Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

 

 

Αριθμός απόφασης

3102/ 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :199/104/10-1-2019 έφεση)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 5η Μαρτίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

            Των εκκαλούντων : 1) Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, εκπροσωπείται νόμιμα και στερείται Α.Φ.Μ. στην Ελλάδα, 2) … του … και της …, κατοίκου … με Α.Φ.Μ. … και 3) … του … και της …, κατοίκου … με Α.Φ.Μ. …,που (άπαντες) παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Αρτέμιδος Γιανναρά (Α.Μ. ΔΣΑ : 14232) βάσει δηλώσεως κατ’άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

             Της εφεσίβλητης : Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …,νόμιμα εκπροσωπείται και παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Σταυρούλας Γεωργαλιού (Α.Μ. ΔΣΑ :35261).

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 7-7-2017 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 6885/172/7-7-2017) αγωγή της κατά των εκκαλούντων και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμόν 514/2018 οριστική απόφασή του, δέχθηκε την ανωτέρω αγωγή. Ήδη οι εκκαλούντες με την από 9-11-2018 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 11144/263/9-11-2018 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς) έφεσή τους προσβάλλουν την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :199/104/10-1-2019, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν ως προαναφέρεται και οι πληρεξούσιες δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Οι εκκαλούντες άσκησαν την από 9-11-2018 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 11144/263/9-11-2018 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς) έφεσή τους κατά της υπ΄αριθμόν 514/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων κατά  την τακτική διαδικασία επί της από 7-7-2017 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 6885/172/7-7-2017) αγωγής της εφεσίβλητης εναντίον τους και δέχθηκε την αγωγή, επιβάλλοντας τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας ύψους τριακοσίων (300) ευρώ σε βάρος των εναγομένων (νυν εκκαλούντων). Η ένδικη έφεση, ασκήθηκε νομότυπα με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση και την κατάθεση του σχετικού παραβόλου σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 495 παρ.1 Αα ΚΠολΔ (βλ. το υπ’αριθμ. … e-παράβολο με τη συνημμένη από 8-11-2018 επιβεβαίωση επιτυχούς εκτέλεσης πληρωμής της τράπεζας …)και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1,511, 516 παρ.2, 517, 518 παρ.2,520 παρ.1 ΚΠολΔ) (οι εκκαλούντες επικαλούνται ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης από την εφεσίβλητη στους εκκαλούντες, που προσδιόρισαν και την έφεση πλην όμως δεν προσκομίζουν την σχετική έκθεση επίδοσης), κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :199/104/10-1-2019, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο. Επομένως η ένδικη έφεση νόμιμα φέρεται στο Δικαστήριο αυτό προς εκδίκαση (άρθρο 19 ΚΠολΔ) κατά την ίδια (τακτική) διαδικασία και θα πρέπει να εξετασθεί κατ’εφαρμογή του άρθρου 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της.

Εν προκειμένω, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την αγωγή της εξέθετε ότι η ίδια εδρεύει στο … ασχολούμενη κατ’επάγγελμα με την διεξαγωγή τεχνικών επιθεωρήσεων και επισκευών σε σωστικά μέσα πλοίων και την πώληση σωστικών εφοδίων και ανταλλακτικών σε πλοία . Ότι η πρώτη εναγομένη είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία, που εδρεύει κατά το καταστατικό της στη … αλλά η πραγματική της έδρα βρίσκεται στον Πειραιά, όπου και λαμβάνονται όλες οι εταιρικές της αποφάσεις, παρότι δεν έχει λάβει άδεια εγκατάστασης, είναι επικεφαλής ευρύτερου ομίλου υπεράκτιων ναυτιλιακών εταιρειών ως μητρική εταιρεία κι ότι δια των θυγατρικών της εταιρειών ότι ασκούσε μέχρι πρότινος την εκμετάλλευση για δικό της όφελος και λογαριασμό ενός στόλου 8 ποντοπόρων πλοίων μεταξύ των οποίων και  του υπό σημαίας … φορτηγού πλοίου «…». Ότι κυρία του ως άνω πλοίου τύγχανε μέχρι τον Δεκέμβριο του 2015 η αλλοδαπή εξωχώρια ναυτιλιακή εταιρεία «….», της οποίας ιδιοκτήτρια του μετοχικού κεφαλαίου ήταν η πρώτη εναγομένη-μητρική εταιρία , η οποία και την ήλεγχε καθότι η ως άνω κυρία ήταν μονοβάπορη ευκαιρίας χωρίς πραγματική συναλλακτική  δράση και ότι τύποις διαχειρίστρια του ως άνω πλοίου τύγχανε μέχρι τον Δεκέμβριο του 2015 η συσταθείσα κατά το δίκαιο της Λιβερίας ναυτιλιακή εταιρεία «….», η οποία διατηρεί νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο στον … κατά το Ν 27/1975 στην ίδια διεύθυνση με την πρώτη εναγομένη. Περαιτέρω  ότι ο δεύτερος εναγόμενος είναι ιδρυτής του Ομίλου εταιρειών … στον οποίο ανήκει η πρώτη εναγομένη ως μητρική εταιρεία και κυρίαρχος εταίρος, διευθυντής και βασικός μέτοχος της πρώτης εναγομένης καθώς και ότι η τρίτη εναγομένη είναι από τον  Οκτώβριο του 2016  Πρόεδρος του Δ.Σ., γενική διευθύντρια και νόμιμη εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης , της οποίας υπήρξε επί χρόνια διευθύντρια Ότι σε εκτέλεση σύμβασης έργου (επιθεώρησης) και πώλησης, που αυτή κατήρτισε με την πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα κατόπιν αιτήματος αυτής για οικονομική προσφορά προς την ενάγουσα που η τελευταία αποδέχθηκε,  (η ενάγουσα) πραγματοποίησε κατά το χρονικό διάστημα από τις 15 έως και τις 17 Ιουνίου 2015 στο λιμάνι … σειρά εργασιών επιθεωρήσεως σωστικών μέτρων και πώλησε –παρέδωσε επί του πλοίου «…», τα παραγγελθέντα από αυτήν ανταλλακτικά, που αναλυτικώς αναφέρονται στα υπ’αριθμ …/28-6-2015 και …/11-8-2015 ενσωματωμένα στην αγωγή τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και πώλησης, συνολικής αξίας 3800 και 7.860 δολαρίων ΗΠΑ αντίστοιχα. Ότι το αναγραφόμενο στα άνω τιμολόγια τίμημα των εργασιών επιθεώρησης σωστικών μέσων και των πωληθέντων ανταλλακτικών συμφωνήθηκε να της καταβάλει η πρώτη εναγομένη εντός προθεσμίας 30 ημερών από την έκδοση των αντίστοιχων τιμολογίων .Τέλος, ότι παρότι η ίδια εκπλήρωσε προσηκόντως τις συμβατικές της υποχρεώσεις η πρώτη εναγόμενη-συμβληθείσα στη σύμβαση στο δικό της όνομα και για λογαριασμό της- της κατέβαλε  έναντι της ως άνω οφειλής της στις 8-4-2016 το ποσό των 2.000 δολαρίων ΗΠΑ, παραμένοντος ανεξόφλητου του υπόλοιπου οφειλόμενου ποσού ύψους 9.660 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό παρά τις οχλήσεις της ενάγουσας και της υποσχέσεις της πρώτης εναγομένης περί εξόφλησης. Επικαλούμενη ότι η αντισυμβαλλόμενή της πρώτη εναγομένη εδρεύει σύμφωνα με το καταστατικό της στις …  αλλά η πραγματική της έδρα βρίσκεται στον … στη συμβολή των …, όπου ασκείται η διοίκησή της από τον δεύτερο εναγόμενό της –κυρίαρχο μέτοχο και την τρίτη εναγομένη-νόμιμη εκπρόσωπό της , ως εκ τούτου ότι λειτουργεί ως εν τοις πράγμασι Ο.Ε. καθώς για την ίδρυσή της δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ιδρύσεώς της  κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο για τις ανώνυμες εταιρείες που προσομοιάζει  η ίδια ως limited κι επομένως ότι ευθύνονται για τις έναντι των τρίτων οφειλές της πρώτης εναγομένης αλληλεγγύως και εις ολόκληρον και οι δεύτερος και τρίτη εξ αυτών ως ομόρρυθμα μέλη της  σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ.1 και 258 παρ.3 του Ν.4072/2012 για την εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος της ανωτέρω σύμβασης έργου και πωλήσεως, το οποίο έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο, με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζήτησε κυρίως με βάση τη σύμβαση έργου και πώλησης , άλλως κατά της διατάξεις περί αναγνώρισης και αναδοχής χρέους, άλλως και επικουρικώς κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και άλλως και επικουρικότερα κατά τις διατάξεις περί εφοπλισμού –κατόπιν παραδεκτής με τις προτάσεις της τροπής του αγωγικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό-να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι προς τούτο άπαντες εις ολόκληρον, να της καταβάλουν, για το τίμημα της ως άνω συμβάσεως, το ισόποσο με την ισοτιμία κατά το χρόνο της κατάθεσης της αγωγής σε ευρώ των 9.660 δολαρίων Η.Π.Α.,ήτοι το ποσό των 8.500,80 ευρώ άλλως με την ισοτιμία κατά το χρόνο πληρωμής  των επίδικων τιμολογίων, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση των τριάντα (30) ημερών από την έκδοση κάθε τιμολογίου (δήλη ημέρα) και μέχρις εξοφλήσεως, και να καταδικασθούν στην δικαστική της δαπάνη και αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της. Με την υπ’αριθμ 514/2018 (εκκαλουμένη) οριστική του απόφαση το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού δίκασε την ως άνω αγωγή κατ’αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία, εφαρμόζοντας το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, δέχθηκε την αγωγή ως παραδεκτή, νόμω βάσιμη  κατά τις διατάξεις περί πώλησης και της ευθύνης των εναγομένων κατά τις διατάξεις περί της εν τοις πράγμασι ομόρρυθμης εταιρείας (όπως προκύπτει από την παράθεση των σχετικών άρθρων στο σκεπτικό της) και ουσία βάσιμη, αναγνώρισε ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να καταβάλουν στην ενάγουσα ως υπόλοιπο το τίμημα της ως άνω συμβάσεως έργου και πωλήσεως, το ισόποσο με την ισοτιμία κατά το χρόνο της κατάθεσης της αγωγής σε ευρώ των 9.660 δολαρίων Η.Π.Α.,ήτοι το ποσό των 8.500,80 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, και επέβαλε στους εναγόμενους τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας , τα οποία όρισε στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονούνται οι εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσής του, για λόγους που στο σύνολό τους ανάγονται σε μη ορθή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων χωρίς αιτιολογία και ζητούν να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή να απορριφθεί.

Ι. Κατά το άρθρο 10 ΑΚ η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του, όπως και επί μέρους ζητήματα, όπως η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η δι­αχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως «έδρα» νοείται στη διάταξη αυτή η πραγματική και όχι η καταστατική, δηλαδή ο τόπος, όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, δηλαδή ο τόπος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Διάφορη εκδοχή θα καθιστούσε συνδετικό στοιχείο, για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, τη θέληση (επιλογή) των ενδιαφερομένων. Η λύση αυτή, ενώ υιοθετείται προκειμένου περί συμβατικών ενοχών (βλ. ΑΚ 25), δεν αρμόζει προκειμένου να κριθεί η σύσταση και λειτουργία του νομικού προσώπου. Τούτο γιατί αυτό αποτελεί υποκείμενο δικαίου, δηλαδή ενεργεί όχι μόνο μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, όπως η συμβατική ενοχή, αλλά έναντι όλων, ώστε η σύσταση, τα όργανα και η εν γένει δράση του ενδιαφέρουν τους τρίτους και τις συναλλαγές όπως είναι οι μέτοχοι της εταιρίας, αλλά και οι δανειστές αυτής και ενδεχομένως τον έλεγχο της εταιρίας από το Κράτος της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου. Επί πλέον το συνδετικό στοιχείο της θέλησης των ιδρυτών (καταστατική έδρα) θα κατέληγε στον παραμερισμό, στην εγχώρια έννομη τάξη, κανόνων δημοσίας τάξεως που είναι αντίθετο στη θεμελιώδη αρχή του άρθρου 3 ΑΚ (ΠΠΠειρ 4525/2014 TNΠ ΝΟΜΟΣ).Ενόψει των ανωτέρω σκέψεων η θεωρία της πραγματικής έδρας κρατεί απολύτως στη νομολογία (Ολ ΑΠ 2/1999, 461/1978) και στη θεωρία. Αντίθετο δεν προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 48 (πρώην 58) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης που ορίζει, ότι “οι εταιρείες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός Κράτους-μέλους και οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Κοινότητας εξομοιώνονται, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, προς τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπήκοοι των κρατών-μελών”. Τούτο γιατί η διάταξη προϋποθέτει, ότι πρόκειται για άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης εγκαταστάσεως εταιρίας μέσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα που είναι εγγυημένη από τα άρθρα 43 και 48 της Συνθ ΕΕ. Δεν ισχύει  όμως τούτο, όταν πρόκειται για εταιρία συνεστημένη σύμφωνα με το δίκαιο Κράτους εκτός της ΕυρωπαϊκήςΕνώσεως, η οποία επιθυμεί να έχει την πραγματική της έδρα σε Κράτος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Από την διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ συνάγεται επίσης ότι αλλοδαπές  εταιρίες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί συμφώνως προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρίες του αντιστοίχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν υπό το σχήμα ομορρύθμων εταιριών εν τοις πράγμασι και οι εταίροι τους ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρίας συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 Ν. 4072/2012 (ΟλΑΠ 2/2003 ΕΕμπΔ ΝΔ 60, ΑΠ 803/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απόκλιση δε από τον θεσπιζόμενο με το άρθρο 10 ΑΚ κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου εισάγεται : α) με το άρθρο 24 παρ. 3 εδ. 2 της κυρωθείσας με το Ν. 2893/1954 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας της 3 Αυγούστου 1951 μεταξύ Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, σύμφωνα με το οποίο εταιρίες που η σύστασή τους έγινε δυνάμει του νόμου και κανονισμών που ισχύουν μέσα στο έδαφος καθενός από τα συμβαλλόμενα Μέρη, θα θεωρούνται εταιρίες του Μέρους τούτου και θα αναγνωρίζεται η νομική τους υπόσταση μέσα στα εδάφη του άλλου Μέρους και β) με το άρθρο 1 του Ν. 791/1978, σύμφωνα με το οποίο ναυτιλιακές εταιρίες, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων (με εξαίρεση αυτές που είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες σκαφών αναψυχής) υπό ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 (που έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 28 του Ν. 814/1978, τροποποιηθεί με το άρθρο 75 παρ. 5 του Ν. 1892/1920 και αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 4 του Ν. 2234/1994) ή των Α.Ν. 89/1967  και 378/1968, διέπονται ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της Χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το Καταστατικό τους η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Η εφαρμογή των διατάξεων τούτων του άρθρου 1 του Ν. 791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρίες, πλοιοκτήτριες πλοίων με ξένη σημαία,  εφόσον τα πλοία τους διαχειρίζονται γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, όπως αντικαταστάθηκε ως άνω. Οι παραπάνω αναφερθείσες δύο περιπτώσεις αποτελούν εξαιρετικό δίκαιο κατ΄ απόκλιση του άρθρου 10 ΑΚ, όπως η έννοιά του προσδιορίσθηκε παραπάνω, αφού ρητά συνδέουν την ικανότητα δικαίου αυτών στην  Ελλάδα με το δίκαιο της χώρας της καταστατικής έδρας τους (ΟλΑΠ 2/2003 ό.π.).

ΙΙ. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 70 του ΑΚ, που ορίζει ότι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο που διοικεί το Νομικό Πρόσωπο υπο­χρεώνουν το Νομικό Πρόσωπο, καθιερώνεται ως βασική αρχή του Δικαίου των Νομικών Προσώπων, η περιουσιακή αυτοτέλεια αυτών έναντι των μελών τους και αντιστρόφως, η οποία και αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους. Όπως δε ήδη προαναφέρθηκε, κατά το άρθρο 10 ΑΚ , αν διαπιστωθεί ότι μία Ναυτιλιακή Εταιρία που φέρεται ως αλλοδαπή δεν υπάγεται στη ρύθμιση του Ν. 791/1978 και βρίσκεται στην Ελλάδα χωρίς να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ιδρύσεώς της (συστάσεως και δημοσιότητας) που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο για το συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εν λόγω εταιρία είναι άκυρη και θεωρείται ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρία (Ολ ΑΠ 2/2003 ό.π., Ολ. ΑΠ 2/1999 ό.π., Ολ. ΑΠ 461/1978, ΝοΒ 27, 211, ΑΠ 335/2001 ό.π., ΑΠ 261/2001 ό.π., ΕφΠειρ 161/ 2003 ό.π.) και εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή το Δίκαιο της πραγματικής της έδρας, δηλαδή το ελληνικό, όχι μόνο ως προς την ικανότητα δικαίου, αλλά και ως προς το σύνολο των σχέσεων που διέπουν την όλη λειτουργία της, δηλαδή και ως προς τη διαχείριση και την εν γένει λειτουργία της, την αντιπροσωπευτική εξουσία, την ευθύνη των οργάνων του Νομικού Προσώπου, τη λύση και την εκκαθάρισή του (ΕφΠειρ 849/2004, ΕΝαυτΔ 2005/26). Επομένως, στην περίπτωση αυτή αφενός εφαρμόζεται ειδικότερα και η διάταξη του άρθ. 22 ΕμπΝ, κατά την οποία οι εταίροι ευθύνονται αλληλέγγυα και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις της Εταιρίας (ΑΠ 1205/2001, ΕλλΔ/νη 43, 135, ΕφΠειρ 269/2016, ΕφΠειρ 549/2006,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το δίκαιο της πραγματικής έδρας της, δηλαδή το ελληνικό, σε όλη την έκτασή του και ειδικότερα όχι μόνο ως προς την ικανότητα δικαίου, αλλά και ως προς το σύνολο των σχέσεων που διέπουν την όλη λειτουργία της, δηλαδή και ως προς τη διαχείριση και την εν γένει λειτουργία της, την αντιπροσωπευτική εξουσία, την ευθύνη των οργάνων και των εταίρων της κ.τ.λ. Επομένως, εφαρμόζεται ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 22 ΕμπΝ, κατά την οποία οι ομόρρυθμοι εταίροι, οι αναφερόμενοι στο καταστατικό της εταιρείας έγγραφο, ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για όλες τις υποχρεώσεις της εταιρείας, αν και υπογεγραμμένες από ένα των συνεταίρων, υπό την εταιρική όμως επωνυμία. Εξάλλου ο εταιρικός τύπος “Limited” που συνοδεύει συχνά τις επωνυμίες των αλλοδαπών εταιριών προσομοιάζει με την ανώνυμη εταιρία του ελληνικού δικαίου (βλ. την 355/1979 νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, ΕΝΔ 11, 311) και συνεπώς, εφόσον δεν έχουν τηρηθεί οι όροι του Ν 2190/1920, μια τέτοια εταιρία είναι μεν άκυρη ως ανώνυμη εταιρία κατά την ελληνική έννομη τάξη, αποτελεί όμως “εν τοις πράγμασι” προσωπική ή αφανή εταιρία (ΑΠ 1352/2002 ΕλΔ 43,1662, ΕφΠειρ 277/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Ρόκας, Εμπορικές εταιρίες Β` έκδοση, σελ. 112, ίδιος, Το Δίκαιο των Προσωπικών Εταιριών, ό.π. παρ. 2 ΙΙΙ, σελ. 53-57).Περαιτέρω, για τη θεμελίωση της πιο πάνω ευθύνης των ομόρρυθμων εταίρων, που εντάσσεται στην κατηγορία της ex lege ευθύνης, απαιτείται να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) Η ύπαρξη εταιρείας, στην έννοια της οποίας υπάγεται και η «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρεία, δηλαδή εκείνη για την οποία δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας και έχει αναπτύξει δημόσια δράση, εμφανιζόμενη ως εμπορική στις σχέσεις της με τρίτους. β) Η ύπαρξη εταιρικής ιδιότητας και εταιρικής υποχρεώσεως. Στην περίπτωση αλλοδαπής εταιρείας που θεωρείται ως ομόρρυθμη εταιρεία «εν τοις πράγμασι», λογίζονται ως εταίροι οι μέτοχοι και τα μέλη της διοικήσεώς της. Και γ) Η ύπαρξη εταιρικών υποχρεώσεων, στην έννοια των οποίων περιλαμβάνονται όχι μόνο οι δικαιοπρακτικές, αλλά και οι εξωδικαιοπρακτικές υποχρεώσεις της εταιρείας, δηλαδή υποχρεώσεις από αδίκημα ή άλλο γενεσιουργό λόγο (ΑΠ 261/2001 ΕΝαυτΔ 29.202, ΕφΠειρ 277/2005 ΔΕΕ 2005.685, Ν. Ρόκα, Το Δίκαιο των Προσωπικών Εταιριών, εκδ. 2001, §7, αριθμ. 9, 13, 18, 22, 23, 24, όπου και παραπομπές στη νομολογία). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 18, 19, 22 του ΕμπΝ και 748 παρ.1, 749 παρ.1, 754 παρ. 1, 756, 760 και 724 του ΑΚ, όπως εκείνες περί ομόρρυθμης εταιρίας ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με τα άρθρα 249-270 του ν. 4072/2012, προκύπτει ότι στις προσωπικές εταιρίες, όπως η ομόρρυθμη, η εξουσία (και το καθήκον) διαχειρίσεως είναι συνδεδεμένη με την εταιρική ιδιότητα και για τον λόγο αυτό δεν μπορεί η διαχείριση να ανατεθεί με το καταστατικό ή μεταγενέστερη απόφαση των εταίρων σε τρίτο, ως επιτρεπτώς συμβαίνει με τις κεφαλαιουχικές εταιρίες. Μόνοι οι απεριορίστως ευθυνόμενοι ομόρρυθμοι εταίροι μπορούν να είναι διαχειριστές και εκπρόσωποι της ομόρρυθμης εταιρίας, κατ’ αποκλεισμό τρίτου προσώπου. Σημειωτέον ότι με σύμβαση εντολής μπορεί να ανατεθεί από εταίρους σε τρίτο μη εταίρο η διεξαγωγή και ενέργεια κάποιων διαχειριστικών πράξεων, χωρίς όμως αυτός να γίνεται διαχειριστής της ομόρρυθμης εταιρίας κατά την έννοια του νόμου, ούτε όργανο του νομικού προσώπου αυτής, ώστε να έχει επ’ αυτού εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 68 εδ. 4 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία στα όργανα εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την αντιπροσώπευση και την εντολή. Αντίθετα, την ιδιότητα αυτή διατηρούν οι ομόρρυθμοι εταίροι της εταιρίας, με δικαίωμα παράλληλα διαχειρίσεως και εκπροσωπήσεως αυτής (βλ. ΟλΑΠ 13/1997 ΕλλΔνη 1997 771, ΑΠ 1896/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1374/2013 ΕΕμπΔ 2013 836, ΕφΠειρ 151/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον δε ότι κατά την αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 22 ΕμπΝ οι ομόρρυθμοι συνέταιροι, οι αναφερόμενοι στο καταστατικό της εταιρίας έγγραφο, υπόκεινται αλληλεγγύως σε όλες τις υποχρεώσεις της εταιρίας, αν και υπογεγραμμένες από ένα συνέταιρο, υπό την εταιρική όμως επωνυμία.

IΙΙ. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 ΚΙΝΔ (ν. 3816/1959) προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε, όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται, να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος δι’ εαυτόν πλοίον ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου από αυτόν, που γίνεται στο λιμάνι νηολογήσεως του πλοίου από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου, αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσόμενων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, διότι σε περίπτωση ελλείψεως της δηλώσεως τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο για ίδιο λογαριασμό είναι, δηλαδή, πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη). Συνήθης μορφή ναυτιλιακής επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι περαιτέρω και εκείνη που ο επιχειρηματίας, μη θέλοντας να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά σπουδαίως και όχι εικονικώς μία ή περισσότερες εταιρείες στην ημεδαπή ή αλλοδαπή, για την εκμετάλλευση των πλοίων για δικό τους λογαριασμό, είτε άμεσα, είτε με την ανάθεση της διαχειρίσεως των πλοίων τους σε άλλη εταιρεία που προϋπάρχει ή ιδρύεται για το λόγο αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά κατά κανόνα και της διαχειρίστριας εταιρείας, διατηρεί το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που συμμετέχει συνήθως στη διοίκησή τους και το οποίο έτσι κερδοσκοπεί έμμεσα, ως αποκλειστικός μέτοχος, με την απόληψη κερδών και την οικονομική ανάπτυξη της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή, με την προεκτεθείσα έννοια, στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο επιχειρηματία, που έχοντας συνάμα και την ιδιότητα του αποκλειστικού μετόχου, ελέγχει ή διοικεί την πλοιοκτήτρια ή και τη διαχειρίστρια. Στην περίπτωση αυτή ό,τι ακριβώς δεν θέλει να έχει και δεν έχει ο εν λόγω επιχειρηματίας είναι η βούληση της εκμεταλλεύσεως του πλοίου (άμεσα) για λογαριασμό του (ΑΠ 683/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχειρίσεως πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανιστεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α)Οι συμβάσεις τεχνικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και τη στελέχωση του πλοίου. Και β) Οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναυλώσεως, της εισπράξεως των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σχετικά το …. (..) δημοσίευσε το έτος 1988 ειδικό τύπο συμβάσεως για τη διαχείριση πλοίων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, τον διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει τη συναίνεσή του όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξή τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση που συνδέει τον διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπός του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, αυτός ενέχεται απέναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον, συνεπώς, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έτσι, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικά με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπός του (ΕφΠειρ 269/2016 ό.π., ΕφΠειρ 497/2013 ΔΕΕ 2013.824), έχει δε προσωπική ευθύνη μόνο όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114,  ΕφΠειρ 5/2012 Πειρ Νομ 2012.168, όπου και παρατηρήσεις Σ. Κουμάνη, 468/2011 ΕΝΔ 2011.). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος, κατ’ άρθρο 105§1 ΚΙΝΔ, εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομά του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου (Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 2005, § 28, σελ. 137). Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από τον διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος ευθύνεται προς τους δανειστές του. Τέλος, τα πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1.500 κόρους, νηολογούνται συνήθως στην Ελλάδα ως κεφάλαια εξωτερικού (άρθρο 1 ν.δ. 2687/1953) και ανήκουν τις πιο πολλές φορές σε αλλοδαπές εταιρείες, δηλαδή εταιρείες που έχουν συσταθεί με βάση το δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας και έχουν, σύμφωνα με το καταστατικό τους, την έδρα τους σ’ αυτήν (άρθρο 1 ν.791/1978). Τη διαχείριση και αντιπροσώπευση των πλοίων των εταιρειών αυτών συνήθως έχει αλλοδαπή εταιρεία, που έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28  ν. 814/ 1978) ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968 (ΕΠ 77/2008 οπ. π., Α. Αντάπαση, Εκμετάλλευση του πλοίου από τον τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, εισήγηση στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου με θέμα «Η προστασία των ναυτικών δανειστών», εκδ. Δ.Σ.Π., 1994, σελ. 437 επόμ. και ιδίως σελ. 443-449, Λ. Αθανασίου, Η σύμβαση διαχείρισης εταιρίας – Management Contract, ΕλλΔνη 45.973 επόμ.).

ΙV. Aπό τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (καθου η αίτηση – παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (των λεγομένων μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσεως, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Επίσης, η ως άνω νομιμοποίηση είναι διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και γι’ αυτό εξετάζεται (και) αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και κατά συνέπεια η έλλειψη της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Έτσι, ενόψει της φύσεως της νομιμοποιήσεως ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων για τη θεμελίωση της νομιμοποιήσεως, αν και έχει συνήθως την μορφή ενστάσεως, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσεως της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος και φέρει το σχετικό βάρος της αποδείξεως, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν, όπως προαναφέρθηκε, με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσεως του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξη της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη λόγω ελλείψεως (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά το δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Πάντως, τα θεμελιωτικά, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει ν’ αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής (βλ. ΑΠ 339/2010 ΧρΙΔ 2011 206, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002 1680, ΕφΘεσ 424/2010 ΕΠολΔ 2011 109).

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται εκ νέου στην παρούσα δίκη και ειδικότερα της υπ’αριθμ. …/10-11-2017 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα αποδείξεως, …, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που εξετάσθηκε επιμελεία της ενάγουσας κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων (βλ τις υπ’αριθμ. … και …/7-7-2017 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, …) της υπ’αριθμ. …/17-11-2017 κοινής ένορκης βεβαίωσης των μαρτύρων ανταποδείξεως,  … και …, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που εξετάσθηκε επιμελεία των εναγομένων κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ την υπ’αριθμ. …/14-11-2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, …) και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως επαναπροσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ασχέτως αν μνημονεύονται ή όχι ειδικά σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ),αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα (νυν εφεσίβλητη), εδρεύει στο … και ασχολείται κατ’επάγγελμα με την διεξαγωγή τεχνικών επιθεωρήσεων και επισκευών σε σωστικά μέσα πλοίων και την πώληση σωστικών εφοδίων και ανταλλακτικών σε πλοία. Η πρώτη εναγομένη είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία (με αρχική επωνυμία «…»), που εδρεύει κατά το καταστατικό της στη … και παρότι δεν έχει λάβει άδεια εγκατάστασης γραφείου στην Ελλάδα κατά τις διατάξεις των Α.Ν. 378/1968 και των  Ν. 27/75, 814/1978, 2234/1994 και 4150/2013 (βλ. την από 9-12-2016 υπ’αριθμ.πρωτ. …/2016) βεβαίωση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής), η πραγματική της έδρα βρίσκεται στον Π…, στη συμβολή των οδών …, όπου και λαμβάνονται όλες οι εταιρικές της αποφάσεις. Η πραγματική έδρα της πρώτης εναγομένης προκύπτει από τις προσκομιζόμενες και μη αμφισβητούμενες ως προς τα αναφερόμενα σε αυτές από τους εναγομένους (νυν εκκαλούντες) εκθέσεις επίδοσης της αγωγής,  όπου βεβαιώνεται ότι τις παρέλαβε η αρμόδια προς τούτο υπάλληλος της πρώτης εναγομένης … στα γραφεία της πρώτης εναγομένης στην ως άνω διεύθυνση στον Π…. Μάλιστα η εν λόγω αρμόδια προς ην η επίδοση για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης και μάρτυρας ανταποδείξεως υπάλληλος της πρώτης εναγομένης, είναι Οικονομική Διευθύντρια αυτής, ως αναφέρεται  στο προσκομιζόμενο από τους εναγόμενους από 13-5-2016 πρακτικό συνεδρίασης επιτροπής ελέγχου με αριθμό 14 ενώ στην ιστοσελίδα της πρώτης εναγόμενης (σχετικό 23 έγγραφο της ενάγουσας) αναφέρεται ότι ήταν Προϊσταμένη του Οικονομικού τμήματος –επικεφαλής του λογιστηρίου της πρώτης εναγομένης από τον Φεβρουάριο του 2010 μέχρι τον Ιούνιο του 2015. Ομοίως αναφέρεται ότι η πρώτη εναγομένη εδρεύει στην ως άνω διεύθυνση στο από 9-3-2016 συμφωνητικό μεταβίβασης μετοχών της προς τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία «…». Επίσης από το προσκομιζόμενο από τους ίδιους του εναγομένους ως σχετικό 6 και  από τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα ως σχετικά 19-23, ήτοι από τα επικυρωμένα αντίγραφα της ηλεκτρονικής ανάρτησης της πρώτης εναγομένης στην επίσημη ιστοσελίδα της , τη σχετική αναφορά της στη βάση δεδομένων …  και το επίσημο επιστολόχαρτό της αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη δηλώνει ως έδρα της στον ….. την ως άνω διεύθυνση  … και ως στοιχεία επικοινωνίας ελληνικούς τηλεφωνικούς αριθμούς (Τηλ:+… και Φαξ : …) καθώς κι ότι έχει προσωπικό μεταξύ των οποίων οι μάρτυρες απόδειξης … και … και διαρθρωμένα τμήματα (Οικονομικό Τμήμα, Τμήμα Λογιστηρίου κ.ά.). Αντίθετη κρίση δεν μπορεί να προκύψει από το ότι η πρώτη εναγομένη μέχρι και τον Οκτώβριο του 2016 διατηρούσε γραφείο και στο … στα πλαίσια λειτουργίας θυγατρικής της  «….» , ενώ , από την επισκόπηση της εκκαλουμένης προκύπτει ότι αβασίμως οι εκκαλούντες αναφέρουν ότι η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη διατηρεί γραφεία στο …  από τον Ιούλιο του 2016.  Επομένως σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας η πρώτη εναγομένη ως «limited» προσομοιάζει στον τύπο της ανώνυμης εταιρείας, όμως είναι άκυρη ως τέτοια διότι δεν έχει συσταθεί νόμιμα, ήτοι δεν έχει καταστατικό που να έχει καταρτιστεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο,  να έχει εγκριθεί από τον αρμόδιο Υπουργό και να έχει δημοσιευθεί (άρθρα 37, 40 Εμπ.Ν, 4 ν.2190/1920),επομένως τυγχάνει έγκυρη ως εν τοις πράγμασι Ο.Ε. Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι η πρώτη εξ αυτών είναι πολυμετοχική δημόσια εταιρεία (public)συμμετοχών (holding) και για τις σημαντικές αποφάσεις διοίκησης της εταιρείας απαιτείται απόφαση του Δ.Σ. της, που συνεδριάζει στις ΗΠΑ, αλυσιτελώς προβάλλεται καθότι όπως απεδείχθη η πρώτη εναγομένη είναι άκυρη ως Α.Ε. και έγκυρη ως εν τοις πράγμασι Ο.Ε. , διοικούμενη και ευθυνόμενη ομού με τα ομόρρυθμα μέλη της, ενώ ουδόλως απεδείχθη ότι αυτή υπήρξε εταιρεία χαρτοφυλακίου υπό την έννοια του Ν. 791/1978. Αντιθέτως, όπως θα αναφερθεί ειδικότερα κατωτέρω, απεδείχθη ότι αυτή ενήργησε η ίδια ως συνήθης ναυτιλιακή εταιρεία κι όχι εκπροσωπούμενη από τις διαχειρίστριες εταιρείες- θυγατρικές της … …. και …., που διατηρούν εγκατεστημένα γραφεία στην Ελλάδα. Αλυσιτελώς επίσης, αορίστως και σε κάθε περίπτωση αναπόδεικτα, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η πρώτη εναγομένη «δεν είναι πάντοτε μόνη μέτοχος σε πλοιοκτήτριες εταιρείες…Υπάρχουν περιπτώσεις όπου μέτοχος της μονοβάπορης εταιρείας είναι τρίτα πρόσωπα μη έχοντα ουδεμία μετοχική ή άλλη σχέση με την α’από εμάς…». Περαιτέρω, απεδείχθη ότι η πλειοψηφία των μετοχών της πρώτης εναγομένης ανήκει στον δεύτερο εναγόμενο-ιδρυτή του Ομίλου εταιρειών … ,στον  οποίο επικεφαλής είναι η πρώτη εναγομένη και σε αυτή (την πρώτη εναγομένη) κυρίαρχος-βασικός μέτοχος, είναι ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος μέχρι τον Οκτώβριο του 2016 είχε και τις ιδιότητες του Προέδρου του Δ.Σ. και του Διευθύνοντος Συμβούλου της (πρώτης εναγομένης), ότε τον διαδέχθηκε η τρίτη εναγομένη. Πλέον συγκεκριμένα, η πρώτη εναγομένη είναι επικεφαλής του ως άνω Ομίλου ως μητρική εταιρεία μεταξύ άλλων και εξωχώριων ναυτιλιακών εταιρειών και δια των θυγατρικών της αυτών εταιρειών ασκούσε την εκμετάλλευση για δικό της όφελος και λογαριασμό ποντοπόρων πλοίων μεταξύ των οποίων και  του υπό σημαίας … φορτηγού πλοίου «…»,νηολογίου …  με IMO 8811792  και ΔΔΣ V7YV7. Κυρία του εν λόγω πλοίου τύγχανε μέχρι τον Δεκέμβριο του 2015 η αλλοδαπή εξωχώρια ναυτιλιακή εταιρεία «….», το μετοχικό κεφάλαιο της οποίας ανήκε στην πρώτη εναγομένη-μητρική εταιρία, η οποία και την ήλεγχε και η οποία (η ως άνω κυρία του πλοίου) δεν προκύπτει ότι ανέπτυξε συναλλακτική δράση τουλάχιστον κατά το επίδικο χρονικό διάστημα καθ’ό μέρος αφορά το ως άνω πλοίο. Επιπλέον διαχειρίστρια του ως άνω πλοίου -χωρίς όμως στην επίδικη περίπτωση να προκύπτει ότι πράγματι άσκησε διαχειριστικά καθήκοντα -ήταν μέχρι τον Δεκέμβριο του 2015 η συσταθείσα κατά το δίκαιο της Λιβερίας ανήκουσα στον ίδιο Όμιλο με την εναγομένη εταιρεία «….», η οποία διατηρεί νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο στον …κατά το Ν 27/1975 από το 2010  (βλ. την υπ’αριθμ. πρωτ…./16-6-2016 βεβαίωση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής) στην ίδια διεύθυνση με την πρώτη εναγομένη και το γραφείο της στην Ελλάδα εκπροσωπείται από τον δεύτερο εναγόμενο.

Υπό τις ως άνω ιδιότητές τους, η ενάγουσα κατήρτισε με την πρώτη εναγομένη κατόπιν του από Ιούνιο 2015 αιτήματος της τελευταίας για οικονομική προσφορά προς την πρώτη (ενάγουσα) διαδοχικές συμβάσεις έργου (επιθεώρησης) και πώλησης, στις οποίες συμβλήθηκαν ως εργοδότρια και πωλήτρια η ενάγουσα και ως εργολάβος και αγοράστρια η πρώτη εναγομένη. Σε εκτέλεση των συμβάσεων αυτών η ενάγουσα,  πραγματοποίησε κατά το χρονικό διάστημα από τις 15 έως και τις 17 Ιουνίου 2015 στο λιμάνι … σειρά εργασιών επιθεωρήσεως σωστικών μέτρων και πώλησε –παρέδωσε επί του πλοίου «…», τα παραγγελθέντα από την πρώτη εναγομένη ανταλλακτικά, που αναλυτικώς αναφέρονται  αντίστοιχα, στο μεν υπ’αριθμ …/28-6-2015 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών και πώλησης, συνολικής αξίας 3.800 δολαρίων ΗΠΑ (που  σημειωτέον απευθύνεται στην πρώτη εναγομένη στην έδρα της στον … ,όπως και τα από 15-6-2015 και 17-6-215 δελτία παράδοσης και το υπ’αριθμ. πιστοποιητικό …  επιθεώρησης  όπου αναφέρουν την πρώτη εναγομένη ως πελάτη) και στο υπ’αριθμ. …/11-8-2015 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών και πώλησης, συνολικής αξίας 7.860 δολαρίων ΗΠΑ. Τα εν λόγω τιμολόγια ενσωματώνονται στην ένδικη αγωγή και ουδείς των διαδίκων αμφισβητεί το είδος και την αξία των παρεχόμενων υπηρεσιών και εμπορευμάτων. Μεταξύ άλλων τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν και ανεγράφη η συμφωνία τους στα ως άνω τιμολόγια, ότι το αναγραφόμενο τίμημα των εργασιών επιθεώρησης σωστικών μέσων και των πωληθέντων ανταλλακτικών θα είναι καταβλητέο εντός προθεσμίας 30 ημερών από την έκδοση των τιμολογίων.   Περαιτέρω, η πρώτη εναγομένη-αντισυμβαλλομένη στις ως άνω συμβάσεις ανεπιφύλακτα παρέλαβε τα ως άνω παραγγελθέντα ανταλλακτικά, όπως προκύπτει από τα ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα μηνύματα με ημερομηνίες από 31-3-2016 εως 28-4-2016 (σχετ.17 της ενάγουσας-εφεσίβλητης) της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας  που αντελλάγησαν μεταξύ των αρμόδιων προς τούτο εκπροσωπούντων την ενάγουσα και την πρώτη εναγομένη φυσικών προσώπων , μηνύματα στα οποία  η πρώτη εναγομένη αναγνώρισε την οφειλή ως δική της και υποσχέθηκε να την εξοφλήσει άμεσα. Επίσης η ενάγουσα εξέδωσε τα υπ’αριθμ. … και … Πιστοποιητικά Επιθεώρησης προς την πρώτη εναγομένη, τα οποία αφορούσαν την επιθεώρηση επί του σταθερού συστήματος CO2 του μηχανοστασίου και της φουσκωτής σωσίβιας σχεδίας του πλοίου, που πραγματοποίησε. Σημειωτέον ότι οι προαναφερόμενες πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια του ως άνω πλοίου, ουδόλως αναμίχθηκαν στη διαπραγμάτευση,  στη συμφωνία και στην κατάρτιση οιασδήποτε των ανωτέρω συμβάσεων, τις οποίες αποκλειστικά διαπραγματεύθηκε και κατήρτισε με την ενάγουσα η πρώτη εναγομένη, όπως προκύπτει και από τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα σε ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που αντελλάγησαν μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης, ως εκπροσωπούνταν από τα αρμόδια προς τούτο φυσικά πρόσωπα κατά το διάστημα 5-6-2015 ως 28-8-2015  (σχετ.15 της ενάγουσας-εφεσίβλητης).  Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι τα επίδικα τιμολόγια έχουν εκδοθεί σε χρέωση της ως άνω πλοιοκτήτριας και έχουν αποσταλεί στη διεύθυνση της ως άνω διαχειρίστριας του πλοίου με τη φροντίδα (_c/o ) κι ότι στις σχετικές παραγγελίες ρητώς αναφέρεται ότι προκειμένου τα τιμολόγια να γίνουν αποδεκτά θα πρέπει να έχουν εκδοθεί σε συγκεκριμένο δικαιούχο, ήτοι την πλοιοκτήτρια είναι μεν βάσιμος πλην όμως το μόνο που αποδεικνύει είναι ότι ο μόνος ρόλος που είχαν η πλοιοκτήτρια και η  διαχειρίστρια του πλοίου ήταν η αναφορά της επωνυμίας τους στα τιμολόγια. Εφόσον δε, θα είχαν πραγματική δικαιοπρακτική βούληση και συμβολή στις ένδικες συμβάσεις θα είχαν συμβληθεί οι ίδιες σε αυτές τόσο κατά το διαπραγματευτικό στάδιο όσο και κατά τη σύναψή τους στο όνομά τους και για λογαριασμό τους πολλώ δε μάλλον θα προέβαιναν στην πληρωμή έστω και μέρους της οφειλής τους. Εξάλλου στα  προαναφερόμενα ηλεκτρονικά μηνύματα και εν γένει σε κάθε επικοινωνία της με την ενάγουσα , η πρώτη εναγομένη δεν κάνει καμία αναφορά  ότι ενεργεί για λογαριασμό άλλου, αντιθέτως  συναλλάσσεται στο πλαίσιο της ναυτικής διεύθυνσης και εκμετάλλευσης του εν λόγω πλοίου ,στο δικό της όνομα , δίδοντας παραγγελίες και εξοφλώντας τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του πλοίου υπό τη διεύθυνση και τον έλεγχο του δευτέρου εναγομένου , εκπροσωπούμενη κατά το ένδικο διάστημα τόσο από αυτόν (τον δεύτερο εναγόμενο) και ακολούθως και από την τρίτη εναγομένη, όπως θα αναφερθεί ειδικότερα κατωτέρω. Αντίθετος συλλογισμός, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο IΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, θα οδηγούσε στη σύγχυση των τρίτων περί του πραγματικού οφειλέτη τους και στη παραβίαση της αρχής αυτοτέλειας κάθε νομικού προσώπου, με απώτερη συνέπεια τη δημιουργία ανασφάλειας στις συναλλαγές και αβεβαιότητα δίκαιου. Μάλιστα και οι μάρτυρες των εναγομένων στην υπ’αριθμ. …/2017 κοινή ένορκη βεβαίωσή τους ανέφεραν ότι οι δύο ως άνω εταιρίες έχουν μοναδική μέτοχο την πρώτη εναγομένη κι ότι η τιμολόγηση γίνεται πάντα στο όνομα των πλοιοκτητριών. Περαιτέρω, παρότι η ενάγουσα εκπλήρωσε προσηκόντως τις συμβατικές της υποχρεώσεις κι δη υπό τις οδηγίες της πρώτης εναγομένης  , όπως δεν αμφισβητούν οι εναγόμενοι η πρώτη εναγόμενη-συμβληθείσα στη σύμβαση στο δικό της όνομα και για λογαριασμό της- της κατέβαλε  έναντι της ως άνω οφειλής της στις 8-4-2016 το ποσό των 2.000 δολαρίων ΗΠΑ, παραμένοντος ανεξόφλητου του υπόλοιπου οφειλόμενου ποσού ύψους 9.660 δολαρίων ΗΠΑ,το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό με την παρέλευση 24 μηνών από την έκδοση τους παρά τις οχλήσεις της ενάγουσας και της υποσχέσεις της πρώτης εναγομένης περί εξόφλησης. Αναπόδεικτος δε τυγχάνει ο πρωτοδίκως προβληθείς και επαναφερθείς με τις  παρούσες συνημμένες πρωτόδικες προτάσεις κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ ισχυρισμός των εναγομένων ότι όποιες πληρωμές έγιναν, έγιναν από την πρώτη εξ αυτών προς την ενάγουσα στο πλαίσιο εσωτερικού δανεισμού των θυγατρικών εταιρειών του Ομίλου.

Όσον δε αφορά την εκπροσώπηση της πρώτης εναγομένης και την ευθύνη του δεύτερου και της τρίτης εναγομένης για την καταβολή του οφειλόμενου τιμήματος στην ενάγουσα λεκτέα είναι τα εξής: Ο δεύτερος εναγόμενος, ενώ συνομολογεί ότι είναι Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της πρώτης εναγομένης, αλυσιτελώς επιχειρεί να απεκδυθεί την δυνατότητά του να διευθύνει τις εταιρικές υποθέσεις της πρώτης εναγομένης προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι είναι μόνιμος κάτοικος …. Όπως όμως δέχθηκε και η εκκαλουμένη και εκτιμά και το παρόν Δικαστήριο,δεν απαιτείται καθημερινή φυσική παρουσία στην Ελλάδα, ώστε ακόμη κι αν είναι κάτοικος εξωτερικού, αυτό δεν του στερεί τη δυνατότητα να διευθύνει, να ασκεί τον έλεγχο και να δίνει εντολές εξ αποστάσεως δια των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας. Ομοίως ανεπιτυχώς και η τρίτη εναγομένη ισχυρίστηκε ότι είναι απλή υπάλληλος της εταιρείας«….». Το γεγονός ότι αναφέρεται πράγματι στην προσκομιζόμενη λίστα προσωπικού της εν λόγω εταιρείας ως υπάλληλος  καταδεικνύει μόνο ότι ο δεύτερος εναγόμενος μπορούσε να εναλλάσσει κατά το δοκούν τα πρόσωπα που απασχολούσαν οι ως άνω Εταιρίες του Ομίλου, τις οποίες διηύθυνε την πραγματικότητα εξ ολοκλήρου μόνος. Μάλιστα και οι μάρτυρες των εναγομένων στην υπ’αριθμ. …/2017 κοινή ένορκη βεβαίωσή τους ανέφεραν ότι η διοίκηση της πρώτης εναγομένης ασκούνταν και ασκείται από τον δεύτερο εναγόμενο πρόεδρο Δ.Σ. και Διευθύνοντα Σύμβουλο εκτός –όπως ισχυρίζονται-από το διάστημα από 19-10-2016 εως 20-12-2016 ότε παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από την τρίτη εναγομένη. Μάλιστα στο προσκομιζόμενο από την ενάγουσα ως σχετικό 30 με τις πρωτόδικες προτάσεις της από 25-10-2016 Δελτίο Τύπου της πρώτης εναγομένης που αναρτήθηκε στην προαναφερόμενη επίσημη ιστοσελίδα της αναφέρεται ότι ο δεύτερος εναγόμενος παραμένει κύριος μέτοχος, ότι η τρίτη εναγομένη θα αναλάβει όλα τα καθήκοντα του ως πρόεδρος του Δ.Σ. και ότι αυτή υπήρξε αντιπρόεδρος του εμπορικού τμήματος της …. Ειρήσθω δε επιπροσθέτως, ότι δεν αποδεικνύεται ότι  η τρίτη εναγομένη έπαυσε να εκπροσωπεί την πρώτη εναγομένη δεδομένου ότι δεν προκύπτει δημοσιευθείσα παραίτησή της (βλ.το σχετ.41που προσκομίζει η ενάγουσα) καθότι το από 19-12-2016 έγγραφο παραίτησης που προσκομίζουν οι εναγόμενοι εκτός του ότι δεν εμπεριέχει  βεβαίωση περί του γνησίου της υπογραφής της τρίτης εναγομένης, αυτό, αποτελεί ιδιωτικό έγγραφο που κατά το άρθρο 447 ΚΠολΔ ουδέν αποδεικνύει υπέρ της εκδότριάς του. Επίσης, ως προς το νόμιμο λόγο ευθύνης της τρίτης εναγομένης  ουδεμία επιρροή έχει και ο ισχυρισμός της ότι «ευρέθηκα τύποις στην θέση της Προέδρου & Δ/νουσας Συμβούλου της α’εκκαλούσας εταιρείας για το χρονικό διάστημα από 20.10.2016 έως και 19.12.2016 προς διευκόλυνση και μόνον της εταιρείας λόγω κωλύματος στο πρόσωπο του μέχρι τότε Προέδρου & Δ/νοντος Συμβούλου β εκκαλούντος»,διάστημα κατά το οποίο όπως συνομολογεί ο δεύτερος  εναγόμενος-εκκαλών ασκούσε εν τοις πράγμασι τη διαχείριση της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας,χωρίς όμως να αποκλείεται εκ του λόγου αυτού η οφειλόμενη συνδιαχείριση της τρίτης εναγομένης σύμφωνα με το άρθρο 258 παρ.3 Ν 4072/2012 και η εξ αυτής ευθύνη της έναντι των τρίτων συμβληθέντων με την εκπροσωπούμενη από αυτούς πρώτη εναγομένη. Πολλώ δε μάλλον δεν τίθεται ζήτημα καταχρηστικότητας εκ μέρους της ενάγουσας να στραφεί και κατά αυτής (της τρίτης εναγομένης).Δοθέντος εξάλλου ότι στην περίπτωση της πρώτης εναγομένης «εν τοις πράγμασι» εμπορικής προσωπικής (ομόρρυθμης) εταιρίας, υφίσταται σχετική προσωπική ευθύνη τόσο του δευτέρου όσο και της τρίτης  των εναγομένων  διότι σε τέτοιου είδους εταιρίες (ομόρρυθμη) η εξουσία διαχειρίσεως είναι αναπόσπαστα  συνδεδεμένη με την εταιρική ιδιότητα  (βλ. ΑΠ 1347/2013 ΕΕμπΔ 2013 836).

Συνοψίζοντας τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα το ανεξόφλητο υπόλοιπο του οφειλόμενου ποσού ύψους 9.660 δολαρίων ΗΠΑ,το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό με την παρέλευση 24 μηνών από την έκδοση των ως άνω τιμολογίων παρά τις οχλήσεις της ενάγουσας και της υποσχέσεις της πρώτης  εναγομένης περί εξόφλησης. Ειδικότερα, το ποσό αυτό οφείλουν να το καταβάλουν εις ολόκληρον οι εναγόμενοι , η μεν πρώτη εναγομένη, ως αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας στην ένδικη σύμβαση , λειτουργούσα ως άκυρη Α.Ε. αλλά ως έγκυρη εν τοις πράγμασι Ο.Ε. που διέπεται ως προς την εσωτερική της λειτουργία από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις υπό στοιχεία Ι και ΙΙ νομικές σκέψεις της παρούσας, οι δε  δεύτερος εναγόμενος –κυρίαρχος μέτοχος και η τρίτη εναγομένη-νόμιμη εκπρόσωπός της ευθυνόμενοι ως ομόρρυθμοι εταίροι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ.1 και 258 παρ.3 του Ν.4072/2012 για την εξόφληση του .Αντίθετη κρίση δεν μπορεί να προκύψει από τις επικαλούμενες από τους εκκαλούντες με τις προτάσεις τους στο παρόν Δικαστήριο υπ’αριθμ. … οριστικές αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου που αφορούσαν διαφορά της πρώτης εξ αυτών εναγομένης με την τρίτη εταιρεία …, οι οποίες εν προκειμένω εισφέρονται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και οι οποίες μεταξύ άλλων δέχθηκαν ότι η πρώτη εναγομένη εδρεύει πραγματικά στον ….., όπου ασκείται η διοίκησή της και η εταιρική της δραστηριότητα, ότι είναι η μητρική  εταιρεία όλων των εταιρειών του δεύτερου εναγομένου μέσω των οποίων αυτός ασκεί την εκμετάλλευση των πλοίων του τα οποία τυπικά μόνο ανήκουν στις μονοβάπορες εξωχώριες εταιρείες και ότι συνασκεί τη ναυτιλιακή δραστηριότητα με την τρίτη εναγομένη εξαδέρφη του. Περαιτέρω, για την ισότητα των όπλων των διαδίκων,το παρόν Δικαστήριο λαμβάνει υπόψην του για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων τις προσκομιζόμενες από την ενάγουσα οριστικές δικαστικές αποφάσεις όπως : α)  την υπ’αριθμ. 99/2017 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά επί αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των εδώ διαδίκων που δέχθηκε ότι οι ένδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν στον …. και ότι η πρώτη εναγομένη είναι ναυτιλιακή εταιρεία εδρεύουσα πραγματικά στον ….. , όπου γινόταν και η εκμετάλλευση του πλοίου, ενεργούσα για δικό της λογαριασμό και όφελος ως έμμεσος αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας,  και παρότι απέρριψε την ένσταση παθητικής νομιμοποίησης ως προς την πρώτη εναγομένη-καθ’ής η αίτηση  δεν πιθανολόγησε την ακυρότητά της και δέχθηκε την έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του δεύτερου και τρίτης των καθ’ών η αίτηση –εδώ εναγομένων , β) τις υπ’αριθμ. …./2017 και …./2017 οριστικές αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Πειραιά επί αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων τρίτων εταιρειών κατά των εδώ εναγομένων και γ) τις υπ’αριθμ. …. και …./2017 οριστικές αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου που δέχθηκαν την ακυρότητα της πρώης εναγομένης ως Α.Ε. και τη λειτουργία της ως εν τοις πράγμασι Ο.Ε. με πραγματική έδρα τον …. χωρίς εμπορική δραστηριότητα στις … ή στις ΗΠΑ, και παράλληλη ευθύνη των δεύτερου και τρίτης των εναγομένων ως αποκλειστικών διαχειριστών και εκπροσώπων της πρώτης εναλλάξ .

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη υπ’αριθμ. 514/2018  οριστική απόφασή του εφαρμόζοντας το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο- τις διατάξεις του οποίου επικαλούνται τα διάδικα μέρη (μετασυμβατικός καθορισμός) (άρθρο 3 παρ.1 του Κανονισμού 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου-Ρώμη Ι)  κι ως προς το οποίο η εκκαλουμένη δεν βάλλεται με ειδικό λόγο έφεσης αμέσως αλλά εμμέσως ως προς την εις ολόκληρον ευθύνη του δεύτερου και τρίτης των εναγομένων και σε κάθε περίπτωση το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει την αγωγή με δίκαιο διαφορετικό από το ελληνικό διότι με τον τρόπο αυτό θα υπερέβαινε τα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως και θα προσέβαλε το από το άρθρο 106 ΚΠολΔ δικαίωμα της ενάγουσας, που στήριξε την αγωγή της στο ελληνικό δίκαιο-, δέχθηκε την κύρια βάση της αγωγής (σύμβαση έργου και πώλησης) ως ουσία βάσιμη και αφού έκρινε ότι και οι τρεις εναγόμενοι ευθύνονται, εις ολόκληρον για την καταβολή του ως άνω οφειλόμενου ποσού στην ενάγουσα, απορρίπτοντας σιγή την ένσταση παθητικής νομιμοποίησης των εναγομένων, και αναγνώρισε ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι προς τούτο άπαντες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα για το τίμημα της ως άνω συμβάσεως, το ισόποσο με την ισοτιμία κατά το χρόνο της κατάθεσης της αγωγής σε ευρώ των 9.660 δολαρίων Η.Π.Α.,ήτοι το ποσό των 8.500,80 ευρώ (κι όχι με την ισοτιμία κατά το χρόνο πληρωμής, πλην όμως το κεφάλαιο αυτό δεν πλήττεται με ειδικό λόγο έφεσης)  , με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής , δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε αναιτιολόγητα,  οδηγήθηκε στην κρίση του αυτή , αντιθέτως επικαλέσθηκε το εισφερθέν στη δίκη από τους διαδίκους αποδεικτικό υλικό, το οποίο επιμελώς εκτίμησε στο σύνολό του. Ομοίως δεν έσφαλε, απορριπτομένου του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων ως αβασίμου διότι απέρριψε σιγή κι όχι πανηγυρικά την ένσταση ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης των εναγομένων δεχόμενο ως ουσία βάσιμη την αγωγή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη της παρούσας. Κατά συνέπεια οι περί του αντιθέτου λόγοι της εφέσεως είναι αβάσιμοι. Επομένως, πρέπει, η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να καταδικασθούν οι εκκαλούντες ως διάδικοι που ηττήθηκαν στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης για  τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 180, 183,189 παρ. 1 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει κατ’αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 9-11-2018 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 11144/263/9-11-2018 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς) έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 514/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :199/104/10-1-2019.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του προκαταβληθέντος για την παραδεκτή άσκηση της εφέσεως υπ’αριθμ…. ηλεκτρονικού παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………………2019 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ