ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
861 /2020
(αριθμ. έκθ. κατάθ. 11345/5112/2018)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη και Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Δήμο … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αθηνών Μάρκος Δάρας (ΑΜ ΔΣΑ 11476) δυνάμει του από 08-03-2019 πληρεξουσίου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής και η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Του εναγομένου: του Οργανισμού με την επωνυμία «…, που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Αθηνών Αθανασία Αργυροπούλου (ΑΜ ΔΣΑ …34) δυνάμει του από 08-02-2019 δικαστικού πληρεξουσίου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής και ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Οι ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 30-10-2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 111345/2018 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 5112/2018 και μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με το ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, έχοντας εγγραφεί στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ε ΚΠολΔ.
Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ζ ΚΠολΔ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 ΚΠολΔ στη Δικαιοδοσία των Πολιτικών Δικαστηρίων υπάγονται Ελληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα Ελληνικού Δικαστηρίου, ενώ κατά το άρθρο 4 εδ. τελευταίο του ίδιου Κώδικα το Δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή ή την αίτηση αν δεν έχει δικαιοδοσία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – ο οποίος, αντικαθιστώντας τον, με όμοιο αντικείμενο, Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000, εφαρμόζεται επί διαφορών ενεχουσών στοιχεία αλλοδαπότητας (όπως είναι λ.χ. η κατοικία ή η έδρα κάποιου διαδίκου στην αλλοδαπή ή σε άλλο κράτος – μέλος της Ε.Ε.) και, σύμφωνα με τις μεταβατικού Δικαίου διατάξεις των άρθρων του υπ’ αρθ. 66 παρ. 1 και 81, επί εισαγωγικών δίκης δικογράφων που κατατίθενται μετά την 10.01.2015 – αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα Δικαστήριο ή τα Δικαστήρια κράτους – μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το Δικαστήριο αυτό ή τα Δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν Διεθνή Δικαιοδοσία, η οποία είναι αποκλειστική, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική της ισχύ βάσει της Νομοθεσίας του οικείου κράτους – μέλους. Μια τέτοια συμφωνία, όπως περαιτέρω ορίζεται στην ίδια παράγραφο, πρέπει να καταρτισθεί: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό μορφή ανταποκρινόμενη στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλομένους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα. Ειδικότερα, το ως άνω άρθρο αποτελεί την κύρια έκφραση της αναγνωριζόμενης με τον Κανονισμό στα μέρη αυτονομίας της βούλησης, που επιτρέπει σ’ αυτά να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του Κανονισμού για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και να υποβάλουν έτσι τις διαφορές τους στο δικαστήριο που θα επιλέξουν, καθιστώντας αυτό με μόνη τη συμφωνία τους φορέα διεθνούς δικαιοδοσίας. Η συμφωνία μπορεί να έχει ως αντικείμενο και τον αποκλεισμό της δικαιοδοσίας συγκεκριμένων Δικαστηρίων, δηλαδή δεν αφορά μόνο τις θετικές, αλλά και τις αρνητικές ρήτρες παρέκτασης (βλ. απόφαση του ΔΕΕ της 24-06-1986, επί της υπόθεσης υπ’ αριθ. C-22/1985, Rudolf Anterist vs. Credit Lyonnais, ΤΝΠ Eur- Lex, σκέψη 13 και, την αφορώσα τον προγενέστερο – Κανονισμό 44/2001, ΑΠ 468/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, οι σχετικές ρήτρες πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά υπό την έννοια ότι θα πρέπει να έχουν αποτελέσει αντικείμενο συναίνεσης των μερών, η ύπαρξη της οποίας θα πρέπει επιπλέον να εκδηλώνεται με ακρίβεια και σαφήνεια (Βλ. απόφαση ΔΕΕ της 09.11.2000 επί της υπόθεσης υπ’ αριθμ. C-387/1998, Coreck Maritime vs. Handelsveem BV, ΤΝΠ Eur-Lex, σκέψη 13). To κύρος της ρήτρας παρέκτασης είναι ανεξάρτητο από το κύρος της σύμβασης στην οποία περιέχεται και αρμόδιο δικαστήριο να εξετάσει το κύρος της συμφωνίας αυτής (περί παρέκτασης), Βάσει ειδικής σχετικής πρόβλεψης που αποκρυσταλλώνει προγενέστερη νομολογία του Δ.Ε.Ε. (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 03-07-1997 επί της υπόθεσης υπ’ αριθ. C-269/1995, Francesco Benincasa vs. Dentalkit, ΤΝΠ Eur-Lex, σκέψεις 29-32), είναι το Δικαστήριο της παρέκτασης (forum prorogatum), το οποίο είναι δυνατό να αντιλαμβάνεται τη συμφωνία είτε ως Δικονομικού είτε ως Ουσιαστικού Δικαίου. Ως δε, ουσιαστική ισχύς της συμφωνίας παρέκτασης κατά την έννοια του άρθρου 25 παρ. 1 του εν λόγω Κανονισμού, νοούνται οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σε σχέση με το πραγματικό αυτής, εντασσόμενων στην περίπτωση αυτή των κανόνων για την ικανότητα κατάρτισης της συμφωνίας, των ελαττωμάτων της Βούλησης, της ύπαρξης αίρεσης, των χρηστών ηθών και της συμπόρευσης με το νόμο (βλ. Ορφανίδη, Γνωμοδοτικό Σημείωμα από 06-06-2017, αδημ.). Η παρέκταση της Διεθνούς Δικαιοδοσίας μπορεί να συμφωνηθεί είτε για ήδη γεννημένες είτε και για μελλοντικές διαφορές, στην τελευταία, όμως, περίπτωση η συμφωνία των μερών πρέπει να προσδιορίζει ρητά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση την οποία αφορά και ισχύει μόνο για τις διαφορές που θα προκύψουν από τη σχέση αυτή, χωρίς πάντως να πρέπει να μνημονεύονται ρητά και οι επιμέρους διαφορές. Σε κάθε περίπτωση, αρμόδιος να ερμηνεύσει τη ρήτρα παρέκτασης με σκοπό τον προσδιορισμό των διαφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της είναι ο Εθνικός Δικαστής που καλείται να την εφαρμόσει (Βλ. ΔΕΕ απόφαση της 10-03-1992 επί της υπόθεσης υπ’ αριθμ. C-214/1989, Powell Duffryn pic κατά Wolfgang Petereit, ΤΝΠ Eur-Lex, σκέψεις 30-31 και 36). Η ερμηνεία της αυτή, προς το σκοπό της διάγνωσης των αντικειμενικών ορίων της ρήτρας παρέκτασης, θα υλοποιηθεί, σύμφωνα με την ορθότερη άποψη, κατ’ εφαρμογή της lex causae, δηλαδή του δικαίου που διέπει την επίδικη ουσιαστική έννομη σχέση σύμφωνα με τους κανόνες του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου του επιλαμβανόμενου της υπόθεσης Εθνικού Δικαστηρίου (υποστηριζόμενης και της θέσης πως η ερμηνεία αυτή θα πρέπει να γίνει, κατ’ αναλογία, με βάση το Δίκαιο του forum prorogatum, κατά το οποίο κρίνεται και η ουσιαστική ισχύς της οικείας συμφωνίας, Βλ. Ορφανίδη, ό.π.). Στα πλαίσια αυτά, γίνεται δεκτό ότι ρήτρα παρέκτασης για συγκεκριμένη σύμβαση καταλαμβάνει και τις συναφείς με αυτή αδικοπραξίες των μερών, εκτός αν η παρανομία δεν ήταν προβλέψιμη ή υπάρχει αντίθετη βούληση των μερών, καθώς και τις συναφείς αξιώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού που τυγχάνουν, ως προς την ύπαρξη νόμιμης αιτίας, σε συνάρτηση προς τα συμφωνηθέντα του οικείου ευρύτερου συμβατικού πλαισίου [πρβλ. ΔΕΕ απόφαση της 21-05-2015 επί της υπόθεσης υπ’ αριθ. C-352/2013, Cartel Damage Claims (CDC) Hydrogen Peroxide SA vs. Akzo Nobel NY, Solvay SA/NV, Kemira Oyj, FMC Foret, SA, σκέψεις 69-70 και ΑΠ 468/2016, ό.π.].
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 του ανωτέρω Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αριθ. 1215/2012, πέραν των περιπτώσεων όπου η Διεθνής Δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις αυτού, το Δικαστήριο κράτους – μέλους ενώπιον του οποίου παρίσταται ο εναγόμενος αποκτά Διεθνή Δικαιοδοσία, ο συγκεκριμένος Κανόνας δεν εφαρμόζεται, όταν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της Διεθνούς Δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο Δικαστήριο με αποκλειστική Διεθνή Δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 24 του ίδιου Κανονισμού. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει τη μορφή εκείνη της παρέκτασης Διεθνούς Δικαιοδοσίας που συντελείται από μόνο το γεγονός ότι ο εναγόμενος παρίσταται ενώπιον του Δικαστηρίου στο οποίο έχει ασκηθεί η εναντίον του αγωγή χωρίς να προβάλει ένσταση έλλειψης Διεθνούς Δικαιοδοσίας. Στην περίπτωση κατά την οποία ο εναγόμενος προβάλλει μεν ένσταση έλλειψης Διεθνούς Δικαιοδοσίας, αλλά επικαλείται και άλλους λόγους απόρριψης της αγωγής, είτε ως απαράδεκτης είτε ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμης, ακολουθείται η αυστηρή για τον εναγόμενο ερμηνεία του άρθρου 26 του ως άνω Κανονισμού, κατά την οποία οποιοσδήποτε άλλος λόγος απόρριψης της αγωγής, περιλαμβανόμενων και των λόγων απαραδέκτου, θα πρέπει να προβάλλεται επικουρικώς σε σχέση με την ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, διαφορετικά ο δικάζων δικαστής θα οφείλει να διαπιστώσει την ύπαρξη σιωπηρής παρέκτασης κατά την έννοια του άρθρου 26 και να δικάσει την υπόθεση (βλ. την εκδοθείσα υπό το καθεστώς ισχύος του παρεμφερούς άρθρου 24 του Κανονισμού 44/2001, ΕφΠειρ 854/2006, ΠειρΝομ 2007, σελ. 349).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή της, εκθέτει η ενάγουσα, της οποίας κύρια δραστηριότητα αποτελεί η εκμετάλλευση ιδιόκτητων ή μη ελληνικών επιβατηγών και τουριστικών πλοίων, ότι είναι πλοιοκτήτρια του Ε/Γ Τ/Ρ πλοίου «…», νηολογημένου στον λιμένα της …, με αριθμό …, Δ.Δ.Σ. SY2969, αριθμ. ΙΜΟ 8932096 και ιπποδύναμη 530 kw. Ότι ο εναγόμενος είναι οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ιδρύθηκε το έτος 2004 σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 2007/2004 και έχει ως σκοπό την παροχή βοήθειας στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις συνδεδεμένες χώρες Σένγκεν στη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων τους, με την αποστολή ειδικά εκπαιδευμένου προσωπικού στις περιοχές εξωτερικών συνόρων που έχουν ανάγκη από πρόσθετη βοήθεια, τον εντοπισμό και την καταστολή της παράνομης μετανάστευσης, της εμπορίας ανθρώπων και της διείσδυσης τρομοκρατών. Ότι με την υπ’ αριθμ. … «Πρόσκληση προς Υποβολή Προσφορών» («Invitation to Tender») ο εναγόμενος κάλεσε ενδιαφερόμενους πλοιοκτήτες να υποβάλουν προσφορές για τη σύναψη Σύμβασης – Πλαισίου Παροχής Υπηρεσιών (Framework Service Contract), δυνάμει της οποίας, οι πλοιοκτήτες θα αναλάμβαναν τη μεταφορά επιβατών (προσωπικού και μεταναστών /προσφύγων) για μία ελάχιστη περίοδο 24 μηνών, για τρία διαφορετικά δρομολόγια, εκ των οποίων ο εκάστοτε ενδιαφερόμενος είχε τη δυνατότητα να επιλέξει όποιο δρομολόγιο επιθυμούσε. Ότι η ανωτέρω «Πρόσκληση προς Υποβολή Προσφορών» συνοδευόταν από Παραρτήματα, στα οποία αναλύονταν λεπτομερώς όλες οι προϋποθέσεις για την κατάθεση των προσφορών, τα απαιτούμενα τεχνικά χαρακτηριστικά των πλοίων που θα αναλάμβαναν τις μεταφορές, τη διαδικασία αξιολόγησης των ενδιαφερομένων κ.λ.π. Ότι την 07-02-2017 η ίδια (ενάγουσα) υπέβαλε λεπτομερή προσφορά, συνοδευόμενη από όλα τα απαραίτητα, σύμφωνα με την «Πρόσκληση προς Υποβολή Προσφορών», έγγραφα, προκειμένου να της ανατεθεί το έργο μεταφοράς επιβατών από το πλοίο της «…», για τα δρομολόγια α) από Μυτιλήνη προς Δεκελί και β) από Χίο προς Τσεσμέ. Ότι επίσης στην ανωτέρω προσφορά της περιλαμβανόταν και σχετική έκθεση ναυπηγού, καθώς και πιστοποιητικό ασφαλείας του επίδικου πλοίου, στα οποία περιγράφονταν τα τεχνικά χαρακτηριστικά του και ο ανώτατος αριθμός ατόμων που εδύνατο να μεταφέρει ανάλογα με την εποχή του χρόνου και την ταχύτητα, με την οποία κινείτο, ενώ επίσης όριζε το ποσό 5.900 ευρώ ανά μεταφορά ως αμοιβή της, ποσό το οποίο ήταν κατά πολύ χαμηλότερο σε σχέση με τις έτερες υποβληθείσες προσφορές. Ότι την 28η-03-2017 ο εναγόμενος Οργανισμός την ενημέρωσε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι, κατόπιν λεπτομερούς αξιολόγησης από την Επιτροπή Αξιολόγησής του, η προσφορά της για σύναψη Σύμβασης – Πλαισίου Παροχής Υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών είχε γίνει δεκτή, μόνο όμως για το δρομολόγιο από τη Μυτιλήνη προς το Δεκελί. Ότι εν συνεχεία συνήφθη στη Χίο, στις 20-04-2017 μεταξύ των διαδίκων, όπως νομίμως εκπροσωπήθηκαν, η σχετική Σύμβαση – Πλαίσιο Υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών δια θαλάσσης από τη Μυτιλήνη προς το Δεκελί, οι όροι της οποίας ενσωματώνονται στην κρινόμενη αγωγή. Ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης, η ίδια παρέλαβε την 08η-05-2017 την υπ’ αριθμ… Ειδική Παραγγελία για μεταφορά 132 επιβατών την 12η-05-2017. Ότι την 05η-06-2017 ο εναγόμενος της απέστειλε το με αριθμό μεταφοράς …/2017 ηλεκτρονικό μήνυμα, με το οποίο της δήλωνε ότι σύμφωνα με την από 12-05-2017 Έκθεση Επίσκεψης του πλοίου που συντάχθηκε από τον ίδιο (εναγόμενο), η χωρητικότητα των κλειστών χώρων του πλοίου δεν επαρκούσε για την εξυπηρέτηση των 75 επιβατών, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, 10 επιβάτες να επιβιβαστούν στο άνω (ανοιχτό) κατάστρωμα και ακολούθως της ζήτησε να μεριμνήσει για τη διευθέτηση του εν λόγω θέματος, προκειμένου να είναι δυνατή στο πλοίο της η μεταφορά επιβατών σε κλειστούς χώρους. Ότι μεταξύ της πρώτης μεταφοράς επιβατών την 12η-05-2017 και την αποστολή του ανωτέρω μηνύματος την 05η-06-2017 είχαν μεσολαβήσει τρεις μεταφορές επιβατών κατόπιν σχετικών παραγγελιών του εναγομένου και δη την 17η-05-2017, την 25η-05-2017 και την 01η-06-2017, μετά τις οποίες ο εναγόμενος συνέταξε τις αντίστοιχες Εκθέσεις Επίσκεψης πλοίου χωρίς καμία παρατήρηση, ομοίως δε και την 09η-06-2017 και 15η-06-2017. Ότι σε απάντηση των ανωτέρω, η ενάγουσα απέστειλε στον εναγόμενο το από 16-06-2017 ηλεκτρονικό μήνυμα, με τον οποίο τον παρέπεμψε στο προσκομισθέν κατά την υποβολή της προσφοράς της Πιστοποιητικό Ασφαλείας του πλοίου, στο οποίο αναφερόταν ότι κατά την καλοκαιρινή περίοδο (από 1/4 έως 31/10), όταν το πλοίο κινείται με ταχύτητα 10 ν.μ. δύναται να μεταφέρει έως 166 επιβάτες και όταν κινείται με ταχύτητα 30 ν.μ. δύναται να μεταφέρει έως 154 επιβάτες, κατά την χειμερινή δε περίοδο (από 1/11 έως 31/03), όταν το πλοίο κινείται με ταχύτητα 10 ν.μ. δύναται να μεταφέρει έως 100 επιβάτες και όταν κινείται με ταχύτητα 30 ν.μ. δύναται να μεταφέρει έως 80 επιβάτες, αλλά ότι σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο της καλής πίστης είναι διατεθειμένη να διευθετήσει το θέμα της ικανοποίησης των όποιων επικαλούμενων αναγκών του εναγομένου. Ότι εν συνεχεία, κατά το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, συνέχισε απρόσκοπτα την εκτέλεση μεταφοράς επιβατών, δυνάμει των αναφερόμενων στην αγωγή ειδικών παραγγελιών του εναγομένου, χωρίς ποτέ να αναφερθεί κάποιο παράπονο ή παρατήρηση από τον εναγόμενο στις αντίστοιχες Εκθέσεις που αυτός συνέτασσε. Ότι την 17η-09-2017 ο εναγόμενος, με ηλεκτρονικό μήνυμά του, αιτήθηκε την κατάθεση και άλλου επίσημου εγγράφου που να βεβαιώνει τη χωρητικότητα του πλοίου «…», ενώ παράλληλα η από μέρους της (ενάγουσας) μεταφορά επιβατών συνεχίστηκε απρόσκοπτα. Ότι την 26η-10-2017 η ίδια απάντησε στον εναγόμενο, ότι βρισκόταν σε συνεννόηση με τον Νηογνώμονα «…» για την έκδοση πιστοποιητικού, το οποίο θα βεβαίωνε ότι το πλοίο διαθέτει χωρητικότητα επαρκή για να μεταφέρει 100 επιβάτες σε κλειστούς χώρους κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ότι ωστόσο την 08η-11-2017, ο εναγόμενος εντελώς αυθαίρετα και αδικαιολόγητα, της απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα, με το οποίο της δήλωσε ότι θα προχωρήσει σε καταγγελία της μεταξύ τους Σύμβασης – Πλαισίου, επικαλούμενος το άρθρο ΙΙ.8.1. περ. β΄ αυτής, βάσει του οποίου αυτός είχε δικαίωμα να τερματίσει τη μεταξύ τους συνεργασία, αν η ενάγουσα αδυνατούσε με υπαιτιότητά της να λάβει οποιαδήποτε άδεια, απαραίτητη για την εκτέλεση της Σύμβασης – Πλαισίου, δηλώνοντάς της συγχρόνως, ότι η καταγγελία θα επιφέρει τα αποτελέσματά της την 31-12-2017, και, εντέλει, ο εναγόμενος την 10η-11-2017, προέβη πράγματι στην καταγγελία της Σύμβασης – Πλαισίου. Ότι κατόπιν τούτων (η ενάγουσα) απέστειλε στον εναγόμενο ηλεκτρονικό μήνυμα, στο οποίο του επεσήμανε ότι ανέμενε σύντομα την έκδοση πιστοποιητικού πριν την προγραμματισμένη (από τον εναγόμενο) λύση της Σύμβασης – Πλαισίου, ότι πριν την καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση είχε καταθέσει όλα τα έγγραφα και πιστοποιητικά, τα οποία ο εναγόμενος είχε αποδεχτεί ανεπιφύλακτα και ότι σε κάθε περίπτωση, προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα και εωσότου λάβει νέο πιστοποιητικό, η ίδια (ενάγουσα) ήταν διατεθειμένη να πραγματοποιήσει ακόμη και διπλά δρομολόγια, αν παρουσιαζόταν οποιαδήποτε ανάγκη μεταφοράς άνω των 80 ατόμων. Ότι εν συνεχεία την 14η Δεκεμβρίου 2017 απέστειλε στον εναγόμενο το νέο «αρχείο Εξοπλισμού για το Πιστοποιητικό Ασφαλείας» του πλοίου, σύμφωνα με το οποίο το πλοίο «…» είχε τη δυνατότητα να μεταφέρει έως και 105 επιβάτες κατά τους χειμερινούς μήνες για το δρομολόγιο Μυτιλήνη – Δικελί, ωστόσο ο εναγόμενος ενέμεινε στην απόφασή του περί λύσης της μεταξύ τους συνεργασίας. Ότι για τους λόγους αυτούς η ίδια, με ηλεκτρονικά μηνύματα που απέστειλε κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή ημερομηνίες, διαμαρτυρήθηκε έντονα για την προεκτεθείσα αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου και αιτήθηκε την αποκατάσταση κάθε ζημίας που υπέστη από αυτήν. Ότι η καταγγελία της σύμβασης ορισμένου χρόνου λύεται μόνον εάν και εφόσον υπάρξει σπουδαίος λόγος, στην προκειμένη δε περίπτωση ουδείς τέτοιος λόγος ανέκυψε, αντιθέτως ο εναγόμενος προέβη στην καταγγελία της μεταξύ τους Σύμβασης – Πλαισίου κατά κατάχρηση δικαιώματος και χωρίς την ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Ότι η ζημία που υπέστη για το χρονικό διάστημα από την καταγγελία της σύμβασης και μέχρι τη λήξη του συμβατικού χρόνου την 19η-04-2019, ανέρχεται στο ποσό των 363.957,17 ευρώ, υπολογιζομένου με βάση τα εισπραχθέντα κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυσε η μεταξύ τους συνεργασία, ήτοι από 12-05-2017 μέχρι 14-12-2017 κατά τα αναλυτικώς παρατιθέμενα στην αγωγή. Ότι επιπλέον από την ανωτέρω περιγραφείσα συμπεριφορά του εναγομένου, η ίδια υπέστη μεγάλο πλήγμα στην επαγγελματική της πίστη, αξιοπιστία και φήμη. Με βάση το ιστορικό αυτό και τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, ζητεί, με βάση τους όρους της σύμβασης, άλλως επικουρικώς κατά τις διατάξεις περί μίσθωσης πράγματος, ή ως διαφυγόντα κέρδη και μετά την τροπή του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε αναγνωστικό με τις προτάσεις της (άρθρο 223 και 295 του ΚΠοΔ), να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 10-11-2017 καταγγελίας εκ μέρους του εναγομένου της από 20-04-2017 Σύμβασης Πλαισίου, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 363.957,17 ευρώ για τα απωλεσθέντα εισοδήματά της, καθώς και το ποσό των 100.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη, νομιμοτόκως από την 23-02-2018 (ήτοι μετά την παρέλευση της προθεσμίας που του έθεσε με το από 12-02-2018 ηλεκτρονικό μήνυμά της), άλλως από την επίδοση της αγωγής, πλέον τόκων επιδικίας, μέχρι την εξόφληση. Ζητεί περαιτέρω να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, απαραδέκτως από άποψη δικαιοδοσίας εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δεκτής γενομένης ως ουσιαστικά βάσιμης της υποβληθείσας από τoν εναγόμενο με τις έγγραφες προτάσεις του ένστασης περί έλλειψης Διεθνούς Δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθ. 3 και 4, 262 ΚΠολΔ και 25 ΚανΕΚ 1215/2012), με την οποία επικαλέστηκε ότι στην επίδικη Σύμβαση – Πλαίσιο, έχει τεθεί η ρήτρα περί αποκλειστικής αρμοδιότητας των Δικαστηρίων της Πολωνίας, για τις διαφορές που προκύπτουν από αυτή. Ειδικότερα, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, προκύπτει ότι στην επίδικη από 20-04-2017 Σύμβαση – Πλαίσιο Υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών, η οποία προσκομίστηκε μετ’ επικλήσεως σε νόμιμη μετάφραση και στην οποία εδράζεται αποκλειστικά η ένδικη αγωγή, στο κεφάλαιο Ι.12 διαλαμβάνονται οι ακόλουθοι δύο όροι: «Ι.12.1. Η FWC (Σύμβαση – Πλαίσιο) διέπεται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο συμπληρώνεται, όπου είναι απαραίτητο, από το εθνικό δίκαιο της Πολωνίας. Ι.12.2. Τα δικαστήρια της Πολωνίας αρμόδια με βάση την έδρα της … έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα για οποιαδήπτε διαφορά σχετικά με την ερμηνεία, την εφαρμογή ή την εγκυρότητα της FWC». Η ρήτρα αυτή, με την οποία καταλύεται η Διεθνής Δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων και καθιδρύεται αποκλειστική αρμοδιότητα, κατά παρέκταση και της οποίας το κύρος, ως δικονομική σύμβαση, θα κριθεί από το Δίκαιο της έδρας του δικάζοντος Δικαστηρίου, ήτοι με βάση το Ελληνικό Δίκαιο, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι έγκυρη και καταρτίστηκε παραδεκτώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 42, 43 και 44 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις εγκυρότητάς της, ήτοι ο έγγραφος τύπος, ορισμένη έννομη σχέση, προερχόμενη από την ένδικη Σύμβαση – Πλαίσιο, και ρητή μνεία του τοπικά αρμόδιου Δικαστηρίου. Από το περιεχόμενό της δε, όπως διατυπώθηκε, προκύπτει ότι στα Δικαστήρια, που προαναφέρθηκαν, υπάγονται όλες οι διαφορές που απορρέουν από τη μεταξύ τους σύμβαση, όσο και συναφείς αξιώσεις που απορρέουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση, ενόψει και του ότι δε γίνεται διάκριση γι’ αυτές, όπως ειδικότερα αναφέρεται στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Συνεπώς, στα παραπάνω αλλοδαπά Δικαστήρια υπάγονται, τόσο οι απαιτήσεις της ενάγουσας από την Σύμβαση – Πλαίσιο, όσο και οι αξιώσεις της, που προέκυψαν μετά την καταγγελία αυτής, αφού οι τελευταίες απορρέουν από την επίδικη σύμβαση. Επομένως, η με αντίθετο περιεχόμενο εξεταζόμενη αντένσταση περί σιωπηρής παρέκτασης Διεθνούς Δικαιοδοσίας της ενάγουσας, για τον λόγο ότι αφενός το ευρωπαϊκό δίκαιο στο οποίο παραπέμπει ο ανωτέρω υπό στοιχ. Ι.12.1. όρος της Σύμβασης δεν είναι ενιαίο και η εναγομένη δεν επικαλείται αποφάσεις Πολωνικού Δικαστηρίου, αφετέρου δε ότι η επίδικη Σύμβαση – Πλαίσιο υπογράφηκε από την ίδια στην Ελλάδα, όπου είναι και ο τόπος παροχής της υπηρεσίας, αξιολογείται απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη και, κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, δεκτής γενομένης, στην ουσία της, της σχετικής ένστασης της εναγόμενης, κρίνεται πως το παρόν Δικαστήριο στερείται Διεθνούς Δικαιοδοσίας να δικάσει την επίδικη διαφορά, ανήκουσας τούτης (της Διεθνούς Δικαιοδοσίας), κατ’ εφαρμογή της ρήτρας παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας του όρου υπ’ αριθμ. Ι.12.2. της από 20-04-2017 μεταξύ των διαδίκων μερών καταρτισθείσας Σύμβασης – Πλαισίου Υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών στα Δικαστήρια της Πολωνίας, με επακόλουθο, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 του ΚΠολΔ, η κρινόμενη αγωγή να πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη, η δε ενάγουσα πρέπει να καταδικαστεί, λόγω της ήττας της, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου (άρθρα 176 και 191 § 2 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 68 του Νόμου 4194/2013), κατόπιν σχετικού αιτήματος του τελευταίου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δέκα χιλιάδων τετρακοσίων (10.400) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις -2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών, με την παρουσία και της Γραμματέα της έδρας, στις -2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ