ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
1987/ 2019
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 8252/3637/20-7-2018 ανακοπή)
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 6488/2847/12-6-2018 κλήση)
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 8476/4427/31-10-2016 ανακοπή)
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 188/124/9-1-2017 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής)
………………………………………
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, Χρυσούλα Γκοτόβου Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13-11-2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Ι. ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ : Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στα … (…), νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ηλία Χαλιακόπουλου (ΑΜ ΔΣΑ : 5029).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ : Της εδρεύουσας στην … ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Βαίου Κυριακου (ΑΜ ΔΣΑ :14794).
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 19-7-2018 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: 8252 / 3637/20-7-2017 ανακοπή της, που προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΙΙ. ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ-ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ :1) Της εδρεύουσας στα … (…) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. … της Δ.Ο.Υ.ΦΑΕ Πειραιά, 2) … του …, κατοίκου … (…), με Α.Φ.Μ. … της Ε’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά, 3) … συζύγου …, το γένος …, κατοίκου …, με Α.Φ.Μ. … της Ε’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά και 4) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….» και το δ.τ. «….», η οποία εδρεύει στον …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. … της Δ.Ο.Υ.ΦΑΕ Πειραιά, οι οποίοι παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ηλία Χαλιακόπουλου (ΑΜ ΔΣΑ : 5029).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΚΑΘ’ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ-ΚΑΘ’ΉΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ : Της εδρεύουσας στην … ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Βαίου Κυριακου (ΑΜ ΔΣΑ :14794).
Οι ανακόπτοντες-ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπής ζητούν να γίνει δεκτή η από 27-10-2016 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: 8476/4427/31-10-2016 ανακοπή τους και επίσης ζητούν να γίνουν δεκτοί οι από 9-1-2017 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 188/124/9-1-2017
πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, που πρότειναν με χωριστό δικόγραφο και προσδιορίστηκαν για την δικάσιμο της 18ης-1-2017, ότε εξεδόθη η υπ’αριθμ. 2617/2018 παραπεμπτική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας –γινομένου δεκτού του μοναδικού προσθέτου λόγου ανακοπής ως βασίμου-παραπέμφθηκαν προς εκδίκαση από το λειτουργικώς αρμόδιο τμήμα των ναυτικών διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου. Με την από12-6-2018 κλήση τους με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 6488/2847/12-6-2018 κλήση τους, η οποία προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, νομίμως οι ανακόπτοντες-ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπής επαναφέρουν προς συζήτηση την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους ανακοπής ενώπιον του λειτουργικώς αρμοδίου τμήματος των ναυτικών διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου.
Κατά τη συζήτηση των ως άνω υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση : α) η από 19-7-2018 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: 8252 / 3637/20-7-2017 ανακοπή, β)1) η από 27-10-2016 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: 8476/4427/31-10-2016 ανακοπή και 2) οι από 9-1-2017 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 188/124/9-1-2017 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής. Η υπό στοιχείο α) ανακοπή προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο ενώ η υπό στοιχείο β)1) ανακοπή και οι υπό στοιχείο β) 2) πρόσθετοι λόγοι που πρότειναν οι ανακόπτοντες με χωριστό δικόγραφο προσδιορίστηκαν για την δικάσιμο της 18ης-1-2017, ότε εξεδόθη η υπ’αριθμ. 2617/2018 παραπεμπτική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας, γινομένου δεκτού ως βασίμου του μοναδικού πρόσθετου λόγου ανακοπής,. παραπέμφθηκαν προς εκδίκαση από το λειτουργικώς αρμόδιο τμήμα των ναυτικών διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου και επαναφέρονται προς συζήτηση με την από12-6-2018 κλήση τους με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 6488/2847/12-6-2018 κλήση των ανακοπτόντων-ασκούντων τους πρόσθετους λόγους ανακοπής, η οποία προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο. Οι ως άνω ανακοπές και οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπών στρέφονται κατά της ίδιας (υπ’αριθμ. …/2016) διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, υπάγονται στην ίδια διαδικασία (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατά το άρθρο 614 παρ.2 ΚΠολΔ, έχουν συνάφεια μεταξύ τους και θα πρέπει να συνεκδικασθούν διότι επιταχύνεται έτσι η διεξαγωγή της δίκης αλλά και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31, 246, 285, 632 , 585παρ. 1,2,591 παρ.1 ΚΠολΔ).
Περαιτέρω, κατά την εκφώνηση των δύο υποθέσεων από το σχετικό πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της πρώτης καλούσας-πρώτης ανακόπτουσας-πρώτης ασκήσασας πρόσθετους λόγους ανακοπής, ήτοι της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», με προφορική του δήλωση που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 27-10-2016 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: 8476/4427/31-10-2016 ανακοπής και των από 9-1-2017 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 188/124/9-1-2017 πρόσθετων λόγων ανακοπής. Η ως άνω παραίτηση εκ του δικογράφου, είναι παραδεκτή σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 296, 297, 299 ΚΠολΔ και επιφέρει την κατάργηση της δίκης ως προς τα ως άνω δύο δικόγραφα καθ’ό μέρος ασκήθηκαν από την εν λόγω διάδικο, επομένως ο σχετικός ισχυρισμός περί απαραδέκτου της υπό στοιχείο α ανακοπής που προέβαλε η καθ’ής η ανακοπή εκ της ασκήσεως της προγενέστερης υπό στοιχείο β ανακοπής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Ι. Κατά το άρθρο 630 Α ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 8 παρ. 6 του ν. 2819/2000 όπως ίσχυε και εφαρμόζεται εν προκειμένω, πριν συμπληρωθεί με το άρθρο 23 ΙΙ ν.2915/2001, η διαταγή πληρωμής επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την έκδοσή της. Αν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία των δύο μηνών η διαταγή πληρωμής παύει να ισχύει. Η απαγγελλόμενη αυτοδίκαιη ακυρότητα της διαταγής πληρωμής κατά την ΚΠολΔ 630Α, δεν αφορά στην αποτροπή επελεύσεως έννομης συνέπειας μη ανεκτής από την κρατούσα στη χώρα ηθική, κοινωνική, πολιτειακή ή οικονομική τάξη και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως χωρίς να υπάρχει λόγος ανακοπής (ΑΠ 948/2007 ΧρΙΔ. 2008, 48, ΕφΛαρ 409/2013 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Επομένως, η επίδοσή της μέσα στη δίμηνη προθεσμία συνιστά όρο της ύπαρξής της, ως διαταγής πληρωμής ( Βαθρακοκοίλη, Ερμ. ΚΠολΔ, Συμπλ. Τομ. 2001, στο άρθρο 630 Α, αριθ. 2, σελ. 604). Επειδή δε, η εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής τελεί υπό την διαλυτική αίρεση της μη επίδοσής της στον οφειλέτη μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την έκδοσή της, αν η αίρεση πληρωθεί η εκτελεστότητα ανατρέπεται αναδρομικά ( Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ 631 αριθ. 1, 2, σελ. 55, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ 631, αριθ. 2, σελ. 1178) και, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, η διαταγή πληρωμής, θεωρείται ανύπαρκτη. Στην περίπτωση αυτή, ο αιτών την έκδοση της άνω διαταγής πληρωμής που έπαυσε να ισχύει, έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει με νέα μεταγενέστερη αίτηση άλλη διαταγή πληρωμής για την ίδια αξίωση (πρβλ., σε σχέση με την ανάλογη περίπτωση της ΚΠολΔ 693 § 2, Τζίφρα 84, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ 693 αριθ. 4, σελ. 1358, Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ 693 αριθ. 14, σελ. 111-112). Επίσης στην περίπτωση αυτή αντικείμενο της δίκης και κατά συνέπεια της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου που δικάζει την ανακοπή, δεν καθίσταται και το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αφού με μόνη τη διαπίστωση της βασιμότητας του τυπικού λόγου της ανακοπής γίνεται δεκτό το αίτημα αυτής και ακυρώνεται άνευ ετέρου η διαταγή πληρωμής. Η ύπαρξη της απαίτησης δεν αποτελεί στην περίπτωση αυτή προδικαστικό ζήτημα για την παραδοχή της ανακοπής, και ως εκ τούτου, δεν ερευνάται παρεμπιπτόντως αυτό, από το δικαστήριο της ανακοπής.
IΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 64 παρ. 2, 126 παρ. 1 περ. δ΄ του ΚΠολΔ σε συνδ. με τα άρθρα 18 παρ. 1, 22 παρ. 3, 47α παρ. 1 περ. α΄ και 3 του κ.ν. 2190/1920, 61, 67, 69 και 72 επ. ΑΚ προκύπτουν τα ακόλουθα : Η επίδοση εγγράφου προς ανώνυμη εταιρία γίνεται προς τον κατά νόμο ή το καταστατικό νόμιμο εκπρόσωπό της. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό, η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται συλλογικά από το διοικητικό της συμβούλιο, οπότε και η επίδοση μπορεί να γίνει προς οποιοδήποτε μέλος του. Αν, όμως, ορίζεται ονομαστικά νόμιμος εκπρόσωπος, τότε μόνο προς αυτόν γίνονται οι επιδόσεις (Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τ. Ι, υπό το άρθρο 126, στον αρ. παρ. 5, ΠΠΘΕΣ 4319/2016 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Η ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο της επίδοσης και για τον λόγο αυτό πάσχει ακυρότητα η επίδοση προς τον διευθύνοντα σύμβουλο ανώνυμης εταιρίας, μετά τη λήξη της θητείας του διοικητικού συμβουλίου (ΟλΑΠ 5/2004 ΝοΒ 2004. 964, contra η ΣτΕ 1183/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η οποία σημειωτέον ήδη κατά το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 2190/1920, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 34 του ν. 3604/2007, κατ’ εξαίρεση «παρατείνεται μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, εντός της οποίας πρέπει να συνέλθει η αμέσως επόμενη τακτική γενική συνέλευση», ήτοι το πολύ εντός έξι μηνών από τη λήξη της εταιρικής χρήσης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 25 του ν. 2190/1920, η οποία (εταιρική χρήση) κατά το άρθρο 42 του ν. 2190/1920 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες, πλην της πρώτης, που μπορεί κατ’ εξαίρεση να ορισθεί έως και 24 μήνες. Αν κατά το χρόνο επίδοσης, το νομικό πρόσωπο στερείται νόμιμης διοίκησης, η επίδοση είναι άκυρη (βλ. Μ. Μαργαρίτη, ο.π., υπό το άρθρο 126, στον αρ. παρ. 6).Ειδικότερα κατά τις διατάξεις των άρθρων 2, 18 παρ. 1 και 2 και 34 παρ. 1 στοιχ. β και 2 στοιχ. β΄ του ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών» (ρυθμίσεις,οι οποίες επαναλήφθηκαν σχεδόν αυτολεξεί στα άρθρα 77,78 και κυρίως 85 του Ν.4548/2018), η ανώνυμη εταιρεία, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό της εκπροσωπείται δικαστικά και εξώδικα από το Διοικητικό της Συμβούλιο, το οποίο εκλέγεται από τη γενική συνέλευση, εκτός από το πρώτο διοικητικό συμβούλιο, τα μέλη του οποίου ορίζονται κατά την ίδρυση της με το καταστατικό και ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι την πρώτη από την ίδρυση τακτική γενική συνέλευση των μετόχων. Κατά δε τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 19 του πιο πάνω νόμου, όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 2339/1955 (ήδη άρθρο 85 του Ν.4548/2018) « Η θητεία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ουδέποτε δύναται να υπερβαίνει τα έξη έτη.». Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες και με τη διάταξη του άρθρου 2 του ν. 2190/1920 (ήδη άρθρο 5 του Ν.4548/2018), που ορίζει τι πρέπει να περιέχει το καταστατικό της ανώνυμης εταιρίας, συνάγεται ότι : α) η θητεία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου προσδιορίζεται είτε μόνον από διάταξη του καταστατικού είτε από την περί εκλογής του απόφαση της γενικής συνελεύσεως των μετόχων και ο χρόνος αυτής δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος ούτε των έξι (6) ετών και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, ούτε του τυχόν οριζόμενου στο καταστατικό μικρότερου της εξαετίας χρόνου στη δεύτερη περίπτωση. β) Στο καταστατικό δε ή στην απόφαση της γενικής συνελεύσεως μπορεί να ορίζεται ότι η θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου, που έληξε, παρατείνεται μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου και πάντως όχι πέραν της εξαετίας από την εκλογή του. Στην δεύτερη δε περίπτωση όχι πέραν του οριζόμενου στο καταστατικό χρόνου και γ) εφόσον δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη παρατάσεως μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου, τα καθήκοντα των μελών παύουν αυτοδικαίως μόλις παρέλθει ο χρόνος της θητείας τους που ορίζεται στο Καταστατικό ή στην απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως. Η λύση αυτή είναι συμβατή και με την αρχή ότι το Διοικητικό Συμβούλιο, ως εκλεγόμενο από τη γενική συνέλευση και με τους συμβούλους «ελευθέρως ανακλητούς», πρέπει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης αυτής. Αντίθετη εκδοχή της παρατάσεως, δηλονότι, της θητείας του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας που λήγει με την πάροδο του οριζόμενου χρόνου στην περί εκλογής απόφαση της γενικής συνελεύσεως, μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου και πάντως όχι πέραν της εξαετίας, στηριζόμενη στην αιτιολογία ότι στην περί εκλογής απόφαση τεκμαίρεται ότι περιέχεται τέτοια βούληση του εκλέγοντος οργάνου προκειμένου να μη στερηθεί η εταιρεία κατά το χρονικό αυτό διάστημα τη διοίκηση και εκπροσώπηση όχι μόνον δεν ευρίσκει έρεισμα στο νόμο 2190/1920 αλλά είναι ενδεχόμενο, στην περίπτωση που και στο καταστατικό προβλέπεται ορισμένη θητεία, να παραβιάζεται η σχετική διάταξή του, εάν από την προηγούμενη εκλογή μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου συμπληρωθεί χρόνος μεγαλύτερος του προβλεπόμενου στο καταστατικό. Ενώ η διοίκηση και εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρίας μετά τη λήξη της θητείας του διοικητικού συμβουλίου εξασφαλίζεται με προσφυγή στη διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ (ΟλΑΠ 5/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1293/2010 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ,ΠΠΘεσ 8092/2015 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 159 παρ. 3 και 160 παρ.1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η παραβίαση των διατάξεων περί επιδόσεως δύναται να οδηγήσει σε κήρυξη της ακυρότητας αυτής ως διαδικαστικής πράξης με απόφαση του δικαστηρίου και εφόσον η ακυρότητα προταθεί από τον επικαλούμενο δικονομική βλάβη διάδικο (για τις λοιπές περιπτώσεις βλ άρθρα 159 περ. 1 και 2 ΚΠολΔ). Η ανάγκη πρότασης της ακυρότητας, ωστόσο, υποχωρεί στις περιπτώσεις που το δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν τηρήθηκε η οικεία διάταξη (βλ. Ορφανίδη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τ. Ι, υπό το άρθρο 159 στον αριθμό 11 και 160 στον αριθμό 1). Τέτοια όπως προαναφέρθηκε είναι και η διάταξη του άρθρου 630 Α ΚΠολΔ.
ΙΙΙ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνο με την προβλεπόμενη από το άρθρο 632 παρ. 1 ή 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές(ΑΠ 792/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 337/2006 ΕλλΔνη 2007. 779, ΕφΑθ 547/2008 ΕλλΔνη 2008. 842, 3921/2007 ΕφΑΔ 2008. 832).Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 633 παρ. 1,583 και 585 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, διασφαλίζουσα το δικαίωμα ακροάσεως του καθ` ου η διαταγή, κατά το άρθρο 20 του Συντ., αποτελεί ειδικά ρυθμισμένη μορφή της, κατά τα άρθρα 583 έως 585 ΚΠολΔ ανακοπής. Το αίτημα δε της εν λόγω ανακοπής είναι διαπλαστικό, συνιστάμενο στην ακύρωση (εξαφάνιση) της διαταγής πληρωμής, για κάποιο μνημονευόμενο νόμιμο λόγο. Λόγο δε ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής συνιστά τόσο η έλλειψη τυπικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έκδοση της (άρθρο 623 έως 630 ΚΠολΔ) και γενικότερα παραβιάσεις δικονομικών διατάξεων που επάγονται ως δικονομική έννομη συνέπεια τη, δια δικαστικής αποφάσεως, απαγγελλόμενη ακυρότητα της (ΟλΑΠ 10/1997 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), είτε η επίκληση ουσιαστικής ενστάσεως (διακωλυτικής ή αποσβεστικής εν όλω ή εν μέρει) εξαιτίας της οποίας, όταν εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, είχε καταλυθεί η οφειλή, την οποία αυτή αφορά (ΑΠ 1305/2009, ΑΠ 1378/2009, ΑΠ 1102/2008,ΕφΑθ 2558/2011 ,ΕφΔωδ 391/2009 ,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 583, 585, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να είναι δυνατόν ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ’ αυτής, το δε Δικαστήριο να κρίνει για την νομική και ουσιαστική βασιμότητα τους, διαφορετικά, απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας (ΟλΑΠ 43/2005, ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 1102 /2008 ,ΕφΑθ 227/2012 ΤΝΠ,ΝΟΜΟΣ). Τυχόν αοριστία λόγου ανακοπής, που περιέχεται στο αρχικό δικόγραφο, μπορεί παραδεκτά να συμπληρωθεί μόνο με πρόσθετο λόγο ανακοπής, σε ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται η ανακοπή και κοινοποιείται στον αντίδικο οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν τη συζήτηση (ΑΠ 1098/2008,ΑΠ 1313/2007, ΑΠ 991/2007, ΑΠ 758/2002 ΤΝΠ, ΝΟΜΟΣ, Ποδηματά σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδοση 2000, τόμος II, άρθρο 632, αριθμ. 15 επ.). Ειδικότερα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με την διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιό ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (πρβλ. ΕφΑΘ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327). Συνεπώς, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία επιδικάζει κατάλοιπο ανοικτού λογαριασμού, για να είναι ορισμένη και παραδεκτή, θα πρέπει να περιέχει ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού, χωρίς να αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητάς τους (ΕφΛαρ 806/2010 ΕπισκΕμπΔ 2011.461, ΕφΛαρ 317/2010 ΕπισκΕμπΔ 2010.1127). Τα ανωτέρω, προσαρμοζόμενα στις ιδιαιτερότητες της συμβάσεως δανείου, ισχύουν και επί της συμβάσεως δανείου. Άλλωστε, και η σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό είναι σύμβαση δανείου, η οποία υφίσταται, όταν ο ένας από τους συμβαλλομένους υποχρεούται να θέσει στη διάθεση του άλλου ορισμένη πίστωση (δάνειο) και ο άλλος, δηλαδή ο πιστούχος, μπορεί να κάνει χρήση, εν όλω ή εν μέρει, έχει δε υποχρέωση να επιστρέψει το δανεισθέν ποσό κατά τους όρους που συμφωνήθηκαν ως προς τον χρόνο και τρόπο εξόφλησης, ύψος επιτοκίου κλπ. Η άνω σύμβαση διέπεται από τους όρους, τους οποίους τα μέρη συμφώνησαν, τις διατάξεις περί δανείου (άρθρα 806 επ. ΑΚ), οι οποίες έχουν ευθεία εφαρμογή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 35 εδάφιο α, 47, 48 εδάφιο δ, 64, 65 και 66 του ΝΔ 17.7/13-8-1923. “Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών” και 112 του ΕΙΣΝΑΚ (ΑΠ 878/2011, ΑΠ 1734/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) .
ΙV. Κατά το άρθρο 281 Α.Κ., η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 17/1995, ΟλΑΠ 62/1990 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να άσκηση το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του.
- V. Κατά το άρθρο 2 παρ.6 του ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως ο νόμος αυτός ισχύει, οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Κατά δε την παρ.7 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, καταχρηστικοί, ενδεικτικά, είναι οι ΓΟΣ, που, μεταξύ άλλων, ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς λύσης ή τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή.. ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή…κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις… κζ) αναστρέφουν το βάρος απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα… λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση. Οι πιο πάνω αναφερόμενες ενδεικτικά περιπτώσεις γενικών όρων θεωρούνται, άνευ ετέρου, από το νόμο, ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ.6 του άρθρου 2 του ν.2251/94. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων εις βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του. Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Οι ΓΟΣ, τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή(ΕφΛαρ 298/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008. 1063, ΕφΑθ 1558/2007 ΕλλΔνη 48. 902). Κατά λογική αναγκαιότητα, και προς το σκοπό ομοιόμορφης νομικής μεταχείρισης ομοίων πραγμάτων, η ιδιότητα του καταναλωτή πρέπει να κριθεί σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση (επίκληση) του καταχρηστικού ΓΟΣ από τον προμηθευτή. Επομένως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, που η χρήση του προσβαλλόμενου ως καταχρηστικού ΓΟΣ έγινε, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της ανακοπής, αλλά και της προσβαλλόμενης απόφασης, από την πιστώτρια τράπεζα την 1-7-2003, αφού με την επίκληση αυτού κατήγγειλε τη σύμβαση πίστωσης και έκλεισε τους τηρούμενους γι’ αυτή λογαριασμούς, η καταχρηστικότητα τούτου θα κριθεί με βάση το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο, που έγινε η χρήση του κατά τα άνω, δηλαδή με βάση τις διατάξεις του ν. 2251/1994, όπως ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με το ν. 3587/2007. Συνακόλουθα τούτων και η ιδιότητα του συμβληθέντος σ’ αυτή ως καταναλωτή θα κριθεί με τις ίδιες ως άνω διατάξεις, όπως προαναφέρθηκε στην αμέσως προηγούμενη μείζονα σκέψη. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ.α’ του ν. 2251/1994 “προστασία καταναλωτών”, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3587/2007, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Η θεσπισθείσα με τον άνω νόμο έννοια του καταναλωτή διηύρυνε τον κύκλο των προσώπων στα οποία παρέχεται η προβλεπόμενη από αυτόν προστασία, σε σχέση με τον κύκλο αυτών στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993, σε εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε, και στα οποία παρείχε προστασία και ο προϊσχύσας υπ’ αριθ. 1961/1991 νόμος. Τούτο δε, διότι σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. β’ της Οδηγίας “καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες”, ενώ σύμφωνα με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 2 παρ.2 του προϊσχύσαντος νόμου 1961/1991 “καταναλωτής είναι κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί συναλλαγές με σκοπό την απόκτηση ή τη χρησιμοποίηση κινητών ή ακινήτων πραγμάτων ή υπηρεσιών για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών”. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009, ΑΠ 16/2009, ΑΠ 989/2004). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η παραπάνω έννοια του καταναλωτή, κατά το ν. 2251/1994, αποσκοπεί, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του, στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ’ αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Η διεύρυνση δε αυτή δεν είναι αντίθετη προς την παραπάνω οδηγία, δεδομένου ότι το άρθρο 8 αυτής, που ορίζει ότι “Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή”, επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη τη διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή και πάντως δεν απαγορεύει σ’ αυτόν τη θέσπιση όμοιας προστασίας κατά των καταχρηστικών ΓΟΣ και υπέρ προσώπων που δεν είναι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 2β της άνω οδηγίας. Έτσι, από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε έναν στενότερο ορισμό του καταναλωτή στην παραπάνω, ελάχιστης εναρμόνισης, οδηγία, δεν παραμερίζεται ο ευρύτερος ορισμός της εγχώριας ρύθμισης, αφού πρόθεσή του (κοινοτικού νομοθέτη) ήταν να διατυπώσει με τη συγκεκριμένη οδηγία κατώτατους (ελάχιστους) όρους προστασίας. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του, ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασής τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να αποκλείεται όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής ένστασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται έλλειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του σύμβασης. Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του ν. 2251/1994 με το ν. 3587/2007 δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης-δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ίδιας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. ββ του ίδιου παραπάνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3587/2007, εντάσσεται ήδη ρητά στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Ενόψει των εκτεθέντων: Α) Ο δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελικός αποδέκτης των πιστωτικών υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς και καταναλωτής υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α του ν. 2251/1994. Β) Ο εγγυητής υπέρ τέτοιου δανειολήπτη και ιδίως αυτός που εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης (παραιτούμενος των ενστάσεων), ο οποίος δεν ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άνω νόμου, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγύησης. (ΟλΑΠ 13/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)
- VI. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.3 εδάφ. α’ του ν. 128/1975, «επιβάλλεται από του έτους 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παρ. 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του μέσου ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς τραπέζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αύτη οφείλεται πέραν της δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Εξάλλου, ο κοινός λογαριασμός της παρ. 1 για την επιστροφή διαφορών τόκων σε εξαγωγικές επιχειρήσεις, τηρούνταν στην Τράπεζα της Ελλάδος και είχε δημιουργηθεί κατ’ εφαρμογή της από 19.3.1962 συμβάσεως μεταξύ των Τραπεζών, η οποία εγκρίθηκε με την 1265/13/1962 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενεστέρως με την από 30.1.1969 σύμβαση, που εγκρίθηκε με την 1520/17/18.2.1969 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής. Με την παραπάνω διατύπωση ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο προς καταβολή της πρόσωπο, χωρίς να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του, ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Η ρυθμιστική ισχύς του πιο πάνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου, στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανώτατου ορίου επιτοκίου το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση (ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 46.802, ΕφΠατρ 195/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/75, για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων, κατά τον προβλεπόμενο Γ.Ο.Σ. της Τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005 ό.π., ΕφΑθ 1558/2007 ΕλλΔνη 2007,902).
VII. Περαιτέρω κατά την κρατούσα νομολογία ο υπολογισμός του τόκου με βάση το έτος τριακοσίων εξήντα (360) ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1995, διότι οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ) των συμβάσεων πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεχτος ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε τριακόσιες εξήντα (360) ημέρες, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Όταν η τράπεζα διασπά εντελώς τεχνητά και κατ’αποκλεισμό των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή το χρονικό διάστημα (έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή – δανειολήπτη, ο οποίος πλέον, όταν δηλαδή το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών, επιβαρύνεται για κάθε ημέρα με κατά 1,3889% περισσότερους τόκους. Άλλωστε, το έτος των τριακοσίων εξήντα πέντε (365) ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ’ επιταγή της κοινοτικής οδηγίας 98/7/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ 21-178/13-2-2001 (ΦΕΚ Β’255/8-3-2001) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση, που δείχνει τη σημασία, που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον κατ’αυτόν τον τρόπο ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 430/2005 ό.π., ΕφΠειρ 711/2011, ΕφΑθ 778/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όμως ο λόγος της ανακοπής που συνίσταται στο ότι η σύμβαση πιστώσεως, από την οποία προήλθε η απαίτηση της καθής η ανακοπή και ενσωματώνεται στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, είναι άκυρη, λόγω αντίθεσή της στο άρθρο 2 παρ. 6 του Ν.2251/1994, διότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση το έτος των 360 και όχι των 365 ημερών, με συνέπεια ο παραπάνω όρος να προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, ο καταναλωτής να μην πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο και να επιβαρύνεται για κάθε ημέρα με 1,3889% περισσότερο, τόκους, είναι απορριπτέος ως αόριστος, αφού ναι μεν η συμφωνία υπολογισμού του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, ωστόσο πρέπει να προσδιορίζεται στην ανακοπή κατά ποιο ποσό επιβαρύνθηκε η επιτασσόμενη απαίτηση εξαιτίας του υπολογισμού αυτού. Εξάλλου, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων που προσβάλλονται είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολό της (ΕφΛαρ 304/2017 (ΕφΘεσ 1034/2013, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΑθ 1778/2010 ΝΟΜΟΣ).
VIII. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 47 παρ. 2 του Ν. Δ. 17.7/13-08-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών, που εφαρμόζεται και επί πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό, η πιστώτρια τράπεζα έχει το δικαίωμα να κλείνει το λογαριασμό οποτεδήποτε. Κατά δε το άρθρο 112 παρ. 2 του ΕισΝΑΚ, ο αλληλόχρεος λογαριασμός κλείνει περιοδικά κάθε εξάμηνο, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά. Καθένα από τα μέρη μπορεί οποτεδήποτε με καταγγελία του να θεωρήσει ότι ο λογαριασμός έκλεισε οριστικά, οπότε ο δικαιούχος του καταλοίπου, έχει δικαίωμα να το απαιτήσει αμέσως. Η συμφωνία αυτή δεν είναι συμφωνία περί αναθέσεως του προσδιορισμού της παροχής στην απόλυτη κρίση του ενός από τους συμβαλλομένους, η οποία θα ήταν άκυρη, κατά το άρθρο 372 του ΑΚ, γιατί την επιτρέπει ρητά ο νόμος, αφού παρέχει στην πιστώτρια την ευχέρεια να κλείνει οποτεδήποτε θελήσει το λογαριασμό, ακόμη και χωρίς να υπάρχει σχετική συμφωνία με τον πιστούχο (ΑΠ 192/2005, ΕλλΔνη 2006.458,459, ΑΠ 667/2001, ΕλλΔνη 2001.1543, ΕφΘεσ 317/2009, ΔΕΕ 2009.819,821). Μπορεί, βέβαια, να τεθεί θέμα καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος αυτού της τράπεζας, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, κατά το οποίο η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνον, όμως, το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, ως λ.χ. και όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει, όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος ( ΑΠ 1472/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 459/2011 ΕΕμπΔ 2011.535). . Εξάλλου, από το άρθρο 8 παρ. 6 του ν. 1083/1980, την υπ’ αριθμ. 289/1980 απόφαση της νομισματικής επιτροπής, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω νόμου, το άρθρο 296 του ΑΚ και τα άρθρα 110,111 και 112 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι ο ανατοκισμός των οφειλόμενων σε τραπεζικούς ή άλλους πιστωτικούς οργανισμούς και ληξιπρόθεσμων τόκων, δικαιοπρακτικών ή νόμιμων, δεδουλευμένων ή μη, ακόμη δε και τέτοιων επί οριστικού καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού, μπορεί να γίνει από την πρώτη ημέρα της καθυστερήσεως, χωρίς οποιοδήποτε χρονικό ή άλλο περιορισμό, όχι όμως αυτοδικαίως ή με σχετική μονομερή δήλωση του δανειστή αλλά με σχετική συμφωνία μεταξύ δανειστή και οφειλέτη (ΟλΑΠ 8 και 9/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, αλλαγές στην ως άνω ρύθμιση επέφερε ο ν. 2601/1998, που κατά το άρθρο 20 αυτού ισχύει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 15.4.1998, βάσει της διατάξεως του άρθρου 12 του οποίου, επί συμβάσεων πιστωτικών ή αλληλόχρεου λογαριασμού, που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του, δηλαδή μετά τις 15.4.1998, επιτρέπεται συμφωνία ανατοκισμού των καθυστερούμενων τόκων, ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο. Περαιτέρω, επί υπολοίπου πιστωτικού ή καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού, κατά το άρθρο 112 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ, όταν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας και μετά το κλείσιμο αυτού, οι τόκοι αυτοί ανατοκίζονται κατά τους όρους της συμφωνίας, ανεξάρτητα από το αν για την οφειλή του πιστωτικού υπολοίπου ή του χρεωστικού καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος, όπως είναι η διαταγή πληρωμής (άρθρο 631 του ΚΠολΔ), διότι το πιστωτικό υπόλοιπο ή το χρεωστικό κατάλοιπο, που αποτελεί απαίτηση της δανείστριας τράπεζας, δεν χάνει, με την έκδοση της απόφασης ή του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής, το χαρακτήρα της τραπεζικής απαίτησης, αφού ο προαναφερόμενος εξουσιοδοτικός νόμος και η παραπάνω απόφαση της νομισματικής επιτροπής προβλέπουν τον εκτοκισμό των οφειλόμενων στις τράπεζες τόκων, εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί, χωρίς να κάνουν καμία διάκριση μεταξύ ενεργού συμβάσεως και συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού, που για οποιονδήποτε λόγο έληξε, ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος διαταγής πληρωμής (ΑΠ 938/2002 ΕλλΔνη 44.1368, ΑΠ 1619/2000 ΕλλΔνη 42.744, ΕφΑθ 776/2006 ΕλλΔνη 206.1499).Ενόψει των ανωτέρω επομένως προκύπτει ότι αν δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα…”, συνάγεται ότι με αυτή θεσπίσθηκε στις τραπεζικές συναλλαγές εξαίρεση ως προς τους περιορισμούς που τίθενται από τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 296 ΑΚ, 110, 111 παρ. 2 ΕισΝΑΚ για τον ανατοκισμό των οφειλόμενων τόκων. Σύμφωνα δε με την εξαίρεση αυτή παρέχεται στις Τράπεζες και στα πιστωτικά ιδρύματα η ευχέρεια, στο πλαίσιο του επιτρεπτικού κανόνα δικαίου, που θέτει η ανωτέρω διάταξη, να εκτοκίζουν, δηλαδή να υπολογίζουν λογιστικώς τόκους, χωρίς τους περιορισμούς των ανωτέρω διατάξεων του ΑΚ, όχι όμως με τη μονομερή βούληση της Τράπεζας αλλά εφόσον ο οφειλέτης έχει αποδεχθεί με σχετικό όρο, στην πιστωτική σύμβαση, τη δυσμενή γι` αυτόν μεταβολή της, με τον ανατοκισμό των καθυστερούμενων τόκων (ΟλΑΠ 8/1998 ό.π.). Περαιτέρω, τα τραπεζικά επιτόκια είναι κατά κανόνα ελεύθερα διαπραγματεύσιμα, η δε επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών επιτοκίων, τα οποία, αν και κατ` αρχήν ισχύουν μόνο στις εξωτραπεζικές συναλλαγές έχουν γενικότερη κοινωνική και οικονομική σημασία και αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις, ενώ μόνο η συμφωνία για καθορισμό τραπεζικού επιτοκίου υψηλότερου του εξωτραπεζικού, αντίκειται στο άρθρο 281 ΑΚ.
ΙΧ.Τέλος, όταν παρέχεται εγγύηση για την πληρωμή του καταλοίπου από αλληλόχρεο λογαριασμό, η εγγύηση αυτή περιλαμβάνει και κάθε αναγνώριση του καταλοίπου που μπορεί να γίνει στο μέλλον από τον πρωτοφειλέτη, κατά τους όρους του άρθρου 873 ΑΚ. Συνεπώς, υπάρχει ευθύνη του εγγυητή από την αναγνώριση, πάντοτε μέσα στα όρια του ανώτατου ποσού ευθύνης, που ενδεχομένως έχει τεθεί με την εγγύηση και με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει συμβατικός αποκλεισμός της ευθύνης του εγγυητή για την ενοχή από την αναγνώριση (ΕφΑθ 9880/1989 ΕλλΔνη 32,195, ΕφΘεσ 51/1987 Αρμ 42,444). Κατά τη διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ “ο εγγυητής ελευθερώνεται εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 863 ΑΚ “ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον ο δανειστής παραιτήθηκε από ασφάλειες που υπήρχαν αποκλειστικά για την απαίτησή του,για την οποία είχε δοθεί εγγύηση, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο εγγυητής”.Και οι δύο διατάξεις ρυθμίζουν περιπτώσεις ελευθέρωσης του εγγυητή, είναι δε ενδοτικού δικαίου. Στην περίπτωση του άρθρου 862 ΑΚ, όπου προϋπόθεση εφαρμογής είναι η υπαίτια ματαίωση της ικανοποίησης του δανειστή από τον οφειλέτη, μπορεί, με αντίθετη εκ των προτέρων συμφωνία, να παραιτηθεί ο εγγυητής από την ελευθέρωσή του, αλλά μόνο για την περίπτωση που η ικανοποίηση του δανειστή ήθελε καταστεί αδύνατη από ελαφρά αμέλειά του, διότι σε περίπτωση δόλου ή βαριάς αμέλειας η σχετική συμφωνία θα προσέκρουε στη διάταξη του άρθρου 332 παρ. 1 ΑΚ και θα ήταν άκυρη. Συνεπώς ο εγγυητής, που έχει παραιτηθεί από την πιο πάνω ένσταση (862 ΑΚ), προκειμένου να ελευθερωθεί πρέπει να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι η αδυναμία ικανοποίησης του δανειστή οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια (ΟλΑΠ 6/2000 ΕλλΔνη 41. 337, ΑΠ 1207/1994 ΕλλΔνη 37. 330, ΑΠ 1524/ 1991 ΕλλΔνη 34. 313). Στην περίπτωση μάλιστα της αδυναμίας ικανοποιήσεως από βαριά αμέλεια του δανειστή, την ένσταση του άρθρου 862 ΑΚ μπορεί να την προτείνει ο εγγυητής, ακόμη και όταν έχει παραιτηθεί από την ένσταση της διζήσεως. Οι προϋποθέσεις ελευθέρωσης του εγγυητή είναι δύο, ήτοι η αδυναμία ικανοποιήσεως του δανειστή από τον πρωτοφειλέτη και το πταίσμα του δανειστή, εξ αιτίας του οποίου επήλθε η αδυναμία. Η πρώτη προϋπόθεση εστιάζεται στις περιπτώσεις εκείνες, όπου από αδιαφορία ή λόγω καθυστέρησης λήψης κατάλληλων μέτρων από το δανειστή ο πρωτοφειλέτης καθίσταται μετά την ανάληψη της εγγυητικής ευθύνης αναξιόχρεος. Το αναξιόχρεο του πρωτοφειλέτη συναρτάται συνήθως με την πτώχευση του, αλλά και με οποιαδήποτε άλλη πραγματική ή νομική κατάσταση, που ευρύτερα δεν επιτρέπει την ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή κατά αυτού. Στην έννοια των κατάλληλων μέτρων, που οφείλει να λάβει ο δανειστής, περιλαμβάνονται στην ουσία όλες εκείνες οι δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες, οι οποίες κατά περίπτωση θα ήταν ικανές να εξασφαλίσουν το δανειστή απέναντι στον πρωτοφειλέτη. Η αδιαφορία ή η καθυστέρηση από μέρους του δανειστή λήψης κατάλληλων μέτρων έναντι του πρωτοφειλέτη ενέχει το στοιχείο του πταίσματος και της αντίστοιχης ευθύνης, που αντανακλάται στις σχέσεις του δανειστή με τον εγγυητή. Στα πλαίσια αυτά η απαξιωτική συμπεριφορά του δανειστή καλύπτει όλο το φάσμα της έννοιας του πταίσματος κατά το κοινό δίκαιο, δηλαδή τόσο τη βαριά ή ελαφριά αμέλεια, όσο και το δόλο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 330 εδ. β του ΑΚ. Η πταισματική αυτή συμπεριφορά του δανειστή μπορεί να υλοποιηθεί με πράξη ή παράλειψη. Κατά τη στοιχειοθέτηση του πταίσματος πρέπει να συνεκτιμηθούν διάφοροι παράγοντες, όπως το ύψος της οφειλής, η δυνατότητα προσδιορισμού και λογιστικής παρακολούθησης των λογαριασμών, το κατάλοιπο των οποίων συνιστά την οφειλή και η δυνατότητα του δανειστή να επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίηση της απαιτήσεως του (ΕφΑθ 6480/2006 ΔΕΕ 2007.953).· Περαιτέρω, για την πληρότητα και το ορισμένο, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, του δικογράφου, με το οποίο ζητείται η απαλλαγή του εγγυητή με βάση το άρθρο 862 ΑΚ, πρέπει να προσδιορίζεται η αδυναμία του πρωτοφειλέτη με έκθεση: α) των περιουσιακών του στοιχείων, β) της αξίας τούτων, γ) της αιτίας από την οποία έγινε αναξιόχρεος, δηλαδή τυχόν απώλειας ή μείωσης της αξίας αυτών και δ) του χρόνου κατά τον οποίο έγινε αυτό, ώστε να είναι δυνατή η κρίση του Δικαστηρίου τόσο για την αδυναμία αυτή του πρωτοφειλέτη, όσο και για τον αιτιώδη σύνδεσμο του επικαλούμενου πταίσματος της δανείστριας τράπεζας προς αυτήν (ΕφΑθ 1140/1996 ΕλΔ 1996.1626). Αντίθετα στη περίπτωση του άρθρου 863 ΑΚ, όπου ο δανειστής ασκεί δικαίωμά του να παραιτηθεί από ασφάλειες που υπήρχαν αποκλειστικά για την απαίτησή του, για την οποία είχε δοθεί η εγγύηση, τέτοια αντίθετη εκ των προτέρων συμφωνία, να μη ελευθερώνεται ο εγγυητής αν ο δανειστής παραιτηθεί των ασφαλειών του, είναι απεριόριστα έγκυρη και ισχυρή (ΟλΑΠ 6/2000 ό.π., ΕφΠειρ 91/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το άρθρο 873 ΑΚ κατά το οποίο, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη, αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως, προκύπτει ότι, με τη σύμβαση αυτή γεννιέται αυτοτελής ενοχή από αναγνώριση χρέους, που δημιουργεί νέα βάση αγωγής για τον πιστωτή, ανεξάρτητη από τη βασική σχέση και ότι ο αναγνωρίσας οφειλέτης, δε δύναται, ακριβώς λόγω του αφηρημένου χαρακτήρα της να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια [βασική] σχέση (ΑΠ 192/2005 ΕλλΔνη 47,458]. Έτσι, επί συμβάσεως αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους και στη συγκεκριμένη περίπτωση του προσωρινού υπολοίπου ανοικτού λογαριασμού που έκλεισε περιοδικά ή ενδιάμεσα, ενώ ο αναγνωρίσας οφειλέτης δικαιούται να προσβάλει τη σύμβαση αναγνώρισης, δεν δικαιούται να αμφισβητήσει τη μέχρι της αναγνώρισης λειτουργία του λογαριασμού, ούτε να προβάλει ενστάσεις από την παλαιά σχέση, η οποία δεν ερευνάται πλέον, δεδομένου ότι η σχετική αξίωση του δανειστή στηρίζεται στη σύμβαση αναγνώρισης, κατά της οποίας πρέπει να στρέφονται οι λόγοι ανακοπής για να είναι νόμιμοι (ΕφΛαρ 466/2001 Δ 2002,52, ΕφΘεσ 2068/1999 ΔΕΕ 2000,70, ΕφΘεσ 2013/1995 ΔΕΕ 1995,60).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες, με τις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες ανακοπές τους διώκουν, για τους αναφερόμενους στα δύο κρινόμενα δικόγραφα λόγους την ακύρωση και εξαφάνιση της υπ’ αριθμ…./2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά , με την οποία υποχρεώθηκαν η μεν ανακόπτουσα της υπό κρίσιν από 19-7-2018 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: 8252 / 3637/20-7-2017 ανακοπής (στο εξής «υπό στοιχείο α ανακοπή») ως πρωτοφειλέτιδα εκ της από 11-11-2003 συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό που τροποποιήθηκε με την από 17-12-2003 πράξη τροποποίησης της σύμβασης και την από 6-7-2010 τροποποιητική σύμβαση ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού σε σύμβαση δανείου και οι δεύτερος, τρίτη και τέταρτη ανακόπτοντες της από 27-10-2016 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: 8476/4427/31-10-2016 ανακοπής (στο εξής «υπό στοιχείο β ανακοπή») ως εγγυητές ο δεύτερος και η τρίτη εξ αυτών εκ της από 17-12-2003 συμβάσεως εγγύησης και η τέταρτη εξ αυτών εκ της από 11-11-2003 συμβάσεως εγγυήσεως, να καταβάλουν στην καθ’ής εις ολόκληρον έκαστος, το ισόποσο σε ευρώ ποσό των 483.274 ,63 ευρώ εντόκως από την 1-7-2015 και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως υπό τις ως άνω ιδιότητές τους και 2) την απόρριψη της από 3-11-2015 αίτησης της καθ’ης προς έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Επίσης ζητούν να καταδικασθεί η καθ’ής στη δικαστική τους δαπάνη και στην αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου τους. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, οι ένδικες ανακοπές, για το παραδεκτό της συζήτησης αμφοτέρων οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων προσκόμισαν τα υπ’αριθμ. … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013), παραδεκτώς εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον δικαστηρίου (άρθρα 632 παρ. 1 ΚΠολΔ {όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), παρ.6}, 14 παρ. 2 και 18 του ιδίου ως άνω Κώδικα, και 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς. Περαιτέρω, η εκδίκασή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 591 παρ. 6 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, παρά το ότι στην πράξη ορισμού δικασίμου, παρά πόδας της έκθεσης καταθέσεως, αμφότερα τα δικόγραφα φέρονται ως εισαχθέντα κατά την τακτική διαδικασία. Έχουν δε ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα, τόσο οι υπό κρίση ανακοπές –{(άρθρα 583 επομ. και 632 παρ.3 ΚΠολΔ) με επίδοση αυτών στην καθ’ ης στις 20-7-2018 και στις 31-10-2016 αντίστοιχα (βλ. τις υπ’ αριθμ. …/20-7-2018 και …/13-6-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά … και την υπ’ αριθμ. …/31-10-2016΄ έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …) και την από 13-10-2016, 13-10-2016, 11-10-2016 και 10-10-2016 επίδοση ακριβούς αντιγράφου από το πρώτο εκτελεστό της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της από 28-9-2016 επιταγής προς εκτέλεσή της προς τους ανακόπτοντες αντίστοιχα (βλ.τις υπ’αριθμ. …/13-10-2016, …/13-10-2016, …/11-10-2016, εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών αντίστοιχα του Εφετείου Πειραιά …, του Εφετείου Αθηνών ……. και του Εφετείου Πειραιά …) και με επίδοση στους ανακόπτοντες στις 1011-2017 της υπ’αριθμ…./9-11-2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης. (βλ.την σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Αθηνών … … πάνω σε αυτή)}-, όσο και οι συνεκδικαζόμενοι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, που ασκήθηκαν με ξεχωριστό δικόγραφο ως επιτάσσσει το άρθρο 585 παρ.2 ΚΠολΔ , το οποίο επιδόθηκε εμπροθέσμως και νομοτύπως στην καθ’ής στις 9-1-2017 (βλ.την υπ’αριθμ. …/9-1-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …). Πρέπει επομένως οι συνεκδικαζόμενες υπό κρίση δύο ανακοπές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων τους ενώ, όσον αφορά το παρεπόμενο αίτημά τους περί επιβολής των δικαστικών εξόδων σε βάρος της καθ’ής οι ανακοπές, αυτό είναι νόμιμο σύμφωνα με τα άρθρα 176, 189 παρ.1, 191 παρ.2, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ και θα πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν. ΄Οσον δε αφορά τους συνεκδικαζόμενους από 9-1-2017 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 188/124/9-1-2017 πρόσθετους λόγους ανακοπής πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα : ο μοναδικός (πρόσθετος) λόγος αυτών, αφορούσε την λειτουργική αρμοδιότητα του τμήματος των ναυτικών διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου, ο οποίος έγινε ήδη δεκτός με την υπ’αριθμ. 2617/2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που συνεκδίκασε την από 27-10-2016 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: 8476/4427/31-10-2016 ανακοπή και τους από 9-1-2017 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 188/124/9-1-2017 πρόσθετους λόγους ανακοπής και αφού κήρυξε εαυτό (λειτουργικώς) αναρμόδιο, παρέπεμψε εν συνεχεία την υπόθεση στο αρμόδιο τμήμα των ναυτικών διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου. Σε κάθε περίπτωση τα όσα ιστορούνται στο ως άνω δικόγραφο των πρόσθετων λόγων δεν συνιστούν πλημμέλεια της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, που αν γίνει δεκτή θα οδηγήσουν στην ακύρωσή της και υπό την αιτιολογία αυτή πρέπει οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι να απορριφθούν ως νόμω αβάσιμοι.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, … και …, αντίστοιχα, που δόθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχουν καταχωρηθεί στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, καθώς και όλων των εγγράφων τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθ’ής η ανακοπή η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «….» συνήψε με την ανακόπτουσα της από 19-7-2018 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: 8252 / 3637/20-7-2017 ανακοπής (στο εξής « υπό στοιχείο α ανακοπή»), ήτοι την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν …/11- 11-2003 σύμβαση και την με αριθμό …/1/17-12-2003 τροποποιητική πράξη της σύμβασης συνολικά μέχρι το ποσό των 760.000 ευρώ. Την τήρηση των όρων της σύμβασης πίστωσης εγγυήθηκαν οι (2ος, 3η και 4η) ανακόπτοντες στην από 27-10-2016 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: 8476/4427/31-10-2016 (στο εξής «υπό στοιχείο β ανακοπή»), ήτοι … και η … με την υπ’ αριθμόν …/Π.Ε. /1/17-12-2003 σύμβαση παροχής εγγύησης και η εταιρεία με την επωνυμία «….» με την υπ’ αριθμόν …/Π.Ε.11-11-2003 σύμβαση παροχής εγγύησης, ευθυνομένων αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος με την πρωτοφειλέτιδα και για ολόκληρο το ποσό της πίστωσης, παραιτούμενοι ανεπιφύλακτα των άρθρων 885 και 862-869 ΑΚ και κάθε ενστάσεως και του ευεργετήματος διζήσεως και ευθύνομενοι ως αυτοφειλέτες. Στη συνέχεια δυνάμει της υπ’ αριθμόν …/ 2/6-7-2010 τροποποιητικής σύμβασης ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού σε σύμβαση δανείου η πρωτοφειλέτιδα και οι εγγυητές αναγνώρισαν στην τροποποιητική αυτή σύμβαση ότι το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασμού κατά την ημερομηνία υπογραφής της τροποποιητικής σύμβασης στις 6-7-2010 ανερχόταν στο ποσό των 438.123,71 ευρώ και συμφωνήθηκε μεταξύ της τράπεζας και των ανακοπτόντων μετατροπή της σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, το ποσό δε των 438.123,71 ευρώ μεταφέρθηκε αυθημερόν στον υπ’αριθμόν … λογαριασμό, ο οποίος έκτοτε τηρήθηκε για την παρακολούθηση της σύμβασης δανείου ως κεφάλαιο αυτού. Η αποπληρωμή του δανείου συμφωνήθηκε με περίοδο χάριτος έξι μηνών κατά την οποία θα καταβάλλονταν οι αναλογούντες τόκοι και θα γίνονταν από την ανακόπτουσα πρωτοφειλέτιδα σε 20 τριμηνιαίες ισόποσες τοκοχρεολυτικές δόσεις η πρώτη καταβλητέα στις 31-3-2011 και τελευταία στις 31-12-2015 κατά τα ειδικότερα συμφωνηθέντα. Επίσης το δάνειο συμφωνήθηκε να εκτοκίζεται με κυμαινόμενο επιτόκιο σύμφωνα με το διατραπεζικό επιτόκιο Εuribor τριμήνου 360 ημερών και το περιθώριο ποσοστού 1% αλλά και την εισφορά του νόμου 128/1975 ανερχόμενη σε ποσοστό 0,6%. Συμφωνήθηκε επίσης μεταξύ άλλων στους όρους 3.1., 3.2. και 5 παράγραφος α και στ της δανειακής σύμβασης ότι η τράπεζα σε περίπτωση που ο οφειλέτης παραβεί οποιονδήποτε όρο της σύμβασης δανείου (όπως σε περίπτωση μη καταβολής οποιασδήποτε δόσης ή μέρους αυτής ή και των τόκων) ή εάν επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση ή διενεργηθεί άλλη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης από οποιονδήποτε πιστωτή σε βάρος του οφειλέτη ή των περιουσιακών στοιχείων που έχουν παρασχεθεί ως εμπράγματη ασφάλεια στην τράπεζα και από τον οφειλέτη ή τον εγγυητή δικαιούται αζημίως για αυτήν και χωρίς την τήρηση προθεσμίας να καταγγείλει τη σύμβαση δανείου και να κηρύξει το σύνολο του χορηγηθέντος κεφαλαίου και τους μέχρι τη στιγμή αυτή τόκους ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και μάλιστα έντοκα με επιτόκιο υπερημερίας και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο . Επειδή η πρωτοφειλέτιδα ανακόπτουσα δεν τήρησε τους όρους της σύμβασης και δεν κατέβαλε τους αναλογούντες τόκους περιόδου χάριτος ποσού 2.501,44 ευρώ, οι οποίοι ήταν πληρωτέοι στις 30-9-2010, τους αναλογούντες τόκους της περιόδου χάριτος ποσού 2.776,73 ευρώ που ήταν πληρωτέοι στις 31-12-2010 και τους αναλογούντες τόκους περιόδου χάριτος ποσού 2.862,04 ευρώ ,οι οποίοι ήταν πληρωτέοι στις 31-3-2010 και επειδή επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση του ακινήτου ιδιοκτησίας της (τέταρτης) ανακόπτουσας της υπό στοιχείο β ένδικης ανακοπής εγγυήτριας, ήτοι της εταιρείας «….» από τρίτο πιστωτή της και επισπεύδοντα από αυτόν πλειστηριασμό ορισθέντα στις 18-5-2011, η καθ’ης οι ανακοπές τράπεζα στις 10-5-2011 κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου και κατέστησε ληξιπρόθεσμους και απαιτητούς τους αναλογούντες τόκους και το υπόλοιπο άληκτο κεφάλαιο του δανείου, κλείνοντας τον τηρηθέντα υπ’αριθμόν … λογαριασμό δανείου. Ο εν λόγω λογαριασμός κατά την ημέρα της καταγγελίας παρουσίαζε ως χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος της πρωτοφειλέτιδος το ποσό 447.783,61 ευρώ, το οποίο η καθ’ής οι ανακοπές τράπεζα μετέφερε στον υπ’ αριθμόν … λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης και απέστειλε στις 11-5-2011 εξώδικη καταγγελία πρόσκληση σε όλους τους οφειλέτες-νυν ανακόπτοντες των υπό κρίση ανακοπών καλώντας τους σε καταβολή του χρεωστικού υπολοίπου (βλ.τις υπ’αριθμ. …/30-5-2011, …/30-5-2011 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …, την υπ’αριθμ. …/25-5-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών … και την υπ’ αριθμ. …/ 25-5-2011 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του πρωτοδικείου Αθηνών …). Ακολούθως, με την από 1-6- 2011 επιστολή του πληρεξούσιου δικηγόρου τους προς την καθ’ης οι ανακοπές τράπεζα, οι ανακόπτοντες των ενδίκων ανακοπών πρότειναν πέραν των οφειλών τους για την επίδικη οφειλή ύψους κατά το χρόνο εκείνο 447.783,61 ευρώ και την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων δόσεων σε διάστημα τριών μηνών δηλαδή μέχρι τις 30-9-2011 και την πληρωμή επόμενης δόσης τη δήλη ημερομηνία πληρωμής της, πρόταση, την οποία επανέλαβαν και στις 16-6-2011 με νέα επιστολή τους για διακανονισμό της επίδικης οφειλής. Η τράπεζα με την από 22-6-2011 απαντητική της επιστολή της που τους απέστειλε ενημέρωσε τους ανακόπτοντες ότι είχε εγκριθεί η αναστολή των δικαστικών ενεργειών εναντίον τους μέχρι 30-9-2011 υπό την προϋπόθεση ότι για την επίδικη οφειλή όφειλαν να καταβάλουν το αργότερο μέχρι τις 30-6-2011 ποσό 23.000 ευρώ και τον όρο να εξοφλήσουν μέχρι τις 30-9-2011 την ληξιπρόθεσμη δόση της 31-3-2011 και τους τόκους περιόδου χάριτος συνολικού ύψους 32.660 ευρώ .Παρά τις υποσχέσεις τους οι ανακόπτοντες από την καταγγελία του δανείου στις 11-5-2011 μέχρι τις 8-2-2012 προέβησαν μόνο σε εν μέρει-τμηματικές καταβολές συνολικού ποσού 49.235,10 ευρώ, έκτοτε δε δεν προέβησαν σε καμία άλλη καταβολή. Για το λόγο αυτό η καθ’ής τράπεζα αιτήθηκε στις 3-11-2015 την έκδοση διαταγής πληρωμής δυνάμει της ως άνω σύμβασης δανείου και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη αριθμόν …/22-9-2016 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία διατάσσονται οι οφειλέτες να καταβάλουν το ποσό των 483.274,63 ευρώ έντοκα από 1-7-2015 και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο όπως ορίζεται στον όρο 3.2 της υπ’αριθμόν …/2/6-7-2010 τροποποιητικής σύμβασης ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού σε σύμβαση δανείου και σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν.2601 /1998, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Η εν λόγω διαταγή πληρωμής με την από 28-9-2016 επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε σε όλους τους ανακόπτοντες-οφειλέτες, όπως συγκεκριμένα προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …/13-10-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς … προς την πρωτοφειλέτιδα εταιρία δια θυροκολλήσεως, την υπ’ αριθμ. …/13-10-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς … προς τον εγγυητή …, την υπ’αριθμ. … 11-10-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών … … προς την εγγυήτρια … και την υπ’αριθμ. …/ 10-10-2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς … προς την εγγυήτρια εταιρεία «….» . Περαιτέρω, όπως ήδη προαναφέρθηκε η ανακοπτόμενη υπ’αριθμόν …/2016 διαταγή πληρωμής εκδόθηκε στις 22-9-2016 μετά από την από 3-11-2015 αίτηση της καθ’ής οι ανακοπές τράπεζας «….» και από την επισημείωση στην υπ’ αριθμ. …/13-10-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς … κοινοποιήθηκε στην πρωτοφειλέτιδα- ανακόπτουσα της υπό στοιχείο α ανακοπής και παραιτηθείσα ως (πρώτη) ανακόπτουσα από το δικόγραφο της υπό στοιχείο β ανακοπής εταιρεία «….». αντίγραφό της με θυροκόλληση στις 13-10-2016 . Κατά την ημερομηνία όμως που έλαβε χώρα η επίδοση της διαταγής πληρωμής (13-10-2016) η ως άνω ανακόπτουσα-καθ’ής η διαταγή πληρωμής στερείτο διοικήσεως καθώς όπως αποδεικνύεται και συνομολογούν αμφότερες οι διάδικες πλευρές είχε λήξει η θητεία του τελευταίου Δ.Σ. αυτής ήδη από τις 10-5-2012 (βλ.το υπ’αριθμόν 12470 ΦΕΚ Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.,καταχώρηση υπό την αρίθμηση 11) ενώ έκτοτε, το πρώτον στις 28-6-2018 διορίστηκε με την προσωρινή διαταγή του προέδρου υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Πειραιά προσωρινή διοίκησή της για την προσωρινή εκπροσώπηση της εταιρείας σε αγωγές, ανακοπές,όπως η ένδικη κ.λ.π.(βλ.αυτήν προσκομιζόμενη). Το ως άνω γεγονός της έλλειψης διοικήσεως της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας, πέραν της γενικής αρνήσεώς της, δεν αμφισβήτησε ειδικώς η καθ’ής σε αμφότερες τις ανακοπές δανείστρια τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «…» (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Λαμβάνοντας δε υπόψην ότι όπως προαναφέρθηκε στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας, η μη εμπρόθεσμη ή η μη επίδοση καθόλου ή η προς μη επίδοση εξομοιούμενη μη νόμιμη επίδοση της διαταγής πληρωμής μέσα στην άνω προθεσμία των δύο μηνών από της εκδόσεώς της επιφέρει ανατροπή της ισχύος της, δηλαδή η διαταγή πληρωμής από την παράλειψη αυτή θεωρείται ανύπαρκτη και κατά νομική αναγκαιότητα συμπαρασύρονται σε αυτοδίκαιη ανατροπή και οι σε αυτή επιστηριζόμενες συνέπειές της, ενώ και τα αποτελέσματα, που τυχόν επήλθαν, ανατρέπονται αναδρομικά, ότι η παύση της ισχύος της διαταγής είναι αυτοδίκαιη και δεν εξαρτάται από την ευδοκίμηση ανακοπής (αρθρ. 632 ΚΠολΔ) εναντίον της, που δεν είναι καν απαραίτητο να ασκηθεί, ότι εν προκειμένω στις 13-10-2016 δεν υπήρχε διοίκηση της εταιρείας καθώς και ότι από την έκδοση της διαταγής πληρωμής στις 22-9-2016 μέχρι τη σύνταξη των υπό κρίση ανακοπών έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών χωρίς να έχει γίνει νόμιμη επίδοση της διαταγής πληρωμής στην πρωτοφειλέτιδα-ανακόπτουσα, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στις υπό στοιχεία Ι και ΙΙ νομικές σκέψεις της παρούσας καθίσταται ανίσχυρη και άνευ αποτελέσματος η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής καθ’ό μέρος αφορά την ανακόπτουσα της υπό στοιχείο α ανακοπής και πρωτοφειλέτιδα για αυτό πρέπει να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής, ως προς αυτήν. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ο αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος σχετικός πρώτος λόγος ανακοπής των ανακοπτόντων στην υπό στοιχείο α ανακοπή ως βάσιμος νόμω και ουσία ο σχετικός –ερειδόμενος στο άρθρο 630 Α ΚΠολΔ-ο οποίος σημειωτέον επαναλαμβάνεται και με τις από 13 -11-2018 προτάσεις των ανακοπτόντων στην υπό στοιχείο β ανακοπή. Επειδή δε, λόγω της ακυρότητας της επίδοσης στην ανακόπτουσα αυτής- πρωτοφειλέτιδα ανεξάρτητα από την ύπαρξη δικονομικής της βλάβης, αφού η διάταξη του άρθρου 630Α ΚΠολΔ εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, συμπαρασύρεται σε ακυρότητα η ίδια διαταγή πληρωμής βάσει του άρθρου 630 Α ΚΠολΔ που δεν έχει επιδοθεί σε αυτή νομίμως εντός διμήνου από την έκδοσή της δηλαδή εν προκειμένω μέχρι 23-11-2016 (άρθρα 144 παρ.1 , 145 παρ.2 ΚΠολΔ) , η οποία ως προς την εν λόγω ανακόπτουσα θεωρείται πλέον ανύπαρκτη, ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ως προς την μοναδική ανακόπτουσα της υπό στοιχείο α ανακοπής, χωρίς να εξετασθούν οι άλλοι λόγοι της ανακοπής, των οποίων η εξέταση παρέλκει μετά την ακύρωση της ένδικης διαταγής πληρωμής. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία η υπό κρίση α ανακοπή και να διαταχθεί η ακύρωση της υπ’ αριθμ. …/2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά καθ’ο μέρος την αφορά. Επιπλέον τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ’ής της υπό στοιχείο α ανακοπής, λόγω της ήττας της και αναλόγως αυτής (άρθρα 176 παρ.1, 189 παρ.1, 191 αριθ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Σημειωτέον όμως ότι η νομική και ουσιαστική βασιμότητα της υπό στοιχείο α ανακοπής και δη του λόγου που αυτή έγινε δεκτή (κατ’άρθρο 630 Α ΚΠολΔ) , ουδόλως επηρεάζει την εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας της υπό στοι χείο β ανακοπής και την έρευνα των λόγων αυτής λόγω της σχέσεως απλής ομοδικίας που συνδέει την πρωτοφειλέτιδα -ανακόπτουσα της υπό στοιχείο α ανακοπή και τους εγγυητές -δεύτερο, τρίτη και τέταρτη των ανακοπτόντων της υπό στοιχείο β ανακοπής, η οποία στοιχειοθετείται εν προκειμένω επί της παθητικής ενοχής εις ολόκληρον, κατά το άρθρο 481 του ΑΚ, μεταξύ των ανακοπτόντων αμφοτέρων των ενδίκων ανακοπών, υπό την ιδιότητά τους ως μεταξύ περισσοτέρων ευθυνομένων ως πρωτοφειλετών και συνεγγυητών εκ συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και λαμβανομένου υπόψην του αντικείμενου της δίκης ως προς τον καθέναν εξ αυτών που δεν είναι η ύπαρξη της κύριας οφειλής (ΑΠ 1279/2017 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Επομένως, οι τέσσερις (4) λόγοι της υπό στοιχείο β ανακοπής, πρέπει να εξετασθούν περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική τους βασιμότητα αντίστοιχα με βάση όσα προεκτέθηκαν στις νομικές σκέψεις της παρούσας και το σύνολο του αποδεικτικού υλικού.
Πλέον συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο β ένδικης ανακοπής, οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι η καταγγελία του δανείου επί της οποίας στηρίζεται η αξίωση της καθ’ής Τράπεζας για την έκδοση της διαταγής πληρωμής είναι άκυρη αφενός ως αντισυμβατική αφετέρου ως καταχρηστική και ότι ομοίως παράνομη και καταχρηστική τυγχάνει και η αίτηση για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι τυγχάνει αντισυμβατική η από 11-5-2011 καταγγελία της υπ’αριθμόν …/2/6-7-2010 σύμβασης δανείου διότι όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της και βεβαιώνεται στη διαταγή πληρωμής ο κύριος λόγος για τον οποίο γίνεται αυτή είναι ότι (όπως αναφέρεται στην καταγγελία) επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση του ακινήτου ιδιοκτησίας της τετάρτης εξ αυτών εγγυήτριας εταιρείας από τρίτο πιστωτή τον …. ο οποίος επέσπευσε και πλειστηριασμό που ορίστηκε για τις 18-5-2011 κι ότι η επίκληση τέτοιου λόγου καταγγελίας του δανείου καθιστά άκυρη την καταγγελία διότι στην τροποποιητική σύμβαση δανείου που υπογράψανε στις 6-7-2010 δεν περιλαμβάνεται τέτοιος λόγος που να επιτρέπει καταγγελία του δανείου, παρά μόνο στον όρο στ’ της σύμβασης αυτής συμφωνήθηκε ότι η τράπεζα δικαιούται με μονομερή δήλωσή της προς τον οφειλέτη να καταγγείλει τη σύμβαση εάν επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση ή διενεργηθεί άλλη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης από οποιονδήποτε πιστωτή σε βάρος του οφειλέτη ή των περιουσιακών του στοιχείων που έχουν παρασχεθεί ως εμπράγματη ασφάλεια στην τράπεζα είτε από τον οφειλέτη είτε από τον εγγυητή. Έτι περαιτέρω ισχυρίζονται ότι ο λόγος αυτός της καταγγελίας , ήτοι η αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος ακινήτου της τέταρτης εξ αυτών εγγυήτριας δεν αφορά ακίνητο για το οποίο έχει παρασχεθεί εμπράγματη ασφάλεια υπέρ της καθ’ής από την πρωτοφειλέτιδα ή την εγγυήτρια τέταρτη ανακόπτουσα όπως η παράγραφος στ του 5ου όρου- καταγγελία της από 6-7-2010 σύμβαση δανείου προβλέπει. Επιπλέον ισχυρίζονται ότι στην παράγραφο 3 του υπό στοιχείο «Ι.ΙΣΤΟΡΙΚΟ» της σύμβασης δανείου προβλέπεται ότι σε ασφάλεια των απαιτήσεων της τράπεζας από την ως άνω σύμβαση ενεγράφη προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο ιδιοκτησίας κατά πλήρη κυριότητα της πρωτοφειλέτριας εταιρείας («….») και δη ότι στις 24-11-2003 ενεγράφη προσημείωση υποθήκης Α σειράς υπέρ της τράπεζας ποσού 450.000 ευρώ στο υποθηκοφυλακείο … δυνάμει της με αριθμό 444 93Σ/2003 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών(διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) ενός οικοπέδου άρτιου και οικοδομήσιμου εκτάσεως 3.476,08 τ.μ. που περιήλθε στην οφειλέτρια εταιρεία κατά πλήρη κυριότητα δυνάμει του υπ’ αριθμόν 102 50/ 11-11-1992 συμβολαίου αγοράς της συμβολαιογράφου Πειραιά Ζαφειρίας Σουρή και τέλος ότι συμπληρωματικώς στο υπό στοιχείο «ΙΙ -μετατροπή της σύμβασης και διατήρηση ασφαλειών» της σύμβασης στην παράγραφο 3 περιλαμβάνεται ο ρητός όρος ότι ο οφειλέτης και ο εγγυητής συναινούν και συνομολογούν ρητά ότι η εγγύηση και η προσημείωση υποθήκης που αναφέρεται παραπάνω και έχει εγγραφεί υπέρ της τράπεζας προς εξασφάλιση των πάσης φύσεως απαιτήσεών της από την πίστωση ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού διατηρούνται και εξακολουθούν να εξασφαλίζουν τις απαιτήσεις της τράπεζας από το παρόν δάνειο. Με βάση το ιστορικό αυτό και τα έγγραφα που επισύναψε στην αίτησή της η καθ’ής και έλαβε υπόψιν η διαταγή πληρωμής οι ανακόπτοντες επικαλούνται ακυρότητα της καταγγελίας για το λόγο ότι παρεσχέθη από τη σύμβαση δανείου και από τους αντισυμβαλλόμενους πρωτοφειλέτιδας και εγγυητών το δικαίωμα στην καθ’ής να καταγγείλει τη σύμβαση κατά την περίπτωση που κατασχεθεί από τρίτο πιστωτή ακίνητο που ανήκει στην πρωτοφειλέτιδα ή τους εγγυητές κι όχι επί ακινήτου επί του οποίου δεν έχει παρασχεθεί η εμπράγματη ασφάλεια υπέρ της τράπεζας,όπως είναι το ακίνητο στην τέταρτη εξ αυτών εγγυήτρια «Ναυπηγοεπισκευαστική … Α.Ε.», στο οποίο επέβαλε ο …. αναγκαστική κατάσχεση. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ανακοπής , οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η από 11-5-2011 καταγγελία και η από 3-11-2015 αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι μη νόμιμες ως αντιβαίνουσες στο άρθρο 281 ΑΚ αφενός γιατί το ποσό της καθυστέρησης πληρωμής συνολικώς 8.140,21 ευρώ για το οποίο έγινε η καταγγελία είναι πολύ μικρής αξίας σε σχέση με το συνολικό ποσό της οφειλής των 483.274, 63 ευρώ που ήταν πληρωτέο σε βάθος 20 τριμηνιαίων δόσεων και στο οποίο έκλεισε και ο λογαριασμός του δανείου και μεταφέρθηκε σε οριστική καθυστέρηση, γιατί δεν επισημάνθηκε γραπτώς προηγουμένως και προς τους εγγυητές το ενδεχόμενο της καταγγελίας για τόσο μικρό ποσό και επιπλέον γιατί επισυνάφθηκαν στην αίτηση οχλήσεις της καθ’ής για το γεγονός της καθυστέρησης αυτού του ποσού και των συνεπειών της. Ο λόγος αυτός της ανακοπής ως προς αμφότερα τα σκέλη του και σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας τυγχάνει καταρχάς αόριστος διότι δεν πλήττει συγκεκριμένο κονδύλιο- ποσό που επιδίκασε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεδομένου ότι η ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται την ακυρότητα του αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής η οποία αποτελείται από επιμέρους κονδύλια και δεν συμπαρασύρει σε ακυρότητα το σύνολο της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή . Όμως ακόμη και αν θεωρηθεί ότι τυγχάνει ορισμένος, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος κατά το μεν πρώτο σκέλος του διότι στο ακίνητο στο οποίο η πρωτοφειλέτιδα έχει παράσχει εμπράγματη εξασφάλιση στην τράπεζα έχει επιβληθεί ήδη από τις 8 Ιουνίου 2010 κατάσχεση από το περιφερειακό ΚΕΑΟ IKA-ETAM Πειραιά για οφειλή της προς αυτό ύψους 6.440.764,65 ευρώ, ως εκ τούτου, ήταν αδύνατη η κατάσχεση σε αυτό και σε κάθε περίπτωση διότι η παροχή εμπράγματης ασφάλειας συνίσταται στην εξασφάλιση της ικανοποίησης της απαίτησης και διαφέρει από την αναγκαστική εκτέλεση ,όπως την αναγκαστική κατάσχεση που αποτελεί τρόπο ικανοποίησης της απαίτησης κι επιπλέον διότι εν προκειμένω δεν υφίσταται αντισυμβατική συμπεριφορά της καθ’ής διότι προέβη στην καταγγελία της σύμβασης για τον ως άνω λόγο προς εξασφάλιση της απαίτησής της λόγω της παράβασης της δανειακής σύμβασης από τους ίδιους τους ανακόπτοντες δεδομένου ότι ως λόγος καταγγελίας της σύμβασης συμπεριελήφθη στο στοιχείο α του όρου 5 αυτής η παράβαση από τον οφειλέτη οποιουδήποτε όρου της δανειακής σύμβασης,που άπαντες θεωρούνται ουσιώδεις. Σημειωτέον μάλιστα ότι ο συμπεριληφθείς στη σύμβαση ως άνω όρος σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι όροι της σύμβασης θεωρούνται ουσιώδεις για την καταγγελία της σύμβασης,ειδωμένος ως Γ.ΟΣ. δεν διαταράσσει την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών εις βάρος των οφειλετών-ανακοπτόντων διότι δεν επιφυλάσσει στην Τράπεζα το δικαίωμα μονομερούς λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο και σπουδαίο λόγο, δεδομένου ότι ρητά αναφέρει ως λόγο λύσης της σύμβασης την παράβαση εκ μέρους των οφειλετών των όρων που συνομολογήθηκαν. Υπάρχει, έτσι, ειδικός και ορισμένος λόγος. Σε κάθε δε περίπτωση όλοι οι όροι της σύμβασης, εφόσον δεν είναι παράνομοι και καταχρηστικοί, είναι και ουσιώδεις, αφού με αυτούς οι οφειλέτες αναλαμβάνουν κάποιες συμβατικές υποχρεώσεις απέναντι στην Τράπεζα, οι οποίες είναι αναγκαίες για τη λειτουργία της σύμβασης και την προσήκουσα εξέλιξη της συμβατικής σχέσης των μερών. Έτι περαιτέρω ο ένδικος λόγος ανακοπής αλυσιτελώς προβάλλεται επειδή οι ανακόπτοντες εγγυητές είχαν ρητά παραιτηθεί από την ένσταση διζήσεως και από τις ενστάσεις των άρθρων 853, 858, 862, 866-868 ΑΚως εκ τούτου δεν διατηρούσαν το δικαίωμα να αρνηθούν την καταβολή της οφειλής, ωσότου η δανείστρια επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον της πρωτοφειλέτιδας και αυτή αποβεί άκαρπη, όπως ήταν βέβαιο εν προκειμένω λόγω της προγενέστερης αναγκαστικής κατάσχεσης του ακινήτου της πρωτοφειλέτιδος συνεπώς η άσκηση του δικαιώματος της δανείστριας τράπεζας μόνο κατά των εγγυητών δεν κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική (281 ΑΚ), ούτε εκτίθενται περιστατικά που μπορούν να της προσδώσουν τέτοια μορφή (ΑΠ 1297/1990 ΕλλΔνη 32.1215, ΕφΠειρ 91/2002 ΕπισκΕΔ 2002.778). Πολλώ δε μάλλον καταχρηστική δεν μπορεί να θεωρηθεί η καταγγελία της σύμβασης από την καθ’ής σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη της παρούσας δεδομένου ότι από την υπογραφή της τροποποιητικής πράξης στις 6-7-2010 και μέχρι την καταγγελία της 11-5-2011 δηλαδή για χρονικό διάστημα ενός έτους οι ανακόπτοντες δεν προέβησαν σε καμία καταβολή ενώ και από την καταγγελία της σύμβασης της 11-5-2011 μέχρι την επίδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής στις 10-10-2016 ποτέ δεν εξέφρασαν αντιρρήσεις ούτε διαμαρτυρήθηκαν για το κύρος της καταγγελίας. Αντιθέτως μετά την καταγγελία ήρθαν σε επαφή με τα αρμόδια όργανα της καθ’ής τράπεζας και παρότι συμφώνησαν τρόπους καταβολής των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους χωρίς να διαμαρτυρηθούν, από τον Φεβρουάριο του 2012 και έκτοτε σε καμία καταβολή δεν προέβησαν. Περαιτέρω αλυσιτελώς οι ανακόπτοντες προβάλουν τον ισχυρισμό ότι, ήταν γνωστό στη δανείστρια κατά τις 6 Ιουλίου 2010 που υπεγράφη η τροποποιητική σύμβαση όταν ανελήφθησαν οι ασφυκτικές προθεσμίες για την εξόφληση του κατάλοιπου του ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού που υπήρχε ως τότε στο πλαίσιο της αρχικής σύμβασης της οποίας την τροποποίηση αναγκαστήκανε να υπογράψουνε λόγω απειλής καταγγελίας και λήψης δικαστικών μέτρων σε βάρος τους ότι η επιχείρηση της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας που ανήκει στον ναυπηγοεπισκευαστικό κλάδο μαστιζόταν και από την ελληνική οικονομική κρίση αλλά και από την κρίση στην παγκόσμια ναυτιλία και στα ναυπηγεία, οπότε η καθ’ής αντί να αναμένει την ανάκαμψη της γενικής κατάστασης ενισχύοντας την επιχειρηματική τους θέση μετέτρεψε τη σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό σε καθαρά τοκοχρεωλυτικό δάνειο με αυστηρούς όρους παρότι γνώριζε την ύφεση την έλλειψη ρευστότητας και την κατάρρευση των ναυπηγικών επιχειρήσεων της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης Περάματος Σαλαμίνας αλλά και την καταστροφή που έπληξε τα μεγάλα ναυπηγεία της χώρας που δεν θα επέτρεπαν την έγκαιρη εξόφληση των υποχρεώσεών των ανακοπτόντων επιβαρυμένων με «υψηλότατους τόκους» και λοιπές επιβαρύνσεις. Ομοίως αλυσιτελώς ισχυρίζονται ότι προέβη σε καταγγελία ενός δανείου ασφαλισμένου με Α προσημείωση υποθήκης επί του ακινήτου και εγκαταστάσεων της πρωτοφειλέτιδας μέχρι του ποσού των 450.000 ευρώ για καθυστέρηση τόκων 8.140,21 ευρώ χωρίς να προσδοκά της ενέργειας της αυτής οποιαδήποτε αποτελέσματα που θα βελτίωναν τη θέση της ενώ αντίθετα ότι η καταγγελία αυτή είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή στην επιχειρηματική τους θέση. Υπό τα περιστατικά αυτά ο σχετικός λόγος ανακοπής είναι μη νόμιμος και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί, διότι τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν καταχρηστική άσκηση του ένδικου δικαιώματος της καθ` ης η ανακοπή – πιστοδότριας τράπεζας. Το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του συμβατικού δικαιώματος της καθ` ης επέφερε τυχόν βλάβη στους ανακόπτοντες, την οποία εξάλλου δεν προσδιορίζουν κατά τρόπο ορισμένο εκθέτοντας συγκεκριμένα περιστατικά που να την θεμελιώνουν, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ., όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, περίπτωση όμως που δεν συντρέχει εν προκειμένω επειδή η δανείστρια τράπεζα αποφάσισε όπως είχε το δικαίωμα από τη σύμβαση, να εισπράξει την απαίτησή της, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι στην προκειμένη περίπτωση η πιστούχος εταιρία υπήρξε ασυνεπής ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων ήδη από την έναρξη της σύμβασης πίστωσης, ούτε υπάρχει προφανής υπέρβαση εκ μέρους της τράπεζας εν προκειμένω από τα ιστορούμενα από τους ανακόπτοντες στο δικόγραφο της ανακοπής τους. Επιπλέον η καθ’ής δεν δημιούργησε στους ανακόπτοντες την πεποίθηση ότι δεν θα επιδιώξει την ικανοποίησή της άνευ άλλου επειδή για χρονικό διάστημα πέντε ετών δεν προέβη στην έκδοση διαταγής πληρωμής , αντιθέτως ήδη από το 2012 είχε εκδοθεί από τον Δικαστή του Πρωτοδικείου Αθηνών η υπ’ αριθμόν … /2012 διαταγή πληρωμής κατά των ανακοπτόντων εγγυητών , ήτοι του …, της … συζύγου … και της εταιρείας με την επωνυμία «….» για οφειλές από άλλη σύμβαση δανείου κατά μετατροπή και του χρεωστικού υπολοίπου πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό σε δάνειο. Αντίθετη κρίση δεν μπορεί να προκύψει από το ότι στις 11-10-2016 η καθ’ής κάλεσε τους ανακόπτοντες να καταθέσουν πρόταση αναδιάρθρωσης των χρεών των εταιρειών ενώ στις 13-10-2016 τους επέδωσε τη διαταγή πληρωμής και στις 7-9-2018 προγραμματίστηκε συνάντηση μεταξύ της διοίκησης της τετάρτης εξ αυτών και του διευθυντή της διαχείρισης οριστικών καθυστερήσεων της τράπεζας. Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, ο σχετικός λόγος ανακοπής ότι ο κύριος λόγος της από 11-5-2011 καταγγελίας της σύμβασης της 6-7-2010 είναι αβάσιμος και ανύπαρκτος με αποτέλεσμα η καταγγελία να είναι άκυρη και η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επίσης άκυρη δεδομένου ότι δεν έχουν επέλθει κατά τη σύμβαση και το νόμο τα αποτελέσματα της καταγγελίας, είναι απορριπτέος για όλους τους λόγους που προαναφέρθηκαν.
Με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο β ένδικης ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι τόσο η πρωτοφειλέτιδα όσο και οι εγγυητές δεν ενημερωθήκανε από την πιστώτρια τράπεζα για τη συνέπεια της αποδοχής του εντύπου της αρχικής σύμβασης πίστωσης του 2003 με αλληλόχρεο λογαριασμό ούτε κατά την υπογραφή της τροποποιητικής σύμβασης της 6ης -7-2010 Γ.Ο.Σ., δυνάμει του οποίου η καθ’ής η ανακοπή τράπεζα μετακυλίει την υποχρέωσή της για πληρωμή της εισφοράς του ν.128/1975 σε αυτούς προβαίνοντας μάλιστα σε ανά τρίμηνο ανατοκισμό, όπως αποδεικνύεται από τις περιεχόμενες στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής ομολογίες της αλλά και τις παραδοχές της ίδιας διαταγής πληρωμής με αποτέλεσμα να υπερβαίνετε το ανώτατο όριο των νομίμων τόκων, γεγονός που επιβάρυνε σημαντικά το τελικό ποσό της οφειλής τους προς την τράπεζα . Ο λόγος αυτός της υπό κρίση ανακοπής του πέραν της προφανούς αοριστίας του η οποία έγκειται στο γεγονός ότι οι ανακόπτοντες αφενός αρκούνται σε γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης, δυνάμει της εισφοράς του ν. 128/1975 χωρίς να αναφέρονται σε συγκεκριμένα κονδύλια, τα οποία επιδικάζονται με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και ως εκ τούτου δεν οφείλονται, αφετέρου δεν προσδιορίζουν το ακριβές ποσό με το οποίο επιβαρύνθηκαν παρανόμως ως ισχυρίζονται με την εισφορά του ν.128 /1975 ώστε να μπορεί το δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις και να αιτιολογήσει την απόφασή του και οι ανακόπτοντες να ελέγξουνε τη βασιμότητα των ισχυρισμών αυτών, είναι προεχόντως απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο VI νομική σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα, όπως ήδη προαναφέρθηκε η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμη γιατί δεν αντίκειται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του ν.128/ 1975 η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατά το άρθρο 174 ΑΚ ούτε εντάσσεται σε άλλο απαγορευτικό κανόνα δικαίου αλλά στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων. Μάλιστα εν προκειμένω προβλέφθηκε ρητώς στον όρο 2.3 της τροποποιητικής από 6-7-2010 σύμβασης το επιτόκιο , στον όρο 4 γίνεται ειδική αναφορά για τη χρέωση της δανειολήπτριας εταιρείας και με την ειδική εισφορά του ν. 128/1975 ενώ και στους όρους 3.1 και 3.2 προβλέφθηκε και συμφωνήθηκε ότι η τράπεζα έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση δανείου και να κηρύξει το σύνολο του χρέους ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και έντοκο με επιτόκιο υπερημερίας και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο. Επειδή δε ο ανά εξάμηνο ανατοκισμός της εισφοράς ως μέρος των τόκων της δανειακής σύμβασης προβλέφθηκε σαφώς στον ως άνω όρο ,ως εκ τούτου είναι νόμιμος σύμφωνα και με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο VIΙΙ νομική σκέψη της παρούσας απορριπτομένου ως αβασίμου του αντιθέτου λόγου ανακοπής.
Περαιτέρω, ο τρίτος λόγος της υπό στοιχείο β ένδικης ανακοπής συνίσταται στο ότι η συνομολόγηση του όρου για τον εκτοκισμό του δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο ,το οποίο θα απαρτίζεται από το διατραπεζικό επιτόκιο euribor τριμήνου 360 ημερών πλέον του περιθωρίου ανερχόμενου σε ποσοστό 1% και της εισφοράς του ν.128/1975 ανερχόμενη σε 0,6% ο οποίος ήταν έντυπος, δεν αποτέλεσε όρο που διαπραγματευθήκαν οι ανακόπτοντες με την καθ’ής τράπεζα ούτε τους τον εξήγησε η τελευταία,κι ως εκ τούτου ότι ως Γ.Ο.Σ. είναι άκυρος και καθιστά καθολικώς άκυρη και τη διαταγή πληρωμής γιατί προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας που επιτάσσει οι όροι των δανείων με τις τράπεζες να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο και σαφή ώστε ο απρόσεκτος ως προς την ενημέρωση αλλά και διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής ή αντιπαροχής και ειδικότερα οι εγγυητές να γνωρίζουν τις συνέπειες επιβάρυνσης της συνολικής οφειλής «κατά χιλιάδες ευρώ» που(εν προκειμένω) «θα προσδιοριστούν επακριβώς στο δέοντα χρόνο».Ο λόγος αυτός της ανακοπής,που σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην υπό στοιχείο V νομική σκέψη της παρούσας αφορά και τους εγγυητές ως καταναλωτές στους οποίους ορθώς εφαρμόζεται ο ν. 2251/1994 απορριπτομένου ως αβάσιμου του αντιθέτου ισχυρισμού της καθ’ής , θα ήτο νόμιμος σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υπό στοιχείο VIΙ νομική σκέψη της παρούσας, πλήν όμως κατά την κρατούσα στην θεωρία και στη νομολογία άποψη που υιοθετεί και το παρόν δικαστήριο πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, αφού ναι μεν η συμφωνία υπολογισμού του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 26 του ν. 2251/1994, ωστόσο οι ανακόπτοντες αμφισβητούν γενικά το σε βάρος τους χρεωστικό κατάλοιπο από την επίδικη σύμβαση, χωρίς να προσβάλλουν συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού και χωρίς να επικαλούνται ποιο είναι το παρανόμως επιδικασθέν ποσό ώστε να μπορεί να αντιλέξει η καθ’ής. Εξάλλου, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων που προσβάλλονται είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολο της κι εν προκειμένω δεν εξειδικεύεται στο ένδικο δικόγραφο το ύψος των υπέρτερων ποσών των τόκων, με το οποίο επιβαρύνθηκαν οι ανακόπτοντες, επειδή ο υπολογισμός τους (των τόκων) διενεργήθηκε με βάση χρονική διάρκεια έτους ίση με τριακόσιες εξήντα (360) ημέρες, έναντι του ελάσσονος ποσού, με το οποίο θα έπρεπε να επιβαρυνθούν αν ο υπολογισμός διενεργείτο με βάση χρονική διάρκεια έτους ίση με τριακόσιες εξήντα πέντε (365) ημέρες. Συνεπώς, η αμφισβήτηση εκ μέρους των ανακοπτόντων του ποσού των υπέρτερων τόκων, που τους καταλογίστηκαν, δεν είναι σαφής και ορισμένη, ώστε να δύναται η καθ’ης τράπεζα να αμυνθεί και το Δικαστήριο να τάξει το οικείο θέμα απόδειξης, αλλά και να αποφανθεί κατ’ουσίαν περί της βασιμότητας της, δεδομένου, άλλωστε, ότι, κάθε λόγος ανακοπής κατά προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής πρέπει να ανάγεται σε συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, που επιδικάσθηκε με αυτήν, προκειμένου, εφόσον γίνει δεκτός, να δύναται να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής κατά το εν λόγω ποσό. Ειρήσθω δε εκ του περισσού, ακόμη και εάν ήθελε κριθεί από το Δικαστήριο της ανακοπής, ότι εσφαλμένως επιδικάστηκαν τόκοι υπερημερίας με το άνω επιτόκιο το γεγονός αυτό δεν παραλλάσσει το ύψος του επιδικασθέντος κεφαλαίου, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση του συνόλου της διαταγής πληρωμής ούτε και της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που επακολουθεί ως προς εκείνες τις χρηματικές απαιτήσεις, οι οποίες δεν πλήττονται από τη μερική ακυρότητα της επιταγής.
Τέλος, με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της υπό στοιχείο β ένδικης ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η υπάρχουσα στις συμβάσεις στην αρχική του 2003 και στην τροποποιητική σύμβαση της 6ης -7-2010 ρήτρα ότι οι εγγυητές ευθύνονται για ολόκληρη την έκταση της οφειλής του πιστούχου δανειολήπτη και ότι παραιτούνται όλων των ενστάσεων που απορρέουν από τα άρθρα 853, 855, 856 και 862, 863 , 866, 867 και 868 ΑΚ καθώς και κάθε άλλης ενστάσεως κατά της τράπεζας και από τις τυχόν προσωποπαγείς ενστάσεις του πρωτοφειλέτη και από το ευεργέτημα της διζήσεως, είναι άκυρη διότι είναι προδιατυπωμένη στη σύμβαση δανείου που κληθήκανε να υπογράψουνε χωρίς διαπραγμάτευση και διαταράσσει υπέρμετρα την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβληφθέντων μερών ειδικότερα δε σε βάρος των εγγυητών , ήτοι του δεύτερου έως της τετάρτης εξ αυτών. Επικαλούμενοι δε ότι η διαταγή πληρωμής που έκρινε ως νόμιμες τις παραιτήσεις αυτών-των εγγυητών από την ως άνω συνολική τους προστασία διατάραξε την ισόρροπη σχέση μεταξύ της τράπεζας και των εγγυητών και τελικώς τους διατάσσει να πληρώσουνε το συνολικό ποσό της διαταγής ολόκληρο αν και δεν είχε διαπιστωθεί η εισπραξιμότητα της απαίτησης από την πρωτοφειλέτιδα είναι άκυρη, ζητούν να εξαφανιστεί αυτή (η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής). Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος διότι αποτελεί προβολή της ένστασης διζήσεως, την οποία δεν νομιμοποιούνται να επικαλούνται οι ανακόπτοντες καθόσον έχουν ανεπιφύλακτα παραιτηθεί ρητά από αυτή δυνάμει του όρου 19 της σύμβασης πίστωσης και του όρου 3 της σύμβασης παροχής εγγύησης καθώς και από κάθε άλλη ένσταση εκ της εγγυήσεως του ΑΚ . Οι διατάξεις αυτές, όπως ήδη προαναφέρθηκε στην υπό στοιχείο ΙΧ νομική σκέψη της παρούσας είναι ενδοτικού δικαίου και χωρεί παραίτηση από αυτές, σε κάθε δε περίπτωση η τράπεζα μπορεί να στραφεί κατά οποιουδήποτε εκ των συν-οφειλετών , ήτοι της πρωτοφειλέτιδος ή/και των εγγυητών χωρίς τον κίνδυνο η άσκηση του δικαιώματός της να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική και ούτε συνιστά υπέρμετρη οικονομική εκμετάλλευση των ανακοπτόντων εκ μέρους της καθ’ής τράπεζας χωρίς την επίκληση άλλων περιστατικών, αφενός διότι η παραίτηση του εγγυητή τραπεζικής σύμβασης από την ένσταση διζήσεως δεν αντίκειται στο νόμο, τουναντίον ρητώς προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 851 και 857 αρ. 1 ΑΚ αφετέρου διότι δεν συνομολογείται από την παραίτηση αυτή ευθύνη μεγαλύτερη από όσο καθορίζει η διάταξη του 851 ΑΚ, που είναι ομοίως ενδοτικού δικαίου. Επίσης, επειδή ομοίως σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη υπό στοιχείο ΙΧ νομική σκέψη της παρούσας, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 862 και 863 ΑΚ , που είναι επίσης ενδοτικού δικαίου ο εγγυητής μπορεί με αντίθετη εκ των προτέρων συμφωνία με τον δανειστή να παραιτηθεί από την ελευθέρωσή του αλλά μόνο για την περίπτωση που η ικανοποίηση του δανειστή ήθελε καταστεί αδύνατη από ελαφρά αμέλειά του διότι σε περίπτωση δόλου ή βαριάς αμέλειας του σχετική συμφωνία θα προσέκρουε στη διάταξη του άρθρου 332 παράγραφος 1α ΑΚ και θα ήταν άκυρη, εν προκειμένω ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων περί ελευθέρωσής τους υπό την ιδιότητά τους ως εγγυητών με βάση το άρθρο 862 ΑΚ τυγχάνει αόριστος διότι δεν προσδιορίζουν στο δικόγραφο της ανακοπής ως όφειλαν την αδυναμία της πρωτοφειλέτιδος με έκθεση των περιουσιακών της στοιχείων, της αξίας αυτών, της αιτίας από την οποία έγινε αξιόχρεη και του χρόνου κατά τον οποίο έγινε, ώστε να μπορεί το δικαστήριο να αποφανθεί για την αδυναμία του πρωτοφειλέτιδος και για τον αιτιώδη σύνδεσμο του πταίσματος της δανείστριας τράπεζας προς αυτήν .Κατ’επάλληλη δε σκέψη του Δικαστηρίου, οι ανακόπτοντες εγγυητές ως αναγνωρίσαντες ήδη το κατάλοιπο της σύμβασης, δε δύναται, ακριβώς λόγω του αφηρημένου χαρακτήρα της σύμβασης αναγνώρισης να προτείνουν τις ενστάσεις που είχαν από την κύρια [βασική] σχέση της εγγυήσεως. Τουναντίον δικαιούνται να προσβάλουν τη σύμβαση αναγνώρισης χωρίς παράλληλα να δεν δικαιούνται να αμφισβητήσουν τη μέχρι της αναγνώρισης λειτουργία του λογαριασμού, ούτε να προβάλουν ενστάσεις από την παλαιά σχέση (της εγγύησης), η οποία δεν ερευνάται πλέον.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και δη απορριπτομένων όλων των προβληθέντων λόγων (κύριων και πρόσθετων) ανακοπής και μη υπάρχοντος άλλου λόγου ανακοπής προς εξέταση,πρέπει να καταργηθεί η δίκη ως προς την πρώτη ανακόπτουσα στην υπό στοιχείο β ανακοπή, να απορριφθεί στο σύνολο της η υπό στοιχείο β ανακοπή καθ’ό μέρος αφορά τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτη των ανακοπτόντων και να επικυρωθεί ως προς αυτούς η ανακοπτόμενη υπ’ αριθμόν …/2016 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ( άρθρο 633 παρ. 1 εδ. β’ του Κ.Πολ.Δ.). Επιπροσθέτως οι δεύτερος, τρίτη και τέταρτη των ανακοπτόντων της υπό στοιχείο β ανακοπής, πρέπει να καταδικαστούν λόγω της ήττας τους στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ής η ανακοπή (άρθρα 176, 180,189 παρ.1 , 191 παρ.2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών : α) την από 19-7-2018 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: 8252 / 3637/20-7-2017 ανακοπή, β)1) την από 27-10-2016 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: 8476/4427/31-10-2016 ανακοπή και 2) τους από 9-1-2017 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 188/124/9-1-2017 πρόσθετους λόγους ανακοπής.
Απορρίπτει τους από 9-1-2017 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 188/124/9-1-2017 πρόσθετους λόγους ανακοπής.
Δέχεται την από 19-7-2018 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: 8252 / 3637/20-7-2017 ανακοπή.
Διατάσσει την ακύρωση της υπ’ αριθμόν …/2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά καθ’ό μέρος αφορά την ανακόπτουσα της από 19-7-2018 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: 8252 / 3637/20-7-2017 ανακοπής.
Επιβάλλει στην καθ’ ης η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων ευρώ (1.000 €).
Καταργεί τη δίκη ως προς την πρώτη ανακόπτουσα στην από 27-10-2016 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: 8476/4427/31-10-2016 ανακοπή.
Απορρίπτει την από 27-160-2016 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: 8476/4427/31-10-2016 ανακοπή καθ’ό μέρος αφορά τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτη των ανακοπτόντων.
Επικυρώνει την υπ’ αριθμόν …/2016 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά καθ’ό μέρος αφορά τον δεύτερο, τρίτη και τέταρτη των ανακοπτόντων της από 27-10-2016 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: 8476/4427/31-10-2016 ανακοπής.
Επιβάλλει στους δεύτερο, τρίτη και τέταρτη των ανακοπτόντων της από 27-10-2016 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.: 8476/4427/31-10-2016 ανακοπής, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων ευρώ (1.000 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 21-5-2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια και έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά,στις 7-6-2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ