Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

Αριθμός απόφασης

3000/ 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :  13325/6067/21-12-2018 κλήση)

 (Γ. Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 1440/697/9-2-2017 Ανακοπή)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της καλούσας- ανακόπτουσας : Της ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία … η οποία κατά το καταστατικό της  εδρεύει στα …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της  Γεώργιου Παυλή (Α.Μ. ΔΣΠ :1734).

Του καθ’ού η κλήση-η ανακοπή Κ. Β.  Ν., κατοίκου …,ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Σταύρου Μανούσου (Α.Μ. ΔΣΠ :2444).

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 6-2-2017 ανακοπή της κατά της από 5-1-2017 επιταγής προς πληρωμή του αντιγράφου εκ πρώτου απογράφου της υπ’αριθμ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και του από 16-1-2017 κατασχετηρίου σε βάρος του καθ’ού εις χείρας τρίτου, η οποία (ανακοπή) κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :1440/697/9-2-2017, προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 18ης-11-2013  και μετ’αναβολής για τη δικάσιμο της 25ης-4-2017,  ότε συζητήθηκε από το ως άνω Δικαστήριο, το οποίο με την υπ’αριθμ. 429/2019 μη οριστική του απόφαση ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης επί αυτής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 9-12-2016 με  Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.10309/5296/2016 ανακοπής κατά της υπ’αριθμ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκκρεμούσε ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου. Ακολούθως, με την από 18-12-2018 με Γ.Α.Κ./ΕΑ.Κ. : 13325/6067/21-12-2017 κλήση της ανακόπτουσας, η οποία προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μετά την έκδοση της υπ’αριθμ. 750/2018 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που εξεδόθη κατόπιν της από 20-2-2018 εφέσεως του καθ’ού η ανακοπή κατά υπ΄αριθμ. 376/2018 οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, -που εξεδόθη επί της από 9-12-2016 με  Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.10309/5296/2016 ανακοπής- και  αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ’αριθμ. 376/2018 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ακύρωσε την από 9-12-2016 ανακοπή κι επικύρωσε την υπ’αριθμ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 18-12-2018 με Γ.Α.Κ./ΕΑ.Κ. : 13325/6067/21-12-2017 κλήση της ανακόπτουσας, η οποία προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο η από 6-2-2017 ανακοπή της κατά της από 5-1-2017 επιταγής προς πληρωμή του αντιγράφου εκ πρώτου απογράφου της υπ’αριθμ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και του από 16-1-2017 κατασχετηρίου σε βάρος του καθ’ού εις χείρας τρίτου. Η ένδικη ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :1440/697/9-2-2017, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 18ης-11-2013  και μετ’αναβολής κατά  τη δικάσιμο της 25ης-4-2017,  ότε συζητήθηκε από το ως άνω Δικαστήριο, το οποίο με την υπ’αριθμ. 429/2019 μη οριστική του απόφαση ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης επί αυτής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 9-12-2016 με  Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.10309/5296/2016 ανακοπής κατά της υπ’αριθμ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκκρεμούσε ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου. Η υπ’αριθμ. 750/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς που εξεδόθη κατόπιν της από 20-2-2018 εφέσεως του καθ’ού η ανακοπή κατά υπ΄αριθμ. 376/2018 οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου,-που εξεδόθη επί της από 9-12-2016 με  Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.10309/5296/2016 ανακοπής- εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ’αριθμ. 376/2018 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ακύρωσε την από 9-12-2016 ανακοπή κι επικύρωσε την υπ’αριθμ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Το παραδεκτό δε και νόμιμο της κρινόμενης ανακοπής, έχει ήδη κριθεί με την αποτελούσα ενιαίο σύνολο με την παρούσα υπ’αριθμ. 429/2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, στις νόμιμες σκέψεις της οποίας παραπέμπει και η παρούσα προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων, προσθέτοντας επιπλέον τις εξής νόμιμες σκέψεις :

     Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 933 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή που εισάγεται στο αρμόδιο καθ’ ύλην, ανάλογα με το είδος του εκτελεστού τίτλου, δικαστήριο, του τόπου της εκτελέσεως, εάν μετά την επιταγή ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας. Με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1  ΚΠολΔ, ως ισχύει από 1-1-2016, σύμφωνα με την παρ. 4 του ένατου άρθρου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Α’ 87/23.07.2015), η οποία επιβάλλει την κατά στάδια προσβολή των πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως, η ανακοπή του άρθρου 933 είναι παραδεκτή :«α) Αν αφορά ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 ή την απαίτηση ή σε περίπτωση κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μέχρι και την επίδοση του κατασχετήριου εγγράφου στον καθ’ ου, μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης. Σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, η ανακοπή κατά της επιταγής προς εκτέλεση ασκείται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την επίδοση της επιταγής.β) Αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης της εκτέλεσης, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά, και εξήντα (60) ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα.2. Αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τελευταία πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης».

ΙΙ. Κατά το άρθρο 10 ΑΚ, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Τα επί μέρους ζητήματα, που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως «έδρα» νοείται κατά τη διάταξη αυτή η πραγματική και όχι η καταστατική, δηλαδή ο τόπος, όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, στον οποίο (τόπο) συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του και στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Έτσι, οι αλλοδαπές εταιρίες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρίες του αντίστοιχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες «εν τοις πράγμασι». Όμως, αυτό δεν ισχύει προκειμένου περί: α) εταιριών των Η.Π.Α., συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24 παρ. 3 εδ. 2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 2893/1954), β) εταιριών συσταθεισών σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα τους (άρθρα 43, 48 και 293 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ως έχει τροποποιηθεί μεταγενεστέρως, η οποία έχει κυρωθεί με το άρθρο πρώτο του ν. 945/1979), γ) ναυτιλιακών εταιριών του άρθρου 1 του ν.791/1978, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήταν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό Ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν.27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968, οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται, κατά το καταστατικό τους, η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Σημειωτέον ότι η εφαρμογή των διατάξεων αυτών του άρθρου 1 του ν.791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρίες, πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό ξένη σημαία, κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα αλλοδαπών εταιριών εγκατεστημένων στην ημεδαπή δυνάμει αδείας χορηγουμένης με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την ίδια (ανωτέρω υπό στοιχείο γ’) εξαίρεση (άρθρα 1 του ν. 791/1978 και 25 του ν. 27/1975, ως αντικ. δια του άρθρου 4 του ν. 2234/1994, 11Δ του ν. 3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας στην οποία βρίσκεται η καταστατική έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου διευθύνσεως των εταιρικών υποθέσεών τους (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 186/2008 ΕΝΔ 36.204, ΑΠ 1699/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία δεν προβλέπεται ρητά από τον ΑΚ, ισχύει, όμως, ελευθερία συνάψεως ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων, δεσμευτικά για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή με την έννοια του άρθρου 361 ΑΚ , η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από το άρθρο 873 του ΑΚ αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, καταρτίζεται σε αντίθεση με εκείνη, κατ` αρχήν άτυπα, και ιδρύει νέα ενοχική σχέση, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θελήσουν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση μίας υπάρχουσας έννομης σχέσης που διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα), με συνέπεια αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του να μη μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία. Εάν δε σκοπός της αιτιώδους αναγνωρίσεως χρέους είναι, μεταξύ άλλων, και ο καθορισμός του ύψους της οφειλής, δεν επιτρέπεται η επάνοδος των μερών στο ύψος της οφειλής, αφού το ύψος εκείνου που αναγνωρίσθηκε με την αιτιώδη αναγνώριση είναι το εφεξής οφειλόμενο (ΑΠ 1017/2010, ΑΠ 678/2010, ΑΠ 232/2009, EφΠειρ 153/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

  1. IV. Από τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ προκύπτει ότι για την ερμηνεία των συμβάσεων με βάση τους προβλεπόμενους στα άρθρα αυτά ερμηνευτικούς κανόνες, δηλαδή εκείνον της αναζητήσεως της αληθινής βουλήσεως των συμβαλλομένων χωρίς προσήλωση στις λέξεις και εκείνον της εφαρμογής των αρχών της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, που δεν απαιτείται να αναλύονται και να εξειδικεύονται από το δικαστήριο (ΑΠ 1229/1996 ΕλΔ 1997.1079), προϋποτίθεται ότι ο ερμηνευτής και άρα το δικαστήριο της ουσίας, άμεσα ή έμμεσα αλλά σαφώς, διαπιστώνει κενό ή ασάφεια και, επομένως, αμφίβολο σημείο στη σύμβαση (ΑΠ 1365/2008, ΑΠ 1279/2008, ΑΠ 846/2008, ΑΠ 534/2008, ΑΠ 79/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ η ανωτέρω διαπίστωση του δικαστηρίου και η προσφυγή στις προαναφερθείσες διατάξεις γίνεται απ` αυτό χωρίς πρόταση των διαδίκων (ΑΠ 1561/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που επιβάλλεται στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονα ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας (ΑΠ 274/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσεως, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως, εκείνου το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, τον δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, τη φύση της συμβάσεως και προπαντός την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων (ΑΠ 329/2006 ΕλΔ 2006.783, EφΠειρ 153/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
  2. V. Στη Δημοκρατία των Νήσων Μάρσαλ εφαρμοστέος είναι ο Νόμος περί Εμπορικών Εταιριών του 1990 (νμΝΕΕ), όπως αυτός τροποποιήθηκε, ο οποίος περιλαμβάνεται στο Μέρος Ι του Τίτλου 52 του Αναθεωρημένου Κώδικα των Νήσων Μάρσαλ του 2014. Για την ερμηνεία και εφαρμογή του εν λόγω νόμου, η §13 νμΝΕΕ παραπέμπει ρητά στη νομοθεσία και νομολογία της Πολιτείας Ντέλαγουερ (State of Delaware) και των άλλων Πολιτειών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ως εξής: «§13 νμΝΕΕ –Ερμηνεία- υιοθέτηση του εταιρικού δικαίου των Ηνωμένων Πολιτειών – Ο Νόμος αυτός θα εφαρμόζεται και θα ερμηνεύεται έτσι ώστε να καθιστά τους νόμους της Δημοκρατίας, σε σχέση με το εν λόγω θέμα, ομοιόμορφους με τους νόμους της Πολιτείας Ντέλαγουερ και άλλων Πολιτειών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής με ουσιώδεις όμοιες διατάξεις. Στο μέτρο που δεν έρχεται σε σύγκρουση με οποιαδήποτε άλλη διάταξη του Νόμου αυτού, το μη θεσπισμένο δίκαιο της Πολιτείας του Ντέλαγουερ και εκείνων των άλλων Πολιτειών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής με ουσιώδεις όμοιες νομοθετικές διατάξεις δηλώνεται με την παρούσα (διάταξη) ότι είναι, και υιοθετείται με την παρούσα (διάταξη), ως νόμος της Δημοκρατίας, με την προϋπόθεση όμως, ότι η παράγραφος αυτή δεν θα εφαρμόζεται στις εγχώριες εταιρείες που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα εντός των Νήσων Μάρσαλ (resident domestic corporations)». O εταιρικός τύπος «ΙΝC», ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά του, καθώς και τον τρόπο σύστασης και λειτουργίας του, προσιδιάζει προς τις ανώνυμες εταιρίες του ελληνικού δικαίου, με περισσότερη ευελιξία ως προς τη σύσταση και τον τρόπο λήψης αποφάσεων των οργάνων της. Περαιτέρω, η §48 νμΝΕΕ υπό τον τίτλο «Διαχείριση των εργασιών της εταιρίας» ορίζει τα εξής: «Με την επιφύλαξη των περιορισμών του καταστατικού (articles of incorporation) και του Νόμου αυτού ως προς την πράξη – ενέργεια που εξουσιοδοτείται ή εγκρίνεται (για την οποία απαιτείται εξουσιοδότηση ή έγκριση) από τους μετόχους, όλες οι εταιρικές εξουσίες ασκούνται από ή υπό την επίβλεψη και η επιχειρηματική δραστηριότητα και οι υποθέσεις κάθε εταιρίας διευθύνονται από ένα διοικητικό συμβούλιο. Επίσης, η §62 νμΝΕΕ υπό τον τίτλο «Αξιωματούχοι» ορίζει τα εξής: (1) Διορισμός. Κάθε εταιρία έχει Γραμματέα και μπορεί να έχει τους αξιωματούχους, με όποιους τίτλους και να ονομάζονται, όπως προβλέπεται στο καταστατικό ή τον εσωτερικό κανονισμό. Οι εν λόγω αξιωματούχοι διορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο ή με τον τρόπο που ορίζεται από το καταστατικό ή τον εσωτερικό κανονισμό (8). Καθήκοντα. Όλοι οι αξιωματούχοι μεταξύ τους και με την εταιρία έχουν την εξουσία και εκτελούν τα καθήκοντα σε σχέση με τη διαχείριση της εταιρίας, όπως μπορεί να προβλέπεται στον εσωτερικό κανονισμό ή στο βαθμό που δεν προβλέπεται- από το διοικητικό συμβούλιο» Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η εταιρία τύπου «ΙΝC» μπορεί να ορίζει με το καταστατικό της, με τον εσωτερικό κανονισμό της (bylaws) ή με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου, που συνάδει με τον εσωτερικό κανονισμό, τους τίτλους (π.χ. Πρόεδρος, Διευθυντής, Διευθύνων Σύμβουλος) και τα καθήκοντα των αξιωματούχων της, στα οποία περιλαμβάνεται και η εξουσία εκπροσώπησης της εταιρίας. Με μοναδική εξαίρεση την υποχρέωση της εταιρίας να έχει Γραμματέα, το ως άνω νομοθέτημα δε ρυθμίζει την εξουσία εκπροσώπησης και τα καθήκοντα του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνοντος Συμβούλου, αλλά παραπέμπει για τη ρύθμισή τους στον εσωτερικό κανονισμό της εταιρίας ή την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Εκτός από τον εσωτερικό κανονισμό και την εξουσιοδότηση του διοικητικού συμβουλίου, οι αξιωματούχοι έχουν σχετικά περιορισμένη ενδογενή (inherent) ή κατά τεκμήριο (presumptive) εξουσία. Από τη νομολογία των Δικαστηρίων της Πολιτείας του Ντελαγουέρ γίνεται δεκτό ότι το αξίωμα καθεαυτό απονέμει στον Πρόεδρο την αναγκαία εξουσία να καταρτίζει συμβάσεις που αφορούν στη συνήθη και κανονική λειτουργία της επιχείρησης, οι εξουσίες όμως αυτές είναι περιορισμένες, έτσι ώστε ο Πρόεδρος να μη δύναται, ως εκ της θέσεώς του, να δεσμεύσει την εταιρία σε ασυνήθη ή έκτακτη σύμβαση ή συναλλαγή. A fortiori, παρόμοιοι περιορισμοί περιορίζουν την εξουσία και των άλλων αξιωματούχων. Αλλά αν ένας αξιωματούχος είναι επίσης και γενικός διευθυντής- διευθύνων σύμβουλος, γίνεται δεκτό ότι αυτός κατέχει τις εξουσίες εκείνες του κοινοδικαίου (common law) της θέσης αυτής, που είναι αισθητά ευρύτερες από τις ενδογενείς εξουσίες του Προέδρου ή άλλου αξιωματούχου. Ωστόσο, ακόμη και ένας γενικός διευθυντής – διευθύνων σύμβουλος στερείται της εξουσίας να προβεί σε μία ασυνήθη και έκτακτη σύμβαση. Περαιτέρω, γίνεται δεκτό από τη νομολογία, ότι μία συναλλαγή από έναν μη εξουσιοδοτημένο αξιωματούχο, εκτός της ενδογενούς ή κατά τεκμήριο εξουσίας του, μπορεί μολαταύτα να γίνει αποδεκτή έναντι του τρίτου, αν ήταν εντός της εμφανούς εξουσίας του ή αν εγκρίθηκε από το διοικητικό συμβούλιο ή αν η εταιρία έκανε αποδεκτά και κράτησε τα οφέλη από τη σύμβαση που καταρτίσθηκε από ένα μη εξουσιοδοτημένο στέλεχος ή αν η εταιρία εμποδίστηκε να αρνηθεί την εξουσία του αξιωματούχου. Σε γενικές γραμμές, οι καλόπιστοι τρίτοι που συναλλάχθηκαν με τους αξιωματούχους πιστεύοντας όχι μόνο στην εμφανή αλλά και στην πραγματική τους εξουσία να ενεργούν για λογαριασμό της εταιρίας δεν τιμωρούνται για το παράλογο ή την εξαπάτηση των αξιωματούχων της εταιρίας στη διοίκηση των εσωτερικών της υποθέσεων.
  3. VI. Τέλος, κατά το χρόνο κατάσχεσης εις χείρας τρίτου με εκτελεστό τίτλο διαταγή πληρωμής, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει αν κατά τους όρους του 632 παρ.2 ΚΠολΔ έχει διαταχθεί η αναστολή της εκτέλεσης μέχρις εκδόσεως απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 1996/2014 , ΑΠ 490/2001ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ-αντίθ. Σημ.Ι.Κατρά). Όμως, όπως γίνεται δεκτό στη θεωρία και στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, οι έννομες συνέπειες της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου επέρχονται με την επίδοση κατασχετηρίου εγγράφου στον τρίτο (Μπρίνιας άρθρο 983 ΚΠολΔ), ο οποίος μάλιστα από την κοινοποίηση της κατάσχεσης κατά το άρθρο 984 παρ. 3 ΚΠολΔ  γίνεται μεσεγγυούχος και με τη συντέλεση της ανωτέρω επίδοσης απαγορεύεται η καταβολή του κατασχεμένου, ενώ αποτελεί πρόσθετο στοιχείο του κύρους της κατασχέσεως η επόδοση στον καθ’ού οφειλέτη  (ΜΠΛαρ 535/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης σε περίπτωση που χορηγηθεί με δικαστική απόφαση ή προσωρνή διαταγή αναστολή εκτέλεσης της αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου απαιτήσεων γεννημένων πριν ή και μετά την αναστολή, δε θίγεται η επιβληθείσα κατάσχεση ούτε ανατρέπονται οι έννομες συνέπειες που επέρχονται με την κοινοποίηση του κατασχετηρίου στον τρίτο , απλώς αφ’ής η αναστολή γνωστοποιήθηκε  στον τρίτο, απαγορεύεται κάθε περιατέρω υλική ή νομική πράξη άγουσα στην ικανοποίηση της απαίτησης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 926. παρ.2 ΚΠολΔ  όταν περάσει έτος από την επίδοση της  επιταγής αποκλείεται η αναγκαστική εκτέλεση χωρίς την επίδοση νέας επιταγής, ενώ μετά το πέρας του έτους χωρίς την επίδοση εκ νέου της  επιταγής μόνο τότε είναι άκυρη ανεξάρτητα από βλάβη η επιβληθείσα κατάσχεση.

Εν προκειμένω, η ανακόπτουσα με την υπό κρίση κατ’άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπή της ζητεί για τους αναφερόμενους σε αυτή έξι (6) συνολικά λόγους, να ακυρωθούν: 1) η από 5-1-2017 επιταγή προς πληρωμή που είναι γραμμένη κάτω από το αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθμ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή αυτού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε για απαίτηση του καθ’ού σε βάρος της με την οποία επιτάσσεται να. καταβάλει σε αυτόν τα εκεί αναφερόμενα αναλυτικώς ποσά και 2) το από 16-12017 κατασχετήριο (αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας τρίτου) του καθ’ού εναντίον της και εις χείρας των τραπεζών … Τέλος ζητεί να καταδικασθεί ο καθ’ού στην δικαστική της δαπάνη.Η υπό κρίση ανακοπή, για το παραδεκτό της προκείμενης συζήτησης της οποίας οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων προσκόμισαν τα  υπ’αριθμ…  γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013), όπως αναφέρθηκε ήδη στην υπ’αριθμ. 429/2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος,  παραδεκτώς επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον δικαστηρίου (άρθρο 933 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015)}, σε συνδυασμό με τα άρθρα 14 παρ. 2 και 18 του ιδίου ως άνω Κώδικα, και 51 του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), με την επισήμανση ότι η εκδίκασή της  πρέπει να γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 591 παρ. 6 ΚΠολΔ σε συνδ. με αυτές του άρθρου 933 και 937 παρ.3 ΚΠολΔ ως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, παρά το ότι στην πράξη ορισμού δικασίμου, παρά πόδα της έκθεσης καταθέσεως, η ως άνω ανακοπή φέρεται ως εισαχθείσα κατά την τακτική διαδικασία. Επομένως, αφού έγινε τυπικά δεκτή πρέπει να ερευνηθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις τους και την προσθήκη σ’ αυτές, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων – τα δε ξενόγλωσσα εξ αυτών τα οποία υποβάλλονται σε νόμιμη μεν μετάφραση και έχουν την έγγραφη αποδεικτική ισχύ κατ΄άρθρο 454 ΚΠολΔ και όσα εξ αυτών σε μετάφραση μη επικυρωμένη από αρμόδιο κατά νόμον πρόσωπο  λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται ελεύθερα ως αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΑΠ 1511/2009 ΕΠολΔ 2010.740, ΑΠ 1344/2007 ΝοΒ 2008.905) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Μετά από αίτηση του καθ’ού η ανακοπή εξεδόθη σε βάρος της ανακόπτουσας, εδρεύουσας  Ν. Μ., η υπ’αριθμ. … Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία η ανακόπτουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στον καθ’ου το ισόποσο των 180.000 δολλαρίων ΗΠΑ σε ευρώ σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία κατά την ημέρα πληρωμής, νομιμοτόκως από 11-1-2016, με βάση τα ακόλουθα έγγραφα: α) το νομίμως χαρτοσημασμένο από 15-10-2015 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ του καθ’ού η ανακοπή και του Α. Ε. υπό την ιδιότητα του τελευταίου ως Προέδρου και Διευθυντή της ανακόπτουσας, σύμφωνα με το οποίο, η εν λόγω εταιρεία ως πλοιοκτήτρια του τάνκερ M/… αναγνώρισε χρέος της ύψους 180.000 ευρώ, οφειλόμενο στον καθ’ού ως αμοιβή του για τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης που της παρείχε κατά την αγορά του πλοίου αυτού και β) την από 15-10-2015 βεβαίωση εκπροσωπήσεως (certificate of incumbency), στην οποία αναφέρεται ότι Διευθυντές και Αξιωματούχοι της ανακόπτουσας και ήδη εφεσίβλητης εταιρίας είχαν διοριστεί οι Α. Ε., ως Πρόεδρος/Διευθυντής,ο Γ. Κ., ως Αντιπρόεδρος/Διευθυντής και ο Ε. Φ., ως Γραμματέας/ Ταμίας/Διευθυντής και ότι «η εταιρία εκπροσωπείται αποκλειστικά με πλήρη δύναμη και εξουσία από τον Πρόεδρο Α. Ε.». Κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής η νύν ανακόπτουσα, άσκησε την από 9-12-2016 με  Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.10309/5296/2016 ανακοπή , επί της οποίας  εξεδόθη  αρχικώς η υπ’αριθμ. 1667/2017 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομισθεί νομική πληροφορία για το δίκαιο των Νήσων Μάρσαλ σχετικά με το ζήτημα της εκπροσωπήσεως της ανακόπτουσας και ακολούθως η υπ’αριθμ. 376/2008 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία με βάση τη νομοθεσία των Νήσων Μάρσαλ, κατά αποδοχή του πρώτου λόγου της ανωτέρω ανακοπής, με τον οποίο η ανακόπτουσα ισχυρίσθηκε ότι δεν δεσμεύεται από το προαναφερθέν ιδιωτικό συμφωνητικό διότι ο υπογράφων αυτό Α. Ε. δεν είχε την εξουσία εκπροσωπήσεώς της καθόσον αυτή εκπροσωπείται από Τριμελές Διοικητικό Συμβούλιο, ακύρωσε την υπ΄αριθμ. … Διαταγή Πληρωμής και καταδίκασε τον καθ’ού στα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας ύψους 4.450 ευρώ, χωρίς να εξετάσει τους υπόλοιπους δύο λόγους της ανακοπής, οι οποίοι αναφέρονταν στο ουσία βάσιμο της απαιτήσεως.Επί της ως άνω υπ’αριθμ. 376/2008 οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου,ο καθ’ού η ανακοπή άσκησε την από 20-2-2018 έφεσή του με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ Πρωτοδικείου Πειραιώς : 1895/131/2018 και Γ.Α.Κ./Ε.ΑΚ. Εφετείου Πειραιώς 182/136/2018) , επί της οποίας εξεδόθη η υπ’αριθμ. 750/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς που  εξαφάνισε την ως άνω εκκαλουμένη απόφαση, επαναδίκασε την από 9-12-2016 ανακοπή και την απέρριψε , επικυρώνοντας την υπ’αριθμ. ….Μάλιστα, επειδή το ζήτημα της εκπροσωπήσεως της ανακόπτουσας στοιχειοθετούσε το πρώτο λόγο τόσο της από 9-12-2016 ανακοπής (άρθρου 632 ΚΠολΔ) όσο και της κρινόμενης (άρθρου 933 ΚΠολΔ), το παρόν Δικαστήριο με την υπ’αριθμ. 429/2019 μη οριστική του απόφαση ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης επί αυτής μέχρι την έκδοση της ως άνω υπ’αριθμ. 750/2018 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία σύμφωνα με την νομική σκέψη της υπ’αριθμ. 429/2018 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου αποτελεί κατά τα άρθρα 321, 330 ΚΠολΔ, δεδικασμένο για το παρόν Δικαστήριο ως προς τους λόγους ανακοπής που έκρινε (τελεσιδίκως).

          Ειδικότερα λόγοι της υπό κρίση ανακοπής συνίστανται στο ότι :1) η εκδοθείσα υπ’αριθμ. … διαταγή πληρωμής του δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου δεν είναι νόμιμη διότι εκδόθηκε από τον …, που δεν είχε εξουσία εκπροσώπησης της ίδιας και δεν είχε ληφθεί με απόφαση του Δ.Σ. της για την από μέρους του σύναψη και υπογραφή του από 15-10-2015 συμφωνητικού και ο καθ’ού δεν προσκόμισε νομική πληροφορία  για το εφαρμοστέο σχετικά αλλοδαπό Δίκαιο στον εκδόσαντα της διαταγή πληρωμής Δικαστή (πρώτος λόγος), 2) η αιτία στην οποία στηρίζεται η διατεινόμενη απαίτηση του καθ’ού δεν είναι νόμιμη και υπαρκτή διότι ο καθ’ού δεν παρείχε υπηρεσίες διαμεσολάβησης για να αγοραστεί το πλοίο, δεν είναι μεσίτης και δεν εξέδωσε τιμολόγιο (δεύτερος λόγος), 3) διότι η ανακόπτουσα έχει νόμιμο λόγο άρνησης της καταβολής του οφειλόμενου ποσού, λόγω μη έκδοσης παραστατικού εκ μέρους του καθ’ού ως υποχρεούτο  κατά το άρθρο 1 παρ.1 της Αγορανομικής Διάταξης του Υφυπουργού Ανάπτυξης υπ’αριθμ. Α2-1145/28-12-2012 (τρίτος λόγος ), 4) διότι επικουρικά η αμοιβή του καθ’ού έπρεπε να είναι 20.000 ευρώ (τέταρτος λόγος ),  5) διότι κατά παράβαση της από 23-1-2017 προσωρινής διαταγής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου ότε συζητήθηκε η από 12-1-2017 αίτηση αναστολής , ο καθ’ού κατά παράβαση του άρθρου 983 παρ.2 ΚΠολΔ επέδωσε στην ανακόπτουσα στις 24-1-2017 το από 16-1-2017 κατασχετήριο εις χείρας τρίτου (πέμπτος λόγος ) και 6) διότι εσφαλμένως κατά παράβαση της υπ’αριθμ. 36/22-3-1990 Π.Υ.Σ. ο υπολογισμός των τόκων ύψους 12.268,62 ευρώ που διατάχθηκε να καταβάλει στον καθ’ού με την από 5-1-2017 επιταγή  έγινε σε ευρώ ενώ η οφειλή είναι σε δολλάρια ΗΠΑ (έκτος λόγος ). Εκ των ανωτέρω λόγων , οι πρώτος, δεύτερος, τέταρτος και ο τρίτος λόγω συνάφειας με τον δεύτερο που αφορά την μη έκδοση τιμολογίου συνεπώς ταυτίζεται με το σχετικό σκέλος του δεύτερου λόγου, έχουν ήδη κριθεί τελεσιδίκως με την υπ’αριθμ. 750/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και απερρίφθηκαν ως αβάσιμοι συνεπώς δεσμεύουν με ισχύ δεδικασμένου το παρόν Δικαστήριο. Σημειωτέον ότι η ανακόπτουσα άσκησε κατά της ως άνω τελεσίδικης απόφασης την από 8-1-2019 με  Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 73/7-21-1-2019 αναίρεση, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί στις 13-1-2010 από το Α1 Πολιτικό Τμήμα, πλην όμως κρίνεται παρελκυστικό το υποβληθέν επικουρικώς με τις προτάσεις της ανακόπτουσας αίτημα αναβολής της παρούσας δίκης  ως προς τον πρώτο, δεύτερο και τέταρτο λόγο της ανακοπής, μέχρι εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της ως άνω ασκηθείσας αναιρέσεως καθώς κατά τη διάταξη του άρθρου 321 ΚΠολΔ με ισχύ δεδικασμένου δεσμεύουν οι τελεσίδικες και για το λόγο αυτό στο διατακτικό της υπ’αριθμ. 429/2018 μη οριστικής του απόφασης το παρόν Δικαστήριο ως έχον τη διακριτική ευχέρεια επέλεξε την αναβολή της υπόθεσης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης κι όχι αμετάκλητης απόφασης επί της από 9-12-2016  ανακοπής. Σημειωτέον επίσης ότι λόγω της έκδοσης  της προαναφερθείσας τελεσίδικης απόφασης επί της από 9-12-2016 ανακοπής  και της αναστολής της παρούσας δίκης μέχρι την έκδοση αυτής, καθίσταται άνευ αντικειμένου ο προβληθείς στο πλαίσιο της έκδοσης της υπ’αριθμ. 429/2018 μη οριστικής απόφασης (με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του και με τις από 25-4-2017  προτάσεις του) ισχυρισμός του καθ’ού η ανακοπή, περί εκκρεμοδικίας. Περαιτέρω,στην υπ’αριθμ. 750/2018 (τελεσίδικη) απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Η ανακόπτουσα ιδρύθηκε με την από 23-10-2014 Συστατική Πράξη, σύμφωνα με τον Νόμο για τις Εμπορικές Εταιρίες των Νήσων Μάρσαλ 1990 (Business Corporations Act of the Republic of the Marshall Islands 1990), Διευθυντές δε και Αξιωματούχοι αυτής διορίστηκαν από την ίδρυσή της και διατήρησαν αυτή την ιδιότητα τουλάχιστον μέχρι και το έτος 2017 οι : Α. Ε., ως Πρόεδρος/Διευθυντής,ο Γ. Κ., ως Αντιπρόεδρος/Διευθυντής και ο Ε. Φ., ως Γραμματέας/ Ταμίας/Διευθυντής, οι οποίοι αποτελούσαν το Διοικητικό της Συμβούλιο. Η ανακόπτουσα, κατά το χρόνο εκδόσεως της υπ’αριθμ. … Διαταγής Πληρωμής και της συνάψεως του συμφωνητικού βάσει του οποίου αυτή εξεδόθη, ήταν πλοιοκτήτρια του υπό ξένη (παναμαϊκή) σημαία δεξαμενόπλοιου Caribbean Alliance, τη διαχείρισή του οποίου ασκούσε η μη διάδικος στην παρούσα δίκη αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «G.M.A. MARITIME S.A.», που εδρεύει στη Λιβερία, και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην ημεδαπή με την υπ’ αριθμ. 1241.2758/23055/24-01-1995 κοινή Απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 8/ΤΑΠΣ/06-02-1995 και 155/ΤΑΠΣ/02-08-2005), σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν.89/1967, Ν. 378/1968, 27/1975, 814/1978, 2234/1994, 3752/2009 και 4150/2013. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω στην υπό στοιχείο ΙΙ σκέψη, εφαρμοστέο δίκαιο για τα ζητήματα που ρυθμίζουν την ίδρυση της ανακόπτουσας εταιρείας, που εδρεύει  Ν. Μ., την έναρξη και την έκταση της ικανότητας δικαίου, τη διαχείριση, την αντιπροσωπευτική εξουσία και την ευθύνη των οργάνων της είναι αυτό της καταστατικής έδρας της, δηλαδή το Δίκαιο των Νήσων Μάρσαλ. Περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα και ιδίως από την υπ’ αριθμ. πρωτ. 272/9-10-2017 Νομική Πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, που δόθηκε σε εκτέλεση της υπ’αριθμ. 1667/2017 μη οριστικής αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου και την από 9-11-2017 γνωμοδότηση του δικηγόρου στη Δημοκρατία των Νήσων Μάρσαλ  Raymond E.Simpson και τον από 24-10-2014 εσωτερικό κανονισμό της ανακόπτουσας, τα ζητήματα τα σχετικά με την εταιρεία με τον εταιρικό τύπο «INC», τον οποίο φέρει η ανακόπτουσα  αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο V της παρούσας , ήτοι σύμφωνα με τον ισχύοντα στη Δημοκρατία των Νήσων Μάρσαλ Νόμο περί Εμπορικών Εταιριών του 1990 (νμΝΕΕ), όπως αυτός τροποποιήθηκε, ο οποίος περιλαμβάνεται στο Μέρος Ι του Τίτλου 52 του Αναθεωρημένου Κώδικα των Νήσων Μάρσαλ του 2014 και παραπέμπει στη νομοθεσία και νομολογία της Πολιτείας Ντέλαγουερ (State of Delaware) και των άλλων Πολιτειών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Πλέον συγκεκριμένα , με τον από 24-10-2014 Εσωτερικό Κανονισμό της ανακόπτουσας, που προσκομίζεται με επίκληση από τους διαδίκους σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική , προβλέπονται μεταξύ άλλων- τα ακόλουθα: «Άρθρο ΙΙΙ-  Διευθυντές – Παράγραφος 1.- Αριθμός: Τα θέματα, οι επιχειρησιακές εργασίες και η περιουσία της εταιρείας θα διαχειρίζονται από ένα Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από τουλάχιστον ένα Διευθυντή. Μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτόν τον εσωτερικό κανονισμό, ο αριθμός των Διευθυντών μπορεί να αποφασίζεται είτε από την ψήφο της πλειοψηφίας του συνόλου του Συμβουλίου είτε από την ψήφο των μετόχων. Οι Διευθυντές δεν είναι αναγκαίο να είναι κάτοικοι των Νήσων Μάρσαλ ή μέτοχοι της εταιρείας. Εταιρείες είναι δυνατόν στο βαθμό που επιτρέπεται από το νόμο να εκλέγονται Διευθυντές, Άρθρο V – Αξιωματούχοι – Παράγραφος 1.- Αριθμός και Διορισμός: Το Διοικητικό Συμβούλιο κατά τη διακριτική του ευχέρεια θα προβαίνει σε διορισμό αξιωματούχου ή αξιωματούχων ή ενός Διαχειριστικού Διευθυντή, ή σε όποιο διορισμό θεωρείται αναγκαίος για την εξυπηρέτηση των εταιρικών σκοπών. Συγκεκριμένα και χωρίς να περιορίζεται η γενικότητα του προηγούμενου, το Διοικητικό Συμβούλιο κατά τη διακριτική του ευχέρεια θα μπορεί να διορίζει έναν Πρόεδρο ή/και Αντιπρόεδρο ή/και Γραμματέα ή/και Ταμία ή έναν Διαχειριστικό Διευθυντή και Γραμματέα, ανάλογα με την περίπτωση. Επιπροσθέτως το Διοικητικό Συμβούλιο θα μπορεί να διορίζει όποιον άλλο τέτοιο αξιωματούχο θεωρεί αναγκαίο. Οι αξιωματούχοι μπορεί να είναι οποιασδήποτε εθνικότητας και δεν είναι απαραίτητο να είναι κάτοικοι των Νήσων Μάρσαλ και μπορούν αλλά δεν είναι απαραίτητο να είναι Διευθυντές. Οι αξιωματούχοι των εταιρειών θα είναι φυσικά πρόσωπα με εξαίρεση τον Γραμματέα, ο οποίος μπορεί να είναι εταιρική οντότητα. Το ίδιο φυσικό πρόσωπο μπορεί να κατέχει οποιαδήποτε δύο ή περισσότερα αξιώματα…Παράγραφος 2.- Πρόεδρος ή Διαχειριστικός Διευθυντής: Ο Πρόεδρος ή Διαχειριστικός Διευθυντής θα είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας και θα έχει τη γενική διαχείριση των θεμάτων της εταιρίας μαζί με τις εξουσίες και τα καθήκοντα που συνήθως συνάδουν με το αξίωμα του Προέδρου ή του Διαχειριστικού Διευθυντή, εκτός εάν τεθεί ειδικός περιορισμός σε αυτές με προσήκουσα απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου και θα έχει τέτοιες άλλες εξουσίες και θα εκτελεί όποια τέτοια καθήκοντα που μπορεί να έχουν εκχωρηθεί σε αυτόν από το Διοικητικό Συμβούλιο. Παράγραφος 3.-Αντιπρόεδρος: Κατά τη διάρκεια της απουσίας ή ανικανότητας του Προέδρου να παράσχει και να εκτελέσει τις εξουσίες του, όπως ορίζονται στον παρόντα εσωτερικό κανονισμό ή στη νομοθεσία υπό την οποία η Εταιρεία έχει οργανωθεί, κάθε Αντιπρόεδρος της εταιρείας θα μπορεί να εκτελεί όποια καθήκοντα του απονέμονται από τον Πρόεδρο ή το Διοικητικό Συμβούλιο και όταν έτσι λειτουργεί θα έχει όλες τις εξουσίες και θα υπόκειται σε όλες τις ευθύνες που με το παρόν αποδίδονται ή επιβάλλονται σε τέτοιο Πρόεδρο.Παράγραφος 4.- Ταμίας: Ο Διαχειριστικός Διευθυντής ή αν δεν υπάρχει Διαχειριστικός Διευθυντής, ο Ταμίας θα έχει τη γενική επίβλεψη επί της φροντίδας και επιμέλειας των κεφαλαίων των κινητών αξιών και κάθε άλλου τιμαλφούς της εταιρίας και θα τα καταθέτει αυτά ή θα προκαλεί την κατάθεσή τους στο όνομα της εταιρίας σε τέτοιους παρακαταθέτες, όπως το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να υποδεικνύει, θα εκταμιεύει τα κεφάλαια της εταιρίας, όπως μπορεί να διαταχθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο, θα έχει την επίβλεψη επί όλων των λογαριασμών, όλων των αποδείξεων και εξόδων της εταιρείας, θα αποδίδει, όποτε ζητείται από το Διοικητικό Συμβούλιο, οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας ή θα προκαλεί την απόδοσή τους, θα έχει την εξουσία και θα εκτελεί τα καθήκοντα που συνήθως συνδέονται με το αξίωμα του Ταμία, και θα έχει κάθε άλλου είδους τέτοιες εξουσίες και θα εκτελεί κάθε άλλου είδους τέτοια καθήκοντα, που μπορεί να του ανατεθούν από το Διοικητικό Συμβούλιο, τον Διαχειριστικό Διευθυντή ή τον Πρόεδρο. Παράγραφος 5.-Γραμματέας: Ο Γραμματέας θα ενεργεί ως γραμματέας σε όλες τις συνελεύσεις των μετόχων και του Διοικητικού Συμβουλίου, στις οποίες παρίσταται και θα έχει την επίβλεψη στην παράδοση και επίδοση ειδοποιήσεων της εταιρείας, θα φυλάττει όλα τα εταιρικά έγγραφα και την εταιρική σφραγίδα της εταιρείας, θα έχει την εξουσία να θέτει την εταιρική σφραγίδα σε αυτά τα έγγραφα, των οποίων η εκτέλεση για λογαριασμό της εταιρείας υπό την εταιρική σφραγίδα έχει δεόντως εξουσιοδοτηθεί και όταν γίνεται με αυτόν τον τρόπο μπορεί να βεβαιώνει τα ανωτέρω και θα έχει την εξουσία να εκτελεί όποια καθήκοντα μπορεί να εκχωρηθούν σε αυτόν από το Διοικητικό Συμβούλιο, τους Διαχειριστικούς Διευθυντές ή από τον Πρόεδρο.

Περαιτέρω, απεδείχθη εν προκειμένω ότι , σύμφωνα με την από 23-10-2014 συστατική πράξη της ανακόπτουσας σκοπός της παραπάνω εταιρίας, σύμφωνα με το άρθρο Β, είναι να εμπλέκεται σε οποιαδήποτε νόμιμη πράξη ή δραστηριότητα για τις οποίες οι εταιρείες δύνανται σήμερα ή στο μέλλον να οργανώνονται υπό τον Νόμο για τις Εμπορικές Εταιρείες των Νήσων Μάρσαλ, και χωρίς καθ’ οιονδήποτε τρόπο να περιορίζεται η γενικότητα των παρακάτω, η Εταιρεία θα διαθέτει όλες τις ειδικές δυνατότητες που ορίζονται στο άρθρο 15 του Νόμου για τις Εμπορικές Εταιρείες, και συγκεκριμένα: 1) Να αγοράζει … μηχανοκίνητα πλοία, δεξαμενόπλοια … 10) …κατά καιρούς, δίχως όριο αναφορικά με τα ποσά, να αναλαμβάνει, δημιουργεί, αποδέχεται, εγκρίνει, εκτελεί και εκδίδει γραμμάτια, αξιόγραφα, ομόλογα, χρεόγραφα και άλλα προς διαπραγμάτευση ή όχι αντικείμενα και αποδεικτικά χρέους και να διασφαλίζει τις πληρωμές αυτών και των συμπαρομαρτούντων τόκων . Επίσης αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα ιδρύθηκε από τα προαναφερόμενα μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου, στις 23-10-2014, με σκοπό να αποκτήσει η την πλοιοκτησία του υπό σημαία Μάλτας δεξαμενόπλοιου M.Y Atlantic. Το πλοίο αυτό συμφωνήθηκε να αγοράσει η ανωτέρω εταιρεία αντί τιμήματος 9.400.000 δολλαρίων ΗΠΑ από την εταιρεία TEIDE LLC., βάσει του από 20-12-2014 μνημόνιου συμφωνίας (Memorandum of Agreement, στο εξής ΜΟΑ). Στις διαπραγματεύσεις για τους όρους αγοράς του εν λόγω πλοίου συμμετείχε ο καθ’ού η ανακοπή , ο οποίος, στις 11-11-2014, υπέγραψε με τους μετόχους της μετέπειτα διαχειρίστριας του εν λόγω πλοίου εταιρείας GMA MARITIME S.A. χειρόγραφο σημείωμα , στο οποίο συμφωνήθηκε ως αμοιβή του καθ’ου για τις ανωτέρω υπηρεσίες ποσό 180.000 δολλαρίων ΗΠΑ, καταβλητέο τμηματικά και δη 40.000 δολλάρια ΗΠΑ με την υπογραφή του ΜΟΑ και μετέπειτα σε δόσεις των 25.000 δολλαρίων. Το εν λόγω χειρόγραφο σημείωμα, το οποίο πράγματι ο καθ’ου δεν προσκόμισε στον Δικαστή που εξέδωσε την υπ’αριθμ. … διαταγή πληρωμής αλλά προσκόμισε και στην δίκη στο Εφετείο και στην παρούσα δίκη επί της κρινόμενης ανακοπής, φέρει τις υπογραφές μεταξύ άλλων του προαναφερόμενου Γραμματέα της ανακόπτουσας καθώς και του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής Α. Ε., όπως δεν αρνείται η ανακόπτουσα, ενώ μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ανωτέρω διαχειρίστριας εταιρείας ήταν α) ο Α. Ε., ως Πρόεδρος-Διευθυντής, β) ο Ε. Φ., ως Ταμίας- Διευθυντής και γ) ο Δημήτριος Εμμανουηλίδης, υιός του Αθανάσιου, ως Γραμματέας-Διευθυντής. Ειδικότερα, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανακόπτουσας είχε νομίμως διορισθεί ο Α. Ε. από τις 24-10-2014 έως τουλάχιστον και το έτος 2017. Το ένδικο συμφωνητικό με βάση το οποίο εκδόθηκε η υπ’αριθμ. … Διαταγή Πληρωμής φέρει ημερομηνία 15-10-2015, συνεπώς ο υπογράφων αυτό για λογαριασμό της ανακόπτουσας και υπό την εταιρική σφραγίδα, Α. Ε. είχε κατά την ανωτέρω ημερομηνία την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος συμβούλου της ανακόπτουσας. Ειδικότερη απόφαση του προαναφερόμενου τριμελούς διοικητικού συμβουλίου της ανακόπτουσας που να περιορίζει τις εξουσίες εκπροσωπήσεως του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου ΙΙΙ του ανωτέρω εσωτερικού κανονισμού της ανακόπτουσας δεν απεδείχθη ότι υφίστατο ούτε επικαλείται την ύπαρξή της η ανακόπτουσα. Στο εν λόγω συμφωνητικό, το οποίο υπογράφουν ο καθ’ού και ο προαναφερόμενος Πρόεδρος και Διευθύνων σύμβουλος της ανακόπτουσας συμφωνήθηκαν μεταξύ άλλων αναφορικά με την υφιστάμενη και εκκαθαρισμένη οφειλή στον καθ’ού η ανακοπή της αποκλειστικών συμφερόντων της ανακόπτουσας,  εταιρείας «GMA MARITIME S.A.», που ήταν η  διαχειρίστριας του τάνκερ Μ/Τ Caribbean Alliance, το ποσό ύψους 180.000 US$ ως συμφωνηθείσα αμοιβή του καθ’ού για τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης που παρείχε αυτός για να καταστεί δυνατή η αγορά του εν λόγω πλοίου κι ότι η οφειλόμενη αυτή αμοιβή (180.000 US$) θα καταβληθεί στον καθ’ού από την ανακόπτουσα, η οποία αναγνωρίζει την οφειλή αυτή και αναλαμβάνει αυτή την υποχρέωση καταβολής της σε αυτόν, στο σύνολό της, το αργότερο μέχρι τις 10-1-2016. Συμφωνήθηκε επίσης ότι για οποιαδήποτε διαφορά από το εν λόγω συμφωνητικό αρμόδια συμφωνούνται τα δικαστήρια του Πειραιά και εφαρμοστέο το Ελληνικό Δίκαιο.Τέλος,  το προαναφερόμενο πλοίο αγοράστηκε από την ανακόπτουσα και μετονομάστηκε σε Caribbean Alliance υπό σημαία Παναμά και για την αγορά του η ανακόπτουσα αιτήθηκε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος δάνειο ύψους 5.170.000 δολαρίων ΗΠΑ.

Ενόψει των ανωτέρω προέκυψε ότι ο Α. Ε., ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανακόπτουσας είχε τη γενική διαχείριση και διοίκηση όλων των θεμάτων της εταιρείας μεταξύ των οποίων ήταν κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 10 του καταστατικού της,  η εξουσία να αναγνωρίζει τις οφειλές της και να εκδίδει αντίστοιχα αποδεικτικά έγγραφα, χωρίς ως προς την εξουσία αυτή να προβλέπεται ειδικός περιορισμός από το καταστατικό ούτε να απαιτείται προηγούμενη εξουσιοδότηση ή έγκριση από τους μετόχους. Κατά την υπογραφή δε του από 15-10-2015 συμφωνητικού δεν υπήρχε απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ανακόπτουσας που να περιορίζει την ανωτέρω εξουσία του Διευθύνοντος Συμβούλου κι επομένως, νομίμως αυτός εκπροσώπησε με την ανωτέρω ιδιότητά του την ανακόπτουσα κατά την υπογραφή του εν λόγω συμφωνητικού και δέσμευσε αυτή θέτοντας την υπογραφή του υπό την εταιρική σφραγίδα. Το χρέος που αναγνωρίστηκε με αυτό το συμφωνητικό αφορά δραστηριότητα της ανακόπτουσας εταιρείας απολύτως εντασσόμενη στους καταστατικούς σκοπούς αυτής, δεν τη δεσμεύει υπέρμετρα ούτε αποτελεί ασυνήθιστη και έκτακτη σύμβαση, αφού συνδέεται άμεσα με την επίτευξη του εταιρικού της σκοπού (αγορά του πλοίου). Εξάλλου δεν εκτέθηκαν από την ανακόπτουσα πραγματικά περιστατικά που να στοιχειοθετούν δυσανάλογα υπέρμετρη- όπως ισχυρίζεται η ίδια -μεσιτική αμοιβή, ώστε βάσιμα να αιτείται την μείωσή της κατά το άρθρο 707 ΑΚ. Όπως άλλωστε κρίθηκε από την ως άνω υπ’αριθμ. 750/2018 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η σύμβαση αυτή φέρει, κατά το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, τον χαρακτήρα της αιτιώδους αναγνωρίσεως χρέους, ως το περιεχόμενό της ερμηνεύεται  σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη,κατά  τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙV νομική σκέψη της παρούσας. Τούτο διότι με την εν λόγω σύμβαση αναγνώρισε η ανακόπτουσα το χρέος που η ίδια ως κυρία του ανωτέρω πλοίου είχε έναντι του καθ’ού που μεσολάβησε για την αγορά του και συμμετείχε στις σχετικές διαπραγματεύσεις, ανεξαρτήτως του ότι στις διαπραγματεύσεις αυτές φαίνεται ότι συμμετείχε και η προαναφερόμενη μετέπειτα διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου αυτού, η οποία εξάλλου, όπως προαναφέρεται, διοικείται κατά πλειοψηφία από τα ίδια πρόσωπα με την ανακόπτουσα. Η εν λόγω σύμβαση αιτιώδους αναγνωρίσεως χρέους δημιουργεί αυτοτελή ενοχή της ανακόπτουσας εταιρείας, ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (καθόσον από το περιεχόμενό της πρόδηλον καθίσταται ότι η βούληση των συμβαλλομένων ήταν να καταβάλει η εταιρεία στον αντισυμβαλλόμενό της την οφειλόμενη κατά τα ανωτέρω αμοιβή του. Ακόμα, όμως, και στην περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι ο Α. Ε. δεν ενήργησε κατά την υπογραφή του ανωτέρω συμφωνητικού εντός της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας, αυτό δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί, σύμφωνα με το προαναφερόμενο εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο, κατά του καλόπιστου τρίτου που συναλλάχθηκε μαζί του και δη κατά του καθ’ού η ανακοπή καθόσον, στην προκειμένη περίπτωση, ο Α. Ε. ενήργησε εντός της εμφανούς εξουσίας του και συνεπώς εύλογα ο καθ’ού είχε την πεποίθηση ότι ο Α. Ε. εκπροσωπούσε και δέσμευε την εταιρεία (ανακόπτουσα) με την τεθείσα υπό την εταιρική σφραγίδα υπογραφή του με την ανωτέρω ιδιότητά του αφού, με την ιδιότητα αυτή (Πρόεδρος/Διευθυντής), αναγραφόταν ο τελευταίος τόσο στο καταστατικό και τον εσωτερικό κανονισμό της ανακόπτουσας όσο και στη βεβαίωση εκπροσωπήσεως αυτής με ημερομηνία 15-10-2015 (η οποία συνόδευε την αίτηση για την έκδοση της Διαταγής Πληρωμής) αλλά και στη μεταγενέστερη, με ημερομηνία 10-2-2016 βεβαίωση εκπροσωπήσεως, που προσκομίζει η ανακόπτουσα. O προαναφερόμενος δε εσωτερικός κανονισμός της ανακόπτουσας περιέχει στο άρθρο V παρ. 2 διάταξη , η οποία ρητά ορίζει ότι ο Πρόεδρος της εταιρείας είναι και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής (Chief executive officer), με όλες τις εξουσίες που συνεπάγεται αυτό του το αξίωμα, στις οποίες σαφώς περιλαμβάνεται η εξουσία εκπροσωπήσεως της εταιρείας κατά την κατάρτιση συμβάσεων εντασσομένων στις συνήθεις δραστηριότητες αυτής (εταιρείας), όπως είναι η ένδικη σύμβαση. Το ότι δε ο εσωτερικός κανονισμός της ανακόπτουσας και το καταστατικό της δεν προσκομίσθηκαν από τον καθ’ού η ανακοπή –αιτούντα την έκδοση της υπ’αριθμ. … διαταγής πληρωμής ως έγγραφα για την έκδοσή της, εκτός του ότι δεν αποτελεί παράλειψη σχετικής υποχρέωσης εκ μέρους αυτού ουδόλως επηρέασε την βασιμότητα της απαίτησης για την οποία εξεδόθη η υπ’αριθμ … διαταγή πληρωμής, απορριπτομένου ως αβάσιμου του σχετικού ισχυρισμού της ανακόπτουσας. Ομοίως η μη προσκομιδή από τον αιτούντα –καθ’ού η ανακοπή του  προαναφερόμενου Μ.Ο.Α. και του από 11-11-2014 χειρογράφου σημειώματος στο πλαίσιο της έκδοσης της ως άνω διαταγής πληρωμής, ουδόλως επέδρασε στις νόμιμες προϋποθέσεις έκδοσης και βασιμότητας αυτής, πολλώ δε μάλλον στη βασιμότητα της ανακοπτόμενης με την παρούσα επιταγής προς πληρωμή, απορριπτομένων ως αλυσιτελώς προβληθέντων και σε κάθε περίπτωσηως  αβασίμων των αντίθετων ισχυρισμών της ανακόπτουσας. Αντιθέτως προσκομίσθηκε από αυτόν και γίνεται ρητή μνεία στην διαταγή πληρωμής , η από 15-10-2016 βεβαίωση εκπροσώπησης της ανακόπτουσας από τον Αθανάσιο Εμμανουλίδη, η οποία δεν προσβλήθηκε ως πλαστή από την ανακόπτουσα. Επίσης αλυσιτελώς και σε κάθε περίπτωση, χωρίς να κλονίζει την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, περί της ως άνω εκπροσωπήσεως της ανακόπτουσας από τον … δυνάμει της από 15-10-2016 βεβαίωσης, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι σε άλλη υπόθεση (για την οποία εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 336/2016 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εξεδόθη μετά από την από 8-8-2016 αίτηση της συζύγου του Α.Εμμανουηλίδη, Αναστασίας κατά της ανακόπτουσας) στην σχετική από 10-2-2016 βεβαίωση ο Α. Ε. δεν προβαίνει σε βεβαίωση αποκλειστικής εκπροσώπησης της ανακόπτουσας από αυτόν .

Όπως επομένως απεδείχθη και έκρινε και η δεσμεύουσα ως προς τις παραδοχές της υπ’αριθμ. 750/2018 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς,η οποία απέρριψε  την από 9-12-2016 ανακοπή και επικύρωσε την υπ’ αριθ. … Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο Α. Ε. ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της  ανακόπτουσας εταιρείας είχε την εξουσία να εκπροσωπήσει αυτήν κατά την κατάρτιση της ανωτέρω συμβάσεως αναγνωρίσεως χρέους . Με τις παραδοχές αυτές, η ως άνω τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, απέρριψε ως αβάσιμο τον  πρώτο λόγο ανακοπής με τον οποίο η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε τα αντίθετα, ήτοι ότι ο προαναφερόμενος Α. Ε. δεν είχε εξουσία εκπροσωπήσεως αυτής κατά την κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως και ως απαράδεκτους τον δεύτερο και τρίτο λόγων της από 9-12-2016 ανακοπής, με τους οποίους η ανακόπτουσα αφενός αρνήθηκε την αιτία του χρέους που αναγνωρίστηκε με την ένδικη σύμβαση ισχυριζόμενη ότι ο καθ’ού δεν παρέσχε υπηρεσίες διαμεσολάβησης για την αγορά του πλοίου αφετέρου αμφισβήτησε το ύψος της αμοιβής του καθού αιτούμενη τη μείωσή της στο ποσό των 20.000 δολλαρίων ΗΠΑ, δεδομένου ότι και σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, η ένδικη σύμβαση βάσει της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ … διαταγή πληρωμής φέρει τον χαρακτήρα αιτιώδους αναγνωρίσεως του χρέους της ανακόπτουσας έναντι του καθ’ού, με συνέπεια η ανακόπτουσα να μη μπορεί πλέον να προτείνει αντιρρήσεις κατά της κύριας αιτίας (αμοιβή του καθ’ού για τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης που παρείχε για την αγορά του ανωτέρω πλοίου κυριότητας της ανακόπτουσας). Εφόσον δε με το συμφωνητικό αυτό καθορίσθηκε και το ύψος της οφειλής (αμοιβής του καθού), δεν επιτρέπεται η επάνοδος των μερών στο ύψος της οφειλής, αφού το ύψος εκείνου που αναγνωρίσθηκε με την αιτιώδη αναγνώριση είναι το εξ αυτής  οφειλόμενο. Κατ’αυτεπάγγελτη δε έρευνα (άρθρο 332 ΚΠολΔ) του (παρόντος) Δικαστηρίου, λαμβάνοντας υπόψην το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ’αριθμ. 750/2018  ως άνω τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, και την ισχύ δεδικασμένου που έχει αποκτήσει η υπ’αριθμ. … διαταγή πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 633  παρ.2 ΚΠολΔ, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της από 9-12-2016 ανακοπής κατά αυτής, δε μπορεί να  αμφισβητηθεί η  δια αυτής βεβαιωμένη απαίτηση ούτε με την κρινόμενη ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 16/1996, ΑΠ 1214/2015,ΑΠ 856/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 933 παρ.4 ΚΠολΔ, και επομένως οι πρώτος, δεύτερος, τέταρτος και ο τρίτος λόγω συνάφειας με τον δεύτερο που αφορά την μη έκδοση τιμολογίου συνεπώς ταυτίζεται με το σχετικό σκέλος του δεύτερου λόγου, που προτάθηκαν ήδη ως λόγοι ανακοπής και στην από 9-12-2016 ανακοπή κατά της υπ’αριθμ. … διαταγής πληρωμής, τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ειδικότερα,όπως ήδη προαναφέρθηκε οι ως άνω λόγοι  συνίστανται στο ότι :1) η εκδοθείσα υπ’αριθμ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου δεν είναι νόμιμη διότι εκδόθηκε από τον …, που δεν είχε εξουσία εκπροσώπησης της ίδιας και δεν είχε ληφθεί με απόφαση του Δ.Σ. της για την από μέρους του σύναψη και υπογραφή του από 15-10-2015 συμφωνητικού (πρώτος λόγος), 2) η αιτία στην οποία στηρίζεται η διατεινόμενη απαίτηση του καθ’ού δεν είναι νόμιμη και υπαρκτή διότι ο καθ’ού δεν παρείχε υπηρεσίες διαμεσολάβησης για να αγοραστεί το πλοίο, δεν είναι μεσίτης και δεν εξέδωσε τιμολόγιο (δεύτερος λόγος), 3) διότι η ανακόπτουσα έχει νόμιμο λόγο άρνησης της καταβολής του οφειλόμενου ποσού, λόγω μη έκδοσης παραστατικού εκ μέρους του καθ’ού ως υποχρεούτο  κατά το άρθρο 1 παρ.1 της Αγορανομικής Διάταξης του Υφυπουργού Ανάπτυξης υπ’αριθμ. Α2-1145/28-12-2012 (τρίτος λόγος ), 4) διότι επικουρικά η αμοιβή του καθ’ού έπρεπε να είναι 20.000 ευρώ (τέταρτος λόγος ),  κρίθηκαν ήδη με ισχύ δεδικασμένου και τυγχάνουν αβάσιμοι, παρελκομένης της εξέτασης του ισχυρισμού του καθ’όύ περί καταχρηστικότητας αυτών. Όσον δε αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της κρινόμενης ανακοπής, ότι ο καθ’ού δεν προσκόμισε νομική πληροφορία  για το εφαρμοστέο σχετικά αλλοδαπό δίκαιο στον εκδόσαντα της διαταγή πληρωμής Δικαστή, προκύπτει ότι ο ισχυρισμός αυτός της ανακόπτουσας αλυσιτελώς προβάλλεται εν προκειμένω διότι η προσκομιδή της  αλλοδαπής νομοθεσίας από τον αιτούντα την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν αποτελεί υποχρέωση του καθ’ού ούτε αποτελεί θετική ή αρνητική προϋπόθεση εκ των περιοριστικών αναφερομένων στις διατάξεις των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ έκδοσης διαταγής πληρωμής κι ως εκ τούτου να καθιστά άκυρο τη διαταγή πληρωμής ως εκτελεστό τίτλο. Ειρήσθω δε εκ του περισσού , ότι πλέον της ως άνω ήδη απόρριψής του ως αβασίμου, αλυσιτελώς προβάλλεται ως λόγος ανακοπής και ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας περί νόμιμου λόγου άρνησης καταβολής εκ μέρους της εξαιτίας μη έκδοσης παραστατικού εκ μέρους του καθ’ού , διότι η παράλειψη αυτή συνιστά καθαρά φορολογική παράβαση και  ουδόλως επηρεάζει την βασιμότητα της σχετικής αξίωσης του καθ’ού για καταβολή, πολλώ δε μάλλον δε συνιστά βάσιμο λόγο ανακοπής του 933 ΚΠολΔ που να επηρεάζει τις ανακοπτόμενες πράξεις εκτέλεσης.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην υπό στοιχείο VI νομική σκέψη της παρούσας, απορριπτέος ως νόμω αλλά και ουσία αβάσιμος τυγχάνει και ο πέμπτος λόγος της υπό κρίση ανακοπής, που,- όπως και ο έκτος λόγος-, το πρώτον προβάλλεται με αυτήν και συνίσταται στο ότι κατά παράβαση του άρθρου 983 παρ.2 ΚΠολΔ και της από 23-1-2017 προσωρινής διαταγής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου που ανέστειλε την εκτέλεση της υπ’αριθμ. … διαταγής πληρωμής μέχρι την έκδοση απόφασης επί της από 12-1-2017 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 358/53/2017  αίτησης αναστολής , ο καθ’ού επέδωσε στην ανακόπτουσα στις 24-1-2017 το από 16-1-2017 κατασχετήριο εις χείρας τρίτου ,ήτοι κατά τη διάρκεια της αναστολής εκτέλεσης και μετά την παρέλευση του οκταημέρου επίδοσης σε αυτήν από την επίδοση στις τρίτες τράπεζες, εις χείρας των οποίων επεβλήθη η αναγκαστική εκτέλεση κι ως εκ τούτου μη γενόμενης της επίδοσης ως προβλέπει η προαναφερόμενη διάταξη ότι κατέστη άκυρη η  επιβληθείσα με το από κατασχετήριο κατάσχεση εις χείρας των τρίτων τραπεζών …). Πλέον συγκεκριμένα, ο καθ’ού σε εκτέλεση της υπ’αριθμ. … διαταγής πληρωμής, επέδωσε το από 16-1-2017 κατασχετήριο εις χείρας των τρίτων τραπεζών … εκθέσεις επίδοσης, αντίστοιχα, του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά Η. Δ.Α.) και στην ανακόπτουσα οφειλέτιδα στις 24-1-2017, ήτοι εντός της απώτατης οκταήμερης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 983 παρ.2 ΚΠολΔ ότι πρέπει από την επίδοση στον τρίτο να γίνει η επίδοση και στον οφειλέτη, η οποία αρχίζει από την επομένη της από 17-1-2017 επίδοσης (άρθρο 144 ΚΠολΔ). Κατά το χρόνο δε της από 17-1-2017 επίδοσης του κατασχετηρίου στις τρίτες ως άνω Τράπεζες, δεν ίσχυε η αναστολή της από 23-1-2014 προσωρινής διαταγής, η οποία έπαυσε στις 20-3-2017 ότε δημοσιεύθηκε η υπ’αριθμ. 541/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που απέρριψε την από 16-1-2017 αίτηση αναστολής της ανακόπτουσας ενώ δεν παρήλθε ένα (1) έτος από την επίδοση της επιταγής που να έλαβε χώρα άλλη πράξη εκτέλεσης ώστε να χρειάζεται επίδοση νέας επιταγής για το έγκυρο της επιβληθείσας εκτέλεσης. Επομένως τα όσα περί του αντιθέτου διαλαμβάνεται η ανακόπτουσα με τον σχετικό (πέμπτο) λόγο της υπό κρίσης ανακοπής της τυγχάνουν απορριπτέα ως νόμω και σε κάθε περίπτωση ουσία αβάσιμα.

Τέλος, απορριπτέος καταρχάς ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας  και ελλείψεως εννόμου συμφέροντος και σε κάθε περίπτωση ως νόμω αβάσιμος τυγχάνει ο τελευταίος (έκτος) λόγος της υπό κρίση ανακοπής που αφορά στον ισχυρισμό της ανακόπτουσας ότι  εσφαλμένως κατά παράβαση της υπ’αριθμ. 36/22-3-1990 Π.Υ.Σ. ο υπολογισμός των τόκων ύψους 12.268,62 ευρώ που διατάχθηκε να καταβάλει στον καθ’ού με την από 5-1-2017 επιταγή  έγινε σε ευρώ ενώ η οφειλή είναι σε δολλάρια ΗΠΑ. Ειδικότερα, δεν εκτίθεται στο δικόγραφο της ανακοπής σε ποιο ποσό θα ανερχόταν το ύψος των οφειλόμενων τόκων και δη αν αυτό θα ήταν μικρότερο κατά την ισχύουσα ισοτιμία ευρώ-δολαρίου Η.Π.Α. από το επιδικασθέν σε ευρώ ποσό αυτών,ώστε να προκύπτει το έννομο συμφέρον της ανακόπτουσας να πλήξει το εν λόγω κονδύλιο με λόγο ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ (βλ.σχετ. ΕφΠειρ 98/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) .Σε κάθε περίπτωση  η επικαλούμενη διάταξη αφορά οφειλές που καταβάλλονται σε συνάλλαγμα ενώ με την ανακοπτόμενη από 5-1-2017 επιταγή προς πληρωμή του αντιγράφου εκ πρώτου απογράφου της υπ’αριθμ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επιτάχθηκε η ανακόπτουσα να καταβάλει στον καθ’ού η ανακοπή σε ευρώ το ισόποσο κατά την ημερομηνία πληρωμής 180.000 δολαρίων ΗΠΑ για επιδικασθέν κεφάλαιο, το οποίο κατά την ως άνω ημερομηνία νομισματική ισοτιμία ανέρχεται ομοίως σε ευρώ και συγκεκριμένα στο ύψος των 171.346,98 ευρώ. Εξάλλου και στην ΑΠ 948/2006 που επικαλείται και προσκομίζει η ανακύπτουσα ως σχετικό 32 με τις προτάσεις της, προκειμένου να στοιχειοθετήσει τον σχετικό ισχυρισμό της, ρητώς αναφέρεται στο σκεπτικό  της  ότι η εν λόγω Π.Υ.Σ. είναι εφαρμοστέα σε  κάθε είδους ενοχή προκύπτει υποχρέωση καταβολής στην Ελλάδα ξένου νομίσματος περίπτωση συνεπώς που δεν συντρέχει εν προκειμένω, όπως προαναφέρθηκε. Κατ’επάλληλη δε σκέψη του Δικαστηρίου, εξακολουθεί να ισχύει η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ , η οποία δεν καταργήθηκε ούτε αντικαταστάθηκε από την προαναφερόμενη Π.Υ.Σ.,  σύμφωνα με την οποία προβλέπεται ότι, ελλέιψει αντίθετης συμφωνίας, όταν πρόκειται για χρηματική παροχή σε ξένο νόμισμα πληρωτέο στην Ελλάδα  ο οφειλέτης δικαιούται να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την ισοτιμία κατά το χρόνο  και τόπο πληρωμής κι εν προκειμένω δεν επικαλείται τέτοια συμφωνία η ανακόπτουσα ούτε απεδείχθη ότι υπήρξε είτε για το επιδικασθέν κεφάλαιο είτε για την παρεπόμενη του κεφαλαίου αξίωση των οφειλομένων τόκων.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς έρευνα, πρέπει η ένδικη από 6-2-2017 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :1440/697/9-2-2017 ανακοπή να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη, η δε δικαστική δαπάνη των διαδίκων θα πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ τους λόγω του ιδιαίτερα δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 180 παρ. 3, 189 παρ.1 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων την από 6-2-2017 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :1440/697/9-2-2017 ανακοπή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ένδικη  ανακοπή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους  στις                     2019.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ