Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΟ

 

 

     Αριθμός αποφάσεως    2303/2018

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 2000/981/2017)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

             Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Οκτωβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρίας «….», που εδρεύει στη …, νομίμως εκπροσωπουμένης (αλλοδαπή εταιρία στερούμενη ελληνικού ΑΦΜ), για την οποία προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει του από 16.5.2017 πληρεξούσιου εγγράφου της Συμβολαιογράφου Μανίλας Φιλιππίνων Lucia Oliveros, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ανδρέας Κωνσταντίνος Τζήμας του Ιωάννη (ΑΜ/ΔΣΠ 2230 – βλ. το Νο …/2.6.2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος …(…), που την εκπροσώπησε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και υπέβαλε το …/17.10.2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρίας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στη …, αλλά είναι εγκατεστημένη και στην πραγματικότητα εδρεύει και λειτουργεί στην Ελλάδα …, με ΑΦΜ …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει του υπ’ αριθ. …/1.6.2017 πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Κολοβού, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Ψυχάρης του Χρήστου (ΑΜ/ΔΣΑ 26505 – βλ. το Νο …/2.6.2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος …, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Της εταιρίας «…», που τυπικά φέρεται να εδρεύει στο …, αλλά στην πραγματικότητα εδρεύει και λειτουργεί στην Ελλάδα …, νομίμως εκπροσωπουμένης (αλλοδαπή εταιρία στερούμενη ελληνικού ΑΦΜ) και 3) Της εταιρίας «….», που τυπικά φέρεται να εδρεύει στο …, αλλά στην πραγματικότητα εδρεύει και λειτουργεί στην Ελλάδα …, νομίμως εκπροσωπουμένης (αλλοδαπή εταιρία στερούμενη ελληνικού ΑΦΜ), οι οποίες δεν προκατέθεσαν προτάσεις ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 21.2.2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 2000/981/22.2.2017 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 28.8.2017 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις υπ’ αριθ. … και …/23.2.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …, τις οποίες νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων, επιδόθηκε στη δεύτερη και την τρίτη των εναγομένων αντίστοιχα, νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 126 παρ. 1 γ΄, 129 παρ. 1, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015). Επομένως, οι εν λόγω εναγόμενες πρέπει να δικασθούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015).

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου συνάγεται ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (βλ. ΑΠ 689/2013 ΕΝαυτΔ 2013.183 = ΧρΙΔ 2013.688). Στην περίπτωση που ο δανειστής στρέφεται κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και παραρτημάτων του. Έτσι, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή για ν’ αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (βλ. ΑΠ 776/2010 ΕΝαυτΔ 2011.314, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.1436, ΕφΠειρ 479/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝαυτΔ 2012.269 = ΕΕμπΔ 2013.411, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478· βλ. και Ιω. Ρόκα / Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2015, σελ. 71 §135, όπου προκρίνεται ως ορθότερη η άποψη της πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου, από την οποία πηγάζει αξίωση in rem scriptae που έχει ενοχική φύση). Περαιτέρω, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχειρίσεως πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανιστεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) Οι συμβάσεις τεχνικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και τη στελέχωση του πλοίου και β) Οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναυλώσεως, της εισπράξεως των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σχετικά το Baltic and International Maritime Council (BIMCO) δημοσίευσε το 1988 ειδικό τύπο σύμβασης για τη διαχείριση πλοίων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, τον διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει τη συναίνεσή του όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξή τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση που συνδέει τον διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπός του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον, συνεπώς, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έτσι, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικά με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπός του (ΕφΠειρ 497/2013 ΔΕΕ 2013.824 = ΕΝαυτΔ 2013.110 = ΕΕμπΔ 2013.950, ΕφΠειρ 77/2008 ΕΝαυτΔ 2008.211, ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕΔ 2004.931), έχει δε προσωπική ευθύνη μόνο όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114, ΕφΠειρ 5/2012 ΠειρΝομ 2012.168 = ΕΝαυτΔ 2013.12 = Αρμ 2013.1053, όπου και παρατηρήσεις Σ. Κουμάνη, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΕμπΔ 2012.681 = Αρμ 2012.1288, όπου και παρατηρήσεις Α. Μπεχλιβάνη, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝαυτΔ 2009.13). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος, κατ’ άρθρο 105 παρ. 1 ΚΙΝΔ, εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομά του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από τον διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος ευθύνεται προς τους δανειστές του (ΕφΠειρ 269/2016 ΔΕΕ 2016.1536). Άλλωστε, κατ’ άρθρο 211 παρ. 1 ΑΚ, που εφαρμόζεται και επί εμπορικών σχέσεων λόγω του ότι δεν υπάρχουν ειδικές στον εμπορικό νόμο διατάξεις, δήλωση βουλήσεως από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσωπεύσεως ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, το αποτέλεσμα δε αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του. Κατά δε το άρθρο 212 ΑΚ, αν δεν μπορεί να διαγνωσθεί ότι κάποιος ενεργεί στο όνομα άλλου, θεωρείται ότι ενεργεί στο δικό του όνομα. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, πρέπει ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο σ’ εκείνον προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θέλει να επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται δηλ. να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρουμένη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, δεδομένου ότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την «αρχή του εμφανούς». Η κατά τον τρόπο όμως αυτό φανερή δήλωση βουλήσεως στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση που η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο, οπότε η θέληση του αντιπροσώπου να ενεργήσει στο όνομα του άλλου πρέπει να προκύπτει από αυτό το έγγραφο. Πότε από τις περιστάσεις συνάγεται σαφώς ότι η δήλωση της βουλήσεως επιχειρείται στο όνομα άλλου, είναι ζήτημα που πρέπει καταρχήν να επιλύεται με τη μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας της δηλώσεως βουλήσεως, δηλ. με προσφυγή σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσομένων, σε τρόπον ώστε η λειτουργία της άμεσης αντιπροσωπεύσεως να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά που υφίσταντο κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας ήταν τέτοια, ώστε σε κάθε συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα με την οποία ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενός του. Έτσι, με βάση τα ανωτέρω, η για λογαριασμό άλλου συναπτόμενη δικαιοπραξία παράγει τα αποτελέσματά της αμέσως για τον αντιπροσωπευόμενο και στην περίπτωση που από τη διατύπωση της δικαιοπραξίας ή από την όλη στάση αυτού, δεν αφήνεται αμφιβολία για την ενέργεια αυτή της δηλώσεως βουλήσεως, καθώς και σ’ εκείνη κατά την οποία η άμεση αντιπροσώπευση δεν συνάγεται μεν αμέσως από τη στάση του αντιπροσώπου, υπάρχουν όμως περιστατικά, γνωστά στον τρίτο κατά το χρόνο της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, τα οποία καθιστούν προφανή την κατάρτιση αυτής στο όνομα άλλου, όπως είναι και το γεγονός ότι ο αντιπρόσωπος συνδέεται με τον αντιπροσωπευόμενο με διαρκή σχέση (λ.χ. διαχείριση ξένης περιουσίας), δυνάμει της οποίας οφείλει να συνάπτει τη δικαιοπραξία όχι στο δικό του όνομα, αλλά στο όνομα του κυρίου των υποθέσεων, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η καταρτισθείσα δικαιοπραξία ανάγεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και επιχειρήθηκε προφανώς με την ευκαιρία ασκήσεως αυτής. Μόνον αν δεν μπορεί να διαγνωσθεί είτε από τη δήλωση που έγινε είτε από τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή έγινε, ότι κάποιος ενεργούσε στο όνομα άλλου, τότε, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 212 ΑΚ, που ουσιαστικώς αποτελεί συνέχεια της ρυθμίσεως της διατάξεως του άρθρου 211 παρ. 1 ΑΚ, θεωρείται ότι αυτός ενήργησε στο δικό του όνομα και επομένως έναντι του άλλου μέρους τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας αφορούν αυτόν προσωπικώς, ενδεχομένως δε να ευθύνεται έναντι του αντιπροσωπευομένου κατά τις αρχές της έμμεσης αντιπροσωπεύσεως (βλ. ΕφΑθ 5237-8/1988 ΕλλΔνη 1989.145, με περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία· Δωρή σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, 211 αρ. 16-18 και 212 αρ. 1-3). Περαιτέρω, σύμφωνα με την από 31.5.2017 νομική γνωμοδότηση της …, δικηγόρου στην αγγλική δικηγορική εταιρία «…» (βλ. σχετ. και ΕφΠειρ 91/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αναφέρονται τα ακόλουθα: Σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, μία εκχώρηση αποτελεί τη μεταβίβαση ενός δικαιώματος από το ένα μέρος στο άλλο. Η αιτία της αγωγής σύμφωνα με την οποία ένα μέρος μπορεί ν’ αξιώσει ένα δικαίωμά του είναι γνωστή ως το αντικείμενο της διαφοράς και είναι καταρχήν επιδεκτική εκχωρήσεως, αλλά μόνο κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Εκ πρώτης όψεως η εκχώρηση της αιτίας της αγωγής που περιλαμβάνει μία οφειλή μπορεί να πραγματοποιηθεί ως μεταφορά περιουσίας, εφόσον η αιτία της αγωγής σχετίζεται με την οφειλή [Brice v Bannister (1978) 2 QBD 569]. Ως τέτοια, η εκχώρηση απαιτήσεως σε σχέση με απλήρωτους μισθούς (ήτοι μία οφειλή) θα μπορούσε να συνιστά μία εκχώρηση περιουσιακού στοιχείου. Υπό αυτές τις συνθήκες, σε συνέχεια της αρχής του αγγλικού δικαίου ότι το περί δικαίου αίσθημα δεν δύναται να «τελειοποιήσει ένα ελαττωματικό δώρο» και ότι «το περί δικαίου αίσθημα δεν θα βοηθήσει έναν εθελοντή» [Milroy v Lord (1862) EWHC J78], κάθε σύμβαση που εκχωρεί δίκαια «περιουσιακά στοιχεία», απαιτεί την καταβολή αντιπαροχής ως προϋπόθεση για την κατάρτιση της εκχώρησης. Στην υπόθεση Glegg V Bromley [1912] 3 KB 474 το δικαστήριο δήλωσε ότι «για κάθε εκχώρηση δικαιωμάτων, πρέπει να καταβάλλεται αντιπαροχή. Εάν δεν καταβληθεί αντιπαροχή, δεν συντρέχει εκχώρηση δικαιωμάτων». Εξάλλου, η καταβολή αντιπαροχής είναι συνεπής με την αρχή ότι ο εκχωρητής πρέπει να έχει «ό,τι είναι απαραίτητο» για να μεταβιβάσει το περιουσιακό στοιχείο στον εκδοχέα, η εκχώρηση δε δεν επιφέρει τα αποτελέσματά της εκτός κι αν μπορεί να της αποδοθεί κάποια αξία [Chitty on Contracts 29η έκδ. (19-034)]. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Νόμο περί Ιδιοκτησίας του 1925, τμήμα 136: «(1) Κάθε απόλυτη εκχώρηση που τίθεται εγγράφως κάτω από την υπογραφή του εκχωρητή (χωρίς να γίνεται αντιληπτή μόνο υπό τη μορφή βάρους) κάθε οφειλής ή άλλου αντικειμένου διαφοράς, επί της οποίας δόθηκε ρητή έγγραφη ειδοποίηση στον οφειλέτη, στον θεματοφύλακα ή σε κάθε άλλο πρόσωπο από το οποίο ο εκχωρητής θα νομιμοποιούνταν να διεκδικήσει αυτού του είδους την απαίτηση ή το αντικείμενο της διαφοράς, επιφέρει το νόμιμο αποτέλεσμα (υπό τον όρο της ευθυδικίας, που υπερισχύει του δικαιώματος του εκχωρητή) της μεταβίβασης από την ημέρα αυτής της ειδοποίησης: (α) του νομίμου δικαιώματος που απορρέει επ’ αυτής ή του αντικειμένου της διαφοράς, (β) όλων των νόμιμων και άλλων βοηθημάτων και (γ) της εξουσίας να δοθεί πλήρης απαλλαγή από την οφειλή χωρίς τη συγκατάθεση του εκχωρητή…». Επομένως, για τους σκοπούς του ανωτέρω τμήματος πρέπει να πληρούνται τρεις όροι: (1) Η εκχώρηση πρέπει να είναι απόλυτη και όχι αντιλαμβανόμενη μόνο υπό τη μορφή βάρους. (2) Πρέπει να είναι έγγραφη κάτω από την υπογραφή του εκχωρητή. (3) Ρητή έγγραφη ειδοποίηση αυτής πρέπει να δίνεται στον οφειλέτη ή τον θεματοφύλακα. Το γενικό αποτέλεσμα αυτού του τμήματος είναι να επιτρέπεται στον εκδοχέα να ασκήσει στο δικό του όνομα αγωγή κατά του οφειλέτη, αντί της ασκήσεως αγωγής στο όνομα του εκχωρητή. Άλλωστε, η εκχώρηση πρέπει να είναι απόλυτη, ήτοι ο εκδοχέας να έχει άνευ όρων μεταβιβάσει στον εκχωρητή το μοναδικό δικαίωμα σε σχέση με την εν λόγω οφειλή κατά του οφειλέτη. Εάν ένας εκ των όρων πρόκειται να πληρωθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία, τότε η εκχώρηση δεν είναι απόλυτη. Κι αυτό διότι ο οφειλέτης δεν είναι σε θέση να εξακριβώσει την οικονομική θέση μεταξύ του εκδοχέα και του εκχωρητή, αναλόγως δε είναι επιθυμητό ο εκχωρητής να συμμετέχει στην αγωγή προκειμένου να εξασφαλίσει ότι όλα τα μέρη που έχουν έννομο συμφέρον επί του αντικειμένου της διαφοράς φέρονται ενώπιον του δικαστηρίου και ότι ο οφειλέτης, εάν κριθεί υπεύθυνος και πληρώσει στα πλαίσια μίας απόφασης βασιζόμενης στην εκχώρηση, λαμβάνει πλήρη απαλλαγή από την ευθύνη του. Διαφορετικά, υπάρχει κίνδυνος ο οφειλέτης να είναι επίσης εκτεθειμένος στην άσκηση μίας ευθείας αγωγής από τον εκχωρητή, αμφισβητώντας την εγκυρότητα της εκχώρησης. Τέλος, υπό συνθήκες όπου μία εκχώρηση χρειάζεται να είναι «απόλυτη» και «βέβαιη» για να επιφέρει τα αποτελέσματά της [Durham Brothers v Robertson (1898) 1 QB 765], κάθε εκχώρηση δύναται να έχει εφαρμογή μόνο στα μέρη των απαιτήσεων που εκχωρήθηκαν και όχι σε τρίτα μέρη τα οποία δεν αναφέρονται στην εκχώρηση.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι δραστηριοποιείται στην ανεύρεση και παροχή πληρωμάτων και συναφών υπηρεσιών για πλοία, ενώ η πρώτη εναγόμενη είναι εφοπλίστρια και η δεύτερη και τρίτη των εναγόμενων κυρίες των υπό σημαία … πλοίων με την ονομασία «…» και «…» αντίστοιχα, άλλως και επικουρικά η πρώτη είναι διαχειρίστρια και οι λοιπές εναγόμενες πλοιοκτήτριες των ως άνω πλοίων. Ότι συνήψε στις 27.5.2004 με την πρώτη εναγόμενη, υπό τις ανωτέρω ιδιότητές της, διά του νομίμου εκπροσώπου της στον Πειραιά την αναφερόμενη σύμβαση (“manning agreement”) παροχής υπηρεσιών, προμήθειας αγαθών και διαμεσολάβησης στην ανεύρεση και πρόσληψη Φιλιππινέζων ναυτικών ως πληρώματος των πλοίων, έναντι της συμφωνηθείσας δυνάμει εγγράφου που προσαρτήθηκε στην ως άνω σύμβαση αμοιβής της, υπολογιζόμενης κατ’ αποκοπήν και σε μηνιαία βάση, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην αγωγή. Ότι συγκεκριμένα εκάστη των εναγόμενων οφείλει στην ενάγουσα τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά για παροχή υπηρεσιών κατά το  χρονικό διάστημα Μαρτίου – Οκτωβρίου 2016, καθώς και για μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών προς τους κατονομαζόμενους στην αγωγή ναυτικούς, προσληφθέντες καθ’ υπόδειξή της (ενάγουσας) από την πρώτη εναγόμενη, υπό τις ως άνω ιδιότητές της, και απασχοληθέντες στα ανωτέρω πλοία, οι οποίοι τής εκχώρησαν τις σχετικές απαιτήσεις τους, κατόπιν καταβολής από την τελευταία του ισόποσου αυτών, όπως, άλλωστε, εδικαιούτο δυνάμει της από 27.5.2004 συμβάσεως και του υπό την ίδια ημερομηνία χορηγηθέντος πληρεξουσίου, και όφειλε βάσει της νομοθεσίας των Φιλιππίνων. Επικαλούμενη δε ότι οι εναγόμενες εξακολουθούν να οφείλουν τα αναφερόμενα ποσά, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες -η μεν πρώτη ως εφοπλίστρια, οι δε λοιπές ως κυρίες αντιστοίχως των προαναφερθέντων πλοίων, άλλως και επικουρικά η δεύτερη και η τρίτη ως πλοιοκτήτριες των πλοίων, για λογαριασμό των οποίων καταρτίσθηκε από την πρώτη εναγόμενη – διαχειρίστρια η ως άνω από 27.5.2004 σύμβαση- και επικουρικά σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να τής καταβάλουν το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής των επιδικασθέντων ποσών, η πρώτη εναγόμενη δολ. ΗΠΑ 88.663,43, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τη δεύτερη και την τρίτη εναγόμενη κατά τα αναφερόμενα επιμέρους ποσά, και συγκεκριμένα η δεύτερη εναγόμενη δολ. ΗΠΑ 40.343,04 εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη και η τρίτη εναγόμενη δολ. ΗΠΑ 48.080,39 εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη. Επικουρικά ζητεί να τής καταβάλουν το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία ευρώ / δολ. ΗΠΑ, όσον αφορά τις αξιώσεις εκ της παροχής υπηρεσιών της κατά την τελευταία ημέρα εκάστης επιμέρους περιόδου / μήνα παροχής των υπηρεσιών, όσον δε αφορά τις αξιώσεις της εκ των συμβάσεων εκχωρήσεως κατά το χρόνο καταβολής προς τους ναυτικούς των οφειλόμενων προς αυτούς ποσών, άλλως και επικουρικώς κατά την ημέρα εκχωρήσεως προς την ενάγουσα των αξιώσεων των ναυτικών, σε κάθε δε περίπτωση με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική δαπάνη της. Με αυτό το περιεχόμενο η υπό κρίση αγωγή, που περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία (άρθρα 4 παρ. 1, 63 παρ. 1 Κανονισμού 1215/2012) και είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 10, 14 παρ. 2, 33 παρ. 1, 25 παρ. 2, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και 51 Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), περαιτέρω δε είναι ορισμένη, απορριπτομένου του ισχυρισμού της πρώτης εναγόμενης περί απαράδεκτης μεταβολής της αγωγικής βάσης με τις προτάσεις της (άρθρο 224 ΚΠολΔ), καθόσον δεν γίνεται επίκληση με αυτές διαφορετικών πραγματικών περιστατικών, ήτοι περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική της βάση από άλλη [βλ. σχετ. Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μακρίδου), ΚΠολΔ Ι (2000) 224 αριθ. 1] και νόμω βάσιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 105, 106 ΚΙΝΔ, 361, 681, 713, 211, 212, 297 εδ. α΄, 298, 340, 345, 346 ΑΚ, 1 του Ν. 2842/2000, 74, 907, 908, 176 ΚΠολΔ. Ωστόσο, νόμιμος χρόνος υπολογισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ / δολ. ΗΠΑ είναι μόνο αυτός της ημέρας πληρωμής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932, που ορίζει ότι «επί χρηματικής οφειλής σε ξένο νόμισμα, πληρωτέας εις την ημεδαπή, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό σε δραχμές βάσει της επίσημης ισοτιμίας του ξένου νομίσματος κατά το χρόνο της πληρωμής», συνεπώς το επικουρικό αίτημα λήψης υπόψη διαφορετικού χρόνου υπολογισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας, κατά τα προαναφερθέντα, κρίνεται νόμω αβάσιμο και απορριπτέο. Εξάλλου, σύμφωνα με την ως άνω μείζονα πρόταση, η ευθύνη της δεύτερης και της τρίτης των εναγομένων ως κυριών των αναφερόμενων αντιστοίχως πλοίων δεν είναι κατά νομική κυριολεξία εις ολόκληρον, αλλά εκτείνεται μέχρι του ποσού της αξίας εκάστου πλοίου. Σημειώνεται ότι επί της υπό κρίση διαφοράς με στοιχεία αλλοδαπότητας είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, αφού η ενάγουσα θεμελιώνει τις ένδικες αξιώσεις της στο ημεδαπό δίκαιο, το οποίο επικαλείται και η πρώτη εναγόμενη – αντισυμβαλλόμενη με τις προτάσεις της, τούτο δε προκύπτει και από τα δεδομένα της υπόθεσης [μετασυμβατική σιωπηρή επιλογή εφαρμοστέου δικαίου (άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 «Ρώμη I» για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές) – βλ. σχετ. ΑΠ 1115/2015, ΕφΠειρ 317/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Μεταλληνός σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 25 αριθ. 17], πλην των επιδίκων αξιώσεων που απορρέουν από τις εκτιθέμενες στην αγωγή συμβάσεις εκχώρησης για τις οποίες τυγχάνει εφαρμογής το αγγλικό δίκαιο, το οποίο είχαν επιλέξει τα αντισυμβαλλόμενα μέρη (άρθρο 3 παρ. 1 Καν 593/2008 «Ρώμη Ι») και του οποίου γίνεται επίκληση από την πρώτη εναγόμενη, χωρίς ν’ αντιλέγει η ενάγουσα επ’ αυτού. Όσον αφορά στην επικουρική βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που στηρίζεται στα ίδια περιστατικά μ’ αυτά της σύμβασης, ερευνώμενη επίσης κατά τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, το οπoίο είναι εφαρμοστέο ενταύθα, με βάση το άρθρο 10 παρ. 1 του Κανονισμού ΕΚ αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II»), καθόσον η εν λόγω εξωσυμβατική ενοχή συνδέεται με την υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων σχέση, που εμφανίζει στενό σύνδεσμο με τον επικαλούμενο αδικαιολόγητο πλουτισμό, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, αφού η αγωγή αυτή που είναι επιβοηθητικής φύσεως ασκείται μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της ομοίας από σύμβαση ή αδικοπραξία (ΑΠ 1567/1983 ΝοΒ 1984.1354, ΕφΑθ 6601/2011 ΕλλΔνη 2013.189, ΕφΛαρ 273/2002 Δικογραφία 2003.163, ΕφΑθ 4861/2000 ΠειρΝομ 2000.468, ΕφΘεσ 1868/1999 Αρμ 2001.809). Μετά ταύτα, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμω βάσιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, εφόσον έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το e-παράβολο με Κωδικό 169566326957 1215 0047, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 35/17.10.2017 απόδειξη εξόφλησης της «Εθνικής Τράπεζας»).

Όσον αφορά στη δεύτερη και την τρίτη των εναγομένων, που ερημοδικούν, η αγωγή, κατά της οποίας δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμω βάσιμη, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν. Κι αυτό διότι, εφόσον η δεύτερη και η τρίτη των εναγόμενων ερημοδικούν, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφό της αγωγής, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους των ερημοδικαζόμενων εναγόμενων (άρθρο 271 παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να υποχρεωθούν οι δεύτερη και τρίτη των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής Α. η δεύτερη εναγόμενη το συνολικό ποσό των δολαρίων ΗΠΑ σαράντα χιλιάδων τριακοσίων σαράντα τριών και τεσσάρων σεντς (40.343,04 $) και Β. η τρίτη εναγόμενη το συνολικό ποσό των δολαρίων ΗΠΑ σαράντα οχτώ χιλιάδων ογδόντα και τριάντα εννιά σεντς (48.080,39 $), τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της κρινόμενης μέχρι την εξόφληση. Η παρούσα, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος, θα πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, καθ’ όσον κατά τη κρίση του Δικαστηρίου η επιβράδυνση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα (άρθρα 907, 908 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, βαρύνουν τις εναγόμενες λόγω της ερημοδικίας και της ήττας τους (άρθρα 176, 180 παρ. 1, 184, 191 παρ. 2  ΚΠολΔ, 61, 63 παρ. 1i, 68 παρ. 1 ΚωδΔικηγ). Τέλος, πρέπει να οριστεί το παράβολο που πρέπει να προκαταβληθεί από την καθεμία των εναγόμενων που ερημοδικούν σε περίπτωση που θελήσουν να ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας [άρθρα 501, 502 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ – βλ. ΑΠ 1177/2005 ΧχρΙΔ 2006.142· Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμος I (2012), 505 αριθ. 6]. Όσον, όμως, αφορά στην πρώτη εναγόμενη, η οποία συνδέεται με τις λοιπές εναγόμενες με απλή ομοδικία (άρθρο 74 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι η τεκμαιρόμενη ομολογία των τελευταίων δεν επηρεάζει ούτε και δεσμεύει αυτήν, η αγωγή θα πρέπει να εξεταστεί για την ουσιαστική της βασιμότητα.

Σύμφωνα με το άρθρο 68 ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει ο έχων έννομο συμφέρον. Από τη διάταξη αυτήν προκύπτει ότι ενεργητικά μεν νομιμοποιείται να ζητήσει έννομη προστασία ο ισχυριζόμενος ότι είναι δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος, παθητικά δε εκείνος ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση. Δηλαδή για τη νομιμοποίηση αρκεί μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς κατ’ αρχήν, να ασκεί έννομη επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής. Η έλλειψη, άλλωστε, νομιμοποίησης εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης. Ενόψει της ανωτέρω φύσεως της νομιμοποίησης, η αμφισβήτηση από τον εναγόμενο των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης περιστατικών συνιστά, όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος φέρει προς τούτο το σχετικό βάρος αποδείξεως, με συνέπεια και σε περίπτωση όπου δεν αποδείξει τον περί νομιμοποιήσεώς του ισχυρισμό την απόρριψη της αγωγής για έλλειψη (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως (ΑΠ 59/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη εναγόμενη με τις προτάσεις της προτείνει ένσταση έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας ως εκδοχέως, ισχυριζόμενη ότι οι από 29.10.2016 και 2.11.2016 συμβάσεις εκχώρησης των απαιτήσεων αντίστοιχα των ναυτικών κ.κ. … και … προς την ενάγουσα, τις οποίες η τελευταία ανήγγειλε στις εναγόμενες, είναι άκυρες σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο που τις διέπει, που απαιτεί η εκχώρηση να είναι «απόλυτη», καθόσον κατά το χρόνο κατάρτισής τους δεν είχε πληρωθεί η αίρεση της πληρωμής του τιμήματος, χωρίς ν’ αρκεί η μεταγενέστερη καταβολή του, σε κάθε δε περίπτωση ότι οι εν λόγω εκχωρήσεις αναπτύσσουν ισχύ μόνο έναντι των πλοιοκτητριών, ήτοι της δεύτερης και της τρίτης των εναγομένων. Περαιτέρω, η πρώτη εναγόμενη προτείνει ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, ισχυριζόμενη ότι ενεργούσε ως διαχειρίστρια των ένδικων πλοίων και όχι ως εφοπλίστρια αυτών, με συνέπεια για τις επίδικες αξιώσεις να ευθύνονται αποκλειστικά οι πλοιοκτήτριες. Οι ως άνω ισχυρισμοί με τους οποίους η πρώτη εναγόμενη αμφισβητεί τα θεμελιωτικά της νομιμοποίησης περιστατικά συνιστούν, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση, άρνηση της αγωγής.

Με το άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζεται ότι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η προηγούμενη εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου, για να παραστεί κατά την εξέταση του μάρτυρα, αποτελεί στοιχείο του υποστατού των ενόρκων βεβαιώσεων που λαμβάνονται με αφορμή τη δίκη, κατά τη διεξαγωγή της οποίας προσκομίζονται, και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά μέσα, αν δεν υπάρχει το στοιχείο αυτό, η έλλειψη του οποίου λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Στην κλήση πρέπει να ορίζεται, μεταξύ άλλων, ο ακριβής τόπος και χρόνος της εξέτασης, διαφορετικά η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη. Επίσης, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στην περίπτωση που οι αντίδικοι είναι πλείονες, ακόμη και αν μεταξύ τους υπάρχει απλή και όχι αναγκαστική ομοδικία, πρέπει να κλητευθούν όλοι, εκτός αν τα με την ένορκη βεβαίωση εκτιθέμενα αρμόζουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο ορισμένου από τους ομοδίκους. Διαφορετικά η ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε και έναντι εκείνου που τυχόν κλητεύθηκε να παραστεί [βλ. σχετ. ΑΠ 580/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, για το προϊσχύσαν δίκαιο (ήδη καταργηθέν άρθρο 270 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ)]. Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ’ αριθ. …/1.6.2017 ένορκη βεβαίωση του …, που λήφθηκε με επιμέλεια της πρώτης των εναγομένων ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Κολοβού, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. …΄/29.5.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …- άρθρα 143 και 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς ωστόσο να λαμβάνεται υπόψη η υπ’ αριθ. …/2.6.2017 ένορκη βεβαίωση της … που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Χρυσοχοΐδου, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, ελλείψει κλήτευσης της δεύτερης και της τρίτης των εναγομένων, στις οποίες επίσης αρμόζουν τα με αυτήν εκτιθέμενα, καθόσον η πρώτη εναγόμενη, νομίμως εκπροσωπούμενη, στην οποία η ενάγουσα επέδωσε και για λογαριασμό των λοιπών εναγομένων (βλ. τις υπ’ αριθ. … και …/30.5.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …, με τις παραπόδας αυτών από 30.5.2017 αποδείξεις παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας και την από 31.5.2017 βεβαίωση του εν λόγω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου- άρθρα 126 παρ. 1γ, 129 παρ. 2, 128 παρ. 4 και 422 παρ. 1 ΚΠολΔ) είχε παύσει να διαχειρίζεται τα πλοία τους ήδη από τις 15.3.2017, όπως προκύπτει από τις …/3411/39115/30.5.2017 και …/3411/40794/ 6.6.2017  βεβαιώσεις του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιριών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής – Διεύθυνση Ποντοπόρου Ναυτιλίας, που επικαλείται και προσκομίζει η πρώτη εναγόμενη προς απόδειξη του ισχυρισμού της περί παύσεως της διαχείρισης και τον οποίο η ενάγουσα δεν αντικρούει με επίκληση της άγνοιάς της σχετικά ή του δυσχερούς της γνώσης της, απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων η από 31.5.2017 νομική γνωμοδότηση της …, δικηγόρου στην αγγλική δικηγορική εταιρία «…», σχετικά με τις συμβάσεις εκχώρησης κατά το αγγλικό δίκαιο, την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η πρώτη εναγόμενη, χωρίς ωστόσο το Δικαστήριο να περιορίζεται σ’ αυτήν προκειμένου να πληροφορηθεί τις σχετικές με την κρινόμενη υπόθεση διατάξεις του αγγλικού δικαίου (άρθρο 337 ΚΠολΔ), καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τις προτάσεις τους (άρθρα 261, 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία, που εδρεύει στη …, έχει ως αντικείµενο εργασιών, µεταξύ άλλων, την έναντι αµοιβής και για λογαριασµό της εκάστοτε πελάτιδος πλοιοκτήτριας και διαχειρίστριας εταιρίας, εξεύρεση πληρωµάτων µε σκοπό την επάνδρωση πλοίων και παροχή συναφών υπηρεσιών πράκτορα πληρωμάτων (“manning agent”). Η πρώτη εναγόμενη εταιρία «…», που εδρεύει στη …, έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα -και συγκεκριμένα στον δήμο …, στη συμβολή της … με την οδό …-, σύμφωνα με τις διατάξεις των ΑΝ 378/68 και Ν 27/75, 814/78, 2234/94, 3752/09 και 4150/13 δυνάμει της 1241.3411/23736/22.12.1999 κοινής Απόφασης των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 283/ΤΑΠΣ/30.12.1999), με αποκλειστικό σκοπό τη διαχείριση, εκμετάλλευση, ναύλωση, διακανονισμό αβαριών, μεσιτεία αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ναυλώσεων πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία πάνω από πεντακόσιους (500) κόρους ολικής χωρητικότητας, με εξαίρεση τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία και τα εμπορικά πλοία που εκτελούν εσωτερικούς πλόες, καθώς και με την αντιπροσώπευση πλοιοκτητριών εταιριών, ως και επιχειρήσεων που έχουν σαν αντικείμενο εργασιών τις ίδιες με τις προαναφερόμενες δραστηριότητες, εκπροσωπείται δε νόμιμα από τον Κοσμά Μαζαράκη του Νικολάου. Πρόκειται για νομικό πρόσωπο με συγκεκριμένη οργανωτική δομή, που απαρτίζεται από το τμήμα παρακολούθησης πλοίων, το τεχνικό τμήμα, το τμήμα λογιστηρίου και το τμήμα ναυλώσεων, στεγάζεται σε μισθωμένα γραφεία και απασχολεί συνεχώς από το 1999 προσωπικό για τη στελέχωση των ανωτέρω τμημάτων. Μεταξύ άλλων, διαχειριζόταν τα κάτωθι πλοία -τύπου χύδην φορτίου- μέχρι τις 15.3.2017: α) «…», με σημαία των …, αριθμό νηολογίου Majuro …, κ.ο.χ. 30661, ΔΔΣ V7FT9 και πλοιοκτήτρια εταιρία τη δεύτερη εναγόμενη και β) «…», με σημαία των …, αριθμό νηολογίου Majuro 2127, κ.ο.χ. 30661, ΔΔΣ V7GL9 και πλοιοκτήτρια εταιρία την τρίτη εναγόμενη. Δυνάμει της από 27.5.2004 σύμβασης που υπογράφηκε μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης στον  …., ενώπιον της Ακολούθου Εργασιακών Θεμάτων των Φιλιππίνων στην Αθήνα, η τελευταία ανέθεσε στην ενάγουσα την επάνδρωση για λογαριασμό της των πλοίων που διαχειριζόταν. Συγκεκριμένα, η πρώτη εναγόμενη όρισε την ενάγουσα αντιπρόσωπό της κατά την πρόσληψη φιλιππινέζικων πληρωμάτων σύμφωνα με τη συνημμένη στη σύμβαση κατάσταση αποδοχών και δικαιωμάτων, υπό τον όρο της προηγούμενης εγκρίσεως από το Υπουργείο Εργασίας και Απασχόλησης και της Διοίκησης Απασχόλησης Φιλιππινέζων στην αλλοδαπή της Δημοκρατίας των Φιλιππίνων, κατόπιν επιλογής των ναυτικών σύμφωνα με τον Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης αυτής (πρώτης εναγόμενης), την εξουσιοδότησε να συμβουλεύει τους πλοιάρχους σχετικά με την πρόσληψη και απόλυση των μελών του πληρώματος, το ύψος των αποδοχών, τις συνθήκες απασχόλησης κ.λπ., των συμβουλών υποκείμενων σε έγκρισή της, και να τούς βοηθά να επιλύουν δυσκολίες που τυχόν θα προέκυπταν με το πλήρωμα, να διατηρεί στενή συνεργασία με τις φιλιππινέζικες κυβερνητικές υπηρεσίες επί όλων των θεμάτων που αφορούσαν την επάνδρωση, να καταβάλει, για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, προς τα προσληφθέντα μέσω αυτής (της ενάγουσας) φιλιππινέζικα μέλη του πληρώματος το υπόλοιπο των μισθών τους κατά τη λήξη της σύμβασης, περιλαμβανομένων υπερωριών και προσαυξήσεων, καθώς και να καταβάλει αποζημιώσεις στην περίπτωση ανικανότητας προκληθείσας κατά τη διάρκεια εργασίας. Τέλος, διά της ως άνω από 27.5.2004 σύμβασης η “…” ανέλαβε ως διαχειρίστρια να καταβάλει το ισόποσο σε δολάρια οποιουδήποτε ποσού τυχόν καλούνταν η ενάγουσα να καταβάλει σε σχέση με οποιαδήποτε αξίωση οποιασδήποτε φύσης που θα προέκυπτε από τη σύμβαση, αποδεικνυομένης προσηκόντως και νομίμως. Στα πλαίσια αυτά, η πρώτη εναγόμενη παρείχε στην ενάγουσα το από 27.5.2004 πληρεξούσιο όπως αυτή: 1. ενεργεί ως πράκτορας πληρωμάτων στις Φιλιππίνες και μετέχει στις ενώπιον των κρατικών αρχών διαδικασίες στο όνομα της πρώτης εναγόμενης, 2. παρίσταται ενώπιον όλων των δικαστηρίων και προβαίνει σε τυχόν συμβιβασμό, 3. προσλαμβάνει Φιλιππινέζους ναυτικούς διαφόρων κατηγοριών, 4. καταρτίζει στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης συμβάσεις πρόσληψης ναυτικών, καθισταμένων αυτών (ενάγουσας και πρώτης εναγόμενης) εις ολόκληρον υπεύθυνων έναντι των προσλαμβανόμενων ναυτικών. Άλλωστε, με το υπ’ αριθ. 33776 από 19.2.2016 πιστοποιητικό αναγνώρισης του Γραφείου Υπηρεσιών προ της Ναυτολογήσεως – Διοίκηση Απασχόλησης Φιλιππινέζων στην αλλοδαπή – Τμήμα Εργασίας και Απασχόλησης, με ισχύ έως τις 19 Φεβρουαρίου 2016, εγκρίθηκε η ναυτολόγηση, πρόσληψη και απασχόληση πληρώματος για τα πλοία της πρώτης εναγόμενης διά της ενάγουσας. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η πρώτη εναγόμενη δεν ήταν εφοπλίστρια των ως άνω πλοίων «…» και «…», ενόψει και του ότι δεν είχε προβεί σε σχετική δήλωση περί εφοπλισμού στο λιμένα νηολογήσεως των πλοίων, αλλά διαχειρίστρια αυτών, με πλοιοκτήτριες εταιρίες αντίστοιχα τη δεύτερη και την τρίτη των εναγομένων, οι οποίες και το εκμεταλλεύονταν για δικό τους λογαριασμό. Η κρίση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι οι πλοιοκτήτριες εταιρίες και η πρώτη εναγόμενη διατηρούσαν ξεχωριστούς τραπεζικούς λογαριασμούς, ενώ οι ναύλοι από την εκμετάλλευση των πλοίων καταβάλλονταν απευθείας στους λογαριασμούς των πλοιοκτητριών εταιριών και όχι σε λογαριασμούς της πρώτης εναγόμενης. Υπό την ιδιότητά της αυτή (διαχειρίστρια) η πρώτη εναγόμενη προέβη και στην κατάρτιση της επίδικης από 27.5.2004 σύμβασης, ήτοι ως αντιπρόσωπος των πλοιοκτητριών αλλοδαπών εταιριών, δεύτερης και τρίτης των εναγομένων, στο όνομα και για λογαριασμό τους. Τούτο προκύπτει από τον όρο 9 της σύμβασης, στον οποίο αναφέρεται επί λέξει: «Εμείς η “…” ως διαχειριστές [managers στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο] … θα σας καταβάλουμε το ισόποσο σε δολάρια οποιοδήποτε ποσού μπορεί να κληθείτε να καταβάλετε σε σχέση με οποιαδήποτε αξίωση οιασδήποτε φύσης που προκύπτει από αυτήν τη σύμβαση …». Επομένως, η πρώτη εναγόμενη κατά την κατάρτιση της σύμβασης δήλωσε ρητώς ότι η ίδια ενεργεί ως διαχειρίστρια (“manager”), υπό την ιδιότητά της δε αυτή ανέλαβε την ευθύνη αποζημίωσης της ενάγουσας για οποιαδήποτε τυχόν αξίωση θα προέκυπτε σε βάρος των πλοιοκτητριών κατά την εκτέλεσή της, και όχι προσωπικά, στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό. Άλλωστε, το ότι η σχετική δικαιοπραξία επιχειρήθηκε για λογαριασμό των πλοιοκτητριών προκύπτει και από τις ειδικότερες περιστάσεις, όπως από το γεγονός ότι η πρώτη εναγόμενη – αντιπρόσωπος συνδεόταν με τις αντιπροσωπευόμενες πλοιοκτήτριες εταιρίες με διαρκή σχέση (διαχείριση), το οποίο ήταν γνωστό στην ενάγουσα κατά το χρόνο καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, ενόψει και της πολυετούς συνεργασίας της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης, ήδη από το 2004 (βλ. σχετ. την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …), όπως, άλλωστε, και η ίδια αναφέρει στην αγωγή της (βλ. ιδίως 2η σελ. in fine, όπου γίνεται λόγος για κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων από την πρώτη εναγόμενη ως διαχειρίστρια – αντιπρόσωπο της δεύτερης και της τρίτης εναγόμενης, ενεργώντας για λογαριασμό τους), η καταρτισθείσα δε δικαιοπραξία ανάγεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς της ως διαχειρίστριας και επιχειρήθηκε προφανώς με την ευκαιρία ασκήσεως αυτής. Επομένως, επειδή αποδείχθηκε η ιδιότητα της πρώτης εναγομένης ως (άμεσης) αντιπροσώπου των πλοιοκτητριών εταιριών, κατά την κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως, πρέπει, γενομένου δεκτού ως και κατ’ ουσίαν βάσιμου του προταθέντος ισχυρισμού περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης, ν’ απορριφθεί η αγωγή κατ’ ουσίαν ως προς την πρώτη εναγόμενη κατά το κεφάλαιο αυτής που αφορά σε αξιώσεις από την από 27.5.2004 σύμβαση (“manning agreement”), για έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεως, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω εκτεθέντα στη νομική σκέψη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι δυνάμει των από 9.1.2016 και 3.10.2016 συμβάσεων εργασίας, που καταρτίσθηκαν στη … μεταξύ της πρώτης εναγόμενης, ως διαχειρίστριας των πλοίων «…» και «…» αντίστοιχα, αντιπροσωπευόμενης -δυνάμει του από 27.5.2004 ειδικού πληρεξουσίου- από την ενάγουσα πράκτορα εξεύρεσης πληρωμάτων, και των ναυτικών … και …, οι τελευταίοι προσλήφθηκαν και στη συνέχεια ναυτολογήθηκαν, αμφότεροι στη θέση του Α΄ μηχανικού, επί των υπό σημαία … ως άνω πλοίων (αριθ. ΙΜΟ 9264128 και 9464130 αντίστοιχα), αντί βασικού μηνιαίου μισθού 2.167 δολαρίων ΗΠΑ. Οι εν λόγω ναυτικοί παρείχαν τις υπηρεσίες τους κανονικά μέχρι τις 13.5.2016 και τις 22.8.2016 αντίστοιχα, οπότε απολύθηκαν. Με το από 29.10.2016/3.11.2016 συμφωνητικό εξαγοράς και εκχώρησης, ο … … εκχώρησε τις αξιώσεις που διατηρούσε κατά της πλοιοκτήτριας δεύτερης εναγόμενης για μη καταβληθέντες μισθούς εκ της εργασίας του στο πλοίο «…», κατά τη χρονική περίοδο 14.1.2016 έως 13.5.2016, ύψους δολ. ΗΠΑ 18.949,21, στην ενάγουσα, ενώ με το από 2.11.2016/3.11.2016 όμοιο συμφωνητικό εξαγοράς και εκχώρησης ο … εκχώρησε σ’ αυτήν τις αξιώσεις που διατηρούσε κατά της πλοιοκτήτριας τρίτης εναγόμενης για μη καταβληθέντες μισθούς εκ της εργασίας του στο πλοίο «…» κατά τη χρονική περίοδο από 24.10.2015 έως 22.8.2016, ύψους δολ. ΗΠΑ 27.488. Στα συμφωνητικά αυτά έχει περιληφθεί όρος για την πώληση και αγορά αντίστοιχα των ως άνω απαιτήσεων, το ύψος των οποίων -σημειωτέον- δεν αμφισβητείται από την πρώτη εναγόμενη, έναντι τιμήματος καταβλητέου στον πωλητή (ναυτικό) στη Μανίλα εντός 10 ημερών από την υπογραφή του συμφωνητικού, ισόποσου των απαιτήσεων (όρος 2). Η εκχώρηση των απαιτήσεων και των σχετικών δικαιωμάτων (λ.χ. ναυτικών προνομίων) στον αγοραστή (ενάγουσα) συμφωνήθηκε υπό την αίρεση καταβολής του τιμήματος, μετά την καταβολή του οποίου ο αγοραστής θα δικαιούνταν να κάνει χρήση των υπογραφεισών αναγγελιών εκχώρησης τιμήματος (όροι 3-4). Τέλος, συμφωνήθηκε ότι τα ως άνω συμφωνητικά θα διέπονται από το αγγλικό δίκαιο (άρθρο 5). Άλλωστε, αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω συμφωνητικών είχε ήδη καταβληθεί όλο το «αντάλλαγμα» για την εξαγορά στον ναυτικό … … (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα υπ’ αριθ. …/7.7.2016 απόδειξη καταβολής μετρητών), καθώς και το μεγαλύτερο μέρος του «ανταλλάγματος» για την εξαγορά στον ναυτικό …, το οποίο εξοφλήθηκε λίγες ημέρες μετά την υπογραφή του συμφωνητικού (βλ. σχετ. τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα υπ’ αριθ. …/24.10.2016 και …/28.11.2016 αποδείξεις καταβολής μετρητών), ενώ στις 17.2.2017 η ενάγουσα ανήγγειλε στην πρώτη εναγόμενη – διαχειρίστρια, για λογαριασμό και των λοιπών εναγομένων – πλοιοκτητριών τις ως άνω εκχωρήσεις (βλ. την υπ’ αριθ. …/17.2.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …). Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν και κατ’ εφαρμογή του αγγλικού δίκαιου, αναφορικά με τον ισχυρισμό της πρώτης εναγόμενης περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας λόγω μη (έγκυρης) κατάρτισης σύμβασης εκχώρησης, η τελευταία (η εκχώρηση) έπρεπε να είναι απόλυτη και άνευ όρων, δηλαδή να μην εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία και να μην έχει (αποκλειστικό) σκοπό τη σύσταση βάρους, δηλαδή την ικανοποίηση αξιώσεως πληρωμής από συγκεκριμένο περιουσιακό αντικείμενο ή σύνολο χρημάτων επί υπερημερίας του οφειλέτη, η οποία, (ικανοποίηση αξιώσεως πληρωμής) δεν συνοδεύεται από τη μεταβίβαση του εν λόγω περιουσιακού αντικειμένου ή συνόλου χρημάτων. Επίσης, η εκχώρηση έπρεπε να είναι έγγραφη και να προέρχεται από τον εκχωρητή (δηλαδή να πρόκειται για έγγραφο που φέρει τουλάχιστον την υπογραφή του), χωρίς ωστόσο να απαιτείται η τήρηση ιδιαίτερου τύπου, και έπρεπε ν’ αναγγελθεί εγγράφως στον οφειλέτη. Η τήρηση ιδιαίτερου τύπου δεν είναι και πάλι απαραίτητη, ωστόσο οι διατυπώσεις της αναγγελίας πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να πληροφορείται ο οφειλέτης περί της υπάρξεως της εκχωρήσεως, του αντικειμένου της και του προσώπου του εκδοχέα. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι οι επίδικες συμβάσεις εκχώρησης βάσει του θετού αγγλικού δικαίου δεν ήταν απόλυτες και άνευ όρων, καθόσον συμφωνήθηκαν υπό την αίρεση της προηγούμενης καταβολής του τιμήματος, τασσομένης σχετικά προθεσμίας για το δικαίωμα εκ μέρους του αγοραστή – εκδοχέα ν’ αναγγείλει τις εκχωρήσεις στον οφειλέτη. Πλην όμως, σύμφωνα με τα παραπάνω, έγκυρες και τέλειες εκχωρήσεις των επιδίκων απαιτήσεων έλαβαν χώρα στις 17.2.2017 με την αναγγελία τους στις εναγόμενες, ενόψει και της προηγούμενης καταβολής του συνολικού ανταλλάγματος. Επομένως, ο ισχυρισμός περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας στην άσκηση της υπό κρίση από 21.2.2017 αγωγής της τυγχάνει απορριπτέος κατ’ ουσίαν. Ωστόσο, βάσιμος τυγχάνει ο ισχυρισμός της περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της πρώτης εναγόμενης ως προς τις απορρέουσες εκ των εκχωρήσεων απαιτήσεις, καθόσον στις συμβάσεις αυτές αναφέρονται ως οφειλέτες μόνο η δεύτερη και η τρίτη των εναγομένων αντίστοιχα. Επειδή ακριβώς η εκχώρηση κατά το αγγλικό δίκαιο πρέπει να είναι «απόλυτη» και «βέβαιη» για να επιφέρει τα αποτελέσματά της, η ενάγουσα νομιμοποιείται ως εκδοχέας να στραφεί (δικαστικά) μόνο εναντίον τους, όχι δε και κατά της πρώτης εναγόμενης, η οποία τύγχανε διαχειρίστρια των πλοίων των λοιπών εναγόμενων πλοιοκτητριών εταιριών και υπό την ιδιότητά της αυτή λειτουργούσε στο όνομα και για λογαριασμό τους. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί κατ’ ουσίαν ως προς την πρώτη εναγόμενη, για έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεως, να καταδικαστεί δε η ενάγουσα στα δικαστικά της έξοδα λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 61, 63 παρ. 1i, 68 παρ. 1 ΚωδΔικηγ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης και της τρίτης των εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Ι.          ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από εκάστη εκ των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής: Α. η δεύτερη εναγόμενη το συνολικό ποσό των δολαρίων ΗΠΑ σαράντα χιλιάδων τριακοσίων σαράντα τριών και τεσσάρων σεντς (40.343,04 $) και Β. η τρίτη εναγόμενη το συνολικό ποσό των δολαρίων ΗΠΑ σαράντα οχτώ χιλιάδων ογδόντα και τριάντα εννιά σεντς (48.080,39 $), τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της κρινόμενης αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) δολαρίων ΗΠΑ ως προς εκάστη των ως άνω εναγομένων.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες τριακόσια (3.300) ευρώ.

ΙΙ.        ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της πρώτης εναγόμενης, τα οποία ορίζει σε χίλια εξακόσια πενήντα (1.650) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις …

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ