Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

Αριθμός απόφασης :   779 /2020

Αριθμός κατάθεσης έφεσης: 2197-1045/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Προϊστάμενo της Τριμελούς Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από την Γραμματέα Βαλλιανάτου Σπυριδουλα.

ΣYNEΔPIAΣE δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Σεπτεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ 1) Η εταιρεία με την επωνυμία … που εδρεύει στην Δημοκρατία των …, που εκπροσωπείται νόμιμα,

2) Η νόμιμα σύμφωνα με τους ν. 89/67, 378/68 και 27/75 εγκατεστημένη στην ……. εταιρεία με την επωνυμία …, η οποία εδρεύει στα … και εκπροσωπείται νόμιμα και

3) Β. Σ., κάτοικος … που εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παύλο Σιούφα με Α.Μ. 002429 του Δ.Σ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ Ε. Κ., κάτοικος Μ. Κ., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου Κουντούρη με Α.Μ. 023501 του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ.

Ο εκκαλών ζητεί να γίνει δεκτή η από 9-7-2019 έφεση (ΓΑΚ – ΕΑΚ κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο: 7724-181/2019) με ΓΑΚ – ΕΑΚ προσδιορισμού 2197-1045/2019 κατά της υπ’ αριθμ. 55/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία προσδιορίστηκε για να δικαστεί για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφθηκε στο πινάκιο.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ι. Φέρεται προς συζήτηση από 9-7-2018 έφεση (ΓΑΚ – ΕΑΚ κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο: 7724-181/2019) με ΓΑΚ – ΕΑΚ προσδιορισμού 2197-1045/2019 κατά της υπ’ αριθμ. 55/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 82 ΚΙΝΔ), η οποία (έφεση) ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα  495  παρ. 1 και 2, 513 παρ. 1, 516, 517, παρ. 1 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται επίδοση της εκκαλουμένης, για την άσκηση της οποίας ως αφορώσας εργατική διαφορά δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (άρθρο 495§4 ΚΠολΔ), αρμοδίως κατά το άρθρο 51 Ν. 2172/1993, αφού το αίτημα της αγωγής αφορά αμοιβή από παροχή εργασίας σε πλοίο. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω η βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων της εφέσεως.

ΙΙ. α) Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 ΑΚ συνάγεται ότι ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο ως αντιπαροχή της εργασίας του τον συμφωνημένο ή νόμιμο ή ειθισμένο μισθό, δεδομένου ότι, κατά την δεύτερη των διατάξεων αυτών, η συμφωνία για μισθό τεκμαίρεται από το γεγονός ότι υπάρχει συμφωνία για παροχή εργασίας, η οποία κατά τις συνηθισμένες περιστάσεις παρέχεται μόνο με μισθό. Συμφωνημένος ή συμβατικός είναι ο μισθός που ως προς το ποσό και τη μορφή του καθορίζεται με συμφωνία του εργοδότη και του μισθωτού, ρητή ή σιωπηρή. Αντίθετα, νόμιμος μισθός είναι ο μισθός, τα επιδόματα και οι προσαυξήσεις που καθορίζονται άμεσα με κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται οι κανονιστικές διατάξεις Σ.Σ.Ε., Δ.Α. και Υπουργικών Αποφάσεων, διά των οποίων θεσπίζονται κατά τρόπο υποχρεωτικό κατώτατα όρια νόμιμου μισθού. Τέτοια διάταξη είναι και εκείνη του άρθρου 8 του Ν. 1876/1990 “ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις”, κατά την οποία οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους όρους εργασίας – άρα και τα ελάχιστα όρια αμοιβών – και ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας. Παρέπεται εξ αυτών ότι ο συμβατικός μισθός δεν μπορεί να υπολείπεται του ελάχιστου ορίου νόμιμου μισθού, που καθορίζεται με τις εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εκτός αν συνδυάζεται με υποχρέωση παροχής από τον εργαζόμενο χρονικώς μειωμένης εργασίας, κάθε δε αντίθετη ατομική συμφωνία για καταβολή μικρότερου μισθού είναι άκυρη και δεν ισχύει (άρθρα 174, 180 ΑΚ – ΑΠ 1161/2014, Νομος). Συνηθισμένος (ειθισμένος) μισθός μπορεί να είναι και τα καθοριζόμενα από τις οικείες ΣΣΕ ή ΔΑ ή τις ΕΓΣΣΕ κατώτατα όρια μισθών ή και ποσοστό των μισθών αυτών, εφόσον συνηθίζεται η καταβολή του μισθού αυτού υπό τις αντίστοιχες συνθήκες δηλαδή τον μισθό που καταβάλλουν άλλοι εργοδότες για όμοιες εργασίες σε άλλους εργαζομένους με τα ίδια προσόντα, που παρέχουν την εργασία τους στον ίδιο τόπο και χρόνο και κάτω από τις ίδιες συνθήκες (βλ. Ολ ΑΠ 861/1984, ΑΠ 929/2017, Νομος, Ζερδελή, ΕργΔ Ι, 2006, σελ. 676). Περαιτέρω, με το άρθρο 1§1 Ν. 3276/1944, που εκδόθηκε στο Κάιρο και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με την ΣΠ 21/1945 (η οποία κυρώθηκε με το Ν. 32/1945, και εξακολουθεί να ισχύει, ως συνάγεται έμμεσα από την μη ρητή κατάργησή του με τον ως άνω ν.32/1945), ορίζεται ότι “Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινόμενων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…“, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 5§1 εδ.ά του ίδιου νόμου “Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι` αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλλάσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλεφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων“. Πρέπει να επισημανθεί, ότι επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων (ΣΣΝΕ) δεν εφαρμόζεται ο ν. 1876/1990 “ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις κλπ.”, όπως προκύπτει από το όλο πνεύμα αυτού, αν και δεν περιέχει ρητή διάταξη, όπως ο προϊσχύσας ν.3239/1955 στο άρθρο 41§3 αυτού (ΑΠ 87/2000, Νομος) και επομένως ούτε, ειδικότερα, οι διατάξεις του άρθρου 9§§4 και 5 ν. 1876/1990 για την διάρκεια της ισχύος και την μετενέργεια των ΣΣΕ, ούτε και για τα ελάχιστα όρια των αμοιβών. Είναι, όμως, δυνατό, παρά τη μη ισχύ της ΣΣΝΕ να συνιστά αυτή, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, τον “συνηθισμένο” (ειθισμένο) μισθό που καταβάλλουν άλλοι εργοδότες για όμοιες εργασίες σε άλλους εργαζομένους με τα ίδια προσόντα, που παρέχουν την εργασία τους στον ίδιο τόπο και χρόνο και κάτω από τις ίδιες συνθήκες (ΑΠ 1107/2017, Νομος), καθώς, όπως προαναφέρθηκε επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων (ΣΣΝΕ) δεν εφαρμόζεται ο ν. 1876/1990. Ακόμη, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελαχίστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284). Η έννοια του κλειστού μισθού περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους, ενώ το τυχόν καταβαλλόμενο επιμίσθιο πρέπει να καταβάλλεται τακτικά και παγίως, ώστε να υπολογισθεί στον καταλογισμό (ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝΔ 2009.267). Αλλιώς, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, ο εργοδότης δεν έχει την δυνατότητα να προβεί στον, ως άνω, συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζόμενου (ΑΠ 1089/1987 ΕΝΔ 1988.114, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 2010.39, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276). Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο κλειστός μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννάται αμφιβολία σχετικά με το περιεχόμενο των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού ανακύπτει θέμα ερμηνείας της συμβάσεως κατά τα άρθρα 173 και 200ΑΚ, δηλαδή χωρίς προσήλωση στις λέξεις και σύμφωνα με την καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1700/1998 ΕΝΔ 1999.465, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000.895, ΕφΠειρ 207/2016, Νομος).

β) Περαιτέρω, κατά το άρθρο 72 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης μπορεί να λυθεί με καταγγελία του πλοιάρχου οποτεδήποτε, χωρίς ο τελευταίος να υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας, είτε η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου είτε ορισμένου χρόνου και χωρίς να απαιτείται να επικαλεστεί λόγο που να δικαιολογεί στην ορισμένου χρόνου σύμβαση την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός εάν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμά του (άρθρο 75 εδ. β ΚΙΝΔ). Η αποζημίωση αυτή προβλέπεται και προσδιορίζεται από τα άρθρα 75 εδ. δ΄ και 76 ΚΙΝΔ και είναι ίση προς τις αποδοχές δεκαπέντε (15) ημερών, εφόσον η απόλυση έγινε εντός των ορίων της ελληνικής επικρατείας, και προς υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψιν ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών, η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή, όπως στην εξεταζόμενη υπόθεση, παρέχεται τακτικώς, ως και πάσα άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς καθ` έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ` ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1224/2019, Νομος, Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, έκδοση 1994, σελ. 355, Κοροτζής, ΝαυτΔ Ι, έκδοση 2004, άρθρο 72 ΚΙΝΔ, σελ. 372).

ΙΙΙ. Με την με την από 14-7-2015 και με ΓΑΚ-ΕΑΚ : 3064-68/14-7-2015 αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι συνήψε στην Αθήνα με εκπρόσωπο  της δεύτερης εναγόμενης και ήδη δεύτερης εκκαλούσας την από 19.12.2014 έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας από τις 19.12.2014 έως τις 19.2.2015, με δυνατότητα παράτασής της για δύο επιπλέον μήνες, ήτοι μέχρι και την 19.4.2015 και ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του Λιπαντή στο υπό σημαία …) με αριθμό Νηολογίου λιμένος …, φορτηγού (κοντέϊνερ) πλοίου … χωρητικότητας 3092 τόνων DW, με Διεθνές Διακριτικό Σήμα …, το οποίο ανήκε κατά κυριότητα στην πρώτη των εναγομένων – πρώτη εφεσίβλητο, αλλοδαπή εταιρία, της οποίας νόμιμη αντιπρόσωπος, γενική πράκτορας και αντίκλητος στην Ελλάδα ήταν η δεύτερη των εναγομένων – δεύτερη εφεσίβλητη, επίσης αλλοδαπή εταιρία, της οποίας νόμιμος (φυσικός) εκπρόσωπος ήταν ο τρίτος εναγόμενος – τρίτος εκκαλών. Ότι κατά τη ναυτολόγηση του συμφωνήθηκε μηνιαίως κλειστός μισθός ύψους 1.500 € στον οποίο θα συμπεριλαμβάνονταν ο βασικός μισθός με το επίδομα Κυριακών, το επίδομα αδείας, αμοιβή για 104 συνολικά ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και εργάσιμες ημέρες, αμοιβή για 8 ώρες για εργασία κατά τα Σάββατα, καθώς και «μπόνους» πλοιοκτητών, κατά τα λοιπά διεπομένης της σύμβασής του από την από 17-01-2011 ΣΣΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων, η οποία κυρώθηκε με τη με αριθμό Y.A. 3525.1.4/01/2011 και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. B’ 127/09-02-11), η οποία είχε συμφωνηθεί ως εφαρμοστέα μεταξύ των μερών. Ότι με τους ως άνω όρους και συμφωνίες και στο ως άνω αναφερόμενο πλοίο υπηρέτησε τα ειδικώς αναφερόμενα χρονικά διαστήματα και ειδικότερα, από τις 19.12.2014 μέχρι και την 7.4.2015, οπότε και απολύθηκε από τον πλοίαρχο του ανωτέρω πλοίου χωρίς δική του υπαιτιότητα και συναίνεση. Ότι από την εργασία του στο ως άνω πλοίο διατηρεί κατά των εναγομένων απαιτήσεις συνολικού ύψους € 7.410,19 ευρώ ως διαφορές από νόμιμες αμοιβές, αμοιβή από παροχή υπερωριακής εργασίας (σε καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες) και αποζημίωση απόλυσης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, η πρώτη αυτών ως πλοιοκτήτρια, η δεύτερη ως αντιπρόσωπος, γενική πράκτορας και αντίκλητος της πρώτης, μετά της οποίας συνήψε την επίδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας, ο δε τρίτος, ως νόμιμος (φυσικός) εκπρόσωπος της δεύτερης να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 5.674,26 ευρώ για διαφορές από βασικό μισθό, επιδόματα και υπερωριακή αμοιβή, καθώς και το ποσό των 1.735,93 ευρώ για αποζημίωση απόλυσης που δεν του καταβλήθηκε, ήτοι το συνολικό ποσό των €7.410,19 ευρώ, κυρίως λόγω της ως άνω σύμβασης και επικουρικά βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εντόκως νομίμως από της απόλυσης του (δηλ. την 7.4.2015), άλλως από της επιδόσεως της κρινόμενης, καθώς και την δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία αφού έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία ως εκ του τόπου κατάρτισης της σύμβασης κι ότι αρμοδίως εισήχθη κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών [άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ] ως ίσχυαν προ του Ν. 4335/2015, ως εκ του χρόνου κατάθεσης της αγωγής [άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Κ87/23-7-2015), 82 ΚΙΝΔ] και ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη (πλην της επικουρικής νομικής βάσης από αδικαιολόγητο πλουτισμό την οποία και απέρριψε ως αόριστη) και νόμιμη (με εφαρμοστέο δίκαιο το ελληνικό) καθ’ όλα τα αιτήματά της, κατά την κύρια βάση της αγωγής από τη σύμβαση εργασίας και δη τις διατάξεις των άρθρων 60, 68, 70, 72, 84, 105 και 106 ΚΙΝΔ, 340, 341, 345, 346, 361, 481 επ., 648, 655, 659, 660 και 661 ΑΚ, καθώς και 68, 70, 176, 191§2, 907 και 908 αρ. 1 εδ. ε΄ ΚΠολΔ, 1 §§ 1 και 2 του Ν. 762/1978 κρίνοντας ότι εφαρμόζεται η από 17-1-2011 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων του έτους 2011, παρά την λήξη ισχύος της από 31/12/2010 και εντεύθεν, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο ΥΑ 3525.1.4/1/2011 (ΦΕΚ Β’127/2011), ως του ειθισμένου μισθού στην επίδικη περίπτωση, δέχθηκε  την αγωγή κατά την κύρια βάση της και ως ουσία αβάσιμη, επιδικάζοντας τα αιτούμενα ποσά από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας (8-4-2015) και καταδίκασε τους εναγόμενους σε καταβολή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με τους λόγους της εφέσεως τους, που, κατ’ εκτίμηση αυτών, συνίστανται ο πρώτος σε εσφαλμένη εφαρμογή της προειρημένης ΣΣΕ ως του ειθισμένου μισθού, χωρίς προβολή τέτοιου ισχυρισμού και περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων ως προς την παραδοχή αυτού ως ειθισμένου και ο δεύτερος περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων ως προς τις υπερωρίες που εργάστηκε, του υπολογισμού των αποδοχών που του οφείλονται και τη μη εξόφληση του με το κλειστό ποσό για υπερωρίες που μηνιαίως λάμβανε ο ενάγων και ο τρίτος λόγος περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων ως προς την αποζημίωση απόλυσης και απόρριψης του ισχυρισμού των εναγομένων περί οικειοθελούς αποχώρησης του ενάγοντος και εσφαλμένου υπολογισμού της. Ζητά δε την εξαφάνισή της εκκαλουμένης, με σκοπό την απόρριψη της αγωγής στο σύνολο της και την επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Το δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία, ως εκ της ρήτρας παρεκτάσεως που ο ενάγων – εργαζόμενος με την αγωγή του ρητώς επικαλείται ότι συνήφθη με την επικαλούμενη από 19/12/2014 σύμβαση ναυτικής εργασίας και η οποία είναι νόμιμη (άρθρα 42- 44, 3 ΚΠολΔ – ΟλΑΠ 4/1992, ΕλλΔνη 1992.749), ρήτρα που είναι ευνοϊκή για τον ίδιο ως εκ της κατοικίας του και οι εναγόμενοι δεν αμφισβητούν. Ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο, από την επίκληση του ελληνικού δικαίου από τον εργαζόμενο/ενάγοντα – εφεσίβλητο με την αγωγή του και τη μη αμφισβήτηση του ως εφαρμοστέου δικαίου από τους εναγόμενους-εκκαλούντες προκύπτει μετασυμβατικός καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου, επιλογή που εν προκειμένω δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία κατά το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο βάσει των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 8 του Κανονισμού Ρώμη Ι (ΕΚ 593/2008), σύμφωνα με τα άρθρα 8§1 και 3§2ά του ίδιου Κανονισμού, ήτοι και πάλι του ελληνικού δικαίου ως του συνδεόμενου στενότερα με την σύμβαση εργασίας, ως εκ της κατοικίας – πραγματικής έδρας των διαδίκων και του τόπου κατάρτισης της σύμβασης εργασίας (ΑΠ 1224/2019, Νομος, ΜΕφΠειρ 321/2019, http://www.efeteio-peir.gr, Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη – Πασιά/Βασιλακάκης, ΙΔΔ, στ΄έκδ., σ. 322 – 324) και, επομένως, η αγωγή ερείδεται τις διατάξεις των άρθρων 60, 68, 70, 72, 84, 105 και 106 ΚΙΝΔ, 340, 341, 345, 346, 361, 481 επ., 648, 655, 659, 660 και 661 ΑΚ, 176 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 1 Ν. 762/1978 (ΑΠ 90/2010 ΔΕΕ 2010.1343) και τις κατωτέρω αναφερόμενες διατάξεις. Από την εκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα Χ. Κ. που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά συνεδρίασης και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, των σε ξένη γλώσσα νομίμως μεταφρασμένων στην ελληνική  γλώσσα και τα οποία χρησιμεύουν για άμεση απόδειξη και για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού επιτρέπεται το εμμάρτυρο, λαμβανομένων υπ’ όψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα εξής : Δυνάμει της από 19/12/2014 σύμβασης ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε στην Αθήνα, μεταξύ του εφεσίβλητου και της δεύτερης εκκαλούσας εταιρίας, ο ενάγων ναυτολογήθηκε αυθημερόν με την ειδικότητα του λιπαντή στο υπό σημαία …) με αριθμό Νηολογίου λιμένος …, φορτηγού (κοντέϊνερ) πλοίου … χωρητικότητας 3092 τόνων DW, υπό Διεθνές Διακριτικό Σήμα …, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα στην πρώτη των εναγομένων – πρώτη εκκαλούσα, της οποίας νόμιμη αντιπρόσωπος, γενική πράκτορας και αντίκλητος στην Ελλάδα είναι η δεύτερη των εναγομένων – δεύτερη εκκαλούσα, της οποίας νόμιμος (φυσικός) εκπρόσωπος είναι ο τρίτος εναγόμενος – εκκαλών. Στην εν λόγω έγγραφη συμφωνία, πέραν των ανωτέρω, ορίστηκε η διάρκεια αυτής (για δύο μήνες με δυνατότητα παράτασης για επιπλέον δύο μήνες), ενώ οι αποδοχές του ενάγοντος – εφεσλιβλητου καθορίστηκαν στο ποσό των 1.500 ευρώ μηνιαίως (κλειστός μισθός), συμπεριλαμβανομένης αμοιβής άδειας μετ’ αποδοχών, απασχόληση σαράντα οκτώ ωρών εβδομαδιαίως και συνολικές υπερωρίες 104 ωρών μηνιαίως, πλέον μπόνους (bonus) του εργοδότη, καθώς και για τη χορήγηση αδείας ετησίως 30 ημερών, ήτοι 2,5 ημερών μηνιαίως, ενώ αρμόδια ορίστηκαν τα δικαστήρια του Πειραιά. Στη συνέχεια, στις 19-04-2014 υπεγράφη, μεταξύ του ενάγοντος και του εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης, αλλοδαπής εταιρίας, έγγραφη σύμβαση, υπό τον τίτλο … στην οποία αναφέρονται όλα τα ως άνω συμφωνηθέντα στοιχεία της εν λόγω συμβάσης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, επιπλέον δε συμφωνήθηκε, να εργάζεται ο ενάγων – εφεσίβλητος 48 ώρες την εβδομάδα από Δευτέρα έως και Σάββατο με τουλάχιστον 10 ώρες ημερήσιας ξεκούρασης και τουλάχιστον 77 ώρες διαθέσιμες για ξεκούραση για κάθε περίοδο 7 ημερών, εκτός εκτάκτου ανάγκης. Κατόπιν, ο ενάγων ναυτολογήθηκε, αυθημερόν (19-04-2014), στο προαναφερθέν πλοίο στο λιμάνι Λαυρίου Αττικής, και απασχολήθηκε σε αυτό, υπό την ως άνω ειδικότητα, μέχρι την 07-04-2015 οπότε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης απολύθηκε, όπως αναγράφηκε στο ημερολόγιο του πλοίου από τον Έλληνα πλοίαρχο του -μάρτυρα (“signed off”, όρος που σημαίνει στη ναυτική ορολογία «απόλυση-αποναυτολόγηση» – βλ. αγγλοελληνικό λεξικό νομικών – εμπορικών όρων Χιωτάκη και αγγλοελληνικό λεξικό ναυτικών/ναυτιλιακών και τεχνικών όρων Καμαρινού). Ας σημειωθεί δε ότι οι εναγόμενοι δεν προσκόμισαν έγγραφα στα οποία αναφέρθηκε ο μάρτυρας ανταπόδειξης στην πρωτοβάθμια δίκη που αποδείκνυαν, κατά τον εν λόγω μάρτυρα, την οικειοθελή αποχώρηση του εργαζομένου (έγγραφη αίτηση αποναυτολόγησης εφεσίβλητου – εσωτερική ηλεκτρονική αλληλογραφία πλοιάρχου – εκκαλούντων). Κατά το χρονικό διάστημα που ο εφεσίβλητος εργάστηκε στο ως άνω πλοίο, αυτό πραγματοποιούσε τακτικώς πλού από τον Αλμυρό Βόλου προς Κύπρο και ακολούθως προς Θεσσαλονίκη και επιστροφή στους ανωτέρω λιμένες, μεταφέροντας σίδερα και οικοδομικά υλικά, το δε πλήρωμα του ως προς το κατώτερο προσωπικό μηχανής αποτελούνταν από έντεκα άτομα, εκ των οποίων τρεις λιπαντές. Η επικαλούμενη από τον ενάγοντα – εφεσίβλητο από 17-01-2011 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων του έτους 2010, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο ΥΑ 3525.1.4/1/2011 (ΦΕΚ Β΄127/2011), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των ως άνω άρθ.1§1 και 5 α.ν.3276/1944 και είναι αυτοδικαίως εφαρµοστέα στην σύµβαση ναυτικής εργασίας (άρθρα 83 εδ. α΄ ΚΙΝΔ και 1 παρ. 1,3 και 5 παρ. 1 του α.ν. 3276/1944 «περί συλλογικών συµβάσεων εν τη ναυτική εργασία»), αφού δεν έχει επηρεαστεί από την κατάργηση των διατάξεων του ν. 1876/1990 στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας, είχε λήξει, ενώ δεν είχε υπογραφεί νέα ΣΣΕ κατά τη διάρκεια της επίδικης ναυτολόγησης του ενάγοντα. Από την παραπάνω ανάλυση του μισθού του εφεσίβλητου που περιέχεται στη σύμβαση ναυτικής εργασίας δεν είναι δυνατή η αντιπαραβολή των επί μέρους ποσών που είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των μερών με εκείνα που η ΣΣΕ προέβλεπε, αφού δεν αναφέρεται καν το ύψος του βασικού μισθού και του μπόνους (bonus) του εργοδότη, ούτε το ποσό που δίδεται για τις «υπερωρίες 104 ωρών», ούτε αυτά προκύπτουν από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις καταβολής του μισθού του εφεσίβλητου, όπου δεν γίνεται κάποια ανάλυση και επομένως, οι δηλώσεις βούλησης των μερών, ως αποτυπώθηκαν στην ανωτέρω σύμβαση ναυτικής εργασίας χρήζουν ερμηνείας κατά τις ΑΚ 173, 200, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό ΙΙα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού. Δεδομένου δε ότι ο «κλειστός μισθός» (που και οι εκκαλούντες – εναγόμενοι επικαλούνται) υπολογίζεται παγίως στη ναυτική εργασία κατά τα προεκτεθέντα στην ίδια σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού σε αναφορά προς την οικεία ΣΣΝΕ, η αναφορά των συμβαλλομένων σε «βασικό μισθό» και «υπερωρίες» στην επίδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας αναγκαίως αναφέρεται στην οικεία ΣΣΝΕ, ελλείψει δε τέτοιας ισχύουσας τα μέρη αναφέρθηκαν στην αμέσως προϊσχύσασα, της οποίας, καίτοι είχε λήξει η ισχύς της, συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών να εφαρμοστεί, ως είθισται εξάλλου στις εν λόγω συμβάσεις ναυτικής εργασίας σύμφωνα και με τα κρατούντα συναλλακτικά ήθη στις συμβάσεις ναυτικής εργασίας (ΑΚ 200 – βλ. Σταθόπουλο σε ΕρμΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, άρθρο 200, αριθμ. 31-36) που αποτυπώνονται και στις προεκτεθείσες αποφάσεις της νομολογίας στην ίδια μείζονα σκέψη της παρούσας σε αντίθεση με την επικαλούμενη από τους επικαλούντες ΓΣΣΕ. Συνεπώς, η εν λόγω ΣΣΝΕ εφαρμόζεται στην επίδικη σύμβαση όχι ως ειθισμένος μισθός, όπως εσφαλμένως δέχθηκε η εκκαλούμενη, αλλά ως συμβατικός, κατά τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, ο ενάγων απασχολείτο τακτικώς στο εν λόγω πλοίο επί δέκα ώρες ημερησίως ως λιπαντής, παρακολουθώντας κατά τον πλού τη θερμοκρασία και τη λίπανση των μηχανών και συμμετέχοντας, κατά την παραμονή του πλοίου στους ανωτέρω λιμένες προς φόρτωση/εκφόρτωση στην τακτική συντήρηση αυτών. Καθώς στο εν λόγω πλοίο εργάζονταν τρεις λιπαντές, δεν υπήρχε ανάγκη περαιτέρω απασχόλησης του, η δε εν τοις πράγμασι απασχόληση του επί δύο ώρες καθημερινώς πέραν του οκταώρου και μάλιστα τακτικώς, αποτυπώθηκε και στη σύμβαση ναυτικής εργασίας του (και μάλιστα σε μεγαλύτερο αριθμό των υπερωριών που πράγματι εκτελούσε) και εκ του λόγου αυτού, προσδιορίστηκε συμπεριλήφθηκε στον «κλειστό μισθό» (μη ορισθέν όμως ειδικώς) ποσό για τον συγκεκριμένο λόγο, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εκκαλούντων περί απασχόλησης του εφεσίβλητου επί οκτάωρο, αλλά και των ισχυρισμών του τελευταίου περί απασχόλησης πέραν των δέκα ωρών ημερησίως. Με βάση την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ και την χωρητικότητα του πλοίου (3092 τόνοι DW) οι μηνιαίες αποδοχές του εφεσίβλητου ανέρχονταν στο ποσό των €1.789,49 {947,32 βασικός μισθός + 208,41 επίδομα Κυριακών + 18,95 επίδομα + 85,03 επίδομα προσοντούχου + [(947,32 + 208,41 =)1.155,73 /22 Χ8 ημέρες] + [(13,69 αντίτιμο τροφής Χ 8 =) 109,52=] 529,78 ευρώ επίδομα αδείας =} 1.789,49 και για 110 ημέρες ήταν (1.789,49 Χ 110/30 =) 6.561,46€. Η ανωτέρω συλλογική σύμβαση εργασίας προβλέπει απασχόληση επί 40 ώρες την εβδομάδα με νόμιμες υπερωρίες έως 4 ώρες την ημέρα με προσαύξηση ωρομισθίου κατά 25%, ήτοι ποσό 6,84 ευρώ για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές και τις Κυριακές (για την εργασία κατά τις οποίες λαμβάνει το ανωτέρω επίδομα 22% επί του μισθού) και με προσαύξηση 50% τις αργίες και τα Σάββατα, ήτοι ποσό 8,21 ευρώ για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας τις ημέρες αυτές [όπως ρητώς αυτό ορίζεται στην ανωτέρω ΣΣΝΕ για τη συγκεκριμένη ειδικότητα (λιπαντής) βλ. και Κοροτζή, ΝαυτΔ Ι, σελ. 318 – 319)]. Όπως προκύπτει από την ανωτέρω σύμβαση ναυτικής εργασίας μεταξύ εκκαλούντων και εφεσίβλητου, υφίστατο συμφωνία αμοιβής του ενάγοντος ναυτικού με πάγιο ποσό έναντι των υπερωριών που θα εκτελούσε, η οποία (συμφωνία) είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδοχές που προβλέπει ο νόμος δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε (ΑΠ 1112/2011, ΔΕΝ 2012.253, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999.465, ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003.345, ΕφΠειρ 50/2016, Νομος), πράγμα που στην προκείμενη περίπτωση δεν ίσχυε, καθώς ήδη οι αποδοχές που προβλέπει η ΣΣΝΕ για τακτικές αποδοχές σαράντα ωρών εργασίας σε εβδομαδιαία βάση είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε, ο οποίος περιλάμβανε, κατά τα συμφωνηθέντα, και ποσό για υπερωρίες 104 ωρών μηνιαίως, χωρίς να προσδιορίζει το επιμέρους ποσό που δίδεται από το συνολικό μισθό για τον λόγο αυτό. Σημειώνεται ότι είναι αδιάφορη η διατύπωση ή μη επιφύλαξης κατά την είσπραξη του μισθού και την υπογραφή της σχετικής βεβαίωσης είσπραξης προκειμένου περί νομίμων αποδοχών, καθώς από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 του Ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 του ΝΔ 4020/1959 συνάγεται αρχή του εργατικού δικαίου κατά την οποία κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλης εκ της εργασίας αυτού παροχής, οπωσδήποτε και αν έλαβε χώρα, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 875/2018, Νομος, ΑΠ 843/2002, ΕλλΔνη 2002.1659, Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο Ι, 2006, σελ. 742 – 743). Εν προκειμένω, ο ενάγων εργάστηκε στο πλοίο από τις 19.12.14 μέχρι τις 7.4.15 δηλαδή για 110 ημέρες (13 τον Δεκέμβριο + 31 τον Ιανουάριο + 28 τον Φεβρουάριο + 31 τον Μάρτιο + 7 Απρίλιο = 110 ημέρες) από τις οποίες Σάββατα ήταν οι 20/12, 27/12, 3/1, 10/1, 17/1, 24/1, 31/1, 7/2, 14/2, 21/2, 28/2, 7/3, 14/3, 21/3, 28/3, 4/4 και αργίες οι 25/12, 26/12, 1/1, 6/1, 23/2 και 25/3 δηλ. 22 συνολικά ημέρες. Συνεπώς, ο εφεσίβλητος εργάστηκε 88 καθημερινές και Κυριακές και 22 Σάββατα και αργίες (88+22 = 110). Το πλήρωμα του πλοίου αποτελείτο από έντεκα άτομα, εκ των οποίων τρεις λιπαντές, οι οποίοι απασχολούνταν στο πλοίο επί δέκα ώρες ημερησίως, καθώς ενόψει του αριθμού αυτών δεν υπήρχε χρεία διενέργειας περισσότερων υπερωριών κατά το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο του πλοίου, ούτε προέκυψε ότι αυτό αντιμετώπισε έκτακτες ανάγκες επισκευής ή συντήρησης, απορριπτομένου του αγωγικού ισχυρισμού ως προς τις επιπλέον ώρες που ισχυρίζεται στην αγωγή του ότι εργάστηκε. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται κατά νόμο για την υπερωριακή του απασχόληση, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα για τις επικαλούμενες αιτίες (υπερωριακή απασχόληση κατά τις αργίες πέραν του οκταώρου, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις καθημερινές): Αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις 88 καθημερινές και Κυριακές: [88 Χ 2 Χ 6,44 ευρώ = ] 1.133,44 ευρώ και αμοιβή (υπερωριακής ως προς όλες τις ώρες κατά την ανωτέρω ΣΣΝΕ) εργασίας κατά τα 22 Σάββατα και αργίες (22 Χ 10 Χ 8,21 =) 1.806,20 ευρώ, ήτοι συνολικά ο εφεσίβλητος για υπερωρίες δικαιούται το ποσό των (1.133,44 + 1.806,20 =) 2.939,64 ευρώ. Επομένως, ο εφεσίβλητος δικαιούται για τακτικές αποδοχές και υπερωριακή εργασία κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα που εργάστηκε το ποσό των (6.561,46€ + 2.939,64€=) 9.501,10 ευρώ. Όπως δε συνομολογείται στην αγωγή και στην έφεση εκατέρωθεν από τους διαδίκους, για την χρονική περίοδο που εργάστηκε ο εφεσίβλητος στο ανωτέρω πλοίο, του καταβλήθηκε από την δεύτερη εκκαλούσα συνολικά το ποσό των 5.550 ευρώ για αποδοχές του και, επομένως, του οφείλεται ως διαφορά επί των οφειλόμενων αποδοχών του το ποσό των (9.501,10 – 5.550=) 3.951,10 ευρώ, αφού κατά το ποσό αυτό ο «κλειστός» μισθός που είχε συμφωνηθεί υπολειπόταν του συμβατικού. Περαιτέρω, ως προεκτέθη, ο εφεσίβλητος απολύθηκε στις 07-04-2015 στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης με προφορική καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από τον πλοίαρχο, χωρίς να του καταβληθεί η προβλεπόμενη αποζημίωση απόλυσης δεκαπέντε ημερών κατά τα άρθρα 72 – 76 ΚΙΝΔ υπολογιζόμενη κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό Ιβ΄) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού, ήτοι {947,32 βασικός μισθός + 208,41 επίδομα Κυριακών + 18,95 επίδομα + 85,03 επίδομα προσοντούχου + [(947,32 + 208,41 =1.155,73 /22 Χ8 ημέρες)  + (13,69 αντίτιμο τροφής Χ8 =109,52)=] 529,78 ευρώ επίδομα αδείας + αμοιβή υπερωριακής αμοιβής που παρεχόταν τακτικά επί 2 ώρες καθημερινά, κατά τα προεκτεθέντα, ήτοι (2.939,64/110 Χ 30=) 801,72 ευρώ + αντίτιμο τροφής (13,69 Χ30=) 410,70 ευρώ=} 3.001,90 ευρώ, και, επομένως, του οφείλεται το ποσό των (3.001,90/30 Χ 15 ημέρες =) 1.500,96 ευρώ για αποζημίωση απόλυσης. Με βάση αυτά, οι εκκαλούντες οφείλουν στον εφεσίβλητο για διαφορές αποδοχών/υπερωρίες και αποζημίωση απόλυσης το συνολικό ποσό των (3.951,10 + 1.500,96 =) 5.452,06 ευρώ. Ως προς το αίτημα επιδίκασης τόκων (κυρίως από την απόλυση του εφεσίβλητου και επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής), αναφορικά με το κονδύλιο της αποζημίωσης απόλυσης το αίτημα για επιδίκαση τόκων από της απολύσεως είναι μη νόμιμο, καθώς από το άρθρο 75 ΚΙΝΔ προκύπτει ότι παρεπόμενο της λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης του ναυτικού αποτελεί η καταβολή αποζημίωσης από τον πλοιοκτήτη στο ναυτικό, η οποία, όμως, (αποζημίωση απόλυσης) δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής, αλλά ο τόκος άρχεται από της οχλήσεως και σε κάθε περίπτωση από της επιδόσεως της αγωγής (ΕφΠειρ 19/2016, Νομος, ΕφΠειρ 53/2013, Νομος, ΕφΠειρ 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009.102). Επομένως, οφείλονται τόκοι ως προς το κονδύλιο των 3.951,10 ευρώ που αφορά τακτικές αποδοχές/υπερωριακή απασχόληση του εφεσίβλητου από την ημερομηνία απόλυσης (07-04-2015), ενώ ως προς το κονδύλιο της αποζημίωσης απόλυσης, ποσού 1.500,96 ευρώ οφείλονται τόκοι από την επομένη της επίδοσης της αγωγής,  γεγομένου δεκτού του επικουρικού αιτήματος αυτής ως προς την τοκοφορία της απαίτησης. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ότι ήταν εφαρμοστέα η ανωτέρω ΣΣΕ ως ειθισμένος και όχι ως συμβατικός μισθός και επιδίκασε με διαφορετικούς υπολογισμούς το ποσό των 7.410 ευρώ για τις ίδιες ως άνω αιτίες εντόκως από της απολύσεως του εφεσίβλητου έσφαλε και η απόφαση του, καθώς μεταβάλλονται τα επιδικαζόμενα ποσά και, σε κάθε περίπτωση, μεταβάλλεται η εμβέλεια του δεδικασμένου επί του προδικαστικού ζητήματος της επίδικης σύμβασης εργασίας και των όρων αυτής (ΑΠ 1127/2008, ΕλλΔνη 2010.1654, ΑΠ 1512/1990, ΕΕΝ 1991.655, Κεραμεύς, ΑΔΔ ΓΜ, σελ. 474, Κονδύλης, Το δεδικασμένο, β΄έκδ., σελ. 323, Νίκας, ΠολΔ ΙΙΙ, σελ. 280, Αρβανιτάκης, Η κατ΄ουσίαν έρευνα της διαφοράς μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, 2001, σελ. 115, Αθ.Πανταζόπουλος σε Οικονομου, Η έφεση, άρθρο 534, αριθμ. 4, 13, όπου περαιτέρω παραπομπές), πρέπει, γενομένων δεκτών των λόγων εφέσεως περί ειθισμένου μισθού και εσφαλμένου υπολογισμού των ποσών που επιδικάστηκαν στον εφεσίβλητο, να εξαφανιστεί η απόφαση στο σύνολο της, να κρατηθεί η υπόθεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και να υποχρεωθούν οι ενάγοντες – εκκαλούντες να καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, το ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα δύο ευρώ και έξι λεπτών (5.452,06€), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας ως προς το κονδύλιο των 3.951,10 ευρώ από την ημερομηνία απόλυσης (07-04-2015) και ως προς το κονδύλιο της αποζημίωσης απόλυσης, ποσού 1.500,96 ευρώ, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Τέλος, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας της ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (ανάπτυξη ή μη ισχύος της ανωτέρω ΣΣΝΕ ή της ΓΣΣΕ στην επίδικη σύμβαση εργασίας σε συνάρτηση με το καταβληθέν «κλειστό ποσό» για υπερωρίες) πρέπει τα έξοδα αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.-

Δέχεται τυπικά την έφεση και  κατ’ ουσίαν.-

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 55/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.-

Κρατά την υπόθεση και δικάζει επί της από 14-7-2015 και με ΓΑΚ-ΕΑΚ : 3064-68/14-7-2015 αγωγής.-

Υποχρεώνει τους εναγόμενους, ευθυνόμενους εις ολόκληρον, να καταβάλουν το ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα δύο ευρώ και έξι λεπτών (5.452,06€), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.-

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.-

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 19.2.2020.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ