ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης
2722/ 2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 12207/5496/26-11-2018 Κλήση)
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 12088/5442/20-11-2018 Αγωγή)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 14 Μάϊου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΄
Της καλούσας-ενάγουσας : Της κοινοπραξίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, με Α.Φ.Μ. : …, νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Αλέκου (Α.Μ. ΔΣΑ : 21804) και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο δια πληρεξουσίου δικηγόρου.
Της καθ’ής η κλήση-εναγομένης: …, κατοίκου …, με Α.Φ.Μ. : …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αλέξανδρος Ιωαννίδης (Α.Μ. ΔΣΒερ : 145) και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο δια πληρεξουσίου δικηγόρου.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 1-9-2017 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 9159/4537/4-9-2017, προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 8ης-2-2018, ότε συζητήθηκε και εξεδόθη η υπ’αριθμ. 4522/2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), που κήρυξε εαυτό λειτουργικώς αναρμόδιο παρέπεμψε την υπόθεση προκειμένου να εκδικασθεί από το αρμόδιο τμήμα ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς . Ήδη με την από 23-11-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 12207/5496/26-11-2018 κλήση της ενάγουσας, επαναφέρεται η συζήτηση της ως άνω αγωγής προς έκδοση οριστικής απόφασης, η οποία προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφθηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως προαναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους προκατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 23-11-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 12207/5496/26-11-2018 κλήση της ενάγουσας, η οποία προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφθηκε στο πινάκιο, νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση και έκδοση οριστικής απόφασης η από 1-9-2017 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 9159/4537/4-9-2017, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 8ης-2-2018, ότε συζητήθηκε και εξεδόθη η υπ’αριθμ. 4522/2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), που κήρυξε εαυτό λειτουργικώς αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προκειμένου να εκδικασθεί από το αρμόδιο τμήμα ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς .
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 42 παρ.1 εδ. α` του ΚΠολΔ προκύπτει ότι πρωτοβάθμιο τακτικό δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί, με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 43 του ίδιου παραπάνω Κώδικα προκύπτει ότι η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Εξ άλλου από τη διάταξη του άρθρου 44 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι συμφωνίες κατά τα άρθρα 42 και 43 δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα, εκτός αν από την ίδια τη σύμβαση προκύπτει το αντίθετο (Εφθεσ 1330/1998, Αρμ 1998. 849, ΜΠΑ 21734/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από την ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων, [προκύπτει ότι συμφωνία] με την οποία τακτικό δικαστήριο γίνεται αποκλειστικά αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι δικονομικής φύσεως σύμβαση (ΕφΑΘ 1139/2000, ΕλλΔνη 43. 189), εφόσον οι παραπάνω διατάξεις προβλέπουν τις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται και καθορίζουν τους όρους με την τήρηση των οποίων είναι δυνατή η κατάρτιση της, με την οποία παρεκτείνεται η τοπική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων (ΕφΠειρ 364/1998, ΕλλΔνη 39. 897, ΕφΑΘ 2407/1989, ΕλλΔνη 32. 813, ΠΠρθεσ 1602/2007, ΕλλΔνη 43. 848). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 41 ΚΠολΔ προβλέπεται ότι ανάμεσα σε περισσότερα αρμόδια δικαστήρια ο ενάγων έχει το δικαίωμα επιλογής. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 33 εδάφιο α`ΚΠολΔ «διαφορές που αφορούν την ύπαρξη ή το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή και όλα τα δικαιώματα που πηγάζουν απ` αυτήν μπορούν να εισαχθούν και στο Δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίστηκε η δικαιοπραξία ή όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή». Με τη διάταξη αυτή του άρθρου 33 ΚΠολΔ εγκαθιδρύεται συντρέχουσα αρμοδιότητα των Δικαστηρίων του τόπου όπου καταρτίστηκε η δικαιοπραξία ή όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή, για τη θεμελίωση της οποίας αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι πρόκειται για διαφορά που αφορά καταρτισμένη δικαιοπραξία εν ζωή, χωρίς ν` ασκεί επιρροή τυχόν ισχυρισμός του εναγομένου περί μη καταρτίσεως τέτοιας δικαιοπραξίας, καθ` όσον αν αποδειχθεί ότι η δικαιοπραξία δεν καταρτίσθηκε, η αγωγή δεν παραπέμπεται, αλλά απορρίπτεται κατ` ουσίαν (ΝΙΚΑΣ εις ΚΕΡΑΜΕΑ/ΚΟΝΔΥΛΗ/ΝΙΚΑ ΕρμΚΠολΔ τ. υπ` άρθρο 33 αριθμ. 3, ΜΠΕΗΣ ΠολΔικ υπ` άρθρο 33 ΠΙ/4 σελ. 226). Ο τόπος κατάρτισης της δικαιοπραξίας, ως στοιχείο θεμελιωτικό της τοπικής αρμοδιότητος του δικαστηρίου, καθορίζεται με αναδρομή στις σχετικές διατάξεις του ΑΚ, που όμως ρυθμίζουν μόνο το χρόνο και όχι τον τόπο κατάρτισης της δικαιοπραξίας. Έτσι, ο τόπος σύναψης της σύμβασης προσδιορίζεται από το άρθρο 192 ΑΚ, δηλαδή είναι εκείνος, όπου περιήλθε, σ` αυτόν που πρότεινε, η αποδοχή της πρότασης του, με εξαίρεση τις περιπτώσεις του άρθρου 193 ΑΚ, δηλαδή όταν από το περιεχόμενο της πρότασης ή από τα συναλλακτικά ήθη ή από τις ειδικές περιστάσεις συνάγεται ότι δεν είναι ανάγκη να περιέλθει η αποδοχή σ` αυτόν που έκανε την πρόταση (ΑΠ 405/1995 ΕΕΝ 1996. 334, ΑΠ 948/1992 ΕλΔ 35.1040, ΑΠ 783/1989 ΝοΒ 38.1165). Ο ίδιος τόπος ισχύει και για τις συμβάσεις που καταρτίζονται τηλεφωνικά (ΕφΑθ 5659/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 9630/2001 ΕλΔ 44. 814). Αν πρόκειται για χρηματική παροχή από σύμβαση, ο τόπος εκπληρώσεως της επιδίκου υποχρεώσεως του οφειλέτη (αν δεν προκύπτει από τη σύμβαση ρητώς ή σιωπηρώς ή από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσεως) είναι, κατ` εφαρμογή του ερμηνευτικού κανόνα του άρθρου 321 ΑΚ, εκείνος που έχει την κατοικία του ο δανειστής κατά τον χρόνο καταβολής ή την επαγγελματική του εγκατάσταση, αν η απαίτηση προέρχεται από την άσκηση του επαγγέλματος του δανειστή (ΑΠ 105/2009, ΜονΕφΠειρ 430/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνακόλουθα, στην περίπτωση κατά την οποία η ένδικη αξίωση του ενάγοντος στηρίζεται στην, μεταξύ του ιδίου και του εναγομένου, σύμβαση και την περαιτέρω ανώμαλη εξέλιξη αυτής, εφόσον η απαίτηση του είναι χρηματική, είναι εκπληρωτέα στον τόπο κατοικίας (ή της έδρας αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο) του ενάγοντος δανειστή κατ` άρθρο 321 ΑΚ, εάν ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται την ύπαρξη διαφορετικής συμφωνίας ή προβλέψεως (ΕφΘεσ 2018/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Περαιτέρω, σε περίπτωση που δίνεται τηλεφωνικώς παραγγελία για την αποστολή ορισμένων εμπορευμάτων, η σύμβαση θεωρείται, ότι καταρτίστηκε στον τόπο της κατοικίας ή της έδρας του πωλητή κατά τον χρόνο της λήψεως της τηλεφωνικής παραγγελίας περί της αγοράς και της αποστολής των εμπορευμάτων και όχι στον τόπο παραλαβής ή αποστολής του εμπορεύματος, καθ` όσον η παραλαβή ή η αποστολή των εμπορευμάτων είναι υποχρέωση που δημιουργείται κατόπιν συμφωνίας των συμβαλλομένων, με την οποία και μόνο καταρτίζεται η σύμβαση (ΕφΑθ 2447/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ). Ειδικώς όμως για την έγκυρη σύναψη συμβάσεων μέσω του διαδικτύου (internet), η δήλωση βουλήσεως θα πρέπει να διαβιβαστεί στον αποδέκτη της. Και τούτο διότι η ηλεκτρονική δήλωση βουλήσεως χαρακτηρίζεται ως δήλωση μεταξύ απόντων καθ` όσον οι συμβαλλόμενοι δεν επικοινωνούν ταυτοχρόνως ώστε να θεωρηθούν παρόντες, όπως συμβαίνει λ.χ. στην τηλεφωνική κατάρτιση της συμβάσεως. Συνεπώς, για να επιφέρει νομική ενέργεια η δήλωση βουλήσεως θα πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 192 ΑΚ, να περιέλθει στον αποδέκτη. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, η περάτωση της συμβάσεως συντελείται με την περιέλευση στον προτείνοντα την κατάρτιση της συμβάσεως της, περί της αποδοχής της προτάσεως του, δηλώσεως βουλήσεως του αντισυμβαλλομένου του (ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ – ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ Αστικός Κώδιξ/Ι Γενικαί Αρχαί υπ` άρθρο 192 αριθμ. 3 σελ. 309). Τέλος, βάσει των ανωτέρω, διαφορές που απορρέουν από σύμβαση μπορούν, κατ` επιλογήν του ενάγοντος (άρθρο 41 ΚΠολΔ), να εισαχθούν είτε στο Δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί ο εναγόμενος (άρθρο 22 ΚΠολΔ), επί δε εναγομένων μη φυσικών προσώπων εχόντων την ικανότητα διαδίκου στο Δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχουν την έδρα τους (άρθρο 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), είτε στο Δικαστήριο του τόπου όπου έχει καταρτιστεί η σύμβαση, είτε, τέλος, σ` αυτό του τόπου εκπληρώσεως της παροχής (ΕφΘρακ 287/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 126/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Στις σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές καθοριστικός είναι ο ρόλος των διαμεσολαβητικών υπηρεσιών που προσφέρουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις στον εντολέα τους ή ευρύτερα στο κοινό, όπως είναι και οι επιχειρήσεις πρακτορείας. Η σχετική μ` αυτές ρύθμιση στο νόμο είναι εξαιρετικά ελλιπής, αφού ως γενική διάταξη υπάρχει μόνον αυτή του άρθρ. 2 του από 2(14).5.1835 διατάγματος “περί της αρμοδιότητας των εμποροδικείων”, σύμφωνα με την οποία θεωρείται ως πράξη εμπορική και η Επιχείρηση Πρακτορείας, ενώ ειδικές διατάξεις υπάρχουν μόνο για ορισμένες μορφές πρακτορικής δράσης, όπως αυτή του ναυτικού πράκτορα, που ρυθμίζεται από το ΠΔ/γμα 229/1995 και το τροποποιητικό αυτού ΠΔ/γμα 427/1995. Σε όλες πάντως τις περιπτώσεις η Επιχείρηση Πρακτορείας έχει ως αντικείμενο την έναντι ανταλλάγματος παροχή προς το κοινό ιδιωτικών υπηρεσιών κάθε φύσεως (ΑΠ 1041/2010, 539/2012). Κατά την έννοια αυτή η σχέση πρακτορείας προσλαμβάνει το χαρακτήρα είτε της εμπορικής αντιπροσωπείας προς παροχή υπηρεσιών είτε της παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας, αφού κύριο μεν γνώρισμα του εμπορικού αντιπροσώπου είναι ότι ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, ενώ αντίθετα κατά το άρθ. 90 ΕμπΝ ο παραγγελιοδοχικός αντιπρόσωπος ενεργεί με το δικό του όνομα για λογαριασμό όμως του αντιπροσωπευομένου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται περί εμμέσου αντιπροσωπείας και ο παραγγελιοδοχικός αντιπρόσωπος γίνεται κύριος του κινητού πράγματος που απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, έχοντας απλώς ενοχική υποχρέωση να το μεταβιβάσει στον εντολέα, η υπ’ αυτού όμως αθέτηση της ενοχικής αυτής υποχρεώσεώς του δεν συνιστά υπεξαίρεση (ΑΠ 339/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Συνεπώς, εφόσον η σύμβαση πρακτορείας έχει σε κάθε περίπτωση τα στοιχεία εντολής και η ρύθμισή της, μολονότι αναγκαία, είναι ελλιπής, καταλείποντας ακούσιο (γνήσιο) κενό, εφαρμόζονται αναλογικά σ` αυτή οι διατάξεις, κατ` αρχήν, του ΑΚ για την εντολή (άρθ. 713 – 729), στις οποίες μάλιστα ρητά ως προς τη σύμβαση παραγγελίας παραπέμπει το άρθ. 91 ΕμπΝ σε συνδυασμό με το άρθ. 3 ΕισΝΑΚ (ΑΠ 1728/2014), ενώ αναλογικά εφαρμόζονται με βάση ήδη και τη διάταξη του άρθ. 14 παρ. 4 του Ν. 3577/2007 οι διατάξεις και του ΠΔ/τος 219/1991 “περί εμπορικών αντιπροσώπων”, όπως τροποποιήθηκε με τα ΠΔ/τα 249/1993, 88/1994 και 312/1995, εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση η διαμεσολαβητική δραστηριότητα του πράκτορα προσομοιάζει κατά περιεχόμενο με τη λειτουργία της εμπορικής αντιπροσωπείας ή και ταυτίζεται με αυτή κατά τα ουσιώδη στοιχεία της (Ολ ΑΠ 15/2013 ΤΝΠ). Ειδικότερα, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, ο ναυτικός πράκτορας, ως συνδεόμενος μετά της πλοιοκτήτριας εταιρείας δια σχέσεως εντολής, είναι βάσει αυτής αντιπρόσωπος και καθολικός εντολοδόχος αυτής δηλαδή αντιπρόσωπος αυτής (πλοιοκτήτριας), κατ’ άρθρο 211 του ΑΚ και κατά τα συμφωνηθέντα, για ένα ή περισσότερα πλοία της (της πλοιοκτήτριας) σε ένα ή περισσότερα λιμάνια που αυτά προσεγγίζουν, για ένα ή περισσότερα ταξίδια, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο (ΑΠ 1207/2000 ΕΕμπΔ 52/100). Ναυτικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που με σύμβαση με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή αναλαμβάνει τη διεξαγωγή ναυτικών υποθέσεων για λογαριασμό του τελευταίου με αμοιβή (πράκτορας πλοίου). Η σχέση που συνδέει το ναυτικό πράκτορα με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή είναι μικτή και μάλιστα είναι η σχέση του καθολικού εντολοδόχου (άρθρο 713 επ. Α.Κ.) όσον αφορά τη διαχείριση των υποθέσεων του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή και του εκμισθωτή ανεξάρτητων υπηρεσιών όσον αφορά την αμοιβή του, την οποία μπορεί να ζητήσει κατά τις διατάξεις των άρθρων 648 και 649 Α.Κ., που εφαρμόζονται αναλογικώς στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικώς στον Α.Κ. Η μικτή αυτή σύμβαση δεν ενέχει κύρια και δευτερεύουσα παροχή ώστε να απορροφάται η τελευταία από την πρώτη, αλλά καθεμία από τις επιμέρους συμβάσεις διατηρεί την αυτοτέλεια της (βλ. Αλίκης Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1992, σελ. 236, Δελούκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1979, παρ. 163, Καποδίστρια, στην Ερμ.Α.Κ. Εισ. αρθρ. 648-680, αριθ. 86, 87 και 122, ΑΠ 1566/1979 ΝοΒ 28,1102, ΑΠ. 570/1964 ΝοΒ 13,182, ΕφΠει. 579/1995 Νομολ.Ναυτ.Τμ.Εφ.Πειρ.1994-1995, σελ. 351). Περαιτέρω, διαφορετική από την πρακτόρευση είναι η μεσιτεία εμπορικών συναλλαγών, η οποία είναι άτυπη, ιδιόρρυθμη και ατελώς ετεροβαρής σύμβαση παροχής προσωπικών υπηρεσιών, κυριαρχείται από τη σχέση εμπιστοσύνης και το στοιχείο της ουδετερότητας του εμπορομεσίτη τόσο έναντι του μεσιτικού εντολέα όσο και έναντι του τρίτου ενδιαφερόμενου για τη σύναψη της σκοπούμενης κύριας σύμβασης και διέπεται από τις διατάξεις για τη μεσιτεία των άρθρων 703 επ. του ΑΚ και συμπληρωματικά από τις διατάξεις για την εντολή των αρ. 713 επ. του ΑΚ (ΕφΠειρ 919/2002 ΕΕμπΔ 2002,876). Ο εμπορομεσίτης αναλαμβάνει να διαμεσολαβήσει, ώστε να συναφθεί από το μεσιτικό εντολέα και τον ενδιαφερόμενο τρίτο σύμβαση με αντικείμενο που εμπίπτει στο χώρο των εμπορικών συναλλαγών. Η διαμεσολάβηση περιλαμβάνει κάθε παρεμβατική ενέργεια για την κατάρτιση της συμβάσεως (λ.χ. διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, κανονισμό συναντήσεων των υποψηφίων συμβαλλομένων κ.λπ.). Ο μεσίτης δεν είναι ούτε άγγελος, ούτε αντιπρόσωπος του μεσιτικού εντολέα. Σε αντίθεση με την άμεση αντιπροσώπευση η οποία αποτελεί όργανο στα χέρια του αντιπροσώπου για τη δικαιοπρακτική δέσμευση του αντιπροσωπευόμενου έναντι τρίτων, η μεσιτεία αποτελεί εσωτερική σχέση (άρθρο 703 ΑΚ). Επομένως ο μεσίτης δεν εκπροσωπεί τον εντολέα του ούτε ενεργεί επ’ ονόματι του, εκτός αν αυτός του χορήγησε επιπροσθέτως πληρεξουσιότητα (βλ. σχετ. Γεωργιάδη- Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ κατ’ άρθρο ερμηνεία, κάτω από τα αρ. 211 και 703 σελ. 357 αρ. 32 και 696 αρ. 7, αντίστοιχα, Δ. Φίλιο, Ενοχ. Δικ. Ειδικό Μέρος εκδ. 1997 παρ 90, ΑΠ 58/1975 ΝοΒ 23, 879, ΕφΝαυπλ513/2000 ΝοΒ 49, 1321). Δεν αποκλείεται επομένως ο μεσίτης να έχει πληρεξουσιοδοτηθεί από τον εντολέα να συνάψει ο ίδιος την κύρια σύμβαση, δηλαδή να αποδεχθεί αυτός στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα του την προσφορά του αντισυμβαλλόμενου τρίτου, οπότε ο μεσίτης έχει την ιδιότητα του άμεσου αντιπροσώπου του μεσιτικού εντολέα. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 719, 721 ΑΚ και 375 ΠΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά κατά την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται σε μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές ή με κατάθεση σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του. Αν πρόκειται για χρήματα, η απόκτηση της κατοχής τους υπό την παραπάνω έννοια δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοσή τους στο δράστη, αλλά και με τη λογιστική μεταφορά τους στον προσωπικό λογαριασμό του δράστη σε τράπεζα, με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωμα αναλήψεώς τους, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν.Δ. της 17.7/17-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών”. Σε περίπτωση μη αναλώσεως των χρημάτων κατά τους σχετικούς όρους της εντολής και επακολουθησάσης παράνομης ιδιοποιήσεως αυτών, ο εντολοδόχος διαπράττει το αξιόποινο αδίκημα της υπεξαιρέσεως του άρθρου 375 ΠΚ. (ΑΠ 65/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ), διότι η μεταξύ τους συμφωνία περιέχει αναγκαίως την πρόσθετη σιωπηρή συμφωνία ότι η κυριότητα των χρημάτων θα περιέλθει στον εντολέα αμέσως με την ανάληψη με προαντιφώνηση της νομής τους διότι μόνον έτσι μπορεί η εντολή να εκτελεσθεί στο όνομα και δια χρημάτων του εντολέα (ΑΠ 1636/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αντιφώνηση αυτή της νομής δεν απαγορεύεται να γίνει και πριν από την κτήση της από το μεταβιβάζοντα στο όνομά του (προαντιφώνηση), οπότε μετά την κτήση της επέρχεται χωρίς άλλο και η μεταβίβασή της στον αποκτώντα (ΑΠ 580/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφόσον δε, συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, δηλαδή παράνομη και υπαίτια ιδιοποίηση των δοθέντων προς εκτέλεση της εντολής χρημάτων ή των αποκτηθέντων για λογαριασμό του εντολέα πραγμάτων υφίσταται και υποχρέωση του εντολοδόχου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 375 ΠΚ, να αποδώσει τα ληφθέντα ή την αξία των αποκτηθέντων πραγμάτων ως αποζημίωση. Όμως δεν συνιστά υπεξαίρεση και γενικότερα αδικοπραξία η μη απόδοση χρημάτων, τα οποία δεν εισπράχθηκαν από τον εναγόμενο και τα οποία ο υπόχρεος όφειλε να τα εισπράξει, ακόμη και αν κατά τη συμφωνία των μερών ενέχεται να καταβάλει τα μη εισπραχθέντα εξ ιδίων, διότι αυτά δεν υπήρξαν “οπωσδήποτε περιελθόντα” σ’ αυτόν και συνεπώς δεν τα ιδιοποιήθηκε (ΑΠ 2039/2014 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Εξάλλου, η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση μπορεί, πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο επιβαλλόμενο από το αρθρ. 914 του ΑΚ γενικό καθήκον να μην ζημιώνει κανείς τον άλλο υπαιτίως. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης και ο δικαιούχος έχει δικαίωμα να στηρίζει τη σχετική αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξίας είτε επιβοηθητικά και στις δύο όταν ζητεί κάτι περισσότερο, όπως λ.χ. απαγγελία προσωπικής κράτησης ως μέσον εκτελέσεως της αποφάσεως ( ΑΠ 555/1999 Δνη 2000.87, ΕφΠατρ 330/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,ΕφΛ 284/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, που συντελείται με την ευκρινή έκθεση όλων των πραγματικών περιστατικών, που είναι αναγκαία, κατά νόμο, για τη στήριξη του αξιούμενου δικαιώματος. Η ανεπάρκεια των εκτιθέμενων στην αγωγή ή στην ένσταση πραγματικών περιστατικών, σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωση τους, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται αναιρετικά με τον λόγο από τον αριθμό 1 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Επομένως νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν, καταρχάς το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με λόγο από τον αριθμό 8 ή αναλόγως 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 721/2017, ΑΠ 192/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο πλαίσιο αυτό αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, για να είναι αυτή ορισμένη, αποτελεί κατά το αρθρ. 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με τα άρθρα 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, η πληρότητα της ιστορικής βάσης της, δηλαδή η σαφής έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο όλων των γεγονότων, είτε του εξωτερικού είτε του εσωτερικού κόσμου, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια (ΑΠ 192/2016, ό.π.).Η αναγραφή των πραγματικών αυτών περιστατικών είναι απαραίτητη, για να μπορέσει τόσο ο εναγόμενος να αμυνθεί, όσο και το δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής. Η αοριστία αυτή του δικογράφου δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 496/1990 ΕΕργΔ 50. 235, ΕφΠειρ 714/1999 ΠειρΝ 2000. 41). Περαιτέρω, η αοριστία της αγωγής συνιστά έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης και, γι’ αυτό, οδηγεί στην απόρριψη αυτής (αγωγής) και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, ως απαράδεκτης, γιατί τούτο (απαράδεκτο της αγωγής) ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1629/2001 ΕλλΔνη 43. 418, 365/2000 ΕλλΔνη 41. 301). Ειδικότερα για τη θεμελίωση ενδοσυμβατικής ευθύνης του εναγομένου στη σύμβαση της εντολής όταν, κατά τις ειρημένες διατάξεις, ο εντολέας ζητεί από τον εντολοδόχο να του αποδώσει εκείνο που ο τελευταίος απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 106, 111, 118 παρ. 4, 216 παρ. 1 και 335 του Κ.Πολ.Δ., για τη διαδικαστική πληρότητα της ιστορικής βάσης της αγωγής να προσδιορίζονται σ’ αυτή, κατά τρόπο σαφή και ευσύνοπτο, η σύμβαση της εντολής, το περιεχόμενο της και δη το είδος της υπόθεσης που ανατέθηκε στον εντολοδόχο, καθώς και ό,τι ο τελευταίος απέκτησε από την εκτέλεση της (ΑΠ 1523/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει ότι δραστηριοποιείται μεταξύ άλλων στην πραγματοποίηση δρομολογίων και θαλάσσιων μεταφορών προσώπων και πραγμάτων και στη διενέργεια πλόων στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή. Ότι στα πλαίσια της εμπορικής της δραστηριότητας συνήψε με την εναγομένη το από 6-8-2015 ιδιωτικό συμφωνητικό συνεργασίας με κλιμακούμενη προμήθεια με τους ειδικότερους σε αυτό περιγραφόμενους όρους και συμφωνίες προκειμένου η εναγομένη μέσω της ατομικής της επιχείρησης με την επωνυμία «…» να προωθήσει την πώληση εισιτηρίων φορτηγών οχημάτων των πλοίων της (ενάγουσας) στις γραμμές της Αδριατικής μεταξύ των λιμένων Πάτρας Ηγουμενίτσας Κέρκυρας Μπάρι και Βενετίας .Ότι η μεταξύ τους σύμβαση ορίστηκε αρχικώς να είναι 12μηνης διάρκειας αρχόμενη αναδρομικά από την 1-1-2015 και λήγουσα στις 31-12-2015, ότε ανανεώθηκε σιωπηρά για 12 μήνες δηλαδή μέχρι τις 31-12-2016 με τους ίδιους όρους και εκ νέου για 12 επιπλέον μήνες. Ότι μεταξύ άλλων στο προρρηθέν ιδιωτικό συμφωνητικό ορίστηκε ρητά ότι : η προμήθεια της εναγομένης διαμεσολαβήτριας θα είναι τα ποσοστά προμήθειας που θα λάμβανε επί του καθαρού ναύλου εξαιρουμένων φόρων, επίναυλων ή άλλων πρόσθετων χρεώσεων για την πώληση εισιτηρίων φορτηγών οχημάτων- φορτωτικών (όρος 5) , η καταβολή της προμήθειας θα πραγματοποιείται με την ετήσια εκκαθάριση και εφόσον η εναγόμενη θα έχει εκπληρώσει όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις έναντι της ενάγουσας, η ενάγουσα εντός 5 ημερολογιακών ημερών κάθε μήνα θα αναρτά στην ιστοσελίδα της ηλεκτρονικό χρεωστικό σημείωμα, στο οποίο θα φαίνονται οι συνολικές οφειλές της εναγομένης από τον προηγούμενο ημερολογιακό μήνα σύμφωνα με τους δημοσιευμένους ναύλους της ενάγουσας (όρος 6), η παραλαβή του χρεωστικού σημειώματος από την εναγομένη θα αποδεικνύεται με μόνη την ανάρτησή του στις ιστοσελίδες της ενάγουσας, η εναγόμενη εντός 10 ημερών από την ανάρτησή αυτή θα δικαιούται να ανταποδείξει το πόσο των εισπράξεων που όφειλε να αποδώσει στην ενάγουσα καθώς και ότι με την άπρακτη παρέλευση της δεκαήμερης προθεσμίας η απαίτηση της ενάγουσας θα καθίσταται βέβαιη, εκκαθαρισμένη και απαιτητή και η εναγόμενη θα οφείλει εντός πέντε ημερών να της παραδώσει ισόποσες με την απαίτηση τραπεζικές επιταγές μεταχρονολογημένες με διάρκεια 90 μέρες από την τελευταία μέρα του μήνα έκδοσης του χρεωστικού σημειώματος. Επίσης προβλέφθηκε ρητώς, αφενός ότι η μη απόδοση εισπράξεων της διαμεσολαβήτριας από τις πωλήσεις φορτωτικών της εταιρίας στην ίδια (ενάγουσα) θα στοιχειοθετεί το αδίκημα της υπεξαίρεσης (όρος 6.3), αφετέρου ότι σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης άμεσα και αζήμια εκ μέρους της (ενάγουσας) θα είναι η μη συμμόρφωση της εναγομένης διαμεσολαβήτριας με τις συμβατικές υποχρεώσεις της (όρος 7.3). Περαιτέρω, ότι εξαρχής η εναγόμενη δεν ήταν συνεπής στις οικονομικές της υποχρεώσεις και ότι από 1-1-2015 μέχρι και την σύνταξη της υπό κρίσιν αγωγής προέβη μόνο σε σποραδικές καταβολές ποσών παρά τις προφορικές και έγγραφες οχλήσεις της (ενάγουσας) και το γεγονός ότι αυτή (η ενάγουσα) της κατέβαλε την ετήσια προμήθεια της για το 2015 η οποία ανερχόταν στα 40.589,07 ευρώ όπως αναλυτικώς αναφέρεται στην αγωγή. Ότι από το Φεβρουάριο του 2016 η εναγομένη παρότι συνέχισε τη διάθεση των εισιτηρίων χωρίς να αποδίδει τα οφειλόμενα ποσά και μέχρι και το Μάρτη του 2017, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της (ενάγουσας) εξακολουθεί να της οφείλει το συνολικό ποσό των 247.471,21 ευρώ, όπως προκύπτει από τις λογιστικές καρτέλες, που επισυνάπτονται στην υπό κρίση αγωγή αποτελούσες ενιαίο σώμα με αυτήν. Τέλος ότι η εν λόγω οφειλή έχει καταστεί βέβαιη, ληξιπρόθεσμη και απαιτητή αφού η εναγομένη την έχει αποδεχθεί, δεν αντέλεξε παρότι τη γνώριζε από τις αναρτήσεις που έκανε η ενάγουσα, δεν ανταπέδειξε το ύψος της και δεν κατέβαλε εντός του δεκαημέρου από την ανάρτηση του χρεωστικού σημειώματος. Επικαλούμενη ότι η εναγομένη παρά την από 7-3-2017 εξώδικη διαμαρτυρία καταγγελία πρόσκληση και δήλωση που της επέδωσε (η ενάγουσα) στις 17-3-2017 καταγγέλλοντας τη μεταξύ τους σύμβαση για σπουδαίο λόγο και καλώντας την να καταβάλει εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της εξώδικης, δεν της κατέβαλε αλλά υπεξαίρεσε το συνολικό ποσό των 247.471, 21 ευρώ , το οποίο όφειλε να της το αποδώσει με την παράδοση ισόποσων επιταγών στο τέλος κάθε μήνα σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα, ως εκ τούτου ότι ενήργησε υπαίτια, αντισυμβατικά και παράνομα σε βάρος της περιουσίας της (ενάγουσας) κι ως εκ τούτου ότι υπέχει τόσο ενδοσυμβατική ευθύνη όσο και αδικοπρακτική ευθύνη, με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί : 1) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 247.471,21 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της κοινοποίησης της εξώδικης καταγγελίας, ήτοι από 18-3-2014 (εκ παραδρομής αναγράφεται εσφαλμένα η χρονολογία «2014» έναντι του ορθού «2017»), άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης, 2) να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, 3) να απαγγελθεί κατά της εναγομένης προσωπική κράτηση τουλάχιστον τριών μηνών ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης και 4) να καταδικαστεί η εναγόμενη στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το ιστορικό και αιτήματα η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2, 33, 41-44 ΚΠολΔ δυνάμει της ρήτρας παρέκτασης που αναφέρεται στον όρο 9 του από 6-8-2015 ιδιωτικού συμφωνητικού σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993, ως ισχύει, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) απορριπτομένης ως αβάσιμης της ενστάσεως περί κατά τόπον αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου, που προέβαλε η εναγομένη. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας, στον όρο 9 του από 6-8-2015 ιδιωτικού συμφωνητικού της ένδικης σύμβασης, το οποίο τυγχάνει υπογεγραμμένο από αμφότερους τους συμβαλλομένους και δεν προσβάλλεται ως πλαστό από την εναγομένη, θεμελιούται ρητή κι έγγραφη ρήτρα παρέκτασης δυνάμει της οποίας εγκαθιδρύεται αποκλειστική αρμοδιότητα των Δικαστηρίων του Πειραιά για οποιαδήποτε διαφορά προκύψει από το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, όπως η προκείμενη. Κατ’επάλληλη σκέψη του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η κρινόμενη υπόθεση συνιστά ναυτική διαφορά , όπως κρίθηκε με την υπ’αριθμ. 4522/2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), που κήρυξε εαυτό λειτουργικώς αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προκειμένου να εκδικασθεί από το αρμόδιο τμήμα ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς και η οποία δεν προκύπτει ότι εφεσιβλήθηκε από τινά των διαδίκων, ότι η ενάγουσα επέλεξε μεταξύ συντρεχουσών δωσιδικιών ως δικαιούτο κατά το άρθρο 41 ΚΠολΔ, αυτή του άρθρου 33 ΚΠολΔ, ήτοι του τόπου κατάρτισης της επίδικης σύμβασης, όπου είναι η Αθήνα και στην έδρα της στην Καλλιθέα Αττικής, περιήλθε η αποδοχή της πρότασής της από την εναγομένη σε συνδυασμό με το ότι η ένδικη διαφορά είναι ναυτική κι επομένως εφαρμοστέο είναι το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993, σύμφωνα με το οποίο για τον νομό Αττικής, αρμόδιο αποκλειστικά είναι να εκδικάσει τις ναυτικές διαφορές είναι το ναυτικό τμήμα του Πρωτοδικείου Πειραιά, συνεπώς παραδεκτώς η κρινόμενη αγωγή εισήχθη ενώπιον του παρόντος κατά τόπον και καθ’ύλην αρμοδίου Δικαστηρίου προς εκδίκαση. Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή, για το παραδεκτό της παράστασης της οποίας, τεκμαίρεται ότι προσκομίστηκαν κι αναλώθηκαν ήδη τα γραμμάτια προκαταβολής εισφορών από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013) που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο, ότε αυτό συζήτησε την υπό κρίση αγωγή και εξέδωσε την υπ’αριθμ 4522/2018 μη οριστική απόφασή του και επιπλέον προσκομίζονται το από 20-2-2019 πρακτικό Δ.Σ. της ενάγουσας και το από 19-11-2017 πληρεξούσιο της εναγομένης προς τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στις υπό στοιχεία ΙΙ και ΙΙΙ νομικές σκέψεις της παρούσας, της αοριστίας αυτεπαγγέλτως εξεταζομένης σε κάθε περίπτωση αλλά και γινομένου δεκτού ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης. Συγκεκριμένα, στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα στήριξε τις αγωγικές αξιώσεις της, προς αποκατάσταση της ζημίας της από την μη απόδοση των οφειλομένων από την εναγομένη στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης. Καταρχάς,όσον αφορά την κύρια βάση της αγωγής με βάση την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης, που μπορεί να συρρέει μόνο επιβοηθητικώς με την αδικοπρακτική ευθύνη της, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο και όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας υπάρχει τόσο νομική όσο και ποσοτική αοριστία καθότι δεν γίνεται εξειδίκευση των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν, αφενός τον νόμιμο λόγο ευθύνης της εναγομένης βάσει συμβάσεως ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή του αντιστοίχου κανόνα δικαίου, αφετέρου το ασκούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα της ενάγουσας να ζητήσει αποζημίωση εξαιτίας ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης της με την εναγομένη υπαιτιότι της τελευταίας, και δη την εξαιτίας της καταγγελίας της από 6-8-2015 συμβάσεως λόγω σπουδαίου λόγου με υπαιτιότητα της εναγομένης, που ομοίως είναι αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Πλέον συγκεκριμένα στο αγωγικό δικόγραφο, δεν περιγράφεται επαρκώς το περιεχόμενο της σύμβασης που συνδέει τα συμβαλλόμενα μέρη καθώς στο αγωγικό δικόγραφο η εναγομένη αναφέρεται ως διαμεσολαβήτρια στο από 6-8-2015 ιδιωτικό συμφωνητικό συνεργασίας με κλιμακούμενη προμήθεια, χωρίς να αναφέρεται αν η προώθηση της πώλησης των εισιτηρίων θα γίνεται στο όνομα της ενάγουσας ή στο όνομα της εναγομένης και για λογαριασμό της ενάγουσας, ή αν η διαμεσολάβηση της περιλαμβάνει κάθε παρεμβατική ενέργεια για την κατάρτιση της συμβάσεως (λ.χ. διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, κανονισμό συναντήσεων των υποψηφίων συμβαλλομένων κ.λπ.) και εν γένει πώς και για ποιες αιτίες συμφωνήθηκε να ενεργεί η εναγομένη για λογαριασμό της ενάγουσας έναντι τρίτων. Επειδή ως προαναφέρθηκε στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, η σχέση πρακτορείας προσλαμβάνει το χαρακτήρα είτε της εμπορικής αντιπροσωπείας προς παροχή υπηρεσιών είτε της παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας, αφού κύριο μεν γνώρισμα του εμπορικού αντιπροσώπου είναι ότι ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, ενώ αντίθετα κατά το άρθρο 90 ΕμπΝ ο παραγγελιοδοχικός αντιπρόσωπος ενεργεί με το δικό του όνομα για λογαριασμό όμως του αντιπροσωπευομένου, ενώ ο μεσίτης δεν εκπροσωπεί τον εντολέα του ούτε ενεργεί επ’ ονόματι του, εκτός αν αυτός του χορήγησε επιπροσθέτως πληρεξουσιότητα κι εν προκειμένω δεν αναφέρεται στην αγωγή έστω επιγραμματικά, πολλώ δε μάλλον με την παράθεση πραγματικών περιστατικών, αν η εναγομένη δια της ατομικής της επιχείρησης διαμεσολαβούσε σε τρίτους για την είσπραξη των πωληθέντων εισιτηρίων και μόνο ή και ποσών για άλλες αιτίες στο όνομά της ή στο όνομα της ενάγουσας, συνεπώς αν συμφωνήθηκε να ενεργεί και να ευθύνεται ως παραγγελιοδόχος αντιπρόσωπος, ήτοι ως έμμεση αντιπρόσωπος της ενάγουσας, ή ως ναυτικός πράκτορας συνεπώς ως άμεση αντιπρόσωπος αυτής ή ως μεσίτρια ή απλή εντολοδόχος , ως εκ τούτου η αγωγή καθίσταται ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως ως προς την επακριβή ιδιότητά της στην ένδικη σύμβαση και επομένως και ως προς τον νόμιμο λόγο ευθύνη της. Ομοίως ελλείπει από το αγωγικό δικόγραφο η αναφορά τυχόν συμφωνίας μεταξύ των μερών ως προς το ποια ποσά κατ’ειδος και αιτία θα εισέπραττε η εναγομένη και αν αυτά θα τα αποκτούσε κατά κυριότητα ή απλή κατοχή ή αν συμφωνήθηκε αντιφώνηση ή προαντιφώνηση νομής τους καθώς και ως προς το ποιος θα επωμίζετο τις ζημίες στις περιπτώσεις μη καταβολής του τιμήματος από τρίτους. Σημειωτέον μάλιστα ότι επειδή από την προεπισκόπηση του από 6-8-2015 ιδιωτικού συμφωνητικού προκύπτει ότι η μη απόδοση εισπράξεων της διαμεσολαβήτριας από τις πωλήσεις φορτωτικών της εταιρίας στην ίδια (ενάγουσα) θα στοιχειοθετεί το αδίκημα της υπεξαίρεσης (όρος 6.3), ενώ στο αιτητικό της κρινόμενης αγωγής περιλαμβάνονται ποσά που αφορούν οφειλές ναύλων αφορούν οφειλές Φ.Π.Α. και λιμενικών τελών. Επομένως με βάση τα ιστορούμενα στο αγωγικό δικόγραφο το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει ποια από τα επιμέρους ποσά δικαιούτο να εισπράξει η εναγομένη στο όνομά της ή στο όνομα της ενάγουσας και να αποδώσει στην ενάγουσα, ποια λόγω της φύσης τους εισπράχθηκαν από την εναγομένη και ποια ενώ έπρεπε να εισπράξει δεν εισέπραξε. Τα παραπάνω ελλείποντα στοιχεία δεν αναπληρώνονται ούτε από τις ενσωματωθείσες στο αγωγικό δικόγραφο λογιστικές καρτέλες στις οποία κατά στήλες διαλαμβάνονται η ημερομηνία, η συνοπτική περιγραφή αιτίας κίνησης, η χρέωση, η πίστωση, το προοδευτικό υπόλοιπο και τελικά το χρεωστικό εις βάρος της εναγομένης κατάλοιπο, πολλώ δε μάλλον από άλλα έγγραφα που προσκομίζει μετά νομίμου επικλήσεως με τις προτάσεις της η ενάγουσα. Επίσης, παρότι στις επισυναπτόμενες λογιστικές καρτέλες της αναφέρονται χρεώσεις , πιστώσεις και τελικό υπόλοιπο, δεν γίνεται αναφορά ούτε υπάρχει σχετική αγωγική βάση περί σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού ώστε το Δικαστήριο κατά την αρχή της διαθέσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ) να μην μπορεί να ερευνήσει ευθύνη της εναγομένης και με βάση τη σύμβαση αυτή. Περαιτέρω αόριστη τυγχάνει η αγωγή καθ΄ο μέρος αφορά το ασκούμενο με αυτήν ουσιαστικό δικαίωμα της ενάγουσας να ζητήσει αποζημίωση εξαιτίας ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης της με αποκλειστική υπαιτιότητα της τελευταίας. Πλέον συγκεκριμένα, προς θεμελίωση της ένδικης αγωγικής αξίωσης επισυνάπτονται στο αγωγικό δικόγραφο εκτυπωμένες τέσσερις (4) λογιστικές καρτέλες της ενάγουσας, στις οποίες αναγράφονται τα συνολικά τέσσερα (4) επιμέρους οφειλόμενα ποσά, οι αιτίες αυτών (έστω και συνοπτικά), οι χρεοπιστώσεις και το υπόλοιπο αυτών ανά ημερομηνία, που ναι μεν δεν είναι ιδιαίτερα ευανάγνωστα αλλά όχι ακατάληπτα , όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη, πλην όμως ουδόλως αναφέρεται σε αυτό (στο αγωγικό δικόγραφο) γενικώς ούτε προκύπτει ειδικώς στις εν λόγω καρτέλες η ημερομηνία ανάρτησης των χρεωστικών υπολοίπων και δη ότι αυτά αναρτήθηκαν από την ιστοσελίδα της ενάγουσας , ως αορίστως ισχυρίζεται η ενάγουσα. Δεδομένου δε ότι η ανάρτηση των χρεωστικών υπολοίπων ,αποτελεί το εναρκτήριο γεγονός τόσο για την προθεσμία απόδειξης, ανταπόδειξης και θεμελίωσης του ληξιπρόθεσμου της αιτούμενης οφειλής ώστε αυτή να καθίσταται βέβαιη, εκκαθαρισμένη και απαιτητή , ως εκ τούτου η παράλειψη αναφοράς στο αγωγικό δικόγραφο του χρόνου ανάρτησης ή της επισύναψης σε αυτό εκτυπωμένης ανάρτησης από την ηλεκτρονική ιστοσελίδα της ενάγουσας ώστε να προκύπτει ο χρόνος αυτός καθιστά αδύνατο τον έλεγχο της πλήρωσης ή μη του όρου 6 του από 6-8-2015 ιδιωτικού συμφωνητικού κι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως λόγω αοριστίας την αγωγή καθ’ό μέρος αφορά την ένδικη αξίωση, μη αρκούμενης προς θεραπεία της αοριστίας είτε της γενικής αναφοράς (στην αγωγή) ότι καθόλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους η ενάγουσα αναρτούσε το εκάστοτε χρεωστικό υπόλοιπο στην ιστοσελίδα της εντός των πρώτων 5 ημερολογιακών ημερών κάθε μήνα είτε της απλής επανάληψης της σχετικής πρόβλεψης-υποχρέωσης της ενάγουσας στο από 6-8-2015 ιδιωτικό συμφωνητικό .
Περαιτέρω, όσον αφορά την αδικοπρακτική βάση της ένδικης αγωγής λόγω υπεξαίρεσης, ομοίως αόριστη κι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως τυγχάνει η αγωγή καθώς ελλείψει σχετικών αναφορών στο αγωγικό δικόγραφο που να διασαφηνίζουν το ακριβές περιεχόμενο της ένδικης σύμβασης αλλά και το αν υπήρξε συμφωνία αντιφώνησης νομής των χρημάτων που θα εισέπραττε η εναγομένη, το Δικαστήριο δεν δύναται να εκτιμήσει αν η εναγομένη ενήργησε ως μεσίτρια, παραγγελιοδόχος αντιπρόσωπος της ενάγουσας ή απλή εντολοδόχος αυτής κι αναλόγως του αν ενήργησε ως άμεση, έμμεση ή μη αντιπρόσωπος της ενάγουσας αν είχε λόγω ιδιότητας ή τυχόν συμφωνίας με την ενάγουσα τη δυνατότητα κτήσης κυριότητας ή απλής κατοχής των χρημάτων ώστε να ευθύνεται ή όχι για υπεξαίρεση. Συγκεκριμένα αν η εναγομένη ενήργησε ως παραγγελιοδόχος αντιπρόσωπος- έμμεση αντιπρόσωπος της ενάγουσας, η υπ’ αυτής αθέτηση της ενοχικής αυτής υποχρεώσεώς του δεν συνιστά υπεξαίρεση. Αντιθέτως αν ενήργησε είτε ως πράκτορας και δη (ναυτικός)- καθότι στην επωνυμία της αναφέρεται κι ότι διενεργεί ναυτιλιακές επιχειρήσεις θα ευθύνεται ως άμεση αντιπρόσωπος της ενάγουσας είτε ως μεσίτρια-εντολοδόχος της ενάγουσας, θα ευθύνεται για υπεξαίρεση, εκτός αν συμφωνήθηκε προαντιφώνηση νομής, συνεπώς όσα κατέβαλαν τρίτοι σε αυτήν για λογαριασμό της ενάγουσας δεν υπήρξαν “οπωσδήποτε περιελθόντα” σε αυτήν και συνεπώς δεν τα ιδιοποιήθηκε και δεν προέβη σε τέλεση υπεξαίρεσης. Επίσης, ως ήδη προαναφέρθηκε, ρητώς στο ιδιωτικό συμφωνητικό προβλέφθηκε ότι η μη απόδοση εισπράξεων της εναγομένης διαμεσολαβήτριας από τις πωλήσεις φορτωτικών της ενάγουσας εταιρίας στην ίδια (ενάγουσα) θα στοιχειοθετεί το αδίκημα της υπεξαίρεσης (όρος 6.3), πλην όμως με την κρινόμενη αγωγή ζητούνται ποσά και για άλλες αιτίες χωρίς να υπάρχει σχετική αναφορά είτε στο ιδιωτικό συμφωνητικό είτε στο δικόγραφο της αγωγής περί υποχρέωσης δυνάμει συμφωνίας με την ενάγουσα ή εξουσιοδότησης, της εναγομένης είσπραξης και ποσών για άλλες αιτίες, πλην του αντιτίμου της πώλησης των φορτωτικών. Τα ως άνω στοιχεία (ιδιότητα της εναγομένης ως έμμεσης ή άμεσης αντιπροσώπου της ενάγουσας, τρόπος είσπραξης και απόδοσης των εισπραχθέντων, τυχόν συμφωνία προαντιφώνησης ή μη νομής των εισπραχθέντων και αιτίες των εισπραχθησομένων ποσών) , επομένως που ελλείπουν από το δικόγραφο της ένδικης αγωγής, είναι απολύτως αναγκαία να ενυπάρχουν στον αγωγικό δικόγραφο για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ή μη ευθύνης της εναγομένης για το αδίκημα της υπεξαίρεσης, η δε παράλειψή τους καθιστά την αγωγή αόριστη και κατά την αδικοπρακτική της βάση. Επιπλέον, ακόμη και αληθής υποτιθέμενος ο αγωγικός ισχυρισμός ότι υπήρξε αυτοδίκαιη, κατά τα συμφωνηθέντα σιωπηρή, λόγω μη υποβολής αντιρρήσεων, αναγνώριση του ύψους της οφειλής της εναγομένης, αυτή δεν ενέχει ταυτόχρονα και την έννοια της υπεξαίρεσης, αφού προϋποτίθεται η δυνατότητα της εναγομένης βάσει της ιδιότητας της στη σύμβαση να κατέχει υλικά και να έχει ενσωματώσει στην περιουσία την εν λόγω οφειλή, ιδιότητα η οποία λόγω της αοριστίας του δικογράφου δεν μπορεί να προσδιοριστεί από το Δικαστήριο. Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, λόγω όμως της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν θα πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους (άρθρα 179, 180 παρ. 1,189 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις …………..
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ