ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
2494/ 2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 2483/1188/18-3-2019 Κλήση)
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 12088/5442/20-11-2018 Ανακοπή)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 11 Ιουνίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΄
Του καλούντος-ανακόπτοντος : Του εδρεύοντος στην … …με τη επωνυμία «…» (….), καθολικού διαδόχου του …. , νομίμως εκπροσωπουμένου, με Α.Φ.Μ. : …, το οποίο παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Σωτήριου Διονυσίου Βλαχογιάννη ( Α.Μ. ΔΣΑ : 7099).
Των καθ’ών η κλήση-η ανακοπή : 1) Της εδρεύουσας στην … ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «….», νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Χρυσούλας Τήρλα (Α.Μ. ΔΣΑ : 31252) και 2) Της εδρεύουσας στον … εταιρείας με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια πληρεξουσίου δικηγόρου.
Το ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-11-2018 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :12088/5442 /21-11-2018, προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 15ης-3-2019, ότε η συζήτησή της ματαιώθηκε. Ήδη με την από 18-3-2019 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 2483/ 1188 / 18-3-2019 κλήση του ανακόπτοντος, επαναφέρεται η συζήτηση της ως άνω ανακοπής, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφθηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως προαναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στην προκείμενη περίπτωση, με την ένδικη από 18-3-2019 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 2483/ 1188 / 18-3-2019 κλήση του ανακόπτοντος, που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφθηκε στο πινάκιο, νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση η από 20-11-2018 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :12088/5442 /21-11-2018, προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, για τη δικάσιμο της 15ης-3-2019, ότε η συζήτησή της ματαιώθηκε.
Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, μέσα σε δώδεκα εργάσιμες ημέρες αφότου επιδοθεί η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς τον καθ’ ου η εκτέλεση και τους αναγγελθέντες δανειστές για να λάβουν γνώση του πίνακα κατάταξης, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει αυτόν (πίνακα κατάταξης), οπότε εφαρμόζονται τα άρθρα 933 επ. του ίδιου Κώδικα. Κατ’ άρθρο δε 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 3 προστέθηκε με το άρθρο 19 παρ. 4 Ν. 4055/2012, στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση των ανακοπών εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α΄ του ίδιου Κώδικα. Σύμφωνα, τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 643 παρ. 2 ΚΠολΔ (όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθ. 6 παρ. 12γ του Ν. 2479/1997 και η οποία εντάσσεται στις διατάξεις περί της διαδικασίας των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους), τα άρθρα 649 και 650 εφαρμόζονται αναλόγως, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθ. 649 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 643 παρ. 2 ΚΠολΔ, που παραπέμπει μεταξύ άλλων και στο άρθρο 649 του ίδιου Κώδικα, δεν αναφέρεται ειδικά και ρητά στις συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αποβλέπει στην αναλογική εφαρμογή των άρθρων 649 και 650 του ΚΠολΔ σχετικά με τη συζήτηση σε μια δικάσιμο όλων εκείνων των ισχυρισμών που αφορούν στους πιστωτικούς τίτλους. Ειδικότερα, ο Ν. 2479/1997, στο κεφάλαιο που αναφέρεται ως «Επιτάχυνση της Πολιτικής Δίκης» και στο άρθρο 643 ΚΠολΔ που τιτλοφορείται ως «απόφαση παραχρήμα», αντικαθιστά την παρ. 2 του ως άνω άρθρου 643 για λόγους απλούστευσης και επιτάχυνσης της διαδικασίας(βλ. και ΜΠΘεσ 7469/2014 Αρμ 2015. 458, ΜΠΧαν 200/2011 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την εν λόγω διάταξη η βούληση του νομοθέτη είναι η επιτάχυνση των δικών των ανακοπών κατά διαταγών πληρωμής που έχουν ως βάση πιστωτικούς τίτλους, αλλά και των ανακοπών κατά της εκτελεστικής διαδικασίας, ενισχύονται και από το γεγονός ότι με τα άρθρα 632 παρ. 2 και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ διατάσσεται η εφαρμογή και του άρθρου 591 παρ. 1 περ. α΄ του ίδιου Κώδικα, όπου εκεί ορίζονται συντομότερες προθεσμίες κλήτευσης των διαδίκων, προκειμένου να παρασταθούν στη δίκη που ανοίχτηκε, από αυτές που ορίζονται στο άρθρο 228 ΚΠολΔ. Επομένως, το συμπέρασμα είναι ότι και μετά την τροποποίηση του άρθ. 937 ΚΠολΔ με το άρθ. 19 του Ν. 4055/2012, κατά την εκδίκαση της ανακοπής κατά της εκτελεστικής διαδικασίας, ήτοι και της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, επιβάλλεται, ως προς τις συνέπειες της ερημοδικίας των διαδίκων, η εφαρμογή των γενικών διατάξεων των άρθρων 271 και 272 του ΚΠολΔ (βλ.ΜΠΠ 2558/2017, ΠΠΑ 197/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υπό κρίση υποθέσεως από το πινάκιο, η δεύτερη καθ’ής η κλήση-καθ’ής η ανακοπή, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ από την προεπισκόπηση της σχηματισθείσας δικογραφίας, δεν προκύπτει ότι κατέθεσε προτάσεις. Από τις υπ’αριθμ. …/21-11-2018 και … εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …, που επικαλείται και προσκομίζει το ανακόπτον, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο τόσο της υπό κρίσιν ανακοπής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 15ης-3-2019, ότε η υπόθεση ματαιώθηκε όσο και της από 18-3-2019 κλήσεως επαναφοράς αυτής, που προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στη δεύτερη των καθ’ ών η κλήση-η ανακοπή (της μεν ανακοπής σε εντεταλμένο υπάλληλο, της δε κλήσεως επαναφοράς στη νόμιμη εκπρόσωπο της καθ’ής-άρθρα 126 παρ.1 γ,128 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ 126). Κατά την ανωτέρω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, η δεύτερη των καθ’ ών η κλήση-η ανακοπή, δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο, επομένως, θα πρέπει να δικαστεί ερήμην κατ’άρθρο 271 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 Ν.3994/2011,σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας αναλογικά εφαρμοζομένων των διατάξεων που καθορίζουν τις συνέπειες της ερημοδικίας του εναγομένου στην τακτική διαδικασία (ΠΠΘεσ 9553/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ). Σημειώνεται δε ότι δεν δημιουργείται δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ της παρισταμένης πρώτης των καθ’ων και της ερημοδικαζομένης δεύτερης των καθ’ών ώστε να τίθεται ζήτημα αντιπροσώπευσης αυτής (από την παρασταθείσα πρώτη των καθ’ών η ανακοπή) διότι η διαδικασία της κατάταξης είναι μεν ενιαία όχι όμως και αδιαίρετη (ΑΠ 1456/1998 ΕΕΝ 2000 166, ΕφΑθ 9681/2000 ΕλλΔνη 2002 1466).
ΙΙ. Η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης είναι ειδική μορφή της γενικής ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ, την οποία και αποκλείει, χωρίς όμως το να σημαίνει ότι αποκλείεται η επικουρική εφαρμογή του άρθρου 585 ΚΠολΔ (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, «Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως II – Ειδικό Μέρος» εκδ. 2001, παρ. 63, V2α, αριθ. περιθ. 126, σελ. 635). Αν και στρέφεται κατά πράξης που ρυθμίζει την ικανοποίηση περισσοτέρων δανειστών, η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης έχει ατομικιστικό χαρακτήρα (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π. παρ. 63, V2α, αριθ. περιθ. 127 σελ. 636 και υποσημ. 324). Σκοπός της είναι μόνον η προστασία του ανακόπτοντος- και όχι η αποκατάσταση από το Δικαστήριο της αντικειμενικής ορθότητας του πίνακα κατάταξης. Η πρόθεση αυτή του νομοθέτη, να περιορίσει δηλαδή την κρίση του Δικαστηρίου μόνο στις σχέσεις του ανακόπτοντος και (των κατατάξεων) των δανειστών που τον βλάπτουν, εκδηλώνεται με σαφήνεια στη ρητή διάταξη του άρθρου 979 παρ. 2 εδ. γ` ΚΠολΔ (βλ. Μπρίνια, ό.π. υπό άρθρο 979, παρ. 432β, σελ. 1171 επ.). Σύμφωνα με αυτήν, η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (βλ. Π. Γέσιου -Φαλτσή, ό.π. παρ. 63, ν2β, αριθ. περιθ. 128 σελ. 637 και υποσημ. 326 – 327). Γι` αυτό η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία (δηλαδή με έναν πίνακα κατάταξης), όχι όμως και αδιαίρετη, αφού μπορεί η κατάταξη να τεμαχισθεί και να αποτελέσει, ως προς τα διάφορα κεφάλαια του πίνακα κατάταξης, αντικείμενο διαφορετικών ανακοπών. Η απόφαση που την κάνει δεκτή δεν οδηγεί στη σύνταξη νέου, συμπληρωματικού, πίνακα κατάταξης, ώστε να ικανοποιηθούν από το πλειστηρίασμα που είναι πλέον διαθέσιμο με τη νόμιμη σειρά όσοι δανειστές δεν ικανοποιήθηκαν με τον αρχικό πίνακα, αλλά διατάσσει μόνο την ικανοποίηση του ανακόπτοντος στο μέτρο που γίνει δεκτό το αίτημα του (βλ. Π. Γέσιου -Φαλτσή, ό.π. παρ. 63, V2β, αριθ. περιθ. 128, σελ. 637 και υποσημ. 328- ΕφΠατρ 295/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 972 παρ.1 και 974 έως 979 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα κατάταξης προσβάλλεται όχι η έως τον πλειστηριασμό διαδικασία της εκτέλεσης αλλά η ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού διαδικασία της κατάταξης, η οποία αρχίζει από την αναγγελία, συνεχίζεται με την κατάθεση των εγγράφων και τις τυχόν παρατηρήσεις των δανειστών και λήγει με τη σύνταξη του πίνακα (ΕφΠατρ 999/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216παρ.1, 585, 933 και 979παρ.2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους της ανακοπής που αποτελούν την ιστορική της βάση. Οι λόγοι αυτοί μπορεί να αφορούν είτε (α) την ύπαρξη της ίδιας της απαίτησης του ανακόπτοντος δανειστή ή του προνομίου της, στην περίπτωση που αυτή δεν κατατάχθηκε καθόλου ή ως προνομιακή στον προσβαλλόμενο πίνακα, οπότε ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει στην ανακοπή του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτησή του ή το προνόμιό της, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου της ανακοπής του και η άμυνα του καθ’ού, χωρίς να επιτρέπεται η συμπλήρωση των απαιτούμενων για τη θεμελίωση της απαίτησής του περιστατικών με τις προτάσεις του ή με άλλα έγγραφα και μάλιστα με το περιεχόμενο της αναγγελίας και των εγγράφων που κατατίθενται μέσα στην ίδια με την επίδοση αυτής προθεσμία και αποδεικνύουν την απαίτηση, είτε (β) σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της απαίτησης του καθ’ού, που κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα, είτε (γ) σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της καταταχθείσας απαίτησης του καθ’ού ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος υποχρεούται να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του και να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του ή του προνομίου της πραγματικά περιστατικά, αρκεί δε στην περίπτωση αυτή μόνη η άρνηση της απαίτησης του καθ’ού από τον ανακόπτοντα για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος της ανακοπής του, αφού ο καθ’ού βαρύνεται πλέον αυτός να αποδείξει την ύπαρξη, το μέγεθος και τον τυχόν προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησής του (ΑΠ 129/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, στο δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να αναφέρονται το είδος, το ποσό αυτής και η συγκεκριμένη έννομη σχέση, από την οποία πηγάζει, καθώς και τα περιστατικά που θεμελιώνουν το τυχόν επικαλούμενο προνόμιό της, ανεξάρτητα από το θεμελιωτικό λόγο του αιτήματος της ανακοπής, εφόσον μόνο έτσι παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα να ερευνήσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της (ΑΠ 1949/2009, ΑΠ 1101/2006, ΑΠ 440/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Έτσι , ακόμη και όταν ο λόγος της ανακοπής δεν αφορά την απαίτηση του ανακόπτοντος ή του προνομίου της, υποχρεούται αυτός να προσδιορίσει με την ανακοπή του την απαίτησή του κατά το είδος, το ποσό και τα θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά, διότι η ύπαρξη απαίτησής του είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του και κατ` επέκταση της ενεργητικής νομιμοποίησής του για την άσκηση της ανακοπής (ΑΠ 1281/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έννομο συμφέρον, για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαιτήσεως εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατετάγη στον πίνακα, και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στη θέση του.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ, σε περίπτωση πλειστηριασμού κατεσχημένου πλοίου, η σειρά των δανειστών στον πίνακα κατάταξης, γίνεται κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ., κατά δε το άρθρο 9 του τελευταίου κώδικα, το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας την σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει και τα επ’ αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Περαιτέρω, ναι μεν κατά το άρθρο 205 του ίδιου Κώδικα, τα καθοριζόμενα με αυτό προνόμια, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και προηγούνται, σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο του ίδιου άρθρου, της ναυτικής υποθήκης, προκειμένου όμως να προηγηθούν της ίδιας υποθήκης κατά την κατάταξη σε εκπλειστηρίασμα που αφορά πλοίο με σημαία αλλοδαπής πολιτείας, πρέπει κατά ρητή επιταγή της προαναφερομένης διατάξεως του άρθρου 9, να έχουν το ίδιο προνομιακό – εμπράγματο χαρακτήρα και κατά το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο (κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης). Η σειρά όμως κατάταξης των εν λόγω προνομίων θα κριθεί κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης (lex fori), αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 1556/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 295/2002 ΕΝΔ 30/117, ΜονΕφΠειρ191/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 411/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 131/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2012/209, ΕφΠειρ 16/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2010/252, ΕφΠειρ 519/2009 ΕΝΑΥΤΔ). Αν όμως η LEX FORI δεν αναγνωρίζει ως προνομιακή την απαίτηση που ασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο κατά το αλλοδαπό δίκαιο της σημαίας, τότε η εν λόγω απαίτηση δεν κατατάσσεται προνομιακά (ΑΠ 533/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,ΕφΠειρ 270/2006 ΠειρΝομ 2006/242, ΕφΠειρ 3/2004, ο.π., ΕφΠειρ 93/1999 ΕπισκΕμπΔ 1999/560). Συνοψίζοντας δε τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αν εκπλειστηριασθεί στην Ελλάδα αλλοδαπό πλοίο, δεν προηγείται της ναυτικής υποθήκης, οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο της σημαίας του πλοίου, παρά μόνο εκείνα που όμοια τους, κατά τη φύση και το χαρακτήρα, προβλέπει το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του αρ. 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ (ΑΠ 533/2015 και ΑΠ 755/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 411/2014 ό.π.), οπότε εάν πλοίο με σημαία αλλοδαπή κατασχέθηκε και εκπλειστηριάστηκε στην Ελλάδα, εφόσον οι απαιτήσεις είναι προνομιακές και κατά το δίκαιο της χώρας αυτής, κατατάσσονται ως προνομιακές, σύμφωνα με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, πριν από την υποθήκη, ανεξάρτητα από τη σειρά κατάταξης τους κατά το δίκαιο της εν λόγω χώρας. (ΑΠ 533/2015, ΑΠ 755/2012, ό.π.), ενώ στην αντίθετη περίπτωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 του ΚΙΝΔ, δεν θα ληφθεί υπόψη και η αντίστοιχη απαίτηση δεν θα καταταγεί ως προνομιακή, ακόμη και αν η απαίτηση αυτή έχει δημοσιονομικό χαρακτήρα (ΑΠ 466/1996 Δ/νη 39, 347, ΕΠ 599/2000 ΕΕμπΔ 2001, 320). Εξάλλου, οι νόμοι που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης δεν αφορούν κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενασκήσεώς τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο. Έτσι και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια κρίνονται όχι σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο της γενέσεως του δικαιώματος ή της έναρξης της αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά τον χρόνο της κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους ως εκ της συνδρομής περισσότερων δανειστών. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του αρ. 50 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ που ορίζει, ότι οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του και ότι η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από την επίδοση της επιταγής, γιατί η διάταξη αυτή δεν εισάγει γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά ρυθμίζει ειδικώς την εφαρμογή του ΚΠολΔ σε θέματα αναγκαστικής εκτέλεσης εν σχέσει προς το προγενέστερο αυτού δικονομικό δίκαιο (ΟλΑΠ 21/1994 ΕλλΔ 1995, 574, ΑΠ 1404/2007, ΑΠ 681/2004 ΕΕμπΔ 2004, 606).Όσον αφορά στη διάταξη του άρθρου 205 του Κ.Ι.Ν.Δ. (όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο σύνταξης του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, δηλαδή μετά την τροποποίηση του από το άρθρο 214 του ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α’ 87/11.4.2012), αυτή καθιερώνει ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται: 1) Στην πρώτη τάξη και κατά την οριζόμενη σειρά: α) οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, β) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, γ) τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο, δ) τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (NAT) και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (ΚΑΑΝ).Επί λέξει δε στην εν λόγω διάταξη του άρθρου 205 του Κ.Ι.Ν.Δ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 214 του Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α 86/11.4.2012) και ισχύει κατά το χρόνο σύνταξης του ένδικου πίνακα), ορίζονται τα εξής: «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) Οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα, ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.)…».
ΙV. Τέλος, κατά το δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία δεν έχει προσχωρήσει στη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών της 10-04-1926 «Περί ενοποιήσεως ορισμένων κανόνων που αφορούν τα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες» (βλ. το CMI Yearbook 2016, σελ. 386-387, που είναι δημοσιευμένο στο διαδικτυακό ιστότοπο http://www.comitemaritime.org), σχετικά με τον καθορισμό των ναυτικών προνομίων και την κατάταξη χρεών κατά τον πλειστηριασμό πλοίου εφαρμόζεται σύμφωνα με την παράγραφο 29 (2) (α) του κυπριακού νόμου περί δικαστηρίων του 1960, το κυπριακό Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση δικαιοδοσίας του επί ναυτικών υποθέσεων εφαρμόζει το εφαρμοζόμενο από το αγγλικό Ανώτατο Δικαστήριο της Δικαιοσύνης δίκαιο επί ναυτικών διαφορών , όπως αυτό εφαρμοζόταν στην Αγγλία πριν την Ανεξαρτησία της Κύπρου, ήτοι το Βρετανικό Δίκαιο (British Shipping Laws) και τα κυπριακά δικαστήρια, κατ’ εφαρμογή των αρχών του αγγλικού δικαίου, έχουν ορίσει ως ναυτικό προνόμιο μια προνομιακή αξίωση σε σχέση με ένα πλοίο ή σε σχέση με άλλη ναυτική περιουσία (maritime property), ως επακόλουθο του γεγονότος ότι το είδος των υπηρεσιών και απαιτήσεων που έχει παρασχεθεί σ’ αυτό από τους πιστωτές, παρέχει στους τελευταίους δικαίωμα αγωγής in rem (statutory right of action in rem) έναντι του πλοίου. Κατ` εφαρμογή των αρχών του αγγλικού δικαίου, τα κυπριακά δικαστήρια έχουν ορίσει τα ναυτικά προνόμια ως δικαιώματα που “ταξιδεύουν” με το πλοίο και το συνοδεύουν, ανεξαρτήτως σε ποιου την κατοχή ή κυριότητα ενδέχεται να περιέλθει αυτό στη συνέχεια, συνιστούν δε ναυτικά προνόμια: α) οι απαιτήσεις για καταβολή αποζημίωσης σε πρόσωπο που προσέφερε τις υπηρεσίες του για τη διάσωση του πλοίου, όταν αυτό βρισκόταν σε κίνδυνο (salvage), β) οι απαιτήσεις από ζημίες, που προξενήθηκαν από το πλοίο (damage done by the ship), γ) οι μισθοί του πληρώματος (crew`s wages), δ) τα ναυτικά δάνεια (bottomry and respondentia), ε) οι μισθοί και τα έξοδα του πλοιάρχου, που προέρχονται από την υπηρεσία στο πλοίο (master`s wages) και στ) οι απαιτήσεις για δαπάνες και υποχρεώσεις που προκλήθηκαν από τον πλοίαρχο κατά τη διάρκεια ταξιδιού (disbursements and liabilities). Θεσμικά προνόμια συνιστούν, μεταξύ των άλλων, οι απαιτήσεις σχετικά, α) με την κατοχή ή την κυριότητα του πλοίου, β) με τη μεταξύ των συγκυρίων κατοχή η χρήση του πλοίου, γ) με την πρόκληση θανάτου ή σωματικής βλάβης από την κατασκευή, τη συντήρηση, τη χρήση ή τη διοίκηση του πλοίου, δ) με τη ζημία ή την απώλεια του μεταφερομένου φορτίου, ε) με διαφορές από συμβάσεις μεταφοράς αγαθών ή συμβάσεις σχετικά με τη χρήση του πλοίου, στ) με την προμήθεια αγαθών και υλικών στο πλοίο, οι οφειλές προς τις λιμενικές αρχές κλπ. Επίσης, κατ` εφαρμογή των αρχών του αγγλικού δικαίου η νομολογία των κυπριακών δικαστηρίων, ως προς το θέμα της κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων δεν είναι πάγια, αλλά διαφοροποιείται με βάση τις αρχές της επιείκειας και του φυσικού δικαίου, ακολουθείται δε συνήθως η εξής σειρά κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων επί πλοίου: α) τα έξοδα του αρμόδιου για την κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων δικαστικού επιμελητή (marshal`s expenses), όπως για εφοδιασμό, φύλαξη κλπ. χωρίς τα οποία δεν θα ήταν δυνατό το πλοίο να παραμείνει στη δικαιοδοσία των ναυτικών δικαστηρίων κατά τη διάρκεια της δίκης, β) οι οφειλές προς τις λιμενικές αρχές από ζημίες που προκάλεσε το πλοίο, είτε από λιμενικά τέλη, προηγούνται των λοιπών προνομιούχων απαιτήσεων, γ) τα ναυτικά προνόμια προηγούνται των εμπραγμάτων προνομίων, των υποθηκών και των λοιπών θεσμικών προνομίων, δ) τα εμπράγματα προνόμια προηγούνται όλων των απαιτήσεων που γεννήθηκαν μετά την απόκτηση της κατοχής του πλοίου και έπονται των απαιτήσεων που είχαν δημιουργηθεί πριν από την απόκτηση της κατοχής του πλοίου, ε) οι υποθήκες επί του πλοίου έπονται των ναυτικών προνομίων και των εμπραγμάτων προνομίων και προηγούνται των λοιπών θεσμικών προνομίων, εφόσον δημιουργήθηκαν πριν από αυτά, στ) τα λοιπά θεσμικά προνόμια κατατάσσονται τελευταία στη σειρά κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων επί πλοίου και ζ) η απαίτηση του επισπεύδοντος δικηγόρου για τη δικαστική δαπάνη προηγείται, α) του θεσμικού προνομίου σχετικά με την προμήθεια αγαθών και υλικών στο πλοίο, εφόσον η τελευταία έλαβε χώρα μετά τη γέννηση της απαίτησης του δικηγόρου και β) του ναυτικού προνομίου σχετικά με τους μισθούς και τα έξοδα του πλοιάρχου, εφόσον ο τελευταίος είναι συγκύριος του πλοίου και εντολέας του δικηγόρου (ΕφΠειρ 519/2009 ό.π.).Όπως επίσης γίνεται δεκτό από την αγγλική θεωρία και νομολογία, που ταυτίζεται με την κυπριακή (βλ. ΕφΠειρ 519/2009, ό.π. και μελέτη Αντώνιου Αντάπαση, «Δανειστές εξασφαλιζόμενοι με ναυτικά προνόμια σε κυπριακό πλοίο που εκπλειστηριάσθηκε στην Ελλάδα», ΕΝΔ 2003, σελ. 337 επ., ιδίως σελ. 340-343 με περαιτέρω παραπομπές), σαφής και προ πολλού καθιερωμένη στη νομική επιστήμη της Αγγλίας είναι η διάκριση ανάμεσα, αφενός μεν στα λεγόμενα «παραδοσιακά ναυτικά προνόμια» («traditional maritime liens»), που επιτελούν ακριβώς τον παραδοσιακό, γνωστό και στην δική μας έννομο τάξη ρόλο των προνομίων (άρθρο 205 ΚΙΝΔ) και είναι αποκλειστικώς τα ανωτέρω περιοριστικώς απαριθμηθέντα, αφετέρου δε στα λεγόμενα «statutory liens» ή επί το ορθότερον «statutory rights in rem», που δεν είναι «προνόμια» κατά την έννοια του ημετέρου νομικού συστήματος. Τα τελευταία «θεσμικά προνόμια» αντιπροσωπεύουν και αποτελούν απλώς και μόνο δικονομικά δικαιώματα ορισμένων κατηγοριών δανειστών του πλοίου, όπως των προμηθευτών αναγκαίων εφοδίων («necessaries»), επισκευαστών – συντηρητών, παρόχων ρυμουλκικών υπηρεσιών, πρακτόρων κ.α., να στραφούν όχι κατά της οφειλέτιδας εταιρίας προσωπικώς – αλλά κατά του πλοίου ως πράγματος (αγωγή in rem), καθώς και να το κατασχέσουν συντηρητικώς, ώστε να επιτύχουν την θεμελίωση της δικαιοδοσίας του εκάστοτε δικαστηρίου και την εκτέλεση της εκδοθησομένης απόφασής του. Τα δικαιώματα αυτά δηλαδή, που σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν προνόμια κατά την γνωστή έννοια, σχετίζονται αποκλειστικώς και μόνον με την δικονομική δυνατότητα των προμηθευτών, επισκευαστών, εφοδιαστών, πρακτόρων κλπ., να στραφούν με αγωγή, οιονεί εμπράγματη («in rem»), κατά του πλοίου (που ευρίσκεται συνήθως ελλιμενισμένο πλησίον τους) και όχι κατά της πλοιοκτήτριας εταιρίας προσωπικώς, ενόψει των δυσχερειών που εμφανίζονταν στην πράξη από την χρήση υπεράκτιων εταιριών, εικονικών πλοιοκτητριών, αλλοδαπών εδρών κλπ. Με τα ανωτέρω δικονομικά και διαδικαστικού χαρακτήρα μόνο δικαιώματα, που εξαιρετικά παρείχε ο Άγγλος νομοθέτης στις ανωτέρω κατηγορίες δανειστών, ουδόλως εξόπλισε τις απαιτήσεις των δανειστών αυτών με κάποιο προνόμιο, όπως νοείται στη δική μας έννομη τάξη, αλλά ουσιαστικά διέπλασε μία εναλλακτική δυνατότητα σε δανειστές του πλοίου, που δεν διαθέτουν ναυτικό προνόμιο να στραφούν in rem κατά του πλοίου και να το κατασχέσουν προσωπικώς (arrest). Η διαφοροποίηση αυτή δε, καταδεικνύεται και από το γεγονός, ότι οι «κάτοχοι» των «παραδοσιακών προνομίων» ούτως ή άλλως διαθέτουν τις ανωτέρω εξουσίες (in rem αγωγή, «arrest» κλπ.), που προκύπτουν από την φύση του προνομίου, σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο. Ακριβώς λοιπόν για τις υπόλοιπες κατηγορίες δανειστών (πράκτορες, συντηρητές, εφοδιαστές κλπ.), οι οποίες επειδή δεν είχαν ναυτικό προνόμιο, δεν διέθεταν και τις ανωτέρω εξουσίες, έπρεπε να θεσπιστούν ειδικές διατάξεις νόμου («statutes»), που θα τις προέβλεπαν και γι αυτούς.Τέλος, για να ασκηθεί το ανωτέρω περιγραφόμενο «statutory lien», λόγω του ότι ακριβώς εντάσσεται κυρίως στον χώρο του δικονομικού δικαίου, περιγράφεται στον αγγλικό νόμο μία συγκεκριμένη διαδικασία, που πρέπει να ακολουθηθεί, ήτοι έκδοση και επίδοση ενός «writ in rem» στο πλοίο. Συνακόλουθα, αυτό σημαίνει, ότι τα «statutory liens» όχι μόνον δεν αποτελούν ναυτικά προνόμια (που ουδεμία τέτοια διαδικασία απαιτούν, αντίθετα οι εξουσίες πηγάζουν από την φύση τους), αλλά επιπλέον δεν υφίστανται καν πριν συντελεστούν οι διαδικαστικές αυτές ενέργειες (Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου, Pilefs Ltd. and Others v. Conmmercial Bank of the Middle East Ltd (1983) 1 CLR 376, Commercial Bank of the Near East Ltd v. The Ship Pegasus III (1978) 1 CLR 597, Νεοκλέους, Introduction to Cyprus Law, 2001, σελ. 301) και συνεπώς οι προστατευόμενοι απ’ αυτά δανειστές δεν μπορούν να κατάσχουν το πλοίο πριν απ’ αυτές ούτε να εξοπλίσουν τις απαιτήσεις τους με τις ιδιότητες ενός ναυτικού προνομίου. (Α. Αντάπασης, «Δανειστές εξασφαλιζόμενοι με ναυτικά προνόμια σε κυπριακό πλοίο που εκπλειστηριάσθηκε στην Ελλάδα», ΕΝΔ 2003, σελ. 344, Θεοχαρίδης, «Ζητήματα από την επιλογή εφαρμοστέου δικαίου στα ναυτικά προνόμια», ΕΝΔ 2003, σελ. 1 επ., ιδίως σελ. 30 υποσημ. 208).
Με την υπό κρίση ανακοπή, κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου της το ανακόπτον νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, εκθέτει ότι. στις …-2018 εκτέθηκε σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό με επίσπευση της πρώτης καθ’ής η ανακοπή τραπεζικής εταιρείας ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών (ως παραδρομής αναγράφεται στη 1η σελίδα της ανακοπής, αντί του ορθού Πειραιά) Στέφανου Βασιλάκη και κατασχέθηκε με την υπ’ αριθμόν …/ 22-9-2016 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών … το υπό ελληνική σημαία (ως εσφαλμένως αναγράφεται στην ανακοπή, αντί του ορθού υπό κυπριακή σημαία επιβατηγό πλοίο τύπου … με το όνομα “…” νηολογίου Λεμεσού με αριθμό νηολογίου …, το οποίο ανήκει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στην οφειλέτιδα εταιρεία -δεύτερη καθ’ής η ανακοπή. Ότι το ίδιο διατηρεί προνομιακή κατά το άρθρο 205 περ.α ΚΙΝΔ αξίωση συνολικού ποσού 254.000 ευρώ έναντι της οφειλέτιδος εταιρείας, που αφορά εισφορές ναυτικών και πλοιοκτήτη για τη χρονική περίοδο από 1-1-2013 έως 31-12-2014, ως αναλυτικώς τα επιμέρους ποσά αναλύονται στο συνημμένο στην υπό κρίση ανακοπή υπ’αριθμ. α/α/ 4 φύλλο εκκαθάρισης (Φ.Ε.) ναυτολογίου της Διεύθυνσης Ενημερότητας Πλοίων του …., για την οποία (αξίωσή του) αναγγέλθηκε εμπροθέσμως και νομοτύπως με την από 12-3-2018 αναγγελία του που επισυνάπτεται στην ανακοπή . Επικαλούμενο ότι, παρότι η απαίτησή του τυγχάνει προνομιούχα επί του πλοίου και του ναύλου και κατατάσσεται στην πρώτη τάξη των ναυτικών προνομίων σύμφωνα με το άρθρο 205 του Κ.Ι.Ν.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 214 του Ν.4072/2012 σε συνδ.με τις διατάξεις των Π.Δ. 913/1978, του Ν. 1711/87 και της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών της 10-04-1926, ότι αποτελεί νόμιμο τίτλο εκτελεστό κατά το άρθρο 1 παρ. 10 του Ν. 1711/ 1987 το φύλλο εκκαθάρισης που εκδίδεται από αυτό καθώς και ότι είναι ορισμένη και νόμιμη η αναγγελία του σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν Φ. 80.000/ 101 24/ 31 62/ 13-3-2017 απόφαση του Υπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΕΚ Β 881/ 16-3-2017) παρ. 5, δεν κατετάγη στον υπ’αριθμ. …/ 9-11- 2018 πίνακα κατάταξης, αντιθέτως (ότι) παρά το νόμο κατετάγησαν οι καθ’ών η ανακοπή, με βάση το ιστορικό αυτό,το ανακόπτον ζητεί : α) να γίνει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή του με σκοπό να μεταρρυθμιστεί ο υπ’ αριθμόν …/ 9-11-2018 πίνακας κατάταξης του συμβολαιογράφου Πειραιά Στεφάνου Βασιλάκη και να καταταγεί το ίδιο για όλο το ποσό για το οποίο έχει αναγγελθεί και β) να καταδικαστούν οι καθ’ών στις δαπάνες του. Με το ως άνω περιεχόμενο η κρινόμενη ανακοπή για το παραδεκτό της παράστασης της οποίας κατά τη συζήτηση,το ανακόπτον … παρίσταται ατελώς και προσκομίζεται το υπ’αριθμ …. γραμμάτιαο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. από την πληρεξουσία δικηγόρο της παρισταμένης πρώτης των καθ’ών η ανακοπή των διαδίκων (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013) παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην, λειτουργικά, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, και κατά τόπον αρμόδιο-, ενόψει του ότι ο εκτελεστός τίτλος δυνάμει του οποίου επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση από την πρώτη καθ’ής-ενυπόθηκης δανείστριας –ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «….» σε βάρος της δεύτερης καθ’ής -οφειλέτιδας πλοιοκτήτριας του πλειστηριασθέντος πλοίου εταιρείας είναι (όπως προκύπτει από την προεπισκόπηση του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης) οι υπ’ αριθμ. …/2016 και …/2016 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κι ο τόπος της εκτέλεσης είναι στην περιφέρεια του Πειραιά όπου εδρεύει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συμβολαιογράφος Πειραιά, Στέφανος Βασιλάκης, ενώπιον του οποίου εκπλειστηριάσθηκε το πλοίο δυνάμει της υπ’αριθμ. …/7-3-2018 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού (άρθρα 933, 937 παρ.3, 979, 1006 παρ.3 και 992 παρ.1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 ν. 2172/1993)-, προκειμένου να εκδικασθεί κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ (άρθρο 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015, καθώς η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, βάσει της οποίας άρχισε η σχετική εκτελεστική διαδικασία, έγινε μετά την 1η-1- 2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 3 του Ν. 4335/2015). Περαιτέρω, η ένδικη ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 1006παρ.3 και 979 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της πρόσκλησης προς το ανακόπτον για να λάβει γνώση του προσβαλλομένου πίνακα κατάταξης εκ μέρους του υπαλλήλου του πλειστηριασμού διενεργήθηκε την 15-11-2018 (βλ. την από 15-11-2018 σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς … …, επιδόσαντος την υπ’ αριθμ. …/9-11-2018 πρόσκληση) και το δικόγραφο της ανακοπής νομίμως επεδόθη στους καθ’ων και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού αντίστοιχα στις 22-11-2018, στις 21-11-2018 και στις 21-11-2018 (βλ. τις υπ’ αριθμ. …΄/ 22-11-2018, …’/ 21-11-2018 και …/ 21-11-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …), ήτοι εντός της οριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 979παρ.2 ΚΠολΔ προθεσμίας των δώδεκα εργάσιμων ημερών, στην οποία δεν υπολογίζονται οι Κυριακές και λοιπές αργίες και τα Σάββατα (άρθρο 144παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 του ν. 3994/2011, βλ. και ΑΠ 1760/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, η υπό κρίση ανακοπή καθ’ό μέρος στρέφεται κατά της δεύτερης των καθ’ων-οφειλέτιδος που όμως δεν τυγχάνει καταταγείσα στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην διάταξη του άρθρου 979 παρ.2 ΚΠολΔ, τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της εν λόγω διαδίκου η οποία δεν τυγχάνει δανείστρια,της οποίας προσβάλλεται η κατάταξη. Καθ’ό μέρος στρέφεται κατά της πρώτης των καθ’ων-επισπεύδουσας τον αναγκαστικό πλειστηριασμό του ενδίκου πλοίου και οριστικώς καταταγείσας ως ενυπόθηκης δανείστριας με προτιμώμενη (θεσμική) υποθήκη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, τυγχάνει ορισμένη όσον αφορά τον λόγο της ανακοπής περί άρνησης της νομιμότητας της κατάταξης αυτής, έστω και χωρίς την παραμικρή παράθεση πραγματικών περιστατικών,που να θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του ανακόπτοντος. Ομοίως ορισμένη τυγχάνει η ένδικη ανακοπή καθ’ο μέρος αφορά την πρώτη καθ’ής ως προς τον μοναδικό ουσιαστικά λόγο της, απορριπτομένου του αντιθέτου ισχυρισμού της πρώτης των καθ’ων αλλά πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις υπό στοιχεία ΙΙΙ και IV νομικές σκέψεις της παρούσας . Ειδικότερα, για τη σύνταξη του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης δανειστών, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος έκρινε ορθώς ότι εφαρμοστέο δίκαιο για τη διανομή του πλειστηριάσματος του ανωτέρω πλοίου, που έφερε την κυπριακή σημαία,είναι το κυπριακό δίκαιο κι όχι το δίκαιο του τόπου όπου έλαβε χώρα η αναγκαστική κατάσχεση (ελληνικό) Ειρήσθω δε εκ του περισσού, ότι η Κύπρος, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του ανακόπτοντος, δεν έχει προσχωρήσει στη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών της 10-04-1926 «Περί ενοποιήσεως ορισμένων κανόνων που αφορούν τα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες» (βλ. το CMI Yearbook 2016, σελ. 386-387, που είναι δημοσιευμένο στο διαδικτυακό ιστότοπο http://www.comitemaritime.org).Επομένως κατά το ουσιαστικό δίκαιο της Κύπρου βάσει του οποίου κρίθηκε ο προνομιακός εμπράγματος χαρακτήρας των αμφισβητούμενων απαιτήσεων (ενώ η αμφισβητούμενη σειρά κατατάξεως αυτών, εφόσον εξοπλίζονται πράγματι με προνόμιο επί του πλοίου κρίνεται κατά το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο του τόπου της εκτελέσεως),, όπως εκτέθηκε στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη της παρούσας και στην προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την πρώτη καθ’ής υπ’αριθμ. πρωτ. …/2002 από 26-1-2002 γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαππύ Δικαίου, η αναγγελθείσα απαίτησή του ανακόπτοντος που αφορά ασφαλιστικές εισφορές ναυτικών και πλοιοκτήτη δεν τυγχάνει προνομιακή παρότι είναι απαιτήσεις που απολαμβάνουν του προνομίου του άρθρου 205 στοιχ. α` του ΚΙΝΔ (ΟλΑΠ 295/1976 ΝοΒ 1976.849, Εφ Πειρ 1011/2001), και δη δεν εξοπλίζεται με κάποιο ναυτικό προνόμιο σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο , δεν υπάρχει αντιστοιχούσα στο δίκαιο αυτό διάταξη με την διάταξη του άρθρου 205 περί.α ΚΙΝΔ, παρά μόνον παρέχεται «statutory rights in rem», δηλ. αμιγώς δικονομικό δικαίωμα στον δανειστή. Επομένως, το ανακόπτον ως δανειστής της αναγγελθείσας αυτής απαίτησή του εξισώνεται με τους εγχειρόγραφους δανειστές και έδει να ικανοποιηθεί μετά την ικανοποίηση των προνομιακώς κατατασσομένων δανειστών κι εφόσον απομένει υπόλοιπο προς τούτο. Σε αντίθεση δε με την καταταγείσα απαίτηση της πρώτης καθ’ής η ανακοπή που ασφαλίζεται με προτιμωμένη (θεσμική) υποθήκη και για το λόγο αυτό κατετάγη οριστικά στον προσβαλλόμενο πίνακα στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, που κατ’ εφαρμογή, των αρχών του αγγλικού δικαίου και τη νομολογία των κυπριακών δικαστηρίων, κατατάσσεται μετά τα ναυτικά προνόμια (βλ. και ΕφΠειρ 519/2009 ό.π.). Τουναντίον ,η απαίτηση του ανακόπτοντος, προκειμένου, να καταταγεί στον ανακοπτόμενο πίνακα έναντι της ενυπόθηκης απαίτησης της πρώτης καθ’ ης , απαιτείτο να εξοπλίζεται τόσο κατά κυπριακό όσο και κατά το ελληνικό δίκαιο με προνόμιο, ισχυρότερο, μάλιστα, αυτού της απαίτησης της τελευταίας (πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη), πράγμα το οποίο όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Συνακόλουθα, κατ’εφαρμογή των άρθρων 9 ΚΙΝΔ και 1012 παρ.4 ΚΠολΔ, εφόσον η ένδικη απαίτηση του ανακόπτοντος επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου δεν εξοπλίζεται με προνόμιο και κατά το κυπριακό δίκαιο, δεν δύναται να καταταγεί και δη προνομιακώς ως ζητεί το ανακόπτον επικαλούμενο το άρθρο 205 α Κ.Ι.Ν.Δ. στον ανακοπτόμενο πίνακα στη θέση της ενυπόθηκης απαίτησης της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας. Επομένως, ο μοναδικός ουσιαστικός λόγος της κρινόμενης ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος. Κατόπιν δε τούτων κι επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη ανακοπή στο σύνολο της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των παρασταθέντων διαδίκων (ανακόπτοντος και πρώτης των καθ’ων η ανακοπή) πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους, λόγω της ιδιαιτέρως δυσχερούς ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου τόσο του ελληνικού όσο και του αλλοδαπού δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ),ενώ ελλείψει σχετικού αιτήματος εξαιτίας της ερημοδικίας της δεύτερης των καθ’ών δεν θα περιληφθεί διάταξη δικαστικών εξόδων ως προς αυτήν. Ομοίως δεν θα ορισθεί παράβολο ερημοδικίας για την ερήμην δικαζομένη δεύτερη των καθ’ών γιατί στις δίκες περί την εκτέλεση δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας (άρθρο 937 παρ. 1 περ. 2 ΚΠολΔ ΕφΠατρ 432/2011 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης των καθ’ ών η ανακοπή και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ένδικη από 20-11-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :12088/5442 /21-11-2018 ανακοπή στο σύνολό της.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των παρισταμένων διαδίκων, ήτοι του ανακόπτοντος και της πρώτης καθ’ής η ανακοπή .
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις …………..
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ