ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 485/2020
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 11700/5266/2018)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της νόμιμα εκπροσωπούμενης εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο “…”, που εδρεύει στον ……, οδός … αριθ. …., με ΑΦΜ …, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος, δυνάμει του από … πληρεξουσίου εγγράφου του νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της …, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, δικηγόρος της Γεώργιος Αθανασιάδης του Ιωάννη (ΑΜ/ΔΣΠ … – βλ. το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος …. (οδός … αριθ. …) και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο διά πληρεξούσιου δικηγόρου.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της νόμιμα εκπροσωπούμενης εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στη … (…), η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 7.11.2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 11700/5266/9.11.2018 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 15.5.2019 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 271 ΚΠολΔ, όπως οι παρ. 1 και 2 αυτού αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και, σύμφωνα με τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ίδιου Νόμου, ισχύουν από 1.1.2016, «1. Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. 2. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή». Το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως το νόμιμο και εμπρόθεσμο της επιδόσεως της αγωγής, μόνον αν ο εναγόμενος δεν λάβει κανονικά μέρος στη δίκη, δηλαδή αν δεν κατέθεσε προτάσεις μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής, προθεσμία η οποία παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για όλους τους διαδίκους αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. Εφόσον διαπιστωθεί ότι η επίδοση ήταν νόμιμη και εμπρόθεσμη, ο απολιπόμενος διάδικος δικάζεται ερήμην. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, η αγωγή ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015: «Στην περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα». Διευκρινίζεται ότι στον εναγόμενο επιδίδεται μόνο αντίγραφο της αγωγής, χωρίς κλήση προς συζήτηση, δοθέντος ότι ο ορισμός δικασίμου και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο λαμβάνουν χώρα σε μεταγενέστερο χρόνο. Επί τη βάσει της προεκτεθείσας διάταξης του άρθρου 215 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, στην τακτική διαδικασία, όπως αυτή αναμορφώθηκε πλήρως υπό την ισχύ του Ν. 4335/2015, η μη επίδοση στον εναγόμενο (κυρωμένου αντιγράφου) της αγωγής εντός της προθεσμίας των τριάντα (ή εξήντα) ημερών από την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του δικαστηρίου συνεφέλκεται τη θεώρηση αυτής ως μη ασκηθείσας, ήτοι ανυπόστατης. Περαιτέρω, η μη επίδοση της αγωγής ή τα ελαττώματα αυτής (επίδοσης) εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικάζον δικαστήριο και δεν δύνανται να θεραπευτούν μεταγενέστερα με την αναντίλεκτη συμμετοχή του εναγομένου στη διαδικασία (με την προκατάθεση προτάσεων), δοθέντος ότι πρόκειται για ελαττώματα πλήττοντα την υπόσταση της αγωγής, η οποία θεωρείται αναδρομικά ανύπαρκτη, και δεν αφορούν μόνο το παραδεκτό της συζήτησης αυτής, όπως γινόταν δεκτό υπό το προϊσχύσαν δικαιικό καθεστώς και εξακολουθεί να ισχύει στις ειδικές διαδικασίες. Ούτε, άλλωστε, δύναται να υποστηριχθεί ότι η επαγωγή της προμνησθείσας συνέπειας (ανυπόστατο της αγωγής) εξαρτάται από τη δυνατότητα του εναγομένου να ανταποκριθεί στο δικονομικό βάρος επίκλησης και απόδειξης δικονομικής αυτού βλάβης από τη μη επίδοση, την παράτυπη ή εκπρόθεσμη επίδοση της αγωγής (πρβλ. άρθρο 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ). Επιπλέον, η ανεπίδοτη αγωγή στην τακτική διαδικασία δεν παράγει όχι μόνον δικονομικές συνέπειες (εκκρεμοδικία), αλλά και ουσιαστικές συνέπειες (διακοπή παραγραφής, τοκοδοσία), ενώ η μη νομίμως ή εκπροθέσμως επιδοθείσα αγωγή δεν παράγει μεν δικονομικές, αναπτύσσει, όμως, ουσιαστικές συνέπειες λόγω της συνεπαγόμενης όχλησης του εναγομένου (ΑΚ 340), ώστε να επάγεται τη διακοπή της αρξάμενης παραγραφής και τη γένεση τόκων υπερημερίας (ΑΚ 345) – όχι, όμως, και δικονομικών τόκων (ΑΚ 346) – αν ασκηθεί, μέσα σε έξι μήνες από την τελεσίδικη απόρριψη της σχετικής αγωγής, νέα αγωγή (ΑΚ 263 παρ. 2). Σημειώνεται ότι με τη χωρήσασα μεταβολή στον τρόπο άσκησης της αγωγής στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας σκοπείται η διασφάλιση του δικαιώματος ακρόασης των διαδίκων, ιδίως του εναγομένου, δικαιώματος που πλήττεται άμεσα από το εισαχθέν στην τακτική διαδικασία πρότυπο της έγγραφης δίκης [Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας (Β΄ έκδοση – 2016), § 60 αριθ. 3-5, Κ. Μακρίδου, Ειδικές Διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά το Ν. 4335/2015 (2017), § 1 αριθ. 3, σελ. 24-25, X. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το Ν. 4335/2015 (2016), σελ. 14, Κ. Μακρίδου – X. Απαλαγάκη – Γ. Διαμαντόπουλος, Πολιτική Δικονομία, Θεωρία – Νομολογία – Υποδείγματα (Β΄ έκδοση – 2018), σελ. 7-8, Δ. Κράνης, Οι τροποποιήσεις του ΚΠολΔ (Ν. 4335/2015), Εισήγηση σε ημερίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης (9 Ιουλίου 2016), προσπελάσιμη στην ιστοσελίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης, I. Κουκουράκη, Οι αλλαγές που επέφερε στην πολιτική δικονομία ο Ν. 4335/2015, ΕλλΔνη 2017.1015, Κ. Καλαβρός, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (4η έκδοση – 2016), § 33 αριθ. 10, Ε. Μπαλογιάννη/Π. Ρεντούλης σε Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο (επιμέλεια X. Απαλαγάκη – 5η έκδοση – 2017), άρθρο 215 αριθ. 8]. Επομένως, η προθεσμία επίδοσης της αγωγής, η οποία μέχρι το Ν. 4335/2015 συνιστούσε προπαρασκευαστική προθεσμία (βλ. 228 και 229 ΚΠολΔ), καθίσταται πλέον προθεσμία ενεργείας (X. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 14). Δοθέντος, ωστόσο, ότι υπό την ισχύ του Ν. 4335/2015, στην τακτική διαδικασία με την άσκηση της αγωγής δρομολογείται, πλέον, η συνολική πορεία της διαγνωστικής δίκης μέχρι την έκδοση απόφασης, σημειώνεται ότι η επίδοση αντιγράφου της αγωγής στον εναγόμενο, διαδικαστική ενέργεια με την οποία αυτός πληροφορείται το πρώτον την έγερση κατ’ αυτού αγωγής, λειτουργεί ως προς αυτόν προπαρασκευαστικά για το επόμενο στάδιο της δίκης, ήτοι την κατάθεση προτάσεων και την προσκόμιση των αποδεικτικών του μέσων και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων, εντός προθεσμίας εκατό (ή εκατόν τριάντα, αν διαμένει ο ίδιος ή κάποιος από τους ομοδίκους του στο εξωτερικό) ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Κατά τούτο, ο εναγόμενος εντός προθεσμίας, κατ’ ελάχιστον, εβδομήντα ημερών υποχρεούται να καταθέσει έγγραφες προτάσεις και να συγκεντρώσει τα αποδεικτικά του μέσα, σε περίπτωση δε μη ανταπόκρισής του στο σχετικό δικονομικό βάρος, οι εκπρόθεσμες προτάσεις που θα καταθέσει ή τα εκπροθέσμως προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον Δικαστήριο. Κατ’ ακολουθία, η επίδοση της αγωγής πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός προθεσμίας ενεργείας (όσον αφορά τον ενάγοντα) τριάντα (ή εξήντα) ημερών, μετά την οποία (επίδοση) άρχεται μια προπαρασκευαστική (όσον αφορά τον εναγόμενο) προθεσμία για την κατάθεση προτάσεων και τη συγκέντρωση του αποδεικτικού του υλικού (ΜΠρΖακυνθ 207/2018 ΕφΑΔ 2018.1100). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του υπό στοιχείο Ι Κεφαλαίου του υπ’ αριθμόν 1393/2007 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (“επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων”) και κατάργησης του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συμβουλίου: «1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις όταν μια δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβασθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο για να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί. Δεν εφαρμόζεται σε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή όταν πρόκειται για την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας («acta iure imperii») 2. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται όταν η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξης είναι άγνωστη. 3. Στον παρόντα κανονισμό ο όρος «κράτος μέλος» καλύπτει τα κράτη μέλη πλην της Δανίας». Εξάλλου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του αυτού ως άνω Κεφαλαίου με τίτλο «Υπηρεσίες διαβίβασης και παραλαβής», «1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει τους δημόσιους λειτουργούς, αρχές ή άλλα πρόσωπα (στο εξής «υπηρεσίες διαβίβασης»), που είναι αρμόδια για τη διαβίβαση δικαστικών ή εξώδικων πράξεων προς επίδοση ή κοινοποίηση σε άλλο κράτος μέλος. 2. Κάθε κράτος μέλος ορίζει τους δημόσιους λειτουργούς, αρχές ή άλλα πρόσωπα (στο εξής «υπηρεσίες παραλαβής») που είναι αρμόδια για την παραλαβή δικαστικών ή εξώδικων πράξεων άλλου κράτους μέλους». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 του υπό στοιχείο II ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ με τίτλο ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ, Τμήμα 1 και με υπότιτλο «Διαβίβαση και επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικών πράξεων», «1. Οι δικαστικές πράξεις διαβιβάζονται απευθείας και το ταχύτερο δυνατό μεταξύ των υπηρεσιών που ορίζονται βάσει του άρθρου 2. 2. Η διαβίβαση πράξεων, αιτήσεων, επικυρώσεων, αποδεικτικών παραλαβής, βεβαιώσεων και λοιπών πράξεων μεταξύ των υπηρεσιών διαβίβασης και των υπηρεσιών παραλαβής γίνεται με οποιοδήποτε κατάλληλο μέσο, εφόσον το περιεχόμενο της παραλαμβανομένης πράξης είναι αληθές και συμπίπτει απολύτως προς το περιεχόμενο της διαβιβαζομένης πράξης, και εφόσον όλες οι εμπεριεχόμενες πληροφορίες είναι ευανάγνωστες. 3. Η διαβιβαζόμενη πράξη συνοδεύεται από αίτηση συντασσόμενη επί του τυποποιημένου εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα Ι. Το έντυπο συμπληρώνεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εφόσον οι επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους μέλους είναι πλείονες, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί η πράξη ή σε άλλη γλώσσα την οποία το κράτος μέλος παραλαβής έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί. Κάθε κράτος μέλος δηλώνει μία ή περισσότερες επίσημες γλώσσες των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από τη δική του ή τις δικές του, στις οποίες δέχεται να συμπληρωθεί το έντυπο. 4. Δεν απαιτείται βεβαίωση της γνησιότητας ή ανάλογη διατύπωση για τις διαβιβαζόμενες πράξεις και έγγραφα.». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 7 του αυτού ως άνω Κεφαλαίου με τίτλο «Επίδοση ή κοινοποίηση των πράξεων», «1. Η υπηρεσία παραλαβής επιδίδει ή κοινοποιεί την πράξη ή μεριμνά προς τούτο σύμφωνα είτε με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, είτε με την ειδική μέθοδο που ζήτησε η υπηρεσία διαβίβασης, εφόσον αυτή δεν αντιβαίνει στο δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους. 2. Η υπηρεσία παραλαβής φροντίζει ώστε η επίδοση ή κοινοποίηση να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατό και, οπωσδήποτε, εντός μηνός από την παραλαβή. Εάν δεν καταστεί δυνατή η επίδοση ή η κοινοποίηση εντός μηνός από την παραλαβή, η υπηρεσία παραλαβής: α) ειδοποιεί αμέσως την υπηρεσία διαβίβασης μέσω της έντυπης βεβαίωσης που εμφαίνεται στο παράρτημα Ι, η οποία συμπληρώνεται βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 2 και β) συνεχίζει να προβαίνει σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την επίδοση ή κοινοποίηση της πράξης, εκτός εάν ορίζεται άλλως από την υπηρεσία διαβίβασης, σε περίπτωση που η επίδοση ή κοινοποίηση φαίνεται εφικτή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος». Κατά δε τα οριζόμενα στο άρθρο 15 του αυτού ως άνω Κεφαλαίου με τίτλο «Απευθείας επίδοση ή κοινοποίηση», «Οι έχοντες έννομο συμφέρον σε δίκη μπορούν να επιδώσουν ή να κοινοποιήσουν απευθείας δικαστικές πράξεις μέσω δικαστικών λειτουργών, υπαλλήλων ή άλλων αρμοδίων προσώπων του κράτους μέλους παραλαβής αν αυτό επιτρέπεται από τη νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους». Περαιτέρω, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 του υπό στοιχείο IV Κεφαλαίου με τον τίτλο «Ερημοδικία εναγομένου», «1. Όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση βάσει του παρόντος κανονισμού και ο εναγόμενος ερημοδικήσει, ο δικαστής υποχρεούται να αναστείλει την έκδοση απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί: α) ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, προκειμένου για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στα πλαίσια διαδικασιών εντός του κράτους αυτού κατά προσώπων ευρισκομένων στην επικράτειά του ή β) ότι η πράξη επεδόθη πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο, προβλεπόμενο από τον παρόντα κανονισμό, καθώς και ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η επίδοση ή η κοινοποίηση έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί. 2. Κατά το άρθρο 23 παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του, παρά την παράγραφο 1, μπορούν να εκδώσουν απόφαση, ακόμα και εάν δεν έχει παραληφθεί βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η πράξη διαβιβάσθηκε με τρόπο προβλεπόμενο στον παρόντα κανονισμό β) από τη διαβίβαση της πράξης έχει παρέλθει διάστημα, το οποίο ο δικαστής αξιολογεί για κάθε περίπτωση χωριστά και το οποίο είναι τουλάχιστον έξι μήνες γ) δεν έχει παραληφθεί καμία βεβαίωση, μολονότι έχει καταβληθεί κάθε εύλογη προσπάθεια μέσω των αρμοδίων αρχών ή φορέων του κράτους μέλους παραλαβής». Εξάλλου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 20 του αυτού ως άνω Κεφαλαίου με τίτλο «Σχέσεις με άλλες συμφωνίες ή διακανονισμούς στις οποίες συμμετέχουν τα κράτη μέλη», «1. Για θέματα εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής του, ο παρών κανονισμός υπερισχύει των διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς που συνάπτονται από τα κράτη μέλη, και κυρίως του άρθρου IV του πρωτοκόλλου της σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 και της σύμβασης της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965. 2. Ο παρών κανονισμός δεν εμιποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να συνάπτουν επιμέρους συμφωνίες ή διακανονισμούς που συνάδουν με τον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να επιταχύνεται ή να απλουστεύεται περαιτέρω η διαβίβαση των πράξεων». Σύμφωνα δε με το άρθρο 26, το οποίο αφορά στην έναρξη ισχύος του ως άνω Κανονισμού, «ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (…). Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», μεταξύ των οποίων κρατών μελών είναι η Ελλάδα και η Λετονία (ορ. σχετ. το υπό στοιχεία ΙΙ Παράρτημα του ως άνω Κανονισμού), ενώ στο πεδίο εφαρμογής του εκτοπίζει τη διάταξη του άρθρου 134 ΚΠολΔ, καθόσον η επίδοση δεν συντελείται εν προκειμένω με την παράδοση του εγγράφου στον αρμόδιο Εισαγγελέα, αλλά απαιτείται η τήρηση της κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενης διαδικασίας (ΠΠρΠατρ 204/2012 ΕΠολΔ 2013.76).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις της κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, ισχυρίζεται ότι την 21.1.2016 συνήψε σύμβαση με την εναγομένη εταιρεία, πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … και υπ’ αριθ. νηολογίου … … Φ/Γ πλοίου «…», δυνάμει της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση να προβαίνει σε πράξεις πρακτόρευσης υπέρ της εναγομένης για το χρονικό διάστημα που το ως άνω πλοίο της παρέμεινε υπό επισκευή στο … και στις εγκαταστάσεις της ναυπηγοεπισκευαστικής επιχείρησης του …. Ότι η εναγομένη της οφείλει το συνολικό ποσό των 179.476,73 ευρώ, που ανάγεται σε έξοδα και αμοιβή της, όπως τα μερικότερα κονδύλια αναλυτικώς προσδιορίζονται στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της (άρθρα 223 εδ. β΄, 295 παρ. 1 εδ. β΄ και 297 ΚΠολΔ), δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι παραιτείται από το δικόγραφο της από 4.4.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ 3938/1700/2018) αγωγής της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να τής καταβάλει το συνολικό ποσό των 179.476,73 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Περαιτέρω, από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η εναγόμενη εταιρεία δεν έλαβε κανονικά μέρος στη δίκη, καθόσον δεν κατέθεσε προτάσεις -ούτε, άλλωστε, παραστάθηκε κατά την ανωτέρω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τον προσήκοντα τρόπο στη σειρά της από το οικείο πινάκιο. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί αυτεπαγγέλτως το νόμιμο και εμπρόθεσμο της επίδοσης της αγωγής σ’ αυτήν. Όπως προκύπτει από το προσαγόμενο μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα δημοσίευμα της λετονικής βάσης δεδομένων , η τελευταία δηλωθείσα έδρα της εναγόμενης είναι στη …, επί της …. Περαιτέρω, η ενάγουσα μετ’ επικλήσεως νομίμως προσκομίζει σε νόμιμη μετάφραση στην αγγλική και την ελληνική γλώσσα τη συνταγείσα στη λετονική γλώσσα από … Πράξη με αριθμό … του Ορκωτού Δικαστικού Επιμελητή του Τοπικού Δικαστηρίου της …, τμήμα αριθ. ….., …, που φέρει επισημείωση της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης 1961, προκειμένου ν’ αποδείξει ότι αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, της οποίας δεν απαιτείτο επικύρωση βάσει του άρθρου 3 παρ. 2 του λετονικού νόμου «για τη νομιμοποίηση εγγράφων», επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως προς την εναγόμενη συμφώνως με τα προεκτεθέντα στις ανωτέρω νομικές σκέψεις της παρούσας. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση αγωγή, μεταφρασμένη στην αγγλική, ήτοι σε γλώσσα την οποία η εναγόμενη κατανοεί, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, καθόσον αυτή χρησιμοποιείτο πάντοτε στη μεταξύ των διαδίκων ηλεκτρονική επικοινωνία, τής επιδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 15 του υπό στοιχείο II Κεφαλαίου του ως άνω Κανονισμού, ήτοι απευθείας από δικαστικό επιμελητή στην έδρα της, κατόπιν αιτήματος του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας στη …, όπως όλα τα ανωτέρω ορίζονται στο εσωτερικό δίκαιο της Λετονίας και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 6 (άρθρα 54-60) του λετονικού Νόμου Πολιτικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 74 του Νόμου περί Δικαστικών επιμελητών. Ωστόσο, η απευθείας επίδοση σύμφωνα με το προεκτεθέν άρθρο 15 του Κανονισμού 1393/2007 προϋποθέτει ότι τούτο επιτρέπεται από τη νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους, εν προκειμένω δε, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Λετονίας, δεν επιτρέπεται η επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 15 του Κανονισμού, όπως προκύπτει από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ [βλ. σχετ. τον επίσημο ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://e-justice.europa.eu/content_serving_documents-373-lv-el.do?member=1, την ιστοσελίδα του Πρωτοδικείου Πειραιώς www.protodikeio-peir.gr/wp-content/uploads/2019/07/ann_co_m_17-12-2010-1.pdf, καθώς και Π. Αρβανιτάκη / Ευ. Βασιλακάκη, Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007. Κανονισμός επιδόσεων – Κατ’ άρθρο ερμηνεία, υπό το άρθρο 15 §8, σελ. 181]. Σημειώνεται ότι, κατόπιν των τροποποιήσεων του νόμου περί πολιτικής δικονομίας της Δημοκρατίας της Λετονίας, που τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2019, η κεντρική αρχή που λαμβάνει και διεκπεραιώνει αιτήσεις για την επίδοση ή κοινοποίηση αλλοδαπών πράξεων είναι πλέον το Zvērinātu tiesu izpildītāju padome (Συμβούλιο των ορκωτών δικαστικών επιμελητών της Λετονίας), ενώ προηγούμενη αρμόδια αρχή ήταν το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Λετονίας (Latvijas Republikas Tieslietu ministrija). Επί τη βάσει δε των προεκτεθέντων, προκύπτει ότι η αγωγή ουδέποτε επεδόθη στην εναγόμενη και δη εντός της εξηκονθήμερης προθεσμίας από την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη στα ανωτέρω εκτιθέμενα άρθρα 2-7 και 10 του Κανονισμού 1393/2007 διαδικασία, μέσω της αρμόδιας υπηρεσίας διαβίβασης και παραλαβής της Λετονίας. Εξάλλου, κρίνεται ανώφελη η αναστολή της έκδοσης απόφασης επί της κρινόμενης αγωγής μέχρις ότου διαπιστωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 19 παρ. 1 του Κανονισμού, διότι η παράλειψη (πραγματικής) επίδοσης της αγωγής στην εναγόμενη μέχρι την ημερομηνία παρέλευσης της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων για τους διαδίκους και προσκομιδής των αποδεικτικών τους μέσων και των διαδικαστικών τους εγγράφων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής (και η βεβαίωση του άρθρου 10 του Κανονισμού 1393/2007), έχει ως συνέπεια να θεωρείται η αγωγή ως μη ασκηθείσα (βλ. ΜΠρΘεσ 1852/2018 ΕΠολΔ 2018.87, με παρατ. Απ. Άνθιμου ΕΠολΔ 2018.89).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεωρεί την υπό κρίση αγωγή ως μη ασκηθείσα. Παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται λόγω της έλλειψης εννόμου συμφέροντος προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της απολιπόμενης εναγομένης κατά της απόφασης αυτής (άρθρο 68 ΚΠολΔ), ούτε και δικαστικά έξοδα επιδικάζονται υπέρ αυτής, αφού λόγω της ερημοδικίας της δεν υποβλήθηκε σε αυτά.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγόμενης.
ΘΕΩΡΕΙ την αγωγή ως μη ασκηθείσα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ