ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
(ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)
Αριθμός απόφασης
3902/ 2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 4989/2460/7-6-2019 έφεση)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 24η Σεπτεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος : …, κατοίκου … (οδός …), με Α.Φ.Μ. …,ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Λάμπρου Χρήστου (Α.Μ. ΔΣΑ : 28410)
Της εφεσίβλητης : Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» (….), που εδρεύει στην …, με Α.Φ.Μ. : … Δ.Ο.Υ ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ, νομίμως εκπροσωπουμένης νόμιμα και παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Στυλιανού Γκίνη (Α.Μ. ΔΣΑ : 14511).
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 30-6-2014 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ.: 4161/377/2-7-2014) αγωγή της κατά του εκκαλούντος και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμόν 284/2016 οριστική απόφασή του δίκασε ερήμην του εναγομένου –νύν εκκαλούντος κατά την τακτική διαδικασία και κατ’εφαρμογή του τεκμηρίου ομολογίας του άρθρου 271 παρ.1,2 εδ.β ΚΠολΔ, ως ίσχυε υπό το ν.3994/2011 δέχθηκε εν όλω την ανωτέρω αγωγή. Ήδη ο εκκαλών με την από 9-7-2018 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 7639/177/20-7-2018 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς) έφεσή του προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 4989/2460/7-6-2019, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν ως προαναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους κατέθεσαν επί της έδρας τις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές και στα πρακτικά.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο εκκαλών άσκησε την από 9-7-2018 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 7639/177/20-7-2018 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς) έφεσή του κατά της υπ΄αριθμόν 284/2016 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε ερήμην του εναγομένου-νυν εκκαλούντος κατά την τακτική διαδικασία επί της από 30-6-2014 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ.: 4161/377/2-7-2014 ) αγωγής της εφεσίβλητης κατά του εκκαλούντος και κατ’εφαρμογή του τεκμηρίου ομολογίας του άρθρου 271 παρ.1,2 εδ.β ΚΠολΔ, ως ίσχυε υπό το ν.3994/2011 δέχθηκε εν όλω την ανωτέρω αγωγή, κήρυξε προσωρινά εκτελεστή την εκδοθείσα απόφαση και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας (νυν εφεσίβλητης) ύψους τριακοσίων (300) ευρώ σε βάρος του εναγομένου (νυν εκκαλούντος). Η ένδικη έφεση, ασκήθηκε νομότυπα με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση και την κατάθεση του σχετικού παραβόλου σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 495 παρ.1 Αα ΚΠολΔ (βλ. το υπ’αριθμ. … e-παράβολο με τη συνημμένη από 2-7-2018 επιβεβαίωση επιτυχούς εκτέλεσης πληρωμής της …) και εμπρόθεσμα εντός διετίας από την από 29-7-2016 δημοσίευση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ.1,511, 516 παρ.2, 517, 518 παρ.2,520 παρ.1 ΚΠολΔ-καθώς προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης στον εκκαλούντα που προσδιόρισε και την έφεση μετά την άσκηση της εφέσεως και δη με παραγγελία επίδοσης στις 17-5-2019), κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 4989/2460/7-6-2019, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο. Σημειωτέον ότι με την αγωγή της η ενάγουσα στρεφόμενη κατά του εναγομένου ζήτησε την επιδίκαση από αυτόν σ’ αυτήν, ως φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα Αλίμου χρηματικής απαίτησής της, συνολικού ποσού 7.094,68 ευρώ, πλέον τόκων, προερχομένης από τέλη ελλιμενισμού κατά το χρονικό διάστημα από 3-8-2007 έως 30-6-2012, στο επαγγελματικό σκάφος αναψυχής …, πλοιοκτησίας του εναγομένου-νυν εκκαλούντος, επομένως εισήχθη προς εκδίκαση μισθωτική διαφορά. Δεδομένου δε ότι κατά τη μεταβατική διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Ν. 4335/2015 «Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές» σε συνδυασμό με το ότι η αγωγική απαίτηση για καταβολή του αιτουμένου χρηματικού ποσού, αφορά σε τέλη ελλιμενισμού και δικαιώματα για τις λοιπές παρεχόμενες στον τουριστικό λιμένα Αλίμου υπηρεσίες στο επίμαχο σκάφος αναψυχής, ως εκ τούτου, η ένδικη έφεση πρέπει, αφού γίνει τυπικά δεκτή, να εκδικασθεί κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών (άρθρα 614 αρ.1 επ. του ΚΠολΔ) καθότι θεμελιώνεται στις επικαλούμενες συμβάσεις ελλιμενισμού, οι οποίες αποτελούν συμβάσεις μίσθωσης ακινήτου, όπως θα αναφερθεί στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας, και όχι κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία η υπόθεση εισήχθη και εκδικάσθηκε στο σύνολό της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (άρθρα 533 παρ. 1 ΚΠολΔ και 591 παρ.2 του ΚΠολΔ, βλ. σχετ.ΕφΠειρ 126/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2159/2006 ΕλλΔνη 2007.263, ΕφΑθ 426/2002 ΑρχΝ 2003.716) χωρίς, για το λόγο αυτό, της εισαγωγής δηλαδή και εκδίκασης της αγωγής με εσφαλμένη διαδικασία, να διαταχθεί η εξαφάνιση της εκκαλουμένης, καθώς και η παραπομπή της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό. Εξάλλου η διαδικασία που πρέπει να εφαρμοσθεί κρίνεται από το Εφετείο αυτεπάγγελτα, χωρίς να έχει επίδραση η διαδικασία που εφαρμόσθηκε εσφαλμένα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (ΟλΑΠ 1482/1977, ΜονΕφΠειρ 500/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ) ενώ δεν είναι ανεκτό από το δίκαιο να μετακυλίεται στους διαδίκους το σφάλμα του δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση κατά την προσήκουσα διαδικασία, (βλ. επίσης περί τούτου ΜονΕφΠειρ 585/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως η ένδικη έφεση ορθώς φέρεται στο Δικαστήριο αυτό προς εκδίκαση (άρθρο 19 ΚΠολΔ) όχι κατά την τακτική διαδικασία ως προσδιορίστηκε αλλά κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών του άρθρου 614 επ.ΚΠολΔ. Όμως πριν εξετασθεί περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της-, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου περί αοριστίας της αγωγής , περί αρνήσεως της επικουρικής βάσης της αγωγής και περί της προσωρινής εκτελεστότητας της εκκαλουμένης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και το πρώτον παραδεκτώς κατά το άρθρο 528 εδ.β ΚΠολΔ λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος στον πρώτο βαθμό στον ισχυρισμό (στην ένσταση) περί παραγραφής για αξιώσεις μέχρι την 31-12-2009 (7ος λόγος έφεσης) , στην ένσταση περί μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος κατά το άρθρο 374 ΑΚ λόγω ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων στο μίσθιο (άρθρο 576 επ.ΑΚ) (8ος λόγος έφεσης), στην ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατά το άρθρο 281 ΑΚ (9ος λόγος έφεσης) και στην ένσταση περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας-εφεσίβλητης (10ος λόγος έφεσης)-, θα πρέπει να ερευνηθεί το παραδεκτό και η νομιμότητα της αγωγής, επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη, καθόσον το Εφετείο, ως εκ του μεταβιβαστικού, κατά την διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, αποτελέσματος της εφέσεως, έχει την εξουσία να ερευνά και αυτεπαγγέλτως χωρίς δηλαδή την υποβολή ειδικού παραπόνου, το ορισμένο της αγωγής, αρκεί να ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και η απόρριψη της αγωγής, έστω για κακή εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1138/1993 Δνη 36.1052, ΕφΙωαν 62/2007, ΕφΠειρ 460/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η Έφεσις, 1986, σελ. 190, παρ. 610, 611).
Ι. Η σύμβαση ελλιμενισμού σκαφών σε τουριστικούς λιμένες (Μαρίνες) είναι σύμβαση μίσθωσης ακινήτου (ΔΕΚ 3.3.2005, C – 428/2002, Fonden Marselisborg Lystbadehavn κατά Skatteministeriet και Skatteministeriet κατά Fonden Marselisborg Lystbadehavn, σκέψη 36, Συλλογή 2005.Ι.1527, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και κατά τη νομική της φύση αποτελεί σύμβαση ενοχική, διαρκή και αμφοτεροβαρή, διεπόμενη από τις περί μισθώσεως διατάξεις του ΑΚ (ΑΠ 1429/2018 ,ΕφΠειρ 500/2018, ΕφΠειρ. 126/2017, ΔΕΕ 2017/801, ΜονΕφΠειρ. 585/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 734/2013, ΔΕΕ 2014/984, ΕφΑθ. 10868/1988, ΑρχΝ 1989/426) και από το Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. …/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας και έχει ισχύ νόμου (ΕφΠειρ. 605/2010, ΔΕΕ 2011/220, Μ. Μπάκαβου/Φ. Φωτόπουλος, Περί Λιμένων, Μαρίνες – Αγκυροβόλια – Τουριστικά – Αλιευτικά καταφύγια, 2017, σελ. 223), δεδομένου ότι εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 του Ν. 3105/2003 «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 29/10.2.2003) και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β 1323/16.9.2003), έχοντας, επομένως, ισχύ νόμου (ΜονΕφΠειρ 847/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 605/2010 ΔΕΕ 2011.220). Οι δε από αυτήν απορρέουσες διαφορές εκδικάζονται από το δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 § 1 εδαφ. β, 16 αρ. 1 και 29 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνες του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993 και κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (ΜονΕφΠειρ. 847/2014, ΔΕΕ 2015/411) των άρθρων, πιο πριν 648 επομ. και ήδη, μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015, 614 περ. 1 και 615 επομ. του ΚΠολΔ. Στις παραγράφους 1, 5 και 6 του άρθρου 31α (με τίτλο «Κανονισμοί λειτουργίας τουριστικών λιμένων»), το οποίο προστέθηκε στον ν. 2160/1993 με την παρ. 3 του άρθρου 38 του ν. 3105/2003 και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 161 του ν. 4070/2012 (Α΄ 82), ορίζονται τα εξής: «1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας θεσπίζεται Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων. Ο Κανονισμός έχει εφαρμογή σε όλους τους τουριστικούς λιμένες, στις ζώνες αγκυροβολίου, στα καταφύγια τουριστικών σκαφών και στους λιμένες ξενοδοχειακών μονάδων ανεξάρτητα από το φορέα διαχείρισης αυτών (δημόσιο ή ιδιωτικό) και από το χρόνο έναρξης λειτουργίας τους. 2…. 5. Με αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης που εκδίδονται μετά από γνώμη της Επιτροπής Τουριστικών Λιμένων που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εγκρίνονται τα τιμολόγια ελλιμενισμού και των λοιπών παρεχόμενων προς τα σκάφη υπηρεσιών από τους τουριστικούς λιμένες της παραγράφου 1. Για τον καθορισμό των τιμολογίων λαμβάνονται ιδίως υπόψη το μέγεθος των σκαφών σε μέτρα ολικού μήκους ή πλάτους, η διάρκεια ελλιμενισμού, η εποχή ελλιμενισμού, η κατηγορία των σκαφών και οι λοιπές παρεχόμενες από τον τουριστικό λιμένα εξυπηρετήσεις σύμφωνα με το επενδυτικό και εν γένει το επιχειρηματικό σχέδιο του φορέα διαχείρισης. 6. Οι Ειδικοί Κανονισμοί και τα Τιμολόγια των τουριστικών λιμένων καταρτίζονται από τους φορείς διαχείρισης και υποβάλλονται στο Υπουργείο Ανάπτυξης για έγκριση σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 31 α παρ. 5 και 6 του Ν. 2160/1993 όπως η παρ. 6 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6α της υποπαρ. ΣΤ15 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α΄ 85/7.4.2014), η παρ. 5 καταργήθηκε με την παρ. 6β της υποπαρ. ΣΤ15 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α΄ 85/7.4.2014) όπως προστέθηκε με την παρ. 3 το άρθρο 38 του ν. 3105/2003 (Α΄ 29/10.2.2003) και ως τίθεται το παρόν άρθρο ,μετά την αντικατάσταση με το άρθρο 161 του ν. 4070/2012 (Α΄ 82/10.4.2012) και η παρ. 5 του τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 4179/2013 (ΦΕΚ Α’ 175/8.8.2013) ορίζεται ότι «4. Μετά την έκδοση της άδειας λειτουργίας ο φορέας διαχείρισης υποβάλλει στη Γενική Γραμματεία Τουρισμού Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας του Τουριστικού Λιμένα. Με αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εγκρίνονται οι Ειδικοί Κανονισμοί για ένα έκαστο από τους λιμένες της παραγράφου 1. Οι εγκριτικές αποφάσεις του προηγούμενου εδαφίου εκδίδονται εντός ενός μηνός από την υποβολή των Ειδικών Κανονισμών στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού. Σε περίπτωση άπρακτης παρόδου του πιο πάνω χρονικού διαστήματος οι Ειδικοί Κανονισμοί τεκμαίρονται εγκεκριμένοι. Οι κανονισμοί αυτοί ρυθμίζουν τους ειδικούς όρους λειτουργίας και εκμετάλλευσης κάθε τουριστικού λιμένα και ιδίως τα εξής θέματα». Σύμφωνα δε με την κοινή Υ.Α. Τ /9803 /5-9-2003 (ΦΕΚ Β 1323/2003) του Υφυπουργού Ανάπτυξης και του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, εγκρίθηκε ο Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων ο οποίος στο άρθρο 2 παρ.3 ορίζει ότι «Για τις παρεχόμενες ευκολίες εξυπηρέτησης των τουριστικών λιμένων προς τα ελλιμενιζόμενα σε αυτούς σκάφους, ο φορέας διαχείρισης κάθε τουριστικού λιμένα, εισπράττει από τους υπόχρεους τα ανάλογα δικαιώματα» και στην παρ.4 ου ίδιου άρθρου ότι «υπόχρεος προς καταβολή είναι ο πλοιοκτήτης ή ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο χρήστης του σκάφους ο οποίος ευθύνεται και εις ολόκληρον με τον πλοιοκτήτη ως πρωτοφειλέτης». Επίσης στην παρ. 8 του άρθρου 31α του ν. 2160/1993, η οποία προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3270/2004 (Α’ 187), ορίζεται ότι «Τα τιμολόγια ελλιμενισμού και των λοιπών παρεχόμενων υπηρεσιών, καθώς και οι Ειδικοί Κανονισμοί Λειτουργίας των τουριστικών λιμένων που ανήκουν κατά διοίκηση και διαχείριση στην Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης (ΕΤΑ ΑΕ), καταρτίζονται από το διοικητικό συμβούλιο του εκάστοτε, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 29 του ν. 2160/1993, φορέα διαχείρισης και εγκρίνονται με απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» (OλΣτΕ 2404/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και στην παρ. 1 του άρθρου 9 προβλέπεται ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης θα ισχύουν οι νόμιμοι τόκοι υπερημερίας. Τέλος με την υπ’αριθμ. 1847/2012 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού (ΦΕΚ Β 133/3-2-2012) τροποποιήθηκε η προγενέστερη υπ’αριθμ. 1631/2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού (ΦΕΚ Β 171/9-2-2007),καθορίστηκαν τα τιμολόγια των τελών ελλιμενισμού της Μαρίνας Αλίμου, ενώ με την υποπερίπτωση 6α της υποπαραγράφου 15 της παραγράφου ΣΤ του άρθρου 1 του ν.4254/2014 καταργήθηκαν έκτοτε (από τις 7-4-2014) οι εγκριτικές υπουργικές αποφάσεις που αφορούν σε τιμολόγια ελλιμενισμού. Περαιτέρω, για τη σύναψη της σύμβασης ελλιμενισμού οι, ειδικότερες των κοινών, διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ`αριθμ. …/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης – Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β` 1323/16.9.2003) προβλέπουν ότι «Η δυνατότητα ελλιμενισμού παρέχεται κατόπιν αποδοχής από το φορέα διαχείρισης [δηλαδή το νομικό πρόσωπο που έχει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του τουριστικού λιμένα] σχετικού αιτήματος και σύναψης σχετικής συμφωνίας κατά την οποία ο αιτών αποδέχεται τον παρόντα Κανονισμό, τον Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας του τουριστικού λιμένα και το εγκεκριμένο τιμολόγιο αυτού» (άρθρο 7.2) και ότι «Η παραχώρηση, εκ μέρους του φορέα διαχείρισης τουριστικού λιμένα, του δικαιώματος ελλιμενισμού σκάφους, αποκτάται μόνο μετά από έγγραφη έγκριση του φορέα διαχείρισης, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τα προς τούτο απαραίτητα έγγραφα» (άρθρο 8.2). Αντικείμενο της σύμβασης που συνάπτεται είναι η έναντι ανταλλάγματος παραχώρηση του δικαιώματος ελλιμενισμού ενός σκάφους στον τουριστικό λιμένα (Μαρίνα) και η παροχή προς αυτό των υπηρεσιών, ευκολιών και εξυπηρετήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2.1 του Γενικού Κανονισμού, ενώ αντισυμβαλλόμενος του φορέα διαχείρισης είναι ο πλοιοκτήτης, ο κυβερνήτης, ο εκπρόσωπος ή ο χρήστης του σκάφους (σημεία 1 και 4 του άρθρου 8). Η σύμβαση καταρτίζεται εγγράφως και, καταρχήν, έχει ορισμένη διάρκεια, αφού η θέση ελλιμενισμού μπορεί να μισθώνεται είτε για ένα έτος είτε επί μηνιαίας βάσεως είτε ακόμη για βραχύτερη περίοδο, δηλαδή για μία ή και περισσότερες ημέρες (ΔΕΚ 3.3.2005, C – 428/2002, ο.π., σκέψεις 8 – 14), δύναται, όμως, μετά τη λήξη της ορισμένης διάρκειάς της να παραταθεί και με άτυπη ακόμα συμφωνία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εφόσον ο φορέας διαχείρισης εξακολουθεί να παρέχει τη δυνατότητα ελλιμενισμού του σκάφους στις εγκαταστάσεις του τουριστικού λιμένα και ο αντισυμβαλλόμενος εξακολουθεί να αποδέχεται τους όρους της λειτουργίας της Μαρίνας και το εγκεκριμένο τιμολόγιο για την παροχή των υπηρεσιών που απολαμβάνει. Το αντάλλαγμα που οφείλεται για την παραχώρηση στο σκάφος της χρήσης των εγκαταστάσεων του τουριστικού λιμένα, που καλείται τέλος ελλιμενισμού, αποτελεί αντικειμενικώς ουσιώδες στοιχείο (essentiale) της ομώνυμης σύμβασης και καθορίζεται βάσει τιμολογίου, το οποίο καταρτίζει ο φορέας διαχείρισης της Μαρίνας και εγκρίνεται με υπουργική απόφαση (άρθρο 2.3 εδαφ. β). Το τιμολόγιο αυτό καθορίζει το τέλος για κάθε ελλιμενιζόμενο σκάφος με κριτήρια το μέγεθός του σε μέτρα ολικού μήκους ή πλάτους, τη διάρκεια της σύμβασης, την εποχή του ελλιμενισμού, την κατηγορία του σκάφους και τις λοιπές παρεχόμενες από το λιμένα εξυπηρετήσεις (βλ. σχετ. Β. Κορμπή, Οι τουριστικοί λιμένες – Το θεσμικό πλαίσιο και η σχετική νομολογία, σε ΝοΒ 2004/1960 επομ. [1968]), η δε διοίκηση του φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα νομιμοποιείται να προβαίνει σε εκπτώσεις όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν και το κρίνει απαραίτητο. Υπόχρεος για την καταβολή των τελών ελλιμενισμού και των λοιπών δικαιωμάτων του φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα είναι ο πλοιοκτήτης ή, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, και ο νόμιμος εκπρόσωπός του ατομικά, καθώς και ο χρήστης του σκάφους, που ευθύνεται εις ολόκληρον με τον πλοιοκτήτη ως πρωτοφειλέτης (άρθρο 2.4 του Γενικού Κανονισμού). Η ευθύνη των προσώπων αυτών για την καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος ανακύπτει από την παράδοση της χρήσης του πράγματος και, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 574, 595 και 596 ΑΚ, εξακολουθεί καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που παραμένει υφιστάμενη η δυνατότητα της χρήσεώς του, ανεξαρτήτως αν ο μισθωτής χρησιμοποιεί πράγματι τη θέση ελλιμενισμού ή αν, για λόγους που αφορούν τον ίδιο, αδυνατεί ή δεν θέλει να τη χρησιμοποιήσει (ΑΠ 208/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1730/2013, ΧρΙΔ 2014/277, ΑΠ 2035/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 585/1997, Δνη 1998/112, ΤριμΕφΠειρ. 126/2017, ο.π., ΤριμΕφΛαρ. 95/2012, Δικογραφία 2012/494, ΕφΠειρ. 481/2001, ΕΔΠ 2003/352, Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, ΙΙ, 2013, § 28.3, αρ. 18, σελ. 90 επομ., Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τόμος Ι, 2004, § 24, αρ. 34, σελ. 327, Κ. Καυκάς, Ενοχικόν Δίκαιον, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, Ειδικόν Μέρος, τόμος Α, 1955, άρθρο 596, § 2, σελ. 269). Η υποχρέωση καταβολής του τέλους για θέση ελλιμενισμού, η οποία έπαυσε να χρησιμοποιείται, είναι συμβατική και προϋποθέτει ότι η συμφωνία από την οποία απορρέει εξακολουθεί να έχει υπόσταση και να παράγει ενοχή και τούτο συμβαίνει για όσο χρόνο εξακολουθεί η σύμπτωση της βουλήσεως των συμβαλλομένων επί όλων των ουσιωδών όρων της σύμβασης. Αν κατά τη διάρκειά της ανακύψει διαφωνία επί ουσιώδους όρου, όπως είναι το οφειλόμενο από τον πλοιοκτήτη τέλος ελλιμενισμού, η σύμβαση μπορεί να καταγγελθεί από αυτόν, που δικαιούται να εξοφλήσει τις μέχρι τότε οφειλές του και να αναχωρήσει οριστικά από τον τουριστικό λιμένα χωρίς να έχει στο εξής άλλη υποχρέωση, εφόσον τηρήσει τις ειδικότερες προϋποθέσεις που προβλέπονται στο Γενικό Κανονισμό και συγκεκριμένα εφόσον γνωστοποιήσει εγκαίρως και εγγράφως τις προθέσεις του στο φορέα διαχείρισης της Μαρίνας (άρθρο 8.9), οπότε η σύμβαση λύνεται αζημίως γι’ αμφότερα τα μέρη. Αν σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ορισμένης διάρκειας της αρχικής σύμβασης, που έχει πλέον καταστεί αορίστου χρόνου, η διαφωνία των μερών ως προς το ύψος του τέλους ελλιμενισμού διευθετηθεί με νέα συμφωνία τους, στην οποία οι συμβαλλόμενοι προσδώσουν περιορισμένη χρονική ισχύ, η αορίστου χρόνου σύμβαση ελλιμενισμού τρέπεται εφεξής σε ορισμένης διάρκειας και, αν κάτι άλλο δε συμφωνηθεί, λύνεται με την παρέλευση του χρόνου που συμφωνήθηκε, αφού έκτοτε επί ενός από τα essentialia negotii της συμβάσεως (του τέλους ελλιμενισμού) επανεπιβεβαιώνεται η σχετική και προσωρινώς αρθείσα διαφωνία των μερών και ανακύπτει διάσταση των βουλήσεών τους, που έχει ως αποτέλεσμα την ανυπαρξία συμβάσεως (negotium non existens, ΑΠ 882/2010, ΔΕΕ 2010/1210, ΜονΕφΠειρ 227/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ , Μ. Καράσης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Γενικές Αρχές, Τόμος Ιβ, δεύτερη έκδοση [2016], άρθρο 195, αρ. 5, σελ. 790, Κ. Παντελίδου, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2016, § 7, αρ. 90, σελ. 327, Δ. Κλαβανίδου, σε Δ. Παπαστερίου/Δ. Κλαβανίδου, Δίκαιο της δικαιοπραξίας, 2008, § 34, αρ. 3, σελ. 214, Α. Γαζής, γνμδ σε ΝοΒ 1999/202 επομ., Ι. Σπυριδάκης, Essentialia, naturalia, accidentalia negotii, NoB 1994/1 επομ.). Ενόψει των ανωτέρω, συνάγεται ότι το ζήτημα του καθορισμού του ανταλλάγματος, το οποίο στα πλαίσια της σύμβασης ελλιμενισμού του σκάφους του ο πλοιοκτήτης – μισθωτής οφείλει για την παραχώρηση της χρήσης των εγκαταστάσεων αυτού του λιμένα στον εκμεταλλευόμενο αυτές EOT, καθώς και στους νομίμους ειδικούς διαδόχους του (φορείς διαχείρισης του τουριστικού λιμένα) ως τέλος ελλιμενισμού , κατά διαχρονική νομοθετική επιλογή δεν αποτελεί αντικείμενο ατομικής μεταξύ των συμβαλλομένων διαπραγμάτευσης κατά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης αλλά καθορίζεται μονομερώς με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του εκάστοτε φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα, που δεσμεύει τον αντισυμβαλλόμενο χρήστη των εγκαταστάσεων υπό την προϋπόθεση, όμως, της έγκρισής της με υπουργική απόφαση, αφού αποτελεί πράξη διαχείρισης κοινοχρήστου πράγματος κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας. Επίσης, από όλα όσα προαναφέρθηκαν επιβεβαιώνεται ότι το ύψος του επέχοντος θέση μισθώματος τέλους ελλιμενισμού σκάφους στις εγκαταστάσεις τουριστικού λιμένα καθορίζεται μονομερώς από τη διοίκηση του φορέα διαχείρισής του και δεσμεύει τον αντισυμβαλλόμενο μισθωτή εφόσον ο καθορισμός αυτός –ως προϊσχυε-είχε εγκριθεί με υπουργική απόφαση ( ΑΠ 1424/2017, ΜονΕφΠειρ 500/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 126/2017 ΔΕΕ 2017.801).
ΙΙ. Περαιτέρω, με το άρθρο 12 (παρ. 1) του ν. 2636/1998 (Α’ 198) συστήθηκε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «….», η οποία μετονομάστηκε αρχικώς σε «…» με το άρθρο 9 παρ. 4 του ν. 2837/2000 (Α’ 178), εν συνεχεία, με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3270/2004 (Α’ 11), σε «….» (….), τελικά δε, με την υπ’ αριθμ. …/28.11. 2011 Κ.Υ.Α. (Β΄2779/2.12.2012), η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» (….) συγχωνεύθηκε με απορρόφησή της από την …. η οποία μετονομάσθηκε σε «…» (….). Με την ίδια διάταξη του άρθρου 9 παρ. 4 του ν. 2837/2000 ορίστηκε ότι το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας (το οποίο, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ιδίου νόμου, είχε αναληφθεί εξ ολοκλήρου από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού), περιέρχεται στο Ελληνικό Δημόσιο, η συμμετοχή του οποίου στην εταιρεία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι κατώτερη από το 51% του μετοχικού κεφαλαίου. Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 2636/1998, «Η εταιρία λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και διέπεται από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, όπως αυτός κάθε φορά ισχύει, πλην αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο». Σύμφωνα με το άρθρο 13 του ίδιου νόμου 2636/1998, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 2837/2000, σκοπός της εταιρείας «….» είναι η διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του …., ως επιχειρηματικές δε μονάδες του …. νοούνται, μεταξύ άλλων, οι μονάδες των τουριστικών λιμένων, καταφυγίων και αγκυροβολίων τουριστικών σκαφών και των σταθμών θαλαμηγών, οι οποίες ανήκουν κατά κυριότητα στον …. ή τελούν υπό τη διοίκηση και διαχείριση αυτού ή έχουν μισθωθεί από αυτόν ή βρίσκονται στην εκμετάλλευσή του με οποιαδήποτε άλλη νομική μορφή. Εξάλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 29 του ν. 2160/1993 (Α’ 118) όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 156 παρ. 1 του ν. 4070/2012 (Α΄ 82), ορίζεται ότι «Τουριστικός λιμένας σκαφών αναψυχής (Μαρίνα) είναι ο χερσαίος και θαλάσσιος χώρος που προορίζεται κατά κύριο λόγο για την εξυπηρέτηση σκαφών αναψυχής, είτε για αγκυροβόλημα, είτε για μακροχρόνια ή παροδική χερσαία εναπόθεση, είτε για εξυπηρέτηση των διερχομένων σκαφών». Περαιτέρω, με την παρ. 3 του προαναφερθέντος άρθρου 29 του ν. 2160/1993, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 16 του άρθρου 39 του ν. 3105/2003 (Α’ 29/10.2.2003) και την παρ 4 του άρθρου 49 του ν. 3220/2004 (Α’ 15), προβλέφθηκε ότι «Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται η φράση «φορέας διαχείρισης τουριστικού λιμένα» νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου το οποίο έχει αναλάβει με σύμβαση μετά του Δημοσίου ή μετά της «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» ή εκ του νόμου την κατασκευή, λειτουργία και εκμετάλλευση τουριστικού λιμένα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Τέλος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 188 παρ. 1 γ του ν. 4389/2016 «Εφαρμοστικός Μνημονίου κ.λπ….»–ως ο τίτλος του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 380 παρ.2 ν.4512/2018,ΦΕΚ Α 5/17.1.2018- μοναδικός μέτοχος της …. είναι πλέον η εταιρεία «….» και θεωρείται άμεση θυγατρική εταιρεία αυτής της ανώνυμης εταιρείας κατά δε το άρθρο 206 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι η ανώνυμη αυτή εταιρεία και οι άμεσες θυγατρικές της (εκτός από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και το ΤΑΙΠΕΔ) απολαμβάνουν όλων των διοικητικών, οικονομικών, φορολογικών, δικαστικών, ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου προνομίων και ατελειών του Δημοσίου πλην του ΦΠΑ. Επίσης, σύμφωνα με το τελευταίο άρθρο 240 του ως άνω νόμου 4389/2016 ορίζεται ότι η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης”(ΦΕΚΑ’94/27-5-2016) (ΑΠ1429/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. δ΄, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 του ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου και β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σ’ αυτή. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης, που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξης (βλ. ΑΠ 250/2011 ΕΕμπΔ 2011.591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011.1594, ΑΠ 1881/1987 ΕλλΔνη 29.1385). Επίσης, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής, με την έννοια της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας, δε μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή την παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων. Μάλιστα, σε περίπτωση αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι του δικογράφου, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δε δυσχεραίνουν την ανταπόδειξη (βλ. ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝαυτΔ 2005.97, ΕφΠειρ 860/1997 ΕΝαυτΔ 26.9, Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ άρθρο 216 αρ. 2-3). Ειδικότερα δε, όσον αφορά την θεμελίωση της αγωγής με την οποία ο εκμισθωτής ζητεί την καταβολή του μισθώματος (άρθρο 574 και 595 του ΑΚ), πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο (και να αποδεικνύονται), η σύμβαση μίσθωσης πράγματος και ειδικότερα ο τόπος και ο χρόνος σύναψης αυτής, οι συμβαλλόμενοι, το μίσθιο, το μίσθωμα και ο χρόνος καταβολής αυτού, καθώς και ο χρόνος διάρκειας της μίσθωσης, η γενομένη εκ μέρους του μισθωτή χρήση του μισθίου και η υπερημερία του μισθωτή περί την καταβολή του μισθώματος (ΑΠ 2035/2013 ΤΝΠ NΟΜΟΣ). Εξάλλου όταν ο μισθωτής αναλαμβάνει και τις κοινόχρηστες δαπάνες με όρο στη σύμβαση, τότε η αναλογία θεωρείται μέρος του μισθώματος, ήτοι θεωρείται μίσθωμα εν ευρεία εννοία και εξομοιώνεται ως προς τις συνέπειες με τη μη καταβολή μισθώματος ( ΜονΕφΠειρ 847/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδης Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 574 σελ.1127 ). Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (καθου η αίτηση – παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (των λεγομένων μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσεως, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Επίσης, η ως άνω νομιμοποίηση είναι διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και γι’ αυτό εξετάζεται (και) αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και κατά συνέπεια η έλλειψη της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Έτσι, ενόψει της φύσεως της νομιμοποιήσεως ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων για τη θεμελίωση της νομιμοποιήσεως, αν και έχει συνήθως την μορφή ενστάσεως, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσεως της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος και φέρει το σχετικό βάρος της αποδείξεως, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν, όπως προαναφέρθηκε, με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσεως του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξη της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη λόγω ελλείψεως (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά το δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Πάντως, τα θεμελιωτικά, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει ν’ αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής (βλ. ΑΠ 339/2010 ΧρΙΔ 2011 206, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002 1680, ΕφΠειρ 500/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
- IV. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 374, 378 ΑΚ, συνάγεται ότι με την ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, η οποία αποτελεί εκδήλωση της αλληλεξάρτησης των παροχών επί αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, καθιερώνεται από το νομοθέτη η αρχή της ταυτόχρονης εκπληρώσεως παροχής και αντιπαροχής. Πρόκειται για γνήσια αναβλητική ένσταση, η οποία προβάλλεται όταν ο ενάγων δεν εκπληρώνει τις εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις του στο σύνολο τους, δηλαδή τόσο τις κύριες, όσο και τις παρεπόμενες, η δε προβολή της δεν συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής, αλλά την καταδίκη του εναγομένου υπό τον όρο της ταυτόχρονης εκ μέρους του αντιδίκου του εκπληρώσεως της βαρύνουσας αυτόν αντιπαροχής. Η ΑΚ 374 δεν εφαρμόζεται, εάν ο οφειλέτης υποχρεούται, κατ’ εξαίρεση, να εκπληρώσει πρώτος την παροχή του. Η υποχρέωση αυτή δυνατόν να προκύπτει από τον νόμο ή από τη σύμβαση (ΑΠ 442/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 574, 575 και 576 του ΑΚ προκύπτει, ότι ο εκμισθωτής υποχρεούται να παραχωρήσει στο μισθωτή το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση και να διατηρεί αυτό κατάλληλο για τη χρήση αυτή καθ` όλη τη διάρκεια της σύμβασης. Ο μισθωτής υποχρεούται, σε αντάλλαγμα, να καταβάλει στον εκμισθωτή το μίσθωμα που συμφωνήθηκε. Αν κατά το χρόνο παράδοσης του μισθίου στο μισθωτή αυτό έχει ή αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίσει ελάττωμα που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση, ο μισθωτής έχει δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος. Το ίδιο ισχύει αν λείπει από το μίσθιο μια συμφωνημένη ιδιότητα ή αν έλειψε μια τέτοια ιδιότητα όσο διαρκεί η μίσθωση (ΑΠ 420/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αν υπό την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος ή την έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του μισθίου εμποδίσθηκε ολικά η συμφωνημένη χρήση αυτού, ο μισθωτής έχει δικαίωμα, προβαλλόμενο και κατ` ένσταση, να μην καταβάλει το μίσθωμα και αν το προκατέβαλε, δικαιούται να αναζητήσει αυτό ως αχρεώστητο κατά το άρθρο 904 του ΑΚ, εφόσον εξαιτίας του πραγματικού ελαττώματος, αναιρείται η δυνατότητα να κάνει χρήση ελεύθερη και ανενόχλητη, κατά τους όρους της σύμβασης, με αποτέλεσμα να καθίσταται χωρίς περιεχόμενο το δικαίωμά του και να αναιρείται και η γενόμενη παράδοση της χρήσης του μισθίου (ΑΠ 269/2019, 1469/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή ο εκμισθωτής εναγόμενος, μπορεί κατ` ένσταση να προβάλει τον ισχυρισμό ότι ο μισθωτής κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης γνώριζε το ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας ή ότι παρέλαβε ανεπιφύλακτα το μίσθιο γνωρίζοντας το ελάττωμα ή την έλλειψη, γεγονός που αποκλείει την ευθύνη του για την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας (άρθρα 579 και 581 ΑΚ) και επομένως ο μισθωτής δεν έχει τα δικαιώματα που απονέμονται σ` αυτόν από τα άρθρα 576 έως 578 ΑΚ (ΑΠ 774/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα παραπάνω προκύπτει, σε σχέση με την έννοια του πραγματικού ελαττώματος, ότι για τη συγκρότηση του ελαττώματος δεν αρκεί οποιαδήποτε δυσμενής κατάσταση της υλικής υπόστασης του μισθίου, αλλά απαιτείται κατάσταση τέτοια που επηρεάζει την προσφορότητα για λειτουργική χρήση αυτού. Ως πραγματικό ελάττωμα θεωρείται και η παρεμπόδιση της χρήσης του μισθίου από μέτρα που επιβάλλονται από διοικητική αρχή ή από περιορισμούς δημοσίου δικαίου, εφόσον όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση πράγματι εμποδίζεται η συμφωνημένη χρήση του μισθίου. Αντιθέτως, αν η χρήση δεν εμποδίζεται παρά την έλλειψη των νομίμων προϋποθέσεων δεν υπάρχει ελάττωμα (ΑΠ 912/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν το ελάττωμα του μισθίου είναι ασήμαντο και η εξαιτίας αυτού παρακώλυση της χρήσης επουσιώδης, κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (άρθρο 288 Α.Κ.) δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη, δηλαδή δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ελάττωμα, οπότε δεν χορηγούνται τα ως άνω δικαιώματα στο μισθωτή (ΑΠ 633/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό επίσης των διατάξεων των άρθρων 574, 575, 576 και 585 ΑΚ, προκύπτει ότι, αν κατά το χρόνο παράδοσης στο μισθωτή του μισθίου πράγματος, τούτο έχει ελάττωμα ή έλλειψη της συμφωνηθείσας ιδιότητας, που εμποδίζει, μερικά ή ολικά, τη συμφωνημένη χρήση, τότε ο μισθωτής έχει δικαίωμα, εκτός από αυτά των άρθρων 575 και 576 ΑΚ, να καταγγείλει τη σύμβαση υπό τους όρους του άρθρου 585 ΑΚ, εφόσον εξαιτίας του προβαλλόμενου από αυτόν πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης της συμφωνηθείσας ιδιότητας αναιρείται η δυνατότητα να κάνει ελεύθερη ή ανενόχλητη χρήση κατά τους όρους της σύμβασης, οπότε, σύμφωνα μα το άρθρο 587 ΑΚ, αίρεται για το μέλλον η μισθωτική σχέση και δεν υποχρεούται πλέον ο μισθωτής σε καταβολή μισθωμάτων για το χρόνο μετά την καταγγελία. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα της καταγγελίας κατά το ανωτέρω άρθρο 585 ΑΚ παρέχεται για κάθε είδους αθέτηση της κύριας υποχρεώσεως του εκμισθωτή, του να παραδώσει στο μισθωτή τη συμφωνημένη χρήση, στην οποία περιλαμβάνονται και τα πραγματικά ελαττώματα και η έλλειψη συμφωνηθείσας ιδιότητας, ανεξαρτήτως εάν ο εκμισθωτής βαρύνεται ή όχι με υπαιτιότητα. Για την καταγγελία αυτή, η οποία προϋποθέτει μη έγκαιρη και ανεμπόδιστη παραχώρηση ή αφαίρεση της συμφωνημένης χρήσεως του μισθίου, πρέπει προηγουμένως να ταχθεί εύλογη προθεσμία στον εκμισθωτή για την αποκατάσταση της χρήσης και αυτή να περάσει άπρακτη, εκτός αν ο μισθωτής, εξαιτίας του λόγου που δικαιολογεί την καταγγελία, δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης, ή αν από την όλη στάση του εκμισθωτή προκύπτει ότι η θέση της προθεσμίας θα ήταν άσκοπη (ΑΠ 1516/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, για να είναι ανεμπόδιστη η παραχωρηθείσα χρήση δεν πρέπει να παρακωλύεται από πραγματικά περιστατικά ή νομικά ελαττώματα ή ελλείψεις (ΑΠ 1559/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν μάλιστα κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου ή ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το πραγματικό ελάττωμα του μισθίου, που υπήρχε, κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης ή αν ο εκμισθωτής έγινε υπερήμερος, ως προς την άρση του πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας, ο μισθωτής έχει δικαίωμα, αντί για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος, να απαιτήσει αποζημίωση, για τη μη εκτέλεση της σύμβασης, η οποία είναι πλήρης και περιλαμβάνει τη θετική και αποθετική ζημία, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας (άρθρο 577 ΑΚ). Στις περιπτώσεις αυτές, όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 306 εδ α` ΑΚ ο μισθωτής έχει κατ’ επιλογή αγωγή για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος ή αγωγή για αποζημίωση. Οι αξιώσεις αυτές συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια, ότι η επιλογή της μιας αποκλείει την άσκηση των λοιπών, με οποιαδήποτε μορφή, είτε κυρίως είτε επικουρικώς, εφόσον, βεβαίως, αφορούν το ίδιο χρονικό διάστημα, αφού από τη φύση της μίσθωσης, ως διαρκούς σύμβασης και την υποχρέωση του εκμισθωτή, όχι μόνο να παραδώσει το μίσθιο κατάλληλο, για τη συμφωνημένη χρήση, αλλά και να το διατηρεί κατάλληλο γι’ αυτήν και απαλλαγμένο από ελαττώματα και ελλείψεις, όσο διαρκεί η μίσθωση, προκύπτει, ότι η ύπαρξη των διαζευκτικώς συρρεουσών αξιώσεων συνδέεται με το χρονικό διάστημα, στο οποίο υπάρχουν τα ελαττώματα ή οι ελλείψεις. Τα προαναφερόμενα δικαιώματα του μισθωτή, για μη καταβολή ή μείωση του μισθώματος ή για αποζημίωση, μπορούν να ασκηθούν, όχι μόνο με αγωγή, αλλά και με ανταγωγή ή κατ’ ένσταση, ακόμη και εξώδικα με μονομερή, άτυπη, απευθυντέα (στον εκμισθωτή) και αμετάκλητη δήλωση, που αναλώνει το δικαίωμα επιλογής του (βλ. ΟλΑΠ 50/2005 ΕλλΔνη 47, 84, ΑΠ 1269/2004 ΧρΙΔ 2005, 213, ΕφΘες 683/2018,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ , Απ. Γεωργιάδη Ενοχ. Δικ. Ειδ. μέρος, έκδ. 2004, τόμος Ι, σελ. 345 αρ. 10 και σελ 352 αρ. 35, Γεωργιάδη – Σταθόπουλο στον ΑΚ άρθρα 577 – 578 αρ. 15).
- V. Τέλος, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ ΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διακρίβωση των πράξεων, με τις οποίες ο δικαιούχος άσκησε το δικαίωμά του στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί πραγματικό ζήτημα και κρίνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας, η κρίση του, όμως, αυτή ότι ορισμένη συμπεριφορά υπερβαίνει, και μάλιστα προφανώς, τα όρια που θέτουν τα παραπάνω κριτήρια είναι νομική και, επομένως, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ο Άρειος Πάγος, δηλαδή, ελέγχει μόνο αν τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας συνιστούν την προεκτεθείσα νομική έννοια του άρθρου 281 ΑΚ. Εξ άλλου, η κατάχρηση δικαιώματος, απαγορευόμενη από την άνω διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, συνιστά παράβαση νόμου και άρα αποτελεί παράνομη πράξη. Ο βλαπτόμενος από την κατάχρηση δικαιώματος δύναται: 1) να εγείρει αναγνωριστική αγωγή, ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι η δικαιοπραξία ή η επιδίωξη της ικανοποιήσεως της έναντι του οφειλέτη απαιτήσεως του δανειστή με αναγκαστική εκτέλεση είναι άκυρη, ως καταχρηστική, 2) να εγείρει καταψηφιστική αγωγή, ζητώντας αποζημίωση, αν η κατάχρηση πληροί τους όρους της αδικοπραξίας και 3) να προβάλει ένσταση, αντένσταση κλπ, εφόσον τελεί σε δίκη με τον καταχρηστικώς ασκούντα το δικαίωμα (ΟλΑΠ 2/2019 , ΟλΑΠ 16/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την αγωγή της, επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση, η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία εξέθετε ότι έχει δυνάμει των διατάξεων των ν. 2636/1998, 2837/2000, 3270/2004 και 3943/2011 τη διαχείριση και τη διοίκηση όλης της ακίνητης περιουσίας του ν.π.δ.δ. …. στην οποία περιλαμβάνεται και η μαρίνα Αλίμου που έχει ως σκοπό την εκμετάλλευση της θαλάσσιας και χερσαίας ζώνης του λιμένα δυνάμει των διατάξεων του Ν. 2160/1993. Ότι στη μαρίνα Αλίμου μετά από αίτηση του πλοιοκτήτη του-εναγομένου που ζήτησε τον ελλιμενισμό του σκάφους του από τις 3-8-2007 εως τις 15-9-2007 , υπογράφηκε το από 30-9-2007 συμφωνητικό όρων σύμβασης ελλιμενισμού Ε/Γ-Τ/Ρ του υπό ελληνική σημαία σκάφους αναψυχής «… (…)» με αριθμό νηολογίου …, το οποίο ανήκει κατά πλοιοκτησία στον εναγόμενο και αναλυτικώς περιγράφεται στην αγωγή κατά τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του. Ότι (η ενάγουσα) παραχώρησε δικαίωμα ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους στην προαναφερόμενη μαρίνα, καθώς και χρήσης των λοιπών παρεχομένων στο χώρο αυτό υπηρεσιών και διευκολύνσεων, αντί χρηματικού ανταλλάγματος, καθοριζομένου κάθε φορά από το Δ.Σ. του εκάστοτε φορέα διαχείρισης της μαρίνας και εγκρινομένου με την αναφερόμενη απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης, που αφορούν στο επίδικο χρονικό διάστημα, δυνάμει της από 30-9-2007 συμβάσεως ελλιμενισμού, η οποία συνήφθη μεταξύ αυτής και του εναγομένου και η οποία (σύμβαση) ανανεώθηκε σύμφωνα με σχετική πρόβλεψη και ακολούθως ίσχυσε από τις 1-1-2008 έως τις 30-6-2012. Ότι παρότι (η ενάγουσα) παρείχε κατά τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας, υπηρεσίες ελλιμενισμού στο ως άνω σκάφος κι ο εναγόμενος έκανε αδιαλείπτως χρήση του δικαιώματος ελλιμενισμού και των λοιπών παρεχομένων υπηρεσιών, για τις οποίες εξεδόθησαν κατά το άρθρο 31 Α του Ν.2160/1993 ως ίσχυσε και την υπ’αριθμ. 1631/2007 Υ.Α. Τουριστικής Ανάπτυξης (ΦΕΚ 171 Β/9-2-2007) τα αφορώσα το ένδικο χρονικό διάστημα τιμολόγια ελλιμενισμού και λοιπών παρεχόμενων υπηρεσιών του σκάφους, ο εναγόμενος δεν της κατέβαλε παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, τα αναλογούντα ανταλλάγματα για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες για το χρονικό διάστημα από 3-8-2007 εως 30-6-2012 συνολικού ποσού 7.094,68 ευρώ, όπως τα επιμέρους ποσά αναφέρονται ανά μήνα στις συνημμένες στην αγωγή ως ενιαίο τμήμα αυτής (σε απλά αντίγραφα) χρεωστικές καρτέλες πελάτη . Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη κυρίως τη σύμβαση ελλιμενισμού και τις οικείες διατάξεις του νόμου, άλλως επικουρικώς κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, καθώς κατά το ποσό αυτό ο εναγόμενος κατά τους ισχυρισμούς της (ενάγουσας) ωφελήθηκε από τη χρήση της θέσης εναπόθεσης του σκάφους στο χώρο της μαρίνας και των λοιπών παροχών σε βάρος της δικής της περιουσίας, η ενάγουσα ζήτησε: 1) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 7.094,68 ευρώ, νομιμοτόκως από τη λήξη του κάθε μήνα ελλιμενισμού, άλλως από την επίδοση της αγωγής άλλως από την έκδοση αποφάσεως και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή της και 2) να καταδικασθεί ο εναγόμενος στο σύνολο της δικαστικής της δαπάνης και αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, ερήμην του εναγομένου κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 284/2016 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με την οποία, κρίθηκε ότι η αγωγή είναι νόμιμη κατά την κύρια βάση της –χωρίς να εξετασθεί η επικουρική βάση του άρθρου 904 ΑΚ-και ακολούθως κατ’εφαρμογή του τεκμηρίου ομολογίας του άρθρου 271 παρ.1,2 εδ.β ΚΠολΔ, ως ίσχυε υπό το ν.3994/2011 έγινε εν όλω δεκτή η ανωτέρω αγωγή, θεωρουμένων ως ομολογημένων των αγωγικών ισχυρισμών λόγω της ερημοδικίας του εναγομένου, υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει το αιτούμενο ποσό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση , κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η εκδοθείσα (εκκαλουμένη) απόφαση ως προς την καταψηφιστική της διάταξη και επιβλήθησαν σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας ύψους τριακοσίων (300) ευρώ. Κατά της ανωτέρω απόφασης, με την υπό κρίση έφεσή του, παραπονείται ο εκκαλών-εναγόμενος, έχοντας προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον, ως ηττηθείς διάδικος, για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων 216 ΚΠολΔ και 361 ΑΚ περί αοριστίας της αγωγής αλλά και περί αρνήσεως της επικουρικής βάσης της αγωγής και της προσωρινής εκτελεστότητας της εκκαλουμένης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (σημειωτέον ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εισέφερε σιωπηρή κρίση περί του ορισμένου του δικογράφου της αγωγής), αφετέρου σε πλημμελή εκτίμηση των προσαχθεισών αποδείξεων (λόγος που δεν αφορά το παραδεκτό της αγωγής αλλά την ουσιαστική βασιμότητά της ), και προβάλλοντας το πρώτον παραδεκτώς κατά το άρθρο 528 εδ.β ΚΠολΔ λόγω της ερημοδικίας του στον πρώτο βαθμό ως (7ο) λόγο την ένσταση περί παραγραφής για αξιώσεις μέχρι την 31-12-2009, ως (8ο) λόγο έφεσης την ένσταση περί μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος κατά το άρθρο 374 ΑΚ λόγω ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων στο μίσθιο (άρθρο 576 επ.ΑΚ), ως (9ο) λόγο έφεσης την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατά το άρθρο 281 ΑΚ και ως (10ο) λόγο έφεσης την ένσταση έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας-εφεσίβλητης, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η σε βάρος του ασκηθείσα αγωγή,κατά τη δέουσα εκτίμηση του εφετηρίου, να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν ως απαράδεκτη και αβάσιμη και να καταδικασθεί η ενάγουσα στη δικαστική του δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας και στην αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του καθώς και να του επιστραφεί το καταβληθέν παράβολο άσκησης. Οι λόγοι αυτοί της εφέσεως τυγχάνουν ορισμένοι και νόμιμοι και θα πρέπει να εξετασθούν περαιτέρω κατ’ουσίαν.
Καταρχάς, οι αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενοι ισχυρισμοί του εκκαλούντος περί αοριστίας της αγωγής , που προβάλλονται με τον δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγο της ένδικης εφέσεως και στοιχειοθετούν παράπονο περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας του άρθρου 216 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, διότι σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στις νομικές σκέψεις της παρούσας και δη στην υπό στοιχείο ΙΙΙ εξ αυτών, προκύπτει ότι η ένδικη αγωγή με το παραπάνω περιεχόμενο που αφορά οφειλή απορρέουσα από σύμβαση ελλιμενισμού σκάφους, ήτοι μίσθωσης είναι πλήρως ορισμένη, αφού στο αγωγικό δικόγραφο αναγράφεται ο τόπος και ο χρόνος συνάψεως της σύμβασης, οι συμβαλλόμενοι, το μίσθιο (στην προκείμενη περίπτωση ο θαλάσσιος χώρος ελλιμενισμού του σκάφους στην Μαρίνα Αλίμου), ο χρόνος διάρκειας της μίσθωσης, η σιωπηρή ανανέωση αυτής μετά τη λήξη της, τα χαρακτηριστικά του σκάφους (και μάλιστα τα μέτρα ολικού μήκους αυτού, με βάση τα οποία προσδιορίζεται το χρηματικό αντάλλαγμα της χρήσης των εγκαταστάσεων του εν λόγω τουριστικού λιμένα Αλίμου, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί από το επιληφθέν της υπόθεσης δικαστήριο η νομιμότητα των μηνιαίων χρεώσεων της ενάγουσας, σύμφωνα με την επίσης παρατιθέμενη στο δικόγραφο ισχύουσα κατά το επίδικο διάστημα υπουργική απόφαση, με την οποία εγκρίθηκε η σχετική τιμολόγηση των τελών και δικαιωμάτων, όπως αυτά καταρτίζονται από το διοικητικό συμβούλιο της ενάγουσας- φορέως διαχείρισης της μαρίνας και υποβλήθηκαν ακολούθως προς έγκριση), καθώς και το μηνιαίο μίσθωμα, που δεν υπερβαίνει το ποσό των 600 ευρώ και προκύπτει από τις αναλυτικές καταστάσεις του σκάφους ανά μήνα, η γενόμενη εκ μέρους του εναγομένου χρήση του χώρου ελλιμενισμού καθώς και η υπερημερία του για την καταβολή των μισθωμάτων. Πλέον συγκεκριμένα στην ένδικη αγωγή τα τέλη ελλιμενισμού και δικαιώματα για τις λοιπές παρεχόμενες υπηρεσίες, που επιβλήθηκαν κατά το επίδικο διάστημα αναφέρονται στις συμπεριληφθείσες στο δικόγραφο ετήσιες καρτέλες πελάτη, στις οποίες αναλυτικά υπό μορφή κάθετων στηλών έχουν αποτυπωθεί ανά μήνα τα χρηματικά ποσά, που χρεώνονταν από την ενάγουσα για την αιτία αυτή (στη στήλη χρέωση), οι καταβολές του εναγομένου έναντι της οφειλής του (στη στήλη πίστωση), οι ημερομηνίες των χρεώσεων και καταβολών, το χρεωστικό υπόλοιπο, όπως είχε διαμορφωθεί ανά μήνα και ανά έτος του χρονικού αυτού διαστήματος, και, συνακόλουθα, το τελικά οφειλόμενο ποσό ως το άθροισμα των επιμέρους μηνιαίων χρεωστικών υπολοίπων, κατά τρόπον ώστε ουδεμία αμφιβολία να καταλείπεται ως προς το αιτούμενο με την αγωγή ποσό και ο εναγόμενος να είναι σε θέση να το αντικρούσει. Επομένως, για την πληρότητα και το ορισμένο του δικογράφου της αγωγής, που στηρίζεται στη σύμβαση ελλιμενισμού, γίνεται ειδική και σαφής μνεία όλων εκείνων των συγκεκριμένων γεγονότων, τα οποία μπορούν με νομική υπαγωγή, να παραγάγουν το επίδικο δικαίωμα της ενάγουσας και καλύπτουν όλες τις κατά νόμο προϋποθέσεις για τη γένεσή του, συγκροτώντας την ιστορική βάση της αγωγής . Αλυσιτελώς δε καθότι δεν τίθεται ζήτημα αοριστίας της αγωγής αλλά αφορά τη νομική βασιμότητα αυτής ο εκκαλών διατείνεται ότι είναι αόριστη η υπό κρίση αγωγή διότι οι τρεις υπουργικές αποφάσεις που αναφέρει η ενάγουσα στην αγωγή σχετικά με τον προσδιορισμό του ύψους των τελών ελλιμενισμού στη ένδικη μαρίνα Αλίμου, ήτοι η …/2003 –την οποία μνημονεύει και η εκκαλουμένη στο 2ο φύλλο της-και η …/2002 είχαν παύσει να ισχύουν προ της άσκησης της υπό κρίση αγωγής, γεγονός που κρίθηκε από αποφάσεις του ΣτΕ τις οποίες γνώριζε ως διάδικος στις σχετικές δίκες η εφεσίβλητη και η υπ’αριθμ. 1634/2007- την οποία επίσης μνημονεύει και η εκκαλουμένη στο 2ο φύλλο της- δεν μπορούσε να εφαρμοστεί διότι αφορούσε σε ιδιωτικά και μόνο σκάφη. Όσον δε αφορά τη νομική βασιμότητα της αγωγής, όπως ο ίδιος ο εκκαλών συνομολογεί με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, δεν στηρίζεται μόνο στις προμνησθείσες υπουργικές αποφάσεις αλλά και στις κατά τον Αστικό Κώδικα διατάξεις περί μισθώσεων , απορριπτομένου του σχετικού πρώτου λόγου της εφέσεως και του συνεχόμενου ως προς το ζήτημα αυτό δεύτερου λόγου περί επίκλησης από την ενάγουσα μόνο ανισχύρων Υ.Α., προεχόντως ως μη κατατείνοντος σε έννομη συνέπεια περί της κρίσεως της αγωγής ως νόμω βάσιμης με βάση την κύρια ενδοσυμβατική ευθύνη του εναγομένου ως μισθωτή. Ομοίως δεν καθιστά αόριστη την υπό κρίση αγωγή : α) η παράλειψη αναφοράς σε αυτή βάσει ποιου τιμολογίου ή ποιων τιμολογίων συνδυαστικά η ενάγουσα-εφεσίβλητη εφήρμοσε για τον υπολογισμό των σε βάρος του εναγομένου-εκκαλούντος χρεώσεων, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού (3ου λόγου εφέσεως) του εκκαλούντος ως αβάσιμου, β) η ενσωμάτωση στο αγωγικό δικόγραφο πινάκων κίνησης ή καρτελών πελάτη, από τις οποίες ως προαναφέρθηκε γίνεται λεπτομερής περιγραφή των κάθε επιμέρους οφειλομένων ποσών ανά ημερομηνία, παραστατικό, χρέωση, πίστωση και υπόλοιπο, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού (4ου λόγου εφέσεως) του εκκαλούντος ως αβάσιμου και γ) η παράλειψη εξειδίκευσης στο αγωγικό δικόγραφο του αν τιμολόγησε το ένδικο σκάφος ως διερχόμενο ή μόνιμο, του σχετικού ισχυρισμού (5ου λόγου εφέσεως) του εκκαλούντος καταρχάς ως αόριστου καθότι και ο ίδιος δεν αναφέρει αν οι επιβληθείσες από την εφεσίβλητη χρεώσεις ήταν μεγαλύτερες και δη σε ποιο ποσό ανέρχονταν οι δέουσες ώστε να προκύψει το έννομο συμφέρον του που πλήττει το ύψος τους, σε κάθε δε περίπτωση ως αβάσιμου, καθότι ουδόλως του στέρησε τη δυνατότητα άμυνας η σχετική παράλειψη διαχωρισμού καθότι ήταν ενήμερος για τον τρόπο χρέωσης και τις οφειλές του και δεν επικαλείται καμία αντίδρασή του σε αυτές. Σημειωτέον ότι παρότι στον πρώτο και στον δεύτερο λόγο της υπό κρίση εφέσεως επικαλείται τη μη εφαρμογή της Υ.Α. Τα /14383/2003, στον υπό κρίση (πέμπτο) λόγο πλήττει την εκκαλουμένη για μη εφαρμογή της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του ορθώς κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου δεν απέρριψε την υπό κρίση αγωγή ως αόριστη, απορριπτομένων ως αβασίμων των αντιθέτων ισχυρισμών του εφεσιβλήτου -σχετικών λόγων της υπό κρίσιν εφέσεως. Έχοντας δε κρίνει ορισμένη την υπό κρίση αγωγή έστω και σιγή ακολούθως ορθώς και ομοίως σιγή , όπως προκύπτει από το διατακτικό της η εκκαλουμένη απέρριψε ως νόμω αβάσιμα : α) το παρεπόμενο αίτημα περί επιδίκασης τόκων υπερημερίας για τα οφειλόμενα σε μηνιαία βάση επιμέρους αγωγικά κονδύλια, που αφορούν σε τέλη ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους αναψυχής του αντίστοιχου μηνός, από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται όχληση του εναγομένου ούτε σχετικό όρο της μεταξύ τους σύμβασης να της καταβάλει το οφειλόμενο για κάθε μήνα ποσό από τις συγκεκριμένες ημεροχρονολογίες, ούτε εκθέτει ότι αυτές συνιστούσαν δήλη ημέρα για την εκπλήρωση της υποχρέωσής του αυτής, καθώς και β) την σωρευομένη στο δικόγραφο κατά δικονομική επικουρικότητα για τη θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι, η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσης και ασκείται μόνο όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις άσκησης αγωγής από σύμβαση ή από αδικοπραξία, και, εν προκειμένω, η ενάγουσα στηρίζει την αγωγή της κατά την κύρια βάση της σε ευθύνη του εναγομένου περί καταβολής του αιτουμένου ποσού δυνάμει καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης παροχής υπηρεσιών ελλιμενισμού του σκάφους, πλοιοκτησίας αυτού στη μαρίνα Αλίμου, που η ίδια (η ενάγουσα) διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται, χωρίς να επικαλείται για την κατά νόμο θεμελίωση της βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού άλλα πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά από τα αναφερόμενα στο δικόγραφο για τη στοιχειοθέτηση της βάσης της ενδοσυμβατικής ευθύνης του εναγόμενου. Ακολούθως ορθώς εφαρμόζοντας και ερμηνεύοντας το νόμο, η εκκαλουμένη έκρινε ως νόμω βάσιμη την αγωγή κατά την κύρια βάση της στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341,346, 361, 574, 595 του ΑΚ έστω και αν παρέλειψε να κάνει αναφορά των στις νομικές σκέψεις της παρούσας ειδικών άρθρων του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η υπ’αριθμ. …/5-9-2003 Κ.Υ.Α. καθώς και στα άρθρα της υπ’ αριθμ. 2714/2011 Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ Β 421/16-3-2011). Τέλος λόγω του τεκμηρίου ομολογίας του εναγομένου χωρίς να διατάξει περαιτέρω αποδείξεις, η εκκαλουμένη έκρινε ότι η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της καθώς λόγω της ερημοδικίας του εναγομένου στην πρωτοβάθμια δίκη και κρίνοντας το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι η αγωγή είναι εκδικασθέα κατά την τακτική διαδικασία-κι όχι κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών διαφορών)- θεώρησε ομολογημένους τους αγωγικούς ισχυρισμούς.
Περαιτέρω, με τον έβδομο λόγο της υπό κρίση εφέσεως ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι κατ’εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου η εκκαλουμένη δεν διέγνωσε παραγραφή της αγωγικής αξίωσης που απορρέει από τη σύμβαση ελλιμενισμού συνεπώς στοιχειοθετεί μισθωτική διαφορά και τυγχάνουν εφαρμοστέα τα άρθρα 250 στοιχ.16 και 253 ΑΚ .Καταρχάς η παραγραφή ως αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός στοιχειοθετεί τη βάση της ένστασης ως μέσου επίθεσης και άμυνας, η οποία (ένσταση παραγραφής) κατά κανόνα δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αφού κατά νόμο απαιτείται η υποβολή σχετικού αιτήματος του διαδίκου προφορικά, κατά τη συζήτηση με καταχώρησή της στα πρακτικά, όπου δεν είναι αναγκαία η κατάθεση προτάσεως, με τις προτάσεις δε που κατατίθενται νομίμως κατά τα άρθρα 237 και 270 ΚΠολΔ. Εν προκειμένω κατ’εφαρμογή ων διατάξεων των άρθρων 250 αρ. 16, 251 και 253 του ΑΚ απαντώντας στην ένσταση πενταετούς παραγραφής, που προβάλει με τον έβδομο λόγο του ο εκκαλών προκύπτει ότι στην ένδικη διαφορά από την 1-1-2008 που άρχισε η παραγραφή για τα τέλη ελλιμενισμού (μισθώματα) χρονικού διαστήματος από την 3-8-2007 μέχρι τις 31-12-2009 μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής στις 29-7-2014, (βλ. υπ’αριθμ. …/29-7-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του πρωτοδικείου Αθηνών …),η οποία διέκοψε την παραγραφή των επίδικων αξιώσεων κατ’ άρθρα 261 και 263 παρ. 2 ΑΚ, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας και ως εκ τούτου οι αξιώσεις καταβολής των τελών ελλιμενισμού και λοιπών πρόσθετων υπηρεσιών που θεωρούνται μισθώματα, του χρονικού αυτού διαστήματος έχουν υποπέσει σε πενταετή παραγραφή, δεκτής γενομένης ως ουσία βάσιμης της νόμιμης ένστασης πενταετούς παραγραφής, που πρόβαλε ο εκκαλών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επομένως που επεδίκασε και γι’ αυτό το χρονικό διάστημα που έχει παραγραφεί η σχετική αιτούμενη αγωγική αξίωση εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο ακόμη και αν ο εναγόμενος λάμβανε καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης ελλιμενισμού, τα σχετικά με τα τέλη ελλιμενισμού τιμολόγια και τις επιστολές όχλησης κάθε μήνα, ανεπιφύλακτα, χωρίς να διαμαρτυρηθεί. Και τούτο διότι η σιωπή του οφειλέτη ή η παράλειψή του προς απόκρουση σχετικής με το χρέος όχλησης του δανειστή δεν ενέχει αναγνώριση καθώς για την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 260 ΑΚ διακοπή της παραγραφής απαιτείται ενέργεια ή συμπεριφορά του οφειλέτη απέναντι στο δανειστή από την οποία να προκύπτει ότι ο οφειλέτης βρισκόμενος σε πλήρη επίγνωση της αξίωσης του δανειστή θεωρεί αυτήν ότι υπάρχει, ώστε να μην είναι αναγκαία η άσκηση της σχετικής αγωγής και τέτοια πραγματική συμπεριφορά, πριν τη συμπλήρωση της παραγραφής, των εναγομένων έναντι της ενάγουσας, δεν προκύπτει με βάση τους αγωγικούς ισχυρισμούς ούτε επικαλείται ο εναγόμενος ( ΑΠ 1429/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον επίσης ότι επειδή στην προκείμενη περίπτωση υφίσταται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα,εν μέρει νόμιμη αιτία για την επίδικη αξίωση της ενάγουσας αφού αυτή εν μέρει υπέπεσε σε παραγραφή δεν υπάρχει αδικαιολόγητος πλουτισμός του εναγομένου, ώστε να μπορεί η ενάγουσα να στηρίξει την παραγεγραμμένη αγωγική της αξίωση στη βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΟλΑΠ 560/1974 ΝοΒ 23.147).Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του εσφαλμένως κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου επεδίκασε στην ενάγουσα παραγεγραμμένη αξίωση κατά τα ανωτέρω, γενομένου δεκτού ως και κατ’ ουσίαν βάσιμου του σχετικού λόγου της υπό κρίσιν εφέσεως. Ως εκ τούτου θα πρέπει η υπό κρίσιν έφεση να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, κι αφού κρατηθεί να εκδικαστεί η αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 614 ΚΠολΔ, ως ισχύει από 1-1-2016 ως προς τη ουσιαστική βασιμότητά της.
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται εκ νέου στην παρούσα δίκη και ειδικότερα από τις καταθέσεις της ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εξετασθείσας μάρτυρος αποδείξεως …, κατάθεση που διαλαμβάνεται στα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και εκτιμάται δεόντως, τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου μαρτύρων του εκκαλούντος και της εφεσίβλητης, … και … αντίστοιχα,οι οποίες (καταθέσεις) διαλαμβάνονται στα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και εκτιμώνται δεόντως, σε συνδυασμό με όλα τα προσκομιζόμενα, μετ’ επικλήσεως, εκ μέρους των διαδίκων έγγραφα, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ασχέτως αν μνημονεύονται ή όχι ειδικά, και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο «…» -ιδρυθείσα ως «….» και μετονομασθείσα αρχικά σε «….», εν συνεχεία σε «….», ακολούθως, κατόπιν απορρόφησης της εταιρίας με την επωνυμία «….» σε «….» και τέλος σε «….», μετά τη συγχώνευσή της με την εταιρία με την επωνυμία «….» (…)-, ασκεί, δυνάμει των διατάξεων των νόμων 2636/1998, 2837/2000, 3270/2004 και 3943/2011, τη διοίκηση και διαχείριση της ακίνητης περιουσία του Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία «…, στην οποία (περιουσία) περιλαμβάνεται και ο τουριστικός λιμένας Αλίμου και πιο συγκεκριμένα έχει ως σκοπό την εκμετάλλευση της θαλάσσιας και της χερσαίας ζώνης του λιμένα. Ο εναγόμενος κατά το ένδικο διάστημα ήταν πλοιοκτήτης του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού σκάφους αναψυχής με το όνομα «… (…)» με αριθμό νηολογίου Πειραιά με αριθμό …, ολικής χωρητικότητας 35,45 κόρων, καθαρής χωρητικότητας 34,87 κόρων, ολικού μήκους 16,45 μέτρων , μέγιστου πλάτους 4,75 μέτρων και βάθους νηολόγησης 1.80 μέτρων. Κατόπιν της από 30-9-2007 αιτήσεως-προτάσεως του εναγομένου που έγινε αποδεκτή από την ενάγουσα, αυτός ζήτησε τον ελλιμενισμό του σκάφους στη μαρίνα Αλίμου από τις 3-8-2007 εως τις 15-9-2007. Ακολούθησε η από 30-9-2007 αίτηση του εναγομένου και υπεγράφη η με ίδια ημερομηνία σύμβαση ελλιμενισμού σκάφους μεταξύ των διαδίκων στον Άλιμο Αττικής και οι με ίδια ημερομηνία όροι της δυνάμει της οποίας, συμφωνήθηκε η ενάγουσα να παραχωρήσει το δικαίωμα ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους, καθώς και το δικαίωμα χρήσης των παρεχομένων διευκολύνσεων στο χώρο της μαρίνας Αλίμου, που αυτή διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται, μέχρι 31-12-2007 ενώ για τα έτη 2008-2012 επήλθε αυτόματη ανανέωση της σύμβασης σύμφωνα με τους όρους 4.1 και 5.4. Στην από 30-9-2007 αίτησή του ο εναγόμενος, δήλωσε ότι συμφωνεί ανεπιφύλακτα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προέβλεπε το άρθρο 31 Α του ν. 2160/1993 (όρος 1.6) όπως ισχύει κάθε φορά. Αντισυμβαλλόμενη επομένως του εναγομένου στη ένδικη σύμβαση είναι η ενάγουσα, υπό την ιδιότητά της ως έχουσα τη διοίκηση και διαχείριση του τουριστικού λιμένα Αλίμου (όρος 1.2) και υπό αυτή άσκησε την υπό κρίση αγωγή ως ενεργητικώς νομιμοποιούμενη, απορριπτομένου του αντιθέτου ισχυρισμού του εκκαλούντος (10ου) λόγου έφεσης ως αβασίμου. Ειδικότερα στους Όρους Συναλλαγών –Ελλιμενισμού με ίδια ημερομηνία που υπέγραψαν τα συμβαλλόμενα μέρη, συμπεριελήφθησαν και έγιναν αποδεκτά από τους συμβαλλομένους διαδίκους μεταξύ άλλων τα εξής : σύμφωνα με τον όρο 1.1 της ανωτέρω σύμβασης ορίστηκε «Ως ΠΕΛΑΤΗΣ : α) Ο ιδιοκτήτης/πλοιοκτήτης του σκάφους….»,στον όρο 1.6 ως τιμολόγιο ορίζεται το αντάλλαγμα σε ευρώ που αφορά το δικαίωμα ελλιμενισμού του σκάφους καθώς και το δικαίωμα χρήσης των παρεχόμενων από την ενάγουσα διευκολύνσεων και εξυπηρετήσεων (ιδίως δε ηλεκτρικό ρεύμα, νερό κλπ) στο χώρο της μαρίνας όπως αυτό καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 Α του ν. 2160/1993 όπως ισχύει κάθε φορά, στον όρο 2.1 ότι παραχωρείται δικαίωμα ελλιμενισμού του σκάφους και το δικαίωμα της χρήσης των παρεχόμενων από την εταιρεία (ενν.την ενάγουσα) διευκολύνσεων στο χώρο της μαρίνας έναντι του συμφωνημένου μηνιαίου ανταλλάγματος και η υποχρέωση της εταιρείας εξαντλείται στη παραχώρηση οποιασδήποτε κατάλληλης θέσης , στον όρο 2.3 ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει για το δικαίωμα ελλιμενισμού του σκάφους το καθορισθέν και συμφωνηθέν ποσό σε ευρώ ανά μέτρο ολικού μήκους του σκάφους, όπως αυτό προσδιορίζεται κάθε φορά σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.2160/1993 καθώς και ότι ρητά και ανεπιφύλακτα συμφωνείται ότι υπεύθυνος για την καταβολή των δικαιωμάτων ελλιμενισμού του σκάφους, καθώς και των λοιπών χρεώσεων των επιμέρους παρεχομένων υπηρεσιών, παροχών και διευκολύνσεων, έναντι της ενάγουσας εταιρείας, είναι ο πελάτης (ενν.ο εναγόμενος), στον όρο 3.1 ότι υποχρεούται να τηρεί όλους τους κανόνες και τους όρους που αναφέρονται στο Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων καθώς και στον Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας της Μαρίνας Αλίμου τους οποίους δηλώνει ότι γνωρίζει και τους αποδέχεται ρητά και ανεπιφύλακτα, στον όρο 4.1 ορίστηκε ότι η σύμβαση λύεται αυτομάτως με την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου ο οποίος δεν μπορεί αν υπερβαίνει τους 12 συνεχόμενους ημερολογιακούς μήνες από τη ημερομηνία υπογραφής της και σε κάθε περίπτωση λήγει την 31η Δεκεμβρίου του έτους της υπογραφής της, στον όρο 4.3 ότι η σύμβαση ελλιμενισμού λύεται επίσης από την πλευρά του πελάτη (ενν.του εναγομένου) μόνο εγγράφως κα παράγει έννομα αποτελέσματα μόνο από τη νόμιμη επίδοσή της προς την εταιρεία, στον όρο 5.1 ότι ο πελάτης (ενν.ο εναγόμενος) οφείλει να ενημερώσει εγγράφως την εταιρεία για την πρόθεση του ή μη για παράταση της παραμονής του σκάφους 40 μέρες τουλάχιστον προ της συμβατικής λήξεως διά του παρόντος και στον όρο 5.4 ότι ο πελάτης (ενν.ο εναγόμενος) δηλώνει ρητά ότι παρέχει προς την εταιρεία (ενν.την ενάγουσα) την ανέκκλητη εντολή να ανανεώσει αυτομάτως το συμφωνητικό για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα, χωρίς τη συγκατάθεσή του και να τον χρεώνει με τον ισχύοντα τότε Τιμοκατάλογο και τους όρους αυτού. Επίσης στον όρο 6.2 ορίσθηκε ότι ο πελάτης δηλώνει ότι αφού έλαβε πλήρη γνώση, αναγνωρίζει και αποδέχεται πλήρως και ανεπιφυλάκτως τα τιμολόγια ελλιμενισμού καθώς και των λοιπών υπηρεσιών (ηλεκτρικό ρεύμα, νερό κλπ.) της μαρίνας, αποδέχεται ανεπιφύλακτα τις αναγραφόμενες σ’ αυτά τιμές και υποχρεούται να προκαταβάλει τα αναλογούντα δικαιώματα και τέλη για τις χρεώσεις αυτές εμπροθέσμως και προσηκόντως, όπως αυτά υπολογίζονται και προσδιορίζονται στις αποφάσεις των τιμολογίων και στον ειδικό κανονισμό λειτουργίας της μαρίνας. Περαιτέρω, στον όρο 6.3 ορίστηκε ότι για το διερχόμενο σκάφος η ημερήσια χρέωση ισούται με το 1/30 των μηνιαίων δικαιωμάτων ελλιμενισμού ανάλογα με τα μέτρα μήκους του σκάφους προσαυξημένη κατά 50 % για κάθε ημέρα ελλιμενισμού , στον όρο 6.6. ότι τα δικαιώματα ελλιμενισμού προκαταβάλλονται εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, στον όρο 6.7 ότι σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής επιβαρύνεται ο πελάτης με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, στον όρο 7.1 ότι η εταιρεία ουδεμία ευθύνη φέρει για τυχόν σωματικές βλάβες του πελάτη, ζημία, βλάβη του σκάφους ή των περιουσιακών αγαθών τόσο επί του σκάφους όσο και στο χώρο της μαρίνας, στον όρο 8.3 και 8.4 ότι μέχρι την απομάκρυνση του σκάφους λόγω καταγγελίας της σύμβασης ή οριστικής αποχώρησης του σκάφους ο πελάτης υποχρεούται να καταβάλει τα τέλη του ελλιμενισμού σύμφωνα με τον ισχύοντα τιμοκατάλογο μέχρι την ημερομηνία περιέλευσης της έγγραφης δήλωσής του στην ενάγουσα για την οριστική αποχώρηση του σκάφους, στον όρο 8.7 ότι η εταιρεία (ενν.η ενάγουσα) δεν υποχρεούται να προβαίνει σε όχληση του πελάτη(ενν.του εναγόμενου) προς καταβολή των συμπεφωνημένων σε ορισμένες ημερομηνίες δικαιωμάτων ελλιμενισμού και λοιπών παροχών και ότι η εκ μέρους της εταιρείας μη άσκηση ή μερική άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος της που απορρέει από την σύμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί παραίτηση από το δικαίωμα αυτό ούτε αποκλείει την άσκηση του στο μέλλον καθώς και ότι ο πελάτης ρητά κι ανεπιφύλακτα δηλώνει ότι έλαβε πλήρη γνώση των διατάξεων του Ειδικού Κανονισμού Λειτουργίας της Μαρίνας, οποίος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας σύμβασης και ότι όλοι οι όροι συμφωνούνται ουσιώδεις και η παράβαση οποιουδήποτε εξ αυτών συνιστά σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασης όροι 8.12, 8.13 ). Επιπλέον αυτών, κατά τον ισχύοντα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων (ΦΕΚ 1323/Β/16-9-2003), και δη στη διάταξη του άρθρου 2 παρ.3, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. …/5-9-2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας ορίστηκε ότι για τις παρεχόμενες ευκολίες-εξυπηρετήσεις των τουριστικών λιμένων προς τα ελλιμενιζόμενα σε αυτούς σκάφη ο φορέας διαχείρισης εισπράττει από τους υπόχρεους τα ανάλογα δικαιώματα, τα σχετικά τιμολόγια υποβάλλονται από τους φορείς διαχείρισης και εγκρίνονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 31 α του Ν 2160/1993 , ως εκάστοτε ισχύει, ενώ στην παρ.4 του ίδιου άρθρου ότι υπόχρεος για την καταβολή προς την ενάγουσα- φορέα διαχείρισης της μαρίνας Αλίμου των τελών ελλιμενισμού και των δικαιωμάτων για τις λοιπές παρεχόμενες προς το σκάφος και το χρήστη υπηρεσίες, διευκολύνσεις και εξυπηρετήσεις, είναι μεταξύ άλλων ο πλοιοκτήτης. Πλέον συγκεκριμένα στο άρθρο 4.1 του ως άνω Κανονισμού ορίστηκε ότι η σύμβαση ελλιμενισμού λύεται αυτομάτως με την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου, ο οποίος σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 12 συνεχόμενους μήνες από την ημερομηνία υπογραφής της, ενώ στο άρθρο 5.4 ορίσθηκε ότι κατά τη λήξη του συμβατικού χρόνου ελλιμενισμού και σε περίπτωση που ο πελάτης (ενν.ο εναγόμενος) δεν έχει ενημερώσει κατά τα άνω εγγράφως την εταιρεία (ενν.την ενάγουσα) για την παράταση ή όχι της παραμονής του σκάφους, διά του παρόντος, ο πελάτης δηλώνει ρητά ότι παρέχει προς την εταιρεία την ανέκκλητη εντολή να ανανεώσει μονομερώς το συμφωνητικό για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα, χωρίς τη συγκατάθεσή του και η εταιρεία υποχρεούται να ανανεώσει αυτό, εφόσον ο πελάτης έχει,κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης, εξοφλήσει πλήρως και ολοσχερώς όλες τις οφειλές που απορρέουν από τα δικαιώματα ελλιμενισμού και λοιπών παρεχομένων εξυπηρετήσεων και υπηρεσιών, αποδεχόμενος πλήρως ο πελάτης στην περίπτωση αυτή, το εκάστοτε τιμολόγιο υπηρεσιών για την επόμενη χρήση, παραιτούμενος ταυτόχρονα ρητώς και ανεκκλήτως από κάθε δικαίωμα προσβολής και αμφισβήτησης. Ακόμη στο άρθρο 6.2 του ως άνω Γενικού Κανονισμού ορίσθηκε ότι ο πελάτης δηλώνει ότι αφού έλαβε πλήρη γνώση, αναγνωρίζει και αποδέχεται πλήρως και ανεπιφυλάκτως τα τιμολόγια ελλιμενισμού καθώς και των λοιπών υπηρεσιών (ηλεκτρικό ρεύμα, νερό κλπ.) της μαρίνας, αποδέχεται ανεπιφύλακτα τις αναγραφόμενες σ’ αυτά τιμές και υποχρεούται να καταβάλει τα αναλογούντα δικαιώματα και τέλη για τις χρεώσεις αυτές εμπροθέσμως και προσηκόντως, όπως αυτά υπολογίζονται και προσδιορίζονται στις αποφάσεις των τιμολογίων και στον ειδικό κανονισμό λειτουργίας της μαρίνας. Επίσης στο άρθρο 8 παρ. 4 του εν λόγω Κανονισμού προβλέφθηκε ότι ο πλοιοκτήτης οφείλει να ενημερώνει εγγράφως τον φορέα διαχείρισης για κάθε αλλαγή που αφορά την πλοιοκτησία και το σκάφος με το άρθρο 8.5 του ίδιου Κανονισμού προβλέφθηκε ότι η εταιρεία (ενν.η ενάγουσα) δεν υποχρεούται να προβαίνει σε όχληση του πελάτη(ενν.του εναγόμενου) προς καταβολή των συμπεφωνημένων σε ορισμένες ημερομηνίες δικαιωμάτων ελλιμενισμού και λοιπών παροχών και ότι η εκ μέρους της εταιρείας μη άσκηση ή μερική άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος της που απορρέει από την σύμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί παραίτηση από το δικαίωμα αυτό ούτε αποκλείει την άσκηση του στο μέλλον καθώς και ότι ο πελάτης ρητά κι ανεπιφύλακτα δηλώνει ότι έλαβε πλήρη γνώση των διατάξεων του Ειδικού Κανονισμού Λειτουργίας της Μαρίνας, ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας σύμβασης και ότι όλοι οι όροι συμφωνούνται ουσιώδεις και η παράβαση οποιουδήποτε εξ αυτών συνιστά σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασης (άρθρα 8.9 , 8.12, 8.13 ).Τέλος, στο άρθρο 9 παρ.1 του ίδιου ως άνω Γενικού Κανονισμού προβλέφθηκε ότι τα ελλιμενιζόμενα σκάφη οφείλουν να εξοφλούν τα δικαιώματα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες-εξυπηρετήσεις εμπρόθεσμα και σύμφωνα με όσα προβλέπονται στους Ειδικούς Κανονισμούς Λειτουργίας και τις Υπουργικές Αποφάσεις έγκρισης των τιμολογίων, άλλως επιβαρύνονται με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας. Όλα τα ανωτέρω αποδέχθηκε ο εναγόμενος-συμβληθείς πλοιοκτήτης ως μισθωτής, δεσμευόμενος από τις έγγραφες συμβάσεις ελλιμενισμού που υπέγραψε με την ενάγουσα αλλά και τις σιωπηρώς ανανεωθείσες συμβάσεις της αρχικής και μεταγενέστερης έγγραφης σύμβασης. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι μετά τη παρέλευση της συμφωνημένης διάρκειας της από 30-9-2007 σύμβασης ελλιμενισμού, αυτή κατ’εφαρμογή του προαναφερόμενου συμβατικού όρου παρέμεινε σε ισχύ και σιωπηρά ανανεώθηκε κατά τα έτη 2008, 2009, 2010, 2011 και 2012, ενώ στις 30-6-2012 ο εναγόμενος αιτήθηκε την διακοπή του ελλιμενισμού με ίδια ημερομηνία αίτηση του προς την ενάγουσα,την οποία απεδέχθη η τελευταία. Καθόλο αυτό το χρονικό διάστημα διάρκειας των ένδικων συμβάσεων ελλιμενισμού, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο από την 1-1-2010 (που τυγχάνει ενεργή –μη παραγεγραμμένη αξίωση) μέχρι την από 30-6-2012 λύση της τελευταίας ισχύσασας σύμβασης, το εν λόγω σκάφος του εναγομένου εξακολουθούσε να ελλιμενίζεται στις εγκαταστάσεις της μαρίνας Αλίμου διότι κανένα από τα μέρη δεν κατήγγειλε την ισχύουσα σύμβαση ελλιμενισμού, ούτε, όμως ο εναγόμενος δήλωσε εγγράφως, ιδίως μετά την πάροδο του συμβατικού χρόνου της τελευταίας κατά σειράν, ότι δεν επιθυμεί την παράταση της παραμονής του σκάφους του στο χώρο, ώστε η ενάγουσα να μην κάνει χρήση της παρεχομένης σ’αυτήν δυνατότητας να ανανεώσει μονομερώς τη σύμβαση για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα, όπερ και έπραξε. Επίσης ο εναγόμενος δεν αμφισβήτησε ποτέ το χρόνο ελλιμενισμού του σκάφους, την εκ μέρους του χρήση της μαρίνας αλλά ούτε και το νόμιμο των τιμολογίων για τα τέλη ελλιμενισμού που εξέδιδε κάθε φορά η ενάγουσα, παρά μόνο όταν η τελευταία προσέφυγε στα Δικαστήρια έκανε λόγο περί εσφαλμένης τιμολόγησης αυτών. Επιπλέον δεν αποδεικνύεται ότι αμφισβήτησε ειδικώς την ύπαρξη των άνω τιμολογίων που προσκομίζονται από την ενάγουσα, όπως προσκομίζεται και η αφορώσα το επίδικο σκάφος καρτέλα πελάτη από το ηλεκτρονικά τηρούμενο αρχείο της. Ως εκ τούτων ο εναγόμενος, ο οποίος υπέγραψε τους ως άνω όρους , τους οποίους ρητώς και ανεπιφύλακτα αποδέχθηκε, όφειλε δυνάμει της σύμβασης ελλιμενισμού να προβαίνει στην καταβολή προς την ενάγουσα- φορέα διαχείρισης της μαρίνας Αλίμου των τελών ελλιμενισμού και των δικαιωμάτων για τις λοιπές παρεχόμενες προς το σκάφος υπηρεσίες, διευκολύνσεις και εξυπηρετήσεις, υποχρέωση που καθιερώνεται άλλωστε και στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 2 του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. …/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας. Όσον ειδικότερα αφορά την τιμολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών της ενάγουσας στο ένδικο σκάφος αυτή έγινε σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις υπό στοιχεία Ι και ΙΙ νομικές σκέψεις της παρούσας, κατά την παρ. 5 και 6 του άρθρου 31α του Ν 2160/1993, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, πριν την κατάργησή της με την υποπερ. 6α της υποπαρ. ΣΤ 15 της παρ. ΣΤ του πρώτου άρθρου του Ν 4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 85/7.4.2014), με υπουργικές αποφάσεις, που δημοσιεύονταν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εγκρίθηκαν τα τιμολόγια ελλιμενισμού και των λοιπών παρεχόμενων προς τα σκάφη υπηρεσιών από τους τουριστικούς λιμένες της παραγράφου 1 και οι Ειδικοί Κανονισμοί και τα Τιμολόγια των τουριστικών λιμένων καταρτίστηκαν από τους φορείς διαχείρισης και υποβλήθηκαν στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού για έγκριση, ενώ με τις νεώτερες ως άνω διατάξεις η κατάρτιση από τον εκάστοτε φορέα διαχείρισης των τιμολογίων ελλιμενισμού και λοιπών υπηρεσιών, που παρέχονταν στα σκάφη,έγινε ανεξαρτήτως του δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα του φορέα τους και την έγκρισή τους με υπουργική απόφαση. Για δε τον καθορισμό των τιμολογίων οι εξουσιοδοτικές διατάξεις όρισαν ως κριτήρια το μέγεθος των σκαφών σε μέτρα ολικού μήκους ή πλάτους, τη διάρκεια και την εποχή του ελλιμενισμού, την κατηγορία του σκάφους και τις λοιπές παρεχόμενες από τον λιμένα εξυπηρετήσεις. Κατ’εφαρμογή δε αυτών,κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1-1-2010 έως 24-6-2012 ) εκδόθηκαν οι κάτωθι αναφερόμενες, εγκριτικές των αποφάσεων των διοικητικών συμβουλίων της ενάγουσας φορέως διαχείρισης της μαρίνας Αλίμου, που καθόριζαν τα εν λόγω τέλη ανά μήνα και με βάση τα μέτρα ολικού μήκους εκάστου σκάφους, Υπουργικές Αποφάσεις: 1) Η υπ’αριθμ. Τ/14383/2003 (ΦΕΚ Β΄1800/4-12-2003) απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, 2) η υπ’αριθμ.1631/2007 (ΦΕΚ Β΄171/9-22007) απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης και 3) η υπ’αριθμ.1634/2007 (ΦΕΚ Β΄196/15-2-2007) απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης. Όπως δε έχει ήδη εκτεθεί το δικαίωμα ελλιμενισμού του σκάφους αναψυχής στους τουριστικούς λιμένες και της χρήσης των λοιπών παρεχομένων στο χώρο υπηρεσιών, εξυπηρετήσεων και διευκολύνσεων στο σκάφος και το χρήστη του, παρέχεται έναντι μονομερώς καθοριζομένου με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του εκάστοτε φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα, και διοικητικά εγκεκριμένου, χρηματικού ανταλλάγματος, που αποτελεί ουσιαστικά μίσθωμα, επιβάλλεται και εισπράττεται από τον εν λόγω φορέα και δεσμεύει και τον αντισυμβαλλόμενο μισθωτή. Παρότι όμως η ενάγουσα καθ’όλο το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, σε εκτέλεση των συμβάσεων αυτών και σε εκπλήρωση της αναληφθείσας υποχρέωσής της, παρέσχε συνεχώς θέση ελλιμενισμού για το εν λόγω σκάφος του εναγομένου, καθώς και τις λοιπές προβλεπόμενες στο νόμο και τη σύμβαση διευκολύνσεις και εξυπηρετήσεις στο χώρο της μαρίνας του Αλίμου, που διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται, και ο εναγόμενος προέβη σε μισθωτική χρήση των εγκαταστάσεων αυτής και των πρόσθετων παροχών συνεχώς και ακώλυτα, ο εναγόμενος , χωρίς να αμφισβητήσει την τιμολόγηση, αρνήθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα, ως φορέα διαχείρισης του χώρου, το αναλογούν για το χρονικό διάστημα από τις 1-1-2010 έως τις 24-6-2012 χρηματικό αντάλλαγμα-μίσθωμα για τον ελλιμενισμό του σκάφους του, που συνίστατο τόσο στα τέλη παραμονής όσο και στις δαπάνες πληρωμής ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος, που με ρητό όρο της σύμβασης (άρθρο 6.2) είχε δεσμευθεί συμβατικώς. Ως ήδη προαναφέρθηκε, η ιδιότητα της ενάγουσας ως συμβαλλομένης φορέας διαχείρισης της μαρίνας Αλίμου, ήτοι ως εκ του νόμου νομιμοποιεί αυτή ενεργητικώς να αξιώνει τα οφειλόμενα τέλη ανεξαρτήτως της άδειας τουριστικού λιμένα , ελλιμενισμού απορριπτομένου ως αβάσιμου νόμω και ουσία τη ενστάσεως περί ενεργητικής νομιμοποιήσεως που προέβαλε ο εκκαλών ως 10ο λόγο της υπό κρίση εφέσεως. Το οφειλόμενο εκ μέρους του εναγομένου μίσθωμα με βάση τα καθορισθέντα με αποφάσεις των διοικητικών συμβουλίων της ενάγουσας και στη συνέχεια εγκριθέντα με τις προαναφερθείσες Υπουργικές Αποφάσεις – μηνιαία τέλη ελλιμενισμού και δικαιώματα για λοιπές παρεχόμενες στις εγκαταστάσεις της ανωτέρω μαρίνας υπηρεσίες στο εν λόγω σκάφος αναψυχής ανήλθε για το επίδικο χρονικό διάστημα (από 1-1-2010 έως τις 24-6-2012) -αφαιρούμενων των πιστώσεων από τις χρεώσεις- στο συνολικό χρηματικό ποσό των 746,64 ευρώ {(2.764 ευρώ -0 για το ετος 2010) + (2.817,38 ευρώ – 5.509,56 για το έτος 2011) + (1.511,26 ευρώ-836,54 μέχρι 24-6-2012). Το ποσό αυτό υπολογίστηκε σύμφωνα με το είδος και τα χαρακτηριστικά του ενδίκου πλοίου όπως αυτά προέκυψαν από την υπ’αριθμ. πρωτ. Φ.3344.1/5886 άδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής και το από 7-8-2007 έγγραφο εθνικότητας του πλοίου που επικαλέστηκε στην αγωγή και προσκόμισε και με τις πρωτόδικες προτάσεις της η ενάγουσα και εξειδικεύεται στις επισυναφθείσες στο δικόγραφο της αγωγής «καρτέλες πελάτη» της ενάγουσας, στις οποίες αναλυτικά παρατίθενται οι μηνιαίες χρεώσεις για το σκάφος αυτό για την προβλεπόμενη και προσήκουσα μισθωτική χρήση του χώρου, ο αριθμός κάθε τιμολογίου και τα καταβληθέντα μέχρι τότε από τον εναγόμενο έναντι της οφειλής του χρηματικά ποσά . Πλέον συγκεκριμένα, υπολογίσθηκε με βάση ως μηνιαίο τιμολόγιο για επαγγελματικά –τουριστικά του Ν.2743/1999 σκάφη μήκους 16,45 μ, όπως το επίδικο, αναπροσαρμοζόμενο από την 1-1-2007 ετησίως κι αυτομάτως προσαυξημένο κατά το ποσοστό αύξησης του τιμαρίθμου του προηγούμενου ημερολογιακού έτους όπως προσδιορίζεται από την ΤτΕ ή άλλη αρμόδια κατά το νόμο υπηρεσία, πλέον ποσοστού 1 %. Με την υπογραφή δε της σύμβασης ελλιμενισμού ο εναγόμενος-εκκαλών απεδέχθη το νομοθετικό πλαίσιο του τρόπου ελλιμενισμού και χρεώσεων της μαρίνας Αλίμου σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων. Στα τιμολόγια επίσης που εξέδωσε η ενάγουσα αναγράφεται ότι το σκάφος τιμολογούνταν ως επαγγελματικό και επιπλέον αναγράφονται και οι χρεώσεις νερού και ΔΕΗ, για χρήση χερσαίου χώρου «ξηρά μήνας» και ημερήσιες «ελλιμενισμός ημερήσιος». Δεδομένου δε ότι το επίδικο σκάφος επαγγελματικό είχε μήκος 16,45 μ. για το έτος 2006 η χρέωση ανήλθε στα 209 ευρώ μηνιαιως σύμφωνα με την 1631/2007 Υ.Α. αναπροσαρμοζόμενου κάθε έτους. Ο εκκαλών ισχυρίζεται με τον έκτο λόγο της υπό κρίση εφέσεως ότι η εκκαλουμένη προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων καθώς βασίστηκε μόνο στις καρτέλες πελάτη που είχε καταρτίσει η ίδια η ενάγουσα , η οποία δεν προσκόμισε τιμολόγια που να φέρουν την υπογραφή του ίδιου και χωρίς να αποδεικνύεται ότι απεστάλησαν αυτά στον ίδιο, ως εκ τούτου ότι τυγχάνει αναπόδεικτη η επίδικη οφειλή. Ο λόγος αυτός τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του καθώς όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της σύμβασης ελλιμενισμού όπως προεκτέθηκε και επιβεβαίωσε και ο μάρτυρας της εφεσίβλητης, υπάλληλος του λογιστηρίου της …, εστάλησαν τα αντίστοιχα τιμολόγια με τις επίδικες χρεώσεις στον εκκαλούντα, ως υποχρεούται εκ της συμβάσεως να πράττει η εφεσίβλητη. Επίσης, όπως κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο η μάρτυρας αποδείξεως …, ο εκκαλών-εναγόμενος παρότι λάμβανε κανονικά τα τιμολόγια δεν έχει αμφισβητήσει την οφειλή του συνεπώς μέχρι ότε διέκοψε τον ελλιμενισμό (στις 30-6-2012) όφειλε μέχρι τότε, τα τέλη ελλιμενισμού και τις αναλογούσες στον ελλιμενισμό κοινόχρηστες δαπάνες. Ειρήσθω εκ του περισσού ότι ο ισχυρισμός του εναγομένου -ένσταση περί μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος κατά το άρθρο 374 ΑΚ που αποτελεί και τον σχετικό 8ο λόγο της υπό κρίσιν έφεσης, επικαλούμενος πλημμελή παροχή υπηρεσιών από την ενάγουσα αλυσιτελώς προβάλλεται καθότι κατ’εφαρμογή των όσων αναφέρονται στην υπό στοιχεία IV νομική σκέψη της παρούσας και από την επισκόπηση της σύμβασης ελλιμενισμού δεν προκύπτει σχετικό δικαίωμα του εναγομένου αφού δεν αποδεικνύεται ότι υπήρξε πραγματικό ελάττωμα του μισθίου που να καθιστούσε αδύνατη την αδιακώλυτη χρήση του από τον εναγόμενο ενώ σε κάθε περίπτωση τυγχάνει αντιφατικός κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής καθόσον κατά τη διάρκεια της πολυετούς (από το 2007) και το πρώτον καταγγελθείσας το 2012 σύμβασης ελλιμενισμού και από το 2008 ανανέωσής της, δεν απεδείχθη ότι ο εναγόμενος είχε διατυπώσει κάποια επιφύλαξη ή αντίρρηση για τις παρεχόμενες στο σκάφος του υπηρεσίες ελλιμενισμού από την ενάγουσα, ή για πραγματικά ελαττώματα στο μίσθιο που θα ενεργοποιούσαν ευθύνη της εκμισθώτριας και δη σε βαθμό που να παρακωλύει τη χρήση του. Ειδικότερα όπως κατέθεσε ο μάρτυρας της εφεσίβλητης, στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου …, υπάλληλος λογιστηρίου της …, ο εκκαλών ελλιμενίζει κάποια σκάφη του από το 1999 και ότι εγγράφως δεν είχε εκφράσει καποιο παράπονο. Σε κάθε περίπτωση ο εναγόμενος είχε το δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση, η δε καταγγελία θα είχε συνέπειες μόνο για το μέλλον, ενώ σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη της παρούσας αν κατά τον χρόνο παράδοσης του μισθίου στο μισθωτή, αυτό έχει ή αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίσει ελάττωμα, που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση, ο μισθωτής έχει δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος, το ίδιο ισχύει και αν λείπει από το μίσθιο μια συμφωνημένη ιδιότητα ή αν έλειψε μια τέτοια ιδιότητα όσο διαρκεί η μίσθωση κι ως εκ τούτου αν από την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος ή την έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του μισθίου εμποδίστηκε ολικά η συμφωνημένη χρήση αυτού, ο μισθωτής έχει δικαίωμα, προβαλλόμενο και κατ` ένσταση, να μη καταβάλει το μίσθωμα και αν το κατέβαλε, δικαιούται να αναζητήσει αυτό ως αχρεώστητο κατά το άρθρο 904 του ΑΚ (βλ.ΑΠ 420/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- άρθρα 574, 575 και 576 ΑΚ). Εν προκειμένω, στη σύμβαση ελλιμενισμού του επίδικου σκάφους και δη στους όρους 2.1 και 7.1 ορίζεται ότι αντικείμενο της σύμβασης είναι η παραχώρηση οποιασδήποτε κατάλληλης θέσης και περιορίζεται η ευθύνη της ενάγουσας και δη αποκλείεται σε περίπτωση βλάβης , ζημίας ή απώλειας ή περιουσιακών αγαθών επί του σκάφους ή σε κάθε χώρο της μαρίνας εκτός αν αποδειχθεί υπαιτιότητα της . Εν προκειμένω ο εναγόμενος δεν επικαλείται πολλώ δε μάλλον δεν αποδεικνύει ότι τα πραγματικά ελαττώματα που ο ίδιος ή ο μάρτυράς του … ,ιδιοκτήτης και ο ίδιος σκάφους που ελλιμενίζεται στη μαρίνα Αλίμου και ιδρυτικό μέλος της … συνδέονται αιτιωδώς και πώς με τη στέρηση της χρήσης του σκάφους του ή με τυχόν πρόκληση ζημίας σε αυτό. Αποδεικνύεται αντίθετα ότι ο εκκαλών έκανε ακώλυτη χρήση του μίσθιου από το 2007 εως το 2012, ότε στις 6-7-2012 ελήφθη από την ενάγουσα η από 3-7-2012 δήλωση διακοπής του εκκαλούντος. Εξάλλου όπως προαναφέρθηκε στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας, αν κατά τη διάρκεια της σύμβασης ελλιμενισμού ανακύψει διαφωνία επί ουσιώδους όρου, όπως είναι το οφειλόμενο από τον πλοιοκτήτη τέλος ελλιμενισμού, η σύμβαση μπορεί να καταγγελθεί από αυτόν, που δικαιούται να εξοφλήσει τις μέχρι τότε οφειλές του και να αναχωρήσει οριστικά από τον τουριστικό λιμένα χωρίς να έχει στο εξής άλλη υποχρέωση, εφόσον τηρήσει τις ειδικότερες προϋποθέσεις που προβλέπονται στο Γενικό Κανονισμό και συγκεκριμένα εφόσον γνωστοποιήσει εγκαίρως και εγγράφως τις προθέσεις του στο φορέα διαχείρισης της Μαρίνας (άρθρο 8.9), οπότε η σύμβαση λύνεται αζημίως γι’ αμφότερα τα μέρη. Στη σελίδα 20 της υπό κρίση εφέσεως ο εκκαλών επικαλείται την ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων στη μαρίνα Αλίμου όπου ελλιμενίστηκε το επίδικο σκάφος, που συνίστανται στην ύπαρξη σπασμένων πυλώνων φωτισμού, εκτεθειμένων γυμνών ηλεκτροφόρων καλωδίων, σπασμένων συναρμογών πλωτών προβλητών, κομμένων και εκτεθειμένων λαμαρινών, προσκομίζει δε προς τούτο φωτογραφίες, που όμως δεν απεικονίζουν τη θέση που ελλιμενίστηκε ο επίδικο σκάφος ούτε έχουν ημερομηνία λήψης. Εκτός δε του ότι η ύπαρξη αυτών των πραγματικών ελαττωμάτων αντικρούονται από τα όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες αποδείξεως τόσο πρωτοδίκως όσο και στο παρόν δικαστήριο -και δεν αντικρούσθηκαν αποδεικτικά από τον εναγόμενο-εκκαλούντα-, ήτοι ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη έχει επιμεληθεί την λήψη μέτρων φύλαξης και πυροπροστασίας του χώρου της μαρίνας, έχει συνάψει συμβάσεις με εταιρείες καθαρισμού, έχει προβεί σε τοποθέτηση κάδων και έχει συνάψει ετήσια σύμβαση με καταδυτικό κέντρο για συντηρήσεις στις προβλήτες και στα ρεμέτζα και έχει επιμεληθεί να γίνονται καθημερινές εργασίες στα σημεία σύνδεσης με τα πιλαρς, δεν προκύπτει ότι λόγω της φύσεως ή/και της έκτασής τους συνδέονται με την πρόκληση ζημίας στο σκάφος του εκκαλούντος ή ότι προκάλεσαν την αδιακώλυτη χρήση του από αυτόν. Αντίθετη κρίση δεν μπορεί να προκύψει από τα όσα κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο μάρτυρας του εκκαλούντος,… ,που αφού επιβεβαίωσε ότι οι λοιπές πλέον του ελλιμενισμού και συναφείς με αυτόν παροχές στη μαρίνα Αλίμου είναι η παροχή ύδατος, ρεύματος και πρόσδεσης, εντόπισε το πρόβλημα στην μετακύληση θέσεων των σκαφών, το οποίο μάλιστα θεωρεί ως πρόβλημα που θα απέτρεπε κάποιον να ξαναελλιμενίσει το σκάφος του εκεί. Όσον αφορά τις αιτιάσεις του εν λόγω μάρτυρα ότι η ενάγουσα χρεώνει ρεύμα στους ιδιοκτήτες των ελλιμενιζομένων σκαφών σε υπέρογκη τιμή χωρίς να έχουν δυνατότητα πρόσβασης στον μετρητή, ότι «δεν υπάρχουν νερά¨, ότι κανένα σκάφος δεν είναι ασφαλές, ότι γίνονται κλοπές συνέχεια παρόλο που επιτηρεί τον χώρο εταιρεία ιδιωτικής ασφάλειας και ότι τα τέλη έχουν καθοριστεί από το 2002 , αυτές αντικρούονται στο σύνολό τους από τα όσα κατέθεσε ο μάρτυρας της εφεσίβλητης και υπάλληλος του λογιστηρίου αυτής …,ήτοι ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα έχει συνάψει σύμβαση με εταιρεία σεκιούριτι για 24ωρη φύλαξη8-10 φύλακες ανά 8ωρο που κάνουν περίπολο, ότι υπάρχει περίφραξη, ότι η μαρίνα Αλίμου είναι η μοναδική μαρίνα στο λεκανοπέδιο Αττικής που έχει επαγγελματικό τιμολόγιο, ειδικό τιμολόγιο για τους επαγγελματίες και για τα ιδιωτικά σκάφη που είναι 4 φορές πιο ακριβό από ο,τι για τα επαγγελματικά, ότι από την αρχή της σύμβασης ο εκκαλών «δεν πλήρωνε…φαίνεται από τις οικονομικές καρτέλες έγιναν κάποιες ελάχιστες καταβολές τα 10-15 χρόνια που ελλιμενίζονταν τα σκάφη του», ότι το σκάφος … χρεωνόταν ως διερχόμενο, ότι (ο εκκαλών) έχει δικαίωμα να βάλει μετρητή για να αμφισβητήσει την κατανάλωση του ρεύματος καθώς και ότι βάσει του μήκους των σκαφών αυτά τιμολογούνται, ότι η ενάγουσα ενημερώνει τους πελάτες πάντα για το μίσθωμά τους το οποίο ανέρχεται από 150 μέχρι 300-350 για πολύ μεγάλα σκάφη ενώ επιβεβαίωσε ότι «η μαρίνα εκδίδει τιμολόγια που πάνω αναφέρονται επακριβώς το χρονικό σκάφος που τιμολογείται το σκάφος και απόστελλονται στη έδρα της εταιρείας ή σε email ή όπου αλλού έχει ζητήσει ο πελάτης» και εν προκειμένω ότι η ενάγουσα έχει αποστείλει όλα τα τιμολόγια με τις επίδικες χρεώσεις στον εναγόμενο. Αντίθετη κρίση επίσης δεν μπορεί άνευ άλλου να συναχθεί από το από Αύγουστο 2013 έγγραφο του ΤΑΙΠΕΔ που επικαλείται ο εκκαλών ή τις από 21-6-2007,12-6-2009, 16-2-2012 και 13-12-2013 και 12-11-2014 εξώδικες δηλώσεις της …. Μάλιστα με την τελευταία εξ αυτών το πρώτον η … δήλωσε ότι μέχρι την οριστική άρση των ελλείψεων, οι ιδιοκτήτες των ελλιμενισμένων σκαφών δεν θα προβούν σε καταβολή λιμενικών τελών ενώ και με την προσθήκη των προτάσεών του ο εκκαλών επικαλέσθηκε και επιβεβαίωσε στο ακροατήριο της παρούσας δίκης ο μάρτυράς του την αλλαγή χρεώσεων των τιμολογίων, ως λόγο μη πληρωμής των τελών ελλιμενισμού ενώ στην επόμενη παράγραφο προβάλει την ένσταση μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος δηλώνοντας ότι δεν θα προβεί σε καταβολή των οφειλομένων μέχρι να αποκατασταθούν (από την ενάγουσα) τα «προβλήματα στο μίσθιο» .Ειδικότερα, δε τα περί διαμαρτυρίας με εξώδικες δηλώσεις της ένωσης … για πραγματικά ελαττώματα και δη ήδη από το 2007 δεν μπορούν να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε αντίθετη κρίση δεδομένου ότι παρά την ύπαρξη αυτών ο εναγόμενος έστω και σιωπηρά, όπως προέβλεπε η σύμβαση ελλιμενισμού, ανανέωσε για τα επόμενα έτη τον ελλιμενισμό του σκάφους του στην ένδικη μαρίνα ενώ δεν προκύπτει ότι άσκησε το δικαίωμα μη καταβολής του μισθώματος ή μείωσης αυτού παρά μόνο στην παρούσα δίκη. Άλλωστε αντιφατικώς ο εκκαλών με τη προσθήκη των προτάσεών του επισημαίνει την προτίμησή του να ελλιμενίζει τα σκάφη του στη μαρίνα Αλίμου διότι όπως ο ίδιος αναφέρει είναι η μόνη στην οποία κυκλοφορούν συνεχώς τεχνικά συνεργεία ενώ οι λοιπές μαρίνες είναι μικρές και για ιδιωτικά σκάφη. Ειρήσθω δε εκ του περισσού ότι ουδόλως είναι πρόσφορο να χαρακτηριστεί ως πραγματικό ελάττωμα καθότι δε συνδέεται αιτιωδώς με την αδιακώλυτη χρήση του μισθίου από τον εναγόμενο η ύπαρξη ή μη αδείας λειτουργίας τουριστικού λιμένα εκ μέρους της ενάγουσας, ως αλυσιτελώς ισχυρίζεται ο εκκαλών-εναγόμενος προς υποστήριξη του ισχυρισμού του περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας (10ος λόγος έφεσης). Ομοίως απορριπτέος καταρχάς ως νόμω αβάσιμος και σε κάθε περίπτωση ως ουσία αβάσιμος τυγχάνει ο ένατος λόγος της υπό κρίση εφέσεως περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος όσον αφορά την άσκηση δικονομικού δικαιώματος και αλλά και ως προς την άσκηση του ουσιαστικού δικαιώματος της ενάγουσας να αξιώσει με βάση τη σύμβαση ελλιμενισμού το μίσθωμα (τέλη ελλιμενισμού και τις συναφείς με αυτά ποσά των λοιπών παροχών) καθότι ακόμη και όσα αληθή τα όσα εκθέτει ο εκκαλών-εναγόμενος δεν συνιστούν σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο V νομική σκέψη της παρούσας καταχρηστική συμπεριφορά εκ μέρους της ενάγουσας δηλονότι όπως κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο η μάρτυρας αποδείξεως …, ο εκκαλών-εναγόμενος παρότι λάμβανε τα τιμολόγια κανονικά, έχει επανειλημμένως οχληθεί και δεν έχει αμφισβητήσει την οφειλή του ενώ το πρώτον με την προσθήκη των προτάσεών του ο εκκαλών ισχυρίζεται περί όρων της συμβάσεως ελλιμενισμού ως καταχρηστικών ΓΟΣ, ισχυρισμός που τυγχάνει νόμω αβάσιμος καθότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του νόμου περί προστασίας του καταναλωτή (ν. 2251/1994).
Ενόψει των ανωτέρω, επειδή ο εναγόμενος παρά την αδιακώλυτη χρήση του χώρου ελλιμενισμού της μαρίνας Αλίμου για το σκάφος του και των συναφών με τον ελλιμενισμό παροχών (νερού, ηλεκτρισμού, ανέλκυσης-καθέλκυσης και εν γένει κοινόχρηστων δαπανών , που ορίσθηκαν ότι θα αποτελουν μίσθωμα) εξακολουθεί να οφείλει στην ενάγουσα για το διάστημα από 1-1-2010 έως τις 24-6-2012 ως υπόχρεος πλοιοκτήτης το συνολικό ποσό των επτακοσίων σαράντα έξι ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών ( 746,64 €), το οποίο δεν της έχει καταβάλει παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, πρέπει να υποχρεωθεί να της το καταβάλει, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα από την επίδοση της ένδικης αγωγής, γενομένης δεκτής της αγωγής ως ουσιαστικά βάσιμης εν μέρει και δη κατά το μέρος της επιδικασθέας απαίτησης. Το πρωτοβάθμιο δε Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε στο σύνολό της την αγωγή δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις γινομένου δεκτού ως βάσιμου του προαναφερθέντος λόγου της υπό κρίση εφέσεως. Ως εκ τούτων και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η κρινομένη έφεση, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη κι αφού να κρατηθεί και να δικαστεί κατ’ ουσίαν η από 30-6-2014 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ.: 4161/377/2-7-2014 ) αγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ, να γίνει αυτή δεκτή εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και μόνο καθ’ό μέρος κρίθηκε νόμιμη σύμφωνα με τα προαναφερόμενα , ήτοι κατά την κύρια βάση της περί ενδοσυμβατικής ευθύνης του εναγομένου και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει για την προαναφερόμενη αιτία στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των επτακοσίων σαράντα έξι ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών ( 746,64 €) με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα από την επίδοση της αγωγής διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται συγκεκριμένη όχληση του εναγομένου να της καταβάλει το οφειλόμενο για κάθε μήνα ποσό από τις συγκεκριμένες ημεροχρονολογίες, ούτε εκθέτει ότι αυτές συνιστούσαν δήλη ημέρα για την εκπλήρωση της υποχρέωσής του αυτής, απορριπτομένης ως μη νόμιμης της σωρευομένης στο δικόγραφο κατά δικονομική επικουρικότητα για τη θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, παρελκόμενης της εξέτασης σε κάθε περίπτωση όπως και πρωτοδίκως της ουσιαστικής βασιμότητάς της ως εκ τούτου απορριπτομένου ως απαραδέκτου ελλείψει εννόμου συμφέροντος του σχετικού (11ου ) λόγου της κρινόμενης έφεσης. Σημειωτέον ότι λόγω της εξαφάνισης της εκκαλουμένης με τον ως άνω βάσιμο λόγο της υπό κρίσιν εφέσεως αλυσιτελώς βάλλεται η εκκαλουμένη ως προς το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης προσωρινά εκτελεστής της καταψηφιστικής διάταξης της εκκαλουμένης,ποσό που δεν επικαλείται ο εκκαλών πολλώ δε μάλλον δεν αποδεικνύει ότι κατέβαλε, συνεπώς τυγχάνει απορριπτέος ως άνευ αντικειμένου ο σχετικός (12ος) λόγος της υπό κρίση εφέσεως.Τέλος πρέπει να επιστραφεί το παράβολο άσκησης της κρινόμενης εφέσεως στον εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. 5 ΚΠολΔ) ενώ εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 535 παρ. 1, 176 επ.ΚΠολΔ, επομένως,πρέπει να προσδιοριστούν τα καταβλητέα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (βλ. ΑΠ 192/1998 ΕλλΔνη 1998.825, 843, ΕφΠατρ 862/2005 ΔΕΕ 2005.1196) . Λόγω του ιδιαίτερα δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν και της εν μέρει ήττας και εν μέρει νίκης των διαδίκων καθώς παρότι έγινε δεκτή η υπό κρίση έφεση ακολούθως έγινε δεκτή και η κρινόμενη αγωγή πρέπει να συμψηφιστούν τα έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας μειωμένα όμως όσον αφορά την ενάγουσα-εφεσίβλητη κατά το άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 3693/1957, που απολαμβάνει των προνομίων του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 206 του Ν. 4389/2016, το οποίο ισχύει, όπως έχει ήδη εκτεθεί, από 27-5-2016 και συνεπώς, εφαρμόζεται στην παρούσα δίκη (άρθρα 179 1, 183, 189 παρ.1 , 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ σε συνδ.με άρθρο 206 ν. 4389/2016 ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’αντιμωλία των διαδίκων με την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών κατά το άρθρο 614 παρ.1 ΚΠολΔ.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την ένδικη έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 284/2016 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 30-6-2014 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ.: 4161/377/2-7-2014 ) αγωγή με την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών του άρθρου 614 ΚΠολΔ.
Δέχεται εν μέρει την ως άνω αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των επτακοσίων σαράντα έξι ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (746,64 €) με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα από την επίδοση της αγωγής.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας μεταξύ τους .
Διατάσσει την επιστροφή του προκαταβληθέντος για την παραδεκτή άσκηση της εφέσεως υπ’αριθμ. … ηλεκτρονικού παραβόλου στον εκκαλούντα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………………2019 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ