Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

 

 

Αριθμός απόφασης        810/2020

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Προέδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 14η Μαΐου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΕΝΑΓΟΥΣΑ: Η υπό εκκαθάριση τελούσα εταιρεία με την επωνυμία …», που εδρεύει στην Ν. Ε. Α., με A.Φ.M. … πού εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ με Α.Μ. 001987 του Δ.Σ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ: Η εδρεύουσα στον  Α. και ήδη αγνώστου έδρας εταιρία με την επωνυμία … που εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία δεν προκατέθεσε πληρεξούσιος δικηγόρος και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο πληρεξούσιος δικηγόρος.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 14-11-2018 με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης 11838 – 5326/2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου τούτου την 14η-11-2018, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 19-4-2019 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 5 ΚΙΝΔ, επί συμβάσεως ναυπηγήσεως, εκτός αντιθέτου συμφωνίας, εφαρμόζονται οι περί μισθώσεως έργου διατάξεις του Αστικού Κώδικα, πλην των άρθρων 683, 693 και 695. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι την κυριότητα του υπό κατασκευή πλοίου αποκτά πρωτοτύπως ο ναυπηγός, εάν αυτός κατασκευάζει το πλοίο για δικό του λογαριασμό. Οσάκις όμως, δυνάμει συμβάσεως ναυπηγήσεως, το πλοίο κατασκευάζεται για λογαριασμό του εργοδότη, το ζήτημα εάν ο εργοδότης αποκτά την κυριότητα πρωτοτύπως ή παραγώγως, τίθεται μόνο εφόσον δεν υφίσταται συμφωνία των συμβαλλομένων. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7 ΚΙΝΔ, που ορίζουν η μεν πρώτη ότι “Προς μεταβίβασιν της κυριότητος πλοίου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και του αποκτώντος ότι διά νόμιμόν τίνα αιτίαν μετατίθεται εις αυτόν η κυριότης. Η συμφωνία γίνεται εγγράφως και υποβάλλεται εις καταχώρισιν εν τω νηολογίω. Άνευ της κατά το προηγούμενον εδάφιον εγγραφής δεν επέρχεται η μεταβίβασις της κυριότητος πλοίου”, η δε δεύτερη ότι “Η διάταξις του προηγουμένου άρθρου εφαρμόζεται επί του ναυπηγούμενου πλοίου, εφόσον τούτο έχει νηολογηθή”, προκύπτει ότι χωρίς την εγγραφή στο νηολόγιο της μεταβιβαστικής συμφωνίας ναυπηγούμενου πλοίου δεν επέρχεται η μεταβίβαση της κυριότητας του ακόμη και μεταξύ των ίδιων των συμβαλλομένων. Η πράξη εγγραφής στα δημόσια βιβλία αποτελεί διοικητική πράξη του νηολόγου (βλ. Τουντόπουλο, Ναυτική δημοσιότητα και νέες τεχνολογίες. Ιδίως η ηλεκτρονική τήρηση των νηολογίων, ΕΝαυτΔ 2007, σ. 167).

Από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, Π. Κ. στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα σε συνδυασμό με το υπ’ αριθμ. 9715 φύλλο της 10ης-1-2019 (σελ. 7) της ημερήσιας εφημερίδας …» που εκδίδεται στην Αθήνα και το υπ’ αριθμ. 14413 φύλλο της 10ης-1-2019 (σελ. 20) της εφημερίδας … που εκδίδεται στον Πειραιά, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς και περίληψη της κρινόμενης αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας ως και τα λοιπά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 134 ΚΠολΔ δημοσιεύθηκε προσηκόντως, καθώς η εναγόμενη με παλαιά έδρα τον  Α., έχει πλέον έδρα σε άγνωστο τόπο, ενώ είναι άγνωστος ο τόπος διαμονής του νομίμου εκπροσώπου της, όπως βεβαιώνεται στην προαναφερθείσα έκθεση επίδοσης [ΑΠ 879/1977, ΝοΒ 1978.700·Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Ορφανίδης), άρθρο 135 αριθμ.4]. Επιπρόσθετα, από την επισκόπηση των έγγραφων της δικογραφίας προκύπτει το εμπρόθεσμο [κατά την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 237 του ΚΠολΔ] της κατάθεσης των προτάσεων της ενάγουσας δυνάμει του ανωτέρω από 4-3-2019 εγγράφου πληρεξουσίου του εκκαθαριστή της ενάγουσας, Κ. Τ., με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του τελευταίου, με την οποία χορηγείται η πληρεξουσιότητα προς τον ανωτέρω πληρεξούσιο δικηγόρο της, για τις διενεργηθείσες από αυτόν πράξεις της προδικασίας (άρθρα 96§1, 104, 237§1 του ΚΠολΔ) και την παράστασή του στο ακροατήριο. Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι, παρότι η υπό κρίση αγωγή επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εναγόμενη, η τελευταία δεν έλαβε μέρος στη δίκη, με την κατάθεση προτάσεων. Κατ’ ακολουθίαν, η εναγόμενη πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 §§1,2 του ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αγωγή εκτίθεται ότι δυνάμει της από 10-12-1991 σύμβασης ναυπήγησης, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, η εναγόμενη ανέλαβε να κατασκευάσει για λογαριασμό της ενάγουσας ένα σκάφος τύπου … με το όνομα «… αντί συνολικού τιμήματος 50.000.000 δραχμών ή 146.735,14 ευρώ και να διεκπεραιώσει όλες τις απαραίτητες ενέργειες προς τις δημόσιες υπηρεσίες, με συμφωνηθέντα χρόνο παραδόσεως του πλοίου την 31η.12.1992 κι ότι κατέβαλε στην εναγόμενη με τις αναφερόμενες στην αγωγή επί μέρους καταβολές έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος το συνολικό ποσό των 41.280.000 δραχμών ή 121.144,53 ευρώ. Ότι το υπόλοιπο του τιμήματος θα το κατέβαλε με την παράδοση του σκάφους, του οποίου την πορεία ναυπήγησης επέβλεπε εκτός των νομίμων εκπροσώπων της και η Εμπορική Τράπεζα, καθώς η ναυπήγηση του σκάφους είχε υπαχθεί στον αναπτυξιακό νόμο 1262/1982. Ότι εκ των υστέρων αποδείχθηκε πως το σκάφος που η εναγόμενη επιδείκνυε στον νόμιμο εκπρόσωπο και στους υπαλλήλους της Εμπορικής Τράπεζας δεν ήταν εκείνο που η ενάγουσα είχε παραγγείλει, αλλά ότι επρόκειτο για σκάφος άλλου πλοιοκτήτη κι ότι στην πραγματικότητα η εναγόμενη ουδέποτε κατασκεύασε το σκάφος που η ενάγουσα της είχε παραγγείλει. Ότι κατόπιν μήνυσης της ενάγουσας ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης, Μ. Α., καταδικάστηκε με την υπ’ αριθμ. 8028/1996 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών σε φυλάκιση τριών (3) ετών για το αδίκημα της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ενώ συναφής αίτηση ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος της εναγόμενης έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ.18.945/1994 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, πλην όμως κατέστη ανέφικτη η ικανοποίηση των αξιώσεων της ενάγουσας λόγω εξαφανίσεως του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης και διακοπής κάθε εργασίας εκ μέρους της εναγόμενης. Ότι στο πλαίσιο της εκκαθάρισης της ενάγουσας διαπιστώθηκε στις 12-10-2018 ότι η ενάγουσα είχε φορολογικές εκκρεμότητες εκ του ως άνω σκάφους δήθεν της ιδιοκτησίας της, καθώς είχαν λάβει χώρα με ενέργειες του νόμιμου εκπρόσωπου της εναγόμενης εν αγνοία της ενάγουσας α) η εγγραφή του παραπάνω πλοίου με αριθμό … στα Νηολόγια Α/Π κλάσης Α του λιμένα Πειραιά, β) η νηολόγησή του την 30-1-1992 στα Νηολόγια ως τελούν υπό ναυπήγηση στο όνομα της ενάγουσας, γ) η καταχώρηση την 24η-7-1992 στο Νηολόγιο πράξης αποπεράτωσης ναυπήγησης του ανωτέρω πλοίου στο όνομα της ενάγουσας, δ) είχε συνταχθεί το από 24-7-1992 Έγγραφο Εθνικότητας του ως άνω πλοίου, ε) είχε κατατεθεί η από 13-1-1992 αίτηση, με την οποία ζητούσε η ενάγουσα δήθεν την νηολόγηση του υπό ναυπήγηση πλοίου «…, ζ) είχε συνταχθεί το από 29-6-1992 πρωτόκολλο παραλαβής – παράδοσης σκάφους, στο οποίο αναφέρεται ότι δήθεν η εναγόμενη παρέδωσε στην Μαρίνα Αλίμου το ως άνω πλοίο και η) είχε συνταχθεί η από 22-7-1992 αίτηση, στην οποία αναφέρεται ότι δήθεν η ενάγουσα ζήτησε την χορήγηση εγγράφου εθνικότητας για το παραπάνω πλοίο και την χορήγηση Διεθνούς Διακριτικού Σήματος μετά την δήθεν αποπεράτωσή του, έγγραφα τα οποία είναι ψευδή και εικονικά και αποτέλεσμα των εγκληματικών ενεργειών του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης. Με βάση αυτό το ιστορικό η ενάγουσα ζητά να αναγνωριστεί η ακυρότητα όλων των ανωτέρω εγγραφών στο νηολόγιο και των εγγράφων που προσκομίστηκαν για την εν λόγω εγγραφή, να διαταχθεί από το Δικαστήριο η διαγραφή του ανωτέρω πλοίου από τα νηολόγια Α/Π κλάσης Α΄του λιμένα Πειραιώς και την καταδίκη της εναγομένης στη δικαστική τους δαπάνη. Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου που είναι καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς (άρθρα 18 ΚΠολΔ και 51§§2, 3Β, στοιχείο ά του Ν. 2172/1993). Η αγωγή με τα ως άνω αιτήματα είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη. Ειδικότερα, με το δικόγραφο της αγωγής της, η ενάγουσα δεν αμφισβητεί το κύρος της από 10-12-1991 συμβάσεως ναυπηγήσεως (άλλωστε το δικαίωμα ακυρώσεως της συμβάσεως, λόγω απάτης, έχει υποπέσει στην διετή αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 157 εδ.α΄ του ΑΚ), που αποτελεί την αιτία μεταβιβάσεως της πλοιοκτησίας του σκάφους στην ίδια, βάσει ρητού όρου, που περιέχεται σε αυτήν («καθ’ όλη την διάρκεια της ναυπηγήσεως του πλοίου, η κυριότητα του υπό ναυπήγηση πλοίου ανήκει εξ ολοκλήρου στην πλοιοκτήτρια εταιρεία»), αλλά επικαλείται ακυρότητα της εγγραφής της ως άνω συμβάσεως στο νηολόγιο, επειδή το αίτημα το υπέβαλε η εναγόμενη, με πλαστά έγγραφα, προερχόμενα δήθεν από την ενάγουσα. Όπως, όμως, και πάλι εκτίθεται στην αγωγή, ο Νηολόγος του Τμήματος Νηολογίων και Υποθηκολογίων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς προχώρησε στην εγγραφή στο νηολόγιο του υπό ναυπήγηση πλοίου, αφού προέβη στον έλεγχο των εγγράφων, που απαιτούνται από τα άρθρα 6 του ΚΙΝΔ και 31 του βδ 10/17-7-1910, με αποτέλεσμα με την καταχώρηση της συμβάσεως ναυπηγήσεως στο Νηολόγιο, η ενάγουσα να έχει καταστεί πλοιοκτήτρια, ανεξαρτήτως του προσώπου, που υπέβαλε την αίτηση, που δεν αποτελεί προαπαιτούμενο του κύρους εγγραφής, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η ενάγουσα.

Επομένως, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της ως μη νόμιμη. Τέλος, λόγω της ερημοδικίας της εναγόμενης πρέπει να οριστεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας  (άρθρ. 501, 502  παρ. 1 και  505 παρ. 2  ΚΠολΔ), κατά  τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ, λόγω της ήττας της ενάγουσας δεν επιδικάζονται δικαστικά έξοδα (άρθρο 176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εναγόμενης.-

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την εναγόμενη στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200€).-

Απορρίπτει την αγωγή.-

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 10η-12-2019, και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 24-2-2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ