ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
860 /2020
(αριθμ. έκθ. κατάθ. αγωγής 11144/5021/2018)
(αριθμ. έκθ. κατάθ. προσεπίκλησης 13341/6077/2018)
(αριθμ. έκθ. κατάθ. πρόσθετης παρέμβασης 622/322/2019)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη και Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 09 Απριλίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας – καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση: της Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, ως ειδικής διαδόχου της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», διαδόχου μέσω διασυνοριακής συγχώνευσης της «…», για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αθηνών Δημήτριος Πράσσος (ΑΜ ΔΣΑ 5470) δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/18-12-2018 πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Στέφανου Βασιλάκη και η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Της εναγομένης – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση: … του …, κατοίκου …, με ΑΦΜ … για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Αθηνών Μαρία Κροντήρη (ΑΜ …) δυνάμει της από 31-01-2019 δικαστικού πληρεξουσίου και η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Οι ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 24-10-2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 11144/2018 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 5021/2018 και μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με το ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, έχοντας εγγραφεί στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ε ΚΠολΔ.
Της προσεπικαλούσας: … του …, κατοίκου …, με ΑΦΜ … για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Αθηνών Μαρία Κροντήρη (ΑΜ …) δυνάμει της από 31-01-2019 δικαστικού πληρεξουσίου και η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Των προς ων η προσεπίκληση: 1) … του …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, 2) … του …, κατοίκου …, οδός …, με ΑΦΜ … και 3) … του …, κατοίκου …, οδός …, με ΑΦΜ …, για τις οποίες δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Η προσεπικαλούσα, ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-12-2018 προσεπίκλησή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 13341/6077/2018, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: … του …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Πειραιώς Άννα Κοζώνη (ΑΜ ΔΣΠ) 2924) δυνάμει της από 01-02-2019 δικαστικού πληρεξουσίου και η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η προσθέτως παρεμβαίνουσα, ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-01-2019 πρόσθετη παρέμβασή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 622/322/2019, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ζ ΚΠολΔ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ανωτέρω δικόγραφα πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία, είναι συναφή μεταξύ τους, διευκολύνεται έτσι και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε και μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 31 ΚΠολΔ).
- I. Με την υπό κρίση αγωγή της εκθέτει η ενάγουσα ότι δυνάμει σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης κατέστη στις 26-3-2013 ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «…», η οποία στις 15-12-2010 είχε απορροφήσει μέσω διασυνοριακής συγχώνευσης την τράπεζα «…». Ότι μεταξύ της τράπεζας «….», η οποία έδρευε στη …, αλλά διατηρούσε υποκατάστημα στον …, και των ναυτιλιακών εταιρειών με την επωνυμία «…» και «…» που εδρεύουν τυπικά στη …, στην πραγματικότητα όμως στον …, καταρτίσθηκε στις 23-12-2009 σύμβαση χρηματοδότησης, σε εκτέλεση της οποίας η πρώτη χορήγησε στις δανειολήπτριες εταιρείες, δάνειο μέχρι του ποσού των 27.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, αποπληρωτέο σε δόσεις σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες που αναφέρονται στη Σύμβαση. Ότι σκοπός του δανείου ήταν η παροχή κεφαλαίου κίνησης προς τις δανειολήπτριες εταιρείες για την ανάπτυξη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους αναφορικά με την εκμετάλλευση και διαχείριση των πλοίων που ανήκαν στην πλοιοκτησία τους και υπό τους όρους και προϋποθέσεις της δανειακής σύμβασης. Ότι, η αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου, που ήταν έντοκο προς το διατραπεζικό επιτόκιο LIBOR, είχε συμφωνηθεί να γίνει σε 40 διαδοχικές τριμηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις αποπληρωμής πλέον τόκων. Ότι οι δανειολήπτριες εταιρείες εκταμίευσαν στις 23-12-2009 το σύνολο της πίστωσης, ενώ για την εξυπηρέτηση και παρακολούθηση του δανείου τηρήθηκε αντίστοιχος λογαριασμός. Ότι, δυνάμει της από 23-12-2009 σύμβασης εγγύησης αορίστου χρόνου που συνήψε η δικαιοπάροχος της ενάγουσας με την εναγόμενη, η τελευταία εγγυήθηκε την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εξόφληση του ως άνω δανείου, των συμβατικών τόκων και τόκων υπερημερίας, προμηθειών, εξόδων και λοιπών επιβαρύνσεων, υπό τους ειδικότερους όρους που διαλαμβάνονται στην εν λόγω σύμβαση, ενεχόμενη εις ολόκληρον με τις δανειολήπτριες και ως αυτοφειλέτης, ενώ, μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε να διέπεται η σύμβαση εγγύησης από το ελληνικό δίκαιο και να υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του Πειραιά. Ότι παρά τα συμφωνηθέντα οι δανειολήπτριες κατέστησαν υπερήμερες και στις 18-08-2017, η ενάγουσα προέβη σε καταγγελία της σύμβασης δανείου, δυνάμει της οποίας κάλεσε τις δανειολήπτριες εταιρείες και την εγγυήτρια και ήδη εναγομένη, ταυτόχρονα, να της καταβάλουν το συνολικά οφειλόμενο υπόλοιπο, για την ως άνω αιτία, ποσό των 23.587.317,30 δολ ΗΠΑ καθώς και το ποσό των 251.667,56 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Με βάση το ιστορικό αυτό και τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, ζητεί, μετά την τροπή του αιτήματός τους από καταψηφιστικό σε αναγνωστικό με τις προτάσεις τους (άρθρο 223 και 295 του ΚΠοΔ), να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει το ισάξιο σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής ποσό των 3.500.000 δολ. ΗΠΑ, νομιμοτόκως από την επομένη της καταγγελίας του δανείου ήτοι από τις 19-08-2017, άλλως από την επίδοση της αγωγής, πλέον τόκων επιδικίας, μέχρι την εξόφληση. Ζητεί περαιτέρω να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το ιστορικό και αιτήματα η κρινομένη αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 1, 7, 9, 10, 13, 14 και 18, 41, 42, 43 ΚΠολΔ και άρθρο 51§§1 και 3Β΄ περ. ιε΄ του ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), λόγω της ύπαρξης ρήτρας παρέκτασης που θεμελιώνει την συντρέχουσα δωσιδικία του Δικαστηρίου τούτου (όρος 19.02 της σύμβασης εγγύησης). Η συμφωνία παρέκτασης ισχύει κατ’ αρχήν μόνο μεταξύ των μερών, δηλαδή της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας (….), όμως κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η διεύρυνση των υποκειμενικών της ορίων και η επίκλησή της υπέρ ή κατά διαδίκου που ήταν τρίτος κατά την κατάρτισή της, όπως στις περιπτώσεις καθολικής ή ειδικής διαδοχής και κατά συνέπεια δύναται να την επικαλεσθεί και η ενάγουσα ως ειδική διάδοχος της αντισυμβαλλομένης τράπεζας του εγγυητή (ΔΕΚ 14.7.1983, Gerling/ Amministrazione del Tesoro dello Stato, 201/1982, ΣυλλΝομολ 1983.2503, σκέψεις 13, 19, ΔΕΚ 19.6.1984, Tilly Russ/Nova, 71/1983, ΣυλλΝομολ 1984.2417, σκέψεις 24-25, ΔΕΚ 21.5.2015, Cartel Damage Claims Hydrogen Peroxide, C-352/2013, σκέψη 65, ΑΠ 1542/2014 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, ενόψει του ότι στη σύμβαση εγγύησης περιλήφθηκε η ρήτρα 19.01, η οποία ορίζει ως εφαρμοστέο δίκαιο το ελληνικό, η ιδιωτική διαφορά που εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση θα κριθεί κατά το δίκαιο αυτό (άρθρο 25 εδ. α΄ΑΚ). Πρέπει να σημειωθεί ότι η έννομη σχέση που δημιουργήθηκε με τη σύμβαση εγγύησης είναι στην προκείμενη περίπτωση μία σχέση εσωτερική από τη σκοπιά του forum, δεδομένου ότι όλα τα στοιχεία που την απαρτίζουν συνδέονται με μία μόνο έννομη τάξη, την ελληνική, η οποία και χωρίς τη συμβατική πρόβλεψη για το εφαρμοστέο δίκαιο, θα ρύθμιζε με τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της τη σχέση αυτή (άρθρο 25 εδ. β΄ΑΚ). Ρυθμιστικό στοιχείο για την κατάφαση αυτή αποτελεί ο τόπος κατάρτισης και εκτέλεσης της σύμβασης εγγύησης. Συνεπώς, εφαρμοστέα είναι μόνο η διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ και όχι το ευρωπαϊκό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο. Εξάλλου, η σύμβαση εγγύησης, αν και παρεπόμενη σύμβαση, δεν διέπεται κατ’ ανάγκη από το δίκαιο που διέπει την κύρια ενοχή, ήτοι εν προκειμένω από το αγγλικό δίκαιο που διέπει την από 23-12-2009 σύμβαση χρηματοδότησης σύμφωνα με τον όρο 38.01 αυτής, αλλά έχει τη δική της lex obligationis, που καθορίζεται από τις διατάξεις του προαναφερόμενου άρθρου (βλ. σχετ. ΠΠρΠειρ 4211/2018 αδημ. στο νομικό τύπο, καθώς και Βρέλλη Σπ., Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο (1988), σελ. 129επ.). Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών τα εναγομένης και νόμιμη κατά τις διατάξεις των άρθρων 345, 346, 361, 847, 849, 851, 857 ΑΚ καθώς και αυτές των άρθρων 176, 189 παρ.1 και 191 παρ.2, 907, 908 ΚΠολΔ. Ωστόσο, μη νόμιμο είναι, μετά την τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό, το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, για τον λόγο ότι προσωρινή εκτελεστότητα παράγουν μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις. Επομένως θα πρέπει η κρινόμενη αγωγή να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δοθέντος ότι μετά την τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 443 και 444 ΚΠολΔ, για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη ή αντί για υπογραφή ένα σημάδι που αυτός έβαλε και επικύρωσε από συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή, που βεβαιώνει πως το σημάδι έχει τεθεί αντί για την υπογραφή και ότι ο εκδότης δήλωσε ότι δεν μπορεί να υπογράψει (443). Ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και α) τα βιβλία που έμποροι και επαγγελματίες τηρούν κατά τον εμπορικό νόμο ή άλλες διατάξεις, β) και γ) φωτογραφίες ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση {444 ΚΠολΔ}. Η αποδεικτική δύναμη των βιβλίων αυτών ρυθμίζεται στο άρθρο 448 ΚΠολΔ, κατά το οποίο τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 εδ. 1 και 2 ΚΠολΔ, εφόσον είναι συνταγμένα κατά τους νόμιμους τύπους, αποτελούν μεταξύ εμπόρων ή άλλων προσώπων υποχρεωμένων να τηρούν όμοια βιβλία πλήρη απόδειξη για όσα αναφέρονται σε αυτά, αλλά επιτρέπεται η ανταπόδειξη. Κατά προσώπων όμως που δεν έχουν υποχρέωση να τηρούν αυτά τα βιβλία αποτελούν πλήρη απόδειξη για το μέγεθος της απαίτησης, όταν η ύπαρξη τους είναι αποδεδειγμένη με άλλο τρόπο, και μόνο για ένα έτος αφότου γίνει η εγγραφή, εκτός και αν ο υπόχρεος αναγνώρισε με την υπογραφή του το περιεχόμενο. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι, κατ’ εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 447 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο τα ιδιωτικά έγγραφα αποδεικνύουν μόνο κατά του εκδότη τους, τα επαγγελματικά βιβλία αποδεικνύουν, παρότι δεν φέρουν υπογραφή, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 448 ΚΠολΔ και υπέρ αυτού. Η εξαίρεση αυτή, όμως, ισχύει μόνο για τα επαγγελματικά βιβλία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική κατά νόμο (εμπορικό ή άλλες διατάξεις). Εξ αντιδιαστολής από τις ανωτέρω ρυθμίσεις, οι οποίες αφορούν τα υποχρεωτικά εκ του νόμου βιβλία των αναφερομένων στο άρθρο 444 ΚΠολΔ προσώπων, τα προαιρετικά βιβλία των προσώπων αυτών αποτελούν ιδιωτικά έγγραφα και έχουν αποδεικτική δύναμη μόνο υπό τους όρους του άρθρου 443 ΚΠολΔ. Εξάλλου, τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας δεν αποτελούν έγγραφα αποδεικτικά των απαιτήσεων του τηρούντος αυτά προσώπου κατά τρίτων, κατά την έννοια των άρθρων 444 αρ. 1 και 2 και 448 παρ.1, 2, επιτρέπεται, όμως, να συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων ότι τα εν λόγω αποσπάσματα θα αποτελούν πλήρη απόδειξη υπέρ του εκδότη τους. Συγκεκριμένα, η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση δανείου ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνονται οι χρεώσεις και οι πιστώσεις του δανειακού λογαριασμού, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ. 1 ΚΠολΔ, 52 ν.δ/τος 3026/1954, 14 ν. 1599/1986) και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας Τράπεζας. Στην περίπτωση, όμως, των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτυπώσεως από τον υπάλληλο της Τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο που έχει εις χείρας της η Τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου αλλά πρωτοτύπου (ΑΠ 589/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1022/2003, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1117/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3670/2012, ΔΕΕ 2012, σ.1039). Ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα, το βάρος δε απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορούν να γίνουν αντικείμενο απόδειξης, φέρει ο πιστούχος (ΑΠ 916/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3670/2012, ΔΕΕ 2012, σ.1039, ΕφΑθ 2102/2011, ΔΕΕ 2011, σ.916, ΕφΑΘ 5900/2006 ΔΕΕ 2007, σ.327, ΕφΠειρ 469/2009, ΔΕΕ 2010, σ.192). Έτσι, τα αποσπάσματα, στα οποία αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχουν θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, από το οποίο, σύμφωνα με τη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών, αποδεικνύεται η απαίτηση της πιστοδότριας τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να διαταχθεί απόδειξη σε βάρος της, εναπόκειται δε στον πιστούχο οφειλέτη να αμφισβητήσει το ύψος των επί μέρους κονδυλίων πιστοχρεώσεως που περιέχονται στα αποσπάσματα, αλλά φέρει ο ίδιος το βάρος των σχετικών ισχυρισμών, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί η πιστοδότρια τράπεζα να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει τα οικεία θέματα απόδειξης. Η άρνηση, δε εκ μέρους του οφειλέτη της απαίτησης είναι αόριστη, εάν δεν περιέχει ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού διότι η γενική αμφισβήτηση δεν αρκεί (βλ. ΑΠ 583/1990, ΕλΔνη 1991, σ.119, ΕφΑθ 7318/2013, ΔΕΕ 2014, σ.248, ΕφΛαρ 64/2013, ΔΕΕ 2013, σ.796, ΕφΑθ 91/2004, ΔΕΕ 2004, σ.427, ΕφΑθ 3670/2012, ΔΕΕ 2012, σ.1039, ΕφΔωδ 2/1996, ΔΕΕ 1997, σ.725 με εκεί περαιτέρω αναφορές σε νομολογία).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 361, 481, 482, 483, 847 και 857 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Με τη σύμβαση της εγγυήσεως ο εγγυητής αναλαμβάνει έναντι του δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί σ’ αυτόν εκ μέρους του πρωτοφειλέτη η οφειλή. Η ευθύνη του εγγυητή είναι παρεπόμενη σε σχέση με την ευθύνη του πρωτοφειλέτη. Μια των εκδηλώσεων του παρεπομένου της ευθύνης εκείνου συνίσταται στο ότι εκείνος διαθέτει έναντι του δανειστή την ένσταση της διζήσεως. Χωρεί ωστόσο παραίτηση από αυτή την ένσταση και τούτο συμβαίνει ιδίως, αν εκείνος εγγυήθηκε, ως αυτοφειλέτης. Το παρεπόμενο της ευθύνης εκείνου εμποδίζει το να ευθύνονται εκείνος και ο πρωτοφειλέτης εις ολόκληρον έναντι του δανειστή. Ωστόσο, ενόψει του ότι οι διατάξεις περί της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής είναι ενδοτικού δικαίου, τίποτε δεν αποκλείει να συμφωνήσουν και οι τρεις ότι πρωτοφειλέτης και εγγυητής ενέχονται εις ολόκληρον έναντι του δανειστή, πράγμα το οποίο συντρέχει όταν ο εγγυητής παραιτηθεί κατ` άρθρο 847 ΑΚ από τις ενστάσεις των άρθρων 853, 858, 862, 863, 864, 866, 867 και 868 ΑΚ (βλ. ΕφΑθ 6480/2006, ΔΕΕ 2007.953). Η παραίτηση δε των εγγυητών σε σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού από τις ενστάσεις τους, μεταξύ των οποίων και αυτή της διζήσεως, δεν συνιστά άνευ ετέρου υπέρμετρη εκμετάλλευση της οικονομικής τους θέσεως και ως εκ τούτου άκυρη, ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, δικαιοπραξία χωρίς την επίκληση άλλων περιστατικών δυναμένων να προσδώσουν τέτοια μορφή (βλ. ΑΠ 1297/1990 ΕλλΔνη 32.1215, ΕφΑθ 6902/1995, ΕλλΔνη 37.1398 και ΕφΛαρ 114/2007 Δικογρ. 2007.241). Στην περίπτωση αυτή, που ο εγγυητής ευθύνεται σε ολόκληρο με τον πρωτοφειλέτη η από τον έναν εξ εκείνων καταβολή της οφειλής του προς το δανειστή απαλλάσσει και τον άλλον από την οφειλή του προς το ίδιο πρόσωπο. Από δε τη διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ, η οποία αποτελεί ενδοτικό δίκαιο, προκύπτει ότι ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του τελευταίου από τον οφειλέτη. Ωστόσο από τη διάταξη του άρθρου 332 §1 του ιδίου κώδικα, προκύπτει ότι είναι άκυρη κάθε από πριν συμφωνία, η οποία αποκλείει ή περιορίζει την ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια. Συνεπώς είναι επιτρεπτή η εκ των προτέρων παραίτηση του εγγυητή από το ευεργέτημα, που παρέχεται σ` αυτόν από την πρώτη από τις παραπάνω διατάξεις, αλλά μόνο εφόσον έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του δανειστή από ελαφρά αμέλεια του. Στην περίπτωση μάλιστα της αδυναμίας ικανοποιήσεως από βαριά αμέλεια του δανειστή, την ένσταση του άρθρου 862 ΑΚ μπορεί να την προτείνει ο εγγυητής, ακόμη και όταν έχει παραιτηθεί από την ένσταση της διζήσεως. Οι προϋποθέσεις ελευθέρωσης του εγγυητή είναι δύο, ήτοι η αδυναμία ικανοποιήσεως του δανειστή από τον πρωτοφειλέτη και το πταίσμα του δανειστή, εξ αιτίας του οποίου επήλθε η αδυναμία. Η πρώτη προϋπόθεση εστιάζεται στις περιπτώσεις εκείνες, όπου από αδιαφορία ή λόγω καθυστέρησης λήψης κατάλληλων μέτρων από το δανειστή ο πρωτοφειλέτης καθίσταται μετά την ανάληψη της εγγυητικής ευθύνης αναξιόχρεος. Το αναξιόχρεο του πρωτοφειλέτη συναρτάται συνήθως με την πτώχευση του, αλλά και με οποιαδήποτε άλλη πραγματική ή νομική κατάσταση, που ευρύτερα δεν επιτρέπει την ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή κατά αυτού. Στην έννοια των καταλλήλων μέτρων, που οφείλει να λάβει ο δανειστής, περιλαμβάνονται στην ουσία όλες εκείνες οι δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες, οι οποίες κατά περίπτωση θα ήταν ικανές να εξασφαλίσουν το δανειστή απέναντι στον πρωτοφειλέτη. Η αδιαφορία ή η καθυστέρηση από μέρους του δανειστή λήψης κατάλληλων μέτρων έναντι του πρωτοφειλέτη ενέχει το στοιχείο του πταίσματος και της αντίστοιχης ευθύνης, που αντανακλάται στις σχέσεις του δανειστή με τον εγγυητή. Στα πλαίσια αυτά η απαξιωτική συμπεριφορά του δανειστή καλύπτει όλο το φάσμα της έννοιας του πταίσματος κατά το κοινό δίκαιο, δηλαδή τόσο τη βαριά ή ελαφριά αμέλεια, όσο και το δόλο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 330 εδ. β’ ΑΚ. Η πταισματική αυτή συμπεριφορά του δανειστή μπορεί να υλοποιηθεί με πράξη ή παράλειψη. Κατά τη στοιχειοθέτηση του πταίσματος πρέπει να συνεκτιμηθούν διάφοροι παράγοντες όπως το ύψος της οφειλής, η δυνατότητα προσδιορισμού και λογιστικής παρακολούθησης των λογαριασμών, το κατάλοιπο των οποίων συνιστά την οφειλή, η δυνατότητα του δανειστή να επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίηση της απαιτήσεως του, όπως η αναστολή των πληρωμών υπέρ του πρωτοφειλέτη, όταν συνιστά επιχείρηση χαρακτηριζόμενη ως «προβληματική», υπαχθείσα σε ειδικό καθεστώς κατ’ άρθρο 7 Ν. 1386/1983, σύμφωνα με τη διάταξη του ιδίου άρθρου του νόμου αυτού (βλ. γι` αυτά στις ΑΠ 1057/1990, ΑΠ 63/1997 ΕλΔνη 39,101, ΕφΑΘ 7384/2001 ΕλΔ 43,480, ΕφΠειρ 495/1994 ΕΕμπΔ 1995,42 και Σπυριδάκη, Ενοχικό Δίκαιο υπό το άρθρο 856).
H εναγομένη αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η ένδικη σύμβαση πίστωσης δεν περιλαμβανόταν στα στοιχεία του ενεργητικού που είχε μεταβιβάσει με ειδική (όχι καθολική) διαδοχή η «…» στην «….» το Μάρτιο του έτους 2013. Ότι, ως εκ τούτων, δεν αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα «….» αποτελεί δικαιούχο εκ του συγκεκριμένου δανείου, νομιμοποιούμενη ενεργητικώς στην άσκηση της ένδικης αγωγής. Ότι, σε κάθε περίπτωση, η εξυγίανση της «…» (εκχωρήτριας) αντίκειται στα χρηστά ήθη. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η σύμβαση μεταβίβασης των εργασιών της «…» (…) στην Τράπεζα της Ελλάδος αντίκειται στα χρηστά ήθη, πρέπει να απορριφθεί πρωτἰστως ως αόριστος, καθώς δεν εξειδικεύονται οι τιθέμενες από τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ προϋποθέσεις (στις οποίες διατάξεις η εναγομένη επιχειρεί να θεμελιώσει τον εν θέματι ισχυρισμό), προκειμένου να κριθεί εάν η εν λόγω δικαιοπραξία αντίκειται στα χρηστά ήθη και πως αυτό επιδρά στην υπό κρίση περίπτωση. Ο ισχυρισμός ωστόσο που αφορά στη νομιμοποίηση της ενάγουσας για την άσκηση της ένδικης αγωγής είναι νόμιμος (άρθρα 62, 70 ΚΠολΔ) και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του. Εν συνεχεία η εναγομένη ισχυρίζεται, κατ’ εκτίμηση του ισχυρισμού της, ότι η απαίτηση της ενάγουσας εναντίον της έχει αποσβεσθεί κατ’ άρθρο 862 ΑΚ, για τον λόγο ότι η τελευταία δεν στράφηκε εγκαίρως κατά των δανειοληπτριών εταιρειών και δεν ήλθε σε συνεννόηση με τον πατέρα της, ουσιαστικό ιδιοκτήτη των πρωτοφειλέτιδων εταιρειών, προκειμένου, είτε να προβεί σε άμεση πώληση των πλοίων τους με πλειστηριασμό, είτε να αναλάβει τη διαχείριση αυτών, είτε ακόμη και με την πώληση προς οποιονδήποτε τρίτο, κατά χρόνο που η αξία των ενυπόθηκων αυτών πλοίων ήταν ιδιαίτερα υψηλή. Ότι η ενάγουσα μπορούσε, μέσω των έμπειρων ναυτιλιακών της στελεχών, να προβλέψει τη μείωση της αξίας των πλοίων των πρωτοφειλέτιδων εταιρειών μεταξύ των ετών 2015 και 2017, με τον εντεύθεν κίνδυνο της μη πλήρους ικανοποιήσεως των αξιώσεών της, εφόσον ήταν πανκοίνως γνωστό από πλείστες αναλύσεις διεθνών ναυτιλιακών οίκων, εύκολα προσβάσιμων μέσω διαδικτύου, ότι οι τιμές των φορτηγών πλοίων μεταφοράς ξηρού φορτίου θα κινούνταν πτωτικά, όπως και τελικά εγένετο και ότι κατόπιν τούτων η ενάγουσα θα ικανοποιηθεί από τον πλειστηριασμό του πλοίου … για μέρος μόνο της απαίτησής της. Ότι επιπλέον σε κάθε περίπτωση, η δική της παροχή εγγύησης προς την ενάγουσα ήταν τελείως συγκυριακή, καθώς της ζητήθηκε επίμονα από τον πατέρα της να υπογράψει την επίδικη σύμβαση εγγύησης, παρότι δεν είχε καμία σχέση με τη διοίκηση του ομίλου του. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης, ο οποίος επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι, η γενικότερη προστασία των συμφερόντων του εγγυητή που εισάγει η διάταξη του ΑΚ 862, υπό την έννοια του σεβασμού της περιουσίας του σε περίπτωση αδιαφορίας ή ακόμη και συμπαιγνίας μεταξύ δανειστή και πρωτοφειλέτη, προκειμένου να διαφυλαχθεί η περιουσία του τελευταίου σε βάρος του εγγυητή, δεν δίνει στη δανείστρια τράπεζα τη δυνατότητα διαχείρισης και διαπραγμάτευσης της υποθηκευμένης περιουσίας του πρωτοφειλέτη, δοθέντος μάλιστα, ότι ο σκοπός της σύμβασης εγγύησης έχει καθαρά εξασφαλιστικό χαρακτήρα και δεν δημιουργεί στην τράπεζα την υποχρέωση άνευ άλλου τινός, να προασπίσει τα συμφέροντα του εγγυητή έναντι αυτών του πρωτοφειλέτη. Επιπλέον δε ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι η ίδια τυπικά προχώρησε στη σύναψη της σύμβασης εγγύησης με τη δικαιοπάροχο της εναγομένης, δεν αποσείει τις αναληφθείσες με τη σύμβαση εγγύησης υποχρεώσεις της, καθώς η εναγομένη δεν επικαλείται ότι συντρέχουν λόγοι ακυρότητας ή ακυρωσίας της εν θέματι σύμβασης. Τέλος η εναγομένη αμφισβητεί γενικά την ακρίβεια των αποσπασμάτων των προσκομιζόμενων από την ενάγουσα κινήσεων των λογαριασμών των δανειοληπτριών. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, ερειδόμενος στις εκτιθέμενες στην ανωτέρω μείζονα σκέψη της παρούσας και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.
- II. Με την από 20-12-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 13341/6077/2018 προσεπίκλησή της, η προσεπικαλούσα ισχυρίζεται, ότι η εναγομένη έχει ασκήσει εναντίον της την ως άνω αγωγή, την οποία ενσωματώνει στο δικόγραφο της προσεπίκλησής της, υπό την ιδιότητά της ως εγγυήτριας της από 23-12-2009 σύμβασης δανείου, στην οποία (σύμβαση εγγύησης) συμβλήθηκε μαζί με τον αποβιώσαντα πατέρα της … … Ότι μετά τον θάνατο του πατρός της υπεισήλθαν στη θέση αυτού ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του η ίδια και οι καθ΄ ων η προσεπίκληση, οι οποίες μάλιστα άπασες αποδέχτηκαν την κληρονομία του. Ότι για τον λόγο αυτό καλεί τις καθ’ ων η προσεπίκληση να παρέμβουν στην ανοιγείσα με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής δίκη προς υποστήριξή της και προς αντίκρουση της αγωγής και να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο το ως άνω δικόγραφο, το οποίο εκτιμάται ως ανακοίνωση δίκης, δοθέντος ότι δεν εμπίπτει σε κάποια εκ των περιπτώσεων των άρθρων 86-88 ΚΠολΔ, παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, καθώς έχει ασκηθεί εντός της οριζόμενης στο άρθρο 238 ΚΠολΔ προθεσμία, είναι δε νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις του άρθρου 91 ΚΠολΔ πλην του αιτήματος περί επιβολής των δικαστικών εξόδων σε βάρος των καθ’ ων η ανακοίνωση, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, πρέπει επομένως να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.
IIΙ. Με την από 23-01-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 622/322/2019 πρόσθετη παρέμβασή της, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εκθέτει ότι η ενάγουσα άσκησε την ανωτέρω αγωγή κατά της εναγομένης και ότι η ίδια έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει στη μεταξύ των διαδίκων ανοιγείσα δίκη, για τον λόγο δε αυτό ζητεί να απορριφθεί η αγωγή και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο το ως άνω δικόγραφο της πρόσθετης παρέμβασης, παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, καθώς έχει ασκηθεί εντός της οριζόμενης στο άρθρο 238 ΚΠολΔ προθεσμία, είναι δε νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 82 επ. και 182 ΚΠολΔ, πρέπει επομένως να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.
Από τις υπ’ αριθμ. …/31-01-2019 και …/19-02-2019 ένορκες βεβαιώσεις του μάρτυρα … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ανδρούλας Βαϊα, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν κλήτευσης των αντιδίκων της (βλ. τις υπ’ αριθμ. …/23-01-2019, …και …/13-02-2019 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών στο Εφετείο Αθηνών … και …), την υπ’ αριθμ. …/01-02-2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Κολοβού, η οποία ελήφθη με επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν κλήτευσης της αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθμ. …/29-01-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …), καθώς και από όλα γενικά και χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, δίχως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της ένδικης διαφοράς, όπως επίσης και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 23 Δεκεμβρίου 2009 σύμβασης χρηματοδότησης που υπεγράφη μεταξύ της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην …, ενεργούσας εν προκειμένω μέσω του Υποκαταστήματος της στον …, και των εδρευουσών σύμφωνα με το καταστατικό τους στην …, αλλά ουσιαστικά στον ….., ναυτιλιακών εταιρειών με τις επωνυμίες «…» και «…», χορηγήθηκε στις τελευταίες δάνειο ποσού είκοσι επτά εκατομμυρίων (27.000.000) δολαρίων ΗΠΑ. Το ποσό αυτό συμφωνήθηκε να εκταμιευθεί εφάπαξ και σκοπός του ήταν η παροχή κεφαλαίου εργασίας και επένδυσης στις δανειολήπτριες. Την αποπληρωμή του δανείου με την από 23 Δεκεμβρίου 2009 σύμβαση εγγυήθηκε η εναγόμενη ως προσωπική εγγυήτρια, ευθυνόμενη ως αυτοφειλέτρια για ολόκληρο το ποσό του δανείου, παραιτηθείσα κάθε ενστάσεως ως και του ευεργετήματος της διαιρέσεως και διζήσεως. Το δάνειο συνομολογήθηκε έντοκο και αποπληρωτέο σε δόσεις. Συγκεκριμένα συμφωνήθηκε ότι το δάνειο, το επιτόκιο του οποίου θα υπολογίζεται κατά τη διάρκεια κάθε περιόδου εκτοκισμού, που βεβαιώνεται από την δανείστρια προς τις δανειολήπτριες ως το άθροισμα του περιθωρίου επιτοκίου, ανερχομένου σε 3,5% ετησίως και του LIBOR ή του κόστους χρηματοδότησης του δανείου της δανείστριας, για περιόδους εκτοκισμού μεγαλύτερες των έξι μηνών (κεφάλιο 2 της δανειακής σύμβασης), θα αποπληρωθεί σε σαράντα διαδοχικές τριμηνιαίες χρεωλυτικές δόσεις πλέον τόκων, οι οποίες θα καταβάλλονταν τις σχετικές ημερομηνίες αποπληρωμής, της πρώτης δόσης καταβλητέας την ημερομηνία που έπεται τριών μηνών από την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου και κάθε μία από τις επόμενες τριάντα εννέα αντίστοιχα σε κάθε ημερομηνία που θα συνέπιπτε τρεις μήνες μετά την αμέσως προηγούμενη ημερομηνία αποπληρωμής. Ειδικότερα, οι πρώτες οχτώ δόσεις αποπληρωμής κεφαλαίου θα αντιστοιχούσαν σε ποσό 325.000 δολαρίων ΗΠΑ εκάστη και οι επόμενες τριάντα δύο δόσεις σε ποσό 650.000 δολαρίων ΗΠΑ, της τεσσαρακοστής και τελευταίας δόσης καταβλητέας την ίδια ημερομηνία αποπληρωμής με τη συμφωνημένη εφάπαξ πληρωμή, ανερχομένης ωστόσο στο ποσό των 3.600.000 δολαρίων ΗΠΑ (ballon payment). Επιπλέον συμφωνήθηκε να καταβάλλονται τόκοι, υπολογιζόμενοι με βάση το επιτόκιο σε ημερομηνίες πληρωμής τόκων και για τις περιόδους εκτοκισμού που προβλέπονται στη δανειακή σύμβαση. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι κατά τα προβλεπόµενα στο άρθρο 23 της σύμβασης δανείου σε περίπτωση αδυναμίας των δανειοληπτριών ή οποιασδήποτε εξ αυτών ή οποιουδήποτε άλλου συμβαλλομένου ασφαλείας να πληρώσει κατά την ημεροµηνία λήξης πληρωμής οποιοδήποτε ποσό το οποίο έχει καταστεί οφειλόµενο δυνάμει της (23.01.01) ή επελεύσεως ενός Συμβάντος Αθέτησης δυνάμει οποιουδήποτε σχετικού Εγγράφου (23.01.03) ή παύσης ή αδυναμίας ή παραδοχής της αδυναµίας πληρωµών των ληξιπροθέσμων οφειλών τους (23.01.14) ή σημαντικής ουσιώδους δυσμενούς μεταβολής της οικονομικής κατάστασης ή λειτουργίας ενός ή περισσοτέρων εκ των Συµβαλλοµένων (23.01.17), η δανείστρια θα έχει το δικαίωμα με έγγραφη ειδοποίηση προς τις Δανειολήπτριες να δηλώσει ότι το δάνειο ακυρώνεται και να δηλώσει ότι η οφειλή είναι άμεσα ληξιπρόθεσμη και καταβλητέα (23.1.19). Τέλος η σύμβαση δανείου συμφωνήθηκε ότι θα διέπεται από το Αγγλικό δίκαιο. Ωστόσο, μετά τη σύναψη της δανειακής σύμβασης και την εκταμίευση του δανείσματος μετά από αίτηση των δανειοληπτριών (23-12-2009), η αρχική δανείστρια απορροφήθηκε μέσω διασυνοριακής συγχώνευσης από την τραπεζική εταιρεία «…». Συνεπώς, η τελευταία απέκτησε, κατόπιν σχετικής εκχώρησης, την απαίτηση που διατηρούσε η δανείστρια έναντι των οφειλετών της. Εν συνεχεία, από τη με ημερομηνία 26-03-2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης μεταξύ της «…» και της «….», η οποία προσκομίσθηκε στο παρόν Δικαστήριο στην αγγλική γλώσσα με την επίσημη ακριβή μετάφραση στην ελληνική γλώσσα και στην οποία είναι συνημμένο το «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1» αυτής, αποδεικνύεται ότι η «….» αγόρασε, όπως προκύπτει από τον όρο 2 σε συνδυασμό με το παράρτημα με αριθμό 1 της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία του ενεργητικού με ισχύ από τον χρόνο μεταβίβασης. Ως ημερομηνία μεταβίβασης ορίστηκε η 26η Μαρτίου 2013 και χρόνος μεταβίβασης ήταν 17:00 στην Ελλάδα κατά την ημερομηνία μεταβίβασης της σύμβασης, επίσης κατά τον όρο 9 συνέχισε και την εργασιακή σχέση των εργαζομένων. Κατά το Παράρτημα της σύμβασης τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία του ενεργητικού είναι: 1) τα ελληνικά δάνεια, 2) η υπεραξία των ελληνικών εργασιών, 3) τα ακίνητα, 4) ο εξοπλισμός, 5) όλα τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που ανήκουν στην πωλήτρια και που σχετίζονται αποκλειστικά με τις ελληνικές εργασίες και 6) όλα τα βιβλία και στοιχεία που αφορούν αποκλειστικά τις ελληνικές εργασίες. Στους ορισμούς της σύμβασης «ελληνικά δάνεια» είναι όλες οι δανειακές απαιτήσεις (είτε υπό τη μορφή χρεογράφων, είτε υπό άλλη μορφή και συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων από χρηματοδοτική μίσθωση και πρακτόρευση απαιτήσεων, πλέον των συναφών δεδουλευμένων τόκων και συναφών εξασφαλίσεων), όπως καταγράφονται στα βιβλία της πωλήτριας ή της θυγατρικής, τα οποία προέρχονται από και τυγχάνουν διαχείρισης στην Ελλάδα και επί του παρόντος αποτυπώνονται στο Κυπριακό χαρτοφυλάκειο δανείων, όλα αυτά όπως προσδιορίζονται στα αρχεία με την επωνυμία «…» και «θυγατρικές …» στον ψηφιακό δίσκο (CD) που υπογράφηκε από τα μέρη για το σκοπό ταυτοποίησης. Εξοπλισμός σημαίνει κατά τη σύμβαση όλες τις εγκαταστάσεις, τα μηχανήματα, τον εξοπλισμό (συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του λογισμικού), τα έπιπλα, τα συστατικά και παραρτήματα που ανήκουν (i) στην πωλήτρια και βρίσκονται στα καταστήματα και σε άλλα ακίνητα (ii) στη θυγατρική κατά τον χρόνο μεταβίβασης. Επομένως αποδεικνύεται ότι κατά την 26-03-2013 η ενάγουσα τράπεζα αγόρασε όλα τα δάνεια ανεξαιρέτως, τον εξοπλισμό, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και το λογισμικό, όλα τα βιβλία και στοιχεία που αφορούν τις ελληνικές εργασίες και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και συνέχισε τις εργασιακές σχέσεις. Αποδεικνύεται, δηλαδή, ότι με την εν λόγω σύμβαση, στα μεταβιβαζόμενα στοιχεία του ενεργητικού περιλαμβάνεται το σύνολο των ελληνικών δανείων της «…» χωρίς κάποια εξαίρεση, μεταξύ δε αυτών είναι και η εν θέματι από 23-12-2009 σύμβαση δανείου, η οποία συνήφθη στην Ελλάδα, άρα προέρχεται από την Ελλάδα και η διαχείρισή της γινόταν στην Ελλάδα, αφού οι πιστούχοι όφειλαν να αποπληρώνουν το δάνειο στην Ελλάδα, δηλαδή σε ελληνικά υποκαταστήματα της συμβληθείσας με εκείνες τράπεζας και αυτές ελάμβαναν από τα ελληνικά υποκαταστήματα μηνιαίες κινήσεις των τηρούμενων λογαριασμών. Επομένως, από τα ανωτέρω στοιχεία και έγγραφα, προκύπτει ότι η από 23-12-2009 σύμβαση δανείου μεταξύ των δανειοληπτριών εταιρειών (την αποπληρωμή του οποίου εγγυήθηκε η εναγομένη) και της «…» ανήκε στα στοιχεία ενεργητικού, που μεταβιβάσθηκαν με την από 26-03-2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης στην «….». Επομένως η «….» απέκτησε όλα τα δάνεια και βιβλία και στοιχεία και συνέχισε να τα διαχειρίζεται, στο ίδιο λογισμικό σύστημα, με όλα τα πνευματικά δικαιώματα αλλά με τους ίδιους τραπεζικούς υπαλλήλους που απέκτησε. Περαιτέρω, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 §2 της Οδηγίας 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Απριλίου 2001 «Τα μέτρα εξυγίανσης διέπονται από τους νόμους, κανονισμούς και διαδικασίες που ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής, εκτός αν άλλως ορίζει η παρούσα οδηγία. Τα μέτρα εξυγίανσης παράγουν όλα τα αποτελέσματά τους σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους σε ολόκληρη την Κοινότητα, χωρίς άλλες διατυπώσεις, καθώς και έναντι τρίτων στα άλλα κράτη μέλη, και αν ακόμη οι ισχύουσες διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής δεν προβλέπουν τέτοια μέτρα ή εξαρτούν την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις οι οποίες δεν πληρούνται. Τα μέτρα εξυγίανσης παράγουν τα αποτελέσματά τους σε ολόκληρη την Κοινότητα μόλις παράγουν τα αποτελέσματά τους στο κράτος μέλος όπου έχουν ληφθεί». Στην προκείμενη υπόθεση, η μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού των ελληνικών υποκαταστημάτων της «… …», ως μέτρο εξυγίανσης, που διατάχθηκε από την …, διέπεται από την κυπριακή νομοθεσία, διότι η Κύπρος αποτελεί το κράτος-μέλος καταγωγής του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος. Κατ’ εφαρμογή, λοιπόν, της νομοθεσίας της Ε.Ε., η μεταβίβαση εργασιών των ελληνικών υποκαταστημάτων της τράπεζας «… …» προς την «….» αναγνωρίζεται αυτόματα στην ελληνική επικράτεια, χωρίς να απαιτείται άλλη διατύπωση, ακόμη και αν το ελληνικό δίκαιο εξαρτά την εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου εξυγίανσης από προϋποθέσεις ή διατυπώσεις που δεν πληρούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικότερα, το εφαρμοστέο κυπριακό δίκαιο σχετικά με την εξυγίανση και εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων ορίζει ρητά ότι η μεταβίβαση δικαιωμάτων ή απαιτήσεων του υπό εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος επέρχεται αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται αναγγελία προς τον οφειλέτη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 13 §§1, 2 του κυπριακού Νόμου περί εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων: «…(2) Η μεταβίβαση τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, δυνάμει του εδαφίου 1, θεωρείται καθ’ όλα έγκυρη πράξη και ισχύει έναντι τρίτων, ανεξάρτητα από την ισχύ οποιουδήποτε περιορισμού που επιβάλλεται δυνάμει διατάξεων νόμου ή όρων σύμβασης ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, (α) Οποιασδήποτε αναγγελίας, έγκρισης ή συναίνεσης προσώπων που είναι υποκείμενα δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή συμβατικών σχέσεων που μεταβιβάζονται, (β) της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 301 του περί Εταιρειών Νόμου ή των διατάξεων των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013 σε σχέση με τους τίτλους, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που μεταβιβάζονται…(γ) κάθε άλλου περιορισμού που επηρεάζει το αντικείμενο εκχώρησης ή μεταβίβασης, γενικά ή από τρίτο πρόσωπο». Η ίδια ακριβώς πρόνοια με το άρθρο 13 του κυπριακού Νόμου περί εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων επαναλαμβάνεται και στο υπ’ αριθμόν 96/26-03-2013 Διάταγμα που εξέδωσε η … σχετικά με τη μεταβίβαση των εργασιών της «…» προς την καθ’ ης η ανακοπή «….». Συγκεκριμένα, στο άρθρο 7 του παραπάνω διατάγματος ορίζεται ότι η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων προς την «….» θεωρείται έγκυρη και παράγει τα δι’ αυτής σκοπούμενα αποτελέσματα, ανεξαρτήτως «…οποιασδήποτε αναγγελίας, έγκρισης ή συναίνεσης οποιουδήποτε προσώπου στην πώληση εργασιών». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ίδιου Διατάγματος «Συμφωνίες οι οποίες έχουν συναφθεί από ή σε σχέση με τον Πωλητή (δηλ. την «… …») και οι οποίες αφορούν τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις, λογίζονται από τον χρόνο Μεταβίβασης ως αν έχουν συναφθεί με ή σε σχέση με τον Αγοραστή (δηλ. την ενάγουσα «….»). Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων (Οδηγία 2001/24/ΕΚ, Κυπριακός Νόμος περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων, Διάταγμα 97/26-03-2013 της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, Απόφαση 66/26-03-2013), η μεταβίβαση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που απορρέουν από τις ελληνικές εργασίες της «…» επήλθε αυτοδικαίως στις 26-03-2013 (δηλ. κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης μεταξύ των δύο πιστωτικών ιδρυμάτων). Πρόκειται, συνεπώς, για ειδική περίπτωση νόμιμης εκχώρησης, που πραγματοποιήθηκε σε εκτέλεση απόφασης της αρμόδιας Κυπριακής Αρχής Εξυγίανσης (…) και αναπτύσσει τα αποτελέσματά της στην Ελλάδα χωρίς να απαιτείται άλλη διατύπωση, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2001/24/ΕΚ, όπως ενσωματώθηκαν στα εθνικά δίκαια των κρατών – μελών (βλ. τον ελληνικό Ν. 3458/2006 και τις προαναφερθείσες διατάξεις του κυπριακού δικαίου). Επειδή ακριβώς πρόκειται για ειδική περίπτωση νόμιμης εκχώρησης, δεν απαιτείται και αναγγελία αυτής στους οφειλέτες του κυπριακού πιστωτικού ιδρύματος «… …». Η εγκυρότητα και η ισχύ της μεταβίβασης, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αναγγελία προς τον οφειλέτη, συνάγεται, όπως προεκτέθηκε, από το άρθρο 13 §2 του κυπριακού Νόμου περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και τα άρθρα 7, 8, 10 του Διατάγματος 97/26-03-2013 της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου. Κατ’ ακολουθία αυτών αποδεικνύεται ότι πράγματι εκχωρήθηκαν από την «… …» στην «….» οι απαιτήσεις, που απορρέουν από τη μεταβιβασθείσα έννομη σχέση της από 23-12-2009 σύμβασης δανείου και ότι δεν απαιτείτο να μεσολαβήσει αναγγελία της εκχώρησης προς τις δανειολήπτριες και την εναγομένη εγγυήτρια, αλλά ότι η ενάγουσα νομιμοποιείτο στην άσκηση της ένδικης αγωγής, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης. Σημειωτέον ωστόσο, ότι η εκχώρηση της απαίτησης από τη δανειακή σύμβαση διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, ενώ σύμφωνα με όρο που περιλαμβάνεται σ’ αυτή (34.03) η εκχωρήτρια όφειλε να κοινοποιήσει την εκχώρηση στις δανειολήπτριες, υπό την έννοια βεβαίως της συμβατικής υποχρέωσης και χωρίς αυτό να επιδρά στο κύρος της εκχώρησης. Αντίστοιχα, η απαίτηση που απορρέει από τη σύμβαση εγγύησης διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και σύμφωνα με όρο που περιλαμβάνεται σ’ αυτή (13.01) ήταν δυνατή η εκχώρηση της απαίτησης αυτής, την οποία ωστόσο όφειλε σύμφωνα με το άρθρο 460 ΑΚ να αναγγείλει στον οφειλέτη, εν προκειμένω την εγγυήτρια, είτε εκχωρήτρια είτε εκδοχέας, χωρίς και σε αυτή την περίπτωση να πλήττεται το κύρος της εκχώρησης. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, χωρίς να αμφισβητείται από την εναγόμενη, οι δανειολήπτριες εταιρείες εκταμίευσαν το σύνολο της πίστωσης, ωστόσο υπήρξαν ασυνεπείς στις συµβατικές υποχρεώσεις τους, διότι παρέλειψαν να καταβάλουν τα κάτωθι ποσά: α) για ληξιπρόθεσμες δόσεις υπόλοιπο ποσό 586.628,96 δολαρίων ΗΠΑ, πληρωτέο την 29η-12-2014, τις οφειλόμενες δόσεις εκ ποσού 650.000 δολαρίων ΗΠΑ εκάστη που κατέστησαν πληρωτέες την 30η-03-2015, την 29η-06-2015, την 29η-09-2015, την 29η-12-2015, την 29-03-2016, την 29η-06-2016, την 29η-09-2016, την 29η-12-2016, την 29η-03-2017, την 29η-06-2017, ήτοι συνολικά ποσό 7.086.628,96 δολαρίων ΗΠΑ για ληξιπρόθεσμες δόσεις κεφαλαίου, β) για συμβατικούς τόκους από την 29η-12-2014 μέχρι την 29η-06-2017 συνολικό ποσό 2.011.607,82 δολάρια ΗΠΑ και γ) για τόκους υπερημερίας ποσό 582.850,46 δολάρια ΗΠΑ. Σύμφωνα µε τους σχετικούς όρους της σύµβασης δανείου, η ενάγουσα, η οποία είχε κατά τα ανωτέρω είχε καταστεί ειδική διάδοχος της αρχικής δανείστριας, κοινοποίησε στις δανειολήπτριες και την εναγομένη, ως εγγυήτρια, την από 11-08-2017 Αναγγελία Υπερημερίας και επιφύλαξη δικαιωμάτων, δυνάμει της οποίας ενημέρωνε τις τελευταίες για όλες τις εκ μέρους τους παραβάσεις της σύμβασης δανείου, οι οποίες συνιστούσαν γεγονότα υπερημερίας και απαιτούσε την εκ μέρους τους καταβολή των ληξιπρόθεσμων κατά τα ανωτέρω οφειλών τους. Η εν λόγω κοινοποίηση της ενάγουσας επείχε και θέση αναγγελίας της μεταβίβασης της δανειακής σχέσης στην ίδια, καθόσον τέτοια δεν είχε λάβει χώρα σε προγενέστερο χρόνο. Οι δανειολήπτριες και η εναγομένη ωστόσο ουδέν έπραξαν και εν συνεχεία η ενάγουσα με την από 18-08-2017 Ειδοποίηση Καταγγελίας της Δανειακής Σύμβασης και Επίσπευσης Αποπληρωμής του Δανείου, κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου, κήρυξε το σύνολο των προερχόμενων εξ αυτής οφειλών ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και έταξε στις δανειολήπτριες και στην εγγυήτρια – εναγομένη νέα προθεσμία και δη την 21η-08-2017 για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους, οι οποίες μετά την ως άνω καταγγελία ανέρχονταν σε: α) ποσό 18.486.628,96 δολάριο ΗΠΑ για ληξιπρόθεσμες δόσεις κεφαλαίου, β) 2.103.362,94 δολάρια ΗΠΑ για τους μέχρι την 18η-08-2017 συμβατικούς τόκους και γ) 596.640,69 δολάρια ΗΠΑ για τους μέχρι την 18η-08-2017 τόκους υπερημερίας, ενώ παράλληλα έκλεισε τον υπ’ αριθμ. … τραπεζικό λογαριασμό που είχε ανοίξει και τηρούσε στο όνοµα των δανειοληπτριών εταιρειών, ο οποίος (λογαριασµός) εµφάνιζε την κατά την ανωτέρω ημερομηνία χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 21.186.632,59 δολαρίων ΗΠΑ, όπως αυτό αναλύθηκε ανωτέρω, το οποίο μετέφερε στον µε αριθµό … λογαριασµό οριστικής καθυστέρησης. Έκτοτε η ενάγουσα, βάσει των σχετικών όρων της σύμβασης και των Εξασφαλιστικών Εγγράφων, και, προκειμένου να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη και ομαλή λειτουργία και εκμετάλλευση των πλοίων των δανειοληπτριών, προέβη σε χρεώσεις ποσών στον ανωτέρω λογαριασμό, το χρεωστικό υπόλοιπο του οποίο κατά την 26η-09-2018 ανερχόταν σε 23.587.317,30 δολάρια ΗΠΑ και περιλάμβανε, πέραν των ανωτέρω εκτεθέντων, τους τόκους υπερημερίας ύψους 1.929.250,07 δολάρια ΗΠΑ συνολικά και το ποσό των 1.068.075,33 δολαρίων ΗΠΑ για έξοδα (πληρωμές τιμολογίων, μισθοί πληρωμάτων των πλοίων των δανειοληπτριών, μετακίνησης μελών πληρωμάτων, υπηρεσιών πρακτορείας και φύλαξης, αγοράς καυσίμων και προμηθειών κλπ). Επιπλέον η ενάγουσα άνοιξε την 28η-03-2018 και τηρεί στο όνομα των δανειοληπτριών τον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης σε ευρώ, στον οποίο καταχωρούνται τα δικαστικά και λοιπά έξοδα, στα οποία υποβάλλεται αναφορικά με τη Σύμβαση Δανείου, ο οποίος (λογαριασμός) εμφάνιζε την 26η-09-2018 χρεωστικό υπόλοιπο 251.667,56 ευρώ. Η εναγόμενη, εξάλλου, με τις προτάσεις της συνομολογεί την καταγγελία της σύμβασης πίστωσης από την ενάγουσα, καθώς και το ύψος του οφειλόμενου κεφαλαίου και ουσιαστικά προβάλλει αντιρρήσεις μόνο ως προς τα έξοδα που έγιναν προκειμένου να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη και ομαλή λειτουργία και εκμετάλλευση των πλοίων των δανειοληπτριών, ύψους 1.068.075,33 δολαρίων ΗΠΑ. Επομένως, εφόσον η επίδικη αξίωση υπολείπεται του οφειλόμενου κεφαλαίου, δεν απαιτείται η παρεμπίπτουσα εξέταση της εξέλιξης της δανειακής σύμβασης, σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 423 ΑΚ, η οποία ορίζει τη σειρά του καταλογισμού της παροχής, υπηρετεί τα συμφέροντα του δανειστή (ΣΕΑΚ Απ. Γεωργιάδη, άρθρο 423 ΑΚ, σελ. 869, παρ. 3) και κατά συνέπεια παραδεκτώς και νομίμως η ενάγουσα καταλογίζει την επίδικη αξίωση στο κεφάλαιο της απαίτησης της. Σύμφωνα με τον όρο 13.02 της σύμβασης δανείου, καθώς και τον όρο 7.04 της σύμβασης εγγύησης, συμφωνήθηκε ότι «…οι εγγραφές που πραγματοποιούνται στους λογαριασμούς δανείου που τηρούνται από τον Δανειστή σύμφωνα με τον όρο 13.01 της σύμβασης χρηματοδότησης, θα αποτελούν αναμφισβήτητα αποδεικτικά (με εξαίρεση την περίπτωση πρόδηλου σφάλματος) της ύπαρξης και των ποσών των ευθυνών των δανειοληπτών που καταγράφεται σε αυτούς, και του Εγγυητή δυνάμει της παρούσας εγγύησης». Η ως άνω ανεξόφλητη οφειλή των δανειοληπτριών έναντι της ενάγουσας, κατά την ως άνω ημερομηνία, αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα, αποσπάσματα των ηλεκτρονικά τηρούμενων λογιστικών βιβλίων της και των αντίστοιχων λογαριασμών οριστικής καθυστέρησης, αποσπάσματα των οποίων μάλιστα ενσωματώνει και στην αγωγή της και συγκεκριμένα: α) του υπ. αριθμ. … λογαριασμού δανείου σε Δολάρια ΗΠΑ που είχε ανοιχθεί και τηρούνταν από την δικαιοπάροχο της ενάγουσας «…» επ’ ονόματι των οφειλετών και εμφανίζει την αναλυτική κίνηση του Δανείου από 29-12-2009, με την εκταμίευση του Δανείου ποσού Δολαρίων ΗΠΑ 27.000.000, έως την ημεροµηνία κλεισίματος του δηλ. την 29-06-2012, β) του λογαριασμού δανείου σε Δολάρια ΗΠΑ που είχε ανοιχθεί και τηρούνταν από την δικαιοπάροχο της ενάγουσας «…» επ’ ονόματι των οφειλετών και εμφανίζει την αναλυτική κίνηση του Δανείου από 14-06-2012, ημερομηνία μεταφοράς του υπολοίπου του υπ’ αριθμ. … λογαριασμού, έως την ημεροµηνία κλεισίματος του δηλ. την 25-06-2013, γ) του υπ. αριθμ. … λογαριασμού εξυπηρέτησης σε Δολάρια ΗΠΑ που είχε ανοιχθεί και τηρούνταν από την δικαιοπάροχο της ενάγουσας «…» επ’ ονόματι των οφειλετών και εμφανίζει την αναλυτική κίνηση του Δανείου από 27-06-2013, ημερομηνία μεταφοράς του υπολοίπου του ανωτέρω υπό (β) λογαριασμό, έως την ημεροµηνία κλεισίματος του δηλ. την 18-11-2013, δ) του υπ. αριθμ. … λογαριασμού εξυπηρέτησης σε Δολάρια ΗΠΑ που είχε ανοιχθεί και τηρούνταν από την ενάγουσα ως ειδική διάδοχο της αρχικής δανείστριας «…» επ’ ονόματι των οφειλετών και εμφανίζει την αναλυτική κίνηση του Δανείου από 18-11-2013, ημερομηνία μεταφοράς του υπολοίπου του Δανείου ποσού 21.150.000 Δολαρίων ΗΠΑ από τον υπ’ αριθμ. ως άνω υπό (γ) λογαριασμό, έως την ημεροµηνία κλεισίματος του δηλ. την 18-08-2017, ε) του υπ’. αριθμ. … λογαριασµού οριστικής καθυστέρησης σε Δολάρια ΗΠΑ που άνοιξε και τηρούσε η ενάγουσα επ’ ονόματι των οφειλετών και εμφανίζει την αναλυτική κίνηση του Δανείου από 18-08-2017, ημερομηνία μεταφοράς του υπολοίπου του Δανείου ποσού 21.186.632,59 δολαρίων ΗΠΑ από τον υπ’ αριθμ. … λογαριασμού, έως την 26-09-2018 και στ) του υπ’. αριθμ. … λογαριασµού οριστικής καθυστέρησης σε ευρώ που άνοιξε και τηρούσε η ενάγουσα, στον οποίο καταχωρούνται τα δικαστικά και λοιπά έξοδα, στα οποία υποβάλλεται σε σχέση με την εν θέματι Σύμβαση Δανείου και εμφανίζει την αναλυτική κίνηση του αυτού από 22-03-2018, έως την 26-09-2018. Τα ως άνω αποσπάσματα, φέρουν βεβαίωση περί της γνησιότητας της εκτύπωσής τους, από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της τράπεζας, που τηρούνται σε πρωτότυπο στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή της, υπογεγραμμένα από τους υπαλλήλους της ενάγουσας. Τα έγγραφα αυτά, πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον προαναφερόμενο όρο της σύμβασης δανείου, περί δυνατότητας απόδειξης της εκάστοτε ανεξόφλητης οφειλής από τη σύμβαση δανείου με σχετικό απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας. Ειδικότερα, η περιλαμβανόμενη στην επίδικη σύμβαση δανείου ειδική συμφωνία (όπως το περιεχόμενο αυτής αναλυτικά αναφέρεται ανωτέρω) ότι η οφειλή των πιστούχων εταιρειών προς την πιστώτρια τράπεζα, θα προκύπτει από το απόσπασμα των βιβλίων ή αρχείων ή των ηλεκτρονικών αρχείων της Τραπέζης ή/και αποσπάσματα εκ του δανειακού λογαριασμού, τα οποία τηρούνται σύμφωνα με τον ανωτέρω αναφερόμενο όρο της σύμβασης, ως δικονομική σύμβαση, κρινόμενη κατά το ελληνικό δίκαιο, είναι έγκυρη, υπό τα αναλυτικά ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, αναφερόμενα, αφού δεν επηρεάζει το βάρος απόδειξης, ούτε αποκλείει ή περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα του πιστούχου να αμφισβητήσει τα επί μέρους κονδύλια του λογαριασμού. Με βάση τη συμφωνία αυτή, τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας, που διαφορετικά δεν θα είχαν τέτοια αποδεικτική δύναμη, αποτελούν prima facie αποδεικτικό μέσο, χωρίς να χρειάζεται να τεθεί περαιτέρω απόδειξη αναφορικά με την αξίωση της ενάγουσας. Εξάλλου, η εναγόμενη δεν προσκομίζει σχετική ανταπόδειξη κατά των ως άνω αποσπασμάτων που εξήχθησαν από τα ηλεκτρονικά βιβλία της Τράπεζας, με έγγραφο ή άλλο αποδεικτικό μέσο. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η πρόσθετη υπέρ της εναγομένης παρέμβαση και να γίνει δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής, του ποσού των τριών εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (3.500.000), με το νόμιμο τόκο από 31-8-2018 και μέχρι την εξόφληση τους. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, με βάση και το σχετικό αίτημά της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης (άρθρα 176, 191§2, 189 του ΚΠολΔ, συνδ. αρθρ. 61, 63, 68 Ν. 4194/2013 – Κώδικα Δικηγόρων), ενώ δικαστικά έξοδα υπέρ της προσθέτως ενάγουσας δε θα επιδικασθούν, εξαιτίας της ήττας της εναγομένης υπέρ της οποίας αυτή παρενέβη (άρθρ. 182 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την αγωγή, την προσεπίκληση και την πρόσθετη παρέμβαση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την προσεπίκληση και την πρόσθετη παρέμβαση.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής, του ποσού των τριών εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (3.500.000) δολαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία ευρώ – δολαρίων ΗΠΑ κατά την ημερομηνία πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από 19η-08-2018, μέχρι την οριστική εξόφληση του ποσού αυτού.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των δέκα έξι χιλιάδων (16.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις – -2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών, με την παρουσία και της Γραμματέα της έδρας, στις -02-2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ