Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

TMHMA ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός Απόφασης

     778 /2020

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 1…563/2019)

ΤΟ  ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 16η Απριλίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλουσών: 1) Της Κοινοπραξίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην ……, οδός … αριθμ. …. & …, …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «….», που εδρεύει στα … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … και 3) Της αλλοδαπής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», της οποίας το νόμιμα εγκεκριμένο και εγκατεστημένο υποκατάστημά της στην Ελλάδα εδρεύει στην ……., οδός … αριθμ. … & …, … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, οι οποίες άπασες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα – Κωνσταντίνου Νασίκα (ΑΜ ΔΣΠ …), που υπέβαλε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ

Της εφεσίβλητης: της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Απόστολου Ζιάκα (Α.Μ. ΔΣΑ …), βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 16-12-2015 με αύξοντα αριθμό 8384/23-12-2015 αγωγή της κατά των εκκαλουσών και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 5001/2018 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την ανωτέρω αγωγή της εφεσίβλητης. Ήδη οι εκκαλούσες με την από 31-01-2019 (αριθμ. εκθ. καταθ. του Ειρηνοδικείου Αθηνών 10290/413/05-02-2010) έφεσή τους προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ 125/563/06-02-2019, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 5001/2018 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία έχει ασκηθεί από τις ηττηθείσες στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εναγόμενες κατά της αντιδίκου τους (αρθρ. 516§1, 517 ΚΠολΔ), νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (αρθρ. 495§§1,2 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της εν λόγω απόφασης (αρθρ. 499, 518 ΚΠολΔ), καθόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Επομένως, η έφεση αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533§1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την από 16-12-2015 και με αύξοντα αριθμό 8384/23-12-2015 αγωγή που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εξέθεσε ότι στις 16-12-2014 πώλησε στην εταιρεία με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο …, 21.700 κιλά μικτού βάρους και 20.592 καθαρού βάρους πορτοκάλια ποικιλίας Merlin, συσκευασμένα σε 1.716 χαρτοκιβώτια των 12 κιλών έκαστο, έναντι τιμήματος 6 ευρώ ανά χαρτοκιβώτιο και συνολικού τιμήματος 10.296 ευρώ, παραδοτέα στο … και στις εγκαταστάσεις της παραλήπτριας εταιρείας στην …, όπως εμφαίνεται στο υπ’ αριθμ. …… τιμολόγιο που η ίδια εξέδωσε. Ότι δυνάμει σύμβασης μεταφοράς που κατήρτισε με τον …, συμφώνησαν ο τελευταίος να μεταφέρει τα εμπορεύματα από την … στο … με το φορτηγό αυτοκίνητό του, ως διεθνής οδικός μεταφορέας, έναντι κομίστρου 2.000 ευρώ. Ότι τα εμπορεύματα που ήταν παραδοτέα στο … και ταξίδευαν με κίνδυνο της ίδιας της πωλήτριας, φορτώθηκαν στο πιο πάνω φορτηγό και παραδόθηκαν στον προστηθέντα οδηγό του φορτηγού του μεταφορέα στις …, ενώ για τη μεταφορά εκδόθηκε το με αριθμό … δελτίο παράδοσης … και η με ημερομηνία …/… φορτωτική. Ότι την 27η-12-2014 το πιο πάνω έμφορτο με τα εμπορεύματά της φορτηγό αυτοκίνητο, έφθασε στο λιμάνι της ………κι από εκεί ο παραπάνω διεθνής οδικός μεταφορέας συμφώνησε με την πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα να μεταφέρει η τελευταία ως θαλάσσιος μεταφορέας, δυνάμει σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς και έναντι των καταβληθέντων ναύλων, το ως άνω έμφορτο φορτηγό από το λιμάνι της ……..στο λιμάνι της …, με το υπό … σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο …, υποναυλώσεως της δεύτερης εναγομένης – εκκαλούσας που είχε εισφερθεί από την τελευταία κατά χρήση και εκμετάλλευση στην πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα κοινοπραξία (της οποίας τόσο η δεύτερη όσο και τρίτων των εναγομένων – εκκαλουσών είναι μέλη). Ότι για τον σκοπό αυτό της θαλάσσιας μεταφοράς εκδόθηκε από την πρώτη εναγομένη η από ……….. απόδειξη μεταφοράς οχημάτων. Ότι το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι της … στις 17:30 της ίδιας μέρας, κατέπλευσε στο ενδιάμεσο λιμάνι της … τα μεσάνυχτα μεταξύ 27 και 28-12-2014 και στη συνέχεια απέπλευσε με λιμάνι προορισμού την …. Ότι την 28η-12-2014 και περί ώρα 4:00 τα ξημερώματα και ενώ το πλοίο βρισκόταν σε απόσταση 4,8 ν.μ. βορειοανατολικά της  πλησίον των … ακτών και εντός των … χωρικών υδάτων, εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο γκαράζ του, με αποτέλεσμα να καταστραφούν ολοσχερώς τα εμπορεύματα από τη συνεχιζόμενη επί ολόκληρες ώρες ανεξέλεγκτη πυρκαγιά, τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες, τα νερά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάσβεση κλπ. Ότι η εκδήλωση της πυρκαγιάς οφείλεται σε ίδιον πταίσμα και δη σε αμέλεια των εναγομένων – εκκαλουσών, οι οποίες καίτοι γνώριζαν την επικινδυνότητα του απόπλου του πλοίου, εντούτοις τον επέτρεψαν, κατά παράβαση των οικείων διατάξεων, όπως ειδικότερα αναφέρεται και σε δημοσιεύματα ιταλικών εφημερίδων. Ότι οι πράξεις και παραλείψεις της πρώτης εναγομένης – εκαλούσας, η οποία ως θαλάσσιος μεταφορέας ανέλαβε και εκτέλεσε την επίδικη μεταφορά με το παραπάνω πλοίο έναντι ναύλων, συνετέλεσαν αιτιωδώς στην πρόκληση, εξάπλωση και μη έγκαιρη κατάσβεση της πυρκαγιάς και τη συνεπεία αυτής καταστροφή του μεταφερόμενου έμφορτου με τα εμπορεύματά της φορτηγού. Ότι πέραν της ενδοσυμβατικής, υφίσταται και αδικοπρακτική ευθύνη, διότι με τις αναφερόμενες πράξεις και παραλείψεις τους, οι εναγόμενες – εκκαλούσες συντέλεσαν αιτιωδώς στην πρόκληση, εξάπλωση και μη έγκαιρη κατάσβεση της πυρκαγιάς. Ότι για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης ο θαλάσσιος μεταφορέας ευθύνεται και για τις πράξεις και παραλείψεις του πλοιάρχου, του πληρώματος και γενικά των βοηθών εκπλήρωσης που χρησιμοποιεί. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από νόμιμο περιορισμό του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ζητούσε, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες – εκκαλούσες οφείλουν να της καταβάλουν εις ολόκληρον η καθεμία, το ποσό των 10.296 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από το προβλεπόμενο πέρας της μεταφοράς, ήτοι από 28-12-2014, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να καταδικασθούν αυτές στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με την εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η αγωγή έγινε εν όλω δεκτή και αναγνωρίσθηκε ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον το προαναφερόμενο συνολικό ποσό των 10.296 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και επιπλέον καταδικάσθηκαν οι εναγόμενες να καταβάλουν τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας ύψους 160 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη έφεσή τους οι εναγόμενες και ήδη εκκαλουσες για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της, ώστε να απορριφθεί η από 16-12-2015 αγωγή και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών σε βάρος της εφεσίβλητης.

Με το Ν. 2107/1992 κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25.8.1924 «για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές», όπως τροποποιήθηκε με τα πρωτόκολλα της 23.2.1968 και της 21.12.1979 (Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ) και, συνεπώς, οι κανόνες της άνω Διεθνούς Συμβάσεως αποτελούν σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού Δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη διάταξη νόμου. Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται στην Ελλάδα από τις 23.6.1993 για όλες τις θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ Ελληνικών λιμένων, είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι (ΕφΠειρ 560/2007 ΕΝαυτΔ 2007.323), έχει δε ισχύ στις θαλάσσιες μεταφορές που τα λιμάνια φόρτωσης-εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, εφόσον έχει εκδοθεί φορτωτική θαλάσσιας μεταφοράς (ΕφΠειρ 76/2006 ΕΝαυτΔ 2006.278). Σύμφωνα με τα ανωτέρω σε περίπτωση διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς, δηλαδή μεταφοράς πραγμάτων διά θαλάσσης που τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, δίχως η μεταφορά αυτή να καλύπτεται από φορτωτική εκδοθείσα από τον θαλάσσιο μεταφορέα σε εκτέλεση του ναυλοσύμφωνου, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Ν. 2107/1992 (κανόνες Χάγης-Βίσμπυ), αλλά οι διατάξεις περί ναυλώσεως του ΚΙΝΔ και συγκεκριμένα οι διατάξεις των άρθρων 107 επομ. του ΚΙΝΔ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του ΚΙΝΔ ο εκναυλωτής είναι υποχρεωμένος να διατηρεί το πλοίο κατάλληλο προς πλουν και προς διατήρηση του φορτίου. Το ελάττωμα του πλοίου, που προξενεί την ακαταλληλότητά του προς πλουν είναι δυνατόν να οφείλεται σε διάφορες αιτίες, όπως στην έλλειψη των καταλλήλων οργάνων πλεύσεως ή τηλεπικοινωνίας, στην κανονική σύνθεση του πληρώματος κ.λπ., συνεπεία των οποίων επιβάλλεται στο πλοίο διοικητική απαγόρευση απόπλου ή συνεχίσεως του πλου του. Το πιστοποιητικό δε πλωιμότητας του πλοίου παρέχει απλά μαχητό τεκμήριο περί του ότι το πλοίο είναι κατάλληλο προς πλουν, συνεπώς κατ’ αυτού (πιστοποιητικού) (που δεν αποτελεί δημόσιο έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 439 ΚΠολΔ – βλ. ΑΠ 1716/1980 ΕΕμπΔ 1982.105) χωρεί ανταπόδειξη, πράγμα που σημαίνει ότι ο ναυλωτής μπορεί να αποδείξει την ακαταλληλότητα του πλοίου και συνακόλουθα την μη εκτέλεση της συμβατικής υποχρεώσεως του εκναυλωτή, δηλαδή τη μη εκτέλεση της αναληφθείσης μεταφοράς μέχρι παραδόσεως του φορτίου στον παραλήπτη, σύμφωνα με τους ορισμούς του ανωτέρω άρθρου 111 ΚΙΝΔ. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 135 και 138 ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι ο εκναυλωτής ευθύνεται για κάθε ζημιά που προέρχεται από ελάττωμα του πλοίου, το οποίο υπήρχε κατά την έναρξη του πλου, ως προς την καταλληλότητα αυτού προς πλουν και προς διατήρηση του φορτίου, η ευθύνη του μάλιστα αυτή έχει θεσπιστεί έναντι παντός έχοντος συμφέρον επί του φορτίου, δηλαδή έναντι του φορτωτή (κι αν ακόμη δεν είναι ο ναυλωτής), του παραλήπτη, του ασφαλίσαντος αυτό (φορτίο) ή του έχοντος ενέχυρο επ’ αυτού. Ειδικότερα δε ο εκναυλωτής – μεταφορέας είναι υπεύθυνος για κάθε αποκαλυπτόμενη προϋπάρχουσα πλημμέλεια του πλοίου συναπτόμενη με την καταλληλότητα αυτού, έστω και αν η μέριμνα ως προς αυτήν ανατέθηκε απ’ αυτόν (που δεν έχει τα προσόντα να ενεργεί προς τούτο προσωπικά) σε πρόσωπο ειδικευμένο που επέλεξε με επιμέλεια (βλ. ΠΠρΠειρ 954/1990 ΕΝαυτΔ 1990.505). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 134 του ΚΙΝΔ ο εκναυλωτής, δηλαδή ο θαλάσσιος μεταφορέας, υποχρεούται σε κάθε επιμέλεια του φορτίου, κυρίως δε ως προς τη φόρτωση, τη στοιβασία, τη φύλαξη, την καλή διατήρηση, τη μεταφορά και την εκφόρτωση, ευθυνόμενος σε αποζημίωση για κάθε ζημία η οποία οφείλεται στην απώλεια ή βλάβη των μεταφερομένων πραγμάτων και η οποία προκλήθηκε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της παραλαβής αυτών προς μεταφορά και της παραδόσεώς των στον παραλήπτη. Κατά τη διάταξη του άρθρου 139 του ΚΙΝΔ που είναι αυστηρού δικαίου (jus cogens), εάν υπάρχει ευθύνη του εκναυλωτού (θαλάσσιου μεταφορέα) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 134 του ΚΙΝΔ για ολική ή μερική απώλεια των μεταφερθέντων διά θαλάσσης πραγμάτων, ο εκναυλωτής υποχρεούται να αποζημιώσει τον δικαιούχο αυτών, δηλαδή να αποκαταστήσει την αξία που είχαν τα πράγματα του αυτού γένους και της αυτής ποιότητας στο λιμάνι προορισμού των, δηλαδή στο λιμάνι εκφορτώσεώς των από το πλοίο, κατά το χρόνο ενάρξεως της εκφορτώσεώς των από αυτό (ΑΠ 504/2003 ΕΝαυτΔ 2003.257). Τα ανωτέρω εκτεθέντα περί του καθορισμού της αποζημίωσης του παραλήπτη και της ευθύνης του εκναυλωτή σε αποκατάσταση της αξίας των απωλεσθέντων πραγμάτων ισχύουν και επί συρροής αξιώσεων εξ αδικοπραξίας και εκ συμβάσεως λόγω ταυτότητας της νομικής αιτίας καθορισμού της ιδιόμορφης ως άνω αποζημιώσεως, καθόσον και η με βάση την αδικοπραξία αξίωση νοείται μόνο εντός των ορίων του συμβατικού πταίσματος, για να μη (άλλως) ματαιώνεται το εκ των προτέρων καθορισμένο όριο ευθύνης με την επιλογή της αγωγής με βάση την αδικοπραξία. Επομένως, οι προϋποθέσεις υπολογισμού της ζημίας και το είδος αυτής δεν είναι άλλες από αυτές που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 139 και 140 του ΚΙΝΔ, σύμφωνα με τις οποίες, εάν υπάρχει ευθύνη του εκναυλωτή για ολική ή μερική απώλεια των πραγμάτων, η αποζημίωση την οποία οφείλει στην περίπτωση συμβατικής ευθύνης είναι ίση με την αξία που έχουν τα πράγματα του αυτού γένους και της αυτής ποσότητας στον τόπο του προορισμού, ήτοι τον τόπο εκφόρτωσης (ΑΠ 504/2003 ό.π., ΑΠ 310/1994 ΕΝαυτΔ 1995.12). Ο ναυλωτής ή άλλος νομιμοποιούμενος επί του φορτίου, εκτός από την παραπάνω διαφορά δεν δικαιούται να αξιώσει άλλη ζημία, έστω και αν επικαλείται εξωσυμβατική ευθύνη του εκναυλωτή (ΕφΠειρ 1023/1997 ΕΝαυτΔ 1998.13). Εξάλλου, κατά την εκτέλεση της σύμβασης είναι δυνατόν να ανακύψει αδικοπραξία των αντισυμβαλλομένων έναντι αλλήλων, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη είναι υπαίτια και παράνομη και χωρίς τη συμβατική σχέση (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 18/1993 ΝοΒ 1993.1069, ΑΠ 1580/1992 ΕλλΔνη 1994.369). Υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο κατά  το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη  ζημιώνει κάποιος τον άλλον υπαίτια    (ΟλΑΠ 967/1973 ό.π., ΑΠ 555/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα (τη διακριτική ευχέρεια) να στηρίξει τη σχετική αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 555/1999 ό.π.). Ειδικότερα επί θαλάσσιας μεταφοράς διεπομένης από τις διατάξεις του ΚΙΝΔ η συνηθέστερη περίπτωση κατά την οποία αντιμετωπίζεται συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης του εκναυλωτή – θαλάσσιου μεταφορέα είναι η απώλεια ή βλάβη των μεταφερόμενων πραγμάτων. Κατά την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη η μη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προφύλαξη του φορτίου αποτελεί απλή συμβατική παράλειψη του εκναυλωτή – θαλάσσιου μεταφορέα και των προστηθέντων αυτού οργάνων. Ως εκ τούτου η συμπεριφορά αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πράξη παράνομη και υπαίτια χωρίς την ύπαρξη της σύμβασης ναύλωσης – θαλάσσιας μεταφοράς, μη υφισταμένης συνεπώς αδικοπραξίας εν προκειμένω (ΕφΠειρ 76/2006 ό.π., ΕφΠειρ 106/1994 ΕΝαυτΔ 1994.375, ΕφΠειρ 1741/1990 ΕΝαυτΔ 1991.159). Οι διατάξεις των άρθρων 134 παρ. 3 και 135 του ΚΙΝΔ θεσπίζουν τη νόθο αντικειμενική ευθύνη του μεταφορέα υπό την έννοια ότι σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν βαρύνει πταίσμα αυτόν και τα προεστημένα κατ’ άρθρο 138 παρ. 1 του ΚΙΝΔ όργανά του. Η διαβάθμιση του πταίσματος είναι όμοια με αυτή του αστικού δικαίου στη συμβατική ευθύνη (βλ. άρθρα 330 και 334 του ΑΚ), δηλαδή ο μεταφορέας ευθύνεται για δόλο, βαριά και ελαφρά αφηρημένη αμέλεια. Η ελαφρά αφηρημένη αμέλεια έχει την έννοια της μη καταβολής της επιμέλειας του μέσου συνετού μεταφορέα (ΕφΠειρ 33/1996 ΕΝαυτΔ 1997.140, ΕφΠειρ 430/1991 ΕΝαυτΔ 1991.430). Εξάλλου, στο άρθρο 138 ΚΙΝΔ ορίζεται ότι «Ο εκναυλωτής ευθύνεται δια το πταίσμα των υπ’ αυτού προστηθέντων, ιδία του πλοιάρχου και του πληρώματος, ως δι’ ίδιον αυτού πταίσμα. Εάν η ζημία προεκλήθη εκ πράξεως ή παραλείψεως περί την διακυβέρνησιν ή τον χειρισμόν του πλοίου, ο εκναυλωτής ευθύνεται μόνον δι’ ίδιον αυτού πταίσμα. Εις την διακυβέρνησιν ή τον χειρισμόν του πλοίου δεν περιλαμβάνονται μέτρα λαμβανόμενα κυρίως προς το συμφέρον του φορτίου. Εάν η ζημία προήλθεν εκ πυρκαϊάς ο εκναυλωτής ευθύνεται μόνον δι’ ίδιον αυτού πταίσμα». Με την ως άνω διάταξη καθιερώνεται το ανεύθυνο του μεταφορέα για ζημιές, μεταξύ άλλων, από πυρκαγιά, και μόνον όταν η πυρκαγιά οφείλεται σε δικό του προσωπικό πταίσμα αναβιώνει η ευθύνη του. Πταίσμα του πλοιάρχου, του πληρώματος και γενικά των προσώπων που έχουν προστηθεί από τον μεταφορέα δεν αρκεί για τη θεμελίωση της ευθύνης του για ζημιές από πυρκαγιά, αλλά απαιτείται «ίδιον», δηλαδή προσωπικό, πταίσμα του ή, εφόσον πρόκειται για εταιρεία, των προσώπων που την εκπροσωπούν ή ασκούν τη διοίκησή της, αφού η ως άνω διάταξη απαλλάσσει στη συγκεκριμένη περίπτωση τον μεταφορέα από την ευθύνη για το πταίσμα των προστηθέντων του. Για τον λόγο αυτό γίνεται δεκτό ότι με τη διάταξη αυτή εισάγεται μαχητό τεκμήριο υπέρ του μεταφορέα, για την έλλειψη ευθύνης του για ζημιές από πυρκαγιά, το οποίο μπορεί να ανατραπεί με την απόδειξη προσωπικού πταίσματος αυτού και, συνεπώς, ο μεταφορέας για να απαλλαγεί από την ευθύνη, αρκεί να αποδείξει ότι η ζημία οφείλεται σε πυρκαγιά, ενώ ο αντίδικός του που ζημιώθηκε μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό, αποδεικνύοντας ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από προσωπικό πταίσμα του μεταφορέα (ΕφΠειρ 835/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 447/2005 ΕΝαυτΔ 2005.331). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43, 44, 48 ΕμπΝ (όπως ίσχυαν πριν το Ν. 4072/2012), σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 2 Π.Δ. 99/77 προκύπτει ότι η εμπορική συνεργασία δύο ή περισσοτέρων προσώπων (αποκαλούμενη στις συναλλαγές κοινοπραξία), χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας που τάσσει ο νόμος, θα είναι είτε ομόρρυθμος εταιρεία “εν τοις πράγμασι” είτε αφανής εταιρεία (ΕφΘεσ 2186/2006 ΕπισκΕΔ 2006.1141, ΕφΑθ 3486/2002 EλλΔνη 2003.221, ΕφΑθ 6785/1987 ΕλλΔνη 1988.357). Τον εταιρικό τύπο της ομόρρυθμης εταιρείας θα έχει η «κοινοπραξία», αν εκείνος που ενεργεί ως διαχειριστής της συμβάλλεται με τους τρίτους επ’ ονόματι και για λογαριασμό όλων των εταίρων (ΕφΔωδ 153/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ της αφανούς αν συμβάλλεται με το δικό του όνομα και η εταιρεία παραμένει αφανής απέναντι στους τρίτους (ΕφΔωδ 125/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 12/2005 ΠειρΝομ 2005.32, ΕφΑθ 6785/1987 ό.π.). Αν λοιπόν η κοινοπραξία έχει χαρακτήρα ομόρρυθμης εταιρείας “εν τοις πράγμασι”, τότε, εφόσον εμφανίστηκε στο κοινό και ανέλαβε υποχρεώσεις με τον διαχειριστή της, αποκτά και νομική προσωπικότητα με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από το γεγονός αυτό (ΕφΑθ 2229/2008 ΔΕΕ 2008.1377, ΕφΠειρ 549/2006 ΔΕΕ 2006.1027). Συνεπώς, εφαρμόζεται το δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρείας, σε όλη του την έκταση (ΟλΑΠ 22/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΑΠ 36/2011 ΕλλΔνη 2011.1389, ΕφΘεσ 1704/2011 ΕπισκΕΔ 2012.457, ΠΠρΑθ 529/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως με τον Ν. 4072/2012 ρυθμίστηκε η κοινοπραξία ως μορφή εταιρείας και ειδικότερα η παρ. 1 του άρθρου 293 ορίζει «Η κοινοπραξία είναι εταιρεία χωρίς νομική προσωπικότητα. Εφόσον καταχωρισθεί στο Γ.Ε.ΜΗ. ή εμφανίζεται προς τα έξω, αποκτά, ως ένωση προσώπων, ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα» και ακόμα η παρ. 3 του ιδίου άρθρου ορίζει: «Εφόσον η κοινοπραξία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο Γ.Ε.ΜΗ. και εφαρμόζονται ως προς αυτήν αναλόγως οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρεία.» Από τις διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 293 Ν. 4072/2012 συνάγεται ότι για την ευθύνη των μελών της κοινοπραξίας που ασκεί εμπορική δραστηριότητα και της οποίας τα μέλη μπορεί να είναι είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που διέπουν την ευθύνη των μελών της ομόρρυθμης εταιρείας και επομένως τα μέλη μίας τέτοιας κοινοπραξίας ευθύνονται αλληλεγγύως, απεριόριστα και εις ολόκληρον σύμφωνα και με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 249 Ν. 4072/2012, που ορίζει: «Ομόρρυθμη είναι η εταιρεία με νομική προσωπικότητα που επιδιώκει εμπορικό σκοπό και για τα χρέη της οποίας ευθύνονται παράλληλα όλοι οι εταίροι απεριόριστα και εις ολόκληρον». Εξάλλου, το άρθρο 22 του ΕμπΝ, που καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 294 παρ. 2 του Ν. 4072/2012, όριζε ότι «οι ομόρρυθμοι συνεταίροι, οι αναφερόμενοι εις το καταστατικόν της εταιρείας έγγραφον, υπόκεινται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εις όλας τας υποχρεώσεις της εταιρείας, αν και υπογεγραμμένας παρ’ ενός μόνο των συνεταίρων, υπό την εταιρικήν όμως επωνυμίαν». Τέλος, η παρ. 1 του άρθρου 294 του Ν. 4072/2012 ορίζει ότι: «Ο παρών νόμος εφαρμόζεται και στις εταιρείες, οι οποίες κατά την έναρξη της ισχύος του δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση».

Από την επ…τίµηση των αποδεικτικών µέσων που προσκοµίζονται και ειδικότερα από την ξενόγλωσση, στην … γλώσσα, από … τεχνική έκθεση των διορισμένων από τον ανακριτή του Πρωτοδικείου Μπάρι πραγματογνωμόνων, με συνημμένη ακριβή και νόμιμα επικυρωμένη μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα, καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκοµίζονται και τα οποία λαµβάνονται υπ’ όψιν, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόµου είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά µέσα είτε για να χρησιµεύσουν ως δικαστικά τεκµήρια σε συνδυασµό µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, απoδεικvύoνται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: στις 16-12-2014 η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη πώλησε στην εταιρεία με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο …, 21.700 κιλά μικτού βάρους και 20.592 καθαρού βάρους πορτοκάλια ποικιλίας Merlin, συσκευασμένα σε 1.716 χαρτοκιβώτια των 12 κιλών έκαστο, έναντι τιμήματος 6 ευρώ ανά χαρτοκιβώτιο και συνολικού τιμήματος 10.296 ευρώ, παραδοτέα στο … και στις εγκαταστάσεις της παραλήπτριας εταιρείας στην …, όπως εμφαίνεται στο υπ’ αριθμ. …… τιμολόγιο που η ίδια εξέδωσε. Δυνάμει σύμβασης μεταφοράς που (η ενάγουσα) κατήρτισε με τον …, συμφώνησαν ο τελευταίος να μεταφέρει τα εμπορεύματα από την … στο … με το με αριθμό κυκλοφορίας … φορτηγό αυτοκίνητό του, ως διεθνής οδικός μεταφορέας, έναντι κομίστρου 2.000 ευρώ. Τα εμπορεύματα που ήταν παραδοτέα στο … και ταξίδευαν με κίνδυνο της ίδιας της πωλήτριας, φορτώθηκαν στο πιο πάνω φορτηγό του μεταφορέα και παραδόθηκαν στον προστηθέντα οδηγό του φορτηγού στις …, ενώ για τη μεταφορά εκδόθηκε το με αριθμό … δελτίο παράδοσης … και η με ημερομηνία ……. φορτωτική. Την 27η-12-2014 το πιο πάνω έμφορτο με τα εμπορεύματα της ενάγουσας φορτηγό αυτοκίνητο, έφθασε στο λιμάνι της … κι από εκεί ο παραπάνω διεθνής οδικός μεταφορέας συμφώνησε με την πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα να μεταφέρει η τελευταία ως θαλάσσιος μεταφορέας, δυνάμει σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς και έναντι των καταβληθέντων ναύλων, το ως άνω έμφορτο φορτηγό από το λιμάνι της … στο λιμάνι της …, με το υπό … σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο …, υποναυλώσεως της δεύτερης εναγομένης – εκκαλούσας που είχε εισφερθεί από την τελευταία κατά χρήση και εκμετάλλευση στην πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα κοινοπραξία (της οποίας τόσο η δεύτερη όσο και τρίτων των εναγομένων – εκκαλουσών είναι μέλη). Για τον σκοπό αυτό της θαλάσσιας μεταφοράς εκδόθηκε από την πρώτη εναγομένη η από 27-12-2014 απόδειξη μεταφοράς οχημάτων. Σημειώνεται ότι το εν λόγω πλοίο είχε υπεκναυλωθεί από τη ναυλώτρια … εταιρεία «…» στη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία («…»), η οποία το είχε εισφέρει προς εκμετάλλευση στην πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία κατά τα ανωτέρω. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι περί ώρα 01.30 π.μ. της 28ης.12.2014 το πλοίο απέπλευσε από την … και τις αμέσως επόμενες ώρες, πριν τις 4.00 π.μ., ενώ το πλοίο είχε ολοκληρώσει τον διάπλου του … … και έπλεε με κατεύθυνση προς την … θάλασσα, εκδηλώθηκε πυρκαϊά σε κάποιον από τους κλειστούς χώρους σταθμεύσεως οχημάτων που ταχύτατα έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις, καθώς εξαπλώθηκε από το κατάστρωμα 4 του πλοίου, στο οποίο αρχικά αναπτύχθηκε, σε όλους τους χώρους και τα καταστρώματα, με συνέπεια, μεταξύ άλλων, την ολοσχερή καταστροφή των εμπορευμάτων της ενάγουσας. Τον συντονισμό της επιχείρησης διάσωσης ανέλαβε αρχικά το Εθνικό Κέντρο Διάσωσης και Έρευνας της Ελλάδας, στη συνέχεια δε, καθώς το πλοίο συνέχιζε να κινείται εξαιτίας του αέρα, της θάλασσας και των ρευμάτων, ακυβέρνητο όμως, αντικαταστάθηκε από το αντίστοιχο Κέντρο της Ρώμης (Γενική Διεύθυνση Λιμενικού). Εστία της πυρκαϊάς αποτέλεσε φορτηγό ψυγείο που βρισκόταν στο προαναφερθέν κατάστρωμα 4 του πλοίου, πιθανόν στην πρύμνη της σειράς 156, το οποίο δεν ήταν συνδεδεμένο με την ηλεκτρική παροχή ρεύματος του πλοίου και είχε αναμμένο τον κινητήρα της μηχανής του, προκειμένου η ψύξη του να είναι σε λειτουργία και να μην αλλοιωθεί το εμπόρευμα, προκλήθηκε δε η ανάφλεξη, το πιθανότερο, από τη δυσλειτουργία ενός βοηθητικού συστήματος που διατηρήθηκε σε λειτουργία. Τούτο συνέβη διότι η ναυλώτρια εταιρεία (…) δεν μερίμνησε για την παράδοση στον αρμόδιο αξιωματικό ενός ολοκληρωμένου καταλόγου όλων των φορτηγών ψυγείων που είχαν ανάγκη να συνδεθούν στο ηλεκτρικό ρεύμα, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να διανείμει το φορτίο ανομοιογενώς, κατευθύνοντας περισσότερα από τα φορτηγά ψυγεία που ήταν δυνατό να τροφοδοτηθούν από τις υπάρχουσες στο κατάστρωμα 4 παροχές ρεύματος σε αυτό και αφήνοντας …μετάλλευτες αρκετές από τις ηλεκτρικές πρίζες του καταστρώματος 3. Ομοίως, η ναυλώτρια (…) παρέδωσε στο πλοίο ένα «cargo report» ημιτελές, από το οποίο δεν ήταν δυνατόν να εξαχθεί καμία πληροφορία για την ασφάλεια του ταξιδιού (βλ. σχετ. σελ. ….. της από … τεχνικής έκθεσης των διορισμένων πραγματογνωμόνων από τον Ανακριτή του Πρωτοδικείου Μπάρι, όπως απόσπασμα αυτής προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση). Άλλωστε, το προσωπικό της «…» δεν απαγόρευσε τη λειτουργία των κινητήρων των φορτηγών ψυγείων μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών στοιβασίας (βλ. σχετική αναφορά του οδηγού … στη σελ. 59 της ως άνω τεχνικής έκθεσης) ούτε την είσοδο των οδηγών τους στους χώρους γκαράζ κατά τη διάρκεια της πλεύσης προκειμένου να ελέγξουν τα οχήματά τους ή και να κοιμηθούν στο εσωτερικό της καμπίνας τους. Σημειώνεται ότι ο έλεγχος των ανελκυστήρων εισόδου στα γκαράζ ήταν αρμοδιότητα του προσωπικού της ναυλώτριας ελληνικής εταιρείας και συγκεκριμένα τις εισόδους στους χώρους αυτούς διαχειριζόταν ο Επιθεωρητής του πλοίου … (βλ. σελ. 72 της ως άνω τεχνικής έκθεσης). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μέρος του προσωπικού, συμπεριλαμβανομένης και της πυροσβεστικής ομάδας, που αποτελούνταν από ναυτικούς … και ελληνικής εθνικότητας, δεν εκτέλεσε σωστά τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί από τον Πίνακα Οδηγιών Κατάστασης Ανάγκης για την περίπτωση πυρκαϊάς (βλ. σελ. 32 και 110 της ως άνω τεχνικής έκθεσης). Με βάση τα παραπάνω, ανεξαρτήτως τυχόν αμέλειας και του ιταλικού προσωπικού (σε σχέση ενδεικτικά με τον καθυστερημένο εντοπισμό της φωτιάς και εν συνεχεία τη διαχείριση της κατάστασης και τις διαδικασίες πυρόσβεσης), που είχε προστηθεί από την … εταιρεία «…», ενόψει της από 31-07-2009 «γυμνής» ναυλώσεως του πλοίου, ευθυνόταν και το ελληνικό πλήρωμα, προστηθέν από την υποναυλώτρια του πλοίου δεύτερη εναγόμενη εταιρεία «…», για την εκδήλωση της πυρκαϊάς και τη συνεπεία αυτής ολοσχερή καταστροφή των εμπορευμάτων της ενάγουσας, η οποία οφείλεται αιτιωδώς σε αμελείς πράξεις και παραλείψεις των προστηθέντων της δεύτερης εναγόμενης – υποναυλώτριας του πλοίου εταιρείας, που βρίσκονταν στην υπηρεσία της, εφόσον η αδικοπραξία τους δεν ήταν άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που τους είχε ανατεθεί από εκείνη, αλλά τελούσε σε εσωτερική αιτιώδη σχέση μ’ αυτήν, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία τους δεν ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση. Θεμελιώνεται παράλληλα, ωστόσο, και ενδοσυμβατική ευθύνη, καθώς αποδείχθηκε το «ίδιον πταίσμα» της πρώτης εναγόμενης – θαλάσσιας μεταφορέα, με συνέπεια την ευθύνη και των λοιπών εναγόμενων, υπό την ανωτέρω ιδιότητά τους ως μελών της κοινοπραξίας. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το πιστοποιητικό κλάσεως του πλοίου υπ’ αριθ. …, με ισχύ έως την 21η.9.2019, σύμφωνα με το οποίο αυτό ήταν κλάσεως …., εξοπλισμένο προς μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων, εγκεκριμένο γι’ «απεριόριστη ναυσιπλοΐα» ούτε από την από ………. «έκθεση επί των υφάλων – κατάσταση στεγανότητας κατά την ανανέωση», που συντάχθηκε κατόπιν ολοκλήρωσης της επιθεωρήσεως των αναρροφήσεων θαλασσίου ύδατος και των πλεγμάτων των, των συνδέσεων προς τη θάλασσα κ.λπ., καθώς τα πιστοποιητικά αυτά δεν αποκλείουν τις προαναφερθείσες υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις που βαρύνουν προσωπικά και τον ίδιο τον θαλάσσιο μεταφορέα (πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία), συνεπώς, επισύρουν και ευθύνη του. Άλλωστε, οι εκπρόσωποι της ναυλώτριας εταιρείας (…) είχαν λάβει γνώση των προβλημάτων που εντοπίστηκαν σχετικά με την αξιοπλοΐα του πλοίου κατόπιν της από 19-12-2014 επιθεώρησής του από κλιμάκιο του Λιμεναρχείου … και τα οποία αφορούσαν ιδίως σε ελλείψεις του σχεδίου για την εκκένωση του πλοίου σε περίπτωση κινδύνου, σε ελλείψεις του φωτισμού έκτακτης ανάγκης, στον τομέα της πυροπροστασίας, λόγω προβλημάτων στις θύρες αποκλεισμού, και στον τομέα των σωστικών μέσων, αλλά δεν απέτρεψαν τον απόπλου του, προτού οι ελλείψεις διορθωθούν, και δη εν μέσω δυσμενών καιρικών συνθηκών, αντίθετα ενέμειναν στην πιστοποίηση με συστήματα ασφαλείας και στη σχετική εξειδίκευση του πληρώματος, με δημόσια προβολή των εν λόγω δικλείδων ασφαλείας, οι οποίες δεν αποδείχθηκαν αληθείς, χωρίς, ωστόσο, ν’ αποδεικνύεται ότι έπραξαν τούτο με πρόθεση, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, ώστε να στοιχειοθετείται ευθύνη τους και εκ του άρθρου 919 ΑΚ. Τα όσα λοιπόν αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούσες, με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, περί της απαλλαγής τους εκ της όποιας ευθύνης τους δυνάμει του άρθρου 138 ΚΙΝΔ, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Ακολούθως πρέπει να απορριφθούν οι δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης, δια των οποίων οι εκκαλούσες βάλλουν κατά της εκκαλουμένης απόφασης, ισχυριζόμενες ότι δεν συντρέχουν λόγοι περί της ύπαρξης αδικοπρακτικής ευθύνης τους και ότι το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στην ύπαρξη παραβάσεων στο πλοίο εκ μέρους τους, προκειμένου να καταφανθεί υπέρ της ευθύνης τους. Συνεχόντων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί και ο τέταρτος λόγος έφεσης, δια του οποίου οι εκκαλούσες παραπονούνται για την επιβολή σε βάρος τους της δικαστικής δαπάνης.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Με διόρθωση λοιπόν και συμπλήρωση των σχετικών αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο πρώτος έως και τέταρτος λόγος της κρινόμενης έφεσης. Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση, η δε εκκαλούσες πρέπει να καταδικαστούν λόγω της ήττας της στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλουσών τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την                   -2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ