ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης
2724/ 2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 7576/3328/5-7-2018 Αγωγή)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 8 Ιανουαρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΄
Της ενάγουσας : Της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία … που εδρεύει …, νομίμως εκπροσωπουμένης στην …….από τον Σ. Λ., κάτοικο …… (… για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξουσία δικηγόρος της Μαρία Μοσχοπούλου (Α.Μ. ΔΣΑ : 34932) και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο δια πληρεξουσίου δικηγόρου.
Των εναγομένων: 1) Της εταιρίας με την επωνυμία … που εδρεύει στον … και διαθέτει κεντρικό γραφείο-… Δ.ΟΥ.ΦΑΕΕ Πειραιά και 2) …, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Βασίλειος Κατσίκης (Α.Μ. ΔΣΧαλκ : 425) και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια πληρεξουσίου δικηγόρου.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 3-7-2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 7576/3328/5-7-2018, προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφθηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως προαναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους προκατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 681 του ΑΚ «με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, και ο εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή». Περαιτέρω, με την διάταξη του άρθρου 686 ΑΚ , η οποία συνιστά ιδιότυπο κανόνα ως προς τη ρύθμιση του εδ. α, ο οποίος παρεκκλίνει από τους ορισμούς γενικά για την καθυστέρηση εκπλήρωσης των συμβάσεων, προβλέπεται η δυνατότητα ανάμειξης και εποπτείας του εργοδότη κατά το στάδιο της διάρκειας εκτέλεσης και έως την αποπεράτωση του συμφωνηθέντος έργου χάριν ελέγχου της πορείας της εκτέλεσης αυτού και πρόληψης τη μη έγκαιρης ή προσήκουσας εκτέλεσης και επιδεικνύονται και επεκτείνονται οι αρχές του άρθρου 383 ΑΚ. Έτσι με τη διάταξη αυτή, ρυθμίζονται τα δικαιώματα του εργοδότη έναντι του εργολάβου ειδικώς στη βραδεία εκτέλεση του έργου ή σε περίπτωση υπερημερίας του (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ εκδ. 2005, τόμος Γ΄ Ειδικό Ενοχικό άρθρο 686 σελ. 679). Από τη ρύθμιση της διάταξης αυτής προκύπτει ότι αν ο εργολάβος δεν αρχίσει εγκαίρως την εκτέλεση του έργου ή αν, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, επιβραδύνει την εκτέλεση στο σύνολό της ή εν μέρει με τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση του έργου, ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, ανεξάρτητα από το πταίσμα του εργολάβου, χωρίς να περιμένει τον χρόνο παράδοσης του έργου. Επομένως για την άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη για υπαναχώρηση από τη σύμβαση έργου δεν απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων της υπερημερίας του εργολάβου, ούτε η ύπαρξη υπαιτιότητας του εργολάβου στην καθυστέρηση, που μπορεί να οφείλεται και σε αντικειμενικές δυσχέρειες, ούτε η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 383 επ. του ΑΚ, γιατί πρόκειται για υπαναχώρηση που παρέχεται ευθέως από το νόμο, και σ’ αυτήν έχουν μόνο ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 389 έως 396 του ΑΚ έχει δε σαν αποτέλεσμα την κατάργηση αναδρομικά όλης της σύμβασης και την απόδοση στον εργολάβο της αξίας της εργασίας και των υλικών που ενσωματώθηκαν στο έργο, όχι ως αμοιβή, αλλά ως ωφέλεια κατά τη διάταξη του άρθρου 904επ. του ΑΚ (ΑΠ 1376/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, σε περίπτωση υπαναχώρησης, η σύμβαση καταργείται αναδρομικώς και επέρχεται απόσβεση των εκατέρωθεν υποχρεώσεων, οι δε παροχές των μερών αποδίδονται κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον αυτός σώζεται. Ετσι, από την έγκυρη άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης, , δεν έχει πλέον κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη καμία αξίωση εναντίον του άλλου για εκπλήρωση (ΑΠ 343/2003 Δνη 45.481, ΑΠ 1266/2002 Δνη 45.480) και ο μεν εργολάβος υποχρεούται να επιστρέψει το μέρος ή το σύνολο της αμοιβής, που έλαβε, με το νόμιμο τόκο από την υπαναχώρηση (ΑΠ 948/2002 Δνη 43.1690) καθώς και ό,τι του παρέδωσε ο εργοδότης για την εκτέλεση του έργου, ο δε εργοδότης την αξία του έργου, που τυχόν εκτελέστηκε, εφόσον δεν είναι δυνατή η αυτούσια απόδοση του, ιδίως γιατί ενσωματώθηκε σε πράγμα που του ανήκει (ΑΠ 6741/1998 Δνη 40.1193).Σύμφωνα με το άρθρο 909 ΑΚ ο πλουτισμός, θεωρείται, ότι σώζεται, όταν το ποσό που έλαβε ο λήπτης το διέθεσε για εξόφληση δικού του χρέους ή για δικές του ανάγκες, τις οποίες θα αντιμετώπιζε με δικές του δαπάνες (ΑΠ 2167/2013, ΑΠ 682/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ομοίως θεωρείται ότι ο πλουτισμός σώζεται, αν ο λήπτης κατέβαλε την παροχή σε τρίτο και, έτσι, αύξησε το ενεργητικό της περιουσίας του (ΑΠ 548/1980 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη του άρθρου 909 ΑΚ, παρέχει στον εναγόμενο ένσταση καταλυτική του δικαιώματος του ενάγοντος (ΑΠ 1420/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στην περίπτωση που εκτελέστηκε ένα μόνο μέρος του έργου, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, να υπαναχωρήσει μόνο σε σχέση με το τμήμα του έργου που δεν έχει εκτελεσθεί κατά τον χρόνο της υπαναχωρήσεως, οφείλοντας στην περίπτωση αυτή μόνο αντίστοιχη αμοιβή για τις εργασίες που μέχρι τον χρόνο εκείνο εκτελέστηκαν. Η υπαναχώρηση αυτή ενεργεί στην πραγματικότητα ως καταγγελία της συμβάσεως, αφού ισχύει για το μέλλον και δεν θίγει τη σύμβαση σε σχέση με το μέρος του έργου που εκτελέσθηκε μέχρι την άσκησή της (ΑΠ 1035/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τουναντίον οι συνέπειες του άρθρου 686 εδ.β του ΑΚ δεν επέρχονται και ο εργοδότης δεν δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση στην περίπτωση κατά την οποία η μη εκτέλεση του έργου οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ίδιου του εργοδότη και συγκεκριμένα σε δόλο ή βαριά αμέλειά του, ο δε συναφής ισχυρισμός του εργολάβου, ενόψει της ενδοσυμβατικής ευθύνης του και της τεκμαιρόμενης κατά τα άρθρα 330 και 342 Α.Κ. υπαιτιότητάς του, συνιστά ένσταση καταλύουσα το δικαίωμα του εργοδότη να υπαναχωρήσει κατά τα ανωτέρω από τη σύμβαση έργου (ΑΠ 113/2014 ό.π.). Εξάλλου, ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος κατά τους ορισμούς των γενικών διατάξεων. Έτσι αν έχει οριστεί με τη σύμβαση ο χρόνος έναρξης της εκτέλεσης του έργου, ή τα διάφορα στάδια της εκτέλεσής του ή ρητός χρόνος παράδοσης αυτού ο οφειλέτης (εργολάβος) καθίσταται υπερήμερος με μόνη την πάροδο του συμβατικώς ορισθέντος χρόνου (Β. Βαθρακοκοίλης ο.π. άρθρο 686 σελ. 689 παρ. 24, βλ. και ΑΠ 358/2014), εκτός αν η καθυστέρηση οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη.Το πταίσμα του οφειλέτη επομένως ναι μεν δεν αποτελεί προϋπόθεση της αξίωσης του δανειστή, αλλά η έλλειψη υπαιτιότητας του οφειλέτη θεμελιώνει καταλυτική ένσταση της αγωγικής αξιώσεως, την οποία οφείλει ο τελευταίος να επικαλεσθεί και αποδείξει οπότε θα θεωρηθεί ότι αυτός δεν περιήλθε σε υπερημερία, καθόσον η έλλειψη πταίσματος δεν είναι λόγος άρσεως της υπερημερίας, αφού το πταίσμα τεκμαίρεται, αλλά λόγος μη επελεύσεώς της (ΑΠ 352/2011, ΑΠ 1489/2009 ΜΕφΠειρ 270/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 686 εδ. β, 383, 387, 389 § 2 και 904 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση υπερημερίας του εργολάβου, αναφορικά με την εκτέλεση του έργου, η οποία επέρχεται με την πάροδο (άπρακτη) είτε της συμφωνημένης δήλης ημέρας παράδοσης του έργου είτε του ειθισμένου για εκτέλεση παρομοίου έργου χρόνου, ο εργοδότης, αφού περάσει άπρακτη η εύλογη προθεσμία εκπλήρωσης που του έταξε, συνοδευόμενη και από τη σαφή δήλωση ότι μετά την πάροδο της προθεσμίας αποκρούει την παροχή (ΑΠ 113/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)., ή και χωρίς να τάξει την προθεσμία αυτή, στην περίπτωση που συντρέχουν οι αναφερόμενες στο άρθρο 385 ΑΚ περιπτώσεις (1. αν από την όλη στάση του οφειλέτη προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο και 2. αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης), δικαιούται να ζητήσει είτε αποζημίωση για μη εκπλήρωση είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Ως εκ τούτων συνάγεται ότι, στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, όπως η σύμβαση έργου, ο δανειστής (εργοδότης), σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη (εργολάβου), έχει δικαίωμα α) να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και να απαιτήσει εύλογη αποζημίωση (άρθρο 387 ΑΚ) ή β) να απαιτήσει αποζημίωση για ολική υπαίτια μη εκπλήρωση της παροχής (άρθρα 382, 383 ΑΚ), η οποία οπωσδήποτε περιλαμβάνει κάθε θετική ή αποθετική ζημία του, που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την αθέτηση της υποχρέωσής του, χωρίς να είναι απαραίτητο να ταχθεί προθεσμία στον υπερήμερο εργολάβο για την εκπλήρωση της παροχής του αν από την όλη στάση του προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο (άρθρο 385 παρ. 1 ΑΚ)(ΑΠ 358/2014, ΑΠ 354/2010 ΑΠ 2166/2013 ΑΠ 113/2014 ΑΠ 1378/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) Περαιτέρω, η υπαναχώρηση στην περίπτωση της υπερημερίας του εργολάβου μπορεί να συνδυαστεί με την καταβολή πλήρους αποζημίωσης, εφόσον υπάρχει ειδική περί τούτου συμφωνία, που δύναται να προβλέπει ακόμη και ποινική ρήτρα δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 406 παρ. 2 ΑΚ, είναι διάταξη ενδοτικού δικαίου (Απ. Γεωργιάδης – Μ. Σταθόπουλος Ερμηνεία Αστικού Δικαίου Τόμος ΙΙΙ, άρθρο 686 παρ. 21 σελ. 631, Β. Βαθρακοκοίλης ο.π. άρθρο 686 σελ. 691, παρ. 31). Εφόσον, όπως προειπώθηκε, ο εργοδότης επιλέξει την υπαναχώρηση δικαιούται να ζητήσει μόνο εύλογη και όχι πλήρη αποζημίωση για την πραγματική ζημία, που έχει υποστεί από τη μη εκπλήρωση (ΟλΑΠ 586/75 ΝοΒ 23.41, ΑΠ 337/82 ΕΕΝ 1983.171). Για τον προσδιορισμό του ποσού της αποζημίωσης αυτής, την οποία το Δικαστήριο επιδικάζει κατά την εύλογη κρίση του, λαμβάνονται υπόψη το πταίσμα του εργολάβου και η βαρύτητα αυτού, το ενδεχόμενο πταίσμα του υπαναχωρήσαντος εργοδότη, η περιουσιακή κατάσταση των μερών και η περιουσιακή κατάσταση των μερών και η ζημία, που πραγματικά προκλήθηκε στον εργοδότη από τη ματαίωση της σύμβασης, από την οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη, γι` αυτό και πρέπει η ζημία αυτή να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο. (ΑΠ 328/06 Δνη 2006.830, ΑΠ 746/94 Δνη 37.148, ΕΑ 149/2004 Δνη 45.902, ΕφΑθ 1418/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για τον λόγο αυτόν ο εργοδότης πρέπει να αναφέρει στην αγωγή του συγκεκριμένα τη ζημία αυτή (ΕφΑθ 540/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 685 παρ. 2 του ΑΚ προκύπτει ότι αν κατά την εκτέλεση του έργου προκύψει από άλλη αιτία κατάσταση από την οποία κινδυνεύει η έγκαιρη ή η προσήκουσα εκτέλεση, ο εργολάβος οφείλει να ειδοποιήσει σχετικά με τον εργοδότη χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αλλιώς ευθύνεται για τις επιζήμιες συνέπειες. Η ειδοποίηση αυτή είναι μονομερής δήλωση, άτυπη και ανακοινώσιμη στον εργοδότη και πρέπει να γίνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση (άμεση), όταν ο εργολάβος λάβει γνώση ή όφειλε να λάβει γνώση του απειλούμενου κινδύνου. Αν ο εργολάβος συμμορφωθεί με τις οδηγίες του εργοδότη, τις οποίες πρέπει να αναμένει, δεν υπέχει ευθύνη και δεν παραβλάπτονται τα δικαιώματα του. Η παράλειψη της ειδοποιήσεως είναι δημιουργική ευθύνης του εργολάβου σε αποζημίωση του εργοδότη για τη αποκατάσταση κάθε ζημίας που επήλθε σ` αυτόν από την παράλειψη του πρώτου, χωρίς όμως να θίγεται η αξίωση του για την αμοιβή από την εκτέλεση του έργου (βλ. Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη, Αναλυτική Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού Κώδικα, Α` τόμος, Γ` έκδοση, υπ` άρθρο 685 σελ. 638 και 639)
ΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 57 του Α.Κ. όποιος προσβάλλεται παρανόμως στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημιώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 ίδιου Κώδικα και στην περίπτωση του άρθρου 57, το δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Εξάλλου και το νομικό πρόσωπο, εφόσον κηρύσσεται ικανό δικαίου και ικανό προς δικαιοπραξία (άρθρα 61 και 70 ΑΚ), έχει δικαίωμα επί της προσωπικότητας αυτού στην έκφανση της πίστης, της υπόληψης, της φήμης, του κύρους, του επαγγέλματος, του μέλλοντος και των λοιπών αναγνωριζομένων σε αυτό άυλων αγαθών ( ΑΠ 718/2017,ΑΠ 882/2013,ΑΠ 1179/2011, ΑΠ 6/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας αυτού σε οποιαδήποτε των εκφάνσεων τούτων, δικαιούται να ζητήσει, κατά τα άρθρα 57 και 59 του ΑΚ, προστασία, καθώς και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης (που υπέστη από την προσβολή), η οποία μπορεί να συνίσταται και στην καταβολή χρηματικού ποσού. Δικαίωμα επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης έχει ο θιγόμενος, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, και κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, εφόσον η παράνομη προσβολή της προσωπικότητας συνιστά και αδικοπραξία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Μάλιστα, το νομικό πρόσωπο, ως ενάγον, την στο ίδιο πρόκληση ηθικής βλάβης πρέπει να αποδείξει με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο στο πλαίσιο κύριας απόδειξης, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (βλ. ΑΠ 730/2015, ΑΠ 382/2011, ΑΠ 1265/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 355/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 85/2016 Δικογρ. 2016/657, ΕφΠειρ 541/2015,ΕφΑθ 6197/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ/κης 880/2011 ΕπισκΕΔ 2011, 1026, ΕφΑθ 3486/2010, ΕφΑθ 2606/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΟΣ, ΕφΘεσ 604/2008 Αρμ 2010. 373, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΕρμΑΚ, άρθρ. 932 III αρ. 1 σελ. 817, Γ. Γεωργιάδης ΣΕΑΚ τομ. I, άρθρ. 932, αριθμ. 22). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 του Α.Κ. «όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει», κατά δε το άρθρο 932 ίδιου Κώδικα «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του…». Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις του ΠΚ. Ειδικότερα δε από τις διατάξεις του άρθρου 914επ. ΑΚ περί αδικοπραξιών προκύπτει, ότι, για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και περαιτέρω να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατά το άρθρο 932 ΑΚ, προϋποτίθεται, ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ) από πράξη ή παράλειψη, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια και ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης της πράξης και της ζημίας που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος προστατευμένο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάστηκε, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς, λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες, που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Είναι επίσης δυνατόν μια υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανείς σε άλλον υπαιτίως ζημία ή και αν ακόμα πιο γενικά όταν η ενέργεια χωρίς να συνιστά παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου, είναι αντίθετη στο γενικότερο πνεύμα του ή στις καθόλου επιταγές της έννομης τάξης, εφόσον ενέχει παράβαση των γενικών υποχρεώσεων, που επιβάλλουν να μην προσβάλει κανείς το πρόσωπο ή τα προστατευόμενα υλικά ή ηθικά αγαθά του άλλου. Κατά συνέπεια όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας και δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συρροής αξιώσεων αποζημίωσης τόσο από τη σύμβαση όσον και από αδικοπραξία αφού η ζημιογόνος συμπεριφορά, που πραγματοποιήθηκε όχι ανεξάρτητα ή απλώς εξ` αφορμής της σύμβασης, αλλά κατά πλημμελή εκτέλεση αυτής, και για το λόγο αυτό υπάρχει ευθύνη διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις περί συμβάσεων. Πλέον συγκεκριμένα, σε περίπτωση σύμβασης έργου, ο εργοδότης δικαιούται να αξιώσει, παράλληλα με την αποζημίωση, και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη μόνο στην περίπτωση που η αξίωση του θεμελιώνεται στις περί αδικοπραξίας διατάξεις και όχι όταν επικαλείται παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων διότι μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία (ΕφΠειρ 156/2014, ΕφΠατρ. 451/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)
Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι αλλοδαπή εταιρεία, η οποία εδρεύει στο …, νομίμως εκπροσωπείται στην Ελλάδα από τον Σ. Λ., κάτοικο ……και ασχολείται κατά κύρια και συνήθη επαγγελματική δραστηριότητα με την διαχείριση θαλαμηγών σκαφών, την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης και εποπτείας αυτών κατά την κατασκευή, επισκευή, λειτουργία και εκμετάλλευσή τους, την επιμέλεια της επάνδρωσης τους με τα κατάλληλα πληρώματα και τον εφοδιασμό τους με προμήθειες για τη διενέργεια θαλάσσιων περιηγήσεων. Ότι στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δραστηριότητας ανατέθηκε σε αυτή η διαχείριση της αναλυτικώς περιγραφόμενης στην αγωγή υπό σημαία των Μ. θαλαμηγού …» που ανήκε μέχρι πρότινος σε μέλος της βασιλικής οικογένειας της Σαουδικής Αραβίας και ακολούθως μεταβιβάστηκε στην εταιρεία …», έχει αριθμό νηολογίου … ,συνολικό μήκος 147 μ., χωρητικότητα 167 κλίνες και μέχρι το Μάιο του 2018 ναυλοχούσε στο Βόλο και σήμερα (ενν.κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής) βρίσκεται σε ναυπηγείο στην Ισπανία για επισκευές μεταξύ των οποίων και για την εκτέλεση του επίδικου έργου . Ότι η πρώτη εναγομένη είναι ελληνική ανώνυμη εταιρεία, η οποία μεταξύ άλλων δραστηριοποιείται στην εκπόνηση μελετών , στο σχεδιασμό, στην παραγωγή και στην εμπορία μηχανολογικών κατασκευών κάθε φύσεως, στη γενική επισκευή πλοίων και πλωτών μέσων , στην παραγωγή κι εμπορία ελασματουργικών, μηχανουργικών, υδραυλικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων και διαθέτει επανδρωμένη μονάδα εκτέλεσης στον Ασπρόπυργο Αττικής στη θέση της Σπιθάρη. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος είναι υπάλληλος της πρώτης εναγομένης, ο οποίος κατά αποκλειστικότητα επικοινωνούσε και διαπραγματευόταν για λογαριασμό της την ένδικη σύμβαση έργου με την ίδια (ενάγουσα εταιρεία μας). Ότι ο νόμιμος εκπρόσωπός της επισκέφθηκε τον Ιανουάριο του 2017 τη μονάδα της πρώτης εναγομένης για να διαπραγματευτεί με τον δεύτερο εναγόμενο για την κατασκευή, παράδοση και τοποθέτηση εκ μέρους της στη θαλαμηγό δύο υδροηλεκτρικών κινητών κλιμάκων επιβίβασης-αποβίβασης που θα τοποθετούνταν σε πλαϊνές εξόδους δεξιά και αριστερά στο μέσο και προς το πρωραίο τμήμα του σκάφους σε αντικατάσταση χειροκίνητων κλιμάκων του σκάφους και οι οποίες θα έφεραν τις αναλυτικώς αναφερόμενες στην αγωγή προδιαγραφές . Περαιτέρω, ότι επειδή η θαλαμηγός ανήκε στις κλάσεις του νηογνώμονα των Lloyds , οι προδιαγραφές που θα συμφωνούνται θα έπρεπε να έχουν την έγκριση του νηογνώμονα αυτού προκειμένου στη συνέχεια η εναγόμενη να προβεί στην κατασκευή και τοποθέτηση αυτών στη θαλαμηγό και ο τελικός έλεγχος του έργου να γίνει από τους επιθεωρητές του νηογνώμονα αυτού. Ότι κατά τη διάρκεια των εν λόγω διαπραγματεύσεων που διήρκησαν από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάιο του 2017 ο δεύτερος εναγόμενος διαβεβαίωνε και της παρουσίαζε ότι η πρώτη εναγομένη έχει την τεχνογνωσία και την πείρα για την εκτέλεση του συζητούμενου έργου, εξαιτίας δε των διαβεβαιώσεων αυτών (ότι) πείστηκε ο νόμιμος εκπρόσωπός της (ενάγουσας) και κατόπιν της υπ αριθμόν 167 2017 Rev. 2/30-5-2017 προσφοράς της πρώτης εναγομένης, την οποία η ίδια (η ενάγουσα) αποδέχθηκε, υπεγράφη α από 6-6-2017 σύμβαση έργου. Ότι στη σύμβαση αυτή, η οποία συνετάγη στην αγγλική γλώσσα και η οποία αναφέρονταν στο σύνολο των τεχνικών προδιαγραφών του έργου ως προς τα υλικά, τις διαστάσεις και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του στην ως άνω προσφορά της πρώτης εναγομένης, η πρώτη εναγομένη συμβλήθηκε ως εργολάβος εκπροσωπούμενη από τον δεύτερο εναγόμενο και αφενός εγγυήθηκε ότι είχαν γίνει όλες οι απαραίτητες επιθεωρήσεις και επιμετρήσεις στο σκάφος και ότι αποτελούσε δική της αποκλειστική ευθύνη να παραδοθεί το αναληφθέν από αυτήν έργο εγκαίρως στον συμφωνηθέντα χρόνο , που ορίστηκε να είναι στις 30 Νοεμβρίου 2017 αφετέρου ανέλαβε την υποχρέωση να υποβάλει στον επιβλέποντα νηογνώμονα των Lloyds με έξοδα και φροντίδα της τον φάκελο των προδιαγραφών του έργου. Επιπλεόν ότι το συνολικό τίμημα καθορίστηκε στα 550.000 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ και άλλων εξόδων που θα απαιτούνταν για την εκτέλεση και παράδοση του έργου, το οποίο τίμημα καθορίστηκε να καταβληθεί από την ενάγουσα κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή με την προκαταβολή ποσού 25.000 ευρώ από την εργοδότρια (ενάγουσα) κατά την υπογραφή της σύμβασης και την έκδοση σχετικού προτιμολογίου από την πρώτη εναγομένη εργολάβο και την εξόφληση του εργολαβικού τιμήματος με την καταβολή ποσού 100 .000 ευρώ μετά την ολοκλήρωση του έργου και την υπογραφή πρωτοκόλλου παράδοσης-παραλαβής μεταξύ των μερών, καταβλητέων όλων των ποσών σε λογαριασμό της πρώτης εναγομένης στη … που υπέδειξε εκείνη. Ότι σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων η ίδια (ενάγουσα) στις 6 -6-2017 κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη ποσό 25.000 ευρώ εκδοθέντος του υπ’ αριθμόν 152/ 2017 προτιμολογίου της, πλην όμως ότι η τελευταία δεν τήρησε τα χρονοδιαγράμματα με βάση τα οποία θα ήταν απαιτητές και οι λοιπές τμηματικές καταβολές του έργου. Ότι για το λόγο αυτό (η ενάγουσα) στις 28 -7-2017 μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος ζήτησε από τον δεύτερο εναγόμενο να την ενημερώσει για την πορεία του έργου και την πορεία έκδοσης του πιστοποιητικού έγκρισης των εργασιών από το νηογνώμονα των lloyds, και ότι επειδή η πρώτη εναγομένη δεν απάντησε, της απέστειλε νέο ηλεκτρονικό μήνυμα στις 12-8-2017 καθιστώντας σαφές ότι αν δεν παρείχαν κάποια ενημέρωση για την πορεία των εργασιών θα υπαναχωρούσε εκ της συμβάσεως. Ότι σε απάντησή της στις 14 -8-2017 η πρώτη εναγομένη διά του δεύτερου εναγομένου την διαβεβαίωσε ότι είχε υποβάλει προς το νηογνώμονα των Lloyds στον Πειραιά τα σχέδια προς έγκριση, την ενημέρωσε για τις μέχρι τότε εργασίες της και της δήλωσε ότι θα ξεκινήσει την κατασκευή του έργου περί το τέλος Αυγούστου 2017 και πριν την έκδοση του πιστοποιητικού του νηογνώμονα. Ακολούθως ότι στις 13-9-2017 μέσω του δεύτερου εναγομένου η πρώτη εναγόμενη την ενημέρωσε μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος ότι λόγω αναρμοδιότητας προωθήθηκαν τα τεχνικά σχέδια κατασκευής των κλιμάκων από τον Πειραιά στο Σαουθάμπτον της Αγγλίας και ότι το γραφείο του νηογνώμονα του Σαουθάμπτον ζήτησε να υποβάλει λεπτομερέστερα σχέδια τα οποία σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις της θα τα υπέβαλε εντός της επόμενης εβδομάδας ώστε η έκδοση του πιστοποιητικού να ακολουθήσει σε 5-6 εβδομάδες αργότερα . Ότι λόγω των πλημμελών υπηρεσιών της πρώτης εναγομένης κι επειδή θεώρησε βέβαιο ότι δεν θα τηρείτο ο χρόνος εκτέλεσης και παράδοσης του έργου μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2017, με το από 15-9-2017 ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε (η ενάγουσα) στην πρώτη εναγομένη την ενημέρωσε ότι δεν υφίσταται πια η προϋπόθεση για την αποπεράτωση και παράδοση του έργου κατά τη συμφωνηθείσα ημερομηνία με αποτέλεσμα να ματαιωθεί η σύμβαση . Τέλος ότι παρόλα αυτά ενεργώντας καλόπιστα στις 5-12-2017 μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος της ζήτησε ενημέρωση για την πρόοδο της λήψης έγκρισης των προδιαγραφών του έργου από την Lloyds και να συνάντηση με τον δεύτερο εναγόμενο για να παραταθεί ο χρόνος παράδοσης του έργου πλην όμως ότι οι εναγόμενοι δεν απάντησαν. Ότι εξαιτίας της αδυναμίας της πρώτης εναγομένης να προβεί στην εκτέλεση του έργου (η ενάγουσα) κοινοποίησε στην πρώτη εναγομένη στις 8-1-2018 την από 5-1-2018 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία της δήλωσε ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση έργου και της ζήτησε να της επιστρέψει το ποσό της προκαταβολής των 25.000 ευρώ εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της εξώδικης δηλώσεώς της , επιφυλασσόμενη για κάθε άλλο δικαίωμα της, πλην όμως ότι η εναγόμενη στις 20-2-2018 της κοινοποίησε την από 14-2-2018 εξώδικη δήλωσή της με την οποία αρνήθηκε την υπαιτιότητά της για την αδυναμία της να παραδώσει το έργο στο συμφωνηθέντα χρόνο .Επικαλούμενη ότι η έγκριση των τεχνικών προδιαγραφών των κλιμάκων από το νηογνώμονα τίτλο και η έκδοση του τελικού πιστοποιητικού περί αρτιότητας και ασφάλειας των κλιμάκων αποτέλεσε όρο της από 6-6-2017 συμβάσεως έργου δυνάμει της οποίας η πρώτη εναγομένη ανέλαβε να εκτελέσει και να της παραδώσει το συμφωνηθέν έργο στις 30-11-2017 , ότι παρά τις διαβεβαιώσεις της δια του δευτέρου εναγομένου περί της τεχνογνωσίας δεν αξιολόγησε το εύρος των υπηρεσιών και εργασιών που ανέλαβε με αποτέλεσμα να παρέλθει άπρακτη τόσο η συμφωνηθείσα προθεσμία της 30ης Νοεμβρίου 2017 όσο και η νέα ταχθείσα προθεσμία εντός του Δεκεμβρίου του 2017 και λόγω της υπαίτιας αυτής αδυναμίας της εργολάβου να παραδώσει εγκαίρως το συμφωνηθέν έργο με την από 5-1-2018 εξώδικη δήλωση της να αναγκαστεί (η ενάγουσα εργοδότρια) να υπαναχωρήσει εκ της συμβάσεως καθώς και ότι εκτός από την επιστροφή των 25.000 ευρώ που δόθηκαν στην πρώτη εναγομένη ως προκαταβολή διατηρεί επιπρόσθετη αξίωση αποζημίωσης εναντίον της ύψους 10.000 ευρώ γιατί η αξία εκτέλεσης του έργου στο ναυπηγείο της Ισπανίας που βρίσκεται σήμερα η θαλαμηγός εκτιμάται ότι θα είναι κατά 20% υψηλότερη από το συμφωνηθέν με την πρώτη εναγομένη εργολαβικό τίμημα, αλλά και αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ύψους 20.000 ευρώ έναντι των εναγομένων λόγω του ότι η πρώτη εναγομένη ενήργησε ενάντια στην καλή πίστη κατά τα άρθρα 200,281 και 288 ΑΚ κι ότι ο δεύτερος εναγόμενος προστηθείς της πρώτης εναγομένης και ως εκπρόσωπος αυτής για την υπογραφή του έργου με ψευδείς δηλώσεις και παραστάσεις περί δήθεν τεχνογνωσίας της πρώτης εναγομένης την έπεισε να συμβληθεί με αυτή για να αποκομίσει η πρώτη εναγομένη παράνομο κέρδος χωρίς νόμιμη αιτία, αμφότεροι δε οι εναγόμενοι μείωσαν την φήμη της κατά τις διατάξεις των άρθρων 919, 57 και 59 ΑΚ με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητεί: 1) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ως ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να της καταβάλουν για τις αιτίες που αναφέρονται στο ιστορικό το συνολικό ποσό των 55.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της κοινοποίησης της από 22-2-2018 με γενικό αριθμό κατάθεσης 2028/ 2018 αγωγής, ήτοι από τις 24-2-2018, από την οποία δηλώνει ότι παραιτήθηκε με την από 1-6-2018 2018 δήλωση παραίτησης , αλλιώς από την κοινοποίηση της κρινόμενης αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως, 2) να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος και με προσωπική κράτηση διάρκειας έξι μηνών, 3) να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, πλην του αιτήματος περί προσωπικής κράτησης του δεύτερου εναγομένου και 4) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το ιστορικό και αιτήματα η αγωγή, για το παραδεκτό της παράστασης της οποίας κατά τη συζήτηση, προσκομίστηκαν τα υπ’αριθμ…. γραμμάτια προκαταβολής εισφορών από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013) και τα από … ειδικά πληρεξούσια ειδικά πληρεξούσια των διαδίκων προς τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2, 25 παρ.2, 33, 37 41-44 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993, ως ισχύει ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και τη ρήτρα παρέκτασης που υπάρχει στο μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα κείμενο της από 6-6-2017 συμβάσεως περί αποκλειστικής αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Πειραιά) προκειμένου να εκδικαστεί κατά την τακτική διαδικασία. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο αυτό έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, 2 παρ. 1, 59 και 60 του Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, πρέπει να ανευρεθεί το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την επίδικη διαφορά. Εν προκειμένω, ως προς την ιστορούμενη σύμβαση και την εξ αυτής απορρέουσα ευθύνη των εναγομένων, από την προεπισκόπηση της από 6-6-2017 σύμβασης έργου προκύπτει ότι ενυπάρχει συμφωνηθείς όρος περί εφαρμογής του ελληνικού δικαίου ενώ σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), εφαρμοστέο είναι, σύμφωνα με το τεκμήριο του άρθρου 4 παρ. 4 του ως άνω Κανονισμού, το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από όλες τις ειδικές συνθήκες, υπό τις οποίες αυτή καταρτίσθηκε και εκτελέσθηκε και για το λόγο αυτό συνδέεται προς αυτή στενότερα. Εξάλλου, τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου επικαλείται η ενάγουσα και δεν αντιλέγουν οι εναγόμενοι . Το ημεδαπό δίκαιο είναι εφαρμοστέο και ως προς την ιστορούμενη αδικοπραξία, και την εξ αυτής απορρέουσα ευθύνη των εναγομένων, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ σε συνδ. με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (“Ρώμη II”), αφού από το σύνολο των εκτιθεμένων περιστάσεων συνάγεται ότι η αναφερόμενη στην υπό κρίση αγωγή αδικοπραξία εμφανίζει προφανή στενότερο δεσμό με την Ελλάδα, όπου έχει την έδρα της η πρώτη των εναγομένων και επίσης κατοικεί ο φερόμενος ως αδικοπραγήσας δεύτερος των εναγομένων. Περαιτέρω, η ενάγουσα στήριξε τις αγωγικές αξιώσεις της, στις διατάξεις περί συμβατικής ευθύνης της πρώτης εναγομένης με βάση τη σύμβαση έργου, στην οποία η τελευταία συμβλήθηκε ως εργολάβος και σε εκείνες περί αδικοπραξιών, όσον αφορά αμφότερους τους εναγομένους και δη σε εκείνες περί απάτης εκ μέρους του δευτέρου εναγομένου ως προστηθέντος της πρώτης εναγομένης εναντίον της ενάγουσας κατά την έννοια του άρθρου 386 του Ποινικού Κώδικα. Σημειωτέον ότι παρότι ζητεί εις ολόκληρον την καταβολή του συνολικού ποσού των 55.000 ευρώ και από τους δύο εναγόμενους, ο δεύτερος εξ αυτών που συμβλήθηκε στην επίδικη σύμβαση ως αντιπρόσωπος άλλως ως εκπρόσωπος προφανώς κατά πληρεξουσιότητα της πρώτης εξ αυτών κι όχι ως διοικητικό όργανο αυτής, στο όνομα και για λογαριασμό της δεν φέρει ευθύνη εκ της συμβάσεως έργου για την οποία κατά το άρθρο 70 ΑΚ ευθυνόμενο είναι μόνο το νομικό πρόσωπο της πρώτης εναγομένης εταιρείας. Ακολούθως, με βάση τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, εν προκειμένω δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας και δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συρροής αξιώσεων αποζημίωσης τόσο από τη σύμβαση όσον και από αδικοπραξία διότι καθ’ό μέρος αφορά την πρώτη εναγομένη αδυναμία εκτέλεσης του έργου ακόμη και με υπαιτιότητά της συνιστά παραβίαση του συμβατικού καθήκοντος της εναγομένης για την προσήκουσα κι έγκαιρη εκτέλεση του έργου, και όχι αδικοπρακτική συμπεριφορά της ανεξάρτητη ή εξ αφορμής της εκτέλεσης του έργου. Τόσο δε για την πρώτη εναγομένη όσο και για τον δεύτερο εναγόμενο, αντιπροσωπεύοντα την πρώτη εναγομένη στην επίδικη σύμβαση δεν αναφέρονται στην αγωγή πραγματικά περιστατικά τα οποία να καταδεικνύουν δόλο για την πρόκληση της ζημίας σε βάρος της ενάγουσας. Λόγος δε δεν μπορεί να γίνει το ποινικώς κολάσιμο αδίκημα της απάτης κατά το άρθρο 386 Π.Κ.διότι δεδομένης της εμπειρίας της ενάγουσας στις συναλλαγές και δη σε διεθνές επίπεδο και λαμβανομένων υπόψην των πολύμηνων διαπραγματεύσεων με την πρώτη εναγομένη δια του δευτέρου εναγομένου, αποκλείεται κατά τα διδάγματα κοινής πείρας και λογικής η παραπλάνηση της ενάγουσας για τη φερεγγυότητα ή την τεχνογνωσία της πρώτης εναγομένης. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή στηρίζεται αμιγώς στις διατάξεις της σύμβασης έργου καθώς, το πταίσμα που επέφερε την ζημία στην ενάγουσα σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην αγωγή, ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την παραβίαση της σύμβασης και μόνο από τη συμβληθείσα στη σύμβαση πρώτη εναγομένη. Ως εκ τούτου, η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθ’ό μέρος αφορά τον δεύτερο εναγόμενο, ενώ κρίνεται νόμιμη καθ’ό μέρος αφορά την πρώτη εναγομένη ως ευθυνόμενης εκ της συμβάσεως έργου κατά τις διατάξεις των άρθρων 297,340,341, 70, 346, 681 , 685,686 ,687, 904 επ.ΑΚ σε συνδ.με εκείνες των άρθρων 389 έως 396 του ΑΚ, αναλογικώς εφαρμοζομένων, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 907, 908 παρ. 1 και 176,191 παρ.2 ΚΠολΔ. Λόγω δε της απόρριψης της βάσης της αγωγής κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, απορριπτέα τυγχάνουν ως μη νόμιμα και τα αγωγικά αιτήματα περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας αδικοπραξίας και περί προσωπικής κράτησης του δεύτερου των εναγομένων. Περαιτέρω απορριπτέα ως αόριστα και ανεπίδεκτα δικαστικής εκτίμησης είναι τα κονδύλια : α) περί εύλογης πρόσθετης αποζημίωσης σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας, καθ’ όσον η ενάγουσα δεν αναφέρει στο δικόγραφο της κρινομένης αγωγής συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που καθιστούν βέβαιη ή έστω πιθανή την ζημία της, και δη ότι αξία εκτέλεσης του έργου στο ναυπηγείο της Ισπανίας που βρίσκεται σήμερα η θαλαμηγός εκτιμάται ότι θα είναι κατά 20% υψηλότερη από το συμφωνηθέν με την πρώτη εναγομένη εργολαβικό τίμημα, πολλώ δε μάλλον δεν επικαλείται ζημία, που πραγματικά προκλήθηκε σε αυτήν από τη ματαίωση της σύμβασης, ούτε αναφέρει τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή (πραγματική ζημία) προσδιορίζεται, προκειμένου να προσδιοριστεί το ποσό της εύλογης αποζημίωσης, της μόνης που δικαιούται αυτή που υπαναχωρεί και η οποία δεν μπορεί να ξεπεράσει το ποσό της πραγματικής ζημίας (θετική ή και αποθετικής) και β) περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατά τα άρθρα 919, 57, 59 ΑΚ, ήτοι λόγω προσβολής της φήμης της ενάγουσας ως νομικού προσώπου από τυχόν συμπεριφορά των εναγομένων σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας διότι δεν αναφέρει στο δικόγραφο της κρινομένης αγωγής συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που αντικειμενικά να είναι πρόσφορα να προκαλέσουν τρώση της φήμης της και να βλάψουν την φερεγγυότητά της. Τέλος το σχετικό κονδύλιο περί επιδίκασης ηθικής βλάβης κατά τις διατάξεις των άρθρων 200, 281 και 288 ΑΚ τυγχάνει απορριπτέο καταρχάς ως αόριστο ελλείψει παράθεσης των σχετικών προς τούτο πραγματικών περιστατικών και σε κάθε περίπτωση ως μη νόμιμο διότι και αληθή υποτιθέμενα τα όσα εκθέτει η ενάγουσα, δεν καθιστούν καταχρηστική τη συμπεριφορά των εναγομένων. Σημειωτέον επίσης ότι το αίτημα περί έναρξης της τοκοφορίας είναι νόμιμο μόνο από την επομένη από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, κι όχι από την επίδοση της προγενέστερης αγωγής, από την οποία παραιτήθηκε η ενάγουσα και συνεπώς καταργήθηκε η δίκη. Κατά την αρχή δε της διαθέσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ), δεν μπορεί να επέλθει η έναρξη της τοκοφορίας από την από 8-1-2018 επίδοση της από 5-1-2018 εξώδικης δήλωσης υπαναχώρησης της ενάγουσας εκ της συμβάσεως κατά την ορθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 912 του ΑΚ (βλ. Ιωάννη Κατρά, Αγωγές Αστικού Κώδικα και Ενστάσεις, 2005, παρ. 87 Ε, σελ. 451 και 452, ΕφΑθ 6731/1998 Ελλ. Δνη 40,1193), καθώς η ενάγουσα δεν υποβάλει σχετικό αίτημα. Συνεπώς, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη η υπό κρίση αγωγή και δη μόνο ως προς την πρώτη εναγομένη ευθυνομένης εκ της συμβάσεως έργου ως συμβληθείσα εργολάβος πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι καταβλήθηκε από την ενάγουσα το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθμ. … ηλεκτρονικό παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ. του Υπουργείου Οικονομικών σε συνδυασμό με την από 12-11-2018 επιβεβαίωση εκτέλεσης συναλλαγής της …
Οι εναγόμενοι με τις έγγραφες προτάσεις τους αρνήθηκαν αιτιολογημένα την αγωγή ισχυριζόμενοι ότι ουδεμία υπαιτιότητα υπέχουν για την καθυστέρηση του έργου ούτε προέκυψε δική τους υπαίτια αδυναμία προσήκουσας εκτέλεσης αυτού αλλά ότι η όποια καθυστέρηση υπήρξε, οφείλετο στη χρονοβόρο διαδικασία της έγκρισης της κατασκευής από το νηογνώμονα των Lloyds, στον οποίο ήταν υποχρεωμένοι να απευθυνθούνε κατόπιν απαίτησης της ενάγουσας ενώ θα μπορούσανε να έχουνε απευθυνθεί σε κάποιον άλλον Νηογνώμονα. Επιπλέον ισχυρίστηκαν ότι ενώ οι ίδιοι προέβησαν σε έγκαιρη και άμεση αναλυτική ενημέρωση προς την ενάγουσα για το στάδιο που βρίσκονταν οι εργασίες που είχαν αναλάβει, η ενάγουσα δια του νομίμου εκπροσώπου της τους ανακοίνωσε εντελώς απρόοπτα και καταχρηστικά ότι ακυρώνει τη μεταξύ τους σύμβαση .Τέλος ότι ενημερώσανε την ενάγουσα ότι είχανε ήδη προβεί σε σειρά εξόδων και είχανε καταβάλει κατά το χρόνο της από 5-1-2018 εξώδικης δήλωσης 10.000 ευρώ στο Νηογνώμονα των Lloyds και επρόκειτο να καταβάλουνε άλλα 10.000 ευρώ και επιπλέον είχανε ήδη καταβάλει 20.000 ευρώ σε μηχανικό για το σχεδιασμό της κατασκευής και 20.000 ευρώ για την παραγγελία των ιδιαίτερων υλικών που απαιτούνταν για την κατασκευή του συγκεκριμένου έργου .Οι ως άνω ισχυρισμοί των εναγομένων, που αφορούν αφενός στην έλλειψη υπαιτιότητας της οφειλέτιδος εργολάβου, αφετέρου στην ανυπαρξία δικαιώματος της εργοδότριας να υπαναχωρήσει , σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας, αποτελούν καταλυτικές ενστάσεις των αγωγικών αξιώσεων της ενάγουσας και του δικαιώματός της να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση έργου (ΑΠ 113/2014 ό.π.). , είναι νόμιμες στηριζόμενες στα άρθρα 685 και 686 εδ.β του ΑΚ και θα πρέπει να εξετασθούν περαιτέρω κατ’ουσίαν. Όσον αφορά τα όσα η εναγομένη διαλαμβάνει διηγηματικά στις προτάσεις της περί καταχρηστικής υπαναχώρησης της ενάγουσας και περί δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε η ίδια για την εκτέλεση του έργου, αυτά δεν θεμελιώνουν κατά τρόπο παραδεκτό ενστάσεις καταχρηστικότητας και συμψηφισμού αντίστοιχα, καθώς δεν περιέχουν σχετικό αίτημα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 262 παρ 2 ΚΠολΔ απόρριψης της αγωγής λόγω καταχρηστικότητας και περί συμψηφισμού της προκαταβολής της αμοιβής της για το αναληφθέν έργο κατά τα ως άνω ποσά που επικαλούνται οι εναγόμενοι ότι επιβαρύνθηκαν εξαιτίας του επίδικου έργου. Επίσης δεν συνιστούν ορισμένη και νόμιμη ένσταση κατά της αγωγής, κατά τη διάταξη του άρθρου 909 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις 908, 910 και 912 ΑΚ καθώς οι εναγόμενοι ουδόλως επικαλούνται , πολλώ δε μάλλον σαφώς ότι η συμβληθείσα στην επίδικη σύμβαση πρώτη εξ αυτών δεν έχει καταστεί πλουσιότερη διότι κάλυψε με την αξιούμενη προκαταβολή των 25.000 ευρώ τις παρασχεθείσες προς την ενάγουσα υπηρεσίες συμπεριλαμβανομένων και των υλικών που της παρέδωσε και τα οποία αξιοποιήθηκαν από αυτή.
Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες από τους διαδίκους φωτογραφίες και τα ξενόγλωσσα έγγραφα που προσκομίζονται χωρίς μετάφραση στην ελληνική γλώσσα και θα εκτιμηθούν ελεύθερα ως μη πληρούντα τους όρους αποδεικτικά μέσα κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ και όσα παρακάτω μνημονεύονται ως συνομολογούμενα από τα διάδικα μέρη (άρθρα 352, 261 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπάγγελτα υπόψη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ)- μη λαμβανομένης υπόψην όμως ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων της υπ’αριθμ. … ένορκης βεβαίωσης του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας στην Ελλάδα Σ. Λ. ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Ευάγγελου Δρακόπουλου που ανεξάρτητα από το ότι ως νόμιμος εκπρόσωπος θα έπρεπε να εξετασθεί ανωμοτί 415 παρ. 3 και 417 ΚΠολΔ, ελήφθη απαραδέκτως κατ’εφαρμογή των άρθρων 422 παρ.1 τελ.εδ και 424 ΚΠολΔ, εφαρμοζομένων αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, καθώς στην από 7-11-2018 κλήτευση για εξέταση μάρτυρα, που κοινοποίησε η ενάγουσα στους εναγομένους δεν αναφέρονται τα πλήρη στοιχεία του μάρτυρα που επρόκειτο να εξετάσει , μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το επάγγελμα αυτού (ΜΠΠειρ 2257/2017 αδημ,)-, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα είναι αλλοδαπή εταιρεία, η οποία εδρεύει στο …, νομίμως εκπροσωπείται στην Ελλάδα από τον Σ. Λ., κάτοικο Αθηνών και ασχολείται κατά κύρια και συνήθη επαγγελματική δραστηριότητα με την διαχείριση θαλαμηγών σκαφών, την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης και εποπτείας αυτών κατά την κατασκευή, επισκευή, λειτουργία και εκμετάλλευσή τους, την επιμέλεια της επάνδρωσης τους με τα κατάλληλα πληρώματα και τον εφοδιασμό τους με προμήθειες για τη διενέργεια θαλάσσιων περιηγήσεων. Στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δραστηριότητας ανατέθηκε σε αυτή η διαχείριση της υπό σημαία πλέον Μ. θαλαμηγού …», που ανήκε μέχρι πρότινος σε μέλος της βασιλικής οικογένειας της Σαουδικής Αραβίας και από τις 3-6-2018 μεταβιβάστηκε στην εδρεύουσα Κ. εταιρεία …». Η εν λόγω θαλαμηγός έχει αριθμό νηολογίου … ,συνολικό μήκος 147 μ., χωρητικότητα 167 κλίνες,Δ.Δ.Σ. ΗΖΑW, IMO … και μέχρι το Μάιο του 2018 ναυλοχούσε στο Βόλο. Η πρώτη εναγομένη είναι ελληνική ανώνυμη εταιρεία, με έδρα στον Ασπρόπυργο Αττικής στη θέση «Σπιθάρη», όπου διαθέτει εργοστασιακή μονάδα και κεντρικό υποκατάστημα στο Μοσχάτο Αττικής, και δραστηριοποιείται στην εκπόνηση μελετών, στο σχεδιασμό, στην παραγωγή και στην εμπορία μηχανολογικών κατασκευών κάθε φύσεως, στη γενική επισκευή πλοίων και πλωτών μέσων , στην παραγωγή κι εμπορία ελασματουργικών, μηχανουργικών, υδραυλικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων. Ο δεύτερος εναγόμενος είναι υπάλληλος της πρώτης εναγομένης, και παρότι όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τους εναγομένους έγγραφα και δη το ΦΕΚ ΑΕ-ΕΠΕ με αριθμό 7992/2013 και την από 14-9-2016 με αριθμό πρωτοκόλλου … ανακοίνωση του Ε.Β.Ε.Α. περί καταχώρησης στο Γ.Ε.Μ.Η. του από 31-12 -2015 πρακτικού Γ.Σ. των μετόχων και του από 31-12-2015 πρακτικού του Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης εταιρείας δεν ήταν νόμιμος εκπρόσωπος αυτής , κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, εκπροσώπησε και αντιπροσώπευσε την πρώτη εναγομένη στην επίδικη σύμβαση έργου που θα αναφερθεί κατωτέρω κι επιπλέον ήταν αυτός που επικοινωνούσε με την ενάγουσα και διαπραγματευόταν για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης για την ένδικη σύμβαση έργου. Μετά από διαπραγματεύσεις που διήρκεσαν από τον Ιανουάριο του 2017 μέχρι τον Μάϊο του 2017 και αφορούσαν την κατασκευή, παράδοση και τοποθέτηση εκ μέρους της πρώτης εναγομένης στην ως άνω θαλαμηγό δύο υδροηλεκτρικών κινητών κλιμάκων επιβίβασης-αποβίβασης που θα τοποθετούνταν σε πλαϊνές εξόδους δεξιά και αριστερά στο μέσο και προς το πρωραίο τμήμα του σκάφους σε αντικατάσταση χειροκίνητων κλιμάκων του σκάφους και οι οποίες θα έφεραν τις κατωτέρω αναφερόμενες προδιαγραφές και κατόπιν της υπ’ αριθμόν … προσφοράς της πρώτης εναγομένης, την οποία η ενάγουσα αποδέχθηκε, υπεγράφη η από 6-6-2017 σύμβαση έργου μεταξύ τους. Επομένως στην από 6-6-2017 σύμβαση, η οποία-όπως και η προσφορά της πρώτης εναγομένης- συνετάγη στην αγγλική γλώσσα και η οποία αναφέρονταν στο σύνολο των τεχνικών προδιαγραφών του έργου ως προς τα υλικά, τις διαστάσεις και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του στην ως άνω προσφορά της πρώτης εναγομένης, η πρώτη εναγομένη συμβλήθηκε ως εργολάβος εκπροσωπούμενη από τον δεύτερο εναγόμενο και η ενάγουσα ως εργοδότρια και συμφωνήθηκαν μεταξύ των συμβαλλομένων το έργο να φέρει τις εξής προδιαγραφές : 1) αμφότερες οι κλίμακες θα κατασκευάζονταν με τρόπο που να είναι ικανές να αντέξουν κατανεμημένο φορτίο 400 κιλά ανά τετραγωνικό μέτρο με μέγιστη φόρτιση 250 κιλά στην κάτω πλατφόρμα ή 82,5 κιλά ανά σκαλοπάτι σύμφωνα με το πρότυπο ISO 54 88 : 2015 και 2) η αντοχή κάθε στήριξης θα είναι ικανή να παραλάβει το ανάλογο φορτίο της σκάλας συμπεριλαμβανομένου του κόστους σχεδιασμού , το ολικό πλάτος της σκάλας θα ήταν 1.010 χιλιοστά περίπου, το ωφέλιμο πλάτος της σκάλας 800 χιλιοστά περίπου μεταξύ πλευρικών δοκών, οι διαστάσεις του κάθε σκαλοπατιού 800 Χ 315 χιλιοστά περίπου , οι διαστάσεις στις κάτω πλατφόρμας 800 Χ 850 χιλιοστά περίπου , το μήκος της σκάλας 6.453 χιλιοστά περίπου, το ύψος της σκάλας 337 χιλιοστά περίπου, ο αριθμός των σκαλοπατιών 12 αυτορρυθμιζόμενης κλίσης και 1 σταθερής κλίσης, η γωνία κάτω θέσης 45 μοίρες και η υψομετρική διαφορά 2.589 χιλιοστά περίπου στις 38 μοίρες.Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η σχεδίαση αμφοτέρων των κλιμάκων συμφωνήθηκε να είναι βασισμένη στα πρότυπα των κανονισμών της ναυτιλιακής υπηρεσίας και της ακτοφυλακής του Ηνωμένου Βασιλείου και ειδικότερα στον κώδικα πρακτικής μεγάλων εμπορικών σκαφών αναψυχής LY 3 της 20 Αυγούστου 2013 αναφορικά με τις σκάλες επιβίβασης (κεφάλαιο 24.4) και στο πρότυπο ISO 54 88 -SE 2015-12-15 πλοία και θαλάσσια τεχνολογία καθώς και ότι μαζί με το σχεδιασμό των 2 ηλεκτροϋδραυλικών κλιμάκων επιβίβασης-αποβίβασης ( embarkation ladders) δόθηκαν από τον εκπρόσωπό της τα ακριβή σημεία τοποθέτησης τους μετά την κατασκευή του σκάφους και ειδικότερα στα πλευρικά τμήματα αυτού δεξιά και αριστερά στο μέσο περίπου προς την πρωραία πλευρά σε αντικατάσταση υφιστάμενων χειροκίνητων κλιμάκων. Πλην όμως οι εν λόγω συμφωνίες, παρότι δεν αμφισβητούνται από τους εναγομένους, δεν αποτυπώθηκαν στην από 6-6-2017 σύμβαση έργου. Αντιθέτως ρητώς αναγράφεται στο μεταφρασθέν στην ελληνική γλώσσα κείμενο της σύμβασης ότι η πρώτη εναγομένη εγγυάται ότι όλες οι αναγκαίες/απαραίτητες επιθεωρήσεις και μετρήσεις έχουν πραγματοποιηθεί ,ότι αποτελεί δική της αποκλειστική ευθύνη η εκτέλεση και παράδοση των παραγγελθεισών ηλεκτροϋδραυλικών κλιμάκων επιβίβασης εγκαίρως και με τις συμφωνηθείσες προδιαγραφές, ότι οι προδιαγραφές θα εγκριθούν προσηκόντως από τον Νηογνώμονα των Lloyds, ότι θα εκδοθεί αρχική επιβεβαίωση (προδιαγραφών) από τους Lloyds και ότι αυτή ως εργολάβος αποδέχεται ότι α ακολουθηθούν οι απαιτήσεις του Νηογνώμονα των Lloyds και έτσι θα εκδοθεί το οριστικό πιστοποιητικό του Νηογνώμονα. Επίσης ρητώς προβλέφθηκε στην σύμβαση ότι η ημερομηνία ολοκλήρωσης όλων των εργασιών θα είναι η 30η Νοεμβρίου 2017 υπό την προϋπόθεση της άφιξης του σκάφους στον Πειραιά μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου 2017 και δοθείσης σχετικής προειδοποίησης 7 ημερών στην εργολάβο .Σημειωτέον ότι η θαλαμηγός ανήκε ήδη στις κλάσεις του Νηογνώμονα των Lloyds , επομένως δεν ήταν επιλογή ή απαίτηση της ενάγουσας, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι οι συμφωνηθείσες προδιαγραφές να έχουν την έγκριση του Νηογνώμονα αυτού και ο τελικός έλεγχος του έργου να γίνει από τους επιθεωρητές του. Τέλος ρητώς ορίστηκε ότι η συμφωνηθείσα αμοιβή της εργολάβου θα ανέλθει στα 550.000 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. και άλλων εξόδων που θα απαιτούνταν για την εκτέλεση και παράδοση του έργου, αυστηρά στη βάση της τμηματικής παράδοσης του έργου κι ότι θα είναι καταβλητέο από την ενάγουσα εργοδότρια στον υπ’αριθμ. ΙΒΑΝ … λογαριασμό της πρώτης εναγομένης εργολάβου που υπέδειξε εκείνη και διατηρούσε στην τράπεζα … … …ως εξής : ποσό 25.000 ευρώ ως προκαταβολή με την υπογραφή της σύμβασης και την έκδοση σχετικού προτιμολογιου , ποσό 120.000 ευρώ με την επιβεβαίωση του νηογνώμονα ότι όλα τα υποβληθέντα σχέδια είχαν πλήρως εγκριθεί εκδιδόμενου προτιμολογίου, ποσό 60.000 ευρώ μετά την πρώτη επίβλεψη του έργου περί την 36η εβδομάδα, ποσό 100.000 ευρώ μετά τη δεύτερη επίβλεψη του έργου περί την 39η εβδομάδα, πόσο 105.000 ευρώ μετά την τρίτη επίβλεψη του έργου περί την 44η εβδομάδα, ποσό 40.000 ευρώ με την έναρξη τοποθέτησης των κλιμάκων επί του σκάφους περί την425η εβδομάδα και ποσό 100 .000 ευρώ με την ολοκλήρωση του έργου και την υπογραφή πρωτοκόλλου παράδοσης-παραλαβής μεταξύ των μερών. Σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων η ενάγουσα εργοδότρια στις 6 -6-2017 κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη εργολάβο ως προκαταβολή το ποσό 25.000 ευρώ εκδοθέντος του υπ’ αριθμόν 152/ 2017 προτιμολογίου της τελευταίας.Ακολούθως, η ενάγουσα, προκειμένου να είναι συνεπής με τα χρονοδιαγράμματα με βάση τα οποία θα ήταν απαιτητές και οι λοιπές τμηματικές καταβολές του έργου στις 28 -7-2017 μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος ζήτησε από τον δεύτερο εναγόμενο ενημέρωση για την πορεία του έργου και για την πορεία έκδοσης του πιστοποιητικού έγκρισης των εργασιών από το Νηογνώμονα των Lloyds. Eπειδή η πρώτη εναγομένη δεν απήντησε στο ως άνω μήνυμά της , της απέστειλε νέο ηλεκτρονικό μήνυμα στις 12-8-2017. Η πρώτη εναγομένη δια του δεύτερου εναγομένου, μετά από διάστημα πλέον των δύο μηνών από την υπογραφή της από 6-6-2017 σύμβασης, στις 14-8-2017 ενημέρωσε την ενάγουσα με ηλεκτρονικό μήνυμα, αφενός ότι είχε γίνει η υποβολή προς το Νηογνώμονα των Lloyds στον Πειραιά των σχεδίων προς έγκριση αφετέρου για τη πορεία των μέχρι τότε εκτελεσθεισών εργασιών κι επιπλέον της δήλωσε ότι θα ξεκινήσει την κατασκευή του έργου περί το τέλος Αυγούστου 2017 και πριν την έκδοση του πιστοποιητικού του νηογνώμονα «χάριν έγκαιρης παράδοσης». Ακολούθως στις 13-9-2017 μέσω του δεύτερου εναγομένου η πρώτη εναγόμενη ενημέρωσε την ενάγουσα μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος ότι λόγω αναρμοδιότητας του Νηογνώμονα των Lloyds στον Πειραιά, προωθήθηκαν τα τεχνικά σχέδια κατασκευής των κλιμάκων στον Νηογνώμονα των Lloyds στο Σαουθάμπτον της Αγγλίας, το οποίο της ζήτησε να υποβάλει λεπτομερέστερα σχέδια και τα οποία η πρώτη διαβεβαίωσε την ενάγουσα ότι θα τα υπέβαλε εντός της επόμενης εβδομάδας ώστε η έκδοση του πιστοποιητικού έγκρισης να γίνει σε 5-6 εβδομάδες αργότερα . Λόγω της εξέλιξης αυτής, η ενάγουσα με το από 15-9-2017 ηλεκτρονικό μήνυμά της ενημέρωσε την πρώτη εναγομένη δια του δεύτερου εναγομένου, ότι η ίδια δεν μπορεί να συμφωνήσει σε καμία επιπλέον πληρωμή ούτε η πρώτη εναγομένη να προχωρήσει σε επιπρόσθετη παραγγελία πρώτων υλών και /ή ηλεκτροϋδραυλικών εξαρτημάτων καθώς και ότι αφού δεν αναμένονται οι εγκρίσεις πριν από 5-6 εβδομάδες από τότε, της δήλωσε ότι με επιφύλαξη ακυρώνει τη μεταξύ τους σύμβαση.Παρά δε τη δήλωσή της αυτή και μην έχοντας κάποια νεώτερη ενημέρωση από την πρώτη εναγομένη, στις 5-12-2017 μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος, η ενάγουσα ζήτησε εκ νέου από την πρώτη εναγομένη ενημέρωση για την πρόοδο της λήψης έγκρισης των προδιαγραφών του έργου από την Lloyds και ουσιαστικά αιτήθηκε συνάντηση των νομίμων εκπροσώπων των συμβαλλομένων μερών, με σκοπό να συμφωνήσουν να παραταθεί ο χρόνος παράδοσης του έργου εντός του Δεκεμβρίου του 2017.Επειδή και η νεότερη αυτή προθεσμία παρήλθε άπρακτη χωρίς οι εναγόμενοι να απαντήσουν στο ως άνω ηλεκτρονικό μήνυμα της ενάγουσας, η τελευταία κοινοποίησε στην πρώτη εναγομένη στις 8-1-2018 την από 5-1-2018 εξώδικη δήλωσή της δηλώνοντας της ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση έργου , θεωρώντας υπαίτια για την αδυναμία εκτέλεσης του έργου την πρώτη εναγομένη εργολάβο και ζητώντας της να της επιστρέψει το ποσό της προκαταβολής των 25.000 ευρώ εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της από 5-1-2018 εξώδικης δήλωσής της, επιφυλασσομένη για κάθε άλλο δικαίωμά της. Η εναγομένη απήντησε στην ως άνω εξώδικη δήλωση της ενάγουσας, στις 20-2-2018 με την από 14-2-2018 εξώδικη δήλωση που της κοινοποίησε, με την οποία αρνήθηκε την αδυναμία της να παραδώσει το έργο στο συμφωνηθέντα χρόνο κι εν γένει την υπαιτιότητά της ως προς την καθυστέρηση στην εκτέλεση του συμφωνηθέντος έργου, καθυστέρηση την οποία απέδωσε στην χρονοβόρα έγκριση των προδιαγραφών του έργου από το Νηογνώμονα των Lloyds.
Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, και ανεξαρτήτως του πταίσματος ή μη της εργολάβου πρώτης εναγομένης, αφού όπως προαναφέρθηκε για την άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη για υπαναχώρηση από τη σύμβαση έργου κατ’εφαρμογή του άρθρου 686 ΑΚ, δεν απαιτείτο η συνδρομή των προϋποθέσεων της υπερημερίας της πρώτης εναγομένης εργολάβου, ούτε η ύπαρξη υπαιτιότητάς της στην καθυστέρηση, που μπορεί να οφείλεται και σε αντικειμενικές δυσχέρειες, αποδεικνύεται ότι νομίμως η ενάγουσα με την από 5-1-2018 εξώδικη δήλωσή της προέβη σε υπαναχώρηση εκ της ένδικης σύμβασης έργου. Ειρήσθω δε εκ του περισσού ότι η προκειμένη υπαναχώρηση ενεργεί στην πραγματικότητα ως τέτοια κι όχι καταγγελία της συμβάσεως που να ενεργεί για το μέλλον και να μη θίγει τη σύμβαση, διότι δεν γίνεται επίκληση στην αγωγή ούτε αποδεικνύεται από τους εναγόμενους ότι κάποιο μέρος του έργου εκτελέστηκε έως την άσκησή της, το οποίο (μέρος του έργου) παρέμεινε προς όφελος της παραπάνω εργοδότριας. Επίσης, παρότι το πταίσμα της εναγομένης εργολάβου δεν αποτελεί προϋπόθεση της αξίωσης της ενάγουσας εργοδότριας, αλλά η έλλειψη υπαιτιότητας της εναγομένης θεμελιώνει καταλυτική ένσταση της αγωγικής αξιώσεως, εν προκειμένω απεδείχθη ότι η πρώτη εναγομένη χωρίς υπαιτιότητα της ως άνω εργοδότριας ενάγουσας αλλά από αποκλειστικά δική της υπαιτιότητα που συνίστατο τουλάχιστον σε αμέλεια, ως προς την δέουσα και έγκαιρη με βάση και την επαγγελματική εμπειρία της τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων, υποβολή των σχεδίων προς έγκριση αρμοδίως και αξιολόγηση του εύρος των υπηρεσιών και εργασιών που ανέλαβε να διεκπεραιώσει, δεν τήρησε τον ρυθμό εκτέλεσης του συμφωνηθέντος έργου ώστε με βεβαιότητα να είναι ανέφικτη η έγκαιρη αποπεράτωση και παράδοσή του κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο , ήτοι στις 30-11-2017. Πλέον συγκεκριμένα, από το από 12-9-2017 έντυπο του Nηογνώμονα των Lloyds με τον τίτλο «αίτημα για παροχή ναυτικών υπηρεσιών» (request for marine services) που προσκόμισαν μετά νομίμου επικλήσεως οι εναγόμενοι ως σχετικό 8 προκύπτει ότι η πρώτη εναγομένη ενώ υπέγραψε στις 6-6-2017 την σύμβαση έργου με καθυστέρηση τριών και πλέον μηνών υπέβαλε αίτημα εγκρίσεως του έργου στους Lloyds. Επιπλέον ενώ στο από 14-8-2017, ηλεκτρονικό μήνυμα, το οποίο απεύθυνε ο δεύτερος εναγόμενος προς τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας στην Ελλάδα, Σ. Λ. αναφέρει ότι η πρώτη εναγομένη έχει υποβάλει τα σχέδια για τις κλίμακες πρόσβαση στο γραφείο της Lloyds τον Πειραιά δηλώνοντας κι ότι είναι έτοιμη για την έναρξη εκτέλεσης του έργου και πριν από την αιτούμενη έγκριση από τον Νηογνώμονα, στο από 12-9-2017 μήνυμα αναφέρεται ότι η υποβολή των σχεδίων έγινε τότε και όχι πριν τις 14-8-2017. Επίσης ακόμη κι αληθής υποτιθέμενος ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η καθυστέρηση οφείλετο στη χρονοβόρα διαδικασία έγκρισης του νηογνώμονα των Lloyds την οποία όφειλε να λάβει η εργολάβος εταιρεία για την ορθή ολοκλήρωση της κατασκευής, δεν αποτελούσε τυχαίο γεγονός αλλά η πρώτη εναγομένη εργολάβος όφειλε και μπορούσε λόγω της εμπειρίας της καταρχάς να γνωρίζει το δεδομένο αυτό και να έχει αποφύγει την υποβολή των σχεδίων του έργου σε αναρμόδιο κατά τόπον Νηογνώμονα. Σε κάθε περίπτωση όφειλε και μπορούσε είτε να προβλέψει ότι δεν θα είναι εφικτή η αποπεράτωση του έργου μέχρι τις 30-11-2017 είτε να συμφωνήσει με την ενάγουσα σε παράταση του χρόνου αποπεράτωσης του έργου, ώστε να μην καταστεί υπερήμερη. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί της υπερημερίας της πρώτης εναγομένης, δεν αναιρείται από το καθόλα αόριστο ισχυρισμό των εναγομένων περί έγκαιρης ενημέρωσης της ενάγουσας. Συγκεκριμένα, αμυνόμενοι της έλλειψης υπαιτιότητάς τους, οι εναγόμενοι αόριστα ως προς τον ακριβή χρόνο και τα υλικά και χωρίς να κατονομάζουν πότε και σε ποιον μηχανικό απευθύνθηκαν και σε κάθε περίπτωση αναπόδεικτα ισχυρίζονται ότι η πρώτη εξ αυτών υπέβαλε όπως όφειλε πλήρη φάκελο προδιαγραφών του έργου περιλαμβανομένων των απαιτούμενων σχεδίων προς έγκριση στο γραφείο του συγκεκριμένου Νηογνώμονα στον Πειραιά και εντός των προβλεπομένων χρονικών πλαισίων ανέθεσε σε μηχανικό τον σχεδιασμό της συμφωνηθείσας κατασκευής και προμηθεύτηκε τα απαραίτητα ειδικής φύσεως υλικά που απαιτούνταν για την επιτυχημένη περάτωση της κατασκευής. Ομοίως αόριστα ως προς τον ακριβή χρόνο ισχυρίζονται ότι μετά από πληροφόρηση που λάβανε από το γραφείο του Νηογνώμονα στον Πειραιά,ενημερωθήκανε ότι προώθησαν το φάκελο από τον Πειραιά σε υποκατάστημα του Νηογνώμονα στο Σαουθάμπτον, το οποίο απαίτησε λεπτομερέστερα σχέδια για να προβεί στη σχετική έγκριση και ομοίως αόριστα ότι « αμέσως» ενημέρωσαν την ενάγουσα για την πορεία του έργου και την καθυστέρηση έγκρισης από τον Νηογνώμονα . Λόγω της αοριστίας αυτής, τυγχάνει ανεπίδεκτος ο ισχυρισμός τους περι «έγκαιρης» και «άμεσης» αναλυτικής ενημέρωσης της ενάγουσας για το στάδιο που βρίσκονταν οι εργασίες που είχε αναλάβει η εναγομένη με συνέπεια να είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη η ένστασή τους περί άνευ δικαιώματος υπαναχώρησης της ενάγουσας, περί απαλλαγής της πρώτης εναγομένης εργολάβου από τις επιζήμιες συνέπειες κατ’εφαρμογή του άρθρου 685 παρ. 2 του ΑΚ, πολλώ δε μάλλον περί αιφνιδιασμού τους από την από 5-1-2018 εξώδικη διαμαρτυρία της ενάγουσας που τους επέδωσε στις 8-1-2018 δηλώνοντας τους ότι υπαναχωρεί εκ της συμβάσεως, ήτοι μετά το από 15-9-2017 ηλεκτρονικό μήνυμα που τους απέστειλε ενημερώνοντάς τους ότι ακυρώνει τη σύμβαση, μετά το πέρας άπρακτης της προθεσμίας αποπεράτωσης του έργου τόσο της αρχικής στις 30-11-2017 όσο και της εκ νέου τεθείσας εντός του Δεκεμβρίου του 2017 και χωρίς να έχει προηγηθεί ενημέρωση για την πορεία των εργασιών και της έγκρισης του έργου από τους εναγομένους, παρότι επανειλημμένως ζητήθηκε από την ενάγουσα.Αντιθέτως, όπως ήδη προαναφέρθηκε η ενάγουσα δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση του έργου με την «απαίτησή της» η έγκριση και ο έλεγχος αυτού να γίνει από τον Νηογνώμονα των Lloyds, στην κλάση του οποίου ανήκε ήδη το σκάφος, δεδομένου άλλωστε ότι η πρώτη εναγομένη αναντίρρητα συμφώνησε ότι θα ακολουθηθούν οι απαιτήσεις του συγκεκριμένου Νηογνώμονα κατά τη διάρκεια της κατασκευής και τοποθέτησης των κλιμάκων και θα εκδοθεί το οριστικό πιστοποιητικό από αυτόν. Ως εκ τούτων είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη η ένσταση των εναγομένων περί έλλειψης υπαιτιότητας της πρώτης εξ αυτών εργολάβου και περί ύπαρξης αποκλειστικής υπαιτιότητας της ενάγουσας ως προς την καθυστέρηση αποπεράτωσης του ένδικου έργου και λήξη της μεταξύ τους σύμβασης.Τέλος, όπως ήδη προαναφέρθηκε, λόγω της νόμιμης υπαναχώρησης της ενάγουσας εργοδότριας εκ της σύμβασης και της εξαιτίας αυτής (της υπαναχώρησης) αναδρομικής κατάργησης όλης της σύμβασης κι ελλείψει διαφορετικής συμφωνίας, η ενάγουσα δικαιούται να ζητήσει την προκαταβολή του ποσού των 25.000 ευρώ που κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, με την παράλληλη υποχρέωση απόδοσης στην πρώτη εργολάβο της αξίας της εργασίας και των υλικών που ενσωματώθηκαν στο έργο, όχι ως αμοιβή, αλλά ως ωφέλεια κατά τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, δαπάνη που όμως δεν αποδεικνύεται ως προς το περιεχόμενο και το ύψος της από τους εναγόμενους. Ειδικότερα,εκτός του ότι οι εναγόμενοι ισχυρίζονται αορίστως και αναπόδεικτα ότι η πρώτη εξ αυτών κατέβαλε στον Νηογνώμονα των Lloyds 10.000 ευρώ και ότι είχε ήδη καταβάλει 20.000 ευρώ για το σχεδιασμό των κλιμάκων και επιπρόσθετα 20.000 ευρώ για το κλείσιμο των υλικών που απαιτούνταν για την κατασκευή του έργου και προσκομίζει το από 23-6-2017 προτιμολόγιο της εταιρείας … με την εταιρεία … που εδρεύει Λ., δεν υποβάλλουν σχετικό αίτημα απόδοσης των εν λόγω δαπανών . Σε κάθε δε περίπτωση οι εναγόμενοι συνομολογούν με τις προτάσεις τους ότι σύμφωνα με τη σύμβαση έπρεπε να υποβάλλουνε στο Νηογνώμονα Lloyd’s με έξοδα και φροντίδα τους πλήρη φάκελο των προδιαγραφών του έργου για να εγκριθεί και να εκδοθεί η αρχική επιβεβαίωση προδιαγραφών ενώ με το από 15-9-2017 ηλεκτρονικό της μήνυμα της ενάγουσας προς τους εναγομένους αυτή τους ζήτησε να μην προβούν σε περαιτέρω έξοδα. Συνεπώς δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα κατέστη πλουσιότερη κατά τα ως άνω ποσά είτε αποφεύγοντας να τα καταβάλει αν και όφειλε, είτε καταβάλλοντάς τα ώστε να υποχρεούται να τα αποδώσει στους εναγομένους κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού .
Συνοψίζοντας επομένως όλα τα παραπάνω, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα εργοδότρια νομίμως υπαναχώρησε από την ένδικη από 6-6-2017 σύμβαση έργου και η πρώτη εναγόμενη εργολάβος, η οποία έχει καταστεί υπερήμερη ως προς την έγκαιρη εκτέλεση και αποπεράτωση του έργου, έχει ήδη εισπράξει το ποσό των 25.000 ευρώ από την ενάγουσα εργοδότρια ως προκαταβολή , γεγονός που δεν αρνείται, και έχει καταστεί πλουσιώτερη ως προς αυτό, επομένως , πρέπει να υποχρεωθεί να το επιστρέψει στην ενάγουσα λόγω της αναδρομικής κατάργησης της σύμβασης που έλαβε χώρα με την δυνάμει της από 5-1-2018 εξώδικης δήλωσης της τελευταίας (ενάγουσας εργοδότριας) υπαναχώρηση εκ της συμβάσεως έργου. Επομένως, αφού απορριφθεί η αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, για τον οποίο κρίθηκε μη νόμιμη, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως ουσία βάσιμη ως προς την πρώτη εναγομένη και να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (25.000 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής. Ωστόσο, το αίτημα περί της κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν αποδείχθηκε ότι η καθυστέρηση της εκτέλεσης μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, ούτε ότι συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Τέλος, λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους (άρθρα 179, 189 παρ.1 3 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (25.000 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις …………..
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ