ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 3555/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Οκτωβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία …, που εδρεύει στο …) και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Ε. Η. Γ., με Α.Φ.Μ. … κατοίκου …, και 3) … κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Μακρυδάκη (ΑΜΔΣΑ 27494), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, με Α.Φ.Μ…, και ήδη από 01.01.2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, με Α.Φ.Μ. … και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Π. Π., 2) Υπουργού Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (!), 3) Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός και εκπροσωπείται από τον Διοικητή της, και 4) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία « με διακριτικό τίτλο … με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός …) και εκπροσωπείται νόμιμα, από τους οποίους οι τρεις πρώτοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την Δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ. Παναγιώτα Κλουκίνα (ΑΜΝΣΚ 589), η οποία κατέθεσε προτάσεις, και η τέταρτη εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αντωνία Κιάτου (ΑΜΔΣΑ 30722), η οποία κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 21.05.2019 με Γ.Α.Κ. 4818/2019 και με Ε.Α.Κ. 2380/2019 ανακοπή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις του άρθρου 94 Σ. συνάγεται ότι η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ενώ στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1406/1983 υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν είχαν υπαχθεί μέχρι τότε και μνημονεύονται ενδεικτικά στην παράγραφο 2, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι υπό στοιχείο ια’ διαφορές που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων (ν.δ. 356/1954). Όμως, δεν αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας όλες ανεξαιρέτως οι διαφορές που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία είσπραξης των δημοσίων εσόδων, διότι είναι δυνατόν να προέρχονται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου μεταξύ του οφειλέτη του Δημοσίου ή των λοιπών προσώπων στα οποία εφαρμόζεται ο ΚΕΔΕ. Κριτήριο για να θεωρηθεί μία τέτοια διαφορά ως διοικητική ή ιδιωτική, αποτελεί η φύση της απαίτησης που αποδεικνύεται από τον τίτλο του άρθρου 2 παρ. 2 του ΚΕΔΕ, ο οποίος αποτελεί το θεμέλιο της διοικητικής εκτέλεσης. Αν η απαίτηση είναι ιδιωτικού δικαίου, τότε και η διαφορά που ανακύπτει κατά την επιδίωξη της αναγκαστικής είσπραξής της είναι ιδιωτική, χωρίς η φύση της να μεταβάλλεται από την παρεμβολή της διοικητικής βεβαιωτικής διαδικασίας από όργανα της διοίκησης και την είσπραξή της από το δημόσιο ταμείο (Βλ. ΑΕΔ 8/1989 Ελλ.Δνη 30.1148), οπότε για την εκδίκασή της έχουν δικαιοδοσία τα πολιτικά δικαστήρια (Βλ. ΑΠ 210/1996, ΕΘ 3138/2004, ΜονΕΠατρ 162/2019, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, η σύμβαση ελλιμενισμού σκαφών φέρει το χαρακτήρα σύμβασης μίσθωσης ακινήτου διεπόμενη από τις περί μισθώσεως διατάξεις του ΑΚ, εφαρμοζομένου επιπρόσθετα του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθ. Τ/9803/05-09-2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας, ο οποίος εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 του Ν. 3105/2003 «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 29/10.02.2003), και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β’ 1323/16.09.2003), και έχει, επομένως, ισχύ νόμου (Βλ. ΕΠ 126/2017 ΔΕΕ 2017.801, ΜονΕΠ 14/2017 αδημ. στο νομικό τύπο, ΜονΕΠ 847/2014 ΤΝΠ NOMOS). ΙΙ. Κατά το άρθρο 73 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, «Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως, και γ) κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των καθ’ ύλην αρμοδίων δικαστηρίων κατά τας διατάξεις των άρθρων 583 – 585 του ΚΠολΔ. Διά ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ’ ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου εφ’ όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθεί εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου». Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι νόμιμος τίτλος, με βάση τον οποίο μπορεί να γίνει είσπραξη των δημοσίων εσόδων, είναι: α) τα έγγραφα, στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής, β) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή, γ) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Εκτελεστή διοικητική πράξη στο στάδιο της είσπραξης του εσόδου πριν από την έναρξη της εκτέλεσης είναι η πράξη της ταμειακής βεβαίωσης του χρέους ως εσόδου του Δημοσίου («βεβαίωση υπό στενή έννοια»), η οποία είναι προσβλητή ενώπιον των δικαστηρίων, και όχι η «ατομική ειδοποίηση», που αποστέλλεται μετά τη βεβαίωση αυτή προς τον οφειλέτη. Τούτο, διότι η ατομική ειδοποίηση δεν αποτελεί παρά πράξη απλής ανακοίνωσης της διοίκησης προς το διοικούμενο, η οποία και στερείται εκτελεστού χαρακτήρα. Αυτό άλλωστε προκύπτει ευθέως από τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 και 3 του ΚΕΔΕ, οι οποίες ορίζουν ότι η ατομική ειδοποίηση δεν εξομοιώνεται με επιταγή προς πληρωμή, καθώς και ότι η παράλειψη της αποστολής της δεν ασκεί καμία επίδραση στο κύρος των λαμβανομένων στη συνέχεια κατά του οφειλέτη αναγκαστικών μέτρων. Βέβαια, το άρθρο 73 παρ. 1 ΚΕΔΕ προβλέπει ότι η ανακοπή του οφειλέτη μπορεί να ασκηθεί και κατά της ατομικής ειδοποίησης, τούτου όμως πρόδηλα υπονοεί την αντίστοιχη ατομική εκτελεστή διοικητική πράξη της ταμειακής βεβαίωσης, με την οποία και μόνο καθιδρύεται το εκτελέσιμο δικαίωμα του Δημοσίου, αλλά και η αντίστοιχη υποχρέωση το οφειλέτη ως προς το συγκεκριμένο χρέος. Κατ’ εξαίρεση, όμως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ατομική ειδοποίηση έχει εκτελεστό χαρακτήρα στην περίπτωση που αποστέλλεται σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι κατά νόμο συνυπόχρεο με τον οφειλέτη για την εξόφληση του χρέους, χωρίς να προηγηθεί ταμειακή βεβαίωση σε βάρος του, ενόψει του ότι η αποστολή ατομικής ειδοποίησης στην περίπτωση αυτή έχει συγκεκριμένες έννομες συνέπειες, καθόσον ο οφειλέτης καλείται για πρώτη φορά, ως συνυπόχρεος, να καταβάλει ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο (Βλ. ΜονΕΠ 191/2016, ΠΠΑ 2548/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, κατά το άρθρο 91 παρ. 1 ΚΕΔΕ, «Σε όσες περιπτώσεις ανατίθεται στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες η είσπραξη των εσόδων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος. Χρέη υπέρ νομικών προσώπων και τρίτων που εισπράττονται από τις ΔΟΥ για λογαριασμό τους, εφόσον από τις ίδιες διατάξεις των δικαιούχων προβλέπεται επιβάρυνσή τους με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, πρόστιμα, τόκους υπερημερίας, ΦΠΑ και γενικώς πάσης φύσεως επιβαρύνσεις, αρχόμενες πριν από τη βεβαίωσή τους στις ΔΟΥ, αυτές θα αναγράφονται στον οικείο χρηματικό κατάλογο. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, από την ημερομηνία που το χρέος καθίσταται ληξιπρόθεσμο στη Φορολογική Διοίκηση επιβάλλονται επ’ αυτού τόκοι και πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με το άρθρο 6 του παρόντος. Εφόσον νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και τρίτοι αποστέλλουν για είσπραξη έσοδά τους στις ΔΟΥ, οφείλουν να έχουν πρόβλεψη για τη δαπάνη των εξόδων για τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, τα οποία θα λαμβάνονται από τις ΔΟΥ χωρίς προηγούμενη έγκριση». Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 7 του Ν. 2579/1998 «Φορολογικά – ΚΕΠΕ – ΚΕΔΕ – Κινητ. Τηλεφων. – Κεφάλαιο ΑΕ – ΕΠΕ» συνάγεται ότι στις περιπτώσεις που υπηρεσίες του Δημοσίου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ΚΕΔΕ, επιμελούνται για την είσπραξη εσόδων άλλων νομικών προσώπων, υπέρ των οποίων τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις αυτές, το Δημόσιο δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικος στις σχετικές δίκες, αλλά νομιμοποιείται να παρίσταται το πρόσωπο υπέρ του οποίου επιμελήθηκε η υπηρεσία του Δημοσίου για την είσπραξη των εσόδων. Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες με ειδικές διατάξεις της προβλέπεται ότι για την είσπραξη των απαιτήσεων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του ΚΕΔΕ, οπότε η είσπραξη αυτών γίνεται με τη μεσολάβηση των αρμόδιων κατά περίπτωση Οικονομικών Υπηρεσιών του Δημοσίου, που ενεργούν ως εισπρακτικά όργανα των εν λόγω νομικών προσώπων, κινώντας τη διαδικασία διοικητικής εκτέλεσης, είτε διότι αυτά (τα νομικά πρόσωπα) δεν έχουν αυτοτελή υπηρεσία, είτε διότι πρόκειται για νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ή ιδιώτες, χωρίς τα έσοδα αυτά να μετατρέπονται σε δημόσια έσοδα για τον λόγο και μόνο ότι το Δημόσιο μεριμνά για την είσπραξή τους (Βλ. ΕΣ 2290/2014, ΕΣ 2358/2012, ΣτΕ 3514/2011, ΣτΕ 2808/2010, ΠΠΑ 264/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Επίσης, το άρθρο 98 του Ν. 4270/2014, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 18 του Ν. 4484/2017, ορίζει ότι: «Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος και η διαδικασία απόδοσης των εσόδων που εισπράττονται υπέρ τρίτων. Με τις αποφάσεις του προηγούμενου εδαφίου ή όμοιες μπορεί να ανατεθεί στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες η είσπραξη των εσόδων ειδικών δημόσιων υπηρεσιών και Ειδικών Ταμείων, εφόσον η είσπραξη των εσόδων τους δεν είναι δυνατή με δικά τους όργανα, καθώς και η είσπραξη εσόδων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, Α.Δ.Α. και τρίτων. Με τις ίδιες αποφάσεις καθορίζεται και το ποσοστό συμμετοχής των ανωτέρω νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, Α.Δ.Α. και τρίτων στη δαπάνη για την είσπραξη των εσόδων που εισπράττονται για λογαριασμό τους, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 20% των εισπραττόμενων εσόδων, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει σαφής διάκριση μεταξύ των δημοσίων εσόδων, ως τέτοιων θεωρούμενων εκείνων που επιβάλλονται με απόφαση των οργάνων του Δημοσίου, βεβαιούνται στα Δημόσια Ταμεία και εισπράττονται στη συνέχεια από αυτά, και των εσόδων των προσώπων που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 91 του ΚΕΔΕ, των οποίων η είσπραξη ανατίθεται μεν στα δημόσια ταμεία, πλην όμως τα εν λόγω έσοδα ανήκουν εξ υπαρχής σε αυτά και δεν μετατρέπονται σε «δημόσια έσοδα» από μόνο το λόγο ότι εισπράχθηκαν από τα δημόσια ταμεία, αφού άλλωστε και αυτή η είσπραξή τους έγινε επ’ ονόματι και για λογαριασμό των προσώπων αυτών και όχι για λογαριασμό του Δημοσίου, με συνέπεια, στις περιπτώσεις εκείνες που επιδιώκεται η διαμέσου των δημοσίων ταμείων είσπραξη οφειλών των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 91 του Κ.Ε.Δ.Ε., διάδικος στην επί της ανακοπής δίκη να είναι μόνο το υπέρ ου η είσπραξη πρόσωπο – δικαιούχος της απαίτησης, κατά του οποίου πρέπει να στρέφεται το δικόγραφο της ανακοπής. Αντίθετη εκδοχή, η οποία δηλαδή θα δεχόταν τον χαρακτηρισμό των εσόδων των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 91 παρ. 1 ΚΕΔΕ ως «δημοσίων», θα οδηγούσε στο άτοπο να διεξάγει το Δημόσιο δίκες για λογαριασμό άλλων και εν αγνοία τους, για τις οποίες το ίδιο δεν έχει κάποιο συμφέρον από την έκβασή τους, ευρισκόμενο μάλιστα αυτό σε αδυναμία να αμυνθεί και να προτείνει ενστάσεις και πραγματικά γεγονότα, τα οποία, ενώ δεν είναι γνωστά στο ίδιο (Δημόσιο), είναι γνωστά μόνο στον τρίτο, ερήμην του οποίου θα διεξαγόταν διαδικασία που θα αφορούσε τις δικές του έννομες σχέσεις (Βλ. ΠΠΑ 264/2014 ΤΝΠ NOMOS). Τέλος, με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 206 του Ν. 4389/2016, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 68 του Ν. 4484/2017 (ΦΕΚ Α’ 110/01.08.2017), ορίζεται ότι: «Ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της Εταιρείας … πρώην …) κατά τρίτων δύνανται να εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει και αποτελούν έσοδα αυτής».
Στην προκειμένη περίπτωση με την ανακοπή, όπως το περιεχόμενό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, εκτίθεται ότι κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο χρόνο η τέταρτη καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Ε. Α. Δ. Α.Ε., γνωστοποίησε στους ανακόπτοντες την υπ’ αριθ. 10438/07.03.2019 απόφασή της περί βεβαίωσης προς είσπραξη από το Δημόσιο Ταμείο οφειλής, ποσού 23.701,47 ευρώ, για τέλη ελλιμενισμού κατά τη χρονική περίοδο 2013 έως 2017 στη Μαρίνα Αλίμου του με Αριθμό Νηολογίου … σκάφους αναψυχής … ιδιοκτησίας της πρώτης από αυτούς. Ότι, ακολούθως, η Δ.Ο.Υ. Π. Π. εξέδωσε την υπ’ αριθ. … ταμειακή βεβαίωση για το παραπάνω αναφερόμενο ποσό, καθώς και την υπ’ αριθ. … ατομική ειδοποίηση χρεών, την οποία απέστειλε στη δεύτερη ανακόπτουσα – Ε. Η.. Με βάση το ιστορικό, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση: α) του από 03.04.2019 σημειώματος για πληρωμή βεβαιωμένων οφειλών εκτός ρύθμισης, που εκδόθηκε μέσω του συστήματος TAXISnet, β) της υπ’ αριθ. … ατομικής ειδοποίησης της Δ.Ο.Υ. Π. Π., γ) της υπ’ αριθ. … ταμειακής βεβαίωσης της Δ.Ο.Υ. Π. Π., και δ) του υπ’ αριθ. … χρηματικού καταλόγου. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ανακοπή υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, διότι ο τίτλος βάσει του οποίου εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις στηρίζεται σε έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, και, ειδικότερα, σε σύμβαση ελλιμενισμού του σκάφους της πρώτης ανακόπτουσας στη Μαρίνα Αλίμου, η οποία (σύμβαση) φέρει το χαρακτήρα μίσθωσης ακινήτου, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην πρώτη νομική σκέψη που προηγήθηκε, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετα υποστηριζόμενων από την τέταρτη καθ’ ης η ανακοπή. Περαιτέρω, η ανακοπή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ., 591 ΚΠολΔ) ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρο 73 ΚΕΔΕ, σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2 εδ. α’, 3Α Ν. 2172/1993). Επίσης, για την κρινόμενη ανακοπή, η οποία είναι απρόθεσμη, καθώς δεν προβλέπεται προθεσμία για την άσκησή της, τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 85 παρ. 1 ΚΕΔΕ και 36 παρ. 1 Ν. 4389/2016, με την επίδοση αντιγράφων της στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. και τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Π. Π. (Βλ. αντίστοιχα την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, Χ. Π., και την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Ο. Κ.). Ωστόσο, η ανακοπή, κατά το σκέλος που ασκείται από τον τρίτο ανακόπτοντα, τυγχάνει απαράδεκτη λόγω αοριστίας και ως εκ τούτου απορριπτέα, διότι από το δικόγραφό της δεν προκύπτουν τα θεμελιωτικά στοιχεία της ενεργητικής νομιμοποίησης του παραπάνω διαδίκου, δηλαδή ο σύνδεσμος του ανακόπτοντος με τη συγκεκριμένη δίκη, ενόψει μάλιστα και του ότι, με βάση τα ιστορούμενα με το δικόγραφο, οι προσβαλλόμενες πράξεις αφορούν την πρώτη και την τρίτη από τις ανακόπτουσες. Επίσης, κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας των διαδικαστικών προϋποθέσεων της παρούσας δίκης -μεταξύ των οποίων και αυτή της ικανότητας διαδίκου-, σύμφωνα με τα άρθρα 62 και 73 ΚΠολΔ, η ανακοπή τυγχάνει απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης και για τον λόγο αυτόν απορριπτέα ως προς το πρώτο καθ’ ου η ανακοπή – Ελληνικό Δημόσιο, διότι από την επισκόπηση του δικογράφου της ανακοπής προκύπτει ότι η Δ.Ο.Υ. Π. Π. επιμελήθηκε της είσπραξης του βεβαιωθέντος ποσού για λογαριασμό και υπέρ της τέταρτης καθ’ ης η ανακοπή, εταιρίας με την επωνυμία … σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 91 παρ. 1 ΚΕΔΕ και 206 εδ. β’ του Ν. 4389/2016, με αποτέλεσμα να μη νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικος το Ελληνικό Δημόσιο στη σχετική δίκη, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη δεύτερη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Συνακόλουθα, η ανακοπή τυγχάνει απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης και ως εκ τούτου απορριπτέα και ως προς τους δεύτερο και τρίτη των καθ’ ων η ανακοπή, Υπουργό Οικονομικών και Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εξόδων, αντίστοιχα, σε βάρος των οποίων, κατά την ορθή εκτίμηση του δικογράφου, αυτή ασκήθηκε με την ιδιότητά τους ως εκπροσωπούντων το πρώτο καθ’ ου η ανακοπή. Περαιτέρω, με βάση τα ιστορούμενα στην ανακοπή, η μεν πρώτη ανακόπτουσα προσβάλλει παραδεκτά μόνο την υπ’ αριθ. … ταμειακή βεβαίωση της Δ.Ο.Υ. Π. Π., ενώ η δεύτερη ανακόπτουσα προσβάλλει παραδεκτά μόνο την υπ’ αριθ. … ατομική ειδοποίηση της Δ.Ο.Υ. Π. Π., που έχει εκδοθεί σε βάρος της, με την ιδιότητα του συνυπόχρεου με την πρώτη ανακόπτουσα προσώπου, σε βάρος της οποίας βεβαιώθηκε το χρέος. Δηλαδή, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη δεύτερη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η δεύτερη ανακόπτουσα παραδεκτά προσβάλλει την προαναφερόμενη ατομική ειδοποίηση, η οποία, κατ’ εξαίρεση έχει εκτελεστό χαρακτήρα, εφόσον με αυτήν η παραπάνω διάδικος κλήθηκε το πρώτον, ως συνυπόχρεο πρόσωπο, να καταβάλει την βεβαιωμένη σε βάρος της πρώτης ανακόπτουσας οφειλή. Επίσης, τα αιτήματα για την ακύρωση: α) του από 03.04.2019 σημειώματος για πληρωμή βεβαιωμένων οφειλών εκτός ρύθμισης, το οποίο εκδόθηκε μέσω του συστήματος TAXISnet, και β) του υπ’ αριθ. … χρηματικού καταλόγου, είναι νόμω αβάσιμα και απορριπτέα, διότι τα παραπάνω αποτελούν αποτελούν μόνο πληροφοριακά έγγραφα, των οποίων η προσβολή δεν προβλέπεται με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ (πρβλ. ΠΠΑ 2548/2014, ό.π.). Κατόπιν τούτων, πρέπει η ανακοπή, κατά το σκέλος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, καθώς και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της. 1) Από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ) συνάγεται ότι νόμιμος τίτλος για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων είναι: α) τα έγγραφα, στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής, β) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή, γ) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Περατέρω, το άρθρο 4 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 7 παρ. 5 του Ν. 4224/2013, ορίζει ότι: «Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, καθώς και των δημοσίων εσόδων της περίπτωσης β’ της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του παρόντος Κώδικα, μετά την καταχώριση του χρέους ως δημοσίου εσόδου κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 3, η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει ατομική ειδοποίηση, την οποία είτε αποστέλλει ταχυδρομικά στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα είτε την κοινοποιεί σε αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4174/2013. Στην ατομική ειδοποίηση αναφέρονται τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου, εφόσον υπάρχει, του οφειλέτη, το είδος και το ποσό του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που έχουν ήδη υπολογισθεί κατά την κείμενη νομοθεσία, ο αριθμός και η χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή ο τίτλος στον οποίο βασίζεται το χρέος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής αυτού, η μνεία ότι από την επόμενη ημέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του χρέους και μέχρι την τελική εξόφληση αυτού υπολογίζονται οι τόκοι και το πρόστιμο του άρθρου 6 του παρόντος…». Εξάλλου, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 55 του π.δ. 16/1989 «Κανονισμός λειτουργίας Δ.Ο.Υ.», «Για κάθε οικονομικό έτος και έσοδο, συντάσσονται από τις αρμόδιες Αρχές και στέλνονται στις Δ.Ο.Υ. τίτλοι είσπραξης, στους οποίους πρέπει να περιέχονται: α) … β)… γ)… δ) … ε) Το είδος του εσόδου, το οφειλόμενο ποσό αναλυμένο σε κωδικούς αριθμούς εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς, σε ακέραιες μονάδες», ενώ κατά το άρθρο 61 παρ. 2 του ίδιου π.δ., «Η βεβαίωση πραγματοποιείται με την καταχώριση των στοιχείων του τίτλου είσπραξης στις αντίστοιχες ενδείξεις των στηλών του διπλότυπου βιβλίου παραλαβής και βεβαίωσης εισπρακτέων εσόδων, από το οποίο παίρνει τον αύξοντα αριθμό και τη χρονολογία, η οποία είναι και της βεβαίωσης». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Στη δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73 παρ. 1 ΝΔ 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 583 – 585 ΚΠολΔ, η οποία μπορεί να ασκείται τόσο κατά του «νόμιμου τίτλου» όσο και κατά της ταμειακής βεβαίωσης, εφόσον αποτελεί και αυτή εκτελεστή διοικητική πράξη, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ’ αρχήν θέση εναγομένου, το δε καθ’ ου θέση ενάγοντος, και έτσι το τελευταίο βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, της οποίας το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 του ΚΕΔΕ νόμιμο τίτλο αποτελεί η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού εις βάρος διοικουμένου που εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, από αυτόν δε (τον τίτλο), με τη συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βεβαία και εκκαθαρισμένη απαίτηση. Στο νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής αιτία της οφειλής, ώστε, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση το «νόμιμο τίτλο» είναι δυνατόν να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο (η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από τρίτο πρόσωπο, όπως είναι ο αρχικός δανειστής, προς τον οποίο το Δημόσιο είχε παράσχει εγγύηση και στη θέση του οποίου αυτό υποκαταστάθηκε, λόγω μη εξόφλησης του δανείου από τον οφειλέτη, αναλόγως δε και στην περίπτωση που το Δημόσιο ενεργεί ως εκδοχέας απαιτήσεων. Από τη βεβαίωση, ως νόμιμο τίτλο είσπραξης (βεβαίωση υπό ευρεία έννοια), διακρίνεται η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση υπό στενή έννοια), που είναι αναγκαία για να μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξη της απαίτησης του Δημοσίου, δηλαδή συνιστά αυτή τίτλο εκτέλεσης. Ο νόμιμος τίτλος δεν συμπίπτει με την ταμειακή βεβαίωση, πλην μεταξύ τους υφίσταται στενή αιτιακή σχέση, ώστε σε περίπτωση που η ταμειακή βεβαίωση δεν στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο, όπως σε τίτλο στον οποίο δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, να είναι αυτή ακυρωτέα. Και ναι μεν στον ΚΕΔΕ δεν προβλέπεται κοινοποίηση της ταμειακής βεβαίωσης στον οφειλέτη, ούτε επιβάλλεται να συνοδεύεται αυτή από τα έγγραφα που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο, πλην όμως λόγω της στενής αιτιακής της σχέσης με το νόμιμο τίτλο, αν ούτε η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής ούτε η ατομική ειδοποίηση, -που εκδίδει κατά το άρθρο 4 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε. η αρμόδια φορολογική αρχή και κοινοποιείται επίσης στον οφειλέτη-, δεν περιέχει τα καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε η έλλειψη αυτή μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν άσκησης ανακοπής κατά το άρθρο 73 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε., στην ακύρωση αυτών, αλλά μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 75 Κ.Ε.Δ.Ε. σχετικά με το στοιχείο της βλάβης του οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή, αν και εφόσον η έλλειψη αυτή επέφερε στον οφειλέτη αδυναμία ουσιαστικής ή δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, η οποία δύναται να επανορθωθεί μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης, ιδίως ενόψει της ύπαρξης περισσοτέρων χρεών με διαφορετικές το καθένα συνέπειες για τον οφειλέτη. Ωστόσο, βλάβη με την ανωτέρω έννοια δεν υφίσταται ο οφειλέτης τόσο στην περίπτωση που η επίδοση της ταμειακής βεβαίωσης και της ατομικής ειδοποίησης συνοδεύεται από τα αναγκαία έγγραφα (δημόσια ή ιδιωτικά), που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση που γνωστοποιούνται αυτά στον οφειλέτη με οποιονδήποτε τρόπο, με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει αυτός με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους ισχυρισμούς του κατά της οφειλής (Βλ. ΟλΑΠ 5/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, όπως το περιεχόμενό του εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι ανακόπτουσες ισχυρίζονται ότι στην προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση και την συμπροσβαλλόμενη με αυτήν ατομική ειδοποίηση αναγράφεται μόνο το συνολικό ποσό της βεβαιωθείσας οφειλής για τέλη ελλιμενισμού, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό, και, ειδικότερα, χωρίς αναγραφή του ονόματος του σκάφους που αφορούν τα τέλη ελλιμενισμού, της τιμής μονάδος και του τρόπου υπολογισμού της τιμολόγησης, χωρίς εξειδίκευση ως προς τη χρονική περίοδο που αφορά η οφειλή, καθώς και ως προς το εάν το συνολικό ποσό της περιλαμβάνει έξοδα και φόρους, χωρίς αναγραφή κωδικού αριθμού που να αντιπροσωπεύει την αιτία και τον καθορισμό του χρέους. Ότι εξαιτίας της αόριστης περιγραφής της βεβαιωθείσας απαίτησης έχουν υποστεί δικονομική βλάβη, διότι αδυνατούν να ελέγξουν την αιτία και το ακριβές ύψος της οφειλής τους, καθώς και να προβάλουν τους σχετικούς ισχυρισμούς τους. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι ορισμένος και νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.Από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, καθώς και από τις ομολογίες τους που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το υπ’ αριθ. πρωτ. … διαβιβαστικό έγγραφο του Τομέα Πιστωτικού Ελέγχου & Ληξιπρόθεσμων Οφειλών της ΕΤ.Α.Δ. κοινοποιήθηκε στη Δ.Ο.Υ. Π. Π. αντίγραφο της υπ’ αριθ. πρωτ. 10438/07.03.2019 Απόφασης της ΕΤ.Α.Δ., που αποτελούσε ορθή επανάληψη της υπ’ αριθ. πρωτ. 10438/28.12.2018 Απόφασης για την βεβαίωση προς είσπραξη από το αρμόδιο Δημόσιο ταμείο σε βάρος της εταιρίας … – πρώτης ανακόπτουσας, του συνολικού ποσού των 23.701,47 ευρώ, για τέλη ελλιμενισμού του σκάφους της … με Αριθμό Νηολογίου …, στη Μαρίνα Αλίμου για το χρονικό διάστημα από το έτος 2013 έως την 08.12.2017. Με το ίδιο ως άνω διαβιβαστικό έγγραφο η ΕΤ.Α.Δ. κοινοποίησε προς τη Δ.Ο.Υ. Π. Π. την από 28.12.2018 τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης και τον συνημμένο σε αυτήν υπ’ αριθ. … χρηματικό κατάλογο. Στη συνέχεια, η Δ.Ο.Υ. Π. Π. προέβη στη βεβαίωση του παραληφθέντος χρηματικού καταλόγου και συνέταξε επί της από 28.12.2018 τριπλότυπης περιληπτικής κατάστασης βεβαίωσης την υπ’ αριθ. … ταμειακή βεβαίωση, με την οποία βεβαιώθηκε σε βάρος της πρώτης ανακόπτουσας το παραπάνω αναφερόμενο ποσό των 23.701,47 ευρώ. Ακολούθως, η Δ.Ο.Υ. Π. Π. απέστειλε προς τη δεύτερη ανακόπτουσα την προσβαλλόμενη με την κρινόμενη ανακοπή υπ’ αριθ. … ατομική ειδοποίηση χρεών, η οποία την παρέλαβε την 24.04.2019. Στον υπ’ αριθ. … χρηματικό κατάλογο που απέστειλε η ΕΤ.Α.Δ. προς τη Δ.Ο.Υ. Πλοίων σχετικά με τη βεβαίωση των απαιτήσεών της, με βάση το άρθρο 206 εδ. β’ Ν. 4389/2016, ο οποίος (κατάλογος) επισυνάφθηκε στο υπ’ αριθ. πρωτ. … διαβιβαστικό έγγραφο, όπως προαναφέρθηκε, υπό την ένδειξη «Ονοματεπώνυμο Οφειλέτη» αναφέρονται η επωνυμία της πρώτης ανακόπτουσας, καθώς και το ονοματεπώνυμο και ο Α.Φ.Μ. της δεύτερης ανακόπτουσας, με τη μνεία ότι αυτή είναι νόμιμη εκπρόσωπος της πρώτης και συνυπόχρεη. Επίσης, αναφέρονται η διεύθυνση και ο Α.Φ.Μ. της πρώτης ανακόπτουσας, ενώ αναφέρεται ως αιτία οφειλής: «Τέλη και λογαριασμοί ελλιμενισμού από 2013 έως 8/12/2017 (Αφορά τέλη και λογαριασμούς του σκάφους … με Αριθμό Νηολογίου … στη Μαρίνα Αλίμου από 2013 έως 8/12/2017, σύμφωνα με την ορθή επανάληψη της υπ’ αριθ. 10438/28-12-2018 Απόφασης ΕΤΑΔ ΑΕ, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος και συναποστέλλεται μ’ αυτόν)», και αναγράφεται ως ποσό υπέρ ΕΤΑΔ και ως γενικό σύνολο αυτό των 23.701,47 ευρώ. Επίσης, στην από 28.12.2018 τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης που εξέδωσε η ΕΤ.Α.Δ., επί της οποίας η Δ.Ο.Υ. Πλοίων συνέταξε την την υπ’ αριθ. … ταμειακή βεβαίωση, αναφέρεται ως ποσό υπέρ ΕΤ.Α.Δ., ως σύνολο, και ως γενικό σύνολο, αυτό των 23.701,47 ευρώ, και υπό την ένδειξη «Παρατηρήσεις» αναφέρεται: «Οφειλέτης: …) (Αφορά τέλη και λογαριασμούς του σκάφους … με Αριθμό Νηολογίου … στη Μαρίνα Αλίμου από 2013 έως 8/12/2017, σύμφωνα με την ορθή επανάληψη της υπ’ αριθ. 10438/28-12-2018 Απόφασης ΕΤΑΔ ΑΕ, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος και συναποστέλλεται μ’ αυτόν)». Η υπ’ αριθ. … ταμειακή βεβαίωση, που συντάχθηκε από τη Δ.Ο.Υ. Πλοίων επί του ως άνω εγγράφου έχει το εξής περιεχόμενο: «Βεβαιώνουμε την παραλαβή του ανωτέρω χρηματικού καταλόγου και τη βεβαίωσή του με την καταχώρησή του στο βιβλίο βεβαίωσης της Δ.Ο.Υ. με αριθμό … και για ποσό 23.701,47 ευρώ» και σ’ αυτήν επισυνάφθηκε ο παραπάνω χρηματικός κατάλογος, με το προαναφερόμενο περιεχόμενο. Επίσης, στην υπ’ αριθ. … ατομική ειδοποίηση χρεών που απέστειλε ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Πλοίων στη δεύτερη ανακόπτουσα αναφέρονται ο αριθμός και η ημερομηνία της παραπάνω ταμειακής βεβαίωσης, καθώς και το ποσό της, και υπό την ένδειξη «είδος φόρου» αναγράφεται «ΤΕΛΗ ΛΙΜΕ», ενώ ως σύνολο αναφέρεται το ποσό της ταμειακής βεβαίωσης, δηλαδή αυτό των 23.701,47 ευρώ, και ως ημερομηνία πληρωμής η 31.05.2019. Από το παραπάνω αναφερόμενο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης ταμειακής βεβαίωσης, που συντάχθηκε επί της από 28.12.2018 τριπλότυπης περιληπτικής κατάστασης βεβαίωσης που εξέδωσε η ΕΤ.Α.Δ., και τον συνημμένο σ’ αυτήν χρηματικό κατάλογο, προκύπτει η αιτία και το ύψος της οφειλής. Ειδικότερα, από τα ως άνω έγγραφα, που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 ΚΕΔΕ, δηλαδή, από την υπ’ αριθ. 10438/28-12-2018 Απόφαση της ΕΤ.Α.Δ., η οποία αποστάλθηκε στη Δ.Ο.Υ. Π. Π. και με βάση την οποία εγκρίθηκε η βεβαίωση προς είσπραξη από το αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο σε βάρος της πρώτης ανακόπτουσας του παραπάνω αναφερόμενου ποσού για τα τέλη ελλιμενισμού του σκάφους της …» στη Μαρίνα Αλίμου κατά τη χρονική περίοδο από το 2013 έως την 08.12.2017, από την εκδοθείσα από την ΕΤ.Α.Δ τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαίωση και τον εκδοθέντα από την ίδια χρηματικό κατάλογο, προκύπτει ότι η οφειλή προέρχεται από τη σύμβαση ελλιμενισμού του σκάφους … πλοιοκτησίας της πρώτης ανακόπτουσας, στη Μαρίνα Αλίμου και αφορά σε τέλη ελλιμενισμού κατά τη χρονική περίοδο από το 2013 έως την 08.12.2017, ενώ γίνεται αναφορά και της Απόφασης της ΕΤ.Α.Δ., με βάση την οποία εγκρίθηκε η βεβαίωση προς είσπραξη από το αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, με τα παραπάνω έγγραφα, που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 ΚΕΔΕ, προσδιορίζεται επαρκώς η οφειλή, κατά τρόπο ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος της ύπαρξης και του ύψους του χρέους, χωρίς να απαιτείται για τον προσδιορισμό της οφειλής η αναγραφή στα έγγραφα της τιμής μονάδος και του τρόπου υπολογισμού της τιμολόγησης του σκάφους, ούτε οποιαδήποτε περαιτέρω εξειδίκευση του ποσού ή η αναγραφή κωδικού αριθμού για την αιτία του χρέους, απορριπτομένων ως αβάσιμων των ενάντια υποστηριζόμενων από τις ανακόπτουσες. Περαιτέρω, από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης … ατομικής ειδοποίησης που κοινοποιήθηκε στη δεύτερη ανακόπτουσα πράγματι δεν προκύπτει η ακριβής αιτία της οφειλής του αναφερόμενου σε αυτήν ποσού, πλην όμως, όπως συνομολογείται από την ίδια με το δικόγραφο της ανακοπής σε χρόνο προγενέστερο της κοινοποίησης της ατομικής ειδοποίησης, και, ειδικότερα, περί τις αρχές Απριλίου 2019, είχε λάβει γνώση της υπ’ αριθ. 10438/07.03.2019 Απόφασης της ΕΤ.Α.Δ. περί βεβαίωσης προς είσπραξη από το Δημόσιο Ταμείο οφειλόμενων τελών ελλιμενισμού, καθώς και του υπ’ αριθ. πρωτ. … διαβιβαστικού εγγράφου της ΕΤ.Α.Δ. προς τη Δ.Ο.Υ. Π. Π.. Επομένως, η δεύτερη ανακόπτουσα είχε λάβει γνώση όλων των στοιχείων που προσδιόριζαν την οφειλή, κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς της, με αποτέλεσμα να μην συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης ατομικής ειδοποίησης, διότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 75 ΚΕΔΕ, σχετικά με το στοιχείο της βλάβης.2) Με το άρθρο 12 Ν. 2636/1998 συστήθηκε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία … η οποία, στη συνέχεια, με το άρθρο 9 παρ. 4 Ν. 2837/2000 μετονομάσθηκε σε «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρία» και, ακολούθως, με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. δ’ Ν. 3270/2004 μετονομάσθηκε σε «Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης Α.Ε.». Σκοπός της παραπάνω εταιρίας, με βάση το άρθρο 13 παρ. 1 περ. α’ Ν. 2636/1998, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 παρ. 6 Ν. 2837/2000 είναι η διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του Ε.Ο.Τ.. Στη συνέχεια, με το άρθρο 21 παρ. 5 Ν. 3878/2010, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 47 παρ. 2 Ν. 3943/2011, η εταιρία …» συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την «Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης Α.Ε.», η οποία μετονομάστηκε σε … Ακολούθως, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4002/2011 και της Κ.Υ.Α. Δ6Α 1162069 ΕΞ 2011 (ΦΕΚ Β’ 2779/2011) η ανώνυμη εταιρία … συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την εταιρία … η οποία μετονομάσθηκε σε … («ΕΤΑΔ Α.Ε.»). Στη συνέχεια, με το άρθρο 24 παρ. 1 Ν. 4321/2015 η ως άνω εταιρία απορρόφησε την ανώνυμη εταιρία Π. Α. Μ. Α.Ε., η οποία είχε συσταθεί με το άρθρο 16 Ν. 4146/2013. Ακολούθως, με το άρθρο 184 Ν. 4389/2016 συστήθηκε η εταιρία με την επωνυμία «Ε. Ε. Σ. Π. Α.Ε., η οποία δεν ανήκει στο δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, και δυνάμει του άρθρου 188 παρ. 1 περ. γ’ του ίδιου νομοθετήματος η … αποτελεί άμεση θυγατρική της παραπάνω εταιρίας. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 196 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νομοθετήματος ορίζεται ότι «Σκοπός της ΕΤΑΔ είναι να αξιοποιεί χάριν του δημόσιου συμφέροντος, με κάθε πρόσφορο μέσο, τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία που περιέρχονται στην κυριότητά της δυνάμει του παρόντος νόμου, τα περιουσιακά στοιχεία τη διαχείριση των οποίων έχει αναλάβει από άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς και από δημόσιες επιχειρήσεις το μετοχικό κεφάλαιο των οποίων κατέχει, άμεσα ή έμμεσα το Ελληνικό Δημόσιο», ενώ κατά την παράγραφο 4: «Η κυριότητα και νομή όλων των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων τα οποία ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο και τον ΕΟΤ και τα διαχειρίζεται η ΕΤΑΔ σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, μεταβιβάζονται αυτομάτως στην ΕΤΑΔ χωρίς αντάλλαγμα με τις κατωτέρω εξαιρέσεις: α. Αιγιαλοί, παραλίες και παρόχθιες εκτάσεις, υδρότοποι, β. περιοχές Ramsar, γ. περιοχές Natura, δ. αρχαιολογικοί χώροι, ε. αμιγώς δασικές εκτάσεις και λοιπά πράγματα εκτός συναλλαγής». Εξάλλου, με το άρθρο 68 παρ. 1 του Ν. 4487/2017 αντικαταστάθηκε το άρθρο 13 παρ. 1 περ. β’ του Ν. 2636/1998 και ορίστηκε ότι η ΕΤ.Α.Δ. «ασκεί τη διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του Ε.Ο.Τ., δικαιούμενη να ενεργεί κάθε πράξη διαχειρίσεως και διαθέσως για δικό της λογαριασμό και στο όνομά της, εξαιρουμένων των κοινόχρηστων εκτός συναλλαγής τμημάτων ζωνών αιγιαλού και παραλίας των ακινήτων που χαρακτηρίσθηκαν ή χαρακτηρίζονται εφεξής ως «Τουριστικά Δημόσια Κτήματα», ενώ με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στο άρθρο 206 του Ν. 4389/2016, το οποίο ορίζει ότι: «Ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της Εταιρείας … πρώην …) κατά τρίτων δύνανται να εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει και αποτελούν έσοδα αυτής». Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της ανακοπής, όπως το περιεχόμενό του εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι ανακόπτουσες προβάλλουν την αιτίαση ότι η τέταρτη καθ’ ης η ανακοπή επιδίωξε την είσπραξη της οφειλής μέσω της Δ.Ο.Υ. Π. Π., κατά παράβαση του Όρου 8 της από 07.09.2009 αίτησης – σύμβασης για τον ελλιμενισμό του σκάφους … πλοιοκτησίας της πρώτης από αυτές, ο οποίος (όρος) προβλέπει τη δυνατότητα εκχώρησης απαιτήσεων και αξιώσεων της αντιδίκου τους μόνο «σε οποιαδήποτε Τράπεζα ή και άλλους ειδικούς τραπεζικούς οργανισμούς ή και ειδικές ανώνυμες εταιρίες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring)», χωρίς να προβλέπει τη δυνατότητα για είσπραξη κατά τη διαδικασία του ΚΕΔΕ. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι η έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. δεν έγινε κατόπιν εκχώρησης της απαίτησης της τέταρτης καθ’ ης η ανακοπή στο Ελληνικό Δημόσιο, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι ανακόπτουσες, αλλά κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 206 εδ. β’ Ν. 4389/2016, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 68 παρ. 1 του Ν. 4487/2017, το οποίο παρέχει στην τέταρτη καθ’ ης η ανακοπή τη δυνατότητα να εισπράττει τις απαιτήσεις της κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. 3) Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Βλ. ΟλΑΠ 2/2019 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος συνάγεται ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Με τη διάταξη αυτή ο νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και, συνεπώς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, η θεσπιζομένη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει, και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμόδιων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, πρέπει τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια του να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, αναφορικά με τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που όπως αναφέρθηκε απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας, πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και, συνακόλουθα, η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), που προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα παραπάνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, και αποτυπώνονται με τη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας (Βλ. ΑΠ 414/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής, όπως το περιεχόμενό του εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι ανακόπτουσες ιστορούν ότι η τέταρτη καθ’ ης η ανακοπή είχε εγείρει σε βάρος τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την με ΓΑΚ 10349/2017 αγωγή για την απαίτησή της από τα τέλη ελλιμενισμού του σκάφους της πρώτης από αυτές, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4585/2018 παραπεμπτική απόφαση. Ότι εκκρεμούσης της ως άνω δίκης, καθώς δεν έχει εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης, η τέταρτη καθ’ ης η ανακοπή επιδίωξε τη βεβαίωση και την είσπραξη της οφειλής κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, καταχρηστικά και κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και της αρχής της διακριτικής ευχέρειας, επιλέγοντας το αυστηρότερο μέτρο προς επιδίωξη του σκοπού της, διότι η έκδοση της προσβαλλόμενης ταμειακής βεβαίωσης συνεπάγεται την αδυναμία έκδοσης φορολογικής ενημερότητας και καθιστά, για το λόγο αυτό, αδύνατη την επιχειρηματική δραστηριότητα της πρώτης ανακόπτουσας. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής, με τον οποίο οι ανακόπτουσες ζητούν την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων, λόγω παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος εκ μέρους της τέταρτης καθ’ ης η ανακοπή, είναι μη νόμιμος και απορριπτέος. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η τέταρτη καθ’ ης η ανακοπή είχε εγείρει σε βάρος των ανακοπτουσών την με ΓΑΚ 10349/2017 αγωγή επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας, και αληθές υποτιθέμενο, δεν καθιστά μη ανεκτή την άσκηση του δικαιώματος της ως άνω αντιδίκου τους να επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησής της κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, με βάση τη διάταξη του άρθρου 206 εδ. β’ του Ν. 4389/2016, η οποία της παρέχει τη σχετική δυνατότητα. Άλλωστε, το γεγονός ότι η τέταρτη καθ’ ης η ανακοπή είχε εγείρει σε βάρος των ανακοπτουσών αγωγή για τη βεβαιωθείσα οφειλή, και αληθές υποτιθέμενο, δεν κρίνεται από μόνο του ικανό, χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστάσεων, τις οποίες οι ανακόπτουσες δεν επικαλούνται, να δημιουργήσει την πεποίθηση ότι η αντίδικός τους δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα να επιδιώξει τη βεβαίωση της οφειλής με τη διαδικασία του ΚΕΔΕ. Επομένως, ο λόγος αυτός της ανακοπής, κατά το σκέλος που προβάλλεται αιτίαση περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, την οποία οι ανακόπτουσες διώκουν να θεμελιώσουν στην έγερση προγενέστερης αγωγής της τέταρτης καθ΄ης η ανακοπή, είναι μη νόμιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι, επίσης, αβάσιμος και απορριπτέος, κατά το σκέλος που προβάλλεται αιτίαση περί παραβίασης της κατοχυρωμένης με το άρθρο 25 παρ. 1 Σ. αρχής της αναλογικότητας, η οποία επιβάλλει τα μέτρα που λαμβάνονται να είναι πρόσφορα προς επιδίωξη του επιδιωκόμενου σκοπού, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, διότι η ωφέλεια από την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής με τη διαδικασία του ΚΕΔΕ δεν υπολείπεται της τυχόν προκαλούμενης βλάβης στις ανακόπτουσες, ενόψει του ότι αυτές δύνανται να προβάλλουν κατά της απαίτησης κάθε αντίρρηση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου με την ανακοπή του άρθρου 73 ΚΕΔΕ (Βλ. ΕΛαρ 106/2015, ΕΔωδ 20/2008, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS).
4) Με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου της ανακοπής οι ανακόπτουσες, ισχυριζόμενες ότι στις προσβαλλόμενες πράξεις δεν μνημονεύεται η δυνατότητα άσκησης ένδικων βοηθημάτων και η προθεσμία για την άσκησή τους, προβάλλουν αιτίαση περί παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, και ζητούν την ακύρωσή τους για τον λόγο αυτό. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής, κατά το σκέλος που προβάλλεται αιτίαση περί παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι σε βάρος της ταμειακής βεβαίωσης και της ατομικής ειδοποίησης (υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτή αποστέλλεται σε τρίτο συνυπόχρεο με τον οφειλέτη πρόσωπο, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας του παραδεκτού της ανακοπής – Βλ. ΜονΕΠ 191/2016, ΠΠΑ 2548/2014, ό.π.) προβλέπεται από το νόμο μόνο η άσκηση ανακοπής, κατά τις διατάξεις του άρθρου 73 παρ. 1 και 2 ΚΕΔΕ, και όχι άλλο ένδικο βοήθημα ή διοικητική προσφυγή, ενώ ειδικότερη ενημέρωση του ενδιαφερόμενου περί της δυνατότητας άσκησης ανακοπής κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις δεν επιβάλλεται με βάση την αρχή της χρηστής διοίκησης (πρβλ. σχετικά με ενημέρωση ενδιαφερόμενου ως προς τη δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής: ΣτΕ 2411/2008 ΤΝΠ NOMOS). Επίσης, κατά το σκέλος που προβάλλεται αιτίαση περί παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο λόγος της ανακοπής είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, εφόσον σε βάρος των προσβαλλόμενων πράξεων προβλέπεται μόνο η άσκηση ανακοπής κατά τις διατάξεις του άρθρου 73 παρ. 1 και 2 ΚΕΔΕ, όπως προαναφέρθηκε, δεν παρίσταται δικαιολογημένη και δεν τυγχάνει έννομης προστασίας ενδεχόμενη εμπιστοσύνη σε διοικητική πρακτική που αφορά σε άλλες διοικητικές πράξεις, όπως είναι για παράδειγμα η ατομική διοικητική πράξη, ως προς την οποία προβλέπεται ρητά, με το άρθρο 16 παρ. 1 ΚΔιοικΔιαδ, ότι -μεταξύ άλλων στοιχείων- πρέπει να αναφέρει τη δυνατότητα άσκησης της κατά το άρθρο 25 του ίδιου Κώδικα ειδικής διοικητικής ή ενδικοφανούς προσφυγής, καθώς και την προθεσμία για την άσκησή της.
Κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, «το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του», ενώ το άρθρο 6 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2690/1999 (ΦΕΚ Α’ 45/09.03.1999), ορίζει ότι: «Οι διοικητικές αρχές, πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν να καλούν τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, εγγράφως ή προφορικώς, ως προς τα σχετικά ζητήματα». Το δικαίωμα ακρόασης του ενδιαφερόμενου πριν από την έκδοση δυσμενούς διοικητικής πράξης, όπως αυτό κατοχυρώνεται με τις παραπάνω διατάξεις, αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στον διοικούμενο, τον οποίο αφορά η δυσμενής διοικητική πράξη, να προβάλλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, ούτως ώστε να επηρεάσει τη λήψη από το όργανο αυτό της σχετικής απόφασης, ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού (Βλ. Στε 88/2018 ΤΝΠ NOMOS). Όμως, οι παραπάνω διατάξεις δεν έχουν έδαφος εφαρμογής σε περιπτώσεις δυσμενών διοικητικών πράξεων, που εκδίδονται βάσει αντικειμενικών προϋποθέσεων και ασυνδέτως προς οποιαδήποτε υποκειμενική συμπεριφορά του θιγόμενου προσώπου (Βλ. ΣτΕ 965/2018 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου της ανακοπής τους, οι ανακόπτουσες ζητούν την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων για τον λόγο ότι αυτές εκδόθηκαν χωρίς να τηρηθεί ο προβλεπόμενος στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος τύπος της προηγούμενης ακρόασης, εφόσον δεν κλήθηκαν πριν την έκδοσή τους για να εκθέσουν τις απόψεις τους. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής, κατά το σχετικό σκέλος του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι μετά την περιέλευση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. των εγγράφων που εξέδωσε η τέταρτη καθ’ ης η ανακοπή και συνιστούν το νόμιμο τίτλο, κατά το άρθρο 2 παρ. 2 ΚΕΔΕ, εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, δηλαδή η ταμειακή βεβαίωση και η ατομική ειδοποίηση, χωρίς να εκτιμηθεί η υποκειμενική συμπεριφορά των θιγόμενων, και εν προκειμένω των ανακοπτουσών, αλλά με βάση αντικειμενικές προϋποθέσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1, 91 παρ. 1 ΚΕΔΕ και 206 εδ. β’ του Ν. 4389/2016, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται για το κύρος τους να έχει προηγηθεί προηγούμενη κλήση τους προς ακρόαση (πρβλ. ΕΣ 329/2018 ΤΝΠ NOMOS).
5) Με την ανακοπή του άρθρου 73 παρ. 1 ΚΕΔΕ επιτρέπεται η προβολή κάθε αντίρρησης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, και μπορεί να προταθεί ως λόγος της η απόσβεση της απαίτησης λόγω παραγραφής (Βλ. ΕΛαρ 106/2015, ΕΔωδ 20/2008, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτουσες ισχυρίζονται ότι η απαίτηση της τέταρτης καθ’ ης η ανακοπή, για την οποία εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, έχει υποκύψει σε παραγραφή, και αφορά σε τέλη ελλιμενισμού του σκάφους της πρώτης από αυτές κατά τη χρονική περίοδο από 2013 έως 08.12.2017 έχει υποπέσει σε παραγραφή. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος της ανακοπής τυγχάνει απαράδεκτος λόγω αοριστίας και για τον λόγο αυτό απορριπτέος, διότι οι ανακόπτουσες δεν εξειδικεύουν τα περιστατικά που αποτελούν τη βάση του ισχυρισμού της, και, ειδικότερα, δεν εξειδικεύουν το χρόνο αυτής και το αφετήριο σημείο της, ώστε να κριθεί εάν έχει συμπληρωθεί (πρβλ. για στοιχεία ένστασης παραγραφής ΑΠ 761/2014, ΕΠ 91/2013, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS).
6) Με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος καθιερώνεται η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς όμοιων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός εάν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Επίσης, το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. α’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 2462/1997, ορίζει ότι: «Όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει συσταθεί με νόμο, το οποίο θα αποφασίσει για το βάσιμο κάθε κατηγορίας σχετικά με ποινικό αδίκημα, η οποία έχει απαγγελθεί εναντίον του, καθώς και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείρισή τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το παραπάνω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες (Βλ. ΑΠ 338/2018 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, με το άρθρο 12 Ν. 2636/1998 συστήθηκε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία … η οποία, στη συνέχεια, με το άρθρο 9 παρ. 4 Ν. 2837/2000 μετονομάσθηκε σε «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρία» και, ακολούθως, με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. δ’ Ν. 3270/2004 μετονομάσθηκε σε «Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης Α.Ε.». Σκοπός της παραπάνω εταιρίας, με βάση το άρθρο 13 παρ. 1 περ. α’ Ν. 2636/1998, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 παρ. 6 Ν. 2837/2000 είναι η διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του Ε.Ο.Τ.. Στη συνέχεια, με το άρθρο 21 παρ. 5 Ν. 3878/2010, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 47 παρ. 2 Ν. 3943/2011, η εταιρία …» συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την «Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης Α.Ε.», η οποία μετονομάστηκε σε … Ακολούθως, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4002/2011 και της Κ.Υ.Α. Δ6Α 1162069 ΕΞ 2011 (ΦΕΚ Β’ 2779/2011) η ανώνυμη εταιρία … συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την εταιρία … η οποία μετονομάσθηκε σε … («ΕΤΑΔ Α.Ε.»). Στη συνέχεια, με το άρθρο 24 παρ. 1 Ν. 4321/2015 η ως άνω εταιρία απορρόφησε την ανώνυμη εταιρία Π. Α. Μ. Α.Ε., η οποία είχε συσταθεί με το άρθρο 16 Ν. 4146/2013. Ακολούθως, με το άρθρο 184 Ν. 4389/2016 συστήθηκε η εταιρία με την επωνυμία «Ε. Ε. Σ. Π. Α.Ε., η οποία δεν ανήκει στο δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα. Το άρθρο 185 παρ. 1 του ίδιου νομοθετήματος ορίζει ότι: «Η Εταιρεία λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Συστήνεται για να εξυπηρετεί ειδικό δημόσιο σκοπό. Ειδικότερα, η Εταιρεία διαχειρίζεται και αξιοποιεί τα περιουσιακά της στοιχεία προκειμένου να: (α) συνεισφέρει πόρους για την υλοποίηση της επενδυτικής πολιτικής της χώρας και για την πραγματοποίηση επενδύσεων που συμβάλλουν στην ενίσχυση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και β) συμβάλει στην απομείωση των οικονομικών υποχρεώσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το ν. 4336/2015 (A` 94)». Επίσης, δυνάμει του άρθρου 188 παρ. 1 περ. γ’ του ίδιου νομοθετήματος η … αποτελεί άμεση θυγατρική της παραπάνω εταιρίας, ενώ το άρθρο 196 παρ. 1 και 4 ορίζουν ότι: «1. Σκοπός της ΕΤΑΔ είναι να αξιοποιεί χάριν του δημόσιου συμφέροντος, με κάθε πρόσφορο μέσο, τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία που περιέρχονται στην κυριότητά της δυνάμει του παρόντος νόμου, τα περιουσιακά στοιχεία τη διαχείριση των οποίων έχει αναλάβει από άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς και από δημόσιες επιχειρήσεις το μετοχικό κεφάλαιο των οποίων κατέχει, άμεσα ή έμμεσα το Ελληνικό Δημόσιο…4. Η κυριότητα και νομή όλων των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων τα οποία ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο και τον ΕΟΤ και τα διαχειρίζεται η ΕΤΑΔ σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, μεταβιβάζονται αυτομάτως στην ΕΤΑΔ χωρίς αντάλλαγμα με τις κατωτέρω εξαιρέσεις: α. Αιγιαλοί, παραλίες και παρόχθιες εκτάσεις, υδρότοποι, β. περιοχές Ramsar, γ. περιοχές Natura, δ. αρχαιολογικοί χώροι, ε. αμιγώς δασικές εκτάσεις και λοιπά πράγματα εκτός συναλλαγής». Τέλος, με το άρθρο 68 παρ. 1 του Ν. 4487/2017 αντικαταστάθηκε το άρθρο 13 παρ. 1 περ. β’ του Ν. 2636/1998 και ορίστηκε ότι η ΕΤ.Α.Δ. «ασκεί τη διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του Ε.Ο.Τ., δικαιούμενη να ενεργεί κάθε πράξη διαχειρίσεως και διαθέσως για δικό της λογαριασμό και στο όνομά της, εξαιρουμένων των κοινόχρηστων εκτός συναλλαγής τμημάτων ζωνών αιγιαλού και παραλίας των ακινήτων που χαρακτηρίσθηκαν ή χαρακτηρίζονται εφεξής ως «Τουριστικά Δημόσια Κτήματα», ενώ με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στο άρθρο 206 του Ν. 4389/2016, το οποίο ορίζει ότι: «Ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της Εταιρείας … πρώην …) κατά τρίτων δύνανται να εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει και αποτελούν έσοδα αυτής». Δικαιολογητικός σκοπός της ρύθμισης της παραγράφου 2 του άρθρου 68 Ν. 4487/2017, σύμφωνα με την Αιτιολογητική Έκθεση, είναι να διασφαλισθεί η άμεση είσπραξη των απαιτήσεων της ΕΤ.Α.Δ., καθώς και η εν γένει νομιμότητα της διαδικασίας βεβαίωσης, εν ευρεία και στενή εννοία, και είσπραξη των απαιτήσεών της, καθώς τα εν λόγω έσοδα προορίζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4389/2016, μέσω της … για την εξυπηρέτηση σκοπών υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον έκτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτουσες ζητούν την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων για τον λόγο ότι η τέταρτη ανακόπτουσα επιδίωξε τη βεβαίωση της οφειλής με τη διαδικασία του ΚΕΔΕ, δυνάμει νομοθετικής ρύθμισης που τέθηκε σε ισχύ σε χρόνο μεταγενέστερο της κατάρτισης της σύμβασης ελλιμενισμού, με την οποία (ρύθμιση) η αντίδικός τους τέθηκε σε πλεονεκτικότερη θέση, κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι η ρύθμιση του άρθρου 206 εδ. β’ του Ν. 4389/2016, το οποίο ορίζει ότι: «Ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της Εταιρείας … πρώην …) κατά τρίτων δύνανται να εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει και αποτελούν έσοδα αυτής», δικαιολογείται από λόγους δημόσιου συμφέροντος, ενόψει και του σκοπού της τέταρτης ανακόπτουσας, όπως αυτός περιγράφεται στο άρθρο 196 παρ. 1 και 4 Ν. 4389/2016, αλλά και του σκοπού της μητρικής της εταιρίας με την επωνυμία «Ε. Ε. Σ. Π. Α.Ε., σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, με αποτέλεσμα να μην παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Κατόπιν τούτων, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή να απορριφθεί. Περαιτέρω, πρέπει οι ανακόπτοντες, λόγω της ήττας τους, να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα του πρώτου και της τέταρτης των καθ’ ων η ανακοπή, τα οποία ορίζονται μειωμένα (άρθρα 176, 180 παρ. 1 ΚΠολΔ, 22 παρ. 1 και 2 του Ν. 3693/1957, 206 εδ. α’ Ν. 4389/2016 σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 7429/16-02-1988 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987, και την υπ’ αριθ. 134423/1992 Κ.Υ.Α.), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό, με τη μνεία ότι δικαστικά έξοδα υπέρ του δεύτερου και της τρίτης των καθ’ ων η ανακοπή δεν επιδικάζονται, διότι αυτοί δεν υποβλήθηκαν σε χωριστά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ανακόπτοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του πρώτου και της τέταρτης των καθ’ ων η ανακοπή, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ για κάθε καθ’ ου η ανακοπή.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 29.10.2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, και της δικαστικής πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ