμιζόμενες με τις διατάξεις του άρθρου 39 του νόμου αυτού, αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώνεται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών … 12. Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως ισχύει». Από το συνδυασμό των διατάξεων των προαναφερόμενων άρθρων προκύπτει ότι εγκαθιδρύθηκε υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του τελευταίου νόμου (ήτοι του Ν. 3259/2004), η οποία είναι η 4η.08.2004, ώστε η εκάστοτε οφειλή να μην υπερβαίνει τα αναφερόμενα στο νόμο αυτό πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσότερων δανείων ή προκειμένου περί αλληλόχρεου λογαριασμού, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα έτος μετά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού. Σημειωτέον ότι το πολλαπλάσιο των απαιτήσεων, όπως αυτό ορίστηκε με το άρθρο 42 παρ. 1 του Ν. 2912/2001, περιορίστηκε με το άρθρο 39 παρ. 1 του Ν. 3259/2004 μόνο ως προς τα ανώτατα όρια, ήτοι του τετραπλάσιου της απαίτησης που οριζόταν με τον πρώτο από τους παραπάνω νόμους. Αντιθέτως, δεν καταργήθηκε η διαβάθμιση του συντελεστή 2 (δύο) επί της οφειλής, ο οποίος, προκειμένου για αλληλόχρεους λογαριασμούς, συνεχίζει να ισχύει, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η λήψη της τελευταίας πίστωσης του λογαριασμού, έλαβε χώρα τη χρονική περίοδο από την 01.01.1991 μέχρι και την 31.12.2000, καθώς αντίθετη ερμηνεία θα ήταν πέρα από τη βούληση του νομοθέτη, που ήταν η διαμόρφωση ευνοϊκότερων υπολοίπων οφειλών και η διευκόλυνση των οφειλετών στην αποπληρωμή των προκυπτόντων υπολοίπων. Στις περιπτώσεις, όμως, που η τελευταία πίστωση του λογαριασμού έλαβε χώρα μετά την ανωτέρω χρονική περίοδο και ανεξαρτήτως του πότε συνομολογήθηκε ο αλληλόχρεος λογαριασμός, δηλαδή είτε πριν είτε μετά την 04.08.2004, ημερομηνία ισχύος του Ν. 3259/2004, είναι προφανές ότι η οφειλή υπολογίζεται σύμφωνα με τον προβλεπόμενο από τον τελευταίο αυτό νόμο συντελεστή πολλαπλασιασμού 3 (τρία). Περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις καθίσταται σαφές ότι στην τελική οφειλή δεν είναι δυνατόν να προστεθεί οποιαδήποτε επιπλέον επιβάρυνση και ειδικότερα οποιοσδήποτε φόρος, τέλος, εισφορά ή έξοδα. Τούτο σαφώς προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 42 Ν. 2912/2001 και την αντίστοιχη του άρθρου 39 Ν. 3259/2004, όσο και από τη ratio του νέου νόμου, που έγκειται στην απαλλαγή του δανειολήπτη από την υπέρμετρη επιβάρυνσή του εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, με υψηλό επιτόκια και επαναλαμβανόμενους ανατοκισμούς. Ειδικότερα, με τις ανωτέρω διατάξεις ορίζεται ότι «…η συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων… δεν δύναται να υπερβεί…», η οποία διαφοροποιείται από την προηγούμενη του άρθρου 30 Ν. 2789/2000, με την οποία οριζόταν ότι «η συνολική οφειλή από τόκους σε καθυστέρηση… δεν μπορεί να υπερβεί…», δηλαδή με το Ν. 2789/2000 αναφερόταν ως «συνολική οφειλή» εκείνη που συμπεριλάμβανε μόνο τόκους, ενώ με το Ν. 2912/2001 αναφέρεται ως «συνολική οφειλή», χωρίς να προσδιορίζεται ειδικότερα καμία άλλη επιβάρυνση. (Βλ. ΕφΔυτΜακ 7/2018 ΤΝΠ NOMOS). Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι ο νόμος ρύθμισε ο ίδιος αυτοτελώς και πλήρως τόσο τις προϋποθέσεις όσο και το ύψος της ex lege επιτασσόμενης προσαρμογής των οφειλών από τόκους. Επομένως, η ρύθμιση των οφειλών χωρεί αυτοδικαίως και δεν απαιτείται για την ενεργοποίησή της κάποια άλλη προϋπόθεση και ειδικότερα η εμπρόθεσμη υποβολή αίτησης από τον οφειλέτη προς την τράπεζα. Η προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του άρθρου 39 υποχρέωση των οφειλετών να υποβάλουν, μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία, αίτηση «για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση» συνιστά προϋπόθεση για την υπαγωγή αυτών στη ρύθμιση (χρόνος αποπληρωμής 5 – 7 ετών σε ισόποσες δόσεις κ.λπ., αναστολή εκτέλεσης) και όχι προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της υποχρέωσης της τράπεζας να επανακαθορίσει την οφειλή στα όρια που ο νόμος διαγράφει. Η αναπροσαρμογή της οφειλής χωρεί αυτοδικαίως και γι’ αυτό η παράγραφος 3 του άρθρου 39 ορίζει ως συνέπεια της άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας υποβολής της παραπάνω αίτησης ότι το πιστωτικό ίδρυμα έχει δικαίωμα «να αρχίσει ή να συνεχίσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω», στο ύψος, δηλαδή, που κατά τα προαναφερόμενα αυτοδικαίως αναπροσαρμόσθηκε. Ως εκ τούτου η απαίτηση της τράπεζας είναι εκ του νόμου βέβαιη και εκκαθαρισμένη, προσδιορίζεται δε κατ’ αναπροσαρμογή, σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, με την εκτέλεση αριθμητικών πράξεων και αφού ληφθεί ως βάση το ποσό της οφειλής (ληφθέν κεφάλαιο προκειμένου περί συμβάσεων δανείων ή πιστώσεων ή της οφειλής, όπως είχε διαμορφωθεί κατά την τελευταία εκταμίευση του αλληλόχρεου λογαριασμού). Ο οφειλέτης διατηρεί βέβαια τη δυνατότητα, αν εκδοθεί σε βάρος του διαταγή πληρωμής ή επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση προς είσπραξη χρηματικών απαιτήσεων, να ισχυριστεί και να αποδείξει, με ανακοπή του κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ή αντίστοιχα κατά το 933 ΚΠολΔ, ότι το ποσό της απαίτησης, όπως αυτή προσδιορίσθηκε από την τράπεζα, δεν είναι το νόμιμο, δηλαδή εκείνο, που προκύπτει ως οφειλόμενο σύμφωνα με τις εν λόγω ρυθμίσεις του νόμου και περαιτέρω ότι ενόψει των καταβολών που τυχόν επικαλείται δεν οφείλεται κανένα πλέον ποσό ή οφείλεται μικρότερο εκείνου που δηλώνει η τράπεζα. Για τη θεμελίωση του σχετικού λόγου της ανακοπής, που συνιστά ένσταση, δεν αρκεί η αμφισβήτηση του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να αναφέρονται όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, σύμφωνα με το νόμο, μικρότερη ή και μηδενική οφειλή (Βλ. ΑΠ 488/2017, ΑΠ 1095/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, όπως το περιεχόμενό του εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι ανακόπτοντες, επικαλούμενοι ότι η αντισυμβαλλομένη τους δεν προέβη σε επανακαθορισμό της οφειλής, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 30 του Ν. 2789/2000, 42 του Ν. 2912/2001 και 39 του Ν. 3259/2004, αμφισβητούν το ύψος της οφειλής και ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν επιταγής προς εκτέλεση. Ο λόγος αυτός της ανακοπής τυγχάνει προεχόντως απαράδεκτος λόγω αοριστίας και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι οι ανακόπτοντες, παρόλο που αμφισβητούν το ύψος της απαίτησης λόγω μη επανακαθορισμού της οφειλής, με βάση τις επικαλούμενες από τους ίδιους διατάξεις, για τη θεμελίωση του λόγου αυτού, που έχει χαρακτήρα ένστασης, δεν εκθέτουν τα στοιχεία, με βάση τα οποία προκύπτει μικρότερη ή μηδενική οφειλή τους. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες δεν εκθέτουν, αφενός περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση υπαγωγής στις ρυθμίσεις των επικαλούμενων ως άνω νομοθετημάτων, αφετέρου δεν προσδιορίζουν το ποσό που έχει επιδικασθεί σε βάρος τους κατά παράβαση των επικαλούμενων διατάξεων, ούτε, άλλωστε, το ποσό στο οποίο θα έπρεπε να είχε διαμορφωθεί η οφειλή τους, λόγω υπαγωγής στις σχετικές ρυθμίσεις (πρβλ. ΠΠΑ 4391/2011, ΠΠΑ 3307/2011, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). 5) Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975 «επιβάλλεται από του έτους 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τράπεζας της Ελλάδος υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχόμενη εις ποσοστό ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους ενός έκαστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων, ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των πιστώσεων προς Τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των, δυνάμει της από 19.3.1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αυτή ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη γραμματική διατύπωση της παραπάνω διάταξης δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, κατά την έννοια του άρθρου 174 ΑΚ. Με την παραπάνω διατύπωση ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο προς καταβολή πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του, ούτε και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς του Ν. 178/1975 ως είδους δημοσιονομικής επιβάρυνσης, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 2065/1992, ως γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξης «βαρύνουσα» στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξης σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά από τον ρυθμιστικό σκοπό του νόμου προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδότησης των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφελεία της Εθνικής Οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί, τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Άλλωστε, σε καθεστώς ελεύθερου προσδιορισμού των επιτοκίων η θέσπιση αυτού του είδους της απαγόρευσης μετακύλισης δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος, γιατί στο μέτρο που οι τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των δανείων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη δανειακή σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η εν λόγω διάταξη, θα εξαρτιόταν από το αν θα αναφερόταν στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου, ήτοι συμπεριλαμβανομένης της εν λόγω εισφοράς ή όχι. Ακόμα, άλλωστε, και αν η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 293 ΑΚ, είχε ως συνέπεια την αύξηση του συμβατικά καθοριζόμενου επιτοκίου, πέραν του προβλεπόμενου ανώτατου ορίου, κατά το ποσοστό της εισφοράς, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από το Ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε το ανώτατο όριο επιτοκίου. Συμπερασματικά, από τα παραπάνω προκύπτει ότι με το Ν. 128/1975 ούτε προβλέπεται ρητά, ως συμβατικά δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται η μετακύλιση της θεσπιζόμενης εισφοράς. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νομοθετήματος εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσιο της έννομης σχέσης, που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη, και αφορά, επομένως, αποκλειστικά την κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την οριζόντια σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Έτσι, η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα την μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων στα τραπεζικά δάνεια. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη αποτέλεσε από την ισχύ του Ν. 128/1975 συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συντέλεσαν: αα. το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια – πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του Ν. 2515/1997 καθορίστηκε ρητά ότι για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας κατά τον τρόπο αυτό το συγκριτικό μειονέκτημα που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό, ββ. το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή την απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών (όπως με το άρθρο 8 του Ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3.100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4 β του Ν. 3152/2003, κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις Iερές Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Εμπορίου και Αναπτύξεως Εύξεινου Πόντου και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης). Αν η εν λόγω εισφορά βάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν θα θεσπίζονταν τέτοιες εξαιρέσεις, και γγ. η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του Ν. 128/1975, ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικά διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίου καταθέσεων – χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 στο άρθρο Β2 αυτής επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την τράπεζα και στην επιβολή «ειδικών εισφορών» και η εισφορά του Ν. 128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (Βλ. ΑΠ 430/2005 ΤΝΠ NOMOS, ΕΛαρ 15/2018 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜονΕΠ 369/2015, ΜονΕΠ 627/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Κατά την ορθότερη άποψη, η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, εφόσον τούτο συμφωνηθεί, και, επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται (Βλ. ΜονΕΘ 2256/2018 ΤΝΠ NOMOS, Ψυχομάνη Σπ., Τα τραπεζικά επιτόκια, ΝοΒ 1995.16). Στην προκειμένη περίπτωση με τα δύο σκέλη του πέμπτου λόγου της ανακοπής, όπως το περιεχόμενό τους εκτιμάται ενιαία από το Δικαστήριο, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης επιταγής προς εκτέλεση, επικαλούμενοι ότι είναι άκυροι οι ακόλουθοι όροι: α) Ο όρος 2.3α της από 14.09.2000 πρόσθετης πράξης που ορίζει ότι: «Ο πιστούχος υποχρεούται να καταβάλει στην τράπεζα τόκο που συμφωνείται να είναι το άθροισμα, ως ετήσιο ποσοστό επί τοις εκατό, του επιτοκίου διατραπεζικής Ευρωπαϊκής Αγοράς, πλέον περιθωρίου, πλέον κόστους υποχρεωτικών δεσμεύσεων, πλέον εισφοράς Ν. 128/75, και β) Οι όροι 5.1γ των από 26.03.2009 και 05.12.2011 πρόσθετων πράξεων που ορίζουν ότι: «Κυμαινόμενο επιτόκιο, ίσο με το εκάστοτε ισχύον Ελάχιστο Δανειστικό επιτόκιο της Τραπέζης (…) πλέον της εκάστοτε ισχύουσας εισφοράς του Ν. 128/75». Ότι σε εκτέλεση των άκυρων αυτών όρων η οφειλή τους επιβαρύνθηκε παράνομα με ποσά από την παράνομη μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 και τον παράνομο ανατοκισμό της, τα οποία ενσωματώθηκαν στον τηρούμενο λογαριασμό, με αποτέλεσμα να είναι άκυρη η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, η οποία εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της έγγραφης απόδειξης και για ανεκκαθάριστη απαίτηση. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι προεχόντως απαράδεκτος λόγω αοριστίας και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι οι ανακόπτοντες αρκούνται σε γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του χρεωστικού καταλοίπου, χωρίς να αναφέρουν τα ποσά με τα οποία επιβαρύνθηκαν από την εισφορά του Ν. 128/1975 και τον ανατοκισμό της, ως προς τα οποία και μόνο θα μπορούσε να τύχει ακύρωσης η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και η συμπροσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση, στην περίπτωση που ο ισχυρισμός τους κρινόταν ως νόμιμος και ουσία βάσιμος (πρβλ. ΜονΕΠ 37/2016, ΠΠΘ 3236/2019, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Με βάση τα παραπάνω, και εφόσον στο δικόγραφο της ανακοπής δεν περιλαμβάνεται έστω ένας ορισμένος λόγος, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Συνακόλουθα, ενόψει του ότι η αοριστία των λόγων της ανακοπής δεν θεραπεύεται με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα, σε συνδυασμό με το ότι η εξέταση των τελευταίων προϋποθέτει παραδεκτή άσκηση ανακοπής, με την προβολή ενός τουλάχιστον ορισμένου λόγου (Βλ. Πανταζόπουλου Σ., Πρόσθετοι Λόγοι Ανακοπής, 2015, σελ. 96 έως 98), πρέπει να απορριφθούν χωρίς να ερευνηθούν περαιτέρω και οι από 10.05.2018 και από 01.03.2019 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, οι οποίοι εν προκειμένω δεν μπορούν να αξιολογηθούν και να ισχύσουν ως αυτοτελής ανακοπή, διότι δεν ασκήθηκαν εντός της προθεσμίας για την άσκηση της ανακοπής. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η ανακοπή κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και οι πρόσθετοι λόγοι της και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. …/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (άρθρο 633 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να απορριφθεί η σωρευόμενη ανακοπή κατά της από 20.11.2014 επιταγής προς εκτέλεση. Τέλος, κατά παραδοχή και ως βάσιμου του σχετικού αιτήματος της καθ’ ης η κλήση – καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, τα δικαστικά της έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αντιδίκων της, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 180 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία, με τις αποκλίσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας.
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 10.12.2014 ανακοπή και τους από 10.05.2018 και από 01.03.2019 πρόσθετους λόγους της.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή και τους από 10.05.2018 και από 01.03.2019 πρόσθετους λόγους της κατά της υπ’ αριθ. …/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθ. …/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή και τους από 10.05.2018 και από 01.03.2019 πρόσθετους λόγους της κατά της από 20.11.2014 επιταγής προς εκτέλεση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ανακόπτοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αντιδίκου τους, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 21.10.2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ