ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 928 /2019
(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 4509/2017)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 2226/2017)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ
ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του τη 14η Νοεμβρίου του 2017 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως 4509/2017 και 2226/2017 αγωγή αποζημίωσης από σύμβαση ναυτικού πράκτορα, άλλως από αδικοπραξία και ηθική βλάβη λόγω υπεξαίρεσης, άλλως από αδικαιολόγητο πλουτισμό, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στη …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. … της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, η οποία προκατέθεσε προτάσεις δυνάμει του από 11-7-2017 ειδικού ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου-εξουσιοδότησης του …, ως νομίμου εκπροσώπου της ως άνω εταιρείας, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής από την ακόλουθη δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Αναστασίας Μπαγιάτη του Θεοφίλου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 23203), κατοίκου Αθηνών, … και παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης διά της ιδίας πληρεξουσίας δικηγόρου της.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, κατοίκου πόλεως …, ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει του από 31-8-2017 ειδικού ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου-εξουσιοδότησής του, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής από τη δικηγόρο του Δικηγορικού Συλλόγου Χίου Φωτεινή Βλασακίδου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 225/2013 Δ.Σ.Χ.), κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Παρθενίδη του Χρυσοσθένη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 152/1999), κατοίκου πόλεως …, οδός …, αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
Η ενάγουσα με την από 12-4-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 4509/2017 και 2226/2017 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 26-4-2017 κι επιδόθηκε στις 12-5-2017 προσωπικά στον εναγόμενο, εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της αγωγής, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 11-10-2017 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 14-11-2017, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τον οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 4, ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις της, ο δε ως άνω εναγόμενος που προκατέθεσε προτάσεις ζητεί την απόρριψή της για τους λόγους που αναφέρει σε αυτές.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στη δίκη, όπως σημειώνεται ανωτέρω.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦTHKE ΣYMΦΩNA ME TOΝ NOMO
Στις σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές, καθοριστικό στοιχείο των οποίων είναι οι διαμεσολαβητικές υπηρεσίες που προσφέρουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις στον εντολέα τους ή ευρύτερα στο κοινό, όπως είναι και οι επιχειρήσεις πρακτορείας, περιλαμβάνεται και η σύμβαση ναυτικής πρακτορείας. Αντικείμενο της τελευταίας αυτής σύμβασης αποτελεί η εκ μέρους του ναυτικού πράκτορα, που είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο ανεξάρτητος επιχειρηματίας, παροχή έναντι ανταλλάγματος υπηρεσιών σχετικών με τη θαλάσσια αποστολή, σε ορισμένη συνήθως γεωγραφική περιοχή και αναλόγως σε μόνιμη ή πρόσκαιρη βάση, που μπορούν να αφορούν έναν ή περισσότερους εφοπλιστές ή πλοιοκτήτες, για λογαριασμό των οποίων αυτός ενεργεί είτε στο όνομά τους είτε στο δικό του όνομα. Για τη ρύθμιση της σύμβασης πρακτορείας, η νομοθεσία είναι ελλιπής και ως γενική διάταξη υπάρχει αυτή του άρθρου 2 του Β.Δ. της από 2/14-5-1835 «Περί αρμοδιότητας Εμποροδικείων», κατά το οποίο, πράξη εμπορική είναι και η επιχείρηση πρακτορείας, που αφορά στην ανάληψη με αντάλλαγμα υποχρέωσης παροχής στο κοινό ιδιωτικών υπηρεσιών ποικίλης φύσεως (βλ. Λουκόπουλου, Εμπ.Δικ.Β΄ έκδ., σελ.59, Ν.Ρόκα, Στοιχεία Εμπ.Δικ., εκδ.1984, Γεν.Μέρος, σελ.48, 49, Λιακόπουλου, Η σύμβαση πρακτορείας, ΕΕμπΔ ΜΑ΄.561, 569), ενώ ειδικές διατάξεις υπάρχουν μόνο για συγκεκριμένης μορφής δράση πρακτορείας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται αυτή του ναυτικού πράκτορα, που ρυθμίζεται από το Π.Δ.229/1995, όπως τροποποιήθηκε με το Π.Δ.427/1995, που αφορά, όμως, μόνο την οργάνωση και άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού πράκτορα και δεν ασχολείται με τη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας. Σε όλες, πάντως, τις περιπτώσεις η επιχείρηση πρακτορείας έχει ως αντικείμενο την έναντι ανταλλάγματος προμήθειας, ανάληψη της υποχρέωσης για παροχή προς το κοινό ιδιωτικών υπηρεσιών κάθε φύσεως (ΟλΑΠ 15/2013, ΑΠ 2219/2014, ΕφΘεσ 57/2016 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Λουκόπουλο, ΕμπΔικ, β΄ έκδ.,σελ.59, Λιακόπουλο Αθ., Η σύμβαση πρακτορείας, ΕΕμπΔ 1990, 561επ. και ιδίως 569, Ρόκα Ν., Στοιχεία ΕμπΔικ, έκδ.1984, Γεν.Μέρος, σελ.48-49). Πράκτορες είναι και οι ναυτικοί πράκτορες, στους οποίους περιλαμβάνεται και εκείνος που κρατάει θέσεις για θαλάσσια ταξίδια και εκδίδει εισιτήρια, με καταβολή του αντίστοιχου τιμήματος. Ναυτικός πράκτορας είναι αυτός που με σύμβαση με τον πλοιοκτήτη ή τον διαχειριστή του πλοίου αναλαμβάνει τη διεξαγωγή ναυτικών υποθέσεων για λογαριασμό του τελευταίου με αμοιβή (πράκτορας πλοίου). Η σχέση του ναυτικού πράκτορα με τον εφοπλιστή, πλοιοκτήτη, ναυλωτή ή διαχειριστή πλοίου, για τους οποίους ενεργεί είτε στο όνομά του είτε και στο δικό τους, περιλαμβάνει τον χαρακτήρα είτε παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας είτε της εμπορικής αντιπροσωπείας και ομοιάζει με αυτή του εμπορικού ή παραγγελιοδοχικού αντιπροσώπου. Συνεπώς, αφού σε κάθε περίπτωση υπάρχουν τα στοιχεία της εντολής και η ρύθμιση είναι ελλιπής, εφαρμόζονται αναλογικά σε αυτές οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί εντολής (άρθρα 713-729 ΑΚ, ΟλΑΠ 15/2013, ΑΠ 2219/2014 ΤΝΠ Νόμος), στις οποίες ρητά (ως προς τη σύμβαση παραγγελίας) παραπέμπει το άρθρο 91 του ΕμπΝ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του ΕισΝΑΚ, ενώ, ως προς τα δικαιώματα του ναυτικού πράκτορα εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 648, 649 ΑΚ και οι διατάξεις του Π.Δ.219/1991 «Περί εμπορικών αντιπροσώπων», όπως τροποποιήθηκε με τα Π.Δ.249/1993, Π.Δ.88/1994, Π.Δ.312/1995 και ορίζεται ήδη με το άρθρα 14 παρ.4 του Ν.3557/2007 (ΟλΑΠ 15/2013, ΑΠ 539/2012 ΤΝΠ Νόμος, όπου ερίζεται το θέμα, αν οι διατάξεις του Π.Δ. εφαρμόζονται αναλογικά σε κάθε περίπτωση ή αναλογικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, βλ. συναφώς: ΑΠ 1566/1979 ΝοΒ 28.1102, ΑΠ 570/1964 ΝοΒ 13.182, ΕφΠειρ 1059/1995 ΕΝΔ 25.87, ΕφΠειρ 579/1995 ΝομΝαυτΤμΕφΠειρ 1994-1995, σελ.351, Δελούκα, Ναυτικό Δίκαιο, παρ.163, Σέργη σε ΕΝΚ 1978, σελ.283επ., Καποδίστρια στην ΕρμΑΚ, άρθρα 648-680, αριθ. 86, 87, 122, Θ.Λιακόπουλο, Η σύμβαση πρακτορείας σε ΕΕμπΔ 1990, σελ.561επ., Αλ.Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο 1, εκδ.2003, σελ.300-301, σχόλια Ι.Κοροτζή κάτω από την ΕφΠειρ 150/2000 σε Ναυτική Δικαιοσύνη 2 (2001), σελ.268-269). Πρόκειται δηλαδή για σχέση καθολικού εντολοδόχου (ΑΚ 713επ.), όσον αφορά στη διαχείριση των υποθέσεων του πλοιοκτήτη, απόδοση λογαριασμού κ.λπ. και εκμισθωτή ανεξάρτητων υπηρεσιών, όσο αφορά στην αμοιβή του, την οποία μπορεί να ζητήσει κατά τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 ΑΚ, που εφαρμόζονται αναλογικώς στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικώς στον ΑΚ (ΜονΕφΠειρ 157/2009 ΕΝΔ 2009.288, ΜονΠρΠειρ 2499/2003 ΔΕΕ 2003.975). Η σχέση που συνδέει τον ναυτικό πράκτορα με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή είναι μικτή και μάλιστα εντολής και μισθώσεως υπηρεσιών (ΕφΠειρ 134/2008 ΕΝΔ 36.215). Η μεικτή αυτή σύμβαση πρακτορείας διακρίνεται από επιμέρους παροχές, που κάθε μια διατηρεί την αυτοτέλειά της και δεν ενέχει κύρια και δευτερεύουσα παροχή, ώστε να απορροφάται η τελευταία από την πρώτη (ΑΠ 1566/1979 ΝοΒ 28.1102, ΑΠ 3/1979 ΕΕμπΔ Λ΄.616, ΜονΕφΠειρ 56/2018 ΔΕΕ 2018.363, ΜονΕφΘεσ 57/2016 ΕπισκΕμπΔ 2016.185, ΕφΘεσ 1549/2012, ΕφΠειρ 94/2011, ΕφΘεσ 290/2010, ΕφΠειρ 157/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 257/2009 ΑχαΝομ 2010.427, ΕφΠειρ 425/2008, ΕφΠειρ 134/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 1059/1995 ΔΕΕ 1996.41, ΕφΑθ 450/1981 ΕΕμπΔ ΛΓ΄.115, ΕφΑθ 7863/1974 ΕΕμπΔ ΚΣΤ΄.401, βλ. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1992, σελ.236, 237, Δελούκα, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1979, παρ.163, Καποδίστρια στην ΕρμΑΚ, Εισαγ.άρθρα 648-680, αριθ.86, 87 και 122, Μητρούλη, Η νομική φύση των εργασιών των πρακτορείων ταξιδιών στο Αφιέρωμα εις Ανδρέα Λουκόπουλο, σελ.371, 376, Λιακόπουλου, Η σύμβαση πρακτορείας, ΕΕμπΔ ΜΑ΄.580, Λουκόπουλου, ΕμπΔικ, Β΄ έκδ., σελ.60). Από τη διάταξη του άρθρου 713 ΑΚ συνάγεται, ότι η εντολή είναι σύμβαση, με την οποία ο εντολοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να διεξάγει την υπόθεση, που του ανέθεσε ο εντολέας, χωρίς αμοιβή. Με τη σύμβαση αυτή, που δεν υπόκειται σε τύπο (ΕφΘεσ 290/2010 ΤΝΠ Νόμος), μπορεί να ανατεθεί στον εντολοδόχο, η διεξαγωγή υπόθεσης οποιασδήποτε φύσης. Νόμιμη δε υποχρέωση του εντολοδόχου, λόγω του προσωπικού και εμπιστευτικού χαρακτήρος της εντολής, είναι η υποχρέωση επιμελούς διαφυλάξεως και προστασίας του συμφέροντος του εντολέα, όχι όμως και έρευνας, αν η διεξαγωγή της υποθέσεως ανταποκρίνεται πράγματι στο συμφέρον του εντολέα, αφού αρμόδιος γι’ αυτό είναι μόνον ο εντολέας (βλ. Σταθόπουλο σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, άρθρο 713, αριθ.17, 18, σελ.738-739, ΑΠ 118/2002 ΕλλΔνη 43.1046, ΑΠ 1471/1998 ΕλλΔνη 40.1328, ΑΠ 1228/1987 ΝοΒ 36.1442, ΑΠ 997/1975 ΝοΒ 24.286, ΕφΑθ 4532/1978 ΝοΒ 27.229, ΠολΠρΑθ 8584/1995 ΕΝΔ 24356). Ο εντολέας μπορεί, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 713, 719 ΑΚ, να στραφεί κατά του εντολοδόχου πράκτορα και να αξιώσει από αυτόν, να του αποδώσει ό,τι απέκτησε από τη σύμβαση εντολής ή από την εκτέλεσή της (ΑΠ 454/1994 ΕλλΔνη 36.315, ΕφΘεσ 290/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 134/2008 ΕΝΔ 36.215). Τέτοια υποχρέωση απόδοσης εκ της σύμβασης έχει ο ναυτικός πράκτορας, ως προς την απόδοση του ποσού των χρημάτων, που εισέπραξε, από τα εισιτήρια, που εξέδωσε για λογαριασμό του εντολέα, αφού αφαιρεθεί εξ αυτών το ποσοστό της προμήθειάς του. O ναυτικός πράκτορας, ο οποίος ως εντεταλμένος στη διοίκηση κάποιου κλάδου των υποθέσεων του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή που διενεργεί θαλάσσιες μεταφορές, ή του φορτωτή ή του παραλήπτη, έχει την ιδιότητα του αντιπροσώπου, δηλαδή του καθολικού εντολοδόχου των τελευταίων τούτων προσώπων, συνάπτοντας με την ιδιότητα του αυτή συμβάσεις ναυλώσεως ή θαλάσσιας μεταφοράς με τρίτα πρόσωπα (τον πλοιοκτήτη αν είναι εντολοδόχος του φορτωτή ή τον φορτωτή αν είναι εντολοδόχος του παραλήπτη) ή εκδίδοντας ως εντολοδόχος του πλοιάρχου τη θαλάσσια φορτωτική, όταν πρόκειται για θαλάσσια μεταφορά ή άλλο αποδεικτικό έγγραφο της φορτώσεως των πραγμάτων στο πλοίο κατά τα άρθρα 108 και 168επ. ΚΙΝΔ. Από τις συμβάσεις αυτές δεν δημιουργούνται δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις σε βάρος του, διότι από τη δραστηριότητά του αυτή δικαιώματα και υποχρεώσεις δημιουργούνται μόνο υπέρ και κατά αυτού που αντιπροσωπεύει, πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, φορτωτή ή παραλήπτη (ΜονΕφΠειρ 54/2015 ΤΝΠ Νόμος). Κριτήριο της διακρίσεως μεταξύ της συμβάσεως παραγγελίας και της συμβάσεως πρακτορείας συνιστά το εάν ο ενδιαμέσως συναλλασσόμενος με το μεταφορέα ενεργεί στο όνομά του ή στο όνομα του παραγγελέα. Τούτο, δοθέντος ότι ο παραγγελιοδόχος, δικαιοπρακτώντας προς τα έξω με το όνομά του, αλλά για λογαριασμό του παραγγελέα αυτού, διακρίνεται από τον εμπορικό αντιπρόσωπο, τον μεσίτη και τον πράκτορα, που αποτελούν μόνο διαμεσολαβούντα βοηθητικά πρόσωπα του εμπορίου, δεσμεύοντας ευθέως αυτόν που αντιπροσωπεύουν με τον αντισυμβαλλόμενο, χωρίς να δημιουργούνται από τη σύμβαση ίδια δικαιώματα ή υποχρεώσεις σε βάρος τους (ΕφΠειρ 54/2015, ΕφΠειρ 1/2010, ΕφΠειρ 516/2009, ΕφΑθ 2475/2009, ΕφΠειρ 631/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 28/2001 ΔΕΕ 2001.401, ΕφΠειρ 456/2000 ΕΕμπΔ 2000.544, ΠολΠρΑθ 4169/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΠειρ 57/1995 ΔΕΕ 1995.996). Ο ναυτικός πράκτορας (Π.Δ. 299/1995) τυγχάνει επίσης κατ’ αρχήν ανεξάρτητος επαγγελματίας και έμπορος (άρθρο 1 ΕμπΝ και 3 Β.Δ.2/14-5-1835), ο οποίος, εν αντιθέσει προς το ναυλομεσίτη, καταρτίζει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, τη δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, φορτωτή ή παραλήπτη και είναι άμεσος αντιπρόσωπος αυτού στις προς τα έξω σχέσεις. Συνδέεται με τον προδιαληφθέντα αμέσως αντιπροσωπευόμενο με σχέση τόσο καθολικού εντολοδόχου (ΑΚ 713επ.), ως προς τη διαχείριση των υποθέσεων του εντολέα (λ.χ. διά της παροχής πληροφοριών και της λογοδοσίας), όσο και παρέχοντος ανεξάρτητες υπηρεσίες ή εργολάβου, αναφορικά με την αμοιβή του, όπερ έχει ως συνέπεια την εφαρμογή στη σύμβαση πρακτορείας των διατάξεων περί της εντολής καθώς και για τη σύμβαση αντιστοίχως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών (ΑΚ 648επ.) ή έργου (ΑΚ 681επ.). Τούτο, διότι η σύμβαση ναυτικής πρακτορείας είναι μεικτή (ΑΚ 361), έχοντας στοιχεία απ’ όλες τις προμνημονευθείσες συμβάσεις. Ο ναυτικός πράκτορας προσφέρει πιο συγκεκριμένα τις υπηρεσίες αυτού κατά κανόνα σε μόνιμη βάση, πράγμα το οποίο διαπνέει τη σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ή ευκαιριακώς, όπερ χαρακτηρίζει τη σύμβαση έργου, και οπωσδήποτε επιμελείται υποθέσεις άλλου, στοιχείο το οποίο εντάσσεται στη σύμβαση εντολής (ΜονΠρΠατρ 420/2018 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΠειρ 2499/2003 ΕΝΔ 2003.183). O ναυτικός πράκτορας, ειδικότερα, αναλαμβάνει τη διαχείριση του πλοίου ή του φορτίου, τη διενέργεια διοικητικών διατυπώσεων (λιμενικών, τελωνειακών και υγειονομικών), που είναι απαραίτητες για το απόπλου και τον κατάπλου του πλοίου από το λιμάνι, τη ναυλοχία, την παράδοση του φορτίου για φόρτωση, την παραλαβή του κατά την εκφόρτωση και τη παράδοσή του φορτίου για φόρτωση, την παραλαβή του κατά την εκφόρτωση και την παράδοσή του στους παραλήπτες. Ακόμη αυτός διαλαμβάνει τη διενέργεια επισκευών τη σύναψη δανείων και ναυλώσεων, τη σύναψη επιθαλάσσιας αρωγής, την εξεύρεση προσώπων για ναυτολόγηση, τη ναυτολόγηση, την εξυπηρέτηση επιβατών κ.ά. (βλ. Ν.Δελούκα, Ναυτικό δίκαιο, έκδοση 2η, παρ.161, σελ.24επ., Αλ.Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό δίκαιο, έτος 1985, παρ.62επ., σελ.174επ., της ίδιας μελέτης στην ΕΝΔ 15.1). Ανάλογα με την έκταση της εξουσιοδότησης που έχει ο πράκτορας, για την εκτέλεση των παραπάνω εργασιών αυτός διακρίνεται: α) σε γενικό πράκτορα, όταν έχει εξουσιοδότηση, να εκτελεί όλες τις παραπάνω εργασίες, β) σε ειδικό πράκτορα, όταν έχει την εξουσιοδότηση να εκτελεί μόνο ορισμένες εργασίες, γ) σε πράκτορα του πλοίου που διορίζεται είτε από τον πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή είτε από τον πλοίαρχο, ο οποίος ενεργεί ως αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, με έργο του να πρακτορεύει ένα ή όλα τα πλοία της εφοπλιστικής επιχείρησης σε ένα ή περισσότερα λιμάνια, για ένα ή περισσότερα ταξίδια και για ορισμένο ή αόριστο χρόνο και δ) σε πράκτορα του φορτίου, ο οποίος διορίζεται από τον ναυλωτή-φορτωτή ή τον παραλήπτη του φορτίου, με έργο του να φροντίζει για το φορτίο (φόρτωση, εκφόρτωση, παραλαβή και παράδοση στους παραλήπτες), ο οποίος είναι πάντα ειδικός πράκτορας (ΠολΠρΠειρ 661/1989 ΕΝΔ 1989.174). Κατά τη διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ, ο εντολοδόχος είναι υποχρεωμένος να αποδώσει στον εντολέα του ό,τι απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής. Δεν υποχρεούται αυτός να αποδώσει και ό,τι δεν απέκτησε μεν, έπρεπε όμως να αποκτήσει, εάν εκτελούσε την ανατεθείσα σ’ αυτόν εντολή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 714 ΑΚ , σύμφωνα με την οποία, ο εντολοδόχος οφείλει να διεξάγει την ανατεθείσα σ’ αυτόν υπόθεση, δηλαδή να πράξει ό,τι υποσχέθηκε για λογαριασμό του εντολέα του και σε περίπτωση που δεν έχουν δοθεί ειδικές οδηγίες, να πράξει οτιδήποτε επιβάλλει η φύση της υπόθεσης που του ανατέθηκε και το συμφέρον του εντολέα του. Κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεών του αυτών, όχι μόνο πρέπει να απέχει από κάθε δόλια ενέργειά του, αλλά οφείλει να καταβάλει και την επιμέλεια, την οποία καταβάλλει στις συναλλαγές ο συνετός άνθρωπος (βλ. Μπαλή Γ., Γενικαί Αρχαί, έκδ.7η, αριθ.117). Ειδικότερα, ευθύνεται και για ελαφριά (αφηρημένη) αμέλεια. Μειωμένη ευθύνη, δηλαδή μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια, φέρει μόνο σε περίπτωση απαλλακτικής, για την ελαφρά αμέλεια, συμφωνίας, κατά τον γενικό κανόνα της διάταξης του άρθρου 332 ΑΚ. Περαιτέρω, ο εντολέας υποχρεούται να αποδείξει την ζημία την οποία υπέστη από την πράξη του εντολοδόχου, όπως και την ύπαρξη της υποχρέωσης που παρέλειψε να εκπληρώσει ο τελευταίος. Η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης τεκμαίρει την ύπαρξη πταίσματος από τον εντολοδόχο, εκτός εάν ο τελευταίος ισχυρισθεί και αποδείξει ότι από τυχαίο περιστατικό ή ανώτερη βία δεν μπόρεσε να εκπληρώσει την υποχρέωσή του (βλ. Καυκά Κ.,, Ενοχικόν Δίκαιον, Ειδικό Μέρος, τ.Α’, σελ.899, 915, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, ΙΙΙ, σελ.740, 750). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 724 ΑΚ προκύπτει ότι ο εντολέας έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει την εντολή οποτεδήποτε χωρίς χρονικούς περιορισμούς. Συμβατικός περιορισμός του ή και αποκλεισμός του δικαιώματος ανακλήσεως είναι άκυρος μόνο όταν η εντολή αφορά το συμφέρον του εντολέως, δυνατός όμως όταν αφορά και το συμφέρον του εντολοδόχου ή τρίτου. Ανάκληση εντολής παρά την αντίθετη συμφωνία γεννά υπέρ του εντολοδόχου ή τρίτου υποχρέωση αποζημίωσης λόγω συμβατικής παράβασης, εκτός μόνο αν στηρίζεται σε αποδεικνυόμενο από τον εντολέα σπουδαίο λόγο, οπότε δεν οφείλεται αποζημίωση (ΑΠ 390/2004 ΝοΒ 2005.664, βλ. Καράση σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, άρθρο 724-725 αριθ.2, ΕφΑθ 3879/2007 ΔΕΕ 2008.218, ΕπΕμπΔ 2008.165). Περαιτέρω, υπαίτια πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά συμβατική αθέτηση και γεννά ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί να θεμελιώσει και αδικοπρακτική ευθύνη του, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση η ενέργεια του (πράξη ή παράλειψη) θα ήταν καθεαυτή παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ. Έτσι, οι πράξεις ή παραλείψεις του εντολοδόχου, ο οποίος ενήργησε στα πλαίσια της εντολής που του δόθηκε και που συναρτώνται κατ’ ανάγκην προς αμελή εκπλήρωση της εντολής αυτής (άρθρα 713, 714 ΑΚ) και ως εκ τούτου, δεν μπορούν να νοηθούν χωρίς τη σύμβαση αυτή, δεν συνιστούν και αδικοπρακτική ευθύνη αυτού (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 47/1996 ΕλλΔνη 37.1316, ΑΠ 1268/1994 ΕλλΔνη 37.1360, ΕφΑθ 5925/1986 ΕλλΔνη 28.1057, ΕφΑθ 10288/1986 ΕλλΔνη 28.886, ΕφΑθ 7712/1985 ΕλλΔνη 27.125, ΠολΠρΑθ 8584/1995 ΕΝΔ 24.356). Αδικοπραξία, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος, που περιήλθε με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη (υπεξαίρεση, άρθρο 375 παρ.1 ΠΚ) (ΑΠ 901/2000 ΕλλΔνη 42.136). Ο εντολοδόχος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 713, 714 και 719 ΑΚ, το πταίσμα εκείνου που ενεργεί, ως εντολοδόχος άλλου (του εντολέως), και, επομένως, η κατά το άρθρο 914 ΑΚ ευθύνη του προς αποζημίωση, τεκμαίρεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων του εντολοδόχου για την εκπλήρωση της εντολής. Τέτοια υποχρέωση μπορεί να είναι και εκείνη της απόδοσης χρημάτων που εισπράχθηκαν με εντολή και για λογαριασμό του εντολέα, οπότε ο εντολοδόχος που αρνείται την απόδοση τους σε αυτόν, ήτοι σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης των χρημάτων που απέκτησε και περιήλθαν στην κατοχή του από την εκτέλεση της εντολής, διαπράττει υπεξαίρεση, κατ’ άρθρο 375 ΠΚ (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 1646/2005 ΕλλΔνη 49.1035, ΑΠ 1115/2003 ΕλλΔνη 46.120, ΑΠ 217/2000 ΕλλΔνη 41.754, ΑΠ 832/2000 ΕλλΔνη 41.1612, ΑΠ 532/1999 ΕλλΔνη 41.87, ΑΠ 1015/1999 ΕλλΔνη 41.344, ΑΠ 1709/1999 ΕλλΔνη 41.1035, ΑΠ 47/1996 ΕλλΔνη 37.1316, ΑΠ 1268/1994 ΕλλΔνη 37.1360, ΕφΑθ 1932/2011 ΔΕΕ 2011.1156, ΕφΠειρ 440/2009 ΔΕΕ 2010.333, ΕφΠειρ 157/2009 ΕΝΔ 2009.288, ΕφΠειρ 542/2006 ΠειρΝομ 2006.361, ΕφΠειρ 789/2003 αδημ. στον Νομικό Τύπο, ΕφΑθ 166/2003 ΕλλΔνη 45.182, ΕφΑθ 7018/1998 ΕλλΔνη 40.1139, ΕφΑθ 1019/1998 ΕλλΔνη 40.1139, ΕφΑθ 3285/1998 ΕλλΔνη 39.1335). Κατά την διάταξη αυτή η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως συνίσταται στην παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος που είναι κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και διαθέτει τα πράγματα σαν να είναι κύριος, η δε υποκειμενική στην ύπαρξη του δόλου που ενέχει την γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), ανήκει δηλαδή κατά κυριότητα σε άλλον, έστω και άγνωστο στον δράστη και ότι κατέχει, καθώς και την θέληση να ιδιοποιηθεί το πράγμα παράνομα, χωρίς την συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (ΑΠ 1829/1988). Ξένο θωρείται το πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάθεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη. Έτσι, είναι ξένο το χρηματικό ποσό που δίδεται δυνάμει συμβάσεως εντολής στον εντολοδόχο για την δαπάνη εκτελέσεως της εντολής, σύμφωνα με το άρθρο 721 ΑΚ και το οποίο υποχρεούται να αποδώσει σε περίπτωση που δεν χρησιμοποιήθηκε για την εκτέλεσή της (άρθρ. 719 ΑΚ), οπότε αρνούμενος να αποδώσει τούτο στον εντολέα του, διαπράττει υπεξαίρεση (ΑΠ 614/1998, Νόμος, ΕφΑθ 3460/2009, ΕλλΔνη 2009….). Κατά το άρθρο 375 παρ. 1, 2 ΠΚ, εξ άλλου, όπως η παρ. 2 αντικ. με το άρθο 1 παρ. 9 ν. 2408/96 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3β ν. 2721/99, όποιος ιδιοποιείται ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στη κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση αυτής. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αν ο εντολοδόχος απέκτησε, εκτελώντας την εντολή, χρήματα για τον εντολέα του και αρνείται να διαθέσει αυτά προς περαιτέρω, τυχόν, εκτέλεση της εντολής ή αρνείται να το αποδώσει στον εντολέα, ιδιοποιούμενος αυτά, δεν αθετεί μόνο την υποχρέωσή του από την σύμβαση εντολής, αλλά διαπράττει και παράνομη πράξη και επομένως έχει ευθύνη κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών των άρθρων 914 επ. ΑΚ (ΑΠ 353/2003, Νόμος ΕδΛαρ 284/2004, Δικογραφία 2005.30).
Στην περίπτωση αυτή υπάρχει νόμιμη συρροή αξιώσεων, μια από τη σύμβαση και άλλη από αδικοπραξία (ΑΠ 164/2008 ΤΝΠ Νόμος). Κατά την άποψη που κρατεί, επί συρροής αξιώσεων από συμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη, οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής, απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει οποιαδήποτε από αυτές προτιμά, με τον περιορισμό ότι η ικανοποίηση της μίας επιφέρει αντίστοιχη απόσβεση και της άλλης, εκτός αν η άλλη έχει ευρύτερο περιεχόμενο, οπότε σώζεται για το επιπλέον (ΕφΠατρ 257/2009 ΑχαΝομ 2010.427, ΕφΑθ 5916/2002 ΕλλΔνη 44.833). Οι συρρέουσες αξιώσεις είναι δυνατόν να ασκηθούν επί δικαστηρίου είτε όλες μαζί με το ίδιο δικόγραφο είτε διαδοχικά με ιδιαίτερο δικόγραφο θα ερευνήσει τις συρρέουσες αξιώσεις, δηλαδή τις διάφορες βάσεις της αγωγής, μπορεί να καθορίσει δεσμευτικά ο ενάγων, με βάση το αξίωμα της διαθέσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ). Αν ο ενάγων δεν καθορίσει σειρά επικουρικότητας, το δικαστήριο μπορεί να αρχίσει την έρευνα από οποιαδήποτε βάση θέλει (ΕφΑθ 2822/1986 ΕλλΔνη 27.701). Επιπλέον δε, δικαιούχος χρηματικής ικανοποίησης δύναται να είναι και νομικό πρόσωπο, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, διότι και αυτό είναι φορέας εννόμων αγαθών και μπορεί να ζητήσει αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του, αν με την αδικοπραξία προσεβλήθη η εμπορική του πίστη, η επαγγελματική του υπόληψη και γενικώς το εμπορικό του μέλλον (ΟλΑΠ 402/1981 ΝοΒ 29.762, ΑΠ 713/1998 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία, από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν ελλείπει το στοιχείο αυτό, δε στοιχειοθετείται απαίτηση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από τη νόμιμη αιτία. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Αιτία που δικαιολογεί τη διατήρηση της παροχής στον λήπτη δεν υπάρχει όταν η παροχή έγινε σε εκτέλεση συμβάσεως, για την οποία δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος εκ του νόμου τύπος και η οποία είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΚ 159 §1, 180). Ο δε λήπτης, κατά την ΑΚ 908, οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό. Για την πληρότητα της αγωγής της ΑΚ 904, με την οποία επιδιώκεται η επιστροφή της παροχής, της καταβληθείσας από τον ενάγοντα σε εκτέλεση άκυρης σύμβασης λόγω μη τήρησης του νομίμου τύπου, πρέπει να διαλαμβάνεται ότι: α) ο εναγόμενος έλαβε από τον ενάγοντα ορισμένη παροχή, β) ότι δόθηκε ως εκπλήρωση υποχρέωσης, την οποία ο ενάγων ανέλαβε βάσει ορισμένης σύμβασης και γ) ότι η σύμβαση έπρεπε να περιβληθεί ορισμένο τύπο, που δεν τηρήθηκε από τα μέρη ή ότι υφίσταται ελαττωματικότητα της νόμιμης αιτίας επί ανίσχυρης ή ακυρώσιμης σύμβασης (ΑΠ 493/2010, ΑΠ 922/2007, ΑΠ 206/2007 Νόμος). Αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας ακυρότητας σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 στοιχ.α’ ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν, όμως, η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Δεν απαιτείται δηλαδή για το ορισμένο αυτής, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, να διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της ο λόγος για τον οποίο δεν ήθελε τυχόν ευσταθήσει η εκ της συμβάσεως πρώτη αγωγή. Τέτοιος όρος δεν τάσσεται από το άρθρο 219 ΚΠολΔ, που ομιλεί γενικώς για την περίπτωση που απορριφθεί η κύρια βάση ή αίτηση ή αγωγή. Και τούτο διότι στην τελευταία αυτή περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης, και πληρούται έτσι ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως, στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον εναγόμενο του λόγου ακυρότητας της σύμβασης που διαγνώστηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος (ΟλΑΠ 22/2003, ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ …/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 390/2011 ΝοΒ 2012.57, ΑΠ 1468/2010, ΑΠ 904/2004 ΤΝΠ Νόμος, βλ. σχ. ΜονΠρΠειρ 81/2017 ΔΕΕ 2018.239). Άλλωστε, δεν είναι εύλογο να αξιωθεί από τον ενάγοντα να διαλάβει ο ίδιος οιουσδήποτε λόγους απορρίψεως της κύριας βάσεως της αγωγής του (ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 813/2002 ΤΝΠ Νόμος). Η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία (ΑΠ 1457/2001 ΤΝΠ Νόμος). Δεν συγχωρείται δηλ. έστω και επικουρικώς (δικονομικώς) ασκούμενη, εφόσον στηρίζεται στα ίδια, στα οποία και η αγωγή, από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 104/2003 ΕλλΔνη 2003.985, ΑΠ 1322/1996 ΕλλΔνη 38.1044, ΕφΑθ 8570/2007 ΕλλΔνη 2008.930, ΕφΠατρ 813/2004 ΑχαΝομ 2005.490, ΕφΠατρ 462/2003 ΑχαΝομ 2004.418, ΕφΑθ 6042/2003 ΕλλΔνη 2004.590, ΕφΠατρ 202/2003 ΑχαΝομ 2004.222, βλ. Αν.Βαλτούδη, Η επικουρικότητα της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού, ΕλλΔνη 2008.1601). Διότι τότε υπάρχει σχέση αιτίας και μπορεί ο ζημιωθείς να ασκήσει τα δικαιώματά του από αυτήν, ήτοι τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, εάν η αγωγή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, που θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, διότι, αφού υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να διώξει τις αξιώσεις του βάσει αυτών και δεν δικαιούται να προσφεύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 2019/2007 Νόμος). Αυτό που δόθηκε προς εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης, δεν δόθηκε χωρίς αιτία, άρα δεν μπορεί να αναζητηθεί κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η σύμβαση αποτελεί νόμιμη αιτία, κατά το άρθρο 361 ΑΚ, και εφόσον είναι ισχυρή, κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει τα εξ αυτής δικαιώματά του, εκτός αν η σύμβαση είναι ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιονδήποτε λόγο (ΑΠ 923/2007 ΧρΙΔ 2008.121, ΑΠ 1457/2001 ΕλλΔνη 2002.1690). Εξάλλου, οι αγωγές αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων, υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα, που καθορίζεται βάσει της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς και της φύσης αυτής (βλ.Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού Κώδικα, τόμος Α΄, 2001, υπό το άρθρο 57, αριθμοί 43, 48, σελίδες 282 – 283). Στο άρθρο 9 του ΚΠολΔ ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι για την εκτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής (εδ.α΄), ότι δεν συνυπολογίζονται οι παρεπόμενες αιτήσεις για καρπούς, τόκους και έξοδα (εδ.β΄) και ότι συνυπολογίζονται περισσότερες απαιτήσεις που επιδιώκονται με την ίδια αγωγή (εδ.γ΄). Στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης αιτημάτων στην αγωγή εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 218 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία περισσότερα αιτήματα του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο, αν στο σύνολό τους υπάγονται λόγω ποσού στο ίδιο δικαστήριο, στο οποίο εισάγονται. Όταν στο ίδιο δικόγραφο σωρεύονται περισσότερες απαιτήσεις, του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου, η σώρευση των οποίων αποτελεί δικαίωμα του ενάγοντος, η αρμοδιότητα, ανεξαρτήτως αν οι απαιτήσεις απορρέουν από την ίδια ιστορική και νομική αιτία ή όχι, προσδιορίζεται από το σύνολο των απαιτήσεων, παρά την αυτοτέλεια κάθε σωρευόμενης απαίτησης έναντι των άλλων. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο θα ερευνήσει την αρμοδιότητα για κάθε απαίτηση, ανάλογα με το ποσό αν είναι αποτιμητή σε χρήμα και ανάλογα με τη φύση της αν δεν είναι αποτίμητή σε χρήμα. Αν για κάθε μία είναι αρμόδιο το δικαστήριο θα εκδικαστούν από αυτό, ενώ αλλιώς το δικαστήριο θα κρατήσει εκείνη, για την οποία έχει αρμοδιότητα, και θα παραπέμψει την άλλη για την οποία δεν έχει αρμοδιότητα στο αρμόδιο δικαστήριο, εκτός αν έχουν συνάφεια μεταξύ τους. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αντικειμενικής σώρευσης, το δικαστήριο διατάσσει το χωρισμό των αιτημάτων και αφού παραπέμψει όσα υπάγονται σε άλλο δικαστήριο, δικάζει τα αιτήματα για τα οποία είναι καθ’ ύλην αρμόδιο. Στην περίπτωση κατά την οποία στο ίδιο δικόγραφο, που εισάγεται ενώπιον του ειρηνοδικείου ή του μονομελούς πρωτοδικείου, σωρεύονται αιτήματα, από τα οποία το ένα είναι ανεπίδεκτο χρηματικής αποτίμησης και υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου και το άλλο υπάγεται λόγω ποσού στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου ή του μονομελούς πρωτοδικείου, το δικαστήριο, ερευνώντας αυτεπαγγέλτως και αυτοτελώς για κάθε σωρευόμενη αξίωση την καθ’ ύλην αρμοδιότητά του, διατάσσει το χωρισμό κατ’ άρθρο 218 § 2 ΚΠολΔ και κρατεί προς εκδίκαση την υπόθεση, που λόγω ποσού υπάγεται στη δική του αρμοδιότητα, την δε ανεπίδεκτη χρηματικής αποτίμησης διαφορά παραπέμπει στο πολυμελές πρωτοδικείο. Η ρύθμιση αυτή του άρθρου 218 ΚΠολΔ μπορεί να καμφθεί από την εφαρμογή του άρθρου 31 ΚΠολΔ σχετικά με τη δωσιδικία της συνάφειας, που διέπει όχι μόνο την κατά τόπο, αλλά και την καθ` ύλην αρμοδιότητα, υπό την έννοια ότι στην αρμοδιότητα της κύριας δίκης μπορούν να υπαχθούν και οι παρεπόμενες αυτής δίκες, που ανήκουν στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου. Συνάφεια υπάρχει και όταν τα δικαιώματα, που αποτελούν τα αντικείμενα των περισσότερων δικών, βρίσκονται σε εσωτερικό ή ουσιαστικό σύνδεσμο, που απορρέει από την ίδια έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου, ή όταν το ίδιο βιοτικό συμβάν αποτελεί κοινή ιστορική βάση των περισσότερων αγωγών και συνακόλουθα η συνεκδίκασή τους είναι απαραίτητη προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Σε περίπτωση συνάφειας θα εφαρμοστούν οι διατάξεις των παρ.2 και 3 του άρθρου 31 ΚΠολΔ, οπότε στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου υπάγεται και η σωρευόμενη συναφής απαίτηση, για την οποία καθ’ ύλην αρμόδιο είναι το μονομελές πρωτοδικείο (βλ. σχετ. Βαθρακοκοίλη Β., ΚΠολΔ, Ερμηνευτική -Νομολογιακή Ανάλυση, τόμος Α΄, 1996, άρθρο 9, αριθ.12, 14, σελ.132, 133, ΕφΔωδ 188/2004, ΠολΠρΘεσ 25108/2009, ΜονΠρΘηβ 156/2015, ΜονΠρΑθ 21/2010 ΤΝΠ Νόμος).
Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι με τον εναγόμενο, ο οποίος διατηρούσε ναυτικό πρακτορείο με έδρα τη …, υπό τον διακριτικό τίτλο “…”, κατήρτισε σύμβαση πρακτορείας με ημερομηνία έναρξης τη 18-11-2010 και λήξης τη 17-11-2011, δυνάμει της οποίας του ανατέθηκε η κεντρική πρακτόρευση του οχηματαγωγού φορτηγού πλοίου της υπό ελληνική σημαία με αριθμό νηολογίου … «…» στο λιμένα της .., καθώς και η έκδοση φορτωτικών με προμήθειά του και η προώθηση των δρομολογίων του πλοίου. Ότι σύμφωνα με τους όρους 2, 4 και 6 της μεταξύ τους αυτής σύμβασης προβλέπονταν οι συμβατικές υποχρεώσεις του ως ναυτικού πράκτορα και η διαδικασία που όφειλε να ακολουθεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του, βάσει των οποίων: «…..ο πράκτορας θα παραλαμβάνει τις έντυπες φορτωτικές που χρησιμοποιεί η πλοιοκτήτρια και θα εκδίδει χειρόγραφες φορτωτικές από αυτές, η έκδοση των φορτωτικών και η είσπραξη του αντιτίμου θα γίνεται για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, η πλοιοκτήτρια θα αποστέλλει στον πράκτορα 15νθήμερη εκκαθαριστική κατάσταση εισιτηρίων που έχουν εκδοθεί από αυτόν, η χρέωση των εισιτηρίων στην εκκαθαριστική κατάσταση θα γίνεται κατά την έκδοσή τους από τον πράκτορα, η απόδοση των εισπραχθέντων για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας ποσών από την πώληση των εισιτηρίων θα γίνεται από τον πράκτορα ταυτόχρονα με τη φυσική ή ηλεκτρονική παραλαβή των εκκαθαριστικών καταστάσεων εισιτηρίων της πλοιοκτήτριας, αφού αφαιρεθεί η προμήθεια που του αναλογεί και αναγράφεται στην εκκαθαριστική κατάσταση, η δε ημερομηνία παραλαβής συμφωνήθηκε 5 εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης των εκκαθαριστικών καταστάσεων εισιτηρίων και η καταβολή είτε με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό της πλοιοκτήτριας είτε με επιταγές πελατών της εταιρείας είτε σε μετρητά για όσες φορτωτικές έχουν εισπραχθεί τοις μετρητοίς, ενώ ο πράκτορας έχει υποχρέωση να καταβάλει τα εισπραχθέντα εντός 30 ημερών από τη λήξη της περιόδου που αφορά η εκκαθαριστική κατάσταση, οι εκδιδόμενες από την πλοιοκτήτρια εκκαθαριστικές καταστάσεις εισιτηρίων αποτελούν χρεωστικά ομόλογα και η απαίτηση της πλοιοκτήτριας βάσει αυτών βέβαιη και εκκαθαρισμένη, η μη απόδοση των εισπραχθέντων χρημάτων θεωρείται υπεξαίρεση και διώκεται ποινικά, ενώ η παραβίαση της υποχρέωσης αυτής αποτελεί αυτοδικαίως και χωρίς άλλη ενέργεια λόγο καταγγελίας της σύμβασης πρακτορείας και επισύρει ευθύνη του πράκτορα έναντι της πλοιοκτήτριας για κάθε θετική ή αποθετική ζημία της, τα δε αποτελέσματα της καταγγελίας και η λύση της σύμβασης επέρχονται από την επομένη της κοινοποίησης και ο πράκτορας οφείλει να απέχει των καθηκόντων του και εντός 5 εργασίμων ημερών να επιστρέψει το υπόλοιπο απόθεμα εισιτηρίων και να κλείσει τον λογαριασμό του σύμφωνα με το χρεωστικό σημείωμα της πλοιοκτήτριας, χωρίς να δικαιούται αποζημίωση για θετική ή αποθετική ζημία, καθότι συμπεριλαμβάνεται στην προμήθειά του….». Ότι καθόλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους, ο εναγόμενος δεν τήρησε την προβλεπόμενη στη σύμβαση διαδικασία εκκαθάρισης-πληρωμής, επικαλούμενος συνεχώς φόρτο εργασίας, δεν της απέστελλε εκκαθαριστικές καταστάσεις ούτε προέβαινε σε απόδοση λογαριασμού με αποτέλεσμα να μην μπορεί η ενάγουσα πλοιοκτήτρια να ελέγχει την κίνηση των φορτώσεων ούτε τις εισπράξεις που πραγματοποιούσε για λογαριασμό της από τους φορτωτές, παρότι η ενάγουσα του απέστελλε τακτικά εκκαθαριστικές καταστάσεις, οι οποίες αναφέρονταν σε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από τη 19-11-2010, επομένης σύναψης της σύμβασης, έως και την 20-6-2011, ημέρα καταγγελίας της σύμβασής τους, και τις οποίες ουδέποτε αμφισβήτησε ή αρνήθηκε ο εναγόμενος. Ότι λόγω της αντισυμβατικής αυτής συμπεριφοράς του κατά παράβαση των ως άνω όρων της σύμβασής τους, η ενάγουσα στις 20-6-2011 την κατήγγειλε με επιστολή της και ο εναγόμενος την αποδέχθηκε με επιστολή του την ίδια ημέρα. Ότι ο εναγόμενος ως ναυτικός πράκτορας εισέπραξε από τις διάφορες φορτώσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα το συνολικό ποσό των 155.921,12 ευρώ, το οποίο όφειλε να αποδώσει στην ενάγουσα ως πλοιοκτήτρια. Ότι η ενάγουσα άσκησε την από 17-10-2012 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 8278/2012 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία προσδιορίστηκε για συζήτηση στις 29-1-2013 αναβλήθηκε για τις 11-2-2014, οπότε και ματαιώθηκε, λόγω διαπραγματεύσεων μεταξύ τους. Ότι ο εναγόμενος συνέχισε να καταβάλει την οφειλή του μέχρι την 3-11-2015, οπότε και έπαυσε οριστικά και ότι έκτοτε η ανεξόφλητη οφειλή του διαμορφώθηκε στο ποσό των 11.876,63 ευρώ, παρά τις επανειλημμένες μάταιες οχλήσεις της ενάγουσας για πλήρη εξόφλησή της, όπως προκύπτει από τις επισυναπτόμενες στην αγωγή σχετικές αναλυτικές καταστάσεις φορτωτικών, λογιστικές καρτέλες και εξοφλητικές καταβολές εκ μέρους του. Ότι στο πλαίσιο του όρου 2 της σύμβασής τους, η ενάγουσα απέστελλε στον εναγόμενο πράκτορα και φορτωτικές που αφορούσαν φορτώσεις οχημάτων από τον Πειραιά, πελατών της από τη Χίο προκειμένου εκείνος να μεριμνήσει για την είσπραξη αυτών για λογαριασμό της, συνολικής αξίας 14.286,20 ευρώ, καθόλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους, πλην όμως, ο εναγόμενος δεν μερίμνησε για την είσπραξη των χρημάτων αυτών των φορτωτικών, αλλά και δεν τις παρέδωσε στην ενάγουσα πλοιοκτήτρια εγκαίρως, προκειμένου εκείνη να δύναται να εγείρει τα δικαιώματά της κατ’ αυτών των υποχρέων. Ότι ο εναγόμενος κατέβαλε στη συνέχεια ποσό 6.406,40 ευρώ σε εξόφληση της ως άνω οφειλής του, πλην όμως, δεν της απέδωσε, αλλά παρακράτησε παράνομα και αντισυμβατικά υπόλοιπο ποσού 6.756,80 ευρώ και ποσού 1.123 ευρώ από φορτωτικές που είχε εισπράξει, από τους … και …, αντιστοίχως, εντός του έτους 2012, τα οποία οι τελευταίοι ως υπόχρεοι από μεταφορές με το πλοίο της είχαν αποδώσει ήδη στον εναγόμενο πράκτορα, όπως οι σχετικές φορτωτικές προκύπτουν από τις λογιστικές καρτέλες της ενάγουσας που έχουν συμπεριληφθεί στην αγωγή. Ότι η απαίτηση της ενάγουσας κατά του εναγομένου από τις ανωτέρω αιτίες ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 19.756,43 ευρώ. Ότι ο εναγόμενος αναγνώρισε την οφειλή του αυτή προς την ίδια καταβάλλοντας τμηματικά σημαντικό μέρος της προς εξόφληση. Ότι η ένδικη συμπεριφορά του είναι παράνομη και υπαίτια καθεαυτή, κατά την έννοια των άρθρων 914 ΑΚ και 375 ΠΚ και χωρίς τη συμβατική σχέση, συνεπώς, συντρέχει περίπτωση νόμιμης συρροής αξιώσεων τόσο από την από 18-11-2010 σύμβαση εντολής, όσο και από την επικαλούμενη υπεξαίρεση των χρημάτων των φορτωτικών-εισιτηρίων που είχαν περιέλθει στην κατοχή του εναγομένου, δυνάμει της οποίας προκάλεσε περιουσιακή ζημία στην ενάγουσα πλοιοκτήτρια ανερχόμενη στο προαναφερόμενο ποσό. Ότι εξαιτίας της αδικοπρακτικής αυτής συμπεριφοράς του, η ενάγουσα επιπλέον υπέστη και ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, ποσού 5.000 ευρώ, διότι έχει προσβληθεί η επαγγελματική της υπόληψη στους ναυτιλιακούς και πρακτορειακούς κύκλους συναλλαγών ότι ο εναγόμενος υπεξαίρεσε το χρηματικό αυτό ποσό λόγω της προβληματικής οργάνωσης της ενάγουσας. Ότι επικουρικώς, ο εναγόμενος έχει πλουτίσει αδικαιολογήτως σε βάρος της ενάγουσας, κατά το ποσό των 19.756,43 ευρώ που παρακράτησε και δεν της απέδωσε από την έκδοση των προαναφερόμενων φορτωτικών, αυξάνοντας μη νόμιμα τη δική του περιουσία προς βλάβη της περιουσίας της πλοιοκτήτριας, που το δικαιούταν και το οποίο οφείλει να της επιστρέψει, αλλά αρνείται, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της προς αυτόν. Ότι η ενάγουσα βρίσκεται σε δυσμενή οικονομική κατάσταση ένεκα της γενικότερης οικονομικής κρίσης και της καθυστέρησης των εμπορικών πληρωμών από τους οφειλέτες της και έχει ανάγκη τα χρήματα αυτά, γι’ αυτό και απευθύνθηκε προς τη Δικαιοσύνη. Ότι τα μέρη συμφώνησαν κάθε διαφορά που θα προκύπτει από τη μεταξύ τους σύμβαση θα επιλύεται αποκλειστικά από τα Δικαστήρια του Πειραιά. Ότι η ενάγουσα παραιτείται από την από 17-10-2012 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 8278/2012 αγωγή της που είχε κατατεθεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και από την από 12-12-2016 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 3855/2016 και 302/2016 αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς. Με αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα εταιρεία ως πλοιοκτήτρια ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ως πράκτορας να της καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 19.756,63 ευρώ, για τις ανωτέρω επιμέρους αιτίες, νομιμοτόκως από την επίδοση της από 17-10-2012 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 8278/2012 αγωγή της, άλλως από την επίδοση της από 12-12-2016 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 3855/2016 και 302/2016 αγωγή της, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής της και μέχρις εξοφλήσεως, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής της βλάβης που της προκάλεσε με την αδικοπρακτική ως άνω συμπεριφορά του σε βάρος της, νομιμοτόκως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη αυτή απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και τέλος, να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας στην παρούσα δίκη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου μετά των νομίμων υπέρ τρίτων προσαυξήσεων (βλ. σχετ. το υπ’ αριθ. … ηλεκτρονικό e-παράβολο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που δεσμεύθηκε), με την οποία εισάγεται προς διάγνωση διαφορά που δεν έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας τη ενάγουσας ναυτικής εταιρείας και της κατοικίας του εναγομένου στην ημεδαπή, αλλά και του τόπου σύναψης και λειτουργίας της σύμβασης πρακτορείας, καθώς και πρόκλησης της επικαλούμενης αδικοπραξίας (υπεξαίρεσης και ηθικής βλάβης) σε βάρος της ενάγουσας και επέλευσης των αποτελεσμάτων αυτής, επίσης στην ημεδαπή, παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία, όπως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση του ΚΠολΔ από τον Ν.4335/2015, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2, 22, 31 παρ.3-2, 33, 35, 42, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ.1 περ.α΄- 2, 3 Α και Β περ.ε’ του Ν.2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της ένδικης διαφοράς, επιδόθηκε προσωπικά στον εναγόμενο στις 12-5-2017 εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, στις 26-4-2017, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. …΄/12-5-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Χίου …, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα). Επισημαίνεται ότι στο ίδιο δικόγραφο σωρεύονται αντικειμενικά τρεις νομικές βάσεις, υπό τις οποίες η ενάγουσα εγείρει τις ένδικες αξιώσεις της έναντι του εναγομένου, η συμβατική βάση από τη μεταξύ τους σύμβαση ναυτικής πρακτορείας, η αδικοπρακτική βάση και η βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα και στις αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης. Το παρόν Δικαστήριο κατέστη καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο για το σύνολο των ενδίκων αξιώσεων και των νομίμων βάσεων της αγωγής, διότι αφενός μεν, ως προς την κατά τόπο αρμοδιότητά του, θεμελιώθηκε με ρητή παρέκταση κατ’ άρθρο 42 παρ.1 ΚΠολΔ (ΠολΠρΑθ 4169/2017 ΤΝΠ Νόμος), με βάση τον όρο 8 της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας σύμβασης ναυτικής πρακτορείας, βάσει του οποίου τα Δικαστήρια του Πειραιά θα επιλύουν αποκλειστικά κάθε διαφορά που θα προκύπτει από την από 18-11-2010 σύμβαση ναυτικής πρακτορείας μεταξύ τους, η οποία σαφώς θα διέπεται από το ελληνικό δίκαιο ως εφαρμοστέο, με την έδρα (επαγγελματική εγκατάσταση) της ενάγουσας να βρίσκεται στην περιφέρεια του Δικαστηρίου τούτου (ΑΚ 321) που επιλαμβάνεται για τις ναυτικές διαφορές για όλη την Αττική, ενώ και ως προς την αδικοπραξία που συνίσταται στην αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, το Πρωτοδικείο Πειραιά έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών μεταξύ των οποίων και αυτών του άρθρου 51 παρ.1 περ.α΄- 2, 3 Α και Β περ.ε’ του Ν.2172/1993, στις οποίες υπάγονται και όσες αναφύονται από τη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας που είναι σχετικές με την οικονομική χρησιμοποίηση και λειτουργία και εμπορική εκμετάλλευση του πλοίου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 51 παρ.8 περ.β΄ σε συνδ. με τις παρ.2 και 3 του Ν.2172/1993, ως αντικ. η παρ.8 με το άρθρο 111 παρ.6 του Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α΄ 51/12-3-2012), αφετέρου δε, ως προς την καθ’ ύλην αρμοδιότητά του, θεμελιώθηκε με βάση το αιτούμενο ποσό της νομικής βάσης της αδικοπραξίας που συνολικά υπολογιζόμενο, αθροιστικά λογιζόμενες οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας σε βάρος του εναγομένου, συμπεριλαμβανομένης της αξίωσής της για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης της από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του σε βάρος της, υπερβαίνουν το ποσό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου και υπάγονται σε αυτό του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ώστε αρμοδίως εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός της συνάφειας μεταξύ των δύο σωρευόμενων στο ίδιο δικόγραφο νομικών βάσεων της αποζημίωσης από συμβατική ευθύνη και από αδικοπραξία, οι οποίες βασίζονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, αφορούν την ίδια έννομη σχέση μεταξύ των δύο διαδίκων, εγείρουν δυο κύριες δίκες, οι οποίες είναι εξαρτημένες και συναφείς μεταξύ τους και η έκβαση της μίας επηρεάζει και την έκβαση της άλλης, η δε ενάγουσα ως πλοιοκτήτρια ναυτική εταιρεία σε περίπτωση νίκης της έναντι του εναγομένου ως ναυτικού πράκτορα θα ικανοποιηθεί μία φορά για το σύνολο της ένδικης αξίωσής της που είναι η ίδια σε βάρος του εναγομένου, εισαχθείσα προς κρίση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με δύο αυτοτελείς κύριες νομικές βάσεις και μόνο ως προς το επιπλέον ποσό αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης σώζεται και μπορεί να ζητηθεί η επιπλέον διαφορά εκ μέρους της ενάγουσας έναντι του εναγομένου. Σε κάθε περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο αυτό ως ανώτερο του Ειρηνοδικείου και έχοντας επιληφθεί πρώτο στη δίκη αυτή μπορεί να κρατήσει στο σύνολο της την αγωγή και για τις δύο νομικές βάσεις, ανεξαρτήτως του ότι η συμβατική βάση θα υπαγόταν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, προκειμένου να γίνει κοινή εκδίκασή τους προς οικονομία της δίκης και της δικαστικής ενέργειας και δαπάνης, λόγω της συνάφειας των δύο αυτών αυτοτελών δικών, καθώς και κυρίως προς αποφυγήν του κινδύνου έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων στην ίδια ένδικη διαφορά που πηγάζει από το ίδιο βιοτικό συμβάν της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας μεταξύ των διαδίκων και της ανώμαλης εξέλιξής της που προκάλεσε αιτιωδώς περιουσιακή ζημία σε βάρος της ενάγουσας με ευθύνη του εναγομένου, τόσο συμβατική, όσο και αδικοπρακτική. Περαιτέρω δε, η αγωγή κρίνεται επαρκώς ορισμένη (άρθρα 118, 216 ΚΠολΔ), διότι περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση των ενδίκων αξιώσεών της ενάγουσας σε βάρος του εναγομένου για αμφότερες τις νομικές βάσεις της ενδοσυμβατικής (από τη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας) και της αδικοπρακτικής (από την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης) ευθύνης, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου, καθόσον δεν απαιτείται να εκτίθεται για το ορισμένο της αγωγής οτιδήποτε ειδικότερο, όπως οι αριθμοί και οι ημερομηνίες των φορτωτικών και η αξία των ναύλων έκαστης εξ αυτών, ενόψει δε του ότι στην αγωγή έχουν επισυναφθεί ως ενιαίο σώμα και περιεχόμενό της οι αναλυτικές καταστάσεις-καρτέλες πελατών/πρακτόρων/ χρεωστών και καρτέλες λογαριασμού με συγκεκριμένες λογιστικές εγγραφές, αιτιολογία, νόμισμα (αξία σε ευρώ), χρεώσεις και πιστώσεις, οι αριθμοί των φορτωτικών ανά πελάτη με τη συντομογραφία BOL (bill of landing) για φορτωτική με το όνομα εκάστου πελάτη και check για κάθε επιταγή όπου αντιστοιχούν τα επιμέρους ποσά, καθώς και το υπόλοιπο οφειλής μεταξύ των συμβαλλομένων διαδίκων, υπό τις εκτιθέμενες στην αγωγή ιδιότητές τους, κατά τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους ισχύος και λειτουργίας της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας, τα δε υπόλοιπα στοιχεία που επικαλείται ο ενάγων (λ.χ. περί ποσού δόσεων καταβολής εκ μέρους του έναντι της οφειλής του από τις επίδικες φορτωτικές) δύνανται να προκύψουν και από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελούν αντικείμενο αυτής και όχι στοιχεία του ορισμένου της αγωγής, χωρίς να δυσχεραίνεται η δυνατότητα του εναγομένου να αντιτάξει τους αμυντικούς και ανταποδεικτικούς του ισχυρισμούς, καθώς και το Δικαστήριο να τάξει τα αποδεικτέα ζητήματα της ένδικης υπόθεσης, δεδομένου δε ότι ο εναγόμενος είχε αναγνωρίσει την οφειλή του εκ της εκτιθέμενης στην αγωγή αιτίας και είχε ήδη προβεί σε καταβολές και εξόφληση του μείζονος τμήματος αυτής, ενώ είναι γνωστός και αυτεπαγγέλτως εφαρμοζόμενος κατά την αποδεικτική διαδικασία ο ερμηνευτικός κανόνας δικαίου του άρθρου 422 ΑΚ, περί καταλογισμού των δόσεων καταβολής σε περίπτωση περισσότερων χρεών. Περαιτέρω η αγωγή τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων σωρευτικά στις διατάξεις των άρθρων 211επ., 288, 330, 361, 713, 714, 718, 719, 724, 297, 298, 914, 341, 345, 346 ΑΚ, 375 ΠΚ, 4 του Π.Δ.219/1991 «Περί εμπορικών αντιπροσώπων», 2 του ΒΔ της 2/14-5-1835 «Περί της αρμοδιότητος των Εμποροδικείων», 68, 218 παρ.1, 907, 908, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 63, 68 παρ.1 του Ν.4194/2013-Κώδικας Δικηγόρων (ΜονΕφΠειρ 551/2013 ΤΝΠ Νόμος). Επισημαίνεται δε ότι η σχέση που συνδέει τον ναυτικό πράκτορα με τον πλοιοκτήτη (ή τον εφοπλιστή) είναι σχέση καθολικού εντολοδόχου, καθ’ όσον αφορά στη διαχείριση των υποθέσεων του τελευταίου (απόδοση λογαριασμών κλπ.) και του εκμισθωτή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εργολάβου, καθ’ όσον αφορά στην αμοιβή του και ως εκ τούτου, στη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας εφαρμόζονται οι συναφείς διατάξεις για την εντολή και τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή τη σύμβαση έργου, ενώ ανάλογη εφαρμογή δύνανται να έχουν και οι διατάξεις για την εμπορική αντιπροσωπεία (ΕφΠειρ 579/1995 ΝομΝαυτΤμΕφΠειρ 1994–1995, σελ.351επ., ΜονΠρΠειρ 2499/2003 ΕΝΔ 31.183, οι οποίες ως προς το ζήτημα της αμοιβής δέχονται εφαρμογή των διατάξεων περί συμβάσεως έργου, και ΕφΠειρ 220/1997 ΝομΝαυτΤμΕφΠειρ 1996–1997 σελ.556, ΕφΠειρ 1059/1995 ΝομΝαυτΤμΕφΠειρ 1059/1995 σελ.355, οι οποίες δέχονται ως προς το ίδιο ζήτημα ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων περί συμβάσεως εργασίας, ιδίως των άρθρων 648 και 649 ΑΚ, καθ’ όσον η σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών δεν ρυθμίζεται ειδικώς από τον ΑΚ). Ως προς τη βάση της αγωγής που στηρίζεται στην αδικοπραξία του εναγομένου περιέχονται στην αγωγή όλα εκείνα τα στοιχεία της παράνομης ιδιοποίησης των χρημάτων που περιήλθαν στην κατοχή του εναγομένου από την πώληση των εισιτηρίων, τα οποία δεν απέδωσε στην ενάγουσα, όπως είχε συμβατική και νόμιμη υποχρέωση. Η περιγραφόμενη συμπεριφορά αυτή του εναγομένου είναι παράνομη καθεαυτή, κατά την έννοια των άρθρων 914 ΑΚ και 375 ΠΚ και χωρίς τη συμβατική σχέση της ναυτικής πρακτορείας μεταξύ τους. Σύμφωνα δε και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της απόφασης, υφίσταται δε νόμιμη συρροή αξιώσεων, τόσο από την επικαλούμενη ενδοσυμβατική σχέση, δηλαδή τη σύμβαση εντολής και ανεξαρτήτων υπηρεσιών που ρυθμίζουν τη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας, όσο και από την επικαλούμενη υπεξαίρεση των χρημάτων των εισιτηρίων και φορτωτικών που είχαν περιέλθει στην κατοχή του εναγομένου, διότι η περιγραφόμενη στην αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά, όπως εκτέθηκε παραπάνω, εμφανίζει αυτοτέλεια σε σχέση με τις συμβατικές υποχρεώσεις του εναγομένου ως πράκτορα έναντι της ενάγουσας πλοιοκτήτριας εταιρείας, δεδομένου ότι η ζημία, η οποία επήλθε στην ενάγουσα, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς της, δεν είναι αποτέλεσμα της παράβασης μόνο των συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους του εναγομένου ναυτικού πράκτορα, αλλά και άλλης υπαίτιας πράξης, στοιχείο που είναι καθοριστικό για την καθίδρυση αυτοτελούς νομικής βάσης περί αδικοπραξίας (ΕφΠειρ 157/2009 ΕΝΔ 2009.288, ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝΔ 2009.384, ΕφΠειρ 631/2007 ΕΝΔ 2008.26, ΕφΠειρ 76/2006 ΕΝΔ 2006.278, ΠολΠρΑθ 6528/2006 ΕΤρΑξΧρΔ 2007.231, ΜονΠρΠειρ 2499/2003 ΔΕΕ 2003.975). Έτσι η απαίτηση της ενάγουσας θεμελιώνεται στην ιδία αυτοτελή αδικοπρακτική ευθύνη του εναγομένου προς αποζημίωση, παράλληλα και ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε ευθύνη του και η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται δικαστικά η ικανοποίηση της, είναι πλήρως ορισμένη και βρίσκει νομικό έρεισμα στις προαναφερθείσεις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, εφόσον αυτή αφορά απαίτηση που προέρχεται από αδίκημα, το οποίο φέρεται ότι τελέστηκε από τον ως άνω εναγόμενο στην Ελλάδα (ΕφΠειρ 542/2006 ΠειρΝομ 2006.361). Νόμιμο είναι και το παρεπόμενο αίτημα της περί καταβολής τόκων σε σχέση με το περί αποζημιώσεως αίτημα της, αλλά από την επίδοση της αγωγής, αφού από τα άρθρα 914, 297, 340, 345 και 346 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι, όταν ζητείται αποζημίωση για την ανόρθωση ζημίας από αδικοπραξία, υπόκειται χρηματική οφειλή και οφείλονται τόκοι από την επίδοση της αγωγής, εφόσον ο οφειλέτης δεν κατέστη υπερήμερος από προηγούμενο χρόνο, συνεπεία οχλήσεως από τον δικαιούχο της απαίτησης, γεγονός που δεν επικαλείται συγκεκριμένα εν προκειμένω η ενάγουσα, η δε επίκληση της έναρξης της τοκοφορίας από την άσκηση των προηγούμενων αγωγών από τις οποίες έχει παραιτηθεί δεν συνιστά όχληση, διότι αφενός δεν προσκομίζεται η πρώτη ασκηθείσα αγωγή της, αφετέρου δεν εκτίθεται καν στην αγωγή εάν οι ένδικες αξιώσεις που ασκήθηκαν με τη δεύτερη αγωγή είναι ίδιες κατά το ποσό και το είδος με αυτές που ασκούνται με την κρινόμενη αγωγή, προκειμένου να συνιστά η προηγούμενη επίδοση των ανωτέρω αγωγών όχληση και για τις ένδικες, ώστε να άρχεται η τοκοφορία τους από την επίδοση αυτών σε προγενέστερο χρόνο από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, κατ’ άρθρο 340 ΑΚ (ΑΠ 1253/2003 ΕλλΔνη 45.487, ΕφΑθ 2760/2001, ΜονΠρΛαρ 392/2007 Δικογραφία 2007.569), αλλά ούτε και έτερη προηγηθείσα νόμιμη όχληση επικαλείται η ενάγουσα, συνακόλουθα, η έναρξη της τοκοφορίας ζητείται νομίμως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και μόνον (ΑΚ 340, 346). Αναφορικά με το αίτημα της αδικοπρακτικής νομικής βάσης περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας ναυτικής εταιρείας έναντι του εναγομένου, τυγχάνει απορριπτέο ως αόριστο και σε κάθε περίπτωση ως νόμω αβάσιμο, διότι η ενάγουσα δεν εκθέτει κατά τρόπο ορισμένο σε τι συνίσταται η ηθική βλάβη που έχει υποστεί από τη συμπεριφορά του εναγομένου, οι δε περιπτώσεις που επικαλείται δεν συνιστούν περίπτωση ηθικής βλάβης της, δεδομένου ότι δεν επικαλείται καν τις προϋποθέσεις του άρθρου 920 ΑΚ, ήτοι ότι υπέστη κλονισμό της εμπορικής πίστης της, του μέλλοντος, της οικονομικής και εμπορικής της ανάπτυξης, του κύρους, της φήμης και της πελατείας της, συνακόλουθα, δεν εκθέτει ορισμένα και σαφώς σε τι συνίσταται η ηθική της βλάβης και το αίτημά της για καταβολή χρηματικής ικανοποίησής της έναντι του εναγομένου ούτε συντρέχει νόμιμη περίπτωση από το επικαλούμενο γεγονός ότι λόγω της υπεξαίρεσης του χρηματικού ποσού που έπρεπε να της είχε αποδώσει ο εναγόμενος ως ναυτικός πράκτορας τόσο από τις φορτωτικές που του παραδόθηκαν και εισέπραξε το αντίστοιχο αντίτιμο, όσο και από τις φορτωτικές που είχε εκδώσει για λογαριασμό της ενάγουσας πλοιοκτήτριας, εθίγη η επαγγελματική της υπόληψη επειδή διαδόθηκε στους ναυτιλιακούς κύκλους και στους στον κύκλο των ναυτικών πρακτόρων ότι κατάφερε να υπεξαιρέσει το εν λόγω χρηματικό ποσό, λόγω της προβληματικής οργάνωσης της ενάγουσας εταιρείας, καθόσον ούτε εκτίθεται πώς αιτιωδώς συνδέονται αυτά ούτε τι είδους ζημία υπέστη η ενάγουσα, δεδομένου ότι πρόκειται για νομικό πρόσωπο που μόνο συγκεκριμένα έννομα αγαθά του μπορούν να προσβληθούν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του υπαιτίου σε βάρος του, πλην όμως δεν ορίζονται ούτε εκτίθενται νομίμως τέτοια πραγματικά περιστατικά στην αγωγή, προκειμένου να είναι δυνατή η ανταποδεικτική αντίκρουσή τους από τον εναγόμενο και για το Δικαστήριο να τάξει τα ερευνητέα και αποδεικτέα ζητήματα επ’ αυτού του αγωγικού αιτήματος. Τέλος, κατά την επικουρική της νομική βάση που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, η αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας για τον λόγο ότι η ενάγουσα δεν επικαλείται την ακυρότητα της μεταξύ των διαδίκων ένδικης σύμβασης ναυτικής πρακτορείας, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη (ΠολΠρΑθ 4169/2017 ΤΝΠ Νόμος). Κατά την από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό επικουρική βάση της, η αγωγή είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, διότι από το άρθρο 904 ΑΚ προκύπτει ότι είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003, ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ …/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 16/2008 ΕλλΔνη 49.498, ΑΠ 104/2003 ΕλλΔνη 44.985), στην προκείμενη δε περίπτωση η ένδικη αγωγή δεν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας και την αδικοπραξία λόγω υπεξαίρεσης (ΕφΠατρ 257/2009 ΑχαΝομ 2010.427), καθόσον η ενάγουσα με τα παραπάνω εκτιθέμενα συνομολογεί ότι έχει την από την επικαλούμενη σύμβαση αξίωση και από την αδικοπραξία, χωρίς να επικαλείται άλλα πρόσθετα ή διαφορετικά πραγματικά περιστατικά ούτε ακυρότητα της συμβατικής βάσης ή μη νομιμότητα της αδικοπρακτικής βάσης, ως έλλειψη νόμιμης αιτίας (ΟλΑΠ 23/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 139/1991 ΕΕΝ 1992.90, ΠολΠρΠειρ 1963/1996 ΕΝΔ 1997.93). Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει, επομένως, η κρινομένη αγωγή, στην έκταση που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 260 ΑΚ, με την οποία προβλέπεται ως μοναδικός τρόπος εξώδικης διακοπής της παραγραφής η με οποιονδήποτε τρόπο αναγνώριση της αξίωσης από τον υπόχρεο, αρκεί για το αποτέλεσμα αυτό οποιαδήποτε ενέργεια και συμπεριφορά του οφειλέτη απέναντι στον δανειστή, από την οποία να προκύπτει ότι ο πρώτος, βρισκόμενος σε πλήρη επίγνωση της αξίωσης του τελευταίου, θεωρεί ότι αυτή υπάρχει, ώστε να μην είναι αναγκαία η έγερση της σχετικής αγωγής. Δηλαδή η αναγνώριση αυτή είναι η πραγματική ενέργεια και συμπεριφορά του οφειλέτη, με την οποία εκφράζεται με σαφήνεια η πεποίθησή του για την ύπαρξη της δικής του υποχρέωσης και της αντίστοιχης προϋπάρχουσας αξίωσης του δανειστή. Με την έννοια αυτή και για την επέλευση του ως άνω αποτελέσματος δεν εξετάζεται, αν η ενέργεια και η συμπεριφορά του οφειλέτη έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα ούτε αν συνιστά συμβατική ή μονομερή αναγνώριση της αξίωσης ή σύμβαση αναγνώρισης χρέους κατά την έννοια του άρθρου 873 ΑΚ. Η έχουσα τα ανωτέρω στοιχεία συμπεριφορά, πάντως, πρέπει να επιδεικνύεται πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής (ΑΠ 382/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 57/2016 ΕπισκΕμπΔ 2016.185, ΕφΑθ 5438/2015 ΔΕΕ 2016.179, ΕφΑθ 56/2012 Αρμ 2013.300, ΕφΑθ 1842/2011 Αρμ 2012.747, ΕφΑθ 2679/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 3050/2009 ΔΕΕ 2009.965, ΜονΠρΘεσ 1061/2014 ΤΝΠ Νόμος). Μεταξύ των λόγων της διακοπής της παραγραφής περιλαμβάνεται και η αναγνώριση της αξιώσεως από τον υπόχρεο με οποιονδήποτε τρόπο (ΕφΑθ 1481/2005 ΕλλΔνη 2005.929, ΕφΘες 2853/2004 Αρμ 2004.1661, ΕφΘεσ 2855/2004 ΔΕΕ 2004.1278, ΜονΠρΑθ 4644/2006 ΕΤρΑξΧρΔ 2007.238). Ως αναγνώριση νοείται η πραγματική συμπεριφορά του οφειλέτη, έστω και αν δεν εμφανίζει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, από την οποία προκύπτει αναμφισβήτητα η συνείδηση του υπόχρεου ότι υφίσταται η αξίωση (ΑΠ 382/2002 ΕλλΔνη 44.496, ΑΠ 1206/2001 ΕλλΔνη 43.157, ΑΠ 1559/1987 ΝοΒ 1988.1624, ΑΠ 14/1987 ΝοΒ 1988.105). Πράξεις που μπορούν να έχουν το παραπάνω χαρακτηριστικό είναι, μεταξύ άλλων, η πληρωμή μέρους της αξιώσεως, η πληρωμή τόκων, η παροχή ασφαλείας, η πρόταση για συμβιβασμό (ΕφΑθ 3432/2007 ΕλλΔνη 2008.921). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 416 ΑΚ, η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με καταβολή. Η καταβολή, η οποία συνιστά καθεαυτή υλική πράξη, δηλαδή πραγματικό γεγονός και όχι σύμβαση ή μονομερή δικαιοπραξία για να έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής πρέπει να είναι προσήκουσα δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής ότι πράγματι δικαιούται, σύμφωνα με τον νόμο ή τη σύμβαση και δεν αρκεί τμηματική καταβολή. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 440 και 441 ΑΚ συνάγεται ότι ο μονομερής συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν οι εν λόγω απαιτήσεις είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες. Επέρχεται, δε, ο συμψηφισμός αν ο ένας τον επικαλέσθηκε με δήλωση προς τον άλλον, ενώ η αντίστοιχη πρόταση επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν (ΑΠ 1487/2008 ΧρΙδΔ 2009.306). Σύμφωνα δε με το άρθρο 450 παρ.1 ΑΚ ο συμψηφισμός απαγορεύεται όταν η ενέργεια του υπόχρεου σε αποζημίωση ήταν δόλια. Η αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης έστω και με δόλο ενεργηθείσα, δεν ταυτίζεται αφεαυτής με αδίκημα. Κατά μιας τέτοιας απαίτησης δεν αποκλείεται καταρχήν ο συμψηφισμός. Αν όμως η με δόλο γεννηθείσα απαίτηση περιέχει και τα στοιχεία του αδικήματος με δόλο διαπραχθέντος, δεν προτείνεται σε συμψηφισμό. Τούτο συμβαίνει και στην περίπτωση κατά την οποία, ο εντολοδόχος σε εκτέλεση της εντολής, απέκτησε κινητό πράγμα, σύμφωνα με τους κανόνες της άμεσης αντιπροσώπευσης, δηλαδή στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου. Αν ο εντολοδόχος αρνηθεί να αποδώσει το πράγμα στον εντολέα και το κατακρατήσει, δεν αθετεί απλώς την από το άρθρο 719 ΑΚ ενοχική υποχρέωσή του, προσβάλλοντας το αντίστοιχο ενοχικό δικαίωμα του εντολέα, αλλά διαπράττει και υπεξαίρεση, δηλαδή αδίκημα με δόλο διαπραχθέν εκ μέρους του και συνακόλουθα αδικοπραξία κατ’ άρθρο 914 ΑΚ (ΑΠ 339/2005, ΑΠ 1066/2004, ΑΠ 720/1988, ΑΠ 419/1987, ΕφΑθ 5484/2006, ΕφΘεσ 213/1988 Αρμ 1989.478 ΤΝΠ Νόμος). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που είναι αναγκαστικού δικαίου (βλ. Βαθρακοκοίλη Β., ΕρμΑΚ, τ.Α΄, άρθρο 450, σελ.619), ο συμψηφισμός απαγορεύεται στον οφειλέτη εξ αδικήματος, εφόσον όμως ο εξ αδικήματος υπόχρεος προς αποζημίωση ενήργησε δολίως, χωρίς να προσαπαιτείται το αδίκημα να είναι ταυτοχρόνως και ποινικώς κολάσιμο (ΑΠ 1487/2008 αδημ. στον νομικό Τύπο). Συνεπώς, ο δράστης υπεξαίρεσης δεν μπορεί να προτείνει σε συμψηφισμό ανταπαίτησή του κατά του θύματος και τούτο διότι, κατ` άρθρο 450 εδ.α΄ ΑΚ, δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά απαίτησης, η οποία προέρχεται από αδίκημα, που διαπράχθηκε με δόλο (ΑΠ 1066/2004 Νιόβη 2005.143). Απαγορεύεται έτσι ο συμψηφισμός στον οφειλέτη του αδικήματος, δηλαδή στον δράστη, ενώ αντίθετα το θύμα, δηλαδή ο δικαιούχος της απαίτησης από το αδίκημα, μπορεί να την προτείνει για να αποσβέσει άλλη οφειλή του προς τον αδικήσαντα. Η απαγόρευση αυτή δεν περιλαμβάνει συμψηφισμό κατά απαίτησης που προέρχεται από δόλια παράβαση συμβατικής υποχρέωσης, ωστόσο, αν με τη δόλια αθέτηση διαπράττεται και αδίκημα, τότε ο συμψηφισμός είναι ανεπίτρεπτος (βλ. Πολυζωγόπουλο σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, υπό του άρθρου 450, αριθ.3, 4 και 8, ΠολΠρΘεσ 10483/2013 ΧρΙΔ 2014.17). Ο συμψηφισμός στην περίπτωση αυτή αποκλείεται όχι μόνο προκειμένου περί αποζημιώσεως οφειλομένης προς ανόρθωση υλικής ζημίας, αλλά και προκειμένου περί χρηματικής ικανοποιήσεως προς ικανοποίηση ηθικής βλάβης (βλ. Φραγκίστα, ΕρμΑΚ, άρθρο 450, αριθ.1, 2 και 3, ΜονΠρΘεσ 15407/2003 ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο εναγόμενος με τις νομότυπα κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις του, συνομολογεί την κατάρτιση σύμβασης ναυτικού πράκτορα με την ενάγουσα ως πλοιοκτήτρια εταιρεία επί του πλοίου της, καθώς και το γεγονός ότι ο ίδιος δεν κατέβαλε σε αυτήν το σύνολο των αποδιδόμενων εισπραχθέντων ποσών από τις φορτωτικές και τα εισιτήρια (ΚΠολΔ 352), πλην όμως αρνείται κατά τα λοιπά την αγωγή αιτιολογημένα (ΚΠολΔ 261) και ζητεί την απόρριψή της εν όλω ή επικουρικώς εν μέρει και την καταδίκη της ενάγουσας στη δικαστική του δαπάνη για την παρούσα δίκη δη αφενός μεν, ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα έχει πλήρως ικανοποιηθεί ως προς τις επίδικες αξιώσεις της σε βάρος του, αφετέρου δε και επικουρικώς, αποδίδει σε εκείνη την μη ομαλή λειτουργία της μεταξύ τους σύμβασης και δη καταλογίζει το γεγονός της μη εξόφλησης της οφειλής βάσει των επίδικων φορτωτικών που παρέλαβε δυνάμει της καταρτισθείσας σύμβασης πρακτορείας μεταξύ τους όχι σε δική του ενδοσυμβατική ευθύνη, αλλά σε αποκλειστική ενδοσυμβατική ευθύνη και υπαιτιότητα της ενάγουσας πλοιοκτήτριας εταιρείας, διότι δεν τήρησε τις εκ μέρους της συμβατικές υποχρεώσεις απέναντί του για την εμπρόθεσμη αποστολή και παράδοση των δεκαπενθήμερων εκκαθαριστικών καταστάσεων των εκδοθέντων εισιτηρίων, συμπεριλαμβανομένων των φορτωτικών, προκειμένου να ολοκληρώσει εκείνος τη διαδικασία της εκκαθάρισης και της απόδοσης σε αυτήν των εκ μέρους του οφειλόμενων ποσών με βάση της μεταξύ τους σύμβαση ναυτικής πρακτορείας, επικαλούμενος ενισχυτικά προς τούτο και ότι η οργάνωση της ήταν προβληματική, όπως είχε διαρρεύσει στους ναυτιλιακούς και πρακτορειακούς κύκλους. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις του, αφού εμπροθέσμως συνέτασσε κατάλογο των οχημάτων που φορτώθηκαν στο πλοίο καθώς και των αντίστοιχων φορτωτικών και τον απέστελλε στην ενάγουσα με το αμέσως επόμενο δρομολόγιο του πλοίο ή με e-mail και ότι, εκτός των καταβολών σε μετρητά, στο τέλος του μήνα της μεταβίβαζε επιταγές πελατείας του σε εξόφληση των οφειλόμενων ναύλων των φορτωτικών ενώ η εμπρόθεσμη καταβολή εκ μέρους του των οφειλομένων ναύλων προϋπέθετε την εμπρόθεσμη κατάρτιση των εκκαθαριστικών καταστάσεων των φορτωτικών εκ μέρους της ενάγουσας και την αποστολή τους σε αυτόν, προκειμένου να προβεί αυτός σε αντίστοιχη καταβολή. Μάλιστα, χαρακτηρίζει ψευδείς τους αντίθετους ισχυρισμούς της ενάγουσας και επικαλείται ως επιχείρημα επιπλέον ότι ουδέποτε ζήτησε εμπράγματη εξασφάλιση ή χρηματική εγγύηση από εκείνον για την εξασφάλιση των απαιτήσεών της, εάν όντως δεν την ικανοποιούσε καθόλη της διάρκεια της συνεργασίας τους ούτε και υπέβαλε μήνυση για υπεξαίρεση σε βάρος του για την ίδια αιτία. Επιπλέον, ο εναγόμενος με τις προτάσεις του προβάλλει τον ισχυρισμό περί παραγραφής των επίδικων αξιώσεων της ενάγουσας σε βάρος του, ισχυριζόμενος ότι έχει παρέλθει η 5ετία από τη γένεσή τους την 20-6-2011 και μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής της κατ’ αυτού, τη 12-5-2017, τόσο υπό τη νομική βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης (σύμβαση ναυτικής πρακτορείας), όσο και υπό τη νομική βάση της αδικοπραξίας υπό τη μορφή της αποζημίωσης λόγω περιουσιακής ζημίας και υπό τη μορφή της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (ΑΚ 914, 932, υπεξαίρεση), καθώς επίσης και υπό την επικουρική νομική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΚ 904). Η συγκεκριμένη ένσταση είναι ορισμένη και νόμιμη. στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 250 παρ.1, 251, 253, 361, 914, 937 εδ.α΄, 904 ΑΚ, 338 παρ.1, 262 ΚΠολΔ, και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, με την επισήμανση ότι για μεν την περίπτωση της ενδοσυμβατικής ευθύνης η παραγραφή άρχεται κατ’ άρθρο 253 ΑΚ μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στην παρ.1 του άρθρου 250 ΑΚ (ΠολΠρΠειρ 1963/1996 ΕΝΔ 1997.93), για δε την περίπτωση της αδικοπρακτικής ευθύνης άρχεται κατ’ άρθρο 937 ΑΚ από τη γνώση της περιουσιακής ζημίας και του υπαιτίου αυτής και υπόχρεου σε αποζημίωση, ενώ υπό τη νομική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού και την περίπτωση της αξίωσης της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας τυγχάνει αλυσιτελής πλέον ο ισχυρισμός περί παραγραφής ελλείψει εννόμου συμφέροντος του εναγομένου για την προβολή του ένεκα της απόρριψης αμφοτέρων των νομικών αυτών βάσεων-αξιώσεων, κατά τα προδιαλαμβανόμενα. Αντιστρόφως, η ενάγουσα προβάλει με την προσθήκη αντίκρουση παραδεκτώς ισχυρισμό της περί διακοπής της παραγραφής των επίδικων αξιώσεών της, ισχυριζόμενη ότι η καταγγελία της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας εκ μέρους της έλαβε χώρα στις 20-6-2011 έναντι του εναγομένου, οπότε και του ζήτησε να προβεί στην παράδοση των φορτωτικών και το κλείσιμο του λογαριασμού εντός πέντε (5) ημερών από τη γνωστοποίηση σε αυτόν της καταγγελίας οχλώντας τον επανειλημμένως για την εκκαθάριση του μεταξύ τους λογαριασμού και τις εκκρεμείς υποχρεώσεις του από τη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας, πλην όμως ο εναγόμενος δεν συνεργάστηκε προς τούτο. Ειδικότερα, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι άσκησε κατόπιν την από 17-10-2012 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 8278/2012 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία του επιδόθηκε στις 29-10-2012 με βάση την υπ’ αριθ. …/29-10-2012 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο … …, η οποία ματαιώθηκε στις 29-1-2013, στο πλαίσιο της μεταξύ τους απόπειρας εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς στην προσπάθεια εξόφλησης από τον εναγόμενο της οφειλής του προς αυτήν, όπως και συνέβη, καθόσον ο οφειλέτης της, της κατέβαλε μέχρι και τον Νοέμβριο του 2015 εξοφλητικές δόσεις, πλην όμως έκτοτε έπαψε να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό από το υπόλοιπο της οφειλής του. Η ενάγουσα στη συνέχεια άσκησε την από 12-12-2016 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 3855/2016 και 302/2016 αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, η οποία του επιδόθηκε στις 29-12-2016 με βάση την υπ’ αριθ. …/29-12-2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Βορείου Αιγαίου …, δυνάμει της οποίας παραιτήθηκε από την προηγούμενη ως άνω αγωγή της, στην οποία όμως δεν είχε συμπεριληφθεί εκ παραδρομής το σύνολο της λογιστικής καρτέλας οφειλών του εναγομένου πράκτορα προς την ενάγουσα αντισυμβαλλομένη του πλοιοκτήτρια, από το οποίο προέκυπτε το τελικό υπόλοιπο της προσωπικής του οφειλής για φορτωτικές-εισιτήρια που εκδίδονταν στη Χίο, ενώ ως σύνολο είχε προσδιοριστεί το ποσό σε ισότιμο ξένου νομίσματος, ήτοι σε δολλάρια ΗΠΑ και όχι σε ευρώ, λόγος για τον οποίο παραιτήθηκε εκ νέου από αμφότερες τις ως άνω δύο αγωγές της με την άσκηση της κρινόμενης (τρίτης) αγωγής της κατά του εναγομένου. Βάσει αυτών, ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι οι ένδικες απαιτήσεις της γεννήθηκαν από τη λήξη του έτους 2011 (31-12-2011), στο οποίο κατέστησαν απαιτητές ένεκα της καταγγελίας της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας μεταξύ τους που έλαβε χώρα στις 20-6-2011, οπότε η πενταετής παραγραφή συμπληρωνόταν στις 31-12-2016, πλην όμως διακόπηκε στις 29-10-2012 με την επίδοση (άσκηση) της πρώτης ως άνω αγωγής της κατά του εναγομένου, οπότε και άρχισε να τρέχει νέα πενταετής παραγραφή, η οποία θα συμπληρωνόταν στις 31-12-2017. Με την επίδοση (άσκηση) δε της δεύτερης ως άνω αγωγή της στις 29-12-2016, με την οποία παραιτήθηκε από την πρώτη αγωγή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ θεωρείται σαν να μη διακόπηκε η παραγραφή, πλην όμως και αυτή ασκήθηκε εντός της προθεσμίας της πενταετούς παραγραφής, από τη λήξη του έτους εντός του οποίου γεννήθηκαν και έγιναν απαιτητές οι οφειλές του εναγομένου έναντι αυτής, ήτοι πριν τις 31-12-2016. Από τη δεύτερη αυτή αγωγή, καθώς και από την πρώτη παραιτήθηκε με την τρίτη εν προκειμένω ασκηθείσα αγωγή της κατά του εναγομένου, που κατατέθηκε στις 26-4-2017 και του επιδόθηκε στις 12-5-2017, συνακόλουθα, οι ένδικες αξιώσεις της δεν πρέπει να θεωρούνται παραγεγραμμένες έναντι του εναγομένου, διότι αφενός μεν η παραγραφή είχε διακοπεί με την πρώτη ασκηθείσα ως άνω αγωγή της και σε κάθε περίπτωση με τη δεύτερη ως άνω ασκηθείσα αγωγή της, αφετέρου δε, η κρινόμενη τρίτη αγωγή της ασκήθηκε εντός έξι (6) μηνών από την παραίτησή της από τις προηγούμενες (πρώτη και δεύτερη) αγωγές της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ. Εν προκειμένω, η ενάγουσα προβάλει αντένσταση περί διακοπής της παραγραφής των ενδίκων αξιώσεών της κατά του εναγομένου, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 250 παρ.1, 251, 253, 260, 261, 263, 361, 914, 937 εδ.α΄, 904 ΑΚ, 338 παρ.1, 262, 215 παρ.1, 221 παρ.1 ΚΠολΔ, και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν. Επικαλείται δε ότι είναι ψευδή όσα ισχυρίζεται ο εναγόμενος περί προβληματικής της εταιρικής οργάνωσης, αποδίδοντάς του τη συμβατική ευθύνη για τη μη καταβολή των εκ μέρους του οφειλομένων σε αυτήν και την εν γένει ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας μεταξύ τους και συγκεκριμένα, ότι επικαλούμενος καθόλη τη διάρκεια της σύμβασής τους φόρτο εργασίας, δεν της απέστελλε εκκαθαριστικές καταστάσεις ούτε προέβαινε σε απόδοση λογαριασμού με αποτέλεσμα να μη δύναται έτσι η ενάγουσα να ελέγξει την κίνηση των φορτώσεων στο πλοίο της ούτε τις εισπράξεις που πραγματοποιούσε για λογαριασμό της εταιρείας ο εναγόμενος ως ναυτικός πράκτορας από τις διάφορες φορτώσεις, με συνέπεια να αναγκάζεται εκείνη να απευθύνεται στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Χίου, προκειμένου να λάβει γνώση της κίνησης των φορτώσεων και εν συνεχεία να προβεί σε έκδοση εκκαθαριστικών καταστάσεων, τις οποίες του απέστελλε, χωρίς εκείνος ουδέποτε να αρνηθεί ή να αμφισβητήσει εγκαίρως και προσηκόντως, οπότε τις αποδέχθηκε, καίτοι είχε την τακτική μη έγκαιρης πληρωμής των οφειλόμενων ναύλων προς την ενάγουσα, γεγονός που συνιστά κατά τους ισχυρισμούς της αντισυμβατική, επανειλημμένα κακόπιστη και παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους του ως υποχρέου, καθόσον εξαιτίας του και όχι από δική της υπαιτιότητα επήλθε η όποια καθυστέρηση και αθέτηση στην εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων έναντι αυτής, χαρακτηρίζοντας η ενάγουσα τους αμυντικούς-ανταποδεικτικούς ισχυρισμούς του ως ψευδείς, παρελκυστικούς και διαστρεβλωτικούς. Περαιτέρω δε, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα επέδειξε αντισυναλλακτική συμπεριφορά σε βάρος του, προβαίνοντας σε εσφαλμένες λογιστικές εγγραφές σχετικά με τα αναφερόμενα στη στήλη των πιστώσεων χρηματικά ποσά και συγκεκριμένα για το αιτούμενο εκ μέρους της συνολικό ποσό των 19.756,63 ευρώ σε βάρος του με την κρινόμενη αγωγή της, επικαλούμενος τις επιταγές πελατείας του που της είχε μεταβιβάσει έναντι της οφειλής του, παραλείποντας να συμπεριλάβει και άλλες δύο επιταγές της Τράπεζας Eurobank, τις οποίες είχε εκδώσει ο … στις 2-7-2011 και 2-5-20155 σε διαταγή της ενάγουσας και τις είχε εισπράξει από τον εναγόμενο, όπως εκτίθενται στις προτάσεις του, ποσού 2.848 ευρώ και 1408 ευρώ, αντιστοίχως, ενώ έχει προβεί η ίδια και σε εσφαλμένη καταχώριση στις λογιστικές εγγραφές μικρότερων χρηματικών ποσών, ήτοι 537 ευρώ αντί του ορθού 2.409 ευρώ και 2.710,29 ευρώ αντί του ορθού 3.286,29 ευρώ, από επιταγές της Alpha Bank και της Probank, αντιστοίχως, και ότι συνακόλουθα, η ενάγουσα έχει εισπράξει επιπλέον το ποσό των 6.704 ευρώ, το οποίο μαζί με το ποσό των 12.161,05 ευρώ που αντιστοιχεί στην οφειλόμενη προς τον εναγόμενο προμήθειά του, ήτοι συνολικό ποσό 18.865,05 ευρώ, αιτείται ο τελευταίος όπως αφαιρεθεί από το αιτούμενο με την αγωγή της χρηματικό ποσό των 19.756,63 ευρώ, ώστε επικουρικώς, εάν αυτή κριθεί βάσιμη κατ’ ουσίαν, να υποχρεωθεί να τις καταβάλει μόνο τη διαφορά των 891 ευρώ. Ο ισχυρισμός του αυτός συνιστά ένσταση μερικής εξόφλησης των ενδίκων αξιώσεών της σε βάρος του, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 416 ΑΚ, 338 παρ.1, 262 ΚΠολΔ, και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν. Τέλος, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι με βάση τις συμβατικές υποχρεώσεις της ενάγουσας, είχε δικαίωμα να λαμβάνει προμήθεια από τη σχέση ναυτικής πρακτορείας μεταξύ τους, σύμφωνα με τον όρο 5 της από 18-11-2010 σχετικής σύμβασής τους, σε ποσοστό 5% επί του καθαρού ναύλου, ενώ ο όρος 4 παρ.2 της ίδιας σύμβασης προέβλεπε σχετικώς και τον τρόπο υπολογισμού και καταβολής αυτής, πλην όμως, επειδή ενάγουσα δεν τήρησε τη διαδικασία για εμπρόθεσμη ανά δεκαπενθήμερο αποστολή των εκκαθαριστικών καταστάσεων, δεν κατέστη εφικτό για τον εναγόμενο να παρακρατήσει τη νόμιμη και συμβατική προμήθειά του βάσει των ποσών που θα υπολόγιζε εκείνη μέσω των εκκαθαριστικών καταστάσεων και ότι το ποσό της προμήθειάς του εξακολουθεί να του οφείλει μέχρι σήμερα, ανερχόμενο σε 12.161,05 ευρώ, σε ποσοστό 5% επί των καθαρών ναύλων των φορτωτικών που είχε εκδώσει για λογαριασμό της για το χρονικό διάστημα από 2-1-2011 έως και 13-10-2011, σύμφωνα με τον επισυναπτόμενο στις προτάσεις του σχετικό αναλυτικό πίνακα, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 17%, την οποία αυτή αξίωσή του προτείνει σε συμψηφισμό προς τις ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας σε βάρος του. Με τον ισχυρισμό του αυτό, ο εναγόμενος προβάλει ένσταση συμψηφισμού της δικής του απαίτησης που αφορά τη δικαιούμενη προμήθειά του έναντι των ενδίκων απαιτήσεων της ενάγουσας σε βάρος του, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 440επ. ΑΚ, 222 παρ.2, 338 παρ.1, 262 ΚΠολΔ, και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, μόνο στην έκταση που αφορά τη νομική και ιστορική βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης του εναγομένου από την επίδικη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας που συνήψαν με την ενάγουσα πλοιοκτήτρια εταιρεία και όχι ως προς την αδικοπρακτική νομική και ιστορική βάση της αγωγής, κατά την οποία η σχετική ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, διότι εκ του νόμου και δη κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 450 παρ.1 ΑΚ, που είναι αναγκαστικού δικαίου (βλ. Βαθρακοκοίλη Β., ΕρμΑΚ, τ.Α΄, άρθρο 450, σελ.619), ο συμψηφισμός απαγορεύεται στον οφειλέτη εξ αδικήματος, εφόσον εξ αδικήματος υπόχρεος προς αποζημίωση ενήργησε δολίως, χωρίς να προσαπαιτείται το αδίκημα να είναι ταυτοχρόνως και ποινικώς κολάσιμο, πολύ περισσότερο δε εν προκειμένω που η δεύτερη κύρια νομική βάση της αγωγής που στηρίζεται στην αποζημίωση λόγω περιουσιακής ζημίας της ενάγουσας από αδικοπραξία του εναγομένου, βασίζεται στην εκτιθέμενη εκ μέρους της στην αγωγή της παράνομη και αξιόποινη πράξη του της υπεξαίρεσης, κατ’ άρθρο 375 ΠΚ (ΜονΠρΘεσ 15407/2003 ΤΝΠ Νόμος). Ο ισχυρισμός αυτός περί απόσβεσης της απαίτησης της ενάγουσας κατόπιν μονομερούς δικαστικού συμψηφισμού, είναι μη νόμιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι η μη απόδοση των εισπράξεων από τους ναύλους και τις φορτωτικές εκ μέρους του πράκτορα προς την πλοιοκτήτρια αντισυμβαλλομένη του ναυτική, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, συνιστά υπεξαίρεση, ήτοι αδίκημα που διαπράχθηκε με δόλο και, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αρχική σχετική νομική σκέψη της παρούσας, κατά της εξ αυτής απαίτησης δεν επιτρέπεται συμψηφισμός (ΠολΠρΘεσ 10483/2013 ΧρΙΔ 2014.17). Κατόπιν των ανωτέρω, ενόψει της άρνησης εκ μέρους του εναγομένου εν όλω ή εν μέρει επικουρικώς της κρινόμενης αγωγής σε βάρος του, η ενάγουσα φέρει το βάρος απόδειξης της νομικής και ιστορικής βάσης (άρθρα 261, 262, 335, 338 παρ.1 ΚΠολΔ).
Από την εκτίμηση του συνόλου των νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους μετ’ επικλήσεως εγγράφων, για μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα από την κρίση του Δικαστηρίου για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτοτελώς προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, εφόσον επιτράπηκε το αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων (άρθρα 339, 340 §1 εδ.β΄ και 395 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 393 και 394 ΚΠολΔ), (ΠολΠρΠατρ 222/2017 ΕλλΔνη 2017.1492), όπως η υπ’ αριθ. …/30-3-2017 και η υπ’ αριθ. …/30-3-2017 ένορκες βεβαιώσεις του … και της … και του …, που ελήφθησαν νομότυπα ενώπιον της συμβολαιογράφου Καλλιμασιάς Χίου Μιχαλίνας Επιτροπάκη-Αμέντα, με επιμέλεια της ενάγουσας, ενόψει της εκδίκασης και προς απόδειξη της ασκηθείσας από 12-12-2016 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 3855/2016 και 302/2016 αγωγής της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς και πριν τη συζήτησή της (βλ. υπ’ αριθ. …/27-3-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Χίου …), ανεξαρτήτως τήρησης των προϋποθέσεων της διάταξης του άρθρου 422 παρ.1 ΚΠολΔ, (όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.3 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α 87/23-7-2015, με χρόνο έναρξης ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015), διότι δεν λαμβάνονται υπόψη ως ένορκες βεβαιώσεις στην προκείμενη δίκη, αλλά ως δικαστικά τεκμήρια, αφού η παρούσα δίκη δεν είναι αυτή στο πλαίσιο της οποίας δόθηκαν, αλλά έτερη μεταξύ των ιδίων διαδίκων, καθότι είναι σαφές ότι η σχετική απαγόρευση λήψης αυτών υπόψη και ως δικαστικών τεκμηρίων αφορά κατ’ άρθρο 424 ΚΠολΔ (όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.3 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α 87/23-7-2015, με χρόνο έναρξης ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015), το πλαίσιο της ίδιας δίκης για την οποία δόθηκαν και μόνον, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, ως εκ τούτου, δεν υφίσταται ορισμένος λόγος απαγόρευσής τους, ως άλλωστε ίσχυε και στο σχετικό δίκαιο πριν τις ως άνω τροποποιήσεις του Ν.4335/2015, καθώς επίσης και από τα όσα συνομολογούν εν γένει οι διάδικοι, όπως διατυπώνονται στα δικόγραφα που κατέθεσαν και προέκυψαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με βάση τα πρακτικά της δίκης, όπως αναφέρονται ειδικότερα και περιοριστικά παρακάτω (άρθρα 261, 352 §1 ΚΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 §4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «…», πλοιοκτήτρια του οχηματαγωγού φορτηγού πλοίου με όνομα «…», ελληνικής σημαίας και με αριθμό νηολογίου …, προέβη στις 18-11-2010 σε κατάρτιση με τον εναγόμενο, που διατηρούσε στη …..ναυτικό πρακτορείο με τον διακριτικό τίτλο «…», σύμβασης ναυτικής πρακτορείας, με ημερομηνία έναρξης τη 18-11-2010 και ημερομηνία λήξης τη 17-11-2011, βάσει της οποίας ανατέθηκε στον εναγόμενο η κεντρική πρακτόρευση του πλοίου της στο λιμάνι της Χίου, καθώς και η έκδοση φορτωτικών από αυτόν, επί προμήθεια και η προώθηση των δρομολογίων του πλοίου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους όρους 2, 4 και 6 της εν λόγω σύμβασης ναυτικής πρακτορείας συμφωνήθηκαν μεταξύ τους τα ακόλουθα: «Ο πράκτορας είναι υποχρεωμένος να τηρεί τις εκάστοτε ισχύουσες οικείες διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, εναρμονίζοντας τη λειτουργία του σύμφωνα με αυτές,καθώς και με τις οδηγίες και τις εντολές της πλοιοκτήτριας, ιδιαίτερα δε αυτές που αναφέρονται στην έκδοση φορτωτικών, την εξόφληση των λογαριασμών και την παράδοση των προβλεπομένων καταστάσεων των φορτωθέντων οχημάτων στην αρμόδια υπηρεσία του Λιμεναρχείου Χίου και θα ευθύνεται σε περίπτωση τυχόν παράβασης οποιουδήποτε από τα παραπάνω, αποκλειομένης κάθε τυχόν ευθύνης της πλοιοκτήτριας. Ο πράκτορας θα παραλαμβάνει τις έντυπες φορτωτικές που χρησιμοποιεί η πλοιοκτήτρια υπογράφοντας σχετική απόδειξη παραλαβής και θα εκδίδει χειρόγραφες φορτωτικές από αυτές που του έχει παραδώσει η πλοιοκτήτρια. Ο πράκτορας αναλαμβάνει επίσης την υποχρέωση να παρευρίσκεται και να επιβλέπει προσωπικά τη φόρτωση των οχημάτων στο Λιμάνι της Χίου. Η έκδοση των φορτωτικών και η είσπραξη του αντιτίμου γίνεται για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας. Ρητά συμφωνείται ότι ο πράκτορας θα αναλαμβάνει την είσπραξη των ναύλων φορτωτικών που έχουν εκδοθεί από τον Πειραιά από τους τοπικούς πελάτες, σύμφωνα με τις οδηγίες της πλοιοκτήτριας. Για τις ως άνω περιπτώσεις ο πράκτορας δεν θα δικαιούται προμήθεια. Τα έξοδα του πράκτορα βαρύνουν αποκλειστικά τον ίδιο. Η πλοιοκτήτρια θα αποστέλλει στον πράκτορα δεκαπενθήμερη εκκαθαριστική κατάσταση εισιτηρίων που έχουν εκδοθεί από αυτόν. Η χρέωση των εισιτηρίων στην εκκαθαριστική κατάσταση θα γίνεται κατά την έκδοσή τους από τον πράκτορα. Διευκρινίζεται ότι θα υπάρχει χρέωση και θα καταλογίζονται στον πράκτορα τα εισιτήρια που έχουν εκδοθεί και δεν έχουν ακυρωθεί εμπρόθεσμα από τον πράκτορα σύμφωνα με τις οδηγίες της πλοιοκτήτριας και τους εγκεκριμένους από τον ΥΘΕΝΑΛ όρους ταξιδιού με αντίστοιχα πλοία. Η απόδοση των εισπραχθέντων για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας ποσών από την πώληση των εισιτηρίων θα γίνεται από τον πράκτορα ταυτόχρονα με τη φυσική ή ηλεκτρονική παραλαβή (μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) των εκκαθαριστικών καταστάσεων εισιτηρίων της πλοιοκτήτριας, αφού αφαιρεθεί η προμήθεια που αναλογεί στον πράκτορα, η οποία θα αναγράφεται στην εκκαθαριστική κατάσταση. Η ημερομηνία παραλαβής συμφωνείται να είναι πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης των εκκαθαριστικών καταστάσεων εισιτηρίων. Η καταβολή θα γίνεται είτε με κατάθεση σε λογαριασμό τραπέζης της πλοιοκτήτριας είτε με επιταγές πελατών της εταιρείας σύμφωνα με τις οδηγίες και τις εμπορικές συμφωνίες της πλοιοκτήτριας είτε σε μετρητά για όσες φορτωτικές έχουν εισπραχθεί τοις μετρητοίς. Σε κάθε περίπτωση ο πράκτορας έχει την υποχρέωση να καταβάλει τα εισπραχθέντα εντός τριάντα (30) ημερών από τη λήξη της περιόδου που αφορά η εκκαθαριστική κατάσταση. Οι εκδιδόμενες από την πλοιοκτήτρια εκκαθαριστικές καταστάσεις εισιτηρίων αποτελούν χρεωστικά ομόλογα και η απαίτηση της πλοιοκτήτριας, όπως προκύπτει από τις καταστάσεις αυτές, βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Ρητά συμφωνείται ότι στην περίπτωση αποδεδειγμένης λανθασμένης χρέωσης εκ μέρους της πλοιοκτήτριας, για την οποία, όμως, πρέπει να ειδοποιηθεί η πλοιοκτήτρια το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών από τη παραλαβή των εκκαθαριστικών καταστάσεων εισιτηρίων, η διαφορά θα πιστώνεται στον πράκτορα το αργότερο με την εκκαθαριστική κατάσταση της αμέσως επομένης περιόδου. Η μη απόδοση των εισπραχθέντων χρημάτων, όπως έχει συμφωνηθεί, θεωρείται υπεξαίρεση και διώκεται ποινικά. Επίσης, η παράβαση της ως άνω υποχρέωσης αποτελεί αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διαδικαστική ενέργεια ή δικαστική μεσολάβηση, λόγο καταγγελίας της παρούσας σύμβασης και επισύρει ευθύνη του πράκτορα για κάθε θετική ή αποθετική ζημία της πλοιοκτήτριας. Η σύμβαση μπορεί να λυθεί/καταγγελθεί και πριν από τη λήξη της συμβατικής διάρκειάς της ή και της τυχόν παρατάσεώς της οποτεδήποτε και αζημίως για την πλοιοκτήτρια με κοινοποίηση απλής επιστολής ή εξώδικης δήλωσής της με δικαστικό επιμελητή στον πράκτορα. Στην περίπτωση αυτή τα αποτελέσματα της καταγγελίας και επομένως η λύση της σύμβασης επέρχονται από την επομένη της κοινοποιήσεως ημέρα και ο πράκτορας οφείλει να απέχει αμέσως των καθηκόντων του και εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών να επιστρέψει το υπόλοιπο απόθεμα εισιτηρίων και να κλείσει τον λογαριασμό του σύμφωνα με το χρεωστικό σημείωμα της πλοιοκτήτριας. Σε περίπτωση καταγγελίας ο πράκτορας δεν δικαιούται αποζημίωση για καμία θετική ή αποθετική του ζημία, καθ’ ότι αυτή συμπεριλαμβάνεται στη προμήθεια που έλαβε, σε κάθε δε περίπτωση παραιτείται από τώρα ρητώς και ανεκκλήτως του σχετικού δικαιώματός του. Ο πράκτορας μπορεί και αυτός να καταγγείλει τη σύμβαση και πριν από τη λήξη της συμβατικής διάρκειάς της, αλλά μόνο για σπουδαίο λόγο αναγόμενο στην πλευρά της πλοιοκτήτριας. Σε αυτή την περίπτωση τα αποτελέσματα της καταγγελίας επέρχονται μετά πενθήμερο από την κοινοποίησης της εξώδικης δήλωσης προς την πλοιοκτήτρια. Μέχρι τότε ο πράκτορας υποχρεούται να παρέχει ανελλιπώς την ανατεθείσα σε αυτόν υπηρεσία. Σε περίπτωση αναίτιας πρόωρης καταγγελίας από τον πράκτορα ή υπαίτιας συμπεριφοράς του, θα υποχρεούται να αποκαταστήσει κάθε θετική ή αποθετική ζημία της πλοιοκτήτριας. Η παράβαση οποιουδήποτε όρου της παρούσας σύμβασης εκ μέρους του πράκτορα επιφέρει δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης εκ μέρους της πλοιοκτήτριας». Σύμφωνα με τους ανωτέρω όρους της συμβάσεως, ο εναγόμενος ήταν υποχρεωμένος να εκδίδει φορτωτικές/εισιτήρια και να εισπράττει το αντίτιμο αυτών για λογαριασμό της ενάγουσας πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρείας, να εξοφλεί λογαριασμούς και να τους παραδίδει στην αρμόδια υπηρεσία του Λιμεναρχείου Χίου, ευθυνόμενος για τυχόν παράβαση οποιουδήποτε τυχόν από τους παραπάνω συμβατικούς όρους (ΑΚ 361, 200, 288), έχοντας την υποχρέωση να αποστέλλει εκκαθαριστικές καταστάσεις και να αποδίδει το ποσό των εισπραχθέντων για λογαριασμό της χρηματικών ποσών από την πώληση των εισιτηρίων. Καθόλη τη διάρκεια της ως άνω συνεργασίας τους υπήρχαν καθυστερήσεις στη διεκπεραίωση της διαδικασίας εκκαθάρισης–πληρωμής των οφειλόμενων από τον εναγόμενο χρηματικών ποσών, γεγονός που κάθε συμβαλλόμενο μέρος αποδίδει σε ευθύνη (υπαιτιότητα) του αντισυμβαλλομένου του. Αφενός μεν, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος ως ναυτικός πράκτορας, επικαλούμενος φόρτο εργασίας, δεν της απέστελλε εκκαθαριστικές καταστάσεις ούτε προέβαινε σε απόδοση λογαριασμού με αποτέλεσμα να μη δύναται να ελέγξει την κίνηση των φορτώσεων στο πλοίο της ούτε τις εισπράξεις που πραγματοποιούσε για λογαριασμό της και να αναγκάζεται να απευθύνεται στο Λιμεναρχείο Χίου, προκειμένου να λάβει γνώση, για να προβεί εν συνεχεία σε έκδοση εκκαθαριστικών καταστάσεων, τις οποίες του απέστελλε, χωρίς εκείνος να τις αρνηθεί ή να αμφισβητήσει, αφετέρου δε, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα δεν τήρησε τις συμβατικές υποχρεώσεις απέναντί του για την εμπρόθεσμη αποστολή και παράδοση των δεκαπενθήμερων εκκαθαριστικών καταστάσεων των εκδοθέντων εισιτηρίων και φορτωτικών, προκειμένου να ολοκληρώσει τη διαδικασία εκκαθάρισης και απόδοσης σε αυτήν των εκ μέρους του οφειλόμενων ποσών και ενώ εκείνος ήταν συνεπής, αφού εμπροθέσμως συνέτασσε κατάλογο των οχημάτων που φορτώθηκαν στο πλοίο και των αντίστοιχων φορτωτικών, η δε εμπρόθεσμη καταβολή εκ μέρους του των οφειλομένων ναύλων προϋπέθετε την εμπρόθεσμη κατάρτιση των εκκαθαριστικών καταστάσεων των φορτωτικών εκ μέρους της ενάγουσας και την αποστολή τους σε αυτόν, προκειμένου να προβεί σε αντίστοιχες καταβολές. Συνακόλουθα, έκαστος των συμβαλλομένων επικαλείται αντισυμβατική και αντίθετη στην καλή πίστη και στα συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά του αντισυμβαλλομένου του, που αιτιωδώς οδήγησε στην ανώμαλη εξέλιξη της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης. Από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας και ιδίως από τα έγγραφα που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα προκύπτει ότι στις εκκαθαριστικές αυτές καταστάσεις που αφορούσαν ολόκληρο το χρονικό διάστημα της συμβατικής τους σχέσης, από τη 19-11-2010, επομένη ημέρα κατάρτισης της σύμβασης, έως και την 20-6-2011, ημέρα καταγγελίας της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας, αναγράφονταν τα φορτηγά που φορτώνονταν για κάθε περίοδο, το ονοματεπώνυμο των υπόχρεων προς πληρωμή που αντιστοιχούσε στα εισιτήρια των φορτωθέντων οχημάτων και η αξία του ναύλου για κάθε φόρτωση, τα οποία στοιχεία ουδέποτε αμφισβήτησε ή αρνήθηκε ο εναγόμενος, εγκαίρως και προσηκόντως, κατά τη διάρκεια ή και μετά τη λήξη της συμβατικής τους σχέσης, εν γνώσει του ότι έτσι τα αποδεχόταν με βάση τον σχετικό δεσμευτικό όρο της μεταξύ τους σύμβασης. Εντούτοις, κατ’ αποτέλεσμα, γεγονός που και ο ίδιος αποδέχεται κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου των προτάσεών του στην παρούσα δίκη, δεν κατέβαλε τα οφειλόμενα χρηματικά ποσά από εισιτήρια, φορτωτικές και ναύλους στην ενάγουσα πλοιοκτήτρια, ως όφειλε, το οποίο εκτιμάται ως ομολογία του (ΚΠολΔ 261, 352). Συγκεκριμένα, η ενάγουσα λόγω της μη τήρησης των άρθρων 2 και 4 της από 18-11-2010 συμβάσεως εκ μέρους του εναγομένου πράκτορα, στις 20-6-2011 κατήγγειλε εγγράφως την ανωτέρω σύμβαση με σχετική επιστολή της, την οποία ο εναγόμενος αποδέχθηκε αυθημερόν με έγγραφη επιστολή του. Σύμφωνα με τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι ο εναγόμενος από τις διάφορες φορτώσεις που πραγματοποιήθηκαν από τη 19-11-2010 (ημέρα έναρξης της σύμβασης πρακτορείας) έως και την 20-6-2011 (ημέρα καταγγελίας της) εισέπραξε το αντίτιμο για τις μεταφορές που εκτελέστηκαν με το πλοίο της ενάγουσας πλοιοκτήτριας, το οποίο συνακόλουθα όφειλε να της καταβάλει. Η δε οφειλή του ανερχόταν, κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης στο συνολικό ποσό των εκατόν πενήντα πέντε χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι ενός ευρώ και δώδεκα λεπτών του ευρώ (155.921,12 E). Τούτο δεν αμφισβητήθηκε εκ μέρους του ουδέποτε μέχρι σήμερα –παρά μόνο με τις προτάσεις του στην προκείμενη δίκη- παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας προς αυτόν για την εξόφλησή του, και μάλιστα, παρά την άσκηση σε βάρος του δύο προγενέστερων αγωγών της με το ίδιο ένδικο αντικείμενο, βασιζόμενες στο ίδιο βιοτικό συμβάν (με το ίδιο ιστορικό και τις ίδιες νομικές βάσεις) και με τα ίδια αιτήματα. Αντιθέτως, μάλιστα, ο εναγόμενος προκύπτει ότι ήρθε σε διαπραγματεύσεις με την ενάγουσα για την καταβολή του οφειλόμενου εκ της επίδικης αιτίας ποσό σε πλείονες εξοφλητικές δόσεις, το οποίο και εν τέλει περιόρισε στα επίπεδα των πολύ μικρότερων χρηματικών ποσών-απαιτήσεων που αιτείται η ενάγουσα με την κρινόμενη αγωγή της, γεγονός από το οποίο συνάγεται ευθέως και ευλόγως ότι ο εναγόμενος ως αντισυμβαλλόμενος ναυτικός πράκτορας αναγνώρισε πλήρως την οφειλή του προς την ενάγουσα πλοιοκτήτρια και ουδεμία αντίρρηση, αμφισβήτηση ή ένσταση εξέφρασε, αλλά συμμορφώθηκε πλήρως στις αξιώσεις της εκ της επίδικης σύμβασης καταβάλλοντας σε εξόφλησή τους το απολύτως μείζον τμήμα αυτών, και σταματώντας τις δόσεις αυτές τον Νοέμβριο του έτους 2015 (3-11-2015), οπότε η οφειλή του εναγομένου μετά την τελευταία καταβολή του και μέχρι σήμερα ανέρχεται στο ποσό των ένδεκα χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και εξήντα τριών λεπτών του ευρώ (11.876,63), το οποίο υπόλοιπο αρνείται πλέον να εξοφλήσει, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της ενάγουσας. Επισημαίνεται ότι η ενάγουσα αρχικά είχε καταθέσει κατά του εναγομένου την από 17-10-2012 και υπ’ αριθ. καταθέσεως δικογράφου 8278/2012 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία προσδιορίστηκε αρχικά να συζητηθεί στις 29-1-2013, οπότε και αναβλήθηκε για τις 11-2-2014,οπότε και ματαιώθηκε, λόγω προσπάθειας διαπραγματεύσεων με τον εναγόμενο για τη ρύθμιση της οφειλής του, σύμφωνα με τα λεγόμενά της και πράγματι, ο εναγόμενος κατέβαλε μεγάλο μέρος της οφειλής του μέχρι το Νοέμβριο του 2015 και συγκεκριμένα έως την 3-11-2015, οπότε και έπαυσε να καταβάλει προς την πλοιοκτήτρια οποιοδήποτε χρηματικό ποσό σε εξόφληση της ανωτέρω οφειλής του. Άλλωστε, τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από το περιεχόμενο της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που απεστάλη και ανταλλάχθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων μερών στο πλαίσιο της εμπορικής τους συνεργασίας, εκ της οποίας αντίγραφα των ηλεκτρονικών μηνυμάτων προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα στη δικογραφία, και αφορούν σε χρόνο πριν την άσκηση της πρώτης αγωγής της κατά του εναγομένου, ήτοι πριν την έναρξη της δικαστικής διεκδίκησης των ενδίκων απαιτήσεών της σε βάρος του. Συγκεκριμένα, από τα ηλεκτρονικά μηνύματα αυτά προκύπτει ενδεικτικά ότι η ενάγουσα: α) τον κάλεσε προς επαλήθευση του από Μαρτίου του έτους 2011 λογαριασμού μεταξύ τους (με επισυναπτόμενη λίστα), προκειμένου να ελέγξει τις εκδοθείσες φορτωτικές και του ζητούσε να της αποστείλει κίνηση του λογαριασμού τους ανά 15νθήμερο (βλ. σχετ. το από 29-4-2011 αντίγραφο ηλεκτρονικού μηνύματος από το Λογιστήριό της προς τον εναγόμενο), β) του ζήτησε να συμφωνήσουν επί του ποσού της εκκαθάρισης του μηνός Απριλίου του έτους 2011 (βλ. σχετ. το από 20-5-2011 αντίγραφο ηλεκτρονικού μηνύματος από το Λογιστήριό της προς τον εναγόμενο), γ) του ζήτησε την απόδοση μέχρι τη 18-10-2011 του ποσού των 34.476,53 ευρώ από τη μεταξύ τους συμβατική σχέση και τον καλούσε να προβεί σε τακτοποίηση του λογαριασμού του (βλ. σχετ. το από 14-10-2011 αντίγραφο ηλεκτρονικού μηνύματός της προς τον εναγόμενο), δ) ο εναγόμενος της απέστειλε εκκαθάριση του λογαριασμού τους με ηλεκτρονικό μήνυμα, στο οποίο αναφέρει ότι της οφείλει από τη μεταξύ τους συμβατική σχέση το ποσό των 22.029,83 ευρώ πλέον 1.408 ευρώ, λόγω προσαυξήσεων των οφειλόμενων λιμενικών τελών με τη σχετική λίστα των φορτωτικών (βλ. σχετ. το από 25-10-2011 αντίγραφο του ηλεκτρονικού μηνύματος του εναγομένου προς την ενάγουσα), ε) η ενάγουσα του απάντησε ότι υπάρχουν διαφορές στην επισυναπτόμενη εκ μέρους του λίστα σε σύγκριση με τη δική της, επισημαίνοντάς του ποιες ήταν αυτές (βλ. σχετ. το από 26-10-2011 αντίγραφο ηλεκτρονικού μηνύματός της προς τον εναγόμενο), στ) η ενάγουσα του απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα εκ νέου, με το οποίο τον ενημέρωνε ότι εφόσον δεν διαφωνεί και δεν απαντά στις επισημάνσεις του προηγούμενου μηνύματος του Λογιστηρίου της, θεωρείται για την ίδια ότι τις αποδέχεται σιωπηρά (βλ. σχετ. το από 9-11-2011 αντίγραφο του ηλεκτρονικού μηνύματός της προς τον εναγόμενο), ζ) η ενάγουσα του γνωστοποίησε με ηλεκτρονικό μήνυμα τη συνολική τότε υφιστάμενη οφειλή του απέναντί της, που ανερχόταν σε ποσό 28.736,99 ευρώ για το σύνολο των φορτωτικών που είχε εκδώσει ως εξουσιοδοτημένος ναυτικός πράκτορας στο λιμάνι της Χίου και το συνολικό ποσό των 14.286 ευρώ, που αφορούσε φορτωτικές που είχαν εκδοθεί τον Πειραιά και του είχε ζητήσει να τις εισπράξει για λογαριασμό της από πελάτες της στη Χίο, εφόσον εκεί είχαν οι τελευταίοι την επαγγελματική τους έδρα, σύμφωνα και με τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα στη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας (βλ. σχετ. το από 3-2-2012 αντίγραφο ηλεκτρονικού μηνύματος του Λογιστηρίου της προς τον εναγόμενο, η) η ενάγουσα του απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα προβαίνοντας σε διόρθωση του ποσού της οφειλής του απέναντί της από το ύψος των 28.736,99 ευρώ, για το σύνολο των φορτωτικών που είχε εκδώσει ως εξουσιοδοτημένος ναυτικός πράκτορας στο λιμάνι της Χίου, στο ποσό των 27.136,99 ευρώ λόγω μερικής καταβολής του ποσού των 1.600 ευρώ από τον πελάτη της …» (βλ. σχετ. το από 28-2-2012 αντίγραφο ηλεκτρονικού μηνύματός της προς τον εναγόμενο). Ο εναγόμενο προκύπτει ότι δεν της είχε αποστείλει τις εκκαθαριστικές καταστάσεις ούτε προέβαινε σε απόδοση λογαριασμού εγκαίρως, με αποτέλεσμα να μην μπορεί η ενάγουσα να ελέγξει την κίνηση των φορτώσεων και τις εισπράξεις που πραγματοποιούσε για λογαριασμό της από τις φορτώσεις του πλοίου της, με συνέπεια να απευθύνεται εκείνη στο Λιμεναρχείο Χίου (βλ. σχετ. προσκομιζόμενα εκ μέρους της έγγραφα), προκειμένου να λάβει γνώση της κίνησης των φορτώσεων και εν συνεχεία να προβεί σε έκδοση εκκαθαριστικών καταστάσεων, τις οποίες του απέστελλε, χωρίς εκείνος ουδέποτε να τις αρνηθεί ή αμφισβητήσει ή έστω να εκφράσει ορισμένες και βάσιμες αντιρρήσεις εν όλω ή εν μέρει επί των οφειλόμενων ποσών που η ενάγουσα του καταλόγιζε και ζητούσε να της καταβάλει από τη μεταξύ τους εμπορική συνεργασία, αποδεχόμενος έτσι την οφειλή του συνολικά, κατά το είδος (αιτία προέλευσης) και το ύψος αυτής απέναντί της. Δεν αποδείχθηκε εκ μέρους του ο ισχυρισμός του ότι η ενάγουσα επέδειξε αντισυμβατική και κακόπιστη συμπεριφορά, καθυστερώντας ή αποκρύπτοντας ή διαστρεβλώνοντας τα λογιστικά στοιχεία του μεταξύ τους εκκαθαριστικού λογαριασμού, κάθε δε τέτοιος ισχυρισμός του περί υπαιτιότητας της ενάγουσας ως προς την ανώμαλη εξέλιξη της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης κρίνεται εν προκειμένω απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, αφού δεν ανταποκρίθηκε στο σχετικό βάρος απόδειξή τους, η δε άρνησή του είναι γενική και αόριστη και δεν βρίσκει έρεισμα στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, τα οποία αποδεικνύουν τους ως άνω ισχυρισμούς της ενάγουσας σε βάρος του (ΚΠολΔ 261, 262, 335, 338, 352). Δεν προέκυψε, άλλωστε, γιατί η ενάγουσα θα κατήγγειλε την καταρτισθείσα προσφάτως σύμβαση ναυτικής πρακτορείας μεταξύ τους, εάν ο εναγόμενος ανταποκρινόταν κανονικά στις συμβατικές του υποχρεώσεις απέναντί της, καθόσον αυτό θα ικανοποιούσε πλήρως τα οικονομικά και εμπορικά συμφέροντά της, πράγμα που δεν συνέβαινε όμως στην πραγματικότητα. Ο εναγόμενος είχε, εξάλλου, υποχρέωση ως ναυτικός πράκτοράς της και εντολοδόχος της να αναλαμβάνει μετρητά χρήματα ή επιταγές από τους πελάτες της και να της τα παραδίδει αντίστοιχα προς εξόφληση των φορτωτικών–ναύλων, που είχαν εκδοθεί για τον εκάστοτε πελάτη μας, έχοντας πραγματοποιήσει με το πλοίο της κάθε συγκεκριμένη μεταφορά. Μάλιστα, προς εξασφάλιση των απαιτήσεών της ζήτησε εμπράγματη εξασφάλιση με την υπ’ αριθ. καταθέσεως …/12-3-2012 αίτησή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χίου με αίτημα τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του, επί της οποίας είχε εκδοθεί η υπ’ αριθ. 232/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, που την απέρριψε, πιθανολογώντας ότι δεν υπάρχει επικείμενος κίνδυνος. Ο εναγόμενος, όπως ήδη επισημάνθηκε, αναγνώρισε την οφειλή του, συνολικά, κατ είδος και ύψος των ενδίκων απαιτήσεων της ενάγουσας σε βάρος του, καθόσον αποδείχθηκε ότι μετά την καταγγελία της σύμβασης τους από την πλοιοκτήτρια ναυτική εταιρεία της κατέβαλε σημαντικό ποσό της οφειλής του, όμως κατά το έτος 2012 έπαψε να της καταβάλει και μόνο μετά την άσκηση της πρώτης αγωγής της σε βάρος του -την οποία εκείνη ματαίωσε στη συνέχεια λόγω διαπραγματεύσεών της και σε δείγμα καλής θέλησης για τη σταδιακή εξόφληση της οφειλή του- συνέχισε τις εξοφλητικές καταβολές του μέχρι και τον Νοέμβριο του έτους 2015 -καλύπτοντας δε το μείζον τμήμα της συνολικής οφειλής του, την οποία είχε αναγνωρίσει πλήρως- οπότε και έπαψε οριστικά πλέον τις καταβολές του, αφήνοντας ανεξόφλητο το υπόλοιπο οφειλόμενο εκ μέρους του ποσό, χωρίς ωστόσο και να αμφισβητήσει την οφειλή του κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο προς την ενάγουσα, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της προς αυτόν, παρά μόνο μετά την άσκηση των δεύτερης και τρίτης (κρινόμενης) αγωγών της κατ’ αυτού. Ειδικότερα, η συνολική ένδικη απαίτηση της ενάγουσας, την οποία αιτείται κατ’ αυτού, τόσο υπό τις διατάξεις (νομική βάση) περί ενδοσυμβατικής του ευθύνης, όσο και υπό τις διατάξεις (νομική βάση) περί αδικοπρακτικής του ευθύνης, προέρχεται από τις ακόλουθες επιμέρους νόμιμες και συμβατικές αιτίες: 1) Φορτωτικές που εκδόθηκαν από τον εναγόμενο καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα της εμπορικής συνεργασίας του με την ενάγουσα πλοιοκτήτρια εμφαίνονται σε σχετικές επισυναπτόμενες στην αγωγή λογιστικές καταστάσεις λογαριασμών, τις οποίες προσκομίζει και ως αποδεικτικά έγγραφα η τελευταία στη δικογραφία και οι οποίες ουδόλως αμφισβητήθηκαν ούτε αμφισβητούνται εκ μέρους του καθόλο το χρονικό διάστημα από τον χρόνο λειτουργίας της επίδικης σύμβασης ναυτικής πρακτορείας και της καταγγελίας της μέχρι και σήμερα. Με βάση την αναλυτική κατάσταση (αναλυτικό καθολικό) των συνολικών πιστώσεων και οφειλών του εναγομένου απεικονίζονται σε λογιστικές καρτέλες τα οφειλόμενα εισιτήρια (φορτωτικές) και τα ποσά που αποδίδονταν στην πλοιοκτήτρια εταιρεία από τον εναγόμενο, οι καταβολές που έχει πραγματοποιήσει για την εξόφληση της οφειλής του, καθώς και το συνολικό τελικό οφειλόμενο καθαρό ποσό, αφού έχουν αφαιρεθεί η προμήθεια και όλος οι κρατήσεις υπέρ τρίτων (λ.χ. ΦΠΑ, επίναυλος, λιμενικά τέλη, καβοδεσίες κλπ.) για το χρονικό διάστημα από τη 19η-11-2010 (που άρχισε η συνεργασία τους) έως και την 3η-11-2015, ημέρα τελευταίας εξοφλητικής καταβολής του εναγομένου προς την εταιρεία ως εξόφληση μέρους της οφειλής του, οι οποίες ουδόλως αμφισβητήθηκαν από τον εναγόμενο κατά τρόπο ειδικό, ρητό και σαφή (ορισμένα), συνακόλουθα, εκτιμάται ότι συνομολογούνται (ΚΠολΔ 352). 2) Σύμφωνα δε με τον όρο (2) της προαναφερομένης σύμβασης ναυτικής πρακτορείας συμφωνήθηκε ρητά ότι: «Ο πράκτορας θα αναλαμβάνει την είσπραξη των ναύλων φορτωτικών που έχουν εκδοθεί από τον Πειραιά από τους τοπικούς πελάτες σύμφωνα με τις οδηγίες της πλοιοκτήτριας. Για τις ως άνω περιπτώσεις ο πράκτορας δεν θα δικαιούται προμήθεια. Τα έξοδα του πράκτορα βαρύνουν αποκλειστικά τον ίδιο.». Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας, η πλοιοκτήτρια εταιρεία απέστελλε στον εναγόμενο, ο οποίος είχε έδρα στη Χίο και είχε αναλάβει την κεντρική πρακτόρευση του ως άνω πλοίου της στο λιμάνι της Χίου, φορτωτικές, οι οποίες αφορούσαν φορτώσεις οχημάτων από τον Πειραιά, για πελάτες της από τη Χίο, προκειμένου να μεριμνήσει για την είσπραξη αυτών για λογαριασμό της. Ο εναγόμενος παρέλαβε φορτωτικές πελατών αυτών που είχαν εκδοθεί στον Πειραιά από την πλοιοκτήτρια εταιρεία, συνολικής αξίας 14.286,20 ευρώ, για μεταφορές που πραγματοποιήθηκαν με το πλοίο της καθ’ όλη τη διάρκεια της εμπορικής συνεργασίας τους, αναλαμβάνοντας να τις εισπράξει ο τελευταίος για λογαριασμό της. Πλην όμως, ο εναγόμενος παρακράτησε και δεν κατέβαλε στην ενάγουσα εταιρεία ως δικαιούχο το σύνολο των οφειλόμενων ποσών, αλλά μέρος των ως άνω φορτωτικών ποσού 6.406,40 ευρώ, κατόπιν οχλήσεών της, ενώ δεν της απέδωσε το ποσό των φορτωτικών που είχε εισπράξει από τους … και …. Πρόκειται για φορτωτικές και εισιτήρια, τα οποία παρατίθενται σε αναλυτική κατάσταση στην κρινόμενη αγωγή, ως ενιαίο τμήμα της και προσκομίζονται επιπλέον εκ μέρους της ενάγουσας ως αποδεικτικά έγγραφα στη δικογραφία. Στις επισυναπτόμενες και προσκομιζόμενες λογιστικές εγγραφές-καρτέλες (αναλυτικό καθολικό) αναγράφονται οι εκδοθείσες φορτωτικές, τόσο στη δεύτερη στήλη της λογιστικής καρτέλας που φέρει τον τίτλο «αιτιολογία», η οποία φαίνεται ως B/L (συντομογραφία «…»), όσο και στην τελευταία στήλη που φέρει τον τίτλο «αρίθμηση», ενώ επιπλέον, αναγράφονται σε αυτές οι χρεώσεις (οφειλές) και οι πιστώσεις (καταβολές), καθώς και το υπόλοιπο των οφειλών του εναγομένου προς την ενάγουσα. Ειδικότερα, ο εναγόμενος εισέπραξε εντός του έτους 2012 το ποσό των 6.756,80 ευρώ από τον … και το ποσό των 1.123 ευρώ από τον …, για μεταφορές που είχαν πραγματοποιήσει οι τελευταίοι με το πλοίο της ενάγουσας καθ’ όλη τη διάρκεια της εμπορικής συνεργασίας της με τον εναγόμενο ναυτικό πράκτορα, για τις οποίες είχαν εκδοθεί σχετικές φορτωτικές και πιο συγκεκριμένα για το χρονικό διάστημα από 4-12-2010 έως και 16-6-2011 και για το χρονικό διάστημα από 1-12-2010 έως και 19-6-2011, αντιστοίχως. Με βάση τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως ως άνω ένορκες βεβαιώσεις των … και της … και …, οι οποίες λαμβάνονται εν προκειμένω υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα, η ενάγουσα άρχισε να διαμαρτύρεται προς τους υπόχρεους αυτοκινητιστές και μεταφορείς, ως άνω, για τη μη καταβολή των οφειλών τους, παρά τη διεκπεραίωση της μεταφοράς των φορτηγών και των εμπορευμάτων τους διά του πλοίου της από τον Πειραιά στη Χίο και αντιστρόφως, ήτοι για την εξόφληση των εισιτηρίων και των φορτωτικών που εκδίδονταν για τον σκοπό αυτό είτε στη Χίο είτε στον Πειραιά. Τούτο, διότι δεν γνώριζε ότι είχαν πραγματοποιηθεί οι συγκεκριμένες καταβολές από τους … και … προς τον εναγόμενο ναυτικό πράκτορα, ιδίως καθόσον με αυτούς εξακολουθούσε να έχει ομαλή διαρκή επαγγελματική συνεργασία στον τομέα των μεταφορών διά του πλοίου της. Αμφότεροι, όμως, οι ως άνω υπόχρεοι ισχυρίζονταν ότι τα χρηματικά αυτά ποσά των οφειλών τους που αφορούσαν τη χρονική περίοδο από τον Δεκέμβριο του 2010 έως και τον Ιούνιο του 2011, που πραγματοποίησαν μεταφορές με το πλοίο της ενάγουσας, είχαν προ πολλού αποδώσει στον εναγόμενο, ήδη από το έτος 2012, σε πλήρη εξόφληση των οφελών τους αυτών προς την ενάγουσα πλοιοκτήτρια, με βάση τις αντίστοιχες φορτωτικές που είχαν εκδοθεί στον Πειραιά και με προορισμό τη Χίο, όπως συγκεκριμένα, επισυνάπτονται στην κρινόμενη αγωγή ως ενιαίο σώμα και προσκομίζονται ως αποδεικτικά έγγραφα εκ μέρους της ενάγουσας, χωρίς να αμφισβητούνται κατά τρόπο ρητό, ειδικό και σαφή (ορισμένα) εκ μέρους του εναγομένου ναυτικού πράκτορα, συνακόλουθα, εκτιμάται ότι συνομολογούνται (ΚΠολΔ 352). Οι ως άνω μάρτυρες στις ένορκες αυτές βεβαιώσεις που ελήφθησαν επ’ ευκαιρία άσκησης της προηγούμενης αγωγής της ενάγουσας σε βάρος του εναγομένου, με το ίδιο ιστορικό και αίτημα, επιβεβαιώνουν ότι πράγματι, ένεκα οικονομικών δυσχερειών των επιχειρήσεών τους, τη συγκεκριμένη τότε χρονική περίοδο, δεν πλήρωσαν άμεσα τις οφειλές τους από τις εν λόγω φορτωτικές, πλην όμως συμφώνησαν με τον ναυτικό πράκτορα και όντως προέβησαν σε πλήρη εξόφλησή τους εντός του έτους 2012 (ποσά 6.756,80 ευρώ και 1.123 ευρώ, αντιστοίχως), οπότε αιφνιδιάστηκαν και αναστατώθηκαν όταν η ενάγουσα εκ των υστέρων στράφηκε εναντίον τους οχλώντας τους για να προβούν σε εξόφληση αυτών των οφειλών, που ήδη είχαν ολοσχερώς εξοφλήσει τμηματικά στον εναγόμενο, για λογαριασμό της, ενόψει δε και του ότι η εμπορική συνεργασία τους με το πλοίο της ενάγουσας «…» συνεχιζόταν κανονικά και κατά τα επόμενα έτη. Η δε καταβολή αυτών, όπως ενόρκως καταθέτουν οι ως άνω μάρτυρες και δεν αμφισβητείται από τον εναγόμενο, έγινε στα χέρια του τελευταίου, παρά τη διακοπή της εμπορικής συνεργασίας του με την ενάγουσα πλοιοκτήτρια (μετά την καταγγελία της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας εκ μέρους της), διότι εκείνος είχε τις αντίστοιχες φορτωτικές στα χέρια του, προκειμένου να τους τις παραδώσει μετά την εξόφληση των οφειλών τους. Πλην όμως, παρά την εξόφληση εκ μέρους τους, ο εναγόμενος δεν τους παρέδωσε τις εν λόγω φορτωτικές, ως αποδεικτικό της εξόφλησης της οφειλής τους, ενώ επιπλέον, δεν απέδωσε στην ενάγουσα πλοιοκτήτρια, ως δικαιούχο, τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά που οι ως άνω οφειλέτες κατέβαλαν ως αντίτιμο για τη διενέργεια των μεταφορών των φορτηγών οχημάτων τους, μετά των μεταφερόμενων εμπορευμάτων τους από τον Πειραιά στη Χίο και αντιστρόφως. Όταν τους όχλησε στη συνέχεια η ενάγουσα για την εξόφληση των οφειλών τους από τα ανωτέρω εισιτήρια και τις φορτωτικές, εκείνοι αντιλήφθηκαν τι είχε συμβεί και την ενημέρωσαν σχετικώς, δεχόμενοι να δώσουν και σχετική ένορκη βεβαίωση ακόμη, για να προσκομιστεί από την ενάγουσα στο δικαστήριο, προς υποστήριξη και απόδειξη των βασίμων αξιώσεών της κατά του εναγομένου ναυτικού πράκτορα από αυτή την αιτία. Επομένως, οι απαιτήσεις της ενάγουσας έναντι του εναγομένου αποδείχθηκε σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα ότι ανέρχονται στο συνολικό ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων επτακοσίων πενήντα έξι ευρώ και σαράντα τριών λεπτών του ευρώ (19.756,43 Ε), που αντιστοιχεί σε: α) μέρος του αντιτίμου των φορτωτικών που εκδόθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 19-11-2010 έως και 20-6-2011, συνολικού ποσού 11.876,63 ευρώ, το οποίο ποσό παρακράτησε και δεν της απέδωσε ως όφειλε κατά την συμβατική του υποχρέωση ο ναυτικός πράκτορας, β) το σύνολο του ποσού των 6.756,80 ευρώ για τις φορτωτικές που εκδόθηκαν στον Πειραιά για τον … και παραδόθηκαν στον εναγόμενο για να εισπράξει το αντίτιμο αυτών, ο οποίος αφού το εισέπραξε, δεν το απέδωσε, όπως όφειλε κατά τη συμβατική του υποχρέωση, στην πλοιοκτήτρια ναυτική εταιρεία, γ) το σύνολο του ποσού των 1.123 ευρώ για τις φορτωτικές που εκδόθηκαν στον Πειραιά για τον … και παραδόθηκαν στον εναγόμενο για να εισπράξει το αντίτιμο αυτών, ο οποίος αφού το εισέπραξε, δεν το απέδωσε, όπως όφειλε κατά τη συμβατική του υποχρέωση, στην πλοιοκτήτρια ναυτική εταιρεία. Πέραν της συμβατικής ευθύνης του ναυτικού πράκτορα εναγόμενου να καταβάλει το ως άνω χρηματικό ποσό προς την ενάγουσα πλοιοκτήτρια, υπέχει ευθύνη για την καταβολή του και με βάση τις σχετικές διατάξεις περί αδικοπραξίας (αδικοπρακτική ευθύνη) που πηγάζει από το γεγονός ότι η πράξη της μη απόδοσης του ποσού αυτού, ως όφειλε, η οποία είναι παράνομη και προκαλεί αιτιωδώς ισόποση περιουσιακή θετική ζημία στην ενάγουσα, συνιστά την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, κατ’ άρθρα 914 ΑΚ και 375 ΠΚ. Συνακόλουθα, ενέχεται ο εναγόμενος και από αυτή τη νόμιμη αιτία (αδικοπρακτικής νομικής βάσης και ευθύνης) για την αποζημίωση της ενάγουσας. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος ναυτικός πράκτορας, ως εντολοδόχος, δεν απέδωσε όπως είχε την υποχρέωση από τη σύμβαση, το σύνολο του αντιτίμου των φορτωτικών–εισιτηρίων που όφειλε να αποδώσει στην ενάγουσα πλοιοκτήτρια εταιρεία, ως εντολέα του, σύμφωνα με την εντολή που είχε λάβει από αυτή με βάση τη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας (άρθρα 713-729 ΑΚ), τόσο για τις φορτωτικές που εξέδωσε ο ίδιος καθ’ όλη την διάρκεια της συνεργασίας τους, όπως απεικονίζονται στις ενσωματωμένες στην αγωγή εκκαθαριστικές καταστάσεις–λογιστικές καρτέλες, όσο και για το σύνολο των φορτωτικών που εκδόθηκαν στον Πειραιά για πελάτες της πλοιοκτήτριας, όπως επίσης επισυνάπτονται στην αγωγή, τις οποίες του παρέδωσε η τελευταία και εκείνος εισέπραξε το αντίτιμο αυτών, στο όνομα και για λογαριασμό της, με βάση τους μεταξύ τους συμβατικούς όρους. Επομένως, η ενάγουσα μπορεί, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 713, 719 ΑΚ, να στραφεί κατά του εναγομένου και να αξιώσει από αυτόν να της αποδώσει ό,τι απέκτησε από τη σύμβαση εντολής και από την εκτέλεσή της, ήτοι τα συμφωνηθέντα μεταξύ τους ως άνω χρηματικά ποσά που εισέπραξε από τα εισιτήρια και τις φορτωτικές, που εξέδωσε για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εντολέως του, αφού αφαιρεθεί από αυτά το ποσοστό της προμήθειάς του, ως εντολοδόχου ναυτικού πράκτορα (ΑΠ 454/1994 ΕλλΔνη 36.315, ΕφΘεσ 290/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 134/2008 ΕΝΔ 36.215). Ο εναγόμενος αναγνώρισε την οφειλή του προς την εταιρεία καταβάλλοντας σημαντικό μέρος της οφειλής του τμηματικά, όπως προκύπτει από την ενσωματωμένη στην αγωγή λογιστική καρτέλα, που απεικονίζει την οφειλή του κατά το χρονικό διάστημα της εμπορικής συνεργασίας τους από τη 19-11-2010 έως και την 20-6-2011, καθώς και το επόμενο χρονικό διάστημα, μετά την καταγγελία της συμβάσεως ναυτικής πρακτορείας, όπου απεικονίζονται οι τμηματικές καταβολές που πραγματοποιούσε ο ίδιος έως και τον Νοέμβριο του 2015. Συνεπώς, η μη απόδοση του υπολοίπου οφειλόμενου χρηματικού ποσού των 11.876,63 ευρώ αποτελεί παράβαση του όρου (4) της από 18-11-2010 συμβάσεως ναυτικής πρακτορείας που καταρτίστηκε και εκτελέστηκε μεταξύ τους. Επίσης, ο εναγόμενος παρακρατώντας το χρηματικό ποσό που αντιστοιχούσε σε φορτωτικές πελατών της πλοιοκτήτριας ενάγουσας, ήτοι το ποσό των 6.756,80 ευρώ που εισέπραξε από τον … και το ποσό των 1.123 ευρώ από τον … και έπρεπε να της αποδώσει, παραβίασε τα άρθρα (2) και (4) της ως άνω συμβάσεως ναυτικής πρακτορείας. Επομένως, ο εναγόμενος οφείλει δυνάμει των ως άνω όρων της από 18-11-2010 συμβάσεώς τους, κατά τις διατάξεις της εντολής που ρυθμίζουν τη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας, να της αποδώσει το συνολικό ποσό των 19.756,43 ευρώ, όπως αποδείχθηκε, κατά τα προδιαλαμβανόμενα. Επιπρόσθετα, η συμπεριφορά του εναγομένου, ο οποίος παρακράτησε και δεν απέδωσε προς την πλοιοκτήτρια εταιρεία το συνολικό ποσό των 19.756,43 ευρώ, που της όφειλε για όλους τους ως άνω αναλυτικά αναφερόμενους λόγους, είναι παράνομη καθεαυτή, κατά την έννοια των άρθρων 914 ΑΚ και 375 ΠΚ, ανεξαρτήτως και χωρίς τη συμβατική σχέση της ναυτικής πρακτορείας μεταξύ τους. Ο εναγόμενος παρακρατώντας το συνολικό αυτό ποσό, παραβιάζοντας τη συμβατική υποχρέωσή του κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 200, 288) που όφειλε να είχε επιδείξει κατά τη διάρκεια της εμπορικής συνεργασίας τους, γνωρίζοντας ότι είχε υποχρέωση να της αποδώσει το ως άνω ποσό, το οποίο δεν έπραξε δολίως, υπεξαιρώντας το, προκάλεσε αιτιωδώς περιουσιακή (οικονομική) θετική ζημία στην πλοιοκτήτρια ναυτική εταιρεία μας που ανέρχεται στο ανωτέρω ποσό των 19.756,43 ευρώ. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 713, 714 και 719 ΑΚ, το πταίσμα εκείνου που ενεργεί, ως εντολοδόχος άλλου (του εντολέως) και επομένως, η κατά το άρθρο 914 ΑΚ ευθύνη του προς αποζημίωση, τεκμαίρεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων του εντολοδόχου για την εκπλήρωση της εντολής. Τέτοια υποχρέωση μπορεί να είναι και εκείνη της απόδοσης χρημάτων που εισπράχθηκαν με εντολή και για λογαριασμό του εντολέα, οπότε ο εντολοδόχος που αρνείται την απόδοσή τους σε αυτόν διαπράττει υπεξαίρεση (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 1115/2003 ΕλλΔνη 46.120, ΑΠ 532/1999 ΕλλΔνη 41.87, ΑΠ 217/2000 ΕλλΔνη 41.754, ΑΠ 1015/1999 ΕλλΔνη 41.344, ΑΠ 1709/1999 ΕλλΔνη 41.1035, ΑΠ 47/1996 ΕλλΔνη 37.1316, ΑΠ 1268/1994 ΕλλΔνη 37.1360, ΕφΠειρ 542/2006 ΠειρΝομ 2006/361, ΕφΑθ 7018/1998 ΕλλΔνη 40.1139, ΕφΑθ 1019/1998 ΕλλΔνη 40.11139, ΕφΑθ 3285/1998 ΕλλΔνη 39.1335, ΕφΠειρ 789/2003 αδημ. στον νομικό Τύπο). Επομένως, υφίσταται νόμιμη συρροή αξιώσεων, τόσο από τη σύμβαση εντολής που διέπει την από 18-11-2010 σύμβαση, όσο και από την επικαλούμενη υπεξαίρεση των χρημάτων των φορτωτικών–εισιτηρίων που είχαν περιέλθει στην κατοχή του εναγομένου (ΑΠ 164/2008 ΤΝΠ Νόμος). Αναφορικά δε με τις ενστάσεις που προέβαλε ο εναγόμενος κατά των ενδίκων απαιτήσεων της ενάγουσας, λεκτέα τα εξής αποδειχθέντα ως ακολούθως: Καταρχήν, ως προς την ένσταση παραγραφής των επίδικων αξιώσεων της ενάγουσας πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρείας, τυγχάνει απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, διότι σε καμία περίπτωση δεν αποδείχθηκε εκ μέρους του εναγομένου ότι από τη γέννησή τους μέχρι την άσκησή τους έχει παρέλθει χρονικό διάστημα, μεγαλύτερου εκείνου που απαιτείται για το είδος των εν λόγω απαιτήσεων, κατά τη διάταξη του άρθρου 250 ΑΚ, όπου προβλέπεται πενταετής παραγραφή. Ειδικότερα, η έγγραφη καταγγελία εκ μέρους της ενάγουσας της από 18-11-2010 σύμβασης ναυτικής πρακτορείας με τον εναγόμενο έλαβε χώρα στις 20-6-2011, οπότε και έλαβε γνώση αυτής, σύμφωνα με την οποία και του ζήτησε να προβεί στην παράδοση των φορτωτικών και στο κλείσιμο του λογαριασμού εντός πέντε (5) ημερών από την ημέρα γνωστοποίησης σε αυτόν της καταγγελίας της, πλην όμως εκείνος δεν συνεργάστηκε για την εκκαθάριση λογαριασμού παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της με τηλεφωνικές κλήσεις και ηλεκτρονικά μηνύματα. Στη συνέχεια η ενάγουσα άσκησε εναντίον του την από 17-10-2012 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 8278/2012 αγωγή μας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία του επιδόθηκε στις 29-10-2012, βάσει της υπ’ αριθ. …/29-10-2012 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χίου …, πλην όμως η συζήτηση της ματαιώθηκε στις 29-1-2013 στα πλαίσια απόπειρας εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς για την εξόφληση από τον εναγόμενο της οφειλής του. Ακολούθως ο εναγόμενος, μετά τη ματαίωση της υπόθεσης, προχώρησε σε μερική εξόφληση της οφειλής του, όπως φαίνεται και από την λογιστική καρτέλα που επισυνάπτεται στην ένδικη αγωγή, μέχρι και τον Νοέμβριο του 2015, οπότε και σταμάτησε κάθε καταβολή, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της ενάγουσας για την εξόφληση του υπολοίπου της οφειλής του, εξακολουθώντας να παρακρατά και να μη της αποδίδει τα υπόλοιπα ως άνω χρήματα που της όφειλε από τη συμβατική σχέση τους. Έπειτα, η ενάγουσα στις 22-12-2016 κατέθεσε κατά του εναγομένου την από 12-12-2016 και υπ’ αριθ. ΓΑΚ 3855/2016 και ΕΑΚ 302/2016 αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, την οποία του επέδωσε στις 29-12-2016, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …΄/29-12-2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Βορείου Αιγαίου με έδρα το Πρωτοδικείο Χίου …, με την οποία (αγωγή της) παραιτήθηκε από την προηγούμενη ασκηθείσα από 17-10-2012 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 8278/2012 αγωγή της σε βάρος του. Σε αυτή (τη δεύτερη) την αγωγή της, όμως, όπως η ίδια η ενάγουσα ομολογεί, χωρίς να το αρνείται ούτε ο εναγόμενος (ΚΠολΔ 261, 352), δεν είχε συμπεριληφθεί το σύνολο της λογιστικής καρτέλας του εναγομένου, από το οποίο προέκυπτε το τελικό υπόλοιπο της οφειλής του για φορτωτικές–εισιτήρια που εκδίδονταν στη Χίο και γι’ αυτό η ενάγουσα άσκησε εκ νέου την κρινόμενη (τρίτη) αγωγή της σε βάρος του, παραιτούμενη παράλληλα τόσο από την από 17-10-2012 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 8278/2012 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όσο και από την από 12-12-2016 και με ΓΑΚ 3855/2016 και ΕΑΚ 302/2016 αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι για τις ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας που έχουν γεννηθεί εντός του έτους 2011 (έγιναν απαιτητές από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας εκ μέρους της ενάγουσας στις 20-6-2011), η παραγραφή ξεκινά τέλη του οικείου έτους (31-12-2011) και συμπληρώνεται με την παρέλευση της 5ετίας, ως προς τη συμβατική βάση της αγωγής (ενδοσυμβατική ευθύνη), ήτοι στις 31-12-2016, πλην όμως, η ενάγουσα άσκησε τη πρώτη αγωγή της στις 29-10-2012 ως άνω με συνέπεια τη διακοπή της παραγραφής των ενδίκων αξιώσεών της και εν συνεχεία άσκησε τη δεύτερη αγωγή της στις 29-12-2016, ως άνω, οπότε η παραγραφή αυτή διακόπηκε εκ νέου, ανεξάρτητα από τη διακοπή της με την πρώτη αγωγή, αφού ασκήθηκε και αυτή εντός 5ετίας από τη γένεση των ενδίκων αξιώσεων της ενάγουσας, τουλάχιστον ως προς το βασικό κονδύλιο του υπολοίπου της οφειλής του εναγομένου από τις φορτωτικές και τα εισιτήρια που είχαν εκδοθεί για το σύνολο της οφειλής του από αυτή τη συμβατική αιτία, συμπεριλαμβανομένης και της ένδικης αξίωσής της (υπολοίπου) ποσού 11.876,63 ευρώ, κατά τα προαναφερόμενα, συνακόλουθα, η παραγραφή αυτών διακόπηκε εκ νέου και κατ’ ακριβολογία, λόγω της παραίτησής της από την πρώτη αγωγή της, με τη δεύτερη αγωγή της, κατ’ άρθρο 263 εδ.α΄ΑΚ θεωρείται σαν να μη διακόπηκε η παραγραφή τους μεν με την πρώτη ασκηθείσα αγωγή (στις 29-10-2012), αλλά καθόσον και η δεύτερη αγωγή είχε ασκηθεί εντός 5ετίας από το τέλος της λήξης του έτους εντός του οποίου έγιναν απαιτητές οι οφειλές του εναγομένου (ήτοι πριν την 31-12-2016), οπότε η διακοπή της παραγραφής τους έλαβε χώρα τουλάχιστον με τη δεύτερη αυτή ασκηθείσα αγωγή της ενάγουσας (στις 29-12-2016). Με την τρίτη δε ασκηθείσα αγωγή της (την κρινόμενη) που κατατέθηκε στις 26-4-2017 και επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 12-5-2017, επειδή ασκήθηκε εντός έξι (6) μηνών από την παραίτησή της από τη δεύτερη ως άνω ασκηθείσα αγωγή της, και με αυτή παραιτήθηκε και από τις δύο προηγούμενες αγωγές της, θεωρείται ότι η παραγραφή έχει διακοπεί με την προηγούμενη (δεύτερη) αγωγή της που είχε ασκηθεί εντός της 5ετίας από τη γένεση των ενδίκων αξιώσεών της κατά του εναγομένου, ήτοι στις 29-12-2016, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΑΚ. Τούτο δε ισχύει αναφορικά με τη συμβατική βάση της αγωγής τουλάχιστον γιατις προδιαλαμβανόμενες ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας κατ’ αυτού (υπό στοιχ.α΄ ως άνω) ως έλασσον υπόλοιπο οφειλής του εναγομένου έναντι αυτής, καθόσον σε όλες τις προηγούμενες αγωγές της είχαν συμπεριληφθεί οι ίδιες αυτές αξιώσεις κατ’ είδος και ποσό και μάλιστα μεγαλύτερο ποσό αυτών, το οποίο μειώθηκε στο επίδικο ποσό των 11.876,63 ευρώ, λόγω των εξοφλητικών καταβολών δόσεων εκ μέρους του εναγομένου, ο οποίος σε κάθε περίπτωση είχε αναγνωρίσει μέχρι τότε την οφειλή του συνολικά προς την ενάγουσα και γι’ αυτό προέβη, άλλωστε, σε καταβολές προς εξόφλησή της μέχρι και τον Νοέμβριο του έτους 2015, χωρίς να εκφράσει αντιρρήσεις ή ενστάσεις ή επιφυλάξεις ή να αμφισβητήσει το είδος και το ύψος των σε βάρος του αυτών αξιώσεων της ενάγουσας από τη συμβατική σχέση τους. Συνεπώς, θεωρείται ότι είχε αναγνωρίσει τις ένδικες αξιώσεις της συνολικά και ότι από την αναγνώρισή του αυτή, κατά τη διάταξη του άρθρου 260 ΑΚ, είχε διακοπεί η παραγραφή τους, σε κάθε περίπτωση. Αναφορικά δε, με τις ένδικες αξιώσεις της έναντι του εναγομένου που είχαν γεννηθεί από την είσπραξη των ποσών που αντιστοιχούσαν στις ως άνω φορτωτικές και εισιτήρια που είχαν εκδοθεί για λογαριασμό των …, ποσού 6.756,80 ευρώ και …, ποσού 1.123 ευρώ, ακόμη και αν είχαν συμπεριληφθεί το πρώτον στην κρινόμενη αγωγή, προκύπτει ότι σύμφωνα με τη έτερη κύρια νομική βάση της αδικοπραξίας υπό την οποία ασκείται η κρινόμενη αγωγή, η παραγραφή τους είχε διακοπεί με την άσκηση της τρίτης αυτής αγωγής της ενάγουσας στις 12-5-2017, ενόψει του η έναρξη της παραγραφής τους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 937 ΑΚ, εκτιμάται ότι η ενάγουσα δεν είχε ενημερωθεί και δεν τελούσε σε γνώση ως παθούσα για τη ζημία της από τις ως άνω αιτίες και για τον υπόχρεο (εναγόμενο) σε αποζημίωση αναφορικά με το εν λόγω συνολικό ποσό των 7.879,80 ευρώ, πριν ο εναγόμενος παύσει οριστικά την καταβολή οποιωνδήποτε εξοφλητικών δόσεων (τον Νοέμβριο του έτους 2015), οπότε και άσκησε τη δεύτερη ως άνω αγωγή της, στην οποία συμπεριλαμβάνονται άλλωστε οι εν λόγω ένδικες αξιώσεις της κατά του εναγομένου, οπότε η παραγραφή αυτών με χρόνο έναρξης στις 31-12-2011 (αφορούσαν το χρονικό διάστημα από 4-12-2010 έως και 16-6-2011 και το χρονικό διάστημα από 1-12-2010 έως και 19-6-2011, αντίστοιχα), διακόπηκε αναφορικά με τη συμβατική βάση της αγωγής της στις 29-12-2016 σε κάθε περίπτωση και με την άσκηση της κρινόμενης (τρίτης) αγωγής της εντός εξαμήνου από την παραίτηση της από την προηγούμενη (δεύτερη) και από την πρώτη αγωγή της, αλλά και αναφορικά με την αδικοπρακτική βάση της αγωγής με την κρινόμενη αγωγή της με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, αφού είχαν γεννηθεί και κατέστησαν απαιτητές ως άνω, αλλά η παραγραφή τους δεν ξεκίνησε νωρίτερα από τον χρόνο που έλαβε γνώση της ισόποσης ζημίας της και του υπόχρεου σε αποζημίωση εναγομένου (και όχι των … και …, όπως νόμιζε), η οποία έγινε σε χρόνο πριν την άσκηση της δεύτερης αγωγής της, μετά την παύση των εξοφλητικών καταβολών εκ μέρους του εναγομένου, λόγος για τον οποίο άλλωστε ασκήθηκε η δεύτερη αγωγή της ενάγουσας και ελήφθησαν οι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις (στις 30-3-2017) επ’ ευκαιρία αυτής και προς υποστήριξη και απόδειξη και αυτών των αξιώσεών της σε βάρος του εναγομένου. Σε κάθε περίπτωση, ο εναγόμενος ούτε αντιπροτείνει ούτε αποδεικνύει κατ’ ένστασή του περί παραγραφής ή επαντένστασή του σε σχέση με τη αντένσταση διακοπής που προβάλει η ενάγουσα, κάτι διαφορετικό για τον χρόνο έναρξης της παραγραφής αυτών των ενδίκων αξιώσεών της σε βάρος του, είτε με βάση τη συμβατική βάση (ΑΚ 250επ.) είτε με την αδικοπρακτική βάση (ΑΚ 937), σε συνδυασμό και με τις οικείες διατάξεις περί έναρξης και διακοπής της παραγραφής ούτε αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις αυτών υπέρ του εναγομένου, Επομένως, πρέπει σε κάθε περίπτωση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη ένστασή του περί παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων της ενάγουσας σε βάρος του. Περαιτέρω δε, επί της προβαλλόμενης ένστασης εξοφλήσεως δεν αποδείχθηκε εκ μέρους του εναγομένου και πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Ειδικότερα, σχετικά με τις υπ’ αριθ. … και …1902-4 επιταγές της Τράπεζας Εurobank, ποσού αντίστοιχα 2.848 ευρώ και 1.408 ευρώ που εξέδωσε ο …, πρόκειται για επιταγές πελατείας της ενάγουσας που δεν σχετίζονται με την οφειλή του εναγομένου προς αυτήν, αλλά του είχαν δοθεί ως ναυτικού πράκτορα από τον πελάτη της … για την εξόφληση συγκεκριμένων φορτωτικών–εισιτηρίων συγκεκριμένων μεταφορών που πραγματοποίησε ο τελευταίος με το πλοίο της και όφειλε ο εναγόμενος να της παραδώσει –όπως και έπραξε καθ’ ομολογίαν της ενάγουσας- προκειμένου να ενημερωθεί ο λογαριασμός του συγκεκριμένου πελάτη. Ειδικότερα, με την η υπ’ αριθ. … επιταγή, ποσού 2.848 ευρώ, εξοφλήθηκαν: η υπ’ αριθ. … φορτωτική, ποσού 384 ευρώ, η υπ’ αριθ. .. φορτωτική, ποσού 192 ευρώ, η υπ’ αριθ. ….. φορτωτική, ποσού 384 ευρώ, η υπ’ αριθ. …. φορτωτική, ποσού 288 ευρώ, η υπ’ αριθ. ….. φορτωτική, ποσού 336 ευρώ, η υπ’ αριθ. … φορτωτική, ποσού 336 ευρώ, η υπ’ αριθ. … φορτωτική, ποσού 288 ευρώ, η υπ’ αριθ. … φορτωτική, ποσού 336 ευρώ, η υπ’ αριθ. … φορτωτική, ποσού 160 ευρώ, έναντι υπ’ αριθ. … φορτωτικής, ποσού 144 ευρώ, όπως προκύπτει από τη λογιστική εγγραφή από το αρχείο του Λογιστηρίου της ενάγουσας για τον πελάτη της …, που πραγματοποιήθηκε κατά την παράδοση της ως άνω επιταγής, σύμφωνα με τα σχετικώς προσκομιζόμενα εκ μέρους της μετ’ επικλήσεως έγγραφα, χωρίς ο εναγόμενος να προσκομίζει βάσιμα και πειστικά αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία στο Δικαστήριο. Αντίστοιχα, με την υπ’ αριθ. …1902-4 επιταγή, ποσού 1.408 ευρώ εξοφλήθηκαν: η υπ’ αριθ. ….. φορτωτική, ποσού 144 ευρώ, η υπ’ αριθ. … φορτωτική, ποσού 352 ευρώ, η υπ’ αριθ. … φορτωτική, ποσού 386 ευρώ, η υπ’ αριθ. … φορτωτική, ποσού 231,60 ευρώ, η υπ’ αριθ. … φορτωτική, ποσού 231,60 ευρώ, η υπ’ αριθ. … φορτωτική, ποσού 62,80 ευρώ, όπως προκύπτει από τη λογιστική εγγραφή από το αρχείο του Λογιστηρίου της ενάγουσας για τον πελάτη της …, που πραγματοποιήθηκε κατά την παράδοση της ως άνω επιταγής, σύμφωνα με τα σχετικώς προσκομιζόμενα εκ μέρους της μετ’ επικλήσεως έγγραφα, χωρίς ο εναγόμενος να προσκομίζει βάσιμα και πειστικά αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία στο Δικαστήριο. Συνεπώς, οι ανωτέρω επιταγές αφορούν πληρωμή οφειλής του πελάτη της πλοιοκτήτριας-μεταφορέα … και μόνον, οπότε ευλόγως δεν απεικονίζονται στη λογιστική της καρτέλα, αφού δεν αφορούν τις οφειλές του εναγομένου. Σχετικά με τον ισχυρισμό του εναγομένου ότι έχουν υπολογισθεί μικρότερα ποσά στις λογιστικές εγγραφές για την επιταγή υπ’ αριθ. … της Alpha Bank, ποσού 2.409 ευρώ, που εξέδωσε η εταιρεία με επωνυμία «….», για την οποία έχει καταχωρηθεί ως εξόφληση της οφειλής του εναγομένου το ποσό των 537 ευρώ, ενώ το ποσό της επιταγής είναι μεγαλύτερο και αντίστοιχα, για την επιταγή υπ’ αριθ. … της Probank, ποσού 3.286,29 ευρώ, που εξέδωσε η εταιρεία με επωνυμία «…», για την οποία έχει καταχωρηθεί ως εξόφληση της οφειλής του εναγομένου το ποσό των 2.710,29 ευρώ, ενώ το ποσό της επιταγής είναι μεγαλύτερο, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, διότι προκύπτει, χωρίς να το αμφισβητεί ο εναγόμενος κατά τρόπο ορισμένο, ειδικό και αντίθετο, ότι κατόπιν συμφωνίας της ενάγουσας με συγκεκριμένους πελάτες της και με τον εναγόμενο υπήρχαν ορισμένες επιταγές, οι οποίες παραδίδονταν στον εναγόμενο, ο οποίος τις οπισθογραφούσε, το ποσό των οποίων, βάσει της συγκεκριμένης συμφωνίας τους, επιμερίζονταν ως εξής: ένα ποσό ως εξόφληση της απαίτησής της προς τον πελάτη της και ένα ποσό ως εξόφληση της απαίτησής της προς τον εναγόμενο. Ειδικότερα, όσον αφορά την επιταγή υπ’ αριθ. …, ποσού 2.409 ευρώ, εξοφλήθηκε η απαίτησή της ενάγουσας από τον πελάτη της εταιρεία με επωνυμία «….» κατά το ποσό των 1.872 ευρώ για τις ακόλουθες φορτωτικές αυτού: την υπ’ αριθ. … φορτωτική, ποσού 384 ευρώ, την υπ’ αριθ. … φορτωτική, ποσού 288 ευρώ, την υπ’ αριθ. … φορτωτική, ποσού 384 ευρώ, την υπ’ αριθ. … φορτωτική, ποσού 384 ευρώ, την υπ’ αριθ. … φορτωτική, ποσού 432 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 537 ευρώ εξόφλησε μέρος της οφειλής του εναγομένου, όπως προκύπτει από τη λογιστική εγγραφή για τον πελάτη της, την εταιρεία με την επωνυμία «….», από το αρχείο του Λογιστηρίου της ενάγουσας, που πραγματοποιήθηκε κατά την παράδοση της ως άνω επιταγής, σύμφωνα με τα σχετικώς προσκομιζόμενα εκ μέρους της μετ’ επικλήσεως αποδεικτικά έγγραφα τη δικογραφία, όσον αφορά δε, την έτερη επιταγή υπ’ αριθ. …, ποσού 3.286,29 ευρώ που εξέδωσε η εταιρεία με την επωνυμία «…», κατά το ποσό των 576 ευρώ για τις ακόλουθες φορτωτικές του ανωτέρω πελάτη της: την υπ’ αριθ. … φορτωτική, ποσού 192 ευρώ, την υπ’ αριθ. … φορτωτική, ποσού 384 ευρώ, το δε υπόλοιπο ποσό των 2.710,29 ευρώ εξόφλησε μέρος της οφειλής του εναγομένου, όπως προκύπτει από τη λογιστική εγγραφή για τον πελάτη της ενάγουσας, την εταιρεία με την επωνυμία «…», από το αρχείο του Λογιστηρίου της, που πραγματοποιήθηκε κατά την παράδοση της ως άνω επιταγής, σύμφωνα με τα σχετικώς προσκομιζόμενα εκ μέρους της μετ’ επικλήσεως αποδεικτικά έγγραφα τη δικογραφία. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, απορριπτέα τυγχάνει η εν λόγω ένσταση εξοφλήσεως του εναγομένου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη στο σύνολό της. Περαιτέρω δε, αναφορικά με την ένστασή του περί συμψηφισμού της δικής του απαίτησης από προμήθεια έναντι των ενδίκων απαιτήσεων της ενάγουσας, πέραν του ότι ως προς την αδικοπρακτική βάση της αγωγής έχει κριθεί ήδη κατά τα αναλυτικώς προδιαλαμβανόμενα στην παρούσα απόφαση ως νόμω αβάσιμη, επειδή ακριβώς τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 450 παρ.1 ΑΚ, αφού δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά απαίτησης που προέρχεται από αδίκημα που διαπράχθηκε από δόλο (όπως η αποδειχθείσα ως άνω υπεξαίρεση που συνιστά αδικοπραξία εκ μέρους του, με πρόθεση, κατ’ άρθρα 914 ΑΚ και 375 ΠΚ), επιπλέον, ως προς τη συμβατική αγωγή κρίνεται και απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, διότι αφενός μεν, όλως αορίστως την επικαλείται ο ενάγων μη εξειδικεύοντάς την κατά τον προσήκοντα ειδικό και σαφή τρόπο, επισυνάπτοντας στις προτάσεις του τη σχετική καρτέλα, δεν έχει δε υπολογιστεί κατά τρόπο ορισμένο και ορθό εκ μέρους του ως ανταπαίτησή του, αφού υπολογίστηκε επί του ναύλου κατόπιν αφαίρεσης μόνο του ΦΠΑ, χωρίς να έχουν αφαιρεθεί ο επίναυλος και τα λιμενικά τέλη, όπως προβλέπεται κατά τα οικεία συναλλακτικά ήθη και είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους (ΑΚ 173, 200, 288, 361), αφετέρου δε, και σε κάθε περίπτωση, αποδείχθηκε ότι οι ένδικες απαιτήσεις της ενάγουσας κατά του εναγομένου, όπως απεικονίζονται στην ενσωματωμένη στην αγωγή της λογιστική καρτέλα αποτελούν την εκκαθαρισμένη οφειλή του εναγομένου ναυτικού πράκτορα, αφού έχει αφαιρεθεί η προμήθειά του, όπως ρητώς εκτίθεται στην αγωγή της (σελίδα 6) ως εξής: «Ακολουθεί αναλυτική κατάσταση (λογιστική καρτέλα) των συνολικών πιστώσεων και οφειλών του εναγομένου, όπου απεικονίζονται τα οφειλόμενα εισιτήρια (φορτωτικές) και τα ποσά που αποδίδονταν στην εταιρεία μας από τον εναγόμενο, οι καταβολές που έχει πραγματοποιήσει για την εξόφληση της οφειλής του, καθώς και το συνολικό τελικό οφειλόμενο καθαρό ποσό, αφού έχουν αφαιρεθεί η προμήθεια και όλος οι κρατήσεις υπέρ τρίτων (ΦΠΑ, επίναυλος, λιμενικά τέλη, καβοδεσίες) για χρονικό διάστημα 19.11.2010 (που άρχισε η συνεργασία μας με τον εναγόμενο) έως και 03.11.2015, ημέρα που κατέβαλε τελευταία φορά προς την εταιρεία μας ως εξόφληση μέρους της οφειλής του. Η αναλυτική κατάσταση (Αναλυτικό Καθολικό) που αποτελεί ενιαίο και αναπόσπαστο μέρος της παρούσας, απεικονίζεται στις ακόλουθες λογιστικές καρτέλες. Συγκεκριμένα έως και 20.11.2014 η λογιστική καρτέλα εμφανίζει οφειλόμενο υπόλοιπο 13.376,63 ευρώ, το οποίο, λόγω αλλαγής του ηλεκτρονικού λογιστικού προγράμματος μεταφέρθηκε στις 01.01.2015 σε άλλη λογιστική καρτέλα για την παρακολούθηση των καταβολών του εναγομένου, όπου και διαμορφώθηκε τελικά, μετά από καταβολές που πραγματοποίησε, με τελευταία καταβολή στις 03.11.2015, στο ποσό των 11.876,63 Ευρώ και έχει ως εξής:…». Επομένως, είναι κατ’ ουσίαν αβάσιμη η σχετική ένσταση του εναγομένου, ο οποίος ουδέποτε μέχρι σήμερα και ενώ είχε αναγνωρίσει την οφειλή του στο σύνολό της έναντι της ενάγουσας (κατ’ είδος-αιτία και ύψος) και προέβη σε καταβολές εξοφλητικές του μείζονος τμήματος αυτής, δεν είχε προβάλει τέτοια ανταπαίτηση από οφειλές της προς αυτόν λόγω προμήθειας, παρά μόνο το πρώτον με τις προτάσεις του στην παρούσα δίκη, χωρίς να είχε μέχρι τότε παραπονεθεί για μη καταβολή της προμήθειάς του προς αυτήν. Τούτο επιβεβαιώνεται άλλωστε χαρακτηριστικά και από την έγγραφη απάντησή του επί της επιδοθείσας σε αυτόν καταγγελίας της επίδικης σύμβασης ναυτικής πρακτορείας εκ μέρους της ενάγουσας, στην οποία απάντησή του ουδέν αναφέρει, επισημαίνει, επιφυλάσσεται ή διαμαρτύρεται σχετικά με αξιώσεις του από προμήθειά του έναντι της πλοιοκτήτριας από τη μεταξύ τους συμβατική σχέση, εν γνώσει δε της δικής του επίδικης συνολικής οφειλής προς αυτήν.
Κατόπιν τούτων, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσίαν, τόσο κατά τη συμβατική νομική και ιστορική βάση της, όσο και κατά την αδικοπρακτική νομική και ιστορική βάση της και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ως αντισυμβαλλόμενος και οφειλέτης υπό την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα να καταβάλει στην ενάγουσα ναυτική εταιρεία ως δικαιούχο και πλοιοκτήτρια του εν λόγω φορτηγού-οχηματαγωγού πλοίου «…», το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων επτακοσίων πενήντα έξι ευρώ και εξήντα τριών λεπτών του ευρώ (19.756,63), νομιμοτόκως από την επομένη μέρα επίδοσης της κρινόμενης αγωγής, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Περαιτέρω δε, η απόφαση αυτή πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, κατά την καταψηφιστική της διάταξη, στην έκταση που ορίζεται στο διατακτικό της, προκειμένου να αποφευχθεί σημαντική ζημία της ενάγουσας, από ενδεχόμενη καθυστέρηση της εκτέλεσής της, ενόψει της παλαιότητας της οφειλής του εναγομένου προς αυτήν (από 31-12-2011), την οποία ο ίδιος είχε αναγνωρίσει και είχε προβεί σε εξοφλητικές καταβολές επί μακρόν μέχρι και τον Νοέμβριο του 2015, αφήνοντας ανεξόφλητο το επίδικο υπόλοιπο οφειλής του προς αυτήν, ενώ επιπλέον εκτιμάται ότι με βάση τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και τα γνωστά διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (ΚΠολΔ 336 παρ.4), από τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στην οικεία συναλλακτική αγορά, με τις καθυστερήσεις πληρωμών στο εμπόριο και στις εν γένει οικονομικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες, καθυστέρηση στην εκτέλεση της παρούσας απόφασης τουλάχιστον κατά ένα μέρος του επιδικασθέντος ποσού υπέρ της ενάγουσας, μέχρι την τελεσίδικη δικαστική κρίση επ’ αυτής, μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στην επιχειρηματική λειτουργία της ναυτικής εταιρείας και αδυναμία της να ανταποκριθεί σε τυχόν ανειλημμένες οικονομικές της υποχρεώσεις (πληρωμές πληρώματος του πλοίου, προσωπικού της εταιρείας, εργασίες συντήρησης πλοίου κλπ.), ενώ ο εναγόμενο ουδόλως απέδειξε ούτε καν ισχυρίστηκε αντιστρόφως αντίστοιχη δική του αδυναμία πληρωμής ή κίνδυνο για την προσωπική και οικονομική του κατάσταση από τη μερική έστω εξόφληση της επιδικασθείσας σε βάρος του οφειλής προς τη δικαιούχο και νικήσασα διάδικο ενάγουσα, ένεκα και της φύσης των επίδικων αξιώσεων της ενάγουσας από εμπορικές διαφορές και επειδή πρόκειται άλλωστε και για αποζημίωση από άδικη πράξη (άρθρο 908 παρ.1 περ.δ΄ και περ.στ΄ ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει ο εναγόμενος, λόγω της εν μέρει ήττας του και της αντίστοιχης εν μέρει νίκης της ενάγουσας (άρθρα 176, 178, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), να καταδικαστεί στη μερική πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας στην παρούσα δίκη, ανάλογα με τη νίκη και την ήττα εκάστου διαδίκου εξ αυτών, αντιστοίχως, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της απόφασης.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο, ως ναυτικό πράκτορα, να καταβάλει στην ενάγουσα, ναυτική εταιρεία, ως αντισυμβαλλομένη πλοιοκτήτρια του φορτηγού-οχηματαγωγού πλοίου «…», το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων επτακοσίων πενήντα έξι ευρώ και εξήντα τριών λεπτών του ευρώ (19.756,63), νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα επίδοσης της κρινόμενης αγωγής.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ εν μέρει την απόφαση κατά την καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή υπέρ της ενάγουσας, μέχρις του ποσού των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στην εν μέρει πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, την οποία καθορίζει στο ποσό των επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ, για την παρούσα δίκη.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις -3-2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ