Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

Αριθμός απόφασης

3468/ 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 3490/ 1720 /11-4-2019 Αγωγή)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 14 Μαϊου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

       ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της μονοπρόσωπης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. … Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, της οποίας εμφανίστηκε στο ακροατήριο ο νόμιμος εκπρόσωπός της … και δήλωσε ότι διορίζει πληρεξούσιο δικηγόρο τον Κωνσταντίνο Τασιόπουλο (Α.Μ. ΔΣΠ : 3403) μετά του οποίου παραστάθηκε στο ακροατήριο.

        ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της μονοπρόσωπης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «…»που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. … Δ.Ο.Υ.Πλοίων Πειραιά, της οποίας εμφανίστηκε στο ακροατήριο ο νόμιμος εκπρόσωπός της  … και δήλωσε ότι διορίζει πληρεξούσιο δικηγόρο τον Γεώργιο Αθανασιάδη (Α.Μ. ΔΣΠ:1542) μετά του οποίου παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 11-4-2019 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :3490/1720 /11-4-2019, προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους κατέθεσαν προτάσεις στο ακροατήριο.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

           Ι. Με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1, 2, 3 και 5 του Ν.2172/1993, που άρχισαν να ισχύουν από την 16η Μαρτίου 1994 (άρθρο 51 παρ. 9 εδαφ. δ` του νόμου τούτου), ορίζεται : α) ότι στο Πρωτοδικείο και Εφετείο Πειραιώς συνιστώνται ειδικά τμήματα ναυτικών διαφορών, ως τοιούτων νοουμένων των διαφορών που πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σε πλοίο, β) ότι οι διαφορές αυτές υπάγονται στα εν λόγω τμήματα των ανωτέρω Δικαστηρίων, γ) ότι, αν αυτές εισαχθούν σε άλλο τμήμα των Δικαστηρίων τούτων, παραπέμπονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών των τελευταίων και δ) ότι διαφορές και υποθέσεις, που δεν υπάγονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών των τοιούτων Δικαστηρίων και εισάγονται σ` αυτό, μπορούν να δικαστούν από τούτο ή να παραπεμφθούν στο αρμόδιο Τμήμα, εφαρμοζόμενης αναλόγως, κατά τα λοιπά, της διάταξης του άρθρου 46 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 1/2011, ΕφΠειρ 988/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η δικαιοδοσία των ειδικών αυτών τμημάτων εκτείνεται σε ολόκληρο το νομό Αττικής, για την εκδίκαση ιδιωτικών διαφορών, υπό την ανωτέρω έννοια.  Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν. 2172/1993 προκύπτει ότι αυτός θέλησε να καταστήσει αποκλειστικώς αρμόδια προς εκδίκαση των ναυτικών υποθέσεων, δια της υποχρεωτικής τους υπαγωγής σε αυτά, τα ρηθέντα τμήματα ναυτικών διαφορών των παραπάνω Δικαστηρίων του Πειραιά (ΕφΠειρ 339/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 253/2016, ΕφΠειρ 413/2015, ΕφΠειρ(Μον). 445/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 145/2006, ΠειρΝομ 2006/359).Νομοθετικός σκοπός δηλαδή ήταν η ανάθεση της εκδικάσεως των υποθέσεων αυτών σε ειδικευμένους δικαστές, που έχουν αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων που συνδέονται με τις δραστηριότητες του θαλάσσιου εμπορίου και εμπειρία στην αντιμετώπιση των σχετικών ζητημάτων (Α. Αντάπασης, Ζητήματα αρμοδιότητας του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, γνμδ σε ΕΕμπΔ 2015/233 επομ. [237 – 238]). Ενόψει του ότι για την οριοθέτηση της λειτουργικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ο νομοθέτης απέβλεψε στη φύση των υπαγόμενων σ’ αυτήν διαφορών, δηλαδή χρησιμοποίησε κριτήριο αντικειμενικό, γίνεται δεκτό ότι κατ’ ουσίαν καθιέρωσε ειδική υλική αρμοδιότητα του τμήματος αυτού (ΑΠ 1285/2006, ΔΕΕ 2007,978, ΑΠ 338/2003, ΧρΙΔ 2003/537, ΑΠ 832/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 251/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, άρθρο 559, αρ. 345, σελ. 288, Κ. Μπέης, παρατηρήσεις κάτω από την ΑΠ 51/2004, σε Δ 2004/965 επομ.) και μάλιστα αποκλειστική (Γ. Ρήγος, σημείωση κάτω από την ΕφΠειρ. 38/1995, σε Δνη 1995/1313 επομ. [1319]), μη δυνάμενη να μεταβληθεί με συμφωνία των διαδίκων (Αθ. Πανταζόπουλος, ο.π., σελ. 574), αφού η υπαγωγή των ναυτικών υποθέσεων στο ομώνυμο τμήμα είναι υποχρεωτική (ΤριμΕφΠειρ. 413/2015, ΜονΕφΠειρ 442/2014, ΜονΕφΠειρ 228/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ανάγκη επίτευξης ενότητας στη νομολογία επί των ναυτικών διαφορών στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα υπαγόρευσε και τη νομοθετική επέκταση της χωρικής – γεωγραφικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τις διαφορές αυτές (Α. Αντάπασης, Η ίδρυση ειδικού τμήματος ναυτικών διαφορών στο Πρωτοδικείο και Εφετείο Πειραιά, σε Ενθύμημα Άλκη Αργυριάδη, Τόμος Ι, 1996, σελ. 45 επομ. [57]). Έτσι, στην παρ. 2 του ως άνω άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, το οποίο άρχισε να ισχύει από την 16η-3-1994 κατά την παρ. 9 εδαφ. δ αυτού (ΕφΠειρ. 145/2006, ΠειρΝ 2006/359), ορίστηκε ότι για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιά εκτείνεται σε ολόκληρο το νομό Αττικής. Επομένως, από της ισχύος της διατάξεως αυτής καταργήθηκε εφεξής η αντίστοιχη υλική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Αθηνών (ΑΠ 1602/2012, ΕΝαυτΔ 2013/17), ενώ μεταγενέστερα με το άρθρο ένατο παρ. 17 του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015» (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015), προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην § 2 του ως άνω άρθρου 51, κατά το οποίο «Για τις λοιπές εκτός Αττικής ναυτικές διαφορές, το Πρωτοδικείο Πειραιά έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα». Κατ’ ουσίαν, με τις ρυθμίσεις αυτές, εκτός της υλικής, καθιερώθηκε και τοπική αρμοδιότητα του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς (ΤριμΕφΠειρ 112/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2768/2004, ΠειρΝ 2006/354, Α. Αντάπασης, ο.α.π., σελ. 64, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 389), στο οποίο δωσιδικούν έκτοτε οι ναυτικές διαφορές, αποκλειστικώς μεν όσον αφορά το νομό Αττικής (ΕφΑθ 9139/2000, αδημ., επικυρωθείσα με την ΑΠ 832/2002) και συντρεχόντως όσον αφορά τις λοιπές περιφέρειες της Επικράτειας, ειδικώς, πάντως, σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή οριοθετήθηκε με βάση το αντικειμενικό κριτήριο της φύσης των υπαγόμενων διαφορών. Είναι προφανές ότι το (λειτουργικώς αρμόδιο ναυτικό τμήμα στο) Πρωτοδικείο Πειραιώς έχει αποκλειστική εντός της περιφέρειας του νομού Αττικής τοπική αρμοδιότητα, εφόσον καταφαθεί η υλική του αρμοδιότητα, και η σχετική κρίση προϋποθέτει την παραδοχή του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, κατόπιν αυτεπάγγελτου δικαστικού ελέγχου και ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των διαδίκων, όπως συμβαίνει με κάθε διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ, με βάση το εισαγωγικό δικόγραφο και το αποδεικτικό υλικό που τίθεται υπόψη του (Ν. Νίκας, ο.π., § 20, αρ. 1, 2, σελ. 280). Για να διευκολύνει δε την κρίση ο νομοθέτης, αφενός, εισάγει μια γενική ρήτρα (παρ.3Α του άρθρου 51), στην οποία χαρακτηρίζονται ως ναυτικές οι ιδιωτικές διαφορές που πηγάζουν από (δηλαδή αιτία έχουν) πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα του πλοίου και την παροχή εργασίας σ’ αυτό και, αφετέρου, προβαίνει σε περιπτωσιολογική απαρίθμησή τους συμπεριλαμβάνοντας στις ενδεικτικά και όχι περιοριστικά (ΤριμΕφΠειρ 253/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αναφερόμενες στην παρ. 3Β του ως άνω άρθρου και Νόμου ναυτικές διαφορές, μεταξύ άλλων, και εκείνες που αιτία έχουν συμβάσεις σχετικές με την οικονομική χρησιμοποίηση ή λειτουργία πλοίου (περ. ε), μεταξύ των οποίων αναμφίβολα συγκαταλέγονται και οι συμβάσεις ναυλώσεως (ΕφΠειρ 562/1995, ΕΝαυτΔ 1996/2270, ΕφΠειρ 1016/2001 και 1082/2001, σε ΕΝαυτΔ 2002/56 και 209 αντίστοιχα), αφού αυτές ως αντικείμενο έχουν, κατά το άρθρο 107 ΚΙΝΔ, την έναντι ανταλλάγματος χρησιμοποίηση του πλοίου εν όλω ή εν μέρει για θαλάσσιες μεταφορές (βλ. σχετ. Ι. Ρόκα/Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 247, σελ. 138, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, ΙΙ, 2007, § 114, σελ. 19, Λ. Γεωργακόπουλου, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, § 27, αρ. 1, σελ. 209, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος [Άρθρα 84 – 189], 2005, άρθρο 107, αρ. 1, σελ. 96, Δ. Μυλωνόπουλου, Δημόσιο και Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 2012, σελ. 293), υπό την έννοια της εμπορικής εκμεταλλεύσεώς του .Περαιτέρω, οι συμβάσεις ναυλώσεως παράγουν ναυτικές διαφορές, διότι αποτελούν πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου και αφορούν στη χρησιμοποίηση εμπορικού πλοίου ΕφΠειρ 150/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 4969/2001, Δνη 2002/472 με εισαγωγικό σημείωμα Κ. Παμπούκη). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου ναυτικές είναι και οι διαφορές που αφορούν το κύρος, την ερμηνεία και την εκπλήρωση ή αναφύονται κατά την ανώμαλη εξέλιξη άλλων συμβάσεων, βοηθητικών της σύμβασης ναυλώσεως, όπως είναι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη διαπραγμάτευση και τη σύναψη ναυλώσεων, που κατατείνει στην εξυπηρέτηση του ίδιου οικονομικού σκοπού (της εμπορικής εκμετάλλευσης πλοίου δια της ανευρέσεως ναυλωτή ή εκναυλωτή με σκοπό τη διενέργεια επ’ αμοιβή θαλάσσιων μεταφορών προσώπων ή πραγμάτων), καθόσον, άλλωστε, για τον χαρακτηρισμό μιας υποθέσεως ως ναυτικής δεν αποτελεί, κατά την έννοια του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, αναγκαία προϋπόθεση η ενασχόληση των υποκειμένων της αντιδικίας με το θαλάσσιο εμπόριο (ΕφΠειρ 403/2002, ΕΝαυτΔ 2002/129), αλλά αρκεί η μεταξύ τους διαφορά να έχει αιτία (να πηγάζει από) την χρησιμοποίηση του πλοίου για εμπορικό σκοπό.

ΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών του άρθρου 614 επ.ΚΠολΔ ως ισχύει με τον Ν.4335/2015 για αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016 κατά την παρ.1 αυτού και το ισχύον πριν τον Ν. 4335/2015 άρθρο 647 παρ. 1 του ΚΠολΔ κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 έως 661 ΚΠολΔ (μισθωτικές διαφορές)  δικάζονται όλες οι κύριες ή παρεπόμενες διαφορές από μίσθωση κάθε είδους πράγματος ή άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου ή από επίμορτη αγροληψία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι κατά τη μισθωτική διαδικασία δικάζονται οι διαφορές για την παράδοση του μισθίου ή την απόδοσή του λόγω καθυστέρησης του μισθώματος από δυστροπία ή επειδή έληξε με οποιοδήποτε τρόπο η διάρκεια της μίσθωσης (ΕφΠειρ 75/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς με την αγωγή απόδοσης μισθίου εισάγεται προς εκδίκαση μισθωτική διαφορά προερχόμενη από ανώμαλη εξέλιξη της καταρτισμένης μισθωτικής σύμβασης μεταξύ των διαδίκων, η οποία σύμφωνα με τα προεκτεθέντα υπάγεται στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Όπως δε θα αναφερθεί ειδικότερα κατωτέρω, στην υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, η σύμβαση μίσθωσης σκαφών προσομοιάζει με τη σύμβαση μίσθωσης ακινήτου και διέπεται από τις περί μισθώσεως διατάξεις του Αστικού Κώδικα (ΕφΑθ. 10868/1988, ΑρχΝ 1989/426, ΔΕΚ 428/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) , οι δε από αυτήν απορρέουσες διαφορές εκδικάζονται από το κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 1 εδαφ. β, 16 αρ. 1 και 29 παρ. 1 ΚΠολΔ αρμόδιο δικαστήριο κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών (ΕφΠειρ 126/2017, ΔΕΕ 2017.801, ΜονΕφΠειρ 14/2017 αδημ. στο νομικό τύπο, ΜονΕφΠειρ 847/2014 ΤΝΠ NOMOΣ).

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 84,105 και 106 ΚΙΝΔ προκύπτει ότι, μετά την εισαγωγή του, γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας πλοίου και εφοπλισμού (ΕφΠατρ 114/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμό, όχι δε συγχρόνως πλοιοκτησία και εφοπλισμό. Δεν είναι επομένως κατ’ αρχήν δυνατή η σύγχρονη επί του ίδιου πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή (βλ. ΑΠ 991/1991, ΕΝΔ 20, 71, ΜΕφΠειρ 809/2014, ΕφΠειρ 762/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠΠατρ 910/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Επίσης στους συνήθεις τύπους «γυμνών» ναυλοσυμφώνων (Barecon) υφίσταται εφοπλισμός, αφού από τα σχετικά συμβόλαια προκύπτει ότι ο ναυλωτής έχει όλες τις εξουσίες που αφορούν την εμπορική εκμετάλλευση και την αστική διεύθυνση του πλοίου. Ακόμη και ο χρονοναυλωτής είναι εφοπλιστής όταν έχει την εκμετάλλευση και τη ναυτικήδιεύθυνση και διαχείριση του πλοίου (ΑΠ 624/68 ΕΕμπΔ Κ 243 σε σχόλιο Ρόκα, ΑΠ 991/91 ΕΕμπΔ 92.639, ΕλΔνη 92.841, ΕφΑΘ 8734/86 ΕΕμπΔ ΛΣ’ 664, ΕφΑΘ 2560/75 ΕΝΔ 3524, ΠΠΠ 450/70 ΕΕμπΔ KB’ 77, Γνωμ. Ολ. ΝΣΚ 776/70 Ε.Ν.Δ. 2.197, Χαρλαύτης ΕμπΔ 1962, 150.151). Κατά την παραπάνω διάταξη ο εκμεταλλευόμενος για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλο (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως και από κοινού με τον κύριο του πλοίου στην λιμενική αρχή του τόπου νηολόγησης. Η ως άνω δήλωση καταχωρίζεται στο νηολόγιο και περιέχεται στο έγγραφο εθνικότητος του πλοίου. Κλασσικό παράδειγμα επομένως εφοπλισμού θεωρείται η περίπτωση «μίσθωσης» πλοίου χωρίς εξοπλισμό και πλήρωμα (μίσθωση «γυμνού πλοίου» boreboat charter) στην οποία ο ναυλωτής θεωρείται εφοπλιστής. Η ναύλωση αυτή δε ρυθμίζεται εξαντλητικά στον ΚΙΝΔ, με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΑΚ για τη μίσθωση πράγματος και την ανώμαλη εξέλιξη των ενοχών από τη σύμβαση, όπως η υπερημερία και η αδυναμία παροχής (βλ. ΕφΠειρ 76/2008 ΕΝΑΥΤΔ 2008/123). Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2743/1999, «η εκτέλεση ταξιδιών αναψυχής ή και περιήγησης με ολική ναύλωση πραγματοποιείται, σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται στον παρόντα νόμο, από πλοία αναψυχής υπό ελληνική σημαία, που έχουν χαρακτηριστεί επαγγελματικά κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου», κατά δε την παρ. 1 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, «η σύμβαση ολικής ναύλωσης έχει ως αντικείμενο τη χρήση του επαγγελματικού πλοίου αναψυχής μόνο για αναψυχή ή και περιήγηση. Η σύμβαση αποδεικνύεται εγγράφως με την κατάρτιση ναυλοσύμφωνου…». Ο έγγραφος τύπος που αναφέρεται στη δεύτερη από τις πιο πάνω διατάξεις, όπως και στο άρθρο 108 ΚΙΝΔ, δεν είναι συστατικός, αλλά αποδεικτικός, με αποτέλεσμα, αν δεν καταρτισθεί έγγραφο, να μην μπορεί να αποδειχθεί η σύμβαση με μάρτυρες ή τεκμήρια, αλλά μόνο με όρκο ή ομολογία (βλ. Αλίκη Κιάντου-Παμπούκη, ό.π., σελ. 52, ΑΠ 1071/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πλέον συγκεκριμένα,σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά από τη θεωρία και τη νομολογία, καθώς και από τη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, είδος της υπό ευρεία έννοια ναύλωσης είναι και η χρονοναύλωση γυμνού πλοίου (bareboat charter ή charter by demise, affretement, coque nue), κατά την οποία ο εκναυλωτής θέτει έναντι ανταλλάγματος στη διάθεση του ναυλωτή, για ορισμένο χρόνο, πλοίο κατάλληλο μεν για θαλασσοπλοΐα, αλλά χωρίς εξοπλισμό και επάνδρωση ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό (Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2007, τόμος 2ος, παρ. 115, σελ. 20 ). Η παραχώρηση με αντάλλαγμα πλοίου “γυμνού” (άνευ πληρώματος) φέρει τον χαρακτήρα της μισθώσεως πράγματος (βλ. ΕφΠειρ 529/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 874/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 452/2008 ΕΝΔ 2009.39, ΕφΠατρ 52/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην έννοια της χρήσης περιλαμβάνεται κάθε νόμιμος τρόπος εκμετάλλευσης του πλοίου από τους γνωστούς στο ναυτικό δίκαιο και στη ναυτιλιακή πρακτική. Κατά το άρθρο 574 ΑΚ, με τη σύμβαση μίσθωσης πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα, κατά δε το άρθρο 595 του ίδιου Κώδικα, το μίσθωμα καταβάλλεται στις συμφωνημένες ή στις συνηθισμένες προθεσμίες (ΑΠ 208/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν δεν υπάρχουν τέτοιες προθεσμίες, καταβάλλεται κατά τη λήξη της μίσθωσης και αν συμφωνήθηκε καταβολή σε μικρότερα διαστήματα κατά τη λήξη τους (ΑΠ 852/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την ΑΚ 597, αν ο μισθωτής καθυστερεί το μίσθωμα ολικά ή μερικά, ο εκμισθωτής δικαιούται να καταγγείλει τη μίσθωση τουλάχιστον πριν από ένα μήνα, αν πρόκειται για μίσθωση που η διάρκειά της συμφωνήθηκε για ένα χρόνο ή περισσότερο και πριν από δέκα ημέρες στις άλλες μισθώσεις.Η καταγγελία μένει χωρίς αποτέλεσμα αν ο μισθωτής πριν περάσει η προθεσμία αυτή καταβάλλει το καθυστερούμενο μίσθωμα μαζί με τα τυχόν έξοδα της καταγγελίας.Κατά δε την διάταξη 598 ΑΚ είναι άκυρη κάθε συμφωνία με την οποία συντομεύονται οι προθεσμίες του προηγούμενου άρθρου ή λύνεται αυτόματα η μίσθωση ή παρέχεται τέτοιο δικαίωμα στον εκμισθωτή μόλις ο μισθωτής γίνει υπερήμερος ως προς την πληρωμή του μισθώματος ενώ  κατά τη διάταξη της ΑΚ 601, ο μισθωτής, για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά τη λήξη της μίσθωσης οφείλει ως αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία. Σημειωτέον ότι  η μη εκπλήρωση της υποχρεώσεως του μισθωτή προς καταβολή του μισθώματος συνιστά τον λόγο που δικαιολογεί την καταγγελία για μονομερή λύση της μισθώσεως για το μέλλον, η κατά το άρθρο 597 ΑΚ καταγγελία προϋποθέτει υπερημερία του μισθωτή ως προς την πληρωμή του μισθώματος, η οποία, κατά το άρθρο 341 ΑΚ, εάν προς εκπλήρωση της παροχής συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα, επέρχεται και χωρίς όχληση με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής, ο μισθωτής είναι υπόχρεος, χωρίς όχληση, να καταβάλει το μίσθωμα στις καθορισμένες προθεσμίες ενώ απαλλάσσεται αν, αποδείξει ότι η καθυστέρηση του μισθώματος οφείλεται σε εύλογη αιτία (ΑΚ 342).Επίσης,η αμέσως, κατά το παραπάνω άρθρο, αξίωση του εκμισθωτή για αποζημίωση σε περίπτωση παρακράτησης του μισθίου από τον μισθωτή μετά τη λήξη της μίσθωσης δεν αφορά μισθώματα, διότι δεν έχει βάση τη μισθωτική σύμβαση αλλά το γεγονός της παρακράτησης μετά τη λήξη της μίσθωσης και εντεύθεν εξαιτίας της παράβασης αυτής προκύπτουσα υποχρέωση αποζημιώσεως (ΑΠ 7/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Συνοψίζοντας τα ανωτέρω, ο εκμισθωτής στην περίπτωση καθυστέρησης καταβολής του μισθώματος κατά το συμφωνημένο χρόνο, έχει δύο δυνατότητες για να ζητήσει την απόδοση του μισθίου : α) να καταγγείλει τη μισθωτική σύμβαση, σύμφωνα με το άρθρο 597 Α.Κ. πριν από ένα μήνα, οπότε μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής και την μη καταβολή εντός της ίδιας των οφειλομένων μισθωμάτων επέρχεται η λύση της μίσθωσης, β) να εγείρει αγωγή χωρίς να καταγγείλει τη μισθωτική σύμβαση, αναφερόμενος στη μη καταβολή μισθωμάτων εκ δυστροπίας του μισθωτή, οπότε η μισθωτική σύμβαση εξακολουθεί να υφίσταται και λήγει μόνο με την εκτέλεση της αποφάσεως που διατάσσει την απόδοση μισθίου. Μεταξύ των αγωγών αυτών, με τις οποίες επιδιώκεται η απόδοση του μισθίου λόγω καθυστέρησης στην καταβολή των μισθωμάτων υφίσταται ουσιαστική αντίφαση και απαγορεύεται η σώρευσή τους, αφού στην πρώτη περίπτωση προϋποτίθεται λήξη της μισθωτικής σύμβασης, ενώ στη δεύτερη ύπαρξη ενεργούς μισθωτικής σύμβασης. Αντίθετα, είναι δυνατή η επικουρική κατ’ άρθρο 219 ΚΠολΔ. σώρευση τούτων (ΕφΑθ 113/2007 ΕΔικ.Πολ. 2010 . 244, Κατρά Πανδέκτης Μισθώσεων και οροφοκτησίας, εκδ. 2000 παρ. 50 σελ. 158, Παπαδάκη, Αγωγές Απόδοσης Μισθίου αριθμ. 973, 1005)Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 574 έως 578 και 585 ΑΚ, συνάγεται ότι ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η μίσθωση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα. Ως μίσθωμα, η καθυστέρηση καταβολής της οποίας ιδρύει για τον εκμισθωτή όλα τα δικαιώματα που του παρέχονται και από την καθυστέρηση του μισθώματος, θεωρείται και η αναλογία όσων δαπανών  βαρύνουν το μίσθιο, εφόσον ο μισθωτής έχει με τη μισθωτική σύμβαση αναλάβει, μεταξύ άλλων συναφών υποχρεώσεων, την υποχρέωση να καταβάλλει και την αναλογία αυτή (ΑΠ 902/1996, Δνη 1997/108, ΕφΑθ 8882/2006, Δνη 2008/283ΕΔΠ 2007/170, ΕφΑθ 8813/2002, Δνη 45/1502, ΕφΑθ 2988/2001, Δνη 42/1402, Ι. Κατράς, Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας, 2007, παρ. 7, σελ. 83). Διαφορετική είναι η περίπτωση που κατά το συνδυασμό των άρθρων 587, 594 και 623 ΑΚ για να θεωρηθεί λυθείσα η σύμβαση μισθώσεως, όταν ο μισθωτής παρά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του να εκμεταλλεύεται το μίσθιο επιμελώς και σύμφωνα με τον προορισμό του, πρέπει προηγουμένως ο εκμισθωτής να προβεί στην καταγγελία της μισθώσεως, πλην όμως όταν μεταξύ εκμισθωτή και μισθωτή έχει τεθεί ως όρος ότι ο μισθωτής είναι υπόχρεος να εκμεταλλεύεται το μίσθιο κατά τον παραπάνω τρόπο και ότι σε περίπτωση παραβιάσεως του εν λόγω όρου από τον μισθωτή θα λύεται αυτοδίκαια η σύμβαση της μισθώσεως, τότε με την παράβαση του εν λόγω όρου από τον μισθωτή επέρχεται λύση της σύμβασης της μισθώσεως, χωρίς να απαιτείται προηγουμένως διαμαρτυρία και καταγγελία αυτής από τον εκμισθωτή. Επίσης ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση όχι μόνο να παραδώσει το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση, αλλά να το διατηρεί κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, υποχρεούμενος σε άρση των πραγματικών του ελαττωμάτων και σε αποκατάσταση των συμφωνημένων ιδιοτήτων που λείπουν. Αν κατά το χρόνο παράδοσης στο μισθωτή, το μίσθιο έχει ελάττωμα που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση-(πραγματικό ελάττωμα) ή αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίσθηκε τέτοιο ελάττωμα, ο μισθωτής έχει το δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος (άρθρο 576 ΑΚ). Το ίδιο ισχύει και αν λείπει από το μίσθιο μια συμφωνημένη ιδιότητα ή αν έλειψε τέτοια ιδιότητα όσο διαρκεί η μίσθωση. Επομένως, αν από την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος εμποδίστηκε η συμφωνημένη χρήση, ο μισθωτής έχει δικαίωμα να μην καταβάλει το μίσθωμα όσο διάστημα διαρκεί η παρεμπόδιση της χρήσης του μισθίου οπό το ελάττωμα ( ΑΠ 1291/2014, ΑΠ 1315/2014, ΑΠ 27/2014, ΑΠ 33/2014, ΑΠ 415/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 685/2006 ΑΡΧΝ 2006.798).Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 574, 592, 599 και 330 ΑΚ προκύπτει ότι για κάθε φθορά πέρα από εκείνη, που οφείλεται στη συνήθη χρήση, ο εκμισθωτής έχει αξίωση αποζημίωσης κατά του μισθωτή από τη σύμβαση και καλύπτει κάθε ζημία θετική ή αποθετική (διαφυγόν κέρδος). Για την αξίωση αποζημίωσης λόγω φθορών του μισθίου, ο εκμισθωτής με την προς τούτο αγωγή του πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τη σύμβαση μίσθωσης, τις φθορές που προκλήθηκαν στο μίσθιο και το ποσό ζημίας, στο μισθωτή δε απόκειται να επικαλεστεί και αποδείξει για την απαλλαγή του, ότι οι φθορές αυτές προέρχονται από τη συμφωνημένη χρήση ή από γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη ( ΑΠ 1807/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575, 576 και 577 ΑΚ συνάγεται ότι , αν κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου, ή αν ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει κατ` αυτήν (συνομολόγηση) πραγματικό ελάττωμα του μισθίου που παρακωλύει μερικά ή ολικά τη συμφωνηθείσα χρήση, αντί της μείωσης ή της μη καταβολής του μισθώματος, ο μισθωτής, δικαιούται να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης. Κατά δε το άρθρο 578 του ίδιου Κώδικα, το αυτό δικαίωμα έχει ο μισθωτής και αν ο εκμισθωτής έχει καταστεί υπερήμερος ως προς την άρση πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 306 ΑΚ προκύπτει ότι ο μισθωτής, στις παραπάνω περιπτώσεις, έχει, κατ` επιλογή, ή αγωγή για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος ή αγωγή προς αποζημίωση, η οποία περιλαμβάνει την ανόρθωση της ζημίας του για τη μη εκτέλεση της σύμβασης. Η επιλογή αυτή γίνεται με άτυπη απευθυντέα και ανεπίδεκτη αιρέσεως ή ανακλήσεως σαφή, ρητή ή σιωπηρή δήλωση του μισθωτή προς τον εκμισθωτή σύμφωνα με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 306 παρ. 1 ΑΚ, μπορεί δε να γίνει και με αγωγή ή ανταγωγή ή και κατ` ένσταση σε περίπτωση αγωγής του εκμισθωτή για την καταβολή του μισθώματος ή απόδοση του μισθίου από δε την περιέλευση της δήλωσης αυτής του μισθωτή στον εκμισθωτή, διαπλάσσεται η νέα έννομη σχέση τους (ΑΚ 167) (ΕφΛαρ 164/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012/168, ΕφΛαρ 165/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012/532). Οι ως άνω διατάξεις του ΑΚ, με τις οποίες ρυθμίζεται η ευθύνη του εκμισθωτή για κάθε είδους ελαττώματα του μισθίου, είναι ενδοτικού δικαίου, με την έννοια ότι επιτρέπεται με τους όρους πάντοτε των διατάξεων των άρθρων 332 επ. ΑΚ, να συμφωνηθεί ο αποκλεισμός ή ο περιορισμός της ειδικής αυτής ευθύνης του εκμισθωτή. Έτσι, μπορεί να συμφωνηθεί ότι οι δαπάνες για άρση ελαττωμάτων ή έλλειψη συμφωνηθείσας ιδιότητας, που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της μίσθωσης και καθιστούν ακατάλληλο το μίσθιο για τη συμφωνημένη χρήση, θα καταβάλλονται από το μισθωτή, οπότε ο εκμισθωτής απαλλάσσεται από τη σχετική κατά το άρθρο 575 ΑΚ υποχρέωσή του να το διατηρεί κατάλληλο σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης (ΑΠ 1807/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1591/2000 ΕλΔ 42/1326, 1585/98 ΕλΔ 40/130, ΕφΑθ 2132/91 ΕλΔ 33/1285, 2405/86 ΑρχΝ 37/311). Συνήθεις είναι οι όροι σε έντυπα μισθωτήρια συμφωνητικά ότι «ο εκμισθωτής δεν φέρει ευθύνη για οποιοδήποτε πραγματικό ή νομικό ελάττωμα είτε αυτά υπάρχουν είτε αναφανούν στο μέλλον», καθώς και ότι «ο εκμισθωτής δεν ευθύνεται για τυχόν επισκευές του μισθίου έστω και για τις αναγκαίες, ή εκείνες που προέρχονται από ανώτερη βία» (ΕφΑθ 1022/2002 Δ/ΝΗ 2002/1487). Επομένως, αν από την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος ή την έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του μισθίου εμποδίστηκε ολικά ή μερικά η συμφωνημένη χρήση αυτού, ο μισθωτής έχει δικαίωμα, προβαλλόμενο και κατ` ένσταση, να μη καταβάλει το μίσθωμα ή να το καταβάλει μειωμένο και αν το προκατέβαλε, δικαιούται να αναζητήσει αυτό ως αχρεώστητο κατά το άρθρο 904 του ΑΚ.  Στην περίπτωση αυτή ο ενάγων εκμισθωτής μπορεί, ενόψει του ενδοτικού χαρακτήρα των διατάξεων των άρθρων 576 επ. ΑΚ, να επικαλεσθεί, με αντένσταση, ότι η ευθύνη του για πραγματικά ελαττώματα ή για έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων του μισθίου έχει αποκλειστεί με συμφωνία των μερών (άρθρο 361 ΑΚ), ο δε μισθωτής εναγόμενος, αντιτάσσοντας επαντένσταση, να ισχυριστεί ότι η συμφωνία αυτή είναι άκυρη, διότι ο εκμισθωτής αποσιώπησε με δόλο ή από βαριά του αμέλεια το ελάττωμα ή την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας (άρθρο 332 παρ. 1 ΑΚ). Επίσης, ο εκμισθωτής μπορεί, κατ` ένσταση, να προβάλει τον ισχυρισμό, ότι ο μισθωτής κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης μισθώσεως γνώριζε το ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας ή ότι παρέλαβε ανεπιφύλακτα το μίσθιο, γνωρίζοντας το ελάττωμα ή την έλλειψη, γεγονός που αποκλείει την ευθύνη του για την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας (άρθρα 579 και 581 ΑΚ) και, επομένως, ο μισθωτής δεν έχει τα δικαιώματα που απονέμονται σ` αυτόν από τα άρθρα 576 έως 578 ΑΚ  (ΑΠ 325/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΑΚ «ο εκμσθωτής αποδίδει στον μισθωτή τις αναγκαίες δαπάνες που αυτός έκανε στο μίσθιο». Κατά την πιο πρόσφατη νομολογία (βλ. ΑΠ 499/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ως αναγκαίες θεωρούνται οι δαπάνες που είναι απαραίτητες για τη διατήρηση ή συντήρηση του πράγματος κατάλληλου για την τακτική εκμετάλλευσή του και για τη διαγραφόμενη στη σύμβαση συμφωνημένη χρήση. Συνεπώς, αν γίνουν βλάβες ή ζημίες στο μίσθιο, οι οποίες οφείλονται στη συνήθη χρήση αυτού, την κακή κατασκευή του κτιρίου, σε τυχαίο γεγονός ή/και σε ανωτέρα βία, ο μισθωτής μπορεί να τις επισκευάσει και στη συνέχεια έχει το δικαίωμα να στραφεί κατά του εκμισθωτή, ο οποίος οφείλει να αποδώσει ότι δαπανήθηκε. Η λύση αυτή έχει επικρατήσει στη συναλλακτική πρακτική και συνάδει με τα όσα υπαγορεύονται από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη.Κατά το άρθρο 591 παρ. 2. Α.Κ., «οι επωφελείς δαπάνες αποδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων. Ο μισθωτής έχει δικαίωμα να αφαιρέσει τα κατασκευάσματα που πρόσθεσε ο ίδιος στο μίσθιο». Επωφελείς θεωρούνται οι δαπάνες οι οποίες αυξάνουν την αξία του μισθίου (βλ. ΝοΒ 3/315 και ΝοΒ 6/203). Τέτοιες δαπάνες είναι ενδεικτικά οι διασκευές, οι προσθήκες στο μίσθιο κλπ. Οι δαπάνες αυτές αποδίδονται στο μισθωτή, εφόσον παραμένουν σε όφελος του μισθίου, με βάση τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλότριων, ήτοι κατά τις διατάξεις των άρθρων 730 παρ. 1 και 736 ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες όποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να τη διεξάγει προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση του κυρίου. Αν ο διοικητής αλλότριων ανέλαβε τη διοίκηση προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση του κυρίου, έχει δικαίωμα να ζητήσει από αυτόν τις δαπάνες της διοίκησης και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως. Σε περίπτωση που δε δύναται να αναζητήσει αυτές κατά τις διατάξεις για την εντολή, μπορεί να πράξει αυτό με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (904 επ. ΑΚ) αρκεί να επικαλείται : 1) είτε ότι ο λήπτης (εκμισθωτής) εξοικονόμησε αντίστοιχες δαπάνες στις οποίες αυτός άλλως θα προέβαινε ή όφειλε να προβεί με βάση τις υποκειμενικές του συνθήκες και 2) είτε ότι με τις ως άνω δαπάνες περιήλθε σ’ αυτόν (λήπτη του πλουτισμού) οικονομική αξία η οποία είχε πράγματι γι αυτόν επωφελή επίπτωση, αποβλέποντας και εδώ στις συγκεκριμένες προσωπικές συνθήκες υπό τις οποίες αυτός διατελεί και οι οποίες είναι απαραίτητο να εκτίθενται στο δικόγραφο για το ορισμένο της αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αφού, όπως προαναφέρθηκε, στις ως άνω περιπτώσεις ο πραγματικός και συγκεκριμένος πλουτισμός του λήπτη είναι όρος της αξίωσης για απόδοση των δαπανών από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΕφΠατρ 1031/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠΘεσ 2233/2014 ΕλλΔνη 2014, 1105).  Επίσης, ο μισθωτής που έχει αξίωση για καταβολή των επωφελών δαπανών που έκανε στο μίσθιο, έχει δικαίωμα επίσχεσης (άρθρα 325 ΑΚ και 326 ΑΚ), μπορεί δε να ζητήσει και τόκους για τις δαπάνες που έκανε (άρθρο 301 ΑΚ).Ωστόσο, επειδή οι ως άνω διατάξεις είναι ενδοτικού δικαίου, οι συμβαλλόμενοι μπορούν να  ρυθμίσουν με οποιονδήποτε άλλον τρόπο (με την επιφύλαξη του άρθρου 281 Α.Κ. περί καταχρηστικότητας) την τύχη των δαπανών που έγιναν (βλ.  ΑΠ 2185/2009, Εφ Λαρ 366/2011  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αν κατά την υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης τα μέρη καταλήξουν διαφορετικά, ήτοι ότι οι επωφελείς δαπάνες βαρύνουν τον μισθωτή και αυτός δε δύναται να τις αναζητήσει από τον εκμισθωτή κατά τη λύση της σχέσης τους αυτός (εκμισθωτής) θα είναι νομικά καλυμμένος.

ΙV. Εξάλλου από τον συνδυασμό των άρθρων 185, 189, 192 και 195 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι η πρόταση για την κατάρτιση συμβάσεως πρέπει να είναι πλήρης δηλαδή να περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την σκοπούμενη σύμβαση, προπαντός μεν τα ουσιώδη, από δε τα επουσιώδη, εκείνα τα οποία ο προτείνων νομίζει ότι πρέπει να εξαρθούν ειδικότερα. Η πρόταση όμως είναι ισχυρά και όταν ακόμη είναι αόριστη ως προς κάποιο από τα στοιχεία της (ουσιώδη ή επουσιώδη) εφόσον ο προσδιορισμός του επαφίεται στον λήπτη της προτάσεως ή μπορεί να συναχθεί με αναφορά στις δηλώσεις των μερών που προηγήθηκαν (ΑΠ 8/2005 Δ/νη 46.831, ΕφΔυτΜακ 29/2014 Αρμ2015. 439). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 189,191 εδ. β` και 195 ΑΚ προκύπτει ότι η αποδοχή της πρότασης για την σύναψη σύμβασης η οποία αποτελεί αντίστοιχο της πρότασης δικαίωμα, πρέπει να είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο της πρότασης( consensus) χωρίς επιφύλαξη ή τροποποίηση, να ακολουθεί την πρόταση και να περιέλθει σ` αυτόν που πρότεινε με αφετηρία το χρόνο της πρότασης μέσα στην προθεσμία που τάχθηκε μ` αυτήν ή συγχρόνως με άλλο τρόπο γραπτώς ή προφορικώς ή αν δεν τάχθηκε προθεσμία έως την στιγμή που κατά τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης απαιτείται και συνακόλουθα υποχρεούται να αναμένει αυτός που πρότεινε. Έτσι η ασυμφωνία ( disensus) των μερών ως προς ουσιώδη όρο ( essentialia negotii) έχει ως συνέπεια την μη σύναψη της σύμβασης (ΑΠ 1638/2001 Δ/νη 43.767,  ΕφΑθ 8582/2006 ΕλλΔ/νη2008.929) και τούτο διότι τόσο η πρόταση όσο και η αποδοχή πρέπει να καλύπτονται αμοιβαίως σε όλα τα σημεία τους (ακόμη και στα επουσιώδη). Αν δεν υπάρχει τέτοια πλήρης κάλυψη η σύμβαση δεν έχει καταρτισθεί. Ωστόσο, εφόσον υπάρχει φανερή ασυμφωνία επί επουσιωδών σημείων( accidentalia negotii), δηλαδή τα μέρη τελούν εν γνώσει του γεγονότος ότι δεν συμφώνησαν στα ανωτέρω επουσιώδη σημεία, η σύμβαση θεωρείται ότι δεν καταρτίστηκε μόνον σε περίπτωση αμφιβολίας κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 195 του ΑΚ( φανερή ασυμφωνία σε  επουσιώδης όρους, διότι αν η φανερή ασυμφωνία αφορά σε ουσιώδης όρους η σύμβαση δεν καταρτίζεται-βλ Σπυριδάκη Γενικές Αρχές εκδ 1987 σελ 731). Ο κανόνας της 195 ΑΚ αφορά στις περιπτώσεις εκείνες που η ασυμφωνία είναι αποτέλεσμα ηθελημένης δήλωσης βούλησης και όχι λόγω πλάνης( Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ εκδ 2001 υπό το άρθρο 195 ΑΚ σελ 813) . Αυτό σημαίνει ότι η σύμβαση θεωρείται καταρτισθείσα όταν προκύπτει ότι τα μέρη δεν εξάρτησαν τη σύναψή της από την επίτευξη συμφωνίας επί των σημείων τούτων. Τέτοια θέληση για σύναψη της σύμβασης θεωρείται συνήθως υφιστάμενη όταν και τα δύο μέρη εν γνώσει της ελλείπουσας συμφωνίας σε κάποιο επουσιώδες σημείο άρχισαν να εκπληρώνουν τη σύμβαση ή όταν με μεταγενέστερη συμφωνία προσδιόρισαν και το επουσιώδες σημείο. Η φανερή ασυμφωνία, περί της οποίας το άνω άρθρο 195 ΑΚ, διακρίνεται της λανθάνουσας (παρανόησης), η οποία υπάρχει όταν τα μέρη πιστεύουν ότι συμφώνησαν σε όλα τα σημεία και ότι η σύμβαση έχει συναφθεί, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχουν συμφωνήσει σε ορισμένο ή ορισμένους όρους, οπότε, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 196 ΑΚ, εφόσον πρόκειται περί επουσιώδους όρου, γίνεται δεκτό ότι συνήφθη η σύμβαση, εφόσον, κατά την υποθετική βούληση των μερών, αυτή θα καταρτιζόταν έστω και χωρίς να αποφασίσουν τα μέρη για το συγκεκριμένο όρο( ΑΠ 1027/2009 αδημ). Η διάταξη επομένως του  άρθρου  196 ΑΚ ρυθμίζει τη λανθάνουσα ασυμφωνία σε επουσιώδης όρους (ΕφΑθ 4014/2006 ΔΕΕ2006.1275Βαθρακοκοίλη οπ σελ 815 επΓεωγιάδης-Σταθόπουλος, τομ. πρώτος σελ. 317 επ., Σημαντηρας, Γενικαί Αρχαί, έκδ. δεύτερη, σελ. 386 αριθ. 663, Mπαλής, Γενικαί Αρχαί, παρ. 82, σελ. 225), η οποία λανθάνουσα ασυμφωνία δεν εμποδίζει την κατάρτιση της συμβάσεως. Έτσι προϋπόθεση για την εφαρμογή της ως άνω διάταξης είναι : α) Η συμφωνία σε ουσιώδη όρο της σύμβασης, β) Η ασυμφωνία των μερών ως προς επουσιώδη όρο. Δεν ρυθμίζεται ειδικώς η περίπτωση της λανθάνουσας ασυμφωνίας  σε ουσιώδεις όρους (essentialia negotii) δηλαδή όταν υπάρχει ασυμφωνία ως προς ουσιώδες στοιχείο όχι ηθελημένη αλλά από πλάνη, δηλαδή  όταν ασυμφωνία αυτή δεν είναι γνωστή  στα μέρη αφού αυτά θεωρούν ότι σύμβαση έχει καταρτισθεί.  Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η περίπτωση αυτή προσομοιάζει με τη διμερή πλάνη ως προς η δήλωση βουλήσεως και των δύο μερών, η οποία  μπορεί να είναι κοινή ως προς ορισμένο όρο της σύμβασης( ομοειδής διμερής πλάνη), ή διαφορετική ( ετεροειδής διμερής πλάνη) έτσι ώστε αυτή να εμφανίζεται κατηρτισμένη παρά την πραγματική βούληση των  μερών. Στην περίπτωση αυτή, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, προσήκει η ίδια λύση, ως ανωτέρω, δηλαδή θα πρέπει να θεωρείται ότι η σύμβαση  δεν έχει καταρτισθεί (ΑΠ 882/2010 ΔΕΕ 2010.1210, ΑΠ 1334/2008 ΕλλΔνη 2011.417, ΑΠ 1638/2001 ΕλλΔ/νη2002.767,  ΕφΑθ 8582/2006 ΕλλΔνη 2008.929, ΕφΑθ 8363/2001 ΕΔΠολ2003.177,  Σπυριδάκη όπ.)  Ειδικότερα όσον αφορά τη σύμβαση έργου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, όπου ορίζεται ότι (στην σύμβαση αυτή) ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει την συμφωνημένη αμοιβή, προκύπτει ότι ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης αυτής είναι η συμφωνία μεταξύ του εργολάβου και του εργοδότη για την αμοιβή του εργολάβου, δηλαδή η συμφωνία για το εργολαβικό αντάλλαγμα και την κατασκευή συγκεκριμένου έργου ( ΑΠ 600/2017 αδημ, ΕφΑθ 7179/2008 ΕλλΔ/νη2011. 243).

  1. Επίσης, οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που υφίσταται κενό σε δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βούλησης. Δηλονότι κάθε συμφωνία των μερών πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται σαφώς από τις περιστάσεις, ενώ σε περίπτωση που διαπιστωθεί, έστω και εμμέσως, η ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις περί τούτου δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, το Δικαστήριο οφείλει να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ ( ΑΠ 176/2018 αδημ, ΑΠ 245/2018 αδημ, ΑΠ 518/2018 αδημ,  ΑΠ 896/2013, ΑΠ 1310/2011,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ερμηνεία  μίας αμφίσημης συμβάσεως  θα πρέπει να γίνεται επί τη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ήτοι του άρθρου 200 ΑΚ που θα πρέπει  στην περίπτωση αυτή να προκρίνεται έναντι της 173 ΑΚ, η οποία  εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δήλωσης, δηλαδή την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης, αλλά να αναζητείται η αληθινή βούληση,  ενώ η 200ΑΚ  εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη των συναλλαγών  επιβάλλοντας η δήλωση να ερμηνεύεται , όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας και μόνο πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που  επικρατεί στις συναλλαγές, κατά την κρίση του εχέφρονα ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης το Δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, τον δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, καθώς και τη φύση της σύμβασης. Έτσι, κάθε δήλωση βουλήσεως θα πρέπει να ληφθεί με την έννοια που απαιτεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η συναλλακτική ευθύτητα, κατά τους κανόνες της οποίας θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η δήλωση βουλήσεως Το Δικαστήριο της ουσίας, όταν ερμηνεύει, κατά τις αρχές της καλής πίστεως, λαμβάνοντας υπόψη  του και τα συναλλακτικά ήθη, τη δήλωση βούλησης, δεν είναι ανάγκη να αναλύσει και να εξειδικεύσει τις αρχές αυτές ή τα συναλλακτικά ήθη και δεν δεσμεύεται στην κρίση του από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (ΑΠ 105/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΑΠ 28/2007 ΕλλΔνη 48.1029, ΕφΠειρ 515/2015 αδημ, ΕφΠειρ 153/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) λαμβάνει όμως υπόψην του τα συμφέροντα των μερών και ιδίως εκείνου, την ιδιαίτερη προστασία του οποίου επιδιώκει ο ερμηνευόμενος όρος (ΑΠ 737/2000, ΑΠ 337/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τον δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης, τη φύση της σύμβασης, τις διαπραγματεύσεις και την προηγούμενη συμπεριφορά των μερών,  χωρίς να είναι υποχρεωμένο να αρκεστεί μόνο στο περιεχόμενο της σύμβασης ( ΑΠ 355/2018 αδημ, ΑΠ 934/2014, ΑΠ 211/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VΙ. Τέλος, κατά τα άρθρα 440 και 441 του Α.Κ. «ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δυο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες. Ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν». Κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, το διαπλαστικό δικαίωμα της προτάσεως του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν, εφόσον αυτές είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες. Ο δικαιούχος της κάθε απαιτήσεως έχει από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό. Με την πρόταση αυτού, που είναι αδιάφορο πότε θα γίνει, οι αμοιβαίες απαιτήσεις, εφόσον διατηρούνται κατά το χρονικό αυτό σημείο, εξαλείφονται αναδρομικώς, δηλαδή από το χρονικό σημείο που συνυπήρξαν (ΑΠ 716/2009, ΑΠ 1626/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ του λόγου δε ότι πρόκειται στην ουσία περί ένστασης απόσβεσης της απαίτησης του εκμισθωτή με καταλογισμό (προκαταβολή έναντι) δεν υπάρχει πεδίο λειτουργίας της παρ.2 του άρθρου 450 ΑΚ κατά την οποία δεν επιτρέπεται συμψηφισμός, αν ο οφειλέτης παραιτήθηκε προκαταβολικά από αυτόν (ΑΠ 394/2007 ΕλλΔνη 2008, 1059, ΑΠ 463/1994 Δνη 36.825, ΕφΑθ 6382/2009 ΕΔΠ 2011, 179, ΕφΔωδ 66/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6329/ 2003 ΕλλΔνη 45.582, Εφ Πειρ 966/1994 ΕλΔ 36. 606). Από το γεγονός όμως ότι ο νόμος ρυθμίζει τον μεταξύ δύο προσώπων μονομερή ή αναγκαστικό συμψηφισμό, που επέρχεται κατά τους όρους των άρθρων 440 έως 452 ΑΚ, κατόπιν μονομερούς δηλώσεως του ενός από αυτά, δεν αποκλείεται η δυνατότητα αποσβέσεως αμοιβαίων απαιτήσεων με συμψηφισμό κατόπιν συμφωνίας των ενδιαφερομένων μερών. Πρόκειται για το λεγόμενο συμβατικό ή εκούσιο συμψηφισμό που συνάπτεται με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ). Το περιεχόμενο μιας τέτοιας συμβάσεως, που είναι έγκυρη εφ’ όσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη (άρθρα 174 και 178 ΑΚ) καθορίζουν ελεύθερα τα μέρη, τα οποία μπορούν να συμφωνήσουν τον συμψηφισμό των μεταξύ των υφιστάμενων απαιτήσεων και χωρίς να συντρέχουν οι όροι του νόμου, δηλαδή χωρίς οι αμοιβαίες απαιτήσεις να είναι ληξιπρόθεσμες και ομοειδείς και χωρίς να απαιτείται πρόταση συμψηφισμού, με δήλωση του ενός συμβαλλομένου προς τον άλλον. Η σύμβαση περί συμψηφισμού είναι δυνατόν να αφορά και απαιτήσεις μέλλουσες, με αποτέλεσμα, να επέρχεται αυτοδικαίως η λόγω συμψηφισμού απόσβεση μόλις γεννηθούν και συνυπάρχουν αντιμέτωπες απαιτήσεις μεταξύ των μερών. Στην περίπτωση αυτή η επίκληση του συμβατικού συμψηφισμού αποτελεί και θεμελιώνει ένσταση εξοφλήσεως. Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 262 παρ. 1 και 222 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού ή η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να γίνεται αναφορά με τρόπο σαφή και ορισμένο των περιστατικών που θεμελιώνουν κατά νόμο την προβλεπόμενη σε συμψηφισμό ληξιπρόθεσμη και ομοειδή ανταπαίτησή του κατά του δανειστή, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα αναπλήρωσης και κατ’ ακολουθία θεραπείας της για το λόγο αυτόν αοριστίας της ένστασης με αναφορά σε άλλα έγγραφα, που αναφέρονται τα περιστατικά αυτά, με ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή των όσων ισχύουν για το ορισμένο της αγωγής (βλ. ΑΠ 7/1976 ΝοΒ 24.537, ΕφΘεσ 3396/1987 Αρμ 43.36 Β. Βαθρακοκοίλης Αναλυτική Ερμηνεία Νομολογία Αστικού Κώδικα, Τόμος 1ος σελ. 613). Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού ή η ένσταση συμψηφισμού, πρέπει να διαλαμβάνεται σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, ήτοι πρέπει να αναφέρεται : α) περιγραφή, χρόνος γέννησης και το ποσό των αμοιβαίων απαιτήσεων, που προτείνονται σε συμβιβασμό (ΑΠ 793/2005 ΕλλΔνη 49, 205), β) ότι οι απαιτήσεις είναι ομοειδείς (ΑΠ 386/1978 ΝοΒ 27, 174), γ) ότι οι απαιτήσεις είναι υποστατές και έγκυρες (ΑΠ 181/1995 ΕλλΔνη 1996, 1344) και δ) ότι οι αξιώσεις είναι ληξιπρόθεσμες και αγώγιμες (Κατράς Αγωγές και ενστάσεις ΑΚ 2008 § 159 σελ. 1170). Ειδάλλως, ήτοι εφόσον δεν εξειδικεύονται τα παραγωγικά της ανταπαιτήσεως πραγματικά περιστατικά ή δεν καθορίζονται επακριβώς τα επιμέρους χρηματικά κονδύλια που απαρτίζουν την ανταπαίτησή κατά του δανειστή ώστε να καταστεί εφικτό στον ενάγοντα να απαντήσει σ` αυτή, στο δε Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αόριστος. Πλέον συγκεκριμένα στην περίπτωση που ο εναγόμενος μισθωτής προτείνει κατά του εκμισθωτή ένσταση συμψηφισμού, αυτή για να είναι ορισμένη πρέπει : α) να προκύπτει αν αυτή προτάθηκε μονομερώς εξωδίκως (οπότε υπέχει θέση απλής ένσταση εξόφλησης με συμψηφισμό, ΑΠ 1462/2012, 1042/2009, ΕφΛαρ 366/2011) ή αν προτείνεται στην δίκη κατ’ άρθρο 442 ΑΚ (γνήσια ένσταση συμψηφισμού), β) να περιγράφονται οι αμοιβαίες απαιτήσεις, πότε γεννήθηκαν και τι ακριβώς αφορούν και ειδικότερα να εξειδικεύεται το είδος των δαπανών (αναγκαίες ή επωφελείς, ΕφΠειρ 562/2014 ΝΟΜΟΣ), το είδος των κατασκευασμάτων και να αναφέρεται ότι υπήρχε αδυναμία της παροχής (335 ΑΚ) ή ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 343 παρ. 2 ΑΚ ώστε ο εναγόμενος να μπορεί να ζητήσει την αξία των κατασκευασμάτων σύμφωνα με τις διατάξεις περί διαφέροντος, ή εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου, με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, γ) να αναφέρεται (εφόσον η αξίωση απόδοσης των επωφελών δαπανών στηρίζεται στην ΑΚ 736) αν η διεξαγωγή της υπόθεσης έγινε από εύλογη αιτία προς το συμφέρον του κυρίου και κατά την πραγματική ή εικαζόμενη βούλησή του, δ) να αναφέρει (εφόσον η αξίωση απόδοσης των επωφελών δαπανών στηρίζεται στην ΑΚ 737) τον πλουτισμό του εκμισθωτή ως κυρίου της υπόθεσης, την επέλευσή του σε βάρος του και την έλλειψη νόμιμης αιτίας, ε) να προσδιορίζεται το ποσό των απαιτήσεων κατά κατηγορία δαπανών.

Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίσιν αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι μετά από πρόταση εκ μέρους της εναγομένης εταιρείας από τον πατέρα του νομίμου εκπροσώπου της και νυν μάρτυρος ανταπόδειξης …, προς τον δικό της νόμιμο εκπρόσωπο … να συμβληθεί η ίδια (η ενάγουσα) ως εκμισθώτρια του κατωτέρω αναφερόμενου σκάφους αναψυχής  και η εναγομένη ως μισθώτρια σε σύμβαση μισθώσεως χωρίς πλήρωμα του σκάφους για τρεις καλοκαιρινές σεζόν που θα άρχιζαν το Μάιο και θα τελείωναν το Σεπτέμβριο κάθε έτους έναντι μισθώματος 20.000 ευρώ ετησίως ανά σεζόν, πρόταση την οποία αποδέχθηκε (η ενάγουσα) συστάθηκε η ίδια, της μεταβιβάστηκε η κυριότητα του ενδίκου σκάφους αναψυχής και ακολούθως καταρτίσθηκε το από 30-3-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης πλοίου με σκοπό τον εφοπλισμό-το οποίο συνέταξε ο …- δυνάμει του οποίου (η ενάγουσα) εκμίσθωσε στην εναγόμενη το κυριότητάς της επαγγελματικό τουριστικό σκάφος αναψυχής … νηολογίου Πειραιά ….. , με Δ.Δ.Σ.  SVA 8450 για διάρκεια 3 ετών αρχόμενη από τις 30-3-2018 έως τις 29-3-2021 . Ότι μεταξύ άλλων συμφωνήσανε ότι η εναγομένη θα εκμεταλλεύεται το σκάφος από 10 Μαΐου έως 30 Σεπτεμβρίου κάθε έτους με εξαίρεση το πρώτο έτος , όπου συμφωνήθηκε να κάνει χρήση από 20 Απριλίου 2018 έως 30 Σεπτεμβρίου 2018 αντί μισθώματος 20.000 ετησίως , καταβλητέου τμηματικά  για το πρώτο έτος ως εξής : 7.000 ευρώ στις 15-7-2018, 7.000 ευρώ στις 15-8-2018 και 6.000 ευρώ στις 15-9-2018 και ομοίως για τα έτη 2019 και 2020, με τις ειδικότερες συμφωνίες και όρους που αναφέρονται στο ιδιωτικό συμφωνητικό και ότι με τη λήξη κάθε σεζόν δηλαδή την 1η Οκτωβρίου κάθε μισθωτικού έτους θα επιστρεφόταν το σκάφος στον … για να το χρησιμοποιεί για την ατομική του αναψυχή μέχρι την έναρξη της επόμενης σεζόν δηλαδή το Μάιο του επόμενου έτους οπότε αυτός (ο …) θα το παρέδιδε εκ νέου στην  μισθώτρια. Επιπλέον ότι ο … και ο γιος του …, νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης, ανέλαβαν ως ειδικοί να προβούν σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για να εκδοθεί άδεια επαγγελματικού τουριστικού πλοίου για το σκάφος, για να αλλάξει η σημαία του από σημαία Αγγλίας σε σημαία Ελλάδος και για να συσταθεί η πλοιοκτήτρια αυτού (η ενάγουσα) ,ενέργειες τις οποίες θα έκαναν με δικά τους έξοδα χωρίς αμοιβή αφού θα γίνονταν για όφελος του … συνυπολογιζομένου του «ευτελέστατου» ως επικαλείται σε σχέση με την αξία του σκάφους (ύψους 230.000 ευρώ)  συμφωνηθέντος μισθώματος των 20.000 ευρώ ετησίως.  Ότι στο πλαίσιο της μεταξύ τους σύμβασης,  η εναγομένη εφοπλίστρια παρέλαβε σε άριστη κατάσταση το σκάφος,  όπως διαπίστωσε η τελευταία στους δοκιμαστικούς πλόες που διενήργησε προ της ενάρξεως της μίσθωσης και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στους όρους 6 και 8 του από 30-3-2016 συμφωνητικού.Ότι παρά την ανενόχλητη χρήση του σκάφους και τις επανειλημμένες οχλήσεις της ιδίας (ενάγουσας), η εναγομένη μισθώτρια δεν της κατέβαλε το μίσθωμα των 20.000 ευρώ (όρος 3 του συμφωνητικού) για το έτος 2018, ως είχε συμφωνηθεί τμηματικά, δεν της κατέβαλε το ποσό των 606 ευρώ ως ασφάλιστρα  του σκάφους (όρος 5 του συμφωνητικού) για τη περίοδο από 20-4-2018 εως 30-9-2018 κι επιπλέον όπως «πιθανολογεί (η ενάγουσα)»κατά παράβαση του όρου 8 (η εναγομένη) προέβη σε ιδιαίτερα κακή χρήση του σκάφους κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, με αποτέλεσμα η δαπάνη η οποία θα απαιτηθεί για αποκατάσταση μέρους των ζημιών αυτών να υπερβαίνει το ποσό των 11.771 ευρώ ενώ το ύψος της δαπάνης αποκατάστασης ορισμένων ζημιών να μην  μπορεί να εκτιμηθεί , καθώς απαιτείται να γίνει επίσκεψη του σκάφους, την οποία αρνείται η εναγομένη. Περαιτέρω ότι οι ζημιές που προκάλεσε η εναγομένη στην πλώρη του σκάφους αν δεν επισκευασθούν εγκυμονούν κίνδυνο αποκοπής της πλώρης και βύθισης του σκάφους με αποτέλεσμα την ολική του απώλεια καθώς κι ότι σημαντικότατες ήταν και οι ζημίες που προκάλεσε η εναγομένη δια των προστηθέντων της  στη μηχανή του σκάφους από κακή χρήση στις 3-7-2018 και στις 11-9-2018,για τις οποίες εισέπραξε η ίδια (η ενάγουσα) από την ασφαλιστική εταιρεία «….» ασφαλιστική αποζημίωση  συνολικού ποσού 14.708,02 ευρώ (= 9.450 ευρώ και 5.258,02 ευρώ), σύμφωνα με τον όρο 10 του συμφωνητικού, υπολειπομένου του ποσού των 5.291,98 ευρώ για το συμφωνηθέν 20.000 ευρώ μίσθωμα. Τέλος, ότι παρότι έληξε στις 30-9-2018 το πρώτο έτος μίσθωσης η εναγομένη αρνήθηκε και δεν της παρέδωσε το σκάφος στις 1-10-2018 ώστε να το συντηρήσει για την επόμενη σαιζόν ούτε εν συνεχεία της απέδωσε τη χρήση αυτού ότε με την από 20-11-2018 εξώδικη δήλωσή της που της επέδωσε στις 30-11-2018 κατήγγειλε την σύμβαση μίσθωσης και την κάλεσε να της αποδώσει τη χρήση του σκάφους , να της καταβάλει το οφειλόμενο μίσθωμα και την αναλογία των ασφαλίστρων που τη βαρύνει και να της αποκαταστήσει τις ζημιές για τις φθορές που μου προκάλεσε .Επικαλούμενη ότι η μίσθωση λύθηκε στις 30-11-2018 , ότι η παράβαση οποιουδήποτε όρου του συμφωνητικού επιφέρει την άμεση λύση της μίσθωσης και επιπλέον παρέχει το δικαίωμα στην ίδια ως εκμισθώτρια να ζητήσει την απόδοση της χρήσης του πλοίου ,το οποίο η εναγόμενη μισθώτρια παρακρατεί  παράνομα, με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της αποδώσει τη χρήση του ένδικου σκάφους με προσωρινά εκτελεστή απόφαση και να καταδικαστεί  στα δικαστικά της έξοδα.Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, για το παραδεκτό της παράστασης της οποίας, προσκομίζονται τα υπ’αριθμ. Α273684 και Α 274838 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Πειραιώς ενώ κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ οι νόμιμοι εκπρόσωποι των διαδίκων με προφορικές δηλώσεις τους που καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, παρείχαν πληρεξουσιότητα στους πληρεξούσιους δικηγόρους τους κι επιπλέον η εναγομένη προσκομίζει το από 13-5-2019 πληρεξούσιο (άρθρα 61 παρ.4 Ν.4194/2013 και 237 παρ.1 σε συνδ.με 96 ΚΠολΔ) παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω ποσού (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 16 παρ.1 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 25 παρ.2, 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.2,3 Β εδ.ε του Ν.2172/1993, ως ισχύει) καθώς εισάγεται προς εκδίκαση ναυτική διαφορά που  πηγάζει από σύμβαση με αντικείμενο την οικονομική χρησιμοποίηση ή λειτουργία του πλοίου και δεδομένου ότι η σύμβαση συνήφθη στη Γλυφάδα Αττικής, όπου εδρεύει η εναγομένη, αποκλειστικώς αρμόδιο είναι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας το παρόν Δικαστήριο, απορριπτομένων των αντιθέτων ισχυρισμών της εναγομένης. Επιπλέον σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στις υπό στοιχεία ΙΙ και ΙΙΙ νομικές σκέψεις της παρούσας, η ένδικη αγωγή η οποία αφορά διαφορά από σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου και έχει αίτημα την απόδοση χρήσης πλοίου, είναι εκδικασθέα κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών των άρθρων 614 επ.ΚΠολΔ παρ.1 , ως ισχύει από 1-1-2016 με το Ν. 4335/2015 σε συνδ. με το άρθρο 591 ΚΠολΔ, καθώς ερείδεται σε αξιώσεις που απορρέουν από σύμβαση με χαρακτήρα αυτό της μίσθωσης και στοιχειοθετούν  διαφορές αφορώσες την απόδοση του μισθίου λόγω λήξης της σύμβασης και ανώμαλης εξέλιξη της μεταξύ των διαδίκων, απορριπτομένων ως αβασίμων των αντιθέτων ισχυρισμών και της σχετικής ένστασης της εναγομένης.  Τέλος η υπό κρίση αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 361, 574,594, 595 ,597,599 ΑΚ, 176, 189 παρ.1,191 παρ.2, 907, 910 παρ.1 ΚΠολΔ και πρέπει να κριθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Η εναγομένη με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε αρνήθηκε την αγωγή επικαλούμενη μεταξύ άλλων ότι δεν συμφωνήσανε ότι μετά το τέλος κάθε σεζόν έπρεπε να αποδίδει τη χρήση του πλοίου στην ενάγουσας, αντιθέτως, ότι συμφωνήσανε προφορικά την επ’αμοιβή της ανάθεση των εργασιών σύστασης της ενάγουσας και διαδικασίας μετατροπής του επίδικου σκάφους σε επαγγελματικό με ελληνική σημαία, κι επιπλέον αρνήθηκε ότι προέβη σε κακή χρήση του μίσθιου πλοίου, αντιθέτως ισχυρίστηκε ότι όποιες ζημίες προκλήθηκαν σε αυτό οφείλονταν σε κρυφά ελαττώματα του σκάφους που δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθούν κατά την επιθεώρηση του σκάφους από αυτήν κατά τη σύναψη της σύμβασης και την παραλαβή του και τα οποία αν τα γνώριζε η ενάγουσα δόλια τα απέκρυψε. Επιπλέον ισχυρίστηκε ότι είναι άκυρη η καταγγελία της σύμβασης κι ως εκ τούτου ότι δεν έληξε η μίσθωση του ενδίκου σκάφους διότι δεν παραβίασε τους όρους του συμφωνητικού, δεν επέδειξε αντισυμβατική συμπεριφορά ούτε προέβη σε κακή χρήση του ενδίκου σκάφους. Τέλος επικαλέστηκε ότι έχει καταβάλει συνολικά για την αποκατάσταση των ζημιών του σκάφους και τη διαδικασία μετατροπής του σε επαγγελματικό με ελληνική σημαία το ποσό των 37.130,78 ευρώ συνολικά, ως εκ τούτου ότι έχει εξοφλήσει το μίσθωμα των 20.000 ευρώ για τον πρώτο μισθωτικό χρόνο και το ποσό των 660 ευρώ που της αναλογεί για την ασφάλεια του σκάφους .Επικουρικά δε πρότεινε προς συμψηφισμό με την αξίωση της ενάγουσας για το μίσθωμα του πρώτου έτους την δική της ανταπαίτηση, επιφυλασσόμενη για το υπερβαίνον αυτή ποσό να το προτείνει σε συμψηφισμό για τα επόμενα μισθωτικά χρόνια. Όσον αφορά τους ως άνω αρνητικούς ισχυρισμούς της εναγομένης, αυτοί θα συνεξετασθούν με τους αγωγικούς ισχυρισμούς στην ουσία τους όπως και η κατ’άρθρο 416 ΑΚ ένσταση εξοφλήσεως του μισθώματος και της αναλογίας των ασφαλίστρων καθ’ό μέρος αυτή αφορά την καταγγελία της σύμβασης λόγω μη καταβολής του μισθώματος. Αντιθέτως η ένσταση περί μονομερούς συμψηφισμού που επικουρικώς πρόβαλε η εναγομένη στην δίκη κατ’ άρθρο 442 ΑΚ (γνήσια ένσταση συμψηφισμού),τυγχάνει απορριπτέα σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο VI νομική σκέψη της παρούσας καταρχάς ως αόριστη και σε κάθε περίπτωση ως μη νόμιμη διότι η εναγομένη δεν επικαλείται ότι προέβη σε ληξιπρόθεσμες και αγώγιμες αναγκαίες ή επωφελείς δαπάνες, δεν αναφέρει  (εφόσον η αξίωση απόδοσης των επωφελών δαπανών στηρίζεται στην ΑΚ 736) αν η διεξαγωγή της υπόθεσης έγινε από εύλογη αιτία προς το συμφέρον της κυρίας ενάγουσας και κατά την πραγματική ή εικαζόμενη βούλησή της, δεν αναφέρει (εφόσον η αξίωση απόδοσης των επωφελών δαπανών στηρίζεται στην ΑΚ 737) τον πλουτισμό της εκμισθώτριας ως κυρίας της υπόθεσης, την επέλευσή του σε βάρος της και την έλλειψη νόμιμης αιτίας και μη νόμιμη καθότι αφενός αμφισβητεί ότι  οι απαιτήσεις της ενάγουσας για την καταβολή του μισθώματος και των ασφαλίστρων είναι υποστατές και έγκυρες (ΑΠ 181/1995 ΕλλΔνη 1996, 1344) αφετέρου έχει παραιτηθεί κατά την ενδοτικού δικαίου διάταξη από την διεκδίκησή τους κατά τον ρητό όρο 8 του ιδιωτικού συμφωνητικού «ακόμη και για τις επωφελείς δαπάνες».Επομένως ούτε ως ένσταση επίσχεσης κατά τα άρθρα 325-327 ΑΚ θα μπορούσε να εκληφθεί ο σχετικός ισχυρισμός της εναγομένης.

Από την εκτίμηση των -προσκομιζομένων μετά νομίμου επικλήσεως το πρώτον με τις προσθήκες των διαδίκων κατά το άρθρο 237 παρ.2 ΚΠολΔ (που εφαρμόζεται και στην προκείμενη ειδική διαδικασία κατά το άρθρο 591 ΚΠολΔ) ληφθεισών αποκλειστικά προς αντίκρουση των εκατέρωθεν ισχυρισμών των διαδίκων που περιέχονται στις κατατεθείσες στο ακροατήριο προτάσεις τους- υπ’αριθμ. …/16-5-2019 και …/16-5-2019 ενόρκων βεβαιώσεων των  μαρτύρων απόδειξης Γεώργιου Χρονόπουλου και Ευάγγελου Μπάση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ιωάννας Ν.Κανελλοπούλου και της υπ’αριθμ. 987/16-5-2017 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος ανταπόδειξης … ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιάς,απορριπτομένης της αντενστάσεως της ενάγουσας περί μη λήψης υπόψην αυτής άνευ άλλου για το λόγο ότι η εναγομένη γνώριζε το περιεχόμενο των αποδεικτέων με την αγωγή ζητημάτων, και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ασχέτως αν μνημονεύονται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι προσκομιζόμενες από τους διαδίκους φωτογραφίες , των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα, οι δικαστικές αποφάσεις που εξεδόθησαν μεταξύ των διαδίκων στο πλαίσιο άλλων δικών (όπως οι υπ’αριθμ. 7/1019 και 398/2019 οριστικές αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων των Ειρηνοδικείων Πειραιά και Αθηνών αντίστοιχα επί των υπ’αριθμ. κατάθ. 1/2019 και 301/2019 αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων της ενάγουσας κατά της εναγομένης) και οι υπ’αριθμ. 12906/16-1-2019, …/5-3-2019, 7106/5-3-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εναγομένης –καθ’ής, που ελήφθησαν επιμελεία της νυν εναγομένης στο πλαίσιο των προαναφερόμενων αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων της ενάγουσας παρά την μη αναγκαία (ΑΠ 496/2013 ) προηγούμενη κλήτευση της αιτούσας, όπως αναφέρεται στην υπ’αριθμ. 398/2019 οριστική απόφαση (σελίδα 11), που λαμβάνονται υπόψην για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 627/2018 ,ΑΠ 897/2014, ΑΠ 254/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ),σε συνδυασμό με τις ομολογίες των διαδίκων και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρα 591- 336 παρ.4 του ΚΠολΔ),αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Μετά από πρόταση του …, που δραστηριοποιείτο χρόνια στο χώρο της επαγγελματικής εκμετάλλευσης σκαφών αναψυχής και πατέρα του … νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης εταιρείας, προς τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας … να συσταθεί η ενάγουσα, να της μεταβιβασθεί κατά κυριότητα το ανήκον εως τότε στην κυριότητα της εταιρείας με την επωνυμία «MEDI STAR MARINE LTD» σκάφος αναψυχής με το όνομα «…» νηολογίου Πειραιά 56 , με Δ.Δ.Σ.  SVA 8450  ,που τότε έφερε την αγγλική σημαία κι εν συνεχεία η ενάγουσα να το εκμισθώσει στην εναγομένη εταιρεία έναντι μισθώματος  20.000 ευρώ ανά έτος , την οποία (πρόταση) αποδέχθηκε η ενάγουσα οι διάδικοι κατήρτισαν στη Γλυφάδα Αττικής, στην έδρα της εναγομένης το από 30-3-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης πλοίου -το οποίο συνέταξε ο …, όπως δεν αρνείται η εναγομένη- δυνάμει του οποίου συνήφθη η με ίδια ημερομηνία σύμβαση μίσθωσης γυμνού πλοίου με σκοπό τον εφοπλισμό. Όπως ρητώς προβλέφθηκε στον όρο 2 .1 του ως άνω συμφωνητικού η διάρκεια της μίσθωσης θα ήταν ορισμένου χρόνου και δη τριετούς διάρκειας, αρχόμενη από τις 30-3-2018 έως τις 29-3-2021. Επιπλέον στον όρο 2.2. προβλέφθηκε ότι η χρήση του πλοίου από την  εφοπλίστρια (στο εξής «εναγομένη») θα γίνεται από 10 Μαΐου έως 30 Σεπτεμβρίου κάθε έτους με εξαίρεση το πρώτο έτος , όπου συμφωνήθηκε να γίνει χρήση από 20 Απριλίου 2018 έως 30 Σεπτεμβρίου 2018.Περαιτέρω στον όρο 3 του συμφωνητικού προβλέφθηκε ότι το μίσθωμα για όλη την περίοδο της μίσθωσης συμφωνείται στο ποσό των  20.000 ετησίως και συνολικά στο ποσό των 60.000 ευρώ για την τριετία και (ότι ) θα είναι  καταβλητέο τμηματικά  για το πρώτο έτος ως εξής : καταβολή ποσού 7.000 ευρώ στις 15-7-2018, καταβολή ποσού 7.000 ευρώ στις 15-8-2018 και καταβολή ποσού 6.000 ευρώ στις 15-9-2018 . Ομοίως προβλέφθηκε για τα έτη 2019 και 2020. Επίσης στον ίδιο όρο (3) συμφωνήθηκε ότι η καταβολή του μισθώματος θα αποδεικνύεται είτε με γραπτή απόδειξη της πλοιοκτήτριας (στο εξής «ενάγουσα») είτε με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό που θα δώσει η πλοιοκτήτρια στην εφοπλίστρια εναγομένη , αποκλειομένου κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου . Στον όρο 4 ορίστηκε ότι το πλοίο μισθώνεται σήμερα (ενν. 30-3-2018) από την εφοπλίστρια για να χρησιμοποιηθεί ως επαγγελματικό τουριστικό στην περιοχή του Ιονίου πελάγους  ή σε κάθε άλλη περιοχή που θεωρεί πρόσφορη η εφοπλίστρια, σε κάθε περίπτωση εντός της ελληνικής επικράτειας και στον όρο 5 ότι  η εφοπλίστρια υποχρεούται καθόλη τη διάρκεια της χρήσης του πλοίου να καταβάλει στην πλοιοκτήτρια ή στις αρμόδιες αρχές τυχόν λιμενικά τέλη, την αναλογία των ασφαλίστρων του ασφαλιστικού συμβολαίου  του πλοίου και κάθε άλλο βάρος για την λειτουργία του πλοίου, ότι κάθε δαπάνη συντήρησης και λειτουργίας σε όλα τα μέρη του πλοίου μηχανικά και μη, βαρύνει την πλοιοκτήτρια εξ ολοκλήρου ενώ το γυάλισμα, το κόστος των υφαλοχρωμάτων και την εφαρμογή τους επί του πλοίου (μουράβιασμα) βαρύνει την εφοπλίστρια. Περαιτέρω, στον όρο 6 προβλέφθηκε ότι η  εφοπλίστρια επισκέφθηκε το πλοίο, εξέτασε αυτό επιμελώς και λεπτομερώς και το βρήκε της τέλειας αρεσκείας τους σε καλή κατάσταση και κατάλληλο για το σκοπό για τον οποίο το προορίζει, στον όρο 7 ότι η εφοπλίστρια υποχρεούται να κάνει καλή χρήση αυτού και να το διατηρεί πάντοτε σε άριστη κατάσταση, στον όρο 8 ότι το πλοίο δεν χρήζει καμίας επισκευής, βελτίωσης ή και μετατροπής , ότι η μισθώτρια παραιτείται  μετά την καθοιονδήποτε τρόπο λύση ή λήξη της σύμβασης του σχετικού δικαιώματος αποζημίωσης  ακόμη και για επωφελείς ανάγκες και ότι η εκμισθώτρια δεν έχει καμία υποχρέωση να προβαίνει σ’όλη τη συμβατική ή αυτοδίκαιη διάρκεια της μισθώσεως σε προσθήκες ή βελτιώσεις, ούτε έχει ευθύνη για τυχόν κλοπές, καταστροφές ή άλλες ζημιές της μισθώτριας από οπουδήποτε και αν προέρχονται, στον όρο 10 ότι κάθε τυχόν ζημία που θα προκληθεί κατά τη διάρκεια της χρήσης του πλοίου το ποσό της απαλλαγής αποζημίωσης από την ασφαλιστική εταιρεία  βαρύνει την εφοπλίστρια, στον όρο 12 ότι κατά τη λήξη της μίσθωσης η μισθώτρια υποχρεούται να παραδώσει το πλοίο ελεύθερο προς χρήση προς την εκμισθώτρια στην ίδια καλή κατάσταση που το παρέλαβε χωρίς υπέρβαση ουδεμίας μέρας και στον όρο 15 ότι όλοι οι όροι του συμφωνητικού συμφωνούνται ουσιώδεις και σπουδαίοι κι ότι η παράβαση  οποιουδήποτε από αυτούς , επιφέρει την άμεση λύση της μίσθωσης και παρέχει το δικαίωμα στην εκμισθώτρια να ζητήσει την απόδοση της χρήσης του πλοίου. Αντιθέτως δεν συμφωνήθηκε εγγράφως ούτε αποδεικνύεται ότι υπήρξε συμφωνία των διαδίκων ότι με τη λήξη κάθε σεζόν δηλαδή την 1η Οκτωβρίου κάθε μισθωτικού έτους θα επιστρεφόταν το σκάφος στον … για να το χρησιμοποιεί για την ατομική του αναψυχή μέχρι την έναρξη της επόμενης σεζόν δηλαδή το Μάιο του επόμενου έτους οπότε ο … θα το παρέδιδε εκ νέου στην  μισθώτρια και δη ελλείπει τέτοια συμφωνία υπό την έννοια της πρότασης και της αποδοχής κατά τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη της παρούσας των συμβαλλόμενων μερών. Επιπλέον ερμηνευομένος ο όρος 2.2. του συμφωνητικού  κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ , σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο  V νομική σκέψη της παρούσας σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ήτοι με βάση την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος αλλά και τη γραμματική του ερμηνεία εφόσον η μίσθωση ορίσθηκε τριετής και είθισται τα επαγγελματικά τουριστικά σκάφη στην Ελλάδα να μισθώνονται τις θερινές περιόδους μόνο, δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός τέτοιος όρος από την εναγομένη καθότι θα τύγχανε οικονομικά ασύμφορος , όπως κατέθεσε ο μάρτυρας ανταπόδειξης …, εξετασθείς ενόρκως στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου. Σε αντίθετη δε περίπτωση εφόσον τα μέρη συμφωνούσαν να υπάρχει τέτοιος όρος στη μεταξύ τους σύμβαση θα τον εμπεριείχαν ρητώς και εξ αρχής στο από 30-3-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό. Επειδή δε η κοινή βούλησή τους δεν ήταν αυτή , χρησιμοποίησαν τον όρο «χρήση» και όχι «κατοχή». Ως εκ τούτου τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος ο αντίθετος ισχυρισμός της ενάγουσας, ενώ αντίθετη κρίση δεν μπορεί να προκύψει άνευ άλλου από τα όσα κατέθεσε ενόρκως στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου ο μάρτυρας απόδειξης,  …, ο οποίος δεν επικαλείται ότι υπήρξε αυτήκοος μάρτυς τέτοιας συμφωνίας και όπως κατέθεσε δεν γνωρίζει γιατί μπορεί να υπήρχε αυτή η απόκλιση προφορικού λόγου κι έγγραφης συμφωνίας. Ομοίως δεν υπήρξε έγγραφος ρητός όρος στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης για την επ’αμοιβή διεκπεραίωση της διαδικασίας έκδοσης άδειας του πλοίου ως επαγγελματικού , αλλαγής της σημαίας του από αγγλική σε ελληνική και σύστασης της ενάγουσας πλοιοκτήτριας αυτού, ούτε προκύπτει ότι αποτέλεσε όρο ξεχωριστής σύμβασης και δη έγγραφης ή προφορικής σύμβασης έργου. Εξάλλου η εκμετάλλευση του πλοίου ως επαγγελματικού εκ μέρους της εναγομένης εφοπλίστριας θα ήταν δυνατή μόνο ως τέτοιου και όχι ως ιδιωτικού αναψυχής ως ήταν προ της μίσθωσης ενώ η χωρίς αμοιβή διεκπεραίωση των ως άνω αναγκαίων διαδικασιών προκειμένου να αρχίσει η εκμετάλλευση του πλοίου δικαιολογείται από το ύψος του συμφωνηθέντος μισθώματος, ως βασίμως εκθέτει η ενάγουσα. Επομένως τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος ο αντίθετος ισχυρισμός της εναγομένης, μη αρκούσης προς αντίθετη κρίση της κατάθεσης της μάρτυρος –υπαλλήλου της εναγομένης …, η οποία αντικρούεται από τη μαρτυρική κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης αλλά και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Παρά δε την κατάρτιση της μίσθωσης του πλοίου στις 30-3-2018 και την πρόβλεψη στο από 30-3-2018 συμφωνητικό ότι η χρήση του από την εφοπλίστρια θα γίνει από την 20η-4-2018, εν προκειμένω δεδομένου ότι η επαγγελματική άδεια του σκάφους εξεδόθη μετά από αίτηση του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, … στις 18-5-2018, το έγγραφο εθνικότητας του πλοίου φέρει ημερομηνία  27-4-2018 έγγραφο εθνικότητας, το πρωτόκολλο γενικής επιθεώρησης σύμφωνα με το οποίο κρίθηκε αρμοδίως ότι το πλοίο είναι κατάλληλο να καταστεί επαγγελματικό έχει ημερομηνία 17-5-2018 και η έναρξη εφοπλισμού εκ μέρους της εναγομένης κατόπιν της υποβολής στις 14-5-2018 στο κεντρικό λιμεναρχείο Πειραιά της δήλωσης εφοπλισμού αναφέρεται ότι έγινε στις 21-5-2018 και θα διαρκέσει έως 10-5-2021, αποδεικνύεται ότι δεν έγινε παράδοση της χρήσης του πλοίου στην εναγομένη ούτε έναρξη του εφοπλισμού από αυτήν κατά το χρόνο υπογραφής του από 30-3-2018 συμφωνητικού ούτε στις 20-4-2018. Στην πραγματικότητα η εναγομένη εφοπλίστρια παρέλαβε  το σκάφος  από τη μαρίνα Γλυφάδας στις 17-5-2018 χωρίς την επαγγελματική του άδεια η οποία εκδόθηκε από το Υ.Ε.Ν.στις 5-6-2018,  αφού το ήλεγξε κάνοντας δοκιμαστικό πλού έστω και 300 μ.όπως αναφέρει ο μάρτυρας ανταπόδειξης, χωρίς να διατυπώσει κάποιο παράπονο ή επιφύλαξη (όρος 6 του συμφωνητικού) και ούσα σύμφωνη ότι αυτό δεν χρήζει καμίας επισκευής, βελτίωσης ή και μετατροπής (όρος 8 του συμφωνητικού) εν συνεχεία άρχισε την εκμετάλλευσή του ως εφοπλίστρια στις 7-6-2018 μεταβαίνοντας στην Κυλλήνη. Κατά τη διάρκεια της εκμετάλλευσής του από την εναγομένη στην Κυλλήνη, το ένδικο μίσθιο πλοίο υπέστη τις κατωτέρω αναλυτικώς αναφερόμενες ζημιές : α) στις 3-7-2018  υπέστη ζημία στη μηχανή του και β) στις 11-9-2018  υπέστη ζημία το δεξί πόδι της μηχανής του. Για την επισκευή των εν λόγω ζημιών η εναγομένη απευθύνθηκε στον μηχανικό … και για την αποκατάστασή τους η ενάγουσα  στις 19-12-2018 εισέπραξε ως δικαιούχος από την ασφαλιστική εταιρεία «….» – κι όχι από την μισθώτρια εναγομένη που επιβαρύνετο με την απαλλαγή αυτή κατά τον όρο 10 του συμφωνητικού, ως προαναφέρθηκε-,  ως ασφαλιστική αποζημίωση  το συνολικό ποσό 14.708,02 ευρώ  (= 9.450 ευρώ και 5.258,02 ευρώ) υπολειπομένου του ποσού των  5.291,98 ευρώ για το συμφωνηθέν 20.000 ευρώ μίσθωμα. Τα ποσά αυτά προσαυξημένα κατά τα ποσά 3.450 ευρώ και 2.300 ευρώ αντίστοιχα συνιστούσαν την απαλλαγή αποζημίωσης κατά τον όρο 10 του συμφωνητικού  η οποία βάρυνε την εναγομένη και αποτελούν το ανώτατο πραγματικό κόστος των επισκευών όπως εκτιμήθηκε από τις υπ’αριθμ. 3000/12-10-2018 , …/15-11-2018 και 3019/20-11-2018 εκθέσεις επιθεώρησης της εταιρείας πραγματογνωμόνων …., που νομίμως προσκομίζει με τις προτάσεις της η ενάγουσα. Περαιτέρω, η εναγομένη παρότι προέβη σε ανενόχλητη χρήση του σκάφους μέχρι την 30η-9-2018, ήτοι την τελευταία ημέρα της μισθωτικής σεζόν για το έτος 2018 δεν  κατέβαλε στην ενάγουσα το μίσθωμα των 20.000 ευρώ (όρος 3 του συμφωνητικού), ως είχε συμφωνήσει τμηματικά κατά τις προαναφερόμενες μέρες , με τελευταία δήλη ημέρα την 15η -9-2018 ούτε της κατέβαλε το ποσό των 606 ευρώ ως ασφάλιστρα  του σκάφους (όρος 5 του συμφωνητικού) για τη περίοδο από 20-4-2018 εως 30-9-2018, ως όφειλε να καταβάλει άνευ οχλήσεως από την ενάγουσα.  Μετά από δύο μήνες δε από την λήξη της πρώτης αυτής μισθωτικής σεζόν, η ενάγουσα  της επέδωσε στις 30-11-2018 (βλ.υπ’αριθμ…/30-11-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά … …) την από 20-11-2018 εξώδικη δήλωση με την οποία κατήγγειλε την από 30-3-2018 σύμβαση μίσθωσης επικαλούμενη αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης, συνισταμένη στην μη καταβολή εκ μέρους της (εναγομένης) του οφειλομένου μισθώματος και της αναλογίας των ασφαλίστρων, ήτοι την παράβαση των όρων  3 και 5 του συμφωνητικού, στην («ιδιαίτερα» όπως αναφέρει επί λέξει)  κακή χρήση του μίσθιου πλοίου εκ μέρους της εναγομένης μισθώτριας κατά παράβαση των όρων 7 και 8 του συμφωνητικού και στην άρνησή της να της επιστρέψει το πλοίο στις 1-10-2018 με τη λήξη της πρώτης μισθωτικής περιόδου (σεζόν). Αναφέροντας δε ότι όλοι οι ως άνω όροι θεωρούνται ουσιώδεις ως ρητώς προβλέφθηκε στον όρο 15 του συμφωνητικού που της παρείχε το δικαίωμα άμεσης καταγγελίας της σύμβασης μίσθωσης, κατήγγειλε την από 30-3-2018 σύμβαση  και κάλεσε την εναγομένη να της αποδώσει πάραυτα τη χρήση του ενδίκου μισθίου πλοίου και επιπλέον να της καταβάλει τα οφειλόμενα, ήτοι το μίσθωμα των 20.000 ευρώ και την αναλογία των ασφαλίστρων, ποσού 606 ευρώ,  που τη βαρύνουν και να αποκαταστήσει τη ζημία της για τις φθορές που προκάλεσε στο σκάφος εξαιτίας της υπαίτιας κακής χρήσης. Η ως άνω καταγγελία ερειζόμενη στο άρθρο 597 ΑΚ όσον αφορά την μη καταβολή του μισθώματος , σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, επιφέρει τα νόμιμα αποτελέσματα αυτής μετά την πάροδο ενός μηνός από την επομένη της επιδόσεως της, ήτοι έχει ως αποτέλεσμα τη λύση της μισθωτικής σύμβασης ένα μήνα μετά την καταγγελία αφού η διάρκεια της σύμβασης (μίσθωσης γυμνού πλοίου) συμφωνήθηκε για χρονικό διάστημα μείζον του έτους. Επομένως από τις 31-12-2018 λύθηκε η ένδικη  σύμβαση μίσθωσης και έκτοτε έπαυσε η υποχρέωση της εναγομένης περί καταβολής του μισθώματος στην ενάγουσα διότι τέθηκε σε εφαρμογή το άρθρο 601 ΑΚ, που προβλέπει δικαίωμα του εκμισθωτή για αποζημίωση χρήσης για όσο χρόνο μετά τη λήξη της μίσθωσης ο μισθωτής παρακρατεί το μίσθιο. Παράλληλα έπαυσε και το δικαίωμα της μισθώτριας να κατέχει νόμιμα και να μην αποδίδει το μίσθιο στην εκμισθώτρια. Σημειωτέον ότι κατά το άρθρο 598 ΑΚ είναι άκυρη κάθε συμφωνία αυτόματης λύσης της μίσθωσης άμα τη υπερημερία του μισθωτή ως προς την καταβολή του μισθώματος, επομένως είναι άκυρη η σχετική πρόβλεψη στον όρο 15 που αφορά εν γένει την παράβαση όλων των όρων του συμφωνητικού, λόγω της αναγκαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 597 ΑΚ περί της επέλευσης των αποτελεσμάτων της καταγγελίας ένα μήνα μετά από αυτή όταν η καταγγελία της μίσθωσης έχει ως δικαιολογητικό λόγο τη μη καταβολή ή την καθυστερημένη καταβολή του μισθώματος. Επομένως από τις 31-12-2018 κι εφεξής,ως εκ τούτου και κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής  (η οποία κατατέθηκε στις 11-4-2019 όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ…./11-4-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά … …) λόγω της κατ’άρθρο 597 ΑΚ καταγγελίας της μίσθωσης έχει λυθεί η σχετική σύμβαση, κι ενεργοποιείται ο όρος 12 του από 30-3-2018 συμφωνητικού και η διάταξη του άρθρου 599 ΑΚ , ήτοι η εναγομένη υποχρεούται να αποδώσει τη  χρήση του μισθίου πλοίου στην εκμισθώτρια ενάγουσα. Ο βάσιμος λόγος επομένως της λύσης της επίδικης συμβάσεως δεν είναι η παράβαση του όρου περί απόδοσης της χρήσης του μισθίου στην εκμισθώτρια ως εσφαλμένα αυτή υπολαμβάνει ότι όφειλε να κάνει η εναγομένη στις 1-10-2018 και για το λόγο αυτό είχε λάβει προσφορά για καθέλκυση και ανέλκυση του σκάφους από την εταιρεία «….» στις 19-10-2018 και είχε προγραμματίσει ανέλκυση του σκάφους στις 25-10-2018 από την εταιρεία «…» αλλά η μη καταβολή του οφειλομένου μισθώματος και των συναφών αυτού υποχρεώσεων από την εναγομένη μισθώτρια, όπως της καταβολής της οφειλόμενης αναλογίας των ασφαλίστρων. Λόγω δε της λύσης της σύμβασης μίσθωσης με την ως άνω καταγγελία και δεδομένου ότι η εξόφληση του μισθώματος και του ποσού των ασφαλίστρων του σκάφους που αποτέλεσε παρεπόμενη υποχρέωση εκ της μισθώσεως, δεν έχει λάβει χώρα μέχρι σήμερα, και δη με έναν από τους ορισμένους περιοριστικά στον όρο 3 του από 30-3-2018 ιδιωτικού συμφωνητικού τρόπους εξόφλησης αυτών, απορριπτομένης ως ουσία αβάσιμης της ένστασης εξοφλήσεως που προέβαλε η εναγομένη επικαλούμενη τις δαπάνες που κατέβαλε υπέρ του σκάφους,  η εναγομένη οφείλει να αποδώσει τη χρήση του μισθίου πλοίου στην ενάγουσα. Όσον δε αφορά την καταγγελία που έγινε κατά το άρθρο 594 ΑΚ λόγω κακής χρήσης του σκάφους από την εναγομένη ως ισχυρίζεται η ενάγουσα , κατά παράβαση του όρου  7 του από 30-3-2018 συμφωνητικού, καταγγελία που ορίζεται απρόθεσμη και άμεση και θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα με την κατά το άρθρο 597 ΑΚ καταγγελία, παρότι επαρκεί για την ικανοποίηση του αξιούμενου δικαιώματος της ενάγουσας η  καταγγελία της μίσθωσης  του ενδίκου πλοίου που επέφερε την πρόωρη λύση της σύμβασης μίσθωσης αυτού λόγω μη καταβολής του μισθώματος, ως εκ του περισσού επομένως εξετάζεται, λεκτέα είναι τα εξής : Η ενάγουσα  επικαλούμενη την από 15-11-2018 έκθεση επιθεωρήσεως γενικής καταστάσεως της εταιρείας «….», την οποία προσκομίζει μετά νομίμου επικλήσεως, αποδίδει στην εναγομένη μισθώτρια κακή χρήση του μισθίου κατά παράβαση του όρου 8 του συμφωνητικού διότι: 1) δεν χρησιμοποίησε πιστοποιημένα υλικά με αποτέλεσμα να αρθεί η εγγύηση της αντιοσμωτικής προστασίας που είχε γίνει την προηγούμενη σαιζόν, 2) προκάλεσε ζημιές στην άτρακτο του σκάφους στην πλώρη, στο κατάστρωμα και στην άτρακτο της βοηθητικής λέμβου και στον εξωλέμβιο κινητήρα, 3) απώλεσε τη σχάρα του αριστερού αγωγού εξαερισμού του μηχανοστασίου χωρίς να έχει προβεί σε κατασκευή και τοποθέτηση νέας, σχάρας, 4) προξένησε στο μηχανοστάσιο διάσπαρτους υγρούς λυπαρούς λεκέδες, 5) προκάλεσε πολλαπλά χτυπήματα περιμετρικά του σκάφους παρότι υπάρχουν πολλά περιμετρικά μπαλόνια τα οποία ήταν ξεφούσκωτα και σχισμένα,6) έσπασε το μασίφ  ξύλο του μόρσα όπου κάθεται το φουσκωτό, 7) δεν καθάρισε την ταπετσαρία των εσωτερικών χώρων του σκάφους και τέλος 8) δεν χρησιμοποίησε τον αφυγραντήρα που είχε η ίδια (η ενάγουσα) τοποθετήσει με αποτέλεσμα να διαβρωθούν από την υγρασία οι μοκέτες στις καμπίνες του σκάφους και να μυρίζει μούχλα. Επικαλείται επίσης ότι οι ως άνω ζημιές στην πλώρη του σκάφους αν δεν επισκευασθούν εγκυμονούν κίνδυνο αποκοπής της πλώρης  και βύθισης του σκάφους με αποτέλεσμα την ολική του απώλεια κι ότι η δαπάνη που θα απαιτηθεί για την αποκατάσταση αυτών των ζημιών και δη μέρους αυτών μόνο , όπως προκύπτει από την προσφορά της «…» υπερβαίνει το ποσό των 11.771 ευρώ. Περαιτέρω, αποδίδει στην κακή χρήση του σκάφους εκ μέρους της εναγομένης τη ζημιά που προκλήθηκε στη μηχανή του σκάφους στις  3-7-2018 και τη ζημιά που προκλήθηκε στις 11-9-2018 εντός του λιμανιού της Κυλλήνης στο δεξί πόδι της μηχανής του σκάφους, που προαναφέρθηκαν. Καταρχάς εκτός του ότι οι ως άνω ζημιές, την πρόκληση της οποίας αποδίδει η ενάγουσα στην εναγομένη,  δεν αποδεικνύονται ότι προκλήθηκαν από την κακή χρήση του πλοίου από την τελευταία ως εφοπλίστρια, μέχρι τη στιγμή της από 20-11-2018 εξώδικης δήλωσης της ενάγουσας, και της από 31-12-2018 λύσης της σύμβασης μίσθωσης δεν προκύπτει σχετική διαμαρτυρία ή  όχληση αυτής προς την εναγομένη να τις αποκαταστήσει, παρά μόνο πολύ αργότερα, ήτοι με την υποβολή των υπ’αριθμ. 1/2019 και 301 /2019 αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον αρχικά του Ειρηνοδικείου Πειραιά , το οποίο με την υπ’αριθμ. 7/2019 απόφαση του παρέπεμψε προς εκδίκαση την εν λόγω διαφορά στο Ειρηνοδικείο Αθηνών και το τελευταίο  απέρριψε τις ανωτέρω αιτήσεις με την υπ’αριθμ.398/12-4-2019 οριστική απόφασή του, την από 16-1-2019 εξώδικη δήλωση της ενάγουσας με την οποία κάλεσε την εναγομένη να της αποδώσει τη νομή του επίδικου σκάφους, το οφειλόμενο μίσθωμα ,  την αναλογία των ασφαλίστρων και την ζημία από την κακή χρήση και τα από 8-5-2019 και 10-5-2019 ηλεκτρονικά μηνύματα του νομίμου εκπροσώπου της … προς τον … . Ειδικότερα, με το μεν πρώτο ως άνω ηλεκτρονικό μήνυμα η ενάγουσα ζήτησε από την εναγομένη να προβεί στην αποκατάσταση των ζημιών επισημαίνοντάς της επιπλέον ότι δεν έχει προβεί στη χειμερινή συντήρηση του σκάφους, ότι βάσει πρωτοκόλλου αυτό θα έπρεπε να μείνει εκτός νερού τουλάχιστον για  6-8 εβδομάδες για να στεγνώσει και να εφαρμοστούν τα υφαλοχρώματα  κι ότι η παράλειψη των εν λόγω ενεργειών μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στη γάστρα του σκάφους αποκλειστικά εξ υπαιτιότητας της εναγομένης, με το δε ως άνω δεύτερο μήνυμα η ενάγουσα επεσήμανε στην εναγομένη ότι, παρά την από τον Οκτώβριο του 2018 ενημέρωσή της  αυτή (η εναγομένη) δεν έχει αντικαταστήσει όπως όφειλε την αριστερή σχάρα του μηχανοστασίου που απώλεσε επισυνάπτοντάς της την προσφορά προτιμολόγιο από την αντιπροσωπεία … ποσού 3.372,80 ευρώ και ότι πρέπει να καταθέσει το εν λόγω ποσό άμεσα στον εκεί αναφερόμενο λογαριασμό για να δοθεί η παραγγελία, να αντικατασταθεί η σχάρα και να αποπλεύσει το σκάφος. Περαιτέρω, οι ως άνω ισχυρισμοί της ενάγουσας περί κακής χρήσης του μισθίου από την εναγομένη και με υπαιτιότητά της πρόκλησης ζημιών στο μίσθιο που υπερβαίνει τη συμφωνηθείσα χρήση, τυγχάνουν αναπόδεικτοι . Ειδικότερα, ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η εναγομένη δεν χρησιμοποίησε πιστοποιημένα υλικά με αποτέλεσμα να χαθεί δήθεν η εγγύηση της αντιοσμωτικής προστασίας, είναι αβάσιμος καθώς εκτός του ότι ουδόλως αναφέρεται σχετική υποχρέωση της εναγομένης στο από 30-3-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό παρά μόνο ότι επιβαρύνεται αυτή με την δαπάνης των υφαλοχρωμάτων και την εφαρμογή τους επί του πλοίου (μουράβιασμα) , σε κάθε περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 14-5-2018 τιμολόγιο της εταιρείας «…»,  χρησιμοποιήθηκαν χρώματα της εταιρείας «…»  τα οποία είναι πιστοποιημένα με ISO 9001 :2015, δεν προκύπτει ότι χάθηκε η πενταετούς ισχύος εγγύηση αντιόσμωσης του σκάφους και επιπλέον η εναγομένη προέβη στην εφαρμογή των υφαλοχρωμάτων και στο γυάλισμα των εξωτερικών επιφανειών του στις 12-5-2018  με εξουσιοδοτημένο συνεργείο, όπως βεβαιώνεται στην υπ’αριθμ. …/5-3-2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Λαυρίου Ελένης Καραγεωργόπουλου του τεχνίτη για την εφαρμογή των χρωμάτων …, ο οποίος μάλιστα ανέφερε ότι κατά την εργασία του στο πλοίο παρατήρησε αμυχές περιμετρικά στα πλαστικά μέρη του σκάφους και μερεμέτια με στόκο. Επίσης αβάσιμοι τυγχάνουν και οι ισχυρισμοί της  ενάγουσας ότι η εναγομένη λόγω κακού χειρισμού του σκάφους προκάλεσε ζημιές στην άτρακτο του στην πλώρη καθώς καμία από τις ζημιές αυτές δεν διαπιστώθηκε από τον αρμόδιο φορέα για τον έλεγχο του σκάφους δηλαδή το νηογνώμονα του πλοίου «…» στην από 18-12-2018 επιθεώρηση του πλοίου , αντιθέτως αναφέρεται ότι πρώρα του εργάτη άγκυρας εντοπίστηκαν περιορισμένης έκτασης εκδορές στο χρώμα (gelcoat) μερικών τετραγωνικών εκατοστών σε επιφάνεια οι οποίες δεν επηρεάζουν την ασφάλεια και την αξιοπλοΐα του σκάφους και αφορούν μόνο την αισθητική ενώ και οι μάρτυρες της εναγομένης … και … στις ένορκες βεβαιώσεις τους που χρησιμοποιήθηκαν στη δίκη των αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων της ενάγουσας κατά της εναγομένης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατέθεσαν ότι στη θέση του εργάτη της άγκυρας υπήρχε πριν από την παράδοση του σκάφους ένα μερεμέτι καλυμμένο με στόκο το οποίο ήταν παλιό και δεν επηρεάζει την ικανότητα του σκάφους . Περαιτέρω και η ασφαλιστική εταιρεία του πλοίου (…) στην υπ’αριθμ. …/15-11-2018 έκθεση επιθεώρησης του πλοίου αναφέρει ότι το σκάφος και ο εξοπλισμός του ευρίσκονται γενικά σε ικανοποιητική κατάσταση για τον προβλεπόμενο σκοπό αυτού ήτοι χρήζον ωστόσο την εκτέλεση των εργασιών επισκευής ή αισθητικής και πουθενά δεν αναφέρεται ότι υπάρχει κίνδυνος και μάλιστα σοβαρότατος αποκοπής της πλώρης και ότι το πλοίο κινδυνεύει να βυθιστεί ως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα. Επίσης ο … στην από 5-3-2018 έκθεση επιθεώρησης του σκάφους αναφέρει ότι στην πλώρη παρατηρήθηκε επισκευή με στόκο μικρής έκτασης περίπου 20 εκατοστών η συγκεκριμένη επισκευή είναι καθαρά διακοσμητική και σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζει τη δομική αντοχή του σκάφους ύστερα από λεπτομερή έλεγχο της επισκευής διαπιστώθηκε ότι η επιφάνεια του στόχου είναι πολυεστερική παρουσιάζει επιφανειακές ρωγμές , γεγονός που καταδεικνύει ότι η επισκευή πραγματοποιήθηκε προ πολλών ετών Περαιτέρω, ο ναυπηγός … της εταιρείας επιθεωρητών «…» στην σελίδα 5 της από 5-3-2019 έκθεσης επιθεώρησής του σκάφους  στην οποία προέβη επιμελεία της εναγομένης αναφέρει 5 ότι τα μπαλόνια του πλοίου  βρέθηκαν χωρίς ζημία πέραν της φυσιολογικής φθοράς από την πολυετή χρήση και ότι τα καλύμματα των μπαλονιών βρέθηκαν πολυκαιρισμένα, ξεσπρισμένα και σκισμένα από την πολυετή χρήση και έκθεση στη θάλασσα και τον ήλιο γεγονός το οποίο δικαιολογείται από το ότι το σκάφος είναι 13 ετών . Μάλιστα η ίδια η ενάγουσα ζήτησε από την εναγομένη να πάρει προσφορά για τις εργασίες αποκατάστασης των περιμετρικών  χτυπημάτων στον πολυεστέρα  για αυτό και στις 14-5-2018 η εταιρεία «…» μετά από επίσκεψή της στο σκάφος της χορήγησε προσφορά για την αποκατάσταση των περιμετρικών χτυπημάτων στον πολυεστέρα ύψους 682 ευρώ. Περαιτέρω, αβάσιμος τυγχάνει στην ουσία του και ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί ευθύνης της εναγομένης στο το ότι η ταπετσαρία των εσωτερικών χώρων είναι σε κακή κατάσταση λόγω έλλειψης καθαρισμού της υγρασίας επειδή δεν λειτουργούσε τον αφυγραντήρα καθώς από την επιθεώρηση που έκανε ο νηογνώμονας του πλοίου «…» στις 18-12-2018 στη μαρίνα Αλίμου δεν διαπιστώθηκαν οι εν λόγω φθορές του σκάφους αλλά αντιθέτως αναφέρεται ότι οι χώροι ενδιαίτησης και υγιεινής βρέθηκαν καθαροί και σε καλή κατάσταση .Ομοίως στις 5-3-2019 στην με ίδια ημερομηνία έκθεσή του ο ναυπηγός … (σελίδα 7) αναφέρει ότι οι ταπετσαρίες στους τοίχους βρέθηκαν μερικώς αποκολλημένες σε κάποια σημεία, ότι το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί σε πολλά σκάφη του συγκεκριμένου ναυπηγείου( … …) και είναι αποτέλεσμα χρησιμοποιήσεις αδύναμης κολλάς η οποία με τα χρόνια ξεκολλάει. Περαιτέρω,  ο ισχυρισμός της εναγουσας ότι η εναγομένη λόγω κακής χρήσης του σκάφους απώλεσε τη σχάρα του αριστερού αγωγού εξαερισμού του μηχανοστασίου κι ότι ευθύνεται για το ότι το μηχανοστάσιο είναι σε άθλια κατάσταση με διάσπαρτους  υγρούς ρυπαρούς λεκέδες αντικρούεται ως αβάσιμος καθώς  σύμφωνα με την έκθεση του νηογνώμονα του πλοίου που επιθεώρησε το σκάφος στις 18-12-2018 και την από 5-3-2019 έκθεση επιθεώρησης του πλοίου από τον … της εταιρείας επιθεωρητών «…»,  που συνέταξε την έκθεσή του μετά από τον με ίδια ημερομηνία δοκιμαστικό πλου, διαπιστώθηκε ότι  το μίσθιο σκάφος ήταν σε άριστη κατάσταση και πιο συγκεκριμένα ότι ο χώρος του μηχανοστασίου βρέθηκε καθαρός και σε καλή κατάσταση, το μηχανοστάσιο ελέγχθηκε και βρέθηκε σε καλή κατάσταση καθαρό και χωρίς σκουριές ενδεικτικό σωστής συντήρησης. Μάλιστα για τον καθαρισμό του μηχανοστασίου των μηχανών η εναγομένη απευθύνθηκε στο συνεργείο του … και στο συνεργείο του … όπως προκύπτει από τα τιμολόγια με αριθμούς  ../ 13-8-2018 και …/ 25-10-2018 που προσκομίζει η εναγόμενη μετά νομίμου επικλήσεως. Ομοίως  αβάσιμος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι από κακή χρήση η εναγομένη προκάλεσε πολλά χτυπήματα περιμετρικά του σκάφους καθώς από τον νηογνώμονα του πλοίου «…» μετά την από 18-12-2018 επιθεώρηση του σκάφος δεν διαπιστώθηκε ότι τα περιμετρικά μπαλόνια του σκάφους ήταν ξεφούσκωτα και σκισμένα αλλά αντιθέτως ότι ο ναυτιλιακός εξοπλισμός του σκάφους βρέθηκε πλήρης και σε καλή κατάσταση. Όσον δε αφορά τη ζημία της μηχανής στις 3 Σεπτεμβρίου 2018 όπως διαπίστωσε ο εξουσιοδοτημένος μηχανικός της … που κάλεσε η εναγομένη από την Πάτρα …  αυτή οφειλόταν σε παρατεταμένη οξείδωση στους κυλίνδρους και στην κεφαλή που δείχνει ότι προϋπήρχε οξείδωση για μεγάλο χρονικό διάστημα και οι ψεκαστήρες καυσίμου ήταν κολλημένοι στην κεφαλή από σκουριά (βλ.την τεχνική έκθεση του συνεργείου «… …»).Στο ίδιο δε συμπέρασμα κατέληξε και η εταιρεία «…», όπως αναφέρει στην τεχνική της έκθεση που έκανε παρόντος και του εμπειρογνώμονα της Ασφαλιστικής εταιρείας του σκάφους στις 16-7-2018, ήτοι  ότι οι σκουριές και το ψωριασμα στους κυλίνδρους ήταν πέραν του έτους και οφειλόταν σε εισροή νερού από το εσωτερικό κύκλωμα και  σε παραμονή στο πρόσωπο της μηχανής και στο χώρο καύσεως για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μάλιστα η ζημιά αυτή αποκαταστάθηκε στις 7-8-2018 και για αυτή η ενάγουσα εισέπραξε από την ασφαλιστική εταιρεία  το ποσό των 9.450 ευρώ , όπως προκύπτει από την από 12-10-2018 έκθεση επιθεώρηση ζημιάς της ασφαλιστικής εταιρείας του σκάφους . Όσον δε αφορά τη ζημιά στο πόδι της δεξιάς μηχανής προώσης του σκάφους αυτή όπως προκύπτει από την από 25-10-2018 τεχνική έκθεση και την υπ’αριθμ. …/5-3-2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα του επισκευαστή της ζημιάς αυτής …, αυτή προϋπήρχε της μίσθωσης και προέρχεται από παλιά πρόσκληση με μεγάλη ταχύτητα σε σταθερό αντικείμενο προκάλεσε κρακ στο γρανάζι του κάθετου άξονα κίνησης στρέβλωση στον κάθετο άξονα κίνησης που με τον καιρό δημιούργησε φθορά σε αυτό Ο ίδιος δε μηχανικός ότε ξανακλήθηκε από την εναγομένη προς επισκευή των ζημιών στις 15-9-2018 κατά τους πλόες στην Κυλλήνη και στις  5-3-2019 στη μαρίνα Αλίμου διαπίστωσε ότι όλα τα μηχανικά μέρη του σκάφους ήταν άψογα.Τέλος, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και με βάση όσα κατέθεσε ο μάρτυρας ανταπόδειξης …, κρίνεται απόλυτα φυσιολογική η ύπαρξη τραγάνας στα ύφαλα του πλοίου όταν παραμένει ακίνητο για 15 μέρες μέσα στο θαλασσινό νερό κι εύκολα απομακρύνεται με την κίνηση του σκάφους και τον καθαρισμό από δύτη.  Αντίθετη δε κρίση δεν μπορεί να προκύψει άνευ άλλου από τις από 9-5-2019 φωτογραφίες που επισκοπούνται από το Δικαστήριο και τις οποίες έλαβε ο δύτης … επιμελεία της ενάγουσας και τα όσα κατέθεσε στην υπ’αριθμ. … /16-5-2019 ένορκη βεβαίωσή του ο μάρτυρας της ενάγουσας … ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Ιωάννας Κανελλοπούλου, ήτοι  ότι όπως πληροφορήθηκε μετά τη χρήση του σκάφους από την εναγομένη τα ύφαλα ήταν σε οικτρή κατάσταση γεμάτα χόρτα , φύκια και στρειδώνα. Σε κάθε δε περίπτωση οι ως άνω ζημιές –φθορές του σκάφους λόγω του είδους τους θεωρούνται ότι οφείλονται στην συμφωνημένη χρήση του σκάφους από την εφοπλίστρια μισθώτρια υπό την έννοια του άρθρου 592 ΑΚ, δεν καθιστούν αναξιόπλοο το εν λόγω σκάφος ούτε καθιστούν κακή τη χρήση του από την εναγομένη ώστε να δικαιολογούν την καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης για τον λόγο αυτό, δεδομένου άλλωστε ότι σε αντίθεση με την από 20-11-2018 εξώδικη δήλωσή της στην κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα δεν αιτείται αποζημίωσης  λόγω των επικαλούμενων προκληθεσιών από την εναγομένη ζημιών στο μίσθιο και η εναγομένη αλυσιτελώς λόγω της προηγούμενης παραίτησής της από το σχετικό δικαίωμα αποζημίωσης επικαλείται ότι απεκατέστησε με δικές της δαπάνες όποιες ζημίες προκλήθηκαν κατά τη χρήση του σκάφους καθόσον δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει ότι έχει οχλήσει εξωδίκως ή δικαστικώς με βάση τη σύμβαση μίσθωσης κατά το άρθρο 591 ΑΚ (παρ.1) ως αναγκαίες (παρ.1) ή κατά με βάση τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων ως επωφελείς δαπάνες (παρ.2).

Περαιτέρω, δεδομένου ότι η εναγομένη δεν αιτήθηκε τη με βάση την διάταξη του άρθρου 576 επ. ΑΚ απαλλαγή της εκ της καταβολής του οφειλομένου μισθώματος ή το δικαίωμα μείωσής του, αλυσιτελώς προβάλλονται και σε κάθε περίπτωση αντικρούονται από την ενάγουσα αποδεικτικά οι ισχυρισμοί της εναγομένης περί ύπαρξης κρυφών ελαττωμάτων στο σκάφος, τα οποία μάλιστα-κατά τους ισχυρισμούς της-τα γνώριζε ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας … και τα απέκρυψε από τον …. Πλέον συγκεκριμένα, τα όσα αναφέρουν  οι μάρτυρες ανταπόδειξης μηχανικοί που προέβησαν σε επισκευές στο σκάφος μηχανικός … , …, … και …,ήτοι ότι οι ζημιές που επικαλείται η ενάγουσα και επισκεύασαν υπήρχαν πολύ πριν τη μίσθωση του σκάφους και αποκαταστάθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής αντικρούονται από τα όσα κατέθεσαν στις υπ’αριθμ. …/16-5-2019 και … /16-5-2019 ένορκες βεβαιώσεις τους οι μάρτυρες της ενάγουσας … και … ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Ιωάννας Κανελλοπούλου, ήτοι ο  μεν πρώτος -ηλεκτρολόγος  που έκανε το ετήσιο σέρβις τον Μάϊο του 2018  κι άλλαξε τις μπαταρίες και ο δεύτερος-μηχανικός που προέβαινε κάθε χρόνο στη συντήρηση του σκάφους  και τον Μάϊο του 2017 έκανε την αντιοσμωτική προστασία, ήτοι ότι το σκάφος ήταν σε άριστη κατάσταση  από κάθε άποψη όταν το παρέλαβε η εναγομένη. Επίσης αντικρούονται από το γεγονός ότι όλα τα πιστοποιητικά  του πλοίου βρίσκονταν σε πλήρη ισχύ προ, κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της μίσθωσης και όσα διαπιστώθηκαν στις από 12-10-2018 και 20-11-2018 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης της εταιρείας «….» που ενήργησε κατ’εντολή των ασφαλιστών του σκάφους  που ενέκρινε την πληρωμή της ασφαλιστικής αποζημίωσης και την από 26-4-2018 προσφορά και το από 26-6-2018 τιμολόγιο του εξουσιοδοτημένου από την κατασκευάστρια μηχανών … … συνεργείου  της «….» που είχε συντηρήσει τις μηχανές  του σκάφους προ της παράδοσής του στην εναγομένη. .Εξάλλου ναι μεν δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθούν εφόσον διαπιστώνονταν πραγματικά ελαττώματα του σκάφους κατά την παράδοσή του στην εναγομένη λόγω του σύντομου δοκιμαστικού πλού που διενεργήθηκε, ομοίως όμως κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής εφόσον δεν μπόρεσαν να γίνουν αντιληπτά από τον ασχολούμενο επι χρόνια με τις ναυλώσεις πλοίων αναψυχής μάρτυρα ανταπόδειξης … που ήταν παρών στην παράδοση του σκάφους από την ενάγουσα προς την εναγομένη και σε όλες ή τουλάχιστον στις πιο κρίσιμες διαπραγματεύσεις και συμφωνίες με την ενάγουσα ως εκπροσωπείτο από τον …, πολλώ δε μάλλον δεν θα μπορούσε να τα γνωρίζει ή να τα διαγνώσει ο τελευταίος (…) που επαγγέλλεται οδοντοτεχνίτης, ήτοι δεν έχει συναφή επαγγελματική ιδιότητα και εμπειρία. Συνοψίζοντας επομένως όλα τα ανωτέρω,δεν απεδείχθη ότι η εναγομένη προέβη σε κακή χρήση ή ότι προκάλεσε φθορές στο μίσθιο πλοίο που οφείλονται σε μη συμφωνημένη χρήση, επομένως ότι παρέβη τους όρους 7 και 8 του από 30-3-2018 ιδιωτικού συμφωνητικού , απορριπτομένου του αντιθέτου ισχυρισμού της ενάγουσας ως αβασίμου. Ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται ο σχετικός λόγος καταγγελίας της σύμβασης μίσθωσης κατά το άρθρο 594 ΑΚ,. Επίσης δεν απεδείχθη ότι κατά το χρόνο της παράδοσης του μισθιου στην μισθώτρια εναγομένη το μίσθιο πλοίο είχε ελλείψεις ή κρυφά πραγματικά ελαττώματα  που να εμποδίζουν την συμφωνημένη χρήση αυτού ,για το λόγο δε αυτό η εναγομένη δεν έκανε χρήση του σχετικού δικαιώματός περί μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος κατά το άρθρο 576 ΑΚ κατά τις διατάξεις των άρθρων 576, 577 και 578 ΑΚ, ισχυρισμό τον οποίο η εναγομένη δεν προβάλει εν προκειμένω. Οι αναγκαίες και επωφελείς δαπάνες στις οποίες προέβη η εναγομένη στο πλοίο κατά τη διάρκεια της σύμβασης λόγω της αντίθετης συμφωνίας της κατά τις ενδοτικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 361 και 591 ΑΚ , ήτοι λόγω της ρητής παραίτησης της εναγομένης (όρος 8 ) να τις διεκδικήσει δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο μη καταβολής του οφειλομένου μισθώματος ούτε εξόφλησης με συμψηφισμό εκ μέρους της,είτε συμβατικού που ουδόλως απεδείχθη είτε μονομερούς,ως αορίστως προβλήθηκε. Αντίθετη κρίση δεν μπορεί να συναχθεί από τα όσα έκρινε η υπ’αριθμ.398/2019 οριστική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο με το σύνολο του αποδεικτικού υλικού καθότι το προσωρινό δεδικασμένο εξ αυτής περιορίζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και παύει να ισχύει με την έκδοση της παρούσας απόφασης επί της κύριας δίκης.

Κατ’ακολουθίαν των όσων αποδείχθηκαν, η κρινομένη αγωγή, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη μισθώτρια  να αποδώσει τη χρήση του ενδίκου σκάφους  στην ενάγουσα εκμισθώτρια κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Περαιτέρω, το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να γίνει υποχρεωτικά δεκτό και ως ουσία βάσιμο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 910 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς  αφορά  σε απόδοση μισθίου Τέλος, λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν, τα  δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους (άρθρα 179, 189 παρ.2 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

            ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να αποδώσει στην ενάγουσα τη χρήση του επαγγελματικού τουριστικού σκάφους αναψυχής με το όνομα «…» νηολογίου Πειραιά … , με Δ.Δ.Σ.  SVA 8450   .

  ΚΗΡΥΣΣΕΙ προσωρινά εκτελεστή την παρούσα ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη .

  ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις

χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

          Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ