Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ     

 

Αριθμός αποφάσεως            555/2020

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 12477/5612/2018) 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

                Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Σεπτεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…, που εδρεύει στην πόλη των …) στη διεύθυνση … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της, δυνάμει του από 1.3.2019 δικαστικού πληρεξουσίου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, Νικολίτσα Τσαφούλια του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΑ 16400 – βλ. το …/26.3.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος …, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…, που εδρεύει τύποις στις … (διεύθυνση …), πραγματικά, όμως, και ουσιαστικά στη …, όπου ασκείται το σύνολο της επιχειρηματικής, διοικητικής και καταστατικής της δραστηριότητας, στη …, όπου διατηρεί γραφεία ως εγκατεστημένη στην Ελλάδα διαχειρίστρια πλοίων εταιρεία σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/67, νομίμως εκπροσωπουμένης, 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «….» (…), που εδρεύει τύποις στις … (διεύθυνση …), πραγματικά, όμως, και ουσιαστικά στη …, όπου ασκείται το σύνολο της επιχειρηματικής, διοικητικής και καταστατικής της δραστηριότητας, στη …, όπου διατηρεί γραφεία ως εγκατεστημένη στην Ελλάδα διαχειρίστρια πλοίων εταιρεία σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/67, νομίμως εκπροσωπουμένης, και 3) …, εφοπλιστή, με επαγγελματική έδρα στη …, επί της …, και κατοικία …, οι οποίοι δεν κατέθεσαν προτάσεις και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.               Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 29.11.2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 12477/5612/30.11.2018 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 11.9.2019 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 271 ΚΠολΔ, όπως οι παρ. 1 και 2 αυτού αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και, σύμφωνα με τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ίδιου Νόμου, ισχύουν από 1.1.2016, «1. Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. 2. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή». Το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως το νόμιμο και εμπρόθεσμο της επιδόσεως της αγωγής, μόνον αν ο εναγόμενος δεν λάβει κανονικά μέρος στη δίκη, δηλαδή αν δεν κατέθεσε προτάσεις μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής, προθεσμία η οποία παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για όλους τους διαδίκους αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. Εφόσον διαπιστωθεί ότι η επίδοση ήταν νόμιμη και εμπρόθεσμη, ο απολιπόμενος διάδικος δικάζεται ερήμην. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, η αγωγή ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015: «Στην περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα». Διευκρινίζεται ότι στον εναγόμενο επιδίδεται μόνο αντίγραφο της αγωγής, χωρίς κλήση προς συζήτηση, δοθέντος ότι ο ορισμός δικασίμου και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο λαμβάνουν χώρα σε μεταγενέστερο χρόνο. Στην προκειμένη περίπτωση, από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι οι εναγόμενοι δεν έλαβαν κανονικά μέρος στη δίκη, καθόσον δεν κατέθεσαν προτάσεις, και δη εντός της υπό του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας [ούτε, άλλωστε, παραστάθηκαν κατά την ανωτέρω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τον προσήκοντα τρόπο στη σειρά της από το οικείο πινάκιο]. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί αυτεπαγγέλτως το νόμιμο και εμπρόθεσμο της επίδοσης της αγωγής σ’ αυτούς. Από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την ενάγουσα: α) υπ’ αριθ. …/27.12.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, που έχει την έδρα του στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …, με τη συνημμένη από 28.12.2018 απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας και την από 28.12.2018 βεβαίωση του εν λόγω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, β) υπ’ αριθ. …/28.12.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, που έχει την έδρα του στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …, με τη συνημμένη από 31.12.2018 απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας και την από 2.1.2019 βεβαίωση του εν λόγω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, αποδεικνύεται ότι επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής με την παραπόδας αυτής πράξη κατάθεσης δικογράφου και σημείωση για την προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους εναγόμενους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 122 παρ. 1, 123, 126 παρ. 1 α΄,γ΄, 128 παρ. 4, 129, 136 παρ. 2 και 215 παρ. 2 ΚΠολΔ. Συνεπώς, σύμφωνα με τη μείζονα πρόταση της παρούσας, οι εναγόμενοι πρέπει να δικαστούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 914 ΑΚ «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει», σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να υπάρξει αδικοπραξία και συνεπώς υποχρέωση του δράστη να αποζημιώσει τον παθόντα απαιτούνται: α) ζημία κάποιου, β) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από τον δράστη παρανόμως, γ) ο ζημιώσας να βρίσκεται σε υπαιτιότητα, δ) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και ε) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και της ζημίας που επήλθε (ΑΠ 684/1999 ΕλλΔνη 2000.344-345). Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ’ αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής της επιταγής. Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε για την προστασία όχι μόνον του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού συμφέροντος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 και επ. του ΑΚ, προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Η αξίωση προς αποζημίωση από τα άρθρα 914 και επ. ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή από τα άρθρα 40-47 του Ν. 5960/1933 και απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει (ΟλΑΠ 23/2007 ΝοΒ 2007.1852). Δικαιούχος της αποζημιώσεως, ως αμέσως ζημιωθείς, είναι όχι μόνον ο νόμιμος κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφάνισης και βεβαίωσής της, ο οποίος και νομιμοποιείται στην άσκηση της αγωγής από την αδικοπραξία (ΑΠ 577/2010, ΑΠ 571/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος, και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν (ΟλΑΠ 29/2007 ΕΕμπΔ 2008.323, ΟλΑΠ 25/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το άρθρο 71 ΑΚ προκύπτει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τα οποία το αντιπροσωπεύουν κατά τα άρθρα 65, 67 και 68 ΑΚ και εκφράζουν τη βούλησή του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση για αποζημίωση. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αυτού για αποζημίωση, τότε ευθύνεται εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο και το υπαίτιο αυτό φυσικό πρόσωπο. Επομένως, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από νομικό πρόσωπο, η υποχρέωση για αποζημίωση βαρύνει εις ολόκληρο το νομικό πρόσωπο και το φυσικό πρόσωπο που υπογράφει την επιταγή ως όργανο που έχει την εξουσία εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου (ΕφΑθ 4704/1998 ΕλλΔνη 1998.1365, ΕφΠειρ 238/1997 ΕλλΔνη 1997.1635· Μάρκου, Δίκαιο επιταγής έκδ. 1995 σελ. 311). Για τη θεμελίωση αυτής της αγωγής από αδικοπραξία απαιτείται κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ ο ενάγων να επικαλεσθεί: 1) ότι ο εκδότης εναγόμενος εξέδωσε την επιταγή αυτή δόλια, δηλαδή ενώ γνώριζε ότι δεν είχε αντίστοιχα με την αξία της διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο εκδόσεως και πληρωμής, 2) την ύπαρξη ζημίας του, 3) τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη και 4) την εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτής, μέσα στην οκταήμερη προθεσμία με αφετηρία την αναγραφόμενη επί του σώματος αυτής ημεροχρονολογία εκδόσεώς της, προς πληρωμή (ΑΠ 687/2010, ΑΠ 651/2010, ΑΠ 577/2010, ΑΠ 571/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2010 ΧρΙΔ 2011.178). Συνεπώς, η εξ αδικοπραξίας αγωγή του κομιστή ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής κατά του προσώπου που ως νόμιμος εκπρόσωπος εταιρείας εξέδωσε την επιταγή, για αποκατάσταση της ζημίας του από τη μη πληρωμή της επιταγής, πρέπει για την πληρότητά της να διαλαμβάνει τα στοιχεία της ουσιαστικής νομιμοποίησής του, ήτοι ότι αυτός είναι ο τελευταίος κομιστής της επιταγής ή ότι είναι κομιστής εξ αναγωγής, δηλαδή προηγούμενος οπισθογράφος που μετά την εμφάνιση και μη πληρωμή της επιταγής την πλήρωσε και την ανέλαβε, διότι μόνο οι κομιστές αυτοί είναι αμέσως ζημιωθέντες από τη μη πληρωμή της επιταγής (ΑΠ 1398/2010 ΔΕΕ 2010.210, ΑΠ 1008/2010 ΕΕμπΔ 2010.629). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 εδ. α΄ ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Κατά κανόνα ηθική βλάβη υφίστανται μόνο φυσικά πρόσωπα. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, και νομικό πρόσωπο να υφίσταται ηθική βλάβη. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί σε κάθε περίπτωση αδικοπραξίας κατά του νομικού προσώπου (π.χ. εταιρείας), αλλά μόνο σε εκείνη την περίπτωση που από τη φύση του πράγματος νοείται προσβολή του νομικού προσώπου. Το τελευταίο συμβαίνει στην περίπτωση που με την αδικοπραξία προσβάλλεται η εμπορική πίστη ή το εμπορικό μέλλον εταιρείας (ΕφΠατρ 252/2004 ΕπισκΕμπΔ 2004.488). Σημειώνεται ότι, επί ασκήσεως αξιώσεως αποζημιώσεως, η οποία στηρίζεται σε αδικοπραξία λόγω της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, τόκοι οφείλονται από τη – μετά από όχληση – υπερημερία του εναγομένου, άλλως από την επίδοση της αγωγής (άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ) και όχι από την εμφάνιση της επιταγής. Η διάταξη του άρθρου 45 αριθ. 2 Ν 5960/1933 για οφειλή τόκων από την ημέρα της εμφανίσεως της επιταγής έχει εφαρμογή μόνο όταν ασκείται αξίωση από επιταγή και όχι από αδικοπραξία (ΕφΑθ 2897/2010 ΔΕΕ 2011.78, ΕφΑθ 11981/1990 ΕλλΔνη 1991.1075). Τέλος, με βάση το άρθρο 1047 παρ. 1 περ. β΄ ΚΠολΔ, με την άσκηση της αξιώσεως αποζημιώσεως από αδικοπραξία, παρέχεται στον κομιστή της επιταγής η ευχέρεια να ζητήσει και την απαγγελία προσωπικής κρατήσεως κατά του εναγομένου εκδότη ακάλυπτης επιταγής (ΕφΠειρ 238/1997 ΕλλΔνη 1997.1635). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 του Ν. 5960/1933 η επιταγή, εκτός των άλλων στοιχείων, περιέχει εντολή περί πληρωμής ορισμένου ποσού. Mετά δε την έκδοση του Ν. 2842/2000 και την καθιέρωση του ευρώ ως εθνικού νομίσματος με το άρθρο 1 του ως άνω νόμου, καταργήθηκαν με το άρθρο 5 του ιδίου νόμου οι διατάξεις του α.ν. 362/45, το άρθρο 2 Ν. 944/46 και γενικά κάθε διάταξη που απαγόρευε τη συνομολόγηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων στην Ελλάδα σε συνάλλαγμα, χρυσό κ.λπ. και επομένως η συνομολόγηση των οφειλών σε ξένο νόμισμα είναι πλέον έγκυρη. Πέραν δε αυτού, όταν και στο παρελθόν η επιταγή εκδιδόταν και ήταν πληρωτέα στην Ελλάδα, το ποσό αυτής έπρεπε καταρχήν να αναφέρεται σε δραχμές (μέχρι την καθιέρωση του ευρώ ως εθνικού νομίσματος), διαφορετικά ήταν άκυρη (άρθρα 4 παρ. 1 και 2 Ν. 362/1945, 174 ΑΚ· ΑΠ 697/1991 ΝοΒ 1991.1259 = ΕΕμπΔ 1992.91, ΕφΠειρ 571/1999 ΕΕμπΔ 2001.80). Κατ’ εξαίρεση η έκδοση επιταγής σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα είναι έγκυρη, εφόσον αυτή αφορά αιτία για την οποία επιτρέπεται από διατάξεις του νόμου (ΑΠ 184/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 571/1999 ό.π.), όπως είναι και οι αναφερόμενες στο άρθρο 1 Ν. 740/1977, σύμφωνα με το οποίο, ειδικότερα, είναι έγκυρες, συναπτόμενες στην Ελλάδα σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα και ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας, διαμονής ή έδρας των συμβαλλομένων φυσικών ή νομικών προσώπων ή του τόπου εκπλήρωσης των συμβατικών τους υποχρεώσεων, οι αναφερόμενες εκεί δικαιοπραξίες και δη συμβάσεις ναύλωσης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων (κατά ταξίδι ή κατά χρόνο), μίσθωσης σκάφους γυμνού, μεταφοράς πραγμάτων από τη θάλασσα εκτός των ελληνικών λιμένων, αγοραπωλησίας, ρυμούλκησης ή επιθαλάσσιας αρωγής, ασφάλισης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων και των φορτίων τους, ναυπήγησης ή επισκευής, διακανονισμοί αβαριών, ναυτικές υποθήκες απλές ή προτιμώμενες, όπως και όλες γενικά οι συμβάσεις που αναφέρονται οπωσδήποτε σε εκμετάλλευση πλοίων και πλωτών ναυπηγημάτων και τα σύμφωνα τα παρεπόμενα τέτοιων συμβάσεων ή δικαιοπραξιών [ΑΠ 697/1991 ΝοΒ 1991.1259, ΕφΠειρ 610/2005 ΔΕΕ 2005.1077, ΕφΠειρ 571/1999 Αρμ 2000.1648-9, καθώς και στο άρθρο 36 Ν. 5960/1933 και στην 715/1986 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔΤΕ) εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 1266/1982], ενώ ήδη μετά την εισαγωγή του ευρώ καταργήθηκε η απαγορευμένη συνομολόγηση συμβάσεων σε ξένο νόμισμα (ΕφΠειρ 13/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η σχέση που δημιουργείται με τη διάπραξη αδικήματος στην Ελλάδα, διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, άρα, για τον υπολογισμό της ζημίας και την καταβολή της αποζημίωσης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ. Ως χρήμα, κατά το άρθρο 297 ΑΚ, νοείται το εθνικό νόμισμα (που ήδη είναι το ευρώ), με το νόμισμα δε αυτό πρέπει, όχι μόνο να πληρωθεί η αποζημίωση, αλλά και να μετρηθεί η θετική ή αποθετική ζημία εκείνου που αδικήθηκε, διότι η ενοχή από αποζημίωση λόγω αδικήματος που συνέβη στην Ελλάδα, ως περιεχόμενο έχει ποσότητα εθνικού νομίσματος, η οποία εκφράζει εξ αρχής, πρωτογενώς, την ανορθωτέα ζημία. Για τον υπολογισμό δε της ζημίας αυτής, θα ληφθεί υπόψη η αξία του αλλοδαπού νομίσματος, όχι κατά το χρόνο της καταψήφισης ή της εξόφλησης (πληρωμής), αλλά κατά το χρόνο της δαπάνης ή απώλειας τούτου (ΑΠ 1066/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 14/1997 ΕλλΔνη 1997.1036, ΟλΑΠ 15/1996 ΕλλΔνη 1996.25, ΟλΑΠ 9/1995 ΕλλΔνη 1995.1520).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι ο τρίτος εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης και της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, οι οποίες έχουν καταστατική έδρα στις … και πραγματική στη …, όπου διατηρούν γραφείο ως εγκατεστημένες στην Ελλάδα διαχειρίστριες πλοίων εταιρείες σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/67, εξέδωσε στη … τις υπ’ αριθ. … τραπεζικές επιταγές, με ημερομηνία εκδόσεως 9.4.2015, 8.5.2015 και 11.5.2015 αντίστοιχα, ποσού 3.330, 9.990 και 20.898 δολαρίων Η.Π.Α. αντίστοιχα, σε διαταγή της (ενάγουσας), πληρωτέες από την «Τράπεζα Πειραιώς», οι μεν δύο πρώτες επιταγές συρόμενες επί του αναγραφόμενου στην αγωγή τραπεζικού λογαριασμού που τηρούσε η πρώτη εναγόμενη, για λογαριασμό της οποίας εκδόθηκαν, η δε τρίτη συρόμενη επί τραπεζικού λογαριασμού που τηρούσε η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία. Ότι οι ανωτέρω επιταγές, οι οποίες εκδόθηκαν σε εκτέλεση συμβάσεων εφοδιασμού πλοίων με καύσιμα (ναυτιλιακές συμβάσεις), εμφανίστηκαν από την ενάγουσα μέσω του Γραφείου Συμψηφισμού Αθηνών της τράπεζας “Eurobank Ergasias AE” νομότυπα και εμπρόθεσμα την 14.4.2015, 11.5.2015 και 12.5.2015 αντίστοιχα προς πληρωμή, δεν πληρώθηκαν όμως, λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου στους σχετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, της μη πληρωμής βεβαιωθείσας με σφράγιση την 15.4.2015, 12.5.2015 και 13.5.2015 αντιστοίχως. Ότι ο τρίτος εναγόμενος εξέδωσε τις επίδικες επιταγές, τελώντας σε δόλο, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο μη εμφάνισης και μη πληρωμής ότι υπήρχε έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων στους τραπεζικούς λογαριασμούς, η ανωτέρω δε συμπεριφορά του προκάλεσε αιτιωδώς στην ενάγουσα, ως νόμιμη κομίστρια των επιταγών, περιουσιακή ζημία, ύψους 30.712,46 ευρώ (ισόποσο των 34.218 δολαρίων Η.Π.Α. με βάση την επίσημη ισοτιμία δολαρίου Η.Π.Α. – ευρώ κατά το χρόνο μη πληρωμής των επιταγών), ήτοι ισόποση με το άθροισμα των ποσών των επίδικων τραπεζικών επιταγών. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλουν: α) η πρώτη και ο τρίτος των εναγομένων, εις ολόκληρον έκαστος, i) το σε ευρώ ισόποσο των 3.330 δολ. Η.Π.Α. με βάση την επίσημη ισοτιμία των νομισμάτων δολ. Η.Π.Α./ευρώ την 15.4.2015, ήτοι το ποσό των 3.152,21 ευρώ, άλλως και επικουρικώς το σε ευρώ ισόποσο των 3.330 δολ. Η.Π.Α. με βάση την επίσημη ισοτιμία των νομισμάτων δολ. Η.Π.Α./ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής, άλλως και επικουρικώς κατά την ημέρα εξόφλησης, άλλως και επικουρικώς κατά την ημερομηνία καταψήφισης, άλλως και επικουρικώς κατά την ημέρα συζήτησης της υπό κρίση αγωγής, άλλως και επικουρικώς κατά την ημέρα σύνταξης και κατάθεσης αυτής, ήτοι το ποσό των 2.950 ευρώ, ii) το σε ευρώ ισόποσο των 9.990 δολ. Η.Π.Α. με βάση την επίσημη ισοτιμία των νομισμάτων δολ. Η.Π.Α./ευρώ την 12.5.2015, ήτοι το ποσό των 8.966,07 ευρώ, άλλως και επικουρικώς το σε ευρώ ισόποσο των 9.990 δολ. Η.Π.Α. με βάση την επίσημη ισοτιμία των νομισμάτων δολ. Η.Π.Α./ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής, άλλως και επικουρικώς κατά την ημέρα εξόφλησης, άλλως και επικουρικώς κατά την ημερομηνία καταψήφισης, άλλως και επικουρικώς κατά την ημέρα συζήτησης της υπό κρίση αγωγής, άλλως και επικουρικώς κατά την ημέρα σύνταξης και κατάθεσης αυτής, ήτοι το ποσό των 8.850 ευρώ, τα ανωτέρω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της σφράγισης των επίδικων (πρώτης και δεύτερης) επιταγών, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, β) η δεύτερη και ο τρίτος των εναγομένων, εις ολόκληρον έκαστος, το σε ευρώ ισόποσο των 20.898 δολ. Η.Π.Α. με βάση την επίσημη ισοτιμία των νομισμάτων δολ. Η.Π.Α./ευρώ την 13.5.2015, ήτοι το ποσό των 18.594,18 ευρώ, άλλως και επικουρικώς το σε ευρώ ισόποσο των 20.898 δολ. Η.Π.Α. με βάση την επίσημη ισοτιμία των νομισμάτων δολ. Η.Π.Α./ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής, άλλως και επικουρικώς κατά την ημέρα εξόφλησης, άλλως και επικουρικώς κατά την ημερομηνία καταψήφισης, άλλως και επικουρικώς κατά την ημέρα συζήτησης της υπό κρίση αγωγής, άλλως και επικουρικώς κατά την ημέρα σύνταξης και κατάθεσης αυτής, ήτοι το ποσό των 18.513 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της σφράγισης της επίδικης (τρίτης ως άνω) επιταγής, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, γ) οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη λόγω της μείωσης της εμπορικής της φήμης και πίστης από τη σε βάρος της αδικοπραξία, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ζητεί να απαγγελθεί κατά του τρίτου εναγομένου, λόγω της αδικοπραξίας, προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα. Η κρινόμενη αγωγή, με την οποία εισάγεται ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, για την εκδίκαση της οποίας αυτό το Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία [άρθρα 3 παρ. 1, 4 ΚΠολΔ, 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 63 παρ. 1γ΄, 66 παρ. 1, 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΚανΒρυξ Ια), ο οποίος εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν από τις 10.1.2015], αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται για συζήτηση σ’ αυτό το Δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 7, 8, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 22, 25 παρ. 2, 35, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2, 3Α – Β περ. ι΄ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, τυγχάνει ερευνητέα κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, καθώς η εκτιθέμενη παράνομη και υπαίτια πράξη του τρίτου εναγόμενου έλαβε χώρα στην Ελλάδα, με τη μνεία ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν εφαρμόζεται ο Κανονισμός (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), καθώς από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. γ΄ συνάγεται ότι η εξωσυμβατική ενοχή που πηγάζει από επιταγή εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής του. Εξάλλου, η κρινόμενη αγωγή, με την οποία η ενάγουσα, με την ιδιότητα της κομίστριας επιταγών που εμφανίστηκαν αλλά δεν πληρώθηκαν, διώκει την αποζημίωσή της κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, είναι αρκούντως ορισμένη, καθώς διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωσή της στοιχεία, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 13, 29, 79 του Ν. 5960/1933, 71 εδ. β΄, 297, 298, 299, 346, 481, 914, 932 ΑΚ, 74, 75, 176, 907, 908 παρ. 1 περ. δ΄, 1047 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, με τη μνεία ότι το αίτημα καταβολής σε ευρώ του ποσού των επίδικων επιταγών, οι οποίες έγκυρα εκδόθηκαν σε αλλοδαπό νόμισμα (δολάρια ΗΠΑ), καθώς, κατά τα εκτιθέμενα, εκδόθηκαν στο πλαίσιο συμβάσεων με αντικείμενο την αγοραπωλησία ναυτιλιακών καυσίμων και λιπαντικών, ήτοι για αιτία για την οποία επιτρέπεται, με βάση τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 740/1977, η έκδοσή τους σε αλλοδαπό νόμισμα, είναι νόμιμο κατά την κύρια βάση του, ήτοι με βάση την επίσημη ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ – ευρώ, που ίσχυε κατά τον χρόνο επαγωγής της ζημίας, ήτοι αυτόν της μη πληρωμής τους, καθόσον πρόκειται για αδικοπρακτική ενοχή. Ωστόσο, μη νόμιμο και απορριπτέο είναι το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων κατά την κύρια βάση του, ήτοι από την επομένη της σφράγισης των επιταγών, καθώς η ενάγουσα δεν επικαλείται προγενέστερη της έγερσης της αγωγής όχληση των αντιδίκων της (άρθρα 340, 345 ΑΚ) και επί άσκησης αξίωσης αποζημίωσης λόγω έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, η οποία στηρίζεται σε αδικοπραξία, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 45 αριθ. 2 Ν. 5960/1933. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον για το αντικείμενό της καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’ αριθ. … e-παράβολο, σε συνδυασμό με την από 19.9.2019 απόδειξη πληρωμής της τράπεζας “Eurobank Ergasias AE”).

Οι πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας, που αναφέρονται σε γεγονότα, για τα οποία επιτρέπεται ομολογία, τεκμαίρονται ομολογημένοι λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων στην παρούσα συζήτηση της αγωγής, εναντίον της οποίας δεν υφίσταται κάποια ένσταση, που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρα 352 παρ. 1 και 271 παρ. 3 ΚΠολΔ). Αντίθετα, το ύψος της αιτηθείσας χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δεν μπορεί να θεωρηθεί ομολογημένο, αφού δεν αποτελεί πραγματικό περιστατικό που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ομολογίας, διαμορφώνεται δε κατά την κρίση του Δικαστηρίου. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του τρίτου εναγομένου η ενάγουσα υπέστη πέρα από τη θετική της ζημία και ηθική βλάβη, λόγω της δυσχέρειας στη ρευστότητά της και της συνακόλουθης τρώσης της αξιοπιστίας της στην αγορά, για την οποία δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας, λαμβανομένων υπόψη του συνόλου των περιστατικών, της φύσης και του είδους της προσβολής, του βαθμού της υπαιτιότητας του εναγομένου, της περιουσιακής κατάστασης των μερών, της αναστάτωσης που προκλήθηκε στην ταμειακή ρευστότητα και τη φήμη της ενάγουσας εταιρείας και του κινδύνου που αυτή διέτρεξε, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής (ΑΠ 571/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2030/2013 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΠειρ 633/2011 ΔΕΕ 2012.136), ορίζεται στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ, το οποίο μετά από στάθμιση των κατά νόμο προβλεπόμενων στοιχείων κρίνεται εύλογο. Κατ’ ακολουθία, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να υποχρεωθούν να καταβάλουν: α) η πρώτη και ο τρίτος των εναγομένων, εις ολόκληρον έκαστος, i) το σε ευρώ ισόποσο των 3.330 δολ. Η.Π.Α. με βάση την επίσημη ισοτιμία των νομισμάτων δολ. Η.Π.Α. / ευρώ την 15.4.2015, ήτοι το ποσό των 3.152,21 ευρώ, ii) το σε ευρώ ισόποσο των 9.990 δολ. Η.Π.Α. με βάση την επίσημη ισοτιμία των νομισμάτων δολ. Η.Π.Α. / ευρώ την 12.5.2015, ήτοι το ποσό των 8.966,07 ευρώ, β) η δεύτερη και ο τρίτος των εναγομένων, εις ολόκληρον έκαστος, το σε ευρώ ισόποσο των 20.898 δολ. Η.Π.Α. με βάση την επίσημη ισοτιμία των νομισμάτων δολ. Η.Π.Α. / ευρώ την 13.5.2015, ήτοι το ποσό των 18.594,18 ευρώ, όπως η επίσημη ισοτιμία 1 ευρώ = 1,0564 δολάρια ΗΠΑ την 15.4.2015, 1 ευρώ = 1,1142 δολάρια ΗΠΑ την 12.5.2015 και 1 ευρώ = 1,1239 δολάρια ΗΠΑ την 13.5.2015 προκύπτει από τα δελτία ισοτιμίας της Τράπεζας της Ελλάδος, που προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα, και γ) άπαντες οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 1.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη της ενάγουσας, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Όσον αφορά δε το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμο, καθόσον κατά την κρίση του Δικαστηρίου δε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι ούτε η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει ζημία στην ενάγουσα. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ενόψει της αρχής της αναλογικότητας, του ύψους της απαίτησης, της βαρύτητας της πράξης και των συνεπειών της, του πταίσματος του υπόχρεου, της αφερεγγυότητάς του και των λοιπών συντρεχουσών περιστάσεων (ΑΠ 1565/2013 ΕΕμπΔ 2014.132, ΑΠ 571/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1846/2007 ΔΕΕ 2008.342, ΑΠ 1031/2007 ΕΕμπΔ 2008.88), ότι πρέπει να διαταχθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του τρίτου εναγομένου, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, όταν αυτή τελεσιδικήσει, η διάρκεια της οποίας, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να οριστεί στους τρεις (3) μήνες (άρθρα 1047 παρ. 1,2, 1049 παρ. 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, πρέπει, για την περίπτωση που οι εναγόμενοι ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας, κατά της απόφασης αυτής, να οριστεί το νόμιμο παράβολο (βλ. άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων λόγω της ήττας τους (βλ. άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.

ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τους εναγόμενους κατά της παρούσας απόφασης, το ύψος του οποίου ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για κάθε ανακόπτοντα.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα: α) η πρώτη και ο τρίτος των εναγομένων, εις ολόκληρον έκαστος, i) το ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν πενήντα δύο ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (3.152,21 €), ii) το ποσό των οχτώ χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα έξι ευρώ και επτά λεπτών (8.966,07 €), β) η δεύτερη και ο τρίτος των εναγομένων, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των δεκαοχτώ χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και δεκαοχτώ λεπτών (18.594,18 €), και γ) άπαντες οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη της ενάγουσας, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ σε βάρος του τρίτου εναγομένου, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, προσωπική κράτηση διάρκειας τριών (3) μηνών.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ