Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης

2098/ 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 7837/3442/11-7-2018 Ανακοπή)

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 7879/3463/12-7-2018 Ανακοπή)

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 7785/3422/11-7-2018 Ανακοπή)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 4 Δεκεμβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΄

Α) ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με τη επωνυμία «…», που εδρεύει στον ………. (… αριθμ. …..), με Α.Φ.Μ. : …, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Χρήστου Πλέγκα ( Α.Μ. ΔΣΠ : …).

ΤΩΝ ΚΑΘ’ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) …, κατοίκου … (οδός … αριθμ……..),  2) … του …, κατοίκου … (οδός … αριθμ…..), 3) … του …, κατοίκου … (οδός … αριθμ……),  4) … του …,κατοίκου … (οδός … αριθμ…..), 5) … του …, κατοίκου … (οδός … αριθμ. …) και 6) … του …, κατοίκου … (οδός … αριθμ. …), οι οποίοι παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Τρύφωνα Αλυκάτορα (Α.Μ. ΔΣΠ : …).

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 11-7-2018 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :7837/3442/11-7-2018, προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφθηκε στο πινάκιο.

Β) ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με τη επωνυμία «…», η οποία εδρεύει …, έχει δε εγκατεστημένα γραφεία (δυνάμει των ν. 89/67, 378/68,27/75,814/78 και 1892/90 ως ισχύουν σήμερα) στον ….. (… αριθμ. …….), με Α.Φ.Μ. : … Δ.Ο.Υ.Πλοίων, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της  Νικόλαου Αναγνωστόπουλου ( Α.Μ. ΔΣΠ : …).

ΤΩΝ ΚΑΘ’ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) … του …, 2) … του …, 3) … του …, 4) … του …, 5) … του … και 6) … του …, απάντων κατοίκων …, οι οποίοι παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Τρύφωνα Αλυκάτορα (Α.Μ. ΔΣΠ : …).

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 11-7-2018 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :7879/3463/12-7-2018, προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, να συζητηθεί αρχικώς κατά τη δικάσιμο της 6ης-11-2018 ότε ανεβλήθη για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφθηκε στο πινάκιο.

Γ) ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: … του …, κατοίκου ….. (οδός … αριθμ……), με Α.Φ.Μ.:…, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της  Ελένης Γεωργακοπούλου ( Α.Μ. ΔΣΠ : …).

ΤΩΝ ΚΑΘ’ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) …, 2) … … του …, 3) … του …, 4) … του …, 5) … … του … και 6) …  του …, απάντων κατοίκων …, οι οποίοι παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Τρύφωνα Αλυκάτορα (Α.Μ. ΔΣΠ : …).

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 9-7-2018 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :7785/3422/11-7-2018, προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, να συζητηθεί αρχικώς κατά τη δικάσιμο της 9ης-11-2018 ότε ανεβλήθη για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφθηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως προαναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο του παρόντος δικαστηρίου, συζητήθηκαν κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων τους και συνεκφωνήθηκαν (και με τις υπό α.α. πινακίου 9 και 11 ερήμην ανακόπτοντος ανακοπές) οι εξής υποθέσεις: α) η από 11-7-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :7837/3442/11-7-2018 ανακοπή (α ανακοπή-με α.α. πινακίου 5), β) η από 11-7-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :7879/3463/12-7-2018 ανακοπή (β ανακοπή-με α.α. πινακίου 10) και γ) η από 9-7-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :7785/3422/11-7-2018 ανακοπή (γ ανακοπή-με α.α. πινακίου 12). Οι ανωτέρω ανακοπές, οι οποίες υπάγονται στην ίδια ειδική διαδικασία (διαδικασία των περιουσιακών διαφορών -άρθρο 614 επ.ΚΠολΔ), πρέπει να συνεκδικασθούν γιατί είναι συναφείς (άρθρο 246 ΚΠολΔ) καθόσον αφορούν τον ίδιο προσβαλ…νο πίνακα κατάταξης και κατά ένα μέρος τους ίδιους διάδικους.

 

 Ι. Η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης είναι ειδική μορφή της γενικής ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ, την οποία και αποκλείει, χωρίς όμως το να σημαίνει ότι αποκλείεται η επικουρική εφαρμογή του άρθρου 585 ΚΠολΔ (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, «Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως II – Ειδικό Μέρος» εκδ. 2001, παρ. 63, V2α, αριθ. περιθ. 126, σελ. 635). Αν και στρέφεται κατά πράξης που ρυθμίζει την ικανοποίηση περισσοτέρων δανειστών, η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης έχει ατομικιστικό χαρακτήρα (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π. παρ. 63, V2α, αριθ. περιθ. 127 σελ. 636 και υποσημ. 324). Σκοπός της είναι μόνον η προστασία του ανακόπτοντος- και όχι η αποκατάσταση από το Δικαστήριο της αντικειμενικής ορθότητας του πίνακα κατάταξης. Η πρόθεση αυτή του νομοθέτη, να περιορίσει δηλαδή την κρίση του Δικαστηρίου μόνο στις σχέσεις του ανακόπτοντος και (των κατατάξεων) των δανειστών που τον βλάπτουν, εκδηλώνεται με σαφήνεια στη ρητή διάταξη του άρθρου 979 παρ. 2 εδ. γ` ΚΠολΔ (βλ. Μπρίνια, ό.π. υπό άρθρο 979, παρ. 432β, σελ. 1171 επ.). Σύμφωνα με αυτήν, η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (βλ. Π. Γέσιου -Φαλτσή, ό.π. παρ. 63, ν2β, αριθ. περιθ. 128 σελ. 637 και υποσημ. 326 – 327). Γι` αυτό η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία (δηλαδή με έναν πίνακα κατάταξης), όχι όμως και αδιαίρετη, αφού μπορεί η κατάταξη να τεμαχισθεί και να αποτελέσει, ως προς τα διάφορα κεφάλαια του πίνακα κατάταξης, αντικείμενο διαφορετικών ανακοπών. Η απόφαση που την κάνει δεκτή δεν οδηγεί στη σύνταξη νέου, συμπληρωματικού, πίνακα κατάταξης, ώστε να ικανοποιηθούν από το πλειστηρίασμα που είναι πλέον διαθέσιμο με τη νόμιμη σειρά όσοι δανειστές δεν ικανοποιήθηκαν με τον αρχικό πίνακα, αλλά διατάσσει μόνο την ικανοποίηση του ανακόπτοντος στο μέτρο που έγινε δεκτό το αίτημα του (βλ. Π. Γέσιου -Φαλτσή, ό.π. παρ. 63, V2β, αριθ. περιθ. 128, σελ. 637 και υποσημ. 328- ΕφΠατρ 295/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 972 παρ.1 και 974 έως 979 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα κατάταξης προσβάλλεται όχι η έως τον πλειστηριασμό διαδικασία της εκτέλεσης αλλά η ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού διαδικασία της κατάταξης, η οποία αρχίζει από την αναγγελία συνεχίζεται με την κατάθεση των εγγράφων και τις τυχόν παρατηρήσεις των δανειστών και λήγει με τη σύνταξη του πίνακα( ΕφΠατρ 999/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216παρ.1, 585, 933 και 979παρ.2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους της ανακοπής που αποτελούν την ιστορική της βάση. Οι λόγοι αυτοί μπορεί να αφορούν είτε (α) την ύπαρξη της ίδιας της απαίτησης του ανακόπτοντος δανειστή ή του προνομίου της, στην περίπτωση που αυτή δεν κατατάχθηκε καθόλου ή ως προνομιακή στον προσβαλ…νο πίνακα, οπότε ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει στην ανακοπή του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτησή του ή το προνόμιό της, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου της ανακοπής του και η άμυνα του καθού, δεν επιτρέπεται δε η συμπλήρωση των απαιτούμενων για τη θεμελίωση της απαίτησής του περιστατικών με τις προτάσεις του ή με άλλα έγγραφα και μάλιστα με το περιεχόμενο της αναγγελίας και των εγγράφων που κατατίθενται μέσα στην ίδια με την επίδοση αυτής προθεσμία και αποδεικνύουν την απαίτηση, είτε (β) σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της απαίτησης του καθού, που κατατάχθηκε στον προσβαλ…νο πίνακα, είτε (γ) σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της καταταχθείσας απαίτησης του καθού ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος υποχρεούται να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του και να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του ή του προνομίου της πραγματικά περιστατικά, αρκεί δε στην περίπτωση αυτή μόνη η άρνηση της απαίτησης του καθού από τον ανακόπτοντα για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος της ανακοπής του, αφού ο καθού βαρύνεται πλέον αυτός να αποδείξει την ύπαρξη, το μέγεθος και τον τυχόν προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησής του (ΑΠ 129/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Στο δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να αναφέρονται το είδος, το ποσό αυτής και η συγκεκριμένη έννομη σχέση, από την οποία πηγάζει, καθώς και τα περιστατικά που θεμελιώνουν το τυχόν επικαλούμενο προνόμιό της, ανεξάρτητα από το θεμελιωτικό λόγο του αιτήματος της ανακοπής, εφόσον μόνο έτσι παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα να ερευνήσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της (ΑΠ 1949/2009, ΑΠ 1101/2006, ΑΠ 440/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Έτσι , ακόμη και όταν ο λόγος της ανακοπής δεν αφορά την απαίτηση του ανακόπτοντος ή του προνομίου της, υποχρεούται αυτός να προσδιορίσει με την ανακοπή του την απαίτησή του κατά το είδος, το ποσό και τα θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά, διότι η ύπαρξη απαίτησής του είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του και κατ` επέκταση της ενεργητικής νομιμοποίησής του για την άσκηση της ανακοπής (ΑΠ 1281/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ελλιπής παράθεση των περιστατικών αυτών καθιστά την ανακοπή αόριστη και, εντεύθεν, απορριπτέα ως απαράδεκτη, μη δυνάμενη να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με αναφορά σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 1101/2006, 440/2004, 194/2003 ΕλλΔνη 2003.313, 1700/2002 ΝοΒ 2003.1222, ΕφΠειρ 649/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα παραπάνω στοιχεία, δηλαδή ακριβή περιγραφή της απαίτησης και του επικαλουμένου προνομίου της, πρέπει να περιέχει η ανακοπή όχι μόνον όταν η απαίτηση του ανακόπτοντος δεν κατατάχθηκε καθόλου ή ως προνομιακή στον πίνακα κατάταξης και φέρεται αυτή προς διάγνωση με την ανακοπή, αλλά και όταν με την ανακοπή αμφισβητείται απλώς η απαίτηση του καταταχθέντος καθού η ανακοπή ή ο προνομιακός χαρακτήρας της, οπότε ο καθού έχει το βάρος επίκλησης και απόδειξης της απαιτήσεώς του ή του προνομίου της, άλλως γίνεται δεκτή η ανακοπή (ΑΠ 1515/99, ΑΠ 1316/97, ΕφΑθ 3131/99, αδημ.). Διότι και στην περίπτωση αυτή η περιγραφή της απαίτησης και του προνομίου της δικαιολογούν το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος, που ασκεί και νομιμοποιητική λειτουργία, αφού η διά της παραδοχής της ανακοπής αποβολή από τον πίνακα του καθού προϋποθέτει κατ’ ανάγκη την ύπαρξη κατατακτέας απαιτήσεως του ανακόπτοντος (ΑΠ 1456/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Έννομο συμφέρον, για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαιτήσεως εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατετάγη στον πίνακα, και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στη θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Επίσης, η ως άνω εξειδίκευση της απαίτησης του ανακόπτοντος απαιτείται και όταν αυτός τη στηρίζει αποδεικτικά σε έγγραφα ή σε δεδικασμένο απόφασης, αφού η αποδεικτική δύναμη των εγγράφων αυτών, καθώς και το δεδικασμένο απόφασης που εκδόθηκε μεταξύ του ανακόπτοντος και του καθού η εκτέλεση, δεν δεσμεύουν τρίτους, όπως είναι οι λοιποί δανειστές που αναγγέλθηκαν (ΑΠ 1353/2015 . ΑΠ 270/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλ…νη απαίτηση και την κατάταξη του καθ΄ ου η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους άλλους δανειστές, που δεν μετέχουν στη δίκη. Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή (βλ. ΑΠ 175/2011, ΑΠ 174/2008, ΑΠ 120/2005, ΕφΘεσ 2042/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

         ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 972 παρ.1 ΚΠολΔ, η αναγγελία, που αποτελεί την πρώτη διαδικαστική πράξη της διαδικασίας κατατάξεως το δε αναγγελτήριο το εισαγωγικό δικόγραφο με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της κατατάξεως , πρέπει, εκτός άλλων, να περιέχει και περιγραφή της απαιτήσεως του αναγγελ…νου δανειστή. Ειδικότερα, το αναγγελτήριο, πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνα τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότητα της απαίτησης. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών είναι η ύπαρξη του προνομίου, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, όταν μάλιστα αυτά δεν συμπίπτουν με εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση, όπως και αίτημα για προνομιακή κατάταξης (ΑΠ 545/2006, ΑΠ 472/2005,ΑΠ 195/2003, ΑΠ 1788/2002, ΑΠ 1700/2002 ΝοΒ 2003.1222,ΕφΠειρ 16/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυρο κατά το άρθρο 159 παρ.4 ΚΠολΔ, λόγω αοριστίας της αναφερομένης σε αυτό απαίτησης, όταν η περιγραφή αυτής, καθώς και του τυχόν υφισταμένου προνομίου της είναι τόσον ελλιπής, μη υφισταμένης δηλαδή καθόλου μορφολογικής εξατομίκευσής της ως προς το είδος και το προνόμιο κατάταξής της, ώστε να μην μπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία, κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους, κατά τα άρθρα 974 και 979 Κ.Πολ.Δ., και να υφίστανται έτσι βλάβη., η δε αοριστία αυτής μπορεί να θεραπευθεί μόνο με νέο αναγγελτήριο μέσα στη νόμιμη προθεσμία (ΑΠ 194/2018, 1250/2017, 307/2016, 1580/2013, 949/2011, 472/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όμως όπως συνάγεται από τη ανωτέρω διάταξη, στο δικόγραφο της αναγγελίας δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση της απαίτησης και του προνομίου στο βαθμό που απαιτείται να γίνεται επί αγωγής ή ανακοπής, αφού ο επί του πλειστηριασμού  υπάλληλος  δεν  διατάσσει  αποδείξεις  ως προς  την περιεχόμενη στην αναγγελία απαίτηση, ούτε το αναγγελτήριο αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης για δικαστική προστασία κατά την έννοια του άρθρου 111 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ειδικότερα όσον αφορά τους τόκους από τη διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 ΚΠολΔ κατά την οποία η αναγγελία επιδίδεται και στον οφειλέτη κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, προκύπτει ότι η επίδοση αυτή συνιστά εξώδικη όχληση (ΑΚ 340) και προκαλεί τις συνέπειες της υπερημερίας, μεταξύ των οποίων και τόκους υπερημερίας. Στην περίπτωση κατά την οποία ο πιστωτής αναγγέλλει επιδικασθείσα σ’ αυτόν απαίτηση από κεφάλαιο και νόμιμους τόκους ή νόμιμες προσαυξήσεις, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρει στο αναγγελτήριο και το ποσοστό του τόκου ή της προσαύξησης, αφού αυτό προσδιορίζεται από το νόμο (άρθρα 293 εδ. β΄ και 345 ΑΚ και άρθρο 6 του ΚΕΔΕ), ούτε το χρονικό διάστημα μέχρι του οποίου θα υπολογιστούν οι τόκοι αυτοί ή οι προσαυξήσεις, γιατί ο υπάλληλος του πλειστηριασμού που συντάσσει τον πίνακα κατάταξης οφείλει να υπολογίσει τους τόκους και τις προσαυξήσεις που ζητήθηκαν με την αναγγελία, μέχρι το χρόνο της πιθανής κατά την κρίση του εκτελεστότητας του πίνακα και οπωσδήποτε έως την πάροδο της προθεσμίας προς άσκηση ανακοπής. Στην περίπτωση δε που ασκηθούν ανακοπές και δεν μπορεί να προσδιοριστεί ο χρόνος που θα αποπερατωθεί η σχετική δίκη και θα καταστούν απαιτητοί οι τόκοι και οι προσαυξήσεις που δεν υπολογίστηκαν στον πίνακα, τους τόκους αυτούς και τις προσαυξήσεις θα υπολογίσει και θα αποδώσει το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή του άρθρου 979 παρ. 2 ΚΠολΔ με την απόφασή του κατατάσσοντας τον ανακόπτοντα που νίκησε, εφόσον βέβαια οι τόκοι αυτοί ή οι προσαυξήσεις ζητήθηκαν με την αναγγελία (ΑΠ 731/2000 ΕλλΔικ 41.1611, ΕφΠειρ 547/2014, Εφ Δωδ 335/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

        ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ, σε περίπτωση πλειστηριασμού κατασχεμένου πλοίου, η σειρά των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ, κατά δε το άρθρο 9 του τελευταίου κώδικα, το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας τη σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει και τα επ’ αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Το δίκαιο της σημαίας του πλοίου ρυθμίζει τη γένεση, έκταση, διάρκεια και απόσβεση των ναυτικών προνομίων, ενώ η σειρά κατατάξεως αυτών, σε περίπτωση πλειστηριασμού του πλοίου, θα κριθεί από το δίκαιο του τόπου της αναγκαστικής εκτέλεσης, δηλαδή από τη LEX FORI αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 533/2015, ΕφΠειρ 233/2016 ΕφΠειρ 270/2006 , ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ναι μεν κατά το άρθρ. 205 του ίδιου Κώδικα, τα καθοριζόμενα με αυτό προνόμια, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και προηγούνται, σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο του ίδιου άρθρου, της ναυτικής υποθήκης, προκειμένου, όμως, να προηγηθούν της ίδιας υποθήκης, κατά την κατάταξη σε εκλειστηρίασμα που αφορά πλοίο με σημαία αλλοδαπής πολιτείας, πρέπει, κατά ρητή επιταγή της προαναφερομένης διάταξης του άρθρου 9, να έχουν τον ίδιο προνομιακό – εμπράγματο χαρακτήρα και κατά το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο (κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης). Συνεπώς, αν εκπλειστηριασθεί στην … αλλοδαπό πλοίο, δεν προηγείται της ναυτικής υποθήκης και των λοιπών δανειστών, ενυπόθηκων ή όχι, οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο της σημαίας του πλοίου, παρά μόνον εκείνα που όμοια τους, κατά τη φύση και το χαρακτήρα, προβλέπει το άρθρο 205 του Κ.Ι.Ν.Δ., στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρ. 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ, ανεξάρτητα από τη σειρά κατάταξής κατά το δίκαιο της χώρας αυτής (ΑΠ 1556/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 295/2002 ΕΝΔ 30/117, ΕφΠειρ 411/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 131/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2012/209, ΕφΠειρ 16/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2010/252, ΕφΠειρ 519/2009 ΕΝΑΥΤΔ). Αν όμως η LEX FORI δεν αναγνωρίζει ως προνομιακή την απαίτηση που ασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο κατά το αλλοδαπό δίκαιο της σημαίας, τότε η εν λόγω απαίτηση δεν κατατάσσεται προνομιακά (ΕφΠειρ 270/2006 ΠειρΝομ 2006/242, ΕφΠειρ 3/2004, ο.π., ΕφΠειρ 93/1999 ΕπισκΕμπΔ 1999/560). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 205 Κ.Ι.Ν.Δ. κατατάσσονται κατά πρώτο λόγο οι κατά το ανωτέρω άρθρο προνομιούχες απαιτήσεις, ακολουθούν οι ενυπόθηκες επί του πλοίου και μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών, επί του τυχόν υπόλοιπου του πλειστηριάσματος, γίνεται η κατάταξη των κατά τα άρθρα 975 και 976 ΚΠολΔ προνομιούχων απαιτήσεων , κατά την έκταση κατά την οποία οι τελευταίες δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 Κ.Ι.Ν.Δ. (ΑΠ 1536/1998 ΕλλΔνη 40.1326, 466/1996 ΕλλΔνη 39.347, ΕφΠειρι 497/2003 ΕΝΑΥΤΔ 31.447). Τα γενικά και ειδικά προνόμια των διατάξεων του ΚΠολΔ δεν στερούνται σημασίας στην κατάταξη επί πλειστηριασμού πλοίου, αλλ’ ακολουθούν μετά την κατάταξη των ναυτικών προνομίων και της ναυτικής υποθήκης επί του υπολοίπου κατά την έκταση που οι απαιτήσεις αυτές δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 του Κ.Ι.Ν.Δ.. Εξάλλου, οι νόμοι που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατατάξεως δεν αφορούν κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενασκήσεώς τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο. Έτσι και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια κρίνονται όχι σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο της γενέσεως του δικαιώματος ή της ενάρξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά τον χρόνο της κατατάξεως, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους ως εκ της συνδρομής περισσότερων δανειστών κι εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ισχύον κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα (ΑΠ 1404/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 50 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ που ορίζει, ότι οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του και ότι η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από την επίδοση της επιταγής, γιατί η διάταξη αυτή δεν εισάγει γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά ρυθμίζει ειδικώς την εφαρμογή του ΚΠολΔ σε θέματα αναγκαστικής εκτελέσεως εν σχέσει προς το προγενέστερο αυτού δικονομικό δίκαιο (βλ. ΟλΑΠ 21/1994 ΕλλΔνη 1995 574, ΑΠ 1404/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 681/2004 ΕΕμπΔ 2004 606, ΕφΠειρ 577/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

  1. IV. Τα προνόμια κατατάξεως αποτελούν ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα της εκτελέσεως (ατομικής ή συλλογικής) καθ` όσον εκ της ρυθμίσεως αυτού εξαρτάται η πίστη. Είναι προφανές, ότι όσον περισσότερα προνόμια θεσπίζονται, τόσον κλονίζεται η πίστη, διότι ουδείς έχει πλέον πιθανότητα δανείζων να είσπραξη δι’ εκτελέσεως την απαίτηση του. Τα ναυτικά προνόμια είναι δικαιώματα, τα οποία ο νόμος συνάπτει ευθέως προς ωρισμένες απαιτήσεις, προκύπτουσες εκ της οικονομικής χρησιμοποιήσεως πλοίου και δυνάμει των οποίων αυτές ικανοποιούνται εκ της αξίας του πλοίου και του ναύλου προ των εμπραγμάτως ησφαλισμένων και των απολαυουσών προνομίου κατατάξεως κατά τις γενικές διατάξεις απαιτήσεων. Ο νομοθέτης περιώρισε όσο ήτο δυνατόν τα ναυτικά προνόμια και κατέστησε την ναυτική υποθήκη, κύριο υποστηρικτή της πίστεως του Ελληνος πλοιοκτήτου, ασφαλεστέρα. σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 205 του Κ.Ι.Ν.Δ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 214 του Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α 86/11.4.2012) και ισχύει κατά το χρόνο σύνταξης του ένδικου πίνακα), ορίζονται τα εξής: «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) Οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα, ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, γ) τα έξοδα και αι αμοιβαί λόγω επιθαλασσίου αρωγής διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, δ) αι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφει…νοι αποζημιώσεις εις τα πλοία, τους επιβάτας και τα φορτία. Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης». Ενόψει των ανωτέρω, όπως προαναφέρθηκε οι από το άρθρο 205 Κ.Ι.Ν.Δ. προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες προηγούνται ως ειδικές και έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο ή τον ναύλο, εκτοπίζοντας κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες : κατατάσσονται στην πρώτη τάξη, μεταξύ άλλων, τα από του κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως. Ως τελευταίος λιμένας θεωρείται ο λιμένας στον οποίο κατέπλευσε το πλοίο και κατασχέθηκε για να εκποιηθεί αναγκαστικά, δηλαδή ο λιμένας κατασχέσεως του πλοίου, λόγω της απαγορεύσεως έκτοτε της ναυσιπλοΐας έως την εκποίησή του στον πλειστηριασμό, χωρίς η τυχόν μεταγενέστερη αλλαγή του λιμένα να θίγει τον προνομιακό χαρακτήρα των δαπανών αυτών στον λιμένα της κατασχέσεως. Στη περίπτωση κατά την οποία το πλοίο που κατασχέθηκε βρισκόταν επί μεγάλο χρονικό διάστημα παροπλισμένο στο ίδιο λιμάνι στο οποίο και πλειστηριάστηκε, το λιμάνι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο «τελευταίος λιμένας μετά τον κατάπλου», έτσι ώστε κάθε δαπάνη φύλαξης και συντήρησης που έγινε κατά το διάστημα αυτό να καλύπτεται από το πιο πάνω προνόμιο, καθώς διότι, δεν πρόκειται για λιμάνι στο οποίο το πλοίο ακινητοποιήθηκε και παρακωλύθηκε να αποπλεύσει συνεπεία της κατάσχεσης, αλλά η ακινητοποίησή του αυτή ήταν άσχετη με την κατάσχεση, αφού το πλοίο είχε καταπλεύσει με τον αποκλειστικό σκοπό να ακινητοποιηθεί και να παροπλισθεί επί μακρό χρόνο (ΑΠ 533/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Σημειώνεται  επίσης ότι και οι γενόμενες πριν την κατάσχεση δαπάνες, εφόσον ανήκουν στην ανωτέρω κατηγορία, και διενεργήθηκαν στον τελευταίο λιμένα, υπό την ανωτέρω έννοια, καλύπτονται από τον προνομιακό χαρακτήρα του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ.. Ως έξοδα συντηρήσεως του πλοίου, κατά την ανωτέρω διάταξη του Κ.Ι.Ν.Δ., νοούνται όσα δαπανήθηκαν από την είσοδο του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, όπου επακολούθησε η αναγκαστική του κατάσχεση, τα οποία είναι αναγκαία για την αποκατάσταση των φθορών που προκλήθηκαν από την πάροδο του χρόνου και από τη λειτουργία του, ώστε να διατηρηθεί σε ικανότητα προς εκπλήρωση του προορισμού του ως οικονομικής μονάδας, κατάλληλου για αυτοδύναμη κίνηση και ναυτιλιακή εκμετάλλευση και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του (ΑΠ 295/2002  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 649/2014 ό.π.). Δεν καλύπτονται όμως προνομιακά όλες οι εργασίες επισκευής που έγιναν στο πλοίο αλλά μόνο οι εργασίες άμεσης ανάγκης.Έξοδα φύλαξης, όπως και έξοδα συντήρησης, είναι όσα δαπανώνται για να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση το πλοίο για την εκπλήρωση του προορισμού του, ως οικονομικής μονάδας, αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του. Προνομιούχος δε, θεωρείται κάθε δαπάνη που έγινε για τον ανωτέρω σκοπό, από του κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, δηλαδή σ’ εκείνο τον οποίο κατέπλευσε το πλοίο και από τον οποίο παρεμποδίστηκε να αποπλεύσει, λόγω της κατάσχεσης του, χωρίς να είναι απαραίτητο οι δαπάνες αυτές να έχουν γίνει μετά την κατάσχεση (ΑΠ 295/2002, ΑΠ 52/1995, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, έξοδα φύλαξης, αναγνωριζόμενα ως προνομιούχα στην πρώτη τάξη, νοούνται τα έξοδα “επιστασίας και αναγκαίας μερίμνης”, προς το σκοπό διασφάλισης του πλοίου με τα συστατικά και παραρτήματά του στην υλική κατάσταση που κατασχέθηκε. Στα έξοδα φύλαξης περιλαμβάνονται όχι μόνο οι δαπάνες αλλά και η αμοιβή των αναγκαίων προς τούτο υπηρεσιών και φροντίδων, που καταβάλλεται για τη φύλαξη του πλοίου σε φύλακα οριζόμενο από τον πλοιοκτήτη. Δεν απολαμβάνουν, όμως, του εν λόγω προνομίου, όλα τα έξοδα φύλαξης, αλλά μόνο εκείνα που έγιναν σε πλοίο ακινητοποιημένο ενόψει του πλειστηριασμού. Αποκλείεται, δηλαδή, κάθε δαπάνη που δεν συμβιβάζεται με τη δικαιολογητική αιτία της καθιέρωσης του προνομίου, η οποία αναφέρεται σε πλοίο που τελεί σε σταθερή παραμονή προς το σκοπό της εκποίησης. Εξάλλου το προνόμιο αυτό έχει ως έρεισμα λόγους επιείκειας. Η φύλαξη του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι δεν προστατεύει μόνο τα συμφέροντα του πλοιοκτήτη, αλλά ωφελεί αμέσως και το σύνολο των δανειστών, διότι, χωρίς το προνόμιο αυτό, ο οφειλέτης διαΚ.Ι.Ν.Δ.υνεύει να μη βρεί φύλακες πρόθυμους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και έτσι το πλοίο να παραμένει χωρίς προστασία ενόψει του πλειστηριασμού, προς βλάβη των δανειστών.  Ακολούθως ο Κ.Ι.Ν.Δ. στο άρθρο 205 περιλαμβάνει στην πρώτη τάξη ναυτικών προνομίων ββ) τα βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα. Ως δικαιολογία του προνομίου προβάλλεται, ότι το Κράτος παρέχει δι’ ειδικών οργάνων ή δημοσίων οργανισμών ποικίλες υπηρεσίες στο εμπορικό πλοίο, οι οποίες συμβάλλουν μεγάλως στην απρόσκοπτον θαλασσοπλοΐα και την διατήρησή του ως οικονομικής μονάδος και συνεπώς δεν εξυπηρετούν μόνον το συμφέρον του πλοιοκτήτου, αλλά και των αποβλεπόντων στο πλοίο δανειστών. Εν τούτοις, ή δικαιολόγηση του προνομίου πρέπει μάλλον να αναζητηθή στην ίδιάζουσα δυσκαμψία του Κράτους και εν γένει των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κατά την διοίκηση των υποθέσεών των ως και στην ευρυτέραν αντίληψη της προστασίας του δημοσίου ή γενικού συμφέροντος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 205 του Κ.Ι.Ν.Δ., στη δεύτερη τάξη που εξασφαλίζονται με προνόμιο εντάσσονται κατά πρώτο λόγο οι αξιώσεις από τη σύμβαση εργασίας του πλοιάρχου και του πληρώματος. Στην έννοια του πληρώματος, που είναι ταυτόσημη με εκείνη της επικεφαλίδας του τετάρτου τίτλου του Κ.Ι.Ν.Δ. (άρθρο 53 επ.) περιλαμβάνονται όλα τα πρόσωπα που παρέχουν την εργασία τους με σύμβαση ναυτολόγησης στο πλοίο και έχουν οργανικώς ενταχθεί στην εκπλήρωση του σκοπού της ναυτικής αποστολής, αδιάφορα από το εάν έχουν εγγραφεί στο ναυτολόγιο τούτου, από το εάν έχουν ασφαλισθεί στο Ν.Α.Τ. και από το εάν η εργασία που παρέχουν είναι καθαρώς ναυτικής φύσης ή γενικής ή άλλης ειδικής φύσης. Έτσι, την ιδιότητα αυτή δεν αποβάλλει ο ναυτικός και όταν το πλοίο παραμένει στο λιμάνι, αν εξακολουθεί να είναι μέλος του συγκροτημένου πληρώματός του με επαρκή σύνθεση και έτσι συμβάλλει στην ετοιμότητα του πλοίου για την πραγματοποίηση, μόλις καταστεί εφικτό, του πλου. Αντιθέτως, δεν θεωρείται ναυτικός με την ως άνω έννοια το πρόσωπο που προσλαμβάνεται με ειδική και αποκλειστική αποστολή τη φύλαξη και συντήρηση του πλοίου, για όσο χρόνο αυτό θα βρίσκεται ακινητοποιημένο και παροπλισμένο στο λιμάνι, χωρίς να έχει υποχρέωση συμμετοχής σε πλόες, η δε σύμβαση με το πρόσωπο αυτό θεωρείται ως σύμβαση χερσαίας εργασίας, στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου, γιατί δεν πρόκειται για σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΑΠ 55/2004 ΧρΙΔ 2004 440, ΕφΠειρ 545/2012 ΕΝαυτΔ 2012 388, ΕφΠειρ 177/2012 ΠειρΝομ 2012 354, ΕφΠειρ 124/2003 ΕΝαυτΔ 2003 130, ΕφΠειρ 345/2002 ΠειρΝομ 2002 199, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τομ. 1ος αρθρ. 53 παρ. 4.2.1 σελ. 299 και τομ. 3ος αρθρ. 205 παρ. 4.1 σελ. 114). Ειδικότερα,από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 37 επ. και 53 επ. του Κ.Ι.Ν.Δ., προκύπτει ότι για τη ιδιότητα του ναυτικού, η οποία είναι αναγκαία για την ύπαρξη σύμβασης ναυτολογήσεως και τη ρύθμιση των από αυτή απορρεουσών σχέσεων από το ναυτεργατικό δίκαιο, απαιτούνται α) ο μισθωτός να ανήκει στο συγκροτημένο πλήρωμα συγκεκριμένου πλοίου και β) να προσφέρει  τις υπηρεσίες του στους πλόες του πλοίου ανεξάρτητα από το είδος των προσφερομένων υπηρεσιών δηλαδή εάν αυτές αποτελούν καθαρά ναυτική εργασία ή άλλη εργασία που μπορεί να προσφερθεί και στην ξηρά, όπως λ.χ. η συντήρηση και επισκευή των μηχανών του πλοίου. Η πραγματική εκτέλεση πλου και η αντιμετώπιση θαλασσίου Κ.Ι.Ν.Δ.ύνου δεν αποτελούν ουσιώδη στοιχεία για το χαρακτηρισμό της σύμβασης εργασίας ως ναυτικής αλλά αρκεί το πλοίο να βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα προς πλουν όταν χρειασθεί η αποφασισθεί από τον πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή. Στην περίπτωση αυτή ο προσλαμβανόμενος, να εργασθεί σε εν λόγω πλοίο, ως μέλος του συγκροτημένου πληρώματός του, έστω και αν δεν παρέχει αμιγή ναυτική εργασία, θεωρείται ναυτικός, η σύμβαση του έχει αντικείμενο την παροχή ναυτικής εργασίας και τα από αυτήν απορρέοντα δικαιώματα και υποχρεώσεις διέπονται από το ναυτεργατικό δίκαιο. Πρόκειται για ναυτική εργασία όταν το πλοίο παραμένει προσωρινά αργό στο λιμάνι και έχει συγκροτημένο πλήρωμα, ενώ πρόκειται για χερσαία εργασία όταν η πρόσληψη του μισθωτού γίνεται για όσο χρόνο το πλοίο είναι προσδεμένο ή παροπλισμένο. Αντίθετα, αν ο μισθωτός προσλήφθηκε  για να εργασθεί σε πλοίο προσδεδεμένο στο λιμάνι χωρίς να έχει υποχρέωση να συνοδεύσει αυτό σε τυχόν πλόες, η σύμβαση δεν είναι ναυτική και διέπεται από το κοινό εργατικό δίκαιο (ΑΠ 365/2005, ΕφΠειρ 545/2012  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ετσι, η σύμβαση δεν αποβάλλει το χαρακτήρα της ως ναυτικής, ούτε μεταλλάσσεται σε σύμβαση χερσαίας εργασίας, αν το πλοίο, για οποιοδήποτε λόγο, παραμένει αργό στο λιμάνι ή συντηρείται ή επισκευάζεται, έχει όμως συγκροτημένο πλήρωμα και βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα προς πλου. Στην περίπτωση αυτή, ο προσλαμβανόμενος για να εργασθεί στο πλοίο, ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, έστω και αν δεν παρέχει αμιγή ναυτική εργασία, θεωρείται ναυτικός και η σύμβαση του έχει ως αντικείμενο την παροχή ναυτικής εργασίας και όχι χερσαίας. Οταν, όμως, η πρόσληψη του μισθωτού γίνεται ειδικώς και αποκλειστικώς για όσο χρόνο το πλοίο είναι προσδεμένο στο λιμάνι, για επισκευή ή συντήρηση ή είναι παροπλισμένο, και αυτός δεν έχει υποχρέωση συμμετοχής σε πλόες του πλοίου, τότε πρόκειται για παροχή χερσαίας εργασίας (ΑΠ 1285/2006 ΔΕΕ 2007.978, ΑΠ 1252/2002 ΕλΔ 2002.1662, ΕφΠειρ 289/2011 ΕΝΔ 2012.26, ΕφΠειρ 548/2010 ΕΝΔ 2011.28, ΕφΠειρ 344/2010 ΕΝΔ 2011.113, ΕφΠειρ 446/2009 ΕΝΔ 2009.281), οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου και όχι του ναυτεργατικού δικαίου, άρα ούτε οι διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ. (άρθρα 53-58) ούτε οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (ΑΠ 365/2005 ο.π., ΑΠ 55/2004 ΕλΔ 2004.1042, ΑΠ 179/2000 ΕλΔ 2000.732, ΑΠ 904/1987 ΕΝΔ 1987.445, ΕφΠειρ 30/2008 ο.π.). Ο νομικός χαρακτηρισμός εξάλλου της σχέσεως ως ναυτικής ή ως εξαρτημένης (χερσαίας) εργασίας, στην οποία θεμελιώνεται το αγωγικό αίτημα γίνεται από το δικαστήριο από την εκτίμηση των περιστάσεων, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλ…να μέρη στη συμβατική τους σχέση, αυτεπαγγέλτως, με την ορθή νομική υπαγωγή των επικαλούμενων περιστατικών, έστω και αν είναι διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής του (ΑΠ 1261/1993 ΕλΔ 1995.131, ΑΠ 1026/1990 ΕΕΔ 50.320, ΑΠ 991/1983 ΕλΔ 1984.346, ΕφΠειρ 973/2005 ο.π., ΕφΠειρ 345/2002 ο.π.). Οι απαιτήσεις στις εργατικές απαιτήσεις περιλαμβάνονται και οι αποζημιώσεις λόγω καταγγελίας της εργασιακής σχέσης, ως προνομιούχες θεωρούνται και οι απαιτήσεις που προέρχονται από τόκους των ανωτέρω κυρίων απαιτήσεων(ΟλΑΠ 22/2000, ΑΠ 1441/2017, ΑΠ 100/2017 ,ΑΠ 1507/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και απαιτήσεις για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και αποζημίωση για στέρηση διατροφής και υπηρεσιών του, οι οποίες έχουν σαν βάση τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας κατατάσσονται προνομιακά στην τρίτη τάξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ(ΟλΑΠ 3/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προνομιακή επίσης κατάταξη των απαιτήσεων των εργαζομένων περιλαμβάνονται και οι παρεπόμενες απαιτήσεις τους από τόκους, οι οποίες αν μεν είναι παρεπόμενες της αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της εργασιακής σχέσης τους, δεν έχουν χρονικό περιορισμό, αν όμως είναι παρεπόμενες άλλων αξιώσεων από την εργασιακή σχέση, κατατάσσονται προνομιακά (ΑΠ 99/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
  2. V. Με το άρθρο 31 του ν. 2932/2001 παραχωρήθηκε από το ελληνικό δημόσιο στην ήδη συσταθείσα ανώνυμη εταιρεία (ν.2688/99) με την επωνυμία “…”, το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης των γηπέδων, κτιρίων και άλλων εγκαταστάσεων που βρίσκονται εντός της … του ………. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4404/2016 με τον οποίο κυρώθηκε η σύμβασης παραχώρησης του …, η περιέλευση του ελέγχου της …. σε ιδιώτες επενδυτές καθιστά απαραίτητες κάποιες αναπροσαρμογές του κανονιστικού πλαισίου λειτουργίας της, καθώς καθίσταται μη συμβατή με τον, ιδιωτικό πλέον, χαρακτήρα της …. η διατήρηση ορισμένων αρμοδιοτήτων που εμπεριέχουν ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, ιδίως κανονιστικής υφής. Επίσης, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 16 σκέψη της αιτιολογικής έκθεσης μετά την παραχώρηση η …. θα απωλέσει το χαρακτήρα της ως νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου «διφυούς» χαρακτήρα και θα μεταταγεί σε καθεστώς νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με αμιγή χαρακτήρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης, γεγονός που προϋποθέτει την κατάργηση και αφαίρεση από την … αρμοδιοτήτων και εξουσιών, τις οποίες εξακολουθεί να ασκεί μέχρι σήμερα και οι οποίες ενέχουν στοιχεία ενάσκησης δημόσιας εξουσίας ή προσιδιάζουν περισσότερο στο δημόσιο πυλώνα της λειτουργίας της πολιτείας. Για το λόγο αυτό ο α.ν. 1559/1950 με τον οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί η … (τότε υπό τη μορφή ΝΠΔΔ) να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων ζητημάτων αρμοδιότητας του καταργείται. Οι κανονισμοί που εκδίδει είναι εσωτερικοί και δεν έχουν πλέον την ισχύ ουσιαστικού νόμου, δεδομένου ότι η άσκηση διοικητικής αρμοδιότητας από ιδιωτική κερδοσκοπική ανώνυμη εταιρεία δεν μπορεί να γίνει συνταγματικά ανεκτή. Εξάλλου, σύμφωνα με το Παράρτημα 1.7 μέρος 2 της σύμβασης παραχώρησης, ορίζεται ότι διατηρούνται από τους Κανονισμούς Λειτουργίας του … (Άρθρο 1.7(γ)» «Μόνον όσοι εκ των Κανονισμών Λιμένος που βρίσκονται σε ισχύ (ή, κατά περίπτωση, τα μέρη αυτών), και ορίζουν τα επίπεδα, τον τρόπο υπολογισμού και/ή όρους πληρωμής τιμολογίων που επιβάλλονται από την …., στο μέτρο που δεν είναι αντίθετοι με τις διατάξεις της Σύμβασης Παραχώρησης και/ή τις διατάξεις του Κυρωτικού Νόμου». Επομένως πέραν των υφιστάμενων κανονισμών που περιλαμβάνονται στο Μέρος Ι του ως άνω Παραρτήματος και αφορούν την υφιστάμενη τιμολογιακή πολιτική του … μέχρι την στιγμή της παραχώρησης του σε ιδιώτη, κανένας άλλος κανονισμός που εκδόθηκε κατά το παρελθόν από τον … και αφορά την άσκηση διοικητικής εξουσίας δεν ισχύει, δεδομένου ότι είναι αντίθετος με τις διατάξεις της Σύμβασης Παραχώρησης και του Κυρωτικού Νόμου. Συνεπώς, ο Κανονισμός Οικονομικής Διαχείρισης του … που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 45057/11/72 Υ.Π.Ν.Μ.Ε. και Οικονομικών (ΦΕΚ 57/18-1-1973) στον οποίο με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 6 του ΚΟΔ/… ορίζεται ότι «προκειμένου περί δικαιωμάτων παραβολής, προσορμίσεως, επισκευής και αργίας, ως και μεταφοράς αποσκευών και τουριστικών αυτοκινήτων, εάν το εκπλειστηριαζόμενο πράγμα είναι πλοίο, ο … κατατάσσεται προνομιακώς κατά την εν άρθρω 205 εδ. α` του Κ.Ι.Ν.Δ. οριζομένην τάξιν, ως βαρύνοντα και παρακολουθούντα το πλοίον», καθίσταται σαφώς πλέον ότι έχει καταργηθεί και επομένως εφόσον η έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης εντοπίζεται χρονικά μεταγενέστερα της ισχύος στης Σύμβασης Παραχώρησης τα δικαιώματα και τα τέλη που εισπράττονται από την …. δεν εξυπηρετούν πλέον την δημόσια ωφέλεια, παρά μόνον τους επιχειρηματικούς σκοπούς της τελευταίας και για τον λόγο αυτό δεν εμπίπτουν στα προνόμια του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ.. Εξάλλου το τέλος είναι χρηματική παροχή την οποία επιβάλλει το Κράτος, ή δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, έτερο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, σε όσους χρησιμοποιούν ορισμένη υπηρεσία δημοσίας φύσεως προς κάλυψη της δαπάνης, την οποία συνεπάγεται η οργάνωση και παροχή της υπηρεσίας αυτής. Συνεπώς, κύριο χαρακτηριστικό του τέλους είναι ότι αποτελεί αντάλλαγμα προσφερόμενης ειδικής δημοσίας υπηρεσίας. Του τέλους διακρίνεται επίσης το δικαίωμα, το οποίον αποτελεί το αντίτιμο ειδικής παροχής ή υπηρεσίας του Κράτους ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η οποία όμως δεν είναι δημοσίας κατά κυριολεξία φύσεως. Ενίοτε ό όρος δικαίωμα χρησιμοποιείται στην πράξη, για να υποδηλώσει το αντίτιμο ορισμένης ειδικής υπηρεσίας προς το πλοίο, η οποία όμως δεν παρέχεται κατά κανόνα από το Κράτος. Είναι προφανές, ότι τα «δικαιώματα» αυτά, που απορρέου από έννομες σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, δεν καλύπτονται από το προνόμιο. Το προνόμιο δεν καλύπτει όλα τα τέλη και δικαιώματα του Δημοσίου ή άλλων οργανισμών και εν γένει νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αλλά μόνον εκείνα τα οποία βαρύνουν το πλοίο, δηλαδή εκείνα τα οποία οφείλονται, δυνάμει διατάξεως νόμου ή κατ’ εξουσιοδότηση τοιαύτης, από τον πλοιοκτήτη, ως θαλάσσιο επιχειρηματία, για υπηρεσίες παρασχεθείσες ευθέως στο πλειστηριασθέν πλοίο κατά την προσόρμιση, παραμονή, φόρτωση ή εκφόρτωση στον λιμένα και εν γένει την χρησιμοποίησή του ως μέσου μεταφοράς. Από το προνόμιο καλύπτονται επίσης τα υπέρ των οργανισμών, στους οποίους είναι ανατεθειμένες η διοίκηση και η λειτουργία των λιμένων (…, Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης, Λιμενικά Ταμεία) επιβαλ…να δικαιώματα προσορμίσεως, παραβολής ή πρυμνοδετήσεως του πλοίου, επισκευαζομένων ή μετασκευαζομένων πλοίων, αργούντων ή παρωπλισμένων, ελλιμενισμού πλοίων αναψυχής ή βοηθητικών του λιμένος, μετακινήσεως του πλοίου εντός του λιμένος, δεξαμενισμού και υδρεύσεως πλοίων, τηλεφωνικής συνδέσεως κλπ. (βλ. Αντάπαση Α., Απαιτήσεις Απολαύουσαι Ναυτικών Προνομίων (έκδοσις 1976 ) σ. 118 και επ.).

 VΙ. Τέλος, κατά το άρθρο 289 περ.3 του Κ.Ι.Ν.Δ., σε ετήσια παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις εκ της χορηγήσεως υλικών ή τροφίμων , εκ της εκτελέσεως εργασιών για τη ναυπήγηση, επισκευή, εξοπλισμό ή εφοδιασμό του πλοίου. Επίσης, κατά το άρθρο 291 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η παραγραφή των ως άνω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, δηλαδή από την πρώτη Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 251 και 253 του ΑΚ, η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Στις περιπτώσεις όμως των αξιώσεων του άρθρου 250 η παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η ως άνω από το άρθρο 251 οριζόμενη αφετηρία αυτής. Ακόμη, κατά τα άρθρα 261 και 270 παρ. 1 του ΑΚ (όπως το άρθρο 261 του ΑΚ ίσχυε κατά το ακολούθως αναφερόμενο χρονικό διάστημα, δηλαδή πριν από την αντικατάστασή του από το άρθρο 101 παρ. 1 του ν. 4139/2013, ΦΕΚ Α 74/20-3-2013), η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής, αρχίζει δε και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος που πέρασε ως τη διακοπή, από το τέλος της οποίας αρχίζει νέα παραγραφή. Τέλος, στο άρθρο 270 παρ. 2 του ΑΚ ορίζεται ότι για τις αξιώσεις ειδικότερα του άρθρου 250 η νέα παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο περατώθηκε η διακοπή. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ. και του ΑΚ, από τις οποίες αυτές του ΑΚ έχουν συμπληρωματική εφαρμογή και στην παραγραφή αξιώσεων του Κ.Ι.Ν.Δ., εφόσον ο τελευταίος δεν ορίζει διαφορετικά, συνάγεται ότι για τις αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 289 του Κ.Ι.Ν.Δ. και συμπίπτουν ως προς το περιεχόμενό τους με εκείνες του άρθρου 250 του ΑΚ, επί διακοπής της ετήσιας παραγραφής αυτών με την έγερση της αγωγής, η νέα παραγραφή αρχίζει, όχι αμέσως από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, αλλά από τη λήξη του έτους κατά το οποίο έλαβε χώρα η διαδικαστική αυτή πράξη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 του ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και στην προκείμενη περίπτωση συμπληρωματικώς, λόγω του ως προς το θέμα αυτό κενού του Κ.Ι.Ν.Δ., στον οποίο δεν προβλέπεται αντίστοιχη διάταξη, που να αναφέρεται στην έναρξη της νέας παραγραφής, μετά τη διακοπή της προαναφερθείσας παραγραφής (βλ. ΕφΠειρ 545/2012 ΕλλΔνη 2013 1651, ΕφΠειρ 9/2012 ΕΝαυτΔ 2012 99, ΕφΠειρ 655/2010 ΕΝαυτΔ 2010 392). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 260 του ΑΚ η παραγραφή διακόπτεται (με αποτέλεσμα να μην υπολογίζεται ο χρόνος που πέρασε μέχρι τότε και ν’ αρχίζει νέα παραγραφή μετά το τέλος της διακοπής κατ’ άρθρον 270 παρ. 1 του ΑΚ) με την εκ μέρους του οφειλέτη αναγνώριση της αξιώσεως με οποιοδήποτε τρόπο. Ως αναγνώριση νοείται κάθε συμπεριφορά του οφειλέτη απέναντι στον δανειστή, από την οποία προκύπτει σαφώς ότι αυτός, γνωρίζοντας την κατ’ αυτού αξίωση του δικαιούχου, θεωρεί ότι αυτή υφίσταται κατά τον χρόνο της αντίστοιχης συμπεριφοράς του, σε τρόπο ώστε να μην είναι αναγκαία η έγερση της σχετικής αγωγής, χωρίς να είναι απαραίτητο η τοιαύτη συμπεριφορά ή ενέργεια του οφειλέτη να έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα ή να γίνεται με τον σκοπό ανάληψης υποχρέωσης ή να γίνει αποδεκτή από το δανειστή. Όμως, δεν  συνεπάγεται διακοπή της παραγραφής η γενόμενη από τον δικαιούχο όχληση, δεδομένου ότι δεν προέρχεται από τον υπόχρεο, ούτε η σιωπή του οφειλέτη ενόψει της οχλήσεως του δανειστή ή η μη απόκρουση της οχλήσεως. Σημειωτέον ότι για να επιφέρει η προαναφερθείσα αναγνώριση το ως άνω αποτέλεσμα πρέπει να γίνει πριν από την συμπλήρωση της παραγραφής, διότι δεν νοείται διακοπή συμπληρωθείσης ήδη παραγραφής. Επίσης, ο ισχυρισμός περί διακοπής της παραγραφής με αναγνώριση της αξιώσεως, που αποτελεί αντένσταση (κατά της ενστάσεως περί παραγραφής) μη λαμβανομένης υπόψη αυτεπαγγέλτως, για να είναι ορισμένος κατ’ άρθρον 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ πρέπει να περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για το επιδιωκόμενο ως άνω έννομο αποτέλεσμα και ειδικότερα πρέπει να προσδιορίζεται ο ακριβής χρόνος της αναγνωρίσεως της αξιώσεως εκ μέρους του υποχρέου, ώστε να δύναται να διακριβωθεί κατά πόσον αυτή έγινε πριν από την συμπλήρωση της παραγραφής, οπότε και μόνον συνεπάγεται το αποτέλεσμα αυτό (διακοπή της παραγραφής) ή μετά απ’ αυτήν, οπότε έχει άλλες συνέπειες (βλ. ΑΠ 819/1984 ΝοΒ 1985 612, ΕφΑθ 56/2012 Αρμ 2013 300, ΕφΘεσ 1732/2003 Αρμ 2004 1396, ΕφΔωδ 10/2000 ΕΠΙΣΚΕμπΔ 2001 1000).

Με την υπό κρίση Α ανακοπή, η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρεία με τη επωνυμία «…»,  εκθέτει ότι με επίσπευση των καθ’ων η ανακοπή  στις 28-3-2018 ,σύμφωνα με την υπ’αριθμ. … κατασχετήρια έκθεση πλοίου για διενέργεια πλειστηριασμού της δικαστικής επιμελήτριας Πειραιά … και δυνάμει του υπ’αριθμ …….  αποσπάσματος εκπλειστηριάσθηκε με ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά Μηνά Σ.Σεφεριάδη  έναντι πλειστηριάσματος 255.001 δολλαρίων ΗΠΑ  (ισόποσο με την ισχύουσα τότε ισοτιμία 218.294,74 ευρώ) το υπό σημαίας … φορτηγό πλοίο γενικού φορτίου με το όνομα «…», πρώην «…», νηολογίου … με αριθμό …,πλοιοκτησίας της οφειλέτιδος εταιρείας με την επωνυμία  «…» που τυπικά εδρεύει … και πραγματικά στην …, όπως τα επιμέρους στοιχεία του πλοίου περιγράφονται ειδικότερα στη υπ’αριθμ. … έκθεση πλειστηριασμού του ως άνω συμβολαιογράφου. Ότι το εν λόγω πλοίο κατακυρώθηκε στη ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «…» με έδρα … έναντι πλειστηρίασματος 255.001 δολαρίων ΗΠΑ  (ισόποσο με την ισχύουσα τότε ισοτιμία 218.294,74 ευρώ), τα έξοδα εκτέλεσης ανήλθαν συνολικά στο ποσό των 14.885,09 δολ.ΗΠΑ άλλως σε 12.742,45 ευρώ και από το εναπομέιναν πλειστηρίασμα  ύψους 240.115,91 δολαρίων ΗΠΑ  (ισόποσο με την ισχύουσα τότε ισοτιμία 205.552,29  ευρώ)  προς διανομή με τον προσβαλ…νο … πίνακα κατάταξης δανειστών που συνέταξε ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συμβολαιογράφος Πειραιά Μηνάς Σ.Σεφεριάδης συνέταξε τον προσβαλ…νο υπ’αριθμ. … πίνακα κατάταξης δανειστών (όπως ο αριθμός του πίνακα διορθώθηκε με τις προτάσεις της ανακόπτουσας από το εσφαλμένο «…..» στο ορθό «……») κατατάσσοντας τους καθ’ών η ανακοπή μετά την από … αναγγελία τους  ως εξής  : 1) τον πρώτο, τον  … του …,για ποσό 62.604,10 δολ.ΗΠΑ, 2) τον δεύτερο, τον … του …, για ποσό 47.752,06 δολ.ΗΠΑ, 3)τον τρίτο, τον … του …, για ποσό 55.748,80 δολ.ΗΠΑ,  4) τον τέταρτο, τον … του …, για ποσό 25.528,40 δολ.ΗΠΑ, 5) τον πέμπτο, τον … του …, για ποσό 22.996,28 δολ.ΗΠΑ και 6) τον έκτο, τον … του …, για ποσό 25.486,27 δολ.ΗΠΑ.Ότι η ίδια (ανακόπτουσα) ανήγγειλε με την υπ’αριθμ. πρωτ….  από …….. αναγγελία της ενώπιον του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου συμβολαιογράφου Πειραιά Μηνά Σεφεριάδη την απαίτηση της κατά της καθ’ης ο πλειστηριασμός οφειλέτιδος –πλοιοκτήτριας συνολικού ποσού συμπεριλαμβανομένων των τόκων 32.001,56 ευρώ, ήτοι κεφάλαιο 8.628,04 ευρώ, τόκοι 2.418 ευρώ, χαρτόσημο 64,72 ευρώ, προερχόμενη από τέλη πρυμνοδέτησης του πλοίου από 1-6-2015 έως και 31-1-2018 ως αναλυτικώς εκτίθενται τα επιμέρους ποσά ανά αιτία και χρονικό διάστημα και εκδοθέντα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και επισυνάπτονται όπως και η αναγγελία στην υπό κρίση (α) ανακοπή. Περαιτέρω, ότι παρότι αναγγέλθηκε νομίμως στον ανωτέρω πλειστηριασμό του εν λόγω πλοίου, αιτούμενη να καταταγεί η ανωτέρω απαίτησή της, συμπεριλαμβανομένων τόκων και εξόδων, στον πίνακα που θα συνταχθεί, με τον προσβαλ…νο πίνακα κατάταξης και ότι η απαίτησή της καλύπτεται με ναυτικό προνόμιο πρώτης τάξης κατά το άρθρο 205 παρ.1 Κ.Ι.Ν.Δ. καθώς αφορά «βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα..» και δη τέλη πρυμνοδέτησης  για τα οποία εξεδόθησαν τιμολόγια που όφειλε η οφειλέτιδα να εξοφλήσει εντός 10 ημερών από τον επόμενο μήνα από αυτόν που παρασχεθήκαν οι τιμολογημένες υπηρεσίες μέχρι και την από 9-4-2018 σύνταξη της αναγγελίας της  και τα οποία περιλάμβαναν τόκους υπερημερίας (ότι) ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, δεν την  κατέταξε προνομιακά σύμφωνα με το άρθρο 205 Κ.Ι.Ν.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 19 παρ. 6 περ. β΄ του Κανονισμού του …, τουναντίον ότι μη νομίμως κι αγνοώντας το άρθρο 1012 παρ΄.4 ΚΠολΔ εσφαλμένα κατέταξε τους καθ’ών  προνομιακά παρότι  αυτοί έπρεπε να καταταγούν  προνομιακώς, συμμέτρως και τυχαίως στη δεύτερη τάξη ναυτικών προνομίων άρθρου 205 περ.β Κ.Ι.Ν.Δ. κι υπό την αίρεση τελεσίδικης αναγνώρισης των αξιώσεων εκάστου εξ αυτών και δεν προηγούνταν από το δικό της προνόμιο της πρώτης τάξης του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ. και ότι καμία αναφορά δε γίνεται στις ως άνω πράξεις του συμβολαιογράφου για ποιους λόγους οι απαιτήσεις των καθ’ων προηγούνται αυτής και κατατάσσονται προνομιακώς σύμφωνα με το άρθρο 205 Κ.Ι.Ν.Δ.  πριν από αυτή, με βάση το ιστορικό αυτό , η ανακόπτουσα ζητεί : 1) να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλ…νος υπ’αριθμ. … πίνακας κατάταξης δανειστών του συμβολαιογράφου Πειραιά Μηνά Σ.Σεφεριάδη (όπως παραδεκτώς με τις προτάσεις διορθώθηκε ο αριθμός του πίνακα από το εσφαλμένο «…….» στο ορθό «…..») με σκοπό να τεθούν εκτός πίνακα οι καθ’ών δανειστές και στη θέση τους να καταταγεί η ίδια οριστικά και σύμφωνα με την κατά το άρθρο 205 παρ. 1 Κ.Ι.Ν.Δ. πρώτη προνομιακή τάξη για το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησης της εκ ποσού 32.001,56 ευρώ και 2) να καταδικασθούν οι καθ’ών στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.Σημειωτέον δε ότι επίσης πραδεκτώς με τις προτάσεις της η ανακόπτουσα διατυπωνει και επικουρικό αίτημα , όπως καταταγεί. «οριστικά άλλως και επικουρικά τυχαία».Με το ως άνω περιεχόμενο η κρινόμενη ανακοπή για το παραδεκτό της παράστασης της οποίας κατά τη συζήτηση, παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην, λειτουργικά, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, και κατά τόπον αρμόδιο, ενόψει του ότι ο εκτελεστός τίτλος δυνάμει του οποίου επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της οφειλέτιδας πλοιοκτήτριας του πλειστηριασθέντος πλοίου εταιρείας είναι η κατωτέρω αναφερόμενη υπ’ αριθμ. 1872/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και ο τόπος της εκτέλεσης είναι στην περιφέρεια του Πειραιά, συνεπώς θεμελιούται η αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών (άρθρα 933, 979, 1006παρ.3 και 992παρ.1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 ν. 2172/1993), προκειμένου να εκδικασθεί κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ (άρθρο 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015, καθώς η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, βάσει της οποίας άρχισε η σχετική εκτελεστική διαδικασία, έγινε μετά την 1η-1- 2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 3 του Ν. 4335/2015), δεδομένου ότι οι δικονομικοί κανόνες της ειδικής αυτής διαδικασίας ουδόλως παραβλάπτονται στην προκειμένη περίπτωση. Περαιτέρω, η ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 1006παρ.3 και 979παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της πρόσκλησης προς την ανακόπτουσα για να λάβει γνώση του πίνακα κατάταξης εκ μέρους του υπαλλήλου του πλειστηριασμού διενεργήθηκε την … (βλ. την από ………… σχετική σημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς …- που διενήργησε την επίδοση επί της επιδοθείσας στην ανακόπτουσα υπ’ αριθμ. … πρόσκλησης) και το δικόγραφο της ανακοπής νομίμως επεδόθη στους καθ’ων δια του αντικλήτου τους και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού στις ………. (βλ. τις υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …), ήτοι εντός της οριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 979παρ.2 ΚΠολΔ προθεσμίας των δώδεκα εργάσιμων ημερών, στην οποία δεν υπολογίζονται οι Κυριακές και λοιπές αργίες και τα Σάββατα, αφού δεν είναι εργάσιμες ημέρες (άρθρο 144παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 του ν. 3994/2011, βλ. και ΑΠ 1760/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον επίσης ότι η υπό κρίση ανακοπή είναι παραδεκτή, απορριπτομένης ως αβάσιμης της ένστασης απαραδέκτου ανακοπής και ελλείψεως εννόμου συμφέροντος που προέβαλλαν οι καθ’ων η ανακοπή, καθώς βάλλει κατά της ορθότητας της κατάταξης του πίνακα κατάταξης και του αποκλεισμού της δικής της απαίτησης από αυτόν ως εκ τούτου εκ προφανούς παραδρομής αναγράφεται στα εισαγωγικά αλλά και στο διατακτικό της ότι προσβάλλεται εν προκειμένω η υπ’αριθμ. … πρόσκληση δανειστών, κι όχι ο υπ’αριθμ. … πίνακας κατάταξης, παραδρομή που παραδεκτώς διορθώθηκε με τις προτάσεις της ανακόπτουσας. Συνεπώς, η ένδικη ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί στη συνέχεια ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα του μοναδικού λόγου της.

Με την υπό κρίση Β ανακοπή, η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρεία με τη επωνυμία «…» εκθέτει ότι, με την από … υπ’αριθμ.πρωτ. … αναγγελία της –την οποία επισυνάπτει στην υπό κρίσην ανακοπή-καταθέτοντας και τα αποδεικτικά της απαίτησής της έγγραφα συνταχθείσης της υπ’αριθμ, … πράξεως, αναγγέλθηκε για ποσό 40.685,96 ευρώ, που αφορά απαίτησή της κατά της καθ’ής η εκτέλεση εταιρείας «…» για έξοδα συντηρήσεως του πλοίου ως έξοδα «επιστασίας και αναγκαίας μερίμνης». Ειδικότερα, ότι η απαίτησή της, για την οποία έχει ασκήσει και την από 5-1-2018 με Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ. 146/7/2018 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά- την οποία επίσης επισυνάπτει στην υπό κρίσην ανακοπή- αφορά το ποσό των 28.685,96 ευρώ που κατέβαλε ως διαχειρίστρια  του πλοίου  από 26-4-2016 έως και 31-8-2016 σε τρίτους για εργασίες επισκευής και ποσό 12.000 ευρώ ως διαχειριστική αμοιβή για τους μήνες Μάϊο εως και Αύγουστο του 2016 . Ότι η απαίτησή της είναι προνομιακή σύμφωνα με το δίκαιο του …  ως δίκαιο της σημαίας του πλοίου (lex navis) και κατά τον Κ.Ι.Ν.Δ. ως δίκαιο του τόπου εκτέλεσης του πλοίου  (lex fori) και δη κατά το άρθρο 205 Κ.Ι.Ν.Δ. ως απαίτηση προερχόμενη από έξοδα συντηρήσεως, γενικής επιστασίας και μερίμνης. Πλην όμως ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένως δεν την κατέταξε στον προσβαλ…νο πίνακα κατάταξης για τους εξής τέσσερις (4) λόγους: 1) με την αναγγελία τους οι καθ’ών αόριστα και μη νόμιμα προσθέτουν πέραν της απαιτήσεώς τους ποσά που κατά τους ισχυρισμούς τους αφορούν τόκους υπερημερίας,2) η απαίτηση των καθ’ών δεν εξοπλίζεται με το προνόμιο της περίπτωσης β  του άρθρου 205 K.Ι.Ν.Δ. γιατί δεν πρόκειται για παροχή ναυτικής εργασίας αλλά για παροχή χερσαίας εργασίας όπως συνομολογούν στην αναγγελία τους και επομένως δεν εφαρμόζεται το άρθρο 205 Κ.Ι.Ν.Δ. άλλα οι σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ, 3) η απαίτησή της εξοπλίζεται με  ναυτικό προνόμιο  κατά την περίπτωση β του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ.  ως αναγκαίες δαπάνες συντήρησης και 4) δεν τυγχάνουν προνομιούχες οι καταταγείσες απαιτήσεις των καθ’ών που δεν προέρχονται από ναυτική εργασία αλλά και από άλλες αιτίες όπως 1) δαπάνες παλιννόστησης , 2) δαπάνες διατροφής , 3) αποζημίωση για ηθική βλάβη  ύψους πέντε χιλιάδων ευρώ και 4) τόκους υπερωρίας επί των κεφαλαίων  και υπερημερίας μέχρι 14-2-2023 δηλαδή κατά την ημερομηνία που  πιθανολογείται ότι θα τελεσιδικήσει ο προβαλ…νος πίνακας  κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ανακοπή ως προς έκαστο τον καθών. Με βάση το ιστορικό αυτό η ανακόπτουσα ζητεί να ακυρωθεί άλλως να μεταρρυθμιστεί -τροποποιηθεί ή εν μέρει ο προβαλ…νος υπ’ αριθμόν … πίνακας κατάταξης δανειστών του συμβολαιογράφου Πειραιώς Μήνα Σεφεριάδη του Σαράντη προκειμένου :1) να καταταγεί η ίδια οριστικά, προνομιακά ως προνομιούχος δανείστρια για το ποσό των 40 685, 96 ευρώ με την ισοτιμία ευρώ-δολαρίου κατά την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα διανομής προ της κατάταξης των καθ’ών οι οποίοι κατετάγησαν κατά τα προαναφερόμενα ποσά έκαστος, 2) να αποβληθούν οι καθ’ών από τον πίνακα κατάταξης για το ποσό των 40.685,96 ευρώ με την ισοτιμία ευρώ-δολαρίου κατά την ημερομηνία  σύνταξης του πίνακα διανομής οι καθ’ών όσον αφορά την κατάταξή τους ως έχοντες ναυτικό προνόμιο του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ. περίπτωση β για την οποία κατετάγησαν κατά τα προαναφερόμενα ποσά έκαστος και 3) να καταδικαστούν οι καθ’ών στη δικαστική της δαπάνη και στην αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου της. Με το ως άνω περιεχόμενο η κρινόμενη ανακοπή για το παραδεκτό της παράστασης της οποίας κατά τη συζήτηση, προσκομίζονται τα υπ’αριθμ…. γραμμάτια προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013) παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην, λειτουργικά, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, και κατά τόπον αρμόδιο, ενόψει του ότι ο εκτελεστός τίτλος δυνάμει του οποίου επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της οφειλέτιδας πλοιοκτήτριας του πλειστηριασθέντος πλοίου εταιρείας είναι η κατωτέρω αναφερόμενη υπ’ αριθμ. 1872/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και ο τόπος της εκτέλεσης είναι στην περιφέρεια του Πειραιά, συνεπώς θεμελιούται η αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών (άρθρα 933, 979, 1006παρ.3 και 992παρ.1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 ν. 2172/1993), προκειμένου να εκδικασθεί κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ (άρθρο 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015, καθώς η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, βάσει της οποίας άρχισε η σχετική εκτελεστική διαδικασία, έγινε μετά την 1η-1- 2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 3 του Ν. 4335/2015), δεδομένου ότι οι δικονομικοί κανόνες της ειδικής αυτής διαδικασίας ουδόλως παραβλάπτονται στην προκειμένη περίπτωση. Περαιτέρω, η ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 1006παρ.3 και 979 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της πρόσκλησης προς την ανακόπτουσα για να λάβει γνώση του πίνακα κατάταξης εκ μέρους του υπαλλήλου του πλειστηριασμού διενεργήθηκε την … (βλ. την από … σχετική σημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς … που διενήργησε την επίδοση επί της επιδοθείσας στην ανακόπτουσα υπ’ αριθμ. … πρόσκλησης) και το δικόγραφο της ανακοπής νομίμως επεδόθη στους καθ’ων δια του αντικλήτου τους και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού στις ……. (βλ. τις υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …), ήτοι εντός της οριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 979παρ.2 ΚΠολΔ προθεσμίας των δώδεκα εργάσιμων ημερών, στην οποία δεν υπολογίζονται οι Κυριακές και λοιπές αργίες και τα Σάββατα, αφού δεν είναι εργάσιμες ημέρες (άρθρο 144παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 του ν. 3994/2011, βλ. και ΑΠ 1760/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η ένδικη ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί στη συνέχεια ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα του μοναδικού λόγου της.

Τέλος με την υπό κρίση Γ ανακοπή, η ανακόπτουσα εκθέτει ότι διατηρεί απαίτηση κατά της οφειλέτιδος-καθής η εκτέλεση εταιρείας με την επωνυμία  «…» ποσού 66.001,50 ευρώ που αφορά αμοιβή της, δαπάνες και έξοδα υπό την τριπλή ιδιότητά της ως πράκτορα του πλοίου, νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας και παρόχου μεσιτικών υπηρεσιών, την οποία ανήγγειλε με την από … αναγγελία της με αίτημα να καταταγεί στον συνταχθησόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών ως εξής : α) προνομιακά για το ποσό των 14.500 ευρώ που αφορά τις χρεώσεις της …. για την πρυμνοδέτηση πλωτών ναυπηγημάτων σε ιδιωτικά ναυπηγεία σύμφωνα με το άρθρο 205 παρ 1α Κ.Ι.Ν.Δ. για το χρονικό διάστημα από 11-5-2016 έως 28-2-2017, β) μη προνομιακά για το ποσό των 51.501,50 ευρώ που αφορά την αμοιβή της και έξοδα στα οποία υπεβλήθη για τις υπηρεσίες που παρείχε ως ναυτική πράκτορας του πλοίου. Ότι προσβάλλει τον συνταχθέντα πίνακα κατάταξης επικαλούμενη τρείς (3) λόγους ανακοπής,που  συνίστανται στο ότι : 1) ότε οι απαιτήσεις της κατέστησαν ληξιπρόθεσμες σε βάρος της, ο … ήταν ν.π.δ.δ. επομένως η απαίτησή της ήτο εξοπλισμένη με ναυτικό προνόμιο , 2) οι απαιτήσεις των καθ’ών που αφορούν τόκους υπερημερίας, δεν μπορούν να υπαχθούν στις περιπτώσεις του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ. και 3) ο υπάλληλος του πλειστηριασμού αναφέροντας ότι δεν βρήκε σχετικές διατάξεις  που να καθορίζουν την ύπαρξη και τη γένεση ναυτικών προνομίων κατά το δίκαιο του …, συνέταξε τον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών αποκλειστικά με βάση το άρθρο 205 Κ.Ι.Ν.Δ. , χωρίς να αναφέρει τις πηγές του  και δη αν απευθύνθηκε στο Ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνούς κι Αλλοδαπού Δικαίου κι επομένως δεν προκύπτει αν κατά το δίκαιο του … οι απαιτήσεις από ναυτική εργασία εξοπλίζονται με προνόμιο . Με βάση το ιστορικό αυτό η ανακόπτουσα ζητεί να αναγνωρισθεί η αναγγελθείσα απαίτησή της ποσού 66.001, 50 ευρώ  και το προνόμιο του άρθρου 205 περ.α Κ.Ι.Ν.Δ. ως προς το σκέλος των 14.500 ευρώ, να διαταχθεί η ακύρωση του προσβαλ…νου πίνακα, να μην καταταγούν οι απαιτήσεις των καθ’ων και να καταταγεί η δική της απαίτηση και δη προνομιακά για το ποσό των 14.500 ευρώ και να καταδικασθούν οι καθ’ων στη δικαστική της δαπάνη. Με το ως άνω περιεχόμενο η κρινόμενη ανακοπή για το παραδεκτό της παράστασης της οποίας κατά τη συζήτηση, προσκομίζονται τα υπ’αριθμ. … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013) παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην, λειτουργικά, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, και κατά τόπον αρμόδιο, ενόψει του ότι ο εκτελεστός τίτλος δυνάμει του οποίου επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της οφειλέτιδας πλοιοκτήτριας του πλειστηριασθέντος πλοίου εταιρείας είναι η κατωτέρω αναφερόμενη υπ’ αριθμ. 1872/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και ο τόπος της εκτέλεσης είναι στην περιφέρεια του Πειραιά, συνεπώς θεμελιούται η αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών (άρθρα 933, 979, 1006παρ.3 και 992παρ.1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 ν. 2172/1993), προκειμένου να εκδικασθεί κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ (άρθρο 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015, καθώς η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, βάσει της οποίας άρχισε η σχετική εκτελεστική διαδικασία, έγινε μετά την 1η-1- 2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 3 του Ν. 4335/2015), δεδομένου ότι οι δικονομικοί κανόνες της ειδικής αυτής διαδικασίας ουδόλως παραβλάπτονται στην προκειμένη περίπτωση. Περαιτέρω, η ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 1006παρ.3 και 979 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της πρόσκλησης προς την ανακόπτουσα για να λάβει γνώση του πίνακα κατάταξης εκ μέρους του υπαλλήλου του πλειστηριασμού διενεργήθηκε την … (βλ. την από … σχετική σημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς … που διενήργησε την επίδοση επί της επιδοθείσας στην ανακόπτουσα υπ’ αριθμ. … πρόσκλησης) και το δικόγραφο της ανακοπής νομίμως επεδόθη στους καθ’ων δια του αντικλήτου τους και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού στις ……… (βλ. τις υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …), ήτοι εντός της οριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 979παρ.2 ΚΠολΔ προθεσμίας των δώδεκα εργάσιμων ημερών, στην οποία δεν υπολογίζονται οι Κυριακές και λοιπές αργίες και τα Σάββατα, αφού δεν είναι εργάσιμες ημέρες (άρθρο 144παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 του ν. 3994/2011, βλ. και ΑΠ 1760/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειρήσθω δε εκ του περισσού ότι το αίτημα αναγνώρισης της συνολικής αναγγελθείσας απαίτησής της ποσού 66.001, 50 ευρώ, είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο ως αίτημα της υπό κρίση ανακοπής του άρθρου 979 ΚΠολΔ, ενώ η αναγνώριση  του προνομίου του άρθρου 205 περ.α Κ.Ι.Ν.Δ. ως προς το σκέλος των 14.500 ευρώ, κατ’ορθή εκτίμηση του δικογράφου, είναι ερευνητέο ως παρεμπίπτον ζήτημα στο κύριο αίτημα της υπό κρίση ανακοπής να διαταχθεί η ακύρωση του προσβαλ…νου πίνακα, να μην καταταγούν οι απαιτήσεις των καθ’ων και να καταταγεί η δική της απαίτηση και δη προνομιακά για το ποσό των 14.500 ευρώ. Συνεπώς, με τις ως άνω διευκρινήσεις, η ένδικη ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί στη συνέχεια ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Από τις ένορκες καταθέσεις του μάρτυρα απόδειξης  της υπό κρίση α ανακοπής … και του μάρτυρα των καθ’ών σε άπασες τις ένδικες ανακοπές …, που αμφότεροι εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου και οι καταθέσεις τους  έχουν καταχωρηθεί στα απομαγνητοφωνημένα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζουν και νόμιμα επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση των καθ’ων η ανακοπή δυνάμει και σε εκτέλεση της υπ’αριθμ. 1872/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), σύμφωνα με την υπ’αριθμ. … έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου για διενέργεια πλειστηριασμού της δικαστικής επιμελήτριας Πειραιά … και δυνάμει του υπ’αριθμ … αποσπάσματος της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, εκπλειστηριάσθηκε στις ….. με ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά Μηνά Σ.Σεφεριάδη έναντι πλειστηριάσματος 255.001 δολαρίων ΗΠΑ  (ισόποσο με την ισχύουσα τότε ισοτιμία 218.294,74 ευρώ) το υπό σημαίας … φορτηγό πλοίο γενικού ξηρού  φορτίου με το όνομα «…», πρώην «…», νηολογίου … με αριθμό …,με …, ΔΔΣ … , DWT …,πλοιοκτησίας της οφειλέτιδος εταιρείας με την επωνυμία  «…» που τυπικά εδρεύει … και πραγματικά στην …, όπως τα επιμέρους στοιχεία του πλοίου περιγράφονται ειδικότερα στην υπ’αριθμ. … έκθεση πλειστηριασμού του ως άνω συμβολαιογράφου και δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους. Εν συνεχεία το εν λόγω πλοίο κατακυρώθηκε στη ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «…» που εδρεύει … έναντι πλειστηριάσματος 255.001 δολαρίων ΗΠΑ  (ισόποσου με την ισχύουσα τότε ισοτιμία 218.294,74 ευρώ) .Τα έξοδα εκτέλεσης ανήλθαν συνολικά στο ποσό των 14.885,09 δολ.ΗΠΑ άλλως των 12.742,45 ευρώ και στο εναπομείναν πλειστηρίασμα προς διανομή ύψους 240.115,91 δολαρίων ΗΠΑ  (ισόποσο με την ισχύουσα τότε ισοτιμία 205.552,29  ευρώ)  με τον προσβαλ…νο … πίνακα κατάταξης δανειστών που συνέταξε ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συμβολαιογράφος Πειραιά Μηνάς Σ.Σεφεριάδης κατέταξε μόνο τις απαιτήσεις των καθ’ών η ανακοπή που είχαν αναγγείλει με την από … αναγγελία τους  ως εξής  : 1) τον πρώτο, τον  … του …,για ποσό 62.604,10 δολ.ΗΠΑ, 2) τον δεύτερο, τον … του …, για ποσό 47.752,06 δολ.ΗΠΑ, 3)τον τρίτο, τον … του …, για ποσό 55.748,80 δολ.ΗΠΑ,  4) τον τέταρτο, τον … του …, για ποσό 25.528,40 δολ.ΗΠΑ, 5) τον πέμπτο, τον … του …, για ποσό 22.996,28 δολ.ΗΠΑ και 6) τον έκτο, τον … του …, για ποσό 25.486,27 δολ.ΗΠΑ.Ειδικότερα, οι ως άνω καθ’ων, άπαντες ναυτικοί συγκροτούντες πλήρωμα στο εν λόγω πλοίο, όπως επιβεβαίωσε στην κατάθεσή του και ο μάρτυρας  ανήγγειλαν με την από … αναγγελία τους τις σχετικές απαιτήσεις τους που προέρχονταν από την παροχή ναυτικής εργασίας στο εκπλειστηριασθέν πλοίο  και είναι αυτές που αναφέρονται στην επισυναπτόμενη στις προτάσεις τους υπ’αριθμ. κατάθ .6601/11-12-2017 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, τις οποίες ο υπάλληλος του πλειστηριασμού κατέταξε ως προνομιούχες κατά το άρθρο 205 περ.βΚ.Ι.Ν.Δ. και με βάση το άρθρο αυτό  και δη εφαρμόζοντας μόνο το ελληνικό δίκαιο λόγω ανυπαρξίας σχετικής νομοθεσίας κατά το δίκαιο του …, περιέλαβε σε αυτές ως καλυπτόμενες από το ναυτικό προνόμιο και οι παρεπόμενες απαιτήσεις των ναυτικών  εκ των τόκων υπερημερίας, όπως θα αναφερθεί ειδικότερα κατωτέρω. Προηγουμένως δε, η  ανακόπτουσα της υπό κρίση α ανακοπής , ήτοι η ανώνυμη  εταιρεία «….» ανήγγειλε με την υπ’αριθμ. πρωτ….  από …….. αναγγελία της ενώπιον του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου συμβολαιογράφου απαίτησή της κατά της καθ’ης ο πλειστηριασμός οφειλέτιδος –πλοιοκτήτριας συνολικού ποσού συμπεριλαμβανομένων των τόκων 32.001,56 ευρώ, ήτοι κεφάλαιο 8.628,04 ευρώ, τόκοι 2.418 ευρώ, χαρτόσημο 64,72 ευρώ, προερχόμενη από τέλη πρυμνοδέτησης του πλοίου από 1-6-2015 έως και 31-1-2018 ως αναλυτικώς εκτίθενται τα επιμέρους ποσά ανά αιτία και χρονικό διάστημα και εκδοθέντα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, που επισυνάπτονται όπως και η αναγγελία στην υπό κρίση α ανακοπή ,  αιτούμενη να καταταγεί η ανωτέρω απαίτησή της (συμπεριλαμβανομένων τόκων και εξόδων) στον πίνακα που θα συνταχθεί, με τον προσβαλ…νο πίνακα κατάταξης. Πλήν όμως ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, ο οποίος με την υπ’αριθμ. … πρόσκληση δανειστών που της επέδωσε στις … (κι όχι στις … όπως παραδεκτώς μεν, αλλά εσφαλμένως διορθώθηκε η ημερομηνία επίδοσης, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ανακόπτουσας στο ακροατήριο) την προσκάλεσε να προβάλλει αντιρρήσεις, ουδόλως την κατέταξε στον προσβαλ…νο πίνακα για τον λόγο ότι όπως αναγράφεται στο φύλλο ….του προσβαλ…νου πίνακα κατάταξης «η αναγγελία (ενν.της ανακόπτουσας … ΑΕ) . τυγχάνει στο σύνολό της αόριστη»  για τους ειδικότερους λόγους που εκθέτει εκεί, οι οποίοι έγκεινται μεταξύ άλλων στο ότι δεν προβάλλεται αίτημα προνομιακής κατάταξης, δεν αναφέρεται το επικαλούμενο ναυτικό προνόμιο και σε ποια διάταξη δύναται να υπαχθεί αυτό ούτε μπορεί να συναχθεί από την αναγγελία και τα έγγραφα που συνυποβλήθηκαν η φύση της και τα πραγματικά περιστατικά της απαίτησης.Σύμφωνα δε με τα αναφερθέντα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας οι ως άνω λόγοι μη κατάταξης της απαίτησης της ανακόπτουσας είναι ορθοί και πράγματι καθιστούν αόριστη τη αναγγελία της καθώς η ανακόπτουσα δεν αναφέρει καθόλου στην αναγγελία της ότι η απαίτηση της είναι προνομιακή κατά το δίκαιο του τόπου εκτελέσεως και δεν ζητεί την προνομιακή κατάταξή της κατά τη lex fori . Εν συνεχεία δε, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού αιτιολογεί τη μη κατάταξη της ανακόπτουσας για την αναγγελθείσα απαίτησή της, επικαλούμενος κατ’επάλληλη σκέψη την ανυπαρξία προνομίου αυτής και δη ότι «ανεξαρτήτως της αοριστίας επειδή οι αξιώσεις του αναγγελθέντος από δημόσια τέλη, δικαιώματα κλπ-για τα οποία δεν γίνεται λόγος στην αναγγελία του-εκ της καταρτίσεως  ιδιωτικών συμβάσεων με πλοία και την έκδοση ιδιωτικών τιμολογίων παροχής υπηρεσιών , ούτως ή άλλως δεν τυγχάνουν πλέον προνομιούχες  κατ’αρθρο 205 περ.α ΚΙΝΔ μετά την ισχύ του Ν.4404/2016 (ΦΕΚ Α 126/08-07-2016) με τον οποίο μεταβιβάσθηκε εξ ολοκλήρου το αναγγελθέν ΝΠΙΔ σε τρίτο αλλοδαπό ιδιώτη…».  Με το μοναδικό λόγο της υπό κρίση ανακοπής, η ανακόπτουσα, δεν θίγει το ζήτημα της αοριστίας της αναγγελίας της παρά μόνο αναφέρεται στον προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησής της ισχυριζόμενη ότι επειδή η απαίτησή της καλύπτεται με ναυτικό προνόμιο πρώτης τάξης κατά το άρθρο 205 παρ.1 Κ.Ι.Ν.Δ. καθώς αφορά «βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα..» και δη τέλη πρυμνοδέτησης που βάρυναν το πλοίο, για τα οποία εξεδόθησαν τιμολόγια που όφειλε η οφειλέτιδα να εξοφλήσει εντός 10 ημερών από τον επόμενο μήνα από αυτόν που παρασχεθήκαν οι τιμολογημένες υπηρεσίες μέχρι και την από 9-4-2018 σύνταξη της αναγγελίας της  και τα οποία περιλάμβαναν τόκους υπερημερίας , ως εκ τούτου ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μη νομίμως κατά παράβαση του άρθρου 1012 παρ.4 ΚΠολΔ δεν κατέταξε αφενός την ίδια στον προσβαλ…νο πίνακα κατάταξης δανειστών, αφετέρου τους καθ’ών  προνομιακώς, συμμέτρως και τυχαίως στη δεύτερη τάξη ναυτικών προνομίων άρθρου 205 περ.β Κ.Ι.Ν.Δ. κι υπό την αίρεση τελεσίδικης αναγνώρισης των αξιώσεων εκάστου εξ αυτών μετά το δικό της προνόμιο της πρώτης τάξης του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ, χωρίς μάλιστα(ο υπάλληλος του πλειστηριασμού) να αναφέρει στις ως άνω πράξεις του για ποιους λόγους οι απαιτήσεις των καθ’ων προηγούνται αυτής και κατατάσσονται προνομιακώς σύμφωνα με το άρθρο 205 Κ.Ι.Ν.Δ.  πριν από αυτή.Σημειωτέον ότι ναι μεν η ανακόπτουσα έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της ένδικης ανακοπής της  -απορριπτομένης ως αβάσιμης της σχετικής ένστασης των καθ’ων-, καθώς με τον μοναδικό λόγο αυτό της ανακοπής της αμφισβητεί την ύπαρξη της απαιτήσεως των καθ’ών κατά των οποίων στρέφει την ανακοπή της και προβάλλει ότι προηγείται αυτών επιδιώκοντας την αποβολή τους και την κατάταξη στη θέση τους, πλην όμως αλυσιτελώς επικαλείται την ύπαρξη προνομίου διότι η μη κατάταξη της απαίτησής της οφείλεται στην αοριστία της αναγγελίας της ως προς τις αξιώσεις της και επιπροσθέτως στη φύση της απαίτησης της. Σε κάθε δε περίπτωση ο μοναδικός αυτός λόγος της ένδικης (α) ανακοπής, είναι απορριπτέος ως νόμω βάσιμος σε κάθε περίπτωση καθότι η ανακόπτουσα ελλείψει προνομιακής απαίτησης δεν έχει δικαίωμα κατάταξης για το λόγο ότι, -όπως ορθώς έκρινε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού επικαλούμενος μάλιστα ρητώς και την ΟλΑΠ  21/1994 στο 33ο φύλλο του προσβαλ…νου πίνακα-, κατ’εφαρμογή του Ν. 4404/8-7-2016  και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις υπό στοιχεία ΙV και V νομικές σκέψεις της παρούσας, στις ……., ήτοι κατά τον χρόνο σύνταξης του προσβαλ…νου πίνακα και κατάταξης κατά τον οποίο κρίνεται ο προνομιακός  ή μη χαρακτήρας των αναγγε…νων απαιτήσεων , οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας … ….. όπως εν προκειμένω τέλη πρυμνοδέτησης, δεν αφορούσαν αντάλλαγμα από παροχή ειδικής δημόσιας υπηρεσίας ώστε να καλύπτονται από το προνόμιο του 205α  Κ.Ι.Ν.Δ. αλλά απέρρεαν από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου , απορριπτομένου του αντιθέτου ισχυρισμού της ανακόπτουσας ως αβάσιμου. Επομένως ακόμη κι αν ήτο ορισμένη η αναγγελθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας, ανεξαρτήτως του αν αυτή είναι προνομιακή κατά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, δηλαδή κατά το δίκαιο του … δεν θα ήτο δυνατό να καταταχθεί ως προνομιακή κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης (Κ.Ι.Ν.Δ.), ήτοι κατά το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, ως απορρέουσα από την μη είσπραξη του αντιτίμου για λιμενικές υπηρεσίες που παρείχε, όπως εν προκειμένω οι επίδικες (πρυμνοδέτηση), διότι δεν απολαύει μετά την κύρωση της σύμβασης παραχώρησης του προνομίου που είχε θεσπισθεί με το άρθρο 19 παρ. 6 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης, ο οποίος εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 45057/11/72 Υ.Π.Ν.Μ.Ε. και Οικονομικών (ΦΕΚ 57/18-1-1973)και πλέον με  την περιέλευση του ελέγχου της …. σε ιδιώτες επενδυτές καθίσταται μη συμβατή η ενάσκηση δημόσιας εξουσίας κανονιστικής υφής, καθόσον δεν αποτελεί πλέον νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου «διφυούς» χαρακτήρα, αλλά αντιθέτως έχει μεταπέσει σε καθεστώς νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με αμιγή χαρακτήρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης. Επομένως, λόγω της κατάργησης του α.ν. 1559/1950 με τον οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί η … (τότε υπό τη μορφή ΝΠΔΔ) να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων ζητημάτων αρμοδιότητας και πέραν του γεγονότος ότι δεν ισχύει πλέον ο κανονισμός δυνάμει του οποίου είχαν υπαχθεί συγκεκριμένες απαιτήσεις του … στα προνόμια του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ., η ανακοπή τυγχάνει  απορριπτέα διότι, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στην υπό στοιχείο V νομική σκέψη της παρούσας, οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας δεν φέρουν πλέον το χαρακτήρα του τέλους ή του δικαιώματος, δηλαδή της χρηματικής παροχής την οποία επιβάλλει το Κράτος, ή δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, έτερο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, σε όσους χρησιμοποιούν ορισμένη υπηρεσία δημοσίας φύσεως προς κάλυψη της δαπάνης, την οποία συνεπάγεται η οργάνωση και παροχή της υπηρεσίας αυτής, καθόσον δεν αποτελεί αντάλλαγμα προσφερόμενης ειδικής δημοσίας υπηρεσίας, αλλά αντίτιμο παρεχόμενης ιδιωτικής υπηρεσίας, δηλαδή πρόκειται για δικαιώματα μεταξύ ιδιωτών που δεν καλύπτονται από το προνόμιο, ενόψει και του γεγονότος ότι οι διατάξεις που καθιερώνουν τα ναυτικά προνόμια πρέπει να ερμηνεύονται στενά, καθόσον διαταράσσουν την ισότητα μεταξύ των πιστωτών. Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω η αναγγελθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας, στερείται του προνομίου του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ., εφ’ όσον απορρέει εξ εννόμου σχέσεως του ιδιωτικού δικαίου, εντεύθεν ορθώς δεν κατατάχθηκε προνομιακώς στον προσβαλ…νο πίνακα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου ανακοπής,  πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η κρινόμενη από 11-7-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :7837/3442/11-7-2018 ανακοπή (α ανακοπή). Επίσης, γινομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος των καθ’ων η ανακοπή ως βασίμου , πρέπει να επικυρωθεί ο ανακοπτόμενος υπ’αριθμ. … πίνακας κατάταξης δανειστών και διανομής εκπλειστηριάσματος του συμβολαιογράφου Πειραιώς Μηνά Σεφεριάδη καθ’ό μέρος αφορά τους διαδίκους της ένδικης ανακοπής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους, λόγω του ιδιαιτέρως δυσχερούς της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, η ανακόπτουσα της υπό κρίση β ανακοπής, ήτοι η ανώνυμη εταιρεία με τη επωνυμία «…» με την από … υπ’αριθμ.πρωτ. … αναγγελία της –την οποία επισυνάπτει στην υπό κρίσην ανακοπή-καταθέτοντας και τα αποδεικτικά της απαίτησής της έγγραφα συνταχθείσης της υπ’αριθμ, … πράξεως, αναγγέλθηκε για ποσό 40.685,96 ευρώ, που αφορά απαίτησή της κατά της καθ’ής η εκτέλεση εταιρείας «…» για έξοδα συντηρήσεως του πλοίου ως έξοδα «επιστασίας και αναγκαίας μερίμνης». Ειδικότερα, η απαίτησή της, για την οποία έχει ασκήσει και την από 5-1-2018 με Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ. 146/7/2018 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά- την οποία επίσης επισυνάπτει στην υπό κρίσην ανακοπή- αφορά το ποσό των 28.685,96 ευρώ που κατέβαλε ως διαχειρίστρια  του πλοίου  από 26-4-2016 έως και 31-8-2016 σε τρίτους για εργασίες επισκευής και ποσό 12.000 ευρώ ως διαχειριστική αμοιβή για τους μήνες Μάϊο εως και Αύγουστο του 2016 . Πλην όμως ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν κατέταξε την αναγγελθείσα στον προσβαλ…νο πίνακα κατάταξης για το λόγο ότι όπως αναφέρει στο 37ο φύλλο του πίνακα «οι αμοιβές  και δαπάνες εκ της συμβάσεως διαχειρίσεως καθώς και τα σχετιζόμενα με αυτές έξοδα, ανεξαρτήτως του αν έχουν αναγγελθεί ορισμένως ή όχι δεν εξοπλίζονται με κάποιο ναυτικό προνόμιο, ούτε μπορούν εκ της φύσεώς τους να ενταχθούν στη συσταλτικώς ερμηνευόμενη περ. β’ του άρθρου 205 ΚΙΝΔ ως αναγκαίες δαπάνες συντήρησης».Επιπροσθέτως ως προς τα αναγγελθέντα  ποσά εξ επισκευών του πλοίου για την περίοδο μέχρι τον Αύγουστο 2016, υφίσταται αοριστία ως προς το επικαλούμενο ναυτικό προνόμιο γιατί ο αναγγελθείς δεν αναφέρει  στο αναγγελτήριο σε ποιόν  λιμένα εκτελέστηκαν οι επισκευές,  ώστε να κριθεί αν ήταν ο τελευταίος προ του πλειστηριασμού, τους επιτακτικούς λόγους για τους οποίους έπρεπε να λάβουν χώρα οι επισκευές για την άμεση και αναγκαία συντήρηση του πλοίου ενόψει του πλειστηριασμού» ώστε καθίσταται αδύνατο να κριθεί αν οι αναγγελ…νες αξιώσεις δύναται να ενταχθούν στην περίπτωση β του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ.Κατέληξε δε ότι λόγω της σχεδόν διετούς χρονικής απόστασης από τον πλειστηριασμό του πλοίου και από το σύνολο του περιεχομένου της αναγγελίας της σε συνδυασμό με τη μεγάλη έκταση και το εύρος των επισκευών δεν  τυγχάνουν προνομιούχες οι αναγγελθείσες απαιτήσεις της ανακόπτουσας κατά το άρθρο 205 Κ.Ι.Ν.Δ. καθώς αποτελούν δαπάνες συνήθους εκμετάλλευσης του πλοίου κατά τον προορισμό του  που αποβλέπουν στην επαύξηση και όχι στην απλή διατήρηση της αξίας του ενόψει του πλειστηριασμού ενώ δεν προστατεύονται οι εργασίες μη άμεσης ανάγκης για το ίδιο το πλοίο ή η προστασία αδιακρίτως όσων ενήργησαν στο πλοίο πάσης φύσεως εργασίες. Η ανακόπτουσα βάλλει κατά του προσβαλ…νου πίνακα ως έχουσα έννομο συμφέρον προς τούτο λόγω της μη κατάταξής της-απορριπτομένης ως αβάσιμης της ένστασης έλλειψης εννόμου συμφέροντος και ενεργητικής νομιμοποίησης που προέβαλαν οι καθ’ων η ανακοπή- πλήν όμως προ της εξέτασης της βασιμότητας των τεσσάρων λόγων ανακοπής που προβάλλει, λεκτέον είναι ότι γινομένης δεκτής ως βάσιμης στην ουσία της της σχετικής ένστασης των καθ’ων η ανακοπή, οι απαιτήσεις της που αφορούν εργασίες επισκευής, εξοπλισμού και εφοδιασμού του πλοίου κατά το άρθρο 289 περ.3 Κ.Ι.Ν.Δ. ποσού 28.685,96 ευρώ που κατέβαλε ως διαχειρίστρια  του πλοίου  από 26-4-2016 έως και 31-8-2016 σε τρίτους για εργασίες επισκευής, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο VI νομική σκέψη της παρούσας, έχουν υποπέσει στην ενιαυσία παραγραφή του άρθρου 289 παρ.3 Κ.Ι.Ν.Δ. και δη κατ’εφαρμογή του άρθρου 291 παρ.1 Κ.Ι.Ν.Δ. έχουν παραγραφεί από 1-1-2017. Σημειωτέον επίσης ότι η ανακόπτουσα δεν επικαλείται κάποιο νόμιμο λόγο διακοπής της παραγραφής ενώ η αγωγή που ενσωματώνει στην αναγγελία  έχει κατατεθεί στις 8-1-2018 (βλ.την με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 146/71/8-1-2018 έκθεση κατάθεσης δικογράφου). Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής της η ανακόπτουσα βάλλει κατά του  ένδικου πίνακα κατάταξης ισχυριζόμενη ότι  με την αναγγελία τους οι καθ’ών αόριστα και μη νόμιμα προσθέτουν πέραν της απαιτήσεώς τους ποσά που κατά τους ισχυρισμούς τους αφορούν τόκους, κι επομένως  ότι η νόμιμη αξίωσή τους την οποία αρνείται  ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 98.613,10 δολ.ΗΠΑ και στο ποσό των 35.410,90 ευρώ  κατά την ισοτιμία κατά την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα διανομής και όχι στο ποσό που αναγγέλθηκαν. Ο λόγος αυτός της ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος καταρχάς ως αόριστος διότι σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας, η ανακόπτουσα δεν προβαίνει σε καμία αναφορά σε πραγματικά περιστατικά και λόγους που να θεμελιώνουν τον ισχυρισμό της περί αοριστίας ή/και έλλειψης νομικής βασιμότητας της αναγγελίας των καθ’ων. Υπόκειται δε στη ρύθμιση των άρθρων 216 παρ. 1 εδαφ. α’ και 224 ΚΠολΔ οπότε εφόσον εν προκειμένω, κατ’ορθή εκτίμηση του δικογράφου της ανακοπής ο σχετικός λόγος αποτελεί απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από την ανακόπτουσα της απαιτήσεως των καθ` ών που έχει καταταγεί ή του προνομίου της, ναι μεν οι τελευταίοι βαρύνονται με την επίκληση διά των προτάσεων (και με την απόδειξη) των παραγωγικών της απαιτήσεως ή του προνομίου των πραγματικών γεγονότων, πλην όμως είναι αναγκαία και στην περίπτωση αυτή να αναφέρει η ανακόπτουσα πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν τον ισχυρισμό της περί αοριστίας της αναγγελίας των καθ’ών και πώς προκύπτει ότι η αξίωση τους ανέρχεται σε όσα ποσά θεωρεί εκείνη κι όχι σε όσα καταταγήκανε. Σημειωτέον ότι τα ποσά των 98.613,10 δολ.ΗΠΑ και 35.410,90 ευρώ που θεωρεί η ανακόπτουσα ότι ανέρχεται η νόμιμη αξίωση των καθών, δεν προκύπτουν ούτε με αφαίρεση των ποσών που αναγγέλθηκαν αυτοί χωρίς τους τόκους . Νομολογιακά μάλιστα έχει κριθεί ότι επί αναγγελίας πολλών δανειστών για απαιτήσεις τους προερχόμενες από παροχή εξαρτημένης εργασίας δεν είναι αόριστη η αναγγελία όταν από την επισυναπτόμενη στην αναγγελία και συγκοινοποιούμενη στον υπάλληλο του πλειστηριασμού αγωγή ή δικαστική απόφαση γίνεται περαιτέρω εξειδίκευση των απαιτήσεων που προέρχονται από την παροχή εξαρτημένης εργασίας στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη.  (ΑΠ 387/2001).  Σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις υπό στοιχεία ΙΙ και ΙV νομικές σκέψεις της παρούσας, ο λόγος αυτός της ανακοπής που αφορά την επέκταση του ναυτικού προνομίου του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ. προ πάσης άλλης απαίτησης και μάλιστα χωρίς χρονικό περιορισμό περιλαμβάνονται και στις παρεπόμενες απαιτήσεις τους από τόκους υπερημερίας (ΟλΑΠ 22/2000) από ναυτεργατικές αξιώσεις τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος .

Ομοίως αβάσιμος τυγχάνει και ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση (β) ανακοπής, που συνίσταται στην άρνηση εκ μέρους της ανακόπτουσας της γένεσης, της ύπαρξης , του ύψους και του προνομίου της απαίτησης των καθ’ών. Ειδικότερα, η ανακόπτουσα αρνείται ότι η απαίτηση των καθ’ων προέρχεται από παροχή ναυτικής εργασίας στο εκπλειστηριασθέν πλοίο από 1-12-2016 εως 19-9-2017 επικαλούμενη ότι ότι το πλοίο ήταν ακινητοποιημένο στο ναυπηγείο της εταιρείας … από το 2012 και δεν ήταν ικανό να διενεργήσει πλόες, αγοράστηκε από την πλοιοκτήτρια το 2016 και έκτοτε άρχισαν να γίνονται επισκευές στο πλοίο για να καταστεί αξιόπλοο. Ως εκ τούτου (ισχυρίζεται η ανακόπτουσα) το πλοίο βρισκόταν ανενεργό στο σημείο που κατασχέθηκε ήδη από το 2012 χωρίς πλήρωμα και χωρίς λειτουργική ικανότητα και οι καθ΄ών γνώριζαν την κατάσταση του πλοίου και προσελήφθησαν όχι για να διενεργήσουν πλόες αλλά για να βοηθήσουν σε επισκευές του πλοίου που ήταν εκτεταμένες και αφορούσαν όλα τα τμήματα του πλοίου και πράγματι εργάστηκαν σε επισκευές αυτές οι οποίες δεν ολοκληρώθηκαν με αποτέλεσμα το πλοίο να μην μπορεί να διενεργήσει πλόες και να κατασχεθεί. Για τον δεύτερο αυτό λόγο της ανακοπής βάλλει κατά του προσβαλλομένου πίνακα κατάταξης επικαλούμενη ότι έσφαλε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού με το να κατατάξει την απαίτηση των καθ’ών προνομιακώς, διότι δεν εξοπλίζεται με το προνόμιο της περίπτωσης β  του άρθρου 205 KΙΝΔ αφού δεν πρόκειται για παροχή ναυτικής εργασίας αλλά για παροχή χερσαίας εργασίας και επομένως δεν εφαρμόζεται το άρθρο 205 Κ.Ι.Ν.Δ. άλλα οι σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙV νομική σκέψη της παρούσας, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος καθώς από τις προσκομισθείσες σχετικές συμβάσεις εργασίας των καθ’ων, τις έγγραφες καταγγελίες αυτών, τις μισθοδοτικές καταστάσεις τους, τη λίστα πληρώματος σε συνδυασμό με την ένορκη μαρτυρική κατάθεση του μάρτυρά τους και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής αποδεικνύεται ότι άπαντες οι καθ’ών Ουκρανοί υπήκοοι, είναι επαγγελματίες ναυτικοί ( πλοίαρχος, υποπλοίαρχος, α μηχανικός, ναύκληρος, ναύτες) κι όχι τεχνικοί-εργάτες , η ναυτολόγησή τους στο εκπλειστηριασθέν πλοίο έγινε προκειμένου να εργασθούν ως συγκροτημένο πλήρωμα σε αυτό και να συμμετάσχουνε στους πλόες του. Όπως μάλιστα κατέθεσε ο μάρτυρας των καθ’ών η ανακοπή …, επιθεωρητής στην Παγκόσμια Ομοσπονδία Μεταφορών οι καθών αποτελούσαν πλήρωμα του πλοίου  «ήρθαν με τις ειδικότητες τους για να ταξιδέψουν με το πλοίο και στην πρώτη μας επαφή ο πλοιοκτήτης μας είπε ότι είναι ζήτημα ημερών να φύγει το πλοίο κανονικά κι ότι είχε ένα ναύλο αυτά τα άτομα» καθώς και ότι «δεν μπορούσαν να γίνουν επισκευές χωρίς την επίβλεψη του α μηχανικού, του καπετάνιου και του υποπλοιάρχου». Το ότι παρέμεινε ακινητοποιημένο το πλοίο για επισκευή δεν έχει ως αποτέλεσμα –άνευ άλλου- την μεταβολή της εργασίας τους σε χερσαία, ως αβασίμως ισχυρίζεται η ανακόπτουσα. Άλλωστε κοινός τόπος στη ναυτιλιακή πρακτική είναι ότι πλοία με οργανωμένα πληρώματα που βρίσκονται σε ετοιμότητα προς πλου και τα μέλη του πληρώματος έχουν υποχρέωση να παρέχουν και κατά την ειδικότητά τους υπηρεσίες που συνίστανται στη συντήρηση και επισκευή των μηχανών του πλοίου και είναι απολύτως αναγκαίες για την εκπλήρωση του προορισμού του πλοίου δηλαδή την εκτέλεση των πλόων του, περίπτωση που συντρέει εν προκειμένω κι επομένως η συνδέουσα τους καθών σύμβαση έχει αντικείμενο την παροχή ναυτικής εργασίας και διέπεται από το ναυτεργατικό δίκαιο. Περαιτέρω και δεδομένης της ειδικότητας των καθ’ων ως ναυτικών ουδόλως απεδείχθη ότι οι καθ’ων προσελήφθησαν για να εργασθούν σε πλοίο προσδεδεμένο στο λιμάνι, χωρίς να έχουν την υποχρέωση να το συνοδεύσουν σε πλόες. Στην κρίση του αυτή οδηγήθηκε το Δικαστήριο τούτο, τόσο από τα πιο πάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά όσο και από το γεγονός ότι οι εργασίες αυτές έλαβαν χώρα 2 περίπτου έτη πριν από την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως ενώ , δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι το πλοίο κατά την είσοδο του στο τελευταίο λιμάνι δεν είχε, χωρίς την εκτέλεση των περιγραφόμενων από την ανακόπτουσα εργασιών τη δυνατότητα αξιοπλοϊας. Η παροχή ναυτικής εργασίας των καθ’ων στο επίδικο πλοίο κρίθηκε άλλωστε με την υπ’αριθμ. 1872/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) με την οποία μάλιστα επιδικάσθηκαν προσωρινώς στους καθ’ών οι τότε οφει…νοι μισθοί τους, διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση του πλοίου  κι αποτέλεσε η απόφαση αυτή τον εκτελεστό τίτλο για την εκπλειστηρίαση του πλοίου και τη σύνταξη του ανακοπτόμενου πίνακα διανομής . Άλλωστε κατά τις διατάξεις δε των παρ. 1 και 2 του άρθρου 312 του ΚΠολΔ το περιεχόμενο της απόφασης αποτελεί πλήρη απόδειξη και για τη γνώμη που έχει εκφέρει το δικαστήριο επομένως για την ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσης που αποτέλεσε το αντικείμενο της δίκης και κατά την έννοια του άρθρου 978 ΚΠολΔ, οριστικά κατατάσσονται οι εκκαθαρισμένες απαιτήσεις, οι οποίες αποδεικνύονται από δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα που έχουν συνταχθεί νόμιμα, δεν έχουν αμφισβητηθεί και έχουν αποδεικτική δύναμη έναντι του καθ’ ου η εκτέλεση, τέτοια δε έγγραφα είναι οι τελεσίδικες ή και οριστικές δικαστικές αποφάσεις, που αναγνωρίζουν ή επιδικάζουν απαιτήσεις και δεσμεύουν με ισχύ δεδικασμένου τον καθ’ ου η εκτέλεση και οι εκτελεστοί τίτλοι για τις σχετικές απαιτήσεις που αποδεικνύουν και στηρίζουν την αναγκαστική εκτέλεσή τους (ΑΠ 1227/2014).Ως εκ τούτου η έννομη σχέση των καθ’ων με την καθής η εκτέλεση κρίθηκε με την προαναφερόμενη απόφαση κι επομένως είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση ανακοπής.

Εν συνεχεία με τον τρίτο λόγο της ένδικης ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως ο υπάλληλος του πλειστηριασμού κατέληξε ότι οι αξιώσεις της δεν τυγχάνουν προνομιούχες στο σύνολό τους και δεν κατατάσσονται στο προσβαλ…νο πίνακα κατάταξης διότι–όπως ήδη προαναφέρθηκε-έκρινε ότι  : α) η απαίτησή της δεν εξοπλίζεται με κάποιο ναυτικό προνόμιο ούτε μπορεί από τη φύση της να ενταχθεί στη συσταλτικώς ερμηνευόμενη  περίπτωση β του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ.  ως αναγκαίες δαπάνες συντήρησης, β) ως προς τα αναγκαία ποσά εξ επισκευών του πλοίου για την περίοδο μέχρι τον Αύγουστο του 2016 υπάρχει αοριστία ως προς το επικαλούμενο ναυτικό προνόμιο καθότι δεν αναφέρει στο αγγελτήριο σε ποιο λιμένα εκτελέστηκαν οι επισκευές ώστε να κριθεί αν ήταν ο τελευταίος προ του πλειστηριασμού ούτε οι επιτακτικοί λόγοι για τους οποίους έπρεπε να λάβουν χώρα οι επισκευές για την άμεση και αναγκαία συντήρηση του πλοίου ενόψει του πλειστηριασμού με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο να κριθεί αν η αναγγελ…νες αξιώσεις δύνανται να ενταχθούν στην περίπτωση β του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ., γ) ανεξαρτήτως αυτών από τη σχεδόν διετή χρονική απόσταση από τον πλειστηριασμό του πλοίου από το σύνολο της αναγγελίας και την μεγάλη έκταση και το εύρος των επισκευών, αυτές εντάσσονταν στη συνήθη οικονομική εκμετάλλευση του πλοίου κατά τον προορισμό του και σκόπευαν στην επαύξηση της αξίας του επι σκοπώ  νέων πλόων κατά το χρόνο εκείνο (2016) και όχι στην απλή διατήρηση της αξίας του ενόψει του πλειστηριασμού (2018) καθώς και ότι η δαπάνη κάθε εργασίας που αναβαθμίζει το πλοίο που τελικά εκ πλειστηριάζεται είτε αισθητικά και τεχνολογικά είτε αλλιώς π.χ. οικονομικά δεν καλύπτεται προνομιακά  από το άρθρο 205 περ. β Κ.Ι.Ν.Δ. γιατί ο σκοπός της διατάξεως είναι η προστασία των δανειστών που ενήργησαν εργασίας άμεσης ανάγκης για το ίδιο το πλοίο και όχι προστασία αδιακρίτως όσων ενέργησαν στο πλοίο πάσης φύσεως εργασίες.  Ειδικότερα δε η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι ορισμένως έχει αναφέρει στην από … αναγγελία της ότι η απαίτησή της προέρχεται από έξοδα συντηρήσεως και διαχειριστική αμοιβή οπότε  τυγχάνει προνομιακή τόσο κατά το δίκαιο της σημαίας όσο και το δίκαιο της εκτέλεσης γιατί αφορά έξοδα συντήρησης του πλοίου  καθώς και ότι η αναγγελία της είναι πλήρως ορισμένη γιατί ενσωμάτωνε ως ενιαίο και αναπόσπαστο τμήμα της την ασκηθείσα αγωγή της εναντίον της καθ’ής η εκτέλεση όπου αναλυτικώς εκθέτει τις συμβάσεις που συνήψε η ίδια για τις εργασίες και επισκευές του πλοίου, το είδος των εργασιών και τις πληρωμές στις οποίες προέβη προσκομίζοντας μάλιστα προς απόδειξη όλα τα αποδεικτικά έγγραφα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Ο τρίτος λόγος αυτός της ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος στην ουσία του ακόμη και αν  δεν ετίθετο ζήτημα παραγραφής των σχετικών αξιώσεων που ταυτίζονται με τις απορρέουσες από επισκευαστικές εργασίες διότι προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων στα όσα ορθώς αναφέρει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού σχετικώς σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχεία IV νομική σκέψη της παρούσας, η αναγγελία της απαίτησης της ανακόπτουσας  κατά το προνόμιο του άρθρου 205 περ.β Κ.Ι.Ν.Δ. ως δαπάνες συντήρησης , είναι αόριστη διότι δεν αναφέρει τον λιμένα εκτέλεσης των επισκευών , αν υπήρξε ο τελευταίος προ του πλειστηριασμού λιμένας και αν ήταν αναγκαίες για την διατήρηση της αξίας του πλοίου οι επικαλούμενες εργασίες ώστε να θεμελιώνεται η εφαρμογή του άρθρου 205 περ.βΚ.Ι.Ν.Δ. Επίσης δεν παρατίθενται αναλυτικά στο δικόγραφο της ανακοπής το είδος και η έκταση των φθορών του πλοίου, για το οποίο γίνεται λόγος, των προερχόμενων από την πάροδο του χρόνου και τη λειτουργία του έτσι ώστε να παρίσταται αναγκαία η διενέργεια των φερόμενων ως εκτελεσθεισών εργασιών για να είναι δυνατή η διατήρηση του πλοίου σε κατάσταση τέτοια με σκοπό είτε την εκμετάλλευσή του, κατά τον προορισμό του, είτε τη μεταπώλησή του ως οικονομικό αγαθό. Δέον δε να επαναληφθεί ότι η δαπάνη κάθε εργασίας που αναβαθμίζει το πλοίο, που τελικά εκπλειστηριάζεται, είτε αισθητικά είτε τεχνολογικά ή άλλως πως (λχ οικονομικά) δεν καλύπτεται προνομιακά από το άρθρο 205 περ. α΄ Κ.Ι.Ν.Δ. και τούτο διότι σκοπός της διατάξεως είναι η προστασία των δανειστών που ενήργησαν εργασίες άμεσης ανάγκης και όχι η προστασία αδιακρίτως όσων ενήργησαν στο πλοίο πάσης φύσεως εργασίες, οι οποίες, πιθανότατα, συντέλεσαν στην επαύξηση του πλειστηριάσματος.Σε κάθε δε περίπτωση, ουδόλως έσφαλε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μη κατατάσσοντας τις εν λόγω αξιώσεις για τη διαχειριστική αμοιβή της ύψους 12.000 ευρώ κρίνοντας ότι δεν απολαμβάνουν το προνόμιο του άρθου 205 Κ.Ι.Ν.Δ. δεδομένου ότι ούτε στο άρθρο 205 περ.β Κ.Ι.Ν.Δ. μπορούν να υπαχθούν ως έξοδα επιστασίας και αναγκαίας μέριμνας αλλά ούτε αποτελούν έξοδα συντήρησης κατά την περ.α του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ. Επομένως οι αναγγελθείσες απαιτήσεις της ανακόπτουσας, δεν ήταν κατατακτέες στον προσβαλ…νο πίνακα, κι ορθώς δεν κατετάγησαν, απορριπτομένου ως αβασίμου του αντιθέτου ισχυρισμού της ανακόπτουσας.

Τέλος νόμω αβάσιμος τυγχάνει ο τελευταίος (τέταρτος) λόγος της ένδικης ανακοπής, σύμφωνα με τον οποίο η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι η εργασία που προσέφεραν οι καθ’ών είναι ναυτική εργασία και τυγχάνει προνομιακή θα πρέπει  το δικαστήριο να αποβάλλει μέρος της απαίτησης αυτής γιατί δεν αφορά μόνο αξίωση από δουλεμένος μισθούς που προέρχονται σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους από ναυτική εργασία αλλά και από άλλες αιτίες όπως 1) δαπάνες παλιννόστησης , 2) δαπάνες διατροφής , 3) αποζημίωση για ηθική βλάβη  ύψους πέντε χιλιάδων ευρώ και 4) τόκους υπερωρίας επί των κεφαλαίων  και υπερημερίας μέχρι 14-2-2023 δηλαδή κατά την ημερομηνία που  πιθανολογείταιότι θα τελεσιδικήσει ο προβαλ…νος πίνακας  κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ανακοπή ως προς έκαστο τον καθών. Αρνείται δε ότι τα ποσά που αφορούν τη διατροφή των καθ’ών που ισχυρίζονται ότι κατέβαλαν δεν τυγχάνουν προνομιακά γιατί δεν αφορούν τη διατροφή για το ταξίδι που σχετίζεται με την παλιννόστησή τους,  ότι τα ποσά που αφορούν την αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης δεν εντάσσονται σε καμία περίπτωση του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ. και ότι η αναγγελία τους για τους τόκους υπερημερίας είναι αόριστη αφού δεν αναφέρουν ποιο επιτόκιο έχει ληφθεί υπόψη και για ποια συγκεκριμένη περίοδο. Ειδικότερα σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη της παρούσας, κατά το άρθρο 205 περ.β Κ.Ι.Ν.Δ. , περιλαμβάνονται στο ναυτικό αυτό προνόμιο  εν γένει ως αξιώσεις του μισθού των ναυτικών εκ της παροχής εργασίας δηλαδή οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του συνεπώς και το αντίτιμο τροφής (ΟλΑΠ 9/2007).Ομοίως όσον αφορά την αξίωση ηθικής βλάβης, στις εργατικές αξιώσεις περιλαμβάνονται  κι εντάσσονται στο ίδιο προνόμιο του άρθορυ 205 Κ.Ι.Ν.Δ. και οι αδικοπρακτικές αξιώσεις που απορρέουν εκ της εργασίας-(ΟλΑΠ 3/2011) .Περαιτέρω, όσον αφορά τους τόκους υπερημερίας σύμφωνα με τα προναφερόμενα και στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας για το ορισμένο της αξίωσή της δεν οι καθ’ών η ανακοπή να αναφέρουν στην αναγγελία τους το ποσοστό του τόκου αφού αυτό προσδιορίζεται από το νόμο κατά το άρθρο 293 β και 345 ΑΚ ούτε το χρονικό διάστημα μέχρι του οποίου θα υπολογιστούν αυτοί (ΑΠ 731/2000 ) κι ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος οφείλει να υπολογίσει τους τόκους μέχρι του χρόνου της πιθανής κατά την κρίση του εκτελεστότητος του πίνακος κατατάξεως και οπωσδήποτε μέχρι της παρόδου της προθεσμίας προς άσκηση ανακοπής, εάν δε ασκηθεί ανακοπή, οπότε καθίσταται απροσδιόριστος ο χρόνος εκτελεστότητος του πίνακος, τους εν λόγω τόκους υπολογίζει το δικαστήριο, το οποίο κατατάσσει τον ανακόπτοντα κατά το αντίστοιχο ποσόν (ΑΠ 734/2000, 731/2000). Κατά κανόνα όμως δεν είναι εφικτός ο υπολογισμός συγκεκριμένου ποσού, αφού η εκτελεστότητα του πίνακα συναρτάται προς την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ανακοπής, (ΕφΠειρ 444/2008).Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω,απορριπτομένων και των τεσσάρων λόγων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου ανακοπής προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη από 11-7-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :7879/3463/12-7-2018 ανακοπή (β ανακοπή) στο σύνολο της. Επίσης, γινομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος των καθ’ων η ανακοπή ως βασίμου , πρέπει να επικυρωθεί ο ανακοπτόμενος υπ’αριθμ. … πίνακας κατάταξης δανειστών και διανομής εκπλειστηριάσματος του συμβολαιογράφου Πειραιώς Μηνά Σεφεριάδη καθ’ό μέρος αφορά τους διαδίκους,της ένδικης ανακοπής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους, λόγω του ιδιαιτέρως δυσχερούς της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, η ανακόπτουσα της ένδικης γ ανακοπής, … του … έχοντας απαίτηση κατά της οφειλέτιδος-καθ’ής η εκτέλεση εταιρείας με την επωνυμία  «…» ποσού 66.001,50 ευρώ που αφορά αμοιβή της, δαπάνες και έξοδα υπό την τριπλή ιδιότητά της ως πράκτορα του πλοίου, νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας και παρόχου μεσιτικών υπηρεσιών,προέβη σε αναγγελία αυτής στις … αιτούμενη να καταταγεί στον συνταχθησόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών ως εξής : α) προνομιακά για το ποσό των 14.500 ευρώ που αφορά τις χρεώσεις της …. για την πρυμνοδέτηση πλωτών ναυπηγημάτων σε ιδιωτικά ναυπηγεία σύμφωνα με το άρθρο 205 παρ. 1α Κ.Ι.Ν.Δ. για το χρονικό διάστημα από 11-5-2016 έως 28-2-2017, β) μη προνομιακά για το ποσό των 51.501,50 ευρώ που αφορά την αμοιβή της και έξοδα στα οποία υπεβλήθη για τις υπηρεσίες που παρείχε ως ναυτική πράκτορας του πλοίου. Πλήν όμως ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν κατέταξε την αναγγελθείσα απαίτησή της γιατί όπως ανέφερε στο 36ο φύλλο του προσβαλλομένου πίνακα κατάταξης, οι αμοιβές και δαπάνες εκ τη συμβάσεως πρακτορείας ή/και μεσιτείας και τα σχετιζόμενα με αυτές έξοδα , δεν εξοπλίζονται με κάποιο ναυτικό προνόμιο,το οποίο άλλωστε δεν επικαλείται η αναγγελθείσα για το συνολικό ποσό των 51.501,50 ευρώ, ενώ όσον αφορά το ποσό των 14.500 ευρώ, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού έκρινε ότι ανεξαρτήτως του ότι τα εν λόγω ποσά δεν εξοπλίζονται πλέον με το ναυτικό προνόμιο του άρθορυ 205 περ.α Κ.Ι.Ν.Δ., στο αναγγελτήριο ρητώς αναφέρεται ότι ουδέποτε έχουν καταβληθεί από την αναγγελθείσα προς τον … αλλά ότι πλώς αναζητούνται, οπότε δεν έχει λάβει εκχώρηση ούτε αξίωσης ούτε προνομίου στην αναγγελθείσα.Η ανακόπτουσα,  ως μη καταταγείσα συνεπώς ως έχουσα έννομο συμφέρον κι ενεργητικώς νομιμοποιούμενη προς τούτο-απορριπτομένων των σχετικών ενστάσεων των καθ’ών ως αβασίμων- προσβάλλει τον συνταχθέντα πίνακα κατάταξης επικαλούμενη με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της ότι ότε οι απαιτήσεις της κατέστησαν ληξιπρόθεσμες σε βάρος της ο … ήταν ν.π.δ.δ. επομένως η απαίτησή της πρέπει να καταταγεί ως εξοπλισμένη με ναυτικό προνόμιο. Ο λόγος αυτός της ανακοπής , τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω και ουσία αβάσιμος αφενός διότι η αναγγελία του … απορρίφθηκε προεχόντως ως αόριστη αφετέρου διότι με βάση τα εκτιθέμενα στη αγωγή η δική της απαίτηση δεν ερείδεται στο προνόμιο του άρθρου 205 περ.αΚ.Ι.Ν.Δ., προνόμιο το οποίο δεν επικαλείται στην αναγγελία της, ώστε να καθιστά αυτή ορισμένη σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας.Σε κάθε δε περίπτωση, όπως ορθώς έκρινε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οι αναγγε…νες απαιτήσεις της ιδίας δεν τυγχάνουν προνομιακές της διότι δεν επικαλείται ότι τις έχει καταβάλει για λογαριασμό της καθ’ής η εκτέλεση ούτε ότι ο … εκχώρησε την αξίωση αυτή και το προνόμιο της στην ίδια . Ειρήσθω δε εκ του περισσού, η ίδια συνομολογεί ότι οι αξιώσεις της εκ ποσού 51.501,50 ευρώ δεν είναι προνομιούχες. Σε κάθε δε περίπτωση,  σύμφωνα με τα προναφερόμενα στην υπό κρίση α ανακοπή κι όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη της παρούσας το προνόμιο του άρθρου 205 Κ.Ι.ΝΔ. δεν απολαμβάνουν ούτε κι ο … κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα ότε ίσχυε ο Ν.4406/2016(ΟλΑΠ 21/1994).

Ομοίως απορριπτέος ,καταρχάς ως αόριστος και σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμος, τυγχάνει  ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση ανακοπής, σύμφωνα με τον οποίο, η ανακόπτουσα ενώ συνομολογεί ότι οι απαιτήσεις των καθ’ών προέρχονται από την παροχή ναυτικής εργασίας και είναι εξοπλισμένες με ναυτικό προνόμιο του άρθρου 205 περ.β Κ.Ι.Ν.Δ. , έχουν καταταγεί και για ποσό  που αφορά τόκους υπερημερίας , που δεν μπορεί να υπαχθεί στις περιπτώσεις του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ. Η αοριστία του λόγου αυτού της ανακοπής έγκειται στο ότι η ανακόπτουσα δεν αναφέρει το ποσό των τόκων για το οποίο έκαστος των καθ’ων κατετάγη στον ανακοπτόμενο πίνακα ενώ η αβασιμότητά του στο ότι ορθώς οι τόκοι υπερημερίας κατετάγησαν και αυτοί προνομιακά μαζί με το κεφάλαιο της εργατικής αξιώσεως των καθ’ων  κατά το άρθρο 205 περ.β Κ.Ι.Ν.Δ. (ΟλΑΠ 22/2000).

Τέλος με τον τελευταίο (τρίτο) λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατά παράβαση των άρθρων 1012 παρ.4 ΚΠολΔ ,9 και 205 Κ.Ι.Ν.Δ. ο υπάλληλος του πλειστηριασμού  αναφέροντας ότι δεν βρήκε σχετικές διατάξεις  που να καθορίζουν την ύπαρξη και τη γένεση ναυτικών προνομίων κατά το δίκαιο του … , συνέταξε τον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών αποκλειστικά με βάση το άρθρο 205 Κ.Ι.Ν.Δ. , χωρίς να αναφέρει τις πηγές του  και δη αν απευθύνθηκε στο Ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνούς κι Αλλοδαπού Δικαίου κι επομένως δεν προκύπτει αν κατά το δίκαιο του … οι απαιτήσεις από ναυτική εργασία εξοπλίζονται με προνόμιο. Ο λόγος αυτός της ανακοπής,ο οποίος καταρχάς αλυσιτελώς προβάλλεται από τη ανακόπτουσα,που η ίδια δεν ανήγγειλε –όπως προαναφέρθηκε –απαίτηση που να απολαμβάνει προνομίου και δη κατατακτέας προ αυτής των καθ’ών- σε κάθε περίπτωση τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω και ουσία αβάσιμος, αντίστοιχα διότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συμβολαιογράφος, κατά την κατάρτιση του πίνακα κατάταξης δανειστών, ενεργεί ως όργανο της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και δεν αποτελεί «δικαστική αρχή ούτε ειδικό δικαιοδοτικό όργανο κατά το άρθρο 972 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1 -2/2010) αλλά καταρτίζει τον πίνακα κατάταξης αφού λάβει υπόψη τις αναγγελίες και τις τυχόν παρατηρήσεις των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών, του επισπεύδοντος και του καθ` ού η εκτέλεση χωρίς να έχει υποχρέωση να αναφέρει τις πηγές της έρευνάς του και σε κάθε περίπτωση εν προκειμένω από την υπ’αριθμ. πρωτ…. νομική πληροφορία που προσκόμισαν οι καθ’ων προκύπτει-όπως ορθώς έκρινε και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού- ότι η νομοθεσία του κράτους της σημαίας του πλοίου-εν προκειμένω του …, κατά το ουσιαστικό δίκαιο του οποίου θα κριθεί σύμφωνα με τα προναναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, ο προνομιακός εμπράγματος χαρακτήρας των αμφισβητούμενων απαιτήσεων, ενώ η αμφισβητούμενη σειρά κατατάξεως αυτών, εφόσον εξοπλίζονται πράγματι με προνόμιο επί του πλοίου, θα κριθεί κατά το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο του τόπου της εκτελέσεως-, δεν αναφέρει στοιχεία περι ναυτικών προνομίων οπότε ορθώς ο συμβολαιογράφος εφήρμοσε μόνο το ελληνικό δίκαιο και δη το άρθρο 205 Κ.Ι.Ν.Δ.  προκειμένου να αποφύγει το αδιέξοδο της αρνησιδικίας (ΕφΠειρ 739/2014).Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω,απορριπτομένων όλων των λόγων της υπό κρίση ανακοπής κι επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη από 9-7-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :7785/3422/11-7-2018 ανακοπή (γ ανακοπή) στο σύνολο της. Επίσης, γινομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος των καθ’ων η ανακοπή ως βασίμου , πρέπει να επικυρωθεί ο ανακοπτόμενος υπ’αριθμ. … πίνακας κατάταξης δανειστών και διανομής εκπλειστηριάσματος του συμβολαιογράφου Πειραιώς Μηνά Σεφεριάδη καθ’ό μέρος αφορά τους διαδίκους,της ένδικης ανακοπής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους, λόγω του ιδιαιτέρως δυσχερούς της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων :α) την από 11-7-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :7837/3442/11-7-2018 ανακοπή (α ανακοπή), β) την από 11-7-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :7879/3463/12-7-2018 ανακοπή (β ανακοπή) και γ) την από 9-7-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :7785/3422/11-7-2018 ανακοπή (γ ανακοπή).

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 11-7-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :7837/3442/11-7-2018 ανακοπή (α ανακοπή).

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ τον ανακοπτόμενο υπ’αριθμ. … πίνακα κατάταξης δανειστών και διανομής εκπλειστηριάσματος του συμβολαιογράφου Πειραιώς Μηνά Σεφεριάδη, καθ’ό μέρος αφορά τους διαδίκους της ένδικης ανακοπής.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 11-7-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :7879/3463/12-7-2018 ανακοπή (β ανακοπή).

 

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ τον ανακοπτόμενο υπ’αριθμ. … πίνακα κατάταξης δανειστών και διανομής εκπλειστηριάσματος του συμβολαιογράφου Πειραιώς Μηνά Σεφεριάδη, καθ’ό μέρος αφορά τους διαδίκους της ένδικης ανακοπής.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 9-7-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :7785/3422/11-7-2018 ανακοπή (γ ανακοπή).

 

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ τον ανακοπτόμενο υπ’αριθμ. … πίνακα κατάταξης δανειστών και διανομής εκπλειστηριάσματος του συμβολαιογράφου Πειραιώς Μηνά Σεφεριάδη, καθ’ό μέρος αφορά τους διαδίκους της ένδικης ανακοπής.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους  στις …………..

 

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ