ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
2102/ 2019
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 2833/1242/12-3-2018 αγωγή)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη–Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις 16 Οκτωβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : … του …, κατοίκου … (…) , με Α.Φ.Μ. … Δ.Ο.Υ Ψυχικού, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Πανάγος Αναγνωστόπουλος ( Α.Μ. ΔΣΠ : 33347) και παραστάθηκε στο ακροατήριου δια του ίδιου πληρεξουσίου δικηγόρου.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει κατά την καταστατική της έδρα στην … (…) ,πράγματι δε στην Ελλάδα (…), 2) … του …, κατοίκου … (…) και 3) … … του …, κατοίκου … (…), για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Αριστείδης Χιωτέλλης ( Α.Μ. ΔΣΑ :7989) και παραστάθηκαν στο ακροατήριου δια του ίδιου πληρεξουσίου δικηγόρου.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 12-3-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :2833/1242/ 12-3-2018 αγωγή, η οποία προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν στο ακροατήριο, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 10 ΑΚ η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του, όπως και επί μέρους ζητήματα, όπως η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως «έδρα» νοείται στη διάταξη αυτή η πραγματική και όχι η καταστατική, δηλαδή ο τόπος, όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, δηλαδή ο τόπος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Διάφορη εκδοχή θα καθιστούσε συνδετικό στοιχείο, για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, τη θέληση (επιλογή) των ενδιαφερομένων. Η λύση αυτή, ενώ υιοθετείται προκειμένου περί συμβατικών ενοχών (βλ. ΑΚ 25), δεν αρμόζει προκειμένου να κριθεί η σύσταση και λειτουργία του νομικού προσώπου. Τούτο γιατί αυτό αποτελεί υποκείμενο δικαίου, δηλαδή ενεργεί όχι μόνο μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, όπως η συμβατική ενοχή, αλλά έναντι όλων, ώστε η σύσταση, τα όργανα και η εν γένει δράση του ενδιαφέρουν τους τρίτους και τις συναλλαγές όπως είναι οι μέτοχοι της εταιρίας, αλλά και οι δανειστές αυτής και ενδεχομένως τον έλεγχο της εταιρίας από το Κράτος της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου. Επί πλέον το συνδετικό στοιχείο της θέλησης των ιδρυτών (καταστατική έδρα) θα κατέληγε στον παραμερισμό, στην εγχώρια έννομη τάξη, κανόνων δημοσίας τάξεως που είναι αντίθετο στη θεμελιώδη αρχή του άρθρου 3 ΑΚ (ΠΠΠειρ 4525/2014 TNΠ ΝΟΜΟΣ). Από την διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ συνάγεται επίσης ότι αλλοδαπές εταιρίες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί συμφώνως προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρίες του αντιστοίχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν υπό το σχήμα ομορρύθμων εταιριών εν τοις πράγμασι και οι εταίροι τους ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρίας συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 Ν. 4072/2012 (ΟλΑΠ 2/2003 ΕΕμπΔ ΝΔ 60, ΑΠ 803/2010).Περαιτέρω εξαίρεση στη διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ θεμελιούται σε περιπτώσεις : 1) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, εξαιρουμένων των εταιριών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών μόνον σκαφών αναψυχής, 2) ναυτιλιακών εταιριών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτήν εξαίρεση, και 3) ναυτιλιακών εταιριών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ξένη σημαία ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, εφ` όσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διεχειρίζοντο γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής οι οποίες κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 1 Ν 791/1978 διέπονται ως προς την σύσταση, την νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διευθύνσεως των εταιρικών υποθέσεων (ΑΠ 803/2010 αδημ,. ΕφΠειρ 268/2013 αδημ, ΕφΠειρ 477/2013 αδημ, ΕφΠειρ 701/2013 αδημ, ΕφΠειρ 568/2012 αδημ). Δηλονότι κατά τον ως άνω νόμο όταν πρόκειται για ναυτιλιακές εταιρείες διαχειρίστριες πλοίων υπό ελληνική ή ξένη σημαία νόμιμα εγκατεστημένων στη Ελλάδα όλα τα θέματα που αφορούν τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου θα κριθούν από το δίκαιο της καταστατικής έδρας. Διχοστασία όμως έχει γεννηθεί ως προς το κύκλο των ζητημάτων που θα κριθούν με βάση το δίκαιο της καταστατικής έδρας και συγκεκριμένα ερείζεται αν το άρθρο 1 του μ. 791/1978 θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά και να εφαρμόζεται το δίκαιο της καταστατικής έδρας σύμφωνα με τη στενή γραμματική ερμηνεία μόνο για τα θέματα της συστάσεως και της ικανότητας δικαίου (και για τα λοιπά θέματα θα εφαρμόζεται το δίκαιο της πραγματικής έδρας), ή η ως άνω διάταξη θα πρέπει να ερμηνεύεται με μεγαλύτερη ευρύτητα ώστε όλα τα εταιρικά θέματα των ως άνω εταιρειών να υπάγονται στο δίκαιο της καταστατικής έδρας. Σύμφωνα με την ΟλΑΠ 2/1999 ο ν. 791/1978, ειδικά ως προς τις ναυτιλιακές εταιρίες αναφέρεται μόνο σε θέματα σύστασης και ικανότητας δικαίου αυτών χωρίς ο ν.791/1978 να ασχολείται με δικονομικά θέματα όπως η δωσιδικία των πιο πάνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών, βάσει της οποίας το Δικαστήριο είναι αρμόδιο. Επίσης με την ΟλΑΠ 2/3003 κρίθηκε ότι η πιο πάνω θεσμοθέτηση του ν. 791/1978 έγινε χάρη της διαφυλάξεως του κύρους των πιο πάνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών για να μη μετασχηματιστούν αυτές σε εν τοις πράγμασι ομόρρυθμες εταιρίες. Κατά την κρατούσα δε άποψη κατά το δίκαιον της έδρας (καταστατικής) βάσει του άρθρου 1 ν. 791/78) θα κριθεί όχι μόνο η σύσταση και η ικανότητα δικαίου και η εσωτερική λειτουργία και η εξουσία των οργάνων, οι σχέσεις των εταίρων μεταξύ τους και έναντι της εταιρείας (βλ. Μαριδάκη Ι.Δ.Δ. τ.Α` παρ. 29 σελ. 383), τι προβλέπει η αξιογραφική ενσωμάτωση και αν το δικαίωμα εκ του χαρτίου ακολουθεί το δικαίωμα επί του χαρτίου, πώς δύναται να γίνει η υλοποίηση αυτών, πώς κτώνται τα δικαιώματα επί των μετοχικών τίτλων (πρβλ Απόστολου Γεωργιαδη Συντομη Ερμηνεία ΑΚ εκδ 2013 υπό το άρθρο 10 ΑΚ, σελ 37 και 38) Σε αντίθετη περίπτωση μια αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία θα έπρεπε να συμμόρφωνεται παράλληλα τόσο με τους όρους και τις απαιτήσεις του δικαίου της καταστατικής έδρας, αναφορικά με τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου, όσο και με τους όρους και τις απαιτήσεις των ελληνικών νόμων, όπως του ν. 2190/1902 επί σειράς καίριων ζητημάτων, όπως ο τρόπος σύγκλησης των οργάνων της ή ο τρόπος λήψης των αποφάσεών της, τα δικαιώματα των μετόχων της, λύση όμως που δεν συμβαδίζει με το σκοπό του νομοθέτη για τις εταιρείες. Μάλιστα η ΑΠ 186/2008, αναφορικά με το ζήτημα της αντιπροσωπευτικής εξουσίας των οργάνων μιας τέτοιας εταιρείας έκρινε ως εφαρμοστέο το δίκαιο της καταστατικής έδρας της. Άλλωστε και το άρθρο 10 ΑΚ όταν ρητώς ορίζει ότι η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της ( πραγματικής ) έδρας του δεν αναφέρεται στενά μόνο στα θέματα της ικανότητας δικαίου αλλά έχει κριθεί ερμηνευτικώς ότι η ρύθμιση του επεκτείνεται έτι περαιτέρω και σε θέματα που εκφεύγουν της ικανότητας δικαίου όπως αυτά της διοίκησης του νομικού προσώπου, της εκπροσώπησής του, των όρων κτήσης και αποβολής της ιδιότητας του μέλους του κλπ( Βλ Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ εκδ 2001, υπό το άρθρο 10 ΑΚ σελ 92). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου θα πρέπει να γίνει δεκτό και ότι όταν το άρθρο 1 του ν. 791/1978 ρητώς ορίζει ότι ως προς την σύσταση, και την ικανότητα δικαίου οι ως άνω ναυτιλιακές εταιρείες διέπονται από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, δεν αναφέρεται στενά μόνο στα θέματα της σύστασης και της ικανότητας δικαίου αλλά η ρύθμισή του επεκτείνεται έτι περαιτέρω και σε θέματα που εκφεύγουν της σύστασης και της ικανότητας δικαίου όπως είναι αυτά της διοίκησης του νομικού προσώπου, της εκπροσώπησής του, κλπ . Και είναι μεν εφόσον ο ν 791/1978, που καθιερώνει την εφαρμογή του δικαίου της καταστατικής έδρας αποτελεί εξαίρεση στο γενικό κανόνα του άρθρου 10 ΑΚ, που καθιερώνει το κανόνα της πραγματικής έδρας, κι ως τέτοιος εξαιρετικός κανόνας θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά, πλην, όμως θα πρέπει κάθε φορά να αναζητείται και ο δικαιοπολιτικός λόγος που οδήγησε το νομοθέτη στη ψήφισή του. Πράγματι ο ν. 791/1978 ψηφίστηκε διότι το πρώτον με την υπ’ αριθμόν 549/1970 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επικυρωθείσα εν συνεχεία από το Ανώτατο Ακυρωτικό δικαστήριο του Αρείου Πάγου έγινε δεκτό ότι όλες οι αλλοδαπές εταιρείες, η διοίκηση των οποίων ασκείται στην Ελλάδα, πλην, όμως δεν έχουν συσταθεί κατά το νόμιμο τύπο σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο θεωρούνταν άκυρες και αποτελούν εν τοις πράγμασι ομόρρυθμες εταιρείες. Αυτή η άποψη καταλάμβανε και όλες τις αλλοδαπές πλοιοκτήτριες εταιρείες ή τις διαχειρίστριες πλοίων που είχαν εγκατασταθεί σύμφωνα με το ΑΝ 89/1967, οι οποίες, μετά ταύτα θεωρούνταν άκυρες, εγκαθιδρύοντας προσωπική ευθύνη των μελών τους, λύση που ανέτρεπε τα επικρατούντα στη ναυτιλία, και οδήγησε τελικώς το νομοθέτη στη θέσπιση του ν. 791/1978, ( Βλ Αβραμέα Οι εξωχώριες εταιρείες ως μέσο ανάπτυξης της ναυτιλίας στην Ενωση για την Ναυτική Διαιτησία) που με αυτόν τρόπο αυτό θέλησε να αποκόψει τις εταιρείες αυτές από το συνδετικό στοιχείο του τόπου της πραγματικής διοικήσεώς τους, επί σκοπώ να συνεχίσουν απρόσκοπτα τη μέχρι τώρα λειτουργία τους. Την απρόσκοπτη αυτή όμως λειτουργία την οποία τελικώς θέλησε ο νομοθέτης του ν. 791/1978 ουδόλως εξυπηρετεί η άποψη ότι για τα σύσταση και την ικανότητα δικαίου εφαρμοστέο θα είναι το δίκαιο τα καταστατικής έδρας, ενώ για τα λοιπά θέματα εφαρμοστέο θα είναι το δίκαιο της πραγματικής έδρας, διότι η εφαρμογή παραλλήλως συντρεχόντων κανόνων δικαίου μόνο σύγχυση δύναται να δημιουργεί και αβεβαιότητα δικαίου (βλ Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ εκδ 2001, υπό το άρθρο 10 ΑΚ σελ 92, Βρέλλη ιδιωτικό διεθνές Δίκαιο εκδ 2008.155, σχόλιο Δ-Π Τζάκα κάτωθι της υπ’ αριθμόν ΠΠΠειρ 4525/2014 απόφασης στην ΕΕμπΔ2014. Σελ 983-989,βλ.σχετ και : ΕφΠειρ 40 /2010, ΕφΠειρ 52/2003 ,ΠΠΠειρ 4525/2014 ΕΕμπΔ2014.980, ΠΠΠειρ 1593/1990, ΜΠΠειρ 788/1993 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Περαιτέρω, όπως ήδη προαναφέρθηκε, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 10 ΑΚ ως έδρα του νομικού προσώπου από την οποία, κατ` άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προσδιορίζεται, εκτός άλλων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου, νοείται η πραγματική έδρα, δηλαδή ο τόπος όπου πράγματι ασκείται η διοίκηση του και όχι ο τυχόν διάφορος τόπος που κατονομάζεται απλώς ως έδρα στο καταστατικό του (καταστατική έδρα). Επομένως, η αλλοδαπή τυπικά εταιρία της οποίας η διοίκηση ασκείται στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα, μπορεί αρμοδίως να ενάγει ή ενάγεται και γενικότερα να παρίσταται ως διάδικος ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων (άρθρα 62, 64, 66 ΚΠολΔ) εφόσον αυτή αναπτύσσει τη δραστηριότητα της στην Ελλάδα (ΑΠ 1309/1991 ΕλΔ 1992.1181, ΕφΑΘ 175/1988 ΝοΒ 1988.926), δεδομένου ότι, ειδικότερα, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων καθορίζεται βάσει του τόπου της πραγματικής έδρας της εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας (ΟλΑΠ 2/2003 ΕλΔ 2003.388, ΟλΑΠ 2/1999 ΕΝΔ 1999.81). Τον ως άνω καθορισμό της έδρας των νομικών προσώπων δεν μετέβαλε ο ν.791/1978, ο οποίος, με το μοναδικό του άρθρο 1 ορίζει ότι «…ναυτιλιακοί εταιρίαι, αίτινες συνεστήθησαν κατά τους νόμους αλλοδαπής Πολιτείας εφ` όσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριαι ή διαχειρίστριαι πλοίων υπό ελληνικήν σημαίαν, ή είναι εγκατεστημένοι ή ήθελον εγκατασταθή εν Ελλάδι, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 27/1975 ή των αν.ν. 89/1967 και 378/1968, διέπονται, ως προς την σύσταση και την ικανότητα δικαίου, υπό του δικαίου της Χώρας της εν τω καταστατικά) έδρας των, αδιαφόρως του πόθεν διευθύνονται ή διηυθύνοντο εν όλω ή εν μέρει ο αι υποθέσεις των…». Δηλαδή ο ν. 791/1978 δεν ασχολείται με δικονομικά θέματα όπως η δωσιδικία των πιο πάνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών, βάσει της οποίας το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, εάν αυτές έχουν την πραγματική τους έδρα στη δικαιοδοτική περιφέρεια του, αλλά η πιο πάνω θεσμοθέτηση του έγινε χάρη της διαφυλάξεως του κύρους των πιο πάνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών για να μη μετασχηματιστούν αυτές σε εν τοις πράγμασι ομόρρυθμες εταιρίες, λόγω μη τηρήσεως των υπό του Ελληνικού νόμου προβλεπομένων διατυπώσεων συστάσεως και απόκτησης ικανότητας δικαίου αυτών (σχετ. ΟλΑΠ 2/2003 ο.π, ΟλΑΠ 2/1999,ό.π., ΟλΑΠ 481/1978 ΝοΒ 27.211, ΕφΠειρ 266/2014 αδημ, ΕφΠειρ 12/2011 ΕπιθΝαυτΔ 2011.406, ).
ΙΙΙ. Τέλος, κατά το άρθρο 33 Ν. 2190/1920,ήδη άρθρο 116 Ν.4548/2018, η γενική συνέλευση των μετόχων είναι το ανώτατο όργανο της ανώνυμης εταιρείας και δικαιούται να αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση, οι δε αποφάσεις της δεσμεύουν και υποχρεώνουν και τους απόντες ή διαφωνούντες εταίρους, ενώ, κατά το άρθρο 32 § 1 εδ. α’ και γ’ του ίδιου νόμου, ήδη άρθρου 134 Ν. 4548/2018, οι συζητήσεις και αποφάσεις που λαμβάνονται κατά τη γενική συνέλευση καταχωρούνται σε περίληψη σε ειδικό βιβλίο, στο οποίο καταχωρίζεται και κατάλογος των μετόχων που παραστάθηκαν ή αντιπροσωπεύθηκαν στη γενική συνέλευση ο οποίος συντάσσεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 27. Επίσης στο άρθρο 35 α’παρ. 1 και 2 Ν. 2190/1920, που φέρει τον τίτλο “Ακυρωσία αποφάσεων της γενικής συνέλευσης”, ήδη άρθρο 137 Ν.4548/2018, ορίζεται ότι “1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 35β και 35γ,ήδη άρθρα 138 και 139 Ν.4548/2018, απόφαση της γενικής συνέλευσης που λήφθηκε με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο ή το καταστατικό, ακυρώνεται από το δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και για αποφάσεις τις οποίες έλαβε γενική συνέλευση που δεν είχε νόμιμα συγκληθεί ή συγκροτηθεί. 2. Ακυρώσιμη είναι και η απόφαση που λήφθηκε: α) χωρίς να παρασχεθούν οφειλόμενες πληροφορίες, που ζητήθηκαν κατά το άρθρο 39 από μετόχους, ήδη άρθρο 141 Ν.4548/2018, οι οποίοι ζητούν την ακύρωση σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο, ή β) κατά κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας, υπό τους όρους του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα”, ενώ στις λοιπές παραγράφους αναφέρονται οι προϋποθέσεις, με τις οποίες μπορεί να ζητηθεί η ακύρωση απόφασης της Γενικής Συνέλευσης. Εξάλλου, στο άρθρο 35 β’ § 1 του ίδιου νόμου με τον τίτλο “Ακυρότητα αποφάσεων της γενικής συνέλευσης”, ήδη άρθρο 138 Ν.4548/2018, ορίζεται ότι “1. Σε περίπτωση που δεν υπήρξε σύγκληση της γενικής συνέλευσης ή το περιεχόμενο της απόφασής της είναι αντίθετο στο νόμο ή το καταστατικό, η απόφαση είναι άκυρη”, στις δε λοιπές διατάξεις του άρθρου αυτού αναφέρονται οι προϋποθέσεις προβολής της ακυρότητας. Τέλος, κατά το άρθρο 35 γ’ του ως άνω Νόμου, που φέρει τον τίτλο “Ανυπόστατες αποφάσεις”, ήδη άρθρο 139 Ν.4548/2018, 1. Οι διατάξεις των άρθρων 35α και 35β, ήδη άρθρα 137 και 138 Ν.4548/2018, δεν εφαρμόζονται στις ανυπόστατες αποφάσεις. 2. Μια απόφαση είναι ανυπόστατη όταν λαμβάνεται με τις ψήφους προσώπων τα οποία: α) δεν είχαν μετοχική ιδιότητα, ή β) είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα. Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι η ανυπόστατη απόφαση δεν φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα απόφασης της γενικής συνέλευσης. Είναι, δηλαδή, νομικά ανύπαρκτη και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεραπευθεί και δεν απαιτείται για το σκοπό αυτό η έκδοση διαπλαστικής δικαστικής απόφασης, όπως συμβαίνει με τις άκυρες και τις ακυρώσιμες αποφάσεις, οι οποίες είναι υποστατές. Η ανυπαρξία της απόφασης της γενικής συνέλευσης των μετόχων μπορεί να προβληθεί από εκείνον, που έχει έννομο συμφέρον, με αναγνωριστική αγωγή ή ανταγωγή ή ένσταση.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίσιν αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι είναι επιχειρηματίας δραστηριοποιούμενος στον χώρο της ναυτιλίας και της βιομηχανίας της χαλυβουργίας και ότι στο πλαίσιο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας στις 29-7-1998 συνέστησε την εξωχώριο εταιρεία με την επωνυμία «…» , την οποία εγκατέστησε νομίμως στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967 και η οποία έκτοτε λειτουργεί νομίμως στην Ελλάδα ως διαχειρίστρια εμπορικών πλοίων. Ότι στην εταιρεία αυτή ενέταξε στις 6-3-2003 το υπό ελληνικής σημαίας δεξαμενόπλοιο «…», πλοιοκτησίας της εναγομένης εταιρείας με την τότε επωνυμία «….», την οποία συνέστησε στις 21-8-2000 με κεφάλαιο διηρημένο σε 500 ανώνυμες μετοχές, των οποίων κύριος και κομιστής εκ της συστάσεως της εναγομένης μέχρι σήμερα τυγχάνει ο ίδιος. Ειδικότερα, ότι οι μετοχές της εναγομένης βρίσκονται σε παρακαταθήκη υπέρ αυτού ή υπέρ ιδρυμάτων του σε πιστωτικά ιδρύματα της αλλοδαπής κι ότι ετίθεντο στη διάθεσή του κατόπιν αιτήματός του για τη διενέργεια των Γενικών Συνελεύσεων ως μοναδικού μετόχου της εναγομένης. Ότι στις 10-3-2016 συνεκλήθη η γενική συνέλευση των μετόχων της εναγομένης, η οποία εξέλεξε νέο διοικητικό συμβούλιο αποτελούμενο από τους …, … και … και ότι μετά την παραίτηση του τελευταίου στις 7-4-2016 και στις 28-9-2016 ότε συνεκλήθη η Γενική Συνέλευση το νέο διοικητικό συμβούλιο αποτελείται από τον ίδιο, τον … και την … .Ότι στις 16 -9-2016 προς μεγάλη του έκπληξη έλαβε από τον … εμφανιζόμενο ως πρόεδρο του διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης την με ίδια ημερομηνία πρόσκληση για έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της εναγομένης στις 3 -10-2016 και ώρα 11:00 π.μ. στην … με θέματα : α) την τροποποίηση του καταστατικού , β) τη μετατροπή των ανώνυμων μετοχών σε ονομαστικές μετοχές και γ) την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου. Ότι στην ως άνω πρόσκληση για την έκτακτη γενική συνέλευση αναφέρεται ότι αυτή έγινε κατόπιν αιτήματος των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων δηλαδή των … και … …-υιών του (ενάγοντος) υπό την ιδιότητά τους ως μετοχών της εναγομένης, παρότι ούτε οι τελευταίοι ήταν μέτοχοι της πρώτης εναγομένης εταιρείας, ούτε ο … πρόεδρος του δ.σ. της εναγομένης. Περαιτέρω, ότι (ο ενάγων) στις 3 -10-2016 εμφανίστηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του στα γραφεία επί της οδού … , όπου είχε οριστεί η έκτακτη γενική συνέλευση κι όπου τον ανέμεναν οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους στους οποίους (ο ενάγων) δήλωσε διά των πληρεξουσίων του δικηγόρων ότι δεν αναγνωρίζει τη σύγκληση της γενικής συνελεύσεως στις 3-10-2016 ως νομίμως γενόμενη . Επίσης ότι στον ίδιο χρόνο προέβη στην ενσωματωμένη στην αγωγή έγγραφη δήλωση για την πρώτη εναγομένη εταιρία, στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε αφενός ότι η γενική συνέλευση δεν έχει νόμιμα συγκληθεί σύμφωνα με το νόμο της Λιβερίας και τον εσωτερικό κανονισμό της πρώτης εναγομένης εταιρείας για τους ειδικότερους λόγους που αναφέρει εκεί κι επικαλούμενος μεταξύ άλλων ότι η σχετική κλήτευση με ημερομηνία 16-9-2016 υπογράφεται από μη δεόντως εξουσιοδοτημένο διευθυντή/αξιωματούχο της εταιρείας, ότι οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων που έδωσαν την εντολή να συγκληθεί η από 3-10-2016 γενική συνέλευση δεν ήταν μέτοχοι της πρώτης εναγομένης καθότι ο ίδιος κατέχει και είναι κύριος όλων των μετόχων της συνεπώς ότι όσες αποφάσεις ληφθούν σε αυτή τη συνέλευση είναι άκυρες εξαρχής, αφετέρου επικουρικώς ότι δεν απαιτείτο τροποποίηση των άρθρων του καταστατικού για να είναι δυνατή η έκδοση ονομαστικών μετοχών ούτε εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου, επιφυλάχθηκε όλων των δικαιωμάτων του κι ακολούθως (ο ενάγων) δήλωσε ότι η εν λόγω γενική συνέλευση δεν μπορεί να λάβει απόφαση για οποιοδήποτε θέμα της ημερήσιας διάταξης διότι ο ίδιος ως μοναδικός μέτοχος εταιρείας αντιτίθεται σε αυτό. Εν συνεχεία ότι λόγω προπηλακισμών που δέχτηκε ο ίδιος και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του, αποχώρησαν από το χώρο της γενικής συνέλευσης πριν την έναρξη της και χωρίς να ληφθεί καμία απόφαση και ότι την επόμενη μέρα έστειλε στον δεύτερο και τρίτο των εναγομένων την από 3-10-2016 εξώδικη δήλωσή του, στην οποία επισύναψε την πιο πάνω έγγραφη δήλωση του .Τέλος ότι στις 21-12-2016 παρέλαβε με επιφύλαξη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων αντίγραφα από : α) το πρακτικό της γενικής συνέλευσης της 3-10-2016 που έλαβε χώρα στις 11 π.μ. , β) το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης εναγομένης που έλαβε χώρα στις 11.10 π.μ. την ίδια μέρα, γ) το πρακτικό της γενικής συνέλευσης που έλαβε χώρα στις 11:15 π.μ. της ίδιας μέρας και δ) το πρακτικό της γενικής συνέλευσης που έλαβε χώρα στις 11:30 π.μ. της ίδιας μέρας , τα οποία αναφέρονται σε γενικές συνελεύσεις της πρώτης εναγομένης και σε συνεδρίαση του διοικητικού της συμβουλίου , οι οποίες έλαβαν χώρα στις συγκεκριμένες ημερομηνίες και ώρες. Επικαλούμενος έννομο συμφέρονεκ της μετοχικής του ιδιότητας και ισχυριζόμενος ότι καμία συνέλευση μετόχων δεν έγινε στις 3-10-2016 αφού ο ίδιος και οι σύμβουλοί του αποχώρησαν πριν την έναρξή της, ότι οι εμφανισθέντες ως μέτοχοι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων δεν ήταν ούτε είναι μέτοχοι της πρώτης εναγομένης εταιρείας και δεν εμφάνισαν 334 μετοχές της εταιρείας στη συνέλευση αφού αυτές ευρίσκονται στην κυριότητα, νομή και κατοχή του ίδιου που δεν ψήφισε στην συνέλευση και συνεπώς ποτέ δεν ήταν ομόφωνες οι αποφάσεις, ότι το διοικητικό συμβούλιο της πρώτης εναγομένης που εξελέγη από την ανυπόστατη γενική συνέλευση της εταιρείας είναι ανύπαρκτο, παράνομο και δεν δεσμεύει την εναγομένη, ότι οι εκδοθείσες νέες ονομαστικές μετοχές δεν εξεδόθησαν νόμιμα γιατί απαραίτητη προϋπόθεση είναι η καταστροφή των ανωνύμων μετοχών της εναγομένης που βρίσκονται από τη σύσταση της εταιρείας μέχρι και σήμερα στην κυριότητα, νομή και κατοχή του ίδιου καθώς κι ότι η από 3-10-2016 απόφαση της γενικής συνέλευσης της πρώτης εναγομένης που έλαβε χώρα στις 11.00 π.μ. αποφάσισε την αντικατάσταση των κατονομαζόμενων δύο μελών του διοικητικού συμβουλίου, και τον ορισμό των έτερων δύο και η με ίδια ημερομηνία απόφαση που έλαβε χώρα στις 11.15 π.μ. σύμφωνα με την οποία αποφασίστηκε η επικύρωση των τροποποιημένων άρθρων της εναγομένης και όλων των αλλαγών που συντελέστηκαν με τις προηγούμενες γενικές συνελεύσεις και εν τέλει η κωδικοποίηση του καταστατικού όπως και η απόφαση της γενικής συνέλευσης που έλαβε χώρα στις 11:30 π.μ. στα γραφεία της εταιρείας σύμφωνα με την οποία αποφασίστηκε η ονομαστικοποίηση των μετοχών του ίδιου και η διάθεση αυτών σε πρόσωπα μη έχοντα τη μετοχική ιδιότητα είναι ανυπόστατες σύμφωνα με το άρθρο 35 γ του νόμου 2190 /1920 γιατί ελήφθησαν με ψήφους προσώπων που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα και είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα διότι δεν συμμετείχε ο ίδιος ως μοναδικός μέτοχος του 100% του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης εναγομένης εταιρείας και κύριος νόμιμος κομιστής και κάτοχος των μετοχών της, με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητεί : 1) να αναγνωριστεί ότι είναι ανυπόστατες οι αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων που έλαβαν χώρα στην Αθήνα στα γραφεία της εταιρείας … στον 6ο όροφο,επί της οδού … στις 3 Οκτωβρίου 2016 και περί ώρα 11:00 π.μ. (με αντικείμενο την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου ), περί ώρα 11:15 π.μ. (με αντικείμενο την κωδικοποίηση των άρθρων του καταστατικού) και περί ώρα 11:30 π.μ. (με αντικείμενο την έκδοση νέων ονομαστικών μετοχών αντίστοιχα της πρώτης εναγομένης εταιρείας και 2) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι αντίδικοί του στη δικαστική δαπάνη και στην αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου του. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίσιν αγωγή για το παραδεκτό της συζήτησης, της οποίας οι διάδικοι προσκόμισαν με τις προτάσεις που προκατέθεσαν αντίστοιχα ο μεν ενάγων το υπ’αριθμ. …/4-6-2018 ειδικό πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς Χρήστου Γκορίτσα ,που αναπτύσσει τις εκ του άρθρου 94 (σε συνδ.με άρθρο 63 ΚΠολΔ) έννομες συνέπειες περί δικαστικής εκπροσωπήσεως του ενάγοντος, αφού οι αντίθετες αιτιάσεις των εναγομένων ουδόλως αποδεικνύονται, οι δε εναγόμενοι τις από 19-6-2018 και από 20-6-2018 εξουσιοδοτήσεις τους περί παροχής πληρεξουσιότητας, προς τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους κατά το άρθρο 96 και 237 παρ.1 ΚΠολΔ, ως ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και τα υπ’αριθμ. … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΠ (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013) και για το αντικείμενο της οποίας (αγωγής) δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρος της, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω ποσού ( άρθρα 1,7,8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 ,14 παρ.2, ως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και 18 παρ. 1 ΚΠολΔ) και κατά τόπον λόγω της πραγματικής εγκατάστασης της πρώτης εναγόμενης στην ημεδαπή κατά το άρθρο 25 παρ. 2, 37 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 2 του ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και το άρθρο 24 παρ 2 Κανονισμού 1215/2012. Ειδικότερα, επειδή σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχεία ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας καθώς ως έδρα της εταιρείας για τον καθορισμό της κατά τόπον αρμοδιότητας (άρα και της διεθνούς δικαιοδοσίας) νοείται η πραγματική έδρα της πρώτης εναγομένης και όχι ο τυχόν διάφορος τόπος που κατονομάζεται ως έδρα στο καταστατικό του (καταστατική έδρα), εν προκειμένω επειδή η πρώτη εναγομένη τυγχάνει νομικό πρόσωπο συσταθέν κατά το δίκαιο της Λιβερίας υπό τον εταιρικό τύπο Corporation και η διοίκηση της ασκείται στην Ελλάδα, (πραγματική της έδρα) και δη στον Π….. όπου λήφθησαν σοβαρότατες αποφάσεις της ένδικης εταιρείας το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία ερειδόμενη στη διάταξη άρθρου 24 αρ 2 τουΚανΒρυξ1α. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: α) ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης (Εφ.Αθ. 5009/1987, Ελλ.Δνη 29, 1218), εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο δηλαδή της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει (Εφ.Πειρ. 542/2012, Ε.Ν.Δ. 2012, 418, Εφ.Αθ. 5419/2007, Δημοσ. Νόμος, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 682, αριθ. 1, σ. 1323), το οποίο εν προκειμένω καθορίζει, εκτός άλλων, το ορισμένο της αγωγής και το ζήτημα της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης μεταξύ των διαδίκων και β) ως προς το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες διακρίσεις : 1) όλα τα interna corporis ζητήματα, ήτοι πώς εκπροσωπείται η εταιρεία τύπου Corporation, πώς εγκαθιδρύεται η μετοχική ιδιότητα, πώς συνέρχεται το διοικητικό συμβούλιο ή Γενική Συνέλευση των μετόχων ( επιδόσεις κλήσεων προθεσμίες) το ποσοστό της απαρτίας και το ποσοστό των ψήφων που απαιτούνται αν η παράβαση των διατάξεων αυτών επισύρει ακυρότητα, και πώς αυτή απαγγέλλεται θα κριθούν κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχεία Ι νομική σκέψη της παρούσας σύμφωνα με το καταστατικό δίκαιο της ένδικης πρώτης εναγομένης εταιρείας, ήτοι κατά το δίκαιο της Λιβερίας, όπως βασίμως επισημαίνουν οι εναγόμενοι στις σελίδες 59 εως 62 των προτάσεών τους. Τα όσα δε ο ενάγων διαλαμβάνει περί εφαρμογής του ελληνικού δικαίου, επικαλούμενος ότι το δίκαιο της καταστατικής έδρας δεν περιλαμβάνει θέματα που άπτονται της λειτουργίας του νομικού προσώπου, όπως εν προκειμένω η τυχόν ακυρότητα αποφάσεως γενικής συνέλευσης, τυγχάνουν απορριπτέα, σύμφωνα με τις παραδοχές της προπαρατεθείσας υπ’αριθμ.2/2003 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, τις οποίες υιοθετεί και το παρόν Δικαστήριο, καθώς το ζήτημα του ανυπόστατου απόφασης γενικής συνέλευσης των μετόχων περιλαμβάνεται σαφώς στις ως άνω περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το δίκαιο της καταστατικής έδρας, ως ζήτημα που άπτεται της εν γένει λειτουργίας του νομικού προσώπου. Ειδικότερα όπως αναλυτικά εκτέθηκε στην υπό στοιχεία Ι νομική σκέψη κατά το άρθρο 1 του ν. 791/1978 όταν πρόκειται για ναυτιλιακές εταιρείες διαχειρίστριες πλοίων υπό ελληνική ή ξένη σημαία νόμιμα εγκατεστημένων στη Ελλάδα όλα τα θέματα που αφορούν τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου θα κριθούν από το δικαιο της καταστατικής έδρας. Ως δε προς το κύκλο των ζητημάτων που θα κριθούν με βάση το δίκαιο της καταστατικής έδρας, με προεξέχουσα την άποψη, την οποία το παρόν Δικαστήριο προκρίνει ως δογματικά και τελολογικά ορθότερη, η ως άνω διάταξη του άρθρου 1 του ν. 791/1978 δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά με τρόπο που να εφαρμόζεται το δίκαιο της καταστατικής έδρας σύμφωνα με τη στενή γραμματική ερμηνεία μόνο για τα θέματα της συστάσεως και της ικανότητας δικαίου αλλ’ αντιθέτως η ως άνω διάταξη θα πρέπει να ερμηνεύεται με μεγαλύτερη ευρύτητα εις τρόπον ώστε όλα τα εταιρικά θέματα των ως άνω εταιρειών να υπάγονται στο δίκαιο της καταστατικής έδρας. Και τούτο διότι η πιο πάνω θεσμοθέτηση του ν. 791/1978 έγινε μεν χάριν της διαφυλάξεως του κύρους των πιο πάνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών για να μη μετασχηματιστούν αυτές σε εν τοις πράγμασι ομόρρυθμες εταιρίες, απώτερος όμως σκοπός του νομοθέτη είναι απρόσκοπτη λειτουργία τους με την έννοια της αυτοδιαχείρισης όλων των θεμάτων τους. Σε αντίθετη περίπτωση μια αλλοδαπή ναυτιλιακή θα έπρεπε να συμμορφώνεται παράλληλα τόσο με τους όρους και τις απαιτήσεις του δικαίου της καταστατικής έδρας, αναφορικά με τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου, όσο και με τους όρους και τις απαιτήσεις των ελληνικών νόμων (πχ του ν. 2190/1902) επί σειράς καίριων ζητημάτων , όπως τρόπος σύγκλησης των οργάνων της ή ο τρόπος λήψης των αποφάσεών της, τα δικαιώματα των μετόχων της, λύση όμως που δεν συμβαδίζει με το σκοπό του νομοθέτη για τις εταιρείες αυτές. Άλλωστε, όπως ήδη αναπτύχθηκε στην υπό στοιχεία Ι νομική σκέψη, την απρόσκοπτη λειτουργία την οποία τελικώς θέλησε ο νομοθέτης του ν. 791/1978 ουδόλως εξυπηρετεί η άποψη ότι για τα σύσταση και την ικανότητα δικαίου εφαρμοστέο θα είναι το δίκαιο τα καταστατικής έδρας, ενώ για τα λοιπά θέματα εφαρμοστέο θα είναι το δίκαιο της πραγματικής έδρας, διότι η εφαρμογή παραλλήλως συντρεχόντων κανόνων δικαίου μόνο σύγχυση δύναται να δημιουργεί και αβεβαιότητα δικαίου. Κατόπιν των ανωτέρω επισημάνσεων η κρινομένη αγωγή θα πρέπει να κριθεί κατά τη νομική βασιμότητά της σύμφωνα με το προκριτέο από το παρόν Δικαστήριο ουσιαστικό δίκαιο της καταστατικής έδρας της πρώτης εναγομένης εταιρείας, ήτοι κατά το λιβεριανό δίκαιο, με βάση το οποίο θα κριθεί μεταξύ άλλων το κύρος των αποφάσεων των καταστατικών συλλογικών οργάνων της πρώτης εναγομένης και δη των πρακτικών της γενικής συνέλευσης αυτής και του διοικητικού της συμβουλίου αλλά και τα έτερα κρίσιμα ζητήματα, όπως πώς εκπροσωπείται η εταιρεία τύπου Corporation, πώς συνέρχεται το διοικητικό συμβούλιο ή γενική συνέλευση των μετόχων, αν η παράβαση των διατάξεων αυτών επισύρει ακυρότητα, και πώς αυτή απαγγέλλεται. Περαιτέρω όμως επειδή οι σχετικές διατάξεις του εφαρμοστέου δίκαιου της Δημοκρατίας της Λιβερίας είναι άγνωστες στο παρόν Δικαστήριο, δηλονότι ούτε οι διάδικοι προσκομίζουν επαρκή στοιχεία για τα ανακύψαντα νομικά ζητήματα πρέπει κατ’εφαρμογή των άρθρων 254 και 337 ΚΠολΔ να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης επί της υπό κρίσιν αγωγής και να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομισθεί από τον επιμελέστερο των διαδίκων εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας στους διαδίκους νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου αναφορικά με τα προβλεπόμενα στο εταιρικό δίκαιο της Λιβερίας, που υποδεικνύεται ως το εφαρμοστέο δίκαιο της καταστατικής έδρας της πρώτης εναγομένης εταιρείας με παράθεση των εφαρμοστέων διατάξεων και του περιεχομένου αυτών, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ δεν θα περιληφθεί διάταξη δικαστικών εξόδων , ως εκ του ότι η παρούσα απόφαση τυγχάνει μη οριστική (άρθρο 191 παρ.1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’αντιμωλία των διαδίκων.
Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της υπό κρίσιν αγωγής και διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο προκειμένου ο επιμελέστερος των διαδίκων να προσκομίσει εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας στους διαδίκους νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου αναφορικά με τα προβλεπόμενα στον εταιρικό δίκαιο της Λιβερίας με παράθεση των εφαρμοστέων διατάξεων και του περιεχομένου αυτών σχετικά με τα εξής ζητήματα : 1) πώς εκπροσωπείται η εταιρεία τύπου Corporation, 2α) πώς συνέρχεται το διοικητικό συμβούλιο και η γενική συνέλευση (τακτική και έκτακτη) των μετόχων ( επιδόσεις κλήσεων προθεσμίες) της, β) ποιο ποσοστό απαρτίας και ποιο ποσοστό ψήφων απαιτείται : για τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης, την εκλογή των μελών του διοικητικού συμβουλίου και την λήψη απόφασης περί συγκροτήσεως αυτού, γ) πότε είναι υποχρεωτική η εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου ή/και η αντικατάσταση μελών του, δ) αν δύναται να μετάσχει κάποιος σε συνέλευση μετόχων λιβεριανής εταιρείας τύπου Corporation ως αντιπρόσωπος με εξουσιοδότηση κι αν απαιτείται να αποφασίσει το διοικητικό συμβούλιο προς τούτο ή /και αν στη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας συμμετέχουν μόνο οι μέτοχοι, που καταχωρίζονται εκ των προτέρων βάσει των μετοχικών τους τίτλων, καθώς και τα πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί να εκπροσωπήσουν μετόχους δυνάμει πληρεξουσίου που υπογράφεται από τον μέτοχο ή πληρεξούσιό του , ε) αν η παράβαση των σχετικών διατάξεων επισύρει ακυρότητα, ακυρωσία ή καθιστά ανυπόστατη την απόφαση της γενικής συνέλευσης ή του διοικητικού συμβουλίου και σε καταφατική περίπτωση: πώς αυτή απαγγέλλεται (αυτοδικαίως ή με δικαστική απόφαση), ποια πρόσωπα, σε ποια προθεσμία και με ποιες προϋποθέσεις νομιμοποιούνται να προτείνουν την ελαττωματικότητα (ακυρότητα, ακυρωσία ή ανυπόστατο), 3α) σε περίπτωση που ένα πρόσωπο το οποίο δεν είναι μέτοχος ούτε έχει εξουσιοδοτηθεί εγκύρως από μέτοχο ή μετόχους και παρά ταύτα μετέχει μόνο του σε συνέλευση μετόχων, αν οι αποφάσεις της συνέλευσης αυτής είναι αυτοδίκαια άκυρες ,ανυπόστατες ή ακυρώσιμες ή αν ακυρότητα πρέπει να κηρυχθεί από το δικαστήριο και β) αν υπάρχουν αντίστοιχες διατάξεις στο λιβεριανό δίκαιο με αυτές : Ι. των άρθρων 35α και 35 β του ν. 2190/1920 όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 42 του ν. 3604/2007 «Αναμόρφωση και τροποποίηση του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920 «Περί ανωνύμων εταιρειών» και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 189/8.8.2007), και ήδη άρθρα 137,138 του Ν.4548/2018 «Περί αναμορφώσεως Δικαίου Α.Ε.», που διηύρυνε τους λόγους ακυρωσίας, μεταξύ άλλων σε αποφάσεις που ελήφθησαν με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο ή το καταστατικό, κατά παράβαση των περί πλειοψηφίας διατάξεων του νόμου ή του καταστατικού της εταιρείας και σε αποφάσεις που ελήφθησαν από γενική συνέλευση που δεν είχε νόμιμα συγκληθεί ή συγκροτηθεί, ΙΙ. του άρθρου 35γ του ν. 2190/1920 και ήδη άρθρου 139 Ν.4548/2018, που όριζε, ως ανυπόστατες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης, όταν αυτές λαμβάνονται με τις ψήφους προσώπων τα οποία: α. δεν είχαν μετοχική ιδιότητα, δηλαδή όσων δεν συνδέονται με μετοχική σχέση με την εταιρεία, όπως όταν τα συγκεκριμένα πρόσωπα δεν έχουν αποκτήσει εγκύρως τις μετοχές της εταιρείας (πρωτοτύπως ή παραγώγως), είτε επειδή λείπει ή είναι άκυρη η σύμβαση ανάληψης ή μεταβίβασης των μετοχών, είτε επειδή δεν είναι στην πραγματικότητα καθολικοί διάδοχοι του αρχικού μετόχου, είτε επειδή οι εκδοθείσες μετοχές είναι άκυρες, και β. είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα καθώς και ΙΙΙ. του άρθρου 26 παρ. 3 του ν.2190/1920 και ήδη άρθρου 121 παρ.5 Ν.4548/2018, όπου προβλέπεται ότι η ακυρότητα θεραπεύεται μόνο όταν συμμετέχουν όλοι οι μέτοχοι στη γενική συνέλευση και δεν αντιλέγει κανείς απ’ αυτούς στη πραγματοποίησή της και στη λήψη των αποφάσεων, 4α) πώς εγκαθιδρύεται η μετοχική ιδιότητα, β) πώς γίνεται η μεταβίβαση μετοχών, γ) αν οι μετοχές της εταιρείας κατέχονται από λιγότερα των τριών πρόσωπα, οι έχοντες δικαίωμα να μετέχουν στη γενική συνέλευση μπορούν να είναι ίδιοι και όσοι και οι μέτοχοι και δ) αν οι καταχωρισμένοι μέτοχοι που έχουν ονομαστικές μετοχές και οι κομιστές ανώνυμων μετοχών με δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας έχουν μία ή περισσότερες ψήφους για κάθε μετοχή ή αν δύναται το καταστατικό να ορίζει άλλως, 5α) αν στο υποχρεωτικό περιεχόμενο του καταστατικού και του εσωτερικού κανονισμού μιας λιβεριανής εταιρείας τύπου Corporation περιλαμβάνεται ρητή μνεία του αριθμού των μετοχών που μπορούν να εκδοθούν καθώς και της φύσης τους ( ως μετοχές ονομαστικές ή ανώνυμες μετά ή άνευ ονομαστικής αξίας κλπ), β) υπό ποιες προϋποθέσεις και με διαδικασία (π.χ.με τροποποίηση καταστατικού) μπορούν να εκδοθούν νέοι μετοχικοί τίτλοι και να γίνει ονομαστικοποίησή τους (π.χ. αν απαιτείται προηγουμένως η καταστροφή των ανωνύμων μετοχών) και όταν αυτοί δεν είναι έγκυροι, αν είναι αυτοδικαίως άκυροι ή είναι ακυρώσιμοι ή αν η ακυρότητά τους πρέπει να κηρυχθεί από το δικαστήριο . Επίσης εάν είναι δυνατόν ένας ή περισσότεροι μετοχικοί τίτλοι (που ενσωματώνουν μια ή περισσότερες μετοχές εις τον κομιστή ή ονομαστικές) να ανήκουν σε περισσότερα από ένα πρόσωπα από κοινού (εξ αδιαιρέτου), και σε περίπτωση που δεν προσδιορίζεται στον τίτλο ή με άλλο σαφή τρόπο το ιδανικό μερίδιο (ποσοστό) του κάθε δικαιούχου, αν υπάρχει ρύθμιση που να προσδιορίζει εν αμφιβολία το ιδανικό μερίδιο, και αν αυτά τα μερίδια, όταν δεν ορίζεται στον τίτλο είναι ίσα (αντίστοιχα με την διάταξη του άρθρου 785 εδ.α,β Α.Κ.).
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 4-6-2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια και έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά,στις 18-6-2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ