Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ)

 

 

 

Αριθμός απόφασης

3297/ 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 4351/2152 /10-5-2019 έφεση)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 11η Ιουνίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

            Της εκκαλούσας : Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στις …, …, …, …, …, … (…),με αριθμό εταιρείας …, στερούμενης ελληνικού Α.Φ.Μ., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της Ιωάννας Βεργέτη (Α.Μ. ΔΣΑ : …) και Δέσποινας Βαλτζή (Α.Μ. ΔΣΑ : …) .

             Της εφεσίβλητης : Της εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «….», η οποία εδρεύει στο … (… αριθμ. …),με Α.Φ.Μ. … και αριθμό Γ.Ε.Μ.Η. …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεώργιου Κεχαγιόπουλου (Α.Μ. ΔΣΑ : …).

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από … (Γ.Α.Κ./E.Α.Κ.:11504/159/20-11-2018) αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής κατά της εταιρείας με την επωνυμία «…»- ως προς την οποία παραδεκτώς κατά τα άρθρα 294, 295 παρ.1 και 297 ΚΠολΔ, παραιτήθηκε με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων της προ της έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης και της εφεσίβλητης- και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμόν 8/2019 οριστική απόφασή του αφού θεώρησε την αίτηση ως μη ασκηθείσα κατά της πρώτης καθ’ής, απέρριψε την ανωτέρω αίτηση ως ουσία αβάσιμη ως προς την  δεύτερη καθ΄ης-νυν εφεσίβλητη. Ήδη η εκκαλούσα με την από … (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 5208/117/10-5-2019 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς) έφεσή της προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 4351/2152/10-5-2019, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο έκθεμα.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν ως προαναφέρεται και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους και στα σημειώματά τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη από … (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 5208/117/10-5-2019 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς) έφεση, κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 4351/2152/10-5-2019 και ασκήθηκε νομότυπα με προηγούμενη κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη  απόφαση,εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1,500,511, 516 παρ.2, 517, 518 παρ.2,520 παρ.1 και 682 επ., 734 παρ. 3 ΚΠολΔ) και παραδεκτά με την κατάθεση του οικείου παραβόλου (βλ. το υπ’αριθμ. … e-παράβολο με τη συνημμένη από … απόδειξη ηλεκτρονικής πληρωμής της …) κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 495 παρ.3 α ΚΠολΔ , προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο οικείο έκθεμα.Ως εκ τούτου, νόμιμα φέρεται στο Δικαστήριο αυτό προς εκδίκαση (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και πρέπει, αφού  γίνει τυπικά δεκτή, να εκδικασθεί κατά την ίδια διαδικασία με την εκκαλουμένη (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρα 532, 533 § 1 και 734 § 3 εδ. β΄ του ΚΠολΔ).

          Ι. Aπό τις διατάξεις των άρθρων 682 και 688 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επιτρέπεται και διατάσσεται σε περίπτωση που υπάρχει επικείμενος κίνδυνος, ο οποίος απειλεί το επίδικο δικαίωμα ή την απαίτηση και προς αποτροπή του ή σε περίπτωση συνδρομής επείγουσας περίπτωσης, η οποία επιβάλλει την ταχεία και άμεση λήψη μέτρων πριν ή κατά τη διάρκεια της τακτικής διαγνωστικής δίκης. Αν οι πραγματικές αυτές προϋποθέσεις δεν υπάρχουν ή δεν πιθανολογούνται δεν δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, καθόσον αυτά αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα κατά τον οποίο τα εξαναγκαστικά μέτρα κατά της περιουσίας ή του προσώπου διατάσσονται και λαμβάνονται μόνο μετά την οριστική και τελεσίδικη διάγνωση της απαίτησης και με τις εγγυήσεις και διατυπώσεις της τακτικής διαδικασίας. Συνεπώς, όταν ο νόμος απαιτεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση, εννοεί προδήλως την ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, η οποία να δικαιολογείται από τη συνδρομή πραγματικών περιστατικών, και, συγκεκριμένα κινδύνου να ματαιωθεί η απαίτηση ή επείγουσα περίπτωση της παρούσας στιγμής, η οποία είναι πιεστική και ανεπίδεκτη αναβολής και απαιτεί άμεση ρύθμιση, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανεπανόρθωτων ή δύσκολα αναστρέψιμων καταστάσεων (βλ. ΜΠρΑθ 367/2017ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 128/2014 αδημ,  ΜΠρΕδ 217/2012, ΜΠρΘεσ 18832/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σκοπός δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων είναι να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία η επίδικη σχέση και όχι να ματαιωθεί ο πρακτικός σκοπός της κύριας δίκης στην οποία και μόνο θα κριθεί οριστικά η έννομη σχέση (ΜΠρΘεσ 2945/1996, Ελλ.Δνη 1997.177) Ειδικότερα η παράγραφος 4 του άρθρου 692 ΚΠολΔ αποτρέπει τη δημιουργία με τα ασφαλιστικά μέτρα ανεπανόρθωτων ή δυσχερώς αναστρέψιμων συνεπειών, που ματαιώνουν τον πρακτικό σκοπό της κύριας δίκης, δηλαδή συνεπειών που η ανατροπή τους μετά την αντίθετη οριστική κρίση (χωρίς πάντως αναδρομική ενέργεια προβλ. 698) δεν είναι αυτόματη και απαιτεί ενδεχομένως σημαντικές δαπάνες από τον ηττηθέντα στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων ή εξαρτάται κυρίως από τη θέληση του αντιδίκου του. Συνήθως η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, που υπολείπεται της οριστικής ποιοτικά, ποσοτικά ή χρονικά, διασφαλίζει τον κανόνα της παρ. 4. Η καταδίκη σε παροχή αντικειμένου είτε ως εφάπαξ είτε ως περιοδική παροχή αποτελεί ικανοποίηση του αντιστοίχου δικαιώματος, αφού δημιουργεί ανεπανόρθωτες ή δύσκολα αναστρέψιμες συνέπειες. Γενικότερα η καταδίκη σε ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή πράξεως, που αποτελεί το περιεχόμενο εφάπαξ παροχής ή η ενεργοποίηση διαπλαστικού (ουσιαστικού) δικαιώματος οδηγούν σε ικανοποίηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων και συνεπώς σε ρύθμιση υπερβαίνουσα τα όρια του άρθ. 692 παρ. 4 και 731-732 (Κεραμέας – Κονδύλης – Νίκας Ερμηνεία Κ.ΠολΔ, άρθ. 692 σελ. 1355-1366, I. Χαμηλοθώρης, Ασφαλιστικά Μέτρα εκδ. 2010, σελ. 65-67, 301-302).Επομένως επείγουσα περίπτωση υφίσταται, όταν η ρυθμιστέα σχέση απαιτείται να ρυθμιστεί επειγόντως με δικαστική παρέμβαση, λόγω της ανάγκης για τη γρήγορη απόλαυση του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος από μέρος του δικαιούχου, έτσι ώστε ενόψει και της βραδύτητας της οριστικής επίλυσης της διαφοράς, να μην προξενηθεί ουσιώδης και αναπότρεπτος κίνδυνος, και υπάρχει όταν η βλάβη, που απειλείται απ` αυτόν, είναι πολύ κοντά και επικρέμεται στο πράγμα ή τους διαδίκους (βλ. ΠΠρΒολ 278/1990, ΑρχΝ 43. 268, ΜΠρΠειρ 232/1995, Δ 26. 595, ΜΠρΑΘ 8650/1991, ΑρχΝ 43. 363, ΜΠρΑΘ 14720/1989, Δ 21. 155, ΜΠρΚ 349/1988 ΕλλΔνη 31. 616). Ειδικώς για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων προστασίας της νομής πρέπει να υφίσταται ανάγκη να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία η εξουσίαση του επιδίκου πράγματος, ακόμα και αν η έριδα των διαδίκων έχει ειρηνικό χαρακτήρα (Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, τ. 14, σ. 31, ΠολΠρΛαρ 826/1981 ΝοΒ 30.966). Ο παραπάνω κανόνας του άρθρου 692 § 4 υποχωρεί μόνο στις ακραίες εκείνες περιπτώσεις όπου πιθανολογείται κίνδυνος σημαντικής προσβολής της αξίας του ανθρώπου, η οποία διασφαλίζεται συνταγματικά, όπως π.χ. για την κατεδάφιση ετοιμόρροπου κτίσματος ή τοίχου αν απειλείται η ζωή ανθρώπου ή βλάβη της υγείας του (βλ. ΜΠρΑΘ 27468/1999, ΔΕΝ 55. 1337, ΜΠρΠειρ 2524/1999, ΕλλΔνη 40. 1627, ΜΠρΑθ 10691/1998, ΝοΒ 47. 434, ΜΠρΘεσ 2945/1996, ΕλλΔνη 38. 1 77, ΜΠρΠειρ 436/1992, ΕλλΔνη 34. 665, ΜΠρΧαλκ 589/1991, ΕλλΔνη 34. 1396, ΜΠρΘεσ 2370/1990, Αρμ 1990. 456, Π. Τζίφρα, Ασφαλιστικά μέτρα, σ. 50-51, Κ. Μπέη, Ασφαλιστικά μέτρα, σ. 122επ, Κεραμέα/ Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ, εισαγ. 692 – 738, αριθ. 11, άρθρο 692 αριθ. 2). Όσον δε αφορά την αποδεικτική διαδικασία στις υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, στην παράγραφο 1 του άρθρου 690 ΚΠολΔ, προβλέπεται ότι αρκεί η πιθανολόγηση τω ισχυρισμών, ενώ στην παράγραφο 1 του άρθρου 691 ΚΠολΔ προβλέπεται ότι το Δικαστήριο μπορεί κι αυτεπαγγέλτως να συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για το σχηματισμό της κρίσης του, επομένως ισχύει η αρχής της ανακρίσεως. Κατά την κρατούσα στη θεωρία και νομολογία άποψη (βλ.ΕφΑθ 1123/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) στην διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων αν δε γίνει επίκληση των ισχυρισμών και των αποδείξεων στο ακροατήριο, οι περιεχόμενοι στο σημείωμα που τυχόν κατατεθεί ισχυρισμοί και τα επικαλούμενα  με αυτό και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα , δεν μπορούν να ληφθούν υπόψην αφού με τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ  , η οποία εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη , δηλαδή της ενέργειας  του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων , ως αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν , νοούνται και εκείνες που δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση  (ΟλΑΠ 23/2008, ΑΠ 93/2013, ΑΠ 353/2011,ΑΠ 39/2008, ΑΠ 214/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ-Ι.Κατράς, ΚΠολΔ, Κατ’άρθρο ερμηνεία, Β Έκδοση, άρθρο 691, σελ. 760, παρ.1).Αντίθετο επιχείρημα δεν μπορεί να συναχθεί από το ανακριτικό σύστημα που εισάγει στην αποδεικτική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων η διάταξη του άρθρου 691 παρ1 ΚΠολΔ, λαμβανομένου υπόψην ότι το σύστημα της ανακρίσεως δεν αντικαθιστά το σύστημα της συζητήσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ) αλλά λειτουργεί συνδυαστικά με αυτό προς υποβοήθηση όλων των παραγόντων της δίκης (βλ.Κράνη σε Κεραμέα ΕρμΚΠολΔ άρθρο 691, σ.1347) ενόψει κυρίως της φύσης των ασφαλιστικών μέτρων, η λήψη των οποίων, όπως προειπώθηκε πάντα προϋποθέτει τη συνδρομή επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης. Τα παραπάνω κατά μείζονα λόγο ισχύουν στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων καθώς η υποχρέωση της προφορικότητας είναι ενισχυμένη από πληθώρα διατάξεων στη συγκεκριμένη διαδικασία , όπως οι προβλεπόμενες στα άρθρα 94 παρ.2β, 686, 690 παρ.1 ΚΠολΔ, η υποχρεωτική προαπόδειξη και η ατελής απόδειξη-πιθανολόγηση-ΜΠρΘεσ 4936/2016 αδημ.).

          ΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 981, 984 παρ. 1 και 989 εδ. α του ΑΚ συνάγονται τα ακόλουθα: Η νομή συγκροτείται από δύο στοιχεία, το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus domini). Το μεν πρώτο εκδηλώνεται με τη φυσική εξουσία επί του πράγματος (κατοχή) κατά τρόπο που αποκλείει άλλον από αυτήν, το δε δεύτερο εξωτερικεύεται με τη μεταχείριση του πράγματος κατά τρόπο που προσιδιάζει σε κύριο αυτού. Για τη διατήρηση της νομής απαιτείται η συνύπαρξη αμφοτέρων των στοιχείων της και, συνεπώς, επέρχεται απώλεια αυτής, εφόσον λείψει φανερά το ένα από αυτά και για σταθερή διάρκεια. Επισημαίνεται, ότι ο νομέας δεν είναι ανάγκη να βρίσκεται διαρκώς σε σωματική επαφή με το πράγμα και να έχει, χωρίς διακοπή, τη διάνοια κυρίου στραμμένη σ’ αυτό. Αρκεί, έχοντας την επίβλεψη και εποπτεία του πράγματος να μπορεί, κάθε στιγμή, να εκδηλώσει τη φυσική εξουσία του με εμφανείς υλικές πράξεις πάνω σ’ αυτό και δεν είναι απαραίτητο να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση (ΑΠ 1589/2008, ΑΠ 864/2005 ΕλΔ 49 σελ. 1456, 185, ΑΠ 393/1999 ΕλΔ 40.1744, ΕφΠειρ 170/2012 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑθ 2050/2009 ΕλΔ 50.1511). Ειδικότερα, φυσική εξουσία είναι η άσκηση πράξεων που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του πράγματος, ώστε, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, να θεωρείται ότι αυτό βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη διάθεση του νομέα. Η διάνοια κυρίου, επίσης, εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας, ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinio domini) (ΑΠ 1378/2010, ΕφΑθ 126/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν λείπει όμως το πνευματικό στοιχείο υπάρχει μόνο κατοχή ως απλή φυσική εξουσία επί του πράγματος που συνήθως ασκείται στο όνομα άλλου με βάση κάποια νόμιμη ή υποτιθέμενη ενοχική σχέση (μίσθωση, χρησιδάνειο, μεσεγγύηση, εκούσια ή νόμιμη αντιπροσώπευση, παρακαταθήκη κλπ.). Κατά τα άρθρα 984 παρ. 1 και 987 εδ. α του ΑΚ, η νομή προσβάλλεται είτε με διατάραξη είτε με αποβολή του νομέα, εφόσον αυτές γίνονται παράνομα και χωρίς τη θέλησή του, ο δε νομέας που αποβλήθηκε παράνομα από τη νομή έχει δικαίωμα να αξιώσει την απόδοσή της από αυτόν που νέμεται επιλήψιμα απέναντί του. Σε περίπτωση που η προσβολή της νομής συνίσταται σε αποβολή του νομέα, ο προσβολέας καθίσταται ο ίδιος νομέας του πράγματος (επιλήψιμος νομέας) αποκτώντας τη νομή του (επιλήψιμη νομή), προστατευόμενος υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων ΑΚ 988, 990, 992. Δεν αρκεί όμως για τη θεμελίωση, επιλήψιμης έστω, νομής του προσβολέα η απλή διατάραξη της προσβληθείσας νομής (ΑΚ 984 παρ. 2). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 991 του ΑΚ, προκύπτει ότι ο εναγόμενος για διατάραξη της νομής ή αποβολή απ’ αυτήν δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαίωμα που του παρέχει εξουσία πάνω στο πράγμα παρά μόνο αν το δικαίωμα έχει αναγνωριστεί τελεσίδικα σε δίκη ανάμεσα σ’ αυτόν και τον ενάγοντα (ΑΠ 2154/2014 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Συγκεκριμένα, από την ΑΚ 991, σε συνδυασμό με τις ΚΠολΔ 321, 324 συνάγεται ότι η νομή προστατεύεται αυτοτελώς, δηλ. ανεξάρτητα από το εάν αυτή στηρίζεται σε δικαίωμα ή όχι, το οποίο πάντως μπορεί να προστατευθεί σε χωριστή δίκη, η οποία θα κρίνει για την ύπαρξη και την έκταση του κρίση η οποία είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί στη σκοπούσα την άμεση αποκατάσταση της διασαλευθείσας ειρηνικής συμβίωσης δίκη ασφαλιστικών μέτρων νομής (ΑΠ 905/1979 ΝοΒ 28.624). Στη δίκη προστασίας της νομής, είτε κατόπιν αγωγής είτε κατόπιν αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, δεν είναι επιτρεπτή, όπως ρητώς ορίζει η ΑΚ 991, η ένσταση του εναγομένου ή καθ` ού η αίτηση ότι η προσβολή έγινε δυνάμει εμπραγμάτου ή ενοχικού δικαιώματος, εκτός εάν αυτό έχει αναγνωρισθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση σε δίκη μεταξύ των διαδίκων.Έτσι ο εναγόμενος σε αγωγή διατάραξης ή αποβολής από τη νομή του πράγματος δεν μπορεί να αντιτάξει κατά του ενάγοντα ενστάσεις ανατρεπτικές στηριζόμενες σε δικαίωμα ίδιας κυριότητας ή σε άλλα εμπράγματα δικαιώματα επί του πράγματος, όπως λ.χ. στο δικαίωμα της επικαρπίας ή άλλης προσωπικής ή πραγματικής δουλείας, παρέχον, στην τελευταία περίπτωση – σε αγωγή μόνο για διατάραξη της νομής-, την αποτελούσα τη διατάραξη εξουσία ή σε προσωπικά περί αυτού – πράγματος – δικαιώματα, με βάση τα οποία θα μπορούσε ο ίδιος να αξιώσει τη σ`αυτόν παράδοση του πράγματος ή την παραχώρηση της χρήσης αυτού, όπως λ.χ. στο δικαίωμα με βάση σύμβαση μίσθωσης, χρησιδανείου κ.α., δυνάμενος μόνο να επικαλεστεί το ίδιο αυτού δικαίωμα νομής ή οιονεί νομής για να υποστηρίξει (δικαιολογήσει) την άρνηση της βάσης της κατ` αυτού αγωγής, δηλαδή, προς άρνηση ότι έλαβε χώρα προσβολή της νομής – διατάραξη ή αποβολή – παράνομη ή αυθαίρετη, οπότε ο σχετικός ισχυρισμός του δεν είναι αυτοτελής, αλλά αποτελεί απλώς αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, που μπορεί να αποδειχθεί ανταποδεικτικά και να επιφέρει την απόρριψή της ως αναπόδεικτης. Περί της συνδρομής δε ή όχι των αμέσως πιο πάνω στοιχείων, που απαιτούνται για τη διατήρηση της νομής, κρίνει το δικαστήριο κατά την κοινή αντίληψη με βάση τα συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά (ΑΠ 275/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 997 ΑΚ, σε περίπτωση παράνομης διατάραξης της νομής πράγματος ή δικαιώματος ή αποβολής απ` αυτήν, εκείνος που απέκτησε από το νομέα ως μισθωτής ή θεματοφύλακας ή με άλλη παρόμοια σχέση έχει κατά τρίτων τις αγωγές της νομής. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο νομοθέτης καθόρισε ενδεικτικά τις περιπτώσεις στις οποίες ο κάτοχος λαμβάνει την κατοχή από το νομέα δυνάμει μιας ενοχικής σχέσης, (Γεωργιάδης – Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ, V άρθρο 997, σ. 301, αρ. 2, Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Εμπραγμάτου Δικαίου, ΕΓ, σ. 223). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 974 ΑΚ, κατοχή είναι η φυσική εξουσία επάνω στο πράγμα, που ασκείται με πρόθεση φυσικής εξουσίασης. Κατά δε το άρθρο 980 ΑΚ η νομή ασκείται αυτοπρόσωπα ή μέσω άλλου. Κατ` ανάλογη εφαρμογή της διάταξης αυτής μπορεί ν` ασκηθεί και η κατοχή δι` άλλου, με συνέπεια η κατοχή ν` ασκείται δια μέσου παρένθετων προσώπων (Γεωργιάδης – Σταθόπουλος, ό.π., άρθρο 980, σελ. 248, Γεωργιάδης, ό.π.. σ. 151). Με βάση τα αμέσως παραπάνω, είναι δυνατή η κλιμάκωση της κατοχής μεταξύ περισσοτέρων προσώπων, οπότε καθένα από αυτά έχει κατοχή διαφορετικής βαθμίδας. Στην περίπτωση αυτή κάτοχος, κατά την έννοια του άρθρου 974 ΑΚ, είναι τόσο εκείνος ο οποίος κατέχει διάνοια κατόχου το πράγμα (άμεσος κάτοχος) όσον και εκείνος (έμμεσος κάτοχος), που ασκεί την κατοχή διαμέσου άλλου προσώπου και συγκεκριμένα του αμέσου κατόχου, η οποία θεωρείται ως αποπνευματοποιημένη, ακριβώς γιατί ελλείπει το υλικό στοιχείο εξουσίασης. Σε περίπτωση προσβολής της κατοχής με την αποβολή απ` αυτήν, όταν συντρέχει το φαινόμενο της κλιμακωτής κατοχής, ο έμμεσος κάτοχος προστατεύεται κατά του αμέσου κατόχου με τις αγωγές της νομής, κατ` άρθρα 997, 987 ΑΚ (βλ. Γεωργιάδης -Σταθόπουλος, ό.π., άρθρο 974, σ. 220, Γεωργιάδης. ό.π.. σ. 134, ΠολΠρΑθ 1754/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδης -Σταθόπουλος, ό.π.. άρθρο 997, σ. 305, Γεωργιάδης, ο.π., σ. 230), κατά δε τη δι’αταξη 998 ΑΚ εναντίον του κατόχου, ο νομέας έχει τις αγωγές τις νομής.

ΙΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 686 ΑΚ, αν ο εργολάβος δεν αρχίσει εγκαίρως την εκτέλεση του έργου ή αν, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, επιβραδύνει την εκτέλεση στο σύνολο της ή εν μέρει με τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση του έργου, ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, χωρίς να περιμένει το χρόνο παράδοσης του έργου (εδ. α`). Όταν υπάρχει υπερημερία του εργολάβου, διατηρούνται ακέραια τα δικαιώματα που έχει ο εργοδότης εξαιτίας της (εδ. β`). Οι διατάξεις του άρθρου 686 ΑΚ αποτελούν εκδήλωση της περιορισμένης σημασίας που έχει στη μίσθωση έργου το στοιχείο του χρόνου, διότι, ενώ η μίσθωση έργου είναι παροδική και όχι διαρκής σύμβαση, εν τούτοις υπάρχουν σ` αυτή ορισμένα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στις γνήσιες διαρκείς σχέσεις. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 686 εδ. α` ΑΚ, για την άσκηση του παρεχομένου απ` αυτό στον εργοδότη δικαιώματος της υπαναχώρησης από τη σύμβαση μίσθωσης έργου δεν απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων της υπερημερίας του εργολάβου, ούτε η ύπαρξη υπαιτιότητας του εργολάβου στην καθυστέρηση, που μπορεί να οφείλεται και σε αντικειμενικές δυσχέρειες, ούτε η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 383 επ. ΑΚ, γιατί πρόκειται για υπαναχώρηση που παρέχεται ευθέως από το νόμο και σ` αυτήν έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 389 έως 396 ΑΚ, έχει δε σαν αποτέλεσμα την κατάργηση αναδρομικά όλης της σύμβασης (ex tunc) (ΑΠ 77/2011, ΑΠ 997/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αποσβέννυται η υποχρέωση προς παροχή και οι παροχές που δόθηκαν αναζητούνται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, λόγω της ex causa finite  κατάργησης της σύμβασης και αποδίδεται η ληφθείσα παροχή αυτούσια ή η αξία της, καθώς και ο νόμιμος τόκος από την υπαναχώρηση, διότι έκτοτε έπρεπε να προβλεφθεί η αναζήτηση (ΑΠ 905/2011, ΑΠ 233/2006, ΑΠ 981/1997 ΕλλΔνη 39. 128, ΕφΘεσ 1374/2005 Νόμος, ΕφΑθ 5183/2001 ΕλλΔνη 43. 246).Εξάλλου, εφόσον με την εκ μέρους του δικαιουμένου άσκηση του δικαιώματος της υπαναχώρησης λύεται αναδρομικά η σύμβαση, εν αμφιβολία, καταργούνται και οι τυχόν πρόσθετες μεταξύ των μερών συμφωνίες, όπως είναι και η συνομολόγηση ποινικής ρήτρας (ΑΠ 905/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όπως ήδη αναφέρθηκε, το παρεχόμενο με το άρθρο 686 εδ. α` ΑΚ δικαίωμα υπαναχώρησης μπορεί να ασκηθεί και μετά το συμφωνημένο χρόνο παράδοσης του έργου( ΑΠ 1113/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 179/2011, αδημ), αν δεν εκπληρώθηκαν μέχρι τη λήξη της προθεσμίας παράδοσης αυτού οι υποχρεώσεις του εργολάβου για έγκαιρη έναρξη ή για  μη επιβράδυνση της εκτέλεσης του έργου με τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση αυτού, αφού κατ` εξοχήν στην περίπτωση αυτή προκύπτει ότι είναι ανέφικτη η έγκαιρη παράδοση του έργου (ΕφΘεσ 1374/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον ότι οι διατάξεις των άρθρων 383-385 και 686 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου, άρα μπορεί να γίνει ειδική συμφωνία, κατά την οποία ο εργοδότης θα δικαιούται όχι εύλογη αλλά πλήρη αποζημίωση, ή ότι η συνομολογηθείσα ποινική ρήτρα θα καταπίπτει και αν χωρήσει υπαναχώρηση, οπότε ο δανειστής δικαιούται παράλληλα με την υπαναχώρηση να αξιώσει και πλήρη αποζημίωση ή και την ποινική ρήτρα, αφού η σώρευση όλων αυτών των αποτελεσμάτων δεν είναι αντίθετη στη διάταξη του άρθρου 686 εδ. β` ΑΚ, καθώς η υπαναχώρηση αυτή είναι συμβατική (ΑΠ 413/1990 ΕλλΔνη 31. 1020, ΕφΠατρ 798/2007 Νόμος, ΕφΑθ 106/1998 Αρμ 1998.1482, ΠολΠρωτΘες 10223/2012 αδημ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 382, 383, 681 και 686 ΑΚ, προκύπτει ότι, αν εκτελέσθηκε ήδη ένα μόνο μέρος του έργου, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, να υπαναχωρήσει μόνο σε σχέση με το τμήμα του έργου που δεν έχει εκτελεσθεί κατά το χρόνο της υπαναχώρησης, οφείλοντας έτσι μόνον αντίστοιχη αμοιβή για τις εργασίες που εκτελέσθηκαν μέχρι τότε. Η υπαναχώρηση αυτή ενεργεί στην πραγματικότητα κατά κάποιο τρόπο  ως καταγγελία της σύμβασης (άρθρο 700 ΑΚ),  αναφορικά με το έργο που μέχρι τότε εκτελέστηκε,, αφού ενεργεί για το μέλλον και δεν θίγει τη σύμβαση  για το σκέλος της αυτό ( εκτέλεση έργου) (ΑΠ 1035/2010, ΕφΑθ 8098/2006 ΕλλΔνη 49. 293, ΕφΘεσ 1374/2005 Νόμος, ΕφΑθ 149/2004 ΕλλΔνη 45. 902, ΕφΘεσ 1848/2003 Αρμ. 2004. 1139, ΕφΘεσ 1729/2003 Αρμ. 2004. 1401). Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης διατηρεί ακέραιο το δικαίωμα καταβολής της συνομολογηθείσης ποινικής ρήτρας μέχρι τον χρόνο της λειτουργούσης στην πραγματικότητα ως καταγγελίας υπαναχώρησης (ΑΠ 1035/2010 ό.π.). Συχνά εμφανίζονται δυσχέρειες στην προσπάθεια χαρακτηρισμού της δήλωσης του εργοδότη ως δήλωσης που κατατείνει στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της διάταξης του άρθρου 700 ΑΚ ή εκείνης του άρθρου 686 του ιδίου Κώδικα, οπότε είναι ενδεχόμενη η προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ειδικότερα με την καταγγελία της σύμβασης έργου από τον εργοδότη, η οποία γίνεται μέχρι την αποπεράτωση του έργου, αυτή λύεται για το μέλλον και ο εργοδότη υποχρεούται να παραλάβει το έργο στην κατάσταση που βρίσκεται κατά την καταγγελία και να καταβάλει στον εργολάβο ολόκληρη τη συμφωνημένη αμοιβή, από την οποία, μετά από ένσταση του εργοδότη, μπορούν να αφαιρεθούν τα άνω ποσά (σχ. ΑΠ 762/2006 ΕλλΔνη 2006,1086, ΑΠ 45/1986 ΕλλΔνη 27,480, ΑΠ 696/1982 ΝοΒ 31,654, ΑΠ 1083/1981 ΝοΒ 30,654, ΑΠ 1098/1980 ΕΕΝ 48,210, ΕφΑθ 8370/2002 ΕΔΠ 2003,283). Επιλέγοντας όμως ο εργοδότης την καταγγελία του άρθρου 700 του ΑΚ δεν δικαιούται να λάβει αποζημίωση για την μη εκπλήρωση, αφού η λύση της συμβάσεως επέρχεται ένεκα της καταγγελίας του (σχ. ΕφΑθ 418/1986 ΕλλΔνη 29,1198, Γεωργιάδης – Σταθόπουλοε, ΑΚ, κάτω από το άρθρο 700, II, 2 σελ. 676, Φ. Τσετσέκος, Μίσθωση Εργου, έκδ. 1980, σελ. 305,ΕφΑθ 5770/1984, ΕφΑθ 9281/1982 ΕλλΔνη 24,664). Δεν αποτελεί, όμως καταγγελία, η δήλωση του εργοδότη που τείνει στη λύση της σύμβασης, όταν επικαλείται αντισυμβατική συμπεριφορά του εργολάβου. Στη σχετική δήλωση υπαναχώρησης πρέπει ν` αναφέρονται οι λόγοι της, όχι μόνο για να μπορέσει ο εργολάβος ν` αμυνθεί αλλά και για να μην προκύψει σύγχυση σχετικά με το αν πρόκειται για την υπαναχώρηση του άρθρου 686 εδ. α` ή για την καταγγελία με βάση το άρθρο 700. Αν, περαιτέρω, δεν αποδειχθούν οι λόγοι της υπαναχώρησης, δηλαδή η επιβράδυνση της εκτέλεσης του έργου από τον εργολάβο, η δήλωση του εργοδότη, κατά νόμιμη μετατροπή σύμφωνα με το άρθρο 182 ΑΚ και υπό τις προϋποθέσεις αυτού, ενεργεί ως καταγγελία κατ`άρθρο 700 του ιδίου Κώδικα, όποτε ο εργοδότης οφείλει να καταβάλλει στον εργολάβο τη συμφωνημένη αμοιβή (ΕφΑΘ 225/2009 ΕλλΔνη 50. 606)και εργολάβος υποχρεούται να παραδώσει στον εργοδότη το τμήμα του έργου που εκτελέστηκε, ο δε εργοδότης να παραλάβει τούτο σε όποια κατάσταση αυτό ευρίσκεται. Με τη λύση της συμβάσεως υποχρεούται ακόμη ο εργολάβος να αποδώσει στον εργοδότη τα πράγματα στα οποία, σύμφωνα με τη σύμβαση του έργου αυτός είναι κάτοχος, ενώ ο εργοδότης διατηρεί τη νομή. Εάν ο εργολάβος εξακολουθεί να τα κατέχει και δεν τα αποδίδει, τότε ενεργεί αντίθετα στη βούληση του νομέως και δεν συμμορφώνεται στις νόμιμες υποχρεώσεις του. Έτσι προσβάλλει τη νομή του εργοδότου, ο οποίος προστατεύεται σύμφωνα με την ΑΚ 998, συντρέχουν δε και οι προϋποθέσεις για την άσκηση των αγωγών της νομής κατά τις ΑΚ 987 και 989 (βλέπ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλο ένθ` ανωτ. υπό το άρθρο 700).

ΙV. Περαιτέρω, από τα άρθρα 361, 481, 482, 483,847 και 857 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Με τη σύμβαση της εγγυήσεως ο εγγυητής αναλαμβάνει έναντι του δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί σ` αυτόν εκ μέρους του πρωτοφειλέτη η οφειλή. Η ευθύνη του εγγυητή είναι παρεπόμενη σε σχέση με την ευθύνη του πρωτοφειλέτη , επομένως η ύπαρξη και η ισχύς της σύμβασης εγγύησης εξαρτάται από την ύπαρξη και την ισχύ της κύριας συμβάσεως και γενικότερα της ενοχικής σχέσεως μεταξύ των μερών. Παθητική εις ολόκληρον οφειλή δεν δημιουργείται από την εγγύηση, ακόμη και αν ο εγγυητής παραιτηθεί από την ένσταση διζήσεως (ΑΚ 857 αρ. 1), αφού και τότε η ευθύνη του εξακολουθεί να είναι παρεπόμενη. Αν υπάρχει σχετική ειδική συμφωνία ο εγγυητής γίνεται εις ολόκληρον συνοφειλέτης. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα είναι πια εγγυητής (Απ. Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλος ο.π. άρθρ. 847 σελ. 368 σημ. 33, ΕφΠειρ 107/1994, Ελλ.Δνη 1994.1700). Ειδικότερα, ενόψει του ότι οι διατάξεις περί της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής είναι ενδοτικού δικαίου, τίποτε δεν αποκλείει να συμφωνήσουν και οι τρεις ότι πρωτοφειλέτης και εγγυητής ενέχονται εις ολόκληρον έναντι του δανειστή, πράγμα το οποίο συντρέχει όταν ο εγγυητής παραιτηθεί, κατ` άρθρο 847 ΑΚ, από τις ενστάσεις των άρθρων 853, 858, 862, 863,864, 866, 867 και 868 ΑΚ (ΠΠρΑθ 4349/2011  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 853 ΑΚ ο εγγυητής μπορεί να προτείνει κατά του δανειστού τις μη προσωποπαγείς ενστάσεις του πρωτοφειλέτου και αν αυτός ήθελε παραιτηθεί αυτών μετά τη συνομολόγηση της εγγυήσεως. Ο κανόνας αυτός είναι απόρροια του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυήσεως εν σχέσει προς την κυρία οφειλή. Ο εγγυητής ευθύνεται εάν και εφόσον ευθύνεται και ο πρωτοφειλέτης (βλ. και άρθρο 851 ΑΚ). Επομένως έχει υπέρ αυτού κάθε άμυνα την οποία έχει και ο πρωτοφειλέτης κατά του δανειστού αυτού, ήτοι ο εγγυητής έχει όλες τις ενστάσεις του πρωτοφειλέτου, είτε αυτές προϋπήρχαν της εγγυήσεως, είτε γεννήθηκαν μετά την σύσταση αυτής και μέχρι του χρόνου κατά τον οποίον ο εγγυητής ενάγεται από το δανειστή προς εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του (Εφ.Αθ. 1917/2002, Ελλ.Δνη 2004.1070). Η διάταξη του άρθρου 853 ΑΚ είναι κι αυτή ενδοτικού δικαίου, οπότε η συμφωνία περί παραιτήσεως από τις ενστάσεις του πρωτοφειλέτη στη σύμβαση εγγυήσεως μπορεί να γίνει τόσο κατά τη σύναψη της συμβάσεως όσο και μετ’ αυτήν, τις περισσότερες δε φορές η παραίτηση αυτή υποκρύπτει άλλη σύμβαση, όπως είναι η υπόσχεση ή αναγνώριση ή αναδοχή χρέους (Απ. Γεωργιάδης – Μιχ. Σταθόπουλος ό.π. άρθ. 853, σελ. 382, ΕφΠειρ 853/1993, Ελλ.Δνη 1994.1699).Διαφορετική από τη σύμβαση εγγυήσεως είναι η προβλεπόμενη στις διατάξεις των άρθρων 847, 850, 471 και 477 του Α.Κ. άτυπη, υποσχετική σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, που καταρτίζεται μεταξύ του δανειστή και τρίτου, παράγεται αυθυπόστατη, έναντι της κυρίας οφειλής, ενοχή του τρίτου (αναδοχέα) έναντι του δανειστή, δημιουργουμένης παθητικής εις ολόκληρο ενοχής, δικαιουμένου του δανειστή, κατ΄ επιλογή του, να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής είτε από τον παλαιό οφειλέτη είτε από τον αναδοχέα του χρέους. Η αναδοχή μπορεί να αφορά και μελλοντικό χρέος. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 477 ΑΚ προκύπτει ότι σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Έτσι, παράγεται μία πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που μπορεί να καταρτισθεί ακόμη και σιωπηρά, είναι ετεροβαρής και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης χρέους από τον αναδεχόμενο, αλλά ανάληψής του, εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει. Η ευθύνη του αναδοχέα έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Έτσι, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται, έναντι του δανειστή, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (ΑΚ 481), δικαιουμένου του δανειστή να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής μία μόνο φορά, κατ’ επιλογή του, είτε από τον τρίτο που αναδέχθηκε το χρέος του οφειλέτη, με βάση τη σύμβαση αναδοχής, είτε από τον οφειλέτη με βάση την μεταξύ δανειστή και οφειλέτη έννομη σχέση (ΑΠ 306/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ).

  1. V. Εξάλλου από τον συνδυασμό των άρθρων 185, 189, 192 και 195 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι η πρόταση για την κατάρτιση συμβάσεως πρέπει να είναι πλήρης δηλαδή να περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την σκοπούμενη σύμβαση, προπαντός μεν τα ουσιώδη, από δε τα επουσιώδη, εκείνα τα οποία ο προτείνων νομίζει ότι πρέπει να εξαρθούν ειδικότερα. Η πρόταση όμως είναι ισχυρά και όταν ακόμη είναι αόριστη ως προς κάποιο από τα στοιχεία της (ουσιώδη ή επουσιώδη) εφόσον ο προσδιορισμός του επαφίεται στον λήπτη της προτάσεως ή μπορεί να συναχθεί με αναφορά στις δηλώσεις των μερών που προηγήθηκαν (ΑΠ 8/2005 Δ/νη 46.831, ΕφΔυτΜακ 29/2014 Αρμ2015. 439). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 189,191 εδ. β` και 195 ΑΚ προκύπτει ότι η αποδοχή της πρότασης για την σύναψη σύμβασης η οποία αποτελεί αντίστοιχο της πρότασης δικαίωμα, πρέπει να είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο της πρότασης( consensus) χωρίς επιφύλαξη ή τροποποίηση, να ακολουθεί την πρόταση και να περιέλθει σ` αυτόν που πρότεινε με αφετηρία το χρόνο της πρότασης μέσα στην προθεσμία που τάχθηκε μ` αυτήν ή συγχρόνως με άλλο τρόπο γραπτώς ή προφορικώς ή αν δεν τάχθηκε προθεσμία έως την στιγμή που κατά τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης απαιτείται και συνακόλουθα υποχρεούται να αναμένει αυτός που πρότεινε. Έτσι η ασυμφωνία ( disensus) των μερών ως προς ουσιώδη όρο ( essentialia negotii) έχει ως συνέπεια την μη σύναψη της σύμβασης (ΑΠ 1638/2001 Δ/νη 43.767, ΕφΑθ 8582/2006 ΕλλΔ/νη2008.929) και τούτο διότι τόσο η πρόταση όσο και η αποδοχή πρέπει να καλύπτονται αμοιβαίως σε όλα τα σημεία τους (ακόμη και στα επουσιώδη). Αν δεν υπάρχει τέτοια πλήρης κάλυψη η σύμβαση δεν έχει καταρτισθεί. Ωστόσο, εφόσον υπάρχει φανερή ασυμφωνία επί επουσιωδών σημείων( accidentalia negotii), δηλαδή τα μέρη τελούν εν γνώσει του γεγονότος ότι δεν συμφώνησαν στα ανωτέρω επουσιώδη σημεία, η σύμβαση θεωρείται ότι δεν καταρτίστηκε μόνον σε περίπτωση αμφιβολίας κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 195 του ΑΚ( φανερή ασυμφωνία σε  επουσιώδης όρους, διότι αν η φανερή ασυμφωνία αφορά σε ουσιώδης όρους η σύμβαση δεν καταρτίζεται-βλ Σπυριδάκη Γενικές Αρχές εκδ 1987 σελ 731). Ο κανόνας της 195 ΑΚ αφορά στις περιπτώσεις εκείνες που η ασυμφωνία είναι αποτέλεσμα ηθελημένης δήλωσης βούλησης και όχι λόγω πλάνης( Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ εκδ 2001 υπό το άρθρο 195 ΑΚ σελ 813) . Αυτό σημαίνει ότι η σύμβαση θεωρείται καταρτισθείσα όταν προκύπτει ότι τα μέρη δεν εξάρτησαν τη σύναψή της από την επίτευξη συμφωνίας επί των σημείων τούτων. Τέτοια θέληση για σύναψη της σύμβασης θεωρείται συνήθως υφιστάμενη όταν και τα δύο μέρη εν γνώσει της ελλείπουσας συμφωνίας σε κάποιο επουσιώδες σημείο άρχισαν να εκπληρώνουν τη σύμβαση ή όταν με μεταγενέστερη συμφωνία προσδιόρισαν και το επουσιώδες σημείο. Η φανερή ασυμφωνία, περί της οποίας το άνω άρθρο 195 ΑΚ, διακρίνεται της λανθάνουσας (παρανόησης), η οποία υπάρχει όταν τα μέρη πιστεύουν ότι συμφώνησαν σε όλα τα σημεία και ότι η σύμβαση έχει συναφθεί, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχουν συμφωνήσει σε ορισμένο ή ορισμένους όρους, οπότε, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 196 ΑΚ, εφόσον πρόκειται περί επουσιώδους όρου, γίνεται δεκτό ότι συνήφθη η σύμβαση, εφόσον, κατά την υποθετική βούληση των μερών, αυτή θα καταρτιζόταν έστω και χωρίς να αποφασίσουν τα μέρη για το συγκεκριμένο όρο( ΑΠ 1027/2009 αδημ). Η διάταξη επομένως του  άρθρου  196 ΑΚ ρυθμίζει τη λανθάνουσα ασυμφωνία σε επουσιώδης όρους (ΕφΑθ 4014/2006 ΔΕΕ2006.1275Βαθρακοκοίλη οπ σελ 815 επΓεωγιάδης-Σταθόπουλος, τομ. πρώτος σελ. 317 επ., Σημαντηρας, Γενικαί Αρχαί, έκδ. δεύτερη, σελ. 386 αριθ. 663, Mπαλής, Γενικαί Αρχαί, παρ. 82, σελ. 225), η οποία λανθάνουσα ασυμφωνία δεν εμποδίζει την κατάρτιση της συμβάσεως. Έτσι προϋπόθεση για την εφαρμογή της ως άνω διάταξης είναι : α) Η συμφωνία σε ουσιώδη όρο της σύμβασης, β) Η ασυμφωνία των μερών ως προς επουσιώδη όρο. Δεν ρυθμίζεται ειδικώς η περίπτωση της λανθάνουσας ασυμφωνίας  σε ουσιώδεις όρους (essentialia negotii) δηλαδή όταν υπάρχει ασυμφωνία ως προς ουσιώδες στοιχείο όχι ηθελημένη αλλά από πλάνη, δηλαδή  όταν ασυμφωνία αυτή δεν είναι γνωστή  στα μέρη αφού αυτά θεωρούν ότι σύμβαση έχει καταρτισθεί.  Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η περίπτωση αυτή προσομοιάζει με τη διμερή πλάνη ως προς η δήλωση βουλήσεως και των δύο μερών, η οποία  μπορεί να είναι κοινή ως προς ορισμένο όρο της σύμβασης( ομοειδής διμερής πλάνη), ή διαφορετική ( ετεροειδής διμερής πλάνη) έτσι ώστε αυτή να εμφανίζεται κατηρτισμένη παρά την πραγματική βούληση των  μερών. Στην περίπτωση αυτή, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, προσήκει η ίδια λύση, ως ανωτέρω, δηλαδή θα πρέπει να θεωρείται ότι η σύμβαση  δεν έχει καταρτισθεί (ΑΠ 882/2010 ΔΕΕ 2010.1210, ΑΠ 1334/2008 ΕλλΔνη 2011.417, ΑΠ 1638/2001 ΕλλΔ/νη2002.767,  ΕφΑθ 8582/2006 ΕλλΔνη 2008.929, ΕφΑθ 8363/2001 ΕΔΠολ2003.177,  Σπυριδάκη όπ.)  Ειδικότερα όσον αφορά τη σύμβαση έργου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, όπου ορίζεται ότι (στην σύμβαση αυτή) ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει την συμφωνημένη αμοιβή, προκύπτει ότι ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης αυτής είναι η συμφωνία μεταξύ του εργολάβου και του εργοδότη για την αμοιβή του εργολάβου, δηλαδή η συμφωνία για το εργολαβικό αντάλλαγμα και την κατασκευή συγκεκριμένου έργου ( ΑΠ 600/2017 αδημ, ΕφΑθ 7179/2008 ΕλλΔ/νη2011. 243).
  2. VI. Τέλος, οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που υφίσταται κενό σε δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βούλησης. Δηλονότι κάθε συμφωνία των μερών πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται σαφώς από τις περιστάσεις, ενώ σε περίπτωση που διαπιστωθεί, έστω και εμμέσως, η ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις περί τούτου δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, το Δικαστήριο οφείλει να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ ( ΑΠ 176/2018 αδημ, ΑΠ 245/2018 αδημ, ΑΠ 518/2018 αδημ,  ΑΠ 896/2013, ΑΠ 1310/2011,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ερμηνεία  μίας αμφίσημης συμβάσεως  θα πρέπει να γίνεται επί τη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ήτοι του άρθρου 200 ΑΚ που θα πρέπει  στην περίπτωση αυτή να προκρίνεται έναντι της 173 ΑΚ, η οποία  εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δήλωσης, δηλαδή την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης, αλλά να αναζητείται η αληθινή βούληση,  ενώ η 200ΑΚ  εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη των συναλλαγών  επιβάλλοντας η δήλωση να ερμηνεύεται , όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας και μόνο πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που  επικρατεί στις συναλλαγές, κατά την κρίση του εχέφρονα ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης το Δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, τον δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, καθώς και τη φύση της σύμβασης. Έτσι, κάθε δήλωση βουλήσεως θα πρέπει να ληφθεί με την έννοια που απαιτεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η συναλλακτική ευθύτητα, κατά τους κανόνες της οποίας θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η δήλωση βουλήσεως Το Δικαστήριο της ουσίας, όταν ερμηνεύει, κατά τις αρχές της καλής πίστεως, λαμβάνοντας υπόψη  του και τα συναλλακτικά ήθη, τη δήλωση βούλησης, δεν είναι ανάγκη να αναλύσει και να εξειδικεύσει τις αρχές αυτές ή τα συναλλακτικά ήθη και δεν δεσμεύεται στην κρίση του από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (ΑΠ 105/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΑΠ 28/2007 ΕλλΔνη 48.1029, ΕφΠειρ 515/2015 αδημ, ΕφΠειρ 153/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) λαμβάνει όμως υπόψην του τα συμφέροντα των μερών και ιδίως εκείνου, την ιδιαίτερη προστασία του οποίου επιδιώκει ο ερμηνευόμενος όρος (ΑΠ 737/2000, ΑΠ 337/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τον δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης, τη φύση της σύμβασης, τις διαπραγματεύσεις και την προηγούμενη συμπεριφορά των μερών,  χωρίς να είναι υποχρεωμένο να αρκεστεί μόνο στο περιεχόμενο της σύμβασης ( ΑΠ 355/2018 αδημ, ΑΠ 934/2014, ΑΠ 211/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση,η αιτούσα με την από … (Γ.Α.Κ./E.Α.Κ.:11504/159/20-11-2018) αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής που κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά ,στρεφόμενη κατά της νυν εφεσίβλητης (δεύτερης καθ’ής η αίτηση) και της εταιρείας με την επωνυμία «…» (πρώτης καθ’ής η αίτηση), ως προς την οποία παραδεκτώς κατά τα άρθρα 294, 295 παρ.1 και 297 ΚΠολΔ, παραιτήθηκε με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων της προ της έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, επικαλούμενη ότι συντρέχει ιδιαιτέρως επείγουσα περίπτωση ζήτησε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων προστασίας της νομής και κατοχής της επί των αναφερόμενων στην αίτηση αναλυτικώς κινητών πραγμάτων που αποτελούν εξοπλισμό της θαλαμηγού «…», πλοιοκτησίας της  τα οποία κατέχει η (δεύτερη καθ’ής η αίτηση) παράνομα και χωρίς της δική της (αιτούσας) θέληση. Ειδικότερα ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι η ίδια είναι προσωρινά νομέας και κάτοχος των αναφερόμενων στο ιστορικό της αιτήσεως κινητών πραγμάτων που αποτελούν εξοπλισμό του ως άνω σκάφους πλοιοκτησίας της , να διαταχθούν οι καθ’ ων, όπως και κάθε τρίτος που έλκει τα δικαιώματά του από αυτές ή που κατέχει τα παραπάνω κινητά πράγματα στο όνομά τους, να της αποδώσουν προσωρινά τη νομή και κατοχή  αυτών, διατασσομένης προσωρινά της αναγκαστικής αφαίρεσής τους  από τα χέρια των καθών και κάθε τρίτου  που έλκει τα δικαιώματά του από αυτές ή που κατέχει τα παραπάνω κινητά πράγματα στο όνομά τους, με δαπάνες των καθ’ών και να καταδικασθούν οι καθ’ων στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Επί της ως άνω αιτήσεως, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 8/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων ), με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού θεώρησε την αίτηση ως μη ασκηθείσα κατά της πρώτης καθ’ής (εταιρείας με την επωνυμία «…»), ακολούθως δίκασε την αίτηση κατά αντιμωλία των διαδίκων με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων,την έκρινε νόμιμη κατά τις διατάξεις των άρθρων 974 και 987 ΑΚ σε συνδ.με τα άρθρα 731 επ.ΚΠολΔ αλλά την απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και επέβαλε ε στην αιτούσα την καταβολή της δικαστικής δαπάνης της νύν εφεσίβλητης –(δεύτερης )καθ’ ης η αίτηση ύψους τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ. Την απόφαση αυτή πλήττει  η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα με την ένδικη έφεση ως έχουσα έννομο συμφέρον λόγω της ήττας της πρωτοδίκως, επικαλούμενη τους εξής τρείς (3) λόγους εφέσεως : 1) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ως προς τη μη συνδρομή αποβολής από τη νομή λόγω δικαιολογημένης άρνησης της απόδοσης των επίδικων κινητών πραγμάτων, 2) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το στοιχείο του επείγοντος και της ανάγκης αποτροπής επικείμενου κινδύνου και 3) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου των άρθρων 115 και 690 ΚΠολΔ και παραβίαση της αρχής της προφορικότητας της διαδικασίας κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο εφετήριο. Ζητεί δε για τους λόγους αυτούς  την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η εκ μέρους της ασκηθείσα αίτηση να γίνει αυτή δεκτή καθ’ολοκληρίαν ως βάσιμη και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στη δικαστική της δαπάνη και στην αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων της αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.      Προ της εξέτασης των κατιδίαν λόγων της ένδικης εφέσεως, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό λεκτέον ότι ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης (Εφ.Αθ. 5009/1987, Ελλ.Δνη 29, 1218), εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο δηλαδή της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει (Εφ.Πειρ. 542/2012, Ε.Ν.Δ. 2012, 418, Εφ.Αθ. 5419/2007, Δημοσ. Νόμος, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 682, αριθ. 1, σ. 1323), το οποίο εν προκειμένω καθορίζει, εκτός άλλων, το ορισμένο της αίτησης, τα είδη των προσωρινών μέτρων που μπορεί να ληφθούν, εάν το ζητούμενο αποτελεί πράγματι ασφαλιστικό μέτρο και το ζήτημα της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης μεταξύ των διαδίκων .Με βάση λοιπόν το ελληνικό δικονομικό δίκαιο θα κριθεί και η βασιμότητα των λόγων της κρινόμενης εφέσεως, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και ο  σχετικός (τρίτος) λόγος της κρινόμενης εφέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου  και δη των άρθρων 115 και 690 ΚΠολΔ και παραβίασης της αρχής της προφορικότητας της διαδικασίας από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο .Πλέον συγκεκριμένα η εκκαλούσα προσκομίζοντας και τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ισχυρίζεται ότι δεν της επετράπη από τον Πρόεδρο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να προβάλει και να αναπτύξει προφορικά στο ακροατήριο ώστε να καταχωρηθούν στα οικεία πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τους ισχυρισμούς της, στους οποίους μεταξύ των άλλων συμπεριλαμβάνεται και αντένστασή της στην ένσταση επίσχεσης, που προέβαλε η εφεσίβλητη-δεύτερη καθ’ής η αίτηση, ώστε να ληφθεί υπόψην . Ο λόγος αυτός της ένδικης εφέσεως , ο οποίος ως προς το περιεχόμενό του προκύπτει αληθής βάσει των πρακτικών της εκκαλουμένης , ήτοι ότι δεν της επετράπη η προφορική προβολή και ανάπτυξη των αντενστάσεων της εκκαλούσας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο-αδιαφόρως του ότι προς το τέλος της διαδικασίας και μετά από καταγραφείσα σε αυτά σχετική διαφωνία μεταξύ του πληρεξουσίου δικηγόρου της αιτούσας και του Προέδρου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, υπάρχει στα πρακτικά της εκκαλουμένης η επιγραμματική αναφορά του Προέδρου ότι «καταγράφεται και η αντένσταση» – πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη και την άποψη που θεωρείται και από το παρόν Δικαστήριο ορθότερη, ήτοι ότι είναι υποχρεωτική η προφορική ανάπτυξη αυτών στο ακροατήριο μη αρκούμενης της καταχώρησής τους στο σημείωμα που κατέθεσε η αιτούσα-εκκαλούσα, ακόμη κι αν δεν υπέστη δικονομική βλάβη από τη μη ανάπτυξή τους προφορικώς ως αβασίμως ισχυρίζεται η εφεσίβλητη .Παρότι δε δεν προβάλλεται με ειδικό λόγο έφεσης,ειρήσθω εκ του περισσού ότι για τον ίδιο λόγο απαραδέκτως  ελήφθη υπόψην από την εκκαλουμένη στο πλαίσιο όλων των ενστάσεων που προέβαλε η εφεσίβλητη-καθ’ής η ένσταση του 374 ΑΚ που ομοίως μόνο με το σημείωμά της προέβαλε η εφεσίβλητη- καθ’ής χωρίς προφορική προβολή της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (όπως προκύπτει από τα πρακτικά της εκκαλουμένης). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του εσφαλμένως κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, παραβίασε την αρχή της προφορικότητας, απορριπτομένων ως αβασίμων των  αντιθέτων ισχυρισμών της εφεσίβλητης και γενομένου δεκτού ως και κατ’ ουσίαν βάσιμου του σχετικού τρίτου λόγου της υπό κρίσιν εφέσεως. Ως εκ τούτου θα πρέπει η υπό κρίσιν έφεση – να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, κι αφού κρατηθεί να εκδικαστεί η αίτηση επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), ως προς  την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι τυγχάνει παραδεκτή, εκδικασθέα κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683 – 703 Κ.Πολ.Δ (άρθρο 682 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και εισακτέα ενώπιον του πρωτοβάθμιου  Δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου Πειραιώς) που είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο (άρθρα  733 και 25 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ και σε κάθε περίπτωση κατά άρθρα 42-44 ΚΠολΔ λόγω ρητής παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας των Δικαστηρίων του Πειραιά, -όρος 37.1  της  από … σύμβασης).  Κατόπιν τούτων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της (  βλ άρθρο 3 ΚΠολΔ και 35 Κανονισμού ΕΕ 1215/2012,  ειδικώς επί ασφαλιστικών μέτρων). Περαιτέρω, ενόψει του ότι , ως προειπώθηκε, εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2),η ένδικη αίτηση είναι νόμιμη -εξεταζομένη επίσης κατά το ελληνικό εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο αφού σε αυτό επέλεξαν (όρος 37.1 της από … σύμβασης) να υπαχθούν τα μέρη σύμφωνα   με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» – το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη σε συνδ.με το άρθρο 25 ΑΚ-, κατά τις διατάξεις των άρθρων 682 επ. και 731 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 974, 984, 987 ΑΚ και  941, 176 , 189 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ. Σημειωτέον  όμως ότι κατ’ άρθρο 941 KΠολΔ, η εκτέλεση αποφάσεως που διατάζει την απόδοση κινητού γίνεται (άμεσα) με την αποβολή από τον δικαστικό επιμελητή του καθ’ ου η εκτέλεση και την εγκατάσταση σ’ αυτό του επισπεύδοντος, ως εκ τούτου το εν λόγω αίτημα αλυσιτελώς προβάλλεται.Περαιτέρω, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα πρακτικά, αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις της (άρθρα 115 παρ. 3, 256 παρ. 1δ, 262 παρ. 1 και 269 ΚΠολΔ) που επαναφέρει κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ όσους ισχυρισμούς προέβαλε με το σημείωμα που κατέθεσε στην πρωτοβάθμια δίκη, η (δεύτερη) καθ’ής αρνήθηκε τους πραγματικούς ισχυρισμούς που αποτελούν την ιστορική βάση της αίτησης (άρθρο 261 ΚΠολΔ) και προέβαλε τις α) ενστάσεις :1) περί ικανοποίησης δικαιώματος κατά το άρθρο 692 παρ.4 ΚΠολΔ και 2) περί επίσχεσης κατά το άρθρο 325 ΑΚ και β) τον ισχυρισμό περί ελλείψεως επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου. Οι ως άνω ενστάσεις πρέπει να απορριφθούν για τους εξής λόγους : Η διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως είναι διατυπωμένη δεν παρέχει κατευθυντήρια γραμμή ή οδηγίες στο Δικαστήριο που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα αλλά με αυτή θεσπίζεται απαγορευτικός κανόνας κατά τον οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα που οδηγούν σε ικανοποίηση του δικαιώματος εκτός αν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση (βλ. σχετ. ΚΕΡΑΜΕΥΣ/ΚΟΝΔΥΛΗΣ/ΝΙΚΑΣ Ερμην. ΚΠολΔ υπό το άρθρο 692). Συνεπώς, η ένσταση της καθ`ης περί ικανοποίησης του δικαιώματος της αιτούσας κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη, γιατί σύμφωνα με το άρθρο 734 παρ. 2 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, το Ειρηνοδικείο δικαιούται να διατάξει οποιοδήποτε ασφαλιστικό μέτρο κρίνει πρόσφορο και ιδίως να επιτρέψει ή να απαγορεύσει πράξεις νομής ή κατοχής ή να επιδικάσει τη νομή, ενώ το αίτημα για αναγνώριση της αιτούσας ως προσωρινής νομέως και κατόχου του επίδικου εξοπλισμού δεν δημιουργεί αμετάκλητη κατάσταση, ανεπίδεκτη θεραπείας σε περίπτωση έκδοσης αντίθετης απόφασης στην κύρια δίκη  και συνακόλουθα δεν συντρέχει εν προκειμένω η απαγόρευση του άρθρου 692 παρ.4 του ΚΠολΔ ήτοι της πλήρους ικανοποίησης του επίδικου ασφαλιστέου δικαιώματος (βλ. Πολ.Πρωτ.Αθ. 7559/1994 αδημ., Κράνη σε Κεραμέα, Κονδύλη, Νίκα Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Β`, άρθρο 734, σελ.  1444 παρ. 5).  Περαιτέρω, η ένσταση του άρθρου 325 ΑΚ η οποία είναι προσωποπαγής και αφορά απαιτήσεις μεταξύ δανειστή και οφειλέτη που είναι ληξιπρόθεσμες και συνήθεις , μη νομίμως προβάλλεται από την εφεσίβλητη, γινομένης δεκτής ως βάσιμης της αντένστασης της εκκαλούσας, καθώς η εφεσίβλητη υπερεργολάβος σύμφωνα με  τα ιστορούμενα στην ένδικη αίτηση σε συνδυασμό με το κείμενο της από … σύμβασης έργου και δη τον όρο 39 αυτής, ως παραδεκτώς προεπισκοπείται από το Δικαστήριο, προκύπτει ότι συμβλήθηκε στην εν λόγω σύμβαση ως εγγυήτρια για την καλή εκτέλεση της σύμβασης από την εργολάβο και συμφώνησε να ενέχεται εις ολόκληρον με την εργολάβο έναντι της εργοδότριας επομένως, παραιτήθηκε, κατ` άρθρο 847 ΑΚ, από τις ενστάσεις των άρθρων 853, 858, 862, 863,864, 866, 867 και 868 ΑΚ (ΠΠρΑθ 4349/2011  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία ΙV νομική σκέψη της παρούσας. Επιπλέον  ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 414 ΑΚ δεν τίθεται , όπως επικαλείται το πρώτον στην παρούσα δίκη η εφεσίβλητη γιατί εν προκειμένω δεν τίθεται αμφιβολία από τη γραμματική ερμηνεία της σύμβασης ότι πρόκειται για την  σύμβαση εγγύησης  κι όχι άλλη υποκρυπτόμενη σύμβαση, όπως υπόσχεση χρέους, σύμβαση υπέρ τρίτου ή σωρευτική αναδοχή χρέους. Αντιθέτως, ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης –καθ’ής περί έλλειψης κατεπείγοντος κινδύνου, ο οποίος συνδέεται με το ουσία βάσιμο αυτής, αφού είναι προϋπόθεση της κατ` άρθρον 682 ΚΠολΔ λήψεως ασφαλιστικών μέτρων και ως εκ τούτου η επίκληση του αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αιτήσεως, παραδεκτώς προβάλλεται δεδομένου ότι η ύπαρξη ή μη επείγουσας περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου προς αποτροπή του οποίου ζητείται να διαταχθεί το ασφαλιστικό μέτρο απόκειται στην πιθανολόγηση και σε κάθε περίπτωση στην κρίση του αρμόδιου κατά νόμο όπως διατάξει το ασφαλιστικό μέτρο Δικαστηρίου (βλέπ. Β. Βαθρακοκοίλη Πολ. Δικ υπό το άρθρο 682-ΑΠ 422/1970 ΝοΒ 18, 1197- Πρ.Λαρ. 826/1981 ΝοΒ 30, 968-Ειρ.Ηρακλ. 2205/1975 ΕλλΔνη 1976, 120), πρέπει να εξετασθεί στην ουσία του. Τέλος, η ένσταση περί εκπληρωθέντος ανταλλάγματος κατά το άρθρο 374 ΑΚ , που ούτε πρωτοδίκως ούτε στην παρούσα δίκη προβλήθηκε προφορικά από την εφεσίβλητη-καθ’ής,σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παορύσας δεν δύναται να ληφθεί υπόψην παραδεκτώς από το Δικαστήριο,  παρελκόμενης της περαιτέρω εξέτασής της.

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται εκ νέου στην παρούσα δίκη και ειδικότερα από τις καταθέσεις των ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εξετασθέντων μαρτύρων των διαδίκων …, ναυπηγού μηχανολόγου που εξετάσθηκε ενόρκως επιμελεία της αιτούσας και … , ναυπηγού μηχανολόγου που εξετάσθηκε επιμελεία της (δεύτερης) καθ’ής η αίτηση, οι οποίες (καταθέσεις) διαλαμβάνονται στα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και εκτιμώνται δεόντως ανάλογα με τον λόγο γνώσεως και τον βαθμό αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, από όλα τα, από τους διαδίκους προσκομιζόμενα στην παρούσα συζήτηση μετ’ επικλήσεως έγγραφα μεταξύ των οποίων  οι προσκομισθείσες από τους διαδίκους φωτογραφίες , των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε εκατέρωθεν (άρθρα 444 αρ. 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ)  και η  από ……. έκθεση  του … που εισφέρθηκε  κατ΄ άρθρο 390 επιμελεία της  (δεύτερης) καθ’ής η αίτηση,  την εκτίμηση των ομολογιών και  των εν γένει ισχυρισμών των διαδίκων που διαλαμβάνονται στα διαδικαστικά έγγραφα της παρούσας δίκης (άρθρο 261 ΚΠολΔ) και όσων αποδεικτικών μέσων δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως τα ξενόγλωσα έγγραφα που προσκομίζονται άνευ νόμιμης μετάφρασης στη ελληνική γλώσσα (βλ. ad hoc Ολ. ΑΠ 9/2000 ΕλΔνη 2000.68, ΑΠ 1511/2005 ΕλΔνη 47.99, ΑΠ 30/2012 ΕλΔνη 53.1007), σε συνδυασμό  με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως( άρθρο 336 παρ.4) πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : H  αιτούσα εταιρεία υπό την επωνυμία «…» είναι πλοιoκτήτρια της υπό σημαίας … θαλαμηγού με την ονομασία “…” νηολογημένης στον λιμένα της πόλεως … με αριθμό νηολογίου …, με αριθμό …,  η οποία  κατά τον χρόνο κατάρτισης της κατωτέρω αναφερόμενης σύμβασης αλλά και της συζητήσεως της παρούσας υποθέσεως είναι ανελκυσμένη στο …. Δυνάμει του από … ιδιωτικού συμφωνητικού, που υπεγράφη μεταξύ της (αρχικής πρώτης καθ’ής) εταιρείας υπό την επωνυμία « «…» ως εργολάβου,  της δεύτερης καθ’ής και ήδη εφεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία ¨….» ως υπεργολάβου και της  αιτούσας και ήδη εκκαλούσας εταιρείας  με την επωνυμία «…»   ως εργοδότριας, καταρτίστηκε η με ίδια ημερομηνία σύμβαση έργου με την οποία η  εργολάβος εταιρεία  ανέλαβε  δια της υπεργολάβου και εγγυήτριας ( ευθυνόμενης αλληλεγγύως και εις ολόκληρον –βλ. όρο 39 της Σύμβασης)  την ενοχική υποχρέωση  κατά τον όρο 1.1 της Σύμβασης   να εκτελέσει  τις συμφωνηθείσες εργασίες ( Αgreed works) οι οποίες κατά τους ορισμούς της σύμβασης ( όπως αυτοί επεξηγούνται στο προοίμιό της)   αφορούσαν  «εξωτερικές εργασίες ανακαίνισης μετασκευής ( exterior refitting works)…» του πλοίου της  πλοιοκτήτριας εργοδότριας   λεπτομερής κατάλογος των οποίων απαριθμείται  στο προσαρτημένο στη Σύμβαση και αναπόσπαστο μέρος αυτής  Παράρτημα Ι ( Schedule 1). Στον όρο  1.2 προβλέφθηκε ότι «η Σύμβαση και όλα  ανεξαιρέτως τα Παραρτήματά της προορίζονται να αλληλοσυμπληρώνονται και ο,τιδήποτε προβλέπεται στη σύμβαση και δεν αντανακλάται στα Παραρτήματα ή ο,τιδήποτε προβλέπεται στα παραρτήματα και δεν αντανακλάται στη σύμβαση θα θεωρείται με την επιφύλαξη του όρου 1.3 ότι περιλαμβάνεται και σε καθένα από αυτά». Κατά τον αμέσως επόμενο όρο 1.3 της Σύμβασης  προβλέφθηκε ότι : « Σε περίπτωση ασυμφωνίας ή αντίθεσης μεταξύ  της σύμβασης   και των Παραρτημάτων η Σύμβαση θα υπερισχύει πλην όμως: (α)  σε σχέση με τη φύση και την έκταση ( nature and extend) των συμφωνημένων εργασιών θα υπερισχύουν τα αντίστοιχα παραρτήματα και (β) σε σχέση με την περιγραφή των υποχρεώσεων της εργολάβου αναφορικά με τη διάρκεια και την έγκαιρη εκτέλεση των συμφωνημένων  εργασιών  πρέπει να υπερισχύουν οι κατάλογοι 1 και 2. «. Κατά τον όρο 1.4  της Σύμβασης προβλέφθηκε ότι: « Οι συμφωνηθείσες εργασίες θεωρείται ότι ανταποκρίνονται στην περιγραφή των εργασιών που περιέχεται στην προσφορά της Εργολάβου και ότι περιλαμβάνουν όλα ανεξαιρέτως τα υλικά , τις εργασίες, τα αντικείμενα τον εξοπλισμό ή ύλες οποιουδήποτε είδους που είναι απαραίτητα για την εκ μέρους του εργολάβου εκτέλεση των συμφωνηθεισών εργασιών και τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της Σύμβασης.». Κατά τον όρο 2.1 της Σύμβασης προβλέφθηκε ότι: «Η εργολάβος μπορεί να αναθέσει τις συμφωνηθείσες εργασίες εν όλω ή εν μέρει στον υπεργολάβο ή σε οποιοδήποτε άλλο υπεργολάβο με την προηγούμενη συναίνεση του πελάτη ( ως τέτοια νοείται η εργοδότρια)». Περαιτέρω στον όρο 3.1 της Σύμβασης προβλέφθηκε ότι: « Η εργολάβος θα εκτελέσει τις συμφωνηθείσες εργασίες στο σκάφος σε πλήρη συμμόρφωση με τα πρότυπα ( standards)  και την πρακτική του «ευ ναυπηγείν» ( «good shipping») χρησιμοποιώντας τεχνικές μεθόδους και εξοπλισμό κατάλληλο για να επιτύχει ( ενν τη συμμόρφωσή της) με τα πρότυπα αυτά…», στον όρο 3.2  της Σύμβασης (προβλέφθηκε) ότι: «Το σκάφος θα μετακινηθεί από την τρέχουσα τοποθεσία ελλιμενισμού (ναυπηγείο …) και όλες  οι συμφωνηθείσες εργασίες θα εκτελεσθούν στον τόπο εκτέλεσης του έργου. Ο πελάτης (ενν. η εργοδότρια εταιρεία « …»)    έχει παραδώσει  στην εργολάβο ( ενν. στην εργολάβο εταιρεία «…») όλα τα σχέδια μετασκευής τις προδιαγραφές τα σχέδια τα πρότυπα τα σχεδιαστικά αρχεία και τις διαστασιολογήσεις που είναι αρμόζοντα και κατάλληλα για τη μετασκευή,  έτσι ώστε να είναι σε θέση η εργολάβος να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις  που απορρέουν  από την παρούσα σύμβαση η δε εργολάβος τελεί σε πλήρη γνώση αυτών και συγκεκριμένα : a) της από … έκθεση του …  με αριθμό …, b) τρισδιάστατων σε μορφή ( 3D)  αρχείων για το σκάφος . Η   επιθυμητή γενική όψη του σκάφους  (« desirable general view »)  που θα ακολουθηθεί στο μέτρο του δυνατού («possibly to be followed») επισυνάπτεται στην παρούσα ως Παράρτημα 3». Μάλιστα από την επισκόπηση του Παραρτήματος 3 της Συμβάσεως προκύπτει ότι η εργοδότρια εταιρεία  έθεσε υπόψη της εργολάβου συγκεκριμένη τρισδιάστατη  απεικόνιση της μορφής που θα ήθελε να λάβει το υπό μετασκευή σκάφος μετά την ολοκλήρωση των εργασιών  καθιστώντας  μέρος του περιεχομένου της σύμβασης το τρισδιάστατο γεωμετρικό  σχέδιο του Ιταλού σχεδιαστή …. Επίσης στον όρο 4.1 της Σύμβασης προβλέφθηκε ότι: « Η εργολάβος αναλαμβάνει έναντι του πελάτη (ενν.της εργοδότριας «…») την υποχρέωση να εκτελέσει τις συμφωνηθείσες εργασίες προσηκόντως και εγκαίρως, σε πλήρη συμμόρφωση με τους όρους της Σύμβασης , τις Προδιαγραφές και την προσφορά της εργολάβου…», στο όρο 5.1 της Σύμβασης προβλέφθηκε ότι: « Υπό την προϋπόθεση ότι η  εργολάβος θα εκτελέσει προσηκόντως τις συμφωνηθείσες εργασίες και θα συμμορφωθεί με όλες τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις  της σύμφωνα με τη σύμβαση το συνολικό εργολαβικό αντάλλαγμα θα ανέλθει κατ΄αποκοπή στο ποσό των 3.820.000 ευρώ», στο οποίο σύμφωνα με την παράγραφο vii συμφωνήθηκε ότι συμπεριλαμβάνεται μαζί με την αμοιβή και τα έξοδα της εργολάβου και οι πάσης φύσεως δαπάνες της υπερεργολάβου. Επίσης προβλέφθηκε στον ίδιο όρο ότι «Το εργολαβικό αντάλλαγμα συνιστά πλήρη πληρωμή για τις υπηρεσίες της εργολάβου που θα παρασχεθούν…». Ακολούθως, τον όρο 6.1 της Σύμβασης  προβλέφθηκε ότι: «(a) Ο Πελάτης (ενν.η  εργοδότρια «…» ) θα πληρώσει το εργολαβικό αντάλλαγμα σε δόσεις υπό τις προϋποθέσεις και τα ποσά κατά τους χρόνους («Ζώνες») και όπως καθορίζεται στο πλάνο πληρωμών του Παραρτήματος 2 το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης…  (b) …..(c) Οποιοδήποτε επιπρόσθετο ποσό λόγω πρόσθετων εργασιών της εργολάβου αν ανακύψουν σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης ( όροι 11 , 12, και 14) ή οποιαδήποτε περαιτέρω συμφωνία μεταξύ των μερών θα καταβληθεί στην εργολάβο ως εξής : 50% του ποσού εντός πέντε εργάσιμων μερών από την ημερομηνία της έγγραφης έγκρισης από τον πελάτη (ενν. την εργοδότρια «… »)  μίας αίτησης για διαφοροποίηση ( «Request for Change») η οποία θα υποβάλλεται από την εργολάβο κατόπιν έγγραφης αιτήσεως εκ μέρους του πελάτη και το υπόλοιπο του ποσού κατά την ημερομηνία υπογραφής Πρωτοκόλλου Αποδοχής των εργασιών που περιγράφονται στην αίτηση…». Επίσης, στον όρο 6.2  της Σύμβασης προβλέφθηκε ότι: «Η Εργολάβος θα παραδώσει στον Πελάτη αποδεικτικά καθεμίας και όλων ανεξαιρέτως των πληρωμών που θα πραγματοποιούνται κάθε φορά σε Εγκεκριμένους Υπεργολάβους και Προμηθευτές που συμμετέχουν στις Συμφωνημένες Εργασίες (ήτοι αποδεικτικό του εμβάσματος προς τον τραπεζικό λογαριασμό της Υπεργολάβου ή απόδειξη είσπραξης πληρωμής υπογεγραμμένη από την τελευταία) για την αμέσως προηγούμενη Ζώνη, προκειμένου ο Πελάτης (ενν. εργοδότρια) να παρακολουθεί την πρόοδο των εργασιών και να προβαίνει στις αντίστοιχες πληρωμές για την επόμενη Ζώνη, όπως ανωτέρω αναφέρεται. Κάθε πληρωμή για την επόμενη Ζώνη θα πραγματοποιείται μετά την επιβεβαίωση εκ μέρους του Πελάτη (ενν. της εργοδότριας «…»)  ότι οι εργασίες που περιλαμβάνονται σε κάθε προηγούμενη Ζώνη έχουν εκτελεστεί σε συμμόρφωση με τη Σύμβαση και ότι όλοι ανεξαιρέτως οι Εγκεκριμένοι Υπεργολάβοι και Προμηθευτές της προηγούμενης Ζώνης έχουν εξοφληθεί εγκαίρως και ολοσχερώς. Καμία πληρωμή για την επόμενη Ζώνη δεν θα καθίσταται ληξιπρόθεσμη προτού η Εργολάβος να παρέχει στον Πελάτη (ενν. στην εργοδότρια «…»)  επαρκείς αποδείξεις των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν προς Εγκεκριμένους Εργολάβους και Προμηθευτές της αμέσως προηγούμενης Ζώνης, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα. Η πρώτη δόση, συγκεκριμένα, θα είναι καταβλητέα εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την υπογραφή της παρούσας Σύμβασης. Όλες ανεξαιρέτως οι πληρωμές θα γίνονται αποκλειστικά επί τη βάσει προσηκόντως εκδοθέντος τιμολογίου της Εργολάβου». Περαιτέρω, στον όρο 6.3  της Σύμβασης  προβλέφθηκε ότι: «Σε περίπτωση που η Εργολάβος δεν παράσχει τις προαναφερθείσες αποδείξεις των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν προς τους Εγκεκριμένους Υπεργολάβους και Προμηθευτές της προηγούμενης Ζώνης για περισσότερες από δέκα (10) ημερολογιακές ημέρες μετά την αποπληρωμή κάθε Ζώνης εκ μέρους του Πελάτη, ο τελευταίος μπορεί να καταγγείλει την/υπαναχωρήσει από τη Σύμβαση σύμφωνα με την παράγραφο 29 (Υπερημερία Εργολάβου). Κατόπιν τούτου η Εργολάβος: (a) θα κρατήσει τα εισπραχθέντα ποσά που ανταποκρίνονται στην αξία των Συμφωνημένων Εργασιών που έχουν εκτελεστεί μέχρι το χρόνο της καταγγελίας, (b) θα αποδώσει άμεσα και ολοσχερώς τη διαφορά ( «balance»), εάν προκύπτει τέτοια, στον Πελάτη, (c) θα καταβάλει στον Πελάτη εφάπαξ αποζημίωση( «liquidated damages»), υπολογιζόμενες προοδευτικά ως ακολούθως: 7% της διαφοράς του (ενν. καταβληθέντος) Εργολαβικού Ανταλλάγματος κατά το χρόνο της καταγγελίας/υπαναχώρησης, σε περίπτωση που η διαφορά αυτή υπερβαίνει το 70% του συνολικού Εργολαβικού Ανταλλάγματος, 10% της διαφοράς του (ενν. καταβληθέντος) Εργολαβικού Ανταλλάγματος κατά το χρόνο της καταγγελίας/υπαναχώρησης, σε περίπτωση που το ποσό της διαφοράς αυτής εμπίπτει μεταξύ του 30%-70% του συνολικού Εργολαβικού Ανταλλάγματος, 15% της διαφοράς του (ενν. καταβληθέντος) Εργολαβικού Ανταλλάγματος κατά το χρόνο της καταγγελίας/υπαναχώρησης, σε περίπτωση που το ποσό της διαφοράς αυτής εμπίπτει μεταξύ του 0%-30% του συνολικού Εργολαβικού Ανταλλάγματος και σε κάθε περίπτωση μέχρι ποσού, κατά μέγιστον, ίσου με 6% του συνολικού Εργολαβικού Ανταλλάγματος.Το προαναφερθέν ποσό εφάπαξ αποζημίωσης συνομολογείται ως εύλογο και δίκαιο μεταξύ των μερών, (d) θα αποκαταστήσει όλες τις αποδεδειγμένες άμεσες απώλειες και ζημίες που ανέκυψαν και προκλήθηκαν εξαιτίας της υπερημερίας του, συμπεριλαμβανομένων, άλλα όχι περιοριστικά, έξοδα ρυμούλκησης και ελλιμενισμού, οποιαδήποτε επιπλέον εύλογα κόστη ανέκυψαν για την ολοκλήρωση εκ μέρους τρίτων μερών των Συμφωνημένων Εργασιών».Επίσης, στον όρο 8  της Σύμβασης προβλέφθηκε ότι : « Η Εργολάβος εγγυάται ρητώς και ανεπιφύλακτα για τον οικονομικό προϋπολογισμό των Συμφωνημένων Εργασιών, όπως αναφέρονται ανωτέρω. Επίσης, ο Πελάτης ( ενν. η εργοδότρια ) εγγυάται για το Εργολαβικό Αντάλλαγμα για τις Συμφωνημένες Εργασίες. Οποιαδήποτε προς τα πάνω τροποποίηση ή προσαρμογή του Εργολαβικού Ανταλλάγματος αποκλείεται, εκτός εάν αναφέρεται σε τροποποιήσεις ή Πρόσθετες εργασίες που έχουν εγκριθεί από τον Πελάτη ( ενν. την εργοδότρια«…»)  σύμφωνα με τον όρο 11 και 14 της παρούσας…», στον όρο 14 της Σύμβασης  υπό τον τίτλο «Επιπρόσθετες Εργασίες της εργολάβου» προβλέφθηκε ότι:  « 14.1. Τυχόν επιπρόσθετες εργασίες θα πρέπει να δηλώνονται ως τέτοιες, υπό την προϋπόθεση ότι η Εργολάβος αποδεικνύει πως αυτές οι εργασίες βρίσκονται εξ ολοκλήρου εκτός του πλαισίου των Συμφωνημένων Εργασιών και είναι απαραίτητες για τη συνέχιση και την πρόοδο των Συμφωνημένων Εργασιών. Η Εργολάβος δεν επιτρέπεται να εκτελέσει οποιαδήποτε επιπρόσθετη εργασία και κανενός είδους εργασία δεν θα αναγνωριστεί ως επιπρόσθετη εργασία της Εργολάβου, ακόμη και αν η Εργολάβος ενημερώσει εγγράφως τον Πελάτη σε οποιοδήποτε χρόνο αναφορικά με τις εν λόγω φερόμενες ως επιπρόσθετες εργασίες αν αυτές δεν έχουν εγκαίρως εγκριθεί προκαταβολικά και εγγράφως από τον … ή την …. Τυχόν εργασίες οι οποίες πρέπει υποχρεωτικά να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 12 ( ενν.τις τροποποιήσεις του Νηογνώμονα και/ή από τις Αρχές της Χώρας της Σημαίας)   της παρούσας, ακόμη και εάν αυτές δεν περιγράφονται συγκεκριμένως στην Προσφορά της Εργολάβου, δεν λογίζονται ως επιπρόσθετες εργασίες της Εργολάβου. 14.2. Το κόστος και ο χρόνος που απαιτούνται για την ολοκλήρωση τυχόν πρόσθετων εργασιών της Εργολάβου θα γνωστοποιούνται εγκαίρως από την Εργολάβο στον Πελάτη εγγράφως σε μια «Προσφορά Επιπρόσθετων Εργασιών». Σε περίπτωση αντίθεσης του Πελάτη στην «Προσφορά Επιπρόσθετων Εργασιών», ο Πελάτης μπορεί να αναθέσει περαιτέρω σε κάποιον τρίτο τις επιπρόσθετες εργασίες, υπό την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος και η εκτέλεση των εν λόγω επιπρόσθετων εργασιών δεν παρακωλύει ή καθυστερεί την πρόοδο των εργασιών της Εργολάβου, άλλως η διαφορά μπορεί να παραπεμφθεί προς επίλυση σύμφωνα τον ‘Ορο 37 της παρούσας, μέσω της οποίας θα καθορισθεί, εντός 48 ωρών: (a) εάν οι εργασίες που περιλαμβάνονται στην «Προσφορά Επιπρόσθετων Εργασιών» συνιστούν πράγματι επιπρόσθετες εργασίες, (b) η προσαρμογή του Εργολαβικού Ανταλλάγματος και (c) προσαρμογή της Ημερομηνίας Παράδοσης. 14.3. Σε περίπτωση αποδοχής της «Προσφορά Επιπρόσθετων Εργασιών», το κόστος των επιπρόσθετων εργασιών θα θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνει όλες τις υπηρεσίες της Εργολάβου για την εκτέλεση αυτών των επιπρόσθετων εργασιών, σύμφωνα με τον Όρο 5.1 της παρούσας και θα καταβάλλεται σύμφωνα με τον Όρο 6.1 (c) της παρούσας. Όλες ανεξαιρέτως οι επιπρόσθετες εργασίες της Εργολάβου που έχουν γίνει αποδεκτές, θα συνιστούν μέρος των Συμφωνημένων Εργασιών». Περαιτέρω, στους όρους 22.3  και 22.4 της Σύμβασης προβλέφθηκε ότι  «Εάν η παράδοση των συμφωνημένων εργασιών καθυστερεί αδικαιολόγητα, λόγω μη επιτρεπόμενης καθυστέρησης, τότε, από τις 12 τα μεσάνυχτα της πρώτης (1ης) ημερολογιακής ημέρας μετά την ημέρα παράδοσης, όπως αυτή παρατάθηκε λόγω τυχόν επιτρεπόμενων καθυστερήσεων, ο εργολάβος θα καταβάλει στον πελάτη υπό μορφή ποινικής ρήτρας, το ποσό των 10.000 € (δέκα χιλιάδες ευρώ), για κάθε ημέρα τέτοιας μη επιτρεπόμενης καθυστέρησης. Το συνολικό ύψος του ποσού που θα οφείλεται προς τον Πελάτη, θα αφαιρείται από ή θα συμψηφίζεται έναντι του τυχόν υπόλοιπου οφειλόμενου ποσού του εργολαβικού ανταλλάγματος, το οποίο θα απομειώνεται αντιστοίχως. Η ποινική αυτή ρήτρα συμφωνήθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη ως δίκαιη και εύλογη. Εάν μη επιτρεπόμενη καθυστέρηση της παράδοσης των συμφωνημένων εργασιών συνεχιστεί για περίοδο μεγαλύτερη από πέντε (5) ημερολογιακές ημέρες από την ημέρα παράδοσης, κατόπιν τυχόν παράτασής της, τότε σε αυτή την περίπτωση, μετά τη λήξη της περιόδου αυτής, πέραν των πληρωμών που προβλέπονται στο άρθρο 22.3, ο Πελάτης δύναται να καταγγείλει/ υπαναχωρήσει από τη Σύμβαση κοινοποιώντας σχετική δήλωση προς τον εργολάβο κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 30 αυτής. Αμέσως μετά, η εργολάβος θα διατηρεί τα ποσά που έλαβε και τα οποία αντιστοιχούν στην αξία των συμφωνημένων εργασιών που εκτελέστηκαν μέχρι το χρονικό σημείο της λύσης και θα αποδίδει άμεσα και πλήρως το τυχόν υπόλοιπο, στον Πελάτη, με την επιφύλαξη κάθε κτηθέντος δικαιώματος και ενδίκων βοηθημάτων του Πελάτη έναντι της εργολάβου για αποδεδειγμένες άμεσες ζημίες και ζημίες που προκλήθηκαν εξαιτίας αυτής της καθυστέρησης, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά, εξόδων ρυμούλκησης και δεξαμενισμού, κάθε εύλογης δαπάνης τυχόν προκύψει για την ολοκλήρωση των συμφωνημένων εργασιών από τρίτα μέρη, κλπ.». Τέλος στον όρο 25 της Σύμβασης  υπό τον τίτλο «Δικαίωμα του πελάτη για καταγγελία/υπαναχώρηση λόγω υπερβολικής καθυστέρησης» προβλέφθηκε ότι: « Επιπρόσθετα του δικαιώματος του Πελάτη σύμφωνα με το (άρθρο 22.4), ο Πελάτης ( ενν.η εργοδότρια)  δικαιούται να καταγγείλει/ υπαναχωρήσει από τη Σύμβαση κατά τις διατάξεις του άρθρου 29 (υπαιτιότητα του εργολάβου) σε περίπτωση κατά την οποία η συνολική καθυστέρηση ως προς την ημέρα παράδοσης που προέκυψε εξαιτίας μη επιτρεπόμενων και επιτρεπόμενων καθυστερήσεων ανήλθε σε δεκαπέντε (15) ημερολογιακές ημέρες ή περισσότερο. Με την επιφύλαξη κάθε άλλης πρόβλεψης του παρόντος κεφαλαίου, είναι ρητώς κατανοητό και συμφωνείται από τα μέρη ότι εάν ο Πελάτης καταγγείλει/υπαναχωρήσει από την παρούσα Σύμβαση, σύμφωνα με τον παρόντα όρο: (a) ο Πελάτης δικαιούται αποζημίωση ποσού 10.000 € (δέκα χιλιάδες ευρώ) για κάθε ημέρα μη επιτρεπόμενης καθυστέρησης έως την ημέρα της καταγγελίας/ υπαναχώρησης. (b) Στη συνέχεια, η Εργολάβος θα διατηρεί τα ποσά που έλαβε και τα οποία αντιστοιχούν στην αξία των συμφωνημένων εργασιών που εκτελέστηκαν μέχρι το χρονικό σημείο της λύσης και θα αποδίδει άμεσα και πλήρως το τυχόν υπόλοιπο, στον Πελάτη. (c) Ο Πελάτης δικαιούται να αξιώσει κάθε περαιτέρω αποδεδειγμένες άμεσες ζημίες που προέκυψαν εξαιτίας της λύσης της Σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά, εξόδων ρυμούλκησης και δεξαμενισμού, κάθε εύλογης δαπάνης προκύψει για την ολοκλήρωση των συμφωνημένων εργασιών από τρίτα μέρη, κλπ.». Κατά τον όρο δε 29 της Σύμβασης υπό τον τίτλο « Καταγγελία /Υπαναχώρηση  από τον πελάτη»  προβλέφθηκε ότι: « Ο πελάτης ( νοείται η εργοδότρια «…») δικαιούται να καταγγείλει /υπαναχωρήσει από τη Σύμβαση:  (a) σε όλες τις περιπτώσεις που το δικαίωμα αυτό παρέχεται ή απορρέει από τη σύμβαση, εφόσον ρητά προκύπτει πώς επιτρέπεται στον πελάτη να το κάνει και/ή β) σε όλες τις περιπτώσεις που το δικαίωμα αυτό παρέχεται ή απορρέει από το νόμο και/ή  γ) σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργολάβου ή του υπεργολάβου ή σε περίπτωση διορισμού συνδίκου, εκκαθαριστή ή διαχειριστή για την κήρυξη πτώχευσης σε όλα ή σε σημαντικό μέρος των περιουσιακών στοιχείων του εργολάβου ή του υπεργολάβου ή σε περίπτωση που η εργολάβος ή υπεργολάβος αποφασίζει το συμβιβασμό με τους πιστωτές ή σε περίπτωση εκκαθάρισης από τον εργολάβο ή υπεργολάβο κατόπιν εντολής ή έγκρισης. Εφόσον η εργολάβος δεν ανταποκρίνεται στις ανειλημμένες υποχρεώσεις της, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά την έγκαιρη και κατάλληλη ολοκλήρωση και παράδοση των εργασιών στις συμφωνημένες κατηγορίες εργασιών και στα χρονικά όρια που προβλέπονται κατά το άρθρο 6 και σε πλήρη αντιστοιχία με τους όρους αυτούς, ο πελάτης αφού γνωστοποιήσει αυτό στον εργολάβο δικαιούται να ασκήσει κάθε δικαίωμά του συμπεριλαμβανομένου χωρίς κανένα περιορισμό του δικαιώματός του να καταγγείλει και /ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Η καταγγελία και /ή υπαναχώρηση από τη σύμβαση από μέρους του πελάτη δεν εμποδίζει σε καμία περίπτωση τον πελάτη από το δικαίωμά του να ζητήσει εφάπαξ αποζημίωση από τον εργολάβο και μετά την ημερομηνία της καταγγελίας όπως ορίζεται στις παραγράφους 6.3 (περ. γ’) , 22 και 25.1 εφόσον πρόκειται για περίπτωση αποδεδειγμένων απωλειών και ζημιών που προκλήθηκαν λόγω της καταγγελίας της σύμβασης συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των εξόδων ρυμούλκησης και πρόσδεσης και τυχόν άλλων εξόδων που ανέκυψαν ώστε να ολοκληρωθούν οι εργασίες από τρίτα μέρη κλπ.». Ως χρόνος αποπεράτωσης και παράδοσης  ( delivery date) του έργου ορίσθηκε η 20η -7-2018 ,  δηλαδή μετά πάροδο 3 μηνών και 18 ημερών από την υπογραφή της ένδικης σύμβασης δοθέντος ότι  εργοδότρια εταιρεία «…» επιθυμούσε το υπό μετασκευή πλοίο  να είναι έτοιμο προς πλεύση κατά την επερχόμενη τουριστική περίοδο και οι εργασίες να ξεκινήσουν άμεσα.Για το λόγο αυτό ο δεξαμενισμός του σκάφους είχε προγραμματισθεί για τις 10-4-2018, ήτοι μετά από 8 ημέρες από την υπογραφή της σύμβασης στην …, πλην όμως κατόπιν συμφωνίας των μερών κι επειδή έτερο σκάφος της εργοδότριας και δη  η θαλαμηγός  Μ/Υ την ονομασία  «…»  δεξαμενίστηκε στην ως άνω πλωτή δεξαμενή , μετατέθηκε για την 15η -5-2018, όποτε και το υπό μετασκευή σκάφος δεξαμενίστηκε .Εν συνεχεία σύμφωνα  με το Παράρτημα ( Schedule) 2 της Σύμβασης που προέβλεπε τις ζώνες πληρωμής καθορίσθηκε με την υπογραφή να καταβληθεί από την αιτούσα εργοδότρια : α) ποσό 200.000 ευρώ  πλέον ΦΠΑ για οφειλές δεξαμενισμού  προς τον ΌΛΠ, β) συνολικό ποσό 830.000 ευρώ για τις πρώτες παραγγελίες και τα πρώτα έξοδα και γ) ποσό 200.000 ευρώ για εργατικά ναυπηγείου/αναλώσιμα, επομένως συνολικά το ποσό των 1.230.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ. Η αιτούσα εργοδότρια κατέβαλε σε 2 δόσεις στην εργολάβο, μέρος αυτής , ήτοι ποσό 1.138.000 , όπως συνομολογούν οι διάδικοι αν και  στο Παράρτημα 2 (Schedule 2) της σύμβασης που καθόριζε τις ζώνες πληρωμής είχε συμφωνηθεί , όπως δεν αμφισβητούν οι διάδικοι, ως πρώτη δόση το ποσό των  1.553.440 ευρώ.    Ακολούθως στις 24-4-2018  πριν ακόμη δηλαδή δεξαμενισθεί το υπό μετασκευή  σκάφος , στα γραφεία της στον …….η  υπεργολάβος με την επωνυμία «…»ενεργώντας κατά τον όρο 7 του Παραρτήματος (Schedule)  1 της Σύμβασης που προέβλεπε ότι θα προέβαινε σε επανασχεδιασμό και εκτύπωση/αποτύπωση της νέας μορφής πρύμνης,   παρουσίασε στην αιτούσα εργοδότρια «…»  σε σχετική συνάντηση των μερών την, επί  χάρτου,  πρότασή της για την ναυπηγική αποτύπωση των τρισδιάστατων εικόνων του Ιταλού σχεδιαστή  … ( τα οποία  όπως άλλωστε ρητώς αποτυπώνεται στον όρο 3.2 της σύμβασης είχε ήδη παραλάβει και γνώριζε  πλήρως τόσο η εργολάβος όσο και η υπεργολάβος),  όπως η απεικόνιση αυτή εμφαίνεται στο σχετικό 2 που εισφέρεται επιμελεία της καθ’ής. Τα πρακτικά  της συνάντησης αυτής εστάλησαν με ηλεκτρονική αλληλογραφία στις … από την εργολάβο στα λοιπά εμπλεκόμενα μέρη, και σε αυτά και δη στο σημείο 8 αυτών αναφέρεται ότι «…επιθυμία του ιδιοκτήτη ήταν να γίνει όχι περίπου αλλά επακριβώς το έργο όπως τα φωτορεαλιστικά σχέδια του …». Η προαναφερθείσα δε, παρουσίαση-πρόταση περιείχε επιμήκυνση της γάστρας του πλοίου στο πρυμνιαίο τμήμα, πίσω από τους ελικοφόρους άξονες, τις έλικες και τα πηδάλια και περιελάμβανε  μεταφορές της κολυμβητικής δεξαμενής -πισίνας προς την πρύμνη, πλήρη επικάλυψη των βοηθητικών λέμβων και δύο σκάλες ανόδου από την πλατφόρμα κολύμβησης ( βλ σελ 12 καθώς και  έγχρωμη απεικόνιση της προτάσεως στο  Παράστημα  ΙΣΤ της έκθεσης του … ναυπηγού μηχανολόγου μέλους του ΤΕΕ που προσκομίζει η υπερεργολάβος). Η κατά τα ως άνω υποβληθείσα σχεδιαστική πρόταση, όμως απερρίφθη από την εργοδότρια  «…», η οποία, όπως προαναφέρθηκε δήλωσε ότι δεν επιθυμεί την κατά το δυνατόν αλλά την ακριβή αποτύπωση  του σχεδίου του Ιταλού σχεδιαστή στην νέα πρύμνη(βλ. τα προαναφερόμενα πρακτικά σημείο 8) για το λόγο ότι η προταθείσα αποτύπωση δεν προσομοίαζε με την  τρισδιάστατη σε μορφή ( 3D)   αποτύπωση του Ιταλού σχεδιαστή, που είχε επακριβώς ενσωματωθεί στο παράρτημα ( Schedule) 3  της Σύμβασης και είχε καταστεί περιεχόμενο αυτής, αφού στην απεικόνιση αυτή του Παραρτήματος 3  το πλοίο είχε μεγαλύτερο πλάτος στο πρυμναίο τμήμα του( βλ σελ 13 καθώς και έγχρωμη  απεικόνιση  στο  Παράστημα  ΙΖ της έκθεσης του … ) και επομένως η τροποποίηση της γάστρας, κατά το σχέδιο του Ιταλού σχεδιαστή,  επεκτεινόταν και πρώραθεν των πηδαλίων και των ελικοφόρων αξόνων.  Ακολούθως, η εργολάβος εταιρεία «…»,-η οποία κατά τον ρητό όρο 3.2 της σύμβασης, που υπεγράφη την … όπως  και η υπεργολάβος  κατά τον κρίσιμο αυτό  χρόνο της συμφωνίας  ήταν σε πλήρη γνώση της ως άνω ( 3D)   αποτύπωσης, παρότι στο στοιχείο 2.2. των πρακτικών της από 24-4-2018 συνάντησης αναφέρεται ότι στις 24-3-2018 το πρώτον της παραδόθησαν αυτά από την … (ενεργούσας για λογαριασμό της εργοδότριας)-ανέφερε ότι για να γίνει η ακριβής απεικόνιση θα έπρεπε να παραληφθεί αναθεωρημένος σχεδιασμός της γάστρας στη σωστή μετατόπιση ή ανακατασκευή της γάστρας με σκοπό να επιτευχθεί το ακριβές σχήμα και φορτίο του …. Προκειμένου δε να επιτευχθεί η απόλυτη ομοιότητα του μέλλοντος να μετασκευαστεί πλοίου με αυτό που είχε απεικονισθεί στο τρισδιάστατο σχέδιο του παραρτήματος 3 της συμβάσεως θα έπρεπε-κατά τους ισχυρισμούς της εργολάβου- να γίνει μετασκευή ολόκληρης της γάστρας του πλοίου και η εξ αυτού του λόγου αναβίβαση του προϋπολογισμού του έργου αφού απαιτούνταν και άλλες εργασίες ( πέραν αυτών που είχαν προβλεφθεί στη σύμβαση), ήτοι απαιτείτο  εκ  νέου επανασχεδιασμός της πρύμνης και των πλευρών του πλοίου αλλά και νέος υπολογισμός και σχεδιασμός για τους νομείς 4 έως 12 αυτού,  επηρεάζοντας  νευραλγικά σημεία του πλοίου όπως το αξονικό σύστημα,  τα πηδάλια, τις προπέλες, τους άξονες τους βραχιόνες, τις προεξοχές και τις δικούς. Ειδικότερα, δε, η εργολάβος με το από 24-4-2018 ηλεκτρονικό της μήνυμα, που απέστειλε,  επισήμαινε στην εργοδότρια «…»  ότι ενόψει των ανακυψασών πρόσθετων εργασιών στη γάστρα   απαιτείτο  να γίνει αναθεώρηση του σχεδιασμού της γάστρας του πλοίου και του οικονομικού σχεδίου, ήτοι τροποποίηση της σύμβασης ως προς το έργο, το τίμημα και τους χρόνους εκτέλεσης και παράδοσης του έργου, που επεικτεινόταν τουλάχιστον για τις 6-8-2018 δεδομένου ότι δεν θα προκύψουν άλλες αλλαγές  και αποδίδοντας την καθυστέρηση παράδοσης του έργου στην εκ μέρους της αιτούσας ουσιώδη τροποποίηση της από … σύμβασης, ενώ επισύναψε στο από … ηλεκτρονικό μήνυμα και την  από … τεχνική έκθεση-επιστολή της υπερεργολάβου της … , όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «Είναι πλέον  προφανές ότι οι ιδιοκτήτες έχουν επιλέξει το σχήμα και τη διάταξη, όπως ακριβώς παρουσιάζεται στην τελευταία 3 D απεικόνιση του σχεδίου από τους Ιταλούς σχεδιαστές  και δεν θα δεχθούν ή τουλάχιστον δε θέλουν να δεχθούν την λύση του όσο το δυνατόν πιο κοντά στο σχήμα».Η αιτούσα  δεν αντέδρασε στα συμπεράσματα της ως άνω συνάντησης που της κοινοποιήθηκαν με το προαναφερθέν ηλεκτρονικό μήνυμα της εργολάβου. Εν συνεχεία στις  7-5-2018  η  εργολάβος εταιρεία « …»  απέστειλε εκ νέου ηλεκτρονικό μήνυμα στην  εργοδότρια «…»  επισημαίνοντάς της  αφενός  την υπερημερία της  στις πληρωμές της τρέχουσας σύμβασης  αφού η πρώτη δόση της προκαταβολής που της κατεβλήθη από την αιτούσα εργοδότρια σε 2 δόσεις συνολικού ποσού  1.030.000 ευρώ ( 730.000 ευρώ και 400.000 ευρώ)  υπολειπόταν της συμβατικής τοιαύτης επισημαίνοντας της επί λέξει ότι «…θα έπρεπε να καταβληθούν 1.456.000 ευρώ ή να πιστωθούν 1.573.000 ευρώ» αφετέρου την επικείμενη και ουσιώδη ανάγκη για άμεση συνάντηση  με τους Ιταλούς σχεδιαστές στα γραφεία των υπερεργολάβων της στο …….. προκειμένου να οριστικοποιηθούν οι προδιαγραφές του ιδιοκτήτη και η  ανάγκη για σημαντική τροποποίηση της σύμβασης που να περιέχει 1) τις επιπρόσθετες αυξημένες τεχνικές απαιτήσεις που δεν συμπεριλήφθηκαν καθόλου στην αρχική σύμβαση…2) το νέο χρόνο παράδοσης και 3) ένα τροποποιημένο σχέδιο πληρωμής, «το οποίο πρέπει –τώρα-να διατηρηθεί αν τηρηθεί η ημερομηνία παράδοσης επίσης», όπως επί λέξει αναφέρεται στη διαμειφθείσα αλληλογραφία.Πλην όμως η αιτούσα δεν απάντησε ούτε στο εν λόγω μήνυμα της εργολάβου. Περαιτέρω, όπως πιθανολογείται από το περιεχόμενο του ανωτέρω μηνύματος, η εργολάβος υπολαμβάνει ότι κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων πριν την υπογραφή της σύμβασης δεν της είχαν παραδοθεί τα σωστά ναυπηγικά σχέδια ( τα οποία τελικώς αναζητήθηκαν και ευρέθηκαν στην καμπίνα του Α μηχανικού στο σκάφος) ώστε να αποτυπωθούν στο ορθό πρότυπο οι απαιτούμενες εργασίες ( εντοπιζόμενες κυρίως στην περιοχή της πρύμνης και της γάστρας). Τελικώς τα μέρη συμφώνησαν να συναντηθούν στις 2-7-2018 με αντικείμενο συνάντησης την τροποποίηση του από … συμφωνητικού ενώ στις … η εργολάβος  «…»,  απέστειλε στην εργοδότρια « …» με ηλεκτρονικό μήνυμα την πρότασή της για τα απαιτούμενες νέες εργασίες ο προϋπολογισμός των οποίων ανερχόταν  κατά τους υπολογισμούς της στο ποσό των 1.580.000 ευρώ. Περαιτέρω τα μέρη συναντήθηκαν στις 2-8-2018, και την ίδια μέρα με ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε η … για λογαριασμό της εργολάβου στα εμπλεκόμενα μέρη, ενημέρωσε αυτά ότι «ο … (Τελικός Πραγματικός Δικαιούχος της … και Διευθυντής της  …) είναι ο μόνος που μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με το έργο του Σκάφους … ». Η καθ’ής υπερεργολάβος, ισχυρίζεται (όπως και η μη διάδικος εργολάβος) ότι στην από 2-7-2018 συνάντηση, η εργοδότρια αποδέχθηκε προφορικά την τροποποίηση της σύμβασης. Πλήν όμως από κανένα έγγραφο στοιχείο της δικογραφίας δεν πιθανολογείται ότι στην εν λόγω συνάντηση των μερών συμφωνήθηκε πράγματι  η τροποποίηση της αρχικής σύμβασης , ενώ αντίθετη κρίση περί τούτου δεν μπορεί να συναχθεί από την σχεδιαστική πρόταση της εργολάβου που αφορούσε τον τρόπο που μπορούσαν να διενεργηθούν οι πρόσθετες εργασίες στη πρύμνη του σκάφους και στη γάστρα έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να προσομοιάζει  κατά το δυνατόν  με την  ναυπηγική αποτύπωση των τρισδιάστατων εικόνων του Ιταλού σχεδιαστή  … που προσαρτήθηκαν στο Παράρτημα (Schedule) 3  της συμβασεως. Στο από … μάλιστα ηλεκτρονικό μήνυμα της εργολάβου , όπου γίνεται αναφορά στην από 2-7-2018 συνάντηση, παρατίθεται η προσφορά της εργολάβου σχετικά με τις ως άνω τροποποιήσεις /συμφωνία ανακαίνισης  στο σκάφους και τον προϋπολογισμό αυτών και επισημαίνεται από την εργολάβο ότι «Η συντομότερη δυνατή απάντηση σας στο ανωτέρω και περισσότερο από όλα η υποβολή του τελικού εγκεκριμένου σχεδίου από την πλευρά του ιδιοκτήτη θα εκτιμηθούν ιδιαίτερα και θα συμβάλλουν στην έγκαιρη ολοκλήρωση του έργου, Περιμένουμε την απάντησή σας».Επομένως, δεν πιθανολογήθηκε ότι η εργοδότρια «…» πράγματι  σε εκείνη τη συνάντηση της 2ας -7-2018 αποδέχθηκε την πρόταση της εργολάβου, ή ότι αποδέχθηκε  νέο  προϋπολογισμό των επιπλέον εργασιών ανερχόμενων στο  ποσό των 1.580.000, πέραν των αρχικώς συμφωνηθέντων. Όπως δε αναφέρεται στο από … ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε η εργολάβος στα εμπλεκόμενα μέρη, και την απήυθυνε και στην … για λογαριασμό της εργοδότριας, στις 8-8-2018 έλαβε χώρα συνάντηση των εμπλεκόμενων μερών στα γραφεία της εργολάβου, η αιτούσα εργοδότρια ενεργώντας δια της (Διευθύντριας της όπως αναφέρεται) …, -σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της καθ’ής-αποδέχθηκε τις επιπλέον εργασίες, εν συνεχεία αιτήθηκε καλύτερη τιμή, και έτσι η ίδια (η εργολάβος)  (στις … με το ηλεκτρονικό μήνυμα της )της πρότεινε ως αμοιβή για τις επιπλέον εργασίες  το ως άνω ποσό της από … οικονομικής προσφοράς-ύστερα από μεγάλη εσωτερική πίεση(όπως επι λέξει αναφέρει )- μειωμένο κατά 10%, θέτοντας παράλληλα στην αιτούσα προθεσμία αποδοχής  μέχρι τις … κι επισημαίνοντας ότι   η απάντησή της αυτή είναι «μια ακόμα προσπάθεια επικοινωνίας από την πλευρά μας ( ενν. της εργολάβου) , η οποία ωστόσο είναι η τελευταία». Όμως η από 8-8-2018 επιστολή … την οποία η εργολάβος εξέλαβε ως αποδοχή της συμφωνίας  των επιπλέον εργασιών, όχι μόνο δεν κάνει λόγο για αποδοχή της νέας κατασκευαστικής πρότασης πολλώ δε μάλλον η ως άνω συντάκτρια της επιστολής επισημαίνει σε αυτήν ότι ο μόνος αρμόδιος για να λαμβάνει αποφάσεις επί του τι δέον γενέσθαι σχετικά με το έργο  είναι ο …  και επί λέξει ότι «ο τελικός πραγματικός δικαιούχος της (αιτούσας εργοδότριας … ), που μπορεί  να λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με το έργο του επίδικου σκάφους και επιθυμεί να αναλάβει προσωπικά την υπόθεση είναι ο …, ως εκ τούτου ότι κανένα άλλο πρόσωπο δεν έχει  δικαίωμα να συζητήσει ή να δώσει οδηγίες ως προς αυτό πέραν από τον ίδιο». Το γεγονός δε ότι στις … η εργολάβος « …» απέστειλε τη με ίδια ημερομηνία επιστολή της στην οποία αναφέρει ότι « σχετικά με την έκπτωση που μας ζητήσατε ύστερα από μεγάλη πίεση μετά χαράς σας προσφέρουμε έκπτωση 10% και  οι όροι πληρωμής θα συζητηθούν αμοιβαία με καλή πίστη ύστερα από την αρχική αποδοχή σας…», δεν πιθανολογεί το αντίθετο, διότι την ως άνω επιστολή και την προσφορά έκπτωσης για τις νέες εργασίες αρνήθηκε άμεσα ρητώς και κατηγορηματικώς η εργοδότρια εταιρεία «…»  αποστέλλοντας την από … ηλεκτρονική της επιστολή με την οποία, μεταξύ άλλων επισημαίνει ρητά  : «α)  Ότι κατά τη συνάντηση της 2-7-2018 δήλωσε ρητά ότι καμία αλλαγή δεν θα γίνει σε σχέση με την από … αρχική συμφωνία του έργου πέρα από την παράταση του δεξαμενισμού, β) ότι καμία τροποποίηση δεν ζητήθηκε από την πλευρά της, γ) ότι η τροποποίηση της γάστρας περιλαμβάνεται στις συμφωνηθείσες εργασίες ( νοείται της αρχικής από …) σύμβασης και πρέπει να είναι ικανή να υποστηρίξει το σχέδιο του Ιταλού σχεδιαστή  …, δ) ότι σύμφωνα με τον όρο 3.2 της σύμβασης παρείχαν στην εργοδότρια όλα τα απαιτούμενα έγγραφα προσδιορίζοντας το έργο που πρέπει να τροποποιηθεί με αναλυτικές οδηγίες αφού η μελέτη του ινστιτούτου “…”  περιλαμβάνει τα προτεινόμενα σχέδια της γάστρας δεικνύοντας την έκταση της τροποποίησης αυτής, ενώ και το 3d μοντέλο του Ιταλού σχεδιαστή περιέχει στοιχεία για τις ανωτέρω επιφάνειες κατασκευής, ε) ότι κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων η εργολάβος είχε πλήρη πρόσβαση στο υπό μετασκευή σκάφος,  ενώ  τα σχέδια αυτού είχαν εξετασθεί από αυτήν ( εργολάβο),  στ) ότι πριν την υπογραφή της σύμβασης είχαν αποσταλεί  ήδη από τις 24-3-2018  στην εργολάβο αφενός η μελέτη του Ινστιτούτου …  αφετέρου το 3d σχέδιο του Ιταλού σχεδιαστή και ζ) ότι στο Παράρτημα 1 ( Schedule 1)  της σύμβασης αναφέρεται ρητά ότι η υπεργολάβος είχε αναλάβει την ενοχική υποχρέωση να μετρήσει τις ακριβείς διαστάσεις του κάτω μέρους και των πλαϊνών του πλοίου και να σχεδιάσει το νέο σχέδιο πρύμνης  και τη  νέα οπίσθια όψη της γάστρας με τέτοιο  τρόπο ώστε η νέα μορφή αυτής ( γάστρα-hull form) να υποστηρίζει το σχέδιο που έχει προσαρτηθεί το Παράρτημα 3 ( Schedule 3)  της σύμβασης.». Μετά δε τις ανωτέρω επισημάνσεις  η εργοδότρια … στην ως άνω επιστολή της  ανακεφαλαιώνοντας την σκέψη της αναφέρει ότι η εργολάβος  … είχε ελέγξει όλα τα έγγραφα και τα σχέδια του πλοίου πριν την υπογραφή της σύμβασης, ότι η τροποποίηση της γάστρας του πλοίου και οι επιβαλλόμενες προς τούτο εργασίες ορίζονται ξεκάθαρα (« clearly defined»)  στη σύμβαση, ότι κάθε τροποποίηση της σύμβασης  με βάση την από … επιστολή της εργολάβου είναι αντίθετη με το περιεχόμενο του Παραρτήματος  1 (Schedule  1 ) της  σύμβασης και  ότι η από  …  προσφορά της εργολάβου αναφέρεται σε  εργασίες  άσχετες  με την  τροποποίηση της γάστρας. Επομένως σύμφωνα με την από …  επιστολή η εργοδότρια  καλεί την εργολάβο να προχωρήσει στη σύμβαση προς το σκοπό ολοκλήρωσης των συμφωνηθεισών εργασιών άλλως θα προβεί σε κάθε νόμιμη ενέργεια για την προάσπιση των συμφερόντων της .  Ακολούθησε η από … ηλεκτρονική επιστολή της εργολάβου με την οποία  απέδιδε στην εργοδότρια τη μομφή  ότι παρερμηνεύει τη σύμβαση, ενώ περαιτέρω κατά τη σύντομη απόδοση του περιεχομένου της ως άνω επιστολής ο  όρος  «συμφωνηθείσες εργασίες»  που περιελήφθη στο προοίμιο της επίμαχης σύμβασης  αφορούσε  « εξωτερικές επισκευαστικές εργασίες που θα διενεργηθούν επί του σκάφους…»   χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό. Πλέον συγκεκριμένα, με την από … επιστολή της ,  η εργολάβος επεσήμαινε στην εργοδότρια ότι επανειλημμένως   μετά  την υπογραφή της σύμβασης της απέστειλε τις από ……,  από …….  και από ……. ηλεκτρονικές επιστολές της ενημερώνοντας σχετικώς περί της ανάγκης  τροποποίησης της σύμβασης, στις οποίες η εργοδότρια» εκώφευσε. Με την ίδια δε από … επιστολή η εργολάβος  κάλεσε την εργοδότρια να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο της σύμβασης, όπως και με την  από 5-9-2018 παρομοίου περιεχομένου  νέα επιστολή της που επέδωσε και στην διαχειρίστρια της  εργοδότριας εταιρείας-μη διάδικο εταιρεία με την επωνυμία « … …» (της οποίας Γενική Διευθύντρια είναι η …), στις 7-9-2018 ( βλ την υπ’ αριθμόν … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …), ζητώντας μάλιστα από αυτές την καταβολή  συνολικού ποσού 1.278.175 (=974.000+ 304.750 )ευρώ για καθυστερήσεις πληρωμής, διαφυγόντα κέρδη και κατάπτωση ποινικών ρητρών .Η εργοδότρια, ομού με την ως άνω διαχειρίστρια της,  απέστειλε τόσο στην εργολάβο όσο και στην υπερεργολάβο (δεύτερη )καθ’ής  σε απάντηση  την από 14-9-2018 επιστολή διαμαρτυρόμενη για την υπερημερία της εργολάβου  ως προς την εκτέλεση του έργου, επισημαίνοντάς τους ότι υφίσταται περιουσιακή ζημία εκ διαφυγόντων κερδών, αρνούμενη περαιτέρω  ότι  κατά την 2-7-2018 συμφώνησε σε επιπλέον εργασίες ή ότι αιτήθηκε έκπτωση για της νέα αμοιβή που της πρότεινε η αιτούσα. Η  εργολάβος και η καθ’ης υπερεργολάβος  στις 21-9-2018  απέστειλαν  στην αιτούσα εργοδότρια και στην διαχειρίστριά της, νέα έγγραφη επιστολή προτείνοντάς τους το διορισμό τεχνικού πραγματογνώμονα από τον κατάλογο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος προς άρση κάθε αμφισβήτησης κατά τους ορισμούς του όρου 37 παρ 2β της Σύμβασης που προέβλεπε τη δυνατότητα αυτή και δη για το αν η πλήρης αποκοπή και μετασκευή της γάστρας  του σκάφους συμπεριλαμβάνεται στις αρχικώς συμφωνηθείσες εργασίες δυνάμει του από … συμφωνητικού ή αν η συγκεκριμένη εργασία αποτελεί επιπρόσθετο έργο.  Τελικώς η εργοδότρια  δια της από 25-9-2018 έγγραφης επιστολής της που επέδωσε στην εργολάβο και στην υπεργολάβο  στις … ( βλ τις υπ’ αριθμόν … και … /… εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …) δήλωσε ότι  υπαναχωρεί από την από … σύμβαση έργου λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς των καθ’ών να εκτελέσουν το αναληφθέν έργο κι επιπλέον αρνήθηκε ότι συντρέχει περίπτωση διορισμού πραγματογνώμονα κατά το άρθρο 37 παρ.2 β της σύμβασης ενώ με ίδια ημερομηνία εξώδικη δήλωση που επέδωσε τόσο στην εργολάβο όσο και στην υπερεργολάβο ( η αιτούσα ), ανακάλεσε την πληρεξουσιότητα που είχε παράσχει στα φυσικά πρόσωπα που είχε ορίσει να υπογράψουν για λογαριασμό της το από … συμφωνητικό και να την εκπροσωπούν στην εκτέλεση του ενδίκου έργου. Επιπροσθέτως, η εργοδότρια αιτούσαμε την από 4-10-2018 εξώδικη δήλωσή της που επέδωσε στην (δεύτερη) καθ’ής την ίδια ημέρα (βλ την υπ’ αριθμόν … έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …) την κάλεσε εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από τη λήψη της εξώδικης δηλώσεως να της επιστρέψει τον κατωτέρω αναφερόμενο επίδικο εξοπλισμό του πλοίου που βρισκόταν στην κατοχή της (καθ’ής). Ομοίως δε με το από … ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε για λογαριασμό της αιτούσας η …, κάλεσε την (δεύτερη) καθ’ής να συγκεντρώσει τον εξοπλισμό και να της υποδείξει ημέρα και ώρα παραλαβής, κι εκ νέου η εργοδότρια αιτούσα υπέβαλε το ίδιο αίτημα προς την υπερεργολάβο καθ’ής με την από 23-10-2018 εξώδικη δήλωση που της επέδωσε την ίδια ημερομηνία ( βλ την υπ’ αριθμόν … έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …) τάσσοντας της προθεσμία δύο (2) εργάσιμων ημερών από τη λήψη της εξώδικης δηλώσεως.Η εργολάβος και η υπερεργολάβος με την από 4-10-2018 εξώδικη δήλωσή τους που επέδωσαν στις 5-10-2018 στην εργοδότρια, στην ανωτέρω διαχειρίστρια της εργοδότριας και στον πλοίαρχο του ένδικου πλοίου (βλ τις υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών,…,) απέκρουσαν την δήλωση υπαναχωρήσεως της εργοδότριας θεωρώντας αυτήν όλως προσχηματική, δηλώνοντας περαιτέρω την άσκηση του παρεχόμενου εκ της συμβάσεως κατά τον άρθρο 37 παρ.2 β αυτής δικαιώματος περί διορισμού πραγματογνώμονα. Ακολούθως δε η εργολάβος προσέφυγε στην αρμόδια διεύθυνση του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, με την κατάθεση της με αριθμό πρωτ. … αιτήσεώς της  και το Τ.Ε.Ε. με το υπ’ αριθμόν … έγγραφό του  διόρισε τον …, ο οποίος συνέταξε την από … έκθεση πραγματογνωμοσύνης αντίγραφο της οποίας προσκομίζει μετά νομίμου επικλήσεως η καθ’ής υπερεργολάβος ως σχετικό 16 . Ακολούθως με την από 17-12-2018 εξώδικη δήλωσή τους που απέστειλαν στην διαχειρίστρια της εργοδότριας, στην πληρεξουσία δικηγόρο της  αιτούσας εργοδότριας και στον πλοίαρχο του ένδικου πλοίου(βλ την υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών,…,), η εργολάβος και η υπερεργολάβος (δεύτερη )καθ’ής διαμαρτυρήθηκαν για την από …(ένδικη) αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής που άσκησε εναντίον τους η αιτούσα και ζήτησαν από αυτή να προβεί στην εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων , δηλώνοντας παράλληλα ότι ασκούν το κατ΄αρθρο 374 ΑΚ  δικαίωμά τους για ληξιπρόθεσμες έναντί τους υποχρεώσεις της αιτούσας ύψους 1.202.459,41 ευρώ. Επιπλέον των εξωδίκων δηλώσεων που αντήλλαξαν τα διάδικα μέρη, ενεπλάκησαν και σε δικαστικό αγώνα καθότι άσκησαν εκατέρωθεν τόσο αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων όσο και τακτικές αγωγές σε βάρος αλλήλων και συγκεκριμένα η μεν αιτούσα εργοδότρια άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την με ΓΑΚ/ΕΑΚ : 10967/4932/22-10-2018  αγωγή κατά της καθ’ής υπερεργολάβου και της εργολάβου  με την οποία ζητεί καταρχάς την αναγνώριση της εγκυρότητας της από 25-9-2018 δήλωσης υπαναχώρησης στην οποία προέβη και την εξαιτίας αυτής αναγνώρισης της αλληλέγγυας ευθύνης αμφοτέρων των καθ’ών προς αποζημίωσή της, η δε εργολάβος την με ΓΑΚ/ΕΑΚ : 4391/2184/13-5-2019  αγωγή, ομοίως ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά σε βάρος της αιτούσας εργοδότριας με την οποία ζητεί την αναγνώριση της ακυρότητας της από 25-9-2018 δήλωσης υπαναχώρησης και της ανυπαρξία αλληλέγγυας ευθύνης της ίδιας και της δεύτερης των καθ’ών. Αμφότερες οι ως άνω αγωγές εκκρεμούν προς εκδίκαση, ενώ πλην της εκκαλουμένης σχετικά με την αντιδικία των διαδίκων εξεδόθησαν η από 25-10 2018 προσωρινή διαταγή  του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε η απαγόρευση απόπλου και μεταβολής της νομικής κατάστασης του ένδικου πλοίου και η υπ’αριθμ. 203 9 /2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) την οποία μάλιστα μνημονεύει κι επομένως έλαβε υπόψην της η εκκαλουμένη δυνάμει της οποίας απερρίφθησαν οι αντίθετες αιτήσεις της αιτούσας-εργοδότριας και της εργολάβου περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων διότι δεν πιθανολογήθηκε κίνδυνος για να διαταχθούν τα αιτούμενα ασφαλιστικά μέτρα.

Από τα όλα  ανωτέρω έγγραφα αλλά και την εν γένει  συμπεριφορά των συμβαλλομένων μερών πιθανολογείται ότι  προέκυψε έντονη  διχοστασία  σχετικά με το ακριβές δικαιοπρακτικό  περιεχόμενο της  ένδικης συμβάσεως έργου,  με την μεν εργοδότρια εταιρεία «…»  να  θεωρεί ότι κατά την αληθινή βούληση των μερών  ως συμφωνηθέν έργο ορίσθηκε η ανακατασκευή του πρυμναίου τμήματος της γάστρας του σκάφους ώστε αυτό να ανταποκρίνεται απολύτως  στο τρισδιάστατο γεωμετρικό  σχέδιο του Ιταλού σχεδιαστή …,  την δε   εργολάβο εταιρεία « …» να  θεωρεί ότι κατά την αληθινή βούληση των μερών  ως συμφωνηθέν έργο ορίσθηκε η  ανακατασκευή του πρυμναίου τμήματος της γάστρας του σκάφους  ώστε να προσεγγίζει κατά το δυνατόν ( «possibly to be followed»  κατά τον όρο 3.2 της Σύμβασης)   την επιθυμητή γενική όψη («desirable general view» κατά τον όρο 3.2 της Σύμβασης)  του τρισδιάστατου γεωμετρικού  σχεδίου  του Ιταλού σχεδιαστή ….Κατόπιν τούτων,  ενόψει της διαπιστούμενης ασάφειας ως προς το λανθάνον ερμηνευτικό  ζήτημα περί του ποιο ήταν το οφειλόμενο έργο  το παρόν Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει τους αντίστοιχους όρους της σύμβασης σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις υπό στοιχεία V και VI νομικές σκέψεις της παρούσας, αναζητώντας  την πραγματική βούληση των μερών , χωρίς προσήλωση στις λέξεις με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των μερών,  τον δικαιοπρακτικό σκοπό της συμβάσεως, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνθήκες  και περιστάσεις που συνοδεύουν την ένδικη περίπτωση, αλλά και τη συμπεριφορά των συμβαλλομένων μερών τόσο πριν όσο και μετά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης. Από την συνεκτίμηση όλων των ανωτέρω το δικαστήριο κρίνει ότι   κατά την  πραγματική βούληση των μερών  ο όρος «συμφωνηθείσες εργασίες»  ( agreed works) ,οι οποίες κατά τους ορισμούς της σύμβασης ( όπως αυτοί επεξηγούνται στο προοίμιό της)   αφορούσαν  «εξωτερικές εργασίες ανακαίνισης μετασκευής» ( exterior refit works) του πλοίου της  εργοδότριας  υποδηλώνει την ενοχική υποχρέωση της εργολάβου  να προβεί στην  ανακατασκευή του πρυμναίου τμήματος και της γάστρας του σκάφους ώστε αυτό να ανταποκρίνεται απολύτως  στο τρισδιάστατο γεωμετρικό  σχέδιο του Ιταλού σχεδιαστή ….  Και είναι μεν αλήθεια ότι η εργολάβος εταιρεία ορμώμενη από τον όρο 3.2 της σύμβασης  που ορίζει ότι  η επιθυμητή γενική όψη του σκάφους (« desirable general view» )   θα ακολουθηθεί στο μέτρο του δυνατού («possibly to be followed»  )  διατείνεται ότι δεν υπείχε ενοχική υποχρέωση για πιστή άλλως επακριβή  μετασκευή του σκάφους  όπως ακριβώς αποτυπώνεται στο ρισδιάστατο γεωμετρικό  σχεδίου  του Ιταλού σχεδιαστή …, πλην όμως οι ως άνω ισχυρισμοί της εργολάβου δεν βρίσκουν αποδεικτικό έρεισμα, αφού λοιποί όροι της ένδικης σύμβασης έργου,  συνδυαστικώς θεωρούμενοι αναδεικνύουν την μάλλον αντίθετη εκδοχή, ήτοι ότι  σύμφωνα με το όλο πνεύμα της συμβάσεως έργου χωρίς προσήλωση στις λέξεις η πραγματική βούληση των μερών ήταν οι εργασίες μετασκευής να είναι απολύτως πιστές στο τρισδιάστατο σχέδιο του … . Συγκεκριμένα,  οι λοιποί αυτοί όροι είναι οι εξής : 1) .ο όρος 3.2 της Σύμβασης  σύμφωνα με τον οποίο  η εργοδότρια εταιρεία « …»  έχει παραδώσει ήδη κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων στην εργολάβο εταιρεία «…» όλα τα σχέδια μετασκευής, τις προδιαγραφές,  τα πρότυπα,  τα σχεδιαστικά αρχεία, τα μοντέλα  και τις διαστάσεις , που όλα ως στοιχεία είναι αρμόζοντα και κατάλληλα για τη μετασκευή έτσι ώστε να είναι σε θέση η εργολάβος να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις  που απορρέουν  από την παρούσα σύμβαση . Η  δε εργολάβος τελεί σε πλήρη γνώση αυτών και συγκεκριμένα : α) της  από … έκθεσης του …  με αριθμό …, β) των τρισδιάστατων σε μορφή ( 3D)  αρχείων για το σκάφος . Η ειδική αναφορά της τρισδιάστατης απεικόνισης του Ιταλού σχεδιαστή  με την επισήμανση ότι η εργολάβος έλαβε πλήρη γνώση αυτής καταδεικνύουν τη  βούληση των μερών να εξάρουν τη σπουδαιότητά της και τη σημασία της   για τη σύμβαση, και την ανάγκη να ακολουθηθεί πιστά  από τα μέρη και όχι να ληφθεί απλώς υπόψη των μερών,  2) ο όρος 4.1 της Σύμβασης σύμφωνα με τον οποίο προβλέφθηκε ότι:  η εργολάβος αναλαμβάνει έναντι της εργοδότριας «…»  την υποχρέωση να εκτελέσει τις συμφωνηθείσες εργασίες (α) προσηκόντως και εγκαίρως, σε πλήρη συμμόρφωση με τους όρους της Σύμβασης, τις Προδιαγραφές και την προσφορά της εργολάβου. Όπως δε πιθανολογείται η εργολάβος  στήριξε στο στάδιο των διαπραγματεύσεων  την οικονομική προσφορά της στην ως άνω τρισδιάστατη απεικόνιση που της απεστάλη από την εργοδότρια, χωρίς μάλιστα να διατηρήσει ουδεμία επιφύλαξη, όλως οψίμως εν συνεχεία  επιχειρεί να υποβιβάσει την ουσιώδη  συμβατική σημασία της. 3) ο όρος 7 στο  Παράρτημα 1 ( schedule 1) της Σύμβασης όπου αναφέρεται ρητώς ότι η υπεργολάβος Nap Engineering θα προέβαινε στον επανασχεδιασμό και στην εκτύπωση/αποτύπωση της νέας μορφής της πρύμνης ακριβώς, όπως παρουσιάσθηκε στην τρισδιάστατη απεικόνιση του Ιταλού σχεδιαστή και μάλιστα από την επισκόπηση του πρωτότυπου  συνταγμένου στην αγγλική κειμένου  η λέξη  «ακριβώς»  έχει αποτυπωθεί με κεφαλαία γράμματα (  EXACT) , 4) ο όρος 8 της Σύμβασης σύμφωνα με τον οποίο η εργολάβος εγγυάται ρητώς και ανεπιφύλακτα για τον οικονομικό προϋπολογισμό των συμφωνημένων εργασιών και προβλέπει ότι οποιαδήποτε προς τα πάνω τροποποίηση ή προσαρμογή του εργολαβικού ανταλλάγματος αποκλείεται, εκτός εάν αναφέρεται σε τροποποιήσεις ή πρόσθετες εργασίες που έχουν εγκριθεί από την  εργοδότρια. Επομένως,αν η  ενοχική υποχρέωση της εργολάβου ήταν να ακολουθήσει « κατά το δυνατόν», όπως διατείνεται,  την τρισδιάστατη εικόνα του Ιταλού σχεδιαστή δεν θα εγγυάτο με ρητό ειδικό όρο στη σύμβαση  για το ύψος του προϋπολογισμού ούτε  τα μέρη θα συμφωνούσαν να μην επιτρέπεται οποιαδήποτε οικονομική αναβίβασή του. 5) ο όρος 14 της Σύμβασης  υπό τον τίτλο «Επιπρόσθετες Εργασίες της εργολάβου» με τον οποίο προβλέφθηκε ότι  οι τυχόν επιπρόσθετες εργασίες θα πρέπει να αποδεικνύoνται και να τελούν  υπό την  εκ των προτέρων  έγγραφη έγκρισή τους  από συγκεκριμένα-κατονομαζόμενα πρόσωπα  . Σημειωτέον ότι τα μέρη περιέλαβαν αυστηρούς όρους όσον αφορά το  είδος  των εργασιών της σύμβασης, οι οποίες περιγράφονταν στο Παράρτημα Ι  και μόνον κατ’ εξαίρεση και υπό αυστηρές αντικειμενικά προϋποθέσεις προέβλεψαν το δικαίωμα τέλεσης πρόσθετων εργασιών εκ μέρους της εργολάβου . Συνάγεται επομένως ότι αν το αντικείμενο της σύμβασης ήταν να  ακολουθηθεί στο μέτρο του δυνατού («possibly to be followed»  )   το σχέδιο του Ιταλού σχεδιαστή  τα μέρη  θα διατύπωναν διαφορετικά τον όρο 14 της Σύμβασης περί πρόσθετων εργασιών.  Πέραν των όρων αυτών όμως, τα συμβαλλόμενα μέρη περιέλαβαν ρητώς στο παράρτημα 3 (Schedule 3)   της Σύμβασης την ίδια την  τρισδιάστατη σχεδιαστική απεικόνιση του Ιταλού σχεδιαστή … με τρόπο ώστε αυτή η απεικόνιση να καταστεί πέραν πάσης αμφιβολίας περιεχόμενο τηε ένδικης συμβάσεως. Επομένως, εαν η εργολάβος επρόκειτο να  ανακατασκευάσει την πρύμνη και τη γάστρα του πλοίου  κατά το δυνατόν εγγύτερα προς τη τρισδιάστατη απεικόνιση του Ιταλού σχεδιαστή, τότε δεν παρίστατο ανάγκη η τρισδιάστατη απεικόνιση  να καταστεί  κατά τρόπο αναμφίβολο μέρος της σύμβασης και να περιληφθεί σε αυτήν ως αναπόσπαστο μέρος της και στοιχείο αναφοράς αυτής. Σημειωτέον δε ότι δεν πιθανολογείται ότι η εργολάβος αμφισβητεί ότι η σχεδιαστική πρόταση που υπέβαλε στην εργοδότρια στις 24-4-2018 και απερρίφθη,   ήταν η κατά το δυνατόν πλησιέστερη ( «possibly to be followed»)  ναυπηγική αποτύπωση των τρισδιάστατων εικόνων του Ιταλού σχεδιαστή  ….  Σε κάθε δε περίπτωση, δεδομένου ότι στον όρο 1.3   της επίμαχης σύμβασης  έργου προβλέφθηκε ότι σε περίπτωση ασυμφωνίας ή αντίθεσης μεταξύ  της σύμβασης   και των Παραρτημάτων( “inconsistency or contradiction between the agreement and any of the schedules )  η Σύμβαση θα υπερισχύει πλην όμως: «…(α)  σε σχέση με τη φύση και την έκταση ( nature and extend) των συμφωνημένων εργασιών θα υπερισχύουν τα αντίστοιχα παραρτήματα …» κι εν προκειμένω τα μέρη δεν συμφωνούν  ως προς την έννοια του όρου «συμφωνηθείσες εργασίες»  που περιλήφθηκε στη σύμβαση και πρόκειται για θέμα που άπτεται της φύσεως και της εκτάσεως των εργασιών , υπερισχύει προς άρση κάθε αμφισβητήσεως  το Παράρτημα 3 της συμβάσεως, ήτοι η αυτούσιως περιλαμβανόμενη σε αυτό τρισδιάστατη απεικόνιση του Ιταλού σχεδιαστή …. Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω η εκκαλουμένη που πιθανολόγησε ότι   από το περιεχόμενο του από 2-4 2014 συμφωνητικού και των παραρτημάτων του τα συμβαλλόμενα μέρη απέβλεψαν η  μετασκευή του πρυμναίου τμήματος να προσεγγίσει κατά το δυνατό κι όχι επακριβώς την επιθυμητή γενική όψη των αρχιτεκτονικών σχεδίων του Ιταλού σχεδιαστή … …-, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, γινομένου δεκτού ως βάσιμου του σχετικού λόγου έφεσης. Αντιθέτως δεν έσφαλε πιθανολογώντας ότι για τη μη έγκαιρη άλλως την επιβράδυνση της εκτέλεσης του έργου υπαίτια είναι η αιτούσα εργοδότρια διότι ενήργησε με τρόπο που αντιβαίνει τη σύμβαση και δη προκαταβάλοντας ως εργολαβική αμοιβή ποσό μικρότερο από το συμφωνηθέν, παραβιάζοντας τα οριζόμενα στο άρθρο 32 παράγραφος 1 της σύμβασης, καθυστερώντας με δική της υπαιτιότητα τον δεξαμενισμό του σκάφους πλοιοκτησίας της και παραλείποντας να απαντήσει επί τρεις μήνες στην ηλεκτρονική αλληλογραφία της εργολάβου. Σημειωτέον αντιθέτως, ότι ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας της εργοδότριας αιτούσας, εσφαλμένως η εκκαλουμένη διαλαμβάνει ότι αυτή συντρέχει αφενός λόγω της άρνησής της (εργοδότριας) περί παραπομπής της διαφοράς που ανέκυψε σε τεχνικό πραγματογνώμονα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 37 παράγραφος 2β της σύμβασης αφενός λόγω της ανάκλησης της πληρεξουσιότητας που είχε παράσχει (η εργοδότρια) στα -κατονομαζόμενα στην προαναφερθείσα εξώδικη δήλωση που κοινοποίησε στην καθ’ής- φυσικά πρόσωπα για την υπογραφή και λήψη αποφάσεων σχετικά με την κατασκευή του σκάφους και τη σύναψη και εκτέλεση του επίδικου έργου. Με βάση δε τις ορθές ως άνω παραδοχές της η εκκαλουμένη, δεν έσφαλε στην κρίση της  ότι η αιτούσα-εργοδότρια  δεν προέβη νομίμως στην κατά το άρθρο 686 α ΑΚ δήλωση υπαναχώρησης από την από … σύμβαση έργου. Ειδικότερα, αδιαφόρως της ύπαρξης υπαιτιότητας της εργολάβου στη μη εκτέλεση του ανατεθέντος σε αυτή έργου, δεδομένου ότι , σύμφωνα  με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, η υπαναχώρηση του άρθρου 686 α ΑΚ αποτελεί εκ του νόμου δικαίωμα που παρέχεται στον εργοδότη εφόσον δεν είναι ο ίδιος υπαίτιος για τη μη έγκαιρη ή καθόλου εκτέλεση του έργου. Εν προκειμένω, αφού πιθανολογείται η υπαιτιότητα της εργοδότριας κατά τα ανωτέρω, προκύπτει ότι αυτή δεν είχε το σχετικό συμβατικό ( διαπλαστικό) δικαίωμα  ( όρος  25 και 29 της σύμβασης),αλλά  δια της από 25-9-2018 έγγραφης επιστολής της επιδοθείσα στην εργολάβο και στην υπεργολάβο   την … , ήτοι μετά τον δηλωθέντα χρόνο αποπεράτωσης του έργου ( ως τέτοιος  είχε ορισθεί η 20η-7-2018)  , προέβη κατά μετατροπή (άρθρο 182 ΑΚ) στην κατά άρθρο 700 ΑΚ καταγγελία της συμβάσεως, που έχει αποτέλεσμα τη λύση της σύμβασης μόνο για το μέλλον κι όχι την αναδρομική ανατροπή της. Ειδικότερα, ναι μεν  δεν αποτελεί άνευ άλλου καταγγελία, η δήλωση της εργοδότριας που τείνει στη λύση της σύμβασης επικαλούμενη αντισυμβατική συμπεριφορά της εργολάβου πλην όμως επειδή εν προκειμένω αφενός πιθανολογήθηκε δική της υπαιτιότητα αφετέρου δεν πιθανολογήθηκαν βάσιμοι, οι λόγοι που επικαλέστηκε για την υπαναχώρησή της, ήτοι η επιβράδυνση της εκτέλεσης του έργου από την εργολάβο,  ως εκ τούτου κατά νόμιμη μετατροπή σύμφωνα με το άρθρο 182 ΑΚ και υπό τις προϋποθέσεις αυτού, η από 25-9-2018 δήλωσή της ενεργεί ως καταγγελία της από … σύμβασης κατ`άρθρο 700  ΑΚ. Επομένως, η εκκαλουμένη που έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, κατέληξε στην ίδια κρίση , ήτοι ότι η από 25-9-2018 δήλωση υπαναχώρησης της εργοδότριας αποτελεί κατά νόμιμη μετατροπή καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους της, δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, ούτε πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις,  απορριπτομένων των όσων αντιθέτων ισχυρίζεται η εκκαλούσα με το σχετικό λόγο έφεσης.Περαιτέρω, λόγω της καταγγελίας της, λύθηκε η από … σύμβαση έργου με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις υπό στοιχεία ΙΙ και ΙΙΙ νομικές σκέψεις της παρούσας η μεν εργοδότρια να οφείλει να καταβάλει στην εργολάβο την συμφωνημένη αμοιβή αφαιρουμένης της δαπάνης που εξοικονομήθηκε από τη ματαίωση της σύμβασης και τις ποινικές ρήτρες που συμφωνήθηκαν, η δε εργολάβος να υποχρεούται να αποδώσει στην εργοδότρια τα πράγματα στα οποία, σύμφωνα με τη σύμβαση του έργου αυτή είναι κάτοχος και η εργοδότρια διατηρεί τη νομή. Εφόσον δε η εργολάβος εξακολουθεί να τα κατέχει και δεν τα αποδίδει, τότε ενεργεί αντίθετα στη βούληση της νομέως, της οποίας την νομή προσβάλλει και η οποία προστατεύεται σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 998 ΑΚ, συντρεχουσών  και των προϋποθέσεων για την άσκηση των αγωγών της νομής κατά τις διατάξεις των άρθρων  987 και 989 ΑΚ. Εν προκειμένω,όπως συνομολογούν τα μέρη, ακόμη και μετά τη λήξη της σύμβασης, παραμένουν στην κατοχή της δεύτερης καθ’ής υπερεργολάβου τα ακόλουθα κινητά πράγματα που ανήκουν κατά κυριότητα και νομή στην αιτούσα εργοδότρια, αποτελούν μέρη του επιδίκου σκάφους και είχαν αφαιρεθεί από το πλοίο προκειμένου να γίνουν οι συμφωνηθείσες εργασίες μετασκευής  : 1) δύο προπέλες μεταβλητού βήματος 710 H X/ 4 υλικού Cu –Ni- Αl Bronze κατασκευαστή Berg, 2) δύο άξονες προπελών μεταβλητού βήματος υλικού 1.4418/X 4Cr Ni Mo 165,  κατασκευαστή Berg  με αριθμό παραγγελίας Ρο- 14 870, 3) δύο εργάτες σχοινιών της πρύμνης του σκάφους, 4) τέσσερις ανοξείδωτες δέστρες μήκους 0,80 μέτρων και πλάτους 0,40 μέτρων εκάστη και 4 όκια μήκους 0,50 μέτρων, ύψους 0,30 μέτρων και βάθους 0,20 μέτρων έκαστο στην πρύμνη του σκάφους όπως είχε αυτή προ των εργασιών μετασκευής του σκάφους κατά την εκτέλεση των οποίων και αφαιρέθηκε η πρύμνη, 5) το σύνολο των εξωτερικών ορόφων του σκάφους υλικού VEKAPLAN πάχους 12 χιλιοστών συνολικής επιφάνειας 240 τετραγωνικών μέτρων, 6)  ένας γερανός με την υδραυλική του μονάδα, ο οποίος ήταν τοποθετημένος στο ελικοδρόμιο του σκάφους, 7) δύο πόρτες υδραυλικές μεταλλικής κατασκευής μήκους 9,2 μέτρων και ύψους 1,2 μέτρων εκάστη αφαιρεθείσες από το γκαράζ βαρκών του σκάφους, 8) δύο σειρές διακοσμητικών περσίδων μεταλλικής κατασκευής μήκους 20 μέτρων εκάστη δηλαδή συνολικού μήκους 40 μέτρων και ύψους 1,20 μέτρων που βρίσκονταν τοποθετημένες δεξιά και αριστερά στο κατάστρωμα του ιδιοκτήτη του παραπάνω σκάφους (owner’s deck)αποτελούμενες η κάθε μία εκ των δύο σειρών από εννέα επιμέρους τμήματα-τεμάχια και 9) μία δορυφορική κεραία τηλεόρασης μάρκας  Intellian.  Η δεύτερη καθ’ής δεν αρνείται ότι τα κινητά στα πράγματα ανήκουν στην αιτούσα εργοδότρια κατά κυριότητα και νομή, όπως επιβεβαίωσε και ο εξετασθείς ενώπιον του πρωτοάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρας της … ,ναυπηγός μηχανολόγος μηχανικός , τεχνικός διευθυντής της (καθής) και τεχνικός σύμβουλος της εργολάβου, αντιθέτως αρνείται το στοιχείο της  «παράνομης και χωρίς τη θέληση της αιτούσας παρακράτησης» αυτών καθώς ισχυρίζεται ότι τα παρακρατά δυνάμει ισχυρής σύμβασης εντολής που τη συνδέει με την εργολάβο εταιρεία η οποία της έχει απαγορεύσει ρητά να τα παραδώσει λόγω των αναφερόμενων αξιώσεων που αυτή διατηρεί κατά της αιτούσας .Ο  ισχυρισμός αυτός , όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αντιποίησης και κατά επέκταση της παράνομης προσβολής της νομής της αιτούσας εκ μέρους της (καθ’ής) και συγκεκριμένα αποτελεί άρνηση του ισχυρισμού της αιτούσας ότι η δεύτερη καθ’ής κατέλαβε τα αναλυτικώς αναφερόμενα κινητά πράγματα αποβάλλοντας την ίδια (αιτούσα) με τον τρόπο αυτό από τη νομή τους.Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας,μέχρι την καταγγελία της από … σύμβασης έργου η καθ’ής υπερεργολάβος αλλά και η εργολάβος εταιρεία νομίμως με βάση τη σύμβαση έργου κατείχαν τον ως άνω εξοπλισμό και μάλιστα εν προκειμένω συντρέχει περίπτωση κλιμακωτής κατοχής αυτών που δημιουργήθηκε βάσει δυο αυτοτελών συμβάσεων (έργου και εντολής αντίστοιχα). Έτι περαιτέρω τα ανωτέρω κινητά παραχωρήθηκαν στη δεύτερη καθ’ής από την εργολάβο εταιρεία που είχε το σχετικό δικαίωμα δυνάμει της ένδικης  σύμβασης έργου κατά το άρθρο 2 αυτής και με τη συναίνεση της αιτούσας, η οποία  δεν εναντιώθηκε στην παράδοση των κινητών αυτών από την εργολάβο προς την υπερεργολάβο και ήταν εξαρχής πλήρως ενημερωμένη για τον τόπο που βρίσκονταν και για την κάτοχο αυτών όπως ρητά προβλέπεται στο κεφάλαιο 1 (ορισμοί- πεδίο χώροι εργασίας) της από … συμβάσεως. Επίσης δεν πιθανολογείται ότι η καθ’ής κατέστη νομέας των κινητών αυτών πραγμάτων , ήτοι ότι θεμελίωσε δική της νομή επί των ένδικων κινητών αφού ελλείπει το στοιχείο της διανοία κυρίου εξουσίασης, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε θεμελίωση νέας νομής και να καταστήσουν αυτήν νομέα. Πολλώ δε μάλλον δεν πιθανολογείται ότι κατά τη διάρκεια της σύμβασης έργου η καθ’ής ενήργησε ως επιλήψιμος νομέας αυτών υπό την έννοια ότι τα απέκτησε στην νομή και κατοχή της (άμεσος κάτοχος) δια μέσω της εργολάβου (έμμεσης κατόχου) χωρίς τη θέληση κι εν αγνοία της αιτούσας εργοδότριας, απορριπτομένου ως αβάσιμου του αντιθέτου ισχυρισμού της τελευταίας. Αντιθέτως πιθανολογείται ότι μετά τη λύση της από … σύμβασης έργου, η άρνηση  της καθ’ής να τα αποδώσει στην αιτούσα κυρία και νομέα αυτών οφείλεται στην πεποίθησή της ότι δεσμεύεται συμβατικά αφενός λόγω της ενοχικής σχέσης εντολής που τη συνδέει με την εργολάβο, αφετέρου λόγω της άκυρης ως θεωρεί υπαναχώρησης της αιτούσας εργοδότριας εκ της από …  σύμβασης έργου  ,ζήτημα  το οποίο θα κριθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο που εκκρεμεί η προαναφερθείσα αγωγή της εργολάβου κατά της εργοδότριας και της αντίθετης αγωγής της τελευταίας κατά της εργολάβου και της καθ’ής υπερεργολάβου. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από τα όσα κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου … τεχνικός διευθυντής της καθ’ής, περί της πεποίθησης της καθ’ής ότι θα έφερε ευθύνη έναντι της εργολάβου αν δεν τηρούσε τη ρητή εντολή αυτής να μη παραδώσει τα κινητά πράγματα στην αιτούσα εργοδότρια, τα οποία ως κατέθεσε ο μάρτυρας, (η καθ’ής) παρακρατά ως μέσο πίεσης της εργολάβου προς την αιτούσα προκειμένου να καταβάλει η τελευταία στην πρώτη την εργολαβική αμοιβή της ώστε και η εργολάβος ακολούθως  να καταβάλει στην ίδια, ήτοι εν είδει  άτυπου ενεχύρου του άρθρου 695 ΑΚ. Επομένως, η εκκαλουμένη που έκρινε ότι η καθ’ής δεν έχει εκφράσει οποιαδήποτε πρόθεση αντιποίησης των κατεχόμενων από αυτή κινητών πραγμάτων κυριότητας και νομής της αιτούσας κι ότι  η άρνησή της να τα παραδώσει στην αιτούσα δεν είναι εντελώς αβάσιμη, αντιθέτως στηρίζεται σε ευλογοφανείς ισχυρισμούς δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και δη των άρθρων 974 ,981,984 ,987 ΑΚ  και 733 επ. ΚΠολΔ ούτε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του σχετικού (πρώτου) λόγου έφεσης ως αβάσιμου. Ανεξάρτητα όμως από την εύλογη ή μη πεποίθηση της καθ’ής, περί παρακράτησης της κατοχής των ένδικων κινητών δυνάμει δικαιώματος, όπως προαναφέρθηκε στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας και το άρθρο 991 ΑΚ  στη δίκη προστασίας της νομής, όπως η προκειμένη δεν είναι επιτρεπτός ο ισχυρισμός της καθής ότι η προσβολή έγινε δυνάμει εμπραγμάτου ή ενοχικού δικαιώματος, εκτός εάν αυτό έχει αναγνωρισθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση σε δίκη μεταξύ των διαδίκων , προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω.Μετά δε τη λύση της από … η δεύτερη καθ’ής  παρακρατώντας τα ως άνω κινητά πράγματα της αιτούσας εργοδότριας προσβάλλει άνευ άλλου τη νομή της επί αυτών, πλην όμως η τελευταία ,προστατεύεται σύμφωνα με την ΑΚ 998 κι εν προκειμένω  συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση των αγωγών της νομής και κατοχής κατά τις διατάξεις των άρθρων  987 ΑΚ, 989 ΑΚ και 998 ΑΚ. Συγκεκριμένα, από την ΑΚ 991, σε συνδυασμό με τις ΚΠολΔ 321, 324 συνάγεται ότι η νομή (και η κατοχή) προστατεύεται αυτοτελώς, δηλαδή ανεξάρτητα από το εάν αυτή στηρίζεται σε δικαίωμα ή όχι, το οποίο πάντως μπορεί να προστατευθεί σε χωριστή δίκη, η οποία θα κρίνει για την ύπαρξη και την έκταση του κρίση η οποία είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί στη σκοπούσα την άμεση αποκατάσταση της διασαλευθείσας ειρηνικής συμβίωσης δίκη ασφαλιστικών μέτρων νομής (ΑΠ 905/1979 ΝοΒ 28.624). Κατ’επάλληλη δε σκέψη του Δικαστηρίου, το αν η απόδοσή των ένδικων κινητών που παραμένουν μετά τη λύση της από … σύμβασης στην κατοχή της υπερεργολάβου καθ΄ής αποτελεί αντικείμενο αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ή τακτικής αγωγής θα εξαρτηθεί από τη συνδρομή ή μη του στοιχείου του κατεπείγοντος περί την απόδοσή τους, υπό την έννοια ότι για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων προστασίας της νομής πρέπει να υφίσταται ανάγκη να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία η εξουσίαση του επιδίκου πράγματος και να επιβάλλεται η άμεση ρύθμιση αυτής μέχρι να ολοκληρωθεί η παροχή της οριστικής δικαστικής προστασίας, προκειμένου κατά το διάστημα που μεσολαβεί να μην προκληθεί στο δικαιούχο ή στο αντικείμενο του δικαιώματος ανεπανόρθωτη βλάβη.

Εν προκειμένω, ως προς το ζήτημα της συνδρομής επείγουσας περίπτωσης ή κινδύνου , υπό την έννοια που προεκτέθηκε στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας, , δεν πιθανολογήθηκε ότι απειλείται η υλική υπόσταση των αναφερόμενων κινητών πραγμάτων καθώς όλα αυτά είναι προορισμένα για εξωτερική χρήση, φυλάσσονται επαρκώς στις εγκαταστάσεις της δεύτερης καθ’ής όπου υπάρχουν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας τους και δη συναγερμός και κάμερες ασφαλείας, όπως προκύπτει από τις φωτογραφίες που προσκομίζει η δεύτερη καθ’ής και η γνησιότητά τους δεν αμφισβητείται . Εξάλλου παρότι τα επίμαχα κινητά πράγματα είχαν αφαιρεθεί από το πλοίο ήδη από το Μάιο που δεν είχε προκύψει διαφορά η ουδέποτε η αιτούσα μέχρι την άσκηση της ένδικης αίτησης δεν αμφισβήτησε την ασφάλεια παραμονής των κινητών  στις εγκαταστάσεις της καθ’ής. Ως εκ του περισσού, σημειώνεται ότι η αιτούσα δεν επικαλέστηκε, πολλώ δε μάλλον δεν πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ής χρησιμοποιεί τον εξοπλισμό, επομένως ότι αυτός υπόκειται σε φθορά και απαξίωση από την χρήση του. Ενόψει των ανωτέρω επομένως αντικρούεται ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του εξετασθέντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρα της αιτούσας … ότι ο επίδικος εξοπλισμός δεν φυλάσσεται επαρκώς και ότι είναι δυνατόν σε τρίτους  να εισέλθουν στις εγκαταστάσεις της καθ’ής, που βρίσκεται τοποθετημένος και να προκαλέσουν βλάβες σε αυτόν Επίσης, ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι υπάρχει κίνδυνος καταστροφής και επέλευσης σοβαρών και δύσκολων αναστρέψιμων βλαβών και του σκάφους από το οποίο αφαιρέθηκε ο επίμαχος εξοπλισμός και του ίδιου του εξοπλισμού εκτός του ότι είναι αόριστος , ουδόλως πιθανολογήθηκε ως βάσιμος.Ομοίως αόριστα κατέθεσε και ο μάρτυράς της ότι είναι κατεπείγον να αποδοθούν άμεσα στην αιτούσα τα επίμαχα κινητά μεταξύ των οποίων οι προπέλες και οι άξονες του σκάφους διότι είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και η φθορά και αντικατάστασή τους είναι ιδιαίτερα δυσχερής τόσο από οικονομική όσο και από χρονική άποψη για την ολοκλήρωση της επισκευής του σκάφους.Περαιτέρω, ο  ισχυρισμός της αιτούσας ότι συντρέχει επείγουσα περίπτωση απόδοσης σε αυτήν του εξοπλισμού της ώστε να ολοκληρωθούν οι εργασίες του πλοίου προκειμένου να το εκναυλώσει, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα απωλέσει ναύλους από το επίδικο σκάφος εκτός του ότι πάσχει λόγω αοριστίας δεν πιθανολογείται βάσιμος, δεδομένου άλλωστε  ότι κατά τον παρόντα χρόνο έχει παρέλθει η θερινή περίοδος, που όπως συνομολογεί η αιτούσα εκμεταλλεύεται το σκάφος. Πολλώ δε μάλλον δεν πιθανολογήθηκε ότι εξαιτίας του αφαιρεθέντος εξοπλισμού καθυστερεί η ολοκλήρωση των απαραίτητων εργασιών μετασκευής του σκάφους και η εμπορική του εκμετάλλευση καθόσον η αιτούσα συνομολογεί ότι ο εξοπλισμός έχει αφαιρεθεί ακριβώς για να γίνουν οι εργασίες αυτές και δεν μπορούν να τοποθετηθεί πριν ολοκληρωθούν οι σχετικές εργασίες. Εξάλλου όπως ο μάρτυρας της αιτούσας … κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου «δεν έχουμε ακόμα κάποια σύμβαση με άλλη εταιρεία για να ολοκληρωθεί το πλοίο γιατί προσπαθούμε να ολοκληρώσουμε κάποιες μελέτες που δεν έχουν ολοκληρωθεί… είναι περίπλοκο το project… τρεις με τέσσερις μήνες θα χρειαστεί η ολοκλήρωση». Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή στην ουσία της ως βάσιμη η αιτιολογημένη άρνηση της εφεσίβλητης-καθ’ής περί έλλειψης κατεπείγοντος ενώ αντίθετη κρίση του Δικαστηρίου δεν μπορεί να προκύψει από την εκ μέρους της αιτούσας επίκλησης  κινδύνου διαπληκτισμών και συγκρούσεων μεταξύ των διαδίκων και τρίτων. Ειδικότερα, πέραν του ότι δεν πιθανολογείται ότι προέκυψαν έριδες σε τέτοιο βαθμό ώστε να επέλθει βλάβη στο σχετικό δικαίωμα της αιτούσας, σε κάθε περίπτωση η προσωρινή  ρύθμιση της νομής δεν αποτελεί αστυνομικό μέτρο ώστε να δικαιολογείται μόνο από τον απειλούμενο κίνδυνο διαπληκτισμών κι εριδών μεταξύ των διαδίκων. Αντιθέτως, δεδομένου ότι ο σκοπός της προσωρινής ρυθμίσεως της νομής είναι ακριβώς να προλάβει τις έριδες μεταξύ των διαδίκων και να μην τους δώσει καιρό ή ευκαιρία για αντιδικία, ενόψει όσων πιθανολογήθηκαν προκύπτει ότι στην προκειμένη περίπτωση έχει καταστεί ανενεργός ο προληπτικός αυτός σκοπός, καθώς όπως ήδη προεκτέθηκε  οι διάδικοι έχουν ήδη εμπλακεί σε δικαστικό αγώνα κι επίκειται η συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά των εκκρεμουσών προς συζήτηση και οριστική εκδίκαση αντιθέτων τακτικών αγωγών που άσκησαν  προς επίλυση της διαφοράς τους.Εξάλλλου  σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας η αντιμετώπιση πιθανών δυσμενών μελλοντικών εξελίξεων δεν δικαιολογούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κι εν προκειμένω δεν πιθανολογείται ότι υφίσταται αδήριτη ανάγκη τα επίδικα κινητά να αποδοθούν στην αιτούσα στο πλαίσιο δίκης ασφαλιστικών μέτρων νομής. Κατ’επάλληλη δε σκέψη του Δικαστηρίου και προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία αμετάκλητων ή αβάστακτων συνεπειών για το πιθανολογούμενο αποτέλεσμα της κύριας δίκης κατά τη ρητή απαγόρευση του άρθρου 692 παρ.4 ΚΠολΔ, ήτοι η δημιουργία  ουσιαστικής καταστάσεως ανταποκρινόμενης προς την προκύπτουσα από το ουσιαστικό δικαίωμα έννομη συνέπεια, η οποία δεν θα  υπολείπεται ποιοτικά, ποσοτικά και χρονικά της οριστικής δικαστικής προστασίας και θα  ματαιώνεται έτσι ο σκοπός της κύριας  διαγνωστικής δίκης με την διατήρηση σε λειτουργία της όλης έννομης σχέσης που αποτελεί το κύριο αντικείμενο της οριστικής δικαστικής προστασίας και κρίσεως ως προς την κύρια και την δευτερογενή ενοχή και τις συμβατικές υποχρεώσεις των διαδίκων, το Δικαστήριο πιθανολογεί ότι δεν υπάρχει άμεση ανάγκη να αποκατασταθεί προσωρινά η ομαλή εξουσίαση των επίδικων κινητών πραγμάτων ώστε να αποτραπούν καθοριστικές αλλοιώσεις της υλικής τους υπόστασης και δυσβάστακτες συνέπειες που θα καταστήσουν την οριστική δικαστική προστασία προβληματική , ότι δεν υπάρχει ασυνήθιστη ανάγκη έκτακτης δικαστικής προστασίας της αιτούσας που να επιβάλλει την ανάγκη ταχείας και άμεσης λήψης ασφαλιστικών μέτρων και ότι δεν υπάρχει επικείμενος και συγκεκριμένος κίνδυνος υπό την έννοια της συνδρομής έκτακτων περιστατικών εξαιτίας των οποίων απειλείται η ματαίωση της ικανοποιήσεως του δικαιώματος της αιτούσας. Ο γενικός κι αόριστος ως προβάλλεται κίνδυνος μεταβολής στο μέλλον της υλικής υπόστασης των  κινητών πραγμάτων  δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την έκτακτη δικαστική προστασία της λήψεως ασφαλιστικών μέτρων ούτε πιθανολογείται ανεπανόρθωτη ή δυσανάλογη οικονομική ζημία της αιτούσας από τη μη απόδοση των επίμαχων κινητών στο πλαίσιο της προκείμενης δίκης ασφαλιστικών μέτρων διότι η εργοδότρια είναι  εταιρεία οικονομικά εύρωστη, ασχολούμενη κατά σύνηθες επάγγελμα με την εκναύλωση κι άλλων θαλαμηγών, πλοιοκτησίας της. Συνεπώς, ανεξαρτήτως της βασιμότητας της απαιτήσεως της αιτούσας να της αποδοθεί η νομή και κατοχή των κινητών του εξοπλισμού του επίδικου πλοίου, ιδιοκτησίας της λόγω της από … λύσεως της σύμβασης έργου κι ανεξαρτήτως της ευδοκιμήσεως των ασκηθείσων  από τους διαδίκους αγωγών που θα κρίνουν τη εγκυρότητα ή μη της από 25-9-2018 δήλωσης υπαναχώρησης της αιτούσας και αναλόγως αυτής των εξ αυτής συνεπειών, αφού δεν πιθανολογήθηκε είτε η ύπαρξη επικείμενου κινδύνου των ως άνω κινητών της αιτούσας εκκαλούσας κατά την παραμονή τους στην κατοχή της καθ’ής εφεσίβλητης κατά τρόπο που να επαπειλεί βασίμως την  πλήρη ικανοποίηση της αξίωσής της, είτε η ύπαρξη επείγουσας περίπτωσης για την αποτροπή της   ματαίωσης της  ικανοποίησης  αυτής, πρέπει η ένδικη αίτηση να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη.Η εκκαλουμένη, που έστω και με εν μέρει διαφορετικές αιτιολογίες, απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την ένδικη αίτηση ελλείψει  επείγοντος κινδύνου, δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και δη των διατάξεων του νόμου  άρθρα 682 επ και 732 επ. ΚΠολΔ, ούτε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το στοιχείο του επείγοντος και την ανάγκη αποτροπής επικείμενου κινδύνου , απορριπτομένου ως αβασίμου του αντιθέτου ισχυρισμού της εκκαλούσας και του στοιχειοθετούντος αυτόν δεύτερου λόγου της ένδικης εφέσεως.

Ως εκ τούτων και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η κρινομένη από … (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 5208/117/10-5-2019 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς) έφεση, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 4351/2152/10-5-2019,  πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ουσίαν (εν μέρει δεδομένου ότι έγινε δεκτός ως βάσιμος ο τρίτος λόγος της ), να εξαφανισθεί η υπ’ αριθμ. 8/2019 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, και αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί η από  … (Γ.Α.Κ./E.Α.Κ.:11504/159/20-11-2018) αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, να απορριφθεί ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη στο σύνολό της.Τέλος λόγω της ιδιαιτέρως δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν  (άρθρα 179 περ.γ, 183, 189 παρ.1 και 191παρ.2 του ΚΠολΔ) πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη των διαδίκων μεταξύ τους  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας- καθώς με την ευδοκίμηση της έφεσης εξαφανίζεται και η διάταξη της εκκαλουμένης περί δικαστικών εξόδων- και να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα της εφέσεως του υπ’αριθμ. … e-παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της ένδικης εφέσεως (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ), λόγω της εν μέρει νίκης του ως προς την εξαφάνιση της εκκαλουμένης , όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό της παρούσης.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από … (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 5208/117/10-5-2019 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς) έφεση, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 4351/2152/10-5-2019.  .

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικώς και κατ’ ουσίαν την ένδικη έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ.9/2019 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την από … (Γ.Α.Κ./E.Α.Κ.:11504/159/20-11-2018) αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση .

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολο της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του υπ’αριθμ. … e-παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της ένδικης εφέσεως.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………………2019 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ