Μενού Κλείσιμο

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης

3402/ 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Γ.Α.Κ./E.Α.Κ. :  11856/5338/15-11-2018 Αγωγή)

 

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς  και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Μαΐου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ενάγοντος : …, κατοίκου … (οδός … αριθμ. …), με Α.Φ.Μ. …, ο οποίος  υπό την ιδιότητά του ως δικηγόρος Πειραιώς (Α.Μ. ΔΣΠ : …) προκατέθεσε προτάσεις και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Των εναγομένων: 1) … του …, κατοίκου … (οδός … αριθμ. 19)  και 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην ………… (οδός … αριθμ. …..), με Α.Φ.Μ… Φ.Α.Ε. …, νομίμως εκπροσωπουμένης, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Γεώργιος Κουτρουμπούσης (Α.Μ. ΔΣΠ : …) και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο με πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 15-11-2018 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού στις 20-10-2017 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 11856/5338/15-11-2018, προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως προαναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που προ κατέθεσαν.

 

                                       ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                                         ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 «περί επιταγής», όπως αντικαταστάθηκε με το  άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ’ αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αντικειμενικά μεν 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας, που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της Εταιρίας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή, οπωσδήποτε κατά το χρόνο εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της εκδόσεως επιταγής που είναι ακάλυπτη (ΑΠ (Ποιν) 858/2016, ΑΠ (Ποιν) 891/2015, ΑΠ (Ποιν) 671/2013 ΤΝΠ NΟΜΟΣ). Τόπος τέλεσης του συγκεκριμένου αδικήματος θεωρείται τόσο ο τόπος που ο εκδότης παρέλειψε να καταθέσει στην πληρώτρια τράπεζα το απαραίτητο για την πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής χρηματικό ποσό όσο και ο τόπος που επήλθε η ζημία του παθόντος (ΠΠΘεσ 5375/2013 αδημ.) , ήτοι ο τόπος που όντως εμφανίσθηκε προς πληρωμή η επιταγή και σφραγίσθηκε. Περαιτέρω, αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, δηλαδή επιταγής, η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια Τράπεζα δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης αντίστοιχων κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί, κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, αξιόποινη πράξη (πλημμέλημα), όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο, που μπορεί να είναι και ενδεχόμενος (άρθρο 27 παρ. 1 ΠΚ), αφού, μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 με το άρθρο 1 του ΝΔ 1325/1972, δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν κατά την εμφάνισή της προς πληρωμή αντίστοιχα κεφάλαια (ΟλΑΠ 29/2007, ΑΠ 1008/2010, ΑΠ 966/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ετσι δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής όχι μόνο όταν γνωρίζει ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν θα έχει κατά την πληρωμή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό (ΑΠ 1069/2017 NΟΜΟΣ, ΑΠ 671/2013 ό.π., ΑΠ 1051/2012, ΜΕφΛαρ 7/2017 NΟΜΟΣ), χωρίς να  επηρεάζεται το αξιόποινο της πράξης του εκδότη  από λόγους αναγόμενους στην αιτία εκδόσεως και μεταβιβάσεως της ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 740.01, ΕλλΔνη 43.733).. Αρκεί δηλαδή για το υποκειμενικό στοιχείο ο εκδότης σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει, ακόμη και ως ενδεχόμενη, την έλλειψη των διαθέσιμων κεφαλαίων σε οποιοδήποτε από τα ανωτέρω χρονικά σημεία και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του άνω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Επομένως, είναι χωρίς έννομη επιρροή αν το προαναφερόμενο γνωστικό στοιχείο του εκδότου αναφέρεται στο χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή σε εκείνο της πληρωμής. Όταν δε στοιχειοθετείται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς το προαναφερόμενο ποινικό αδίκημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, στοιχειοθετείται παράλληλα και η αναγκαία για την αστική ευθύνη από αδικοπραξία παράνομη και υπαίτια πράξη εκείνου που εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, από την οποία πράξη προξενείται κατ’ αιτιώδη συνάφεια στον νόμιμο κομιστή της επιταγής η ζημία εκ της μη εισπράξεως του ποσού της εν λόγω επιταγής κατά τον χρόνο εμφανίσεώς της προς πληρωμή και έτσι γεννιέται η ευθύνη εκείνου για αποζημίωση τούτου με ποσό ίσο εκείνου της επιταγής. Εξάλλου, η οικονομική δυσχέρεια του εκδότη να εξεύρει τα αναγκαία για την πληρωμή της επιταγής κεφάλαια, δεν αίρει το δόλο, με την προεκτεθείσα έννοια, αφού το στοιχείο της υπαιτιότητας δεν ερμηνεύεται με βάση την οικονομική δυνατότητα του εκδότη – αφού αυτή εμπεριέχεται στον κύκλο της δικής του επιχειρηματικής δραστηριότητας – αλλά τη στάση του έναντι του οικείου λογαριασμού και την αποδοχή του ότι ενδέχεται να μην υπάρξουν τα αναγκαία διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της πληρωμής.  Οι διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής, και μάλιστα, μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του παραπάνω άρθρου με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, αυτό είναι το κατ’ εξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται. Συνεπώς, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως κατά την ανωτέρω έννοια, αδικοπραξία, που τον υποχρεώνει, κατά τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, σε ισόποση κατ’ αρχήν με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της, ο οποίος μάλιστα δεν είναι αναγκαίο να είναι αυτός που την εμφάνισε στην πληρώτρια Τράπεζα, αλλά μπορεί να είναι και προηγούμενος οπισθογράφος που πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής με δικαίωμα αναγωγής, ζημία του είναι απότοκη της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή (Ολ.ΑΠ 29/2007, ΑΠ 1069/2017 ό.π., ΑΠ 1008/2010, ΜΕφΛαρ 7/2017 ό.π.). Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 παρ. 1 και 4 και 56 του Ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικά εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία έκδοσης (ΑΠ 1069/2017 ό.π., ΑΠ 705/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλονότι η επιταγή είναι πάντα πληρωτέα εν όψει, ακόμα και όταν είναι μεταχρονολογημένη κάθε δε αντίθετη μνεία θεωρείται μη γεγραμμένη.Έτσι, στην περίπτωση μεταχρονολογημένης επιταγής, αφού η επιταγή είναι πάντοτε πληρωτέα «εν όψει», ο εκδότης αναλαμβάνει και τον κίνδυνο της πρόωρης εμφάνισής της, δεδομένου ότι αυτή νομίμως εμφανίζεται σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο, από την ημέρα που πραγματικά εκδόθηκε μέχρι και οκτώ (8) ημέρες μετά την επ’ αυτής αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης (ΑΠ 1451/2007 Δνη 48. 1401, ΑΠ 342/2005 Δνη 47. 1393, ΕφΛαρ 101/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ). Όπως ήδη προαναφέρθηκε, υπόχρεος προς αποζημίωση και «δράστης» του ποινικού αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, είναι ο «εκδίδων» επιταγή, χωρίς αντίκρισμα, δηλαδή αυτός που πραγματοποιεί την επί του τίτλου δήλωση βουλήσεως υπογράφοντας το έγγραφο της επιταγής και θέτει αυτό σε κυκλοφορία, ανεξάρτητα από το πρόσωπο για το οποίο επέρχονται οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτή. Στην περίπτωση δε που ο φερόμενος ως αντιπρόσωπος εξέδωσε ακάλυπτη επιταγή, ενέχεται ο ίδιος ως αυτουργός της παράνομης αυτής πράξεως, ο δε εντολέας του ενέχεται ως ηθικός αυτουργός ή συνεργός, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46 ή 47 του ΠΚ. Στην περίπτωση αυτή γεννιέται (όπως προαναφέρθηκε και για τον αυτουργό), παράλληλα η προς αποζημίωση ευθύνη του ηθικού αυτουργού, ήτοι συνεργού, ο οποίος, στο πεδίο εφαρμογής του ΑΚ, ευθύνεται εις ολόκληρο με τον αυτουργό αντιπρόσωπο (άρθρα 914, 926). Συναυτουργία στην έκδοση ακάλυπτης επιταγής μπορεί να νοηθεί μόνο στην περίπτωση της από κοινού έκδοσης [υπογραφής] της ίδιας επιταγής από περισσότερα πρόσωπα (ΑΠ (Ποιν) 1498/2016 , ΑΠ (Ποιν) 858/2016, ΑΠ (Ποιν) 891/2015 ΤΝΠ NΟΜΟΣ).  Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι όχι μόνον ο τελευταίος νόμιμος κομιστής της επιταγής κατά τον χρόνο της εμφανίσεως της και βεβαιώσεως της μη πληρωμής που είναι και ο χρόνος τελέσεως του αδικήματος, όπως γινόταν δεκτό νομολογιακά μέχρι πρότινος, αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος που έγινε κομιστής αυτής, αφού υφίσταται τελικά τη ζημία από μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτή είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη, ο οποίος εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν. Εξάλλου κατά το άρθρο 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται  επιπλέον εις ολόκληρον. Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής στο όνομα του νομικού προσώπου, ο υπογράψας ως εκπρόσωπός του ευθύνεται και ο ίδιος από αδικοπραξία (ΕφΠειρ 822/2003 ό.π., ΕφΑθ 4704/1998 Δνη 39. 1365, ΕφΠειρ 665/1999 Δνη 41. 491, Μάρκου Δίκαιο επιταγής εκδ. 1995 σελ. 311). Ως όργανο δε του νομικού προσώπου, μεταξύ των οποίων είναι και η Ανώνυμη Εταιρεία, νοούνται όχι μόνο τα πρόσωπα που διοικούν το νομικό πρόσωπο, αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη και τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ακόμη και όταν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου (ΑΠ 1536/2000 Δνη 42. 1305, ΑΠ 1615/1999 Δνη 41. 429, ΕφΑθ 6256/2000 ό.π., ΕφΑθ 4704/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτήν (πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος ή άλλο μέρος του Δ.Σ.) δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για τα χρέη της εταιρίας, είναι όμως δυνατή η ευθύνη τους προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ. Δηλαδή η αρχή της μη ευθύνης των καταστατικών οργάνων ανώνυμης εταιρίας δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία με βάση τις γενικές αρχές (άρθρο 914 ΑΚ), οπότε υπάρχει στην περίπτωση αυτή ευθύνη τους (ΕφΑθ 7018/1998 Δνη 40. 1139, ΕφΑθ 4704/1998 Δνη 39. 1365, Πασσιά, Το Δίκαιο της ΑΕ παρ. 548, 561, Λεβαντή, Το Δίκαιο των Εμπορικών Εταιριών έκδ. 1994, σελ. 562).Επομένως, την αδικοπρακτική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής δεν αποκλείει το γεγονός ότι την υπέγραψε αυτός ως νόμιμος εκπρόσωπος Εταιρείας και απλώς στην περίπτωση αυτή ευθύνεται κατά το άρθρο 71 ΑΚ εις ολόκληρο με το Νομικό Πρόσωπο της Εταιρείας και μάλιστα ανεξάρτητα από τη μορφή της Εταιρείας ως Προσωπικής ή Κεφαλαιουχικής, αφού και στην περίπτωση των Κεφαλαιουχικών Εταιρειών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικά για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται όμως κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, επομένως και για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής (AΠ 1051/2012 όπ.). Συνακόλουθα για τις εναντίον του απαιτήσεις από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του μπορεί ως μέσο εκτέλεσης να διαταχθεί κατά το άρθ. 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ και η προσωποκράτησή του, αφού η εξαίρεση της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου εμποδίζει την προσωποκράτησή του για χρέη που βαρύνουν το Νομικό Πρόσωπο της Εταιρείας (Α.Ε. ή Ε.Π.Ε.) και όχι ατομικά το ίδιο το Φυσικό Πρόσωπο, έστω και αν αυτό αδικοπράκτησε στο πλαίσιο των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί (ΑΠ 1380/2013, ΑΠ 1720/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Ειδικότερα, από τον συνδυασμό  δε των διατάξεων των άρθρων 79 ν. 5960/1933, 297, 298 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι ο εκδότης επιταγής σε διαταγή, έστω και μεταχρονολογημένης, που γνωρίζει ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια υπέρ του κομιστή στην πληρώτρια τράπεζα (και γι’ αυτό τον λόγο δεν πληρώθηκε η επιταγή μέσα στη νόμιμη προθεσμία εμφάνισής της), ζημιώνει τον τελευταίο και δη υπαίτια και παράνομα, συνεπώς υποχρεούται προς αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση κατά το άρθρο 914 ΑΚ συρρέει παράλληλα με την αξίωση από το νόμο περί επιταγών (άρθρο 40), διότι, όπως γίνεται δεκτό, επί συρροής αξιώσεων από συμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη, οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής, απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει οποιαδήποτε από αυτές προτιμά, με τον περιορισμό ότι η ικανοποίηση της μιας επιφέρει αντίστοιχη απόσβεση και της άλλης (ΕφΑθ 6286/2000 Δνη 42. 202, ΕφΘεσ 308/1998 ΔΕΕ 1998. 304).Στην περίπτωση που ασκείται αγωγή από αδικοπραξία εξαιτίας εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, ο ενάγων μπορεί να ζητήσει αποζημίωση όχι μόνο για το ποσό της επιταγής, αλλά και για κάθε άλλη ζημία που υπέστη από την σε βάρος του αδικοπραξία του εκδότη της επιταγής, καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης. Περαιτέρω, με βάση το άρθρο 45 του ν. 5969/33, ο κομιστής δύναται να απαιτήσει από τον εναγόμενο το ποσό της επιταγής που δεν πληρώθηκε και τους τόκους από την επόμενη της ημέρας εμφανίσεως της επιταγής, όταν ο ζημιωθείς ασκεί την αγωγή με βάση τη σχέση από την επιταγή. Επίσης , δεδομένου ότι ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, σε αποζημίωση του κομιστή και αν ακόμα η επιταγή είναι μεταχρονολογημένη σε περίπτωση άσκησης της αγωγής, ο δικαιούχος (κομιστής της επιταγής), κατά την τακτική διαδικασία, ως εκ του λόγου ότι έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να σωρεύσει και το αίτημα προσωπικής κρατήσεως κατά του εναγομένου – εκδότη της επιταγής, θεμελιωμένο στο άρθρο 1047 ΚΠολΔ, δηλαδή στο γεγονός του αδικήματος έκδοσης ακάλυπτης επιταγής κατά του εναγομένου εκδότη της. Το αίτημα για προσωπική κράτηση του εναγομένου επιβάλλεται μόνο σε περίπτωση που ασκείται η αγωγή για ακάλυπτη επιταγή με τη βάση της αδικοπραξίας, που είναι συμβατή προς το αίτημα της προσωποκράτησης του υπαιτίου ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης, με βάση το νόμο χωρίς να απαιτείται να γίνει επιπλέον αναφορά στην αφερεγγυότητα ή, την απόκρυψη τυχόν περιουσίας του οφειλέτη και σε άλλες ειδικές συνθήκες ή περιστάσεις (ΑΠ 133/2001 ΕλλΔνη 42.699 , ΕφΑθ 297/2018, ΕφΑθ 2730/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2551/2008 ΔΕΕ 2008. 1146). Η αποδοχή της προσωπικής κράτησης, όπως σε κάθε αδικοπραξία, είναι δυνητική και απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, εάν και πόση διάρκεια θα έχει, ύστερα από εκτίμηση διαφόρων κριτηρίων, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερη θέση έχουν το ύψος της απαιτήσεως, η βαρύτητα του ζημιογόνου γεγονότος και οι συνέπειες του, η βαρύτητα του πταίσματος του εναγομένου, τυχόν ανυπαιτιότητα του  ενάγοντος, η καλή πίστη του υπόχρεου, η φερεγγυότητα του, η απόκρυψη περιουσιακών του στοιχείων, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, η διάθεση του εναγομένου να καταβάλει την οφειλή του και οι λοιπές συνθήκες και συντρέχουσες περιστάσεις (ΑΠ 152/2000, ΕλλΔνη 41.712, ΑΠ 343/95, ΕΕΝ 64.280, ΑΠ 1070/93, ΕλλΔνη 35.1579, ΑΠ 25/2000 ΕλλΔνη 41.712, Εφθεσ 353/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Επομένως, το αίτημα για την απαγγελία της προσωπικής κράτησης είναι νόμιμο και όσον αφορά στο νόμιμο εκπρόσωπο Ανώνυμης Εταιρίας ή Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης, εφόσον αυτός είναι «ο δράστης του αδικήματος», δηλαδή, το υπαίτιο Φυσικό Πρόσωπο, το οποίο εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή εν γνώσει της ανεπάρκειας της κάλυψης, καθόσον, η εξαίρεση της παρ. 3 του άρθρου 1047 του ΚΠολΔ αναφέρεται μόνο στην απαγόρευση της προσωπικής κράτησης των εκπροσώπων Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης για χρέη εμπορικά ή από δικαιοπραξία, που βαρύνουν μόνο το νομικό πρόσωπο και όχι για χρέη από αδικοπραξία, που βαρύνουν το υπαίτιο Φυσικό Πρόσωπο, έστω και αν αυτό τέλεσε την αδικοπραξία στο πλαίσιο των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί (ΑΠ 1069/2-17 ό.π.,ΑΠ 271/2015 ό.π., ΑΠ 1051/2012,ό.π., NΟΜΟΣ, ΜΕφΛαρ 7/2017 ό.π., ΕφΠειρ 133/2016  και ΜΕφΠειρ 202/2016 ΤΝΠ NΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίσιν αγωγή του, ο ενάγων  δικηγόρος κατ’επάγγελμα ισχυρίζεται ότι τυγχάνει δικαιούχος και κομιστής των εξής μεταχρονολογημένων τραπεζικών επιταγών που σύρονται από τον υπ’αριθμ. … δολαριακό λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης που τηρεί στην τράπεζα «….»  : α) της υπ’αριθμ. … επιταγής ποσού 13.255  δολλαρίων ΗΠΑ με ημερομηνία έκδοσης την 15η-4-2016, β) της υπ’αριθμ. … επιταγής ποσού 13.255  δολλαρίων ΗΠΑ με ημερομηνία έκδοσης την 5η-5-2016 και γ) της υπ’αριθμ. … επιταγής ποσού 12.822,13  δολλαρίων ΗΠΑ με ημερομηνία έκδοσης την 18η-4-2016, με πληρώτρια τράπεζα την, οι οποίες εξεδόθησαν εις διαταγήν του από τη δεύτερη εναγομένη  δια του πρώτου εναγομένου νομίμου εκπροσώπου της στη ……… , ο οποίος αφού τις υπέγραψε υπό την ως ανω ιδιότητά του του τις  παρέδωσε στον …….τις δύο πρώτες στις 15-3-2016 και την τρίτη στις 18-3-2016.Ότι παρότι ενεμφάνισε τις ανωτέρω επιταγές νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πληρώτρια τράπεζα στις 25-4-2016, προς πληρωμή, αυτές δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε στην ανωτέρω πληρώτρια τράπεζα η εκπροσωπούμενη από τον πρώτο εναγόμενο δεύτερη εναγομένη εκδότρια εταιρεία, σφραγίστηκαν αυθημερόν κι εν συνεχεία παραδώθηκαν από την πληρώτρια στον ίδιο (ενάγοντα), ο οποίος κατέστη έτσι ο τελευταίος νόμιμος κομιστής τους.Τέλος ότι κατόπιν της σφράγισης των επίδικων ακάλυπτων επιταγών υπέβαλε σε βάρος του πρώτου εναγομένου ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς την Α.Β.Μ. … από … με αίτημα παράστασης πολιτικής αγωγής .Επικαλούμενος  ότι ο  πρώτος εναγόμενος, τελούσε σε γνώση της ανεπάρκειας διαθεσίμων κεφαλαίων για την πληρωμή των ανωτέρω επιταγών τόσο κατά το χρόνο έκδοσης όσο και κατά το χρόνο πληρωμής τους, η δε ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των ευθυνομένων εις ολόκληρον εναγομένων προκάλεσε αιτιωδώς στον ίδιο (ενάγοντα) αφενός περιουσιακή ζημία ισόποση με το ποσό των επίδικων τραπεζικών επιταγών, αφετέρου ηθική βλάβη υπό την έννοια προσβολής στην επαγγελματική του δραστηριότητα κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων, κι επιφυλασσόμενος κατά το ποσό των 44 ευρώ να το διεκδικήσει ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων ως πολιτικώς ενάγων,  ζητεί κυρίως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας κι επικουρικώς κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, : α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι από κοινού και εις ολόκληρον έκαστος να του καταβάλουν για την ανωτέρω αιτία : 1) το συνολικό ποσό των  39.332,13 ΔολΗΠΑ κατά το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία κατά τον χρόνο σφράγισης των επιταγών , ήτοι ποσό 34.612,27 ευρώ  (ισοτιμία 1 ΔολΗΠΑ = 0,88 ευρώ) μείον του ποσού των 44 ευρώ, επομένως το συνολικό ποσό των 34.568,27 ευρώ,ως αποζημίωση και 2) το ποσό των 5.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοση εκάστης των επιταγών, ήτοι από τις … και τις ………. αντίστοιχα, άλλως από την ημερομηνία σφράγισης των επιταγών στις ………., άλλως και επικουρικότερα από την από ……… έγγραφη όχλησή του προς τους εναγομένους περί εξοφλήσεως άλλως και έτι επικουρικότερα, από την έγερση της υπό κρίσιν αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, β) να απαγγελθεί σε εκτέλεση της εκδοθησομένης απόφασης, προσωπική κράτηση σε βάρος του πρώτου εναγομένου διαρκείας ενός (1) έτους και γ) να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης και αμοιβής. Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, η υπό κρίσιν αγωγή, για το παραδεκτό της παράστασης της οποίας κατά τη συζήτηση, προσκομίζονται από τους εναγομένους το υπ’αριθμ…. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Πειραιώς από τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγομένων (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013), απαλασσομένου του ενάγοντος δικηγόρου από τη σχετική υποχρέωση ( άρθρα 61 παρ.3 β και 82 παρ.2 Ν.4194/2013) και το από 19-2-2019 δικαστικό πληρεξούσιο προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγομένων (άρθρα 61 παρ.4 Ν.4194/2013 και 237 παρ.1 σε συνδ.με 96 ΚΠολΔ)  και  από τον ενάγοντα το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. το υπ΄αριθμ…. e-παράβολο και την από … απόδειξη επιτυχούς εκτέλεσης συναλλαγής της winbank της ….), παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2, 22 επ. 35 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ) σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην νομική σκέψη της παρούσας, απορριπτομένου ως αβάσιμου του αντιθέτου ισχυρισμού-ενστάσεως των εναγομένων, καθώς όπως προκύπτει από την προεπισκόπηση των σχετικών βεβαιώσεων μη πληρωμής και σφράγισης των ένδικων επιταγών (το παρόν Δικαστήριο) είναι το Δικαστήριο του τόπου εμφάνισης των επιταγών , μη πληρωμής τους και επαγωγής της ζημίας στον ενάγοντα κομιστή-δικηγόρο Πειραιώς κι η ένδικη αγωγή αφορά διαφορά εκπηγάζουσα από την με βάση τα από …….. και ………. ιδιωτικά συμφωνητικά υποκείμενη σχέση έκδοσής τους τα οποία, ως παραδεκτώς προεπισκοπούνται από το δικαστήριο εμπεριέχουν ρήτρα παρέκτασης αποκλειστικής αρμοδιότητας (άρθρα 42,44 ΚΠολΔ) κι αφορούν αναγνώριση οφειλής εκπηγάζουσα από ναυτική διαφορά και δη από πώληση εφοδίων σε πλοία (άρθρο 51 παρ. 1 και 3Β περ. β΄ και ι΄ του Ν. 2172/1993).Περαιτέρω, η ενδικη αγωγή τυγχάνει νόμιμη, κατά την κύρια βάση της , ήτοι κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68,71,297,298,330,340,345,481,914, 926, 932 ΑΚ, 79 του νόμου 5960/33 «περί επιταγής», 1047 παρ. 1 εδ. β` και 1049 παρ. 1 , 176, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ. Οσον αφορά όμως το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων είναι νόμιμη μόνο στο βαθμό που αφορά τόκους από την από 30-5-2016 έγγραφη όχληση του ενάγοντος προς τους εναγομένους (όπως στο διατακτικό τςη αγωγής αναφέρει ότι υπήρξε ) κι όχι από την ημερομηνία εκδόσεως ή εμφάνισης και σφράγισης κάθε επιταγής διότι σε περίπτωση αγωγής από αδικοπραξία η ημερομηνία αυτή δεν αποτελεί δήλη ημέρα προς καταβολή του ποσού, ούτε η ημερομηνία εκδόσεως των επιταγών καθώς δεν εφαρμόζεται το άρθρο 45 παρ. 1 αρ. 2 του ν. 5960/33, αλλά η τοκοφορία αρχίζει από την επίδοση της αγωγής (άρθρο 346 ΑΚ), εκτός αν όπως εν προκειμένω, ο ενάγων  επικαλείται ορισμένη ημέρα όχλησης των εναγομένων (30-5-2016) εξωδίκως προ της επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής ώστε να υπάρχει υπερημερία των εναγομένων (ΟλΑΠ 9/1995, ΕλλΔικ 36.1520, ΕφΠατρ 239/2001, ΕΕμπΔ 2002.833, ΕφΠατρ 91/01, Δικογραφία 2001.199, ΕφΑΘ 7279/2000, ΕλλΔνη 2001.785, Εφθεσ 59/99, ΔΕΕ 1999.423).Επιπλέον όσον αφορά το αίτημα περί καταβολής ισόποσου σε ευρώ του οφειλόμενου σε δολάρια ΗΠΑ ποσού με την ισοτιμία κατά το χρόνο σφράγισης των επιταγών αυτό είναι νόμιμο ως το χρόνο επαγωγής της ζημίας στον ενάγοντα καθώς επί διεπόμενων από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, η αποζημίωση από τη γενόμενη (προς αποκατάσταση της ζημίας) δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος είναι εκφραστέα μόνο σε ευρώ, κατά την ισοτιμία που ίσχυε στο χρόνο επαγωγής της ζημίας, δηλαδή στο χρόνο πραγματοποιήσεως της ανωτέρω δαπάνης (ΟλΑΠ  14/1997,15-16/1996, ΑΠ 388/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) μη εφαρμοσθέων των διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ. 1 Ν 5422/1932. Τέλος η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη κατά την επικουρική της βάση περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφενός λόγω της επιβοηθητικής φύσεως της συγκεκριμένης αγωγικής αξίωσης (αδικαιολόγητου πλουτισμού), αφετέρου λόγω του ότι ο ενάγων  αξιώνει την καταβολή των προαναφερόμενων αγωγικών κονδυλίων από τους εναγομένους επικαλούμενος τα ίδια περιστατικά στα οποία στηρίζουν την αγωγή του κατά την κύρια βάση της αδικοπραξίας(ΑΠ 104/2003, ΕλΔνη 44.983, ΑΠ 1351/2001 ΕλΔνη 44.752, ΑΠ 712/2001 ΕλΔνη 43.762). Ενόψει όλων των ανωτέρω πρέπει η υπό κρίσιν αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Οι εναγόμενοι με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν αρνήθηκαν την αγωγή επικαλούμενοι την έλλειψη, αφενός του δόλου τους, αφετέρου της ευθύνης τους λόγω της ιδιότητας της δεύτερης ως διαχειρίστριας και του πρώτου εξ αυτών ως νομίμου εκπροσώπου αυτής. Ο αρνητικός αυτός ισχυριμσός των εναγομένων, όσον αφορά τον δόλο τους αποτελεί ζήτημα απόδειξης, αντιθέτως όσον αφορά την έλλειψη ευθύνη τους λόγω της επικαλούμενης ιδιότητάς τους, τυγχάνει εν προκειμένω απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος καθότι η εναγωγή τους γίνεται με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, με εκδότρια την δεύτερη ως νομίμως εκπροσωπείται από τον πρώτο εναγόμενο στην υπογραφή των ενδίκων ακάλυπτων επιταγών , χωρίς να ενδιαφέρει ποια είναι η υποκείμενη αιτία της έκδοσης του και αν οι εναγόμενοι συμβλήθηκαν ως αντιπρόσωποι ή αντιπροσωπευόμενοι στις σχετικές συμβάσεις. Επίσης, προέβαλαν τον (αρνητικό) ισχυρισμό –ένσυαση περί αχρεωστήτου κατά το άρθρο 904 ΑΚ επικαλούμενοι ότι οι ένδικες επιταγές παραδόθηκαν στον ενάγοντα –εντολοδόχο-πληρεξούσιο δικηγόρο των δανειστριών και εκδόθηκαν εις διαταγήν του προς εγγύηση  για την εξόφλσηη από τις πραγματικές οφειλέτιδες (έχουσες την εκμετάλλευση των πλοίων) κι όχι προς πληρωμή οφειλής. Ο ισχυρισμός τους αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος γιατί η ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής προς αποζημίωση του κομιστή λόγω αδικοπραξίας συνίσταται στη μη είσπραξή της εξαιτίας ελλείψεως διαθέσιμων κεφαλαίων. Περαιτέρω, προέβαλαν τον αρνητικό ισχυρισμό περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση της ζημίας του, κι επικουρικώς την ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος  του ενάγοντος κατά το άρθρο 300 ΑΚ (χωρίς να προσδιορίζουν συγκεκριμένο ποσοστό συνυπαιτιότητας του ενάγοντος ) επικαλούμενοι –κατά τη δέουσα εκτίμηση του ισχυρισμού του-αφενός ότι αυτός παρότι γνώριζε κατά το χρόνο λήψης των επιταγών ότι  δεν θα υπήρχαν τα αναγκαία κεφάλαια τόσο κατά το χρόνο παράδοσής τους όσο και κατά το φερόμενο χρόνο έκδοσής τους εαν οι έχουσες την εκμετάλλευση των πλοίων εταιρείες δεν ενέβαζαν προηγουμένως τα σχετικά ποσά, ζήτησε τη σύνταξη των ένδικων συμβάσεων αναγνώρισης οφειλής κ έλαβε τις επιταγές στην πραγματικότητα ως άσκηση εκβιαστικής πίεσης στην περίπτωση που οι οφειλέτιδες εταιρείες δεν θα ήταν συνεπέις στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, αφετέρου ότι παρά τη μη καταβολή του τιμήματος πώλησης από τις πραγματικές οφειλέτιδες, εξακολουθεί να επιτείνει τη ζημία του με το να μην στρέφεται  σε βάρος των οφειλετριών πλοιοκτητριών ή ναυλωτριών των ενδίκων πλοίων. Ο ισχυρισμός αυτός κατά το πρώτο σκέλος του θα εξετασθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν,ε νώ τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του καθώς η αποδιδόμενη στον ενάγοντα παράλειψη δεν είναι αντικειμενικά πρόσφορη να θεμελιώσει υπαιτιότητα αυτού στο αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής και των εξ αυτής συνεπειών της. Επιπλέον προέβαλαν την ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος κατά το άρθρο 281 ΑΚ εκ μέρους του ενάγοντος επικαλούμενοι ότι αυτός παρότι γνώριζε ως εκ της ιδιότητάς του ως πληρεξούσιος δικηγόρος των δανειστριών-πωλητριών εταιρειών ότι η δεύτερη εξ αυτών ήταν διαχειρίστρια των πλοίων στα οποία οι εν λόγω εταιρείες είχαν πωλήσει τα ένδικα εφόδια  κι ότι καμία συμβατική οφειλή έναντί του δεν υπέχουν οι ίδιοι (εναγόμενοι), παρά τη συμφωνία τους, ενεφάνισε τις ένδικες επιταγές πρόωρα και δεν προέβη σε συντηρητική κατάσχεση των ενδίκων πλοίων προκειμένου να ικανοποιηθεί . Η εν λόγω ένσταση είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη  αφενός διότι από την προεπισκόπηση των από ………. και …………….συμφωνητικών αναφέρεται το δικαίωμα του ενάγοντος να εμφανίσει οποτεδήποτε τις επιταγές σε περίπτωση μη καταβολής έστω μιας δόσεων εκ των συμφωνηθεισών, ως έγινε εν προκειμένω αφετέρου διότι και αληθή υποτιθέμενη η παράλειψη του ενάγοντος να προβεί σε συντηρητική κατάσχεση δεν καθιστά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής καταχρηστική.Τέλος, οι εναγόμενοι αρνήθηκαν ως αβάσιμα τα κονδύλια πε΄ρι ηθικής βλάβης του ενάγοντος και προσωπικής κράτησης του πρώτου εξ αυτών, που όπως προαναφέρθηκε είναι νόμιμα αλλά η ουσιαστική βασιμότητά τους θα κριθεί από το Δικαστήριο ως έχον τη σχετική διακριτική ευχέρεια προς τούτο, κι επικουρικά υπέβαλαν  αίτημα αναβολής κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ της παρούσας μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 13-10-2016 με ΓΑΚ/ΕΑΚ: 7947/4137/2016 τακτικής αγωγής των εκπροσωπούμενων από τον ενάγοντα πληρεξούσιο δικηγόρο εταιρειών σε βάρος τους, επί της οποίας εξεδοθη  η υπ’αριθμ. 4077/2017 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Το εν λόγω αίτημα, τυγχάνει απορριπτέο αφενός ως απαράδεκτο ελλείψει εννόμου συμφέροντος των αιτούντων εναγομένων , που νίκησαν στην εν λόγω δίκη καθώς απερρίφθη η αγωγή των αντιδίκων τους,αφετέρου ως παρελκυστικό της προόδου της παρούσας δίκης δεδομένου ότι δεν επικαλούνται και ούτε προκύπτει η άσκηση εφέσεως κατά της ως άνω οριστικής απόφασης εκ τινός των διαδίκων εκεί μερών.

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ασχέτως αν μνημονεύονται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων και η υπ’αριθμ…. ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ανταπόδειξης … ενώπιον της συμβολαιογράφου …ς Ελένης Ζαφειρίου, που ελήφθη επιμελεία των νυν εναγομένων στο πλαίσιο άλλης δίκης και δη της με ΑΚΔ/ΕΑΚ : 7947/4137/13-10-2016 αγωγής σε βάρος τους και η οποία (ένορκη βεβαίωση) ελήφθη κατόπιν κλητεύσεως των εκεί εναγουσών όπως βεβαιώνεται στην ίδια την βεβαίωση  στο οπίσθιο 1ο φύλλο  της στους στίχους 14-17  («…από 16/1/2017 κλήση, η οποία επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ….υπ’αριθμ. … έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …») και λαμβάνεται υπόψην για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, απορριπτομένου του αντιθέτου ισχυρισμού του ενάγοντος περί ανυπόστατου, ως αβάσιμου (ΑΠ 627/2018 ,ΑΠ 897/2014, ΑΠ 254/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ),σε συνδυασμό με τις ομολογίες των διαδίκων και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ),αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων είναι δικηγόρος και κατά τα ένδικα χρονικά διαστήμα ενήργησε ως πληρεξούσιος δικηγόρος των εταιρειών με τις επωνυμίες «….» και «…». Ο πρώτος εναγόμενος είναι διευθυντής, νόμιμος εκπρόσωπος και μέλος του Δ.Σ. της δεύτερης εναγομένης (βλ.υπ’αριθμ. πρωτ…. βεβαίωση του υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και το από ………. πρακτικό Δ.Σ. της δεύτερης εναγομένης) και η δεύτερη εναγομένη είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, με έδρα … και εγκατεστημένο σητν … γραφείο και δη στη … με αντικείμενο δραστηριότητας μεταξύ άλλων τη διαχείριση , εκμετάλευση  και ναύλωση πλοίων,τον διακανονισμό αβαριών, τη μεσιτεία αγοραπωλησιών πλοίων και τη σύναψη συμβάσεων για την προμήθεια καυσίμων, λιπαντικών, ανταλλακτικών και εφοδίων καταστρώματος μηχανοστασίου και θαλαμηπόλου (βλ.άρθρο ………. καταστατικού της,ΦΕΚ ………….. και την υπ’αριθμ. … από …………. βεβαίωση). Περαιτέρω, η δεύτερη εναγομένη κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα ασκούσε την εκμετάλλευση των υπό σημαία … φορτηγών πλοίων «…» και «…» που ανήκουν κατά κυριότητα στις αλλοδαπές εταιρείες με τις επωνυμίες «….» και «…» αντίστοιχα. Κατόπιν συμβάσεων πωλήσεως εφοδίων, από τις 15-7-2015 έως τις 31-7-2015 η «…»  εφοδίασε το πλοίο  «…» στον λιμένα της … και στις 29-10-2015 η εταιρεία «…»  εφοδίασε το πλοίο  … στο λιμένα  …. Όπως δε συνομολογούν και οι ίδιοι οι εναγόμενοι παρέμειναν ανεξόφλητα τα εκδοθέντα τιμολόγια πώλησης. Για τον λόγο αυτό τον Φεβρουάριο του 2016 η «…» προέβη σε συντηρητική κάτασχεση ενός τρίτου πλοίου -διαχείρισής της δεύτερης εναγομένης ως αυτή ισχυρίζεται-, ήτοι του πλοίου «…» κι ακολούθως οι εναγόμενοι προέβησαν σε διαπραγματέυσεις με τον ενάγοντα ως πληρεξούσιο των ως άνω δύο πωλητριών εταιρειών, προς διακανονισμό της εξόφλησης του σε βάρος τους χρέους από τις ανωτέρω πωλήσεις,  οι οποίες κατέληξαν στην υπογραφή των από ……….  και ………. ιδιωτικών συμφωνητικών εξωδικαστικού συμβιβασμού αναγνώρισης οφειλής και παραλαβής επιταγών.Ειδικότερα, στις ………. υπεγράφη στον …….το με ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό εξωδικαστικού συμβιβασμού αναγνώρισης οφειλής και παραλαβής επιταγών μεταξύ της δεύτερης εναογμένης και της εταιρείας «….» , το οποίο υπέγραψε ο ενάγων ως πληρεξούσιος δικηγόρος της ως άνω εταιρείας κι αφορούσε την απαίτηση αυτής , η οποία (απαίτηση) συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε αυτήν από την δεύτερη εναγομένη σε δύο (2) δόσεις πληρωτέες στις 15-4-2016 και 5-5-2016 ύψους 13.255 δολΗΠΑ εκάστης. Ακολούθως υπεγράφη στη … το απο ………… ιδιωτικό συμφωνητικό εξωδικαστικού συμβιβασμού αναγνώρισης οφειλής και παραλαβής επιταγών μεταξύ της δεύτερης εναογμένης και της εταιρείας «… ¨το οποίο υπέγραψε ο πρώτος εναγόμενος για λογαριασμό της  δεύτερης εναγομένης ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής κι αφορούσε την απαίτηση της ως άνω  πωλήτριας εταιρείας ,η οποία (απαίτηση) συμφωνήθηκε να καταβληθεί στην πωλήτρια από την δεύτερη εναγομένη σε μια (1) δόση ύψους 12.822,33 ευρώ πληρωτέα στις 18-4-2016 με την έκδοση εκ μέρους της δεύτερης εναγομένηςμεταχρονολογημένων επιταγών σε διαταγή του ενάγοντος ως πληρεξουσίου δικηγόρου και εντολοδόχου των ως άνω πωλητριών εταιρειών . Κατ’εκτέλεση των συμφωνηθέντων, η δεύτερη εναγομένη εξέδωσε στη … δια του νομίμου εκπροσώπου αυτής πρώτου εναγομένου εις διαταγήν του ενάγοντος τις εξής τρεις (3)  μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές της τράπεζας  «….» επί του υπ’ αριθμ. … δολαριακού λογαριασμού της δεύτερης εναγομένης που τηρεί στην ως άνω τράπεζα, οι οποίες εξεδόθησαν εις διαταγήν του ενάγοντος, ο οποίος τυγχάνει νόμιμος κομιστής αυτών : α) την υπ’αριθμ. … επιταγή ποσού 13.255  δολλαρίων ΗΠΑ με ημερομηνία έκδοσης την 15η-4-2016, β) την υπ’αριθμ. … επιταγή ποσού 13.255  δολλαρίων ΗΠΑ με ημερομηνία έκδοσης την 5η-5-2016 και γ) την υπ’αριθμ. … επιταγή ποσού 12.822,13  δολλαρίων ΗΠΑ με ημερομηνία έκδοσης την 18η-4-2016. Και στις τρεις ως άνω επιταγές πληρώτρια τράπεζα την «….» . Τις ως άνω επιταγές ο πρώτος εναγόμενος αφού τις υπέγραψε υπό την ως ανω ιδιότητά του , όπως δεν αμφισβητεί και επιβεβαιώνεται και από την προσκομιζομένη από τον ενάγοντα υπ’αριθμ. πρωτ…. από ……….. απαντητική επιστολή της πληρώτριας τράπεζας, τις  παρέδωσε στον ενάγοντα, τις μεν δύο πρώτες στις 15-3-2016 και την τρίτη στις 18-3-2016, ότε υπεγράφησαν μεταξύ των εκπροσωπουμένων από τον ενάγοντα (ως πληρεξούσιο δικηγόρο αυτών) και των εναγομένων τα με ίδιες ημερομηνίες ιδιωτικά συμφωνητικά.Οι επιταγές αυτές όπως ρητώς αναγράφεται σε αμφότερα τα ως άνω ιδιωτικά συμφωνητικά εκδόθηκαν χάρην εξοφλήσεως τιμήματος αγοράς εφοδίων από τις εκπροσωπούμενες από τον ενάγοντα ως άνω εταιρείες.. Μάλιστα όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενο κι επικαλουμένο από τους διαδίκους από ……… ηλεκτρονικό μήνυμα των εναγομένων προς την εταιρεία «….» που τέθηκε υπόψην του ενάγοντος ο πρώτος  εναγόμενος ήταν αυτός που πρότεινε την έκδοση δύο (2)  ισόποσων επιταγών προς εξόφληση του τιμήματος της πώλησης των τροφοεφοδίων στα ως άνω πλοία, βεβαίωσε την αντισυμβαλλομένη του εταρεία περί της φερεγγυότητας της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρείας για την αποπληρωμή όλων των χρεών της έναντι των εκπροσωπούμενων από τον ενάγοντα εταιρειών κι επισήμανε ότι «αν το πλοίο παραμείνει υπό καθεστώς συντηρητικής κατάσχεσης οι τράπεζες και τρίτοι μπορεί να εμπλακούν κάνοντας τη ζωή και των δύο δύσκολη». Αντιθέτως, σε ουδένα εκ των άνω συμφωνητικών αποτυπώθηκε ούτε απεδείχθη ότι υπήρξε συμφωνία των συμβαλλομένων σε αυτά  ότι η τήρηση του διακανονισμού των μερών θα εξαρτιόταν από το αν οι πλοιοκτήτριες ή οι ναυλώτριες των πλοίων θα ενέβαζαν τα απαιτούμενα κεφάλαια  για την τήρηση των δόσεων που συμφωνήθηκαν, απορριπτομένου ως αβασιμου στην ουσία του του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων, όπως και του ισχυρισμού τους ότι οι ένδικες επιταγές θα είχαν αμιγώς χαρακτήρα εγγύησης και παροχής πρόσθετης εξασφάλισης. Αντίθετη κρίση περί της χάρην εξοφλήσεως έκδοσης των ένδικων επιταγών δε μπορεί να προκύψει από το ότι αναφέρεται στο προαναφερθέν ηλεκτρονικό μήνυμα των εναγομένων ότι «Μπορούμε να προσφέρουμε στον δικηγόρο σας δύο ισόποσες αντίστοιχα επιταγές ως επιπρόσθετη εγγύηση της καλής εκτέλεσης της συμφωνίας από πλευράς μας», ως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι δεδομένου ότι η έκδοση και παράδοση των επιταγών έγινε ακριβώς λόγω μη καταβολής του οφειλομένου τιμήματος της πώλησης σε μετρητά, ως είχε συμφωνηθεί και δεδομένου ότι κατά τον χρόνο των ως άνω συμφωνητικών έλειπε ήδη η «καλή εκτέλεση τη συμφωνίας» εκ μέρους των εναγομένων άνευ υπαιτιότητας των πωλητριών. Ακολούθως, ο ενάγων ως νόμιμος κομιστής αυτών, εμφάνισε προς πληρωμή και τις τρεις (3) ανωτέρω επιταγές νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πληρώτρια τράπεζα  στον ………και δη στις 25-4-2016, ήτοι τις υπ’αριθμ. … και … επιταγές μετά την αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσής τους και την υπ’αριθμ. … επιταγή πριν από αυτήν αλλά εντός της προβλεπόμενης  8ημερης προθεσμίας της πραγματικής έκδοσής της.  Σημειωτέον ότι σύμφωνα με όρο του από ……… συμφνωητικού, προβλέφθηκε το δικαίωματου ενάγοντος να εμφανίσει οποτεδήποτε τις ως άνω επιταγές σε περίπτωση μη πραγματοποίησης καταβολής εκ μέρους των εναγομένων , επομένως δικαιούτο να τις εμφανίσει τις δύο πρώτες επιταγές όταν δεν κατεβλήθη η πρώτη δόση στις 15-4-2016, ως είχαν συμφωνήσει τα μέρη .Επίσης στα ως άνω συμφωνητικά δεν αναγράφεται ούτε απεδείχθησαν από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού οι ισχυρισμοί των εναγομένων αφενός ότι υπήρχε συμφωνία ο ενάγων να μην εμφανίσει προ της ημερομηνίας έκδοσης τους τις ένδικες επιταγές διότι δεν θα υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, αφετέρου ότι υπήρξε γνώση του ενάγοντος ότι εκδόθηκαν για λογαριασμό των πλοιοκτητριών ή των ναυλωτριών των ως άνω πλοίων προς εξόφληση ιδίων οφειλών, ισχυρισμός ο οποίος εκτός των άλλων αντικρούεται από το γεγονός ότι και στα δύο προαναφερόμενα ιδιωτικά συμφωνητικά η δεύτερη εναγομένη ως εκπροσωπείται από τον πρώτο εναγόμενο ανέλαβε την καταβολή των δόσεων στο όνομά της και για λογαριασμό δικό της. Τέλος παρότι ο ενάγων κομιστής των επιταγών εμφάνισε νομότυπα και εμπρόθεσμα τις ως άνω επιταγές στις 25-4-2016 αυτές  δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε στην ανωτέρω πληρώτρια τράπεζα, η εκπροσωπούμενη από τον πρώτο εναγόμενο δεύτερη εναγομένη εκδότρια εταιρεία και σφραγίστηκαν αυθημερόν όπως προκύπτει από τις από  σχετικές βεβαιώσεις της πληρώτριας τράπεζας  η οποία εν συνεχεία τις παρέδωσε εν συνεχεία στον ενάγοντα, καθιστώντας αυτόν τελευταίο νόμιμο κομιστή των ως άνω επιταγών. Λόγω της μη εξόφλησης του οφειλομένου τιμήματος των ως άνω συμβάσεων πωλήσεων είτε μετρητοίς είτε με αξιόγραφα (μεταχρονολογημένες επιταγές) οι πωλήτριες εταιρείες, άσκησαν κατά των εναγομένων για την ένδικη απαίτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από13-10-2016   με ΓΑΚ/ΕΑΚ :7947/4137/2016  αγωγή τους και αίτηση ασφαλιστικών μέτρων επί των οποίων εξεδόθησαν οι υπ’αριθμ. 4077/2017 και 898/2016 αντίστοιχα, οριστικές αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου, που απέρριψαν στο σύνολό της την αγωγή και εν μέρει ως προς τον πρώτο εναγόμενο-καθ’ού η αίτηση την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.Επιπλέον δε ο ενάγων υπό την ιδιότητά του ως κομιστής των ακάλυπτων επιταγών υπέβαλε σε βάρος του πρώτου εναγομένου ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς την Α.Β.Μ. … από …έγκλησή του για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, δηλώνοντας και παράσταση πολιτικής αγωγής.

Εκ των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι ο πρώτος εναγόμενος, ως εκπροσώπησε την εκδότρια των ένδικων επιταγών και υπέγραψε αυτές για λογαριασμό της, τελούσε σε γνώση της ανεπάρκειας διαθεσίμων κεφαλαίων για την πληρωμή των ανωτέρω επιταγών τόσο κατά το χρόνο έκδοσης όσο και κατά το χρόνο πληρωμής τους,καθώς όπως ο ίδιος συνομολογεί γνώριζε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο έκδοσής τους, αλλά πίστευε ότι θα υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια να εξοφληθούν κατά τον χρόνο εμφάνισής τους προς πληρωμή. Σημειωτέον ότι εν προκειμένω η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων αφορά το λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης εκδότριας από τον οποία σύρονταν οι ένδικες επιταγές, η αφερεγγυότητα της οποίας δεν αμφισβητείται ούτε από τον νόμιμο εκπρόσωπό της-πρώτο εναγόμενο , ο οποίος υποστηρίζει μόνο τη δική του φερεγγυότητα προκειμένου να αποτραπεί η προσωρινή του κράτηση ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης. Αλυσιτελώς επομένως και σε κάθε περίπτωση όλως αντιφατικώς ο πρώτος εναγόμενος επικαλείται προκειμένου να στοιχειοθετήσει την έλλειψη δόλου του ότι η πεποίθησή του ότι θα υπήρχαν τα σχετικά κεφάλαια προήρχετο από το ότι από 8-2-2016 μέχρι 14-3-2016 οι εταιρείες που εκμεταλλέυονταν τα πλοία είχαν καταβάλει στις δύο πωλήτριες εταιρείες συνολικά 78.196 δολ.ΗΠΑ και 2.000 ευρώ, ήτοι σε διάστημα μόλις μιας και τεσσάρων ημερών αντίστοιχα προ της πραγματικής εκδόσεως των επιταγών αντίστοιχα και την υπογραφή των προαναφερόμενων ιδιωτικών συμφωνητικών κι εν συνεχεία ότι επειδή οι πλοιοκτήτριες και ναυλώτριες δεν κατέβαλαν είτε σε αυτούς (εναγομένους) είτε σε τρίτους το μεν πλοίο … κατασχέθηκε συντηρητικά στη … στις 10-5-2016  και ομοίως κατασχέθηκε και το πλοίο … στο … στις 25-5-2016. Αμφότεροι δε οι εναγόμενοι , οι οποίοι όπως αποδεικνύεται συμβλήθηκαν οι ίδιοι και όχι ως διαχειριστές ή κατά οιονδήποτε τρόπο ως άμεσοι αντιπρόσωποι των εν λόγω εταιρειών ως αβάσιμα επικαλούνται,ήταν δυνατόν να γνωρίζουν και κατά τον πραγματικό χρόνο έκδοσης των επιταγών ήτοι στις 15 και 18-3-2016 ότι δεν θα υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια στον λογαριασμό της δεύτερης εξ αυτών κατά τους αναφερόμενους χρόνους έκδοσης δηλαδή στις 15-4, 15-5 και 18-4-2016. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε στην νομική σκέψη της παρούσας, είναι αδιάφορο το αν οι ένδικες επιταγές αφορούσαν ίδιον χρέος  της δεύτερης εναγομένης που σύρονται επί δικού της λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας, που εκπροσωπείται από αυτήν και σύρονται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας. Επίσης, αδιάφορη για την θεμελίωση του δόλου του πρώτου εναγομένου που υπέγραψε τις ένδικες ακάλυπτες επιταγές, είναι -αληθείς υποτιθέμενοι οι ισχυρισμοί των εναγομένων-  η ύπαρξη  οικονομικής δυσχέρειας της εκπροσωπούμενης από αυτόν εκδότριας να εξεύρει τα αναγκαία για την πληρωμή των επιταγών κεφάλαια, δεν αίρει το δόλο, με την προεκτεθείσα έννοια, αφού το στοιχείο της υπαιτιότητας δεν ερμηνεύεται με βάση την οικονομική δυνατότητα του εκδότη αφού αυτή εμπεριέχεται στον κύκλο της δικής του επιχειρηματικής δραστηριότητας . Έτι περαιτέρω, απεδείχθη ότι η δεύτερη εναγομένη εκδότρια, παρότι συνεβλήθη στα από …………..και …………. ιδιωτικά συμφωνητικά αναγνωρίζοντας ως δική της την οφειλή εκ των συμβάσεων πώλησης και εκδίδοντας τις ένδικες επιταγές χάρην εξόφλησης  του τιμήματος των πωλήσεων ,επομένως ανταποκρινόμενη σε δικαιολογική αιτία έκδοσης αυτών (ήοτι την εξόφληση του συμφωνηθέντος οφειλομένου τιμήματος πώλησης) αν και γνώριζε τουλάχιστον ότι ήταν ενδεχόμενο ο λογαριασμός της να μην έχει διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της πληρωμής των επιταγών δεν έλαβε καμία πρόνοια ώστε να πιστώσει έγκαιρα το λογαριασμό της ώστε να μη διαψεύσει την εμπιστοσύνη που έδειξε ο ενάγων στις επιταγές ως μέσον πληρωμής κι επιπλέον ουδέποτε είχε την πρόθεση να καλύψει το ποσό των ένδικων επιταγών, αλλά υποσχόμενη δια του πρώτου εναγομένου εκπροσώπου της την άμεση κάλυψη αυτών επιχείρησε ( και εν τέλει απέτυχε ), όπως απεδείχθη να αποτρέψει τον ενάγοντα από την εμφάνιση και τη σφράγισή τους από την προαναφερομένη πληρώτρια Τράπεζα, γεγονός, που θα είχε δυσμενείς συνέπειες για την δεύτερη εναγομένη, καθ’ όσον αφορά στις τραπεζικές της συναλλαγές ( μείωση της πιστοληπτικής ικανότητας αυτής κλπ. ). Αλλωστε εκτός του ότι οι εναγόμενοι ούτε επικαλούνται ούτε προσκομίζουν αποδεικτικά ότι όχλησαν τις εν λόγω πλοιοκτήτριες να καταβάλουν  στους ίδιους και ότι η μη καταβολή εκ μέρους αυτών συνδέεται αιτιωδώς με την ανυπαρξία των διαθέσιμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης.η αφερεγγυότητα των πλοιοκητριών και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων του λογαριασμού της δεύτερης εναγομένης ήταν τουλάχιστον προβλέψιμη τόσο κατά τον χρόνο έκδοσης όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης των ένδικων επιταγών , δηλονότι όπωες προαναφέθηκε η υπερημερία της οφειλής  αυτής άρχεται ήδη πολύ προ της εκδόσεως των ακάλυπτων επιταγών. Δεδομένης δε της επίκλησης διαχειριστικής ιδιότητας της δεύτερης εναγομένης εκ μέρους των εναγομένων,είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι  οι εν λόγω οφειλέτιδες –ως αβασίμως τις θεωρούν οι εναγόμενοι-ήταν εκτός ελέγχου τους και ως αναπόδεικτος ο ισχυρισμός τους ότι οι εν λόγω εταιρείες τους υπόσχονταν  ότι θα τακτοποιήσουν συνολικά την οφειλή τους. Ενόψει των ανωτέρω επομένως αποδεικνύεται ότι εκ του γεγονότος της μη πληρωμής των τριών (3)  ως άνω επιταγών, λόγω έλλειψης επαρκούς αντικρύσματος από την πληρώτρια τράπεζα, προκλήθηκε από αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομέων αιτιωδώς στον ενάγοντα κομιστή των επιταγών περιουσιακή ζημία ισόποση με το ποσό των επίδικων τραπεζικών επιταγών.Αντιθέτως δεν απεδείχθη ότι ο ενάγων φέρει οιαδήποτε υπαιτιότητα στην έκδοση των επίδικων επιταγών ή στην πρόκληση της ζημίας του, καθώς ουδόλως προέκυψε ότι κατά το χρόνο λήψης των επιταγών γνώριζε ότι δεν υπήρχαν τα αναγκαία κεφάλαια είτε κατά το χρόνο παράδοσής τους είτε  κατά το φερόμενο χρόνο έκδοσής τους , καθώς στην περίπτωση αυτή δεν θα δεχόταν να υποστεί ο ίδιος ως κομιστής την αιτούμενη ισόποση περιουσιακή ζημία. Πολλώ δε μάλλον δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων αποδέχθηκε το γεγονός αυτό προκειμένου να ασκήθει «εκβιαστική πίεση» εκ μέρους των δανειστριών-πωλητριών στην περίπτωση που οι οφειλέτιδες εταιρείες δεν θα ήταν συνεπείς στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, ήτοι δεν απεδείχθη ότι ο ενάγων ενήργησε με κακή πίστη επιδιώκοντας την πληρωμή του ποσού των  επιταγών, αφού δεν είχε αποδεχθεί τον κίνδυνο των επιζήμιων συνεπειών από την έκδοση τωνακάλυπτων επιταγών. Επίσης, ειρήσθω εκ του περισσού ότι πταίσμα δεν βαρύνει τον ενάγοντα στην πρόκληση ή επίτασση της ζημίας του, με το να μην στραφεί κατά των πλοιοκτητριών, ως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, δεδομένου ότι εν προκειμένω ευθύνη εξ αδικοπραξίας έχει η εκδότρια των ενδίκων ακάλυπτων επιταγών, ήτοι η δεύτερη εναγομένη κι ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτών, ενώ είναι παντελώς αδιάφορο και σε καμία περίπτωση δεν συνδέεται αιτιωδώς με την ύπαρξη υπαιτιότητας του ενάγοντος όσον αφορά το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών  το γεγονός ότι δεν έχει στραφεί (ο ενάγων) κατά των ως άνω εταιρειών παρά τη μη καταβολή του τιμήματος πώλησης ακόμη και με συντηρητική κατάσχεση των επίδικων πλοίων, που σε κάθε περίπτωση έχουν ήδη κατασχεθεί όπως προαναφέρθηκε από τρίτους δανειστές. Μάλιστα την έναντί του υποχρέωση προς αποζημίωση υπό την ιδιότητα του ως λήπτη, δικαιούχο και κομιστή των ένδικων επιταγών συνομολογούν οι ίδιοι οι εναγόμενοι με τις από 23-1-2017 προτάσεις τους  (σελ.20) επί της προαναφερθείσας αγωγής σε βάρος τους.Επειδή λοιπόν δεν αποδεικνύεται η γνώση του ακάλυπτου των επιδίκων επιταγών από τον ενάγοντα και η συμφωνία του για  αυτό, ο ισχυρισμός περί αποκελιστικής υπαιτιότητας και η ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος, για το λόγο αυτό, που υπέβαλαν οι εναγόμενοι, πρέπει ν απορριφθούν ως κατ` ουσίαν αβάσιμοι. Αντιθέτως, επειδή αποδεικνύεται εκ των ανωτέρω ότι η δεύτερη εναγομένη ως εκδότρια των ένδικων ακάλυπτων επιταγών ως εκπροσωπείτο από τον πρώτο εναγόμενο νόμιμο εκπρόσωπό της, εξέδωσε και παρέδωσε στην κατοχή του ενάγοντος τις ως άνω επίδικες επιταγές, εν γνώσει της ότι τόσο κατά τον χρόνο έκδοσης τους όσο και κατά τον χρόνο της πληρωμής τους βάσει της αναγραφόμενης σ` αυτές ημερομηνίες έκδοσης τους δεν υπήρχαν επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια, ενήργησε δηλαδή με δόλο ως προς τη μη ύπαρξη των διαθέσιμων κεφαλαίων κάλυψης τους στην πληρώτρια τράπεζα ,ζημίωσε με τον τρόπο αυτόν τον ενάγοντα κατά το αντίστοιχο ποσό των επιταγών αυτών. Μετά ταύτα, η περιουσιακή ζημία του ενάγοντος από την ως άνω παράνομη και υπαίτια πράξη των εναγομένων ανέρχεται στο συνολικό ποσόν των 39.332,13 ΔολΗΠΑ.

Ενόψει των ανωτέρω, η κρινομένη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν στον ενάγοντα ως αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας το συνολικό ποσό των  39.332,13 ΔολΗΠΑ κατά το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία κατά τον χρόνο σφράγισης των επιταγών , ήτοι ποσό 34.612,27 ευρώ  (ισοτιμία 1 ΔολΗΠΑ = 0,88 ευρώ) μείον του ποσού των 44 ευρώ, επομένως το συνολικό ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (34.568,27 €), ευρώ,ως αποζημίωση. Όσον αφορά την έναρξη της τοκοφορίας επί της ως άνω οφειλής των εναγομένων έναντι του εναγομένου, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο το σχετικό άιτημα που αφορά την έναρξη αυτής από την από 30-5-2016 έγγραφη όχληση που μόνο στο διατακτικό της αγωγής αναφέρει ο ενάγων ότι προέβη προς τους εναγομένους, χωρίς να επικαλείται στο ιστορικό της αγωγής του την εν λόγω όχληση, πολλώ δε μάλλον να προκομίζει με τις προτάσεις την επικαλούμενη (στο διατακτικό) έγγραφη όχληση. Αντιθέτως γινομένου δεκτού του σχετικού επικουρικού αιτήματος περί επιδίκασης τόκων από την «έγερση της υπό κρίσιν αγωγής», πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα το ως άνω ποσό εντόκως νομίμως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως. Όσον αφορά την πρόκληση ηθικής βλάβης στον ενάγοντα, που να συνδέεται με την ως άνω αδικοπραξία των εναγομένων σε βάρος του,το Δικαστήριο κρίνει αναπόδεικτη τη σχετική αγωγική αξίωση καθώς με βάση τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο και απετέλεσαν αντικείμενο απόδειξης,  δεν απεδείχθη ότι ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη η οποία να συνδέεται αιτιωδώς με το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών και δη υπό την έννοια της προσβολής της επαγγελματικής του δραστηριότητας,ως εκθέτει δηλονότι είθισται ως πληρεξούισος δικηγόρος και δη κι ο ίδιος ως ελεύθερος επαγγελματίας να εκπροσωπεί δανειστές και να συναλλάσσεται με αφερέγγυους αντισυμβαλλόμενους που εκδίδουν ακάλυπτες επιταγές ως μέσο πληρωμής οφειλών.Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο στην ουσία του το σχετικό αγωγικό κονδύλιο περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης στον ενάγοντα λόγω ηθικής βλάβης .Αντιθέτως, το αίτημα για την απαγγελία προσωπικής κράτησης κατά του πρώτου εναγομένου, εφόσον αποδείχθηκε ότι ο (πρώτος) εναγόμενος είναι ο δράστης του αδικήματος της έκδοσης των ένδικων ακάλυπτων επιταγών εν γνώσει του ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφαλαία για την πληρωμή αυτών στο λογαριασμό της δεύτερης εναογμένης εταιρίας που εκπροσωπούσε, λαμβανομένων υπόψην του ύψους της απαίτησης του ενάγοντος , της βαρύτητας του πταίσματος του εναγομένου, της ανυπαιτιότητας του ενάγοντος , της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των  φυσικών προσώπων, αδιαφόρως της αφερεγγυότητας της δεύτερης εναγομένης και δεδομένου ότι η ακίνητη περιουσία που εμφανίζει ο εναγόμενος (κι όχι το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων, όπως λογαριασμοί, κινητά κλπ) ότι κατέχει, αφορά στο έτος 2012 και δεν προκύπτει αν υπάρχει σήμερα και αν είναι επιβαρυμένη ώστε να  αποδεικνύεται η φερεγγυότητα του πρώτου εναγομένου περί αποζημιώσεως του ενάγοντος σε συνδυασμό με τις  ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας και τις λοιπές εν γένει συντρέχουσες περιστάσεις, το δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να γίνει δεκτό ως ουσία βάσιμο και να απαγγελθεί εναντίον του πρώτου εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας δύο (2) μηνών,ως πρόσφορο  μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως της παρούσας,χωρίς να   παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας κατά το άρθρο 25 Σ , καθώς από την άποψη του χρόνου διάρκειάς της, τελεί σε εύλογη σχέση με το ύψος της οφειλής και τον επιδιωκόμενο σκοπό, κρίνεται δε αναγκαία για τη συμμόρφωση των εναγομένων με την εκδοθείσα απόφαση , απορριπτομένου ως αβασίμου του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων.Τέλος, λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν θα πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους (άρθρα 179, 180 παρ. 1,189 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους, εις ολόκληρον έκαστον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ισόποσο σε ευρώ των  39.332,13 ΔολΗΠΑ με την ισοτιμία κατά τον χρόνο σφράγισης των επιταγών (=34.612,27 ευρώ)  μειωμένου κατά το ποσό των 44 ευρώ, ήτοι  το συνολικό ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (34.568,27 €), εντόκως νομίμως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως.

 

ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ κατά του πρώτου εναγομένου προσωπική κράτηση διαρκείας δύο ( 2 ) μηνών, ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως της παρούσας.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις                 , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ