Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

           862 /2020

 (αριθμ. έκθ. κατάθ. αγωγής 10726/5310/2017)

(αριθμ. έκθ. κατάθ. κλήσης 194/101/2019)

 ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη και Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 09 Απριλίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της καλούσας – ενάγουσας: της Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον …, έχει δε εγκαταστήσει γραφείο στη …, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967, και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Αθηνών Νικολίτσα Τσαφούλια (ΑΜΔΣΑ 16400), δυνάμει του από 10-01-2018 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής της νόμιμης εκπροσώπου της βεβαιώθηκε από δικηγόρο, σε συνδυασμό με το από 06-10-2017 πρακτικό συνεδριάσεως του Διοικητικού της Συμβουλίου και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο, η οποία προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/09-04-2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

Των καθ’ ων η κλήση – εναγομένων: 1) της Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει τυπικά στη …, και πραγματικά στο …, όπου έχει εγκαταστήσει γραφείο σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967 και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) … του …, κατοίκου …, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αθηνών Νικόλαος Διακογιάννης (ΑΜ ΔΣΑ 24424) δυνάμει υπ’ αριθμ. 20807/16-01-2018 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Κολοβού και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/18-01-2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 09-10-2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 10726/2017 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 5310/2017, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 06ης-03-2018 κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε δε επ’ αυτής η υπ’ αριθμ. 4587/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας το Δικαστήριο ανέβαλε την πρόοδο της δίκης, προκειμένου να προσκομισθούν από την ενάγουσα τα εκεί αναφερόμενα έγγραφα. Ήδη με την από 08-01-2019 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 194/2019 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 101/2019 κλήση και κατά μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 10-01-2019 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.

Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της δίκης και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 08-01-2019 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 194/2019 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 101/2019 κλήση της καλούσας – ενάγουσας, η οποία προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση και έκδοση οριστικής απόφασης η από 09-10-2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 10726/2017 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 5310/2017, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 06ης-03-2018, εκδόθηκε δε επ’ αυτής η υπ’ αριθμ. 4587/2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας το Δικαστήριο ανέβαλε την πρόοδο της δίκης και όρισε προθεσμία 3 μηνών προκειμένου να προσκομισθεί από την ενάγουσα απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου ή των προσώπων, στα οποία σύμφωνα με το καταστατικό της έχει ανατεθεί η εκπροσώπησή της ή πιστοποιητικού/πρακτικού εξουσιοδότησης προς παροχή πληρεξουσιότητας, από τα οποία να προκύπτει το πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί να την εκπροσωπεί νόμιμα και να διορίζει επ’ ονόματί της πληρεξούσιους δικηγόρους για την έγερση της υπό κρίση αγωγής και την κατά τον χρόνο συζήτησης εκπροσώπησή της, ή τυχόν νέας απόφασης των ανωτέρω προσώπων, με βάση την ισχύουσα εκπροσώπηση της εταιρείας, με την οποία θα εγκρίνεται ρητά η δίκη, είτε και σιωπηρά, με την παράσταση της εταιρείας, νομίμως εκπροσωπουμένης κατά τη συζήτηση της αγωγής και σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 96 ΚΠολΔ, καθώς και θεωρημένου αντιγράφου του ισχύοντος καταστατικού της ενάγουσας, από το οποίο να προκύπτει το δικαίωμα του Διοικητικού Συμβουλίου ή της Γενικής Συνέλευσης ή του μοναδικού διευθυντή της να αναθέτει την εκπροσώπηση της εταιρείας στον εαυτό της ή σε άλλα μέλη ή σε τρίτα πρόσωπα. Ήδη η ενάγουσα προσκόμισε α) το από 06-10-2017 αντίγραφο πρακτικού του Διοικητικού της Συμβουλίου, δυνάμει του οποίου παρασχέθηκε στην …, διευθύντρια της εταιρείας και νόμιμη εκπρόσωπο του εγκατεστημένου δυνάμει του Ν. 3427/2005 γραφείου της στην Ελλάδα, η εξουσιοδότηση να εκπροσωπήσει την εταιρεία ενώπιον παντός αρμοδίου Δικαστηρίου ή αρχής και να χορηγήσει προς τη δικηγόρο Αθηνών Νικολίτσα Τσαφούλια σχετική εξουσιοδότηση, με την οποία να ορίζει αυτήν ως πληρεξούσια δικηγόρο της εταιρείας ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, προκειμένου να διενεργήσει οποιαδήποτε πράξη αναφορικά με την κατάθεση, συζήτηση της υπό κρίση αγωγή της και την παράσταση και υπεράσπιση της ενάγουσας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, β) το από 20-12-2018 αντίγραφο πρακτικού του Διοικητικού της Συμβουλίου, δυνάμει του οποίου το Διοικητικό Συμβούλιο ενέκρινε εκ νέου όλες τις ενέργειες της προαναφερθείσας …, αναφορικά με την παράσταση και εκπροσώπηση της ενάγουσας από την πληρεξούσια δικηγόρο Αθηνών Νικολίτσα Τσαφούλια σε σχέση με την επίδικη υπόθεση και γ) θεωρημένο αντίγραφο του από 12-02-2001 καταστατικού της και αποσπασματική μετάφραση του από 15-03-2001 Εσωτερικού της Κανονιεμού, εκ των οποίων προκύπτει η αρμοδιότητα του Διοικητικού Συμβουλίου να αναθέτει την εκπροσώπηση της εταιρέιας στο ίδιο ή σε μέλη του ή σε τρίτα πρόσωπα. Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει, ότι η ενάγουσα νομίμως εκπροσωπείται κατά την άσκηση και συζήτηση της κρινόμενης υπόθεσης, πρέπει επομένως το παρόν Δικαστήριο να προχωρήσει στην εκδίκασή της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 79 του ν. 5960/1933, 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει επιταγή γνωρίζοντας ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα είτε κατά τον χρόνο της έκδοσης, είτε κατά το χρόνο της πληρωμής, ζημιώνει τον κομιστή, από τη μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνισή της, παρά τον νόμο, δηλαδή παρά την ως άνω διάταξη του ν. 5960/1933, που χαρακτηρίζει την πράξη αυτή του εκδότη ως ποινικό αδίκημα. Επομένως, υποχρεούται σε αποζημίωση του κομιστή, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αφού η διάταξη αυτή του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 έχει θεσπισθεί για να προστατεύσει όχι μόνο το δημόσιο αλλά και το ατομικό συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής. Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση από το άρθρο 914 ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή (άρθρο 40 ν. 5960/1933) και απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει αυτή που προκρίνει, η ικανοποίηση όμως της μιας απ’ αυτές επιφέρει απόσβεση και της άλλης. Δικαιούχος της αποζημίωσης, ως αμέσως ζημιωθείς, είναι ο νόμιμος κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφάνισης και της βεβαίωσης της μη πληρωμής, ο οποίος και νομιμοποιείται στην άσκηση της αγωγής από την αδικοπραξία. Εξάλλου, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από νομικό πρόσωπο, ποινικώς υπεύθυνος υπό τους όρους του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 και, άρα, αυτοτελώς υπόχρεος σε αποζημίωση κατά τα άρθρα 71 εδ. β΄, 914, 297 και 298 ΑΚ είναι το φυσικό πρόσωπο, το οποίο την εξέδωσε είτε υπό την ιδιότητα του καταστατικού οργάνου του νομικού προσώπου, είτε έχοντας τη σχετική εξουσία αντιπροσωπεύσεώς του, είτε εμφανιζόμενο ότι έχει την ανωτέρω ιδιότητα ή εξουσία (ΑΠ 1661/2011, ΕπισκΕμπΔ 2012,346, ΑΠ 651/2010, ΕπισκΕμπΔ 2010,789, ΑΠ 157/2010, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 του νόμου 2842/2000, που ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 21 αυτού από 01-01-2001, «§1. Καταργούνται οι διατάξεις του νόμου 362/1945, το άρθρο 2 του νόμου 944/1946 και γενικά κάθε διάταξη που απαγορεύει τη συνομολόγηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων στην Ελλάδα: α) σε συνάλλαγμα, χρυσό ή χρυσά νομίσματα, β) σε εγχώριο νόμισμα, εφόσον το ποσό των απαιτήσεων και υποχρεώσεων αφήνεται να προσδιοριστεί από την τιμή του συναλλάγματος, του χρυσού, χρυσών νομισμάτων ή του τιμαρίθμου. §2. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 2771/1999 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής: «Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να θέτει τους όρους αγοράς και πώλησης χρυσού και χρυσών νομισμάτων και από άλλα πρόσωπα. §3. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της τρίτης παραγράφου του άρθρου 2 του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος, δεν θίγουν τις αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος που αφορούν τη θέσπιση, από αυτήν, κανόνων πλαισίου αγοράς και πώλησης συναλλάγματος, ξένων τραπεζογραμματίων, χρυσού και χρυσών νομισμάτων ή την απαγόρευση της διενέργειας των πράξεων αυτών από πιστωτικό Ίδρυμα, άλλο νομικό ή από φυσικά πρόσωπα».

Με την υπό κρίση αγωγή της εκθέτει η ενάγουσα ότι εδρεύει στον … και έχει εγκαταστήσει γραφείο στη … σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 89/1967, έχει δε ως αντικείμενο εργασιών την επί κέρδει εμπορία και διακίνηση πετρελαιοειδών και λιπαντικών προϊόντων ναυτιλίας σε πλοία, σε οποιουσδήποτε ανά τον κόσμο λιμένες προσεγγίζουν. Ότι η πρώτη εναγομένη έχει συσταθεί και εδρεύει τυπικά μεν στη …, πραγματικά, όμως, στο …, όπου διατηρεί τα γραφεία της και ασκείται το σύνολο της επιχειρηματικής, διοικητικής και καταστατικής της δραστηριότητας, ενώ, επιπλέον, πραγματικός ιδιοκτήτης, διευθυντής, μοναδικός μέτοχος και νόμιμος εκπρόσωπός της τυγχάνει ο δεύτερος εναγόμενος. Ότι στο πλαίσιο της εμπορικής συνεργασίας που είχε αναπτυχθεί μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης, η πρώτη προμήθευε με ποσότητες καυσίμων και λιπαντικών ναυτιλίας το υπό σημαία …ς φορτηγό πλοίο με την ονομασία «…», με αριθμό νηολογίου Μονροβίας …, αριθμό ΙΜΟ 9086538, Δ.Δ.Σ. Α8VF9, κ.ο.χ. 18.495, νεκρού βάρους 29.156 τόνων και έτους κατασκευής 1996, το οποίο διαχειριζόταν η εναγομένη. Ότι σε εξόφληση ισόποσων απαιτήσεών της κατά της πρώτης εναγομένης από την πώληση και παράδοση ναυτιλιακών καυσίμων και λιπαντικών στο ως άνω πλοίο, ο δεύτερος εναγόμενος, ενεργώντας υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, εξέδωσε στην Αθήνα: 1) κατά την 25-05-2015 εις διαταγήν της ενάγουσας α) την υπ’ αριθμ. … τραπεζική επιταγή ποσού 250.478,96 δολαρίων Η.Π.Α., β) την υπ’ αριθμ. … τραπεζική επιταγή ποσού 36.222,42 δολαρίων Η.Π.Α., γ) την υπ’ αριθμ. … τραπεζική επιταγή ποσού 7.247,20 δολαρίων Η.Π.Α. και 2) κατά την 22-04-2016 εξέδωσε εις διαταγήν της ενάγουσας την υπ’ αριθμ. … τραπεζική επιταγή ποσού 20.000 δολαρίων Η.Π.Α., οι οποίες ήταν πληρωτέες στην Ελλάδα και δη στην τράπεζα με την επωνυμία «….» από τον τηρούμενο σ’ αυτήν υπ’ αριθμ. … λογαριασμό της πρώτης εναγομένης. Ότι μολονότι η ίδια (ενάγουσα) εμφάνισε τους ανωτέρω τίτλους την 29η-05-2015 και την 26η-04-2016 αντιστοίχως, ήτοι εντός της οριζόμενης στο άρθρο 29 του ν. 5960/1933 εκάστοτε οκταήμερης προθεσμίας στην πληρώτρια τράπεζα, δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως διαθέσιμων κεφαλαίων, γεγονός που βεβαιώθηκε από την τράπεζα στο σώμα της καθεμίας από τις ένδικες επιταγές. Ότι στην έκδοση των ως άνω επιταγών προέβη ο δεύτερος εναγόμενος (υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά του) εν γνώσει του ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής τους. Ότι έναντι του οφειλομένου ποσού οι εναγόμενοι προέβησαν μόνο σε μία καταβολή ποσού 20.000 δολαρίων ΗΠΑ στις 19-10-2015 προς μερική εξόφληση της υπ’ αριθμ. … τραπεζικής επιταγής ποσού 36.222,32 δολαρίων ΗΠΑ, απομένοντας εξ αυτής υπολοίπου 16.222,32 δολαρίων ΗΠΑ. Κατόπιν αυτών, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, α) το ποσό των 267.419,54 ευρώ, ήτοι το ισόποσο σε ευρώ του προαναφερόμενου ποσού των (250.478,96 + 16.222,32 + 7.247,10 + 20.000 =) 293.948,48 δολαρίων Η.Π.Α. κατά την 29-05-2015, κατά το χρόνο, δηλαδή, εμφάνισης προς πληρωμή των πρώτων τριών από τις ανωτέρω επιταγές (οπότε και επήλθε η περιουσιακή της απώλεια συνεπεία της ένδικης αδικοπραξίας), με βάση την τότε ισχύουσα συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ ευρώ και δολαρίου Η.Π.Α. (1 € = 1,0970 $) και με βάση την ισχύουσα συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ ευρώ και δολαρίου Η.Π.Α. στις 27-04-2016 (1 € = 1,1303 $), κατά τον χρόνο, δηλαδή, εμφάνισης προς πληρωμή της τέταρτης από τις ανωτέρω επιταγές, άλλως το ισόποσο σε ευρώ του ανωτέρω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. (293.948,48) κατά την ημέρα της πληρωμής, άλλως κατά την ημέρα της εξόφλησης, άλλως κατά την ημέρα της καταψήφισης, άλλως κατά την ημέρα της συζήτησης της αγωγής, άλλως και επικουρικώς κατά την ημέρα σύνταξης και κατάθεσης της αγωγής ως αποζημίωση, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της εμφάνισης της κάθε επιταγής, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη εκ της ως άνω αδικοπραξίας με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητεί να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους κατά του δευτέρου εναγομένου ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή παραδεκτώς (αναφορικά με το θέμα της επίδοσής της, το οποίο κρίθηκε από το παρόν Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 4587/2018 μη οριστική απόφασή του) και αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, είναι καθ’ ύλην [άρθρ. 1, 7, 9, 10, 13, 18 ΚΠολΔ), λειτουργικά (άρθρ. 51§1 και 51§3Α του ν. 2172/1993) και κατά τόπον αρμόδιο λόγω του ότι η πραγματική έδρα της πρώτης εναγομένης βρίσκεται στον ….., όπου και ο τόπος όπου συνέβησαν τα ζημιογόνα γεγονότα (άρθρα 25§2, 35, 37§1 ΚΠολΔ και 51§2 ν. 2172/1993). Επιπλέον, το Δικαστήριο αυτό έχει και διεθνή δικαιοδοσία, εφόσον υφίσταται τοπική του αρμοδιότητα (αρθρ. 3§1 ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι δεν χωρεί εν προκειμένω εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ή του νεότερου Κανονισμού 1215/2015, καθώς η Δημοκρατία του …, στην οποία βρίσκεται η καταστατική έδρα της ενάγουσας, αλλά και η …, στην οποία βρίσκεται η καταστατική έδρα της πρώτης εναγομένης, δεν αποτελούν κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, επομένως, δεν δεσμεύονται από αυτόν ούτε υπόκεινται στην εφαρμογή του. Προσέτι, η αγωγή περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας ενόψει του ότι η ενάγουσα και η πρώτη εναγομένη είναι αλλοδαπές εταιρείες, όπως προεκτέθηκε. Καθίσταται, επομένως, αναγκαία η προσφυγή στις οικείες διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, δεδομένου ότι οι εξωσυμβατικές ενοχές που απορρέουν από συναλλαγματικές, επιταγές, γραμμάτια σε διαταγή και άλλα αξιόγραφα, κατά το μέτρο που οι ενοχές πηγάζουν από τον χαρακτήρα τους ως αξιογράφων, εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής του Κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)» (βλ. αρθρ. 1§2 περ. γ΄ του εν λόγω Κανονισμού). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Στην προκείμενη περίπτωση, τόσο η έκδοση όσο και η μη πληρωμή της καθεμίας από τις ένδικες επιταγές έλαβαν χώρα στην Ελλάδα. Επομένως, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο. Τέλος, εφόσον η σχέση που δημιουργείται με τη διάπραξη αδικήματος στην Ελλάδα διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, για τον υπολογισμό της ζημίας και την καταβολή της αποζημίωσης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 297 και 298 του ΑΚ. Ζημία, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, θετική μεν είναι η ελάττωση της περιουσίας, αρνητική δε το, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, με πιθανότητα, προσδοκώμενο κέρδος, που ματαιώθηκε. Ως «χρήμα», κατά τη διάταξη του άρθρου 297 εδ. α΄ του ΑΚ, κατά την οποία «ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα», νοείται το εθνικό νόμισμα, δηλαδή το ευρώ, με το νόμισμα δε αυτό πρέπει, όχι μόνο να πληρωθεί η αποζημίωση, αλλά και να μετρηθεί η θετική ή αποθετική ζημία εκείνου που αδικήθηκε, διότι η ενοχή από αποζημίωση λόγω αδικήματος που συνέβη στην Ελλάδα ως περιεχόμενο έχει ποσότητα ευρώ, η οποία εκφράζει εξ αρχής, πρωτογενώς, την ανορθωτέα ζημία. Για το σκοπό δε αυτό θα τραπεί η ποσότητα αλλοδαπών νομισμάτων που απωλέσθηκε σε ευρώ με βάση την ισοτιμία του χρόνου της απώλειας (ΕφΠειρ 287/2011, ΕΝαυτΔ 2011,401, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, βλ. και ΟλΑΠ 14/1997, Δνη 1997,1036, ΝοΒ 1998,43, ΟλΑΠ 16/1996, ΟλΑΠ 9/1995, ΑρχΝ 1995,266, Δνη 1995,1520, ΝοΒ 1996,487, ΠειρΝομ 1996,9, ΑΠ 1770/2008, ΑΠ 1379/2004, ΑΠ 1232/2002, ΝοΒ 2003,1015, Δνη 2004,398, ΑΠ 1595/2001, ΧρΙδΔ 2002,49, Δνη 2002,750, ΑΠ 1459/1996, ΑρχΝ 1997,495,559, Δνη 1997,560,567, ΕφΠειρ 103/2012, ΕΝαυτΔ 2012,277, ΕφΠειρ 176/2010, ΠειρΝομ 2010,170, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Με βάση τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, που είναι εφαρμοστέες εν προκειμένω κατά τα προεκτεθέντα, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, πλην α) των επικουρικών αιτημάτων περί επιδίκασης ως αποζημίωση του ισόποσου σε ευρώ του προαναφερόμενου ποσού των 293.948,48 δολαρίων Η.Π.Α. κατά την ημέρα της πληρωμής ή κατά την ημέρα της εξόφλησης ή κατά την ημέρα της καταψήφισης ή κατά την ημέρα της συζήτησης της αγωγής, τα οποία πρέπει να απορριφθούν ως νόμω αβάσιμα σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, και β) του παρεπόμενου αιτήματος για καταβολή τόκων επί του ποσού της αιτούμενης αποζημίωσης από την επομένη της εμφάνισης της κάθε επιταγής, αφού η αγωγή βασίζεται στην αξίωση εξ αδικοπραξίας κι όχι εκ της επιταγής, η δε ενάγουσα δεν επικαλείται ιδιαίτερη νόμιμη όχληση των εναγομένων από το χρονικό αυτό σημείο για την καταβολή του ποσού της επιταγής ως αποζημίωση από αδικοπραξία, όπως έπρεπε για τη θεμελίωση του σύμφωνα με τα άρθρα 340 και 345 ΑΚ (ΕφΑθ 6847/2007, ΔΕΕ 2008,345, ΕπισκΕμπΔ 2008,177, ΕφΑθ 3115/2002, ΔΕΕ 2002,1011, δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Κατά το μέρος της, κατά το οποίο κρίθηκε νόμιμη, η αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298, 299, 932, 330 εδ. α΄, 346, 71, 481 επ. ΑΚ, 44, 79 ν. 5960/1933, 5 ν. 2842/2000 (ως προς τη νομιμότητα της εκδόσεως τραπεζικής επιταγής σε ξένο νόμισμα – βλ. και ΕφΠειρ 729/2012, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ισοκράτης του Δ.Σ.Α.), 907, 908§1 περ. δ΄, 951, 1047 και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’ αριθμ. … ηλεκτρονικό παράβολο).

Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, η οποία έχει έντονο χαρακτήρα δημόσιας τάξης και σκοπεύει στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας κατά την άσκηση κάθε δικαιώματος (ΟλΑΠ 17/1997, ΑΠ 1565/1997, ΕλΔ 39, 1296, ΑΠ 1063/1996, ΕλΔ 38, 601), το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της άσκησής του και η διαμορφωθείσα κατά το διάστημα που μεσολάβησε πραγματική κατάσταση, καθιστούν επαχθή τη μεταγενέστερη άσκησή του και ειδικότερα όταν η ανατροπή της διαμορφωθείσας πραγματικής κατάστασης με την άσκηση του δικαιώματος συνεπάγεται για τον υπόχρεο δυσβάστακτες συνέπειες καθ’ υπέρβαση προφανή των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος, ώστε για την αποτροπή αυτών να κρίνεται, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη επιβεβλημένη η θυσία του αξιουμένου δικαιώματος (πρβλ. ΟλΑΠ 33/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 205/2001, ΕλΔ 42, 1571, ΑΠ 196/2001, ΕλΔ 42, 1570, ΑΠ 1203/2000, ΕλΔ 43, 126, ΑΠ 551/1998, ΕλΔ 39, 1296, ΟλΑΠ 1/1997, ΑΠ 477/1997, ΕΔΠ 1997, 311). Περαιτέρω, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, ή όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από την σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του από τον οφειλέτη του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνον αυτός μπορεί να αποφασίζει (βλ. ΑΠ 1472/2004, Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1050/2001, Αρμ 2002, 1183, ΕφΘεσ 3052/1998, Αρμ 1999, 661). Γίνεται δηλαδή σε τελική ανάλυση στάθμιση των αντιτιθεμένων συμφερόντων των μερών και προκρίνονται εκείνα τα συμφέροντα που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την κοινωνική τάξη και ευρυθμία (ΕφΠειρ 192/2000, ΕΔΠ 2000, 149).

Οι εναγόμενοι αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή, προβάλλοντας ειδικότερα ότι αυτή παραβιάζει το καθήκον αληθείας και τους κανόνες της καλής πίστης και περαιτέρω ισχυρίζονται με τις προτάσεις τους, κατ’ εκτίμηση των ισχυρισμών τους, ότι η ενάγουσα είχε αποκλειστική συνεργασία με την πρώτη εξ αυτών, στο πλαίσιο της οποίας προμήθευε τα πλοία που αυτή διαχειριζόταν με πετρελαιοειδή και λιπαντικά και εξέδιδε τα σχετικά τιμιλόγια πώλησης επί πιστώσει. Ότι οι πλοιοκτήτριες εταιρείες των πλοίων, των οποίων η πρώτη εναγομένη είχε αναλάβει τη διαχείριση, είχαν λάβει δάνειο από την …, και, με δεδομένη τη γενικότερη κακή οικονομική κατάσταση λόγω της επελθούσας κρίσης, προέβησαν σε ιδιωτική πώληση των διαχειριζομένων πλοίων, προκειμένου να μειωθεί η οφειλή της τράπεζας από το προαναφερθέν δάνειο. Ότι η ανωτέρω πώληση είχε ως επακόλουθο να απωλέσει η πρώτη εναγομένη τη διαχείριση των πλοίων και το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της. Ότι στις αρχές του 2015 η πλοιοκτήτρια εταιρεία περιήλθε σε οικονομική δυσπραγία, λόγω της κρίσης της ναυλαγοράς και δυσκολευόταν να καλύψει τις υποχρεώσεις της απέναντι στη δανείστρια τράπεζα, αλλά και την πρώτη εναγομένη και για τον λόγο αυτό η τράπεζα δέχτηκε προσωρινά την αναστολή είσπραξης των δόσεων του δανείου, προκειμένου να διατηρήσει το πλοίο σε λειτουργία μέχρι να ανέβει η ναυλαγορά και να γίνει αυτό πάλι κερδοφόρο. Ότι ωστόσο τότε η ενάγουσα, γνωρίζοντας την οικονομική δυσπραγία της πλοιοκτήτριας εταιρείας, ζήτησε για πρώτη φορά, επικαλούμενη τον κίνδυνο των επί πιστώσει τιμολογίων της, εξασφάλιση των σχετικών απαιτήσεών της με «εγγυητικές» επιταγές της πρώτης εναγομένης, οι οποίες θα επιστρέφονταν με την εξόφληση των τιμολογίων, και, παρότι η πρώτη εναγομένη αντέτεινε ότι η πλοιοκτήτρια της καταβάλει χρήματα για πληρωμές μόνο μετά την είσπραξη του ναύλου, όποτε αυτή πραγματοποιηθεί και ότι η ίδια δεν προτίθεται και αδυνατεί να πληρώσει χρέη της πλοιοκτήτριας, αυτή (η ενάγουσα) επέμεινε στην έκδοση των επιταγών, με τη συμφωνία ότι σε περίπτωση καθυστέρησης είσπραξης του ναύλου, θα τροποποιείται ανάλογα και η ημερομηνία έκδοσης της επιταγής. Ότι πράγματι εκδόθηκαν οι επιταγές με ημερομηνίες πληρωμής προγενέστερη των ενδίκων, τις οποίες όμως η πρώτη εναγομένη αδυνατούσε να καλύψει και για τον λόγο αυτό αντικαταστάθηκαν με τις ένδικες επιταγές. Ότι ακολούθησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης με αντικείμενο τη ρύθμιση του χρέους της πλοιοκτήτριας εταιρείας, κατά τη διάρκεια των οποίων όμως η ενάγουσα λειτουργούσε πάντα αιφνιδιαστικά, ζητώντας τη συντηρητική κατάσχεση του πλοίου και την απαγόρευση απόπλου του, είτε σφραγίζοντας τις επίδικες επιταγές κατά τον χρόνο πληρωμής τους, καίτοι η ίδια είχε αποδεχτεί πλήρως τον κίνδυνο από την έκδοση ακάλυπτων επιταγών και επομένως το δικαίωμά της από την είσπραξη αυτών είχε καταλυθεί. Ότι περαιτερω (η ενάγουσα) αρνήθηκε την άρση της απαγόρεσης του ως άνω αναφερθέντος πλοίου της πλοικτήτριας εταιρείας, ώστε τελικά δεν κατέστη δυνατή η ολοκλήρωση της ναύλωσής του για τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο του 2015, με αποτέλεσμα να απωλέσει τη δυνατότητα να λάβει ποσό 195.000 δολαρίων ΗΠΑ από εισπραττόμενους ναύλους έναντι της απαίτησής της. Ότι τέλος με την παρελκυστική συμπεριφορά της, ματαίωσε την ιδιωτική πώληση του ως άνω πλοίου, από την οποία θα ελάμβανε το ποσό των 125.000 δολαρίων ΗΠΑ. Ότι η ανωτέρω περιγραφείσα συμπεριφορά της ενάγουσας είναι έντονα καταχρηστική κατά τις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, με αποτέλεσμα να παρεμπορίζεται η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική και παράνομη και ως εκ τούτου η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί. Ότι όλως επικουρικώς η ενάγουσα από δικό της πταίσμα συντέλεσε στην πρόκληση της ζημίας της κατά ποσοστό 95%, καθώς παρέλειψε να περιορίσει τη ζημία της προβάλλοντας αδικαιολόγητα εμπόδια στην πώληση του πλοίου. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων, ο οποίος τείνει να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη μείζονα πρόταση που προηγήθηκε, τα πραγματικά περιστατικά που οι εναγόμενοι επικαλούνται και βάλλουν κατά της νομικής βασιμότητας των δικαιωμάτων της ενάγουσας, δεν βρίσκουν έρεισμα στο νόμο. Και τούτο διότι, τα επικαλούμενα από τους εναγόμενους πραγματικά περιστατικά, αφενός δεν αίρουν την τυχόν αδικοπρακτική σε βάρος του δευτέρου εναγομένου ευθύνη για την έκδοση ακάλυπτων επιταγών, αφετέρου δε, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να οδηγήσουν στη ματαίωση της επιδίωξης της αξίωσης της ενάγουσας, δοθέντος ότι τούτο θα συνέβαινε στην περίπτωση κατά την οποία η ενάγουσα – δανείτρια δεν είχε συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, ή αν είχε δημιουργήσει στους εναγόμενους – οφειλέτες την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά της αυτό. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί, κατά τα προεκτεθέντα, να υπάρχει όταν ο δανειστής, εν προκειμένω η ενάγουσα, όπως είχε δικαίωμα, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή της. Επιπλέον, στην περίπτωση που ο εν λόγω ισχυρισμός, ήθελε εκτιμηθεί ως ένσταση ελλείψεως υπαιτιότητας ως προς την τέλεση της αδικοπραξίας, θα πρέπει και πάλι να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος, διότι γίνεται δεκτό ότι η οικονομική δυσχέρεια του εκδότη να εξεύρει τα αναγκαία για την πληρωμή της επιταγής κεφάλαια δεν αίρει το δόλο του (βλ. ΕφΘεσ 1311/2008 Αρμ. 2009.1532, νομική σκέψη δεύτερης παραγράφου της απόφασης). Ομοίως και η επικουρικώς προβαλλόμενη από τους εναγόμενους ένσταση του άρθρου 300 ΑΚ πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, για τους ίδιους ως άνω λόγους, επιπλέον δε, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή και στις προτάσεις των εναγομένων, η έκδοση των ένδικων επιταγών προηγήθηκε των ενεργειών της ενάγουσας, που κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων συντέλεσαν στη μη ικανοποίηση της αξίωσής της. Μη νόμιμη είναι και η επιχειρούμενη θεμελίωση του εν θέματι ισχυρισμού στην παραβίαση από την ενάγουσα των διατάξεων του άρθρου 288 ΑΚ καθώς, κατά τις εν λόγω διατάξεις, οι οποίες εφαρμόζονται ειδικώς επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, ζητείται η διάπλαση μίας έννομης σχέσης για το μέλλον, λαμβανομένων υπόψη των έκτακτων συνθηκών που προέκυψαν και αποδεικνύονται. Εν προκειμένω, η ένδικη αγωγή θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αδικοπραξίας, δεν υφίσταται επομένως συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων, της οποίας να δύναται να ζητηθεί η διάπλασή της. Τέλος, ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η ενάγουσα ενσωμάτωνε στα τιμολόγιά της τοκογλυφικούς τόκους και ότι και στο παρελθόν είχαν καταβληθεί τέτοιοι τόκοι από την πρώτη εναγομένη, πρέπει να απορριφθεί, αφενός μεν ως απαράδεκτος, καθώς αυτός το πρώτον προβάλλεται με την προσθήκη – αντίκρουσή τους, αφετέρου δε ως αλυσιτελής, καθώς η ενάγουσα δεν διώκει με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής την καταβολή οφειλών με βάση τα εκδοθέντα τιμολόγια, αλλά ως βάση της αγωγής της έχει την αδικοπρακτική ευθύνη από την έκδοση των ένδικων επιταγών εκ μέρους των εναγομένων. Ακολούθως πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα των εναγομένων περί επιβολής στην ενάγουσα των ποινών τάξεως του άρθρου 205 ΚΠολΔ.

Από τις υπ’ αριθμ. …/08-01-2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων … και … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Κολοβού, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια των εναγομένων, κατόπιν κλήτευσης της αντιδίκου τους (βλ. την υπ’ αριθμ. …Ι/12-01-2018 …΄και …΄/13-02-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …), πλην των υπ’ αριθμ. …/18-01-2018 και …//02-02-2018 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μελίνας Ιωαννίδου, καθώς στην από 11-01-2018 γνωστοποίηση μαρτύρων και κλήση της ενάγουσας προς τους εναγομένους προς εξέτασή του μάρτυρά της …, αναφέρεται ως χρόνος εξέτασης αντίστοιχα η α) η 17-01-2018, ημέρα Τετάρτη και ώρα 9.00 ή 10.00 ή 11.00 π.μ. και 12.00 μ.μ., ενώ επίσης την ίδια ημέρα και ώρες 13.00 μ.μ., 14.00 μ.μ., 15.00 μ.μ., 16.00 μ.μ., 17.00 μ.μ., 18.00 μ.μ. και 19.00 μ.μ. θα εξετασθεί ο ίδιος μάρτυρας ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μελίνας Ιωαννίδου, η 18-01-2018, ημέρα Πέμπτη και ώρα 9.00 ή 10.00 ή 11.00 π.μ. και 12.00 μ.μ., ενώ επίσης την ίδια ημέρα και ώρες 13.00 μ.μ., 14.00 μ.μ., 15.00 μ.μ., 16.00 μ.μ., 17.00 μ.μ., 18.00 μ.μ. και 19.00 μ.μ. θα εξετασθεί ο ίδιος μάρτυρας ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μελίνας Ιωαννίδου και η 19-01-2018, ημέρα Παρασκευή και ώρα 9.00 ή 10.00 ή 11.00 π.μ. και 12.00 μ.μ., ενώ επίσης την ίδια ημέρα και ώρες 13.00 μ.μ., 14.00 μ.μ., 15.00 μ.μ., 16.00 μ.μ., 17.00 μ.μ., 18.00 μ.μ. και 19.00 μ.μ. θα εξετασθεί ο ίδιος μάρτυρας ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μελίνας Ιωαννίδου, και β) η 01η-02-2018, ημέρα Πέμπτη και ώρα 9.00 ή 10.00 ή 11.00 π.μ. και 12.00 μ.μ., ενώ επίσης την ίδια ημέρα και ώρες 13.00 μ.μ., 14.00 μ.μ., 15.00 μ.μ., 16.00 μ.μ., 17.00 μ.μ., 18.00 μ.μ. και 19.00 μ.μ. θα εξετασθεί ο ίδιος μάρτυρας ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μελίνας Ιωαννίδου. Δοθέντος ότι, ο με τον ανωτέρω κατά διαζευκτικό τρόπο προσδιορισμός στην κλήση περισσοτέρων τόπων και χρόνων για την εξέταση των μαρτύρων δεν είναι σαφής και συγκεκριμένος, ώστε να παρέχεται στους εναγομένους η δυνατότητα να παρασταθούν κατά την εξέταση και συνακόλουθα δεν πληρούται στην προκειμένη περίπτωση η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προϋπόθεση της προηγούμενης κλήτευσης των αντιδίκων, γι’ αυτό και οι δοθείσες παρά την έλλειψη αυτή ως άνω δύο ένορκες βεβαιώσεις χωρίς να παρίστανται οι εναγόμενοι είναι ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα (βλ. σχετ. ΑΠ 275/2013, ΤΝΠ Νόμος), καθώς και από όλα γενικά και χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα που επικαλούνται στις προτάσεις τους και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, δίχως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της ένδικης διαφοράς, όπως επίσης και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: η ενάγουσα, η οποία εδρεύει στον … και έχει εγκαταστήσει γραφείο στη … σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 89/1967, έχει ως αντικείμενο εργασιών την επί κέρδει εμπορία και διακίνηση πετρελαιοειδών και λιπαντικών προϊόντων ναυτιλίας σε πλοία, σε οποιουσδήποτε ανά τον κόσμο λιμένες προσεγγίζουν. Η πρώτη εναγομένη έχει συσταθεί και εδρεύει τυπικά μεν στη …, πραγματικά, όμως, στο …, όπου διατηρεί τα γραφεία της και ασκείται το σύνολο της επιχειρηματικής, διοικητικής και καταστατικής της δραστηριότητας, ενώ, επιπλέον, πραγματικός ιδιοκτήτης, διευθυντής, μοναδικός μέτοχος και νόμιμος εκπρόσωπός της τυγχάνει ο δεύτερος εναγόμενος. Στο πλαίσιο της εμπορικής συνεργασίας που είχε αναπτυχθεί μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης, η πρώτη προμήθευε με ποσότητες καυσίμων και λιπαντικών ναυτιλίας το υπό σημαία … φορτηγό πλοίο με την ονομασία «…», με αριθμό νηολογίου Μονροβίας …, αριθμό ΙΜΟ 9086538, Δ.Δ.Σ. Α8VF9, κ.ο.χ. 18.495, νεκρού βάρους 29.156 τόνων και έτους κατασκευής 1996, το οποίο διαχειριζόταν η εναγομένη. Σε εξόφληση ισόποσων απαιτήσεών της κατά της πρώτης εναγομένης από την πώληση και παράδοση ναυτιλιακών καυσίμων και λιπαντικών στο ως άνω πλοίο, ο δεύτερος εναγόμενος, ενεργώντας υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, εξέδωσε στην Αθήνα: 1) κατά την 25-05-2015 εις διαταγήν της ενάγουσας α) την υπ’ αριθμ. … τραπεζική επιταγή ποσού 250.478,96 δολαρίων Η.Π.Α., β) την υπ’ αριθμ. … τραπεζική επιταγή ποσού 36.222,42 δολαρίων Η.Π.Α., γ) την υπ’ αριθμ. … τραπεζική επιταγή ποσού 7.247,20 δολαρίων Η.Π.Α. και 2) κατά την 22-04-2016 εξέδωσε εις διαταγήν της ενάγουσας την υπ’ αριθμ. … τραπεζική επιταγή ποσού 20.000 δολαρίων Η.Π.Α., οι οποίες πασες ήταν πληρωτέες στην Ελλάδα και δη στην τράπεζα με την επωνυμία «….» από τον τηρούμενο σ’ αυτήν υπ’ αριθμ. … λογαριασμό της πρώτης εναγομένης. Η ενάγουσα εμφάνισε τις πρώτες τρεις εκ των ανωτέρω επιταγών την 29η-05-2015 και την τέταρτη την 26η-04-2016 αντιστοίχως, ήτοι εντός της οριζόμενης στο άρθρο 29 του ν. 5960/1933 εκάστοτε οκταήμερης προθεσμίας στην πληρώτρια τράπεζα, δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως διαθέσιμων κεφαλαίων, όπως διαπιστώθηκε ύστερα από έλεγχο του μηχανογραφικού κέντρου της εκδότριας τράπεζας, της μη πληρωμής βεβαιωθείσας με τις από 29-05-2015 και 26-04-2016 αντίστοιχα βεβαιώσεις της στο σώμα των ως άνω επιταγών. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος εξέδωσε τις ανωτέρω τραπεζικές επιταγές εν γνώσει του ότι δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στις πληρώτριες τράπεζες, τόσο κατά τον χρόνο εκδόσεως, όσο και κατά το χρόνο πληρωμής των επιταγών, όπως και ο ίδιος συνομολογεί, εξαιτίας, όπως ισχυρίζεται της οικονομικής δυσπραγίας της πλοικτήτριας εταιρείας, γεγονός, που ωστόσο διατείνεται, ήταν γνωστό στην ενάγουσα, η οποία για τον λόγο αυτό του άσκησε πίεση, προκειμένου να προβεί στην έκδοση των ένδικων επιταγών προς εξασφάλισή της. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται πειστικός από το Δικαστήριο. Και τούτο διότι, αφενός μεν δεν επιρρωνύεται από κανένα αποδεικτικό μέσον, αφετέρου δε, και αληθής υποτιθέμενος δεν οδηγεί άνευ αλλου τινός στην άρση της αδικοπρακτικής ευθύνης του δευτέρου εναγομένου από την έκδοση των ακάλυπτων επιταγών. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης γνώριζε την οικονομική κατάστασή της και την κίνηση των λογαριασμών της και δεν είχε φροντίσει να καταθέσει στην πληρώτρια τράπεζα το απαιτούμενο για την πληρωμή των επίδικων επιταγών ποσό. Εν συνεχεία, οι εναγόμενοι, έναντι του οφειλομένου στην ενάγουσα ποσού, προέβησαν σε μία καταβολή, ποσού 20.000 δολαρίων ΗΠΑ στις 19-10-2015 προς μερική εξόφληση της υπ’ αριθμ. … τραπεζικής επιταγής ποσού 36.222,32 δολαρίων ΗΠΑ, απομένοντας εξ αυτής υπολοίπου 16.222,32 δολαρίων ΗΠΑ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εξαιτίας ως άνω άδικης πράξης των εναγομένων υπέστη ζημία ίση με το ποσό των ανωτέρω επιταγών, ήτοι ύψους 267.419,59, σύμφωνα με την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ ευρώ κατά τον χρόνο εμφάνισης εκάστης προς πληρωμή. Ειδικότερα, οι ως άνω επιταγές εκδόθηκαν χάριν καταβολής τιμήματος προϊόντων, που η ενάγουσα είχε πωλήσει και παραδώσει στην πρώτη εναγομένη, κατόπιν παραγγελιών της τελευταίας, βάσει πολυετούς συνεργασίας τους, γεγονός που αποδέχονται αμφότεροι οι διάδικοι. Τέλος, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, συνεπεία του εις βάρος της διαπραχθέντος αδικήματος της ακάλυπτης επιταγής και της συνακόλουθης διατάραξης των συναλλαγών και της προσβολής της αξιοπιστίας της υπέστη ηθική βλάβη. Επομένως, δικαιούται χρηματικής ικανοποιήσεως, την οποία το Δικαστήριο καθορίζει στο, εύλογο κατά την κρίση του, ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη του: α) τον βαθμό του πταίσματος (δόλος) των εναγομένων, για την τέλεση της αξιόποινης πράξεως της ακάλυπτης επιταγής β) το είδος και την έκταση της περιουσιακής ζημίας που προκάλεσε στην ενάγουσα και γ) την κοινωνικοοικονομική θέση και κατάσταση των μερών. Ακολούθως, ενόψει των ανωτέρω αναφερθέντων, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον έκαστος το χρηματικό ποσό των (267.419,54 + 10.000 =) 277.419,54 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως. Επίσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει η παρούσα απόφαση να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας, γιατί η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Περαιτέρω, προσωπική κράτηση σε βάρος του δευτέρου εναγομένου δεν θα διαταχθεί, δοθέντος ότι από την προσκόμιση αντιγράφου της ταυτότητάς του, προέκυψε ότι έχει υπερβεί το 65ο έτος της ηλικίας του, εμπίπτει επομένως στην περίπτωση του εδ. γ) του άρθρου 1048 ΚΠολΔ. Τέλος, οι εναγόμενοι, οι οποίοι ηττώνται, πρέπει να καταδικασθούν να πληρώσουν τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας (άρθρο 176, 191§2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των διακοσίων εβδομήντα επτά χιλιάδων τετρακοσίων δέκα εννέα ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών του ευρώ (277.419,54), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την αμέσως προηγούμενη διάταξη της παρούσας απόφασης προσωρινώς εκτελεστή κατά το ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων (7.500) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις       –      -2020.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

  

Δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών, με την παρουσία και της Γραμματέα της έδρας, στις     -02-2020.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ