ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2302/2018
(ΓΑΚ/ΑΚ αγωγής 13869/7855/2015)
(ΓΑΚ/ΕΑΚ κλήσης 9821/4838/2017)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Προέδρο Πρωτοδικών, Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 5η Δεκεμβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρίας με την επωνυμία …, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Αθανασιάδη του Ιωάννη (ΑΜ/ΔΣΠ 1542), κάτοικο ……. οδός … που προκατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της Ναυτιλιακής Εταιρίας με την επωνυμία «… που εδρεύει στη … διατηρεί υποκατάστημα στον …….. (οδός … εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Της εταιρίας με την επωνυμία …», που εδρεύει στον ……. (οδός … εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες δεν προκατέθεσαν προτάσεις ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η καλούσα – ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 8.12.2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 13869/2015 και με αριθμό κατάθεσης 7855/2015 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί, μετά από αναβολή από την αρχική δικάσιμο της 5ης.4.2016, την 18η.10.2016, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε. Με την από 19.9.2017 κλήση της καλούσας – ενάγουσας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία με γενικό αριθμό κατάθεσης 9821/2017 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης 4838/2017 και εγγράφηκε στο πινάκιο, η υπόθεση επανεισάγεται για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας – ενάγουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα εισάγεται για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 19.9.2017 με γενικό αριθμό κατάθεσης 9821/2017 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης 4838/2017 κλήση της καλούσας – ενάγουσας, η από 8.12.2015 με γενικό αριθμό κατάθεσης 13869/2015 και με αριθμό κατάθεσης 7855/2015 αγωγή, κατόπιν ματαίωσης της συζήτησής της κατά τη δικάσιμο της 18ης.10.2016.
Από τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών στην περιφέρεια των Πρωτοδικείων Μυτιλήνης και Πειραιά Π. Κ. Μ. Α., αντίστοιχα, τις οποίες προσάγει με επίκληση η καλούσα – ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού δικασίμου, παραγγελία για επίδοση και κλήση προς συζήτηση στην αρχική δικάσιμο της 5ης.4.2016, έχει επιδοθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στις καθ’ ων η κλήση – εναγόμενες, με επιμέλεια της καλούσας – ενάγουσας (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 125, 127 παρ. 1, 129 παρ. 1, 228 ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις του τελευταίου άρθρου ίσχυαν πριν την αντικατάσταση του άρθρου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Περαιτέρω, από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης με την κάτωθι αυτής ταυθήμερη απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας και την από 26.9.2017 βεβαίωση περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, καθώς και την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης με την κάτωθι αυτής ταυθήμερη απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας, απόντος του προϊσταμένου αυτού, και την από 27.9.2017 βεβαίωση περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, των ίδιων ως άνω δικαστικών επιμελητών, αντίστοιχα, τις οποίες προσάγει με επίκληση η καλούσα – ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 19.9.2017 κλήσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού δικασίμου, παραγγελία για επίδοση και κλήση προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια της καλούσας – ενάγουσας στις καθ’ ων η κλήση – εναγόμενες (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 125, 128 παρ. 4, 129 παρ. 2, 228 ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις του τελευταίου άρθρου ίσχυαν πριν την αντικατάσταση του άρθρου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Οι τελευταίες δεν προκατέθεσαν προτάσεις ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο. Πρέπει, επομένως, η υπόθεση να συζητηθεί ερήμην τους (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως οι εν λόγω διατάξεις ίσχυαν πριν την αντικατάσταση των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου συνάγεται ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρο 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (βλ. ΑΠ 689/2013 ΕΝαυτΔ 2013.183 = ΧρΙΔ 2013.688). Στην περίπτωση που ο δανειστής στρέφεται κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και παραρτημάτων του. Έτσι, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή για ν’ αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (βλ. ΑΠ 776/2010 ΕΝαυτΔ 2011.314, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.1436, ΕφΠειρ 479/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝαυτΔ 2012.269 = ΕΕμπΔ 2013.411, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478· βλ. και Ιω. Ρόκα / Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2015, σελ. 71 §135, όπου προκρίνεται ως ορθότερη η άποψη της πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου, από την οποία πηγάζει αξίωση in rem scriptae που έχει ενοχική φύση). Στην προκειμένη περίπτωση, με την αγωγή και κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου αυτής εκτίθεται ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων έργου που καταρτίσθηκαν στη ΒΙ.ΠΕ. Περάματος στις 21.5.2013, 26.9.2013, 13.6.2014 και 12.1.2015, η καλούσα – ενάγουσα ανέλαβε, αντί συμφωνηθείσας, κατ’ είδος και ποσότητα μονάδας, αμοιβής, την εκτέλεση των αναλυτικά περιγραφόμενων στο δικόγραφο εργασιών μηχανικού εξοπλισμού (μηχανικών εξαρτημάτων) του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου …, κυριότητας της πρώτης καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης, το οποίο εκμεταλλευόταν για δικό της λογαριασμό η δεύτερη καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη. Ότι κάθε επιμέρους έργο που ανέλαβε να εκτελέσει η καλούσα – ενάγουσα παραδόθηκε στις 27.5.2013, 16.1.2014, 25.6.2014 και 16.1.2015, αντίστοιχα. Ότι έναντι της συμφωνηθείσας αμοιβής της από τη με ημερομηνία 21.5.2013 σύμβαση έργου οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενες κατέβαλαν στην καλούσα – ενάγουσα το συνολικό ποσό των 34.700 ευρώ και εξακολουθούν να της οφείλουν το υπόλοιπο ποσό των (41.810 – 34.700 =) 7.110 ευρώ, επίσης δε της οφείλονται οι συμφωνηθείσες αμοιβές από τις με ημερομηνίες 26.9.2013, 13.6.2014 και 12.1.2015 συμβάσεις, ήτοι της οφείλεται το συνολικό ποσό των (7.110 + 307.779 + 38.805 + 22.375 =) 376.069 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, άλλως με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, μετά από παραδεκτό περιορισμό του κύριου αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρα 223 εδ. β΄, 295 παρ. 1 εδ. β΄, 297 ΚΠολΔ), η καλούσα – ενάγουσα ζητεί ν’ αναγνωριστεί ότι οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενες οφείλουν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα έξι χιλιάδων εξήντα εννιά (376.069) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζητείται να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενες στα δικαστικά έξοδα της καλούσας – ενάγουσας. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτά εισάγεται για συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία στο αρμόδιο Δικαστήριο τούτο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 18, 25 παρ. 2, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2, 3Α – Β περ. β΄ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Περαιτέρω, η αγωγή ως προς την κύρια βάση της είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346, 681, 694 ΑΚ, 105, 106 ΚΙΝΔ, 70, 176 ΚΠολΔ, εκτός από το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, το οποίο, μετά την τροπή του κύριου αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, καθίσταται μη νόμιμο και απορριπτέο, διότι αυτό προσήκει σε καταψηφιστικές αγωγές. Περαιτέρω, η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, διότι αυτή προβάλλεται χωρίς επίκληση της ακυρότητας των συμβάσεων έργου, που αποτελεί αναγκαίο, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, στοιχείο για την πληρότητά της (βλ. ΑΠ 438/2017 ΤΝΠ NOMOS). Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον, μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή ανάλογου τέλους δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (άρθρο 33 Ν. 4416/2016 ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016).
Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική της βάση τεκμαίρονται ομολογημένα λόγω της ερημοδικίας των καθ’ ων η κλήση – εναγόμενων, καθώς αναφέρονται σε γεγονότα για τα οποία επιτρέπεται ομολογία (άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η διάταξη ισχύει μετά την αντικατάσταση του άρθρου με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 352 του ίδιου Κώδικα). Πρέπει, επομένως, η αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και ν’ αναγνωριστεί ότι οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν στην καλούσα – ενάγουσα, εις ολόκληρον η καθεμία (η πρώτη απ’ αυτές περιορισμένα διά του αναφερθέντος στο σκεπτικό της παρούσας πλοίου και μέχρι της αξίας του), το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα έξι χιλιάδων εξήντα εννιά (376.069) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση (βλ. ΑΠ 1207/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ για το ότι νόμιμος τόκος μετά την επίδοση της αγωγής είναι ο τόκος επιδικίας κατ’ άρθρο 346 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του Ν. 4055/2012, ανεξαρτήτως της τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό). Περαιτέρω, το Δικαστήριο πρέπει να ορίσει παράβολο για την περίπτωση που οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενες ασκήσουν ανακοπή κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ, οι ίδιες, λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της καλούσας – ενάγουσας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 180 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 i περ. α-β, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των καθ’ ων η κλήση – εναγόμενων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν στην καλούσα – ενάγουσα, εις ολόκληρον η καθεμία (η πρώτη απ’ αυτές περιορισμένα διά του αναφερθέντος στο σκεπτικό της παρούσας πλοίου και μέχρι της αξίας του), το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα έξι χιλιάδων εξήντα εννιά (376.069) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις καθ’ ων η κλήση – εναγόμενες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καλούσας – ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των δέκα χιλιάδων πεντακοσίων (10.500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 17 Απριλίου 2018, δημοσιεύθηκε δε στις 14 Μαΐου 2018, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, μετά την προαγωγή και αναχώρηση της Προέδρου Πρωτοδικών Κωνσταντίνας Παπαντωνίου, με νέα σύνθεση αποτελούμενη από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Αντώνιο Σβύνο και τους Πρωτοδίκες Γεώργιο Παντελίδη και Αντωνία Κοντογεωργάκη, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ