ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 4166/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Διαδικασία περιουσιακών διαφορών
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 7η Μαΐου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία … που εδρεύει στον …….Αττικής (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ραμαντάνη – Ιατρίδη (ΑΜΔΣΠ 2008), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία …, που εδρεύει στην ….. (οδός …) και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Αθανασίου (ΑΜΔΣΑ 17620), η οποία κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 03.12.2018 με Γ.Α.Κ. 12548/2018 και με Ε.Α.Κ. 5650/2018 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί, μετά από αναβολή από την αρχική δικάσιμο της 5ης.03.2019, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την ανακοπή εκτίθεται ότι στον αναγκαστικό πλειστηριασμό του υπό σημαία Κ. Ε/Γ πλοίου … που διενεργήθηκε με επίσπευση της καθ’ ης η ανακοπή στον αναφερόμενο με το δικόγραφο χρόνο, αναγγέλθηκαν οι διάδικοι στην παρούσα δίκη. Ότι λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, με τον οποίο, κατόπιν αφαίρεσης των εξόδων εκτέλεσης, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος -μεταξύ άλλων δανειστών- κατέταξε οριστικά την καθ’ ης η ανακοπή – ενυπόθηκη δανείστρια για το ποσό του 1.544.944,03 ευρώ. Ότι οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας, συνολικού ποσού 685.808 ευρώ, η οποία δεν κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα, αφορούν σε παροχή υπηρεσιών χρήσης αποβάθρας, αποκομιδή απορριμμάτων, σύνδεση ηλεκτρικής παροχής και κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς και σε αμοιβές θαλάσσιας αρωγής, και τυγχάνουν προνομιακές με βάση το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, αλλά και σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα με το δικόγραφο, στο οποίο ενσωματώνεται αυτούσιο το κείμενο της αναγγελίας. Με βάση το ιστορικό αυτό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους, ζητείται η μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, ώστε να καταταγεί σε αυτόν προνομιακά η ανακόπτουσα, με αντίστοιχη μερική αποβολή της αντιδίκου της, για το ποσό των 685.808 ευρώ, πλέον τόκων υπολογιζόμενων ως εξής: α) ως προς την επιμέρους απαίτηση, ποσού 360.556 ευρώ, νομιμότοκα από την παρέλευση τριάντα ημερών από την έκδοση κάθε τιμολογίου, άλλως από την 12.01.2017, ημερομηνία επίδοσης της από 23.12.2016 αγωγής της, β) ως προς τις επιμέρους απαιτήσεις, ποσών 203.252 ευρώ και 122.000 ευρώ, νομιμότοκα από την επομένη της παροχής των υπηρεσιών θαλάσσιας αρωγής. Επίσης, ζητείται να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας. Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα, η ανακοπή αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 979 παρ. 2 εδ. α’, 933 παρ. 1 εδ. α’ και 3, 937 παρ. 3, 614 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’ και 3 Α – Β περ. ε’ και ιε’ Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς γνώση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 15.11.2018 (Βλ. την με ίδια ημερομηνία επισημείωση του δικαστικού επιμελητή … επί της υπ’ αριθ. … πρόσκλησης δανειστών), η δε ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 03.12.2018 (Βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου), και επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή την ίδια ημέρα (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …). Επομένως, η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 3, 979 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ. Επίσης, αντίγραφο της ανακοπής επιδόθηκε την 03.12.2018 και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …). Περαιτέρω, η ανακοπή είναι ορισμένη, καθώς περιέχει ακριβή περιγραφή των απαιτήσεων, των οποίων ζητείται η κατάταξη και των προνομίων, δηλαδή παρατίθενται όλα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατά νόμο θεμελιώνουν την ενεργητική νομιμοποίηση της ανακόπτουσας, αλλά και τη συγκεκριμένη έννομη σχέση από την οποία πηγάζουν οι απαιτήσεις και τα προνόμιά τους (Βλ. ΑΠ 1281/2011, ΑΠ 1949/2009, ΑΠ 1101/2006, ΜονΕΠ 295/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, καθώς και ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της.
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 1012 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015), συνάγεται ότι σε περίπτωση πλειστηριασμού κατασχεμένου πλοίου η σειρά των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται κατά πρώτο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ, κατά δε το άρθρο 9 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου, το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας τη σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει και τα επ’ αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Περαιτέρω, ναι μεν κατά το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, τα καθοριζόμενα με αυτό προνόμια, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο, έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και προηγούνται, σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο του ίδιου άρθρου, της ναυτικής υποθήκης, προκειμένου όμως να προηγηθούν της υποθήκης κατά την κατάταξη σε εκπλειστηρίασμα που αφορά πλοίο με σημαία αλλοδαπής πολιτείας, πρέπει, κατά ρητή επιταγή της προαναφερομένης διάταξης του άρθρου 9, να έχουν τον ίδιο προνομιακό – εμπράγματο χαρακτήρα και κατά το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο (lex navis) κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης. Η σειρά, όμως, κατάταξης των εν λόγω προνομίων θα κριθεί κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης (lex loci executionis), αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο (Βλ. ΑΠ 1556/2017, AΠ 533/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Πάντως, αν μαζί με την ενυπόθηκη απαίτηση έχουν αναγγελθεί και άλλες, που φέρονται ως προνομιακές κατά τη lex navis, πρέπει να γίνει διάκριση ανάλογα με το αν πρόκειται για ναυτικό προνόμιο ή για προνόμιο χωρίς εμπράγματο χαρακτήρα, καθόσον κατά το εφαρμοστέο δίκαιο του ημεδαπού forum, οι απαιτήσεις αυτές δεν θα καταταγούν πριν την ενυπόθηκη, παρά μόνο αν συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις και, συγκεκριμένα, αφενός συνιστούν ναυτικά προνόμια και, αφετέρου προσομοιάζουν κατά τη φύση, το περιεχόμενο και το χαρακτήρα τους προς τις προνομιούχες απαιτήσεις του άρθρου 205 ΚΙΝΔ. Και τούτο διότι, κατά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, το προνόμιο της εμπράγματης ασφάλειας υποχωρεί μόνο έναντι απαιτήσεων που αποτελούν και αυτές εμπράγματα βάρη του πλοίου, εξοπλισμένες όχι μόνο με δύναμη απώθησης των λοιπών συντρεχουσών ετεροειδών απαιτήσεων, αλλά και με εξουσία παρακολούθησης του πλοίου στα χέρια του ειδικού διαδόχου του κυρίου. Ο προνομιακός – εμπράγματος χαρακτήρας του προνομίου που αναγνωρίζει σε κάποια ναυτική απαίτηση η αλλοδαπή έννομη τάξη θα καταφαθεί μόνο αν οι εξουσίες με τις οποίες εξοπλίζει την απαίτηση το δίκαιο της σημαίας ταυτίζονται κατά περιεχόμενο με την έννοια του εμπράγματου βάρους επί πλοίου, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή κατά το δίκαιο του ημεδαπού forum, που σε κάθε περίπτωση είναι παρόμοιο με τις ναυτικές νομοθεσίες διεθνώς, κατά τις οποίες η υποθήκη έπεται μόνο των ναυτικών προνομίων, δηλαδή των δικαιωμάτων των δανειστών με τα οποία ο αντίστοιχος νομοθέτης επιβαρύνει το πλοίο ανεξάρτητα από τη βούληση του κυρίου του (ακόμα δηλαδή και όταν προσωπικός οφειλέτης είναι τρίτος, όπως, ως συνήθως, ο εφοπλιστής), για την εξασφάλιση ορισμένων απαιτήσεων που πηγάζουν από τη λειτουργία ή τη χρησιμοποίησή του και των οποίων η εξουσία εκδηλώνεται κυρίως στη δυνατότητα εκποίησης του πλοίου με αναγκαστικό πλειστηριασμό, ακόμη και όταν αυτό έχει μεταβιβασθεί παράγωγα σε τρίτον ή έχει επιβαρυνθεί με (άλλο) εμπράγματο δικαίωμα. Αν λοιπόν κατά τη lex navis η αναγγελθείσα απαίτηση δεν εξοπλίζεται με ναυτικό προνόμιο, κατά την παραπάνω έννοια, αλλά πρόκειται απλά για εγχειρόγραφη (ναυτική) απαίτηση, δεν θα ληφθεί υπόψη και δεν θα καταταγεί προνομιακά, αφού δεν κατισχύει της υποθήκης κατά τη lex fori, ανεξαρτήτως αν υπερτερεί αυτής κατά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, πολύ δε περισσότερο αν έπεται στη σειρά και κατά το δίκαιο αυτό. Σε τούτη μάλιστα την περίπτωση θα επικρατήσει το δίκαιο της σημαίας του πλοίου με αντίστοιχη κατάταξη των δανειστών στον πίνακα διανομής του πλειστηριάσματος, χωρίς ανάγκη προσφυγής στο άρθρο 9 ΚΙΝΔ, το οποίο εισάγει κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, αφού η επικαλούμενη προτίμηση ετεροειδούς προς την υποθήκη δικαιώματος είναι ξένη προς τη φύση και την αποστολή του εμπράγματου δικαιώματος (Βλ. ΜονΕΠ 472/2019, βάση δεδομένων ιστοσελίδας Εφετείου Πειραιώς, όπου περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). ΙΙ. Η Κύπρος δεν έχει προσχωρήσει ούτε κυρώσει τις Διεθνείς Συμβάσεις των Βρυξελλών της 10ης.04.1926 και της 27ης.05.1967 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών αφορώντων στα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες» (International Convention for the unification of certain rules relating to maritime liens and mortgages of 1926 and 1967) (Βλ. CMI Yearbook 2017 – 2018, status of ratifications of and accessions to the Brussels International Maritime Law Conventions – www.comitemaritime.org). Σύμφωνα με την παρ. 29 (2) (α) του κυπριακού νόμου περί δικαστηρίων του 1960, το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του επί ναυτικών υποθέσεων εφαρμόζει το εφαρμοζόμενο από το Ανώτατο Αγγλικό Δικαστήριο δίκαιο επί ναυτικών διαφορών, όπως αυτό εφαρμοζόταν στην Αγγλία πριν από την ανεξαρτησία της Κ.. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον αγγλικό νόμο περί Ανώτατου Δικαστηρίου του 1981 (Supreme Court Act 1981), σε περίπτωση πλειστηριασμού πλοίου υπάρχουν τρεις κατηγορίες προνομιούχων απαιτήσεων: α) τα ναυτικά προνόμια (maritime liens), β) τα θεσμικά προνόμια (statutory liens), και γ) τα προνόμια κατοχής (possessory liens). Τα δικαστήρια της Κ., κατ’ εφαρμογή των αρχών του αγγλικού δικαίου, ελλείψει νομοθετικού ορισμού σχετικά με την έννοια των ναυτικών προνομίων, δέχονται ότι τα ναυτικά προνόμια είναι δικαιώματα που «ταξιδεύουν» με το πλοίο και το συνοδεύουν, ανεξάρτητα από τυχόν μεταγενέστερη μεταβίβαση της κυριότητάς του (Βλ. την προσαγόμενη από την ανακόπτουσα υπ’ αριθ. πρωτ. … νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου). Κατά την έννοια αυτή, τα maritime liens του αγγλοσαξονικού δικαίου, που αντιστοιχούν στα ναυτικά προνόμια του ηπειρωτικού δικαίου, αποτελούν κατ’ ουσίαν βάρη του πλοίου που το ακολουθούν από τη στιγμή της σύστασής τους, που συμπίπτει με τη γέννηση της απαίτησης την οποία εξοπλίζουν, έως την εκπλήρωσή της, παρέχοντας στο δανειστή την εξουσία να ικανοποιηθεί κατά προτίμηση από την αξία του πλοίου, ακόμη και από το νέο πλοιοκτήτη, ο οποίος υπόκειται στην εμπράγματη αγωγή (action in rem) του δανειστή (Βλ. ΜονΕΠ 472/2019, ό.π.). Κατά το δίκαιο της Κ. με ναυτικά προνόμια εξοπλίζονται: α) οι απαιτήσεις για καταβολή αποζημίωσης σε πρόσωπο που προσέφερε τις υπηρεσίες του για τη διάσωση του πλοίου, όταν αυτό βρισκόταν σε κίνδυνο (claims for salvage), β) οι απαιτήσεις από ζημίες που προκλήθηκαν από το πλοίο (the “damage lien”), γ) οι μισθοί του πληρώματος (crew’s wages), δ) οι απαιτήσεις από την ενεχύραση του πλοίου (bottomry) και από ναυτικό δάνειο με εξασφάλιση το φορτίο (respondentia), και ε) τα έξοδα του πλοιάρχου (master’s disbursements). Περαιτέρω, στην κατηγορία των θεσμικών προνομίων (statutory liens), τα οποία προβλέπονται στον αγγλικό νόμο περί Ανώτατου Δικαστηρίου του 1981, εντάσσονται οι απαιτήσεις από την προμήθεια υλικών και την παροχή εργασίας ή υπηρεσιών σε πλοίο για τη συντήρηση και την επισκευή του (όπως, λ.χ. οι απαιτήσεις από την πώληση καυσίμων, υλικών βαφής, εξαρτημάτων ηλεκτρολογικού και μηχανολογικού εξοπλισμού). Στην κατηγορία των θεσμικών προνομίων εντάσσονται και οι ακόλουθες απαιτήσεις: α) οι απαιτήσεις σχετικά με την κατοχή ή την κυριότητα πλοίου, β) οι απαιτήσεις μεταξύ συγκυριών από την κατοχή ή τη χρήση πλοίου, γ) οι απαιτήσεις από θάνατο ή σωματική βλάβη που προκλήθηκε κατά τη ναυπήγηση, συντήρηση ή εκμετάλλευση του πλοίου, δ) οι απαιτήσεις για ζημία ή απώλεια του φορτίου, καθώς και άλλες απαιτήσεις με βάση τη φορτωτική ή το ναυλοσύμφωνο, ε) οι απαιτήσεις του ναυτικού πράκτορα και του διαχειριστή, σε σχέση με πληρωμές προς τρίτους για λογαριασμό του πλοίου, και στ) οι απαιτήσεις των αρχών Λιμένος και Προβλήτας (Port, dock and harbor authorities) (Βλ. την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. … νομική πληροφορία, σε συνδυασμό με την από 27.04.2018 ένορκη κατάθεση του …, δικηγόρου Ηνωμένου Βασιλείου, την οποία προσάγει με επίκληση η καθ’ ης η ανακοπή σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική, η οποία έχει το χαρακτήρα γνωμοδότησης και λαμβάνεται υπόψη για την απόδειξη του αλλοδαπού δικαίου, με βάση το άρθρο 337 ΚΠολΔ, απορριπτομένων των ενάντια υποστηριζόμενων από την ανακόπτουσα). Εξάλλου, ως προνόμιο κατοχής (possessory lien) νοείται το δικαίωμα του φυσικού ή νομικού προσώπου να διατηρήσει την κατοχή του πλοίου ή των εξαρτημάτων του, η οποία (κατοχή) έχει περιέλθει σε αυτό λόγω της εμπορικής του δραστηριότητας ή του επαγγέλματός του, μέχρι την πληρωμή της οφειλής ή την παροχή εξασφάλισης για την απαίτηση. Στο πλαίσιο αυτό προνόμιο κατοχής αναγνωρίζεται στο ναυπηγείο που έχει διενεργήσει επισκευές σε πλοίο (Τhe «St Merriel» και The «Katingaki»). Εκείνος που ασκεί το δικαίωμα κατοχής (lienor) πρέπει να διατηρεί την κατοχή του πλοίου, ενώ το δικαίωμα αυτό παύει να υφίσταται με την εκούσια παράδοση της κατοχής του πλοίου (Ally). Ο επισκευαστής του πλοίου έχει το προνόμιο κατοχής σε σχέση με το κόστος των υλικών που τοποθετήθηκαν επί του πλοίου, την αμοιβή για τις εργασίες που εκτελέσθηκαν, καθώς και σε σχέση με τις δαπάνες που προέκυψαν λόγω της εκτέλεσης των εργασιών, στις οποίες (δαπάνες) περιλαμβάνονται το κόστος δεξαμενισμού του πλοίου και οι χρεώσεις για χρήση αποβάθρας κατά τη διάρκεια των επισκευών. Αντίθετα, ο επισκευαστής του πλοίου δεν έχει προνόμιο κατοχής σε σχέση με το κόστος για τη διατήρηση της κατοχής του πλοίου μετά τη διενέργεια των επισκευών, ούτε έχει τέτοιο προνόμιο ανεξάρτητα από την επισκευή του πλοίου (The «Katingaki») (Βλ. την προαναφερόμενη από 27.04.2018 ένορκη κατάθεση του …). Τέλος, οι εγγεγραμμένες ενυπόθηκες απαιτήσεις (registered mortgage claims) διέπονται από τις διατάξεις του Νόμου περί Εμπορικής Ναυτιλίας 1995 (Merchant Shipping Act 1995) και έπονται στην κατάταξη των απαιτήσεων που είναι εξοπλισμένες με ναυτικά προνόμια, καθώς και με προνόμια κατοχής, ενώ προηγούνται των θεσμικών απαιτήσεων (Βλ. την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. … νομική πληροφορία). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα έκρινε ότι οι επιμέρους αναγγελθείσες απαιτήσεις της, συνολικού ποσού 360.556 ευρώ, για χρήση αποβάθρας, για παροχή υπηρεσιών αποκομιδής απορριμμάτων, και για παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, δεν τυγχάνουν προνομιακές κατά το κυπριακό δίκαιο, παρόλο που αυτές εντάσσονται στην κατηγορία των προνομίων κατοχής (possessory liens) και είναι, επομένως, εξοπλισμένες με προνόμιο. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη δεύτερη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Ειδικότερα, με προνόμιο κατοχής δεν εξοπλίζεται κάθε απαίτηση του ναυπηγού που κατέχει το πλοίο, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η ανακόπτουσα, αλλά μόνο οι απαιτήσεις που συνδέονται με τη διενέργεια συντήρησης ή επισκευής του πλοίου, δηλαδή οι απαιτήσεις για το κόστος των υλικών που τοποθετήθηκαν επί του πλοίου, για την αμοιβή από τις εργασίες που εκτελέσθηκαν, καθώς και για τις δαπάνες που προέκυψαν λόγω της εκτέλεσης των εργασιών, στις οποίες (δαπάνες) περιλαμβάνονται το κόστος δεξαμενισμού του πλοίου, αλλά και οι χρεώσεις για χρήση αποβάθρας κατά τη διάρκεια των επισκευών. Εν προκειμένω όμως οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας δεν συνδέονται με τη διενέργεια επισκευών ή συντήρησης του πλειστηριασθέντος πλοίου, διότι δεν γίνεται επίκληση ότι κατά το διάστημα της παραμονής του πλοίου στο ναυπηγείο διενεργήθηκαν οποιεσδήποτε εργασίες επισκευής ή συντήρησης, και για την απόκτηση του εν λόγω προνομίου δεν αρκεί μόνο το γεγονός ότι το πλοίο εισήλθε προς ελλιμενισμό στο θαλάσσιο χώρο μπροστά από το ναυπηγείο, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η ανακόπτουσα.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, κατόπιν απόρριψης του πρώτου λόγου της ανακοπής, παρέλκει η έρευνα του δεύτερου λόγου της, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα έκρινε σε σχέση με τις ίδιες ως άνω απαιτήσεις της ανακόπτουσας, συνολικού ποσού 360.556 ευρώ, για χρήση αποβάθρας, παροχή υπηρεσιών αποκομιδής απορριμμάτων, και παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, ότι δεν τυγχάνουν προνομιακές και με βάση το ελληνικό δίκαιο, διότι προϋπόθεση για την προνομιακή κατάταξη των δανειστών σε πλοία με ξένη σημαία είναι τα καθοριζόμενα με το άρθρο 205 ΚΙΝΔ προνόμια να έχουν τον ίδιο προνομιακό – εμπράγματο χαρακτήρα και κατά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, σύμφωνα με την πρώτη νομική σκέψη που προηγήθηκε (Βλ. ΑΠ 1556/2017, AΠ 533/2015, ό.π.), και εν προκειμένω οι ως άνω απαιτήσεις δεν είναι εξοπλισμένες με ναυτικό προνόμιο, ούτε με προνόμιο κατοχής, με βάση το κυπριακό δίκαιο, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, τα οποία (προνόμια) θα επέτρεπαν την κατάταξη των απαιτήσεών της στην Ελλάδα πριν από τις ενυπόθηκες απαιτήσεις της αντιδίκου της.
- I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 585, 933 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου που αναφέρονται στα άρθρα 118 και 119 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους της ανακοπής που αποτελούν την ιστορική της βάση. Οι λόγοι αυτοί μπορεί να αφορούν: (α) είτε την ύπαρξη της ίδιας της απαίτησης του ανακόπτοντος δανειστή ή του προνομίου της, στην περίπτωση που αυτή δεν κατατάχθηκε καθόλου ή ως προνομιακή στον προσβαλλόμενο πίνακα, οπότε ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει στην ανακοπή του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτησή του ή το προνόμιό της, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου της ανακοπής του και η άμυνα του καθ’ ου, δεν επιτρέπεται δε η συμπλήρωση των απαιτούμενων για τη θεμελίωση της απαίτησής του περιστατικών με τις προτάσεις του ή με άλλα έγγραφα που κατατίθενται και αποδεικνύουν την απαίτηση, (β) είτε σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή, ο οποίος κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα, (γ) είτε σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της καταταχθείσας απαίτησης του καθ’ ου ή του προνομίου της, οπότε, εάν αμφισβητηθεί η απαίτηση ή το προνόμιο ενός από τους καταταχθέντες δανειστές, κατά του οποίου στρέφεται η ανακοπή, τότε το βάρος για την απόδειξη της ύπαρξης και της έκτασης της απαίτησης αυτής, καθώς και του τυχόν προνομίου της, φέρει ο καθ’ ου η ανακοπή, ώστε για το ορισμένο της ανακοπής, ως προς την αμφισβητούμενη απαίτηση, να αρκεί η άρνηση που προβάλλει ο ανακόπτων (Βλ. ΑΠ 1353/2015 ΤΝΠ NOMOS). IΙ. Από το άρθρο 972 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι δανειστές εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχουν το δικαίωμα να αναγγείλουν την απαίτηση τους με έγγραφη αναγγελία που επιδίδεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, η οποία πρέπει να περιέχει: α) διορισμό αντικλήτου στην περιφέρεια του πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης, και β) περιγραφή της απαίτησης του δανειστή που αναγγέλλεται. Η αναγγελία, ως πράξη που αποσκοπεί στην παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της συμμετοχής του αναγγελλόμενου δανειστή στη διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος και στην ικανοποίηση της απαίτησής του από αυτό, αποτελεί διαδικαστική πράξη και αντίστοιχα το αναγγελτήριο έχει το χαρακτήρα δικογράφου κατά την έννοια του άρθρου 118 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, η αναγγελία αποτελεί το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της κατάταξης η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή και στο περιεχόμενο του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους κατά το άρθρο 974 ΚΠολΔ, αλλά και την ανακοπή του άρθρου 979 του ίδιου Κώδικα, ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που αναγγέλθηκαν, με βάση δε το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής οφείλουν να προβούν στην κατάταξη ή την απόρριψη της απαίτησης που αναγγέλθηκε. Συνεπώς, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και τους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης. Στις προϋποθέσεις αυτές συγκαταλέγεται και η ύπαρξη του τυχόν προνομίου της απαίτησης, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός εάν αυτά συμπίπτουν με εκείνα που στηρίζουν την απαίτηση. Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι έτσι άκυρο, κατά το άρθρο 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ, λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαίτησης, όταν η αοριστία προκαλεί σε αυτόν που την προτείνει βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Αυτό συμβαίνει μόνον όταν η περιγραφή της απαίτησης και του τυχόν προνομίου της στο αναγγελτήριο είναι τόσο ελλιπή, ώστε να μη μπορούν ο μεν οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους, κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ, ο δε υπάλληλος του πλειστηριασμού να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης και να προβεί στην κατάταξή της συγκριτικά και με τις λοιπές αναγγελλόμενες απαιτήσεις. Δεν είναι όμως αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που αυτή απαιτείται κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, όταν πρόκειται για αγωγή η ανακοπή, διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης για παροχή δικαστικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 111 του ίδιου Κώδικα (Βλ. ΑΠ 307/2016 ΤΝΠ NOMOS). IΙΙ. Η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου του 1989 σχετικά με τη θαλάσσια αρωγή, καταρτίστηκε για να αντικαταστήσει τη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών της 23ης.10.1910 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών περί θαλασσίας αρωγής και ναυαγιαιρέσεως», που έχει κυρώσει η Ελλάδα με το Ν. ΓΩΠΣΤ/1911 και το Πρωτόκολλο των Βρυξελλών της 27ης.05.1967, με το οποίο οι διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης του 1910 επεκτάθηκαν και στα πολεμικά πλοία και σε όσα ανήκουν, τελούν υπό τη διαχείριση ή είναι ναυλωμένα στο Δημόσιο ή σε δημόσια αρχή. Κατά το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου του 1989, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 2391/1996 και τέθηκε σε ισχύ στην Ελλάδα από την 03.06.1997 (βλ. σχετική ανακοίνωση του ΥπΕξ της 19ης.06/04.07.1996), «Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται οποτεδήποτε δικαστικές ή διαιτητικές διαδικασίες που αφορούν σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτή τη Σύμβαση εισάγονται σε ένα κράτος – μέλος». Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει σαφώς ότι η Διεθνής Σύμβαση διέπει τις σχετικές με τη θαλάσσια αρωγή υποθέσεις που εισάγονται στα ελληνικά δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του αρωγού ή του βοηθούμενου πλοίου και χωρίς να απαιτείται άλλο στοιχείο αλλοδαπότητας της διαφοράς. Εξάλλου, εφόσον η Ελλάδα δεν διατύπωσε κάποια επιφύλαξη από αυτές που προβλέπει το άρθρο 30 της Σύμβασης, οι διατάξεις της διέπουν και τις εσωτερικές θαλάσσιες αρωγές, δηλαδή αυτές που παρέχονται σε εσωτερικά ύδατα, ακόμα και από πλοία εσωτερικής ναυσιπλοΐας (Βλ. ΑΠ 1293/2018 ΤΝΠ NOMOS, Κοροτζή Ι., Η αρωγή στο ελληνικό δίκαιο μετά την κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου του 1989, σελ. 49). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 6, 8, 12, 13 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης συνάγεται ότι για τη γένεση του δικαιώματος αμοιβής από θαλάσσια αρωγή απαιτείται κατ’ αρχήν η συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: 1) Επιχείρηση θαλάσσιας αρωγής, όπως αυτή ορίζεται εννοιολογικά στο άρθρο 1 περ. α’ της Σύμβασης, δηλαδή «κάθε πράξη ή δραστηριότητα, που αποσκοπεί στην παροχή βοήθειας σε πλοίο ή οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο». Ως «πράξη ή δραστηριότητα» σε σχέση με την παροχή βοήθειας νοείται κάθε ενέργεια που αναλήφθηκε και εκτελέστηκε, είχε δε ή συντέλεσε σε ωφέλιμο αποτέλεσμα, μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλες, από έναν ή περισσότερους αρωγούς (Βλ. Κοροτζή Ι., ό.π., σελ. 141, σημ. 4), ανεξάρτητα αν αυτή παρέχεται σε ανοικτή θάλασσα, σε όρμο ή σε λιμάνι (Βλ. ΑΠ 1293/2018, ό.π.). 2) Το δεχόμενο την αρωγή πλοίο ή άλλο περιουσιακό στοιχείο, περιλαμβανομένου του φορτίου, πρέπει να διατρέχει κίνδυνο απώλειας ή βλάβης. Ο κίνδυνος συνίσταται στο ενδεχόμενο επέλευσης φυσικής ζημίας, απώλειας ή βλάβης («risk of physical damage») και απαιτείται να είναι πραγματικός, έστω και μη άμεσος, αλλά με πιθανότητα αναμενόμενος, και να υπάρχει προτού παρασχεθούν οι σωστικές ενέργειες (Βλ. ΑΠ 1293/2018, ό.π.). Αρκεί το γεγονός ότι κατά το χρόνο που παρασχέθηκε η αρωγή το αντικείμενό της αντιμετώπισε οποιαδήποτε ατυχία ή πιθανότητα ατυχίας, η οποία θα μπορούσε να το εκθέσει σε απώλεια ή βλάβη, εάν οι υπηρεσίες αυτές δεν είχαν παρασχεθεί. Η ύπαρξη και ο βαθμός του κινδύνου πρέπει να εκτιμηθούν με τη συνολική εξέταση των περιστάσεων που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τέτοιες υποδηλωτικές κινδύνου περιστάσεις είναι ενδεικτικά: α) η εγκατάλειψη του ταξιδιού, β) η χρήση των σημάτων κινδύνου, εφόσον με αυτά ζητείται βοήθεια εξ αιτίας π.χ. βλαβών του πλοίου, γ) η ολική ή ουσιώδης απώλεια των μέσων προώθησης, με την ενεστώσα και παρούσα μείωση της ικανότητας του πλοίου να αντιπαρέλθει δυσκολίες, και δ) η απώλεια αγκύρων και αλυσίδων (Βλ. ΕΠ 893/2013, ΕΠ 704/2013, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS, ΕΠ 24/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.481). Προϋπόθεση της ύπαρξης κινδύνου δεν αποτελεί μόνο η κατάσταση που δρομολογεί την απώλεια του πλοίου, πραγματική ή τεκμαρτή, αλλά αρκεί να υπάρχει κίνδυνος βλάβης, και μάλιστα υπολογίσιμης, ώστε να δικαιολογεί το κόστος της επέμβασης, όχι, όμως, και επουσιώδους βλάβης του πλοίου ή του φορτίου (Βλ. ΕΠ 913/2009 ΕΝΔ 2010.63). Συνοψίζοντας, θα μπορούσε να λεχθεί ότι το στοιχείο αυτό υφίσταται, όταν συντρέχει εύλογος φόβος κινδύνου, ώστε προκειμένου αυτός να αποφευχθεί, ο φρόνιμος και επιτήδειος της ναυτικής αποστολής την ώρα του κινδύνου δεν θα απέκρουε την προσφερόμενη βοήθεια του αρωγού, υπό την προϋπόθεση της πληρωμής αμοιβής για τη διάσωση (Βλ. ΕΠ 831/2009 ΕΝΔ 2010.71, Κοροτζή Ι., ό.π., σελ. 78). 3) Η πράξη αρωγής να είχε ωφέλιμο αποτέλεσμα, μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλες που παρασχέθηκαν από άλλους αρωγούς («meritorious contribution»). Ως ωφέλιμο αποτέλεσμα νοείται η διατήρηση του πράγματος με την αντιμετώπιση του κινδύνου απώλειας ή βλάβης, με την οποία αυτό απειλείται, είτε ολικά, είτε κατά ένα μέρος (Βλ. ΑΠ 1293/2018, ό.π., ΕΠ 6/2009 ΕΝΔ 2009.42, ΕΠ 1172/2005 ΕΝΔ 34.187). Εξάλλου, αμοιβή αρωγής είναι το εκ του νόμου οφειλόμενο και υπό του δικαστηρίου καθοριζόμενο αντάλλαγμα, το καταβλητέο στον ή τους αρωγούς από τους κυρίους των διασωθέντων περιουσιακών στοιχείων (άρθρα 13, 15 παρ. 1). Ο καθορισμός του ύψους της αμοιβής από το δικαστήριο γίνεται με βάση τα κριτήρια που περιέχονται στο άρθρο 13 παρ. 1, ανεξάρτητα από τη σειρά με την οποία αναφέρονται, δηλαδή γίνεται με βάση: (α) τη διασωθείσα αξία του πλοίου και των άλλων περιουσιακών στοιχείων [αν πρόκειται για διασωθέν πλοίο η διασωθείσα αξία του ισούται προς την αξία που είχε αυτό αμέσως πριν το ατύχημα, μειωμένη κατά το ποσό: αα) της δαπάνης που θα απαιτηθεί για να ενεργηθούν οι αναγκαίες επισκευές ώστε το πλοίο να επαναφερθεί στην προτέρα του κατάσταση, και ββ) της απομείωσης της αγοραίας αξίας του πλοίου συνεπεία των ζημιών [Βλ. μειοψηφία στην ΑΠ 2045/1990, ΕΕΝ 1991.790, δημοσιευθείσα και στην ΤΝΠ NOMOS, καθώς και Κοροτζή Ι., ό.π., σελ. 393)], (β) την επιτηδειότητα και τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι αρωγοί για να αποτρέψουν ή να ελαχιστοποιήσουν βλάβη του περιβάλλοντος, (γ) το μέγεθος της επιτυχίας που επιτεύχθηκε από τον αρωγό [σε σχέση με το κριτήριο της περίπτωσης α΄, η μεν αξία των αγαθών που διασώθηκαν αποτελεί σταθερό αριθμητικό παράγοντα, ενώ το μέτρο της επιτυχίας αναφέρεται στη σχέση του επιτυχούς αποτελέσματος με την αρχική αξία των ίδιων αγαθών (Βλ. Κοροτζή Ι., ό.π., σελ. 397)], (δ) τη φύση και την έκταση του κινδύνου, (ε) την επιτηδειότητα και τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι αρωγοί για να σώσουν το πλοίο, τυχόν άλλα περιουσιακά στοιχεία και ζωές [το κόστος της βοήθειας που προσέφεραν στη διάσωση του πλοίου, των ανθρώπινων ζωών και των πραγμάτων πάνω σε αυτό ο πλοιοκτήτης και τα μέλη του πληρώματος του πλοίου που δέχθηκε τις σωστικές υπηρεσίες (όπως λ.χ. η μίσθωση από τον πλοιοκτήτη και άλλων απαραίτητων ρυμουλκών) υπολογίζεται, επίσης, με βάση το εν λόγω κριτήριο στον καθορισμό της αμοιβής (Βλ. Ι. Κοροτζή, ό.π., σελ. 400)], (στ) το χρόνο, που διατέθηκε, τις δαπάνες και τις απώλειες που είχαν οι αρωγοί, (ζ) τον κίνδυνο ευθύνης και άλλους κινδύνους, τους οποίους διέτρεξαν οι αρωγοί ή ο εξοπλισμός τους, (η) το έγκαιρο των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν [η ταχύτητα ανταπόκρισης στην έκκληση του δέκτη της αρωγής που βρίσκεται σε δυσχερή κατάσταση και η ταχύτητα της αντιμετώπισης του κινδύνου, ώστε το αντικείμενο της αρωγής να εξέλθει από την κατάσταση αυτή, συνιστά πολύτιμη υπηρεσία και αποτελεί σε κάθε περίπτωση κριτήριο για την παροχή αυξημένης αμοιβής του αρωγού (Βλ. Κοροτζή Ι., ό.π., σελ. 403)], (θ) τη δυνατότητα διάθεσης και χρησιμοποίησης πλοίων ή άλλου εξοπλισμού που προορίζονται για επιχειρήσεις αρωγής, και (ι) το βαθμό ετοιμότητας και επάρκειας του εξοπλισμού του αρωγού και την αξία τούτου [ενόψει του ότι η διάταξη δεν καθορίζει το είδος του θαλάσσιου αρωγού, έχει εφαρμογή τόσο στις αρωγές που εκτελούνται από επαγγελματίες διασώστες όσο και από τους περιστασιακούς (Βλ. Κοροτζή Ι., ό.π., σελ. 404)]. Τα κριτήρια αυτά είτε (i) εκτιμώνται από τους ενδιαφερόμενους σε σύμβαση που καταρτίζεται μετά την αρωγή και δεν υπόκειται σε δικαστική ακύρωση ή τροποποίηση, επειδή δεν συνήφθη υπό την επήρεια του κινδύνου, είτε (ii) εκτιμώνται από τα μέρη σε συμφωνία προγενέστερη της αρωγής, οπότε, εφόσον υπήρχε ο κίνδυνος, η συμφωνία επιδέχεται δικαστική ακύρωση ή τροποποίηση, ή (iii) εκτιμώνται από το δικαστήριο. Τα κριτήρια αναφέρονται από το νόμο εξαντλητικά (περιοριστικά) και όχι ενδεικτικά και υπόκεινται στον κανόνα ότι αποβλέπουν στην ενθάρρυνση του αρωγού (προθυμία, ικανότητα, εξοπλισμό του) (Βλ. ΕΠ 207/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 17 της παραπάνω Διεθνούς Σύμβασης, «Ουδεμία αμοιβή οφείλεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, εκτός εάν οι υπηρεσίες που παρασχέθηκαν, υπερβαίνουν εκείνες που εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνονται στην έννοια της οφειλόμενης εκτέλεσης μιας σύμβασης, που είχε συνομολογηθεί πριν από την επέλευση του κινδύνου». Η ως άνω ρύθμιση εναρμονίζεται με τον ορισμό της αρωγής, που περιλαμβάνεται στο άρθρο 1 στ. α’ της Σύμβασης και αποτελεί έκφραση της αρχής του «εκούσιου», ως στοιχείου της έννομης σχέσης της αρωγής. Η αρχή αυτή της «εκούσιας» παροχής των υπηρεσιών του αρωγού («voluntariness» κατά το αγγλοσαξονικό δίκαιο) συνιστά αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση ιδιωτικού δικαίου (private duty). Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, τη γένεση του δικαιώματος αμοιβής του αρωγού παρεμποδίζει η ύπαρξη σύμβασης, στο πλαίσιο της οποίας οι σωστικές υπηρεσίες που μπορεί να παρασχεθούν περιλαμβάνονται στη συμβατική παροχή του αρωγού προς το δέκτη της αρωγής αντισυμβαλλόμενό του. Η σύμβαση αυτή πρέπει να έχει καταρτισθεί πριν από την επέλευση του κινδύνου που έδωσε έναυσμα για την παροχή των σωστικών υπηρεσιών, ενώ οι υπηρεσίες που παρέχονται δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα συμβατικά όρια (Βλ. Κοροτζή Ι., ό.π., σελ. 69 – 70, αριθ. 8 – 9). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα προβάλλει την αιτίαση ότι οι επιμέρους απαιτήσεις της, συνολικού ποσού 325.252 ευρώ, που αφορούν σε αμοιβή λόγω παροχής υπηρεσιών θαλάσσιας αρωγής και τυγχάνουν προνομιακές κατά το δίκαιο της σημαίας (κυπριακό δίκαιο) και κατά το ελληνικό δίκαιο, δεν κατατάχθηκαν στον προσβαλλόμενο πίνακα, διότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού έκρινε εσφαλμένα, προεχόντως ότι οι παρασχεθείσες υπηρεσίες δεν αποτελούν θαλάσσια αρωγή, για τον λόγο ότι η ανακόπτουσα παρείχε τις υπηρεσίες αυτές στο πλαίσιο της συμβατικής σχέσης που την συνέδεε με την πλοιοκτήτρια του πλοίου, και, κατ’ επάλληλη αιτιολογία, έκρινε ότι η αναγγελία ήταν ως προς τις απαιτήσεις αυτές αόριστη, διότι δεν αναφερόταν σε τι συνίστατο ο κίνδυνος και το ωφέλιμο αποτέλεσμα και δεν αναλύονταν τα κονδύλια της αμοιβής και των εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι ορισμένος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 216, 585 παρ. 1 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, διότι το δικόγραφο, στο οποίο ενσωματώνεται η αναγγελία, διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωσή του στοιχεία, καθώς προσδιορίζονται με πληρότητα κατά είδος και ποσό οι επιμέρους απαιτήσεις της ανακόπτουσας, όπως και τα θεμελιωτικά των απαιτήσεων περιστατικά, δηλαδή οι συνθήκες που υποδηλώνουν τον κίνδυνο που διέτρεξε το πλοίο της καθ’ ης η εκτέλεση, οι ενέργειες στις οποίες προέβη η ανακόπτουσα για την αποτροπή του κινδύνου, καθώς και το ωφέλιμο αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών, απορριπτομένων των ενάντια υποστηριζόμενων από την καθ’ ης η ανακοπή. Περαιτέρω, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 118, 972 ΚΠολΔ, 1, 6 παρ. 1, 8 παρ. 1, 12 παρ. 1, 13 παρ. 1 και 3, 24 της Διεθνούς Σύμβασης Λονδίνου του 1989, καθώς με βάση το άρθρο 2 η Σύμβαση εφαρμόζεται από τα ελληνικά δικαστήρια σε όλες τις σχετικές με θαλάσσια αρωγή υποθέσεις που εισάγονται ενώπιόν τους. Πρέπει, επομένως, ο παραπάνω λόγος να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο της μάρτυρα της ανακόπτουσας (η καθ’ ης η ανακοπή δεν πρότεινε μάρτυρα προς εξέταση), από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, καθώς και από τις ομολογίες τους, που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της καθ’ ης η ανακοπή την 07.03.2018 εκπλειστηριάσθηκε αντί πλειστηριάσματος 1.670.000 ευρώ το υπό σημαία Κ. Ε/Γ πλοίο … τύπου RO-RO Passenger, με αριθμό …, Δ.Δ.Σ. 5BRU2, μήκους 152,83 μ., πλάτους 24 μ., κ.ο.χ. 19539, κ.κ.χ. 6.438, κυριότητας της εδρεύουσας στη Λεμεσό Κ. εταιρίας με την επωνυμία …», και συντάχθηκε η υπ’ αριθ. … έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού του συμβολαιογράφου Πειραιώς, Στέφανου Βασιλάκη. Στον πλειστηριασμό αναγγέλθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα και ζήτησαν την προνομιακή τους κατάταξη –μεταξύ άλλων δανειστών- οι διάδικοι της παρούσας δίκης. Επειδή το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, ο παραπάνω συμβολαιογράφος, με την ιδιότητα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης και κατάταξης, συνολικού ποσού 107.970,82 ευρώ, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, ποσού 1.562.029,18 ευρώ, κατέταξε τους ακόλουθους αναγγελθέντες δανειστές: Α) ριστικά και προνομιακά στη δεύτερη τάξη προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, τον …, για το ποσό των 1.730,97 ευρώ. Β) Τυχαία και προνομιακά στη δεύτερη τάξη προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ τους: α) Ε. Κ. Α., για το ποσό των 5.025,56 ευρώ, β) Δ. Κ. Κ., για το ποσό των 5.546,74 ευρώ, και γ) Π. Σ. Χ.υ, για το ποσό των 4.781,88 ευρώ. Γ) Οριστικά την καθ’ ης η ανακοπή, για το ποσό του 1.544.944,03 ευρώ, για μέρος της ασφαλιζόμενης με ναυτική υποθήκη απαίτησής της. Η ανακόπτουσα δεν κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις της, και ως προς τις επιμέρους αναγγελθείσες απαιτήσεις της, ποσών 203.252 ευρώ και 122.000 ευρώ, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού έκρινε ότι αυτές δεν είναι προνομιακές κατά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου (lex navis) και κατά το ελληνικό δίκαιο (lex loci executionis) και, επομένως, δεν κατατάσσονται, διότι οι εν λόγω απαιτήσεις παρασχέθηκαν στο πλαίσιο της συμβατικής σχέσης που συνέδεε την ανακόπτουσα με την πλοιοκτήτρια του πλοίου, και δεν αποτελούσαν υπηρεσίες θαλάσσιας αρωγής. Κατ’ επάλληλη αιτιολογία, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού έκρινε ότι η αναγγελία ήταν ως προς τις παραπάνω απαιτήσεις αόριστη, διότι με το δικόγραφο δεν αναφερόταν σε τι συνίστατο ο κίνδυνος, ούτε το ωφέλιμο αποτέλεσμα, και δεν αναλύονταν τα επιμέρους κονδύλια της αμοιβής και των εξόδων της ανακόπτουσας. Κατ’ αρχήν από την επισκόπηση του περιεχόμενου της αναγγελίας της ανακόπτουσας προκύπτει ότι αυτή -μεταξύ άλλων απαιτήσεων- αναγγέλθηκε και για τα παραπάνω αναφερόμενα ποσά, για απαιτήσεις που αφορούν σε αμοιβές από παροχή υπηρεσιών θαλάσσιας αρωγής. Η αναγγελία αυτή, ως προς την οποία δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που απαιτείται κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, ήταν ορισμένη, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 118 και 972 ΚΠολΔ, καθώς περιγράφονταν επαρκώς, κατά είδος και ποσό, οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας, οι οποίες, με βάση τα ιστορούμενα, αποτελούν αμοιβές από παροχή υπηρεσιών θαλάσσιας αρωγής. Συγκεκριμένα, με την αναγγελία περιγράφονται τα θεμελιωτικά των απαιτήσεων της ανακόπτουσας και του προνομίου της περιστατικά, δηλαδή οι συνθήκες που υποδηλώνουν τον επικαλούμενο κίνδυνο που διέτρεξε το πλειστηριασθέν πλοίο … την 12.11.2016 και την 08.10.2017, οι ενέργειες στις οποίες προέβη η ανακόπτουσα για την αποτροπή του κινδύνου, καθώς και το ωφέλιμο αποτέλεσμα των ενεργειών της αυτών, χωρίς να έπρεπε για το ορισμένο να εξειδικεύονται όλα τα κριτήρια για τον καθορισμό της αμοιβής, όπως αυτά προβλέπονται στο άρθρο 13 παρ. 1 της Διεθνούς Σύμβασης Λονδίνου 1989 σχετικά με τη θαλάσσια αρωγή, -μεταξύ των οποίων- οι δαπάνες του αρωγού, τα οποία (κριτήρια) άλλωστε δεν απαιτούνται ούτε για το ορισμένο σχετικής αγωγής με αντικείμενο την επιδίκαση αμοιβής θαλάσσιας αρωγής. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εδρεύουσα στον Πειραιά Αττικής ανακόπτουσα εταιρία έχει αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας την παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού πλοίων – χρήσης αποβάθρας στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου που διατηρεί στην Κυνοσούρα Σαλαμίνας, καθώς και τη διενέργεια εργασιών συντήρησης, επισκευής και μετασκευής πλοίων. Δυνάμει σύμβασης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ίδιας και της καθ’ ης η εκτέλεση – πλοιοκτήτριας του πλειστηριασθέντος πλοίου …, το πλοίο κατέπλευσε στο ναυπηγείο της ανακόπτουσας την 19.09.2013, όπου και παραμένει τουλάχιστον μέχρι τον χρόνο συζήτησης της παρούσας υπόθεσης (07.05.2019). Στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής η ανακόπτουσα ανέλαβε την υποχρέωση και πράγματι παρείχε υπηρεσίες ελλιμενισμού – χρήσης αποβάθρας στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου της, καθώς και την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και υπηρεσίες αποκομιδής απορριμμάτων. Την 08.11.2016 και ενώ το … ήταν πρυμνοδετημένο στον θαλάσσιο χώρο μπροστά από το ναυπηγείο της ανακόπτουσας, χωρίς να επιβαίνει σε αυτό πλήρωμα, διαπιστώθηκε από το προσωπικό του ναυπηγείου ότι το πλοίο παρουσίαζε επιδείνωση της κλίσης του (άνω των 3 μοιρών) προς τη δεξιά πλευρά, λόγω συσσώρευσης υδάτων. Κατόπιν επιθεώρησης από δύτη στα ύφαλα του πλοίου περιμετρικά των αναρροφήσεων θαλάσσης (sea valves) και ύστερα από ελέγχους του προσωπικού του ναυπηγείου στο χώρο του μηχανοστασίου, την 13.11.2016 διαπιστώθηκε ότι η διαρροή προερχόταν από το επιστόμιο της αριστερής δεξαμενής έρματος, και είχε ως αποτέλεσμα να αδειάζει το έρμα της δεξαμενής μέσα στο πρυμναίο μηχανοστάσιο και να συγκεντρώνονται τα ύδατα στη δεξιά πλευρά λόγω της κλίσης. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής, συνεργείο της ανακόπτουσας, αποτελούμενο από έξι άτομα, επιβιβάστηκε στο πλοίο, και με χρήση καταδυόμενων αντλιών και εύκαμπτων σωληνώσεων προέβη σε απάντληση των υδάτων από το μηχανοστάσιο και τάπωσε τη σωλήνα της αριστερής δεξαμενής έρματος ώστε να σταματήσει η διαρροή. Το προσωπικό της ανακόπτουσας απασχολήθηκε για τις εν λόγω εργασίες από ώρα 11.00 της 16ης.11.2016, την 17.11.2016 και την 18.11.2016, καθώς και από την 21.11.2016 έως την 22.11.2016. Όλα τα παραπάνω προκύπτουν από όσα σχετικά κατέθεσε ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου η μάρτυρας της ανακόπτουσας, σε συνδυασμό με την από 07.03.2018 έκθεση γεγονότων του Διευθυντή του ναυπηγείου, Π. Ν., η οποία λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι δεν κρίνεται ότι συντάχθηκε με σκοπό να χρησιμεύσει στην παρούσα δίκη και, επομένως, δεν θεωρείται μαρτυρία τρίτου που λήφθηκε κατά καταστρατήγηση των σχετικών διατάξεων των άρθρων 421 επ. ΚΠολΔ (πρβλ. ΟλΑΠ 8/1987 ΕλλΔνη 1987.628, ΑΠ 908/2017, ΕφΔυτΜακ 19/2017, ΜονΕΘ 2482/2017, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Άλλωστε, τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά δεν αμφισβητούνται ειδικά από την καθ’ ης η ανακοπή, συναγόμενης έτσι ομολογίας της (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, κατά τις βραδινές ώρες της 7ης.10.2017, ενώ στην περιοχή έπνεαν ισχυροί άνεμοι από δυτικές διευθύνσεις, έσπασαν αρχικά οι κάβοι της πλώρης και στη συνέχεια αυτοί της πρύμνης του …, και αυτό άρχισε να «ξεσέρνει» προς το πλησίον πρυμνοδετημένο πλοίο … γεγονός που αντιλήφθηκε ο πλοίαρχος του … και ενημέρωσε τηλεφωνικά τον φύλακα του ναυπηγείου. Το προσωπικό της ανακόπτουσας κατέφτασε στο ναυπηγείο και προέβη σε ενέργειες για την περισυλλογή των κάβων, καθώς και την επαναπρόσδεση του πλοίου στην προβλήτα, με τη χρήση πλωτών μέσων, προστατευτικών μπαλονιών, κάβων και γερανού βαρέως τύπου της προβλήτας, ενέργειες που ολοκληρώθηκαν περί ώρα 10.30 της 8ης.10.2017. Η κρίση για τα παραπάνω περιστατικά, τα οποία άλλωστε δεν αμφισβητούνται ειδικά από την καθ’ ης η ανακοπή, συνάγεται από όσα σχετικά κατέθεσε ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου η μάρτυρας της ανακόπτουσας, σε συνδυασμό με την προαναφερόμενη από 07.03.2018 έκθεση γεγονότων, καθώς και την από 08.10.2017 επιστολή του πλοιάρχου του πλοίου … την οποία προσάγει με επίκληση η ανακόπτουσα. Η τελευταία ισχυρίζεται ότι οι ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι εργαζόμενοι του ναυπηγείου της κατά τους παραπάνω χρόνους ήταν ωφέλιμες για το πλοίο, διότι χάρη σε αυτές αποφεύχθηκε ο κίνδυνος βύθισής του, καθώς και ότι για τη δραστηριότητα αυτή δικαιούται αμοιβής θαλάσσιας αρωγής, την οποία προσδιορίζει στο ποσό των 203.252 ευρώ για το πρώτο περιστατικό, και στο ποσό των 122.000 ευρώ για το δεύτερο περιστατικό. Ωστόσο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι κίνδυνοι που αντιμετώπισε το … κατά τους παραπάνω χρόνους αποτράπηκαν χάρη στις ενέργειες του προσωπικού της ανακόπτουσας, η τελευταία δεν δικαιούται αμοιβή για θαλάσσια αρωγή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17 της Διεθνούς Σύμβασης για την επιθαλάσσια αρωγή του 1989, διότι οι παραπάνω περιγραφόμενες ενέργειες του προσωπικού της πραγματοποιήθηκαν εντός του πλαισίου λειτουργίας της συμβατικής σχέσης που την συνέδεε με την καθ’ ης η εκτέλεση – πλοιοκτήτρια του …. Η συμβατική αυτή σχέση εξακολουθούσε να υφίσταται κατά τους παραπάνω χρόνους κατά τους οποίους παρασχέθηκαν οι υπηρεσίες, απορριπτομένου ως αναπόδεικτου του ισχυρισμού της ανακόπτουσας περί λύσης της ως άνω σύμβασης τον Οκτώβριο έτους 2016, καθώς τα όσα σχετικά κατέθεσε η μάρτυράς της στο ακροατήριο ελέγχονται ως αόριστα και ασαφή και δεν ενισχύονται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο. Έτσι, στο πλαίσιο λειτουργίας της σύμβασης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ανακόπτουσας και της καθ’ ης η εκτέλεση, η οποία (σύμβαση) φέρει το χαρακτήρα σύμβασης παροχής υπηρεσιών, δημιουργήθηκε, με βάση και τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, η παρεπόμενη υποχρέωση της ανακόπτουσας προς διαφύλαξη από κινδύνους του …, το οποίο περιήλθε στην κατοχή της επ’ ευκαιρία της σύμβασης. Ούτε όμως οι υπηρεσίες που παρασχέθηκαν ήταν έκτακτες ή εκτός του πλαισίου λειτουργίας της σύμβασης, όπως ισχυρίζεται επικουρικά η ανακόπτουσα, διότι: α) οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή του ναυπηγείου, και ειδικά το ότι λόγω προσανατολισμού η περιοχή είναι εκτεθειμένη σε βορειοδυτικούς και βορειοανατολικούς ανέμους είναι γνωστές στην ανακόπτουσα, β) η ίδια είχε διαπιστώσει ήδη από το Δεκέμβριο έτους 2013 ότι οι κάβοι του πλοίου ήταν φθαρμένοι (Βλ. τα από … και … τηλεομοιοτυπικά μηνύματα προς τη ναυλώτρια του πλοίου … και το νόμιμο εκπρόσωπο της πλοιοκτήτριας, Α. Α.), και γ) η ίδια είχε διαπιστώσει ήδη από την … ότι το πλοίο εμφάνιζε κλίση (Βλ. το από … τηλεομοιοτυπικό μήνυμα). Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, εφόσον η ανακόπτουσα δεν δικαιούται αμοιβή για θαλάσσια αρωγή, διότι οι υπηρεσίες παρασχέθηκαν για την εκπλήρωση της αυτοτελούς παρεπόμενης υποχρέωσής της προς φύλαξη του πλοίου, με την έννοια της λήψης όλων των αναγκαίων μέτρων για την αποφυγή κινδύνων, πρέπει ο τρίτος λόγος της ανακοπής, με τον οποίο ζητείται η μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα, ώστε να καταταγεί σε αυτόν προνομιακά η ανακόπτουσα για το συνολικό ποσό των 325.252 ευρώ, για απαιτήσεις από αμοιβές θαλάσσιας αρωγής, με αντίστοιχη αποβολή της καθ’ ης η ανακοπή, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Με την ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, η οποία αποτελεί ειδικότερη μορφή της ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ και για την οποία έχουν εφαρμογή τα άρθρα 933 επ. του ίδιου Κώδικα στο βαθμό που εναρμονίζονται και προσιδιάζουν προς την ανακοπή αυτή, δεν προσβάλλεται η εκτελεστική διαδικασία μέχρι τον πλειστηριασμό, αλλά μόνο η διαδικασία κατάταξης ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, που αρχίζει από την αναγγελία των απαιτήσεων των δανειστών του καθ’ ου η εκτέλεση και λήγει με τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης. Οι λόγοι της ανακοπής μπορεί να αναφέρονται είτε στην ύπαρξη ή το μέγεθος της απαίτησης του δανειστή που κατατάχθηκε ή του προνομίου της ή σε προβολή ενστάσεων κατ’ αυτής είτε στην απλή αμφισβήτηση ή άρνηση της εν λόγω απαίτησης ή του προνομιακού χαρακτήρα και της κατάταξής της. Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι σε άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης νομιμοποιούνται μόνο ο επισπεύδων, οι αναγγελθέντες δανειστές και ο καθ’ ου η εκτέλεση, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον, το οποίο ως θεσμός επιβάλλει και περιορίζει τη δικαιοδοτική παρέμβαση μόνο στις περιπτώσεις που η δικαστική απόφαση είναι αναγκαία και ικανή να προστατεύσει το προβαλλόμενο δικαίωμα ή προστατευτέο έννομο συμφέρον. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής (ΚΠολΔ 933) και των άρθρων 68 και 262 παρ. 2 ΚΠολΔ, υπάρχει έννομο συμφέρον για άσκηση ανακοπής από τον επισπεύδοντα και τους αναγγελθέντες δανειστές, όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής περιλαμβάνει όχι μόνο την ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου η ανακοπή, αλλά και τη δυνατότητα κατάταξης του ανακόπτοντος, με συνέπεια, αν παρά την ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου η ανακοπή, κριθεί ότι ο ανακόπτων δεν έχει δικαίωμα κατάταξης, η ανακοπή να απορρίπτεται ως απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος (Βλ. ΑΠ 944/2018 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής προβάλλονται οι αιτιάσεις ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού έκρινε εσφαλμένα ότι στις ασφαλιζόμενες με προτιμώμενη ναυτική υποθήκη απαιτήσεις της καθ’ ης η ανακοπή περιλαμβάνονται και εκείνες που αφορούν σε καταβολή ασφαλίστρων, ποσών 83.122 ευρώ, 43.332 ευρώ και 5.837,50 δολλαρίων ΗΠΑ για τα χρονικά διαστήματα από 25.06.2014 έως 10.10.2016 και από 01.11.2016 έως 31.08.2017, άλλως, ότι στον προσβαλλόμενο πίνακα δεν αναλύεται αν κατατάχθηκαν και οι ως άνω απαιτήσεις για ασφάλιστρα, οι οποίες δεν ασφαλίζονται με υποθήκη, ούτε είναι προνομιακές με βάση το δίκαιο της σημαίας και το ελληνικό δίκαιο. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απαράδεκτος λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος και για τον λόγο αυτό απορριπτέος, διότι τυχόν παραδοχή του αιτήματος περί μεταρρύθμισης του προσβαλλόμενου πίνακα κατά το μέρος αυτό δεν ωφελεί, ούτε βλάπτει την ανακόπτουσα, η οποία δεν έχει προνομιακές απαιτήσεις, όπως προαναφέρθηκε κατά την έρευνα της βασιμότητας των παραπάνω λόγων, άλλωστε η καθ’ ης η ανακοπή κατατάχθηκε ως ενυπόθηκη δανείστρια για το ποσό του 1.544.944,03 ευρώ, που αποτελεί μέρος της απαίτησής της, η οποία ανέρχεται συνολικά σε 3.588.217,65 ευρώ.
Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή να απορριφθεί. Περαιτέρω, πρέπει η ανακόπτουσα λόγω της ήττας της να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό, κατόπιν παραδοχής του σχετικού αιτήματος που υποβλήθηκε από την τελευταία με τις προτάσεις της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η ανακοπή, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 18.12.2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ