Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης

2723/ 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 13357/6087/24-12-2018 Αγωγή)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 11 Ιουνίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΄

Του ενάγοντος: … του …, κατοίκου … , με Α.Φ.Μ. :… Δ.Ο.Υ. …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξουσία δικηγόρος του Μαρία Δοκα (Α.Μ. ΔΣΑ : 25073) και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο δια πληρεξουσίου δικηγόρου.

Της εναγομένης: Της εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, με Α.Φ.Μ. : … Δ.Ο.Υ…., νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία  προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Κουτρουμπούσης (Α.Μ. ΔΣΠ : 2662) και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο δια πληρεξουσίου δικηγόρου.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 24-12-2018 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 13357/6087/24-12-2018, προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφθηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως προαναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους προκατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

       Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αριθμ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 681 του ΑΚ «με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, και ο εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή». Για το ορισμένο της εκ του άρθρου τούτου αγωγής του εργολάβου προς καταβολή της αμοιβής του για το έργο που εκτέλεσε και παρέδωσε στον εναγόμενο εργοδότη, οφείλει αυτός να επικαλεστεί τη σύμβαση, το έργο που συμφωνήθηκε, το είδος και το ύψος της αμοιβής και την προσήκουσα εκτέλεση της βαρύνουσας αυτόν υποχρεώσεως να παραδώσει το έργο στον εργοδότη (ΑΠ 537/2016, ΑΠ 672/2014, ΑΠ 536/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 681 και 694 παρ.1 ΑΚ, συνάγεται ότι στη σύμβαση μισθώσεως έργου, κατ’ εξαίρεση προς τις γενικές αρχές που ισχύουν επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, ο εργολάβος οφείλει, έναντι του εργοδότη, να εκπληρώσει πρώτος αυτός τόσο την κυρία υποχρέωσή του, δηλαδή εκείνη της κατασκευής του έργου, όσο και κάθε άλλη υποχρέωση η οποία, βάσει συμβατικού όρου, ανάγεται σε κυρία υποχρέωση. Και ότι, μόλις προβεί στην εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων, ο εργολάβος δικαιούται να ζητήσει την αμοιβή του, ταυτόχρονα με την παράδοση του έργου (ΑΠ 778/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, όταν ο εργολάβος ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του ή του υπολοίπου αυτής, οφείλει να επικαλεσθεί, για το ορισμένο της αγωγής, τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως, ήτοι το έργο και την αμοιβή που συμφωνήθηκε, καθώς και την εκ μέρους αυτού εκτέλεση και παράδοση του έργου ή, έστω, την προσφορά του στον εργοδότη (ΑΠ 357/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ακριβής χρόνος κατάρτισης της εργολαβικής σύμβασης δεν είναι αναγκαίο, κατ’ αρχήν, να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής. Η αμοιβή του εργολάβου μπορεί να ορίζεται κατά την κατάρτιση της σύμβασης κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, με ποσοστά ή και να καταλείπεται ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού της. Κατά το σύστημα καθορισμού της αμοιβής απολογιστικά η αμοιβή του εργολάβου υπολογίζεται σε ποσοστό επί του αθροίσματος των πραγματικών εξόδων του έργου (ΑΠ 257/2009  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, μόνον όταν η αμοιβή του εργολάβου καταλείπεται ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού, ο καθορισμός αυτής θα γίνει είτε κατά τα άρθρα 371 – 373 ΑΚ είτε με αντικειμενικά στοιχεία, όπως με τις τυχόν ισχύουσες διατιμήσεις ή την ειθισμένη αμοιβή, αυτή δηλαδή η οποία συνηθίζεται υπό τις ίδιες συνθήκες τόπου, χρόνου κ.λπ. να καταβάλλεται σε εργολάβους της ίδιας κατηγορίας για όμοιες εργασίες (ΑΠ 941/2002, ΕφΠειρ 372/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Τέλος, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 694 ΑΚ ορίζεται ότι «Η αμοιβή του εργολάβου καταβάλλεται κατά την παράδοση του έργου. Αν η αμοιβή συνίστασται σε χρήματα και δεν πιστώθηκε, είναι τοκοφόρα από την παράδοση του έργου.Αν η παράδοση του έργου και η καταβολή της αμοιβής συμφωνήθηκε να γίνουν τμηματικά, η αμοιβή καταβάλλεται μόλις γίνει η παράδοση κάθε τμήματος.», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 695 ΑΚ ότι «Για τις απαιτήσεις του από τη σύμβαση ο εργολάβος έχει νόμιμο ενέχυρο στα κινητά πράγματα του εργοδότη που κατασκεύασε ή επισκεύασε, εφόσον αυτά βρίσκονται στην κατοχή του.», ενώ κατά την γενική διάταξη του άρθρου 374 παρ.1 ΑΚ προβλέπεται ότι «Ο υπόχρεος από αμφοτεροβαρή σύμβαση έχει δικαίωμα να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής, για όσο χρόνο ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώνει ή δεν προσφέρει την αντιπαροχή (ένσταση μη εκπλήρωσης της σύμβασης), εκτός αν έχει υποχρέωση να εκπληρώσει πρώτος.».

ΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 730 ΑΚ προβλέπεται ότι «Όποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να τη διεξάγει προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου.Αντίθετη θέληση του κυρίου για τη διοίκηση της υπόθεσης δεν λαμβάνεται υπόψη, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στα χρηστά ήθη» ενώ κατά το άρθρο 733 ΑΚ ότι «Ο διοικητής αλλοτρίων οφείλει, μόλις μπορέσει, να αναγγείλει στον κύριο ότι ανέλαβε τη διοίκηση και να περιμένει, αν δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος από την αναβολή, τις οδηγίες του κυρίου.». Κατά την έννοια της  διοίκησης αλλοτρίων, η οποία, ως εξωδικαιοπρακτική ενοχή, ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 730 έως 740 ΑΚ και ειδικότερα κατά το άρθρο 736 ΑΚ  ο διοικητής αλλοτρίων, αν αναλαμβάνει τη διοίκηση (χειρισμό) της ξένης υπόθεσης προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου (πρωτοφειλέτη), έχει δικαίωμα να ζητήσει απ’αυτόν τις δαπάνες της διοίκησης και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή των άρθρων 713 επ.ΑΚ που εφαρμόζονται αναλόγως. Αν, όμως, δεν συντρέχουν οι προαναφερόμενοι όροι των άρθρων 730 και 736 ΑΚ, ήτοι της γνήσιας θεμιτής διοίκησης αλλοτρίων, ο διοικητής δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον πρωτοφειλέτη-κύριο της υπόθεσης την ανόθρωση των ζημιών, ενώ απόδοση των δαπανών δικαιούται να ζητήσει μόνο κατά τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρο 737ΑΚ, που οριοθετεί, κατά τρόπο αρνητικό, τη γνήσια αθέμιτη διοίκηση αλλοτρίων). Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 739 εδ.Αακ ‘, όποιος, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση τη διοικεί σαν δική του, με την επιφύλαξη της τυχόν ευθύνης του από αδικοπραξία, έχει τις υποχρεώσεις από τη διοίκηση αλλοτρίων. Μη γνήσια ή νόθος, επομένως, κατά την τελευταία αυτή διάταξη, είναι η διαχείριση ξένης υπόθεσης από κάποιον (διοικητή) με τη γνώση, ότι είναι ξένη σαν δική του, όχι προς το συμφέρον του κυρίου, αλλά προς το συμφέρον του. Στην περίπτωση αυτή, κατά το άρθρο 739 εδ.β’ ΑΚ  ο διοικητής, που μπορεί να είναι και ο εγγυητής, έχει δικαίωμα να απαιτήσει δαπάνες μόνο κατά τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, όπως και εκείνος της γνήσιας πλην αθέμιτης διοίκησης αλλοτρίων κατά την ΑΚ 737 εδ.β’ ΑΚ  ‘Ετσι, μόνο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αθέμιτης ή μη γνήσιας διοίκησης αλλοτρίων, πρέπει να ερευνάται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη γέννηση της αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 904 παρ.1 εδ.α’ ΑΚ , που ορίζει ότι «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια». Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, για να γεννηθεί η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρέπει να επέλθει μία περιουσιακή μεταβολή στις σχέσεις δικαιούχου και υποχρέου σε βάρος της περιουσίας του δικαιούχου χωρίς νόμιμη αιτία, αρκεί ο πλουτισμός του λήπτη να είναι πραγματικός και συγκεκριμένος, ιδιότητες που έχουν ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση του πλουτισμού που επιβάλλεται στο λήπτη χωρίς τη θέλησή του. Επιβαλλόμενος, εντεύθεν, πλουτισμός υπάρχει, όταν έχει υλοποιηθεί συγκεκριμένη πραγματική, κατ΄ αντικειμενική κρίση, αύξηση της περιουσίας ενός προσώπου (πλουτισμός), η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη θέλησή του ή τα ενδιαφέροντά του. Κάτι τέτοιο, δηλαδή επιβαλλόμενος (ανεπιθύμητος) πλουτισμός μπορεί να συμβεί ειδικά στη διοίκηση αλλοτρίων μόνο στις περιπτώσεις της αθέμιτης (γνήσιας) διοίκησης (άρθρο 737 εδ.βΑΚ’) ή της μη γνήσιας (άρθρο 739 εδ.β’ ΑΚ), διότι στη γνήσια θεμιτή ο διοικητής ενεργεί προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου, στοιχείο αντίθετο προς το εννοιολογικό περιεχόμενο του επιβαλλόμενου πλουτισμού (ΑΠ 668/2007, ΑΠ 1614/1999, ΑΠ  784/2005 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή του, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου της, ο ενάγων εκθέτει ότι ασχολείται  κατά  κύρια και συνήθη επαγγελματική δραστηριότητα με την εμπορία, επισκευή και συντήρηση φουσκωτών σκαφών και μηχανών θαλάσσης έχοντας ατομική επιχείρηση στη θέση … στο ….  Ότι η εναγόμενη είναι πλοιοκτήτρια του αναλυτικώς περιγραφόμενου στην αγωγή φουσκωτού σκάφους Ε/Γ-Τ/Ρ  με το όνομα «…» τύπου … υπό ελληνική σημαία νηολογίου Πειραιά με αριθμό …  και Δ. Δ.Σ.  SVA 7349. Ότι τον Οκτώβριο του 2016 ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης έφερε το σκάφος στις εγκαταστάσεις της επιχείρησής του (ενάγοντος) προκειμένου αυτός (ο ενάγων) να διενεργήσει εργασίες συντήρησης και επισκευής του και των μηχανών του μετά από σχετική προσφορά του (ενάγοντος) που αποδέχτηκε η εναγόμενη. Ότι σε εκτέλεση της συμφωνίας τους αυτής διενήργησε μέχρι και τον Ιανουάριο του 2017 τις αναφερόμενες στο  ενσωματωμένο στην αγωγή ως αναπόσπαστο τμήμα αυτής  υπ’ αριθμόν …/12-5-2017 τιμολόγιο συνολικού ύψους 35.498,47 ευρώ, εργασίες και τοποθέτησε στο σκάφος εξαρτήματα που ο ίδιος αγόρασε μετά από συμφωνία με την εναγομένη. ‘Ότι παρότι κατά τα συμφωνηθέντα μεταξύ τους το τιμολόγιο αυτό, το οποίο παρέλαβε ανεπιφύλακτα δια του νομίμου εκπροσώπου της η εναγομένη στις 12 Μαΐου 2017 και ρητώς τον διαβεβαίωσε ότι αυτό θα εξοφλείται αυθημερόν, αυτό δεν έγινε παρά τις συνεχείς προφορικές και έγγραφες οχλήσεις του, την από 11-10-2017 εξώδικη πρόσκληση που της κοινοποίησε στις 24 -10-2017 αλλά και την τελευταία τηλεφωνική του επικοινωνία με τον νόμιμο εκπρόσωπό της στις 4-7-2018. Επίσης ότι παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις της εναγομένης δια του νομίμου εκπροσώπου της ότι όχι μόνο θα εξοφλούσε ολοσχερώς την αμοιβή του αλλά και θα παραλάμβανε το σκάφος, η εναγομένη ουδέν έπραξε, παρά μόνο του κατέβαλε έναντι της οφειλής της από το τιμολόγιο το ποσό των 4.498,47 ευρώ απομένοντος ανεξόφλητου υπολοίπου 31.000 ευρώ κι εγκαταλείποντας το σκάφος της στις εγκαταστάσεις του (ενάγοντος) καταλαμβάνοντας χώρο αναγκαίο για τη διενέργεια των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων συνολικά για 2 χρόνια . Ότι επειδή η επιχείρηση του δεν παρέχει υπηρεσίες στάθμευσης και φύλαξης σκαφών αναγκάστηκε (ο ενάγων) να δαπανήσει 50 ευρώ μηνιαίως για 2 χρόνια για τη συντήρηση του σκάφους, ήτοι για εργασίες καθαρισμού –πλυσίματός του , ήτοι το συνολικό ποσό των 1.200 ευρώ και επιπλέον αναγκάστηκε από τον Ιανουάριο του 2017 να αναθέσει στην εταιρεία …. τη φύλαξη αποκλειστικά και μόνο του σκάφους καταβάλλοντας το συνολικό ποσό των 30.977, 96 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο 2017 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2018. Τέλος ότι κατέθεσε την από 11-10-2018 με Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ.10604/2016/2018 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά , η οποία απερρίφθη με την υπ’αριθμ. 1865/2018 απόφαση λόγω αοριστίας ως προς τον επικείμενο κίνδυνο και την επείγουσα περίπτωση πλην όμως  ότι κατά την εκδίκαση της αιτήσεως αυτής,  η εναγόμενη δεν αμφισβήτησε την οφειλή της και τη μη εξόφληση της αναγνωρίζοντας έτσι την οφειλή της .Επικαλούμενος ότι παρότι ο ίδιος εκπλήρωσε νόμιμα και εμπρόθεσμα τις συμβατικές του υποχρεώσεις έναντι της εναγομένης, αυτή χωρίς να αμφισβητεί την οφειλή της είτε το ύψος των επιμέρους χρεώσεων είτε την ποιότητα των υπηρεσιών του και των ειδών που εγκατέστησε στο σκάφος παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του δεν έχει εξοφλήσει μέχρι τη σύνταξη της προκείμενης αγωγής το εναπομείναν ποσό εκ του ως άνω  τιμολογίου κι επιπλέον δεν του έχει καταβάλει τα έξοδα φύλαξης και τα έξοδα μηνιαία συντήρησης του σκάφους της, το οποίο δεν έχει παραλάβει από τις εγκαταστάσεις της επιχείρησής του καταλαμβάνοντας χώρο που είναι απόλυτα αναγκαίος για την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Με βάση το ιστορικό αυτό κατόπιν παραδεκτής με τις προτάσεις του (άρθρα 223, 224 ΚΠολΔ) τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό ο ενάγων ζητεί : 1) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 63.177, 96 ευρώ (= 30.997,96 ευρώ + 1.200 ευρώ + 31.000)  για τις ως άνω αναφερόμενες αιτίες με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και 2) να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη και την αμοιβή της πληρεξούσιας δικηγόρου του. Με αυτό το ιστορικό και αιτήματα η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2, 33, 41 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993, ως ισχύει ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) προκειμένου να εκδικαστεί κατά την τακτική διαδικασία.Επίσης, η υπό κρίση αγωγή, για το παραδεκτό της παράστασης της οποίας κατά τη συζήτηση, προσκομίστηκαν τα υπ’αριθμ. … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών από τους πληρεξούσιους δικηγόρους  των διαδίκων (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013) και τα από 2-4-2019 και 3-4-2019 ειδικά πληρεξούσια των διαδίκων προς τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, τυγχάνει επαρκώς ορισμένη με βάση τα όσα αναφέρονται στο επισυναπτόμενο στην αγωγή ως ενιαίο σώμα με αυτή τιμολόγιο ανά αιτία, ποσότητα και επιμέρους ποσά των εργασιών και των τοποθετηθέντων εξαρτημάτων. Επομένως σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας, αφού περιέχει όλα εκείνα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά προκειμένου το Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητά της και να τάξει τις δέουσες αποδείξεις αλλά και η εναγόμενη να αμυνθεί κατ’ αυτής, ήτοι την καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση και το προς εκτέλεση έργο, την εκτέλεση και παράδοση του έργου και τη συμφωνηθείσα αμοιβή, περαιτέρω ανάλυση των οποίων δύναται να προκύψει και εκ των αποδείξεων, ως εκ τούτου οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις της εναγομένης είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή νομίμως στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 70,297, 340, 341,346, 681,683, 694 σε συνδ. με 513 επ.ΑΚ, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 70, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ., επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι λόγω της τροπής του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό στο σύνολό του, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου.

Η εναγομένη με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της αρνήθηκε την αγωγή εν γένει ως αόριστη και ειδικώς ως αβάσιμη ως προς τα αναφερόμενα επιμέρους κονδύλια κι επιπλέον προέβαλε την ένσταση περί μερικής εξόφλησης της οφειλής της κατά το ποσό των 15.000 ευρώ, η οποία είναι νόμιμη κατά το άρθρο 416 ΑΚ και θα πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν

Από την εκτίμηση των υπ’αριθμ. …/2-4-2019, …/2-4-2019, …/2-4-2019 και …/2-4-2019 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων απόδειξης …, …, … και … αντίστοιχα, που ελήφθησαν επιμελεία του ενάγοντος ενώπιον της συμβολαιογράφου Καλυβίων Αττικής, Μαρίας Ζαφειροπούλου κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ.υπ’αριθμ. …/26-3-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αιγαίου … σε συνδυασμό με όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες από τους διαδίκους (11 από τον ενάγοντα και 4 από την εναγομένη) φωτογραφίες και όσα παρακάτω μνημονεύονται ως συνομολογούμενα από τα διάδικα μέρη (άρθρα 352, 261 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπάγγελτα υπόψη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τ’ ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων διατηρεί ατομική επιχείρηση με το όνομα «…» και έδρα στην θέση «…» στο …, όπου δραστηριοποιείται κατά  επάγγελμα με την εμπορία, επισκευή και συντήρηση φουσκωτών σκαφών και μηχανών θαλάσσης.  Η εναγόμενη είναι πλοιοκτήτρια του φουσκωτού σκάφους Ε/Γ-Τ/Ρ  με το όνομα «…» τύπου … υπό ελληνική σημαία νηολογίου Πειραιά με αριθμό …, που φέρει δύο μηχανές μάρκας IVECO Motors FPT F 4AE0 686 8 E (N 60 ΕNTM 37) ιπποδύναμης καθεμιάς 278 KW ,10, είναι 38 κ.ο.χ., 6, 92 κ.κ.χ., ολικού μήκους 11,75 μ.,  μήκους νηολόγησης 11,19 μ.,  πλάτους 4,06 μ.,  βάθους 1,21 μ. και διαθέτει Δ. Δ.Σ.  SVA 7349. Μάλιστα το ως άνω σκάφος η εναγομένη το αγόρασε από την επιχείρηση του ενάγοντος  σε εκτέλεση της από 14-4- 2016 σύμβασης  αγοραπωλησίας που συνήψαν έναντι συνολικού τιμήματος 135.000 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α., το οποίο κατέβαλε η εναγομένη ολοσχερώς στον ενάγοντα, όπως δεν αμφισβητεί ειδικώς αυτός κι ακολούθως η εναγομένη απέκτησε το σκάφος στην κυριότητά της με την από 13-9-2016 καταχώρηση της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας στο Νηολόγιο Πειραιά.  Εν συνεχεία, κατόπιν προσφοράς εκ μέρους του ενάγοντος και αποδοχής εκ μέρους της εναγομένης, οι διάδικοι κατήρτισαν τον Αύγουστο του 2016-κι όχι τον Οκτώβριο του 2016 ως ισχυρίζεται ο ενάγων- μικτή σύμβαση έργου- εργασιών συντήρησης και επισκευής του σκάφους και πώλησης ανταλλακτικών και εξαρτημάτων που συνίστατο στην εκτέλεση ορισμένων πρόσθετων εργασιών αναβάθμισης του σκάφους με την τοποθέτηση ανταλλακτικών και εξαρτημάτων που πώλησε ο ενάγων στην εναγομένη. Για τις πρόσθετες αυτές εργασίες , τις οποίες στο σύνολό τους δεν αρνείται η εναγομένη ειδικώς και οι οποίες άρχισαν τον Αύγουστο του 2016, διακόπηκαν για τη θερινή σεζόν του 2016,συνεχίστηκαν τον Οκτώβριο του 2016, ότε επέστρεψε το σκάφος στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης του ενάγοντος και ολοκληρώθηκαν τον Δεκέμβριο του 2016 δεν προκύπτει ιδιαίτερη συμφωνία των μερών είτε ως προς το ύψος τους είτε ως προς τον ακριβή χρόνο καταβολής της αμοιβής του ενάγοντος εργολάβου-πωλητή, εκδόθηκε  το υπ’αριθμ. …/12-5-2017 τιμολόγιο συνολικού ύψους 35.498, 47 ευρώ, το οποίο εξεδόθη μετά την ολοκλήρωση των συμφωνηθεισών εργασιών από τον ενάγοντα. Επομένως ως προς τον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής του, ο ενάγων επικαλείται με την αγωγή του την έκδοση του ως άνω τιμολογίου, που όπως θα αναφερθεί κατωτέρω, άμα τη εκδόσει του ο ενάγων απέστειλε στην εναγομένη και η εναγομένη παρέλαβε αδιαμαρτύρητα ως προς το περιεχόμενό του. Έναντι του συνολικού αυτού ύψους του τιμολογίου, η εναγομένη προκατέβαλε με τραπεζικό έμβασμα στις 10-8-2016 στο λογαριασμό του ενάγοντος στην τράπεζα Πειραιώς ποσό 15.000 ευρώ, κι όχι μόνο το ποσό των 4 498, 47  ευρώ, που αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων. Περαιτέρω, ο ενάγων για το υπόλοιπο του εργολαβικού του ανταλλάγματος, όχλησε προφορικώς αλλά και εγγράφως την εναγομένη, κοινοποιώντας της μάλιστα στις 24-10-2017 την από 11-10-2017 εξώδικη πρόσκληση , πλην όμως η εναγομένη με τον νόμιμο εκπρόσωπο της οποίας  ο ενάγων είχε την τελευταία τηλεφωνική επικοινωνία-όχληση  στις 4-7-2018, ουδέν κατέβαλε μέχρι σήμερα παρά τις αντίθετες υποσχέσεις του νομίμου εκπροσώπου της περί ολοσχερούς εξόφλησης του υπολοίπου οφειλομένου ποσού εκ του ως άνω τιμολογίου κι επιπλέον δεν παρέλαβε το σκάφος της από τις εγκαταστάσεις του  ενάγοντος. Ο ενάγων ισχυρίζεται  ότι λόγω της παραμονής αυτής του σκάφους της εναγομένης στις εγκαταστάσεις της επιχείρησής του κατέβαλε το ποσό των 50 ευρώ μηνιαίως τα τελευταία δύο χρόνια για τη συντήρηση του, ήτοι για εργασίες καθαρισμού και  πλυσίματος αυτού , ήτοι το συνολικό ποσό των 1.200 ευρώ, πλην όμως ο ισχυρισμός του αυτός τυγχάνει καταρχάς αόριστος καθώς δεν εκτίθεται στην αγωγή πότε και πώς (τι είδους)  παρείχε υπηρεσίες καθαρισμού στο ένδικο σκάφος πλέον των όσων είχε συμφωνήσει με την εναγομένη ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να εκτιμήσει και το ύψος της δαπάνης αυτής, σε κάθε δε περίπτωση τυγχάνει αναπόδεικτος. Περαιτέρω απορριπτέος ως αναπόδεικτος τυγχάνει ο ισχυρισμός του ενάγοντος-ακόμη και αληθή υποτιθέμενα τα όσα καταθέτουν στις ένορκες υπ’αριθμ. …, … και … /2-4-2019 ένορκες βεβαιώσεις τους οι … και …, εργαζόμενοι στην επιχείρησή του ενάγοντος και στην υπ’αριθμ. …/2-4-2019 ένορκη βεβαίωσή του ο εργαζόμενος στην εταιρεία φύλαξης …-, ότι αναγκάστηκε από τον Ιανουάριο του 2017 να αναθέσει στην εταιρεία παροχής υπηρεσιών φύλαξης ….  τη φύλαξη αποκλειστικά και μόνο του ενδίκου σκάφους αυτού στην οποία όπως ισχυρίζεται κατέβαλε  το συνολικό ποσό των 30.977, 96 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο 2017 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2018 των. Πλέον συγκεκριμένα, δεν αποδεικνύεται ο δικαιολογητικός λόγος φύλαξης του σκάφους από τον Ιανουάριο του 2017 κι όχι εξαρχής από την ανάθεση εκτέλεσης εργασιών στο  ένδικο που τελέστηκαν στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης του ενάγοντος, πολλώ δε μάλλον δεν αποδεικνύεται ούτε από τα προσκομιζόμενα τιμολόγια-αποδείξεις παροχής υπηρεσιών της ως άνω εταιρείας φύλαξης, ότι αυτή έλαβε χώρα το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα αφορώσα συγκεκριμένα κι αποκλειστικά τη φύλαξη του ενδίκου σκάφους. Επίσης δεν αποδεικνύεται ότι υπήρξε σχετική συμφωνία μεταξύ των μερών ούτε και εξαρχής ενημέρωση της εναγομένης από τον ενάγοντα ότι επρόκειτο να προβεί είτε στη συντήρηση είτε στη φύλαξη του επιδίκου σκάφους κατά τους ορισμούς της διοίκησης αλλοτρίων, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας κατά το άρθρο 733 ΑΚ ώστε να ακολουθήσει σχετική οδηγία από την κυρία αυτού-εναγομένη ούτε προέκυψε κατεπείγουσα περίπτωση αναβολής της αναμονής των σχετικών οδηγιών από την εναγομένη. Εξάλλου ο ενάγων, όπως ήδη προαναφέρθηκε, όχλησε την εναγομένη με την από 11-10-2017 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση-διαμαρτυρία που της επέδωσε, με την οποία σημειωτέον αφενός συνομολογεί ότι οι εργασίες που ανέλαβε κι εκτέλεσε στο ένδικο σκάφος ολοκληρώθηκαν τον Δεκέμβριο του 2016, αφετέρου ζητεί μόνο την εξόφληση του ως άνω τιμολογίου κι όχι την καταβολή δαπάνης συντήρησης και φύλαξης του σκάφους. Κατ’εφαρμογή δε του άρθρου 694 ΑΚ σύμφωνα με το οποίο η αμοιβή του εργολάβου καταβάλλεται κατά την παράδοση του έργου εκτός αν συμφωνήθηκε η τμηματική παράδοση και η τμηματική καταβολή κι ως εκ του περισσού πρέπει να σημειωθεί ότι, ναι μεν το ένδικο σκάφος παρέμεινε στο χώρο της επιχείρησής του ενάγοντος, καταλαμβάνοντας τουλάχιστον κατά τις διαστάσεις του τον αναγκαίο χώρο, πλην όμως δεν προέκυψε αν ο ενάγων λόγω του ανεξόφλητου της απαίτησής του θα παρέδιδε το σκάφος στην εναγομένη ή αν έθεσε ως αναγκαία προϋπόθεση για την παράδοσή του την προηγούμενη εξόφληση εκ μέρους της τελευταίας κατά την έννοια του άρθρου 374 ΑΚ (ένσταση μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος), παρακρατώντας αυτό εν είδει νομίμου ενεχύρου προς εξασφάλισή της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 695 ΑΚ . Τέλος, έναν χρόνο μετά την εξώδικη δήλωση που απέστειλε στην εναγομένη, ο ενάγων κατέθεσε σε βάρος της εναγομένης την από 11-10-2018 με Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ.10604/2016/2018 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ,αιτούμενος τη συντηρητική κατάσχεση του ενδίκου σκάφους, η οποία απερρίφθη με την υπ’αριθμ. 1865/ 2018 απόφαση λόγω αοριστίας ως προς τον επικείμενο  κίνδυνο ή την επείγουσα περίπτωση . Κατά την εκδίκαση της αιτήσεως αυτής,  η εναγόμενη δεν αμφισβήτησε ειδικώς την οφειλή της αλλά κυρίως επικαλέστηκε το αξιόχρεο της ίδιας εξαιτίας της μη ομαλής εξέλιξης της σύμβασής της με τρίτη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία, ήτοι με την εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία κατέθεσε εναντίον της την από 29-6-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.  7319/ 13 48/ 2018 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  ζητώντας την δικαστική μεσεγγύηση του σκάφους. Μάλιστα η εναγομένη με τις προτάσεις της ουσιαστικά συνομολογεί την μη εξόφληση της οφειλής της έναντι του ενάγοντος αλλά αλυσιτελώς ισχυρίζεται ότι η ανώμαλη εξέλιξη της σχέσης της με την ως άνω τρίτη εταιρία συμπαρέσυρε και τη σχέση της με τον ενάγοντα, διότι της ζήτησε να της μεταβιβάσει ( η εναγομένη) κατά πλήρη κυριότητα το ένδικο σκάφος , πλην όμως δεν προκύπτει ότι η μεταβίβαση έλαβε χώρα κατά τον ένδικο χρόνο της εκκρεμούσας οφειλής της εναγομένης εκ της σύμβασής της με τον ενάγοντα ώστε να βαρύνεται η εν λόγω εταιρεία ως νέος κτήτορας για την εξόφληση του ενάγοντα για το υπόλοιπο των ένδικων απαιτήσεών του. Περαιτέρω αναπόδεικτα η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η εν λόγω τρίτη εταιρεία έχει αποδεχθεί και αναγνωρίσει με το από 13-8-2017 ηλεκτρονικό μήνυμα του πληρεξούσιου δικηγόρου της προς το δικό της (εναγομένης) πληρεξούσιο δικηγόρο και με τα από 13 και 14-9- 2017 ηλεκτρονικά μηνύματα των δικηγόρων τους την δική της επιβάρυνση με τις επίδικες απαιτήσεις και δη ότι η εν λόγω εταιρεία έχει ρυθμίσει οφειλές του πλοίου περίπου 30.000 ευρώ , που εκτός του ότι από την προεπισκόπηση των σχετικών ηλεκτρονικών μηνυμάτων ουδόλως προκύπτει η σχετική αναγνώριση εκ μέρους της εταιρείας αυτής , επιπλέον ουδόλως προκύπτει ότι η ρύθμιση αυτή των 30.000 ευρώ στην οποία αναφέρεται αφορά την ένδικη απαίτηση , ως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη. Ομοίως ο ισχυρισμός της εναγομένης, που το πρώτον προβάλλεται στην προκείμενη δίκη ότι οι συμβατική της σχέση με τον ενάγοντα δεν εξελίχθηκε ομαλά εξ υπαιτιότητας αυτού και δη διότι ο ενάγων ο δεν εξέδωσε το νόμο τιμολόγιο για τις ένδικες εργασίες ότε ολοκληρώθηκαν το 2016, κι όχι το 2017, τυγχάνει απορριπτέος ως αναπόδεικτος ενώ ουδόλως προκύπτει ότι ζητήθηκε από την εναγομένη να εκδοθεί το τιμολόγιο άμα τη ολοκήρωση των εργασιών κι ότι ο ενάγων αρνήθηκε. Σε κάθε δε περίπτωση αλυσιτελώς προβάλλεται, καθώς η φορολογικής φύσεως τυχόν παράβαση εκ μέρους του ενάγοντος δεν αναιρεί την εκ του νόμου υποχρέωση της εναγομένης να εξοφλήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις που απέρρεαν από το εν λόγω τιμολόγιο και τις οποίες όχι μόνο αναμφίβολα γνώριζε αλλά και δεν αρνήθηκε ειδικώς , αφού κατέβαλε έστω και μερικώς την οφειλή της. Τέλος ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι το τιμολόγιο περιέλαβε και πολλές εργασίες και χρεώσεις που δεν  είχανε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων και δεν αφορούσαν το σκάφος τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του κατά  τα περισσότερα σκέλη του. Ειδικότερα, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι :1) το κονδύλιο για την αγορά και τοποθέτηση flaps (σταθεροποιητικών πτερυγίων πλεύσης) ποσού 2. 224 ευρώ είναι αβάσιμο γιατί τον Αύγουστο του 2016 που παραδόθηκε το σκάφος είχε τον βασικό και αναγκαίο εξοπλισμό, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται τα πτερύγια αυτά, 2) το κονδύλιο «διάφορα» ποσού 200 ευρώ και « διάφορα»  ποσού 495 ευρώ είναι αόριστα και δεν προκύπτει σε τι αφορούν, 3)  το κονδύλιο «επισκευή Suzuki» ποσού 2.600  ευρώ δεν αφορά το ένδικο σκάφος το οποίο δεν έχει μηχανές Suzuki αλλά Iveco, 4) Το κονδύλιο «τρέιλερ φουσκωτού 495 μεταχειρισμένο» ποσού 250 ευρώ δεν αφορά στο μήκους 11 ,99 μ. σκάφος και 5) τα κονδύλια «εργασίας ηλεκτρολόγου» 1.300 ευρώ και «ηχητική εγκατάσταση» 1.900 ευρώ εκτός από  αόριστα αλληλοκαλύπτονται. Όπως όμως προαναφέρθηκε, η εναγομένη ανεπιφύλακτα κι αδιαμαρτύρητα στις 12-5-2017 παρέλαβε το ως άνω τιμολόγιο και ουδέποτε αμφισβήτησε τις χρεώσεις των ως άνω κονδυλίων, είτε όταν έλαβε την από 11-10-2017 εξώδικη δήλωση του ενάγοντος, είτε στο πλαίσιο της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων που έγινε με αίτηση του ενάγοντος, ούτε ανταπέδειξε ότι αυτά δεν συμπεριλαμβάνονταν στην προσφορά του ενάγοντος για τις πρόσθετες εργασίες και την τοποθέτηση των πωληθέντων εξαρτημάτων, την οποία αποδέχθηκε και έτσι συνήφθη η σχετική σύμβαση έργου και πώλησης. Όπως μάλιστα ανέφερε στην  υπ’αριθμ. … /2-4-2019, ένορκη βεβαίωσή του ο μάρτυρας απόδειξης …, εργαζόμενος στην επιχείρηση του ενάγοντος από το 2016 μέχρι το 2018, και δεν ανταπέδειξε η εναγομένη, για τις εργασίες αυτές που εκτέλεσε στο ένδικο σκάφος ο ενάγων ήταν ενήμερος ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης , ο οποίος μετέβαινε στην επιχείρηση του ενάγοντος κι είχε εγκρίνει τόσο την εκτέλεσή των πρόσθετων εργασιών στο σκάφος όσο και τις επιμέρους χρεώσεις αυτών. Επίσης, όσον αφορά τις αιτιάσεις της εναγομένης για τα ως άνω επιμέρους κονδύλια λεκτέα είναι τα εξής :  ο … επίσης εργαζόμενος στην επιχείρησή του στην  υπ’αριθμ. …/2-4-2019  ένορκη βεβαίωσή του ως μάρτυρας απόδειξης, ανέφερε ότι ο ίδιος  προέβη σε επισκευή μηχανής  Suzuki» 2600 ,  κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής η αγορά και τοποθέτηση flaps (σταθεροποιητικών πτερυγίων πλεύσης) δεν αποκλείεται άνευ άλλου από το ότι τον Αύγουστο του 2016 που παραδόθηκε το σκάφος είχε τον βασικό και αναγκαίο εξοπλισμό στον οποίο συμπεριλαμβάνονται τα πτερύγια αυτά. Επίσης δεν αποκλείεται άνευ άλλου η τοποθέτηση τρέιλερ φουσκωτού για το επίδικο σκάφος λόγω του μήκους του ενώ τα κονδύλια «εργασίας ηλεκτρολόγου» και «ηχητική εγκατάσταση» δεν αλληλοκαλύπτονται, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη. Περαιτέρω, πασίδηλο τυγχάνει ότι η επιχείρηση …, αποτελεί επιχείρηση πώλησης ηλεκτρολογικού υλικού, ως εκ τούτου το κονδύλιο « διάφορα» αφορά σε διάφορα είδη ηλεκτρολογικού υλικού. Αντιθέτως, πράγματι το κονδύλιο «διάφορα» 200 δεν προκύπτει σε τι αφορά, ήτοι αν πρόκειται για κάποια εργασία ή πώληση κάποιου και ποιου εξαρτήματος στο ένδικο σκάφος, ως εκ τούτου, τυγχάνει ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης και αναπόδεικτο και θα πρέπει να εκπέσει της συνολικής εναπομείνασας οφειλής της εναγομένης έναντι του ενάγοντος, γινομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης ως βάσιμου στην ουσία του ως προς το κονδύλιο αυτό.

Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσία βάσιμη η ένσταση μερικής εξόφλησης που προέβαλε η εναγομένη κατά το ποσό των 15.000 ευρώ και η άρνησή της ως προς το επιμέρους  κονδύλιο των 200 ευρώ «Διάφορα», που δεν προκύπτει σε τι αφορά, κι ακολούθως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το υπόλοιπο ανεξόφλητο  από  το υπ’αριθμ. …/12-5-2017 τιμολόγιο ποσό, ήτοι το ποσό των είκοσι χιλιάδων διακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και σαράντα επτά λεπτών { (35.498, 47 ευρώ – 15.000 ευρώ-200 ευρώ = 20.298,47   €)}, με το νόμιμο τόκο από την επομένη από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης λόγω της εν μέρει ήττας της και αναλόγως αυτής (άρθρα 178 παρ. 1, 189 παρ.1 3 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), γινομένου δεκτού του σχετικού αγωγικού αιτήματος εν μέρει ως ουσία βασίμου, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

 

                                                                                                ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων διακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και σαράντα επτά λεπτών (20.298,47€), με το νόμιμο τόκο από την επομένη από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην εναγομένη μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους  στις …………..

 

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ